xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης - Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης - Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

(περὶ πλούτου-ἡδονῶν-δόξης)


Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ᾿ ὅλα τὰ κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης· δηλαδή: α) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου, β) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν καὶ γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας

«Πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α´ Ἰω. β´ 16).

Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸν σκοπό του καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ὁ μεγάλος ἐχθρός, τὸν ὁποῖο ὁ Σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, γεννήθηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα με τὸ παράδειγμά Του τὸ σιωπηλό· καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία.

1. Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου

Συλλογίσου λοιπὸν πῶς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια Του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλὸ τὸ βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθὰ γι᾿ αὐτὸ γιὰ νὰ τὰ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴν τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.

Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παύλος «Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. στ´ 10). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ «ἐμὸν τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Ἀγγ. β´ 8).

Στοχάσου:
Ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε;
Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες;
Ποῦ οἱ μαῖες;
Ποῦ τὸ βασιλικὸ στρῶμα;
Ποῦ τὰ βρεφικὰ λουσίματα;
Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων;
Ποῦ ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση;
Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων;

Ἔλα μέσα καὶ δὲς τὸ φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου «ἀνεκλίθη».

Σίγουρα ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα· γιατὶ ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σὲ τόπο σχεδὸν ξέσκεπο, τὰ μεσάνυχτα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα, μόνος με μόνη τὴν μητέρα Του καὶ τὸν θεωρούμενο πατέρα Του, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητὰ ποὺ συνηθίζονται στὶς γεννήσεις καὶ τῶν πιὸ φτωχῶν παιδιῶν, χωρὶς τὶς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ ποὺ εἶχε στὴ Ναζαρέτ.

Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια ποὺ προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καὶ ἄλλη περισσότερη πτώχεια σχεδὸν βίαιη καὶ ἀφύσικη: Παραγγέλλει ἐκεῖ στὸ σπήλαιο νὰ μὴ τοῦ γίνει καμιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο· ἤθελε νὰ διαφέρει ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ ἀπογραφὴ· ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πολλὲς προμήθειες μαζί τους καὶ ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στὰ σπίτια καὶ στὰ πανδοχεία· «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β´ 7).

Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, ἀλλὰ παρακινεῖ ἀκόμη τοὺς φτωχοὺς νὰ ὑποκρίνονται καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς πλουσίους, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν νιώθει ντροπὴ γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειας του· καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς δὲ καὶ τὰ χωράφια καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σὲ ἐκείνη τὴν κατάσταση τῆς ἔνδειας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σὲ ἐκεῖνο τὸ θρόνο μιᾶς εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ ἐκείνη τὴν αὐλὴ ἑνὸς πενιχρότατου σπηλαίου!

Ὢ πτώχεια ὑπέρπλουτος! Ὢ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!

Τώρα ἐσὺ ποῦ μελετᾷς αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, τί ἔχεις νὰ πεῖς; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ νομίζεις πῶς δικαιοῦται νὰ σὲ νικᾷ καὶ νὰ σὲ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἢ ὁ Χριστὸς ποὺ νίκησε τὸν κόσμο; Ὁ κόσμος σὲ προτρέπει νὰ ζητᾷς πρῶτα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ θεωρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς πάλι σὲ συμβουλεύει μὲ τὸ παράδειγμά Του καὶ τὴν διδασκαλία Του νὰ ζητεῖς πρωτίστως τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταφρονεῖς ὅλα τὰ καλὰ τῆς γῆς σὰν ἕνα πηλὸ· «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (Ματθ. στ´ 33). Ἀκόμη σοῦ ζητᾷ νὰ στερεῖσαι τὰ γήινα ἀγαθὰ ἢ μερικὰ ἀπ᾿ αὐτά, δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς ἢ ἀκόμη ἀποτασσόμενος τὰ πάντα γιὰ τὴν καλογερικὴ ζωὴ καὶ ἐξαγοράζοντας ἕνα θησαυρὸ στὸν παράδεισο. «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ´ 21). Καὶ πάλι «πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὁς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσιν τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής» (Λουκ. ιδ´ 33).

Λοιπὸν ἐσὺ καὶ σὰν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ σὰν φρόνιμος καὶ στοχαστικὸς ἄνθρωπος, πρέπει ν᾿ ἀποφασίσεις νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ κάνεις πράξη ἐκεῖνο ποὺ σοῦ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅ,τι σου ἐπιβάλλει ὁ κόσμος. Γιατὶ δὲν θὰ σωθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀκούουν μόνο τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη (Ρωμ . β´ 13).

Εἶναι ἀλήθεια πῶς δὲν εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἂν εἶσαι λαϊκός, νὰ εἶσαι ἀκτήμων καὶ πάμπτωχος· εἶσαι ὅμως ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτιμᾷς τόσο λίγο τὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα, ὥστε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποτὲ νὰ μὴν παρακινηθεῖς νὰ παραβεῖς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ· τόσο δὲ νὰ εἶναι ἀποκολλημένη ἡ καρδιά σου ἀπ᾿ αὐτά, ὥστε νὰ τὰ ἀποκτᾷς καὶ νὰ τὰ ἔχεις μὲ τόση ἀπάθεια σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχεις καὶ νὰ μὴ τὰ ξοδεύεις στὰ μάταια καὶ περιττὰ καὶ πάνω ἀπὸ ὅσα χρειάζεσαι πράγματα καθὼς λέγει ὁ Παῦλος· «Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστὶν ... ἵνα ὦσιν οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτω ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α´ Κορ. ζ´ 29-31).

Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ συζητήσεις μὲ τὸ Πανάγιο Βρέφος, τὸν Ἰησοῦ, καὶ νὰ νιώσεις ντροπὴ μπροστά Του, ποὺ ὡς τώρα εἶχες σὲ τόση ὑπόληψη καὶ ἀγάπη ἐκεῖνα τὰ πλούτη ποὺ τὸ Θεῖον Βρέφος τόσο καταφρονεῖ κι ἀκόμη ὅτι ἔνιωθες τόσο μῖσος καὶ καταφρόνηση γιὰ τὴν πτώχεια ἐκείνη καὶ τὴν εὐτέλεια ποὺ αὐτὸ τόσο ἀγαπᾷ . Ζήτησέ Του ἀμέσως συγχώρεση γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἔκανες γιὰ ν᾿ ἀποκτήσεις πλοῦτο κι ἐπίγεια ἀγαθὰ ἢ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσεις καὶ παρακάλεσε Τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη· γιατί, ὅπως ὁ Ἴδιος ἀπὸ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα, ἔτσι καὶ σὺ νὰ γίνεις φτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, γιὰ νὰ πλουτίσεις ἀπὸ τὴ Θεότητά Του· «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β´ Κορ. η´ 9). Ἀκόμη νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ μὴ σ᾿ ἀφήσει ξανὰ νὰ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο· ἀλλὰ ὅταν ἔχεις τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅταν τὰ στερεῖσαι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ τὰ μεταχειρίζεσαι γιὰ ἄλλο σκοπό, παρὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγοράσεις μὲ αὐτὰ τὴν αἰώνια εὐδαιμονία, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος» (Παροιμ. ιγ´ 8).

2. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῶν ἡδονῶν

Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γέννησή Του ἦλθε νὰ πολεμήσει τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῶν ἡδονῶν μὲ τὶς ὀδύνες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος πιστεύει πὼς ἡ μόνη ἀπόλαυση εἶναι ἐκείνη τῶν αἰσθήσεων γι᾿ αὐτὸ δὲν κυριαρχεῖ πάνω σ᾿ αὐτές, ὅπως ταιριάζει σὲ λογικὸ ὄν, ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ συμπεριφέρεται ὅπως ἕνα ἄλογο ζῷο καὶ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του: Τρέχει ἀχαλίνωτα γιὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ὅλες τὶς παρανομίες, ἐπιζητεῖ τὴν ἡδονὴ σὰν σκοπὸ καὶ τὴν θεωρεῖ ἔντιμη, ἂν καὶ τὴ βρίσκει μέσα στὶς μεγαλύτερες ἀτιμίες καὶ βρωμιές. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συμπόνια γιὰ τὴν τύφλωση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ τὸν γιατρεύσει ἀπὸ ἕνα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.

Γι᾿ αὐτό, ἐνῷ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ μ᾿ ἕνα σῶμα σκληραγωγημένο ὡρίμου ἀνδρός, θέλησε νὰ γεννηθεῖ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ σῶμα βρέφους γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ὀδύνη (τῆς τρυφερῆς σάρκας) καὶ ἀκολούθως γιὰ νὰ ὑποφέρει περισσότερο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν βασανιστικὴ φυλακὴ ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, θέλησε νὰ ὑποφέρει κι ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, σὰ νὰ στερεῖτο τὴν χρήση τοῦ λογικοῦ.

Ἐξ ἀρχῆς ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νὰ λάβει ἕνα σῶμα, ὄχι μόνο τελειότερο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ ἕνα σῶμα ἀπαθές, ἀνώδυνο, μακάριο καὶ ἄξιο κατοικητήριο τῆς παρόμοιας μακαρίας ψυχῆς Του. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τὴ θέση ἐκείνου παίρνει ἕνα σῶμα πολὺ ἁπαλό, πολὺ λεπτὸ καὶ τρυφερότατο, κατάλληλο νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων κάθε ταλαιπωρία καὶ καμωμένο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται ἀπ᾿ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ὅλους τοὺς πόνους, ὅπως τὸ πέλαγος δέχεται ὅλους τοὺς ποταμούς. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ σκουλήκι, ὄχι μόνο γιατὶ γεννήθηκε χωρὶς σπέρμα (ὅπως γεννιοῦνται τὰ σκουλήκια), ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἡ σάρκα του εἶχε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν τρυφερότητα τῶν σκουληκιῶν (1). «Ἐγὼ δὲ εἰμὶ σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος» (Ψαλμὸς κα´ 7).

1. Ἡ Ἁγία μας Πίστη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὸ σῶμα δὲν ἦταν τέλειος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησε κατὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς Του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἅγιοι γιατὶ εἶχε καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα παθητὸ καὶ θνητό, ὥστε νὰ μπορέσει διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ πάθει καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν οἰκονομία. Κατὰ τὴν ψυχὴ ὅμως ἦταν τέλειος διότι δὲν εἶχε μόνο τὴ φυσικὴ λεγόμενη γνώση καὶ φιλοσοφία τὴν Θεόπνευστη, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν μακαρία δράση τοῦ Θείου Προσώπου, μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ ὅταν ἦταν σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ χαιρόταν τὴν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀξιώνονται οἱ Ἅγιοι μετὰ θάνατον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ δ´ βιβλίου, «περὶ συμφωνίας τῶν Εὐαγγελιστῶν», λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς διέφερε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι σὲ κανέναν σ᾿ αὐτὴν τὴ ζωὴ δὲν ἔχει ἐπιτραπεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό, ὅπως σ᾿ Ἐκεῖνον. Σ᾿ αὐτὸ συμβάλλουν καὶ τὰ ἑξῆς ρητά: «Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακεν πώποτε ὁ μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. α´ 18). Καὶ πάλι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰω. γ´ 3). Εἶναι δηλαδὴ φανερὸ ὅτι ἦταν στὸν οὐρανὸ διὰ μέσου τῆς μακαρίας ὁράσεως (βλέπε Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, «Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν»).

Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁπαλότητας μόλις γεννήθηκε δέχτηκε μὲ τὴν ἁφὴ τὴν προσβολὴ τοῦ ψυχροῦ ἀέρος καὶ τῆς ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου μὲ τὴ φωνὴ κλαίει μὲ τὴν ὄσφρηση αἰσθάνεται τὴν ἔντονη κακοσμία τῆς φάτνης καὶ τῶν ζῴων, μὲ τὴν δράση βλέπει μία σκοτεινὴ καὶ ἄχαρη σπηλιὰ καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ δὲν ἀκούει ἄλλο ἀπὸ τὶς τραχιὲς φωνὲς τῶν ἀγρίων ζῴων. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀφιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς Του σὲ ἕνα χῶρο ὑπερβολικὰ στενὸ καὶ σὲ μία ἔλλειψη ὅλων τῶν ἀναπαύσεων καὶ σὲ κάθε εἶδος ὀδύνης καὶ βασάνων ποὺ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ἡ τρυφερὴ ἐκείνη ἡλικία Του. Ὤ! Ἀφῆστε με νὰ πάω κοντὰ στὴ φάτνη καὶ νὰ πῶ στὸν Ἰησοῦ: «Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἄκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ; Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητὸς Μεσσίας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εὐθὺς νὰ γεννηθεῖς μὲ τοιαῦτα βάσανα;» «Ναί», μοῦ ἀποκρίνεται, «αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός μου νὰ καταργηθεῖ ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὀδύνη αὐτὸ τὸ Πατρικὸ Θέλημα ἦρθα νὰ ἐκπληρώσω εὐθὺς μόλις γεννήθηκα στὸν κόσμο, καθὼς ἐκ μέρους μου προεῖπε ὁ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸν Δαβὶδ ὁ Ἀπόστολος «Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον ... θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· τότε εἶπον ἰδοὺ ἤκω ... τοῦ ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὸ θέλημά σου»» (Ἑβρ. ι´ 5), (Ψαλμ. λθ´ 8-9).

Ἐδῶ τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, νὰ γίνεις κριτὴς ἀνάμεσα στὸ Χριστὸ καὶ στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφασίσεις ποιὸς θὰ σ᾿ ἐξουσιάζει, ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Ποιὸν πρέπει ν᾿ ἀκολουθεῖς, Ἐκεῖνον ποῦ θέλει τὴ σωτηρία σου μὲ τὴν ὀδύνη, ἢ ἐκεῖνον ποῦ ζητεῖ τὴν ἀπώλειά σου μὲ τὴν ἡδονή; Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ πρῶτο «εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθε ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α´ Πέτρ. β´ 21). Ὅμως ὁ κόσμος εἶναι τόσο τυφλός, ποὺ ὄχι μόνο δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν γνωρίσει, καθὼς λέγει ἡ ἴδια ἡ Αὐτοαλήθεια· «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένη μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ ὁ κόσμος οὺ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό» (Ἰω. ιδ´ 16-17). Ἐὰν λοιπὸν ἐσὺ θέλεις νὰ θεραπευθεῖς μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν τυφλὸ κόσμο καὶ εἶσαι ἱκανοποιημένος νὰ κυβερνᾷς τὴ ζωή σου μὲ τὰ ψεύτικα διατάγματά του, ὢ ταλαίπωρος ποὺ εἶσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στὰ χέρια τοῦ θανατηφόρου ἐχθροῦ σου, ὅπως ἔκανε ὁ Σαμψὼν ποὺ παραδόθηκε στὰ χέρια τῶν ἀλλοφύλων κι ἀκόμη ἔγινες μόνος σου φανερὸς ἀποστάτης τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου Εὐεργέτου σου· γιατὶ θέλησες νὰ ὑπηρετεῖς τὶς αἰσθήσεις σου μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ προτίμησες μία ζωὴ τρυφηλή, μαλθακὴ καὶ ἡδονική, τὴν ὁποία τόσο πολὺ μίσησε ὁ Ἰησοῦς μόλις γεννήθηκε, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἄφρονες ἀλάνθαστη καὶ ἀθῴα!

Ἂχ ἀδελφέ μου! Καὶ πιστεύεις ἐσὺ ποτὲ πῶς ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ βασανίσει τόσο πολὺ τὸ Πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνο κατὰ τὴν γέννησή του ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του καὶ στὸ θάνατό του, ἐὰν δὲν ἦταν ἀναγκαῖο σε σένα νὰ ἀποφεύγεις τὶς ἡδονὲς καὶ νὰ σκληραγωγεῖς τὸ σῶμα σου; Καὶ σὲ τί θὰ ὠφελήσει ἡ ἀσεβής σου πρόφαση ποὺ λὲς πὼς ὁ Χριστὸς δὲν σὲ προστάζει μὲ ἐντολὴ νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀναπαύσεις τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὅτι σὲ συμβουλεύει μόνο λέγοντας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι;» (Μάρκ. η´ 34). Καλά, καὶ ἔτσι ὑπολογίζεις ἐσὺ τὶς συμβουλὲς τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις θέλοντας νὰ ἐξουσιάζεις (καὶ νὰ ὑπερασπίζεσαι) τὴν τρυφηλὴ ζωή σου; Νὰ ξέρεις λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ μιμεῖσαι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἂν θέλεις νὰ εἶσαι προορισμένος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄκουσε τώρα ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ἀποφάσεις ποὺ φωνάζει μὲ δυνατὴ φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴ φάτνη τὸ Βρέφος ὁ Ἰησοῦς· «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν· Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε· Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε· Οὐαί, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. στ´ 24-26). Τί ἀπαντᾷς σ᾿ αὐτὰ ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ περνᾷς τὴ ζωή σου μὲ ἀνέσεις κι ἔπειτα ἐπιδιώκεις γι᾿ αὐτὸ νὰ βρίσκεις ἀκόμη καὶ δικαιολογίες; Θεωρεῖς πῶς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Κύριος εἶναι λόγια κενὰ καὶ πὼς ὁ Θεὸς μίλησε χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια Του; Αὐτὸ βγάλ᾿ τὸ ἀπὸ τὸ μυαλό σου. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν» (Ματθ. κδ´ 35). Νὰ αἰσχύνεσαι λοιπόν, νὰ αἰσχύνεσαι γιὰ ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιό του ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα σου πρόσβαλες πολὺ τὴν χριστιανική σου ἰδιότητα καὶ τόσες φορὲς προτίμησες νὰ ὑπηρετήσεις τὴ σάρκα σου παρὰ τὸ Θεό. Μὲ τὴν συμπεριφορά σου αὐτὴ ἔγινες αἰτία νὰ βλασφημεῖται ἀπὸ τὰ ἔθνη ὁ χριστιανισμὸς καὶ τὸ ὑπερύμνητον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθὼς Αὐτὸς ὁ Ἴδιος παραπονεῖται καὶ λέγει· «δι᾿ ὑμᾶς διὰ παντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Ἡσ. νβ´ 5).

Γι᾿ αὐτὸ ἀποφάσισε ἐπιτέλους νὰ ἀπαρνηθεῖς ὅλες τὶς ἡδονὲς ποὺ ἀποδεδειγμένα δὲν εἶναι ἀπαραίτητες στὴ ζωή σου καὶ νὰ δεχτεῖς στὸ ἑξῆς εὐχαρίστως ὅλους τοὺς σταυροὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ σοῦ στείλει ὁ Θεός· νὰ ἀγκαλιάσεις τὴν σκληραγωγία ποὺ περιλαμβάνει ἢ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ μὴ λογαριάζεις τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ τὴν ἀγαπᾷς, παρὰ νὰ λογαριάζεις μόνο τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστὸς γι᾿ αὐτὴν ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή Του. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη σου θέλησε νὰ γεννηθεῖ μὲ τέτοια βάσανα· καὶ προπάντων παρακάλεσε Τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις καλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του αὐτὴ τὴν ἀλήθεια· ὅτι δηλαδὴ ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι κι ὄχι γιὰ νὰ γελᾷς καὶ νὰ ξεφαντώνεις καθὼς τονίζει ὁ Ἐκκλησιαστῆς «καιρὸς τοῦ κλαίειν» (γ´ 4) καὶ μὲ τὸν Ἐκκλησιαστῆ καὶ ὁ Ἀπόστολος· «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστίν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες ... παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α´ Κορ. ζ´ 29-31).

3. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῆς δόξης

Σκέψου ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γέννησή Του ἦρθε νὰ πολεμήσει μὲ τὴν ταπείνωσή Του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῆς δόξας. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται καὶ γενικὰ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτότερος τῶν ὑπολοίπων, νὰ δίνει διαταγὲς μὲ δεσποτικὴ ἀλαζονεία, νὰ μιλάει ἀφ᾿ ὑψηλοῦ καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς αὐθεντία. Ἂν καμιὰ φορὰ τύχει κι ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δόξα ἡ δική του, τότε αὐτὸς καταφρονεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῶν προτέρων προτιμᾷ τὴ δική του δόξα.

Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀνόητες θέσεις καὶ διδασκαλίες ποὺ διδάσκει ὁ κόσμος στοὺς μαθητές του καὶ αὐτὰ τὰ σφάλματα ἦρθε νὰ θεραπεύσει ὁ Λυτρωτής μας, ἀφότου ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο. Μποροῦσε ὁ Ἴδιος ἀσφαλῶς καὶ Βρέφος ἀκόμη νὰ κάνει ἔργα ὡρίμου ἀνδρός· μποροῦσε δηλαδὴ μόλις γεννήθηκε νὰ μιλάει μὲ καθαρὴ ἄρθρωση· μποροῦσε νὰ καταλαβαίνει καὶ νὰ μιλάει τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν λαῶν, μποροῦσε νὰ ἔχει γύρω του χιλιάδες καὶ μυριάδες ἡλιόμορφων Ἀγγέλων γιὰ νὰ τὸν παραστέκονται ὁλοφάνερα καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν ὄχι μόνον ὡς Θεό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο. Ἀκόμη μποροῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς Του νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν χρόνο μὲ τὸ νὰ τρέχει στὸν κόσμο νὰ τὸν γεμίζει ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων Του, νὰ τὸν φωτίζει μὲ τὶς λάμψεις τῆς διδασκαλίας Του, νὰ τὸν διδάσκει μὲ τὴν ἁγιότητα τῶν παραδειγμάτων Του καὶ νὰ τὸν μεταστρέφει μὲ τὴ δύναμη τοῦ κηρύγματός Του. Μ᾿ αὐτὰ ὅλα μποροῦσε νὰ δοξάσει τὸ Ὄνομά Του περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρχαν φιλόδοξοι στὸν κόσμο· καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγιστᾶνες τοῦ κόσμου καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ νὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ ἔρχονται στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴν οὐράνια σοφία ποὺ διδάσκει ἕνα Βρέφος, ὅπως ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου ποὺ ξεκίνησε μέσα ἀπὸ τὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία καὶ ἦρθε νὰ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς παιδιοῦ, τοῦ Σολομῶντος· νὰ ἔρχονται νὰ δοῦν ἕνα Νήπιο νὰ φωτίζει τυφλούς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ ἀνορθώνει χωλούς, νὰ γιατρεύει ἀρρώστους, νὰ ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ γενικὰ νὰ κάνει παράδοξα καὶ φρικτὰ θαύματα, ὥστε ὅλοι νὰ τὸ ἐπαινοῦν, ὅλοι νὰ τὸ δοξάζουν, ὅλοι νὰ τὸ εὐφημοῦν.

Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε τέτοια ἀνθρώπινη καὶ μάταιη δόξα. Ὄχι! Ἀλλὰ «σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν», καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Φιλ. β´ 8) καὶ κρύβεται μὲ τὸν ἐρχομό Του σ᾿ ἕνα τόπο ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀφανεῖς της Ἰουδαίας καὶ σ᾿ ἕνα ἐνδιαίτημα τῶν ἀλόγων ζῴων, σκεπάζει δὲ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς σοφίας Τοῦ μέσα σ᾿ ἕνα κομμάτι σάρκας καὶ κάτω ἀπὸ τὴν διανοητικὴ ἀδυναμία ἑνὸς ἄγνωστου ἄφωνου νηπίου· «ἐν ᾧ εἰσὶν πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»! (Κολ. β´ 3). Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἡσαΐας γιὰ τὴν νηπιώδη ἀγνωσία τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ λέγει· «...πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα...» (Ἡσ. 8, 4). Καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς -ἐννοῶ ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ- κυβερνοῦν τὸ κράτος τους μὲ ἀπογραφὲς καὶ ἐκδίδουν στοὺς λαοὺς νόμους καὶ φαίνονται παντοῦ ἔνδοξοι, αὐτός, ποὺ εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, γεννιέται καὶ ζεῖ ἐντελῶς ἄγνωστος καὶ θεωρεῖται σὰν ἕνα μηδενικό. «Ὢ τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ὢ γλυκύτατο ὄνομα, ὢ γλυκύτατε ὑπεράνθρωπε Ἰησοῦ! Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή σου ἔκανε τὸν προφήτη Ἀββακοὺμ νὰ χάσει σχεδὸν τὸ μυαλό του καὶ νὰ λέει· «Κύριε ... κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. Ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ» (Ἀββ. γ´ 2). Αὐτὴ ἡ ταπείνωση παρακίνησε τὸν ὅσιόν σου Ἰσαὰκ νὰ πεῖ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ λόγια· «ἡ ταπεινοφροσύνη στολὴ θεότητας ἐστὶν ὁ γὰρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτὴν ἐνεδύσατο καὶ ὠμίλησεν ἡμῖν δι᾿ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν... ἵνα μὴ ἡ κτίσις τὴ αὐτὴ θεωρία καταφλεχθῆ» (Λόγ. κ´).

Ἐπειδὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ ὑπῆρξε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μεγαλύτερο καὶ στὸ μικρότερο, γι᾿ αὐτὸ Ἐσύ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ γέννησή σου σηκώνεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ μεγάλο σκάνδαλο τῆς ἀπώλειας τοῦ κόσμου· καὶ Σύ, ὁ ἀνώτερος καὶ «ὑπὲρ τὰ ὄντα ὧν», ἀφοῦ ἔγινες κατώτερος καὶ ἔσχατος ὅλων, κάνεις μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμοια ὅλα σου τὰ κτίσματα, τόσο τὰ μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα, ὅσο καὶ τὰ μικρότερα καὶ κατώτερα καὶ καταδεικνύεις ὡς ἄριστη ὁδὸ ὑψώσεως, τὴν ταπείνωση, καθὼς θεολογεῖ ὁ δικός Σου, τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας· «Ἐλευθερώνει μὲ παράδοξο τρόπο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἀρχικῆς πτώσεως (τὸν ἄνθρωπο)· καὶ αὐτὴ (ἡ αἰτία) ἦταν ἢ ὑπεροχὴ καὶ ἡ κατωτερότητα ποὺ ἐνυπάρχει στὰ ὄντα· καὶ ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει ὁ φθόνος καὶ ὁ δόλος καὶ οἱ φανερὲς καὶ κρυφὲς ἀντιπαλότητες. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐδόκησε πρόσφατα (μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ) νὰ διαλύσει τὴν αἰτία τῆς ὑπερηφάνειας ποὺ καταστρέφει τὰ λογικά του κτίσματα· ἐξομοιώνει δηλαδὴ τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ ἐπειδὴ βέβαια ὁ ἴδιος με τὸν ἑαυτό Του εἶναι ἴσος καὶ ὅμοιος κατὰ φύσιν, κάνει καὶ τὴν φύση ἴση κατὰ χάριν μὲ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ πῶς ἔγινε; Ὁ ἴδιος ὁ ἐκ Θεοῦ Θεὸς Λόγος, ἀφοῦ ἄδειασε τὸν ἑαυτό Του ἀπόρρητα καὶ μυστικά, κατέβηκε ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἐσχάτη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ αὐτὴ ἀφοῦ τὴν ἔδεσε μαζί Του κατὰ τρόπο ἄλυτο καὶ ἀφοῦ ταπεινώθηκε καὶ πτώχευσε σὰν ἄνθρωπος (ὅμοιός μας) ἔκανε τὰ κάτω πάνω, μᾶλλον δὲ συνένωσε καὶ τὰ δύο σὲ ἕνα. Μὲ τὴ Θεότητα δηλαδὴ συνένωσε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἔτσι ὑπέδειξε σὲ ὅλους τὴν ταπείνωση ὡς δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω, ἀφοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτό Του σήμερα ὑπόδειγμα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους» (Λόγος στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ).

Τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, μπορεῖς νὰ βρεῖς μεγαλύτερη ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ποιὸς εἶναι δίκαιο νὰ σ᾿ ἐξουσιάζει; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Βέβαια ὁ Χριστός· γιατὶ ὁ Χριστὸς οὔτε πλανᾷ οὔτε πλανᾶται, ἐνῷ ὁ κόσμος καὶ πλανᾷ καὶ πλανᾶται. Ἔπειτα, σκέψου, πὼς γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ ποὺ γεννήθηκε ὑπήκοος τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλὰ θέλησε ἀκόμη νὰ γεννηθεῖ καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ γινόταν ἐπίσημη δήλωση ἔμπρακτης ὑποταγής· «ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθεν δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λουκ. β´ 1) καὶ θέλησε νὰ φέρει ἄνω-κάτω ὅλα τὰ πράγματα, κυρίως ὅμως νὰ βάλει τὸν ἑαυτό Του κάτω ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ὑποταγή. «Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρέτ ... ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικὶ οὔση ἐγκύῳ» (Λουκ. β´ 4-5).

Ἐσένα ὅμως ἀδελφὲ φαίνεται πῶς σ᾿ εὐχαριστεῖ νὰ τὰ κάνεις ὅλα ἄνω κάτω, νὰ συγχύζεις ὅλο τὸν κόσμο, μόνο γιὰ νὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία σου, μόνο γιὰ νὰ ὑποτάξεις ὅλους στὴ γνώμη σου, μόνο γιὰ νὰ γίνεις μεγάλος καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις δόξα στὸν κόσμο· μ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνεις φαίνεσαι νὰ λες· «ἐγὼ προτιμῶ ν᾿ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ· ἐγὼ ἐπιλέγω τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».

Ὢ πόσο θὰ σοῦ φανεῖ βαριὰ αὐτὴ ἡ παράλογη ἐκλογή σου, ὅταν στὸ φῶς τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ θὰ δεῖς τὰ πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κι ὄχι καθὼς τώρα σοῦ φαίνονται καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ Βρέφος, ποὺ τώρα βλέπεις μέσα στὴ φάτνη ἄδοξο καὶ ταπεινό, ἔρθει ὡς μέγας Βασιλεὺς μὲ δύναμη καὶ δόξα πολλὴ γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ τί ἀπαντᾷς; «Ναὶ ἐγὼ πρέπει νὰ παραβλέπω τὴν τιμή μου καὶ νὰ ταπεινώνομαι γιὰ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι χωρὶς διάκριση καὶ μὲ περιφρονεῖ καὶ δὲν μὲ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε». Εὖγε, σωστὰ ἀπάντησες. Ἄφησε λοιπὸν νὰ εἶναι κρυμμένη καὶ καταφρονημένη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἡ δική σου τιμὴ καὶ ἡ ζωή, γιὰ νὰ φανερωθεῖς καὶ σὺ μὲ τιμὴ καὶ δόξα, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστὸς . «Ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ὑμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. γ´ 3-4).

Ἂς λέει ὁ κόσμος τὰ δικά του· τί σὲ νοιάζει; Ἐσὺ ν᾿ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῆς μωρίας τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι καὶ δικός σου ἐχθρὸς καὶ ἐχθρὸς τοῦ ἀλυτρώτου σου· εἶναι τόσο μεγάλος ἐχθρός του ποὺ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸν καιρὸ τοῦ πάθους Του, ἐνῷ παρακάλεσε τὸν Οὐράνιο Πατέρα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, ὅμως γιὰ τὸν κόσμο δὲν θέλησε νὰ παρακαλέσει· «οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ» (Ἰω. ιζ´ 9). Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ διαλέξεις ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, ἂν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει νὰ εἶσαι ἐχθρὸς τοῦ κόσμου· καὶ ἂν ἀντίθετα θελήσεις νὰ εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, ἐξάπαντος θὰ εἶσαι ἐχθρὸς τοῦ Ἰησοῦ· «μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστίν; ὃς ἐὰν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ´ 4). Μὰ σοῦ κακοφαίνεται ἐπειδὴ σὲ καταφρονεῖ καὶ σὲ μισεῖ ὁ κόσμος; Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! Αὐτὸ τὸ μῖσος καὶ αὐτὴ ἡ καταφρόνηση (τοῦ κόσμου) εἶναι καλὸ σημάδι· πῶς δηλαδὴ δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ· «Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἔστε, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰω. ιε´ 19).

Ἀδελφέ μου, ἄνοιξε μία φορὰ τὰ μάτια σου γιὰ τὸ καλό της ψυχῆς σου καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πιὰ τὸν ψεύτη καὶ ἐπίβουλο κόσμο, καθὼς σὲ συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ. «Μὴ πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σοφ. Σειρὰχ ιβ´ 10). Πάρε σταθερὴ ἀπόφαση νὰ μελετᾷς πάντοτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τοῦ Φωτὸς τῶν παραδειγμάτων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανά σου φωνάζει μὲ γλῶσσα ψελλίζουσα ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ ἔλεγχο. «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ἰω. ε´ 44). Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) ἔπαθε τόσα γιὰ νὰ σὲ διδάξει τὴν ἀλήθεια, παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις σ᾿ ὅλο τὸ βάθος τὸ παράδειγμά Του καὶ τὴν διδασκαλία Του, γιὰ νὰ ἀγαπᾷς τὴν ταπείνωσή Του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀληθινὸ ὕψος καὶ δόξα· νὰ μισεῖς ὅμως καὶ νὰ ἀποστρέφεσαι τὴν δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθινὴ ἀτιμία καὶ ἀδοξία· γιατὶ ὄχι μόνο σοῦ στερεῖ τὴν οὐράνια δόξα, ἀλλὰ καὶ γιατὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καταλήγει (ἡ δόξα τοῦ κόσμου) στὸ χῶμα καὶ στὴν κοπριὰ σύμφωνα μὲ τὴ Δαβιτικὴ ἐκείνη κατάρα: «Καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου ... καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσαι» (Ψαλμ. ζ´ 6).

Γλωσσικὴ ἀπόδοση σὲ σύγχρονη μορφή: Ἀγάθη Θεοδοσίου

http://users.uoa.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου