ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ . ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
[ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΥΝΤΑΣ]
1.Έχομεν
ομιλήσει και άλλοτε σχετικά με τον νεανίσκον 1 αυτόν και εξάπαντως θα ενθυμήται
ο επιμελής ακροατής αυτά που εξετάσαμεν τότε. Πρώτον μεν δεν είναι ο ίδιος με
τον νομικόν που αναφέρεται εις τον Λουκάν 2. Διότι εκείνος μεν ήταν
πειρακτήριος με το να κάμνη ειρωνικάς ερωτήσεις, αυτός δε καλά μεν ερωτούσεν,
αλλά δεν εδέχετο με ευπείθειαν3. Διότι δεν θα έφευγε λυπημένος από τας
απαντήσεις που τού έδιδεν ο Κύριος, εάν περιφρονητικώς τού απηύθυνε τας
ερωτήσεις. Δια τούτο κάπως ανάμικτος μας εφαίνετο η συμπεριφορά του, διότι
άλλοτε μεν η Γραφή4 μας τον δεικνύει άξιον επαίνου, άλλοτε δε αθλιώτατον και
καθ' ολοκληρίαν απελπισμένον.
Το να γνωρίση δηλαδή
τον αληθινόν διδάσκαλον και να περιφρονήση την αλαζονείαν των φαρισαίων και την
γνώμην των νομικών και την ενόχλησιν των γραμματέων, και να αποδώση την
ονομασίαν αυτήν εις τον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό ήταν εκείνο
που επηνέσαμεν. Εκτός δε τούτου και το να φανή ότι φροντίζει πως θα ημπορούσε
να κληρονομήση την αιώνιον βασιλείαν, και αυτό αξίζει να το παραδεχθούμεν.
Αντιθέτως, εκείνο μάλιστα κρίνει ολόκληρον την διάθεσίν του, που δεν αποβλέπει
εις το πραγματικώς καλόν, αλλά προσέχει αυτό που αρέσει εις τους πολλούς, το ότι δηλαδή, αφού εδιδάχθη σωτήρια
μαθήματα από τον αληθινόν διδάσκαλον, δεν τα εχάραξεν εις την καρδίαν του και
δεν εφήρμοσεν εις την πράξιν τα διδάγματα, άλλ' απήλθεν λυπημένος, τυφλωμένος
από το πάθος της φιλοπλουτίας.