xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ

Βλασίου Ιω. Φειδά
Καθηγητού Πανεπιστημίου
 

   
Η έννοια της αποστολικής διαδοχής συνδέεται άρρηκτα με την αυτονόητη προοπτική της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους στή συνέχεια τού αποστολικού έργου, ενώ η χειροτονία υπήρξε ο μόνος τρόπος για την παραχώρηση εξουσιών από τούς αποστόλους σέ δοκιμασμένους συνεργούς τους γιά τή διασφάλιση όχι μόνο τής ευρύτερης κατανομής αρμοδιοτήτων εν τόπω, αλλά και τής αδιάκοπης συνέχειας τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής εν χρόνω.

Εντούτοις, ενώ η ανάπτυξη τού αποστολικού έργου εν τόπω καλύφθηκε εξ αρχής μέ τή χειροτονία από τούς αποστόλους τού τοπικού ιερατείου (επισκόπων και διακόνων ή πρεσβυτέρων), όπως μαρτυρείται στην αποστολική γραμματεία,
η κατοχύρωση τής αδιάκοπης συνέχειας τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής εν χρόνω, δηλαδή η αντιμετώπιση τού ζητήματος τής διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους, δέν ήταν κατά τήν αποστολική περίοδο μία άμεση ή πιεστική ανάγκη, γι’ αυτό και οι σχετικές μαρτυρίες είνε περιστασιακές και οπωσδήποτε ασαφείς, ιδιαίτερα μετά τή συστηματική αμφισβήτησή τους από τήν προτεσταντική θεολογία. Υπό τήν έννοια αυτή, η σχέση χειροτονίας και αποστολικής διαδοχής είναι η μόνη ασφαλής οδός γιά μία συστηματική προσέγγιση τού κρισίμου ζητήματος είναι οι σχετικές μαρτυρίες, οι οποίες υπάρχουν στίς επιστολές τού αποστόλου Παύλου, αφ’ ενός μεν γιατί σέ αυτές έχουν επικεντρωθή οι κύριες θεολογικές διαφωνίες, αφ’ ετέρου δέ γιατί αυτές παρέχουν τή δυνατότητα κριτικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των σημαντικών μαρτυριών τής γραμματείας τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), οι οποίες παρουσιάζουν εντυπωσιακή συγγένεια πνεύματος και ορολογίας πρός τίς μαρτυρίες των παυλείων επιστολών. Συνεπώς, τά κρίσιμα ερωτήματα είναι: Ποιός χειροτονεί, Ποιόν χειροτονεί και ποιό λειτούργημα αναλαμβάνει ο χειροτονούμενος στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής;

1. Χάρισμα και ιερωσύνη

Η αποστολική διαδοχή αναφέρεται στην αδιάκοπη συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής στην ιστορική πορεία τής Εκκλησίας και εκφράζεται αποκλειστικά μέ τή μεταβίβαση τής εξουσίας τού Χριστού από τούς αποστόλους στούς διαδόχους τους, η οποία προσδιορίζει και τή σχέση τους προς το τοπικό ιερατείο, όπως αυτό μαρτυρείται στην αποστολική και τή μεταποστολική εποχή. Η αμφισβήτηση από τόν Α.v. Harnack όπως επίσης και από τήν ιστορική σχολή τής προτεσταντικής θεολογίας, τής ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας γιά τήν αποστολική διαδοχή στηρίχθηκε αφ’ ενός μέν στόν πλασματικό διαχωρισμό μιάς οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων (απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, ευαγγελιστές κ.λπ.) από τήν τάξη τού τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι, πρεσβύτεροι), αφ’ ετέρου δέ στην αυθαίρετη απόρριψη τής αδιάκοπης συνέχειας τής εξουσίας των αποστόλων στούς διαδόχους τους επισκόπους, όπως αυτή μαρτυρείται κατά τίς αρχές τού Β΄ αιώνα στίς επιστολές τού Ιγνατίου Αντιοχείας. Πράγματι, ο A.v. Harnack υποστήριξε τήν υπεροχή τής οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων έναντι τού τοπικού ιερατείου επί τή βάσει τού χωρίου τής πρός Εφεσίους επιστολής τού αποστόλου Παύλου, κατά τό οποίο {και αυτός (=Ιησούς Χριστός) έδωκε τούς μέν αποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ ευαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας και διδασκάλους, πρός καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν τού σώματος τού Χριστού (Εφεσ. 4, 10-12). Έτσι, συνέδεσε αυθαίρετα τούς μέν {αποστόλους}, {προφήτας} και {ευαγγελιστάς} μέ τήν υπερέχουσα οικουμενική τάξη των χαρισματούχων, τούς δέ {ποιμένας και διδασκάλους} μέ τό τοπικό ιερατείο. Απέκλεισε έτσι κάθε έννοια διαδοχής στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής μέ ανάλογη χρησιμοποίηση και των σχετικών μαρτυριών τής Διδαχής περί τής τάξεως των περιοδευτων {προφητών}.

Βασική επιδίωξη τού πλασματικού αυτού διαχωρισμού από τήν προτεσταντική θεολογία τής οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από τό τοπικό ιερατείο ήταν η απόρριψη τής ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί τής αδιακόπου αποστολικής διαδοχής στους επισκόπους τής Εκκλησίας, αφού οι επίσκοποι των επιστολών τού Ιγνατίου δέν μπορούν νά αναζητηθούν ούτε στην τάξη των χαρισματούχων, η οποία αποσυνδέεται από τό ιερατείο, ούτε στό τοπικό ιερατείο (επισκόπους ή πρεσβυτέρους), τό οποίο δέν ήταν φορέας τής επισκοπικής εξουσίας. Τό γεγονός ότι οι τίτλοι {επίσκοπος} και {πρεσβύτερος} δέν δηλώνουν στην καινοδιαθηκική γραμματεία τού φορέα τής επισκοπικής εξουσίας στά πλαίσια τής αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαια τήν αναζήτησή του σέ κάποια από τίς εξέχουσες τάξεις, οι οποίες συμμετείχαν στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής τόσο κατά τήν αποστολική, όσο και κατά τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή. Σέ ειδική μελέτη υποστηρίξαμε ότι η τάξη των προφητων κατείχε πράγματι κατά τήν κρίσιμη αυτή περίοδο εξέχουσα θέση στή συνέχιση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής, αφού στελεχωνόταν από τούς εκλεκτούς μαθητές και συνεργούς των αποστόλων, γιά νά συνεχίσουν τό έργο τους, όπως συνάγεται και από τήν ορθή ερμηνεία των σχετικών μαρτυριών όχι μόνο τής Διδαχής, αλλά και τής όλης γραμματείας τής μεταποστολικής εποχής (βλ. Ι. Φειδά, Τό πολίτευμα τής Εκκλησίας και η Τάξις των Προφητων, Αθήναι 1984).

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο απόστολος Παύλος ο οποίος συμπεριλαμβάνεται από τόν μαθητή και συνεργό του ευαγγελιστή Λουκά στην τάξη των Προφητων τής Εκκλησία τής Αντιοχείας (Πράξ. 13, 1-3), κατατάσσει πάντοτε τήν τάξη των προφητων αμέσως μετά τούς αποστόλους τόσο στό χωρίο τής πρός Εφεσίους Επιστολής (4, 10-12), όσο και στό περίφημο χωρίο τής Α΄ πρός Κορινθίους επιστολής του: {Και ους μέν έθετο ο Θεός εν τή Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μή πάντες απόστολοι, μή πάντες προφήται, μή πάντες διδάσκαλοι, μή πάντες δυνάμεις, μή πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων, μή πάντες γλώσσαις λαλούσι, μή πάντες διερμηνεύουσι. Ζηλούτε ουν τά χαρίσματα τά κρείττονα} (Α΄ Κορ. 12, 28-31). Η σημαντική αυτή μαρτυρία καθιστά σαφές ότι: α) τά ιεραρχικώς προτασσόμενα χωρίσματα (απόστολοι, προφήται, διδάσκαλοι) ήσαν {τά χαρίσματα τά κρείττονα}, τά οποία δέν είναι δυνατόν νά ταυτισθούν πρός τά ελεύθερα ή παροδικά χαρίσματα των απλών πιστων, β) οι φορείς των {κρειττόνων χαρισμάτων} είναι συγκεκριμένες τάξεις μέ μόνιμη αφιέρωση στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, αφού ό,τι {ο Θεός θέτει εν τή Εκκλησία} είναι μόνιμο λειτούργημα στή ζωή τής Εκκλησίας, όπως η τάξη των αποστόλων, γ) η τάξη των προφητων ανήγε τό λειτούργημα στόν Θεό, όπως και η τάξη των αποστόλων, γι’ αυτό και η εξέχουσα θέση της προσδιορίζεται κατ’ αναφοράν πρός τούς αποστόλους και όχι βεβαίως πρός τήν τοπική Εκκλησία, και δ) η τάξη των προφητων αναδεικνύεται τόσο στην αποστολική, όσο και στην πρώιμη μεταποστολική εποχή ως η σημαντικότερη τάξη τής Εκκλησίας μετά τούς αποστόλους.

Υπό τήν έννοια αυτή, ο εισαγόμενος από τόν A.v. Harnack και τήν προτεσταντική θεολογία κάθετος χωρισμός χαρίσματος και ιερωσύνης είναι αυθαίρετο θεολογικό πλάσμα, τό οποίο δέν μπορεί νά ανεύρη πειστικά ερείσματα στην καινοδιαθηκική και στή μεταποστολική γραμματεία. Έτσι, ο R. Bultman (Theology of the N.T., 2, 103) αποκρούει ως αβάσιμη τή θεωρία τού A. v. Harnack γιά τόν διαχωρισμό τής οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από τό τοπικό ιερατείο και υποστηρίζει όχι μόνο τήν ισοβιότητα τού λειτουργήματος όσων ανήκαν στην τάξη των προφητων, αλλά και τήν εξέλιξή τους σέ φορείς εξέχουσας εξουσίας κατά τήν άσκηση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής. Ποίοι όμως ανήκαν στην τάξη των προφητων; Είναι προφανές ότι στην τάξη αυτή ανήκαν οι μαθητές και συνεργοί των αποστόλων, αφού, οι προφήτες, όπως και οι συνεργοί των αποστόλων, μπορούσαν νά ευαγγελίζονται, κατ’ εντολήν των αποστόλων, τόν λόγο τού Θεού χωρίς τοπική δέσμευση (Πράξ. 13, 1 κεξ.), νά επισκοπούν και νά στηρίζουν τίς τοπικές εκκλησίες (Πράξ. 15, 36), νά εκπροσωπούν τούς αποστόλους και νά κοινοποιούν αποστολικές αποφάσεις στίς τοπικές Εκκλησίες (Πράξ. 15, 22, 32), νά χειροτονούν, όπως και οι απόστολοι, επισκόπους και διακόνους στίς τοπικές εκκλησίες (Πράξ. 14, 23) κ.ά. Η σχέση όμως των προφητων πρός τούς συνεργούς των αποστόλων, καιτοι επιβεβαιώνεται στην καινοδιαθηκική και τήν πρώιμη μεταποστολική γραμματεία (Διδαχή), εν τούτοις καθιστά αναγκαια τήν περιγραφή αφ’ ενός μέν τής ιδιαίτερης έννοιας τού τίτλου των προφητων έναντι τού τίτλου των αποστόλων, αφ’ ετέρου δέ τού τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην τάξη των προφητων.

2. Αποστολική λειτουργία τής επισκοπής και αποστολική χειροτονία

Κοινός τόπος τής όλης γραμματείας τής αποστολικής και τής μεταποστολικής εποχής γιά τήν ένταξη τόσο των φορέων των {κρειττόνων χαρισμάτων} συνεργών των αποστόλων (προφητων, διδασκάλων κ.λπ.), όσο και τού τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι ή πρεσβύτεροι) στην αυτοδύναμη άσκηση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής ήταν η χειροτονία τους από τούς αποστόλους μετά από μία σχετική περίοδο δοκιμασίας σέ διάφορους τομείς τού αποστολικού έργου, η οποία ήταν σύντομη γιά τό τοπικό ιερατείο και πολύ εκτενής γιά τούς συνεργούς των αποστόλων, αναλόγως και πρός τά προσωπικά τους χαρίσματα. Είναι όμως ευνόητον ότι η χειροτονία των αποστόλων συνδεόταν απολύτως μέ τό ανατιθέμενο έργο, τό οποίο προσδιόριζε και τό περιεχόμενο ή τό επίπεδο τής αποδιδομένης αυθεντίας σέ κάθε συγκεκριμένη τάξη. Άλλη δηλαδή ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων γιά τό τοπικό ιερατείο και άλλη η αυθεντία των χειροτονουμένων γιά τήν άσκηση τού αποστολικού έργου, όπως άλλη ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων επισκόπων και διακόνων στό τοπικό ιερατείο. Έτσι, η χειροτονία των στενών συνεργατων των αποστόλων, η οποία αναφερόταν στην οικουμενική προοπτική τού αποστολικού έργου, συνδεόταν άρρηκτα μέ αυτό και παρείχε ανάλογη αυθεντία πρός τήν αυθεντία των αποστόλων.

Είναι λοιπόν επίσης προφανές ότι, ενώ όλοι καθίσταντο μέ αποστολική χειροτονία στίς διάφορες τάξεις τής ποικίλης διακονίας τού αποστολικού έργου, εντούτοις υπήρχε σαφής ιεράρχηση αυθεντίας και αξίας στίς διάφορες τάξεις των χειροτονουμένων, ιδιαίτερα μεταξύ των καθισταμένων στά {κρείττονα χαρίσματα} και των καθισταμένων στό τοπικό ιερατείο επισκόπων και διακόνων ή πρεσβυτέρων. Η ειδοποιός όμως διαφορά μεταξύ τους σέ επίπεδο αξίας και αυθεντίας, καιτοι απέρρεε από τήν ιδιαιτερότητα τής αποστολικής χειροτονίας, εκφράζεται σαφέστερα ήδη και κατά τήν αποστολική εποχή μέ τήν υπερέχουσα αυθεντία των χειροτονημένων από τούς αποστόλους συνεργούς τους στην άσκηση τού δικαιου των χειροτονιών. Πράγματι, τό τοπικό ιερατείο (επίσκοποι και διάκονοι), καιτοι είχε λάβει αποστολική χειροτονία, δέν είχε λάβει και τήν αυθεντία νά χειροτονή κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως επιβεβαιώνεται από όλη τήν αποστολική γραμματεία. Αντιθέτως, όσοι από τούς συνεργούς των αποστόλων στό αποστολικό έργο είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, αυτοί είχαν τήν αυθεντία νά χειροτονούν κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως και οι απόστολοι, καιτοι, εφ’ όσον ζούσαν οι απόστολοι, ασκούσαν τήν εξουσία αυτή μόνο κατ’ εντολήν των αποστόλων.

Χαρακτηριστικοί τύποι τής υπερέχουσας αυθεντίας των χειροτονημένων συνεργών των αποστόλων στην καινοδιαθηκική γραμματεία είναι οι μαθηταί τού αποστόλου Παύλου Τιμόθεος και Τίτος, οι οποίοι ανήκαν στόν στενώτερο κύκλο των εμπίστων συνεργατων τού αποστόλου των εθνών, όπως φαίνεται και από τό περιεχόμενο των επιστολών του πρός αυτούς, και είχαν τήν εξουσία νά επιλέγουν και νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο μετά από τήν κατάλληλη δοκιμασία των χειροτονουμένων (Α΄ Τιμ., 3, 1-13. 5, 22. Β΄ Τιμ. 4, 9-11. Τίτ. 1,5-9.3, 12-14). Η εξαιρετική αυτή αυθεντία των δύο συνεργών, όπως και πολλών άλλων συνεργών τού αποστόλου των εθνών, νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο (επισκόπους και διακόνους) απέρρεε όχι βεβαίως μόνο από τήν εμπιστοσύνη ή τήν εντολή τού αποστόλου πρός αυτούς, αλλά κυρίως από τήν αποστολική χειροτονία γιά τήν ένταξή τους στην υπεύθυνη άσκηση τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής. Υπό τήν έννοια αυτή, ο απόστολος Παύλος συνδέει τό μέγεθος τής αποστολής τού Τιμοθέου μέ τή χειροτονία του: {Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε. Μηδείς σου τής νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστων εν λόγω εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία. Έως έρχομαι πρόσεχε η αναγνώσει, τή παρακλήσει, τή διδασκαλία. Μή αμέλει τού εν σοί χαρίσματος, ο εδόθη σοι διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου...} (Α΄ Τιμ. 4, 11-14). Υπό τό αυτό πνεύμα συνδέεται πρός τήν αποστολική χειροτονία και η επανάληψη τής προτροπής τού αποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο: {Υπόμνησιν λαμβάνων τής εν σοί ανυποκρίτου πίστεως..., δι’ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν τό χάρισμα τού Θεού, ο εστιν εν σοί διά τής επιθέσεως των χειρών μου...} (Β΄ Τιμ. 1,5-6).

Οι μαρτυρίες αυτές έχουν απόλυτη αξία γιά τήν ορθή ερμηνεία τής άρρηκτης σχέσεως όχι μόνο τής χειροτονίας πρός τήν αποστολική διαδοχή, αλλά και των {κρειττόνων χαρισμάτων} πρός τή χειροτονία των διαδόχων των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, γι’ αυτό και η προτεσταντική Θεολογία αμφισβήτησε όχι μόνο τήν παύλεια προέλευση των αποστολικών αυτων επιστολών, αλλά και αυτή ακόμη τή χρονολόγησή τους στην αποστολική εποχή. Αντιθέτως, η εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής είδε πάντοτε στίς αποστολικές αυτές επιστολές τίς υποθήκες τού αποστόλου των εθνών πρός τούς συνεργούς και διαδόχους του στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, ενώ τό περιεχόμενο των σχετικών μέ τή χειροτονία μαρτυριών επιβεβαιώνει τήν αποστολική τους προέλευση. Πράγματι, η περιγραφή τού τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής μέ τήν {επίθεσιν των χειρών} των αποστόλων (χειροτονία), μετά τήν αναγκαια δοκιμασία, είναι ο μόνος τρόπος μεταβιβάσεως εξουσιών από τούς αποστόλους σέ όσους επιλέγοντο νά υπηρετήσουν τό αποστολικό έργο όχι μόνο σέ τοπική (τοπικό ιερατείο), αλλά και σέ οικουμενική προοπτική (φορείς των κρειττόνων χαρισμάτων). Άλλωστε, η εξ αρχής επιφυλακτική στάση τού αποστόλου Παύλου έναντι τής παροδικής εκδηλώσεως των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστων, όπως συνάγεται από τήν πρός Κορινθίους επιστολή του (Α΄ Κορ., 12), ήταν μία γενικότερη τάση κατά τήν αποστολική εποχή, γι’ αυτό και ο μέν απόστολος των εθνών προτρέπει τούς πιστούς νά επιθυμούν {τά κρείττονα χαρίσματα} ({ζηλούτε δέ τά χαρίσματα τά κρείττονα}), η δέ Εκκλησία περιόρισε σταδιακά τήν ανεξέλεγκτη εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστων. Έτσι, ο όρος {χάρισμα} στό τέλος τής αποστολικής εποχής όχι μόνο χρησιμοποιείται σπανιότερα, αλλά και συνδέεται κατά κανόνα μέ τή χειροτονία.

3. Η αποστολική χειροτονία και η τάξη των προφητων

Υπό τό πνεύμα αυτό, οι μαρτυρίες των δύο επιστολών τού αποστόλου Παύλου πρός τόν συνεργό του Τιμόθεο αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα γιά τή σχέση τής χειροτονίας πρός τήν αποστολική διαδοχή, όπως επίσης και γιά τόν τίτλο, τόν οποίο έφεραν οι διάδοχοι των αποστόλων. Και οι δύο μαρτυρίες συνδέουν τή χειροτονία μέ τό χάρισμα, αλλ’ όμως στην πρώτη μαρτυρία ({μή αμέλει τού εν σοί χαρίσματος, ο εδόθη σοι διά προφητείας}, η δέ χειροτονία {μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}, ενώ στή δευτέρα μαρτυρία ({αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν τό χάρισμα τού Θεού, ο εστιν εν σοί, διά τής επιθέσεως των χειρών μου}) τό μέν χάρισμα ήταν {χάρισμα τού Θεού}, η δέ χειροτονία σέ αυτό έγινε {διά τής επιθέσεως των χειρών} τού αποστόλου Παύλου και όχι {τού πρεσβυτερίου}. Είναι προφανές ότι {τό χάρισμα τού Θεού}, τό οποίο δόθηκε στόν Τιμόθεο {διά τής επιθέσεως των χειρών} τού αποστόλου Παύλου ή διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}, δέν είναι βεβαίως τό χάρισμα τού βαπτίσματος, ούτε η παροδική έμπνευση των ελευθέρων χαρισμάτων αφ’ ενός μέν γιατί δόθηκε κατά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή και τού πρεσβυτερίου, αφ’ ετέρου δέ γιατί ήταν πλέον μόνιμο κτήμα τού Τιμοθέου ({ο εστιν εν σοί}) και συνδεόταν μέ τήν εξαιρετική αυθεντία γιά τή διαφύλαξη ανόθευτης τής παρακαταθήκης τής πίστεως, η οποία ήταν ουσιαστικό στοιχείο τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.

Εν τούτοις, είναι πολύ σημαντική η συσχέτιση στην πρώτη μαρτυρία τής δόσεως τού {χαρίσματος τού Θεού} στόν Τιμόθεο {διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου} (Α΄ Τιμ. 4, 13-14), γιατί η φράση {διά προφητείας} είναι δυσερμήνευτη, αφού είναι συστατικό στοιχείο τόσο τής δόσεως τού χαρίσματος, όσο και τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή και τού {πρεσβυτερίου}. Οι προτεινόμενες ερμηνείες τής φράσεως {διά προφητείας} τείνουν συνήθως νά τήν αποσυνδέσουν από τή χειροτονία και νά τή συνδέσουν μέ τό ελεύθερο {χάρισμα τής προφητείας} (E. Schweizer, Church Order in N.T., London 1963), αλλά η όλη διατύπωση τής μαρτυρίας αποκλείει και τίς δύο επιλογές τής προτεσταντικής κυρίως βιβλικής θεολογίας. Αντιθέτως, αφού η χορήγηση τού χαρίσματος {διά προφητείας} συνδέεται άρρηκτα πρός τή χειροτονία ({μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}). Ο όρος {προφητεία} χρησιμοποιείται από τόν απόστολο Παύλο και σέ άλλη συνάφεια γιά τήν αποστολή τού Τιμοθέου: {Ταύτην τήν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τάς προαγούσας επί σέ προφητείας, ίνα στρατεύη τήν καλήν στρατείαν} (Α΄ Τιμ. 1, 18). Και οι δύο αναφορές στόν όρο {προφητεία} συνδέονται προφανώς μέ τήν άμεση υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος γιά τήν αποτελεσματική άσκηση τού αποστολικού έργου. Έτσι, η φράση {διά προφητείας} στή χειροτονία τού Τιμοθέου σημαίνει ότι η χειροτονία έγινε {διά τής επιλογής ή τής ενεργείας τού αγίου Πνεύματος}, όπως και στή σχετική περίπτωση επιλογής από τό άγιο Πνεύμα τού Παύλου και τού Βαρνάβα γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη (Πράξ. 13, 1-3).

Υπό τήν έννοια αυτή, η συγκεκριμένη φράση {διά προφητείας} στή συνάφεια τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο ή τό πρεσβυτέριο ή και τούς δύο, μετά από υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος, δηλώνει ότι ο Τιμόθεος μέ τήν αποστολική χειροτονία εντάχθηκε μέ εξέχουσα και μόνιμη αυθεντία στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Η σύνδεση τής επιλογής τού Τιμοθέου {διά προφητείας} πρός τή χειροτονία ({μετά επιθέσεως των χειρών τού πρεσβυτερίου}) δέν εξουδετερώνει ή σχετικοποιεί τήν μαρτυρία γιά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο. Άλλωστε, οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι εχειροτονούντο από τούς συνεργούς των αποστόλων (Τιμόθεο, Τίτο κ.ά.), δέν είχαν αυτόνομη ή αυτοδύναμη εξουσία νά χειροτονούν, αφού μία τέτοια εξουσία είναι τελείως άγνωστη τόσο στην καινοδιαθηκική γραμματεία, όσο και στή γραμματεία τής μεταποστολικής εποχής. Είναι προφανές ότι η χειροτονία τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο έγινε σέ ευχαριστιακή σύναξη τής τοπικής εκκλησίας τής Εφέσου, στην οποία συμμετείχαν ή παρίσταντο όχι μόνο συνεργοί τού αποστόλου των εθνών, αλλά και τό τοπικό ιερατείο, γι’ αυτό και μέ τόν συνδυασμό των δύο σχετικών μαρτυριών, η συμμετοχή τού πρεσβυτερίου καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας γιά τή μετάδοση τού χαρίσματος (R. Buttmann, Theology of the N.T., 2, 107). Η αποστολική λοιπόν χειροτονία {διά προφητείας} ενέτασσε τόν Τιμόθεο σέ υψηλότερη αυθεντία από εκείνη τού τοπικού ιερατείου, η οποία τόν κατέτασσε αμέσως μετά τούς αποστόλους και τού παρείχε τήν εξουσία νά χειροτονή τό τοπικό ιερατείο στά πλαίσια τής ασκήσεως τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.

Η σημαντικότερη λοιπόν τάξη μετά τούς αποστόλους ήταν, κατά τήν αποστολική και τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή, η τάξη των προφητων (Πραξ. 13, 1-3. 15, 22, 32 Α΄ Κορ. 12, 28-31. Εφεσ., 2, 19-21. 3,5 4, 11-13 Διδαχή κ.λπ.). Ο E. Schweizer αναγνωρίζει ότι, {από τή μετακίνηση των Γαλιλαίων στά Ιεροσόλυμα μέχρι τή φυγή τους στην Πέλλα, η πορεία τής Εκκλησίας καθορίσθηκε κατ’ ουσίαν από τίς υποδείξεις τού αγίου Πνεύματος διά μέσου των προφητων και των υπολοίπων μελών τής Εκκλησίας (Church Order in N.T., 50), αλλά, καιτοι δέχεται τή σχέση των συνεργών των αποστόλων πρός τή τάξη των προφητων, απορρίπτει τή χειροτονία τού Τιμοθέου, παρερμηνεύοντας τίς γνωστές μαρτυρίες των πρός Τιμόθεον επιστολών (Ενθ’ αν., 181). Αντιθέτως, ο R. Buttmann (Theology of the N.T., 2, 161-162) όχι μόνο απέκλεισε κάθε δυνατότητα αποσυνδέσεως χαρίσματος και ιερωσύνης, αλλά και υποστήριξε ότι στην τάξη των προφητων υπήρχαν προφήτες, οι οποίοι είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, γι’ αυτό και υποστήριξε ότι {τότε πραγματοποιήθηκε τό αποφασιστικό βήμα. Εφεξής τό λειτούργημα (=των προφητων) εθεωρείτο καταστατικής σημασίας γιά τήν Εκκλησία. Η όλη Εκκλησία στηρίζεται πλέον στούς λειτουργούς, τό λειτούργημα των οποίων ανατρέχει μέ αδιάκοπη διαδοχή στούς αποστόλους} (Ενθ’ ανωτ., 2, 107). Υπό τήν έννοια αυτή, η εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής θεωρούσε αυτονόητο τό γεγονός ότι οι συνεργοί των αποστόλων διαδέχθηκαν μέ αποστολική χειροτονία τούς αποστόλους στην αυθεντική συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής και, όπως συνάγεται από όλες τίς άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, αποτελούσαν μία εξέχουσα αυθεντία γιά όλες τίς τοπικές εκκλησίες ως {αυτήκοοι} των αποστόλων.

Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικό ότι από τό πλήθος των μαθητων και συνεργών των αποστόλων μόνον οι δοκιμώτεροι ελάμβαναν τήν αποστολική χειροτονία και πρωθούντο στην τάξη των διαδόχων των αποστόλων. Πράγματι, η μακρά δοκιμασία ήταν κατά τόν απόστολο Παύλο αναγκαια, γι’ αυτό προέτρεπε και τόν Τιμόθεο νά μή χειροτονή {νεόφυτον, ίνα μή τυφλωθείς εις κρίμα εμπέση τού διαβόλου} (Α΄ Τιμ. 3, 6). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι και ο ίδιος ο απόστολος των εθνών απέφευγε τήν εσπευσμένη χειροτονία των συνεργών του και επέμενε στή μακρά δοκιμασία, γι’ αυτό και μόνο λόγοι από τόν κύκλο των μαθητων του είχαν λάβει τήν εξουσία νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο (Τιμόθεος, Τίτος, Σίλας, Τυχικός, Λουκάς, Μάρκος, Αρτεμάς, Κρήσκης κ.ά.). Υπό τήν έννοια αυτή πρέπει νά ερμηνευθή η καθυστέρηση τής χειροτονίας τού εξέχοντος μαθητού του Απολλώ και τού νομικού Ζηνά, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τόν απόστολο Παύλο στή Νικόπολη γιά νά λάβουν τήν αποστολική χειροτονία: {Όταν πέμψω Αρτεμάν πρός σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν πρός με εις Νικόπολιν, εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνάν τόν Νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. Μανθανέτωσαν δέ και οι ημέτεροι καλών έργων προίστασθαι εις τάς αναγκαιας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι} (Τίτ., 3, 12-14). Από τή μαρτυρία αυτή συνάγονται, κατά τήν προσωπική μας ερμηνευτική προσέγγιση τού κειμένου, ως εύλογα συμπεράσματα αφ’ ενός μέν ότι οι αντικαταστάτες τού Τίτου στην Κρήτη Αρτεμάς και Τυχικός είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία και μπορούσαν, όπως ο Τίτος, νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, αφ’ ετέρου δέ ότι ο Ζηνάς και ο Απολλώς δέν είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία μέχρι τά τελευταία έτη τής αποστολικής δράσεως τού Παύλου. Πράγματι, κατά τή γνώμη μας, αυτό υποδηλώνουν οι δύο χαρακτηριστικές προτάσεις τού κειμένου ({ίνα μηδέν αυτοίς λείπη} – {ίνα μή ώσιν άκαρποι}) γιά τήν αιτιολόγηση τής σπουδής τού αποστόλου των εθνών ({σπουδαίως πρόπεμψον}), παρά τίς προτεινόμενες από τούς βιβλικούς διάφορες ασαφείς ή και αβάσιμες ερμηνείες τού συγκεκριμένου κειμένου.

4. Η τάξη των προφητων και η αποστολική διαδοχή

Είναι όμως εύλογο τό ερώτημα: Οι λαμβάνοντες τήν αποστολική χειροτονία μαθητές και συνεργοί των αποστόλων γιά τήν ένταξή τους στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής ποίο τίτλο έφεραν; Σέ ειδική μελέτη μας (Τό πολίτευμα τής Εκκλησίας και η τάξις των προφητων, 1984) υποστηρίξαμε, μέ πολλά επιχειρήματα από τή γραμματεία της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, ότι οι χειροτονούμενοι συνεργοί των αποστόλων ενετάσσοντο στην τάξη των προφητων και έφεραν τόν τίτλο τού προφήτου μέχρι τό τέλος τής αποστολικής εποχής (70 μ.Χ.), ενώ μετά τόν θάνατο των αποστόλων χρησιμοποιούσαν και τόν τίτλο τού αποστόλου, όπως συνάγεται από τήν εναλλαγή των δύο τίτλων (προφήτης-απόστολος) γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή (μεταξύ των ετων 70 και 90 μ.Χ.). Πράγματι, ο τίτλος {προφήτης} στην παύλεια γραμματεία, όταν συνδέεται μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, δηλώνει ηγετικά πρόσωπα τόσο στην τοπική, όσο και στην οικουμενική προοπτική, όπως συνάγεται από τή σημαντική μαρτυρία των Πράξεων γιά τήν τάξη των Προφητων τής εκκλησίας τής Αντιοχείας, οι οποίοι, κατ’ εντολήν τού αγίου Πνεύματος επέλεξαν τούς Βαρνάβα και Παύλο γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη: {Ήσαν δέ τινες εν Αντιοχεία κατά τήν ούσαν εκκλησίαν, προφήται και διδάσκαλοι, ότε Βαρνάβας και Συμεών, ο επικαλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος και Σαύλος. Λειτουργούντων δέ αυτων τώ Κυρίω (=σέ ευχαριστιακή σύναξη) και νηστευόντων είπε τό Πνεύμα τό άγιον: αφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν και τόν Σαύλον εις τό έργον ο προσκέκλημαι αυτούς. Τότε νηστεύσαντες και προσευξάμενου και επιθέντες αυτοίς τάς χείρας απέλυσαν...} (Πράξ. 13, 1-3).

Η εντυπωσιακή επιτυχία τής πρώτης αποστολικής περιοδείας τού αποστόλου Παύλου στά έθνη (47-48 μ.Χ.) ενέπνευσε τίς αποφάσεις τής Αποστολικής συνόδου (49 μ.Χ.), οι οποίες ενέκριναν τίς προτάσεις τού αποστόλου Παύλου και των Προφητων τής Αντιοχείας γιά τήν οικουμενική προοπτική τού Ευαγγελίου. Οι αποφάσεις τής συνόδου επιδόθηκαν στούς Παύλο και Βαρνάβα, αλλά παραλλήλως επιλέχθηκαν και δύο εξέχοντα μέλη τής τάξεως των προφητων τής εκκλησίας Ιεροσολύμων γιά τήν αποστολή των αποφάσεων στην όλη Εκκλησία τής Αντιοχείας. {Τότε έδοξε τοίς αποστόλοις και τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή εκκλησία, εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτων, πέμψαι εις Αντιόχειαν, σύν τώ Παύλω και Βαρνάβα, Ιούδαν τόν επικαλούμενον Βαρσαβάν και Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς... Οι μέν ουν απολυθέντες ήλθον εις Αντιόχειαν και, συναγαγόντες τό πλήθος, επέδωκαν τήν επιστολήν, αναγνόντες δέ εχάρησαν επί τή παρακλήσει. Ιούδας τε και Σίλας, και αυτοί προφήται όντες, διά λόγου πολλού παρεκάλεσαν τούς αδελφούς και επεστήριξαν. Ποιήσαντες δέ χρόνον απελύθησαν μετ’ ειρήνης από των αδελφών πρός τούς αποστόλους...} (Πράξ. 15, 22, 30-32). Επομένως, η τάξη των προφητων ήταν ήδη κατά τήν πρώιμη αποστολική εποχή τόσο στά Ιεροσόλυμα, όσο και στην Αντιόχεια μία εξέχουσα τάξη, η οποία συμμετείχε κατ’ εντολήν των αποστόλων στό ευρύτερο αποστολικό έργο και είχε τήν αυθεντία, όπως ο Ιούδας και ο Σίλας, νά ανακοινώνουν στίς τοπικές εκκλησίες τίς αποστολικές αποφάσεις ή και νά τίς υποστηρίξουν μέ τή διδασκαλία τους. Έτσι εξηγείται και η ιεραρχημένη κατάταξη των προφητων από τόν απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 12, 28-31 Εφ., 4, 10-12) αμέσως μετά τούς αποστόλους.

Πράγματι, ο τίτλος τού {προφήτη}, όπως και η τάξη των προφητων, είχε καθιερωθή στην αποστολική εποχή και συνδεόταν μέ τούς εξέχοντες συνεργούς των αποστόλων στό αποστολικό έργο, γι’ αυτό και, μετά από μακρά δοκιμασία, ελάμβαναν μέ αποστολική χειροτονία τήν αυθεντία νά ασκούν και αυτοτελώς αποστολικό έργο. Ωστόσο, ο τίτλος {προφήτης}, καιτοι προέρχεται από τόν παλαιοδιαθηκικό τίτλο, διαφοροποιείται πλήρως στην καινοδιαθηκική γραμματεία, ιδιαίτερα δέ στίς επιστολές τού αποστόλου Παύλου, τόσο ως πρός τήν έννοια, όσο και ως πρός τό περιεχόμενο. Πράγματι, στην Καινή Διαθήκη ο τίτλος καθιερώθηκε γιά τή σαφή διάκριση τής τάξεως των προφητων από τήν τάξη των αποστόλων όχι μόνο κατά τήν αυθεντία, αλλά και κατά τόν τρόπο εντάξεώς τους στό αποστολικό έργο. Έτσι, οι μέν απόστολοι αντλούσαν τό εξαιρετικό τους κύρος στην Εκκλησία από τήν προσωπική τους εκλογή και τήν άμεση εντολή πρός αυτούς από τόν Ιησού Χριστό, ενώ οι προφήτες όφειλαν τήν εξέχουσα θέση τους στην προσωπική τους επιλογή από τούς αποστόλους καθ’ υπόδειξη τού αγίου Πνεύματος. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ σημαντική κατά τήν αποστολική εποχή, όπως φαίνεται και από τήν αποδιδόμενη έμφαση στίς περιγραφές τής κλήσεως τού αποστόλου Παύλου μέ τό όραμα τής Δαμασκού (Πράξ. 9, 1-30. Α΄ Κορ. 9, 1-7. 15,8-11. Α΄ Τιμ. 1, 12-17 κ.λπ.). Έτσι, μόνον οι απόστολοι είχαν λάβει άμεση εντολή και προσωπική αυθεντία αμέσως από τόν Ιησού Χριστό γιά τό έργο τού ευαγγελισμού τής οικουμένης, ενώ οι προφήτες ελάμβαναν τήνεντολή αυτή από τό άγιο Πνεύμα κατά τήν αποστολική χειροτονία και τήν ασκούσαν κατ’ αναφοράν πρός τούς αποστόλους, τουλάχιστον μέχρι τόν θάνατο των αποστόλων. Η διάκριση δηλαδή τού τίτλου των αποστόλων από τόν τίτλο των προφητων αναφερόταν κυρίως στην εκλογή των μέν πρώτων από τόν ίδιο τόν Ιησού Χριστό, των δέ προφητων από τό άγιο Πνεύμα και τήν αποστολική χειροτονία γιά τό ίδιο αποστολικό έργο, αλλά από διαφορετικό επίπεδο αυθεντίας.

Είναι λοιπόν ευνόητον ότι οι μαθηταί και συνεργοί των αποστόλων, οι οποίοι εντάχθηκαν {διά προφητείας} τού αγίου Πνεύματος και τής αποστολικής χειροτονίας στην εξέχουσα τάξη των προφητων, ανέλαβαν μετά τόν θάνατο των αποστόλων τήν αυτοτελή ευθύνη τής συνεχίσεως τού αποστολικού έργου, γι’ αυτό και δέν θεωρούσαν αυθαίρετη ή καταχρηστική τήν εναλλαγή των τίτλων {απόστολος} και {προφήτης}, όπως συνάγεται από τήν εναλλακτική χρήση των δύο τίτλων γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή. Βεβαίως, τό προνόμιο αυτό απέκτησαν κυρίως διά τής αποστολικής χειροτονίας, η οποία τούς καθιστούσε διαδόχους των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Υπό τό πνεύμα αυτό πρέπει νά κατανοηθή και η παραγγελία τού αποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο νά τηρήση {τήν εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι τής επιφανείας τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού} (Α’ Τιμ., 6, 14), η οποία ίσχυε γιά όλους τούς χειροτονημένους συνεργούς του. Ωστόσο, η χειροτονία των μαθητων των αποστόλων στην τάξη των προφητων δέν αναφερόταν σέ κάποια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, αφού ως διάδοχοι και συνεχιστές τού έργου των αποστόλων όφειλαν νά ακολουθήσουν τό υπόδειγμα ή και τίς εντολές τους. Πράγματι, όπως ο Τιμόθεος, καιτοι άσκησε αποστολικό έργο σέ πολλές περιοχές, κατά τήν εντολή τού αποστόλου Παύλου, εν τούτοις δέν συνδέθηκε μόνιμα μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, έτσι και οι λοιποί συνεργοί των αποστόλων άσκησαν τό αποστολικό τους έργο σέ ευρύτερες περιφέρειες, οι οποίες προφανώς τούς είχαν υποδειχθεί από τούς αποστόλους. Ενώ λοιπόν ήσαν καθολικοί διάδοχοι των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, εν τούτοις συνέδεσαν τό αποστολικό τους έργο μέ συγκεκριμένη περιφέρεια, όπως συνάφεια από τίς σχετικές μαρτυρίες και τήν εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής.

5. Αποστολική διαδοχή και τοπική εκκλησία

Στά πλαίσια αυτά κατανοείται τό γεγονός ότι οι {προφήτες} τής Διδαχής ασκούσαν τό αποστολικό τους έργο ως περιοδευτές σέ μία ευρύτερη περιφέρεια, η οποία τούς είχε προφανώς υποδειχθεί από τούς αποστόλους ή συγκέντρωνε γιά διάφορους λόγους τό προσωπικό τους ενδιαφέρον. Μπορούσαν όμως νά εγκατασταθούν και σέ μία τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργούσε πλέον ως κέντρο τού αποστολικού τους έργου στην ευρύτερη περιφέρεια είτε λόγω γήρατος ή και γιά λόγους υγείας. Βεβαίως, και στίς δύο περιπτώσεις ήταν προφανής η υπερέχουσα αυθεντία τους έναντι τού τοπικού ιερατείου (επισκόπων και διακόνων), όσο και η εξέχουσα θέση τους στή ζωή τής Εκκλησίας, αφού ως περιοδευτές μπορούσαν νά τελούν τή θεία Ευχαριστία σέ όποια τοπική εκκλησία επισκέπτοντο (Διδαχή, 10, 7: {τοίς δέ προφήτης επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν}) ενώ, αν εγκαθίσταντο σέ κάποια από αυτές, καθίσταντο {οι αρχιερείς} αυτής ({αυτοί γάρ εισίν οι αρχιερείς υμών}) και είχαν τό δικαιωμα νά λαμβάνουν τή {δεκάτη} των αγαθών γιά τή συντήρησή τους ({πάς προφήτης αληθινός, θέλων καθήσθαι πρός υμάς, άξιός εστι τής τροφής αυτού... Πάσαν ουν απαρχήν... τοίς προφήταις, αυτού γάρ εισιν οι αρχιερείς υμών, εάν δέ μή έχητε προφήτην, δότε τοίς πτωχοίς...}). Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η εγκατάσταση ενός {προφήτη} σέ κάποια από τίς τοπικές εκκλησίες τής αποστολικής του ευθύνης συνέδεε τήν αποστολική αυθεντία των {προφητων} μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, στην οποία υπήρχε ήδη ένα τοπικό ιερατείο (επίσκοποι και διάκονοι), γι’ αυτό και η μόνιμη εγκατάσταση των προφητων σέ τοπικές εκκλησίες μπορούσε νά προκαλέση ποικίλες αντιδράσεις.

Πράγματι, οι αντιδράσεις όπως συνάγεται από τή Διδαχή, μπορούσαν νά στρέφονται εναντίον τής μόνιμης εγκαταστάσεως τού προφήτη στην τοπική εκκλησία ή και εναντίον τού τοπικού ιερατείου γιά τήν αμφισβήτηση τής αναγκαιότητάς του μετά τήν εγκατάσταση τού προφήτη. Υπό τήν έννοια αυτή, ο συντάκτης τής Διδαχής προτρέπει μέ μεγάλη έμφαση τίς τοπικές εκκλησίες όχι μόνο νά δεχθούν μέ ιδιαίτερες τιμές τήν εγκατάσταση σέ αυτές κάποιου προφήτη, αλλά και νά μήν υποτιμήσουν τό τοπικό ιερατείο λόγω τής υπερέχουσας αυθεντίας τού προφήτη: {Χειροτονήσατε ουν ευατοίς επισκόπους και διακόνους αξίους τού Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους. Υμών γάρ λειτουργούσι και αυτοί τήν λειτουργίαν των προφητων και δυδασκάλων. Μή ουν υπερίδητε αυτούς, αυτοί γάρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητων και διδασκάλων...} (Διδαχή, 15, 1-2). Είναι προφανές ότι ο συντάκτης τής Διδαχής είχε προσωπική γνώση των συνήθων παρενεργειών στην τοπική εκκλησία από τήν εγκατάσταση σέ αυτή ενός προφήτη, αφού η εξέχουσα αυθεντία του θά υποβάθμιζε τόν ρόλο τού τοπικού ιερατείου, γι’ αυτό επιμένει μέ έμφαση στην παραπληρωματική σχέση τής {λειτουργίας} τού τοπικού ιερατείου πρός τή {λειτουργία} των προφητων. Υπό τήν έννοια αυτή, οι ειδήσεις τής Διδαχής αποτελούν συστηματική ανάπτυξη των αποσπασματικών μαρτυριών των παυλείων επιστολών γιά τήν ειδικότερη σχέση των προφητων {πρός τήν αποστολική διαδοχή και επιβεβαιώνονται από τίς σχετικές μαρτυρίες τής περίφημης επιστολής τού Κλήμη Ρώμης πρός τήν εκκλησίαν τής Κορίνθου (95 μ.Χ.).

Η μόνιμη λοιπόν εγκατάσταση προφήτη σέ κάποια τοπική εκκλησία δέν ήταν αδιάφορη γιά τό τοπικό ιερατείο, τό οποίο εκαλείτο νά αναδιαρθρώση σέ νέες πλέον βάσεις τήν παρουσία και τήν λειτουργία του στην τοπική εκκλησία. Η κατηγορηματική δήλωση τού συντάκτη τής Διδαχής ότι οι προφήτες {εισίν οι αρχιερείς υμών} προσλαμβάνει κατά τήν εφαρμογή της στην τοπική εκκλησία καθοριστική σημασία γιά τήν ταυτότητα και γιά τή δομή τού τοπικού ιερατείου. Η {σύγκρασις} τής υπερέχουσας και υπερτοπικής αυθεντίας τού χειροτονημένου περιοδευτή προφήτη μέ τό τοπικό ιερατείο ήταν δυνατή μόνο μέ τήν ιεράρχηση τής συμμετοχής τους στην αποστολική λειτουργία τής {επισκοπής} σέ κάθε τοπική εκκλησία.

Η μόνιμη σύνδεση τού προφήτη πρός κάποια τοπική εκκλησία συνεπαγόταν βεβαίως και τήν άσκηση από αυτόν τής εποπτείας επί τού καθ’ όλου λατρευτικού και πνευματικού της βίου, εφ’ όσον αυτός ήταν πλέον {ο αρχιερεύς} τής τοπικής εκκλησίας, αυτός ασκούσε δηλαδή τό έργο τής επισκοπής. Βεβαίως, η προσαρμογή δέν ήταν αναγκαια αμέσως γιά όλες τίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τού προφήτη, αφού εκείνος μπορούσε νά μεριμνά από μακράν γι’ αυτές. Οπωσδήποτε όμως ανέκυψε πρόβλημα, όταν ο προφήτης χειροτόνησε διαδόχους τής αποστολικής του αυθεντίας στίς κατά τόπους εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης του. Οι χειροτονούμενοι από τούς προφήτες στίς κατά τόπους εκκλησίες κατείχαν πλέον σέ αυτές τήν αυθεντία των προφητων και ασκούσαν τό έργο τής {επισκοπής}. Οι σοβαρές αυτές ανακατατάξεις γιά τή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία τής αποστολικής εξουσίας στην τοπική έκφρασή της διέρχονται σαφώς από τή μεταβατική υπερτοπική άσκηση τής αποστολικής αυθεντίας από τούς μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, τούς προφήτες.

Υπό τήν έννοια αυτή, η κρίση τής εκκλησίας τής Κορίνθου κατέστησε αναγκαια τήν υπεράσπιση τής μονιμότητος όλων των λειτουργημάτων, τά οποία καθιερώθηκαν από τούς αποστόλους. Έτσι, η πρώτη μαρτυρία γιά τήν αποστολική διαδοχή προέρχεται από τόν συνεργό τού αποστόλου Παύλου Κλήμη Ρώμης, ο οποίος στην περίφημη επιστολή του πρός τήν εκκλησία τής Κορίνθου (95 μ.Χ.), παρουσιάζει μέ εντυπωσιακή πληρότητα τόσο τήν ανάπτυξη των λειτουργημάτων, όσο και τόν τρόπο τής διαδοχής των αποστόλων. Είναι ευνόητο ότι η μαρτυρία αυτή, αν ερμηνευθή ορθώς, αποδίδει σαφώς και κατά τρόπο αυθεντικό τό πνεύμα τού αποστόλου Παύλου και των άλλων αποστόλων γιά τή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής στή ζωή τής Εκκλησίας: {Οι απόστολοι ημίν ευαγγελίσθησαν από τού Κυρίου Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από τού Θεού εξεπέμφθη. Ο Χριστός ουν από τού Θεού και οι απόστολοι από τού Χριστού. Εγένετο ουν αμφότερα ευτάκτως εκ θελήματος Θεού. Παραγγελίας ουν λαβόντες και πληροφορηθέντες διά τής αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και πιστωθέντες εν τώ λόγω τού Θεού μετά πληροφορίας Πνεύματος αγίου, εξήλθον ευαγγελιζόμενοι τήν Βασιλείαν τού Θεού μέλλειν έρχεσθαι. Κατά χώρας ουν και πόλεις κηρύσσοντες και τούς υπακούοντας τή βουλήσει τού Θεού βαπτίζοντες, καθίστανον τάς απαρχάς αυτων, δοκιμάσαντες τώ Πνεύματι, εις επισκόπους και διακόνους των μελλόντων πιστεύειν... Και οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους. Και μεταξύ επινομήν έδωκαν, όπως εάν κοιμηθώσι, διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες τήν λειτουργίαν αυτων. Τούς ουν κατασταθέντας υπ’ εκείνων, ή μεταξύ υφ’ ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης, και λειτουργησάντων αμπέμπτως τώ ποιμνίω τού Χριστού μετά ταπεινοφροσύνης, ησύχως και αβαναύσως, μεμαρτυρημένους τε πολλοίς χρόνους υπό πάντων, τούτους ου δικαιως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους και οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλλωμεν...} (Α΄ Κλήμεντος, 42-44).

Είναι προφανές ότι ο μαθητής και συνεργός τού αποστόλου Παύλου αναφέρεται αφ’ ενός μέν στην οργάνωση των τοπικών εκκλησιών κατά τήν αποστολική εποχή μέ τήν παύλεια ορολογία (επίσκοποι-διάκονοι), αφ’ ετέρου δέ στή διαδοχή των αποστόλων από {δεδοκιμασμένους} και {ελλογίμους άνδρας}, οι οποίοι, όπως και οι απόστολοι, είχαν τήν εξουσία νά χειροτονούν ({καθιστάνειν}) τό τοπικό ιερατείο (επισκόπους-διακόνους) κατά τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή (70-95 μ.Χ.). Πράγματι, κατά τόν Κλήμη Ρώμης, κοινό χαρακτηριστικό των αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν η εξουσία νά επιλέγουν και νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, όπως επίσης και τούς διαδόχους τής αυθεντίας τους στην {αποστολική λειτουργία τής επισκοπής}. Αντιθέτως, τό τοπικό ιερατείο (επίσκοποι-διάκονοι), καιτοι μετείχε στην {αποστολική λειτουργία τής επισκοπής} μετά τή χειροτονία από τούς αποστόλους ή τούς διαδόχους τους, εν τούτοις δέν είχε λάβει τήν εξουσία νά χειροτονή. Υπό τήν έννοια αυτή, η ορθή ερμηνεία τής κρίσιμης φράσεως γιά τό ζήτημα τής σχέσεως χειροτονίας και αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαια τή μετατροπή τού πλαγίου σέ ευθύ λόγο, ήτοι: {Και οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους (επισκόπους-διακόνους). Και μεταξύ επινομήν έδωκαν (=οι απόστολοι) όπως εάν κοιμηθώσι (=οι απόστολοι) διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες (=μαθητού των αποστόλων), τήν λειτουργίαν αυτων (=των αποστόλων). Τούς ουν κατασταθέντας (=επισκόπους-διακόνους) υπ<146> εκείνων (=αποστόλων) ή μεταξύ υφ’ ετέρων ελλογίμων ανδρών (=χειροτονημένων προφητων), συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης,... τούτους ου δικαιως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους και οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλωμεν} (εκτενή και λεπτομερή θεμελίωση τής ανωτέρω ερμηνείας βλέπε: Β.Ι. Φειδά, τό πολίτευμα τής Εκκλησίας και η τάξις των προφητων, Αθήναι 1984 σελ. τού ιδίου, Εκκλ. Ιστορία, τ.Α΄, Αθήναι 1989, 80 κεξ.).

Συνεπώς, οι μαρτυρίες των επιστολών τού αποστόλου Παύλου γιά τήν τάξη των προφητων και τή χειροτονία των συνεργών του στην αποστολική λειτουργία τής επισκοπής επιβεβαιώνονται από τήν κοινή εκκλησιαστική συνείδηση τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), όπως αυτή εκφράζεται μέ κατηγορηματικό τρόπο στην εξέχουσα αυθεντία τόσο των εχόντων αποστολική χειροτονία προφητων τής Διδαχής, οι οποίοι ήσαν {οι αρχιερείς} γιά τίς τοπικές εκκλησίες μιάς ευρύτερης περιφέρειας μέχρι τήν εγκατάστασή τους σέ μία από αυτές, όσο και των {δεδοκιμασμένων} ή {ελλογίμων} τής Α΄ Κλήμεντος, οι οποίοι διαδέχθηκαν τούς αποστόλους στό αποστολικό έργο και είχαν λάβει μέ αποστολική χειροτονία τήν εξέχουσα αυθεντία νά χειροτονούν, όπως οι απόστολοι, τό τοπικό ιερατείο (=επισκόπους και διακόνους). Η συνέχεια λοιπόν τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής από τό τέλος τής αποστολικής εποχής μέχρι τό τέλος τού πρώτου αιώνα, ήτοι κατά τή σκοτεινή περίοδο τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, θά μπορούσε νά καθορισθή περίπου ως εξής:

α) Κατά τήν αποστολική περίοδο οι απόστολοι υπήρξαν οι καθολικοί επίσκοποι τής Εκκλησίας, στίς δέ κατά τόπους ιδρυόμενες εκκλησίες εγκαθιδρύετο ένα μόνιμο τοπικό ιερατείο (επίσκοποι ή πρεσβύτεροι – διάκονοι), τό οποίο τελούσε πάντοτε υπό τήν εποπτεία των αποστόλων.

β) Παράλληλα πρός τήν τάξη των αποστόλων αναπτύχθηκε ήδη κατά τήν αποστολική εποχή η τάξη των προφητων, η οποία στελεχώθηκε από τούς δοκιμότερους μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, άσκησε δέ αποστολικό έργο κατά μέν τήν αποστολική εποχή υπό τήν άμεση εποπτεία των αποστόλων, μετά δέ τόν θάνατο των αποστόλων αυτόνομη αποστολική εξουσία σέ μείζονα ή ελάσσονα διοικητική ή γεωγραφική περιφέρεια, οπωσδήποτε όμως σέ περισσότερες από μία τοπικές εκκλησίες.

γ) Η εγκατάσταση των προφητων σέ κάποια τοπική εκκλησία και η χειροτονία από αυτούς των διαδόχων τής αυθεντίας τους στίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τους οδήγησε περί τό τέλος τού πρώτου αιώνα στην ολοκλήρωση τής διαμορφώσεως τού μονίμου ιερατείου κάθε τοπικής εκκλησίας, όπως επίσης και στην τάση καθιερώσεως τού όρου {επίσκοπος} γιά μόνους τούς διαδόχους της αυθεντίας των προφητών.

δ) Η κατ’ αποστολική διαδοχή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία των αποστόλων, διά τής υπερτοπικής εξουσίας των προφητων, στην τοπική λειτουργία των επισκόπων κατανοείται ως φυσική μεταβίβαση εξουσιών στή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής, προκάλεσε δέ ποικίλα προβλήματα μέχρι τήν τελική σύνδεση των κατά διαδοχή φορέων τής αποστολικής εξουσίας μέ τό μόνιμο τοπικό ιερατείο και μέ τή θεία ευχαριστία τής τοπικής εκκλησίας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου