Η Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ.
Την Κυριακή μεταξύ της 13ης έως 19ης Ιουλίου εορτάζεται η μνήμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου που έγινε στη Χαλκηδόνα κατά των Μονοφυσιτών το έτος 451 μ.Χ.
Η Εκκλησία διαχρονικά προκαλείτο από διάφορους αιρετικούς. Τα προβλήματα που αυτοί προκαλούσαν, ως προβατόσχημοι λύκοι, καθώς και τα ζητήματα που προέκυπταν τα αντιμετώπιζε Συνοδικά. Διά των Συνόδων η Εκκλησία εξήγησε ό,τι ήταν ήδη παραδεδομένο από το Θεό -αλλά αμφισβητήθηκε από την αίρεση- και μάλιστα, κατα τρόπο που να μην επιδέχεται πλέον παρερμηνεία, ώστε οι πιστοί να γνωρίζουν επακριβώς την πίστη τους και έτσι, έχοντας ορθά θεολογικά κριτήρια, να μην παρασύρονται από τους κακοπροαίρετους αιρεσιάρχες. Το έτος 451 μ.Χ., λοιπόν, επί Αυτοκρατορίας του Αγίου Μαρκιανού και της Αγίας Πουλχερίας, συγκλήθηκε Σύνοδος από 630 Πατέρες στην Χαλκηδόνα (πόλη που βρίσκεται στις ακτές του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη), η οποία εκαλείτο να αντιμετωπίσει την αίρεση του μονοφυσιτισμού, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι απέβησαν οι αιρετικοί Ευτυχής και Διόσκορος.
Η Σύνοδος του 451 αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία ως η Δ’
Οικουμενική.
Ο Ευτυχής.
Ο Ευτυχής ήταν αρχιμανδρίτης και ηγείτο ενός μοναστηριού στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τη θεωρία του, στο ένα πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν υπάρχουν δύο φύσεις, αλλά μόνο μία, η Θεία, διότι δεν δεχόταν πως ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ως άνθρωπος, είχε ομοούσια φύση με την μητέρα του, την Κυρία Θεοτόκο. Το καίριο και κύριο αυτό δογματικό ολίσθημα ο Ευτυχής επιχειρούσε να δικαιολογήσει λέγοντας ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη Θεία του φύση.
Έτσι ο Ευτυχής ακύρωνε το έργο της Θείας Οικονομίας.
Ως εκ τούτου, λοιπόν, ο Ευτυχής καθαιρέθηκε, από Ενδημούσα Σύνοδο στην
Κωνσταντινούπολη, η οποία συγκλήθηκε με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο τον Άγιο
Φλαβιανό. Ο αιρεσιάρχης Ευτυχής, όμως, συνεργούντος του Χρυσαφίου, κατάφερε να
πετύχει αποκατάστασή του με σύγκλιση μεγάλης συνόδου στήν Έφεσο, όπου αυτή τη
φορά προήδρευε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος. Η σύνοδος αυτή έγινε το 449 και ονομάστηκε Ληστρική, λόγω των θλιβερών και αντιεκκλησιαστικών γεγονότων που σημειώθηκαν κατά την διάρκειά της.
Ο Διόσκορος.
Ο Διόσκορος, σύμφωνα με τις πηγές, συντάχθηκε με τον αιρετικό Ευτυχή και μάλιστα προέβηκε σε κάθε ενέργεια, προκειμένου να επικρατήσει η θεωρία του μονοφυσιτισμού. Η φράση που εκφώνησε «συντιθέμεθα τούτοις και ημείς πάντες», θα μείνει στην ιστορία.
Ο Διόσκορος αποκατέστησε τον Ευτυχή και διακήρυξε τη θεολογική του συμφωνία με
τον εν λόγω αιρεσιάρχη, εξάσκησε ψυχολογική βία και απείλησε με σωματική
εξόντωση όσους θα τολμούσαν να διαφωνήσουν μαζί του, καθαίρεσε και φόνευσε τον
Άγιο Φλαβιανό.
Η Σύνοδος του 451 μ. Χ.
Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός συγκάλεσε το 451 την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα με σκοπό την αντιμετώπιση της αίρεσης του μονοφυσιτισμού και των πρωταγωνιστών της λεγόμενης Ληστρικής συνόδου. Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, λοιπόν, καθαιρέθηκε ο Ευτυχής και ο Διόσκορος και
παράλληλα διατυπώθηκε ο περίφημος, πλέον, Όρος:
«Επόμενοι τοίνυν τοις Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον
Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν
θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς
τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και
ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας· προ
αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την Θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών
τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της
Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον,
Μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως
γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν,
σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν
υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’
ένα και τον αυτόν Υιόν Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ
άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το
των Πατέρων ημίν παρέδωκε Σύμβολον».
Τέλος οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες εξέδωσαν 30 Ιερούς κανόνες οι οποίοι περιέχονται στο Ιερό Πηδάλιο και έχουν να κάνουν με την ορθή διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμενική Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε
μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το
σώμα των πιστών, οι Άγιοι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι
βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η
Πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις
στη ζωή μας.
Μετά δε την υπογραφή του Όρου, οι Θεοφόροι Πατέρες αναφώνησαν προς τον Αυτοκράτορα:
«Διά σου βεβαία η πίστις. Τους αιρετικούς συ εδίωξας. Νεστορίω καί Ευτυχεί
ανάθεμα. Ανάθεμα και Διοσκόρω ... Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα ...
τους αιρετικούς υμείς εξεβάλετε· Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα. Η
Τριάς τους τρεις καθείλε· η Τριάς τους τρεις εξέβαλε».
Σημ: αρκετά χρόνια αργότερα, το 787, η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος αποκάλεσε τον Διόσκορο επίσης αιρετικό.
Περισσότερες λεπτομέρειες για την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου
Η Σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των
μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία αποφάσισαν να
ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και
διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο ναό της Αγίας Ευφημίας, στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο Χαλκηδόνα. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη Νίκαια της Βιθυνίας στις 1
Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις
πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας», με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.
Η σύνοδος της Χαλκηδόνος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε συμμετοχή Οικουμενική
Σύνοδο αφού συμμετείχαν σε αυτή περίπου 630 επίσκοποι, αν και έχει εκφραστεί η
άποψη ότι σε κάθε συνεδρία είναι πιθανό να μην παρευρίσκοντο περισσότεροι από
350.
Προεδρεύοντες της συνόδου ήταν ο Ανατόλιος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οι
παπικοί αντιπρόσωποι, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν για την τάξη της συνόδου
οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Ο Πάπας Λεόντιος δεν παρευρέθη στη σύνοδο
επικαλούμενος την ανάγκη παρουσίας του στην Ιταλία λόγω των επιδρομών του
Αττίλα. Κυριότερες προσωπικότητες της συνόδου ήταν ο Μάξιμος Αντιοχείας, ο
Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, οι Πασχασίνος, Λουκίνσιος, Βονιφάτιος και Ιουλιανός,
αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης στη σύνοδο, ο Δορυλαίου Ευσέβιος και ο Θεοδώρητος
Κύρου .
Οι διεργασίες και το έργο της Συνόδου.
Η Σύνοδος κατά την πρώτη συνεδρία κήρυξε τη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου ως παράνομη και καταδίκασε άμεσα το Διόσκορο για τα πεπραγμένα του κατά τη διάρκεια της Ληστρικής συνόδου.
Επίσης καταδίκασε τον Ευτυχή και τις απόψεις του, ενώ αποκατέστησε τους
αναθεματισμένους επισκόπους της «Ληστρικής» συνόδου. Ταυτόχρονα δικαίωσε και το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, αφού έκανε δεκτό το δογματικό χριστολογικό όρο που είχε αποδώσει στον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Μετά την αποκατάσταση της τάξης η σύνοδος προέβη στο κανονικό και δογματικό της έργο. Βάση του δογματικού όρου υπήρξε αναμφισβητήτως ο «Όρος των Διαλλαγών» καθώς και «η
χριστολογική διδασκαλία των Αλεξανδρινών θεολόγων και μάλιστα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας της των Αντιοχέων και ιδιαίτατα του Θεοδώρητου, και της των δυτικών, ως απετυπώθη από τη επιστολή Λέοντος προς τον Φλαβιανόν». Σε αυτή τη φάση μάλιστα μετά τη μεγάλη νίκη της Αλεξανδρινής θεολογίας στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο θα λέγαμε πως παρατηρήθηκε μεγάλη νίκη των αντιοχειανών θεολόγων.
Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας οριστικά απέρριψε πως ο Ιησούς Χριστός είναι
«ψιλός»(=απλός) άνθρωπος και πως ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στο σώμα του Ιησού και πως η ένωσή Του ήταν απλώς ηθική και εν απλή συνάφεια (Νεστοριανισμός).
Ταυτόχρονα τώρα απέκλεισε σύγκραση, σύγχυση ή τροπή των δύο φύσεων καθώς και
την περίπτωση της μη ομοουσιότητας του σώματος του Χριστού προς την ανθρώπινη
φύση και το πάθος της θεϊκής υποστάσεως (μονοφυσιτισμός). Διακήρυξε δε πως ο
Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθε εκάστη
φύση προς το Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και
αχωρίστως (νεστοριανισμός), ασυγχήτως και ατρέπτως (μονοφυσιτισμός) σε μία
υπόσταση. «Η δογματική αυτή διατύπωση, βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και
της προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως και εξελίξεως εν τη εκκλησία, αποτελεί
επιτυχή και ορθόδοξον σύνθεσιν ένθεν μεν της νεστοριανικής διαιρέσεως του ενός
χριστού και των δύο φύσεων αυτού, ετερώθεν δε της μονοφυστικής ενώσεως του ενός
Χριστού και των δύο εν Χριστώ φύσεων». Επιπρόσθετα εκηρώθησαν τα σύμβολα των
Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ συντελέσθη και ιδιαίτερα σημαντικό
κανονικό έργο, το οποίο αποδίδεται σε 30 κανόνες με ιδιαίτερη βάση σε
διοικητικά ζητήματα.
Η σύνοδος έβγαλε 30 κανόνες. Παρακαλώ δώστε ιδιαίτερη προσοχή στον 4ο και στον 18ο.
Κανὼν δ’ (4):
Ὥστε μὴ συνιστᾷν μονὴν ἀνὲν ἐπισκοπικῆς γνώμης. Οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν
μονήρη μετιόντες βίον, τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδή δέ τινες τῷ
μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε ἐκκλησίας, καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταῖς πόλεσιν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μοναστήρια ἑαυτοῖς συνιστᾷν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε, μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν μηδὲ συνιστᾶνμοναστήριον, ἢ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ’ ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ, καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες· μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖνπράγμασιν, ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· μηδένα δὲ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπὶ τὸ μονάσαι, παρὰ γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τὸν δὲ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τὸν ὅρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τὸν μὲν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρὴ τὴν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων.
Κανὼν ιη’ (18):
Περὶ συνωμοσίας κληρικῶν κατὰ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ἢ συγκληρικῶν. Τὸ τῆς
συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δὴμᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἴ τινες
τοίνυν κληρικοί, ἢ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἢ φατριάζοντες, ἢ
κατασκευὰς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἢ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ.
Δουμάνης Ε. Δημήτριος
Ως εκ τούτου, λοιπόν, ο Ευτυχής καθαιρέθηκε, από Ενδημούσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία συγκλήθηκε με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο τον Άγιο Φλαβιανό. Ο αιρεσιάρχης Ευτυχής, όμως, συνεργούντος του Χρυσαφίου, κατάφερε να πετύχει αποκατάστασή του με σύγκλιση μεγάλης συνόδου στήν Έφεσο, όπου αυτή τη φορά προήδρευε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος. Η σύνοδος αυτή έγινε το 449 και ονομάστηκε Ληστρική, λόγω των θλιβερών και αντιεκκλησιαστικών γεγονότων που σημειώθηκαν κατά την διάρκειά της.
«Επόμενοι τοίνυν τοις Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας· προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την Θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των Πατέρων ημίν παρέδωκε Σύμβολον».
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμενική Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Άγιοι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η Πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
«Διά σου βεβαία η πίστις. Τους αιρετικούς συ εδίωξας. Νεστορίω καί Ευτυχεί ανάθεμα. Ανάθεμα και Διοσκόρω ... Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα ... τους αιρετικούς υμείς εξεβάλετε· Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα. Η Τριάς τους τρεις καθείλε· η Τριάς τους τρεις εξέβαλε».
Η Σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο ναό της Αγίας Ευφημίας, στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο Χαλκηδόνα. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη Νίκαια της Βιθυνίας στις 1 Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας», με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.
Ὥστε μὴ συνιστᾷν μονὴν ἀνὲν ἐπισκοπικῆς γνώμης. Οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν μονήρη μετιόντες βίον, τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδή δέ τινες τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε ἐκκλησίας, καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταῖς πόλεσιν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μοναστήρια ἑαυτοῖς συνιστᾷν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε, μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν μηδὲ συνιστᾶνμοναστήριον, ἢ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ’ ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ, καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες· μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖνπράγμασιν, ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· μηδένα δὲ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπὶ τὸ μονάσαι, παρὰ γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τὸν δὲ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τὸν ὅρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τὸν μὲν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρὴ τὴν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων.
Περὶ συνωμοσίας κληρικῶν κατὰ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ἢ συγκληρικῶν. Τὸ τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δὴμᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἴ τινες τοίνυν κληρικοί, ἢ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἢ φατριάζοντες, ἢ κατασκευὰς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἢ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου