Είναι οι Αρμένιοι Ορθόδοξοι; Οι θέσεις του Μ. Φωτίου
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πρόλογος
Οι Αρμένιοι είναι ένας ευγενής και ηρωικός λαός που κατέβαλαν μεγάλο τίμημα αγώνων και θυσίας για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα της ιστορικής τους υπάρξεως. Από της πλευράς αυτής οι Έλληνες τους αντιμετωπίζουμε με πολλή συμπάθεια, γιατί νοιώθουμε ότι είμαστε ομοιοπαθείς, ότι ιστορικά και ως προς άλλα στοιχεία και πλευρές της ζωής συγγενεύουμε, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού και αυτοί είναι Χριστιανοί.
Υπάρχει όμως και μία άλλη σημαντική πλευρά του ζητήματος που έχει σχέση με την εκκλησιαστική τους ταυτότητα, σύμφωνα με την οποία κατά παράδοση θεωρούμε τους Αρμενίους ως αιρετικούς Μονοφυσίτες. Αυτό στις ημέρες μας, όπου όλα σχετικοποιούνται και αμβλύνονται, και η παράδοση δεν παίζει αποφαστιστικό ρόλο, τείνει να σκεπασθεί, να ξεχασθεί και να αλλοιωθεί με άλλη θεώρηση, η οποία στα πλαίσια του χριστιανικού Οικουμενισμού μειώνει τις διαφορές μέχρις εξαφανίσεως και μεγαλοποιεί τις ομοιότητες μέχρι γιγαντισμού. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση οι Αρμένιοι είναι κατά πάντα Ορθόδοξοι, όπως και εμείς, και οι διαφορές που μας χωρίζουν είναι ασήμαντες και επουσιώδεις. Αυτό αποτελεί και βασική κατευθυντήρια γραμμή του διεξαγομένου Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Αντιχαλκηδονίων, στους οποίους ανήκουν οι Αρμένιοι.
Είναι όμως Ορθόδοξοι οι Αντιχαλκηδόνιοι; Απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπαθήσαμε να δώσουμε σε μελέτημά μας που ήδη κυκλοφορεί σ' αυτήν εδώ τη σειρά "Καιρός" των μικρών τευχιδίων με θέμα : «Η "Ορθοδοξία" των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών».
Υπάρχει όμως και μία άλλη σημαντική πλευρά του ζητήματος που έχει σχέση με την εκκλησιαστική τους ταυτότητα, σύμφωνα με την οποία κατά παράδοση θεωρούμε τους Αρμενίους ως αιρετικούς Μονοφυσίτες. Αυτό στις ημέρες μας, όπου όλα σχετικοποιούνται και αμβλύνονται, και η παράδοση δεν παίζει αποφαστιστικό ρόλο, τείνει να σκεπασθεί, να ξεχασθεί και να αλλοιωθεί με άλλη θεώρηση, η οποία στα πλαίσια του χριστιανικού Οικουμενισμού μειώνει τις διαφορές μέχρις εξαφανίσεως και μεγαλοποιεί τις ομοιότητες μέχρι γιγαντισμού. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση οι Αρμένιοι είναι κατά πάντα Ορθόδοξοι, όπως και εμείς, και οι διαφορές που μας χωρίζουν είναι ασήμαντες και επουσιώδεις. Αυτό αποτελεί και βασική κατευθυντήρια γραμμή του διεξαγομένου Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Αντιχαλκηδονίων, στους οποίους ανήκουν οι Αρμένιοι.
Είναι όμως Ορθόδοξοι οι Αντιχαλκηδόνιοι; Απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπαθήσαμε να δώσουμε σε μελέτημά μας που ήδη κυκλοφορεί σ' αυτήν εδώ τη σειρά "Καιρός" των μικρών τευχιδίων με θέμα : «Η "Ορθοδοξία" των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών».
Στο παρόν τευχίδιο ασχολούμαστε ειδικώς με το αν οι Αρμένιοι είναι Ορθόδοξοι με βάση τη διδασκαλία του Μ. Φωτίου. Πρόκειται για εισήγηση που ανακοινώθηκε τον Νοέμβριο του 1994 στο καθιερωμένο ετήσιο Θεολογικό συνέδριο που οργανώνει η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, το οποίο το έτος αυτό είχε ως γενικό θέμα το πρόσωπο και το έργο του Μ. Φωτίου. Ο τίτλος της εισηγήσεως στο συνέδριο ήταν: «Ο Μ. Φώτιος και η ένωση των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία».
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
1. Ίδρυση και οργάνωση της Εκκλησίας της Αρμενίας
Οι Αρμένιοι, κατά την παράδοσή τους, δέχθηκαν τον Χριστιανισμό από τους αποστόλους Θαδδαίο ή Λεβαίο και Βαρθολομαίο, οι οποίοι θεωρούνται ιδρυταί της Αρμενικής Εκκλησίας. Φαίνεται πράγματι ιστορικώς αληθές ότι ο Χριστιανισμός διεδόθη στην Αρμενία κατά τους αποστολικούς ήδη χρόνους, χωρίς να διακοπεί στη συνέχεια η παρουσία του εκεί, μολονότι η διάδοσή του περιορίσθηκε σε μικρό αριθμό κοινοτήτων, χωρίς εμφανή και γνωστή ιστορικά εκκλησιαστική οργάνωση.
Η περιορισμένη αυτή διάδοση του Χριστιανισμού στην Αρμενία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δικαιολογεί την δράση κατά τον 3ο αιώνα του μεγάλου αγίου των Αρμενίων, του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος εργάσθηκε δραστήρια για τον εκχριστιανισμό των κατοίκων και την οργάνωση της Εκκλησίας με τη βοήθεια Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι τον συνόδευσαν, μετά την χειροτονία του σε επίσκοπο από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιο, το έτος 302. Στην Καισαρεία είχε καταφύγει ο Γρηγόριος νωρίτερα, όπου έλαβε ελληνική μόρφωση και έγινε Χριστιανός, διασωθείς μόνον αυτός εκ των μελών της οικογενείας του από τη σφαγή των Περσών, οι οποίοι κατέλαβαν την Αρμενία κατά το πρώτο μισό του τρίτου αιώνος και επέβαλαν δια της βίας τον Παρσισμό. Το ιεραποστολικό του έργο στην Αρμενία, όπου επέστρεψε, άρχισε ο Γρηγόριος το 261 μ.Χ., είχε δε τόση επιτυχία ώστε εκέρδισε στην χριστιανική πίστη τον ηγεμόνα της Αρμενίας Τιριδάτη Γ', ο οποίος κατέστησε το 301 τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αρμενίας. Έγινε έτσι η Αρμενία το πρώτο χριστιανικό κράτος, και πήρε σ' αυτό τα πρωτεία από την μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία σε λίγα χρόνια κατά θεία ασφαλώς ρύθμιση και παρακίνηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου θα αναγνωρίσει τον διωκόμενο προηγουμένως Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία και θα γίνει το πρώτο και μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία οικουμενικό χριστιανικό κράτος.
Ο Γρηγόριος έγινε πάντως ο "Φωτιστής" των Αρμενίων, όπως έμεινε γνωστός στην εκκλησιαστική συνείδηση και στην ιστορική μνήμη, συνδέσας την Αρμενική Εκκλησία μέσω της Καισαρείας της Καππαδοκίας, από την οποίαν επί μακρόν εξηρτάτο, με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η οποία απέκτησε κατά τα μέσα του 4ου αιώνος το εκκλησιαστικό της Κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, τον ευκλεή της οποίας θρόνο εκόσμησε και υπερεκλέισε ο Μέγας εν σοφοίς και θεολόγοις και πατριάρχαις Φώτιος, το πρόσωπο και το έργο του οποίου προσπαθούμε να φωτίσουμε κατά το παρόν λαμπρό όντως συνέδριο. Η εντύπωση από την επιτυχία του έργου του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού στην Αρμενία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έκαμε τον Μ. Αθανάσιο να γράψει περί το 318 ότι φαίνεται ο θρίαμβος του Χριστού, από το ότι υπέταξε τους λαούς των απρόσιτων χωρών, όπως της Αρμενίας1.
Μέχρι της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου (451), οι Αρμένιοι είναι μέλη της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συμμετέχουν με εκπροσώπους των στις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τις αναγνωρίζουν ως οικουμενικές, και αναπτύσσουν την λατρεία, την θεολογία, τον Μοναχισμό, την διοίκηση κατά ενιαίο προς τις άλλες εκκλησιές τρόπο. Μετά την εκ νέου υποταγή της χώρας τους στους Πέρσες το 428 και την μετατροπή της σε περσική επαρχία ο μεγάλος πατριάρχης τους Σαχάκ (Ισαάκ) ο Μέγας (378-439) ενισχύει τις εσωτερικές αντιδράσεις στην ξενική κατοχή, τονώνοντας με εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις την αυτοσυνειδησία των Αρμενίων, ιδιαίτερα μάλιστα με την υποστήριξη του Μεσρώπ Μασδότζ στο να δημιουργήσει το αρμενικό αλφάβητο από 36 γράμματα και να θέσει έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της Αρμενικής Φιλολογίας. Ο Μεσρώπ, ο δημιουργός της εθνικής γλώσσης των Αρμενίων στην οποία μετέφρασε την Αγία Γραφή και τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, με βάση ελληνικά και συριακά πρωτότυπα, έγινε στη συνέχεια καθολικός (πατριάρχης) των Αρμενίων και πέθανε το 440, ένδεκα μόνον χρόνια πριν από την Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αποτελεί το χωριστικό ορόσημο στις σχέσεις των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η περιορισμένη αυτή διάδοση του Χριστιανισμού στην Αρμενία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δικαιολογεί την δράση κατά τον 3ο αιώνα του μεγάλου αγίου των Αρμενίων, του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος εργάσθηκε δραστήρια για τον εκχριστιανισμό των κατοίκων και την οργάνωση της Εκκλησίας με τη βοήθεια Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι τον συνόδευσαν, μετά την χειροτονία του σε επίσκοπο από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιο, το έτος 302. Στην Καισαρεία είχε καταφύγει ο Γρηγόριος νωρίτερα, όπου έλαβε ελληνική μόρφωση και έγινε Χριστιανός, διασωθείς μόνον αυτός εκ των μελών της οικογενείας του από τη σφαγή των Περσών, οι οποίοι κατέλαβαν την Αρμενία κατά το πρώτο μισό του τρίτου αιώνος και επέβαλαν δια της βίας τον Παρσισμό. Το ιεραποστολικό του έργο στην Αρμενία, όπου επέστρεψε, άρχισε ο Γρηγόριος το 261 μ.Χ., είχε δε τόση επιτυχία ώστε εκέρδισε στην χριστιανική πίστη τον ηγεμόνα της Αρμενίας Τιριδάτη Γ', ο οποίος κατέστησε το 301 τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αρμενίας. Έγινε έτσι η Αρμενία το πρώτο χριστιανικό κράτος, και πήρε σ' αυτό τα πρωτεία από την μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία σε λίγα χρόνια κατά θεία ασφαλώς ρύθμιση και παρακίνηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου θα αναγνωρίσει τον διωκόμενο προηγουμένως Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία και θα γίνει το πρώτο και μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία οικουμενικό χριστιανικό κράτος.
Ο Γρηγόριος έγινε πάντως ο "Φωτιστής" των Αρμενίων, όπως έμεινε γνωστός στην εκκλησιαστική συνείδηση και στην ιστορική μνήμη, συνδέσας την Αρμενική Εκκλησία μέσω της Καισαρείας της Καππαδοκίας, από την οποίαν επί μακρόν εξηρτάτο, με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η οποία απέκτησε κατά τα μέσα του 4ου αιώνος το εκκλησιαστικό της Κέντρο, την Κωνσταντινούπολη, τον ευκλεή της οποίας θρόνο εκόσμησε και υπερεκλέισε ο Μέγας εν σοφοίς και θεολόγοις και πατριάρχαις Φώτιος, το πρόσωπο και το έργο του οποίου προσπαθούμε να φωτίσουμε κατά το παρόν λαμπρό όντως συνέδριο. Η εντύπωση από την επιτυχία του έργου του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού στην Αρμενία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έκαμε τον Μ. Αθανάσιο να γράψει περί το 318 ότι φαίνεται ο θρίαμβος του Χριστού, από το ότι υπέταξε τους λαούς των απρόσιτων χωρών, όπως της Αρμενίας1.
Μέχρι της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου (451), οι Αρμένιοι είναι μέλη της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συμμετέχουν με εκπροσώπους των στις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να τις αναγνωρίζουν ως οικουμενικές, και αναπτύσσουν την λατρεία, την θεολογία, τον Μοναχισμό, την διοίκηση κατά ενιαίο προς τις άλλες εκκλησιές τρόπο. Μετά την εκ νέου υποταγή της χώρας τους στους Πέρσες το 428 και την μετατροπή της σε περσική επαρχία ο μεγάλος πατριάρχης τους Σαχάκ (Ισαάκ) ο Μέγας (378-439) ενισχύει τις εσωτερικές αντιδράσεις στην ξενική κατοχή, τονώνοντας με εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις την αυτοσυνειδησία των Αρμενίων, ιδιαίτερα μάλιστα με την υποστήριξη του Μεσρώπ Μασδότζ στο να δημιουργήσει το αρμενικό αλφάβητο από 36 γράμματα και να θέσει έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της Αρμενικής Φιλολογίας. Ο Μεσρώπ, ο δημιουργός της εθνικής γλώσσης των Αρμενίων στην οποία μετέφρασε την Αγία Γραφή και τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, με βάση ελληνικά και συριακά πρωτότυπα, έγινε στη συνέχεια καθολικός (πατριάρχης) των Αρμενίων και πέθανε το 440, ένδεκα μόνον χρόνια πριν από την Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αποτελεί το χωριστικό ορόσημο στις σχέσεις των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
2. Ο χωρισμός από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία
Απασχολημένοι οι Αρμένιοι σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον των Περσών ακόμη και κατά την διάρκεια των εργασιών της Δ' Οικουμενικής Συνόδου δεν έλαβαν μέρος στις θεολογικές διεργασίες επί του χριστολογικού ζητήματος ούτε, είχαν οι ίδιοι άμεση γνώση των θεολογικών τάσεων και προβληματισμών που οδήγησαν την Σύνοδο να καταδικάσει τον Μονοφυσιτισμό του Ευτυχούς και να επαναλάβει την καταδίκη του Νεστορίου.
Διεμόρφωσαν την γνώμη, παρασυρθέντες από Σύρους Μονοφυσίτες επισκόπους, ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος με την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού ολίσθησε στον χωριστικό δυοφυσιτισμό του Νεστορίου, που αποτελεί τον αντίποδα του Μονοφυσιτισμού, ενώ και από τον όρο ακόμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου προκύπτει ότι αυτή εβάδισε την μέση και βασιλική οδό, ανάμεσα στην διαιρετική Χριστολογία του Νεστορίου και την συγχυτική του Ευτυχούς, κατοχυρώσασα την ορθόδοξη ενωτική Χριστολογία της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως των δύο αυτού φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως. Απομονώνουν και παρερμηνεύουν την γνωστή φράση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη» και πιστεύουν ότι η σύνοδος εγκατέλειψε την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου και παρασυρθείσα από την νεστοριανίζουσα διδασκαλία του αγίου Λέοντος, πάπα Ρώμης, ακύρωσε την Γ' Οικουμενική Σύνοδο και επανάφερε τον Νεστοριανισμό, τον οποίο σημειωτέον καταδικάζει η Σύνοδος μαζί με τον Ευτυχιανισμό.
Είναι πάντως γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός και η απόρριψη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου επεκράτηοαν στην Αρμενία, αφού κατοχυρωθήκαν και με αποφάσεις συνόδων Αρμενίων επισκόπων εις Βαγκαρσαπάτ το 491 και εις Δοβέν το 527 (ή το 535 κατ' άλλους), μολονότι υπήρξαν μεταξύ των Αρμενίων και υπέρμαχοι της συνόδου της Χαλκηδόνος, όπως ο Καθολικός Ιωάννης ο Mandakuni (478-490) και μετά από αυτόν άλλοι Καθολικοί, οι οποίοι, σε επανειλημμένες ενωτικές απόπειρες που έγιναν μέχρι την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσαν την Δ' Οικουμενική σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό. Οι ενωτικές αυτές προσπάθειες, μολονότι δεν οδήγησαν τελικώς στην ένωση των Αρμενίων συνολικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, συνετέλεσαν πάντως στο να ενταχθούν και να παραμείνουν εντός των κόλπων της Εκκλησίας σημαντικός αριθμός Αρμενίων. Στις ορθόδοξες π.χ. μονές της Παλαιστίνης από τον 6ο αιώνα, εγκαταβιούν πολλοί Αρμένιοι. ο μοναχός Νίκων ο Μαυρορείτης (11ος αιών) παραδίδει ότι ο άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος επέτρεψε στους Αρμενίους μοναχούς «εν τη των Αρμενίων διαλέκτω ψάλλεσθαι την ακολουθίαν», εκτός από τον τρισάγιο ύμνο, που έπρεπε να ψάλλεται στα ελληνικά, για να αποφευχθεί η πιθανότης προσθήκης της θεοπασχιτικής φράσεως «ο σταυρωθείς δι' ημάς» του Πέτρου Γναφέως. Αρκετοί Αρμένιοι που ζούσαν σε ελληνικά κέντρα δεν ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό, αλλά έμειναν Ορθόδοξοι ενώ άλλοι επανήλθαν στην Ορθοδοξία όπως ήδη ελέχθη. Όλοι αυτοί ονομάσθηκαν Ελληνοαρμένιοι (Χαϊχουρούμ). Από τους Αρμενίους αυτούς Ορθοδόξους προέρχονται οι αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορες, αυτοκράτειρες, στρατηγοί και άλλοι αξιωματούχοι του Βυζαντίου, ως και πολλοί άγιοι της Εκκλησίας. Αρμένιοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι επιζήσαντες μέχρι και των σφαγών του 1915 Χαϊχουρούμ (Αρμενορωμαίοι) είναι Αρμένιοι Χαλκηδονίτες, Αρμένιοι δηλαδή ως προς την καταγωγή και Ρωμαίοι, Ρωμηοί, ως προς την πίστη, ενώ από Έλληνες ιστορικούς διατυπώνεται η άποψη ότι είναι απλώς αρμενόγλωσσοι Έλληνες, ελληνικής δηλαδή καταγωγής Ορθόδοξοι, που μόνον γλωσσικά συνδέονται με τους Αρμενίους, απομεινάρια στρατιωτών του Ξενοφώντος και του Μεγάλου Αλεξάνδρου2.
Διεμόρφωσαν την γνώμη, παρασυρθέντες από Σύρους Μονοφυσίτες επισκόπους, ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος με την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού ολίσθησε στον χωριστικό δυοφυσιτισμό του Νεστορίου, που αποτελεί τον αντίποδα του Μονοφυσιτισμού, ενώ και από τον όρο ακόμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου προκύπτει ότι αυτή εβάδισε την μέση και βασιλική οδό, ανάμεσα στην διαιρετική Χριστολογία του Νεστορίου και την συγχυτική του Ευτυχούς, κατοχυρώσασα την ορθόδοξη ενωτική Χριστολογία της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως των δύο αυτού φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως. Απομονώνουν και παρερμηνεύουν την γνωστή φράση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη» και πιστεύουν ότι η σύνοδος εγκατέλειψε την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου και παρασυρθείσα από την νεστοριανίζουσα διδασκαλία του αγίου Λέοντος, πάπα Ρώμης, ακύρωσε την Γ' Οικουμενική Σύνοδο και επανάφερε τον Νεστοριανισμό, τον οποίο σημειωτέον καταδικάζει η Σύνοδος μαζί με τον Ευτυχιανισμό.
Είναι πάντως γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός και η απόρριψη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου επεκράτηοαν στην Αρμενία, αφού κατοχυρωθήκαν και με αποφάσεις συνόδων Αρμενίων επισκόπων εις Βαγκαρσαπάτ το 491 και εις Δοβέν το 527 (ή το 535 κατ' άλλους), μολονότι υπήρξαν μεταξύ των Αρμενίων και υπέρμαχοι της συνόδου της Χαλκηδόνος, όπως ο Καθολικός Ιωάννης ο Mandakuni (478-490) και μετά από αυτόν άλλοι Καθολικοί, οι οποίοι, σε επανειλημμένες ενωτικές απόπειρες που έγιναν μέχρι την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσαν την Δ' Οικουμενική σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό. Οι ενωτικές αυτές προσπάθειες, μολονότι δεν οδήγησαν τελικώς στην ένωση των Αρμενίων συνολικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, συνετέλεσαν πάντως στο να ενταχθούν και να παραμείνουν εντός των κόλπων της Εκκλησίας σημαντικός αριθμός Αρμενίων. Στις ορθόδοξες π.χ. μονές της Παλαιστίνης από τον 6ο αιώνα, εγκαταβιούν πολλοί Αρμένιοι. ο μοναχός Νίκων ο Μαυρορείτης (11ος αιών) παραδίδει ότι ο άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος επέτρεψε στους Αρμενίους μοναχούς «εν τη των Αρμενίων διαλέκτω ψάλλεσθαι την ακολουθίαν», εκτός από τον τρισάγιο ύμνο, που έπρεπε να ψάλλεται στα ελληνικά, για να αποφευχθεί η πιθανότης προσθήκης της θεοπασχιτικής φράσεως «ο σταυρωθείς δι' ημάς» του Πέτρου Γναφέως. Αρκετοί Αρμένιοι που ζούσαν σε ελληνικά κέντρα δεν ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό, αλλά έμειναν Ορθόδοξοι ενώ άλλοι επανήλθαν στην Ορθοδοξία όπως ήδη ελέχθη. Όλοι αυτοί ονομάσθηκαν Ελληνοαρμένιοι (Χαϊχουρούμ). Από τους Αρμενίους αυτούς Ορθοδόξους προέρχονται οι αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορες, αυτοκράτειρες, στρατηγοί και άλλοι αξιωματούχοι του Βυζαντίου, ως και πολλοί άγιοι της Εκκλησίας. Αρμένιοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι επιζήσαντες μέχρι και των σφαγών του 1915 Χαϊχουρούμ (Αρμενορωμαίοι) είναι Αρμένιοι Χαλκηδονίτες, Αρμένιοι δηλαδή ως προς την καταγωγή και Ρωμαίοι, Ρωμηοί, ως προς την πίστη, ενώ από Έλληνες ιστορικούς διατυπώνεται η άποψη ότι είναι απλώς αρμενόγλωσσοι Έλληνες, ελληνικής δηλαδή καταγωγής Ορθόδοξοι, που μόνον γλωσσικά συνδέονται με τους Αρμενίους, απομεινάρια στρατιωτών του Ξενοφώντος και του Μεγάλου Αλεξάνδρου2.
3. Σταθερή η αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών
Οι μη Χαλκηδόνιοι Αρμένιοι, οι απορρίπτοντες δηλαδή την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, και μαζί μ' αυτήν και όλες τις επόμενες οικουμενικές συνόδους, αυτονόητα και σταθερά σε όλες τις ιστορικές περιόδους, μετά την απόσχισή τους, εντάσσονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στους Μονοφυσίτες και χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί. Την ίδια αντιμετώπισή τους, όπως θα δούμε, βρίσκει κανείς και στον Μέγα Φώτιο, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να επαναφέρει μεγάλη μερίδα Αρμενίων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι ίδιοι οι Αρμένιοι αναγνωρίζουν τον Μονοφυσιτισμό τους, αντιπαραθέτοντάς τον προς τον Ορθόδοξο Δυοφυσιτισμό, τον οποίο θεωρούν αιρετικό, γιατί τον ταυτίζουν με τον χωριστικό Δυοφυσιτισμό του Νεστορίου3 . Για την σταθερή αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών ενδεικτικώς μόνον αναφέρουμε τα εξής. Στις κανονικές αποκρίσεις του Ιωάννου, επισκόπου Κίτρους, προς τον αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Κωνσταντίνο Καβάσιλα, ο οποίος περί το τέλος του 12ου αιώνος, ρώτησε «ει έξεστι τοις Αρμενίοις εν αις πόλεσιν οικούσι, κατά πάσαν άδειαν κτίζειν Εκκλησίας, και είτε χρη κωλύεσθαι ή εάν αυτούς ποιείν ως βούλονται», περιλαμβάνεται απάντηση, η οποία από τη μία πλευρά φανερώνει το υπερφυλετικό οικουμενικό πνεύμα του Βυζαντίου, από την άλλη όμως δείχνει και την σωτηριολογική, από γνήσια χριστιανική αγάπη προερχόμενη, στάση της αποφυγής αναμείξεως Ορθοδόξων και αιρετικών, ώστε, όπως γράφει το κείμενον, «τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται. ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται, ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε». Η ενδιαφέρουσα αυτή απάντηση στο σύνολό της έχει ως εξής: «Εν ταις Χριστιανών χώραις και πόλεσιν ενδέδοται μεν αρχήθεν οικείν και αλλογλώσσους, και ετεροδόξους, ήγουν Ιουδαίους, Αρμενίους, Ισμαηλίτας, Αγαρηνούς, και λοιπούς τοιούτους. πλην ουκ αναμίξ μετά των Χριστιανών, αλλά κεχωρισμένως. όθεν και αφορίζονται τόποι εκάστη τούτων φυλή είτε εντός πόλεων, είτε εκτός, ώστε τούτοις εμπεριγράφεσθαι, και μη επέκεινα τούτων τας οικήσεις αυτών εκτείνεσθαι. Επινενόηται δε τούτο τοις πάλαι βασιλεύσιν, ως οίμαι, τριών ένεκεν. ενός μεν, ίνα τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν, ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται. ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν, δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται. ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε. και του τρίτου, ίνα τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτών οι κατά βίον χρήζοντες αυτών αποφέρωνται. Τοίνυν και οι Αρμένιοι, ει εν τόπω, ένθα περιγράφονται, και ναούς κτίζουαι, και τα της αιρέσεως αυτών εκτελούσι, μενούσιν ανεπηρέαστοι. το αυτό γαρ και Ιουδαίοις πρόσεστι, και Ισμαηλίταις, οικούσιν εν πόλεσι χριστιανικαίς. ει δε τους όρους υπερβαίνουσι της αφορισθείσης αυτοίς συνοικήσεως, ου μόνον αυτοί κωλυθήσονται, αλλά και τα οικοδομήματα τούτων, οποία δ' αν και ώσι, καταστραφήσονται. το γαρ ανέτως έχειν και ευπαρρησιάστως εν τοις τοιούτοις, πάλαι απώλεσαν»4.
Η κρατήσασα αυτή συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί των Αρμενίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών φθάνει μέχρι των ημερών μας. Ο γνωστός ιστορικός αρχιμανδίτης Βασίλειος Στεφανίδης στο εγχειρίδιο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αφού διαπιστώνει ότι στη Συρία, όπου κατ' αρχήν είχε επικρατήσει ο Νεστοριανισμός, «την θέσιν του κατέλαβεν η αντίθετος αιρετική διδασκαλία, ο μονοφυσιτισμός»5, εντάσσει σ' αυτόν και την ακραία του έκφραση από τον Ευτυχή, τον οποίο σημειώτεον δεν έχουν δυσκολία να καταδικάσουν οι Αρμένιοι και άλλοι αντιχαλκηδόνιοι, παρασύροντες με αυτό τους Ορθοδόξους σε εσφαλμένες εκτιμήσεις πως τάχα δεν είναι Μονοφυσίτες, αλλά και τον μετριοπαθή του Σεβήρου, τον οποίο τιμούν ως άγιο και διδάσκαλο, παραμένοντες έτσι μετριοπαθείς έστω Μονοφυσίτες. Αρχίζοντας δε την περί Αρμενίων ενότητα ο Στεφανίδης γράφει. «Οι Αρμένιοι, πλην των μονοφυσιτικών ιδεών, έχουσι και τας επομένας διαφοράς», τις οποίες στη συνέχεια αναφέρει6.
Οι μη Χαλκηδόνιοι Αρμένιοι, οι απορρίπτοντες δηλαδή την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, και μαζί μ' αυτήν και όλες τις επόμενες οικουμενικές συνόδους, αυτονόητα και σταθερά σε όλες τις ιστορικές περιόδους, μετά την απόσχισή τους, εντάσσονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στους Μονοφυσίτες και χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί. Την ίδια αντιμετώπισή τους, όπως θα δούμε, βρίσκει κανείς και στον Μέγα Φώτιο, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να επαναφέρει μεγάλη μερίδα Αρμενίων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι ίδιοι οι Αρμένιοι αναγνωρίζουν τον Μονοφυσιτισμό τους, αντιπαραθέτοντάς τον προς τον Ορθόδοξο Δυοφυσιτισμό, τον οποίο θεωρούν αιρετικό, γιατί τον ταυτίζουν με τον χωριστικό Δυοφυσιτισμό του Νεστορίου3 . Για την σταθερή αντιμετώπιση των Αρμενίων ως αιρετικών ενδεικτικώς μόνον αναφέρουμε τα εξής. Στις κανονικές αποκρίσεις του Ιωάννου, επισκόπου Κίτρους, προς τον αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Κωνσταντίνο Καβάσιλα, ο οποίος περί το τέλος του 12ου αιώνος, ρώτησε «ει έξεστι τοις Αρμενίοις εν αις πόλεσιν οικούσι, κατά πάσαν άδειαν κτίζειν Εκκλησίας, και είτε χρη κωλύεσθαι ή εάν αυτούς ποιείν ως βούλονται», περιλαμβάνεται απάντηση, η οποία από τη μία πλευρά φανερώνει το υπερφυλετικό οικουμενικό πνεύμα του Βυζαντίου, από την άλλη όμως δείχνει και την σωτηριολογική, από γνήσια χριστιανική αγάπη προερχόμενη, στάση της αποφυγής αναμείξεως Ορθοδόξων και αιρετικών, ώστε, όπως γράφει το κείμενον, «τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται. ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται, ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε». Η ενδιαφέρουσα αυτή απάντηση στο σύνολό της έχει ως εξής: «Εν ταις Χριστιανών χώραις και πόλεσιν ενδέδοται μεν αρχήθεν οικείν και αλλογλώσσους, και ετεροδόξους, ήγουν Ιουδαίους, Αρμενίους, Ισμαηλίτας, Αγαρηνούς, και λοιπούς τοιούτους. πλην ουκ αναμίξ μετά των Χριστιανών, αλλά κεχωρισμένως. όθεν και αφορίζονται τόποι εκάστη τούτων φυλή είτε εντός πόλεων, είτε εκτός, ώστε τούτοις εμπεριγράφεσθαι, και μη επέκεινα τούτων τας οικήσεις αυτών εκτείνεσθαι. Επινενόηται δε τούτο τοις πάλαι βασιλεύσιν, ως οίμαι, τριών ένεκεν. ενός μεν, ίνα τω εστενωμένω και αφωρισμένω της τούτων οικήσεως λαμβάνωσιν αίσθησιν, ως απόβλητοι δια την κατ' αυτούς αίρεσιν κρίνονται. ετέρου δε, ίνα κατά μικρόν, δια το συχνώς ομιλείν τοις Χριστιανοίς, προς μετάθεσιν απαλλάττωνται. ει και μη πάντες, αλλά τινές μεν, όσους δη η σωτηρία ηγάπησε. και του τρίτου, ίνα τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτών οι κατά βίον χρήζοντες αυτών αποφέρωνται. Τοίνυν και οι Αρμένιοι, ει εν τόπω, ένθα περιγράφονται, και ναούς κτίζουαι, και τα της αιρέσεως αυτών εκτελούσι, μενούσιν ανεπηρέαστοι. το αυτό γαρ και Ιουδαίοις πρόσεστι, και Ισμαηλίταις, οικούσιν εν πόλεσι χριστιανικαίς. ει δε τους όρους υπερβαίνουσι της αφορισθείσης αυτοίς συνοικήσεως, ου μόνον αυτοί κωλυθήσονται, αλλά και τα οικοδομήματα τούτων, οποία δ' αν και ώσι, καταστραφήσονται. το γαρ ανέτως έχειν και ευπαρρησιάστως εν τοις τοιούτοις, πάλαι απώλεσαν»4.
Η κρατήσασα αυτή συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί των Αρμενίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών φθάνει μέχρι των ημερών μας. Ο γνωστός ιστορικός αρχιμανδίτης Βασίλειος Στεφανίδης στο εγχειρίδιο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αφού διαπιστώνει ότι στη Συρία, όπου κατ' αρχήν είχε επικρατήσει ο Νεστοριανισμός, «την θέσιν του κατέλαβεν η αντίθετος αιρετική διδασκαλία, ο μονοφυσιτισμός»5, εντάσσει σ' αυτόν και την ακραία του έκφραση από τον Ευτυχή, τον οποίο σημειώτεον δεν έχουν δυσκολία να καταδικάσουν οι Αρμένιοι και άλλοι αντιχαλκηδόνιοι, παρασύροντες με αυτό τους Ορθοδόξους σε εσφαλμένες εκτιμήσεις πως τάχα δεν είναι Μονοφυσίτες, αλλά και τον μετριοπαθή του Σεβήρου, τον οποίο τιμούν ως άγιο και διδάσκαλο, παραμένοντες έτσι μετριοπαθείς έστω Μονοφυσίτες. Αρχίζοντας δε την περί Αρμενίων ενότητα ο Στεφανίδης γράφει. «Οι Αρμένιοι, πλην των μονοφυσιτικών ιδεών, έχουσι και τας επομένας διαφοράς», τις οποίες στη συνέχεια αναφέρει6.
4. Η νέα, μη Ορθόδοξη, αντιμετώπιση των Αρμενίων ως Ορθοδόξων
Περιέργως από τα τέλη του περασμένου αιώνος άρχισε να προβάλλεται μία θέση άκρως αντίθετη προς την μακραίωνα αυτή, συνοδικώς κατοχυρωμένη και δια πολλών και μεγάλων αγίων, ανάμεσα στους οποίους και ο Μέγας Φώτιος, επιβεβαιωμένη παράδοση της Εκκλησίας, η θέση και η άποψη κατά την οποίαν οι Αρμένιοι κατ' αρχήν, που μας ενδιαφέρουν εδώ, αλλά και οι άλλοι Αντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες, Συροϊακωβίτες, Κόπτες και Αιθίοπες, με τους οποίους είναι ενωμένοι οι Αρμένιοι, δεν είναι Μονοφυσίτες, ούτε αιρετικοί επομένως, αλλά έχουν την ίδια με μας ορθόδοξη πίστη. Ο χωρισμός τους, η απόσχισή τους από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν οφείλεται σε θεολογικούς λόγους, σε διαφορές μας δηλαδή στην πίστη. Οφείλεται περισσότερο σε ιστορικούς πολιτικούς λόγους και εν μέρει στην διαφορετική κατανόηση της χριστολογικής ορολογίας7. Φταίει δηλαδή η έναντι των λαών αυτών δυσμενής πολιτική του Βυζαντίου που τους ανάγκασε να χωρισθούν από την ενιαία ορθόδοξη αυτοκρατορία και η αδυναμία των θεολόγων και των δύο πλευρών να ξεπεράσουν τις λέξεις και τους όρους, που τα κατανοούσαν διαφορετικά, και να μείνουν στα πράγματα, στο περιεχόμενο.
Παρακολουθώντας κανείς αυτές τις εκτιμήσεις εύκολα διαπιστώνει ότι μη θεολογικοί λόγοι κυριαρχούσαν όχι τότε, αλλά τώρα. Τότε η ενότητα στην πίστη, βασική εκκλησιολογική θέση και απαίτηση, είχε υιοθετηθή από το γνήσιο χριστιανικό κράτος, που ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με την Εκκλησία, ως βασική προϋπόθεση για την ενότητα και του κράτους. Τώρα που ο κόσμος διασπάσθηκε σε πάμπολλες κρατικές ενότητες από πολιτική άποψη, που τείνουν παρά ταύτα σε πολιτική ενότητα, η μη θεολογική και απαράδεκτη εκκλησιολογικά άποψη που καλλιεργείται ιδιαίτερα στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών εκτιμά ότι πρέπει και οι εκκλησίες, ακολουθώντας τα κράτη ή τον κόσμο θεολογικά, να ενωθούν, όχι εξασφαλίζοντας προηγουμένως την ενότητα στην πίστη και στην αλήθεια (ένωσις εν τη αλήθεια), αλλά διατηρώντας τις διαφορές τους (ένωσις εν τω ψεύδει) αφού κατά την άποψη αυτή, που εκφράσθηκε και εκφράζεται με την γνωστή θεωρία των κλάδων και άλλες νεότερες θεωρίες, καμμία από τις υπάρχουσες εκκλησιές, ούτε η Ορθόδοξη, δεν δικαιούται να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα στη διαδοχή της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που την συναποτελούν ως ενιαίο δένδρο όλες οι διεσπασμένες εκκλησίες, ως κλάδοι αυτού του δένδρου. Ο πιο απλός βέβαια αγρότης που δεν έχει την σοφία των εισηγητών της θεωρίας γνωρίζει πως, όταν ένα κλαδί αποκοπεί από τον κορμό του δένδρου και δεν τρέφεται από τους ίδιους ακριβώς χυμούς που κυκλοφορούν στο δένδρο, ξηραίνεται. Αν, πριν ξεραθεί, φυτευθεί και βλαστήσει, αποτελεί άλλο ξεχωριστό δένδρο, φύεται κοντά στο δένδρο της Εκκλησίας, και δεν ανήκει σ' αυτή, "παραφύεται", και αυτό συμβαίνει με τις αιρέσεις.
Η αυστηρή και σοβαρή αντιμετώπιση των διαφορών στην πίστη θεωρείται πλέον σήμερα μεσαιωνική στάση και συμπεριφορά, ασυμβίβαστη με την νοοτροπία και τις τάσεις της εποχής μας, γνώρισμα ολίγων φανατικών και ζηλωτών, οι οποίοι με την επιμονή τους στα θέματα πίστεως ζημιώνουν πολύ π.χ. τους αδελφούς Κόπτες της Αιγύπτου, που τους αφήνουν μόνους και απροστάτευτους στην πλημμυρίδα των Ισλαμιστών της Αιγύπτου ή αδυνατίζουν μέσα στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών την πλευρά των Ορθοδόξων, που θα ήταν πιο ισχυροί, απέναντι των πολυαρίθμων και πανίσχυρων Προτεσταντών, αν προσετίθεντο στους Ορθοδόξους οι Αντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες.
Εκτός όμως από αυτούς τους έκδηλα μη θεολογικούς λόγους, που προβάλλονται από μία εκκοσμικευμένη και προσαρμοστική θεολογία, υπάρχει στη στάση αυτή ένας απύθμενος θεολογικός εγωισμός, ξένος προς το ορθόδοξο ήθος, προς το ήθος των αγίων και των Πατέρων τής Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στηριζόμενοι στην διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων σέβονται την Παράδοση της Εκκλησίας, "επόμενοι δε τοις προ αυτών αγίοις Πατράσι", οι οποίοι αλαθήτως σε οικουμενικές συνόδους διετύπωσαν σε όρους την πίστη, δεν επιχειρούν να άρουν "όρια αιώνια α έθεντο οι Πατέρες" και να καινοτομήσουν σε θέματα πίστεως, όσο σοφοί και φιλόσοφοι και ευφυείς και σπουδασμένοι και αν είναι κατά κόσμον. Θέτουν την σοφία και τη γνώση τους στην υπηρεσία όχι της ανατροπής, αλλά της κατοχυρώσεως της πίστεως, που βρίσκεται έτσι διαχρονικά σε θαυμαστή ενότητα μέσα στη διδασκαλία των συνόδων, αλλά και στη διδασκαλία των Πατέρων. Έχει ορθά παρατηρηθή, ότι υπάρχει τέτοια ενότητα μεταξύ των επτά οικουμενικών συνόδων, που φαίνεται σαν να αποτελούν επτά απλώς συνεδρίες μιας μόνον συνόδου. Κάθε μία ακολουθεί την προηγούμενη, την αλήθεια της οποίας επιβεβαιώνει και συνεχίζει, και όλες μαζί εκφράζουν την αλήθεια της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η αποδοχή της θέσεως των Αρμενίων και των άλλων Μονοφυσιτών ότι η Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος ολίσθησε σε Νεστοριανισμό, παρασυρθείσα από τον άγιο Λέοντα, πάπα Ρώμης, προσβάλλει την ενότητα όλων των συνόδων, των προηγουμένων και των επομένων, και παρουσιάζει τους συγχρόνους θεολόγους ικανότερους στο να κατανοήσουν την θεολογική ορολογία των Μονοφυσιτών και να μη την παρεξηγήσουν, όπως την παρεξήγησαν και την θεώρησαν ως αιρετική οι άγιοι Πατέρες των Συνόδων, αλλά και άλλες γιγάντιες και κολοσσιαίες θεολογικές και πατερικές προσωπικότητες, που ασχολήθηκαν με τους Μονοφυσίτες, όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, και ο Μέγας Φώτιος, οι οποίοι εκφράζουν και σφραγίζουν σε αδιάκοπη και ενιαία σειρά τη διδασκαλία της Εκκλησίας επί τρεις αιώνες, ως οι επιφανέστεροι θεολόγοι αυτών των αιώνων, ο άγιος Μάξιμος του εβδόμου, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός του ογδόου και ο Μέγας Φώτιος του ενάτου αιώνος. Και αν ακόμη δεν υπολογίσει κανείς την αγιότητα και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που τους ξεχωρίζει αμέσως από τους συνήθως μέσα στην κοσμική τύρβη περισπωμένους συγχρόνους θεολόγους, και μόνον η εκπληκτική τους συγκρότηση και ο ανυπέρβλητος γνωσιολογικός εξοπλισμός τους καθιστούν γίγαντες ενώπιον των οποίων εμείς πρέπει να αισθανόμαστε ως νάνοι. Δεν εκατάλαβον λοιπόν αυτοί οι γίγαντες την χριστολογική ορολογία των Αντιχαλκηδονίων και τους προσήψαν αδικαιολόγητα την ρετσινιά των αιρετικών, και την καταλαβαίνουμε τώρα εμείς καλύτερα που τους θεωρούμε ομόδοξους και Ορθοδόξους, ώστε να μη χρειάζεται καν θεολογικός διάλογος, αλλά απλή διακήρυξη της ενώσεως;
Αντιλαμβάνομαι ότι ο προσμετρηθείς για όλες τις εισηγήσεις χρόνος τρέχει και για την δική μου και πρέπει να δούμε πώς ο Μέγας Φώτιος αντιμετώπισε τους Αρμενίους. Επειδή όμως από τη μελέτη των σχετικών έργων του προκύπτει σαφέστατα ότι οι θέσεις του αποτελούν εκ βάθρων ανατροπή της πορείας και των πορισμάτων, μέχρι και των πιο μικρών, του διεξαγομένου σήμερα θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ατνιχαλκηδονίων είναι πολύ πιο σπουδαίο αυτό να γίνει κατανοητό, παρά να παρουσιασθεί εν εκτάσει η σχετική διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου, που μπορεί να γίνει και σε μία εκτενέστερη μορφή της εισηγήσεως ή σε ανεξάρτητο δημοσίευμα, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα παρουσιασθούν εδώ, έστω και σύντομα, οι βασικές θέσεις του Μεγάλου Φωτίου.
Παρακολουθώντας κανείς αυτές τις εκτιμήσεις εύκολα διαπιστώνει ότι μη θεολογικοί λόγοι κυριαρχούσαν όχι τότε, αλλά τώρα. Τότε η ενότητα στην πίστη, βασική εκκλησιολογική θέση και απαίτηση, είχε υιοθετηθή από το γνήσιο χριστιανικό κράτος, που ευθυγραμμιζόταν απόλυτα με την Εκκλησία, ως βασική προϋπόθεση για την ενότητα και του κράτους. Τώρα που ο κόσμος διασπάσθηκε σε πάμπολλες κρατικές ενότητες από πολιτική άποψη, που τείνουν παρά ταύτα σε πολιτική ενότητα, η μη θεολογική και απαράδεκτη εκκλησιολογικά άποψη που καλλιεργείται ιδιαίτερα στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών εκτιμά ότι πρέπει και οι εκκλησίες, ακολουθώντας τα κράτη ή τον κόσμο θεολογικά, να ενωθούν, όχι εξασφαλίζοντας προηγουμένως την ενότητα στην πίστη και στην αλήθεια (ένωσις εν τη αλήθεια), αλλά διατηρώντας τις διαφορές τους (ένωσις εν τω ψεύδει) αφού κατά την άποψη αυτή, που εκφράσθηκε και εκφράζεται με την γνωστή θεωρία των κλάδων και άλλες νεότερες θεωρίες, καμμία από τις υπάρχουσες εκκλησιές, ούτε η Ορθόδοξη, δεν δικαιούται να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα στη διαδοχή της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που την συναποτελούν ως ενιαίο δένδρο όλες οι διεσπασμένες εκκλησίες, ως κλάδοι αυτού του δένδρου. Ο πιο απλός βέβαια αγρότης που δεν έχει την σοφία των εισηγητών της θεωρίας γνωρίζει πως, όταν ένα κλαδί αποκοπεί από τον κορμό του δένδρου και δεν τρέφεται από τους ίδιους ακριβώς χυμούς που κυκλοφορούν στο δένδρο, ξηραίνεται. Αν, πριν ξεραθεί, φυτευθεί και βλαστήσει, αποτελεί άλλο ξεχωριστό δένδρο, φύεται κοντά στο δένδρο της Εκκλησίας, και δεν ανήκει σ' αυτή, "παραφύεται", και αυτό συμβαίνει με τις αιρέσεις.
Η αυστηρή και σοβαρή αντιμετώπιση των διαφορών στην πίστη θεωρείται πλέον σήμερα μεσαιωνική στάση και συμπεριφορά, ασυμβίβαστη με την νοοτροπία και τις τάσεις της εποχής μας, γνώρισμα ολίγων φανατικών και ζηλωτών, οι οποίοι με την επιμονή τους στα θέματα πίστεως ζημιώνουν πολύ π.χ. τους αδελφούς Κόπτες της Αιγύπτου, που τους αφήνουν μόνους και απροστάτευτους στην πλημμυρίδα των Ισλαμιστών της Αιγύπτου ή αδυνατίζουν μέσα στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών την πλευρά των Ορθοδόξων, που θα ήταν πιο ισχυροί, απέναντι των πολυαρίθμων και πανίσχυρων Προτεσταντών, αν προσετίθεντο στους Ορθοδόξους οι Αντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες.
Εκτός όμως από αυτούς τους έκδηλα μη θεολογικούς λόγους, που προβάλλονται από μία εκκοσμικευμένη και προσαρμοστική θεολογία, υπάρχει στη στάση αυτή ένας απύθμενος θεολογικός εγωισμός, ξένος προς το ορθόδοξο ήθος, προς το ήθος των αγίων και των Πατέρων τής Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στηριζόμενοι στην διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων σέβονται την Παράδοση της Εκκλησίας, "επόμενοι δε τοις προ αυτών αγίοις Πατράσι", οι οποίοι αλαθήτως σε οικουμενικές συνόδους διετύπωσαν σε όρους την πίστη, δεν επιχειρούν να άρουν "όρια αιώνια α έθεντο οι Πατέρες" και να καινοτομήσουν σε θέματα πίστεως, όσο σοφοί και φιλόσοφοι και ευφυείς και σπουδασμένοι και αν είναι κατά κόσμον. Θέτουν την σοφία και τη γνώση τους στην υπηρεσία όχι της ανατροπής, αλλά της κατοχυρώσεως της πίστεως, που βρίσκεται έτσι διαχρονικά σε θαυμαστή ενότητα μέσα στη διδασκαλία των συνόδων, αλλά και στη διδασκαλία των Πατέρων. Έχει ορθά παρατηρηθή, ότι υπάρχει τέτοια ενότητα μεταξύ των επτά οικουμενικών συνόδων, που φαίνεται σαν να αποτελούν επτά απλώς συνεδρίες μιας μόνον συνόδου. Κάθε μία ακολουθεί την προηγούμενη, την αλήθεια της οποίας επιβεβαιώνει και συνεχίζει, και όλες μαζί εκφράζουν την αλήθεια της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η αποδοχή της θέσεως των Αρμενίων και των άλλων Μονοφυσιτών ότι η Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος ολίσθησε σε Νεστοριανισμό, παρασυρθείσα από τον άγιο Λέοντα, πάπα Ρώμης, προσβάλλει την ενότητα όλων των συνόδων, των προηγουμένων και των επομένων, και παρουσιάζει τους συγχρόνους θεολόγους ικανότερους στο να κατανοήσουν την θεολογική ορολογία των Μονοφυσιτών και να μη την παρεξηγήσουν, όπως την παρεξήγησαν και την θεώρησαν ως αιρετική οι άγιοι Πατέρες των Συνόδων, αλλά και άλλες γιγάντιες και κολοσσιαίες θεολογικές και πατερικές προσωπικότητες, που ασχολήθηκαν με τους Μονοφυσίτες, όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, και ο Μέγας Φώτιος, οι οποίοι εκφράζουν και σφραγίζουν σε αδιάκοπη και ενιαία σειρά τη διδασκαλία της Εκκλησίας επί τρεις αιώνες, ως οι επιφανέστεροι θεολόγοι αυτών των αιώνων, ο άγιος Μάξιμος του εβδόμου, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός του ογδόου και ο Μέγας Φώτιος του ενάτου αιώνος. Και αν ακόμη δεν υπολογίσει κανείς την αγιότητα και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που τους ξεχωρίζει αμέσως από τους συνήθως μέσα στην κοσμική τύρβη περισπωμένους συγχρόνους θεολόγους, και μόνον η εκπληκτική τους συγκρότηση και ο ανυπέρβλητος γνωσιολογικός εξοπλισμός τους καθιστούν γίγαντες ενώπιον των οποίων εμείς πρέπει να αισθανόμαστε ως νάνοι. Δεν εκατάλαβον λοιπόν αυτοί οι γίγαντες την χριστολογική ορολογία των Αντιχαλκηδονίων και τους προσήψαν αδικαιολόγητα την ρετσινιά των αιρετικών, και την καταλαβαίνουμε τώρα εμείς καλύτερα που τους θεωρούμε ομόδοξους και Ορθοδόξους, ώστε να μη χρειάζεται καν θεολογικός διάλογος, αλλά απλή διακήρυξη της ενώσεως;
Αντιλαμβάνομαι ότι ο προσμετρηθείς για όλες τις εισηγήσεις χρόνος τρέχει και για την δική μου και πρέπει να δούμε πώς ο Μέγας Φώτιος αντιμετώπισε τους Αρμενίους. Επειδή όμως από τη μελέτη των σχετικών έργων του προκύπτει σαφέστατα ότι οι θέσεις του αποτελούν εκ βάθρων ανατροπή της πορείας και των πορισμάτων, μέχρι και των πιο μικρών, του διεξαγομένου σήμερα θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ατνιχαλκηδονίων είναι πολύ πιο σπουδαίο αυτό να γίνει κατανοητό, παρά να παρουσιασθεί εν εκτάσει η σχετική διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου, που μπορεί να γίνει και σε μία εκτενέστερη μορφή της εισηγήσεως ή σε ανεξάρτητο δημοσίευμα, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα παρουσιασθούν εδώ, έστω και σύντομα, οι βασικές θέσεις του Μεγάλου Φωτίου.
5. Ο σύγχρονος Θεολογικός Διάλογος με τους Αντιχαλκηδονίου ανατρέπει την Ορθόδοξη Παράδοση. Δογματική σύγχυση.
Είναι απαραίτητο πάντως να λεχθεί ότι η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού των Αρμενίων και των άλλων Αντιχαλκηδονίων ως Μονοφυσιτών αιρετικών και η παρουσίασή των ως κατά πάντα Ορθοδόξων, ενώ αποτελούσε απλώς προσωπική γνώμη ελαχίστων θεολόγων, και ως εκ τούτου δεν ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική, στις ημέρες μας αποτελεί βασική γραμμή πάνω στην οποία πορεύεται ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησιάς με τους Μονοφυσίτες, ο οποίος συναντά λόγω αυτής του της πορείας την δικαιολογημένη αντίδραση μερικών αυτοκέφαλων εκκλησιών, του Αγίου Όρους και μεμονωμένων θεολόγων. Οι Αντιχαλκηδόνιοι χωρίς να εγκαταλείψουν τις δύο βασικές τους θέσεις, την απόρριψη της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την μη αρίθμηση των δύο φύσεων του Χριστού μετά την ένωση, που αρκούν για να θεωρούνται ως Μονοφυσίτες αιρετικοί, κατόρθωσαν προβάλλοντας ασθενέστατα θεολογικά επιχειρήματα, τα οποία κονιορτοποιεί ο Μ. Φώτιος, να οδηγήσουν τα ορθόδοξα μέλη της Επιτροπής του Διαλόγου στη θέση ότι οι δύο εκκλησίες έχουν κληρονομήσει την ίδια αποστολική πίστη και παράδοση και ότι αποτελούν δύο οικογένειες Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σχετικά μάλιστα με το όνομα των Αντιχαλκηδονίων, που αποτέλεσε θέμα συζητήσεως στον Διάλογο, με την επιμονή τους οι Αντιχαλκηδόνιοι επέτυχαν να μη ονομάζονται πλέον Μονοφυσιτικές Εκκλησίες ή Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες, αλλά σε πρώτη φάση δέχθηκαν να ονομάζονται Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες. Εζήτησαν κατόπιν να ονομάζονται απλώς Ορθόδοξες Εκκλησίες. δεν δέχθηκαν συμβιβαστική πρόταση των Ορθοδόξων να ονομάζονται Ανατολικές Ορθόδοξες μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες, ζήτησαν την απάλειψη του μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες και ονομάζονται τώρα στο Διάλογο Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, επιβεβαιουμένης έτσι δια του ονόματος της ανυπάρκτου εν τοις πράγμασι Ορθοδοξίας των. Οι διεργασίες αυτές στα πλαίσια του Θεολογικού Διαλόγου είχαν και έχουν σαν συνέπεια να δημιουργηθεί όντως το κοινώς λεγόμενο comfusio, σύγχυση αληθινή, κατά την συγχυτική των Αντιχαλκηδονίων Χριστολογία. Τα ονόματα Ορθοδοξία και Ορθόδοξος δεν χαρακτηρίζουν πλέον μόνον τις κατά παράδοση Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις ενωμένες απολύτως στην πίστη, την λατρεία και την διοίκηση, που έχουν επί κεφαλής ως πρώτον τη τιμή τον οικουμενικό της Κων/πόλεως θρόνο, αλλά και τους Μονοφυσίτες Αντιχαλκηδονίους. Έτσι μέσα στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ταυτιζόμαστε οι Ορθόδοξοι με τους Μονοφυσίτες και ονομαζόμαστε όλοι από κοινού Ορθόδοξοι, συμμετέχοντας σε κοινές "διορθόδοξες" επιτροπές. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι, μετά από αυτήν την άμβλυνση, να συγκροτούμε και μόνοι μας διορθόδοξες επιτροπές και να συντάσσουμε κοινά κείμενα με τους Μονοφυσίτες ως κείμενα των Ορθοδόξων.
Μέσα λοιπόν σ' αυτήν την σύγχυση, που δημιουργήθηκε και από τις σχετικές μελέτες μερικών θεολόγων, και από τις θεολογικές διεργασίες στα πλαίσια του Διαλόγου, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι όλα αυτά έχουν περάσει και στη θεολογική έρευνα και διδασκαλία στις θεολογικές μας Σχολές αλλά και στη γενικώτερη έναντι των Μονοφυσιτών στάση μας. Είναι π.χ. άξιο παρατηρήσεως ότι, ενώ οι Σχολές μας δεν χορηγούν διδακτορικό δίπλωμα ούτε σε Ρωμαιοκαθολικούς ούτε σε Προτεστάντες ή άλλους ετεροδόξους, χορήγησαν όμως σε Κόπτες Θεολόγους. Σε μελέτες καθηγητών γράφεται ότι οι Μονοφυσίτες της Αιγύπτου δεν είναι αιρετικοί αλλά σχισματικοί, με επίκληση μάλιστα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού του οποίου παρερμηνεύεται η διδασκαλία8.
Στα ίδια πλαίσια προσεγγίσεως προς τους Μονοφυσίτες, τοποθετείται και η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Τόμος της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι επηρεασμένος από την διδασκαλία του αγίου Λέοντος Ρώμης, τον οποίο οι Μονοφυσίτες θεωρούν νεστοριανίζοντα, αλλά από τη διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου, σαν να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον άγιο Λέοντα και στον Άγιο Κύριλλο9.
Μέσα λοιπόν σ' αυτήν την σύγχυση, που δημιουργήθηκε και από τις σχετικές μελέτες μερικών θεολόγων, και από τις θεολογικές διεργασίες στα πλαίσια του Διαλόγου, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι όλα αυτά έχουν περάσει και στη θεολογική έρευνα και διδασκαλία στις θεολογικές μας Σχολές αλλά και στη γενικώτερη έναντι των Μονοφυσιτών στάση μας. Είναι π.χ. άξιο παρατηρήσεως ότι, ενώ οι Σχολές μας δεν χορηγούν διδακτορικό δίπλωμα ούτε σε Ρωμαιοκαθολικούς ούτε σε Προτεστάντες ή άλλους ετεροδόξους, χορήγησαν όμως σε Κόπτες Θεολόγους. Σε μελέτες καθηγητών γράφεται ότι οι Μονοφυσίτες της Αιγύπτου δεν είναι αιρετικοί αλλά σχισματικοί, με επίκληση μάλιστα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού του οποίου παρερμηνεύεται η διδασκαλία8.
Στα ίδια πλαίσια προσεγγίσεως προς τους Μονοφυσίτες, τοποθετείται και η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Τόμος της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι επηρεασμένος από την διδασκαλία του αγίου Λέοντος Ρώμης, τον οποίο οι Μονοφυσίτες θεωρούν νεστοριανίζοντα, αλλά από τη διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου, σαν να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον άγιο Λέοντα και στον Άγιο Κύριλλο9.
Ευτυχώς όμως που απέναντι σ' αυτή τη σύγχυση υπάρχει η σαφέστατη και διαυγής διδασκαλία των αγίων Πατέρων, η οποία τελικώς θα ισχύσει ως κριτήριο και ως γνώμων.
Υπάρχουν το έργο και η διδασκαλία του Μ. Φωτίου που σχετίζονται με το θέμα των Αρμενίων, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς και δεν γονιμοποίησαν ακόμη την σύγχρονη θεολογική σκέψη, γιατί παραμένουν άγνωστα.
Ο Μ. Φώτιος είναι πράγματι μεγάλη προφητική φυσιογνωμία, που στάλθηκε από το Θεό σε δύσκολους για την Εκκλησία καιρούς, όταν ο παπικός απολυταρχισμός, στηριζόμενος στην ανερχόμενη πολιτική δύναμη των Φράγκων ηγεμόνων, επεδίωξε, καταργώντας το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας και ανακηρυσσόμενος σε αυτάρκη και αλάθητο θεσμό σε θέματα πίστεως, να επέμβει αφ' ενός στα όρια δικαιοδοσίας των αυτοκέφαλων εκκλησιών, όπως έγινε με την περίπτωση της Βουλγαρίας, και συγχρόνως να αμφισβητήσει το κύρος παραδεδομένων δογμάτων, καινοτομώντας σε θέματα πίστεως.
Είναι γνωστή η αντίδραση του Μ. Φωτίου, ο οποίος, αγνοώντας τους πολιτικούς συσχετισμούς, με καθαρώς θεολογικά κριτήρια, αγωνίσθηκε για την καθαρότητα της πίστεως και τη διατήρηση του αποστολοπαραδότου συνοδικού συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως με το άριστα σχεδιασμένο ιεραποστολικό του έργο δυναμικά διέδωσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου στους σλαβικούς λαούς διευρύνοτας γεωγραφικά και ενισχύοντας με νέους πληθυσμούς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο δυναμικός αυτός σχεδιασμός, ως ποιμαντική ασφαλώς ευθύνη για την σωτηρία των ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία, περιέλαβε, εκτός από τους απίστους και αλλοθρήσκους, και τους αιρετικούς, οι οποίοι κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας που την προβάλλει ο Μ. Φώτιος, αν δεν επιστρέψουν στην Εκκλησία και μείνουν στην αίρεση, χάνουν την σωτηρία τους. Η ποιμαντική επομένως ευαισθησία της Εκκλησίας για την σωτηρία των εκτός αυτής ανθρώπων, δεν εξαντλείται στο ιεραποστολικό προς τους αλλοθρήσκους έργο, αλλά επεκτείνεται και προς τους αιρετικούς. Η διπλή αυτή διάσταση, έκδηλη στο έργο και στη διδασκαλία του Μ. Φωτίου, έχει εκλείψει στις ημέρες μας, γιατί έχουν καταργηθή τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως, και οι θεωρούμενοι προηγουμένως ως αιρετικοί αποτελούν "εκκλησίες", και "αδελφές" μάλιστα "εκκλησίες", οπότε η ένωση δεν θεωρείται ως επιστροφή τους στην Εκκλησία, αλλ' ως ένωση των εκκλησιών, όπως έχει καθιερωθή κακώς να λέγεται από όλους μας, γιατί με τον τρόπο αυτό εκκλησιαστικοποιούμε τις αιρέσεις και τις εξισώνουμε ως εκκλησίες με την Εκκλησία.
Έχει πράγματι καταγραφή από την ιστορία και προκύπτει από μαρτυρίες του ιδίου του Μ. Φωτίου και άλλων συγγραφέων μία κατ' αρχήν επιτυχής προσπάθεια επιστροφής των Αρμενίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά την διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του ο Φώτιος έστειλε επιστολές στον ηγεμόνα των Αρμενίων Ασούτ και στον καθολικό τους Ζαχαρία, τις οποίες εκόμισε ο μητροπολίτης Νίκης Ιωάννης. Στις επιστολές αυτές, που σώθηκαν Αρμενιστί και σε λατινική μετάφραση, επρότεινε την ένωσή τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε σύνοδο Αρμενίων επισκόπων που έγινε στην πόλη Άντ το 864 αναγνώρισαν οι Αρμένιοι την Δ' Οικουμενική Σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό10.
Ο άγιος Φώτιος αναφέρεται σ' αυτήν την επιστροφή των Αρμενίων στην γνωστή Εγκύκλιο Επιστολή προς τους πατριάρχας της Ανατολής, στην οποία καταγγέλλει τις επεμβάσεις του πάπα στη Βουλγαρία και την αθέμιτη προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως. Ο λόγος αυτής της αναφοράς στη συνάφεια του κειμένου οφείλεται στο ότι θέλει να δείξει ότι η Εκκλησία μετά την καταδίκη των παλαιών αιρέσεων διερχόταν περίοδο ειρήνης και πνευματικής καρποφορίας. Με κέντρο μάλιστα την Κωνσταντινούπολη, από την οποία αναβλύζουν οι πηγές της Ορθοδοξίας, αρδεύονταν οι ψυχές σ' όλην την οικουμένη, και μάλιστα εκεί όπου είχε επικρατήσει ξηρασία και ανομβρία και είχαν μεταβληθή οι χώρες, όπου είχαν επικρατήσει οι αιρέσεις, σε έρημες και άγονες περιοχές, όπως συνέβη με τους Αρμενίους. Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο αρκεί μόνο του να δείξει, ότι ο Μ. Φώτιος θεωρεί τους Αρμενίους ως δυσσεβείς αιρετικούς, που παρασύρθηκαν στην αίρεση από τους Ιακωβίτες, από την εποχή της Δ' εν Χαλκηδόνι Συνόδου, ευρίσκονται από τότε σε πλάνη και δεν είναι Ορθόδοξοι. η μόνη δυνατότης να ενωθούν με την Εκκλησία είναι να αποκηρύξουν την πλάνη και να αναθεματίσουν όλους τους πάτρωνες και διδασκάλους τους, ακραίους και μετριοπαθείς: «Και γαρ οι την Αρμενίαν οικούντες τω των Ιακωβιτών ενισχυμένοι δυσσεβήματι και προς το ορθόν της ευσεβείας απαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα, αφ' ούπερ η πολυάνθρωπος εκείνη και αγία των πατέρων ημών κατά Καλχηδόνα συνεκροτήθη σύνοδος, των υμετέρων ευχών ημίν επαμυνόντων, την μακράν εκείνην πλάνην αποθέσθαι ενεδυναμώθησαν. και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως η των Αρμενίων λήξις την Χριστιανών λατρείαν, Ευτυχή και Σεβήρον και Διόσκορον και τους κατά της ευσεβείας πετροβόλους Πέτρους και τον Αλικαρνασέα Ιουλιανόν και πάααν αυτών την πολύσπορον διασποράν, ως η καθολική εκκλησία, μυσαττομένη και δεσμοίς αλύτοις του αναθέματος υποβάλλουσα»11.
Η ένωση αυτή των Αρμενίων δεν κράτησε φαίνεται για πολύ. Η καθαίρεση του Μ. Φωτίου από τον πατριαρχικό θρόνο δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση και εμπέδωση αυτής της προσπάθειας. Αυτό προκύπτει από μαρτυρία του πατριάρχου Νικολάου Μυστικού, ο οποίος επαναλαμβάνει μετά από πενήντα χρόνια περίπου, το 918 - 920, την προσπάθεια. Γράφοντας δε προς τον Αρμένιο άρχοντα αναφέρεται στον πατριάρχη Φώτιο και στην αποτυχούσα προσπάθειά του, που την αποδίδει εις "τας των πραγμάτων περιπέτειας": "Περί ου και τω ημετέρω πατρί, φαμέν δη Φωτίω τω αγιωτάτω πατριάρχη, ου μικρός αγών καταβέβληται τούτο μεν λόγοις, τούτο δε και αποστολή ανδρών, ει και των πραγμάτων αι περιπέτεια επί το τέλος ελθείν την σπουδήν απεκώλυσαν"12. Την ίδια περίοδο και ο Αρέθας Καισαρείας, απαντώντας σε επιστολή των Αρμενίων, λέγει ότι πολλοί μεγάλοι και επιφανείς άνδρες έγραψαν υπέρ της ευσέβειας και με τους αγώνες τους καθιστούν υπευθύνους τους αντιλέγοντας. Περιλαμβάνει μεταξύ αυτών και τον Μέγα Φώτιο, του οποίου εξαίρει την σοφία την παρρησία, την οργανωτικότητα, αλλά και την αποτελεσματικότητα, αφού παρουσιάζει ότι πολλοί Αρμένιοι επείσθησαν και προσήλθαν στην Εκκλησία. «Μέθ' ων και ο χθες τε και πρώην ιερός μεν το γένος, ιερώτερος δε την σοψίαν, όση τε θεία και όση της κατ' ανθρώπους λογίζεται. Τίς ούτος; Ο τοις ουρανίοις αδύτοις τα νυν εγκατοικιζόμενος Φώτιος ος τοις κατά ταύτα εικαιολογούσι των Αρμενίων υμών γενναίω λόγω και θεοφιλεί ψυχής παραστήματι και ανανταγωνίστω γνώμη και διαρκεί σαφώς εφορμήσας είλε μεν των αντιπάλων όσον φιλήκοον, όσον εις σύνεσιν ου παρέσφηλεν, όσον ταις αποθήκαις ή τοις σταθμοίς του θεού δίκαιον εναυλίζεσθαι»13.
Υπάρχουν το έργο και η διδασκαλία του Μ. Φωτίου που σχετίζονται με το θέμα των Αρμενίων, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς και δεν γονιμοποίησαν ακόμη την σύγχρονη θεολογική σκέψη, γιατί παραμένουν άγνωστα.
Ο Μ. Φώτιος είναι πράγματι μεγάλη προφητική φυσιογνωμία, που στάλθηκε από το Θεό σε δύσκολους για την Εκκλησία καιρούς, όταν ο παπικός απολυταρχισμός, στηριζόμενος στην ανερχόμενη πολιτική δύναμη των Φράγκων ηγεμόνων, επεδίωξε, καταργώντας το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας και ανακηρυσσόμενος σε αυτάρκη και αλάθητο θεσμό σε θέματα πίστεως, να επέμβει αφ' ενός στα όρια δικαιοδοσίας των αυτοκέφαλων εκκλησιών, όπως έγινε με την περίπτωση της Βουλγαρίας, και συγχρόνως να αμφισβητήσει το κύρος παραδεδομένων δογμάτων, καινοτομώντας σε θέματα πίστεως.
Είναι γνωστή η αντίδραση του Μ. Φωτίου, ο οποίος, αγνοώντας τους πολιτικούς συσχετισμούς, με καθαρώς θεολογικά κριτήρια, αγωνίσθηκε για την καθαρότητα της πίστεως και τη διατήρηση του αποστολοπαραδότου συνοδικού συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως με το άριστα σχεδιασμένο ιεραποστολικό του έργο δυναμικά διέδωσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου στους σλαβικούς λαούς διευρύνοτας γεωγραφικά και ενισχύοντας με νέους πληθυσμούς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο δυναμικός αυτός σχεδιασμός, ως ποιμαντική ασφαλώς ευθύνη για την σωτηρία των ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία, περιέλαβε, εκτός από τους απίστους και αλλοθρήσκους, και τους αιρετικούς, οι οποίοι κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας που την προβάλλει ο Μ. Φώτιος, αν δεν επιστρέψουν στην Εκκλησία και μείνουν στην αίρεση, χάνουν την σωτηρία τους. Η ποιμαντική επομένως ευαισθησία της Εκκλησίας για την σωτηρία των εκτός αυτής ανθρώπων, δεν εξαντλείται στο ιεραποστολικό προς τους αλλοθρήσκους έργο, αλλά επεκτείνεται και προς τους αιρετικούς. Η διπλή αυτή διάσταση, έκδηλη στο έργο και στη διδασκαλία του Μ. Φωτίου, έχει εκλείψει στις ημέρες μας, γιατί έχουν καταργηθή τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως, και οι θεωρούμενοι προηγουμένως ως αιρετικοί αποτελούν "εκκλησίες", και "αδελφές" μάλιστα "εκκλησίες", οπότε η ένωση δεν θεωρείται ως επιστροφή τους στην Εκκλησία, αλλ' ως ένωση των εκκλησιών, όπως έχει καθιερωθή κακώς να λέγεται από όλους μας, γιατί με τον τρόπο αυτό εκκλησιαστικοποιούμε τις αιρέσεις και τις εξισώνουμε ως εκκλησίες με την Εκκλησία.
Έχει πράγματι καταγραφή από την ιστορία και προκύπτει από μαρτυρίες του ιδίου του Μ. Φωτίου και άλλων συγγραφέων μία κατ' αρχήν επιτυχής προσπάθεια επιστροφής των Αρμενίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά την διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του ο Φώτιος έστειλε επιστολές στον ηγεμόνα των Αρμενίων Ασούτ και στον καθολικό τους Ζαχαρία, τις οποίες εκόμισε ο μητροπολίτης Νίκης Ιωάννης. Στις επιστολές αυτές, που σώθηκαν Αρμενιστί και σε λατινική μετάφραση, επρότεινε την ένωσή τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε σύνοδο Αρμενίων επισκόπων που έγινε στην πόλη Άντ το 864 αναγνώρισαν οι Αρμένιοι την Δ' Οικουμενική Σύνοδο και απεκήρυξαν τον Μονοφυσιτισμό10.
Ο άγιος Φώτιος αναφέρεται σ' αυτήν την επιστροφή των Αρμενίων στην γνωστή Εγκύκλιο Επιστολή προς τους πατριάρχας της Ανατολής, στην οποία καταγγέλλει τις επεμβάσεις του πάπα στη Βουλγαρία και την αθέμιτη προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως. Ο λόγος αυτής της αναφοράς στη συνάφεια του κειμένου οφείλεται στο ότι θέλει να δείξει ότι η Εκκλησία μετά την καταδίκη των παλαιών αιρέσεων διερχόταν περίοδο ειρήνης και πνευματικής καρποφορίας. Με κέντρο μάλιστα την Κωνσταντινούπολη, από την οποία αναβλύζουν οι πηγές της Ορθοδοξίας, αρδεύονταν οι ψυχές σ' όλην την οικουμένη, και μάλιστα εκεί όπου είχε επικρατήσει ξηρασία και ανομβρία και είχαν μεταβληθή οι χώρες, όπου είχαν επικρατήσει οι αιρέσεις, σε έρημες και άγονες περιοχές, όπως συνέβη με τους Αρμενίους. Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο αρκεί μόνο του να δείξει, ότι ο Μ. Φώτιος θεωρεί τους Αρμενίους ως δυσσεβείς αιρετικούς, που παρασύρθηκαν στην αίρεση από τους Ιακωβίτες, από την εποχή της Δ' εν Χαλκηδόνι Συνόδου, ευρίσκονται από τότε σε πλάνη και δεν είναι Ορθόδοξοι. η μόνη δυνατότης να ενωθούν με την Εκκλησία είναι να αποκηρύξουν την πλάνη και να αναθεματίσουν όλους τους πάτρωνες και διδασκάλους τους, ακραίους και μετριοπαθείς: «Και γαρ οι την Αρμενίαν οικούντες τω των Ιακωβιτών ενισχυμένοι δυσσεβήματι και προς το ορθόν της ευσεβείας απαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα, αφ' ούπερ η πολυάνθρωπος εκείνη και αγία των πατέρων ημών κατά Καλχηδόνα συνεκροτήθη σύνοδος, των υμετέρων ευχών ημίν επαμυνόντων, την μακράν εκείνην πλάνην αποθέσθαι ενεδυναμώθησαν. και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως η των Αρμενίων λήξις την Χριστιανών λατρείαν, Ευτυχή και Σεβήρον και Διόσκορον και τους κατά της ευσεβείας πετροβόλους Πέτρους και τον Αλικαρνασέα Ιουλιανόν και πάααν αυτών την πολύσπορον διασποράν, ως η καθολική εκκλησία, μυσαττομένη και δεσμοίς αλύτοις του αναθέματος υποβάλλουσα»11.
Η ένωση αυτή των Αρμενίων δεν κράτησε φαίνεται για πολύ. Η καθαίρεση του Μ. Φωτίου από τον πατριαρχικό θρόνο δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση και εμπέδωση αυτής της προσπάθειας. Αυτό προκύπτει από μαρτυρία του πατριάρχου Νικολάου Μυστικού, ο οποίος επαναλαμβάνει μετά από πενήντα χρόνια περίπου, το 918 - 920, την προσπάθεια. Γράφοντας δε προς τον Αρμένιο άρχοντα αναφέρεται στον πατριάρχη Φώτιο και στην αποτυχούσα προσπάθειά του, που την αποδίδει εις "τας των πραγμάτων περιπέτειας": "Περί ου και τω ημετέρω πατρί, φαμέν δη Φωτίω τω αγιωτάτω πατριάρχη, ου μικρός αγών καταβέβληται τούτο μεν λόγοις, τούτο δε και αποστολή ανδρών, ει και των πραγμάτων αι περιπέτεια επί το τέλος ελθείν την σπουδήν απεκώλυσαν"12. Την ίδια περίοδο και ο Αρέθας Καισαρείας, απαντώντας σε επιστολή των Αρμενίων, λέγει ότι πολλοί μεγάλοι και επιφανείς άνδρες έγραψαν υπέρ της ευσέβειας και με τους αγώνες τους καθιστούν υπευθύνους τους αντιλέγοντας. Περιλαμβάνει μεταξύ αυτών και τον Μέγα Φώτιο, του οποίου εξαίρει την σοφία την παρρησία, την οργανωτικότητα, αλλά και την αποτελεσματικότητα, αφού παρουσιάζει ότι πολλοί Αρμένιοι επείσθησαν και προσήλθαν στην Εκκλησία. «Μέθ' ων και ο χθες τε και πρώην ιερός μεν το γένος, ιερώτερος δε την σοψίαν, όση τε θεία και όση της κατ' ανθρώπους λογίζεται. Τίς ούτος; Ο τοις ουρανίοις αδύτοις τα νυν εγκατοικιζόμενος Φώτιος ος τοις κατά ταύτα εικαιολογούσι των Αρμενίων υμών γενναίω λόγω και θεοφιλεί ψυχής παραστήματι και ανανταγωνίστω γνώμη και διαρκεί σαφώς εφορμήσας είλε μεν των αντιπάλων όσον φιλήκοον, όσον εις σύνεσιν ου παρέσφηλεν, όσον ταις αποθήκαις ή τοις σταθμοίς του θεού δίκαιον εναυλίζεσθαι»13.
Από τις δύο αυτές μαρτυρίες προκύπτει ότι ο Φώτιος έγραψε ή εξεφώνησε λόγους, «τούτο μεν λόγοις τούτο δε και αποστολή ανδρών», και ότι απέναντι στην ασταθή και σε πιθανολογίες στηριζόμενη επιχειρηματολογία των Αρμενίων αντέταξε «γενναίο λόγο», «θεοφιλές παράστημα ψυχής», «ανανταγώνιστο και διαρκή γνώμη». Σώζονται πράγματι ελληνιστί δύο μακρές επιστολές του Φωτίου, οι υπ' αριθμ. 284 και 285 στη νέα έκδοση των επιστολών της Λειψίας από τους Λαούρδα - Westerink. Ιδιαίτερα η πρώτη που επιγράφεται Κατά της Θεοπασχιτών αιρέσεως είναι μακρότατη πραγματεία αποτελούμενη από 3294 στίχους, που όπως παραδέχεται ο Μ. Φώτιος επεξετάθη "πέρα του μετρίου" (3189), γιατί έπρεπε να απαντήσει στο εκτενές γράμμα, "το μακρότερον της Ιλιάδος" (3190), του ηγεμόνος των Αρμενίων Ασωτίου (Ασούτ - Ασώτ), στο οποίο περιέχεται όλη η επιχειρηματολογία των Μονοφυσιτών εναντίον της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, "αι εικαιολογίαι" των Αρμενίων, όπως τις χαρακτηρίζει ο Αρέθας, τις οποίες ανήρεσε ο Μ. Φώτιος.
Η σπουδαιότης της επιστολιμαίας αυτής πραγματείας είναι μεγίστη. Έχει παρατηρηθή σωστά πως ό,τι είναι για την Πνευματολογία ή πραγματεία "Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας" το ίδιο είναι για την Χριστολογία η πραγματεία αυτή "Κατά της Θεοπασχιτών αιρέσεως"14. Ενώ όμως η πρώτη είναι πασίγνωστη, σ' αυτήν στηρίζεται όλη η μετά τον Φώτιο γραμματεία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, έχει δε μελετηθή και αξιολογηθή επανειλημμένως και από την σύγχρονη θεολογική έρευνα, η δεύτερη παραμένει παντελώς σχεδόν άγνωστη και αναξιοποίητη. Το σημαντικώτερο μάλιστα είναι ότι όλα τα επιχειρήματα και οι θέσεις που προβάλλονται και σήμερα απαράλλακτα στον Θεολογικό Διάλογο από τους Αντιχαλκηδονίους, ενώπιον των οποίων οι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, εντός και εκτός του Διαλόγου, αισθάνονται τουλάχιστον αμήχανοι και συγκαταβατικοί, αντιμετωπίζονται με την ίδια μέθοδο, δύναμη και πειθώ που γνωρίζομε από το κλασικό Περί Αγίου Πνεύματος έργο του Μ. Φωτίου. Είναι φυσικά αδύνατο να γίνει εδώ η θεολογική ανάλυση και παρουσίαση του μοναδικού όντως αυτού για την Χριστολογία έργου. Λόγω όμως της μεγάλης του σπουδαιότητος και της όχι ευτυχούς τροπής που πήρε ο Θεολογικός Διάλογος είναι επείγουσα αναγκαιότης το έργο αυτό να εκδοθεί σε μετάφραση με θεολογική εισαγωγή και κατάλληλο θεολογικό σχολιασμό, ώστε να αξιοποιηθεί από την σύγχρονη θεολογική έρευνα και να συμβάλει ουσιαστικά από πλευράς Ορθοδόξου στον διεξαγόμενο Διάλογο. Και μολονότι όλοι βαρυνόμεθα με πολλές άλλες ασχολές και έχομε βαρύ φόρτο στους ώμους μας, ελπίζω με τη Χάρη του Θεού να μπορέσω να ανταποκριθώ σ' αυτό το έργο.
Η άλλη επιστολιμαία πραγματεία, που επιγράφεται "Επιστολή προς Αρμενίους" υπ' αριθμ. 285 στη νέα έκδοση της Λειψίας, είναι πολύ μικρότερη σε έκταση, αποτελείται από 479 στίχους. συμπληρώνει όμως με νέες θέσεις την διδασκαλία του Μ. Φωτίου15.
Πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι η άγνοια αυτών των επιστολών και επομένως και της σχετικής διδασκαλίας του Μ. Φωτίου οφείλεται κυρίως στο ότι οι επιστολές δεν είχαν περιληφθή στις παλαιότερες εκδόσεις, ούτε και στην P.G. του Μigne. Τις δημοσίευσε το 1971 ο Darrouzes στο REB, απ' όπου τις παρέλαβε και η έκδοση της Λειψίας16.
Η σπουδαιότης της επιστολιμαίας αυτής πραγματείας είναι μεγίστη. Έχει παρατηρηθή σωστά πως ό,τι είναι για την Πνευματολογία ή πραγματεία "Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας" το ίδιο είναι για την Χριστολογία η πραγματεία αυτή "Κατά της Θεοπασχιτών αιρέσεως"14. Ενώ όμως η πρώτη είναι πασίγνωστη, σ' αυτήν στηρίζεται όλη η μετά τον Φώτιο γραμματεία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, έχει δε μελετηθή και αξιολογηθή επανειλημμένως και από την σύγχρονη θεολογική έρευνα, η δεύτερη παραμένει παντελώς σχεδόν άγνωστη και αναξιοποίητη. Το σημαντικώτερο μάλιστα είναι ότι όλα τα επιχειρήματα και οι θέσεις που προβάλλονται και σήμερα απαράλλακτα στον Θεολογικό Διάλογο από τους Αντιχαλκηδονίους, ενώπιον των οποίων οι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, εντός και εκτός του Διαλόγου, αισθάνονται τουλάχιστον αμήχανοι και συγκαταβατικοί, αντιμετωπίζονται με την ίδια μέθοδο, δύναμη και πειθώ που γνωρίζομε από το κλασικό Περί Αγίου Πνεύματος έργο του Μ. Φωτίου. Είναι φυσικά αδύνατο να γίνει εδώ η θεολογική ανάλυση και παρουσίαση του μοναδικού όντως αυτού για την Χριστολογία έργου. Λόγω όμως της μεγάλης του σπουδαιότητος και της όχι ευτυχούς τροπής που πήρε ο Θεολογικός Διάλογος είναι επείγουσα αναγκαιότης το έργο αυτό να εκδοθεί σε μετάφραση με θεολογική εισαγωγή και κατάλληλο θεολογικό σχολιασμό, ώστε να αξιοποιηθεί από την σύγχρονη θεολογική έρευνα και να συμβάλει ουσιαστικά από πλευράς Ορθοδόξου στον διεξαγόμενο Διάλογο. Και μολονότι όλοι βαρυνόμεθα με πολλές άλλες ασχολές και έχομε βαρύ φόρτο στους ώμους μας, ελπίζω με τη Χάρη του Θεού να μπορέσω να ανταποκριθώ σ' αυτό το έργο.
Η άλλη επιστολιμαία πραγματεία, που επιγράφεται "Επιστολή προς Αρμενίους" υπ' αριθμ. 285 στη νέα έκδοση της Λειψίας, είναι πολύ μικρότερη σε έκταση, αποτελείται από 479 στίχους. συμπληρώνει όμως με νέες θέσεις την διδασκαλία του Μ. Φωτίου15.
Πρέπει συναφώς να επισημανθεί ότι η άγνοια αυτών των επιστολών και επομένως και της σχετικής διδασκαλίας του Μ. Φωτίου οφείλεται κυρίως στο ότι οι επιστολές δεν είχαν περιληφθή στις παλαιότερες εκδόσεις, ούτε και στην P.G. του Μigne. Τις δημοσίευσε το 1971 ο Darrouzes στο REB, απ' όπου τις παρέλαβε και η έκδοση της Λειψίας16.
Οι Αρμένιοι είναι ευγενής και συμπαθής λαός. Συμπορεύθηκαν με τους Έλληνες σε δύσκολους καιρούς, αντιμετώπισαν την ίδια σκληρότητα από ξενικές κατακτήσεις μέχρι των τελευταίων επονειδίστων σφαγών στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνος μας. Πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες Αρμένιοι μαζύ με τούς ομοεθνείς μας πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου βρήκαν θαλπωρή και καταφύγιο στη χώρα μας, όπου ζουν με εντιμότητα, εργατικότητα και προκοπή. Φιλικώτατα τους αντιμετωπίζει σε ανθρώπινο επίπεδο και κοσμικό ο Μ. Φώτιος. Επανειλημμένως αποκαλεί τον Ασώτιο φίλο και συγγενή. Επισημαίνει όμως ότι τα θέματα της πίστεως και της αληθείας κινούνται σε άλλη διάσταση, όχι στο χώρο των πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων, αλλά στο χώρο της αιωνιότητος, την είσοδο στην οποία εγγυώνται όχι το σχίσμα και η αίρεσις, αλλά η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Του γράφει. «Μη σοι γένοιτο, τερπνόν φιλίας και συγγενείας αγλάισμα, μήτε σοι μήτε τινί άλλω, όσοις το Χριστού επικαλείται όνομα, μηδαμώς κατά το εκείθεν κριτήριον εις τοιαύτην υποβληθήναι και τηλικαύτην εξέτασιν και τότε μεταμανθάνειν την αλήθειαν, ότε πλέον ουδέν του πικροτερον κολάζεσθαι περιγίνεται»17.
Αυτήν την άλλη πραγματικότητα, την άλλη διάσταση της αληθείας, είχαν πάντοτε ως κριτήριο οι Άγιοι, και ο Μ. Φώτιος, γι' αυτό ήσαν ανυποχώρητοι σε θέματα πίστεως και αληθείας.
- 1. Βλ. Μ. Αθανασίου, Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου P.G. 25,188.
- 2. Βλ. Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, απ' αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 1959, σελ. 243. Χ.Μ. Μπαρτικιάν, Ελληνισμός και Αρμενία, Αθήναι 1991, σελ. 63-65.
- 3. Βλ. π.χ. Χ.Μ. Μπαρτικιάν, αυτόθι, σελ. 61: «Η στάση των βυζαντινών αρχών έναντι των Αρμενίων του Βυζαντίου δεν ήταν μονοειδής. Αυτή εξηρτάτο από την ομολογία πίστεως των Αρμενίων. Η συμπεριφορά των Βυζαντινών έναντι των μονοφυσιτών Αρμενίων και των ασπαθέντων τον διφυσιτισμό ήταν τελείως διαφορετική. Οι μονοφυσίτες Αρμένιοι, που παρουσίαζαν την απόλυτη πλειοψηφία των Αρμενίων του κράτους, αποτελούντες κοινότητες, έμεναν παραγκωνισμένοι εν αντιθέσει με τους Αρμενίους Χαλκηδονίτες, οι οποίοι όντες ομόδοξοι των Ελλήνων, απολάμβαναν όλων των δικαιωμάτων των Ρωμαίων πολιτών».
- 4. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, Αθήναι 1855, τόμ. 5, σελ. 415.
- 5. Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, ένθ' ανωτ., σελ. 220.
- 6. Αυτόθι, σελ. 413.
- 7. Αυτήν την άποψη απηχεί και το εκτενές για την "Αρμενία" άρθρο της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας, ( τόμ.3, στ. 167-195) του Αθ. Αρβανίτη, ο οποίος αναφερόμενος στη δογματική διδασκαλία της Αρμενικής Εκκλησίας δικαιολογεί την δυσφορία των Αρμενίων, όταν χαρακτηρίζονται ως Ευτυχιανοί και Μονοφυσίτες, αποδίδει δε τον χωρισμό τους ίσως και εις λόγους εξωτερικής πολιτικής, παρά δογματικής διδασκαλίας: «Το ατύχημα δι' αυτήν είναι κατά βάθος η άρνησις να αποδεχθή την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον ως Δ' Οικουμενικήν, γεγονός το οποίον προεκάλεσε και την απόσχισίν της εκ της καθόλου Εκκλησιάς. Τούτο οφείλεται, ως εσημειώθη εν τω οικείω τμήματι, ως επί το πολύ, εις το ότι λόγω των πολιτικών ανωμαλιών δεν ηδυνήθη αυτή να λάβη μέρος εις την εν λόγω Σύνοδον. Ίσως δε και λόγω δυσαρεσκείας προς τον Μαρκιανόν και την Πουλχερίαν, τους μη βοηθήσαντας τους Αρμενίους κατά των Περσών, εξαπέλυσε αύτη το κατά της Συνόδου εκείνης ανάθεμα, αφορμωμένη ούτως εκ λόγων εξωτερικής πολιτικής ή δογματικής» στ. 191.
- 8. Ν. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεοη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.35-36. Για την αληθή θέση του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου βλ. την ιδική μας μελέτη, Η "Ορθοδοξία" των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών, Θεσσαλονίκη 1994.
- 9. Την τάση αυτή εκπροσωπεί η μελέτη του Γ. Μαρτζέλου, Γένεση και πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας. Συμβολή στην ιστορικοδογματική διερεύνηση του Όρου της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, Θεσσαλονίκη 1986, της οποίας τελικό συμπέρασμα είναι ότι "ο Όρος της Χαλκηδόνας κατά το δογματικό του περιεχόμενο δεν είναι απλώς σύμφωνος με τη Χριστολογία του Κυρίλλου, αλλά έχει εμφανώς Κυρίλλειο χαρακτήρα", σελ. 221. Σχετικώς βλ. και Β. Φανουργάκη, Ο Κυρίλλειος χαρακτήρας του "Όρου της Χαλκηδόνος στο Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις Αρχαίες Ανατολικές μη Χαλκηδόνιες Εκκλησίες. Η αντιμετώπιση του θέματος στην εκκλησιαστική γραμματεία, Θεσσαλονίκη 1993.
- 10. Βλ. σχετικώς Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου Προς Ιερομόναχον Ιερώνυμον κατά Αρμενίων. Η επιστολή αυτή του αοιδίμου σοφού και φωτισμένου Γέροντος Δανιήλ, που καταλέγεται στις μεγάλες αγιορείτικες μορφές των τελευταίων χρόνων δημοσιεύεται στον τόμο ε' της σειράς των απάντων του, ο οποίος φέρει τίτλον Εξ ερήμου Διατυπώσεις, σελ. 49-71. Αναιρεί τις απόψεις του αρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Ψωμιάδου, μετέπειτα αρχιερέως, ο οποίος προ εκατό ακριβώς ετών, στα τέλη του περασμένου αιώνος ισχυριζόταν ότι «η Αρμενική Εκκλησία μόνον κατά τα έθιμα και τους τύπους διαφέρει της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και ότι λόγοι ουχί ουσιωδώς δογματικοί απέσπασαν αυτούς αφ' ημών». Η σχετική επιστολιμαία πραγματεία του Γέροντος Δανιήλ προς τον ιερομόναχον Ιερώνυμον έχει ημερομηνίαν 24 Μαρτίου 1892.
Την πληροφορία για την επιτυχία της προσπάθειας αυτής επιστροφής των Αρμενίων δίδει ο ίδιος ο πατριάρχης Φώτιος στην επιστολή του προς τον ηγεμόνα των Αρμενίων Ασούτ ή Ασώτ, επιγραφόμενη Κατά τής Θεοπασχιτών αιρέσεως: «Το μεν ουν την παραίνεσιν ημών πέρας οίον ευχόμεθα λαβείν, ου βεβαίως ελπίζομεν, ει μη με των προλαβόντων άλλων Αρμενίων, ων ου προ πολλού χρόνου η επιστροφή και διόρθωσις, δια της ομοίας παραινέσεως και του μακαριωτάτου Ιωάννου αρχιεπισκόπου Νίκης λαμπρώς τε και ως άριστα προελθούσα, και περί της υμών αρετής φρονείν τα αμείνω προετρέψατο». Επιστολή 284, εν Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, τόμ. 3, σελ.4 ε., έκδ. Β. Laourdas - L. Westerink (Bibliotheca Teubneriana). - 11. Επιστολή 2, Εγκύκλιος επιστολή προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους,αυτόθι τόμ. 1, σελ. 41.
- 12. Επιστολή 139, Τω άρχοντι των αρχόντων, P.G. 111, 365. R. Jenkins - L. Westerink,Nicholas I, patriarch of Constantinople, Letters, σελ. 49-52.
- 13. Arethae Archiepiscopi Caesariensis Scripta Minora, έκδ. L. Westerink, τόμ. I, Leipzig 1968, σελ. 52.
- 14. Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου, «Σχέσεις του αγίου Φωτίου με την αρμενική εκκλησία», Σύναξη, τεύχος 30, Απρίλιος - Ιούνιος 1989, σελ. 28.
- 15. Β. Laourdas - L. Westerink, ένθ' ανωτ., τόμ. 3, σελ. 98 έ.
- 16. J. Darrouzes, «Deux lettres inedites de Photius aux Armeniens», REB 29(1971) 137-181.
- 17. Επιστολή 284, Κατά της Θεοπασχιτών αιρέσεως, στίχοι 422-425, ένθ' ανωτ., τόμ. 3, σελ. 15.
Είναι οι Αρμένιοι Ορθόδοξοι; Οι θέσεις του Μ. Φωτίου.
Σειρά "Καιρός"
Θέματα Εκκλ. Επικαιρότητος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995
Σειρά "Καιρός"
Θέματα Εκκλ. Επικαιρότητος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995
πηγη:impantokratoros.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου