xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΩΣ ΤΥΠΟΣ, ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΩΣ ΤΥΠΟΣ, ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ




Του Νάσιου Αποστόλου Θεολόγου


Ο ρόλος του επισκόπου στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πολύ σημαντικός. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο είναι <<στρατιώτης Ιησού Χριστού>>(Β ΤΙΜ 2,3), <<Θεού διάκονος>> (Β Κορ 6.4), η ορατή κεφαλή και το κέντρο της τοπικής Εκκλησίας. Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος είχε γράψει πως ο επίσκοπος είναι <<προκαθήμενος εις τύπον και τόπον Θεού>>. Χωρίς τον επίσκοπο και την τέλεση της θείας Ευχαριστίας δεν υφίσταται Εκκλησία!

Ο Επίσκοπος, λοιπόν, έχει ως κύριον έργον του και πρωταρχικόν το να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα γιατί όλα τα άλλα νοηματίζονται από τη σχέση τους με τη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην Αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας ετελούντο μέσα στη Θεία Ευχαριστία  Ο Επίσκοπος συνεπώς όταν διοικεί δεν ασκεί διοίκηση, όπως λέμε, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας της οποίας προΐσταται. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει αγιασμός και ευλογία στη ζωή των πιστών.
Μόνο στη Θεία Ευχαριστία υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. ‘Ολη η χάρις και ο αγιασμός στη ζωή μας πηγάζουν από εκεί. Δεδομένου, όμως, ότι η Θεία Ευχαριστία χωρίς  τον Επίσκοπο είναι αδιανόητη, ούτε χάρις και αγιασμός στη ζωή μας είναι δυνατή χωρίς την ευλογία του Επισκόπου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου. Είναι η θέση του στη Θεία Ευχαριστία και τίποτε άλλο. Ο Επίσκοπος στην ουσία δεν είναι διοικητής, είναι λειτουργός.
Αλλά τι σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι πρωτίστως και κατεξοχήν λειτουργός και προεστώς της Ευχαριστίας; Ποιο είναι το βαθύτερο θεολογικό νόημα αυτής της αλήθειας ;
O  Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στον οποίον αναφέρθηκα ήδη, βλέπει τον Επίσκοπο μέσα στη Θεία Ευχαριστία ως<< καθήμενον εις τόπον ή τύπον Θεού περιστοιχούμενον από τους πρεσβυτέρους>>, οι οποίοι λειτουργούν εις τύπον των Αποστόλων. Η εικόνα αυτή επεκράτησε σε όλη τη διαδρομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμέσου των αιώνων. Όλα λοιπόν και όλοι μέσα στη Θεία Ευχαριστία εικονίζουν κάτι. Ο λαός τον κόσμο ολόκληρο, ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι ιερείς του Αποστόλους, οι διάκονοι τους Αγγέλους.

Δεν είναι συνεπώς χωρίς σημασία το ότι ο Επίσκοπός και οι λειτουργοί στη Θεία Ευχαριστία φέρουν λαμπρές στολές. Κακώς σκανδαλίζονται πολλοί σήμερα από τη λαμπρότητα των αμφίων της Εκκλησίας μας και θέλουν δήθεν να τα απλοποιήσουν. Όλα στη Θεία Ευχαριστία είναι λουσμένα στο φως και τη λαμπρότητα γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία μας θέλησε να δείξει ότι στη Θεία Λειτουργία ζούμε στη Βασιλεία του Θεού…
..............

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Δημητρίου στο Α΄ Λειτουργικό Συνέδριο
που έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη, 27 Φεβρ. - 1 Μαρτίου 2002]

γ. Και τι είναι ο Επίσκοπος;  Το αναλύει θεοφωτίστως ένας γνήσιος φορεύς και φύλαξ και εξαγγελεύς της ιεράς Παραδόσεως, ο θεοφόρος Ιγνάτιος:

 «όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν ή Ιησούς Χριστός, εκεί η καθολική εκκλησία» (Σμυρναίοις VΙΙΙ, 2)·

«αυτός ων θύρα του Πατρός, δι’ ης εισέρχονται Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και οι προφήται και οι απόστολοι και η εκκλησία. Πάντα ταύτα εις ενότητα Θεού» (Φιλαδελφεύσι ΙΧ, 1). Τι σημαίνει «θύρα του Πατρός» το κατανοούμε από το λόγο του Κυρίου «εγώ ειμι η θύρα των προβάτων» (Ιωάν. ι, 7), όπερ εμμέσως δηλώνει την εκκλησιολογική ταυτότητα και το λειτούργημα του Επισκόπου ως εικόνος του Σωτήρος Χριστού.

Και σε πάρα πολλά άλλα χωρία ο Άγιος τονίζει τη μοναδικότητα του Επισκόπου ως τύπου­εικόνος του Θεού Πατρός (Τραλλιανοίς ΙΙΙ, 1· Μαγνησιεύσιν ΙΙΙ, 1­2·  πρβλ. και Ρωμαίοις ΙΧ, 1· Μαγνησιεύσιν VΙ, 1 και VΙΙ, 1· Σμυρναίοις VΙΙΙ, 1)  και εν ταυτώ ως τύπου­εικόνος του Κυρίου Ιησού Χριστού (Εφεσίοις VΙ, 1· Τραλ. ΙΙ, 1),   και κατά συνέπειαν ως ορατής κεφαλής της τοπικής Εκκλησίας (πρβλ. Εφ. V, 1­2· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VΙΙΙ, 2),

μέ συγκεκριμένη λειτουργικότητα­αποστολή να προΐσταται, να προασπίζει, να επισκοπεί και να ιερουργεί:

 την εκκλησιαστική ενότητα (Εφ. ΙV, 1­2 και V 1­3), η οποία κατά τον Άγιο ταυτίζεται και φανερώνεται στην ευχαριστιακή ενότητα­μοναδικότητα (Φιλαδελφεύσιν ΙV· Μαγνησιεύσι VΙ 1­2 και VΙΙ, 2·  Σμυρναίοις VΙΙΙ, 1­2),

— την μυσταγωγική αποκλειστικότητα χάριν της Εκκλησίας (Φιλαδ. ΙΧ, 1),

— την κατάλυση των σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ, 1),

— την άμωμη ενότητα του πλήθους των χριστιανών ως προϋπόθεση μετοχής τους στο Θεό (Εφ. ΙV, 2· Τραλ. ΙΙ, 1),

— την ευχαριστιακή και βαπτισματική εγκυρότητα (Φιλαδ. ΙV, 1· Σμυρν. VΙΙΙ, 1­2),

— την μυστηριακή κοινωνία του άρτου του Θεού (Εφ. V, 2),

— την ταύτισή τους με τη γνώμη του Θεού και άρα τη σωτηριώδη βεβαιότητα της ευαρεστήσεως (Εφ. ΙΙΙ, 2· Σμυρν. VΙΙΙ, 2· Φιλαδ. VΙ).

Μέ άλλα λόγια, όλο το μυστήριο και η ζωή της Εκκλησίας συγκροτείται και διασφαλίζεται διά του Επισκόπου…

1. όχι επειδή έχει “αυτοτελώς” κάποια ιδιοπρόσωπη θεία εύνοια ή κάποια προσωποπαγή  θεσμική ιδιότητα, αλλ’ ακριβώς επειδή είναι ο προεστώς της Εκκλησίας, περιβαλλόμενος από το “συνέδριο” των πρεσβυτέρων και τον όμιλο των διακόνων και βεβαίως όλη την λοιπή εκκλησιαστική σύναξη·

2. οι συγκεκριμένες προτροπές παραπέμπουν στην πρωτοχριστιανική Ευχαριστιακή Σύναξη: με τους πιστους που έχουν προκαθήμενο τον Επίσκοπο, συγκαθήμενο το πρεσβυτέριο και τους διακόνους (όπου και φανερώνεται η ενότητα­ταυτότητα­ιδιοσυστασία της Εκκλησίας εν τη θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω, όπως την αναλύει στην κλασική πλέον μελέτη του ο Σεβ. Περγάμου κ. Ιωάννης)·

3. προτρέπει τους χριστιανούς να επιβεβαιώσουν την χριστιανική τους ιδιότητα μέσα στην εκκλησιαστικότητα, μέσα στην Εκκλησία (“πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε θεού, ως επί εν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν” [Μαγν.VΙΙ, 1­2]) · αλλά και υπογραμμίζει την ενότητα του Σώματος υπό τον Επίσκοπο όχι ως αυτο­αυθεντία, αλλ’ ως ζώσα εικόνα και τύπο και μιμητή του Σωτήρος Χριστού·

4. η θέαση της επισκοπικής αποκλειστικότητος είναι χριστοκεντρική· όπως χριστοκεντρική είναι η θέαση της περί τον Επίσκοπο συνάξεως των πρεσβυτέρων και διακόνων και των πιστών.

Αυτή η θεόδοτη ταυτότητα και αποστολή του Επισκόπου αποτελεί αστασίαστη αποστολική και πατερική οροθεσία και ομολογία· από τις ποιμαντικές Επιστολές του Αποστόλου Παύλου (βλ. Τίτ. α, 5 εξ.) μέχρι και των ημερών μας (πρβλ. “Ποιμαντική” Αγίου Νεκταρίου).

Άλλωστε, στην μακραίωνη ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας, η όλη εκκλησιαστική και λειτουργική ζωή οργανώνεται και υφίσταται περί το αυτό κέντρο, τον Επίσκοπο ως προεστώτα της (αισθητώς) μιάς Ευχαριστίας αρχικώς, ως προεστώτα της ενοειδούς τοπικής Εκκλησίας εν συνεχεία. Από παίδων βαπτιζόμενοι μετέχουμε στη θεία Λειτουργία (τήν κατεξοχήν έκφραση της εκκλησιαστικότητος, εξ ου και “εκκλησιασμός”­σύναξη της εκκλησίας)· και οι μεν κατηχηθέντες επιπλέον μυσταγωγούμεθα, οι δε μη κατηχηθέντες διαισθανόμεθα αυτήν την εκκλησιολογική απαράβατη αρχή: ότι ο Επίσκοπος είναι «κεφαλή Χριστού πληρώματος» (Γρηγορίου Θεολόγου, ΡG, 35, 501) και ότι δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν Επίσκοπος εκτός Εκκλησίας αλλ’ ούτε και Εκκλησία άνευ του Επισκόπου (βλ. Αγίου Κυπριανού, Επιστολή 69, ΡL, 4 c: «episkopum in ecclesia esse, et ecclesiam in episcopo»).

Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (17ος αι.) στην Ορθόδοξη Ομολογία του γράφει: «τό επισκοπικόν αξίωμα ούτως εστίν εν τη Εκκλησία αναγκαίον, ώστε χωρίς αυτού μη δύνασθαι μήτε Εκκλησίαν μήτε χριστιανόν τινα ή είναι ή όλως λέγεσθαι· αυτός γαρ ο αξιωθείς επίσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος…, ζώσά εστιν εικών του Θεού επί της γής… ούτω δε αυτού το αναγκαίον εννοούμεν εν τη Εκκλησία, ως εν τω ανθρώπω την αναπνοήν και εν τω αισθητώ τούτω κόσμω τον ήλιον… ό,τι Θεός εν τη ουρανίω των πρωτοτόκων Εκκλησία και ήλιος εν τω κόσμω, τούτο έκαστος αρχιερεύς εν τη κατά μέρος Εκκλησία».

Και βέβαια, αυτά συντελούνται με την αδιάσπαστη διττή λειτουργία του επισκοπικού χαρίσματος­θεσμού­λειτουργήματος: με την ιερουργία και με την ποιμαντική, που ουσιαστικά αποβλέπουν στην προαγωγή της ενότητος και της τελειότητος των μελών του Σώματος, “εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” (Εφ. δ΄,  13), στην αναγωγή πάντων στα “άνω” (Κολ. γ΄ 1) και την προβίωση των εσχάτων, «όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα» (Εβρ. στ΄, 20).

Οι Ευχές της χειροτονίας Επισκόπου ομιλούν σαφέστατα:

Η πρώτη: «Δέσποτα Κύριε, ο Θεός ημών, ο νομοθετήσας ημίν διά του πανευφήμου σου Αποστόλου Παύλου, βαθμών και ταγμάτων τάξιν, εις το εξυπηρετείσθαι και λειτουργείν τοις σεπτοίς και αχράντοις σου Μυστηρίοις εν τω αγίω σου θυσιαστηρίω… και τούτον τον ψηφισθέντα…, διά της χειρός εμού του αμαρτωλού και των συμπαρόντων Λειτουργών και Συνεπισκόπων, τη επιφοιτήσει και δυνάμει και χάριτι του Αγίου σου Πνεύματος ενίσχυσον… και ανεπίληπτον αυτού την Αρχιερωσύνην απόδειξον, καί… άγιον ανάδειξον εις το άξιον γενέσθαι του αιτείν αυτόν τα προς σωτηρίαν του λαού και επακούειν σε αυτού».

Και η δεύτερη:. «Κύριε, ο Θεός ημών, ο διά το μη δύνασθαι την ανθρώπου φύσιν της τής Θεότητος υπενεγκείν ουσίαν, τη ση οικονομία ομοιοπαθείς διδασκάλους καταστήσας, τον σον επέχοντας θρόνον, εις το αναφέρειν σοι θυσίαν και προσφοράν υπέρ του λαού σου· σύ, Χριστέ, και τούτον τον αναδειχθέντα οικονόμον της Αρχιερατικής χάριτος, ποίησον μιμητήν σου του αληθινού Ποιμένος, τιθέντα την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων σου…».

Και απαριθμεί στη συνέχεια ενδεικτικά την παραδοσιακή και πατερική Αγιοπνευματική φωτιστική ποιμαντική του Επισκόπου, όπου ο Επίσκοπος καλείται να γίνει “φώς” και “φωστήρ”· όχι απλώς μεταφορικά, αλλά (σύμφωνα με την πάγια αγιογραφική και αγιοπατερική ορθόδοξη ερμηνευτική περί της εμπειρίας των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων) κατά μετοχήν του ακτίστου φωτός διά καθάρσεως. Μόνον έτσι εκπληρώνεται η εκκλησιαστική διαγνωστική περί της ταυτότητος του Επισκοπικού αξιώματος.

Τοιουτοτρόπως καταδεικνύεται —τό τονίζω— όχι κάποια αυτόνομη ιεροκρατία ή επισκοποκρατία, αλλ’ η ουσία και η αξία της λειτουργικής παραδόσεως:

- της λειτουργικώς παραδεδομένης εκκλησιολογίας,

- της λειτουργικώς φυλασσομένης ορθοδοξίας,

- της λειτουργικώς εκφαινομένης εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας,

- της λειτουργικώς οργανωμένης ιδιαιτερότητος και συμπληρωματικότητος κλήρου και λαού στο εν Σώμα της μιάς Εκκλησίας του Χριστού.

Διότι η λειτουργική παράδοση του Σώματος της Εκκλησίας είναι αυτή που παρέλαβε και παρέδωσε “τό Μυστήριον του Χριστού” και τον “Κανόνα της Πίστεως”. Και συνεχίζει να παραλαμβάνει και παραδίδει τον “Κανόνα της Πίστεως” η οποία εμβιώνεται, μυσταγωγεί και ομολογείται μέσα στον “Κανόνα της λατρείας”, δηλαδή στην λειτουργική Παράδοση.

* * *

δ. Είναι αυτονόητο πώς ο Επίσκοπος, με τη μοναδική (θεμελιώδη ή κεντρική ή ανακεφαλαιωτική) σημασία της εκκλησιολογικής του θέσεως, έχει και την κύρια ευθύνη—αποστολή διασώσεως της Παραδόσεως. Η Εκκλησία βεβαίως είναι υπέρ την Παράδοση, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι ο Επίσκοπος ή οι Επίσκοποι είμεθα υπέρ την Παράδοση. Ήδη στην πρώιμη εποχή ο άγιος Ιγνάτιος συμβούλευε τον ομότροπό του άγιο Πολύκαρπο: «Μηδέν άνευ γνώμης σου γινέσθω· μηδέ συ άνευ γνώμης Θεού τι πράσσε» (πρός Πολύκαρπον ΙV, 1).

Ο Απόστολος Παύλος «παρέδωκεν ο και παρέλαβεν» (βλ. Α΄ Κορ. ιε΄, 3).

Και ο όσιος Μάξιμος βεβαιώνει: «Εμόν μεν   ουδέν ερώ παντελώς· ο δε παρά των Πατέρων εδιδάχθην, φημί» (Επιστολή 15, ΡG 91, 544D).

«Διό, αδελφοί [προειδοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός] στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια α έθεντο οι άγιοι πατέρες ημών· μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν, και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ει γαρ δοθή άδεια παντί βουλομένω, κατά μικρόν όλον το σώμα της Εκκλησίας καταλυθήσεται» (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 3, 41. ΡG 94, 1356CD).

Τουναντίον, όπως διατρανώνει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, «… κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν· αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα… κατά την αρχήθεν παράδοσιν της αγίας του Θεού Καθολικής Εκκλησίας, είτουν των αγίων πατέρων ημών» (αποσπάσματα Πρακτικών της δ΄ συνεδρίας, παρά π. Ιω. Ρωμανίδη, “Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας”, τ. Β, 2000, σ. 123, 125).

Τήν βεβαιότητα και τον στηριγμό στην εκκλησιαστική ζωή της Ορθοδοξίας δεν παρέχουν μόνο τα “δόγματα” των Πατέρων, αλλά και τα “πράγματα”. Όχι μόνο η δογματική παράδοση, αλλά και η πατερική παραδοσιακή πρακτική, και ειδικότερα (όσον αφορά την Ζ΄ Οικουμενική) η λειτουργική παράδοση της τιμής και προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού, των ιερών εικόνων, των ιερών λειψάνων. Μέσα από αυτόν τον διττό σεβασμό προς την ενιαία διττή Παράδοση (τού δόγματος και της πρακτικής, της πίστεως και της λειτουργικής πράξεως) εκπληρώνεται ένας απαράβατος όρος ορθοδόξου εμπολιτεύσεως: το επακολουθείν «τή θεηγόρω διδασκαλία των αγίων Πατέρων ημών, και τη παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας. Του γαρ εν αυτή οικήσαντος Αγίου Πνεύματος είναι ταύτην γινώσκομεν» (Ζ΄ Οικουμενική).

Γι’ αυτό άλλωστε μακαρίζουν όσους διακηρύσσουν «τήν των Αποστόλων   και εις Πατέρας διήκουσαν   έγγραφόν τε και άγραφον παράδοσιν» (Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος). Η Αποστολική Παράδοσις εγγράφως και αγράφως διασώζεται μέσα στην Πατερική οροθεσία λόγων και ζωής, την οποία διασφαλίζουν με πιστότητα οι Πατέρες-Προεστώτες των τοπικών Εκκλησιών Επίσκοποι.

Άλλωστε, δεν δόθηκε η εξουσία σε μάς, τους ιεράρχες, για να έχουμε ασυδοσία καταφρονήσεως των κανόνων και της αγίας παραδόσεως (θά συμπληρώναμε), αλλά να στοιχιζόμεθα στα Πατερικώς κατοχυρωμένα και να επακολουθούμε στους προηγουμένους. «Εξουσία τοις ιεράρχαις εν ουδενί δέδοται επί πάση παραβάσει κανόνος, ή μόνον στοιχείν τα δεδογμένα και έπεσθαι τοις προλαβούσιν» (οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολή 24, 78­80).

* * *

ε. Θα μου πείτε, βεβαίως, πώς εδώ γίνεται λόγος για την κανονική και δογματική Παράδοση. Αλλά τίποτε στην Εκκλησία δεν είναι ανεξάρτητο. Το δόγμα, η λατρεία, η λειτουργική, η ποιμαντική, η άσκηση, όλα συνιστούν στοιχεία, εκφράσεις, απλανή οριοθέτηση και ομολογία της ιστορικής εμβιώσεως του Μυ-στηρίου της Οικονομίας από την Εκκλησία. Και βέβαια, στην εκκλησιαστική διακήρυξη και κατοχύρωση της ακριβείας όλων αυτών, αυτονόητη είναι η θέση των Επισκόπων—ορατών κεφαλών των τοπικών Εκκλησιών, που συνέρχονται στις Άγιες Συνόδους και καταφάσκουν την οροθεσία των Πατέρων, είτε αυτοί είναι ήδη Επίσκοποι είτε είναι άλλοι Κληρικοί ή και Μοναχοί.

Παράδειγμα περί των ανωτέρω είναι το “Συνοδικόν της Ορθοδοξίας”. Σ’ αυτό τονίζεται το ενιαίον (μέ τη σφραγίδα του Χριστού) της θείας Αποκαλύψεως: στους Προφήτες, τους Αποστόλους, στην Εκκλησία [τ.έ. τις πλήρεις φανερώσεις σε διαφόρους τόπους της μιάς Εκκλησίας, της υπό τους Επισκόπους], στους Διδασκάλους, στην υπ’ ουρανόν Ορθοδοξία. Αμέσως μετά, διακηρύσσεται το ταυτόν του χριστολογικού και εκκλησιολογικού φρονήματος σε όλη αυτήν την παράδοση (“ούτω φρονούμεν… ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους αυτού Αγίους»). Και τέλος, κατοχυρώνεται η λειτουργική συνέπεια και πρακτική της ανωτέρω Βιβλικής, Αποστολικής, Πατερικής και Εκκλησιαστικής Παραδόσεως: «εν λόγοις τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν ναοίς, εν εικονίσμασι…». Όλα αυτά συνιστούν λειτουργική παράδοση του δόγματος. Άλλωστε, η συγκεκριμένη δογματική διακήρυξη εμπλουτίσθηκε αργότερα και εντάχθηκε στη λιτανεία των ιερών εικόνων της Κυριακής της Ορθοδοξίας, δηλαδή στο λειτουργικό εορτολογικό τυπικό.

Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλες περιπτώσεις, όπου το δόγμα και συν αυτώ το καθαγιασμένο εκκλησιαστικό ήθος πηγάζουν από την ενιαία παράδοση, αλλά και την διαμορφώνουν.

Έχουμε αυτονόητα και απαραίτητα δογματικές διασαφήσεις για το Μυστήριο της θείας Οικονομίας στις λειτουργικές Ευχές (πού συνέθεσαν ή πάντως διαμόρφωσαν οι άγιοι Επίσκοποι και θεοφόροι Πατέρες Μ. Βασίλειος και Ι. Χρυσόστομος), όπως επίσης και στη λειτουργική πρακτική (π.χ. τριττή κατάδυση­ανάδυση Βαπτίσματος, ορθία στάση την Κυριακή, λιτανεία ιερών εικόνων)· έχουμε τη διαμόρφωση της Ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων (μέ την πανηγυρική διακήρυξη της ανακεφαλαιώσεως των πάντων εν τω επιφανέντι Θεανθρώπω Σωτήρι Χριστώ στην Ευχή)· έχουμε την υμνογραφία της Παρακλητικής­Οκτωήχου (όπου διακηρύσσεται π.χ. η Τριαδολογία στους Τριαδικούς Κανόνες, η Χριστολογία της Α΄ Οικουμενικής, η Πνευματολογία της Β΄ Οικουμενικής ή το δόγμα της Χαλκηδόνος)· έχουμε την καθιέρωση του κύκλου των ακινήτων εορτών που Χριστολογικά ή Θεομητορολογικά μας εισάγουν στην λειτουργική εμβίωση του δόγματος (βλ. σχετικά Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού “Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας”, εκδ. “Αρμός”, 1995, σσ. 310εξ.)· έχουμε την μεταγενέστερη καθιέρωση ειδικών εορτών λόγω της θεολογικής τους σπουδαιότητος στη διασφάλιση της ορθοδόξου πιστότητος (π.χ. του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά τη Β΄ Κυριακή της Τεσσαρακοστής μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας).

Το αυτό συμβαίνει με όλο το θεόπνευστο αγιοπαράδοτο σύστημα της Ορθοδόξου Λατρείας: με τη θεία λειτουργία, με την τελετουργία των μυστηρίων, με την ημερονύκτια αλληλουχία των ακολουθιών, με το ιερότευκτο τυπικό της λογικής λατρείας, με την διαμόρφωση του συστήματος της ψυχοσωματικής ασκητικής για την λειτουργική μέθεξη (τών κατηχουμένων ωρίμων προ του Βαπτίσματος, ή των πιστών προ των μεγάλων εορτών ως προσδοκία του Ερχομένου), με την ναοδομική και εικονογραφική και μουσική και αμφιολογική συμβολική της εν τω κόσμω και υπέρ τον κόσμο ακτίστου Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Όλα αυτά δεν καθιερώθηκαν παρά διά του Συνοδικού και Επισκοποκεντρικού συστήματος της ευχαριστιακής και κανονικής οργανώσεως της Εκκλησίας. Η λειτουργική Παράδοση αυτονόητα έχει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της εκκλησιαστικότητος, και εκκλησιαστικότητα δεν υπήρξε ποτέ ερήμην των Επισκόπων και των Συνόδων.

* * *

στ. Η Παράδοση, ως καρπός και έμπνευση της διά Χριστόν μονίμου παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, είναι θεμελιώδης. Η πιστότητα στην Παράδοση μαζί με την αποστολική διαδοχή και την πιστοποιημένη εκκλησιαστική αρχαιότητα είναι η ασφαλιστική δικλείδα για την αξιοπιστία της μαρτυρίας των Επισκόπων, διδάσκει ο κατεξοχήν εκκλησιοκεντρικός των αρχαίων Πατέρων άγιος Ειρηναίος σε πρώιμη ήδη εποχή και με έντονη τη δράση των αιρέσεων (βλ. Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, ΙV, 26, 2­5 [εισαγωγή­μετάφραση­ σχόλια αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, 1991]).

Αντιμετωπίζοντας την ψευδώνυμη γνώση των αιρετικών γράφει: «Η αληθινή γνώσι είνε η διδαχή των αποστόλων και το αρχαίο σύστημα της Εκκλησίας που υπάρχει σε όλο τον κόσμο· το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σώματος του Χριστού κατά τις διαδοχές των επισκόπων, στους οποίους εκείνοι παρέδωσαν τις κατά τόπους εκκλησίες· η πληρέστατη χρήσι της Γραφής, η οποία έφθασε μέχρις εμάς, επειδή ακριβώς φυλάχθηκε χωρίς καμμία παραχάραξι, έτσι ώστε να μη επιδέχεται ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεσι· η ανόθευτη μελέτη και η σωστή διδασκαλία σύμφωνα με τη Γραφή, η ακριβής και ακίνδυνος και αβλάσφημος· και τέλος η ιδιαίτερη δωρεά της αγάπης…» (βιβλίο ΙV, κεφ. λγ΄, 8­9, ενθ. αν. σσ. 332­3).

«Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να υπακούμε στους πρεσβυτέρους, που είνε στην Εκκλησία και έχουν, όπως αποδείξαμε, τη διαδοχή των αποστόλων. Αυτοί μαζί με τη διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος πήραν βέβαιο το χάρισμα της αληθείας σύμφωνα με την ευδοκία του Πατρός… Όπου, λοιπόν, δόθηκαν τα χαρίσματα του Κυρίου, εκεί πρέπει να μαθαίνωμε την αλήθεια· από αυτούς που έχουν τη διαδοχή στην Εκκλησία από τους αποστόλους, κατέχουν δε το υγιές και άμεμπτο της αναστροφής, το ακίβδηλο και αδιάφθορο του λόγου» (βιβλίο ΙV, κεφ. κστ΄, 2 και 5, ένθ. αν. σσ. 316, 318).

Διαδοχή των Αποστόλων και του επισκοπικού αξιώματος (άρα χειροθεσία­χειροτονία των επισκόπων), χάρισμα αληθείας, αρχαιότητα της Εκκλησίας (σέ αντίθεση με τις καινοφανείς αιρέσεις), άμεμπτη διαγωγή και άμεμπτη ερμηνεία­διδαχή της Γραφής: είναι τα στοιχεία στα οποία εδραζόταν εκείνα τα πρώϊμα χρόνια η ασφάλεια των πιστών. Όμως, όπως συνάγεται κι από άλλες παραπομπές του Αγίου (βλ. βιβλίο ΙV, κεφ. ΧVΙ, 1­6,ένθ. αν. σσ. 297­300), όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο εκκλησιαστικό Σώμα, το οποίο ιερουργεί και προσφέρει στον Θεό την Ευχαριστία. Σέ αντίθεση με τους αιρετικούς, που από την βλάσφημη απιστία τους στη θεότητα του Λόγου δεν δικαιούνται να τελούν τα θεοΐδρυτα Μυστήρια, στην Εκκλησία υπάρχει η αληθινή πίστη περί του Μυστηρίου και η αληθινή τέλεση του Μυστηρίου: «Η δική μας γνώμη συμφωνεί με την Ευχαριστία, και η Ευχαριστία, πάλι, επιβεβαιώνει τη γνώμη μας» (ένθ. αν. § 5, σ. 299/300). Ιδού, λοιπόν, πάλι η αμφίδρομη σχέση δόγματος και λειτουργίας μέσα στην αποστολική διαδοχή.

Η καταφυγή στην Αποστολική Παράδοση και μάλιστα στη λειτουργική Παράδοση, που διατηρείται βέβαια με την αδιάκοπη επισκοπική διαδοχή, γίνεται πολύτιμη μαρτυρία για την ορθόδοξη αντιρρητική των Πατέρων. Ο Μ. Βασίλειος, προκειμένου να καταρρίψει τις ενστάσεις των πνευματομάχων για την ομοτιμία του Αγίου Πνεύματος, καταφεύγει στη λειτουργική Παράδοση και εν εκτάσει επικαλείται την εκκλησιαστική εγκυρότητα αυτής της Παραδόσεως (Πρός Αμφιλόχιον, Περί του Αγίου Πνεύματος, 26· βλ. και Πηδάλιον…, εκδ. ΑΣΤΗΡ 1970, σ. 642 εξ.).

Είναι περίφημη αυτή η αναφορά: «Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν Μυστηρίω [στήν τελετουργία των Μυστηρίων] παρεδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντερεί, όστις γε   καν κατά μικρόν γούν θεσμών εκκλησιαστικών  πεπείραται… Ει γαρ επιχειρήσαιμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν, παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιϊστώντες το κήρυγμα…».

Προχωρεί στην παράθεση των τοιούτων (σιωπωμένων) ιερών λειτουργικών συνηθειών, που δεν ήταν μέχρι τότε καταγεγραμμένες, αλλά παραδίδονταν ως άγραφα έθη διά της Παραδόσεως: το σημείο του Σταυρού που σχηματίζουμε οι χριστιανοί στο σώμά μας, η προς ανατολάς στροφή κατά την προσευχή, τα λόγια της επικλήσεως κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και οι άλλες λειτουργικές προσευχές, η ευλογήση του ύδατος και του ελαίου της Βαπτίσεως, η χρίση με το λάδι, η τριπλή κατάδυση, η προ αυτής αποταγή του σατανά και τέλος το πιό σπουδαίο, η ομολογία της πίστεως στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα.

Επεξηγεί ότι η παράδοση των “δογμάτων” είναι άγραφη και σιωπώμενη, αφενός μήπως τα διαβάσουν οι αμύητοι (τότε δεν ήταν όλοι βαπτισμένοι), και αφετέρου μήπως και οι  πιστοί τα συνηθίσουν με την ανάγνωση και τα καταφρονήσουν. Ενώ η σιωπή επιδοτεί την αίσθηση του μυστηρίου και την ευλάβεια.

Ο ίδιος πάντως αναλύει το νόημα που έχουν τρεις τέτοιες συνήθειες (άγραφες μεν στην Αγία Γραφή, καθιερωμένες όμως στη λειτουργική πράξη): η προς ανατολάς στροφή σημαίνει τον προσανατολισμό και την προσδοκία του Παραδείσου (εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον κατά ανατολάς)· όρθιοι χωρίς κλίση γονάτων απευθύνουμε τις λειτουργικές Ευχές την Κυριακή, αφενός γιατί συναναστηθήκαμε με τον Χριστό και οφείλουμε να στρεφόμεθα προς τα άνω, και αφετέρου διότι η Κυριακή είναι σύμβολο και της αιωνιότητος την οποία αναλογιζόμεθα και προς την οποία ανατείνουμε την ύπαρξή μας ιστάμενοι όρθιοι κατά τις λειτουργικές προσευχές της Κυριακής. Τέλος, με την γονυκλισία και την ανόρθωση των υπολοίπων ημερών δείχνουμε την πτώση μας διά της αμαρτίας και την ανάστασή μας από την φιλανθρωπία του Δημιουργού μας.

Μετά από όλα αυτά ο Άγιος τονίζει ότι σφάλλονται οι αιρετικοί κατήγοροί του, που ζητούν την αποκλειστικότητα των χρησιμοποιουμένων λειτουργικών φράσεων μόνο στην Αγία Γραφή και αγνοούν την εγκυρότητα της Αποστολικής Παραδόσεως. Πάνω σ’ αυτήν την Παράδοση, που ο ίδιος την ανεύρε στην «ανεπιτήδευτη συνήθεια» των «αδιαστρόφων [δηλ. Ορθοδόξων] Εκκλησιών», στηρίζει τη λειτουργική χρήση της φράσεως: «Δόξα Πατρί και Υιώ συν Αγίω Πνεύματι» και ειδικά τη χρήση της λέξεως «σύν».

Μήν ξεχνούμε ότι ο διασαφηνίζων τα προηγούμενα είναι Επίσκοπος της Μητροπόλεως Καισαρείας, ο οποίος με αυτή του την ιδιότητα ομολογεί ότι παρέλαβε και παραδίδει τα “δόγματα” (τήν αδημοσίευτη άγραφη παράδοση) και τα “κηρύγματα” (τήν δημοσιευόμενη γραπτή παράδοση) της Εκκλησίας. Το συγκεκριμένο απόσπασμα της δογματικής αυτής επιστολής του περιλαμβάνεται στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.

Τήν ενότητα δόγματος, λειτουργικής παραδόσεως και εκκλησιαστικής ζωής (λειτουργικής και ασκητικής) στη μυσταγωγία και πρακτική του Βαπτίσματος και της θείας Κοινωνίας αναλύει ο επώνυμος Κατηχητής Πατήρ της Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Στό έργο του, μάλιστα, διασώζεται η αρχαϊκή εκκλησιαστική πρακτική της κατηχήσεως, την οποία προσωπικά ασκούσε ο Επίσκοπος, ο φύλαξ και διαγγελεύς της όλης Παραδόσεως (βλ. Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, εισαγωγή­κείμενο­μετάφραση­πίνακες, εκδ. “Ετοιμασία” Ι. Μ. Τιμ. Προδρόμου Καρέα, 1999, με μια θαυμάσια εισαγωγή, κατατοπιστική και επί του θέματός μας).

Η Παράδοση, λοιπόν, και μάλιστα η λειτουργική Παράδοση της αεί ζώσης και ουδέποτε παλαιουμένης Εκκλησίας εγκρύπτει θησαυρό θεοκοινωνίας και θεολογίας. Μέσα στη λειτουργική Παράδοση (όχι μόνο της θείας Λειτουργίας, αλλά και όλων των ιερών Μυστηρίων και της Ορθοδόξου λατρείας) διασώζεται ακμάζουσα η εκκλησιαστική θεοκοινωνία και θεολογία. Όλα όμως αυτά —επαναλαμβάνω— υφίστανται στα παραδεδομένα εκκλησιολογικά πλαίσια, με επίκεντρο τον Επίσκοπο.

* * *

ζ. Δεν έχουμε σ’ αυτήν ασήμαντους λειτουργικούς τύπους· αλλά την “σημαντική” της ουσίας της λατρείας (σημαίνουν δηλαδή την ουσία).

Οι λειτουργικοί “τύποι” δεν είναι ανανεώσιμα εξωτερικά στοιχεία· αλλά το ιερό “σώμα” της ιεράς “ψυχής” της λατρείας, την οποία οφείλει να διακρατήσει σε αρτιότητα και ακεραιότητα ο κάθε Επίσκοπος.

Και γιατί ο Επίσκοπος; Διότι αναλύσαμε τη θέση και την αποστολή του Επισκόπου στην τοπική Εκκλησία. Όπως οφείλει να μεριμνήσει για την ακεραιότητα της δογματικής παραδόσεως, έτσι χρεώνεται με την επισκοπή και εποπτεία της λειτουργικής παραδόσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν προσφέρεται για προτεσταντικές νεωτεροποιΐες, ώστε ο κάθε Ιερεύς να επιτελεί ό,τι θέλει ερήμην της αγίας Παραδόσεως. Ποιός θα το ελέγξει; Ο Επίσκοπος.

Αλλά και ο Επίσκοπος δεν δικαιούται να είναι ο ιδιογνώμων φιλελεύθερος ρυθμιστής της όλης Παραδόσεως. Ακόμη και στη Συνοδική του συμβολή χρεωστεί να εκφράζει «ό,τι πάντοτε, υπό πάντων και πανταχού επιστεύθη» και καθιερώθηκε και του παραδόθηκε ως ιερά παρακαταθήκη δόγματος, λατρείας και ζωής.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι μεν χώρος ελευθερίας (σέ αντίθεση με τον συγκεντρωτισμό του παπισμού), αλλά πρωτίστως χώρος απελευθερώσεως από τον εγωκεντρικό και αντιεκκλησιαστικό φιλελευθερισμό. Η παράδοση έχει κεντρική και ρυθμιστική σημασία στην όλη ζωή Της. Όχι ως επιστροφή στο προ ημών “παρελθόν” (τό οποίο άλλωστε μυστηριακά υφίσταται ως διαρκές παρόν χαρισματικής θεοκοινωνίας), αλλ’ ως παραδεδομένη άγια δυναμική διακρίσεως και παρεμβάσεως και μεταμορφωτικής­αφομοιωτικής­εγχριστωτικής προσλήψεως

* * *

η. Τήν αποφασιστική ευθύνη του Επισκόπου στη διατήρηση της λειτουργικής Παραδόσεως δυνάμεθα και εμμέσως να την τεκμηριώσουμε. Ακόμη και σε περιόδους δουλείας και αμάθειας, ακόμη και σε περιπτώσεις υποβαθμίσεως ή και απώλειας των ορθοδοξο­πατερικών κριτηρίων επισκοπικής αυτοσυνειδησίας, εκουσίως ή ακουσίως ο Επίσκοπος διασώζει τον βασικό πυρήνα της λειτουργικής παραδόσεως, τον εκκλησιολογικό της πυρήνα:

— χειροτονείται και χειροτονεί τους πρεσβυτέρους­διακόνους κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας·

— μόνος αυτός χειροτονεί τους ιερουργούς­προεστώτας των ενοριακών λειτουργικών συνάξεων και τους διακόνους·

— μόνος αυτός καθιερώνει-εγκαινιάζει τους ιερούς Ναούς·

— επί αντιμηνσίου καθιερωμένου με την παρ’ αυτού τελετουργία των Εγκαινίων και με την υπογραφή του ιερουργείται το κατεξοχήν ιερό Μυστήριο, στο οποίο φανερώνεται η Εκκλησία ως ευχαριστιακή Σύναξη (πού είναι και η θεμελιώδης λειτουργία και ταυτοποιητική φανέρωσή Της)·

— στό όνομα του οικείου επισκόπου συγκροτείται κάθε ενοριακή ευχαριστιακή σύναξη και αυτό μνημονεύεται σε κάθε θ. Λειτουργία·

— κατά την Ακολουθία της Προσκομιδής, κάτωθεν του προσκομιζομένου Αμνού πρωτευόντως εξάγεται μία “μερίδα” με το όνομα του Επισκόπου και πέριξ αυτής μερίδες με τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων.

Αυτά διασώθηκαν ανά τους αιώνες· άρα, διασώθηκε η λειτουργική παράδοση και η εκκλησιολογική της πιστότητα από τα Αποστολικά χρόνια μέχρι σήμερα. Σημειωτέον ότι το “αντιμήνσιο” με την υπογραφή του Επισκόπου καθιερώθηκε από την εκκλησιολογική ανάγκη να παραμείνει μυστηριακά μία η Ευχαριστία, ακόμη και μετά τον επιμερισμό της στις ενοριακές εκκλησιαστικές Συνάξεις στους πρώτους αιώνες.

* * *

θ. Άλλο, βέβαια, θέμα, που διαπιστώνουμε εδώ κι εκεί μια αλλοτρίωση. Αυτό συμβαίνει, διότι έξω από την Πατερική ερμηνευτική και θέαση των εκκλησιαστικών λειτουργημάτων και αξιωμάτων, δυστυχώς έχουμε μιάν ιδιωτική αυτονόμηση, που δεν συμβιβάζεται με την εκκλησιαστική τους υπόσταση:

— τα βλέπουμε όχι ως λειτουργίες, αλλά ως θεσμικές εξουσίες·

— τα αποκόπτουμε από τον εκκλησιολογικό τους ζωτικό χώρο·

— τα αυτονομούμε από τον χώρο, όπου μόνον εκεί είναι αυτονόητη η σημασία και η καταξίωσή τους.

Τι εννοώ; Νά πώ ένα παράδειγμα. Παλαιότερα, υπήρχαν Επίσκοποι που απέφευγαν να λειτουργούν εκτός από κάποιες ημέρες, και αντιλαμβάνονταν κυρίως ως διοικητική την αποστολή τους. Οπότε εκεί ετίθετο ένα μεγάλο ερωτηματικό για τον  εκκλησιολογικό και λειτουργικό αυτοπροσδιορισμό εκείνων των Επισκόπων. Όχι ότι έπαυαν να είναι τα θεσμικά όργανα με την κεντρική θέση στο Σώμα της τοπικής Εκκλησίας, αλλ’ ήταν αμφίβολο αν οι ίδιοι προσωπικά εβίωναν την παραδοσιακή εκκλησιολογική και λειτουργική ταυτότητα του Επισκόπου. Θα λέγαμε απλούστερα ως προς τους ιδίους: ήταν φορείς ή απλώς αχθοφόροι του Χαρίσματος; Διότι η θεία Λειτουργία είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και η καρδιά των λειτουργημάτων, πέραν δε τούτου και η ανακεφαλαίωσή τους. Ο δ’ Επίσκοπος δεν είναι διοικητής­δεσπότης, αλλά ποιμήν­λειτουργός­προεστώς της Ευχαριστιακής Συνάξεως (Εκκλησίας).

Πάντως, δεν καταλυόταν εκ τούτου η σωτηριώδης λειτουργία της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού. Και εδώ, με φόβο και τρόμο, προσεγγίζουμε αποφατικά εν μυστηρίω την ανεξιχνίαστη συγκατάβαση του Σωτήρος ημών Θεού, του αυξάνοντος και σώζοντος το Σώμα της Εκκλησίας όχι «εξ έργων ων ποιούμεν ημείς, αλλά κατά τον πολύν αυτού έλεον» της ενεργουμένης σωστικής Του Οικονομίας, και χρησιμοποιούντος κατά την ανεξιχνίαστη Πρόνοιά Του “εύχρηστα” και “άχρηστα” σκεύη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου