Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ.
Η Εκκλησιαστική Ιερωσύνη και Ιεραρχία εις όλας τας θεανθρωπίνας διαστάσεις και αξιώματά της προέρχεται εκ του «Αιωνίου Αρχιερέως» του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δια τούτο ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι και η ουσία και το μέτρον της Ιερωσύνης και Ιεραρχίας. Η Ιερωσύνη και Ιεραρχία εν τη Εκκλησία είναι εκ της κεφαλής, του Χριστού, και ο Χριστός εν αυτή και δι΄ αυτής (Εφ. 4, 11-13). Δια τον λόγον αυτόν ο ίδιος ταυτίζει Εαυτόν μετά της Ιεραρχίας Του, όταν λέγη εις τους Αποστόλους: «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί… Και ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Λουκ. 10, 16. Ματθ. 28, 20). Όθεν εκεί όπου ευρίσκεται ο Αιώνιος Αρχιερεύς Χριστός εκεί είναι και η αιωνία Ιερωσύνη και Ιεραρχία Του (Εβρ. 7, 21-27). Η Εκκλησία ούσα Αυτός ούτος ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο μόνος αληθινός κάτοχος και φύλαξ της του Χριστού αιωνίου Ιερωσύνης και Ιεραρχίας, δια της οποίας εκχέεται και διαδίδεται συνεχώς μέσω των θείων μυστηρίων η θεία δύναμις ή η χάρις, αναγκαία δια την «ζωήν και ευσέβειαν» του ανθρώπου, δηλαδή δια την θεανθρωπίνην ζωήν και την θέωσίν του (πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1, 2-4). Η Ιερωσύνη και Ιεραρχία είναι αδιανόητος εκτός του Θεανθρωπίνου οργανισμού της Εκκλησίας, διότι και ο Χριστός ως κεφαλή είναι αχώριστος του σώματός Του. Εις όλην την αποστολικοπατερικήν Παράδοσιν της Εκκλησίας βεβαιώνεται η γνωστή αλήθεια: «Episcopum in Ecclesia esse et Ecclesiam in episkopo” (Αγίου Κυπριανού, PL 4, c. 419A), ως επίσης και «όπου αν η Ιησούς Χριστός, εκεί η Καθολική Εκκλησία» (Ιγνατίου Θεοφόρου, Επ. Σμυρν. 8,2). Δια τούτο ακριβώς ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος εντέλλεται εις τους χριστιανούς: «Πάντες εντρεπέσθωσαν τους διακόνους ως εντολήν Ιησού Χριστού και τον επίσκοπον ως Ιησούν Χριστόν, όντα Υιόν του Πατρός, τους δε πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού, και ως σύνδεσμον αποστόλων. Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται» (Ιγν. Θεοφόρου Επ. Τραλλ. 3, PG 5, c 677A’). Ιουστίνου (Πόποβιτς)
Η Εκκλησιαστική Ιερωσύνη και Ιεραρχία εις όλας τας θεανθρωπίνας διαστάσεις και αξιώματά της προέρχεται εκ του «Αιωνίου Αρχιερέως» του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δια τούτο ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι και η ουσία και το μέτρον της Ιερωσύνης και Ιεραρχίας. Η Ιερωσύνη και Ιεραρχία εν τη Εκκλησία είναι εκ της κεφαλής, του Χριστού, και ο Χριστός εν αυτή και δι΄ αυτής (Εφ. 4, 11-13). Δια τον λόγον αυτόν ο ίδιος ταυτίζει Εαυτόν μετά της Ιεραρχίας Του, όταν λέγη εις τους Αποστόλους: «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί… Και ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Λουκ. 10, 16. Ματθ. 28, 20). Όθεν εκεί όπου ευρίσκεται ο Αιώνιος Αρχιερεύς Χριστός εκεί είναι και η αιωνία Ιερωσύνη και Ιεραρχία Του (Εβρ. 7, 21-27). Η Εκκλησία ούσα Αυτός ούτος ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο μόνος αληθινός κάτοχος και φύλαξ της του Χριστού αιωνίου Ιερωσύνης και Ιεραρχίας, δια της οποίας εκχέεται και διαδίδεται συνεχώς μέσω των θείων μυστηρίων η θεία δύναμις ή η χάρις, αναγκαία δια την «ζωήν και ευσέβειαν» του ανθρώπου, δηλαδή δια την θεανθρωπίνην ζωήν και την θέωσίν του (πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1, 2-4). Η Ιερωσύνη και Ιεραρχία είναι αδιανόητος εκτός του Θεανθρωπίνου οργανισμού της Εκκλησίας, διότι και ο Χριστός ως κεφαλή είναι αχώριστος του σώματός Του. Εις όλην την αποστολικοπατερικήν Παράδοσιν της Εκκλησίας βεβαιώνεται η γνωστή αλήθεια: «Episcopum in Ecclesia esse et Ecclesiam in episkopo” (Αγίου Κυπριανού, PL 4, c. 419A), ως επίσης και «όπου αν η Ιησούς Χριστός, εκεί η Καθολική Εκκλησία» (Ιγνατίου Θεοφόρου, Επ. Σμυρν. 8,2). Δια τούτο ακριβώς ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος εντέλλεται εις τους χριστιανούς: «Πάντες εντρεπέσθωσαν τους διακόνους ως εντολήν Ιησού Χριστού και τον επίσκοπον ως Ιησούν Χριστόν, όντα Υιόν του Πατρός, τους δε πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού, και ως σύνδεσμον αποστόλων. Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται» (Ιγν. Θεοφόρου Επ. Τραλλ. 3, PG 5, c 677A’). Ιουστίνου (Πόποβιτς)