xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)


  ΜΑΤΘΑΙΟΣ  Ο  ΝΕΟΣ  ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ,
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (+  1950)




Ὁ ἀοίδημος Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος εἶναι μία τῶν μεγαλυτέρων ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν τοῦ 20ου αἰ. Ἀσκητής στήν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα, ἀπό τούς πλέον γνωστούς Ἁγιορείτες Πνευματικούς, ἱδρυτικό μέλος τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, κτίτορας Μονῶν καί Μοναστικός Πατέρας, στυλοβάτης τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς Ἱερομόναχος, Ἐπίσκοπος Βρεσθένης (1935 – 1949) καί Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1949 – 1950), θαυματουργός πρό καί μετά θάνατον, Μυροβλύτης καί Ἰαματικός, Νέος Ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί νεοφανής Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας.



Μέρος Πρῶτο:
Περίοδος Πρώτη (1861 – 1886)
Κρήτη - Ἀλεξάνδρεια - Ἱεροσόλυμα
Ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος γεννήθηκε στήν Πανέθυμο Κισσάμου Κρήτης τήν 1η Μαρτίου 1861. Ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως Χαραλάμπους Καρπαθάκη καί τῆς Πρεσβυτέρας Κυριακῆς. Δέκατο τέκνο τῆς Ἱερατικῆς οἰκογενείας, κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Γεώργιος. Προερχόταν ἀπό κατά παράδοση Ἱερατική οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ 73ος γνωστός Κληρικός τῆς οἰκογενείας του, ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του 74ος καί ὁ ἴδιος 75ος !
Ἤδη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐκδήλωσε ζωηρό τό ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική ζωή. Ἔστι, ὅταν σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, ἡ Πρεσβυτέρα μητέρα του καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Κωνσταντῖνος (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἱερωθεῖ), κάμφηκαν μπροστά στήν ἐπιμονή του καί τόν ὁδήγησαν στήν Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς Χανίων.
Ἡ Μονή Χρυσοπηγῆς (ἄλλως Μονή τοῦ Χαρτοφύλακος), ἱδρύθηκε κατά τήν Βενετοκρατία ἀπό τόν Ἰατρό Ἰωάννη Χαρτοφύλακα, ἕναν σπουδαῖο ἄνθρωπο πού πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στόν πλυθησμό κατά τήν ἐπιδημεία πανούκλας τοῦ 1595. Γιά τίς ὑπηρεσίες του αὐτές μάλιστα τιμήθηκε ἀπό τήν Γερουσία τῆς Βενετίας μέ τίτλο εὐγενείας. Ὁ Ἰω. Χαρτοφύλακας συνέταξε καί τό Τυπικό τῆς Μονῆς, τόν τρόπο λειτουργίας της δηλαδή, ὅπου ἀνάμεσα στά ἄλλα προέβλεπε καί τήν διδασκαλία τῶν γραμμάτων μέσα στό μοναστήρι. Ἔτσι στή μονή λειτουργοῦσε σχολεῖο κατά τόν 19ο αἰ. καί ὁ νεαρός Γεώργιος Καρπαθάκης ἀξιοποίησε τήν εὐκαιρία νά μάθει γράμματα.
Ἡ Μονή Χρυσοπηγῆς, ἐρημωμένη ἀπό τούς Γενιτσάρους πρίν τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1830 καί μετά ἄρχισε νά διαδραματίζει σημαντικό ἐκκλησιαστικό ρόλο στήν τοπική Ἐκκλησία καί οἱ Ἡγούμενοί της ἀναδεικνύονταν Ἐπίσκοποι Κυδωνίας, κάποιοι ἀπό αὐτούς μάλιστα εἶναι ἐνταφιασμένοι στόν περίβολό της. (Νικ. Ψιλλάκη, «Βυζαντινές Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια τῆς Κρήτης», σελ. 130).
Στή Μονή Χρυσοπηγῆς τόν νεαρό Γεώργιο δέχθηκε ὁ Ἡγούμενος ἀρχιμ. Καλλίνικος. Ἀργότερα ὁ Ἡγούμενος, γοητευμένος ἀπό τά προσόντα καί τήν διάθεση τοῦ νεαροῦ, ἔλεγε στόν ἀδελφό του π. Κωνσταντῖνο: «Ποταμός ἀπό πίστι καί εὐσέβεια ξεχειλίζει μέσα ἀπό τά στήθη του. Ὁ ἀδελφός σου, μαθές, ἔχει ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς του»!
Ὡς φιλομαθής ὅπου ἦταν ὁ Γεώργιος, μαζί μέ τήν διακονία πού τοῦ ἀνατέθηκε, παρακολούθησε καί τό σχολείο τῆς Μονῆς καί ἡ καθημερινή του τέρψη καί ἐνασχόληση ἦταν ἡ μελέτη τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν βίων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι γέννησαν στήν ψυχή του τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, ἀλλά καί τοῦ μαρτυρίου ὑπέρ Χριστοῦ! Στή Μονή Χρυσοπηγῆς δέχθηκε καί τήν πρώτη του ἐκκλησιαστική διακονία, τήν εὐχή τοῦ Ἀναγνώστου.
Ὁ τότε Ἐπίσκοπος Κυδωνίας Γαβριήλ (Γρηγοράκης, 1869 – 1880), ἀδελφός καί Ἡγούμενος τῆς Μ. Χρυσοπηγῆς (βλ. Ν. Τωμαδάκη, «Ἐπισκοπή καί Ἐπίσκοποι Κυδωνίας», σελ. 25 - 26), βλέποντας τό ἦθος καί τόν ζῆλο τοῦ νεαροῦ δοκίμου, θέλησε νά τόν κρατήσει κοντά του καί νά τόν προετοιμάσει γιά τήν Ἱερωσύνη, ἀλλά ὁ πόθος τοῦ Γεωργίου γιά ἀνώτερες σπουδές τόν ὁδήγησε στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου.
Στήν Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ἐκείνης τῆς περιόδου δέν λειτουργοῦσαν Γυμνάσια. Ἔτσι ἡ οἰκογένειά του σκέφθηκε νά τόν στείλει στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν «περιλάλητον διά τήν ἄνθησιν τῶν Χριστιανικῶν Γραμμάτων καί τήν ὅλην ἐκκλησιαστικήν Ὀρθόδοξον παράδοσιν» (Πρωθ. Εὐγενίου Τόμπρου, «Ματθαῖος, Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος», 1963, σελ. 16). Ἐκεῖ ἕνας συγγενής τῆς οἰκογενείας Καρπαθάκη, φαρμακοποιός στό ἐπάγγελμα διατηροῦσε φαρμακεῖο.
Ὁ νεαρός Γεώργιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του, ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τό 1876. Στή Μονή Χρυσοπηγῆς ἔμεινε ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1872 μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1876. Ἀργότερα, ἐνῶ ἦταν ἤδη ἀσκητής στό Ἅγιο Ὄρος καί εἶχε ἱδρύσει τίς μονές του στήν Κερατέα τῆς Ἀττικῆς, συνήθιζε νά λέει ὅτι μονή τῆς μετανοίας του ἦταν ἡ Χρυσοπηγή (τήν ὁποία ἐπισκέφθηκε γιά τελευταῖα φορά τό 1920).
Στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1876 μέχρι τόν Μάρτιο τοῦ 1880, ὁπότε καί τελείωσε τίς Γυμνασιακές του σπουδές. Ὅταν παρατήρησε ὅτι εὐσεβεῖς Χριστιανοί τῆς ἐκεῖ Ἑλληνικῆς παροικίας, συνήθιζαν νά πηγαίνουν στήν Παλαιστίνη, γιά νά προσκυνήσουν στούς Ἁγίους Τόπους, ἰδίως κατά τήν περίοδο τοῦ Πάσχα, πρίν τό Πάσχα τοῦ ἔτους 1880 ἐντάχθηκε σέ μία ὁμάδα προσκυνητῶν καί πῆγε στήν Ἁγία Γῆ. «Παραμοναί τοῦ σωτηρίου Πάσχα 1880 - γράφει ὁ Πρωθ. Εὐγένιος - ὁ Γεώργιος ὥδευεν μετ’ἄλλων πολλῶν προσκυνητῶν εἰς τήν πόλιν τῆς Σιών. Ἐνθέως τό πνεῦμα αὐτοῦ ἐφέρετο ἀκάθεκτον πρός τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐνῶ ἐβάδιζεν ἐπί τοῦ ἁγιωνύμου χώρου ἔνθα πόδες ἔστησαν Κυρίου. Προσκυνήσας μετ’ ἄκρας εὐλαβείας καί βαθείας συγκινήσεως ὅλα, διαδοχικῶς, τά σεπτά σκηνώματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Αὐτοῦ, Ἀειπαρθένου Μαρίας καί πάντων τῶν σύν Χριστῶ ἀθανάτως διαλαμψάντων Ἁγίων, Ὁσίων καί Πατέρων, προσῆλθεν εἰς τό Πατριαρχεῖον, ἵνα καθυποβάλη σεβάσματα καί ἐκζητήση τάς θεοπειθεῖς εὐχάς τοῦ Μακαριωτάτου τότε Πατριάρχου Ἱεροθέου» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 17).
Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἱερόθεος (1875 – + 1882, Σαμιακῆς καταγωγῆς, ἀδελφός τῆς Ἱ.Μ. Τιμίου Σταυροῦ Σάμου), «ἀνήρ εὐλαβέστατος καί πνευματοφόρος, ἀμέσως διεῖδεν εἰς τήν προσομιλίαν τοῦ Γεωργίου, σπινθῆρα τοῦ Πνεύματος καί λάμψιν χάριτος θεοδότου καί παρώτρυνεν αὐτόν νά παραμείνη εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν, συνεχίζων τόν μορφωτικόν καταρτισμόν του εἰς τήν ἀκμάζουσαν τότε μεγάλην τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας Ἐκκλησιαστικήν Σχολήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 17).
Ἡ περιώνυμος Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἱδρύθηκε τό 1851 ἀπό τόν φιλόμουσο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Κύριλλο Β’ (1845 – 1872) καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ τό 1855, μέ πρῶτο Σχολάρχη τόν λόγιο Διονύσιο Κλεόπα (ἔπειτα Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Διευθυντή τῆς Ριζαρείου Σχολῆς). Προηγουμένως, ἀπό τό 1788 – 1808 λειτουργοῦσε στά Ἱεροσόλυμα ἡ Πατριαρχική Σχολή, τῆς ὁποίας χρημάτισε Σχολάρχης ὁ διαπρεπής λόγιος Ἰάκωβος ὁ Πάτμιος.
Στή σχολή φοίτησε ἐπί πενταετία (1880 – 1886) καί εἶχε συσπουδαστές τούς μετέπειτα Οἰκουμενιστές καί καινοτόμους Ἱεράρχες Μελέτιο Μεταξάκη (ἐκτός τῶν ἄλλων καί Πατριάρχη ΚΠόλεως) καί Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου καί Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν). Στή Σχολή τοῦ Σταυροῦ ὁ Γεώργιος διδάχθηκε ἐκτός τῶν θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων καί πολλές τῶν θύραθεν ἐπιστημῶν, καθώς καί ξένες γλῶσσες. Παράλληλα ἀσχολήθηκε μέ τήν ἁγιογραφία, ἀξιοποιῶντας τό ἔμφυτο ταλέντο του.
Ἀπό τήν Σχολή ἀποφοίτησε τό 1885 καί χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νικόδημο (1883 – 1890) καί γιά ἕνα ἔτος ἐφημέρευσε στόν Πανάγιο Τάφο.
Ὅμως, «ἠνώχλει αὐτόν τό πολυθόρυβον, πολυάνθρωπον καί ἀκατάστατον Κλήρου καί λαοῦ καί οὐδόλως συνεβιβάζοντο τά ἐκ τούτων βιώματα μέ τόν ὁλοσχερῶς ἀναχωρητικόν, φιλέρημον καί προσευχητικόν χαρακτῆρα του, ἀδημόνως ἐπιποθοῦντα τήν ἡσυχίαν καί τάς κατά μόνας ἐντεύξεις καί προσομιλίας πρός τόν Οὐράνιον Πατέρα. Θιασώτης τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, πτερούμενος ἔρωτι θεϊκῶ διά τήν τρισόλβιον μακαριότητα τῆς πλήρους ἀποταγῆς τῶν ἐγκοσμίων καί τῆς ὑποταγῆς εἰς τόν σταυρόν τῆς ἀσκήσεως, ἐτράπη ὅπου τόν κατηύθυνε τό ἄστρον τῆς ἐλπίδος, εἰς τό παμπόθητον – δηλαδή – καί τρίς εὐλογημένον Ὄρος τό Ἅγιον» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 18).


Περίοδος Δεύτερη (1886 – 1926)
Ἡ μοναχική ἀφιέρωσις καί πρώτη ἄσκησις (1886 – 1910)
Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς ἡσυχίας καί τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως ὁ Ἱεροδιάκονος Γεώργιος, ἀνεχώρησε τήν 30η Ἀπριλίου 1886 μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Νικοδήμου γιά τό Ἅγιο Ὄρος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε προσκυνηματικῶς τίς ἱστορικές Μονές καί μελέτησε τήν τάξη τους, ἀπογοητευμένος ἀπό τό ἰδιόρυθμο σύστημα πού ἐπικρατοῦσε, ἐπέλεξε τήν σκητιωτικό μοναχικό βίο. Ὑποτάχθηκε στόν ἐνάρετο καί αὐστηρό Γέροντα Νεκτάριο, τῆς Καλύβης τῶν Ἁγίων Πάντων, στή Σκήτη τῆς ἁγ. Ἄννης.
Ὁ μακάριος αὐτός Γέροντας, ἀφοῦ ἐκτίμησε τούς κόπους καί τήν ἄσκηση τοῦ νεαροῦ δοκίμου καί ἀφοῦ ἔλαβε ὑπ’ ὅψη του καί τίς γραπτές συστάσεις τοῦ Πατριάρχου Νικοδήμου, τόν χειροθέτησε Μεγαλόσχημο Μοναχό μέ τό ὄνομα Ματθαῖος, τήν 26η Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους 1886. Ἔκτοτε ὁ Μεγαλόσχημος Ἱεροδιάκονος Ματθαῖος ἐπιδόθηκε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στήν ἀσκητική ζωή. «Ὑπό τήν σοφήν καθοδήγησιν καί διακυβέρνησιν τοῦ Γέροντος Νεκταρίου, ὁ Μεγαλόσχημος Διάκονος Ματθαῖος ἀρχίζει τήν ἀσκητικήν του παλαίστραν, ρίπτεται μετά ζήλου εἰς τήν κάμινον τῆς ὑποταγῆς πρός ἐκκοπήν τοῦ θελήματος, ἐκ τῆς ὁποίας θά ἐξέλθη ἀργότερον μέ πυρακτωμένας τάς πνευματικάς του δυνάμεις καί μέ ὁλονέν αὐξανόμενον τόν ζῆλον τῆς πνευματικῆς τελειώσεως» (Μητροπ. Πειραιῶς καί Νήσων Νικολάου, Ὁμιλία ἐνώπιον τοῦ Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τοῦ 1980. «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1984, σελ. 180).
Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα περιστατικό πού διασώθηκε ἀπό τούς ἀργότερα ὑποτακτικούς του στήν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα, σχετικό μέ τήν αὐστηρότητα τοῦ γ. Νεκταρίου, ἀλλά καί τήν αὐταπάρνηση τοῦ δοκίμου Γεωργίου. Ὅταν ἔφυγε ἀπό τήν Κρήτη ὁ νεαρός Γεώργιος, πῆρε μαζί του σάν εὐλογία καί ἐνθύμιο ἀπό τόν Ἱερέα πατέρα του Χαράλαμπο, ἕνα χρυσό ρολόϊ τσέπης. Τό ρολόϊ αὐτό τό εἶχε πάντα πάνω του, σάν σύνδεσμο μέ τήν οἰκογένειά του τήν ὁποία ἀποχωρίστηκε τό 1876. Ὅμως ὁ Μοναχός δέν ἔχει, δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχει δεσμούς μέ τόν κόσμο. Πρίν τήν κουρά του σέ Μεγαλόσχημο ὁ γ. Νεκτάριος τόν κάλεσε καί τόν ὑπέβαλε σέ μία μεγάλη πνευματική δοκιμασία. Τοῦ ζήτησε νά βάλει αὐτό τό ρολόϊ στό μπρούτζινο χουδί (χαβάνι) καί νά τό σπάσει!
«Γέροντα - τοῦ ἀπάντησε ὁ Διάκονος Γεώργιος – εἶναι τό μόνο πού ἔχω ἀπό τόν πατέρα μου».
«Σπᾶστο», τοῦ ζήτησε ἐπιτακτικά ὁ Γέροντας.
«Γέροντα, νά τό πάρετε ἐσεῖς;».
«Σπᾶστο», ἐπανέλαβε ὁ Γέροντας.
Ὁ Διακο-Γεώργιος σκέφθηκε λίγο καί εἶπε: «Νά εἶναι ευλογημένο, Γέροντα». Καί τό ἔσπασε! κόβοντας κάθε δεσμό μέ τόν κόσμο.
«Τώρα εἶσαι ἕτοιμος γιά μοναχός» τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας.


Ὁ «Μέγας Πνευματικός»
Μετά ἀπό πάροδο ἑπτά ἐτῶν μοναχικῆς ὑποταγῆς, τήν 26η Ἰουλίου 1893, ὁ Ἱεροδιάκονος Ματθαῖος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στήν Ἱερά Μονή ὁσ. Γρηγορίου καί στή συνέχεια καί ἐπί πολλά χρόνια κατεστάθη Πνευματικός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντός του μ. Νεκταρίου, ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος ἐγκαταστάθηκε σέ Κάθισμα - ἐξάρτημα τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, μέ συνασκητή τόν εὐλαβέστατο μοναχό Λεόντιο, «ὀρτηρόν ἀγωνιστήν καί παλιστήν παντοίας ἐκγρατείας καί ἀρετῆς».
Ὡς Πνευματικός ἔγινε γνωστός σέ ὅλο τό Ὄρος γιά τήν βαθειά πνευματική του ἐμπειρία καί τήν μεγάλη του διάκριση. Οἱ σύγχρονοί του Ἁγιορείτες τόν ὀνόμαζαν «Μέγα Πνευματικό»! Αὐτό προκύπτει καί ἀπό «ἐξ’ ἀντιθέτων» μαρτυρίες, ἀπό μαρτυρίες, δηλαδή, ὄχι Ζηλωτῶν, ἀλλά μνημονευτῶν Ἁγιορειτῶν. Λ.χ. ὁ Ἱερομ. Ἄνθιμος Ἁγιαννανίτης, ὡς Πνευματικό τόν ἐπιγράφει, παρά τήν πικρόχολη παρουσίαση πού τοῦ κάνει, ὡς «πρωτεργάτου τοῦ σχίσματος τῶν Ζηλωτῶν Ματθαιϊκῶν» πού «δέν στέριωσε πουθενά ἐξ αἰτίας τοῦ ἐριστικοῦ του χαρακτῆρα» (Ἱερομ. Ἀνθίμου Ἁγιαννανίτη, «Ἁγία Ἄννα, τό Βῆμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους», 1986, σελ. 77). Ἀπό δέ τόν κορυφαῖο Ἁγιορείτη Μοναχό Ἀθανάσιο Λαυρεώτη (κατά κόμον Σπυρίδωνα Καμπανάο, τόν Ἰατρό) ἀποκλήθηκε «Πρύτανις τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας»!
Ὡς Πνευματικός ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος ὑπηρέτησε ἐκτός τῆς Μεγίστης Λαύρας καί στίς Μονές Διονυσίου, Σίμωνος Πέτρας καί Κωνσταμονίτου, στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, κ.ἄ. περιοχές τοῦ Ἄθωνα.


Ἡ πρώτη ἔξοδος στόν κόσμο (1910 – 1912) - Ἱεραποστολή στήν Πελοπόννησο
Ὑπῆρχε συνήθεια στόν Ἑλλαδικό χῶρο (ἀλλά καί εὑρύτερα) νά καλοῦνται ἀπό μονές ἤ ἐνορίες Ἁγιορείτες Πνευματικοί, γιά τήν στήριξη καί πνευματική κατάρτηση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι τό 1910, πιστοί ἀπό τήν περιοχή τῆς Ἀργολίδας ἀπευθύνθηκαν στήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ζήτησαν τήν ἀποστολή Πνευματικοῦ. Τότε ἡ Κοινότητα στράφηκε στή Σιμωνόπετρα καί ζήτησε τήν ἀποστολή στήν Πελοπόννησο τοῦ ἐκεῖ ἀσκούμενου Ἱερομομάχου Ματθαίου.
Ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔφθασε στό Ναύπλιο τήν παραμονή τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων τοῦ ἔτους 1910. Ἀμέσως τέλεσε στήν Ἁγία Μονή (Μονή Ζωοδ. Πηγῆς Πρόνοιας) ὁλονύκτιο ἀγρυπνία κατά τό Ἁγιορείτικο Τυπικό. Ὅσοι συμμετεῖχαν ἀμέσως κατάλαβαν, ὅτι μία νέα σελίδα ἄνοιγε στήν πνευματική ζωή τῆς περιοχῆς. Ἡ φήμη τοῦ νέου Πνευματικοῦ ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος διαδόθηκε ἀστραπιαία στήν Ἀργολίδα. Οἱ ἀγρυπνίες ἔγιναν συχνές, ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ πολύ μεγάλη, τό κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Πατρός πύρινο, καταλυτικό, ἀνορθωτικό τῶν ψυχῶν, ἐλεγκτικό τῶν ἁμαρτανώντων, ἀλλά καί παραμυθιτικό τῶν μετανοούντων.
Μέ κέντρο τήν Ἁγία Μονή τοῦ Ναυπλίου ὁ Ἅγιος Πατήρ περιώδευσε ὅλη τήν Πελοπόννησο, μέχρι Λακωνίας καί Σπάρτης. Τότε γνωρίστηκε μέ δύο μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες τῆς περιοχῆς καί τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποίες μέσῳ τοῦ προσώπου του συνδέθηκαν ἀργότερα μέ τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος: Τόν ἀρχιμ. Βίκτωρα Μπουλοῦκο καί τήν Ἡγουμένη τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ Γερόντισσα Παϊσία Γιατρά-κου (+ 1945).
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ Μπουλοῦκος ἦταν Λάκωνας στήν καταγωγή, λόγιος καί ἀξιόλογος κληρικός. Μέχρι τό 1935 μόναζε στήν ἱστορική Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Καστρί Κυνουρίας. Εἶχε πολλά πνευματικά ἐνδιαφέροντα καί εἶχε δημιουργήσει κύκλους γιά τήν καλλιέργεια καί διάδοση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς – εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ἀκόμη εἶχε συνδεθεῖ πνευματικά μέ τίς ἀδελφές Παϊσία καί Εὐσεβία Γιατράκου (κόρες τοῦ ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 Στρατηγοῦ Γιατράκου), οἱ ὁποῖες ἀπό τό 1888 μόναζαν στήν ἱστορική Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ (πιθανῶς νά ἦταν ὁ Πνευματικός τῆς Μονῆς). Μέσῳ τῶν δύο αὐτῶν ζηλωτριῶν μοναζουσῶν γνώρισε τό 1910 τόν Ἱερομ. Ματθαῖο καί κυριολεκτικῶς γοητεύθηκε ἀπό τήν προσωπικότητά του. Ὅταν τό 1935 - μέ τήν ἐπιστροφή στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῶν Μητροπολιτῶν Δημητριάδος Γερμανοῦ, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου - ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος χειροτο-νήθηκε Ἐπίσκοπος Βρεσθένης, ὁ π. Βίκτωρ προσχώρησε στή δικαιοδοσία του καί ἐγκατέλειψε τήν μονή του. Ἀρχικά θέλησε νά ἐγκαταβιώσει στό Μυστρᾶ, κοντά στήν ἀγαπητή του ἀδελφότητα τῆς Παντάνασσας, ἀλλά προσέκρουσε στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία. Ἔτσι ἐντάχθηκε στήν νεοσύστατη (1934) ἀνδρική μονή τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου (Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ), τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1941. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ μονή ἀριθμοῦσε 70 πατέρες!
Ἡ Γερόντισσα Παϊσία Γιατράκου ἦταν κόρη τοῦ ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 Στρατηγοῦ Γιατράκου καί τῆς εὐλαβεστάτης Πηγῆς (ἔπειτα Γεροντίσσης Παναρέτης), ἡ ὁποία μόνασε τό 1888 στή Μονή Παντανάσσης μαζί μέ τίς δύο κόρες της (ἔπειτα μοναχές Παϊσία καί Εὐσεβία).
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου, ἡ Παντάνασσα καί ὁ Μυστρᾶς γενικότερα τράβηξαν τό ἐνδιαφέρον ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τῶν Γραμμάτων, τῶν Τεχνῶν καί τῆς Πολιτικῆς, Ἑλλήνων καί ξένων, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων (ὁ Γαβριήλ Millet φωτογραφίζει τά μνημεῖα, ἡ S. Dufrenne μελετᾶ τά εἰκονογραφικά προγράμματα, ὁ Μητροπολίτης Θεόκλητος Μηνόπουλος διενεργεῖ τήν πρώτη ἀνεπίσημη ἀνασκαφή, ὁ Νίκος Καζαντζάκης φθάνει προσκυνητής, ὁ Φώτης Κόντογλου ἐργάζεται γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν, ὁ Ὀρλάνδος συνεχίζει τίς ἀναστηλώσεις πού εἶχε ἀρχίσει ὁ Ἀδαμαντίου τό 1907 - 1910, ὁ Ζησίου δημοσιεύει τίς ἐπιγραφές, οἱ Ν. Βέης, Ἀ. Ξυγγόπουλος, Δ. Ζακυνθινός, Μαρία Σωτηρίου, Ἐμμ. Χατζηδάκης κ.ἄ. μελετοῦν τά μνημεῖα καί γράφουν γι’ αὐτά).
Ἀκόμη, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. μέχρι καί τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἐπισκέφθηκαν τήν Παντάνασσα μεγάλες προσωπικότητες τῆς Πολιτικῆς. Τό 1909 ἡ Βασίλισσα Ὄλγα μέ τόν Διάδοχο Κωνσταντῖνο. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Β’ μέ τήν Ρουμανίδα σύζυγό του (κατά τόν Νικ. Γεωργιάδη, Πρόεδρο τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας Σπάρτης, πρέπει νά ἦταν ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Βασιλέως Ἀλεξάνδρου, διότι ὁ Γεώργιος - ὅπως φαίνεται σέ φωτογραφία τῆς ἐποχῆς – φέρει ἕνα φαρδύ περιβραχιόνιο πένθος). Τό 1928 ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τό 1937 πάλι ὁ Γεώργιος Β’ καί τό 1939 ὁ Διάδοχος Παῦλος μέ τήν Φρειδερίκη. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι τήν Παντάνασσα ἐπισκέφθηκε καί ὁ ἐκ τῶν Ἡγετῶν τοῦ Ναζισμοῦ Γκαίμπλς.
Μέχρι τό 1940 ὁ Δῆμος Σπαρτιατῶν συνήθιζε νά παραθέτει τό ἐπίσημο πρός τιμήν τῶν ὑψηλῶν ἐπισκεπτῶν γεῦμα, στή στοά τῆς Παντανάσσης.
Μέ τήν Μονή Παντανάσσης καί τίς ἀδελφές Γιατράκου ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος συνδέθηκε τό 1910, κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης ἱεραποστολικῆς περιοδείας του στήν Πελοπόννησο. Στό Μυστρᾶ, γοητευμένος ἀπό τίς φυσικές καλλονές, τήν ἱστορικότητα τοῦ τόπου, τίς καταπληκτικές Βυζαντινές ἐκκλησίες καί - στό πρόσωπο τῆς γ. Παϊσίας καί τῆς ἀδελφότητας τῆς Παντάνασσας - μέ τό πνευματικό του ἄρωμα καί τήν διαχρονική του ἀκτινοβολία, σκέφθηκε νά ἱδρύσει γυναικεία μονή, μέ κέντρο τόν ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἡ ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς προσέκρουσε στήν ἀρχαιολογική σημασία τοῦ χώρου (τό 1922 ὁ Μυστρᾶς ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα ἀρχαιολογικός χῶρος).
Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς ἡγουμενίας τῆς γ. Παϊσίας ἦταν ἡ μή συμμόρφωση τῆς Μονῆς Παντανάσσης μέ τήν ἡμερολογιακή ἀλλαγή τοῦ 1924. Ἡ πνευματική σχέση καί σύνδεση τῆς ἀδελφότητος μέ τόν Ἱερομ. Ματθαῖο, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐμμονή της στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Γερόντισσα Παϊσία κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1945, μετά ἀπό ἡγουμενία 50 ἐτῶν! καί ἐνταφιάστηκε στή μονή της.


Ἡ γνωριμία μέ τόν ἅγ. Νεκτάριο ἐπ. Πενταπόλεως – Ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου
Τό 1910 καί ἐνῶ ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος περιώδευε ἱεραποστολικῶς τήν Πελοπόννησο, πληροφορήθηκε γιά τόν αὐτοεξόριστο στήν Ἑλλάδα Μητροπ. Πενταπόλεως Νεκτάριο (τοῦ κλίματος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας), τότε Διευθυντή τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη. Οἱ δύο ἄνδρες συνδέθηκαν ἔκτοτε μέ πνευματική φιλία, μεταξύ τους δέ ὑπῆρξε καί ἀλληλογραφία. Μάλιστα ὁ ἅγ. Νεκτάριος, ἐκτιμήσας τόν χαρακτῆρα του, τόν χειροθέτησε Ἀρχιμανδρίτη καί τοῦ χάρισε ἕνα ἐπιγονάτιό του (σήμερα φυλάσσεται στό Δεσποτικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας).
Ἕνα χαρακτηριστικό τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου εἶναι, ὅτι ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐφλέγετο ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πίστεώς Του. Τόν μαρτυρικό του ζῆλο ἐξέθρεψε ἀφ’ ἑνός μέν ἡ μελέτη τῶν συναξαρίων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Νεομαρτύρων (ἡ ὁποῖα ἤδη ἀπό τήν παραμονή του στή Μονή Χρυσοπηγῆς ἦταν καθημερινό του ἐντρύφημα), ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ θυσιαστική διάθεση ὑπέρ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καί τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος τῶν ὑποδούλων στούς Τούρκους συμπατριωτῶν του Κρητῶν.
Σέ ἐποχές ἱστορικά κοντινές μέ ἐκείνη τῆς παιδικῆς τοῦ νεαροῦ Γεωργίου, πολλοί Κρητικοί εἶχαν θυσιαστεῖ στό βωμό τῆς μανίας τῶν Ὀθωμανῶν κατά τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ἀμέσως μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, εἶχαν τελειωθεῖ μαρτυρικά στό Ρέθυμνο οἱ Ἅγιοι 4 Νεομάρτυρες Ἀγγελῆς, Γεώργιος, Μανουήλ καί Νικόλαος, πρώην κρυπτοχριστιανοί ἀπό τό χωριό Μέλαμπες Ἀμαρίου (+ 1924, 28η Ὀκτωβρίου). Καί τό 1866, ἐνῶ ὁ Γεώργιος ἦταν στήν τρυφερή ἡλικία τῶν 6 ἐτῶν, τήν Κρήτη συγκλόνισε ἡ μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1866, μία σελίδα τῆς ὁποίας ἦταν καί τό φοβερό μαρτύριο τοῦ ἁγ. Νεομάρτυρος Γεωργίου ἀπό τόν Ἀλικιανό Κυδωνίας, μία περιοχή κοντινή στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα καί πολύ κοντινή στή Μονή τῆς Χρυσοπηγῆς.
Ἀργότερα στούς Ἁγίους Τόπους ὁ πόθος του γιά τό μαρτύριο θά γιγαντωθεῖ ἀκόμη περισσότερο. Ἡ Παλαιστίνη, σάν γεωγραφικός καί ἱστορικός χῶρος ἀθλήσεως πολλῶν παλαιῶν καί νέων Μαρτύρων, ἄσκησε στήν ψυχή του ἰσχυρή πνευματική γοητεία. Λ.χ. στή Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἱεροσολύμων φυλάσσονταν τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νεομ. Παναγιώτου τοῦ Πελοποννησίου, ὁ ὁποῖος εἶχε μαρτυρήσει τό 1820 καί ἡ μνήμη τῆς θυσίας του ἦταν σχετικά νωπή.
Ὁ πόθος τοῦ Μαρτυρίου, λοιπόν, κατέκαιε τήν ψυχή τοῦ Ἱερομ. Ματθαίου. Ἔχει μάλιστα ἀποτυπωθεῖ καί γραπτῶς στό ἐξώφυλλο ἑνός βιβλίου πού ἔφερε μαζί του τό 1911 ἀπό τήν Μονή ἁγ. Αἰκατερίνης Σινᾶ (κατά τό δεύτερο προσκύνημά του στούς Ἁγίους Τόπους). «Ἀξίωσέ με, Ἁγία Αἰκατερίνη - γράφει – νά μαρτυρήσω καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα μου νά χύσω, τό αἷμα καί τό σῶμα μου ὅμως παραναλώσω».
Τό 1910, ἔτος γνωριμίας του μέ τόν ἅγ. Νεκτάριο Πενταπόλεως, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος θέτει τό θέμα τοῦ πόθου του γιά μαρτύριο στήν κρίση τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου Νεκταρίου καί ὁ ταπεινός Ἅγιος ἀντί νά ἐκφέρει δική του γνώμη, τόν προτρέπει νά μήν κάνει τίποτα πρίν συμβουλευθεῖ διακριτικούς πατέρες! «Πανοσιολογιώτατε πάτερ Ματθαῖε - γράφει σέ ἐπιστολή του τῆς 8ης Νοεμβρίου 1910– καθῆκον μου θεωρῶν νά δώσω ὑμῖν τήν ἐξῆς συμβουλήν, ὡς πρός τό διαφλέγον τήν καρδίαν σου ζήτημα τοῦ μαρτυρίου. Σᾶς συμβουλεύω, πρίν λάβετε συμβουλάς ἐναρέτων Πατέρων, νά μή μεταβῆτε πρός ἀναζήτησιν μαρτυρίου. Εὔχομαι ὅμως ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς, ὑπ’ Οὗ τήν ψυχήν σου τίθεις, νά σέ διαφυλάττη, νά σέ καθοδηγῆ καί διαφωτίζη».
Χαρακτηριστική ἡ ὑψοποιός ταπείνωσις καί τῶν δύο ἁγίων ἀνδρῶν. Ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος, ἤδη ὥριμος πνευματικά, δέν βασίζεται στή γνώμη του, ἀλλά ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ μεγάλου ἁγ. Νεκταρίου. Καί ὁ ἐξόριστος Ἱεράρχης Νεκτάριος δέν δίδει γνώμη, ἀλλά παραπέμπει στή γνώμη «ἐναρέτων Πατέρων»!

Δεύτερο Προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους (1911 – 1912)
Τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου στήν Πελοπόννησο, διέκοψε ἡ κακή διάθεση κάποιων Ἱερέων τῆς περιοχῆς τοῦ Ναυπλίου, οἱ ὁποῖοι δέν «ἔβλεπαν μέ καλό μάτι» τήν δραστηριοποίηση τοῦ Ἁγίου Πατρός στήν Ἁγία Μονή καί τήν ἀθρόα προσέλευση τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν. Ἔτσι, τόν συκοφάντησαν στόν Ἐπίσκοπο Ἀργολίδος καί Κορινθίας Νίκανδρο, ὁ ὁποῖος καί διέταξε τήν ἐπιστροφή του στό Ἅγιο Ὄρος. Ὅμως στήν ψυχή τοῦ Ἁγίου Πατρός ἡ Ἁγία Μονή εἶχε θέσει τήν σφραγίδα της. Δέν τήν λησμόνησε ποτέ. Ὅταν πλέον βγῆκε στόν κόσμο ὁριστικά (τό 1926), τήν ἐπισκέφθηκε καί πάλι καί θέλησε νά ἱδρύσει ἐκεῖ τήν μονή του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλο, νά ἱδρυθεῖ στήν Κερατέα τῆς Ἀττικῆς. Τίς ἐπισκέψεις του στήν περιοχή ἔμεινε νά θυμίζει τό Μετόχιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου στόν λόφο τῆς Πρόνοιας, ὅπου ἀφιέρωσε δύο εἰκόνες του, μία τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί μία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, τίς ὁποίες ὑπέγραψε ὡς «Ματθαῖος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης 1910».
Πρίν ἐπιστρέψει στόν Ἄθωνα ὁ Ἅγιος Πατήρ, πραγματοποίησε τήν δεύτερη (καί τελευταῖα) προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στούς Ἁγίους Τόπους, ἡ ὁποία ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 1911, μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1912. Τήν πρώτη φορά εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Παλαιστίνη μέσῳ Ἀλεξανδρείας τῆς Αἰγύπτου. Τήν φορά αὐτή συμπεριέλαβε στό προσκύνημά του τήν ΚΠολη καί τήν Σμύρνη.
Στήν ΚΠολη, πρίν ἀπό κάθε ἄλλη δραστηριότητα, προσῆλθε στά Πατριαρχεῖα γιά νά πάρει τήν εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ’, τόν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει ἐξόριστο στό Μυλοπόταμο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό 1900. Ὁ Ἰωακείμ δέχθηκε μέ πολύ ἀγάπη καί πατρικό ἐνδιαφέρον τόν μεγάλο Ἁγιορείτη Πνευματικό (τοῦ ὁποίου ἡ φήμη πρό πολλοῦ εἶχε ἐξέλθει τοῦ Ἄθωνος) καί τοῦ ἔδωσε εὐλογία νά ἐξομολογεῖ καί νά κηρύττει ἐντός τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου.
Στή Σμύρνη, «τήν ὡραίαν τῆς Ἰωνίας πρωτεύουσσαν, γνωρίζει ἄνδρα περιφανῆ καί ἐθνοπρεπέστατον, τόν Μητροπολίτην Σμύρνης Χρυσόστομον Καλαφάτην». Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης ἐξόδου του στόν κόσμο, τό 1911 καί γιά 14 μῆνες, ἐπισκέφθηκε καί πάλι τά Πανάγια Προσκυνήματα τῆς Παλαιστίνης. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του ἐγκαταστάθηκε στήν ἱστορική Λαύρα τοῦ ἁγ. Σάββα, τῆς ὁποῖας μελέτησε τό Τυπικό, τό ὁποῖο ἀργότερα καθιέρωσε στίς μονές του.
Στό Ἅγιο Ὄρος ἐπέστρεψε τό 1912 καί ἐγκαταβίωσε σέ κελλί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας (12η Σεπτεμβρίου 1912), ὅπου πρόσθεσε ἄσκηση ἐπί τῆς ἀσκήσεως, προσευχή ἐπί τῆς προσευχῆς, νηστεία ἐπί τῆς νηστείας καί ἀσκλητικούς ἀγώνες ἐπί τῶν ἀγώνων καί κατέστη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Γιά τήν ἀρετή του τό 1916 ψηφίσθηκε Προϊστάμενος τοῦ Μετοχίου τῆς Ἀναλήψεως Βύρωνος, μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταλαμπάδευσε τό πνευματικό ἰδεῶδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν Ἀθήνα. Ὁ πύρινος ζῆλος του καί ὁ χαρισματικός λόγος του σαγήνευσαν ψυχές καί τίς ὁδήγησαν στόν Χριστό. Οἱ ἀγρυπνίες στό μετόχι ἔμειναν ἱστορικές. Τότε δημιουργήθηκε γύρω του μία μικρή συνοδεία φιλομονάχων ψυχῶν, ἀνδρῶν - ὅπως τοῦ Σπυρίδωνος Λιγνοῦ (ἔπειτα ὑποτακτικοῦ του στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου Β’) - ἀλλά καί γυναικῶν - ὅπως τῆς Μαρίνας Σουλακιώτου (ἔπειτα Ἡγουμένης Μαριάμ), τῆς Εἰρήνης Μενδρινοῦ (ἔπειτα ἡγουμένης Εὐφροσύνης), κ. ἄ., οἱ ὁποίες ἀργότερα ἀποτέλεσαν τόν πυρήνα τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας (1927).
Τό ἔτος 1920 καί ἐνῶ ἐφημέρευε στήν Ἀνάληψη τοῦ Παγκρατίου, ἐπισκέφθηκε γιά πρώτη (μετά τήν ἀναχώρησή του τό 1877) καί τελευταῖα φορά τήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα Κρήτη. Τότε ἐπισκέφθηκε προσκυνηματικῶς τίς περισσότερες μονές, μέ πρώτη τήν «πνευματική του μητέρα», τήν Μονή Χρυσοπηγῆς Χανίων. Κατά τό προσκύνημά του αὐτό ζωηρή ἐντύπωση τοῦ προκάλεσε τό σπήλαιο τοῦ Ἀζωγυρέ Σελίνου, στό ὁποῖο ἀσκήθηκαν καί τελειώθηκαν ὁσιακά οἱ Ὅσιοι 99 Πατέρες Κρήτης (πλήν τοῦ ὁσ. Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε καί τελειώθηκε στό σπήλαιο τοῦ Καθολικοῦ, στό Ἀκρωτήρι Χανίων). Ἔκτοτε ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια στούς Ἁγίους αὐτούς, ὅταν δέ ἵδρυσε τήν ἀνδρική του μονή (τό 1934 στήν Κρόνιζα Κουβαρᾶ Ἀττικῆς), ἤθελε νά τήν οἰκοδομήσει σέ σχῆμα τετραγώνου, μέ πλευρά 99 Χ 99 μέτρων, πρός τιμήν τῶν 99 αὐτῶν Ὁσίων Πατέρων. Ὅμως ἡ μορφολογία τοῦ ἐδάφους δέν ἐπέτρεψε τό ἐγχείρημα καί ἡ μονή οἰκοδομήθηκε μετά τήν κοίμησή του μέ διαστάσεις 70 Χ 70 μέτρα. Πάντως τό πρῶτο Παρεκκλήσιό της (τῶν χειρινῶν Ἀκολουθιῶν τῆς ἀδελφότητος), ἀφιερώθηκε στή μνήμη τῶν Ὁσίων 99 Πατέρων. Στό Παρεκκλήσιο αὐτό βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη μεγάλη εἰκόνα τῶν Ἁγίων, ἔργο καί ἀφιέρωμα τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου.


Ἡ ἐξορία στή Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης (1922)
Ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Β’ μέ δύο τουλάχιστον περιστατικά. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἐξορία του ἐπειδή ἔλεγξε τόν ἐκκλησιαστικῶς παράνομο γάμο του μέ τήν Πριγκίπισσα τῆς Ρουμανίας Ἐλισσάβετ καί τό δεύτερο ἡ προφητεία του γιά τό μέλλον τοῦ Γεωργίου ὡς Βασιλέως τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ ἦταν ἐξόριστος στό Λονδίνο κατά τήν Γερμανοϊταλική Κατοχή.
Τήν 27η Φεβρουαρίου 1921 τελέστηκαν στήν Ἀθήνα οἱ διπλοί γάμοι τῶν Διαδόχων τῶν Θρόνων Ἑλλάδος καί Ρουμανίας, Πριγκίπων Γεωργίου (ἔπειτα Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Β’) καί Καρόλου (ἔπειτα Βασιλέως τῆς Ρουμανίας Καρόλου Β’). Οἱ δύο Πρίγκιπες νυμφεύθηκαν ἀντιστοίχως τίς ἀδελφές τους, ὁ μέν Γεώργιος τήν ἀδελφή τοῦ Καρόλου Πριγκίπισσα Ἐλισσάβετ τῆς Ρουμανίας (1894 – 1956), ὁ δέ Κάρολος τήν ἀδελφή τοῦ Γεωργίου Πριγκίπισσα Ἑλένη τῆς Ἑλλάδος (1896 - 1982).
Ὁ γάμος τοῦ Ἕλληνα Διαδόχου ἦταν παράνομος ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς καί ὁ Ἅγιος Πατέρας ἄσκησε κριτική, τόσο δημόσια, ὅσο καί προσωπική. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Γαλακτίωνος, ἐπισκέφθηκε τόν Βασιλέα Κωνσταντίνο Α’ καί τοῦ ἐπέστησε τήν προσοχή. «Καί ἐσένα θά διώξουν - τοῦ εἶπε – καί τά παιδιά δέν θά προκόψουν»!
Σέ ὅτι ἀφορᾶ τό πρῶτο σκέλος τῆς προρρήσεως, μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή, τήν 11η Σεπτεμβρίου 1922 ἐκδηλώθηκε τό Κίνημα τῶν Νικ. Πλαστήρα – Στυλ. Γονατᾶ καί ὁ Βαλιλεύς Κωνσταντῖνος ὑποχρεώθηκε σέ παραίτηση (τήν 27η Σεπτεμβρίου) καί ἐγκατέλειψε τήν Ἑλλάδα. Τόν διαδέχθηκε ὁ Πρίγκιπας Γεώργιος ὡς Βασιλεύς Γεώργιος Β’.
Σέ ὅτι ἀφορᾶ τό δεύτερο μέρος τῆς προρρήσεως τοῦ Ἁγίου Πατρός, «τά παιδιά δέν πρόκοψαν» καί οἱ γάμοι τους δέν εὐλογήθηκαν. Στή Ρουμανία, τό μόνο θετικό ἀπό τόν γάμο τοῦ Καρόλου καί τῆς Ἑλένης ἦταν ἡ γέννηση τοῦ ἔπειτα Βασιλέως Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τό 1927, σέ ἡλικία 6 ἐτῶν, διαδέχθηκε τόν παππού του Βασιλέα Φερδινάνδο, ἐπειδή ὁ πατέρας του Κάρολος εἶχε ἐρωτευθεῖ μία Ρουμάνα καί εἶχε πάει νά ζήσει μαζί της στό Παρίσι, ἐγκαταλείποντας τήν σύζυγό του Ἑλένη καί παραιτούμενος ἀπό τά διακιώματά του στόν Ρουμανικό Θρόνο!
Στήν Ἑλλάδα ἀπό τόν γάμο τοῦ Γεωργίου Β’ μέ τήν Ἐλισσάβετ δέν γεννήθηκαν παιδιά καί ἡ ἀτεκνία σφράγισε τήν ἀποτυχία τῆς συζυγικῆς τους ζωῆς. Ἡ δεύτερη ἐξορία ἔδωσε στόν Γεώργιο τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει τήν γυναῖκα τῆς ζωῆς του, μία Ἀγγλίδα ἀγνώστων στοιχείων πού ἔμεινε ἐρωμένη του μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Τελικά τόν Ἰούλιο τοῦ 1935, ἕξι μῆνες μετά τήν παλινόρθωση τῆς Μοναρχίας στήν Ἑλλάδα καί τήν ἐπιστροφή τοῦ Γεωργίου, ἡ Βασίλισσα Ἐλισσάβετ κατέθεσε αἴτηση διαζυγίου καί ἡ ἴδια συνδέθηκε μέ ἕναν Ἕλληνα ἐπιχειρηματία!, μέ τόν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκε στή Ρουμανία. Μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καί τήν κατάργηση τῆς Μοναρχίας στή Ρουμανία, ἡ τ. Βασίλισσα τῆς Ἑλλάδος ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα της καί τόν ἐραστή της Ἕλληνα ἐπιχειρηματία καί κατέφυγε στή Γαλλία. Ἐκεῖ ἐρωτεύθηκε ἕναν Γάλλο νεαρῆς ἡλικίας, τόν ὁποῖο υἱοθέτησε στά 60 της χρόνια, λίγο πρίν πεθάνει στίς Κάννες, τό 1947! (Ἕξι μῆνες ἀργότερα ἀπεβίωσε καί ὁ Γεώργιος Β’ στήν Ἑλλάδα, ἀπό συγκοπή καρδιᾶς).
Ἡ κριτική κατά τῶν Πριγκιπικῶν Γάμων εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐξορία τοῦ Ἁγίου Πατρός τό 1922, στήν Ἱερά Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης. Ἀνακτορικοί κύκλοι χρησιμοποίησαν ζηλόφθονους Ἱερεῖς καί διέβαλαν τόν ἀρχιμ. Ματθαῖο στόν τότε Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεόκλητο (Μηνόπουλο), ὡς δῆθεν ἀναρχικό! Ὁ μακάριος ὅμως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εἶδε καί τήν ἐξορία σάν εὐκαιρία ἱεραποστολικῆς ἐργασίας. Ἔτσι χρησιμοποίησε τήν Μονή Ζερμπίτσας σάν κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του στήν Πελοπόννησο.
Ἡ γειτνίαση τῆς Μονῆς Ζερμπίτσας μέ τήν Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ, ἔδωσε στόν Ἅγιο Πατέρα τήν εὐκαιρία τῆς ἄμεσης ἐπαφῆς μέ τήν ἐκλεκτή ἀδελφότητα τῆς Παντάνασσας καί τίς ἀδελφές μοναχές Γιατράκου, Ἡγουμένη Παϊσία καί Μοναχή Εὐσεβία. Γιά δεύτερη φορά σκέφθηκε νά ἱδρύσει μονή στό Μυστρᾶ, μέ κέντρο τόν Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου, ἀλλά καί πάλι ἐμποδίσθηκε ἀπό τήν ἀρχαιολογική σημασία τοῦ χώρου (τό ἴδιο ἔτος 1922 ὁ Μυστρᾶς ἀνακηρύχθηκε ἀρχαιολογικός χῶρος).
Σχετικό μέ τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο καί τόν Βασιλέα Γεώργιο Β’ εἶναι καί τό ἀκόλουθο περιστατικό, γνωστό σάν «Ἐπεισόδιο Δίελλα». Τό περιστατικό δημοσιοποιήθηκε ἀπό τόν Δημοσιογράφο Παναγιώτη Σιφναῖο, τότε Διευθυντή τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ραδιοφωνίας. Σ’ αὐτό ἐμπλέκονται ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Β’, ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος καί οἱ πρώην Πρωθυπουργοί Ἐμμ. Τσουδερός καί Σπ. Μαρκεζίνης.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1946 καί ἐνῶ ὁ Γεώργιος ἦταν στό Λονδίνο, μία νεαρή γυναῖκα περίπου 30 ἐτῶν, ὀνόματι Ἕλλη Δίελλα, ἐπισκέφθηκε τόν Παναγιώτη Σιφναῖο καί τοῦ δήλωσε, ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένη μιᾶς προορατικῆς Γερόντισσας, ὀνόματι Δέσποινας. Ἡ γ. Δέσποινα (γιά τήν ὁποία δέν ὑπάρχουν ἐπί τοῦ παρόντος ἄλλα στοιχεῖα), ἐπέμενε πώς εἶχε ἕνα μήνυμα γιά τόν ἐξόριστο Βασιλέα. Ὁ Π. Σιφναῖος πράγματι τήν ἐπισκέφθηκε καί ἀπό τό σπίτι της εἶδε νά βγαίνει ὁ γνωστός βιομήχανος Μποδοσάκης - Ἀθανασιάδης. Τό μήνυμα τῆς Γερόντισσας πρός τόν Γεώργιο (τό ὁποῖο ὁ Σιφναῖος διαβίβασε στό Λονδίνο μέσῳ τοῦ Ραούλ Ρωσέτη), ἦταν τό ἀκόλουθο: «Ἡ Παναγία θέλει νά διαβιβάσεις ἐσύ τό μήνυμα πού θά σοῦ πῶ στόν Βασιλέα. Ὁ Βασιλεύς θά ἐπανέλθει στήν Ἑλλάδα, πρίν ἀποβιβαστεῖ ὅμως στήν Ἀθῆνα, πρέπει ἀπαραίτητα νά περάσει ἀπό τήν Τῆνο καί νά προσκυνήσει τήν Μεγαλόχαρη. Ἄν παραλείψει νά τό κάνει, θά πεθάνει ἕξη μῆνες μετά τήν ἐπιστροφή του»!!!
Ὁ Π. Σιφναῖος ἀφοῦ μετέφερε τό μήνυμα, ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τήν γ. Δέσποινα στό σπίτι της καί ἐκείνη τοῦ ἔδειξε μία εἰκόνα, δῶρο τοῦ πρώην Πρωθυπουργοῦ Ἐμμ. Τσουδεροῦ. Διερευνόντας ὁ Σιφναῖος τήν ὑπόθεση διαπίστωσε, ὅτι σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Τσουδεροῦ στόν Σπ. Μαρκεζίνη, ὅταν κατά τήν δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ καί ἐνῶ ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό στό σπίτι του στήν Ἐκάλη, τόν ἐπισκέφθηκε ἡ γ. Δέσποινα καί τοῦ προφήτευσε, ὅτι «θά γίνει Πρωθυπουργός στό ἐξωτερικό»! Ὁ Πρωθυπουργός τῆς ἀπάντησε, ὅτι προφανῶς ἐννοοῦσε ὅτι θά γίνει Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν, ἀλλά ἐκείνη ἐπέμενε, ὅτι θά γίνει Πρωθυπουργός στό ἐξωτερικό. Ὁ Τσουδερός ἔγινε Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος (μετά ἀπό πρόταση τοῦ Βασιλέως Γεωργίου Β’), τήν 21η Ἀπριλίου 1941, σέ διαδοχή τοῦ Ἀλεξάνδρου Κορυζή, ὁ ὁποῖος εἶχε αὐτοκτονήσει τρεῖς ἡμέρες νωρίτερα. Τήν 23η Ἀπριλίου μετέφερε τήν Κυβέρνησή του στήν Κρήτη καί ἀπό ἐκεῖ (ἕνα μῆνα ἀργότερα) στήν Αἴγυπτο. Στήν πρωθυπουργία ἔμεινε μέχρι τό 1944. Μετά τήν ἀπελευθέρωση ἐπιστρέφοντας στήν Ἐλλάδα, σέ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρός τήν γ. Δέσποινα γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας της, τῆς ἔστειλε δῶρο μία εἰκόνα!
Ἐκτός ἀπό τόν Π. Σιφναῖο ἡ γ. Δέσποινα συναντήθηκε γιά τό ἴδιο θέμα καί μέ τόν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρύσανθο (τόν ἀπό Τραπεζοῦντος) καί τοῦ ζήτησε ἐπίσης νά μεταφέρει τό μήνυμα στόν ἐξόριστο Βασιλέα. Ὁ Χρύσανθος, ἤδη ἐκθρονισμένος ἀπό τήν περί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό Παπανδρέου ἀρχιερατική ὁμάδα, προτίμησε νά μήν ἀναμιχθεῖ, ἀλλά συνέστησε στόν Σπ. Μαρκεζίνη νά φροντίσει νά μεταβεῖ ἡ ἴδια ἡ Δίελλα στό Λονδίνο καί νά ἐνημερώσει προσωπικά τόν Γεώργιο. Ἡ Δίελλα πράγματι πῆγε στήν Ἀγγλία μέ στρατιωτική ἀεροσκάφος, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν Ρ. Ρωσέτη, ὁ Γεώργιος «δέν ἔδωσε σημασία»!
Στή συνέχεια τῆς ἱστορίας ἡ ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε, ὅτι ἡ προφητεία τῆς γ. Δέσποινας ἦταν ἀπό Θεοῦ. Ὁ Γεώργιος Β’ ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα τήν 27η Σεπτεμβρίου 1946, χωρίς νά περάσει ἀπό τήν Τῆνο γιά νά προσκυνήσει τήν Παναγία. Ἀπεβίωσε τήν 1η Ἀπριλίου 1947, τέσσερεις ἡμέρες μετά τήν συμπλήρωση ἕξη μηνῶν ἀπό τήν ἐπιστροφή του, ἐντελῶς αἰφνίδια, ἀπό καρδιακή ἀνακοπή!
Τό περιστατικό αὐτό καταχωρεῖται ἐδῶ, διότι σύμφωνα μέ ἐπιβεβαιωμένη μαρτυρία, ἡ γ. Δέσποινα ἦταν πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί μετέφερε στόν ἐξόριστο Βασιλέα Γεώργιο Β’ τήν δική του προφητεία γιά τό προσωπικό του μέλλον ὡς Βασιλέως τῆς Ἑλλάδος.


Στό Ἅγιο Ὄρος (1923 – 1926)
Στίς ἀρχές Φεβρουαρίου 1923 μέ Βασιλική χάρι ὁ μακάριος Ματθαῖος ἐπέστρεψε στό Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι στό Βύρωνα, ὅμως βρῆκε τά πνεύματα ἐχθρικά πρός τήν ἐκεῖ παρουσία του. Ἔτσι ὑποχρεώθηκε νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιο Ὄρος, τήν 20η Φεβρουαρίου 1923. Καί στή μονή τῆς μετανοίας του ὅμως, τήν Σιμωνόπετρα, «μετ’ ἐκπλήξεως διακρίνει εἰς τάς μορφάς ἐνίων τῶν ἀδελφῶν, ποίαν τινα δυσπιστίαν. Ἡ κακόβουλος πρόθεσις τῶν ἐν Ἀθήναις διωκτῶν του, εἶχε φροντίσει νά διασπείρη ψεύδη φρικτά εἰς τάς ἀκοάς τῶν Πατέρων. Παρέστησαν τόν Ὅσιον Πατέρα ὡς ἐπιδιώξαντα, δῆθεν, νά μετατρέψη τόν Ναόν τῆς Ἀναλήψεως καί τό Μετόχιον τοῦ Παγκρατίου, εἰς ἰδίαν αὐτοῦ μονήν! Καί τοῦτο διά νά ἐπιτύχουν τήν ἀπομάκρυνσίν του καί ἐκ τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του!
Ἀτάραχος, πλήρης αὐτεπιγνώσεως καί ἡρεμίας ὁ Ματθαῖος, δέν δίδει σημασίαν εἰς τήν τεχνηέντως ἐξυφανθεῖσαν σκευωρίαν. Γνωρίζει τήν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν καί τάς μεθοδείας τοῦ Ἀντιχρίστου. Τήν πίστιν του ἄπασαν στηρίζει εἰς τόν ἐνσθενοῦντα αὐτόν Χριστόν καί εἰς τήν Ὑπεραγίαν Αὐτοῦ Μητέρα. Παρελθόντος τοῦ Πάσχα σπεύδει καί ἐρευνᾶ. Ἀνευρίσκει μέρος ἡσύχιον καί ἐρημικόν, κατάλληλον διά νά ἐπιδοθῆ μέ μεγαλυτέραν ἤδη ἀφοσίωσιν καί ζέσιν εἰς τό θεῖον ἔργον εἰς ὅ , θείᾳ βουλήσει, ἐτάχθη διακονητής καί τελεσιουργός» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 35).
Ὁ τόπος τόν ὁποῖο ἐπέλεξε ὁ Ἅγιος Πατήρ ἦταν ἡ Βίγλα, στήν περιφέρεια τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἐκεῖ μέ τόν ὑποτακτικό του (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο Β’, + 1963), κτίζει ἕνα κελλί - ἡσυχαστήριο ἀφιερωμένο στόν προστάτη του ἅγ. Μηνᾶ (ναό δέν πρόλαβε νά οἰκοδομήσει, τό ἔκανε ἀργότερα ἡ συνοδεία του).
Κάτω ἀπό τό κελλί ὑπῆρχε ἕνα σπήλαιο. Ἐκεῖ συνήθιζε νά καταφεύγει ὁ μακάριος γιά περισσότερη ἡσυχία καί μόνωση. Προσηύχετο ἀδιαλείπτως, δεμένος μέ ἁλυσίδα ἀπό ἕνα δοκάρι πού εἶχε τοποθετήσει στήν ὀροφή, σέ μία προσπάθεια νά ὑπερνικήσει τήν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου! Στό σπήλαιο αὐτό ἀγωνιζόμενος ἔγινε δέκτης πολλῶν ὑπεφυῶν ἀποκαλύψεων καί Ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν.
Τό σπήλαιο εἶχε νοτιοδυτική κατεύθυνση καί τό καλοκαίρι ὁ ἥλιος τό κατέκαιε μέ σφοδρότητα. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Πατήρ ἐκτός ἀπό τίς προσβολές τῶν δαιμόνων, ὑπέφερε καί τόν καύσωνα. Ὅσο γιά τήν συντήρησή του, μέ καλαθάκι ὁ ὑποτακτικός του, τοῦ κατέβαζε καθημερινά λίγο παξιμάδι καί νερό!
Ὁ Ἅγιος Πατήρ ἀνέβαινε ἀπό τό σπήλαιο στό Ἡσυχαστήριο τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές γιά νά λειτουργήσει καί πάλι κατέβαινε στήν παλάιστρα τῆς ἀσκήσεώς του, μέ μοναδικό ὑλικό ἐφόδιο ἕνα πρόσφορο τῶν 250 γραμμαρίων (!), ἀλλά ἐνισχυμένος μέ τήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων (μαρτυρία τοῦ Ἁγιορείτη ὑποτακτικοῦ του Μοναχοῦ Μηνᾶ). Ὅμως στό ἡσυχαστήριο δέν ὑπῆρχε ναός καί ἔτσι ἦταν ὑποχρεωμένος νά πηγαίνει στό Ἡσυχαστήριο τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου, στήν ἔρημο τοῦ ἁγ. Βασιλείου.
Ἀγωνιζόμενος μ’ αὐτό τόν αὐστηρό καί ἀπαρνητικό τρόπο ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος, ἀξιώθηκε Ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν καί ἀποκαλύψεων. Ἕνα βράδυ, δεμένος ἀπό τό δοκάρι, ἄρχισε νά λέει τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἡ ἀϋπνία ὅμως τόν κατέβαλε. Πολλές φορές τούς ἄρχισε μέ τό «Ἄγγελος πρωτοστάτης», ἀλλά κατέλειξε νά τό ἐπαναλαμβάνει πάλι καί πάλι, χωρίς νά μπορεῖ νά συνεχίσει. Τελικά, μετά ἀπό πολλές προσπάθειες, μία ὑπερκόσμια φωνή ἀκούστηκε νά λέγει τήν κατάληξη τῶν Χαιρετισμῶν, τό «Ὦ Πανύμνητε Μήτερ»! Ὁ Ἄγγελός του τόν εἶχε πληροφορήσει ὅτι τούς εἶχε τελειώσει!
Στό ἀσκητήριο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ ὁ μακάριος καί οὐρανοπολίτης Ματθαῖος, ἐκτός τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἀσκοῦσε καί τήν ἱερά τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Στήν Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη εἰκόνα τῆς ἁγ. Θεοπρομήτορος Ἄννης, στήν ὁποία ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔχει σημειώσει: «Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Ἅγιος Μηνᾶς Βίγλας Μεγίστης Λαύρας, Ματθαῖος Ἱερομόναχος, ἔτει 1924». Ὁμοίως, στό Δεσποτικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας, βρίσκεται ὡραιότατη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου, στήν ὁποία ὁ μακάριος ἔχει γράψει: «Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εἰσόδεια τῆς Θεοτόκου Μεγίστης Λαύρας, Ματθαῖος Ἱερομόναχος, ἔτει 1926».
Κατά τήν ἴδια περίοδο 1923 – 1926 ὑπηρετεῖ σάν Πνευματικός στή Μεγίστη Λαύρα.
Ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔφυγε ὁριστικά τό 1926, μετά τήν ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (1924), γιά νά στηρίξει τούς ἀγωνιζομένους πιστούς στήν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν πνευματική ζωή. Ὅμως τό Ἅγιο Ὄρος - ὅπως καί ἡ ἰδιαιτέρα του πατρίδα Κρήτη καί οἱ Ἅγιοι Τόποι - εἶχε σημαδέψει γιά πάντα τήν ψυχή του, ἔτσι καί σάν Ἱερομόναχος - Ἀρχιμανδρίτης, ἀλλά καί σάν Ἐπίσκοπος, ὑπέγραφε πάντα σάν «Κρής Ἁγιορείτης Προσκυνητής».


Περίοδος Τρίτη (1926 – 1935)
Στήν ἡγεσία τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
Ἡ ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως τό 1924, προκάλεσε - ὅπως ἦταν φυσικό καί ἀναμενόμενο – μεγάλο σκανδαλισμό τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων, τόσο στόν κόσμο, ὅσο καί στό Ἅγιο Ὄρος. Ἤδη ἀμέσως μετά τήν ἀλλαγή, σέ διάστημα δύο ἑβδομάδων, ἱδρύθηκε στήν Ἀθήνα ὁ «Σύλλογος τῶν Ὀρθοδόξων» (δύο χρόνια ἀργότερα μετωνομάσθηκε σέ «Ἑλληνική Θρησκευτική Κοινότητα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν»), μέ σκοπό τόν συντονισμό τῆς ἀντιδράσεως κατά τῆς καινοτομίας, ἀλλά καί τήν λειτουργική καί πνευματική ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν πού ἔμειναν πιστοί στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἱδρυτής καί πρῶτος Πρόεδρος τοῦ Συλλόγου τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν ὁ Ἀνδρέας Βαπορίδης (+ 1976).
Οἱ πρῶτοι Ἱερεῖς τῶν Γ.Ο.Χ. ἦσαν ἐλάχιστοι. Πρόκειται γιά τούς ἐγγάμους Ἱερεῖς Ἰωάννη Φλώρο (+ 1953), Σπυρίδωνα Οἰκονόμου, Νικόλαο Ἀναγνώστου (Μεσορόπη Καβάλας, + 1929), Βασίλειο Σακελλαρόπουλο, Σωτήριο Σουχλέρη, Γεώργιο Μαυρίδη, Ἀνδρέα καί Παρθένιο (ἀγνώστων ἐπωνύμων, οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιήθηκαν στήν περιοχή τῆς Δράμας) καί Στέργιο (ἐπίσης ἀγνώστου ἐπωνύμου, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε στή Νικήτη Χαλκιδικῆς) καί τούς Ἱερομονάχους Ἄνθιμο Βαγιανό (ἔπειτα προσχώρησε στήν καινοτομία, ἵδρυσε τήν Μονή Παναγίας Βοηθείας Χίου καί πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπό τήν νεοημ. Ἐκκλησία) καί τόν Ἁγιορείτη Ἀρσένιο Σακελλάριο (ἀδελφό τῆς Μονῆς Σιμωνόπετρας, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε στή Φθιώτιδα, + 1938).
Τό 1926 οἱ Ἁγιορείτες Μοναχοί καί Ἱερομόναχοι πού ἀντιδροῦσαν στήν ἐπιβολή τῆς καινοτομίας, ἵδρυσαν τόν «Ἱερό Σύνδεσμο τῶν Ζηλωτῶν Μοναχῶν». Πρωτεργάτης τῆς ἱδρύσεως ἦταν ὁ Ζηλωτής Μοναχός Ἀρσένιος Κοτέας. Στόν Ἱερό Σύνδεσμο συμμετεῖχαν μεγάλες μορφές τοῦ Ἁγιορείτικου Μοναχισμοῦ, ὅπως ὁ γ. Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστής (+ 1930). Πρόεδρός του ἐξελέγη ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Κωσταμονίτου Ἀρχιμ. Γεδεών Παπανικολάου (+ 1969). Τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1926 ὑπέγραψαν τό Καταστατικό τοῦ Συνδέσμου 450 Μοναχοί καί Ἱερομόναχοι. (Ὁ Ἱερός Σύνδεσμος καταργήθηκε τό ἑπόμενο ἔτος 1927, μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πλήν ὅμως συνέχισε νά ὑφίσταται ἄτυπα καί νά ξυπηρετεῖ τόν Ἀγῶνα, σέ συνεργασία μέ τήν Κοινότητα τῶν Γ.Ο.Χ.).
Τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου ἡγετικό στέλεχος ὑπῆρξε καί ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος. «Μεταβαίνων εἰς τάς διαφόρους Μονάς πρός ἐξομολόγησιν τῶν μοναχῶν – γράφει ὁ ἐπ. Νικόλαος - ἐδίδασκεν αὐτούς καί συνεβούλευε, ἵνα παύσουν τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου καί τῶν λοιπῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ, καινοτόμων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τό γεγονός ὅμως τοῦτο τόν κατάστησεν μισητόν εἰς τούς ἰθύνοντας τῆς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἐνῶ προηγουμένως μετά χαρᾶς τόν προσεκάλουν πρός ἐξομολόγησιν τῶν μοναχῶν, ἔκτοτε βυθισθέντες εἰς τήν πλάνην τῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὄχι μόνον τοῦ ἀπαγορεύουν τά ἐξομολογῆ τούς μοναχούς, ἀλλά καί νά ἐξέρχεται τῆς καλύβης αὐτοῦ» (Μητροπ. Πειραιῶς καί Νήσων Νικολάου, «Ἐπί τῆ 34η ἐπετείῳ ἀπό τῆς ὁσίας κοιμήσεως τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἱεράρχου Ματθαίου», «Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 253).
Σχετική μέ τά προηγούμενα εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 610 ἐπιστολή τῶν Ἐπιτρόπων τῆς Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας (τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1926), ἡ ὁποία γράφει τά ἀκόλουθα:
«Ἐπειδή ἡ σεβαστή Ἱερά Κοινότης δι’ ἐπανειλημμένων ἐγκυκλίων καταγγέλει τήν ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα, ὡς πρόξενον οὗσαν τῶν ἐν ταῖς Ἱεραῖς Μοναῖς Διονυσίου, Κωνσταμονίτου καί Σίμωνος Πέτρας σκανδάλων, ὡς ἐπεμβαίνουσαν εἰς τά ἐσωτερικά τυπικά αὐτῶν. Διά τοῦτο ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή, πρός ἀποφυγήν σοβαρῶν γεγονότων διά τήν ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα, ἐντέλλεται διά τούτου τοῦ ἱεροσφραγίστου ἡμῶν Μοναστηριακοῦ Γράμματος νά μή ἐξέρχηται τῆς Καλύβης αὐτῆς, ἀλλά νά ἐφησυχάζη ἐκεῖ, ἀφήνουσα τά Ἱερᾶς Μονάς νά πολιτεύονται κατά τά τυπικά αὐτῶν, τά ἀνέκαθεν καθεστῶτα καί νά παύση τοῦ λοιποῦ τήν ἐξομολόγησιν ἐπί τοῦ ζητήματος τοῦ μνημοσύνου, μή ἐπενβαίνουσα εἰς τά οἰκογενειακά τῶν Μονῶν, ἀλλά περιοριζομένη εἰς τήν καθαρῶς ἐξομολόγησιν τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου τῶν προσερχομένων λογισμῶν» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 253).
Ὅπως σημειώθηκε στά προηγούμενα, ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος εἶχε δημιουργήσει στήν περιοχή τῆς Ἀττικῆς καί τήν Πελοπόννησο, μεγάλο κύκλο πνευματικῶν τέκνων, ἀπό τήν ἐποχή τῆς πρῶτης ἐξόδου του ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος (τό 1911), τῆς διακονίας του στό Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως Παγκρατίου (1916 – 1922) καί τῆς ἐξορίας του στή Μονή Ζερμπίτσας (1922 – 1923). Ἡ πνευματική αὐτή σχέση διατηρήθηκε καί συντηρήθηκε μέσῳ τῆς ἀλληλογραφίας, τήν ὁποία ὁ μακάριος διατηροῦσε μέ ὅλα σχεδόν τά πνευματικά του τέκνα (μετά τήν κοίμησή του, τό 1950, ὁ διάδοχός του τότε Ἐπίσκοπος Πατρῶν καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἀνδρέας, δημοσίευσε ἐπιστολές του σέ ἕνα τόμο).
Οἱ ἐπιστολές αὐτές ἀποδεικνύουν τήν ποιμαντική του προσέγγιση στόν ἄνθρωπο καί τά προβλήματά του. Στίς ἐπιστολές του - ὅπως γράφει ὁ Ἐκπαιδευτικός Ἀνέστης Χατζῆς, σέ εἰσήγησή του μέ θέμα, «Ματθαῖος Καρπαθάκης, ὁ ποιμήν ὁ καλός» - διακρίνεται ἡ φιλομάθειά του (ἡ ὁποία τόν συνόδευε μέχρι τό γῆρας του) καί ἡ συναισθηματική του εὐαισθησία (πολλές φορές ὑπέγραφε «ὁ πατήρ σας ὁ ἐξόριστος»).
«Σέ μία ἐποχή - γράφει - ὅπου ὁ Δυτικός Οὐμανισμός καί οἱ αἱρέσεις φιλοδοξοῦσαν νά ἀπομακρύνουν τήν Ὀρθόδοξο Ἀνατολική Ἐκκλησία ἀπό τίς πηγές τῆς Ἱερῆς της Παραδόσεως καί τοῦ Ἀποστολικοῦ κηρύγματος, βλάστησε μέσα ἀπό τίς ἀθάνατες ρίζες τῶν Κολλυβάδων Πατέρων ὁ ποιμήν ὁ καλός Ματθαῖος Καρπαθάκης, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο συγκεντρώθηκαν τά λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καί σώθηκαν ἀπό τίς πολυώνυμες αἱρέσεις καί τούς ψευδοπροφήτες τοῦ αἰῶνα μας…
Ἡ φωνή τοῦ π. Ματθαίου ἦταν ἀντίλαλος τῆς φωνῆς τοῦ Καλοῦ Ποιμένος Χριστοῦ, τήν ὁποία ἀναγνώρισαν τά πρόβατα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς ποίμνης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ…
Ἦταν ἐνθουσιώδης καί ἐπεδείκνυε πολλή οἰκειότητα καί θερμή πατρική ἀγάπη πρός τά πνευματικά του τέκνα. Ἦταν καλλιεπής καί κατεγίνετο νά βρίσκει νά χρησιμοποιεῖ διάφορα κοσμητικά ἐπίθετα, κυρίως ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀναφερθεῖ στό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου.
Ἦταν σοφός μέ τήν ἔννοια, ὅτι μποροῦσε νά βλέπει σφαιρικά καί νά ἐκφράζει ἁπλᾶ τό πολυσύνθετο, χρησιμοποιῶντας φράσεις εὐαγγελικές, σάν συνθήματα πού ἀφομοιώνει εὔκολα ὁ ἁπλός λαός, ὅπως «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται"…
Σάν ἱεροκήρυκας ἦταν θετικός. ἠσχολεῖτο κυρίως μέ τήν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου καί λιγότερο μέ τήν κόλαση. Περισσόστερο μέ τόν Χριστό καί λιγότερο μέ τόν δ ιάβολο. Περισσότερο μέ τήν χαρά καί λιγότερο μέ τήν λύπη» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 145).
Μετά τήν ἐπιβολή τῆς καινοτομίας (1924), ὁ Ἅγιος Πατήρ μέ ἐπιστολές του στηρίζει τούς ἀγωνιζομένους Γνησίους Ὀρθοδόξους καί τούς ἐνδυναμώνει στούς ἀγῶνα τους. «Εὔχομαι – γράφει σέ ἐπιστολή του στόν Ἠλία Πηλαφᾶ, τῆς 9ης Μαρτίου 1924 - ἵνα ἐνδυναμώσει ὑμᾶς ὁ Κύριος ἐν ταῖς δειναῖς, πονηραῖς καί χαλεπαῖς ἡμέραις ταύταις, καθ’ ἄς δυστυχῶς κινδυνεύει τό Ἔθνος μας καί ἡ Ἐκκλησία, Ἥτις πολεμεῖται ὑπό τῶν φαινομένων Αὐτῆς ὡς ποιμένων…Διά τάς φρικτάς δέ καί φοβεράς καινοτομίας, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τῆς δεινῆς αἱρέσεως τοῦ Ἡμερολογίου καί τῆς καταργήσεως, μεταθέσεως καί μεταρρυθμίσεως τῶν Ἁγίων Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἐορτῶν καί νηστειῶν… οὐαί καί ἀλλοίμονον! Ἴδετε δεινά φοβερά ἐπιτίμια τῶν Ἁγίων Πατέρων καί φρικτά κατά τῶν καινοτόμων ἀναθέματα» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 147).
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τήν δόκιμη Μαρία Μακρῆ, τῆς 31ης Μαΐου 1924, γράφει: «Πολύ σᾶς παρακαλῶ κ. Μαρία, εἰπέτε καί εἰς ὅλας τάς ἄλλας ἀδελφάς, ὅτι μεγάλον ἀγῶνα ἔχω ἡμέραν τε καί νύκτα, γράφων εἰς διαφόρους τόπους, ὡς καί ἀκόμη καί ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πρός στήριξιν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ὡς καί σᾶς ἔστειλα ἐπιστολάς Πατριαρχικάς» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 147).
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τήν ἴδια (τῆς 30. 6. 1924) γράφει: «Νά μήν στενοχωρηθῆτε οὐδόλως διά στέρησιν τῆς ἐκκλησίας, ὡς καί Ἁγίας Κοινωνίας…Φυλάττετε ἀκριβῶς τό παλαιόν, ὡς σᾶς ἔγραφον, ἵνα μή ὑποπέσητε εἰς τάς σοβαράς καί φρικτάς ἀράς καί ἀναθεματισμούς τῶν Ἁγίων Πατέρων» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 147).
Αὐτή ἡ διαφωτιστική δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀλλά καί τῶν λοιπῶν Ζηλωτῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δέν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ καινοτόμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί τῆς Νεοημ. Συνόδου. Κατά τήν Ζ΄ Ἱεραρχία (Ὀκτ. 1924), ὁ Μητροπ. Δημητριάδος Γερμανός, ἀναφερόμενος στήν ἐπιστολογραφία τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί τῶν Ἁγιορειτῶν, εἶπε τά ἐξῆς χαρακτηριστικά: «Μοναχοί τινές ἔγραψαν εἰς κατοίκους τῆς ἐπαρχίας μου, ὅπως μή ἀκολουθῶσι τό νέον ἡμερολόγιον καί παρέ-πεμψα τήν ὑπόθεσιν εἰς τόν κ. Εἰσαγγελέα τῶν Πρωτοδικῶν, ὅστις καί ἐπελήφθη τῶν σχετικῶν ἀνακρίσεων. Οἱ ἴδιοι μοναχοί ἐνσπείρουσι ζηζάνια» (ἀρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν», τ. Β, σελ. 1333. Ὁ ἴδιος συγγραφέας ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, σχολιάζοντας τήν παρέμβαση αὐτή τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ παρατηρεῖ: «Καί ὅμως ὁ Ἱεράρχης οὗτος μετά 11ετίαν ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς ὡς ἀρχηγός καί Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Παλαιοημερολογιτῶν», αὐτ. σελ. 1333).
Στή συνέχεια τήν νεοημ. Ἱεραρχία ἀπασχόλησε τό ἐνδεχόμενο τῆς ἐξόδου Ἁγιορειτῶν Ζηλωτῶν στόν κόσμο καί τῆς ἐπιρροῆς τους στούς πιστούς. Κατά τήν συζήτηση πού διεξήχθηκε διάφοροι Ἱεράρχες κατέθεσαν τίς ἀκόλουθες ἀπόψεις:
Κορινθίας Δαμασκηνός: «Συνιστῶ τήν ἀπέλασιν τῶν μοναχῶν τούτων, ὅπερ καί ὁ ἴδιος τῆ Ἐπισκοπῆ μου ἔκαμον». (Σ.Σ. δέν εἶναι γνωστό σέ ποιούς μοναχούς ἀναφέρεται).
Ὕδρας Προκόπιος: «Συνιστῶ, ὅπως ἐξ ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας καί δαπάναις τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἐξορίζονται οἱ Ἁγιορεῖται οὗτοι μοναχοί εἰς Στροφάδες, ἀνακοινωθεῖ δέ τοῦτο τῆ Συνάξει τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
Μονεμβασίας Γερμανός: «Εἰς τόν παλαιόν Καταστατκόν Νόμον ὑπῆρχε διάταξις, καθ’ἥν οἱ περιφερόμενοι εἰς τόν κόσμον μοναχοί ἐνεγράφοντο εἰς μονάς ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τῆ ὐποδείξη αὐτοῦ συνελαμβάνοντο ὑπό τῆς Ἀστυνομίας, ἐν συνδιασμῶ δέ μέ τά λεχθέντα ὑπό τοῦ Ἁγίου Ὕδρας, θά ἠδύνατο νά ἐξορισθῶσιν εἰς Στροφάδας».
Ἀθηνῶν Χρυσόστομος: «Ἐάν τοῦ λοιποῦ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔρχονται ἄνεϋ συστατικῶν ἐπιστολῶν, δέον νά συλλαμβάνωνται καί ἐξορίζωνται». (Ἀρχιμ. Θ. Στράγκα τ. Β’ , σελ. 1333).
Ἡ δραστηριότητα τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν μνημονεύεται μέ ὑβριστικό καί μειωτικό τρόπο καί στήν ὑπ’ ἀριθμ. 2389/16.4.1924 Ἐγκύκλιο τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας. «Τινές μέν τῶν διαβόλων τούτων – γράφεται - ἀπό τῶν ἐρημητηρίων τοῦ ἁγίου Ὄρους, δι’ἐπιστολῶν ἀσυναρτήτων καί βλασφήμων σκανδαλίζουσιν τόν λαόν καί προτρέπουσιν αὐτόν νά ἀποσχισθῆ ἀπό τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοι δέ διεφθαρμένοι ὄντες τόν νοῦν καί ἀποστερημένοι τῆς ἀληθείας (Α’ Τιμ. 6, 5), ὡς οἱ πρῶτοι περιάγουσι τάς πόλεις, τό μοναχικόν σχῆμα καταισχύνοντες, εἰσδύουσι εἰς τάς οἰκίας καί αἰχμαλωτίζουσι γυναικάρια συσσωρευμένα ἁμαρτίαις (Β’ Τιμ. 36) καί διά τούτων τῶν γυναικαρίων σκανδαλίζουσι τῶν ἀκάκων τάς καρδίας… καί διδάσκουσι λοιπόν, ὅτι ἐάν δέν ἑορτάσης ταύτην καί οὐχί ἄλλην ἡμέραν, κολάζεσαι αἰωνίως!» (Περιοδικό «Γνώσεσθε τήν Ἀλήθειαν», τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, φ. 56/Δεκ. 2009, σελ. 186).
Ἡ δραστηριοποίηση τῶν Ἁγιορειτῶν καί δή τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου κατά τῆς καινοτομίας, ἀπασχόλησε τήν Νεοημ. Ἐκκλησία καί σέ ἑπόμενες συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας της. Στήν ΙΕ’ Ἱεραρχία (Ὀκτ. 1933), ὁ Ἅγιος Πατέρας ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά ὀνομαστικά καί χαρακτηρίζεται «ἀγύρτης» καί «ἐκμεταλλευτής», ἀπό τόν Μητροπ. Ἰωαννίνων Σπυρίδωνα. «Ἐν τῆ Ἱεραρχίᾳ - εἶπε – διεφώνησα τότε, ὅτι πρέπει νά ἐρωτηθοῦν ἅπασαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι περί τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου. Ἐν τούτοις μετά φανατισμοῦ ἐν τῆ ἐπαρχίᾳ μου ὑπεστήριξα τό νέον ἡμερολόγιον… Ἐν τούτοις, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάνθη καί δέν δύναται νά ὑποχωρήση καί μάλιστα προκειμένου περί ἐκμεταλλευτῶν καί ἀγυρτῶν ὡς ὁ Ματθαῖος. Ἐπειδή δέ ἡ ἐνέργεια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι τάσις πρός διάρρηξιν τοῦ χιτῶνος τοῦ Χριστοῦ, νά καταγγέλωνται οἱ Ἱερεῖς αὐτῶν ἐπί ἀγυρτίᾳ, φατρίᾳ, σκανδάλῳ καί ἐξυβρίσει τῆς Ἱεραρχίας καί οὐχί ἁπλῶς ἐπί Παλαιοημερολογιτισμῶ» (Θ. Στράγκα τ. Γ’, σελ. 1941).
Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἀναφέρεται σέ ταραξίες μοναχούς καί στήν ΙΣΤ΄ Ἱεραρχία (Ὀκτ. 1934), ὅταν ἀρνουμένων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν νά δεχθοῦν νεοημ. Ἱερεῖς γιά τήν ἐξυπηρέτησή τους, ἀπεφάνθη ὅπως ζητηθεῖ ἀπό τήν Πολιτεία ἡ ἐφαρμογή τῶν νόμων κατά τῶν ταραξιῶν μοναχῶν, ἄλλως νά ἐπαναφέρει «τό δι’ ἑαυτήν ἡμερολόγιον, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία θά σκεφθῆ ἀναλόγως» (Θ. Στράγκα τ. Γ’, σελ. 2024).
Παρά τό διαμορφούμενο ἀρνητικό κλίμα καί τά ἐπαπειλούμενα μέτρα κατά τῶν Ἁγιορειτῶν, ἡ Κοινότητα τῶν Γ.Ο.Χ. ἀποφάσισε νά ζητήσει τήν συνδρομή τους, γιά τήν στήριξη καί ἐξυπηρέτηση τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν. Ἔτσι ἀπεστάλη στό Ἅγιο Ὄρος ὁ Ἀλέξανδρος Συμεωνίδης (στέλεχος τῆς Κοινότητος), μέ τήν ἐντολή νά συναντήσει τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο καί νά τόν πείσει νά ἔρθει μαζί του στήν Ἀθῆνα, «τό ταχύτερον». Ὁ Συμεωνίδης πράγματι «συνήντησε τόν Ματθαῖον καί ἀνέπτυξεν εἰς αὐτόν τήν γενικήν τῶν πιστῶν ἐπιθυμίαν καί τήν διακαῆ παράκλησιν καί ὁ Ὅσιος Πατήρ ὑπήκουσεν εἰς τήν φωνήν τοῦ ποιμνίου» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 39).
Ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔφυγε ἀπό τό Ὅρος μετά ἀπό ἐμφάνιση καί ἄδεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (βλ. σχ. στά «Θαύματα καί Σημεῖα…»). Ἔφθασε στήν Ἀθήνα τήν 1η Ὀκτωβρίου 1926 καί ἀμέσως ἐγκαταστάθηκε στήν πατρική οἰκία τῆς δοκίμου Μαρίνας Σουλακιώτου (ἔπειτα Γεροντίσσης Μαριάμ), ἐπί τῆς ὁδοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου ἀριθμ. 71. Ὁ ἱστορικός αὐτός χῶρος ἀποτέλεσε ἀρχικά τό σημεῖο συγκεντρώσεως τῶν περί τόν Ἅγιο Πατέρα φιλομονάχων ψυχῶν καί μετά τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς Παναγίας τόν σταθμό ὑποδοχῆς τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν της.
Μέ ἕδρα καί διαμονή τό ἱστορικό αὐτό μετόχιο, ὁ Ἅγιος Πατήρ λειτουργοῦσε κυρίως νύκτα, σέ ἐξωκκλήσια τῆς περιοχῆς Ἀττικῆς, ἐξωμολογοῦσε τούς πιστούς, κήρυττε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἔφερεν ὡς ἔθνους ζηλωτής τάς εὐθύνας ἑνός Ἀγῶνος δυσχερεστάτου, ἀπαιτοῦντος μόχθους, δάκρυα, ὀδύνας καί αἵματα» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 40). Παράλληλα ἐπισκεπτόταν συχνά τήν Πελοπόννησο, ὅπου στερέωνε τούς πιστούς στόν Ἀγῶνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας μέ κέντρα τό Μετόχιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου στήν Πρόνοια Ναυπλίου καί τήν Ἱ. Μ. Παντανάσσης Μυστρᾶ. Πρῶτος κληρικός συνεργάτης τοῦ Ἁγίου Πατρός στόν ἀγῶνα αὐτό ἦταν ὁ Ἱερομόναχος Ἰωακείμ Μπουρελάκης ἀπό τήν Ἄρτα (+ 1940).
Μαζί μέ τόν ἀρχιμ. Ματθαῖο ἦρθε στόν κόσμο καί ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου ἀρχιμ. Γεδεών Παπανικολάου, Προηγούμενος τῆς Μονῆς Κωνσταμονίτου
Τό ἔτος 1927 - μέ τήν διάλυση τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου - ἀπελάθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος 19 Ζηλωτές μοναχοί ἀπό τίς Μονές Βατοπεδίου καί Κουτλουμουσίου. Ἀπό τούς μοναχούς αὐτούς ἄλλοι ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι καί ἄλλοι περιορίστηκαν σέ μονές τίς Μυτιλήνης καί τῶν Σερρῶν.
Τό ἴδιο ἔτος 1927 βγῆκε στόν κόσμο ὁ ἀρχιμ. Ἱερώνυμος Γεροαντωνάκης, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τήν Ἱ. Μ. ἁγ. Παρασκευῆς Ἀχαρνῶν. Πρός τά τέλη τοῦ 1927, μέ πρωτοβουλία τοῦ μ. Ἀρσενίου Κοτέα, βγῆκε στόν κόσμο, γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἀγῶνος, ἡ πρώτη 4μελής ὁμάδα Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν, ἀποτελουμένη ἀπό τούς Ἱερο-μονάχους Παρθένιο Σκουρλῆ (ἱδρυτή τῆς Ἱ. Μ. Κοιμ. Θεοτόκου Πάρνηθος, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Κυκλάδων τῆς Φλωρινικῆς Παρατάξεως), Εὐγένιο Λεμονή, Γεράσιμο Διονυσιάτη (ἱδρυτή τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Γεωργίου Μελισσοχωρίου Θηβῶν) καί Ἀρτέμιο Νοδαράκη (ἱδρυτή τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Ἀρτεμίου Κορυδαλλοῦ Πειραιῶς). Τέλος τό 1929 βγῆκαν στόν κόσμο οἱ Ἱερομόναχοι Ἀκάκιος Παππᾶς (ἱδρυτής τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Νικολάου Παιανίας, ἔπειτα Ἐπίσκοπος Ταλαντίου καί Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Φλωρινικῆς Παρατάξεως), Ἰλαρίων Οὐζουνόπουλος (ἱδρυτής τῆς Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστρίας Συκάμινου Ὠρωποῦ), Ἀντώνιος Κουτσονικόλας καί Ἀρτέμιος Ξενοφωντινός, καθώς καί ὁ Μοναχός Νεκτάριος Κατσαρός.
Οἱ Πατέρες αὐτοί σήκωσαν τό βάρος τοῦ Ἀγῶνος συνεργαζόμενοι μεταξύ τους καί μέ τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο, τουλάχιστον μέχρι τό Σχίσμα τοῦ 1937. Ὁ ρόλος πάντως τοῦ Ἁγίου Πατρός στόν Ἀγῶνα ἦταν κορυφαῖος καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό πολλά ἔγγραφα ἱστορικῆς σημασίας, ὁμολογιακοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρος, στά ὁποῖα ὁ μακαριστός ὑπογράφει πρῶτος μεταξύ τῶν συναγωνιστῶν του Ἁγιορειτῶν. Ἀποδεικνύεται ἀκόμη καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι κατά τίς Ἐπισκοπικές χειροτονίες τοῦ 1935, ὁ ἀοίδημος Ματθαῖος ἦταν ὁ μόνος Ἁγιορείτης πού προκρίθηκε γιά τό Ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Καί ἐνῶ στό σχετικό ἔγγραφο τῶν τριῶν χειροτονησάντων Ἀρχιερέων (Δημητριάδος Γερμανοῦ, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου), ἡ χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων Μεγαρίδος Χριστοφόρου, Διαυλείας Πολυκάρπου καί Κυκλάδων Γερμανοῦ ἁπλῶς ἀναφέρεται, ἡ ἐκλογή καί χειροτονία τοῦ π. Ματθαίου σέ Ἐπίσκοπο Βρεσθένης καλύπτει μία παράγραφο.


Ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας (1927 - 1950)
Σημείωσις: Ἡ ἱστορία τῶν Ἱερῶν Μονῶν Παναγίας καί Μεταμορφώσεως, καλύπτει ἰδιαίτερο τομίδιο τό ὁποῖο ἐκδίδεται προσεχῶς.

Ἀπό τίς πρῶτες προτεραιότητες τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀμέσως μετά τήν ὁριστική ἔξοδό του στόν κόσμο (1926), γιά τήν στήριξη τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἦταν ἡ ἴδρυσις μονῶν. Ἤδη ἀπό τόν καιρό τῶν ἐξοριῶν του (1910 καί 1922) καί κυρίως τῆς ἐφημερίας του στό Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως Βύρωνος (1917 - 1923) , εἶχε δημιουργηθεῖ γύρω του μία πνευματική ὁμήγυρις φιλομονάχων ψυχῶν, ἀνδρῶν καί γυναικῶν.
Μέ τήν ἄφιξή του στήν Ἀθήνα ὁ ἀοίδημος Πατήρ ἐγκαταστάθηκε στήν οἰκία τῆς τότε δοκίμου Μαρίνας Σουλακιώτου (ἔπειτα Γεροντίσσης Μαριάμ), ἐπί τῆς ὁδοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου 71 (ὅπου ἔκτοτε δημιουργήθηκε τό ἱστορικό μετόχι τῆς Μονῆς Παναγίας), μαζί μέ τήν μικρή συνοδεία του. Ἡ ἀνέρευση τῆς καταλλήλου τοποθεσίας γιά τήν ἵδρυση μονῆς ἀνατέθηκε στήν τότε δόκιμη Εἰρήνη Μενδρινοῦ (ἔπειτα Γερόντισσα Εὐφροσύνη).
«Μετά ἀπό πολλάς καί δεινάς ταλαιπωρίας - γράφει ὁ Πρωθιερεύς Εὐγένιος - ἐξῆλθε τῆς Ἀττικῆς μετά συνοδείας τινός, ἐξαντλήσασα ταύτην ἕως περάτων καί περιῆλθε τάς νήσους (Σπέτσας, Ὕδραν, Ἄνδρον, Σπετσοπούλαν), φθάσασα καί μέχρι τῆς Μεγαλοννήσου Κρήτης. Ἀλλά, θέλημα Θεοῦ ἦτο νά ὑποστρέψη ἐπί τῶν βημάτων ἡ εὐλαβής ἀνιχνεύτρια καί ἀναλάβη, ἔτι συντονωτέραν ἔρευναν, εἰς τάς τοποθε-σίας τῆς Ἀττικῆς, γύρωθεν Ὑμηττοῦ καί Πεντέλης, περιχώρων Μονῆς Πετράκη, Ξυλοκερίζης, Πόρτο-Ράφτη, Πρασά, Βραώνας, Δασκαλιοῦ, Θορικοῦ, Πλάκας, κ.λ.π. Ἄφνω φωτισθεῖσα, ἔφερε τήν ζητητικήν ἔφεσιν ἕως τοῦ γραφικοῦ ὁρμίσκου τῆς Κακῆς Θαλάσσης, ἐντυπωσιασθεῖσα ἐκ τοῦ ἤρεμου τοπίου, τῆς προοπτικῆς, τοῦ δυσπροσίτου, τῆς σιγηλῆς ἐρημίας καί τῆς ὅλης συμβατότητος τοῦ μέρους πρός ἐναρμόνισιν μετά τῶν ψυχικῶν καταθυμιῶν τοῦ φιλερήμου Μοναχισμοῦ». (Πρωθ. Εὐγενίου Τόμπρου, «Ἡ Ἱ. Μ. Εἰσοδίων Θεοτόκου Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Ἀττικῆς», 1966, σελ. 12).
Μέ τήν ἀνεύρεση τῆς τοποθεσίας τῆς μονῆς ἀπό τήν δόκιμο Εἰρήνη (γ. Εὐφροσύνη), συνδέεται καί ἕνα θαυμαστό σημεῖο τῆς περί αὐτῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ νεαρή Εἰρήνη μέ τήν συνοδεία της ἔφθασαν στόν τόπο μέ ζῶα ἀπό τήν τότε κώμη τῆς Κερατέας - μέσῳ ἑνός μονοπατιοῦ, διότι δέν ὑπῆρχε δρόμος - ὅμως ὁ ἀγωγιάτης ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψει τό ἀπόγευμα νά τίς παραλάβει. Ἡ ὥρα περνοῦσε καί ἡ νεαρή Εἰρήνη ἄρχισε νά φοβᾶται. Τότε καί ἐνῶ περίμεναν τόν ἀγωγιάτη στή θέση πού στή συνέχεια κτίσθηκε ὁ Παρθενώνας τῆς Μονῆς, ἐμφανίσθηκε ἕνα γέροντας μέ κοντά λευκά γένια καί στρατιωτικό παράστημα. Στήν ἐρώτηση τῶν νεανίδων τί κάνει μέσα στήν ἐρημιά καί ἄν χρειάζεται κάποια βοήθεια, ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς δέν χρειάζεται τίποτα καί πώς μένει ἐκεῖ!
Οἱ ἀδελφές δέν ἔδωσαν περισσότερη σημασία καί ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα. Ὅταν συνάντησαν στό μετόχι τό Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο καί τόν ἐνημέρωσαν σχετικά μέ τήν τοποθεσία, ἐκεῖνος τίς ρώτησε ἄν συνάντησαν ἐκεῖ κανένα ἄνθρωπο. Στή θετική ἀπάντησή τους (γιά τόν ἄγνωστο γέροντα), ὁ Ἅγιος Πατήρ ἁπλᾶ χαμογέλασε, χωρίς νά πεῖ τίποτα περισσότερο.
Λίγο ἀργότερα, «ὁ ἀοίδημος Πατήρ Ματθαῖος, ἐλθών εἰς τόν τόπον, ἐμαγεύθη ἐξ’ αὐτοῦ καί ἐθέλχθη σφόδρα, ἐζήτησε δέ ὅπως ἡ Ἱερά Μονή ἐκεῖ πού, εἰς τά πρανῆ τοῦ ἔναντι τῆς θαλάσσης λόφου, ἀνιδρυθῆ εἰς δόξαν Θεοῦ» (Πρωθ. Εὐγενίου αὐτ. σελ. 12).
Ὅταν ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔφθασε στό συγκεκριμένο σημεῖο, εὐλόγησε τόν τόπο καί εἶπε: «Ἐδῶ θά φτιάξουμε τό παρεκκλήσιο τοῦ προστάτου μας ἁγ. Μηνᾶ»! Τότε ἡ ἀδ. Εἰρήνη ἔφερε στή σκέψη της τήν συνάντηση μέ τόν ἄγνωστο γέροντα καί ἔντρομη ἀναγνώρισε στό πρόσωπό του τόν Μεγαλομάρτυρα ἅγ. Μηνᾶ (!), προστάτη τῆς Κρήτης, ἀλλά καί προσωπικά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀφοῦ στό πρός τιμήν του Ἡσυχαστήριο τῆς Βίγλας Ἁγίου Ὄρους, ἔζησε ἀσκητικά καί ἡσυχαστικά, προετοιμαζόμενος γιά τήν διακονία του στόν κόσμο.
Πράγματι, στό σημεῖο αὐτό διαμορφώθηκε ἡ πρώτη κατακόμβη τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων καί τό πρῶτο (χρονολογικά) Παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς, πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ.
Ἀρχομένου τοῦ ἔτους 1927 ἀγοράσθηκε ἀπό τήν Μαρίνα Σουλακιώτου (ἔπειτα Γερόντισσα Μαριάμ), ἔκτασις 7 στρεμμάτων (μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 155 συμβόλαιο τῆς 28. 4. 1927, τοῦ Συμβολαιογράφου Κερατέας Παναγιώτου Κουσουλάκου). Τό ἴδιο ἔτος ἔγιναν ἄλλες δύο ἀγορές στό ἴδιο ὄνομα (ἀριθμ. Συμβολαίων 165/24.5.1927 καί 212/8.8.1927).
Οἱ ἱδρύτριες μοναχές τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας - ὅπως προκύπτουν ἀπό τό ἰδιωτικό συμφωνητικό τῆς 7ης Ἀπριλίου 1927, μέ τό ὁποῖο ἀποφασίσθηκε ἡ ἵδρυσις τῆς Μονῆς καί οἱ ὅροι λειτουργίας της - ἦσαν οἱ: 1. Μαρίνα ἤ Μαριάμ Σουλακιώτου τοῦ Δημητρίου. 2. Εἰρήνη ἤ Εὐφροσύνη Μενδρινοῦ τοῦ Ἐμμανουήλ. 3. Μαρία ἤ Μακαρία Τσαγκάρη τοῦ Δημητρίου. 4. Παναγιώτα ἤ Διονυσία Βουνισάκου. 5. Μαρία ἤ Μαρία Φαμέλη. 6. Ἀσημίνα ἤ Ξένη Ταμπακάκη. 7. Ἑλένη ἤ Συγκλητική Καρπαθάκη τοῦ Κωνσταντίνου (κατά σάρκα ἀνηψιά τοῦ Ἁγίου Πατρός, κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του Ἱερέως Κωνσταντίνου Καρπαθάκη, Δασκάλα στό ἐπάγγελμα).
Ἡ ἀνέγερση τῆς Μονῆς, πρός τιμήν τῶν Εἰσοδείων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τήν ἐπωνυμία «Παναγία Πευκοβουνογιάτρισσα», ἄρχισε μέ πολλές δυσκολίες. «Ὑποτρέμων ἐκ τῆς συγκινήσεως – γράφει ὁ Πρωθιερεύς Εὐγένιος - ἔθετο, ἐπ’ εὐλογίᾳ, τόν θεμέλιον λίθον. Ἐν ταυτῶ ἤρξατο ἐν μυρίαις προφυλάξεσιν διά τόν φόβον τῶν διωκτῶν, ἡ ἀνοικοδόμησις τῶν πρώτων κελλίων τῆς σημερινῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς Μονῆς, τήν δέ 8ην Μαϊου 1928, ἡμέραν ὑπό τοῦ Θεοῦ σεσημασμένην, ἐγκατεστάθησαν εἰς τά κελλία ταῦτα πρός ἰσόβιον ἐγκαταβίωσιν ὁ ἀοίδημος Ὅσιος Πατήρ καί αἱ ἑπτά πρῶται Μοναχαί, μετά τῆς ἐπιστατούσης αὐτάς Γεροντίσσης, ἀξιομακαρίστου ἀδελφῆς ἡμῶν Μαριάμ Σουλακιώτου» (Πρωθ. Εὐγενίου αὐτ. σελ. 12).

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΘΕΟΚΛΗΤΟ


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ  ΖΕΡΒΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΘΕΟΚΛΗΤΟ













  ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΤΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΓΙΑ ΠΕΡΙΠΟΥ 140 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙ ΚΙΝΗΤΕΣ ΕΟΡΤΕΣ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ !!
ΕΝΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ  ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΠΟΛΑ !! Ο ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗ ΟΤΙ ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ  ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ !!  ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΟ ! ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ! ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ Ο ΚΑΘΕ ΠΙΣΤΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΡΕΥΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ ΨΥΧΕΣ! ΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ! ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΣΤΑΤΗΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ! ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΗ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣΜΟΥ!  ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ  ΜΗΝ ΑΜΕΛΕΙΤΑΙ  Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΘΕΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ , ΕΓΩ ΣΑΣ ΔΙΝΩ ΤΑ ΣΤΟΙΧΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΑΣ ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ , ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΤΑΙ  ΝΑ  ΤΑ ΕΡΕΥΝΗΣΕΤΑΙ ΝΑ ΤΑ ΣΥΓΚΡΙΝΕΤΑΙ  ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΑΙ  ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΟΛΕΘΡΟ  ΕΧΕΙ  ΟΔΗΓΗΣΗ  ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΕΤΑΙ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΕΤΑΙ  ΑΠΟ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ , ΚΑΙ  ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ !!

ΖΗΤΩ ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΩ ΑΛΛΑ ΑΝ ΞΕΡΑΤΕ ΠΟΣΟ ΜΕ ΠΟΝΑΕΙ  ΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΑΓΩΝΗΖΟΝΤΑΙ ΑΛΛΑ ΝΑ ΒΡΗΣΚΟΝΤΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ! ΕΥΧΟΜΑΙ  Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ ΝΑ ΧΑΡΙΣΗ ΣΕ ΜΕΝΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΤΟΥΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΥΣ ΦΩΤΗΣΗ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΟΘΕΥΤΗ  ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!!
Ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου»

Ὑπάρχει μία προσευχή, ποὺ εἶμαι βέβαιος πὼς οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς τὴ γνωρίζουν. Εἶναι μία προσευχὴ ποὺ προσδιορίζει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴ λέμε μόνο σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο. Μία προσευχὴ μετανοίας, ποὺ ἀνοίγει τοὺς ὁρίζοντές μας. Μία προσευχὴ ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἀκολουθίες. Μάλιστα, σὲ μερικὲς ἐμφανίζεται καὶ δύο φορές. μία προσευχὴ ποὺ μόλις πρὸ ὀλίγου ἀπαγγείλαμε. Μία πολὺ παλιὰ προσευχὴ , ἡ ὁποία ὅμως πολὺ βαθειὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὸν ἀγώνα της, τὸ μυστήριο καὶ τὴν προοπτική της. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ.

Θὰ τὴν πῶ:

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς.

Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Τόσο μικρὴ ἀλλὰ τόσο περιεκτική! Μάλιστα, κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγγέλλεται ἁπλὰ ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ κινήσεις μετανοίας. Στὰ μοναστήρια, ἂν τυχὸν ἔχετε πάει, τηρεῖται ἐπακριβῶς τὸ τυπικὸ αὐτό, ὅπως ἀναγράφεται στὶς φυλλάδες καὶ στὸ Ὡρολόγιο. Λέγει ἐκεῖ ὅτι ποιοῦμε τρεῖς μετανοίας μετὰ ἀπὸ τὸν κάθε στίχο καὶ μετὰ κάνουμε δώδεκα μικρὲς καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ τελευταῖο κομμάτι καὶ μετὰ ἄλλη μία μεγάλη.

Δηλαδή, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...» -τελειώνουμε τὸ πρῶτο κομμάτι- καὶ κάνουμε μία στρωτὴ ἐδαφιαία μετάνοια, ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες, τὶς βαθιές. Συνεχίζουμε: «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης...»· δεύτερη μετάνοια. «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα...»· τρίτη μετάνοια. Καὶ μετὰ σιωπηρῶς λέγοντας τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἢ τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κάνουμε δώδεκα σταυρωτὲς μικρὲς μετάνοιες. Αὐτὸ στὰ μοναστήρια. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαι μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα» καὶ κάνουμε ἄλλη μία μεγάλη μετάνοια. Ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ τὴν καταλάβει τὴν προσευχὴ ὄχι μόνον ἡ σκέψη μας, ὄχι μόνον ἡ ψυχή μας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα μας. Νὰ τὴν καταλάβει ὁλόκληρος ὁ ἐαυτός μας. Εἶναι σημαντικὴ προσευχή. Εἶναι πόρτα καὶ ὁδὸς καὶ τέρμα γιὰ ὅποιον ἔχει πνευματικὴ εὐστροφία νὰ ἀξιοποιήσει τὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ στὴ ζωή του.

Ἂς κάνουμε, λοιπόν, μία σύντομη ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, νὰ καταλήξουμε σὲ τέσσερις παρατηρήσεις ποὺ δὲν εἶναι τόσο ἐμφανεῖς, νὰ κρατήσει ὁ καθένας τὸ μήνυμά του καὶ ἔτσι νὰ τὸ πάρει συνοδὸ κατὰ τὴν ἀποψινὴ βραδιὰ στὸ σπίτι του.
Ὁ χορηγός, ὁ ὁδηγός, ὁ ὑπερασπιστής, ὁ Κύριος

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...»· ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, στὸ ὁποῖο ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορά: «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 26,1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.

Ξεκινοῦμε τὴν προσευχὴ μᾶς ὁμολογώντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς ρυθμίζει ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροι μου» λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 30,16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μας ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέχρι καὶ τὸ τέλος της, τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἐνδιαμέσως, οἱ γνωριμίες ποὺ κάνουμε, οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχουμε, οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾶμε, ὅλα εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναθέσουμε σὲ Ἐκεῖνον, ὥστε Αὐτὸς νὰ φροντίσει τὸ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε, ἢ θὰ τὰ διαχειρισθοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.

Ξεκινοῦμε, λοιπόν, τὴν προσευχή μας μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ὅτι ἡ ζωή μας πρῶτον δὲν μᾶς ἀνήκει -φοβερὸ πράγμα· γιὰ σκεφτεῖτε το!- καὶ δεύτερον ὅτι ἀνήκει στὸ σύνολό της, σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε φάση της καὶ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Γιὰ φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως καὶ αὐτεξουσίως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινοῦμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».
Ἡ ἀργία

Τέσσερα πράγματα νὰ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀργία. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Ἕνας μουδιασμένος, μαραμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ πνευματικά. Φοβερὴ ἀρρώστια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νέα παιδιὰ ἀνόρεκτα, μᾶλλον κουρασμένα -νὰ τὴν πῶ τὴν λέξη - βαριεστημένα, χωρὶς διάθεση, χωρὶς χυμούς, χωρὶς ἐνθουσιασμό. Δὲν μποροῦμε ἔτσι νὰ προχωρήσουμε. Λέει στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος ὅτι ἡ ἀργία εἶναι περιεκτικὸν τοῦ θανάτου στοιχεῖον, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θυμίζει τὸν θάνατο στὸν ἄνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει στὴ ζωὴ ἕνας ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπὸ τεμπελιά; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀκηδία, αὐτὴ ἡ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀδιαφορία, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα, ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχή μας, ἁμαρτήματα. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες ἦλθε κάποιο παιδὶ ποὺ μὲ πλησίασε, γιὰ νὰ δοῦμε τί θὰ κάνουμε μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ μὲ τὴν ἐξομολόγηση.

- Τί κάνεις γιὰ τὸν Θεό, παιδί μου; ρώτησα.

- Δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ τίποτα, μοῦ ἀπαντᾶ. Δὲν μπορῶ.

-Λίγη προσευχὴ δὲν κάνεις; προχώρησα.

- Τίποτα. Ἕνα σταυρό, καὶ πέφτω στὸ κρεβάτι.

- Γιατί; Ποιὸς ὁ λόγος; Τί σὲ ἐμποδίζει; Τί σὲ πιέζει καὶ γίνεσαι τσιγγούνης στὸν Θεό;

-Νιώθω κουρασμένος, πάτερ.

-Τὸ πρωὶ ποὺ εἶσαι ξεκούραστος;

-Δὲν μπορῶ, βιάζομαι. Σηκώνομαι, ἀλλὰ τὸ ἀναβάλλω. Λέω ἀπὸ αὔριο. Δὲν ἔχω διάθεση. Δὲν ξέρω τί μοῦ φταίει.

Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκηδία. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀργία. Αὐτὸ θέλει βία καὶ πίεση γιὰ νὰ καταπολεμηθεῖ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. 11,12).

Αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ ζορίζονται, νὰ ἀσκοῦνται, νὰ ἐπιμένουν, νὰ ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παραδίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτὸ τοὺς αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δύο λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νά γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανὴ προσευχή μας ζητώντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.
Ἡ περιέργεια

«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργίας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κάνεις μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα. Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «μισῶ τὸ χαμερπὲς πάθος τῆς περιεργίας». Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς περιεργίας ποὺ μὲ κάνει νὰ σέρνομαι χαμηλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ χαμερπές· σημαίνει νὰ ἕρπω χάμω. Αὐτὸ τὸ πάθος ἐνδημεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικὸ παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μία ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴ ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Σὰν νὰ τὸν βλέπεις μὲ τὶς πιτζάμες τῆς ὑποστάσεώς του. Νὰ ἀνακαλύπτεις τὰ μυστικά του, χωρὶς κανέναν λόγο. Νὰ ἀφήνεις στὴν ἄκρη τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ μπερδεύεσαι μὲ τὰ σκουπίδια.

Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖο, πάλι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴ θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ, ὥστε νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.
Ἡ φιλαρχία

Τρίτο πάθος ἡ «φιλαρχία», ἡ φιλοπρωτία. Τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ θὰ τὸ ἀκούσουμε στὸ Εὐαγγέλιο. Κοινὴ ἀρρώστια. Ὅλοι τὴν ἔχουμε μέσα μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀποδέκτες, ὄχι ἁπλῶς τιμῶν, ἀλλὰ τῶν καλυτέρων τιμῶν. Στὴ σύγκριση νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν δεύτερο πιὸ μπροστὰ καὶ μάλιστα μὲ σαφήνεια. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τόσο συχνὰ τσακωνόμαστε ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Μὰ τί σημασία ἔχει αὐτό; Μπορεῖ νὰ εἶσαι ἱερέας καὶ νὰ ἐπιδιώκεις ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸ πρῶτο Εὐαγγέλιο τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ ὄχι ὁ συνεφημέριός σου. Μπορεῖ νὰ εἶσαι ψάλτης καὶ νὰ διεκδικεῖς ἐσὺ νὰ ψάλεις τὰ καλὰ κομμάτια καὶ ὄχι ὁ ἄλλος, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἔχει καλύτερη φωνὴ ἢ περισσότερες γνώσεις ψαλτικῆς. Πῶς μᾶς κυβερνάει ὁ διάβολος! Μὲ ἀνόητα πράγματα!

Βλέπετε καὶ τοὺς Μαθητές, ἐνῶ ὁ Κύριος τους ἀναγγέλλει περὶ τοῦ πάθους Του, τὴν ἴδια ὥρα, ἀρχίζουν οἱ δύο, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Προσέξτε το τὴν ἄλλη Κυριακὴ στὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ τὸ φοβερὸ ποιὸ εἶναι; Ὅτι δὲν ἔμειναν μόνοι αὐτοὶ οἱ δύο νὰ διεκδικοῦν τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐνοχλήθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ στράφηκαν ἐναντίον τους. Προφανῶς γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἤθελαν ἀπὸ μέσα τους νὰ εἶναι πρῶτοι. Οἱ ἥρωες αὐτοὶ τῆς πίστεως, αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν καὶ μετὰ μαρτύρησαν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀρνήθηκαν, οἱ ἴδιοι ἐγκατέλειψαν, οἱ ἴδιοι τσακώθηκαν λίγο πρὸ τοῦ πάθους ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς δίνει τὸ μάθημα τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου λέγοντας ὅτι πρῶτος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει μετὰ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τὴ θέση τοῦ τελευταίου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ μπεῖς σὲ ἕναν χῶρο ποὺ θὰ διαδραματιστεῖ μία ἐκπληκτικὴ σκηνή, ὅπου ἀπὸ μέσα σου νὰ θέλεις νὰ βλέπεις καὶ νὰ ἀκοῦς. Καὶ ἐκεῖ νὰ σοῦ προτείνουν νὰ διαλέξεις ὅποια θέση θέλεις, ἀκόμη καὶ τὴν καλύτερη. Κι ἐσὺ νὰ ἐπιλέγεις εὔκολα τὴν τελευταία. Νὰ εἶσαι μέσα ἀλλὰ κρυμμένος στὴν ἄκρη. Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ μποῦν οἱ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ ἐσένα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἐσύ. Γιὰ νὰ εἶναι μεγαλύτερη χαρά σου ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῆς παραστάσεως ἡ χαρά τους.

«Τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12,10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι φιλοπρωτία, ὄχι πρωτοκαθεδρία. Ὄχι αὐτὸ τὸ φίλαρχο φρόνημα, νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος, ἀλλὰ νὰ θέλω νὰ τιμήσω τὸν ἄλλο, νὰ θέλω νὰ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος. Νὰ τοῦ ἐκχωρήσω τὰ δικαιώματα, νὰ εἶμαι ὁ διακονῶν, νὰ εἶμαι ὁ εὐτυχισμένος ἔσχατος, ὁ εὐλογημένος οὐραγός, ἀναπαυμένος στὴ θέση μου, στὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ εἶναι μέσα στὴν ἀγκαλιά, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι καλύτεροί μου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ χαίρομαι τὴν εὐλογία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀδελφῶν. «Πνεῦμα», λοιπόν, «φιλαρχίας»,νὰ θέλω νὰ ὑπερέχω ἐγώ, καὶ φιλοπρωτίας,«μή μοι δῶς».
Ἡ ἀργολογία

«Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας» καὶ τέταρτον «ἀργολογίας». Τί θὰ πεῖ ἀργολογία; Κουτσομπολιό. Ἀχρηστολογία. Ὑπάρχει κάτι ποῦ λέγεται περιαυτολογία· νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κακὸ πράγμα! Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται καυχησιολογία· νὰ ἀρχίσεις νὰ καυχᾶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἄλλη ἀρρώστια! Ὑπάρχει ἄλλο ἕνα πάθος ποὺ λέγεται πολυλογία· νὰ μιλᾶς ἀκατάσχετα καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει σειρὰ νὰ πεῖ κάτι. Καὶ ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀργολογία, τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ λὲς ἀνοησίες ἢ ἄχρηστα πράγματα. Λόγια ποὺ δὲν χρειάζονται, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα. Συχνὰ ὁμολογοῦμε ὅτι «πῆγα καὶ σκότωσα τὴν ὥρα μου. Εἴπαμε καὶ κανένα χαζό». Ὄχι τέτοιο πράγμα. Ἀπὸ τὸ στόμα μας «λόγος ἀργός», δηλαδὴ μὴ ζωντανός, μὴ οὐσιαστικὸς «μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. 4,29), νὰ μὴν βγαίνει, μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ ἅγιοί μας. Γιὰ φαντασθεῖτε πάλι τὴ ζωή μας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σε περιεκτικούς, οὐσιαστικοὺς λόγους. Νὰ μὴν ἔχει, λοιπόν, οὔτε τὸ ἀγκάθι τοῦ ἄχρηστου, ἀνόητου λόγου, οὔτε τοῦ περίεργου λόγου, οὔτε τοῦ κατακριτικοῦ λόγου, οὔτε τοῦ ὑπεροχικοῦ λόγου, ἀλλὰ νὰ εἶναι στόμα καθαρό, λόγος παστρικός, πεντακάθαρος. «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ», λέει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 3,1). Αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρὸ στόμα καὶ δὲν φταίει μὲ τὸ στόμα του αὐτὸς ἐγγίζει πλέον τὴν κατάσταση τῆς τελειότητος.

Καθώς, λοιπόν, ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψει στὴν ψυχή μας τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν τεσσάρων ἀδυναμιῶν, στὴν οὐσία, μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, ζητοῦμε τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ τέσσερις ἀρετές: ἀντὶ τῆς ἀργίας, τὸ φιλότιμο καὶ τὸν ἅγιο ζῆλο. Στὴ θέση τῆς περιέργειας, τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀπερίσπαστον καὶ τὴ σύνεση. Ἀντὶ τῆς φιλαρχίας, τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν εὐγενῆ συστολὴ . Καί, τέλος, ἀντὶ τῆς ἀργολογίας, τὴ σιωπὴ καὶ τὸν «ἅλατι ἠρτυμένον λόγον» (Κολ. 4,6).

Ὁ ὅσιος, ὅμως, Ἐφραὶμ στὴν περίφημη προσευχή του δὲν ζητάει μόνον τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μεγάλα πάθη ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ δῶρο τεσσάρων μεγάλων ἀρετῶν: «Πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης». Τέσσερις ἐκπληκτικὲς ἀρετές!
Ἡ Σωφροσύνη

Πρώτη ἀρετή, ἡ σωφροσύνη. Σωφροσύνη βγαίνει ἀπὸ τὶς λέξεις σῶος καὶ φρὴν-φρενός, καὶ σημαίνει ἔχω σώας τὰς φρένας, ἀκέραιο τὸν νοῦ μου. Σωφροσύνη μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου σημαίνει ἐγκράτεια, ἁγνότητα, καθαρότητα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Μὲ τὴν εὐρύτερη ὅμως ἔννοια σωφροσύνη σημαίνει γενικευμένη ἀκεραιότητα. Τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς στὸ μυαλό του τὴν ἀρρώστια τῶν μειονεκτικῶν λογισμῶν, τῶν νοσηρῶν σκέψεων.

Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας του. Νομίζει ὅτι ὅλοι τὸν κυνηγοῦν, ὅτι ὅλοι τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα, ὅτι ὅλοι ἔχουν παράπονα. Καὶ δὲν ἔχει κανένας. Δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του. Δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας, λένε. Τὰ ἔχασε. Εἶναι διαταραγμένη ἡ ἰσορροπία τῆς σκέψης του. Σωφροσύνη, λοιπόν, σημαίνει καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα. νὰ εἶναι κανεὶς ἰσορροπημένος πνευματικά, νὰ μπορεῖ ὁ λογισμός του νὰ λειτουργεῖ μὲ σαφήνεια, χωρὶς ἀρρώστιες ψυχολογικοῦ τύπου, μειονεξία ἢ καχυποψία ἢ κυκλοθυμία κ.ο.κ.

Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ μολύνει αὐτὴν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Εὔκολα τὸ μάτι μας ἀρχίζει νὰ κλέβεται ἀπὸ ψευτοέρωτες -«ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν»- καὶ τὸ σῶμα μας νὰ ἑλκύεται ἀπὸ λάθος ἱκανοποιήσεις καὶ κάνουμε τὶς ὀλέθριες ὑποχωρήσεις, ποὺ τὶς σκεπάζει μετὰ ὁ συμβιβασμὸς μίας δύσκολης ἐποχῆς, ἡ ὁποία ὅλα ξέρει νὰ τὰ δικαιολογεῖ. Χριστιανὸς ὅμως σημαίνει πεντακάθαρη κατάσταση. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τοὺς Ἱερεῖς, καὶ γιατί ὄχι γιὰ κάθε χριστιανό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρότερος ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὄχι τὸ μυαλὸ συνέχεια στὸ πονηρό, στὸ σαρκικό, στὸ ρυπαρό, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεση σὲ ὅ,τι εἶναι καθαρό, διότι μόνον ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἐγγυᾶται τὴ θέα τοῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί, τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).

Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ ποὺ προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ σωφροσύνη, αὐτὴ ἡ ἀκεραιότητα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν εἶναι σὰν ραγισμένο βάζο, οὔτε σὰν λεκιασμένο σεντόνι, ἀλλὰ σὰν σῶμα χωρὶς οὐλή, σὰν κρύσταλλο χωρὶς σημάδι, σὰν κάτι ποὺ δὲν ἔχει ποτὲ συγκολληθεῖ, ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀρχική του ἀκεραιότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή.
Ἡ ταπεινοφροσύνη

Δεύτερη ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τί ὡραία, τί μεγάλη ἀρετή! Ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ ἐκεῖ ἔλεγε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Ἐπίσης, ὁ πρῶτος μακαρισμὸς ἀφιερώνεται στοὺς ταπεινούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3). Πτωχὸς τῷ πνεύματι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σὲ καμία ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό του. Λέγουν κάποιοι -χωρὶς κατ᾿ ἀνάγκην αὐτὸ νὰ εἶναι σωστὸ - ὅτι ἡ λέξη ταπεινὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν τάπητα, τὸ χαλί. Ταπεινὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται νὰ τὸν πατᾶς χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται. Καὶ καμιὰ φορὰ εἶναι μερικὰ χαλιὰ ποὺ τὰ πατᾶς καὶ ζωντανεύουν πιὸ πολύ. Ἔτσι εἶναι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ὁ ταπεινὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Θεοτόκου· παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποδέχεται τὴ μεταμορφωτικὴ χάρι Τοῦ μέσα στὴν ψυχή του.
Ἡ ὑπομονή

Ἂς πλησιάσουμε τὴν τρίτη ἀρετή. «Πνεῦμα ὑπομονῆς». «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19), λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἄλλη μία ἀρετὴ ποὺ τόσο χρειάζεται, ἀλλὰ τόσο τὴν ἀγνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Στὶς μέρες μας δὲν κάνουμε ὑπομονή.

Θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει ἐδῶ καὶ τώρα. Καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας· ὄχι ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς.

Ἄλλοτε πάλι παίρνουμε μία ἀπόφαση καὶ θέλουμε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ καταφέρουμε τὸν στόχο μας. Χρειάζεται ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ὑπομείνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν περιμένουμε, νὰ ἔλθει καὶ ἐκείνου ἡ ὥρα.

Τρίτη περίπτωση, ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ διπλανοῦ μας. Ἔχουμε τὸ παιδί μας. Παίρνει ἕναν ἄλλο δρόμο, κάνει ἄλλες ἐπιλογὲς στὴ ζωή του ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐμεῖς θὰ θέλαμε. Τρέμει τὸ φυλλοκάρδι μας. Τὸ καλοῦμε, τοῦ κάνουμε μία ἐπίθεση ἐλέγχου, δίνουμε καὶ μερικὲς συμβουλὲς καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διορθωθεῖ. Μὰ δὲ γίνεται ἔτσι. Ἐμεῖς τόσο εὔκολα διορθωνόμαστε; Ἐδῶ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ γιὰ τὸ παιδί μας. Νὰ τὸ περιμένουμε. Γι᾿ αὐτὸ λέγει «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῶν ψυχῶν σας. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ πιάσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ τὴν κυβερνήσεις, θὰ κρατήσεις τὸ τιμόνι της. Ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονή μας, περιμένοντας τὸν Θεό, δίνοντας χρόνο στὸν ἑαυτό μας, ἀναγνωρίζοντας στὰ παιδιά μας καὶ στοὺς συνανθρώπους μας τὸ δικαίωμα τοῦ χρόνου τους, θὰ κερδίσουμε καὶ τὶς δικές τους ψυχές, θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὶς δικές μας. Θὰ τὶς κατακτήσουμε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀγάπῃ.
Ἡ ἀγάπη

Τέλος, ζητοῦμε «πνεῦμα ἀγάπης». Στὴν Κλίμακα τῶν ἀρετῶν, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἐμφανίζεται ἡ διάκριση ὡς «ἡ μείζων τῶν ἀρετῶν». Στὸ τέλος ὑπάρχει ἕνα κεφάλαιο γιὰ τρεῖς ἀρετές: τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. «τὰ τρία ταῦτα», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. 13,13). Ἀγάπη γενική: καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἀγαπῶ ἕναν, δυό, πέντε, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους μου καὶ δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους. Ἀγάπη ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὅλη τὴν κτίση. Ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπᾶ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους, ἀγαπᾶ τοὺς εὐεργέτες καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦν, ὅπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». Ἀγάπη μεριζομένη καὶ μὴ καθολικὴ δὲν εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη δὲν διαιρεῖ οὔτε ξεχωρίζει τοὺς ἀποδέκτες της, ἀλλὰ κομματιάζει τὴν πηγή της. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ κομματιαζόμαστε, γιατὶ ὁ διπλανὸς εἶναι ὁ ἀδελφός, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶμε στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ στὸν Θεό. Τὸν ἀδελφὸ ἔβαλε ὁ Θεὸς δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ πόρτα τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Τί φοβερὴ ἀρετή! Ἀλλὰ τί δύσκολη ποὺ μᾶς φαίνεται! Πόσο ὅμως διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ κοινωνία μας, ἡ κοινωνία μας ὡς πιστῶν, ἐδῶ σε αὐτὴ τὴν ἐνορία ποὺ βρισκόμαστε ὅλοι μαζί, ἂν μπορούσαμε νὰ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, τὴν πληρότητα, τὴ θυσιαστικότητα τῆς ἀγάπης, τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης! Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους ὄχι σὰν τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον, εἶναι κομμάτι μας, εἶναι ὁ καλύτερος ἐαυτός μας, εἶναι παιδὶ καὶ ἀδελφός του Χριστοῦ, εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς· εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, εἶναι ἡ εὐκαιρία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό μας.

Νά, λοιπόν, τί ζητοῦμε. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεὸς ἀπὸ «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας» καὶ νὰ φυτέψει στὴν καρδιὰ μας «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης».
Τὰ «ἐμὰ πταίσματα» καὶ ἡ κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ

Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσ᾿ μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ μέρα του, ὅτι ἀκόμα κι ἂν ζοῦσες ἑκατὸ χρόνια καὶ κάθε μέρα ἔριχνες δάκρυα ὅσο εἶναι τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ξεπλύνεις τὰ πραγματικά σου ἐλαττώματα, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ διακρίνεις. Ἂς ἔχει καθένας μας τὴν αἴσθηση μίας στοιχειώδους αὐτογνωσίας, πῶς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες συνεχῶς διαπράττουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτογνωσία. «Δώρησαί μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». Νὰ ἀντικρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.

Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς πιὸ γλυκοὺς καὶ ἀγαπημένους πρόσφατους ἁγίους, ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Νέος της Καλύμνου. Ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 1948. Πέρασε καὶ ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του ἐδῶ στὴν Ἀθήνα. Τὸν τιμᾶ ἰδιαίτερα ἡ Κάλυμνος. Σύγχρονος ἅγιος! Λίγο μετὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Ἕνας γλυκύτατος ἄνθρωπος. Ἕνας ἐπιεικέστατος ἅγιος. Παραμυθητικός, φιλάνθρωπος, γεμάτος συμπάθεια καὶ κατανόηση, ἐπιείκεια καὶ συγχωρητικότητα. Συνέρρεε ὁ κόσμος γιὰ ἐξομολόγηση. Ὅλα τὰ συγχωροῦσε. Γιὰ δύο ὅμως ἁμαρτίες ἦταν ἀδυσώπητος. Ἡ μία ἡ βλασφημία, καὶ τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ δεύτερη ἡ κατάκριση. Κατέκρινες τὸν ἀδελφό σου καὶ τοῦ τὸ ἔλεγες; Αὐστηρὸ κανόνα ἔβαζε. Ἀκοινωνησία! Νηστεύεις; Ρωτοῦσε. Μὰ ἐσὺ καταβροχθίζεις τὶς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὁ ἅγιος αὐτός, αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὸ πάθος τῆς κατάκρισης. Μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ροκανίζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ ἕνας νὰ φάει τὸν ἄλλον. Νὰ τὸν κουτσομπολέψει, νὰ τὸν καταδικάσει. Μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐνορία, στὰ σπίτια μας, στοὺς χώρους ἐργασίας μας. Σκληροὶ ἐπικριτές, ἀνυποχώρητοι θεατὲς ἐλαττωμάτων, ἐπίμονοι ἐρευνητὲς σφαλμάτων. Δυστυχῶς, ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἶναι καὶ παλιὰ καὶ βαθειὰ καὶ διαδεδομένη.

Νομίζω ὅτι σᾶς κούρασα. Πέρασε ἡ ὥρα. Θὰ κάνω μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς, μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἂν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα χαρακτηριστικά.
Ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ ἑστιάζει μέσα μας

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀποφεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μίσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς καταστάσεις. Ποιὸς ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἀνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδόμυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας: «Νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, ἐπανεισι εἰς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνονται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθειά της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὔκ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφό· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέφεται.

Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ ὁ νοῦς, τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προσευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμαζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπεινοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.
Οἱ ἀρετὲς ὡς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ

Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ὁ προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ μᾶς αὐτὲς οἱ ἀρετές, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποῦ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατάθεσή τους: «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α´ Κορ. 4,7).
Τὸ «πνεῦμα» ὡς φρόνημα

Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας», δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχταρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες, ὥστε πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.
Δοῦλος καὶ ἀδελφός

Καὶ τὸ τέταρτο εἶναι πολὺ ὡραῖο. Νὰ τὸ ξαναπῶ, γιὰ νὰ δεῖτε δύο λέξεις: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς». Δὲν θὰ τὸ σχολιάσουμε αὐτό. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῶ δούλῳ. Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».

Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτὸ μας καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατὶ εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθανθεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.

Ἔτσι ἂν ξεκινήσουμε τὴν πορεία μας τὴν πνευματική, μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἂν τὴν ἀναβαπτίσουμε, θὰ μπορέσουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν. Τότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει αὐτὲς οἱ ἀρετὲς νὰ διακρίνουν καὶ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας σὲ κάποιο βαθμό, ἀλλὰ κυρίως θὰ δώσει νὰ ἀνθίσουν στὸ ἔδαφος τῶν πνευματικῶν κοινοτήτων μας, τῆς ἴδιας μας τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ζούσαμε ὡς Ἐκκλησία αὐτὴν τὴ καθαρότητα, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μιλᾶμε γιὰ κάθαρση. Ὅταν στὴν Ἐκκλησία μας κυριαρχεῖ ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη , ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη, τότε τί θέση ἔχει ἡ λεγόμενη κάθαρση; Τότε δὲν θὰ ἤμασταν Ἐκκλησία ποὺ τῆς ἀπαιτοῦν κάθαρση , ἀλλὰ θὰ ἤμασταν κοινωνία ποὺ θὰ χόρταινε ἀπὸ γνήσια μαρτυρία.

Ξεκίνησα λέγοντας ὅτι μᾶς μένουν ἀκόμη δύο ἑβδομάδες Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Δύο ἑβδομάδες συνεχοῦς εὐλογημένου ἐπηρεασμοῦ τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὴν εὐλογία αὐτῆς τῆς προσευχῆς καὶ τῶν ἀληθειῶν της. Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε, ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε. Μία προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας.

Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Νὰ δώσει λοιπὸν ὁ Θεὸς πλούσια τὴν εὐλογία Του καὶ κατὰ τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Τεσσαρακοστῆς, καὶ ὅλους νὰ μᾶς ἀξιώσει πανέτοιμοι, ἢ μᾶλλον ὅσο τὸ δυνατὸν ἕτοιμοι, νὰ μποῦμε μέσα στὸ κανάλι αὐτὸ τὸ εὐλογημένο , σὲ αὐτὸν τὸν μετασχηματιστὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γιὰ νὰ φθάσουμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι ἐνώπιόν του Θεοῦ ὡς δοῦλοι καὶ μεταξὺ μας ὡς ἀδελφοί,γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας ξεχωριστὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε Ἀναστάντα. Ἀμήν.