ΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΙΒ' - Εφ. Κεφ. 4, 17
«Τούτο λοιπόν λέγω και διαμαρτύρομαι ενώπιον του Κυρίου, να μη συμπεριφέρεστε πλέον σεις όπως συμπεριφέρονται και οι άλλοι εθνικοί, πού βαδίζουν σύμφωνα με την ματαιότητα του νου των, και είναι σκοτισμένοι εις την διάνοιαν»
[Εφ. Κεφ. 4,
17]
1.
Ο διδάσκαλος πρέπει να εκπαιδεύει και να
κατευθύνει τας ψυχάς των μαθητών, όχι μόνον με το να συμβουλεύει και διδάσκει,
αλλά και με το να εμβάλλει εις αυτάς τον φόβον και τας παραδίδει εις τον Θεόν.
Επειδή βέβαια τα λεγόμενα από τους ανθρώπους, ως λεγόμενα από ομοδούλους, δεν
ημπορούν να εγγίσουν την ψυχήν, είναι ανάγκη να παραδίδει έπειτα αυτούς εις τον
Κύριον. Αυτό λοιπόν κάνει και ο Παύλος. Διότι, αφού ομίλησε περί της
ταπεινοφροσύνης και της ενότητος και περί του ότι δεν πρέπει ο ένας να
εξεγείρεται εναντίον του άλλου, άκουσε τι λέγει, «Τούτο λοιπόν λέγω και
διαμαρτύρομαι ενώπιον του Κυρίου, να μη συμπεριφέρεσθε πλέον σεις όπως
συμπεριφέρονται και οι άλλοι εθνικοί».
Δεν είπε, να μη συμπεριφέρεσθε πλέον σεις όπως συμπεριφέρεσθε, καθ' όσον αυτός
ο λόγος είναι προσβλητικώτερος, αλλά το ίδιο μεν το εδήλωσε, το παράδειγμα όμως
έφερεν από άλλους.
Και προς τους Θεσσαλονικείς δε γράφων, το ίδιο κάνει όταν λέγει: «Να μη είσθε αιχμάλωτοι εις το πάθος της επιθυμίας, καθώς είναι και οι άλλοι εθνικοί». Έχετε αποχωρισθεί, λέγει, από τα δόγματα αυτών, και ανήκετε εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν. Εγώ όμως ζητώ πάν ο,τι προέρχεται από σας, την ζωήν και την συμπεριφοράν, πού είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Τούτο εξαρτάται από σας.
Επικαλούμαι δε τον Κύριον μάρτυρα των λόγων μου, ότι δεν απεσιώπησα, αλλ' είπα πώς πρέπει να συμπεριφέρεσθε. «Σύμφωνα με την ματαιότητα του νου των», λέγει. Τι σημαίνει ματαιότης του νου; Το να απασχολείσαι με τα μάταια. Ποια δε είναι τα μάταια, παρά τα επίγεια όλα; δια τα οποία λέγει ο Εκκλησιαστής «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα είναι ματαιότης».
Αλλά θα ερωτήση κάποιος, "Εάν είναι τα πάντα μάταια και ματαιότης, δια ποίον λόγον έχουν γίνει; εάν είναι έργα του Θεού, πώς είναι μάταια; και γίνεται δι' αυτά πολύς λόγος."
Άλλ'
άκουε, αγαπητέ. Δεν είπε το έργα του Θεού μάταια' είθε να μη συμβή να μας
περάση από τον νουν κάτι τέτοιο. Δεν είναι ο ουρανός μάταιος, ούτε η γη ματαία,
μη γένοιτο. Δεν είναι μάταιος ο ήλιος, ούτε η σελήνη και τα άστρα, ούτε το
ιδικόν μας σώμα, διότι όλα αυτά είναι πάρα πολύ καλά. Τι σημαίνει όμως
μάταιον; Ας ακούσωμεν τον ίδιον τον Εκκλησιαστήν πού λέγει: «Εφύτευσα
δια τον εαυτόν μου αμπέλια, εξεπαίδευσα δια τον εαυτόν μου αοιδούς, άνδρας και
γυναίκας, κατεσκεύασα δια τον εαυτόν μου δεξαμενάς υδάτων, είχα δια τον εαυτόν
μου πρόβατα και άλλα ζώα, συνέλεξα χρυσόν και άργυρον και είδα ότι όλα είναι
ματαιότης» και πάλιν, «Ματαιότης ματαιοτήτων, το πάντα είναι ματαιότης·.
Άκουε
και τον Προφήτην πού λέγει: «θησαυρίσει και δεν γνωρίζει δια ποίον θα τα
συγκεντρώση αυτά».
Σύμφωνα προς αυτά ματαιότης ματαιοτήτων είναι αι πολυτελείς οικοδομαί, ο πολύς
και άφθονος χρυσός, το πλήθος των αιχμαλώτων, πού βαδίζουν κατά πομπώδη τρόπον
εις την αγοράν, η αλαζονεία και η ματαιοδοξία, αι φιλοδοξίαι και η υπερηφάνεια.
Αυτά λοιπόν είναι όλα μάταια, διότι δεν έχουν γίνει οπό τον Θεόν, άλλ' έχουν
δημιουργηθή από μας. Διατί όμως τέλος πάντων είναι μάταια; Διότι δεν
έχουν κανένα χρήσιμον αποτέλεσμα.
Τα χρήματα είναι μάταια, όταν εξοδεύωνται εις τας απολαύσεις, δεν γίνονται όμως μάταια, όταν διανέμωνται εις τους πτωχούς. Εάν όμως τα εξοδεύσης εις τας απολαύσεις, ας ιδούμεν ποίον θα είναι κάποτε το αποτέλεσμα αυτών' η πάχυνσις του σώματος, τα ρεψίματα, τα αέρια εις το στομάχι, τα πολλά περιττώματα, η κεφαλαλγία, η μαλθακότης του σώματος, η έξαψις και η παράλυσις. Διότι όπως ματαιοπονεί κανείς όταν χύνει νερό μέσα εις διάτρητον πυθάρι, έτσι και εκείνος πού κάνει τρυφηλόν βίον αντλεί εις διάτρητον πυθάρι.
Τα χρήματα είναι μάταια, όταν εξοδεύωνται εις τας απολαύσεις, δεν γίνονται όμως μάταια, όταν διανέμωνται εις τους πτωχούς. Εάν όμως τα εξοδεύσης εις τας απολαύσεις, ας ιδούμεν ποίον θα είναι κάποτε το αποτέλεσμα αυτών' η πάχυνσις του σώματος, τα ρεψίματα, τα αέρια εις το στομάχι, τα πολλά περιττώματα, η κεφαλαλγία, η μαλθακότης του σώματος, η έξαψις και η παράλυσις. Διότι όπως ματαιοπονεί κανείς όταν χύνει νερό μέσα εις διάτρητον πυθάρι, έτσι και εκείνος πού κάνει τρυφηλόν βίον αντλεί εις διάτρητον πυθάρι.
Με άλλα λόγια δε, μάταιον λέγεται
αυτό πού νομίζεται μεν ότι έχει τιμή, άλλ' όμως δεν έχει, εκείνο πού
ονομάζουν και κενόν, και κενάς ελπίδας, και το χωρίς σκοπόν. Και απλώς δε
μάταιον λέγεται αυτό πού δεν είναι χρήσιμον εις τίποτε. Ας εξετάσωμεν
λοιπόν, μήπως δεν είναι τέτοια τα ανθρώπινα. «Ας φάγωμεν και ας πίωμεν, διότι
αύριον πεθαίνομεν». Ποιον λοιπόν είναι το αποτέλεσμα; είπε μου. Η φθορά.
Ας ενδυθούμεν και ας περιβληθούμεν ενδύματα, και ποίον το αποτέλεσμα; Κανέν.
Αυτά
εφιλοσόφησαν μερικοί Έλληνες, αλλά μάταια. Υπέδειξαν τον σκληρόν τρόπον
ζωής, χωρίς όμως ν' αποβλέπουν προς ένα χρήσιμον σκοπόν, άλλ' απλώς προς την
ματαιοδοξίαν και την τιμήν από τους πολλούς ανθρώπους. Και τι είναι η τιμή
εκ μέρους των πολλών; Τίποτε. Διότι, αν αφανίζονται αυτοί πού παρέχουν την
τιμήν, πολύ περισοότερον αφανίζεται η τιμή. Εκείνος πού παρέχει τιμήν εις άλλον
οφείλει προηγουμένως να παρέχη τιμήν εις τον εαυτόν του αν όμως δεν παρέχη εις
τον εαυτόν του, πώς θα παρέχη εις άλλον; Τώρα βέβαια επιδιώκομεν και τας τιμάς
από τους ευτελείς και ευκαταφρόνητους ανθρώπους, οι οποίοι είναι περιφρονημένοι
και επονείδιστοι. Ποίαν αξίαν έχει λοιπόν η τιμή αυτή;
2. Βλέπεις ότι τα πάντα είναι ματαιότης ματαιοτήτων; Δια τούτο έλεγε «Με την ματαιότητα του νου των».
2. Βλέπεις ότι τα πάντα είναι ματαιότης ματαιοτήτων; Δια τούτο έλεγε «Με την ματαιότητα του νου των».
Άλλ'
η θρησκεία των δεν είναι ματαία;
Τι λοιπόν; Μήπως δεν είναι ξύλα και λίθοι αυτά πού προσκυνούν;
Εδημιούργησεν ο Θεός αντί του λύχνου τον ήλιον να μας φώτιση. Ποίος
προσκυνεί τον ιδικόν του λύχνον; Ο ήλιος παρέχει το φως. Όταν όμως εκείνος
δεν ημπορή, ο λύχνος ημπορεί. Διατί λοιπόν δεν προσκυνείς τον λύχνον; Ναι θα
είπη κάποιος, προσκυνώ το πυρ. Πόσον αλήθεια άξιον γέλωτος είναι αυτό! Η υδρία
είναι τόσον μεγάλη, και δεν εντρέπεσαι;
Πρόσεχε
όμως και την άλλην ύβριν πάλιν. Διατί σβήνεις το προσκυνούμενον; διατί
το καταστρέφεις; διατί αφανίζεις τον θεόν σου; διατί δεν επιτρέπεις να
είναι η οικία σου γεμάτη απ' αυτόν; Εάν πράγματι το πυρ είναι θεός ας πλησίαση
το σώμα σου, μη τοποθέτησης τον θεόν κάτω από τον πυθμένα της χύτρας και του
λέβητας να τον φέρης εις τα ταμεία, εις τα μεταξωτά ενδύματα. Συ όμως, όχι
μόνον δεν τον φέρεις, αλλά και αν ακόμη εισέλθη εις την οικίαν εξ αιτίας της
απροσεξίας κάποιου, το απομακρύνεις από παντού, όλους τους προσκαλείς,
και ωσάν να εισήλθε κάποιο θηρίον οδύρεσαι και στενάζεις, και αποκαλείς
μεγάλην συμφοράν το ότι ο θεός σου είναι παρών.
Έχω εγώ Θεόν, και κάνω τα πάντα, ώστε να
ενστερνηθώ αυτόν, και θεωρώ ευτυχίαν μου, όχι όταν επισκέπτεται την ιδικήν μου
οικίαν, άλλ' αν ελκύσω αυτόν μέσα εις την καρδίαν μου. Έλκυσε και συ το πυρ εις
την ιδικήν σου καρδίαν. Αυτά είναι γελοία και ματαιότης. Το πυρ
είναι καλόν δια να το χρησιμοποιώ, όχι δια να το προσκυνώ δια να
διακονή, δια να υπηρετή, δια να εργάζεται εις εμέ, όχι δια να με εξουσιάζη.
Εκείνο έχει γίνει δι εμέ, όχι εγώ δι αυτό. Εάν προσκυνής το πυρ διατί συ μεν
ο ίδιος είσαι εξηπλωμένος επάνω εις το κρεββάτι, εις τον μάγειρον δε διατάσσεις
να στέκεται πλησίον του θεού σου; Συ ο ίδιος ν' αναλάβης την μαγειρικήν και
να γίνης αρτοποιός, εάν θέλης, και σιδηρουργός. Διότι δεν είναι τίποτε
τιμιώτερον από τας τέχνας αυτάς, επειδή τας επισκέπτεται ο ιδικός σου θεός. Διατί
θεωρείς προσβολήν την τέχνην, όπου ευρίσκεται παρών επί πολύν χρόνον ο θεός
σου; διατί διατάσσεις τους δούλους, συ όμως ο ίδιος δεν καταδέχεσαι;
Καλόν είναι το πυρ, επειδή είναι έργον και καλού δημιουργού, αλλά δεν είναι θεός' διότι είναι έργον του θεού, δεν ωνομάσθη θεός. Δεν βλέπεις το ακατάστατον αυτού; πώς, όταν επιτεθή εις οικίαν, δεν σταματά πουθενά; άλλ' εάν συναντήση συνεχιζόμενα πράγματα τα καταστρέφει όλα, και αν δεν σβήσουν την μανίαν του τα χέρια των οκοδόμων ή άλλων, δεν γνωρίζει φίλους, ούτε εχθρούς, άλλ' όλους τους μεταχειρίζεται με όμοιον τρόπον.
Αυτό
λοιπόν είναι Θεός, και δεν εντρέπεσθε; Πράγματι καλώς είπε: «Με την ματαιότητα του νου των». Αλλά θα ειπή κάποιος ο ήλιος είναι
Θεός. Αυτό λοιπόν, είπε μου, από που και διατί; επειδή εκπέμπει πολύ φως; Δεν
βλέπεις όμως αυτόν να νικάται από τα σύννεφα και να υποτάσσεται εις την
ανάγκην της φύσεως, να υφίσταται έκλειψιν και να κρύπτεται από την σελήνην και
το σύννεφον; Αν και βέβαια το σύννεφον είναι ασθενέστερον από τον ήλιον, εν
τούτοις υπερτερεί εις πολλά, και αυτό δε είναι έργον της σοφίας του Θεού. Ο Θεός
πρέπει να είναι επαρκής εις όλα, ο ήλιος όμως έχει ανάγκην από πολλά. Αλλ, αυτό
δεν είναι χαρακτηριστικόν του Θεού. Διότι δια να γίνη ορατός ο ήλιος έχει
ανάγκην από αέρα, και μάλιστα αέρα αραιόν' όταν αυτός πυκνωθή υπερβολικά, δεν
επιτρέπει την ακτίνα του να διείσδυση. Έχει ανάγκην και από το ύδωρ και από
άλλο πού τον συγκρατεί, ώστε να μη κατακαύση. Διότι, εάν αι πηγαί και αι λίμναι
και οι ποταμοί και αι θάλασσαι δεν εσχημάτιζαν με την ανύψωσιν των ατμών
κάποιαν υγρασίαν, τίποτε δεν θα ημπόδιζε δια να κατακαούν τα πάντα.
Βλέπεις λοιπόν, θα ειπή κάποιος, ότι είναι Θεός; Τι παραφροσύνη! Πόσον γελοίον είναι αυτό! επειδή ημπορεί να βλάψη, ισχυρίζεται ότι είναι Θεός. Αλλά προ πάντων δια αυτό δεν είναι Θεός, διότι εις εκείνα μεν πού βλάπτει δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εις εκείνα όμως πού ωφελεί, έχει ανάγκην από πολλά άλλα. Αλλά εις τον Θεόν είναι άγνωστον το να βλάπτη, το να ωφελή όμως είναι οικείον γνώρισμα. Όταν λοιπόν συμβαίνη το αντίθετον, πώς είναι Θεός; Δεν βλέπεις ότι τα δηλητήρια φάρμακα προκαλούν μεγάλην βλάβην και δεν έχουν ανάγκην από τίποτε, εις την περίπτωσιν όμως ωφελείας ότι έχουν ανάγκην από πολλά; Προς χάριν σου είναι ο ήλιος και καλός και ανίσχυρος, καλός μεν δια ν' αναγνώρισης τον Κύριον, ανίσχυρος δε, δια να μη λέγης ότι αυτός είναι ο Κύριός σου.
Βλέπεις λοιπόν, θα ειπή κάποιος, ότι είναι Θεός; Τι παραφροσύνη! Πόσον γελοίον είναι αυτό! επειδή ημπορεί να βλάψη, ισχυρίζεται ότι είναι Θεός. Αλλά προ πάντων δια αυτό δεν είναι Θεός, διότι εις εκείνα μεν πού βλάπτει δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εις εκείνα όμως πού ωφελεί, έχει ανάγκην από πολλά άλλα. Αλλά εις τον Θεόν είναι άγνωστον το να βλάπτη, το να ωφελή όμως είναι οικείον γνώρισμα. Όταν λοιπόν συμβαίνη το αντίθετον, πώς είναι Θεός; Δεν βλέπεις ότι τα δηλητήρια φάρμακα προκαλούν μεγάλην βλάβην και δεν έχουν ανάγκην από τίποτε, εις την περίπτωσιν όμως ωφελείας ότι έχουν ανάγκην από πολλά; Προς χάριν σου είναι ο ήλιος και καλός και ανίσχυρος, καλός μεν δια ν' αναγνώρισης τον Κύριον, ανίσχυρος δε, δια να μη λέγης ότι αυτός είναι ο Κύριός σου.
Αλλ’ όμως τρέφει, θα ειπή κάποιος, τα φυτά και τα σπέρματα. Τι λοιπόν, μήπως εξ αιτίας αυτού και η κοπριά είναι θεός; καθ' όσους και εκείνη τρέφει. Τι δε μήπως εξ αιτίας αυτού και το δρεπάνι είναι Θεός και τα χέρια του γεωργού; Απόδειξε μου να τρέφη ο ήλιος μόνος του, χωρίς να έχη ανάγκην από τίποτε, ούτε από το χώμα, ούτε από το ύδωρ, ούτε από την καλλιέργειαν της γης, αλλά να σπείρη τα σπέρματα και αφού εκπέμψη τας ακτίνας του να φέρη εις φως τα στάχυα. Εάν όμως δεν εξαρτάται μόνον απ’ αυτόν, αλλά και από την βροχήν, διατί δεν είναι θεός και το ύδωρ; Αλλά δεν θα αναφερθώ ακόμη εις αυτό. Διατί δεν είναι και η γη θεός; διατί δεν είναι και η κοπριά και το δικέλλι; Όλα λοιπόν, είπε μου, θα τα προσκυνήσωμεν; Τι ανοησία! Αν και βέβαια θα ήτο δυνατόν μάλλον να αναπτύσσωνται τα στάχυα χωρίς ήλιον, παρά χωρίς χώμα και ύδωρ, καθώς επίσης και τα φυτά και όλα τα άλλα. Εάν λοιπόν δεν υπήρχεν η γη δεν θα εγίνετο ποτέ τίποτε απ’ αυτά, εάν όμως βάλη κάποιος χώμα επάνω εις κεραμίδα, όπως κάνουν τα παιδιά και αι γυναίκες, και την τοποθετήση κάτω από την στέγην, αφού γεμίση την κεραμίδα με πολλήν κοπριάν, τότε τα φυτά θα βλαστήσουν οπωσδήποτε, έστω και αν είναι καχεκτικά. Ώστε μεγαλύτερα είναι η συμβολή του χώματος και της κοπριάς, και αυτά πρέπει να προσκυνούμεν περισσότερον από τον ήλιον. Εκείνος έχει ανάγκην από τον ουρανόν, τον αέρα, από τα άδια τα ύδατα, δια να μη βλάπτη, ωσάν να είναι αυτό οι χαλινοί πού συγκρατούν την αγριότητα της δυνάμεως του και δεν επιτρέπουν να εκπέμψη παντού την ακτίνα του, ωσάν κάποιον άγριον ίππον. Ειπέ μου λοιπόν, που είναι αυτός κατά την διάρκειαν της νυκτός; Που έχει αποδημήσει ο Θεός; διότι δεν είναι τούτο ιδιότης του Θεού το να περικλείεται δηλαδή εντός ορίων και να έχη τέλος διότι αυτό πράγματι είναι γνώρισμα μόνον των σωμάτων.
Αλλ' όμως, θα ειπή κάποιος, υπάρχει εις αυτόν και κάποια δύναμις και κινείται. Αυτή λοιπόν η δύναμις, είπε μου, είναι θεός; Και τι είναι εκείνο που έχει αυτή και δεν το κατέχει το πυρ; πάλιν βέβαια θα ειπώ τα ίδια λόγια. Και τι είναι η δύναμις εκείνη; είναι φωτιστική ή δια του ήλιου φωτίζει, ενώ αυτή δεν μετέχει εις τίποτε απ’ αυτά; Λοιπόν είναι μεγαλύτερος απ’ αυτήν ο ήλιος. Μέχρι ποίου σημείου θα εκτυλίσσωμεν τον λαθύρινθον;
3. Και τι είναι το ύδωρ; δεν είναι και αυτό θεός; θα ειπή κάποιος. Αυτό πράγματι είναι πάλιν άξιον γέλωτος φιλονείκου. Δεν είναι θεός, θα είπη κάποιος, αυτό πού μεταχειριζόμεθα τόσον πολύ; Και περί του χώματος πάλιν ομοίως. Αληθώς, «Με την ματαιότητα του νου των, είναι σκοτισμένοι εις την διάνοιαν». Αλλ' αυτά τώρα τα λέγει αναφορικά με την ζωήν πού κάνουν. Πορνεύουν και μοιχεύουν οι Έλληνες. Και είναι πολύ φυσικόν διότι οι λατρεύοντες τέτοιους θεούς, διαπράττουν κατά συνέπειαν τα πάντα και αν ημπορέσουν να διαφύγουν την προσοχήν των ανθρώπων, δεν υπάρχει κανείς πού να τους συγκρατήση. Διότι τι θα ημπορέση να προσφέρη το κήρυγμα περί της αναστάσεως την στιγμήν πού θεωρείται μύθος από αυτούς; Μήπως τα λεγόμενα σχετικά με τον Άδην; Αλλά και αυτά είναι μύθοι. Όταν μεν λέγουν εις αυτούς ότι οι θεοί είναι πόρνοι, δεν λέγουν ότι είναι μύθοι, αλλά πείθονται, όταν όμως ομιλούν περί της κολάσεως, ποιηταί, λέγουν, είναι και τα πάντα μυθολογούν, δια να ανατρέπεται από παντού η κατάστασις της ευζωίας.
Αλλά, θα ειπή κάποιος, οι φιλόσοφοι εφεύρον κάτι οπωσδήποτε σπουδαίον και ανώτερον απ’ αυτά. Ποίοι; αυτοί πού εισάγουν την ειμαρμένην και λέγουν ότι τα πάντα είναι χωρίς πρόνοιαν και κανείς δεν προνοεί δια τίποτε, αλλά σχηματίζονται από άτομα; ή μήπως άλλοι πού απεκάλεσαν τον Θεόν σώμα; Αλλά είπε μου, ποίοι; εκείνοι πού μετατρέπουν τας ψυχάς των ανθρώπων εις ψυχάς σκύλων και πείθουν τους ανθρώπους, ότι και σκύλος έγινε κάποιος κάποτε και λεοντάρι και ιχθύς; Μέχρι πότε δεν θα παύσετε να λέγετε ανοησίας, σκοτισμένοι εις την διάνοιαν; καθ' όσον ευρισκόμενοι ωσάν εις το σκοτάδι λέγουν και πράττουν τα πάντα, και τα περί των δογμάτων και τα περί της ζωής. Διότι εκείνος πού είναι σκοτισμένος δεν βλέπει τίποτε από τα ευρισκόμενα εις το μέσον, αλλά πολλάκις, ενώ βλέπει ένα σχοινί, νομίσει ότι είναι φίδι κινούμενον μόνον του, όταν πάλιν συνέβη να εκρατήθη από φράκτην, ενόμισεν ότι κατακρατεί αυτόν κάποιος άνθρωπος ή δαίμων, και είναι πολύς ο θόρυβος και μεγάλη η ταραχή. Τέτοιοι περίπου είναι οι φόβοι των. «Θα αισθάνωνται φόβον», λέγει, «εκεί όπου κανείς φόβος δεν θα ύπάρχη», δέν φοβούνται όμως τα άξια φόβου. Αλλ’ όπως ακριβώς τα παιδιά απλώνουν μεν τα χέρια των απερίσκεπτα εις το πυρ και χωρίς φόβον εις τον λύχνον, βασταζόμενα από τας τροφούς των, φοβούνται δε τον άνδρα πού έχει ενδυθή ένα σάκκον, έτσι λοιπόν και αυτοί οι Έλληνες, ωσάν πράγματι να είναι πάντοτε παιδιά (όπως και κάποιος απ’ αυτούς είπεν: «Οι Έλληνες είναι πάντοτε παιδιά»), φοβούνται μεν εκείνα πού δεν είναι αμαρτήματα, όπως την ακαθαρσίαν του σώματος, τον γάμον, την σύζυγον, τας παρατηρήσεις ημερών, και όλα τα παρόμοια, εκείνα όμως πού είναι πράγματι αμαρτήματα, η παιδεραστία, η μοιχεία, η πορνεία, δι αυτά ούτε λόγον έχουν να ειπούν.
Θα ήτο δυνατόν να ιδής αυτόν να νίπτη τα χέρια του από νεκρόν, όχι όμως και από νεκρά έργα' και να καταβάλλη πολλήν μεν φροντίδα δια την απόκτηοιν χρημάτων, να νομίζη όμως ότι το πάν διαλύεται με ένα πετεινόν' έτσι είναι σκοτισμένοι εις την διάνοιαν. Η ψυχή των είναι γεμάτη από πολλούς φόβους, όπως ο τάδε με συνήντησε πρώτος, λέγει κάποιος, όταν εξήλθα από την οικίαν, οπωσδήποτε πρέπει να μου συμβούν πολλά κακά. Τώρα ο μιαρός υπηρέτης, όταν μου έδωσε τα υποδήματα, πρώτον έδωσε το αριστερόν' θα επακολουθήσουν φοβεροί συμφοραί και ύβρεις. Εγώ ο ίδιος, καθώς έβγαινα, εβάδισα πρώτα με το αριστερόν πόδι και αυτό είναι προμήνυμα συμφορών. Και αυτά μεν είναι τα κακά τα σχετικά με την οικίαν, ενώ έξω όταν εξέλθω ο δεξιός μου οφθαλμός παίζει επάνω κάτω' τούτο είναι σημάδι δακρύων. Και αι γυναίκες δε, όταν οι κάλαμοι ριπτόμενοι με ορμήν εις το στημόνι κάνουν κρότον ή όταν αι ίδιαι κτυπούν εις το κτένι, θεωρούν και τούτο ωσάν κάποιο προμήνυμα. Πάλιν όταν με την σαΐτα κτυπούν το κτένι και εργάζονται τούτο εντονώτερον, και εν συνεχεία οι κάλαμοι, που είναι επάνω, από το ισχυρόν κτύπημα κάνουν κρότον προσκρούοντες εις το στημόνι, θεωρούν και αυτό κακόν σημάδι, καθώς και άπειρα άλλα άξια δια γέλια. Είτε ο όνος εκβάλλει ισχυράν φωνήν είτε ο πετεινός λαλήση, είτε πταρνισθή κάποιος, είτε συμβή ο,τιδήποτε άλλο παρόμοιον ωσάν να είναι δεμένοι εις πολλά δεσμά, και καθώς είπα, ευρισκόμενοι ωσάν εις το σκοτάδι, τα πάντα υποψιάζονται, και είναι περισσότερον δούλοι από πολλούς δούλους.
Άλλως ας μη συμβαίνη αυτό και με ημάς, αλλ', αφού περιγελάσωμεν όλα αυτά, καθόσον ζώμεν εις το φως και πολιτευόμεθα εις τον ουρανόν και δεν έχομεν τίποτε κοινόν προς την γην, ας θεωρούμεν ότι ένα μόνον είναι φοβερόν, η αμαρτία και η σύγκρουσις με τον Θεόν.
Όταν δε δεν υπάρχη αυτό, ας περιγελάσωμεν
όλα τα άλλα και τον διάβολον, πού εισήγαγεν αύτά. Δι αυτά λοιπόν ας
ευγνωμονούμεν τον Θεόν.
Ας φροντίσωμεν να μη συλληφθώμεν εις
καμμίαν περίπτωσιν ούτε και ημείς οι ίδιοι εις αυτήν την δουλείαν, και αν
κανείς φίλος μας έχη συλληφθή, ας σπάσωμεν τα δεσμά του, ας τον απαλλάξωμεν
από την φοβερωτάτην και καταγέλαστον αυτήν φυλακήν, ας καταστήσωμεν αυτόν
ευκίνητον προς τον δρόμον που οδηγεί εις τον ουρανόν, ας ανορθώσωμεν τα πτερά
του πού τον βαρύνουν, και ας τον διδάσκωμεν να φιλοσοφή ως πρός την ζωήν και το
δόγμα.
Ας ευχαριστούμεν τον Θεόν εξ αιτίας
όλων, ας παρακαλούμεν αυτόν να μη μας καταστήση αναξίους της παρασχεθείσης εις
ημάς δωρεάς. Και ημείς οι ίδιοι μαζί με αυτούς ας προσπαθούμεν να εισφέρωμεν
όσα εξαρτώνται από ημάς τους ιδίους, δια να μη διδάσκωμεν μόνον με λόγους, αλλά
και με έργα.
Διότι έτσι θα ημπορέσωμεν να επιτύχωμεν τα μεγάλα αγαθά, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχωμεν, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει μαζί με τον Πατέρα και το άγιον Πνεύμα η δόξα, η δύναμις, η τιμή, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων.
Διότι έτσι θα ημπορέσωμεν να επιτύχωμεν τα μεγάλα αγαθά, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχωμεν, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει μαζί με τον Πατέρα και το άγιον Πνεύμα η δόξα, η δύναμις, η τιμή, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων.
αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου