xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΙΗΣΟΥΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Ή ΜΥΘΟΣ;


ΙΗΣΟΥΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Ή ΜΥΘΟΣ;



Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, είναι ένα πρόσωπο που έχει γίνει σημείο αντιλεγόμενο στην σύγχρονη κοινωνία μας. Πλήθος απόψεων υπάρχουν, όσα και τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει γι' αυτόν απ' τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Ο αριθμός των βιβλίων που έχουν γραφτεί για τον Ιησού σύμφωνα με κάποιον υπολογισμό ξεπερνούν τα 2000! Όμως ποιος είναι ο Ιησούς; Είναι μήπως ένας καλοφτιαγμένος μύθος ή  ένα ιστορικό πρόσωπο; Υπήρξε ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας θρησκευτικός ριζοσπάστης ή κάποιος που απλά ίδρυσε μια καινούργια θρησκεία; Τι μαρτυρούν οι υπάρχουσες αρχαίες ιστορικές πηγές; Τι δείχνουν τα Ευαγγέλια;


Ιστορία ή Μύθος;
Είναι αξιοσημείωτο να παρατηρήσουμε πως παρ' όλη τη γενική εντύπωση, δεν μαρτυρούν για τον Ιησού Χριστό, μόνον οι διηγήσεις των τεσσάρων Ευαγγελίων  και της υπόλοιπης Καινής Διαθήκης. Ιστορικές πληροφορίες δίνουν και Εθνικοί και Εβραίοι συγγραφείς.
Ο Σουετώνιος  στον βίο του αυτοκράτορα Κλαύδιου, μιλάει για την έξωση των Ιουδαίων από τη Ρώμη το 53 μ.Χ. με την αιτιολογία πως "με την υποκίνηση του Χριστού προκαλούσαν φασαρίες".
Επίσης ο Τάκιτος δίνει στο έργο του "Βίος του Νέρωνα" τις εξής πληροφορίες για τον Ιησού: "Ο Χριστός θανατώθηκε στη βασιλεία του Τιβέριου, επαρχεύοντα του Πόντιου Πιλάτου".
Ο Φλάβιος Ιώσηπος στην "Ιουδαϊκή Αρχαιολογία" δίνει μαρτυρία ότι τον Ιωάννη τον Βαπτιστή τον θανάτωσε άδικα ο Ηρώδης, και πως ο απόστολος Ιάκωβος ήταν "αδελφός του Ιησού, του λεγόμενου Χριστού". Επίσης έδωσε και την ακόλουθη μαρτυρία για τον ίδιο τον Ιησού Χριστό: "Κατά τον καιρό τούτο [επί ηγεμονίας Ποντίου Πιλάτου] έζησε ο Ιησούς, άνθρωπος σοφός. Επειδή ήταν θαυμαστών έργων ποιητής. Και μάζεψε γύρω του πολλούς από τούς Ιουδαίους, ακόμα δε και από τούς Εθνικούς. Και αυτόν, καταδικασθέντα σε σταυρικό θάνατο από τον Πιλάτο με καταγγελία των αρχόντων μας, δεν έπαυσαν να τον αγαπούν οι πρότερον αυτόν αγαπήσαντες. Και μέχρι σήμερα ακόμη δεν εξαφανίστηκε η τάξη των Χριστιανών που πήραν αυτό το όνομα από αυτόν".
Ακόμη και το αρχαίο Ιουδαϊκό βιβλίο Ταλμούδ αναφέρει για τον Ιησού: "Κατά την ημέρα της παρασκευής του Πάσχα κρέμασαν τον Ιησού" (Πραγματεία "Συνέδριο", ΤΑΛΜΟΥΔ).
΄Ολες αυτές οι μαρτυρίες αποδεικνύουν περίτρανα και με σαφήνεια, πως ο Ιησούς Χριστός ο Ναζωραίος δεν ήταν κάποιος μύθος, αλλά ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε και έδρασε στη γη του Ισραήλ πριν 2000 περίπου χρόνια. Οι ιστορικές πηγές δίνουν τη συντριπτική τους απάντηση σε όσους αρνούνται την ιστορική του ύπαρξη και θεωρούν μυθοπλασία όλη τη ζωή και διδασκαλία του.
Την ιστορική ύπαρξη του Ιησού δεν την αρνούνται ούτε και οι ίδιοι οι Εβραίοι, που θα είχαν κάθε συμφέρον να επικαλούνταν αυτό το επιχείρημα αν ήταν αλήθεια, για να αποστόμωναν τους  πρώτους εκείνους Χριστιανούς και να τερμάτιζαν κάθε αντιλογία όσον αφορά το αν ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας ή όχι!
Συνεπώς υπάρχουν ατράνταχτες ΕΞΩΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ιστορικές μαρτυρίες για τον Ιησού.

Η ιστορική αξιοπιστία των Ευαγγελίων
Οι διηγήσεις των τεσσάρων Ευαγγελίων έχουν κατηγορηθεί και συκοφαντηθεί από πολλούς ερευνητές της ζωής του Ιησού ως αναξιόπιστες. Μπορούμε να εμπιστευθούμε τις Καινοδιαθηκικές διηγήσεις για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ; Θα εξετάσουμε πρώτα απ΄όλα το αν τα Ευαγγέλια μπορούν να θεωρηθούν ιστορικά κείμενα.
Τα Ευαγγέλια δεν είναι όπως οι μυθικές διηγήσεις που τοποθετούν τον ήρωά τους κάπου, αόριστα στο παρελθόν σε κάποια "μακρυνή χώρα". Αντίθετα δίνουν λεπτομερείς ιστορικές, χρονολογικές, γεωγραφικές και άλλες πληροφορίες για τα πρόσωπα, την εποχή, τον λαό, και την περιοχή όπου λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα που διηγούνται. Για παράδειγμα ο Λουκάς αναφέρει σχετικά: "΄Ηταν ο 15ος χρόνος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου. Επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Τετράρχης της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης, της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας ο Φίλιππος ο αδερφός του και της Αβιλινής ο Λυσανίας. Αρχιερείς ήταν ο ΄Αννας και ο Καϊάφας. Τότε δόθηκε εντολή από το Θεό στο γιό του Ζαχαρία, τον Ιωάννη που ήταν στην έρημο" (Λουκάς 3:1-2).
Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων είναι μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων ή ανθρώπων που μίλησαν με τους αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων που αφηγούνται. Δεν γράφτηκαν από ανθρώπους που έζησαν μακριά από την περίοδο, την οποία περιγράφουν. Γράφτηκαν μέσα στον 1ο μ.Χ. αιώνα και μάλιστα πριν την καταστροφή της Ιερουσαλήμ απ΄τα Ρωμαϊκά στρατεύματα το 70 μ.Χ. Ο Λουκάς γράφει: "Πολλοί προσπάθησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα γεγονότα, που είναι βεβαιωμένο ότι συνέβησαν ανάμεσά μας, όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και έγιναν κήρυκες αυτού του χαρμόσυνου μηνύματος. Γι΄αυτό θεώρησα κι εγώ καλό, εντιμότατε Θεόφιλε, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή και με ακρίβεια, να σου τα γράψω με τη σειρά, για να βεβαιωθείς ότι τα όσα διδάχτηκες είναι αυθεντικά" (Λουκάς 1:1-4).
Κι ο Ιωάννης γράφει για πράγματα που τα είχε δει στην Ιερουσαλήμ, ως αυτόπτης μάρτυρας: "Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά" (Ιωάννης 5:2).
Και η διήγηση της ζωής του Ιησού δεν ήταν σοφιστικοί μύθοι, ούτε απόηχοι μακρινών διηγήσεων από δεύτερο και τρίτο χέρι, αλλά αποτέλεσμα παρατήρησης αυτοπτών μαρτύρων. Ο Πέτρος λέει: "Επειδή σας γνωστοποιήσαμε τη δύναμη και παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διότι δεν ακολουθήσαμε σοφιστικούς μύθους, αλλά γίναμε αυτόπτες μάρτυρες της μεγαλειότητας εκείνου. Επειδή, πήρε από τον Πατέρα Θεό τιμή και δόξα, όταν ήρθε σ΄αυτόν από τη μεγαλόπρεπη δόξα μια τέτοια φωνή: 'Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο εγώ ευαρεστήθηκα'. Κι αυτή τη φωνή την ακούσαμε εμείς, καθώς ήρθε από τον ουρανό, όταν ήμασταν μαζί του στο άγιο βουνό" (Β΄ Πέτρου 1:16-18, Αφήγηση της Μεταμόρφωσης του Ιησού).
Υπάρχει και η μαρτυρία του Ιωάννη:"Εκείνο που ήταν από την αρχή,εκείνο που ακούσαμε, εκείνο που είδαμε με τα μάτια μας, εκείνο που τη θέα του κοιτάξαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν, για το Λόγο της ζωής....εκείνο που είδαμε και ακούσαμε εξαγγέλουμε και σε σας" (Α΄Ιωάννου 1:1-3).
Γιατί όμως σιωπούν οι Ευαγγελιστές για την ζωή του Ιησού από 12 ως 30 ετών; Κρύβεται κάτι σημαντικό;

Πού ήταν ο Ιησούς από 12 ως 30 ετών;
Είναι γνωστή σε όλους η...παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον υποτιθέμενο "ελλείποντα κρίκο" της ζωής του Ιησού. Υποθέσεις επί υποθέσεων, και πολλή φαντασία διέπουν τις εξηγήσεις που έχουν προσπαθήσει να δώσουν διάφοροι άνθρωποι-ερευνητές. ΄Ομως πραγματικά σιωπούν τα Ευαγγέλια γι' αυτό το χρονικό διάστημα; Η απάντηση είναι ΄Οχι! Απλώς τα Ευαγγέλια δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε ότι οι συγγραφείς τους θεωρούσαν πιο σημαντικό να αναφέρουνž γι' αυτό π.χ. τα παθήματα και η θανάτωση του Ιησού καλύπτουν ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα της διήγησης απ΄ότι άλλα μέρη της ζωής του Ιησού. Τι τελικά έκανε ο Ιησούς από 12 μέχρι 30 ετών;
Ο Λουκάς αναφέρει ότι όταν ο Ιησούς έγινε 12 ετών "ήρθε στη Ναζαρέτ και ζούσε κοντά τους [στούς γονείς του] με υπακοή...Ο Ιησούς μεγάλωνε και πρόκοβε στη σοφία, και η χάρη που είχε, ευαρεστούσε το Θεό και τούς ανθρώπους" (Λουκάς 2:42,51-52). Ο Ιησούς έμεινε 12-30 ετών στη Ναζαρέτ με τους γονείς του και μεγάλωνε στη σοφία και την θεία χάρη.
Χαρακτηριστικά πληροφορούμαστε: "΄Υστερα ήρθε στη Ναζαρέτ όπου είχε μεγαλώσει. Το Σάββατο πήγε, όπως συνήθιζε, στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει τις Γραφές" (Λουκάς 4:16). Μαθαίνουμε ότι είχε ανατραφεί στη Ναζαρέτ κι όχι κάπου αλλού, πώς πήγαινε ως καλός Ιουδαίος κάθε Σάββατο στη συναγωγή για να λατρεύσει τον Θεό, και ότι μάλιστα συμμετείχε ενεργά στην λειτουργία της.
Επίσης το επάγγελμά του όλα αυτά τα χρόνια, πριν αρχίσει το δημόσιο κήρυγμά του, ήταν ξυλουργός καθώς ο πατέρας του, όπως λέει στο Μάρκος 6:2-3, όπου επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι ο Ιησούς έζησε όλη τη ζωή του στη Ναζαρέτ, μαζί με τους γονείς του και τα αδέλφια του: "Και βγήκε από εκεί και ήρθε στην πατρίδα του, και τον ακολουθούν οι μαθητές του. Και όταν έγινε Σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή. Και πολλοί ακούγοντας εκπλήσσονταν και έλεγαν: «Από πού έρχονται σε τούτον αυτά, και ποια είναι η σοφία που δόθηκε σε τούτον, ώστε και τέτοιου είδους θαύματα γίνονται μέσω τα χεριών του;  Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός, ο γιος της Μαρίας και ο αδελφός του Ιακώβου και του Ιωσή και του Ιούδα και του Σίμωνα; Και δεν είναι οι αδελφές του εδώ κοντά μας;» Και σκανδαλίζονταν με αυτόν." Αν ο Ιησούς είχε σπουδάσει κάπου, για πολλά χρόνια, δεν θα εκπλήσσονταν και δεν θα σκανδαλίζονταν οι συμπατριώτες του ¾ θα το θεωρούσαν φυσιολογικό να έχει σοφία και να μιλάει τόσο εντυπωσιακά.
Τέλος, από άλλο σημείο έχουμε μία πολύ σημαντική επιβεβαίωση: "Οι Ιουδαίοι απορούσαν κι έλεγαν: 'Πώς αυτός ξέρει γράμματα, χωρίς να έχει σπουδάσει;' Ο Ιησούς γύρισε σ΄αυτούς και τούς είπε: Αυτά που διδάσκω δεν είναι δικά μου, αλλά εκείνου που με έστειλε. ΄Οποιος είναι πρόθυμος να τηρεί το θέλημά του, αυτός θα καταλάβει αν αυτά που λέω προέρχονται από τον Θεό ή τα λέω από μόνος μου" (Ιωάννης 7:15-17). Εδώ διαψεύδονται όλοι οι μύθοι που έχουν κυκλοφορήσει, λέγοντας πως ο Ιησούς 12-30 ετών... σπούδαζε στην Ινδία τις διδασκαλίες των τότε ... Γκουρού! Εδώ με σαφήνεια το ευαγγελικό κείμενο μας πληροφορεί πως ο Ιησούς ΔΕΝ ΣΠΟΥΔΑΣΕ! Τη γνώση και τη σοφία την έλαβε άμεσα από τον ίδιο τον Θεό, όπως και από την προσωπική του μελέτη των Γραφών.
Είχε άραγε ο Ιησούς απόκρυφες διδασκαλίες, δηλαδή διδασκαλίες τις οποίες προόριζε μονάχα για λίγους "μυημένους" μαθητές του; Ας δούμε τι ο ίδιος είπε: "Εγώ μίλησα στον κόσμο δημόσια. Εγώ δίδαξα πάντοτε μέσα στη συναγωγή και μέσα στο ιερό, όπου πάντοτε συγκεντρώνονται οι Ιουδαίοι, και κρυφά δεν δίδαξα τίποτε" (Ιωάννης 18: 20). Συνεπώς διάφορες "μυστικές" διδασκαλίες που κάποιοι εσωτεριστές προσπαθούν να "ανακαλύψουν" στον Ιησού, είναι καθαρή φαντασία και απάτη. Πέρα βέβαια από το ατράνταχτο γεγονός πως ο Ιησούς ως κεντρικό περιεχόμενο της διδασκαλίας του είχε το Νόμο και τις Γραφές που ο Θεός έδωσε στον Ισραήλ (Δείτε Ματθαίος 5:17-19, 22: 29, Ιωάννης 5:39, 17:17 κ.ο.κ) κι όχι τις διδασκαλίες του Βούδα ή άλλων ανατολικών φιλοσοφιών!
Κι όλες αυτές οι φανταστικές υποθέσεις περί σπουδών στην Ινδία, Αίγυπτο κλπ. καταρρέουν μπροστά στην ιστορική πραγματικότητα του Ιουδαϊκού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε ο Ιησούς. Η Ιουδαϊκή κοινωνία και νοοτροπία του 1ου αιώνα ήταν τόσο αυστηρά θρησκευτική και απομονωτική από τους Εθνικούς που δεν επέτρεπε ούτε να διανοηθεί κάποιος να πάει σε άλλες χώρες να σπουδάσει μυστηριακές θρησκείες και εθνικές φιλοσοφίες, πράγματα που θεωρούνταν τόσο ειδωλολατρικά και αντίθετα με τον Ιουδαϊκό Μονοθεϊσμό.

Ιστορία ή Ψέμα;
Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο που δείχνει την αξιοπιστία των Ευαγγελίων, είναι η μαρτυρία των μαθητών για την ανάσταση του Ιησού, μια μαρτυρία για ένα γεγονός κι όχι απλώς για κάποια ιδεολογία, και που την έδωσαν επιμένοντας μέχρι θανάτου!
Ο Πέτρος δήλωσε:"Αυτόν τον Ιησού, ο Θεός τον ανέστησε, για τον οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες" (Πράξεις 2:32). Και αλλού λέει ο απόστολος Παύλος: "Κι αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι μάταιο το κήρυγμά μας, αλλά και η πίστη σας είναι μάταιη. Είμαστε δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, επειδή δώσαμε μαρτυρία για τον Θεό, ότι ανέστησε τον Χριστό, τον οποίο δεν ανέστησε αν καθ΄υπόθεση οι νεκροί δεν ανασταίνονται" (Α΄Κορινθίους 15:14-15). Για ποιο λόγο κάποιοι να δώσουν τη ζωή τους για ένα χονδροειδές ψέμα αν δεν θα είχαν τουλάχιστον κάποιες επίγειες υλικές απολαβές; Ενώ αντίθετα οι απόστολοι δεν κέρδισαν τίποτε άλλο, πέρα από διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εμπαιγμούς!
Κι όχι μόνον αυτό! Αν δεν λάβαινε χώρα πράγματι η ανάσταση του Ιησού, τότε η πίστη των πρώτων ακολούθων του θα κατέρρεε, διότι θα αποδεικνύονταν πως ο νεκρός Ιησούς δεν ήταν ο Μεσσίας που πίστευαν! Κι έτσι ο Χριστιανισμός θα πέθαινε "εν τη γενέσει" του! ΄Οπως συνέβη και με άλλα κινήματα που πίστεψαν σε Ψευδο-Μεσσίες (Δείτε Πράξεις 5:34-39). ΄Ομως, αντίθετα μετά τον θάνατο του Χριστού, συνέβη κάτι που έπεισε απόλυτα τους αποστόλους πως ο Ιησούς αναστήθηκε! Κάτι τόσο συγκλονιστικό που τους έκανε να δώσουν τη ζωή τους γι΄αυτή τη μαρτυρία!
Θα δεχτούμε τη μαρτυρία τους, ή θα καταφύγουμε σε φαντασιοπληξίες και αστήρικτες υποθέσεις;
Αλλά τι θα πούμε για τα κείμενα που έχουμε σήμερα στα χέρια μας; Μεταφέρθηκαν πιστά σε μας, ή έχουν γίνει σοβαρές αλλοιώσεις και προσθαφαιρέσεις;

Η Μαρτυρία ενός Σκεπτικιστή
Ο ερευνητής-συγγραφέας Ian Wilson στο βιβλίο του "ΙΗΣΟΥΣ: ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ" (Εκδόσεις Κονιδάρη), λέει τα εξής: "Οι ανακαλύψεις χειρογράφων της Καινής Διαθήκης δείχνουν μια καθυσυχαστική γενική συνοχή. Η αντιγραφή από ένα χειρόγραφο σε άλλο με το χέρι έχει σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα λάθη και παροράματα...Αλλά στο σύνολό τους τα λάθη και οι διαφορές του κειμένου είναι σχετικά ασήμαντα και τα κανονικά ευαγγέλια μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι σε μεγάλο βαθμό όπως τα έγραψαν οι συγγραφείς τους. Και μόνον ο πλούτος των παλιών ντοκουμέντων είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές πλευρές τους. Αν και από τα έργα του μεγάλου Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου [1ος μ.Χ. αιώνας] υπάρχει μόνον ένα αντίγραφο ενός χειρογράφου, που χρονολογείται από το 12ο αιώνα, υπάρχουν επίσης κάπου 274 χειρόγραφα σε περγαμηνή, κανονικών έργων που βεβαιώνουν την ύπαρξη του Ιησού...που χρονολογούνται μεταξύ του 4ου και 11ου αιώνα, και 88 αποσπάσματα παπύρων που χρονολογούνται μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα ... Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα ευαγγελικά κείμενα ήταν γνήσια παλιά και ότι οι αντιγραφείς τους ήταν λογικά αξιόπιστοι". (σελίδες 43-44, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Είναι αξιοσημείωτο ωστόσο, ότι ο συγγραφέας αυτός ΔΕΝ πιστεύει στη θεοπνευστία της Βίβλου, και ότι ΟΥΤΕ πιστεύει στον Ιησού. Οπότε η ομολογία του, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα!
Θα δεχτούμε ότι τα Ευαγγέλια είναι αψευδή ιστορικά κείμενα και αξιόπιστες πηγές για τον βίο και τη διδαχή του Ιησού; ΄Η θα δεχτούμε τις διάφορες γνώμες των οποιονδήποτε συγγραφέων, που δεν έχουν να παρουσιάσουν κανένα πραγματικό ιστορικό στοιχείο, αλλά αντίθετα, μόνο τις δικές τους υποθέσεις, οι οποίες διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν τα κείμενα των πραγματικών μαρτυριών αυτών που έζησαν και μίλησαν με τον ίδιο τον Ιησού;
Τι θα προτιμήσουμε; Τα κείμενα των αυτοπτών μαρτύρων ή τις από δεύτερο και τρίτο χέρι ...."ερμηνείες" των κειμένων των αυτοπτών μαρτύρων;

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΙΟΥΔΑΪΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


Ραββινικά κείμενα

Όταν το 70 μ.Χ. έπεσε η Ιερουσαλήμ, μαζί με τον Ναό, και την κυριαρχία των ιερατικών οικογενειών, έπεσε και το ανώτατο δικαστήριο, το Συνέδριο. Το μόνο τμήμα του Ιουδαϊσμού που μπορούσε ν’ αναλάβει την ανοικοδόμηση ήσαν οι Φαρισαίοι. Και πράγματι αυτό έκαναν, σε μια πνευματική κι όχι πολιτική βάση. Με την καθοδήγηση του Γιωχανάν, γιου του Ζακκά, κατασκεύασαν τα κεντρικά γραφεία τους στη Γιαβνέθ ή Γιάμνια, στα νοτιοδυτικά της Παλαιστίνης. Εδώ, λοιπόν, αναδιοργάνωσαν το Συνέδριο σαν ανώτατο δικαστήριο για την οργάνωση όλου του θρησκευτικού νόμου, πρώτος πρόεδρος του οποίου, στη νέα του μορφή, ήταν ο Yohanan. Ένας μεγάλος αριθμός νομοθετημάτων, «η παράδοση των πρεσβυτέρων», όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, είχε παραδοθεί από γενιά σε γενιά, προφορικά, κι αυξανόταν με το πέρασμα του χρόνου. Έγινε έτσι το πρώτο βήμα για την κωδικοποίηση όλου αυτού του υλικού. Το δεύτερο βήμα έγινε απ’ τον μεγάλο Ραββίνο Ακίμπα, που πρώτος κατέταξε το υλικό, σύμφωνα με τα θέματα. Μετά τον ηρωικό του θάνατο, το 135 μ.Χ., στη διάρκεια της ήττας που υπέστη ο επαναστάτης κατά της Ρώμης Βαρ – Κοχεμπά, το έργο του αναθεωρήθηκε και συνεχίστηκε απ΄ τον μαθητή του, Ραββίνο Μέιρ. Το έργο της κωδικοποίησης ολοκληρώθηκε γύρω στο 200 μ.Χ απ’ τον Ραββίνο Ιούδα, πρόεδρο του Συνεδρίου, απ’ το 170 έως το 217. Ο όλος κώδικας του θρησκευτικού νομικού συστήματος, που συλλέχθηκε μ’ αυτό τον τρόπο είναι γνωστός ως Μισνά.
Αυτός ο κώδικας Μισνά έγινε αντικείμενο μελέτης, και πολλά σχόλια εκφράσθηκαν μ’ αυτόν από τις Ραββινικές σχολές τόσο της Παλαιστίνης όσο και της Βαβυλωνίας. Τα σχόλια αυτά ή Γκεμάρα αποτέλεσαν ένα είδος συμπληρώματος της Μισνά και η Γκεμάρα αποτέλεσαν το γνωστό Ταλμούδ. Το «Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ», που αποτελείται από τη Μισνά, μαζί με την ογκώδη Γκεμάρα των Παλαιστινιακών σχολών, συμπληρώθηκε το 300 μ.Χ. περίπου. Το κατά πολύ μεγαλύτερο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ συνέχισε ν’ αυξάνει για δυο ακόμη αιώνες, πριν να καταγραφεί, γύρω στο 500 μ.Χ.
Καθώς η Μισνά είναι ένας νομικός κώδικας και το Ταλμούδ βιβλία με σχόλια πάνω σ’ αυτό τον κώδικα, δεν υπάρχει περίπτωση αναφοράς στον Χριστιανισμό, κι όπου υπάρχουν αναφορές είναι εχθρικές. Όπως και νάναι όμως αυτές οι αναφορές δείχνουν τουλάχιστον πως δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή αμφιβολία για τον ιστορικό χαρακτήρα του Ιησού.
Σύμφωνα με τις γνώμες των πρώτων Ραββίνων που καταγράφονται σ’ αυτά τα έργα, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν ένας αμαρτωλός στο Ισραήλ, που ασχολήθηκε με τη μαγεία, περιφρόνησε τα λόγια των σοφών, παραπλάνησε τον κόσμο και είπε πως δεν ήρθε να καταστρέψει τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσει. Κρεμάσθηκε την παραμονή του Πάσχα, με την κατηγορία της αίρεσης και παραπλάνησης του λαού. Οι μαθητές του, πέντε απ΄ τους οποίους αναφέρονται με τα ονόματα τους, γιάτρευαν αρρώστους στ’ όνομά του.
Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για ένα πορτραίτο του Κυρίου μας όπως ακριβώς θα το περιμέναμε από ένα έργο γραμμένο απ’ τους Φαρισαίους, που ήσαν αντίπαλοί Του. Μερικά από τα ονόματα με τα οποία Αυτός αναφέρεται γίνονταν άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες για τις διηγήσεις των Ευαγγελίων. Η ονομασία Ha-Taluy («Ο κρεμασμένος») αναφέρεται ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο πέθανε. Ένα άλλο όνομα που Του δίνεται, Ben-Pantera («Γιος Παντέρα»), κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται, όχι (όπως υπονόησαν μερικοί) σ’ έναν Ρωμαίο στρατιώτη, που ονομαζόταν Παντέρας, αλλά στη Χριστιανική πίστη για τη γέννηση του Κυρίου μας από παρθένο. Είναι δηλαδή η λέξη «παρθένος» . Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όλοι όσοι τον ονόμαζαν έτσι πίστευαν στη γέννηση Του από παρθένο.
Στα τέλη περίπου του πρώτου αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του δεύτερου, υπήρχε όπως φαίνεται κάποια διαφωνία στους Ιουδαϊκούς κύκλους, για το κατά πόσο μερικά Χριστιανικά έργα έπρεπε ν’ αναγνωρισθούν ως κανονικά ή όχι. Αυτά τα έργα, όποια κι αν ήσαν, πήραν το Ελληνικό όνομα Ευαγγέλιο. Το αμφισβητούμενο Ευαγγέλιο ήταν κατά πάσα πιθανότητα μια Αραμαϊκή μορφή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, του Ευαγγελίου που προτιμούσαν οι Ιουδαίοι Χριστιανοί της Παλαιστίνης και των γύρω περιοχών. Λέγεται πως οι Ραββίνοι Γιωχανάν και Μέιρ έκαναν δυσμενή λογοπαίγνια με τη λέξη Ευαγγέλιο, υψώνοντας τα φωνήεντα της λέξης έτσι, ώστε να διαβάζεται Awen-gillayon ή Awon-gillayon, που σήμαιναν «Αμαρτία του Περιθωρίου» ή «Αμαρτία της Πλάκας του γραψίματος». Αυτές οι δυσνόητες αναφορές δείχνουν πως υπήρχε κάποια επαφή ανάμεσα στους ορθόδοξους Φαρισαίους και τους Ιουδαίους Χριστιανούς, που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν σκεφθούμε ως η πρώτη Παλαιστινιακή εκκλησία περιλάμβανε πιστά μέλη, που προέρχονταν απ’ την παράταξη των Φαρισαίων και πολλές χιλιάδες Ιουδαίων, που ήσαν «ζηλωτές του νόμου» (Πρξ. 15/5, 21/20). Μετά το 70 μ.Χ., πράγματι, μπορεί αυτοί οι Ιουδαίοι Χριστιανοί να είχαν περισσότερη επαφή με άλλους Ιουδαίου, παρά με τα μέλη των Εθνικών εκκλησιών, που ολοένα κι έκλιναν στο χαρακτηρισμό των Ιουδαίων Χριστιανών ως αιρετικών και ημι – Χριστιανών. Υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες για να σκεφθούμε ότι αυτοί οι φυγάδες από την εκκλησία της Ιερουσαλήμ, που εγκαταστάθηκαν στην Υπεριορδανία, γύρω στο 70 μ.Χ., συνεργάστηκαν με ορισμένες ομάδες Εσσαίων, που πιθανώς περιλάμβαναν και τ’ απομεινάρια της κοινότητας του Κουμράν.


Ο Ιώσηπος

Όμως, έχουμε και αρχαιότερη και πιο σπουδαία για μας Ιουδαϊκή φιλολογία απ’ αυτή που βρίσκουμε στα Ταλμούδ. Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος γεννήθηκε από ιερατική οικογένεια το 37 μ.Χ. Στην ηλικία των δεκαεννιά χρόνων προσχώρησε στην Φαρισαϊκή παράταξη. Σε μια επίσκεψή του στη Ρώμη, το 63 μ.Χ., μπόρεσε να εκτιμήσει την ισχύ της Αυτοκρατορία. Όταν ξέσπασε ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, το 66 μ.Χ., διορίστηκε διοικητής των Ιουδαϊκών δυνάμεων στη Γαλιλαία και υπερασπίστηκε τη στρατηγική θέση Jotapata εναντίον των Ρωμαίων μέχρις ότου η περαιτέρω αντίσταση ήταν ανώφελη. Διέφυγε τότε σε μια σπηλιά, μαζί μ’ άλλους σαράντα, κι όταν αντιλήφθηκαν πως το καταφύγιό τους είχε κυκλωθεί σχεδίασαν μια ομαδική αυτοκτονία. Ίσως, πιο πολύ από καλό χειρισμό του θέματος παρά από τύχη, ο Ιώσηπος ήταν ένας απ’ τους δυο που επέζησαν. Έπεισε τον σύντροφο του να παραδοθούν στους Ρωμαίους κι όταν έγινε κι αυτό, κατάφερε να κερδήσει την εύνοια του Βεσπασιανού, του Ρωμαίου διοικητή, προλέγοντας την άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο, μια πρόβλεψη που εκπληρώθηκε το 69 μ.Χ. Ο Ιώσηπος προσλήφθηκε στο γενικό Ρωμαϊκό διοικητήριο, στη διάρκεια της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ, ενεργώντας μάλιστα σαν διερμηνέας του Τίτου, γιου του Βεσπασιανού και διαδόχου του στη διοίκηση της Παλαιστίνης, όταν θέλησε να κάνει εξαγγελίες στους πολιορκούμενους κατοίκους. Μετά την πτώση της πόλης και την καταστολή της επανάστασης, ο Ιώσηπος εγκαταστάθηκε κανονικά στη Ρώμη, σαν δικηγόρος και συνταξιούχος του αυτοκράτορα παίρνοντας το οικογενειακό του όνομα, Φλάβιος, κι έτσι έγινε γνωστός, ως Φλάβιος Ιώσηπος.
Όπως είναι φυσικό, αυτή η ποικιλόμορφη καριέρα δεν ήταν δυνατό να τον κάνει δημοφιλή ανάμεσα στους συμπατριώτες του, πολλοί απ’ τους οποίους τον θεωρούσαν – και τον θεωρούν ακόμα – έναν δις εις θάνατον προδότη. Παρόλα αυτά. Χρησιμοποίησε τα χρόνια που αναπαυόταν στη Ρώμη έτσι που να μπορεί ν’ απαιτήσει την ευγνωμοσύνη τους, γράφοντας τη ν ιστορία του έθνους τους. Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει μια Ιστορία περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, από το 170 π.Χ. μέχρι το 73 μ.Χ., που γράφτηκε πρώτα στ’ Αραμαϊκά, προς όφελος των Ιουδαίων, που ζούσαν μέσα στην Αυτοκρατορία, κι έπειτα δημοσιεύτηκε μια Ελληνική μετάφραση. Επίσης, μια Αυτοβιογραφία στην οποία υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον ενός άλλου Ιουδαίου ιστορικού, του Ιούστου, από την Τιβεριάδα, ο οποίος αναφερόμενος στον Πόλεμο εκφράστηκε δυσμενώς για τον ρόλο που είχε παίξει ο Ιώσηπος. Ακόμα, δυο βιβλία Κατ’ Απίωνος, στα οποία υπερασπίζεται το έθνος του εναντίον στις αντι-Σημιτικές συκοφαντίες (μερικές απ’ τις οποίες υπάρχουν και σήμερα) του Απίωνα, ενός Αλεξανδρινού γυμνασιάρχη, και άλλων συγγραφέων. Τέλος, είκοσι βιβλία με τις Αρχαιότητες των Ιουδαίων,* όπου περιγράφεται η ιστορία του έθνους του απ’ την αρχή της Γένεσης μέχρι την εποχή του. Όσο και να μη του άξιζε να διασώσει την ιστορία της πτώσης του έθνους του, πρέπει να είμαστε χαρούμενοι που το έκανε, γιατί, χωρίς τα ιστορικά του έργα, παρ’ ότι έχουν πολλές ατέλειες, οι πηγές των πληροφοριών μας, σχετικά με την ιστορία της Παλαιστίνης την εποχή της Καινής Διαθήκης, θα ήσαν απίστευτα φτωχότερες.
Στις σελίδες του Ιώσηπου συναντάμε πολλά πρόσωπα που μας είναι γνωστά απ’ την Καινή Διαθήκη: Την ποικιλόμορφη οικογένεια του Ηρώδη, τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Αύγουστο, Τιβέριο, Κλαύδιο και Νέρωνα, τον Κυρήνιο, κυβερνήτη της Συρίας∙ τον Πιλάτο, τον Φήλικα, τον Φήστο προκουράτορες της Ιουδαίας∙ τις οικογένειες του ανώτατου ιερατείου – Άννα, Καϊάφα, Ανανία και τους λοιπούς του Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους και ούτω καθεξής. Μπορούμε να διαβάσουμε την Καινή Διαθήκη συγκρίνοντάς την με το πλαίσιο που μας προσφέρει ο Ιώσηπος, πράγμα που την κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και μας βοηθάει να την κατανοήσουμε καλύτερα.

Όταν ο Γαμαλιήλ (στις Πράξεις 5/37), μιλάει για τον Ιούδα απ’ τη Γαλιλαία που ήταν επικεφαλής μιας εξέγερσης την περίοδο της φορολογίας, γυρίζουμε στις σελίδες του Ιώσηπου και βρίσκουμε την ιστορία αυτής της εξέγερσης τόσο στο έργο του Πόλεμος (11/8) όσο και στις Αρχαιότητες (XVIII/1). Ο Ιώσηπος μας μιλάει, επίσης, για κάποιον αγύρτη, ονόματι Θευδά, (Αρχαιότ. ΧΧ/5,1) που εμφανίστηκε λίγο μετά το 44 μ.Χ., ο Θευδάς όμως τον οποίο αναφέρει ο Γαμαλιήλ έδρασε πριν απ’ τον Ιούδα της Γαλιλαίας (6 μ.Χ.)∙ σ’ οποιαδήποτε λοιπόν περίπτωση, ο λόγος του Γαμαλιήλ έλαβε χώρα ανάμεσα στο 30 και το 33. Δεν πρέπει όμως να σκεφθούμε πως ο Λουκάς διέπραξε κάποιον αναχρονισμό, επειδή διαβάζουμε τον Ιώσηπο λανθασμένα (το βάρος της μαρτυρίας είναι κατά του Λουκά να έχουμε διαβάσει προηγουμένως τον Ιώσηπο). Ο Ιώσηπος ο ίδιος μας λέει πως περίπου στην εποχή που πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας (4 μ.Χ.) υπήρχαν πολλά προβλήματα στην Ιουδαία, και η δραστηριότητα λοιπόν του Θευδά (που δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο όνομα) τον οποίο ανέφερε ο Γαμαλιήλ, ίσως ν’ ανήκει σ’ αυτή την περίοδο.
Η πείνα της εποχής του Κλαύδιου (Πρξ. 11/28) αναφέρεται και από τον Ιώσηπο. Αν ο Λουκάς μας λέει πως οι Χριστιανοί στην Αντιόχεια έστειλαν βοήθεια στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ, σ’ αυτή την περίπτωση, ο Ιώσηπος μας λέει πως η Έλενα, η Ιουδαία βασιλομήτορα της Αδιαβηνής, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Μεσσοποταμίας, αγόρασε στην Αλεξάνδρεια καλαμπόκι και στην Κύπρο σύκα, για ν’ ανακουφίσει την πείνα του λαού της Ιερουσαλήμ σ’ αυτή την περίπτωση.
Ο ξαφνικός θάνατος του Ηρώδη Αγρίππα Α’, τον οποίο διηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις (12/19-23) καταγράφεται επίσης κι απ’ τον Ιώσηπο (Αρχ. ΧΙΧ/8,2) σε μια μορφή που συμφωνεί με τις γενικές γραμμές του Λουκά, αν και οι δυο διηγήσεις είναι αρκετά ανεξάρτητες, η μια απ’ την άλλη. Να πώς δίνει αυτήν την εξιστόρηση ο Ιώσηπος:

«Όταν ο Αγρίππας είχε συμπληρωθεί τρία χρόνια βασιλείας στην Ιουδαία, ήρθε στην Καισάρεια, που αρχικά ονομαζόταν Πύργος Στράτωνος. Εκεί έκανε γιορτές προς τιμήν του Καίσαρα, εγκαινιάζοντας ένα φεστιβάλ για τη μακροημέρευση του αυτοκράτορα. Εκεί, λοιπόν, κατέφθασε πλήθος τοπικών αρχόντων και άλλων που είχαν προαχθεί σε ανώτερα αξιώματα. Τη δεύτερη μέρα των εκδηλώσεων φόρεσε ένα μανδύα από ασήμι, με θαυμάσια ύφανση κι έφτασε στο θέατρο τα ξημερώματα. Το ασήμι έλαμπε καθώς οι αχτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω του και γυάλιζε υπέροχα. Η αίγλη του ενέπνεε κάποιο φόβο και τρόμο σε όσους το κοιτούσαν. Ξαφνικά, οι κόλακές του άρχισαν να φωνάζουν απ’ όλες τις μεριές, λόγια που στ’ αλήθεια δεν ήσαν για το καλό του, κατονομάζοντάς τον θεό, και τον επικαλούνταν κραυγάζοντας, ‘’Δείξε ευμένεια! Αν μέχρι τώρα σ’ αντιμετωπίζαμε σαν άνθρωπο, από δω και στο εξής θα ομολογούμε πως βρίσκεσαι πάνω απ’ την ανθρώπινη φύση’’.
Ο βασιλιάς δεν τους επέπληξε ούτε καταδίκασε την ασεβή κολακεία τους. Αλλά, κοιτάζοντας ψηλά είδε την κουκουβάγια να κάθεται σ’ ένα σχοινί, πάνω απ’ το κεφάλι του κι αμέσως τη θεώρησε μηνυτή κακού, όπως ακριβώς προηγουμένως είχε γίνει μηνυτής καλού, κι ένα βάρος θλίψης γέμισε την καρδιά του. Ξαφνικά τον έπιασε δυνατός πόνος στην κοιλιακή χώρα... Μεταφέρθηκε γρήγορα στο παλάτι και γρήγορα διαδόθηκε το νέο πως σίγουρα θα πέθαινε σύντομα... Όταν είχε πια υποφέρει πέντε μέρες από πόνο, έφυγε απ’ αυτό τον κόσμο, στο πεντηκοστό τέταρτο της ζωής του και το έβδομο της βασιλείας του».

Οι παραλληλίες ανάμεσα στις δυο διηγήσεις είναι ολοφάνερες, όπως επίσης είναι φανερή και η απουσία συνεννόησης μεταξύ τους. Ο Λουκάς περιγράφει το ξαφνικό χτύπημα του βασιλιά λέγοντας, στη βιβλική γλώσσα, πως «άγγελος Κυρίου επάταξε αυτόν». Δεν είναι ανάγκη να σκεφθεί κανείς πως υπάρχει κάποια σημασία στη χρήση της Ελληνικής λέξης «άγγελος», απ’ τον Λουκά, που σημαίνει «αγγελιαφόρος», και τη λέξη «μηνυτής», που αποδίδεται απ’ τον Ιώσηπο στην κουκουβάγια, παρόλο που μερικοί απ’ τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας υπέδειξαν κάτι τέτοιο. Οι Τύριοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία της γιορτής για να συμφιλιωθούν δημόσια με το βασιλιά.
Γενικά, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη σύγκριση των δυο διηγήσεων με τα λόγια ενός απροκατάληπτου ιστορικού, του Eduard Meyer: «Οι δυο διηγήσεις συμφωνούν απόλυτα στις γενικές γραμμές, τα δεδομένα και την όλη σύλληψη. Με τις τόσο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειές της, που με κανένα τρόπο δεν μπορούν να εξηγηθούν σαν μια «τάση» ή σαν λαϊκή παράδοση∙ η διήγηση του Λουκά μπορεί μ’ εγγύηση να θεωρηθεί τουλάχιστο τόσο αξιόπιστη, όσο κι αυτή του Ιώσηπου.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το ότι ο Ιώσηπος αναφέρεται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και τον Ιάκωβο, αδελφό του Κυρίου, καταγράφοντας το θάνατό τους μ’ έναν τρόπο ολοφάνερα διαφορετικό απ’ την Καινή Διαθήκη, έτσι που δεν μπορούμε να υποψιαστούμε κάποια Χριστιανική παρεμβολή, σε κανένα από τα αποσπάσματα αυτά. Στις Αρχαιότητες (XVIII/5,2) διαβάζουμε πως ο Ηρώδης Αντύπας, τετράρχης της Γαλιλαίας, νικήθηκε στη μάχη απ’ τον Αρέτα, βασιλιά των Αράβων της Νουβίας, πατέρα της πρώτης γυναίκας του Ηρώδη, την οποία παράτησε χάρη της Ηρωδιάδας. Ο Ιώσηπος συνεχίζει:

«Μερικοί από τους Ιουδαίους νόμισαν πως ο στρατός του Ηρώδη είχε καταστραφεί απ’ τον Θεό κι ήταν αυτό μια τιμωρία για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη, του επονομαζόμενου Βαπτιστή. Γιατί ο Ηρώδης είχε σκοτώσει, αν και ήταν καλός άνθρωπος και πρόσταζε στους Ιουδαίους να ζουν ενάρετα, να είναι δίκαιοι μεταξύ τους και προς τον Θεό και να βαπτίζονται. Δίδασκε πως το βάπτισμα ήταν αποδεκτό απ’ τον Θεό, στην περίπτωση που αυτό γινόταν όχι για τη συγχώρηση συνειδητών αμαρτιών, αλλά για τον καθαρισμό του σώματος, ενώ η ψυχή είχε ήδη καθαρισθεί με δικαιοσύνη. Όταν άρχισαν πολλοί να μαζεύονται γύρω του (γιατί επηρεάζονταν πολύ σαν άκουγαν τα λόγια του), ο Ηρώδης φοβήθηκε τη δύναμη πειθούς, που διέθετε πάνω στους ανθρώπους, φοβήθηκε μήπως οδηγήσει σε κάποια στάση, καθώς ακολουθούσαν τη συμβουλή του για κάθε θέμα. Το θεώρησε, λοιπόν, καλό να τον συλλάβει και να τον σκοτώσει, πριν να προκαλέσει κάποια αναταραχή, παρά να μετανιώσει αργότερα μπαίνοντας σε τέτοια βάσανα, αφού δηλαδή ξεσπούσε η επανάσταση. Μ’ αυτές τις υποψίες του Ηρώδη, ο Ιωάννης στάλθηκε αλυσοδεμένος στο Machaerus (Σημ.τ.μετ.:Μαχαίρους), ένα φρούριο που αναφέρθηκε πιο πάνω, και εκεί θανατώθηκε. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, πίστεψαν πως εξαιτίας αυτής της θανάτωσης καταστράφηκε ο στρατός, γιατί ο Θεός ήθελε να φέρει κακό στον Ηρώδη».

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σ’ αυτήν τη διήγηση και σ’ εκείνη των Ευαγγελίων : Σύμφωνα με τον Μάρκο (1/4), ο Ιωάννης «εκήρυττε βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών», ενώ ο Ιώσηπος λέει πως το βάπτισμα του Ιωάννη δεν είχε σκοπό την άφεση αμαρτιών. Επίσης, ο Ιώσηπος δίνει πολιτική σημασία στο θάνατο του Ιωάννη, ενώ στα Ευαγγέλια  φαίνεται πως ήταν αποτέλεσμα της αντίθεσης του Ιωάννη για το γάμο του Ηρώδη με την Ηρωδιάδα. Είναι πολύ πιθανό ο Ηρώδης να θέλησε να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια φυλακίζοντας τον Ιωάννη. Όσο για την ασυμφωνία αναφορικά με τη σημασία του βαπτίσματος του Ιωάννη, οι ανεξάρτητες παραδόσεις που μπορούμε να βρούμε στην Καινή Διαθήκη είναι εντυπωσιακά ομόφωνες, κι εκτός του ότι είναι πρωιμότερες της διήγησης του Ιώσηπου (οι Αρχαιότητες δημοσιεύτηκαν το 93 μ.Χ.) δίνουν μια πιο αξιόπιστη περιγραφή από θρησκευτικο-ιστορική άποψη.

Όπως φαίνεται, ο Ιώσηπος αποδίδει πράγματι στον Ιωάννη το δόγμα των Εσσαίων για το βάπτισμα, όπως μας είναι γνωστό απ’ τα κείμενα του Κουμράν. Το γενικό διάγραμμα όμως της ιστορίας του Ιώσηπου βεβαιώνει τη μαρτυρία των Ευαγγελίων. Αυτή η μαρτυρία του Ιώσηπου ήταν γνωστή τόσο στον Ωριγένη (230 μ.Χ., περίπου) όσο και στον Ευσέβιο (326 μ.Χ., περίπου).
Αργότερα, ο Ιώσηπος περιγράφει στις Αρχαιότητες (ΧΧ/9,1) τις αυθαίρετες πράξεις του αρχιερέα Άνανου, μετά το θάνατο του προκουράτορα Φήστου (61 μ.Χ.) με τα εξής λόγια:

«Ο νεότερος όμως Άνανος, ο οποίος, όπως είπαμε, ανέλαβε αρχιερέας, ήταν θρασύς και τολμηρός. Ακολούθησε την παράταξη των Σαδδουκαίων, που είναι οι πιο αυστηροί στην κρίση απ’ όλους του Ιουδαίους, όπως δείξαμε πιο πάνω. Μ’ αυτόν, λοιπόν, το χαρακτήρα που είχε ο Άνανος σκέφτηκε πως ήταν καλύτερη ευκαιρία, μια που ο Φήστος είχε πεθάνει κι ο Αλβίνος βρισκόταν ακόμα στο δρόμο∙ έτσι, συγκάλεσε συμβούλιο των κριτών και έφερε μπροστά τους τον αδελφό του Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό, τον Ιάκωβο, μαζί με άλλους, κι αφού τους κατηγόρησε σαν παραβάτες του Νόμου, τους έστειλε για λιθοβολισμό».

Αυτό το απόσπασμα, όπως και το προηγούμενο ήταν γνωστό τόσο στον Ωριγένη όσο και στον Ευσέβιο. Την ιστορία του θανάτου του Ιακώβου, του Δίκαιου (όπως ονόμαζαν τον αδελφό του Κυρίου), διηγείται με περισσότερες λεπτομέρειες ο Ηγήσιππος, ένας Ιουδαίος Χριστιανός συγγραφέας του 170 μ.Χ. περίπου. Η διήγηση του Ιώσηπου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς ο Ιώσηπος ονομάζει τον Ιάκωβο αδελφό του Ιησού, του λεγόμενου «Χριστού» με τέτοιο τρόπο, που υπονοείται πως έχει προηγουμένως αναφερθεί στον Ιησού. Βρίσκουμε επίσης κάποια μνεία για τον Ιησού και σ’ ένα άλλο εκτεταμένο αντίτυπο του Ιώσηπου, το ονομαζόμενο Testimonium Flavianum, στις Αρχαιότητες (XVIII/3,3). Ο Ιώσηπος διηγείται εκεί μερικά από τα προβλήματα που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση του Πιλάτου, και συνεχίζει:

«Περί την εποχή αυτή εμφανίστηκε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν βέβαια μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι. Γιατί έκανε θαύματα και δίδασκε τους ανθρώπους που δέχονταν με χαρά την αλήθεια. Παρέσυρε πολλούς Ιουδαίους, αλλά και Έλληνες. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός. Όταν λοιπόν τον καταδίκασε ο Πιλάτος σε σταυρικό θάνατο, αφού παραπέμφθηκε από τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν χάθηκαν. Γιατί εμφανίστηκε σ’ αυτούς την τρίτη μέρα και πάλι ζωντανός, όπως οι προφήτες είχαν μιλήσει γι’ αυτά και για χιλιάδες άλλα θαυμάσια σχετικά μ’ αυτόν: Ακόμα και σήμερα η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκαν απ’ το όνομά Του, δεν έχει πεθάνει».

Αυτή είναι μετάφραση του κειμένου αυτού του αποσπάσματος, όπως έφτασε σε μας και ξέρουμε πως ήταν το ίδιο και στην εποχή του Ευσέβιου, ο οποίος το παραθέτει δυο φορές. Ένας λόγος για τον οποίο πολλοί θέλησαν να το χαρακτηρίσουν σαν μια Χριστιανική παρεμβολή, είναι το ότι ο Ωριγένης αναφέρει πως ο Ιώσηπος δεν πίστευε ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας, ούτε Τον ανακήρυττε τέτοιον. Το ότι ο Ιώσηπος δεν ήταν Χριστιανός είναι γνωστό. Είναι όμως παράξενο ένας μη-Χριστιανός συγγραφέας να γράφει τα παραπάνω υπογραμμισμένα λόγια. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε, από την άποψη της κριτικής του κειμένου, να πούμε τίποτε εναντίον αυτού του αποσπάσματος. Οι μαρτυρίες των χειρογράφων είναι ομόφωνες κι άφθονες, όπως άλλωστε για κάθε τι στον Ιώσηπο. Ίσως όμως να ήταν γνωστή στον Ωριγένη μια πρωιμότερη μορφή Του αποσπάσματος, απ’ την οποία έλλειπαν τα υπογραμμισμένα μέρη. Καθώς το κείμενο του Ιώσηπου μεταδόθηκε από Χριστιανούς κι όχι από Ιουδαίους, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν η αναφορά στον Ιησού πήρε πιο Χριστιανικό χρώμα με το πέρασμα του χρόνου.
Αν όμως, προσέξουμε πιο πολύ τα υπογραμμισμένα αυτά τμήματα, ίσως συμβεί ν’ αναρωτηθούμε, μήπως ο Ιώσηπος έγραφε ειρωνικά. Η έκφραση «αν βέβαια μπορούμε να τον ονομάσουμε άνθρωπο, ίσως να είναι μια σαρκαστική αναφορά στη Χριστιανική πίστη, πως ο Ιησούς ήταν Γιος του Θεού. Η έκφραση «Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός», ίσως να σημαίνει πως αυτός ήταν ο Ιησούς, που συνήθως ονομαζόταν Χριστός. Κάποια τέτοιου είδους αναφορά, υπονοείται εν πάση περιπτώσει με τη μεταγενέστερη διακήρυξη ότι οι Χριστιανοί, ίσως ονομάστηκαν από το όνομά Του. Όσο για την τρίτη υπογραμμισμένη φράση, σχετικά με την ανάσταση, ίσως να καταγράφει απλά τι ο Χριστιανοί ισχυρίζονταν.
Μερικοί διακεκριμένοι κριτικοί δεν δυσκολεύτηκαν να δεχθούν το Testimonium Flavianum όπως έχει. Το απόσπασμα αυτό περιέχει οπωσδήποτε πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του Ιώσηπου, όπως αποδείχθηκε απ’ τον αείμνηστο Dr. H. St. John Thackeray (η κορυφαία αυθεντία στη Βρετανία σχετικά με τον Ιώσηπο τα τελευταία χρόνια) και άλλους.
Αποδείχθηκε, επίσης, πως η παράλειψη λέξεων και οι σύντομες φράσεις αποτελούν χαρακτηριστικό της παράδοσης των Αρχαιοτήτων, γεγονός που μας βοηθάει να δεχθούμε την άποψη πως η λέξη «λεγόμενος» εξαφανίσθηκε πριν απ’ τη λέξη «Χριστός», και μια φράση όπως «έλεγαν» ή «καθώς τον λένε» εξαφανίστηκε πριν τη φράση «γιατί εμφανίστηκε σ’ αυτούς». Και οι δυο αυτές τροποποιήσεις είναι ελκυστικές, ιδιαίτερα η πρώτη, γιατί και την ίδια τη φράση «ο λεγόμενος Χριστός» τη βρίσκουμε και στην ενότητα του Ιώσηπου τη σχετική με το θάνατο του Ιάκωβου.
Δυο άλλες τροποποιήσεις απαιτούν αρκετό σχολιασμό. Η μια έχει προταθεί απ’ τον Trackeray, πως, δηλαδή, αντί να διαβάζουμε «την αλήθεια» (τ’ αληθή), πρέπει να διαβάζουμε «πράγματα ασυνήθιστα» (αήθη). Η άλλη προτάθηκε απ’ τον Δρα Robert Eisler, ότι δηλαδή έχουν παραλειφθεί μερικές λέξεις απ’ την αρχή του αποσπάσματος, η οποία άρχιζε: «Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε μια καινούργια πηγή προβλημάτων, κάποιος Ιησούς». Αν δεχθούμε αυτές τις τροποποιήσεις του κειμένου έχουμε το εξής αποτέλεσμα:

«Τότε παρουσιάσθηκε μια νέα πηγή προβλημάτων, κάποιος Ιησούς, ένας άνθρωπος σοφός. Έκανε θαύματα και δίδασκε τους ανθρώπους οι οποίοι δέχονταν μ’ ευχαρίστηση τα παράξενα πράγματα που τους έλεγε. Παρέσυρε πολλούς Ιουδαίους, αλλά και Έλληνες. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εκείνος που λεγόταν Χριστός. Όταν, λοιπόν, ο Πιλάτος τον καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο, αφού παραπέμφθηκε απ’ τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν χάθηκαν. Γιατί ξαναπαρουσιάστηκε σ’ αυτούς, όπως είπαν, την τρίτη μέρα και πάλι ζωντανός, όπως οι θείοι προφήτες είχαν πει, μαζί με χιλιάδες ακόμα θαυμαστά πράγματα σχετικά γι’ αυτόν: Κι ακόμα, και σήμερα η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκαν απ’ τ’ όνομά Του, δεν έχει χαθεί.»

Τα πλάγια γράμματα αυτή τη φορά σημειώνουν τις τροποποιήσεις του κειμένου (Η κυριότερη δυσκολία στο να δεχθούμε την τροποποίηση του Eisler, που από μόνη της πιθανόν να είναι επαρκής, καθώς κάνει το απόσπασμα πιο ταιριαστό στο όλο πλαίσιο, είναι ο απειθάρχητος περίγυρος που διατηρεί. Με βάση ένα ριζικά τροποποιημένο κείμενο του Testimonium Flavianum, κι ένα ριζικά τροποποιημένο κείμενο της πρόσφατης παρέκκλισης της Σλαβονικής μετάφρασης του έργου του Ιώσηπου Ιουδαϊκός Πόλεμος, ο Dr. Eisler προώθησε μια γενική αναδόμηση της ιστορίας των αρχών του Χριστιανισμού στο έργο του The Messiah Jesus and John the Baptist (1931). Η αναμόρφωσή του αυτή, αν κι έξυπνη, πνευματώδης κι ελκυστική, έχει αρκετά παρεκτραπεί και δεν είναι επιστημονική, γιατί βασίζεται σε κείμενα τα οποία προηγουμένως τροποποίησε, ώστε να ταιριάζουν στις θεωρίες που προσπαθεί να βγάλει απ’ αυτές τις τροποποιήσεις.). Αυτή η μετάφραση απ’ το Testimonium απαλλάχθηκε από ένα – δυο πολύ απλά τεχνάσματα, από τις δυσκολίες του παραδοσιακού κειμένου, ενώ διατηρεί (ή ακόμα κι αυξάνει) την αξία του αποσπάσματος ως ιστορικού ντοκουμέντου. Η ουσία της όλης προσπάθειας τονίσθηκε περισσότερο σαν αποτέλεσμα των προσθηκών. Και η τελική αναφορά στη «φυλή των Χριστιανών» συνοδεύεται από κάποια ελπίδα πως, κι αν δεν χάθηκαν ακόμα, σύντομα όμως θα χαθούν.
Επομένως, έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε πως ο Ιώσηπος, αναφερόμενος στον Ιησού, μαρτυρεί: (α) Για την εποχή που έζησε (β) για τη φήμη Του σαν θαυματοποιού, (γ) για το ότι ήταν αδελφός του Ιακώβου, (δ) για τη σταύρωσή Του απ’ τον Πιλάτο, μετά από πληροφορίες των Ιουδαίων αρχόντων, (ε) για τον ισχυρισμό ότι ήταν Μεσσίας, (στ) για το ότι ήταν ιδρυτής της «φυλής των Χριστιανών» και πιθανώς (ζ) για την πίστη πως αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς.

Αν και το απόσπασμα της Σλαβονικής μετάφρασης του Ιουδαϊκού Πολέμου αντιμετωπίζεται γενικά σαν μια Χριστιανική παρέκκλιση, ο Trackeray κατέληξε να την αντιμετωπίζει ευνοϊκά (δες το έργο του. στο Loeb, Josephus, III, σελ. 648 επ.). Τοποθετείται στον Ιουδαϊκό Πόλεμο, μεταξύ του ΙΙ/9,3 και ΙΙ/9,4 κι έχει ως εξής:

«Εκείνη την εποχή παρουσιάσθηκε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, αν ταιριάζει βέβαια να τον ονομάσουμε άνθρωπο. Η φύση κι η μορφή του ήσαν ανθρώπινες, αλλά η εμφάνισή του ήταν κάτι παραπάνω από ανθρώπινη∙ τα έργα του όμως ήσαν θεϊκά. Έκανε θαύματα υπέροχα και μεγάλα. Γι’ αυτό και αδυνατώ να τον ονομάσω άνθρωπο. Αλλά, απ’ την άλλη, πλευρά, ρίχνοντας μια ματιά στη φύση του που τη μοιράζονταν κι άλλοι, δεν θα τον ονομάσω άγγελο.
Ο,τιδήποτε έκανε, το έκανε με μια ακατανίκητη δύναμη, μ’ ένα λόγο, με μια διαταγή. Μερικοί είπαν, «Αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς ο πρώτος μας νομοθέτης, και κάνει σημεία και τέρατα». Άλλοι, όμως, σκέφθηκαν πως τον έστειλε ο Θεός. Σε πολλές περιπτώσεις πάντως ήρθε σ’ αντίθεση με το Νόμο και δεν ακολουθούσε τα σάββατα, σύμφωνα με το Νόμο των προγόνων μας. Δεν έπραξε όμως με τα χέρια του τίποτα που να ήταν ντροπή, και το κάθε τι, το προετοίμαζε με τα λόγια του.
Πολλοί απ’ τον όχλο τον ακολουθούσαν κι άκουγαν με προσοχή τη διδασκαλία του. Πολλές καρδιές τονώθηκαν, γιατί σκέφτηκαν πως οι Ιουδαϊκές φυλές θα μπορούσαν πλέον να ελευθερωθούν απ’ τα Ρωμαϊκά χέρια. Συνήθιζε όμως ν’ απομακρύνεται απ’ την πόλη στο Όρος των Ελαιών. Εκεί επίσης θεράπευε ανθρώπους. Συγκεντρώθηκαν γύρω του περί τους εκατόν πενήντα βοηθοί, αλλά και πλήθος λαού. Όταν όμως είδαν τη δύναμή του, που μ’ ένα λόγο έκανε ό,τι ήθελε, κι όταν τού γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να κατεβεί στην πόλη και να καταστρέψει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα και τον Πιλάτο και να τους κυβερνήσει, δεν έδωσε σ’ αυτό προσοχή. Όταν, λοιπόν, τα νέα αυτά έγιναν γνωστά στους Ιουδαίους άρχοντες, συγκεντρώθηκαν μαζί με τον αρχιερέα κι είπαν: «Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντισταθούμε στους Ρωμαίους. Εφόσον, λοιπόν, το τόξο λύγισε θα πάμε στον Πιλάτο και θα του γνωστοποιήσουμε ό,τι ακούσαμε, για ν’ απαλλαχτούμε απ’ το πρόβλημα, μη και τ’ ακούσει από άλλους και κλέψει τα αγαθά μας και μας σκοτώσει, και διασκορπίσει τα παιδιά μας». Πήγαν, λοιπόν, κι έκαναν αναφορά στον Πιλάτο. Κι εκείνος έστειλε κι έσφαξε πολλούς απ’ το πλήθος. Και συνέλαβε αυτόν τον θαυματοποιό κι αφού τον ανέκρινε διακήρυξε την άποψή του, «Κάνει καλό κι όχι κακό, δεν είναι επαναστάτης ούτε σφετεριστής του θρόνου». Τον άφησε, λοιπόν, να φύγει γιατί είχε θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη γυναίκα του. Όταν επέστρεψε στον τόπο του έκανε τα συνηθισμένα του θαύματα. Περισσότεροι και περισσότεροι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω του δόξαζε τον εαυτό του με μεγαλύτερη δραστηριότητα απ’ ό,τι πριν. Οι γραμματείς τον φθόνησαν κι έδωσαν στον Πιλάτο τριάντα αργύρια για να τον σκοτώσει. Εκείνος τα πήρε και τους άφησε ελεύθερους να κάνουν ό,τι θέλουν. Τον πήραν, λοιπόν, και τον σταύρωσαν αντίθετα με το Νόμο των πατέρων τους.»

Μόνο μ’ ένα ανήλεο κουτσούρεμα θα μπορούσε ο Eisler να μετατρέψει αυτό το απόσπασμα σε μια σαν κι αυτό που θα έγραφε ένας Ιουδαίος συγγραφέας. Ο Χριστιανός που παρεμβλήθηκε εισάγει αρκετά απομνημονεύματα απ’ το Testimonium Flavianum σε καμιά όμως περίπτωση δεν μειώνει τη λάμψη του Πιλάτου και των Ρωμαίων για να τονίσει αυτή των Ιουδαίων.
Άλλα αποσπάσματα Χριστιανικής φύσης στη Σλαβονική μετάφραση του Ιουδαϊκού Πολέμου αναφέρονται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, τον Φίλιππο τον τετράρχη (συγκρ. Λκ 3/1), στους Χριστιανούς της Παλαιστίνης την εποχή του Κλαύδιου. Επίσης, σε μια επιγραφή στο Ναό, υποστηρίχθηκε ότι υπενθυμίζει τη σταύρωση του Ιησού, γιατί ο ίδιος είχε προφητεύσει την πτώση της πόλης και του Ναού, το σχισμένο καταπέτασμα και την ανάσταση του Ιησού.
Τέλος, στην προφητεία που αναφέρεται στη συνήθη έκδοση (στο VΙ/5,4), ότι απ’ την Παλαιστίνη θα έβγαινε παγκόσμιος κυβερνήτης. Μια λεπτομερής εξέταση όλων αυτών των Σλαβονικών προσθηκών, καθώς και μια κριτική της θεωρίας του Eisler δίνει ο J.W. Jack, στο έργο του, Historic Christ (1933).


F.F. Bruce ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Είναι άραγε αξιόπιστα; ΑΘΗΝΑ 2000
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Ο πρώτος Εθνικός συγγραφέας που μας ενδιαφέρει είναι καθώς φαίνεται, ο Θαλλός, ο οποίος γύρω στο 52 μ.Χ. έγραψε ένα έργο προσπαθώντας να περιγράψει την ιστορία της Ελλάδας και τις σχέσεις με την Ασία, απ’ τον Τρωικό Πόλεμο μέχρι τις μέρες του [Τα εκτεταμένα αποσπάσματα αυτού του έργου συγκεντρώθηκαν στο έργο του C. Mueller, Fragmenta Historicum Graecorum III/517επ., και στο έργο του F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker, II, B(Βερολίνο, 1929), σελ. 256]. Ο ίδιος έχει ταυτισθεί μ’ έναν Σαμαρείτη που είχε το ίδιο όνομα, κι ο οποίος αναφέρεται απ’ τον Ιώσηπο (Αρχ. XVIII/6,4) σαν απελεύθερος του Αυτοκράτορα Τιβέριου.

Όμως, ο Ιούλιος ο Αφρικανός, ένας Χριστιανός συγγραφέας, που χρονολογείται γύρω στο 221 μ.Χ., ο οποίος γνώριζε τα έργα του Θαλλού, λέει, μιλώντας για το σκοτάδι που έπεσε επάνω στη γη, στη διάρκεια της Σταύρωσης του Χριστού: «Ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των ιστοριών του, εξηγεί το σκοτάδι σαν έκλειψη ηλίου – πράγμα παράλογο κατά τη γνώμη μου». (Φυσικά και ήταν παράλογο, γιατί δεν μπορεί να γίνει έκλειψη ηλίου σε περίοδο που το φεγγάρι είναι γεμάτο, πράγμα που συνέβαινε την εποχή του Πασχαλινού ολόγιομου φεγγαριού, όταν πέθανε ο Χριστός) [Στις «Πράξεις του Πιλάτου» (ΧΙ/12) του τέταρτου αιώνα, δίνεται απ’ τους Ιουδαίους μια παρόμοια εξήγηση για το σκοτάδι].

Απ’ αυτή την αναφορά του Ιούλιου του Αφρικανού συμπεραίνεται ότι: (α) Η παράδοση των Ευαγγελίων, ή τουλάχιστον η παραδοσιακή ιστορία του Πάθους, ήταν γνωστή στη Ρώμη, σε μη-Χριστιανικούς κύκλους περί τα μέσα του πρώτου αιώνα∙ και (β) ότι οι εχθροί του Χριστιανισμού προσπαθούσαν ν’ αρνηθούν αυτή την Χριστιανική παράδοση, δίνοντας μια φυσιοκρατική ερμηνεία στα γεγονότα που αναφέρει[Συγκρ. M. Goguel, Life of Jesus, σελ. 63].

Τα έργα όμως του Θαλλού χάθηκαν. Μας είναι γνωστό μόνο από αποσπάσματά τους που παραθέτουν μεταγενέστεροι συγγραφείς. Εκτός απ’ αυτόν κανένας άλλος δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στον Χριστιανισμό, σ’ οποιοδήποτε εκτεταμένο μη-Χριστιανικό Εθνικό κείμενο του πρώτου αιώνα. Όμως, υπάρχει στο Βρεττανικό Μουσείο ένα ενδιαφέρον χειρόγραφο, το οποίο διασώζει το κείμενο μιας επιστολής που γράφτηκε μετά το 73 μ.Χ., αλλά δεν είναι σίγουρο, πόσο χρόνο μετά. Το γράμμα αυτό το έστειλε ένας Σύριος, ονόματι Μάρα Βαρ – Σεραπίων, στο γιο του Σεραπίωνα. Εκείνη την εποχή ο Μάρα Βαρ – Σεραπίων ήταν στη φυλακή, έγραψε όμως στο γιο του για να τον ενθαρρύνει να κυνηγάει τη σοφία, και τόνιζε πως εκείνοι που θανατώνουν σοφούς άνδρες δυστυχούν. Έφερνε σαν παραδείγματα το θάνατο του Σωκράτη, του Πυθαγόρα και του Χριστού:

«Τι κέρδισαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας τον Σωκράτη; Η πείνα κι οι επιδημίες έπεσαν επάνω τους σαν κρίση για το έγκλημα. Τι κέρδισαν οι άνθρωποι της Σάμου καίγοντας τον Πυθαγόρα; Μονομιάς η χώρα τους καλύφθηκε από άμμο. Τι κέρδισαν οι Ιουδαίοι εκτελώντας το σοφό Βασιλιά τους; Αμέσως μετά, το βασίλειό τους αφανίστηκε. Ο Θεός δίκαια εκδικήθηκε το θάνατο των τριών αυτών σοφών ανθρώπων: Οι Αθηναίοι πέθαναν απ’ την πείνα. Οι κάτοικοι της Σάμου αφανίστηκαν απ’ τη θάλασσα. Οι Ιουδαίοι καταστράφηκαν κι οδηγήθηκαν μακρυά απ’ τη γη τους για να ζήσουν διασπαρμένοι. Όμως, ο Σωκράτης δεν πέθανε. Έμεινε ζωντανός στη διδασκαλία του Πλάτωνα. Ούτε ο Πυθαγόρας πέθανε. Ζωντάνεψε στο άγαλμα της Ήρας. Ούτε ο σοφός Βασιλιάς πέθανε. Ζωντανεύει μες τη διδασκαλία Του».

Αυτός ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι Χριστιανός, αλλιώς θα έλεγε πως ο Χριστός είναι ζωντανός, επειδή αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένας Εθνικός φιλόσοφος, που πρώτος έκανε αυτό που έγινε αργότερα κοινός τόπος, τοποθέτησε δηλαδή τον Χριστό ανάμεσα στους μεγάλους δασκάλους της αρχαιότητας.

Ο λόγος για τις λιγοστές αναφορές του Χριστιανισμού στην κλασική λογοτεχνία του πρώτου αιώνα δεν είναι ανάγκη να αναζητηθεί πολύ μακρυά. Από την άποψη της αυτοκρατορικής Ρώμης, ο Χριστιανισμός στα πρώτα εκατό χρόνια της ύπαρξής του, ήταν μια συγκεχυμένη, κακόφημη και χοντροκομμένη ανατολίτικη διεσιδαιμονία∙ κι αν κάποτε αναφερόταν στα επίσημα αρχεία της αστυνομίας, τα οποία (μαζί με πολλά άλλα έγγραφα του πρώτου αιώνα, που θα θέλαμε να δούμε) έχουν εξαφανιστεί[Η «ξενική δεισιδαιμονία», για την οποία, σύμφωνα με τον Τάκιτο (Χρονικά XIII/32), κατηγορήθηκε το 57 μ.Χ., η Pomponia Graecina, σύζυγος του Aulus Plautius, κατακτητής της Βρετανίας, ήταν πιθανότατα ο Χριστιανισμός. Επίσης, ο Χριστιανισμός φαίνεται πως ήταν το έγκλημα για το οποίο ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός εξετέλεσε τον ξάδελφό του, Φλάβιο Κλήμεντα, και εξόρισε τη γυναίκα του, Φλάβια Δομιτίλλα, το 95 μ.Χ. (Σουετώνιος, Η ζωή του Δομιτιανού XV/1. Δίων Κάσσιος, Ιστορία LXVII/14). Όταν επρόκειτο για διακεκριμένους κατηγορούμενους, τα αστυνομικά αρχεία γίνονταν μέρος της ιστορίας. Η πιθανότητα για την Pomponia και την Flavia Domitilla να ήσαν Χριστιανές υποστηρίζεται επίσης κι απ’ τη μαρτυρία των πρώτων Χριστιανικών νεκροταφείων στη Ρώμη. Συγκρ. F.F. Bruce, The Spreading Flame, σελ. 137 επ., 162 επ.].

Ο Ιουστίνος κι ο Τερτυλλιανός[Ιουστίνος, Απολ. 1/34, Τερτυλλιανός Κατ. Μάρκ IV/9,19] πίστευαν πως η μαρτυρία της απογραφής του Λουκά 2/1, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα και της απογραφής του Ιωσήφ και της Μαρίας ήταν δυνατό να βρεθεί στα επίσημα αρχεία της βασιλείας του Αυγούστου, και μάλιστα παρέπεμπαν τους αναγνώστες τους σ’ αυτά, για να επιβεβαιωθούν έτσι για τα γεγονότα της Γέννησης του Κυρίου μας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οι ίδιοι συμβουλεύτηκαν τα αρχεία, απλώς, ήσαν αρκετά σίγουροι πως οι μαρτυρίες αυτές διατηρήθηκαν μέσα σ’ αυτά.

Σίγουρα, θα θέλαμε να ξέρουμε αν ο Πιλάτος έστειλε στη Ρώμη κάποια αναφορά για τη δίκη και την εκτέλεση του Ιησού, κι αν ναι, τι περιλάμβανε. Όμως, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν ήταν κι υποχρεωμένος να κάνει κάτι τέτοιο. Κι αν το έκανε, εξαφανίστηκε χωρίς να υπάρχουν ίχνη.

Βέβαια, μερικοί αρχαίοι συγγραφείς πίστευαν πως ο Πιλάτος πράγματι έστειλε τέτοια αναφορά, δεν υπάρχει όμως καμιά μαρτυρία, για το αν κάποιος απ’ αυτούς γνώριζε πράγματι πως είχε γίνει κάτι τέτοιο. Γύρω στο 150 μ.Χ., ο μάρτυρας Ιουστίνος, απευθύνοντας το έργο του, Υπεράσπιση του Χριστιανισμού[Σημ.τ.μετ.: Πρόκειται για την Απολογία Α’], στον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή, τον παραπέμπει στην αναφορά του Πιλάτου, η οποία, υπέθετε ο Ιουστίνος, πως είχε διασωθεί στα αυτοκρατορικά αρχεία. ‘’Τα λόγια μας, όμως, «Κάρφωσαν τα πόδια μου και τα χέρια μου», λέει, είναι μια περιγραφή των καρφιών, που έβαλαν στα πόδια Του και τα χέρια Του στον Σταυρό. Αφού τον σταύρωσαν, πήραν τα ενδύματα Του και τα μοίρασαν μεταξύ τους. Το ότι πράγματι όλα αυτά έγιναν έτσι, μπορείς να το μάθεις από τις «Πράξεις» που καταγράφτηκαν επί Πόντιου Πιλάτου’’[Απολ. Ι/35]. Αργότερα λέει: ‘’Για το ότι έκανε αυτά τα θαύματα μπορείς να βεβαιωθείς από τις «Πράξεις του Πόντιου Πιλάτου» [Απολ. Ι/48].’

Έπειτα, ο Τερτυλλιανός, ο μεγάλος νομικός και θεολόγος της Καρχηδόνας, απευθύνοντας το έργο του Υπεράσπιση του Χριστιανισμού στις Ρωμαϊκές αρχές, (η Καρχηδόνα ήταν Ρωμαϊκής επαρχία της Αφρικής) γύρω στο 197 μ.Χ., λέει: «Ο Τιβέριος στην εποχή του οποίου πρωτοεμφανίστηκε το Χριστιανικό όνομα στον κόσμο, παρουσίασε στη Σύγκλητο νέα από τη Συρία – Παλαιστίνη, που του αποκάλυψαν το θεϊκό χαρακτήρα όλων αυτών και υποστήριζε την κίνηση, αρχίζοντας με τη δική του ψήφο. Η Σύγκλητος την απέρριψε, γιατί η ίδια δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της. Ο Καίσαρας όμως έμεινε σταθερός στη γνώμη του και απείλησε όσους κατηγορούσαν τους Χριστιανούς» [Απολ. V/2].
Χωρίς αμφιβολία, θα ήταν ευχάριστο να πιστέψουμε την ιστορία του Τερτυλλιανού, την οποία, είναι ολοφάνερο, πως θεωρούσε αληθινή. Αλλά, είναι μια ιστορία απίθανη κι αταίριαστη μ’ όσα γνωρίζουμε για τον Τιβέριο, κι αναφέρεται 170 περίπου χρόνια μετά το γεγονός, κι έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη για έναν ιστορικό.

Όταν η Χριστιανική επιρροή διαδόθηκε με γρήγορο ρυθμό στην Αυτοκρατορία, ένας απ’ τους τελευταίους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες, ο Μαξιμίνος, δυο χρόνια πριν το διάταγμα του Μιλάνου, προσπάθησε να δυσφημίσει τον Χριστιανισμό, δημοσιεύοντας τις πραγματικές, όπως υποστήριζε, «Πράξεις του Πιλάτου», παρουσιάζοντας τις αρχές του Χριστιανισμού μ’ ένα βρώμικο ένδυμα. Αυτές τις «Πράξεις», που ήσαν γεμάτες από προσβλητικά σχόλια για τον Ιησού, έπρεπε να διαβαστούν και ν’ απομνημονευθούν από τους μαθητές των σχολείων. Είναι ολοφάνερο ότι είχαν παραποιηθεί, όπως απέδειξε τότε ο ιστορικός Ευσέβιος[Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. Α/9]. Ανάμεσα στα άλλα , οι χρονολογίες τους ήσαν αρκετά λανθασμένες, επειδή τοποθετούσαν το θάνατο του Ιησού στον έβδομο χρόνο της βασιλείας του Τιβέριου (20 μ.Χ.), ενώ στη μαρτυρία του Ιώσηπου[Αρχαιότητες XVIIΙ/2,2] είναι ξεκάθαρο πως ο Πιλάτος δεν έγινε προκουράτορας της Ιουδαίας πριν απ’ το δωδέκατο έτος του Τιβέριου. (Για να μη αναφερθούμε στη μαρτυρία του Λουκά (3/1), σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε αρχίσει να κηρύττει το δέκατο – πέμπτο έτος της βασιλείας του Τιβέριου). Δεν ξέρουμε με λεπτομέρειες τι περιλάμβαναν οι συγκεκριμένες αυτές «Πράξεις», γιατί, όπως ήταν φυσικό, είχαν απαγορευτεί με την άνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως είχαν κάποια σχέση με το Toledoth Yeshu, μια αντιχριστιανική συλλογή, δημοφιλής στους Ιουδαϊκούς κύκλους του Μεσαίωνα[Συγκρ. Klausner, Jesus of Nazareth, σελ. 47 επ.].

Αργότερα, τον τέταρτο αιώνα, εμφανίστηκε μια άλλη παραποιημένη συλλογή των «Πράξεων του Πιλάτου», αυτή τη φορά απ’ την πλευρά των Χριστιανών, το ίδιο ελλειπής σε αυθεντικότητα, όπως κι εκείνη του Μαξιμίνου, προς την οποία μάλιστα ίσως να ήρθε σαν ανταπάντηση.

Είναι ένα έργο εκτεταμένο, που περιλαμβάνει υποτιθέμενες αναμνήσεις της δίκης, του πάθους, και της σταύρωσης του Χριστού, όπως καταγράφηκαν απ’ τον Νικόδημο και κατατέθηκαν απ’ τον Πιλάτο (Είναι επίσης γνωστό σαν «Ευαγγέλιο του Νικόδημου»). Μια μετάφραση αυτού του έργου δίνεται στο βιβλίο του M.R. James, Apocryphal New Testament, σελ. 94 επ., και παρουσιάζει λογοτεχνικό ενδιαφέρον, πράγμα, βέβαια που δεν μας ενδιαφέρει στη μελέτη μας.

Ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ιστορικός την εποχή της Αυτοκρατορίας ήταν ο Κορνήλιος Τάκιτος, ο οποίος γεννήθηκε μεταξύ του 52 και 54 κι έγραψε την ιστορία της Ρώμης την εποχή των αυτοκρατόρων. Γύρω στα εξήντα του, όταν έγραφε την ιστορία της βασιλείας του Νέρωνα (54-68 μ.Χ.), περιέγραψε τη Ρώμη, το 64 μ.Χ., κι αναφέρει πόσο διαδεδομένη ήταν η φήμη ότι ο Νέρωνας υποδαύλισε τη φωτιά για να κερδίσει έτσι μεγαλύτερα δόξα για τον εαυτό του χτίζοντας την πόλη εκ νέου. Και συνεχίζει:

«Έτσι, λοιπόν, για να καταπνίξει τη φήμη, ο Νέρωνας κατηγόρησε ως εμπρηστές και τιμώρησε με τον πιο σκληρό τρόπο, για τάξη ανθρώπων, που ήσαν μισητοί για τα ελαττώματά τους, τους οποίους το πλήθος ονόμαζε Χριστιανούς. Ο Χριστός, απ’ τον οποίο πήραν το όνομά τους είχε εκτελεστεί με εντολή του προκουράτορα Πόντιου Πιλάτου, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τιβέριος. Η ολέθρια αυτή δεισιδαιμονία, στην αρχή ελεγχόταν, για να ξεσπάσει ολόφρεσκη, όχι στην Ιουδαία, την πατρίδα αυτής της επιδημίας, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, όπου όλα τα τρομερά κι αισχρά πράγματα του κόσμου μαζεύονται και βρίσκουν πατρίδα» [Χρονικά, XV/44].

Αυτή η διήγηση δεν φαίνεται να προέρχεται από Χριστιανικές πηγές, αλλά ούτε από Ιουδαίους πληροφοριοδότες, γιατί οι τελευταίοι δεν θ’ αναφέρονταν ποτέ στον Ιησού ως Χριστό. Για τον ειδωλολάτρη Τάκιτο, ο Χριστός ήταν απλά ένα κύριο όνομα∙ για τους Ιουδαίους όπως και για τους πρώτους Χριστιανούς δεν ήταν όνομα, αλλά τίτλος, το Ελληνικό αντίστοιχο του Σημιτικού Messiah («Κεχρισμένος»). Οι Χριστιανοί τον ονόμαζαν Χριστό, γιατί πίστευαν πως ήταν ο υποσχόμενος Μεσσίας. Οι Ιουδαίοι, που δεν πίστευαν κάτι τέτοιο, δεν θα του έδιναν ποτέ ένα τόσο τιμημένο τίτλο. Ο Τάκιτος βρισκόταν σε θέση να έχει στη διάθεσή του τις επίσημες πληροφορίες. Ήταν γαμπρός του Julius Agricolla, που κυβέρνησε τη Βρετανία από το 80 μέχρι το 84 μ.Χ. Αν, λοιπόν, ο Πιλάτος έστειλε αναφορά στη Ρώμη, ο Τάκιτος, περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα, θα έπρεπε να το ξέρει. Η γλώσσα του όμως είναι πολύ περιληπτική, ώστε να κάνει κάποια τέτοια παραπομπή. Όμως, πρέπει να προσέξουμε ένα σημείο: Εκτός απ’ τους Ιουδαίους και τους Χριστιανούς συγγραφείς, ο Τάκιτος είναι ο μόνος αρχαίος συγγραφέας που αναφέρει τον Πιλάτο. Είναι ίσως ειρωνεία της ιστορίας ν’ αναφέρεται από έναν Ρωμαίο ιστορικό ο Πιλάτος, μόνο σε συνδυασμό με τον ρόλο που έπαιξε στην εκτέλεση του Ιησού! [Υπάρχει μια αναφορά στον Χριστιανισμό, σ’ ένα που ίσως είναι απόσπασμα των Ιστοριών του Τάκιτου, το οποίο ασχολείται με το κάψιμο του ναού της Ιερουσαλήμ, το 70 μ.Χ., και το οποίο διασώθηκε απ’ τον Sulpicius Severus (Χρον. ΙΙ/30,6)].


Η Μεγάλη Πυρκαϊά της Ρώμης αναφέρεται επίσης απ’ τον Σουετώνιο, ο οποίος γύρω στο 120 μ.Χ. έγραψε τις βιογραφίες των πρώτων δώδεκα Καισάρων, απ’ τον Ιούλιο Καίσαρα και μετά. Στον «Βίο του Νέρωνα» (XVI/2) λέει:
«Επιβλήθηκε τιμωρία στους Χριστιανούς μια τάξη ανθρώπων που ήσαν αφοσιωμένοι σε μια νεοτεριστική και επιβλαβή δεισιδαιμονία».

Μια άλλη πιθανή αναφορά στο Χριστιανισμό, βρίσκεται στον Βίο του Κλαύδιου (ΧXV/4) για τον οποίο λέει:
«Καθώς οι Ιουδαίοι δημιουργούσαν συνεχώς ταραχές με την υποκίνηση του Χριστού, (Chrestus) τους έδιωξε από τη Ρώμη».
Δεν είναι σίγουρο ποιος ήταν ο Chrestus. Φαίνεται όπως πως οι ταραχές μεταξύ των Ιουδαίων της Ρώμης, οφείλονταν στην πρόσφατη είσοδο του Χριστιανισμού στους Ιουδαϊκούς κύκλους της Ρώμης, και ο Σουετώνιος βρίσκοντας κάποια μαρτυρία για τις διαμάχες των Ιουδαίων με θέμα τον Chrestus (μια διαφορετική αναγραφή της λέξης Χριστός στους ειδωλολατρικούς κύκλους), πληροφορεί λανθασμένα πως το πρόσωπο αυτό βρισκόταν στην πραγματικότητα στη Ρώμη, την εποχή του Κλαύδιου. Όπως και νάχουν τα πράγματα, αυτή η πρόταση έχει ενδιαφέρον για μας, γιατί διαβάζουμε στις Πράξεις 17/1 επ. πως όταν ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο (πιθανότατα το 50 μ.Χ.), βρήκε εκεί κάποιον Ακύλα, και τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, που μόλις είχαν έρθει από τη Ρώμη, γιατί ο Κλαύδιος είχε διατάξει όλους τους Ιουδαίους να εγκαταλείψουν τη Ρώμη. Αυτό το ζευγάρι έπαιξε ρόλο στην αρχαία Χριστιανική ιστορία. Μπορεί και να ήσαν ιδρυτικά μέλη της εκκλησίας της Ρώμης.

Ένα άλλο σημείο επαφής, ανάμεσα στο έργο του Σουετώνιου «Ο Βίος του Κλαύδιου» και στις Πράξεις, είναι η πρόταση που υπάρχει στο έργο αυτό (XVIII/2) ότι η βασιλεία του Κλαύδιου σημαδεύτηκε από «συνεχείς άκαρπες εποχές» (assiduae sterilitates), που μας θυμίζει την προφητεία του Άγαβου στις Πράξεις 11/28. ότι «έμελλε να γείνη μεγάλη πείνα καθ’ όλην την οικουμένην∙ ήτις και έγεινεν επί Κλαυδίου Καίσαρος».

Το 112 μ.Χ. ο Plinius Secundus (Πλίνιος ο Νεότερος), κυβερνήτης της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, έγραψε μια επιστολή στον Αυτοκράτορα Τραϊανό, ζητώντας τη συμβουλή του, πως να μεταχειριστεί μια προβληματική θρησκευτική ομάδα Χριστιανών που ήσαν ενοχλητικά πολλοί σ’ αυτή την επαρχία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε, βεβαιώθηκε με το να εξετάσει μερικούς απ’ αυτούς κάτω από άσκηση βασανιστηρίων:
«Συνήθιζαν να συγκεντρώνονται μια συγκεκριμένη, μέρα, πριν να ξημερώσει, δοξολογούσαν τον Χριστό σαν Θεό και δένονταν μ’ ένα όρκο (sacramentum) να μη κάνουν καμιά κακή πράξη, ν’ απέχουν από κάθε απάτη, κλεψιά και μοιχεία, ποτέ να μη καταπατούν το λόγο τους ή ν’ αρνιούνται, κάποια ευθύνη, όταν τους γινόταν η τιμή να τους ανατεθεί. Έπειτα, χώριζαν, για να ξανασυναντηθούν και πάλι παίρνοντας μέρος σ’ ένα συμπόσιο, που είχε όμως ένα καθορισμένο και αγνό χαρακτήρα» [Επιστολές, Χ/96. Τα τελευταία λόγια της περικοπής υπαινίσσονται την κατηγορία τελετουργικής ανθρωποκτονίας, που στην αρχαιότητα αποδιδόταν στους Ιουδαίους (συγκρ. Ιώσηπος, Κατ’ Απίωνος ΙΙ/8) και τους Χριστιανούς (συγκρ. Τερτυλλιανός, Απολογία, 7, κλπ.)].

Ο,τιδήποτε κι αν σκεφτεί κανείς για τις μαρτυρίες των αρχαίων Ιουδαίων και Χριστιανών συγγραφέων, όπως περιληπτικά αναφέρονται σ’ αυτό αλλά και στο προηγούμενο κεφάλαιο, θεμελιώνουν χωρίς άλλο, για κείνους που αρνούνται τη μαρτυρία των Χριστιανικών έργων, τον ιστορικό χαρακτήρα του ίδιου του Ιησού. Μερικοί συγγραφείς ίσως να παίζουν με την ψευδαίσθηση ενός «Χριστού-μύθου», αλλά, δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, βάσει των ιστορικών μαρτυριών. Η ιστορικότητα του Χριστού είναι για τον απροκατάληπτο ιστορικό το ίδιο αξιωματική, όπως και η ιστορικότητα του Ιούλιου Καίσαρα. Δεν είναι ιστορικοί όσοι προπαγανδίζουν τις θεωρίες του «Χριστού-μύθου» [Για μια σύντομη εξέταση των θεωριών για το «μύθο-Χριστό» δες το έργο του H.G. Wood, Did Christ Really Live? (1938). A.D. Howell Smith, Jesus not a Myth (1942)].


Οι πρώτοι διασπορείς του Χριστιανισμού καλωσόρισαν την ολοκληρωμένη εξέταση των διαπιστευτηρίων του μηνύματός τους. Τα γεγονότα που διακήρυτταν δεν είχαν γίνει – όπως είπε ο Παύλος στον Βασιλιά Αγρίππα – σε κάποια γωνιά, αλλά μπόρεσαν να δεχτούν όλο το φως που μπορούσε να πέσει επάνω τους. Το πνεύμα των πρώτων αυτών Χριστιανών θα έπρεπε να εμψυχώσει τους σύγχρονους απογόνους τους. Γιατί, στη γνωριμία με το σχετικό υλικό, δεν θα ήσαν μόνο να απαντούν σε όλους εκείνους που ρωτούν, για την αιτία της ελπίδας που υπάρχει μέσα τους, αλλά, και σαν τον Θεόφιλο, θα γνώριζαν με μεγαλύτερη ακρίβεια και ασφάλεια τη βάση της πίστης, την οποία έχουν διδαχθεί[Συγκρ. F.F. Bruce, Jesus and Christian Origins Outside the New Testament (1974), σελ.19-31]
ΟΟΔΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου