Η
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ , ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
:
"ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ
ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ"
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ : Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
FRANK
SCHAEFFER
«Η Εκκλησία αποτελεί το έργο του Χριστού στη γη-είναι η εικόνα και η κατοικία της ευλογημένης παρουσίας του στον κόσμο. . . Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία. Όλη η κατηγορηματική δύναμη και το αποκορύφωμα της σ’ αυτόν τον αφορισμό βρίσκεται στην ταυτολογία του. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία, διότι σωτηρία είναι η Εκκλησία, διότι σωτηρία είναι ή αποκάλυψη της οδού για τον καθένα που πιστεύει στο όνομα του Χριστού. Αυτή η αποκάλυψη βρίσκεται μόνο στην Εκκλησία. . . Το βασίλειο της Εκκλησίας είναι η ενότητα. Και ασφαλώς αυτή η ενότητα δεν είναι εξωτερική, αλλά εσωτερική, στενή, οργανική. Είναι η ενότητα του ζώντος σώματος, η ενότητα του οργανισμού. Η Εκκλησία αποτελεί μία ενότητα όχι μόνον με την έννοια ότι είναι μία και μοναδική είναι πρώτα απ’ όλα μία ενότητα, διότι αυτή καθ' εαυτήν η ύπαρξή της συνίσταται στην επανένωση της χωρισμένης και διαιρεμένης ανθρωπότητας. . . Μέσα στην Εκκλησία η ανθρωπότητα περνά σε άλλο επίπεδο, αρχίζει έναν καινούργιο τρόπο ύπαρξης. Μία νέα ζωή γίνεται δυνατή, μία ζωή αληθινή, ολοκληρωμένη και πλήρης, μία καθολική ζωή, με την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης. Αρχίζει μία καινούργια ύπαρξη, μία νέα απαρχή ζωής, καθώς συ Πάτερ εν εμοί, καγώ εν σοί, ούτω και αυτοί εν ημίν. . . ίνα ώσιν εν καθώς και ημείς εν έσμεν»1.
Σύμφωνα με τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας η σύγχυση που μας περιβάλλει δεν έχει σχέση με το τι σχεδίασε ο Θεός για την Εκκλησία του2. Η ανομία του πολιτισμού μας δεν ήταν ανάγκη να μολύνει την ιστορική Εκκλησία με τον σχετικισμό.3 Πράγματι ο ίδιος ο πολιτισμός δεν χρειαζόταν να υποβαθμισθεί από τον ψεύτικο Χριστιανισμό και από τον εκκοσμικευμένο Ανθρωπισμό, που ακολούθησε ως επακόλουθο του, διότι η αυθεντική ιστορική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ακόμη παρούσα στη γη. Η εκκλησιαστική κοινότητα, που φέρει μέσα της τον Χριστό και εναντίον της οποίας οι πύλες του Άδου δεν κατίσχυσαν, επιζή μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τον πατέρα και μάρτυρα της Εκκλησίας, τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο οποίος έγραψε γύρω στο 110 μ. Χ. , η Εκκλησία πρέπει να είναι τόπος κανονικής τάξεως, ενότητας και αποστολικής αυθεντίας. Να τι τονίζει:
«Φροντίσατε να τα κάνετε όλα κατά Θεόν, με τον επίσκοπο προκαθήμενον εις τύπον Θεού και με τους πρεσβυτέρους εις τύπον της συνόδου των αποστόλων και με τους διακόνους, τους πολύ αγαπητούς μου, τους εμπιστευμένους την διακονίαν του Ιησού Χριστού. Αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνιος και ήταν ο Θεός Λόγος και Μονογενής Υιός. . . Μην παρασύρεσθε από άλλες ετερόδοξες διδασκαλίες ούτε από παλαιούς μύθους, που είναι ανάξιοι λόγου».4
Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας διετέλεσε επίσκοπος της πόλης αυτής, αφού διαδέχθηκε τον άγιο Ευόδιο, ο οποίος είχε χειροτονηθεί από τον απόστολο Πέτρο. Ο άγιος Ιγνάτιος έγραψε έναν αριθμό επιστολών προς τις Εκκλησίες της Ασίας, από τις οποίες όλες δέχονταν την αποστολική αυθεντία και διαδοχή ως θεμέλιο της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Αυτές οι αξιόλογες επιστολές, γραμμένες κατά τον χρόνο του ταξιδιού του άγιου προς τη Ρώμη, όπου τον περίμενε ένα απάνθρωπο μαρτύριο στο Κολοσσαίο, υπερασπίζονται την κανονική τάξη και την πειθαρχία απαραίτητη στην πρακτική της αυθεντικής Χριστιανοσύνης. Ο άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη, αφού πρώτα οι επιστολές του έφθασαν στις επτά Εκκλησίες.5
Πολλές Ομολογίες ισχυρίζονται, ότι αποτελούν «Εκκλησίες». Αλλ’ εάν ο όρος «Εκκλησία» διατηρεί κάποιο νόημα, πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας τι εννοούμε μ’ αυτόν. Είναι η «Εκκλησία» απλώς ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι χριστιανοί;6 Ή έχει η λέξη ένα Ιστορικό νόημα, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως οι λέξεις «Γαλλία» ή «Μεγάλη Βρετανία» σημαίνουν πραγματικούς τόπους και όχι απλώς μία ιδέα ή ένα αίσθημα ότι υπάρχει Γαλλία ή Μ. Βρεταννία πνευματικά; Ο πολύ γνωστός συγγραφέας και Ορθόδοξος ιερέας Αντώνιος Μ. Κόνιαρης γράφει: «Τι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε την λέξη «Εκκλησία»; Πρόσεξε την απέραντη ποικιλία των ομάδων, που αυτοαποκαλούνται «Εκκλησίες». Στην πραγματικότητα ο καθένας σήμερα μπορεί να ιδρύσει μία «Εκκλησία» για τον εαυτό του. . . Αλλά είναι αυτές στ’ αλήθεια Εκκλησίες; Θεμελιώθηκαν από τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους; Τι είδους ιστορικό δεσμό έχουν αυτές με τους Αποστόλους; Εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί ως Εκκλησία εννοούμε το Σώμα, με το οποίο ο Ιησούς είναι παρών στον κόσμο σήμερα. Αυτή, πιστεύουμε, θεμελιώθηκε από τον Χριστό δια των Αποστόλων και παρέμεινε ένας ζωντανός, ιστορικός σύνδεσμος με τους Αποστόλους μέσω της χειροτονίας των κληρικών. Το γεγονός ότι ο επίσκοπος, ο οποίος χειροτονεί σήμερα έναν Ορθόδοξο ιερέα, μπορεί να ανιχνεύσει τη χειροτονία του ιστορικά μέχρι τους Αποστόλους και μέσω αυτών μέχρι τον Χριστό, αποτελεί εγγύηση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεμελιώθηκε από κάποιον που ονομαζόταν Joe Smith λίγους αιώνες πριν, αλλ’ απ’ αυτόν τον Ιησού Χριστό και (βρίσκει την ύπαρξή της πίσω, στον ίδιο τον Ιησού». 7
Όσον άφορα στον όρο «Εκκλησία», για να έχει κάτι περισσότερο από ένα υποκειμενικό μήνυμα, δεν μπορεί να γίνει κατανοητός έξω από το πλαίσιο της καλά τεκμηριωμένης ιστορίας της Εκκλησίας και της σταθερής της διδασκαλίας για τον εαυτό της και για την καταγραφή της κοσμικής ιστορίας. Η Εκκλησία από πάντα δίδασκε ότι όσοι εμφανίζονται ως επίσκοποι ή ιερείς, για να είναι αυθεντικά αποστολικοί, πρέπει να μπορούν να αποδεικνύουν την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια με την πρώτη αποστολική Εκκλησία, η οποία θεμελιώθηκε από τον Ιησού Χριστό.8 Όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος, «άλλο θεμέλιο δεν μπορεί κανείς να βάλει παρά εκείνο που έχει τοποθετηθεί κι αυτό είναι ο Ιησούς Χριστός» (Α’ Κο 3,11).
Τα κατ’ εξοχήν διακριτικά γνωρίσματα της Ιστορικής Εκκλησίας είναι το αναλλοίωτό της, η αδιάκοπη συνέχειά της, η πιστότητά της σε κάθε εποχή και η κατά κανονική τάξη αποστολική της διαδοχή.9 Σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση, η αποστολή της Εκκλησίας, δηλαδή η συνέχιση του έργου που άρχισε ο Χριστός, δεν είναι τυχαία αλλά καθορίστηκε ενσυνείδητα από τον ίδιο τον Χριστό.10 Συμφωνά με την αγία Γραφή, εμείς μάθαμε ότι «όταν ήλθε ο Ιησούς στα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου, ρωτούσε τους μαθητές του λέγοντας• Ποιος νομίζουν οι άνθρωποι ότι είμαι εγώ, ο υιός του ανθρώπου; . . . Αποκρίθηκε ο Σίμων Πέτρος και είπε: Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού! Του αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και του είπε: Μακάριος είσαι Σίμων, γιέ του Ιωνά, διότι αυτό δεν σου το αποκάλυψε κανείς άνθρωπος, αλλά ο Πατέρας μου ο ουράνιος. Και εγώ σου λέω ότι εσύ είσαι ο Πέτρος και επάνω σ’ αυτή την πέτρα (της ομολογίας σου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και ο θάνατος δεν θα την νικήσει. Θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και οτιδήποτε αφήσεις ασυγχώρητο επάνω στη γη θα μείνει ασυγχώρητο και στον ουρανό και οτιδήποτε συγχωρήσεις επάνω στη γη θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό. Τότε (ο Ιησούς) παρήγγειλε με αυστηρότητα να μην πουν σε κανέναν ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Μθ 16,13-20).
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
Οι Ιουδαίοι που ζούσαν στα χρόνια του Χριστού βρίσκονταν σε
σύγχυση ως προς το ερώτημα, ποιος είναι ο Ιησούς. Νόμιζαν ότι αυτός ήταν μάλλον
ένας προφήτης, που πέθανε και ξαναγύρισε στη ζωή. Οι μαθηταί έδειξαν αρκετές
φορές ότι μπορούσαν να παρανοήσουν τον Ιησού, όπως και τα πλήθη που τον
ακολουθούσαν.
Ο Ιησούς είπε στον Πέτρο ότι η διαφορά
ανάμεσα στον τρόπο που τον κατανόησε εκείνος και στην τυφλότητα του πλήθους δεν
οφειλόταν στην ευφυΐα του Πέτρου ούτε στην πίστη του ή στην καλωσύνη του,
οφειλόταν στο ότι ο Θεός διάλεξε να αποκαλύψει την αλήθεια αυτή στον Πέτρο και
στους άλλους Αποστόλους πριν την αποκαλύψει στους άλλους ανθρώπους. Ο Πέτρος και
οι άλλοι Απόστολοι έπρεπε να εκπληρώσουν μία ειδική αποστολή και γι αυτό έλαβαν
την ειδική αποκάλυψη.
Ο Θεός διάλεξε τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους κατά ένα μοναδικό τρόπο, για να εγκαθιδρύσει την αιώνια Εκκλησία Του επάνω στη γη. Ο Χριστός αξιοποίησε μεγάλο μέρος της διακονίας του προγυμνάζοντας και διδάσκοντας τους Αποστόλους γι’ αυτή την ιστορική αποστολή. Μακριά από το να είναι κάποιος απλός αγωνιστής για την ισότητα στην εποχή του, ο Χριστός αφιέρωσε τις περισσότερες από τις ενέργειες του, για να εκπαιδεύσει μία επίλεκτη ομάδα μελλοντικών ηγετών. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, ένα μεγάλο μέρος της διακονίας του Χριστού δαπανήθηκε στη δημιουργία και στην εκπαίδευση των ανδρών εκείνων, που θα κυβερνούσαν την Εκκλησία, και όχι στη διδασκαλία του ανώνυμου πλήθους.
Ο Ιησούς υποσχέθηκε μάχες και θρίαμβο για την Εκκλησία Του. Ο ίδιος ο Άδης θα πολεμούσε εναντίον της, αλλά στο τέλος «δεν θα την νικούσε» (Μθ 16,18). Ακριβώς όπως ο Θεός Πατήρ έχρισε τον Υιό, έτσι και ο Ιησούς εξέλεξε τους Αποστόλους, που θα επιτελούσαν το δικό Του έργο. Αυτή ήταν ολοφάνερα η συναίσθηση των Αποστόλων για την αποστολή τους, καθόσον τα ιστορικά δεδομένα της αρχαίας Εκκλησίας δείχνουν με σαφήνεια ότι οι Απόστολοι άρχισαν να διορίζουν διαδόχους πριν οι ίδιοι πεθάνουν11.
Ο Ιησούς έδωκε στους Αποστόλους ειδική εξουσία να δένουν και να λύνουν «εν ουρανώ και επί γης» (Μθ 16, 19). Εάν πιστεύουμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και στην αξιοπιστία των πατέρων της Εκκλησίας, ο ίδιος ο Χριστός θεμελίωσε την αυθεντία της Εκκλησίας και της διακονίας της επάνω στη γη. Από πολύ νωρίς οι πατέρες της Εκκλησίας σεβάστηκαν και ακολούθησαν με επιμέλεια το παράδειγμα του Χριστού σχετικά με την αυθεντία στη διακυβέρνηση της Εκκλησίας12. Και όπως είδαμε στις επιστολές του αγίου Ιγνατίου, οι πατέρες υπερασπίστηκαν με ρωμαλεότητα την αυθεντία της Εκκλησίας, όπως ακριβώς ο Πέτρος, ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι.
Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η πρώτη Εκκλησία ήταν ομόφωνη όσον αφορά την αποστολική αυθεντία και την κανονική τάξη. Στη Διδαχή, στη διδασκαλία δηλαδή των Αποστόλων (80-140 μ. Χ. ), διαβάζουμε: «Χειροτονείστε λοιπόν για τους εαυτούς σας επισκόπους και διακόνους άξιους του Κυρίου, άνδρες πραεϊς και αφιλάργυρους, ειλικρινείς και δοκιμασμένους, διότι αυτοί θα σάς διακονήσουν ως προφήται και διδάσκαλοι. Αυτούς να μην τους περιφρονήσετε, διότι είναι οι τιμημένοι άνδρες σας μαζί με τους προφήτες και τους διδάσκαλους». 13
Ο Θεός διάλεξε τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους κατά ένα μοναδικό τρόπο, για να εγκαθιδρύσει την αιώνια Εκκλησία Του επάνω στη γη. Ο Χριστός αξιοποίησε μεγάλο μέρος της διακονίας του προγυμνάζοντας και διδάσκοντας τους Αποστόλους γι’ αυτή την ιστορική αποστολή. Μακριά από το να είναι κάποιος απλός αγωνιστής για την ισότητα στην εποχή του, ο Χριστός αφιέρωσε τις περισσότερες από τις ενέργειες του, για να εκπαιδεύσει μία επίλεκτη ομάδα μελλοντικών ηγετών. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, ένα μεγάλο μέρος της διακονίας του Χριστού δαπανήθηκε στη δημιουργία και στην εκπαίδευση των ανδρών εκείνων, που θα κυβερνούσαν την Εκκλησία, και όχι στη διδασκαλία του ανώνυμου πλήθους.
Ο Ιησούς υποσχέθηκε μάχες και θρίαμβο για την Εκκλησία Του. Ο ίδιος ο Άδης θα πολεμούσε εναντίον της, αλλά στο τέλος «δεν θα την νικούσε» (Μθ 16,18). Ακριβώς όπως ο Θεός Πατήρ έχρισε τον Υιό, έτσι και ο Ιησούς εξέλεξε τους Αποστόλους, που θα επιτελούσαν το δικό Του έργο. Αυτή ήταν ολοφάνερα η συναίσθηση των Αποστόλων για την αποστολή τους, καθόσον τα ιστορικά δεδομένα της αρχαίας Εκκλησίας δείχνουν με σαφήνεια ότι οι Απόστολοι άρχισαν να διορίζουν διαδόχους πριν οι ίδιοι πεθάνουν11.
Ο Ιησούς έδωκε στους Αποστόλους ειδική εξουσία να δένουν και να λύνουν «εν ουρανώ και επί γης» (Μθ 16, 19). Εάν πιστεύουμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και στην αξιοπιστία των πατέρων της Εκκλησίας, ο ίδιος ο Χριστός θεμελίωσε την αυθεντία της Εκκλησίας και της διακονίας της επάνω στη γη. Από πολύ νωρίς οι πατέρες της Εκκλησίας σεβάστηκαν και ακολούθησαν με επιμέλεια το παράδειγμα του Χριστού σχετικά με την αυθεντία στη διακυβέρνηση της Εκκλησίας12. Και όπως είδαμε στις επιστολές του αγίου Ιγνατίου, οι πατέρες υπερασπίστηκαν με ρωμαλεότητα την αυθεντία της Εκκλησίας, όπως ακριβώς ο Πέτρος, ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι.
Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η πρώτη Εκκλησία ήταν ομόφωνη όσον αφορά την αποστολική αυθεντία και την κανονική τάξη. Στη Διδαχή, στη διδασκαλία δηλαδή των Αποστόλων (80-140 μ. Χ. ), διαβάζουμε: «Χειροτονείστε λοιπόν για τους εαυτούς σας επισκόπους και διακόνους άξιους του Κυρίου, άνδρες πραεϊς και αφιλάργυρους, ειλικρινείς και δοκιμασμένους, διότι αυτοί θα σάς διακονήσουν ως προφήται και διδάσκαλοι. Αυτούς να μην τους περιφρονήσετε, διότι είναι οι τιμημένοι άνδρες σας μαζί με τους προφήτες και τους διδάσκαλους». 13
Σε μία ακόμη προγενέστερη περίοδο (75-80 μ. Χ. ), τότε που η μνήμη των Αποστόλων διατηρούνταν πολύ νωπή, ο άγιος Κλήμης της Ρώμης, ο οποίος χειροτονήθηκε, διορίσθηκε και διδάχθηκε από τον απόστολο Πέτρο προσωπικά, έγραψε με μεγάλη ακρίβεια για την κανονική διαδοχή των επίσκοπων.
«Ο Δεσπότης Χριστός έδωκε εντολή να επιτελούνται προσφορές και λειτουργίες, και μάλιστα όχι κατά τύχη και άτακτα, αλλά σε ορισμένους καιρούς και ώρες. Ακόμη ο ίδιος με το υπέρτατο θέλημα του έχει καθορίσει που και από ποιους επιθυμεί να τελούνται αυτές, ώστε, αφού όλα αυτά γίνουν κατά την ευδοκία του να είναι σύμφωνα με το θέλημα του. . . Πράγματι στον αρχιερέα παραχωρήθηκαν ειδικές αρμοδιότητες, για τον ιερέα ορίστηκε ο κατάλληλος τόπος και στους λευίτες ανατέθηκαν οι ανάλογες διακονίες. Ο λαϊκός είναι υπεύθυνος για τις διατάξεις που αναφέρονται στους λαϊκούς. Ο καθένας μας, αδελφοί, ανάλογα με την τάξη, στην οποία βρίσκεται, ας ευχαριστεί τον Θεό και ας έχει αγαθή συνείδηση, να μην υπερβαίνει τους όρους της καθορισμένης διακονίας του. Οι Απόστολοι μας κήρυξαν το ευαγγέλιο που παρέλαβαν από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και ο Ιησούς Χριστός ήταν απεσταλμένος από τον Θεό. Ο Χριστός λοιπόν είναι από τον Θεό και οι Απόστολοι από τον Χριστό. Και τα δύο αυτά έχουν την αρχή τους ατό θέλημα του Θεού. . . Οι Απόστολοι μας γνώριζαν από τον Κύριο μας Ιησού Χριστό ότι θα δημιουργούνταν έριδες για το αξίωμα του επισκόπου. Γι αυτόν τον λόγο λοιπόν αφού τα πρόβλεψαν όλα αυτά, διόρισαν εκείνους που έχουν ήδη μνημονευθεί και αμέσως όρισαν για το μακρινό μέλλον ότι, όταν αυτοί θα πέθαιναν, άλλοι δόκιμοι άνδρες θα τους διαδέχονταν ατό αξίωμά τους.»14
Ο άγιος Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιοχείας, θεωρείται αποστολικός πατέρας, επειδή υπήρξε μαθητής του αποστόλου Ιωάννου. Όπως είδαμε παραπάνω, στο ταξίδι του από την Αντιόχεια προς στη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε, έγραψε επτά επιστολές, στις οποίες σκιαγράφησε και υπερασπίστηκε όχι μόνο την αποστολική διαδοχή αλλά και την κανονική τάξη του Θεού, που δόθηκε στην αληθινά μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
Κατά την ώρα του μαρτυρίου του ο άγιος Ιγνάτιος θεωρούσε την κανονική συνέχεια της αποστολικής Εκκλησίας τόσο σημαντική, ώστε αξιοποίησε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του επάνω στη γη υπερασπιζόμενος με επιμέλεια τη μορφή της εκκλησιαστικής διακυβέρνησης, που εγκαθιδρύθηκε από τον ίδιο τον Χριστό. Το 110 μ. Χ. έγραψε:
«Ο Ιησούς, η αχώριστη ζωή μας, είναι κατά το θέλημα του Πατρός, ακριβώς όπως οι επίσκοποι, οι οποίοι διορίσθηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, είναι κατά το θέλημα του Χριστού. Πρέπει εσείς να ζήτε ακολουθώντας το θέλημα του επισκόπου. . . Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί εάν θέλουμε να είμαστε υπάκουοι στον Θεό, να μην αντιτασσόμαστε στους επισκόπους
. . . . Είναι φανερό λοιπόν ότι πρέπει να βλέπουμε τον επίσκοπο, όπως αυτόν τον ίδιο τον Κύριο. Πράγματι, όταν υποτάσσεσθε στον επίσκοπο, όπως στον Ιησού Χριστό, είμαι σίγουρος ότι δεν θα ζήτε κατά άνθρωπον, αλλ’ όπως θέλει ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος πέθανε για μας, ώστε με την πίστη στο θάνατο του να αποφύγετε το θάνατο. . . Κατά παρόμοιο τρόπο ο καθένας ας τιμά τους διακόνους, όπως τον Ιησού Χριστό- επίσης και τον επίσκοπο ως τύπον του Πατρός, και τους πρεσβυτέρους ως συνέδριο του Θεού και ως σύνδεσμο των Αποστόλων. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει Εκκλησία.
. . . Αυτός που βρίσκεται μέσα στο θυσιαστήριο είναι καθαρός. Με άλλα λόγια, καθένας που ενεργεί ανεξάρτητα από τον επίσκοπο, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους δεν έχει καθαρή συνείδηση.»15
Ο άγιος Ειρηναίος, δεύτερος επίσκοπος Λυώνος και ένας από τους μαθητές του άγιου Πολυκάρπου, ο οποίος υπήρξε μαθητής του αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, το 180 μ. Χ. έγραψε:
«Η Εκκλησία, αν και ξαπλώθηκε παντού, σ’ ολόκληρο τον κόσμο μέχρι και τα άκρα της γης, έχει παραλάβει από τους Αποστόλους και από τους μαθητές τους την Πίστη στον ένα Θεό...
Η Εκκλησία, αφού παρέλαβε αυτό το κήρυγμα και αυτή την Πίστη, αν και είναι διεσπαρμένη σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ακόμη τη φυλάγει ωσάν η Εκκλησία να καταλαμβάνει ένα μόνο σπίτι. . . Αυτή με ομοφωνία διακηρύττει την αλήθεια, την διδάσκει και την παραδίδει ωσάν να είχε ένα μόνον στόμα. Διότι, ενώ οι γλώσσες του κόσμου είναι ποικίλες, παρ’ όλα αυτά η αυθεντία της Παραδόσεως είναι μία και η αυτή. . .
Ούτε κάποιος από τους κυβερνήτες της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από τη δύναμη του ή την ευγλωττία του, θα διδάξη διαφορετικά, διότι κανείς δεν είναι επάνω από τον Διδάσκαλο. Ούτε εκείνος που είναι αδύνατος στο λόγο θα αποκοπεί από την Παράδοση»16.
Είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι οι άμεσοι κληρονόμοι της διδασκαλίας των αποστόλων, όπως ο άγιος Ιγνάτιος και ο άγιος Ειρηναίος, παρανόησαν τη Χριστιανική Πίστη και τη θεόπνευστη κανονική τάξη της εκκλησιαστικής διακυβέρνησης, που είχαν διδαχθεί. Είναι υπερβολικά αλαζονικό να πιστεύουμε ότι εμείς, κάπου δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, έχουμε κάποια καλύτερη αντίληψη του σχεδίου του Θεού για την εκκλησιαστική τάξη από εκείνη που είχαν οι πραγματικοί ακροαταί των Αποστόλων και η δεύτερη γενεά των χριστιανών επισκόπων, πολλοί από τους οποίους θυσιάστηκαν για την πίστη τους. Αυτό μας ζητούν να πιστέψουμε σε αντίθεση με όλες τις ιστορικές μαρτυρίες, εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο προτεσταντικός, ατομικιστικός, σχισματικός Χριστιανισμός του τύπου, κάνε όπως έρθουν τα πράγματα, είναι ο Χριστιανισμός της πρώτης Εκκλησίας 17.
Σήμερα υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι εξευτελίζουν την ειδική εξουσία, που δόθηκε στον Ιάκωβο, τον πρώτο επίσκοπο των Ιεροσολύμων και στον Πέτρο, καθώς και ατούς άλλους Αποστόλους και επισκόπους, που οι ίδιοι χειροτόνησαν, υποστηρίζοντας ότι αυτό το χάρισμα δόθηκε σε όλους τους πιστούς. Αυτή η αντίληψη υπήρξε η βάση για την αναρχία των Αναβαπτιστών και την ιδιωτικοποίηση της Πίστεως από τους Κουάκερους. Η ίδια επίσης αντίληψη αποδεικνύει τους ειδικούς λόγους του Χριστού (Ιω 20,21-23)* χωρίς καμία σημασία, για να μην αναφέρω την πρακτική κατανόηση της εκκλησιαστικής διακυβέρνησης από την πρώτη γενεά των χριστιανών και όλων εκείνων που τους ακολούθησαν, μέχρι την επαναστατική προτεσταντική περίοδο κατά το πρόσφατο παρελθόν. Αυτή η ίδια αντίληψη αποδεικνύει τις επιστολές του αποστόλου Παύλου προς τις διάφορες Εκκλησίες χωρίς καμμία αξία. Σ’ αυτές τις επιστολές βλέπουμε ότι ο Παύλος, ο Πέτρος και οι άλλοι περίμεναν να υποταχθούν. Εάν δεν υπήρχε μία Κανονική δομή και εκκλησιαστική υπακοή στην αρχαία Εκκλησία, η ίδια η ύπαρξη των επιστολών έχει πολύ μικρή σημασία.
Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι η επιλογή των ανδρών για την ιεραρχία της Εκκλησίας ήταν ένα απλό πολιτιστικό φαινόμενο, μία απλή αντανάκλαση της πατριαρχικής κοινωνίας, στην οποία ζούσε ο Χριστός. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να κινηθούμε πέρα από τα όρια ενός αρχαίου πολιτισμού και να εκσυγχρονίσουμε τη διδασκαλία του Χριστού, ώστε να ταιριάζει στη σύγχρονη αίσθηση για μία θρησκεία. Αυτός ο ισχυρισμός λογικά εγείρει ένα ενδιαφέρον ερώτημα, εάν ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, ο Δημιουργός των ανθρώπων, ο οποίος άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς (Γε 1,27), τότε γιατί ο Θεός δεν προείδε την ανάγκη να καθοδηγήσει την Εκκλησία να λάβει ως υπόδειγμα την πολιτική του γένους και τη μεταβαλλόμενη μόδα για τη διάκριση των φύλων σε κάθε εποχή; Ο ηγετικός ρόλος της γυναίκας δεν ήταν άγνωστος στην εποχή του Χριστού. Ο ίδιος έκανε αναφορά στην βασίλισσα Νότου, που ήρθε να ακούσει τη σοφία του Σολομώντα. Επί πλέον η Π. Διαθήκη είναι γεμάτη από ηρωίδες γυναίκες, ακριβώς όπως η ιστορική Εκκλησία είναι γεμάτη από άγιες μητέρες και γυναίκες, οι οποίες θεωρούνται πνευματικά ισότιμες με τους άγιους πατέρες και γενικά τους άρρενες αγίους.
Όπως σημειώνει ο Sheldon Vanauken «εάν οι γυναίκες μπορούν πράγματι να ιερωθούν, ένα από τα δύο πρέπει να είναι αληθινό, ή ο Θεός Πατέρας έκανε λάθος και τώρα άλλαξε γνώμη ή ο Ιησούς, που είναι Θεός και ενανθρώπησε, δεν έκανε το θέλημα του Πατρός. Το πρώτο είναι παράλογο, το δεύτερο αρνείται την αλήθεια ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός που ενανθρώπησε. Κάθε συζήτησι για την Ιεροσύνη των γυναικών, που βασίζεται στην καθοδήγηση της Εκκλησίας από το άγιο Πνεύμα σε νέες αλήθειες, υποχρεούται να εξηγήσει ένα αρχαίο λάθος, αυτό που σχετίζεται με τις εξήντα αδικημένες γενεές των γυναικών. Πιστεύω ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άρνηση της Ενανθρώπησης»19 .
Εάν ο Ιησούς ήταν «εξαρτημένος» από τον πολιτισμό, μέσα στον οποίο ζούσε, τότε πως θα μπορούσε να είναι Θεός; Και εάν αυτός δεν είναι ο Θεός, που έγινε σάρκα με την ελεύθερη εκλογή μιας γυναίκας, της ευλογημένης Μαρίας, της Θεοτόκου, τότε τι σημασία έχει το τι κάνει η Εκκλησία του; Αυτή τότε μετατρέπεται απλώς σε μία άλλη λατρευτική Ομολογία, της οποίας η πίστη αναφέρεται σε κάποιες χωρίς νόημα Γραφές• σε μία Ομολογία ψεγαδιασμένη από τη διάκριση των φύλων και τον φόβο των ομοφυλοφίλων. Επί πλέον πως συμβαίνει αυτοί, που απαιτούν τον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας, με την απομυθοποίηση της αποστολικής συνέχειας, με την αποδοχή των εκτρώσεων ή με την καταγγελία της ανδρικής ιεροσύνης, να ισχυρίζονται ότι αποτελούν μέρος της ιστορικής της συνέχειας, όταν μάλιστα το αμετάβλητο της χριστιανικής αλήθειας αποτελούσε θεμελιώδη διακήρυξη της Εκκλησίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της;20
Εάν ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, όπως διδάσκει η Εκκλησία, και είναι αυτός που θεμελίωσε την μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία, για να παραμείνει εις αιώνα αιώνος, πως μπορούν οι σχισματικοί Προτεστάντες, οι εκμοντερνισμένοι Ρωμαιοκαθολικοί και ακόμη κάποιοι ελάχιστοι προτεσταντοποιημένοι Ορθόδοξοι, να μην αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της αποστολικής διαδοχής, την εκκλησιαστική τάξη και την ιεραρχική αυθεντία, που εξασφαλίζει την εκκλησιαστική πειθαρχία και την καθαρότητα της διδασκαλίας;21
Στην Εκκλησία όλων των αιώνων η ανταπάντηση προς τους επικριτές που ισχυρίζονται ότι «έτσι γινόταν πάντοτε» είναι κατηγορηματική και έγκυρη. Η Εκκλησία δέχεται ότι οι βασικές και θεμελιώδεις αλήθειες παραμένουν αμετάβλητες και δεν επιδέχονται περαιτέρω βελτίωση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το θέμα της χειροτονίας των γυναικών.
Μία από τις βασικές αντιρρήσεις των Ορθοδόξων στη χειροτονία των γυναικών είναι η ίδια με εκείνη της Εκκλησίας εναντίον των εικονοκλαστών. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο «εν σαρκί». Για τους Ορθοδόξους χριστιανούς η Ενανθρώπηση δεν είναι μία «ιδέα» ή ένα «σύμβολο» είναι ιστορικό γεγονός. Καθετί στη ζωή και στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχεδιάσθηκε να υπογραμμίζει την ιστορικότητα της Ενανθρώπησης. Να γιατί έχουμε εικόνες• ο Χριστός ήλθε «εν σαρκί», και η εικόνα Του, όπως και οι εικόνες των αγίων, των μαρτύρων, των αποστόλων, καθώς και της μητέρας Του, μαρτυρούν την ιστορικότητα του ερχομού του.
Εμείς επίσης έχουμε ζωντανές εικόνες. Στη Λειτουργία οι ιερείς και οι επίσκοποι στέκονται ως αντιπρόσωποι του Χριστού μπροστά στο θυσιαστήριο. Οι Ιερείς και οι επίσκοποι δεν είναι εικόνες μιας αφηρημένης ιδέας είναι εικόνες ενός ιστορικού προσώπου, το οποίο ήλθε στη γη του Υιού του Θεού.
Ο Θεός, όπως πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία, βρίσκεται έξω από το χρόνο και τον τόπο. Όμως η πίστη αυτή δεν μεταβάλλει το ιστορικό γεγονός. Σύμφωνα μ αυτό, όταν ο Θεός φανέρωσε τον εαυτό του «εν σαρκί», ήλθε άνδρας και όχι ως «άνδρας-γυναίκα» ή σύμβολο του ανθρωπίνου γένους. Εμείς δεν αγιογραφούμε τον Χριστό με γυναικείες εικόνες, επειδή ακριβώς ήταν άνδρας. Δεν μπορούμε να έχουμε ιέρειες, για να αντιπροσωπεύουν τον ιστορικό Υιό του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο δεν μπορούμε να δεχθούμε ένα ανδρικό αντιπρόσωπο της ευλογημένης Θεοτόκου, της Μητέρας του Θεού. Συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε ότι αυτή υπήρξε ένα ιστορικό πρόσωπο, μία πραγματική γυναίκα, που εκλέχθηκε να γεννήσει το Θεό.
Πολύ φυσιολογικά ο Προτεσταντισμός, καθώς και ο σύγχρονους φιλελεύθερος Ρωμαιοκαθολικισμός, απέκτησαν την τάση να συμπεριφέρονται εικονοκλαστικά, διότι ο εκμοντερνισμένος και εκκοσμικευμένος «Χριστιανισμός» δεν εμμένει πλέον στην ιστορικότητα των γεγονότων της Καινής Διαθήκης. Στην πραγματικότητα επιδίωξαν με σθένος να μετατρέψουν το περιεχόμενο της Ιεράς Παραδόσεως και των Γραφών σε τίποτε περισσότερο από έναν κενό θρησκευτικό συμβολισμό. Αυτό είναι όλο και όλο η «φιλελεύθερη» θεολογία. Αλλά η Ορθοδοξία απορρίπτει τις εικονοκλαστικές θέσεις του φιλελευθερισμού και την απλοποίηση της θρησκείας με μία θεωρούμενη «ανωτέρου επιπέδου» κριτική διεργασία. Εφ’ όσον οι Ορθόδοξοι χριστιανοί αποδέχονται τα μυστήρια της Πίστεως, εμείς επίσης αποδεχόμαστε τον ιστορικό Ιησού και την Ενανθρώπησή του. Εφ όσον οι Ορθόδοξοι χριστιανοί πιστεύουν ότι εν Χριστώ «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» και ότι η σωτηρία υπάρχει για όλους εξ ίσου, εμείς με βάση όλα αυτά πιστεύουμε ότι σωστά ο ίδιος ο Χριστός ίδρυσε την κανονική ιεραρχία της Εκκλησίας. Να γιατί η Εκκλησία απορρίπτει την εικονομαχία, με οποιονδήποτε μανδύα κι αν έρχεται, είτε με τη βεβήλωση των εικόνων είτε με την αρνητική κριτική των Γραφών είτε ακόμη με την «ανδρογυναικοποίηση» των ζωντανών εικόνων των ιερέων και των επισκόπων, για τους οποίους ο άγιος Ιγνάτιος λέγει ότι στέκονται «εις τόπον Χριστού» μπροστά στο θυσιαστήριο. Χειροτονώντας γυναίκες οι «φιλελεύθεροι» Προτεστάντες στην πραγματικότητα υποστηρίζουν «ότι ο Χριστός δεν ήλθεν «εν σαρκί», ότι το ανδρικό του γένος δεν έχει καμία σημασία και ότι είναι ένα απλό σύμβολο, που συμβολίζει κάτι μεγαλύτερο».
Όμως για τον Ορθόδοξο χριστιανό το ανδρικό γένος του Χριστού έχει βαρύνουσα σημασία, ακριβώς όπως έχει βαρύνουσα σημασία το θηλυκό γένος της Παναγίας. Ο Χριστιανισμός δεν είναι τίποτε, εάν δεν είναι μία ιστορική Πίστη. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι ο Χριστός εμφανίστηκε στον κόσμο μας κατά μαγικό τρόπο. Πιστεύουμε ότι αναπτύχθηκε ως αρσενικό έμβρυο σε ανθρώπινη γυναικεία μήτρα ότι ο Θεός γεννήθηκε στην πραγματικότητα με σάρκα μέσα στον χρόνο και στον τόπο και ότι τίποτε απ’ όλα, όσα έκαμε, ακόμη και το γένος που έλαβε, δεν έγινε κατά λάθος, τυχαία και χωρίς νόημα.
Η καταστροφή των εικόνων, ο ευτελισμός της ιεροσύνης και η υποβάθμιση των μυστηρίων σε απλά σύμβολα καταργεί τη χριστιανική μαρτυρία για το γεγονός της Ενανθρώπησης. Οι άνθρωποι φαίνεται κατά μυστηριώδη και ενστικτώδη τρόπο να γνωρίζουν ότι αύτη είναι η αλήθεια είτε έχουν ασχοληθεί με τα θέματα αυτά είτε όχι. Πως αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη φθορά που προκλήθηκε με την απώλεια πλήθους μελών από Ομολογίες, που χειροτόνησαν γυναίκες; Οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι κάτι ιερό μολύνεται όταν η πολιτική του «γένους» πλημμυρίζει τη θρησκεία. Επίσης γνωρίζουν ότι μία εκμοντερνισμένη «θρησκεία», που προσπαθεί να «συμβαδίζει με τις εποχές», έχει χάσει το υψηλό ηθικό επίπεδο. Γι αυτό και εκφράζουν τη γνώμη τους με την απουσία τους.
Βλέποντας μ’ αυτό το πρίσμα την ιδεολογική σταυροφορία του φεμινιστικού κινήματος για νομιμοποίηση, αυτό πρέπει να κρατηθεί έξω από την πόρτα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να γίνει το παίγνιο στο κίνημα της «πολιτικής ορθότητας». Ούτε μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να επιτρέψει μία μικρή μειονότητα πανεπιστημιακών στα σεμινάρια τους ή μερικούς ιερείς ή επισκόπους με πολιτική αυτοσυνειδησία να θυσιάσουν δύο χιλιάδες χρόνια με αμετάβλητη ηθική χάριν της εφήμερης εκτίμησης, που της προσφέρεται από τη σύγχρονη πολιτικοποιημένη ακαδημαϊκή αριστοκρατία- από αυτούς δηλαδή παρελαύνουν πλάι-πλάι με εκείνους που ανέλαβαν την σταυροφορία κατά της κανονικής τάξεως και ιεραρχίας.
Η σταυροφορία που επιχειρεί να συμμορφώσει την Εκκλησία με τη σύγχρονη ιδεολογία του «γένους» είναι μία σταυροφορία, για να αναγκάσει την Εκκλησία να προσκυνήσει τον σύγχρονο Καίσαρα. Χρειάζεται ίσως να θυμηθούμε ότι κάποιος μπορεί να κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, μαζί και την εκτίμηση των ακαδημαϊκών, και να χάσει την ψυχή του (Μθ 16,26). Επίσης, είναι φρόνιμο να θυμηθούμε ότι το θέμα της χειροτονίας των γυναικών και το θέμα της γλώσσας, όσον άφορα στην περιεκτικότητα του «γένους», πρέπει να εξετασθεί μέσα σ ένα ευρύτερο πλαίσιο- στο πλαίσιο της αντιστράτευσης του φεμινισμού και της ομοφυλοφιλίας σ’ αυτήν την ίδια τη φύση. Η προσπάθεια να αντιστραφεί η διδασκαλία και η μαρτυρία της αδιάκοπης ανδρικής ιεροσύνης είναι στην πραγματικότητα προσπάθεια να «ανδρογυναικοποιηθεί» όχι μόνον η Εκκλησία αλλά και αυτός ο Θεός. Ο Θεός, όπως διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία, για λόγους που αποτελούν μυστήριο και γνωρίζει Εκείνος, αποφάσισε να αποκαλυφθεί ως ο Πατήρ. Το να δεχθεί κανείς τη χειροτονία των γυναικών ή να επιβάλει στην Εκκλησία την λεγόμενη περιεκτική, δηλαδή, ουδέτερη ως προς το γένος λειτουργική γλώσσα, αποτελεί όχι μόνον απόρριψη της απόφασης του Θεού να αποκαλύψει τον εαυτό του ως Πατέρα και να στείλει τον Υιόν του, αλλά είναι επίσης και μία όχι πολύ ευγενική απόρριψη της συνεχούς πραγματικής παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία του.
Η «περιεκτική» λειτουργική γλώσσα και η χειροτονία των γυναικών δεν είναι λιγότερο σκανδαλώδης για τη χριστιανική συνείδηση και την αίσθηση της ιστορίας από το εάν εικονογραφούνταν η Παναγία ως άνδρας. Αυτό είναι το ίδιο όπως ένα χυδαίο σύνθημα για τη Λειτουργία στους τοίχους, το οποίο παραμορφώνει την ιδέα της υπερβατικής και μυστηριώδους αιωνιότητας. Είναι το κατακερματισμό του παρελθόντος χωρίς να προσφέρεται κάτι μόνιμο, για να αντικαταστήσει τη χαμένη βεβαιότητα των χιλιετηρίδων.
Το γεγονός ότι ακόμη και μερικοί «Ορθόδοξοι» έχουν πιαστεί στα δίχτυα της φεμινιστικής σταυροφορίας και άρχισαν να παίζουν πολιτικό «βόλλεϋ» με τους αναντικατάστατους θησαυρούς της Εκκλησίας είναι τραγικό. Ο πιστός Ορθόδοξος και η απέραντη πλειονοψηφία των ιερέων και των επισκόπων αντιστάθηκαν ομόφωνα στη χειροτονία των γυναικών. Αλλά μία ελάχιστη φωνασκούσα μειονοψηφία από «Ορθοδόξους» ακαδημαϊκούς, επηρεασμένους από το πνεύμα της εποχής, επιχείρησαν ν αρχίσουν ένα «διάλογο» με θέμα: «Οι γυναίκες στην Εκκλησία». Το χειρότερο είναι ότι διαλέγονται με τον ίδιο τρόπο, που ορισμένες αγγλικανές και επισκοπελιανές φεμινίστριες υπαινίσσονταν ένα φεμινιστικό κάλεσμα για τη χειροτονία των γυναικών στις κοινότητες τους στις αρχές της δεκαετίας του 70. Τέτοιες «Ορθόδοξες» ερευνήτριες, όπως η Elisabeth Behr-Sigel με το βιβλίο της The Ministry of Women in the Church, και η Susan Ashbrook Harvey ζήτησαν δημόσια την αντικατάσταση της αρχαίας εκκλησιαστικής Παραδόσεως στο θέμα αυτό22.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε ιστορικά ο φύλακας της εικονογραφίας
στην Χριστιανοσύνη και ο εγγυητής της ιστορικής συνέχειας της εκκλησιαστικής
αποστολικής και ιεραρχικής κοινότητας επάνω στη γη, η οποία φέρει τη μαρτυρία
του Χριστού. Το να ανταλλάσσουμε αυτή την κληρονομιά με τα πολιτικά
εμπνευσμένα, ακαδημαϊκά και «θεολογικά» παιγνίδια είναι το ίδιο με το να
προσφέρουμε στους συγχρόνους εικονοκλάστες μία μάταιη νίκη. Το να επιτρέπουμε
στην εποχιακή «πολιτική του γένους» σ’ έναν εφήμερο συρμό κατά την καλύτερη
εκδοχή ή σε μια φασιστική τυραννία του εκβιαστικού «πολιτικού εκσυγχρονισμού»
κατά τη χειρότερη εκδοχή- να μπαίνει μέσα στα άδυτα της Ορθοδοξίας είναι το
ίδιο με το να μολύνουμε και να βεβηλώνουμε το θυσιαστήριο, να προσβάλλουμε τους
πιστούς, να διαιρούμε την Εκκλησία και να υποβαθμίζουμε την ηθική αυθεντία της
Ορθοδοξίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Γ. Φλορόφσκυ, Αγία
Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, σ. 50-53.
2 «Διότι ο Ιησούς Χριστός, η αχώριατη ζωή μας, είναι, κατά το θέλημα του Πατρός, όπως και οι επίσκοποι, οι οποίοι έχουν χειροτονηθεί παντού στον κόσμο, είναι κατά το θέλημα του Ιησού Χριστού. Επομένως, πρέπει εσείς να ζήτε σύμφωνα με το θέλημα του επισκόπου. . . », Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας (11Ο μ. Χ), Επιστολή προς Εφεσίους, 3,2, ΒΕΠ 2,264-265.
3 «Η σχέση ανάμεσα στον θρησκευτικό κατακερματισμό και στον εκκοσμικευμένο ανθρωπισμό μπορεί να συνοψισθεί. . . στο ότι ο κατακερματισμός, που δημιουργήθηκε από τον Προτεσταντισμό, αποτέλεσε το κέντρο σ’ εκείνον τον μονολιθικό και ηγεμονικό θρησκευτικό πολιτισμό, όπως υπήρχε πριν από την Μεταρρύθμιση, και ο οποίος είχε προβάλει μεγαλύτερη αντίσταση στην εκκοσμίκευση», Steve Bruce, A House Divided, a. 27.
4 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Μαγνησιείς, 6, ΒΕΠ 2,269.
5 Επειδή οι επιστολές του είναι τόσο πρώιμες και τόσο κατηγορηματικές στις αναφορές τους για την αποστολική αυθεντία, την Ιερά Παράδοση και την ιεραρχία, οι σχισματικοί, οι αιρετικοί και οι Προτεστάντες, ιδιαίτερα δε οι Αναβαπτιστές, έχουν επιχειρήσει αρκετές φορές να υποτιμήσουν την κανονικότητα τους. Όμως η αυθεντικότητα αυτών των επιστολών επιβεβαιώθηκε κατ επανάληψη από διαφόρους ερευνητές, μεταξύ των οποίων ο J. Β. Lightfoot, ο Adolf Von Harnack και ο Theodore Zahn. Τώρα η αυθεντικότητά τους είναι γενικά αποδεκτή, και, μαζί της είναι, αποδεκτή και η πεποίθηση ότι τόσο νωρίς, από τό 110 μ.Χ., 60 ή 70 μόλις χρόνια μετά τό θάνατο τοϋ Χριστού καί ενώ ήταν ζωντανή ακόμη η μνήμη των Αποστόλων, οι πατέρες της Εκκλησίας, υπερασπίζονταν με σθένος την αποστολική αυθεντία.
6 Anthony M. Coniaris, Introducing the Orthodox Church (Minneapolis, MN, 1982),
7 Αυτόθι, σ. 1.
8 «Μία από τις κύριες φροντίδες των απολογητών (στην αρχαία Εκκλησία, 100-300 μ. Χ. ) ήταν να δείξουν τη συνοχή του Ευαγγελίου με την ιστορία για την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο. . . Η προϋπόθεση. . . ήταν ότι η πρώτη παρακαταθήκη της χριστιανικής αλήθειας είχε δοθεί από το Χριστό στους αποστόλους και από αυτούς με την σειρά τους στους διαδόχους τους, τους Ορθοδόξους επισκόπους και διδασκάλους. . . Σ’ αυτή την πρώιμη χριστιανική χρήση των όρων, η αίρεση, δεν ήταν απόλυτα διακεκριμένη από το σχίσμα (Α Κο 11,18-19). Και οι δύο όροι αναφέρονταν στον φατριασμό. . . Φατριασμός. . . διχοστασίες και σκάνδαλα αντίθετα προς όσα διδαχθήκατε (Ρω 16,17)», Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition, v. 1: The Emergence of the Catholic Tradition (100-600), a. 68-69.
9 Ο απόστολος Παύλος επιπλήττει τον καθένα, ο οποίος θα παραστρατούσε από την ενότητα της Εκκλησίας και θα ακολουθούσε κάποιους αυτοανακηρυγμένους ηγέτες. «Όταν γαρ λέγη τις, εγώ μεν είμι Παύλου (Α΄Κορ 3-4)
10 «Το κήρυγμα της Εκκλησίας πραγματικά συνεχίζεται αναλλοίωτο και είναι παντού το ίδιο. . . ανανεώνεται σταθερά από το Πνεύμα του Θεού. . . Στην Εκκλησία ο Θεός έθεσε τους αποστόλους, τους προφήτες, τους διδασκάλους και όλα τα άλλα χαρίσματα, με τα οποία εργάζεται το Πνεύμα. . . διότι, όπου υπάρχει η Εκκλησία, εκεί βρίσκεται και το Πνεύμα του Θεού. . . », Αγίου Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων, The Faith of the Early Fathers, τ. Ι. (μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον W. A. Jurgens). σ. 94.
11 «Οι πρώτοι χριστιανοί ήταν ιουδαίοι και εύρισκαν ότι η νέα τους πίστη αποτελεί συνέχεια της παλαιάς. . . Από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων έχουμε μία εικόνα των μελών της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, την οποία ο Ειρηναίος θεωρούσε ως την Εκκλησία, από την οποία κάθε άλλη Εκκλησία έλαβε την αρχή της (Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων 3,12,5). . . (Αυτή την Εκκλησία) ακολούθησε ο Ιάκωβος, ο οποίος ως ο αδελφός του Κυρίου ήταν ένα είδος χαλίφη». . . (Stauffer, 1952, 193-214). Από παραπομπή του Jaroslav Pelikan, The Emergence of the Catholic Tradition, σ. 13.
12 «Όσοι πράγματι ανήκουν στον Θεό και στον Ιησού Χριστό, αυτοί είναι μαζί με τον επίσκοπο. . . Εάν κάποιος ακολουθήσει ένα σχισματικό, αυτός δεν θα κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού. . . », Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Φιλαδελφιείς3. ΒΕΠ 2. 277.
13 ΔΙΔΑΧΗ . 15. ΒΕΠ 2. 220.
14 Αγίου Κλήμεντος Ρώμης, Α’ Επιστολή προς Κορινθίους, 40,41, 42. 44. ΒΕΠ 1. 29-30.
15 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Εφεσίους Επιστολή προς Μαγνησιείς Επιστολή προς Τραλλιανούς, 7, ΒΕΠ 2,272-273.
16 Άγιου Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων 1,10,1-2.
17 Η πιο ακραία έκφραση αυτής της αντίληψης βρίσκεται στη διδασκαλία των Αναβαπτιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι, εκτός από τους εαυτούς τους, δεν υπήρξε αληθινή Εκκλησία για 1700 χρόνια πριν από αυτούς, από τότε που πέθανε η πρώτη γενεά των χριστιανών. Ακόμη και σήμερα πολλές Ευαγγελικές Ομολογίες αγνοούν τελείως την ιστορία της Εκκλησίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, μνημονεύουν μόνο τον Λούθηρο, τον Ουίκλιφ ή ίσως και τον Αυγουστίνο. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε κατά μαγικό τρόπο γύρω στο 1510 και έφθασε στην πλήρη άνθησή του τον δέκατο ένατο αιώνα με τις ανανεώσεις του Finney, του Moody κ.α.
Την πιο προπαγανδιστική αντι-ιστορική πλαστογραφία από νεότερο Προτεστάντη συγγραφέα σχετικά με την ιστορική Εκκλησία, αποτελεί το βιβλίο του James Η. Rutz, The Open Church, Αυτό το βιβλίο προβάλλει χαρακτηριστικά τον προτεσταντικό μύθο μιας «απλής», χωρίς ιεραρχία «πρώιμης Εκκλησίας».
18 Βλ. το κεφάλαιο 3 και τις υποσημειώσεις του.
* είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκί με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς• λάβετε Πνεύμα Άγιον αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται.
19 Sheldon Vanauken, Under the Mercy (Ignatius Press, 1988), όπως παρατίθεται στο άρθρο, Since God Doesnt Make Mistakes: Womens Ordination Denies the Incarnation, AGAIN Magazine, April, 1993.
20 Το να ταυτίζουμε την Ορθόδοξη διδασκαλία με την καθολική (όχι τη Ρωμαιοκαθολική) Εκκλησία σημαίνει να πιστεύουμε σ’ εκείνο, το οποίο οι πατέρες μας κληροδότησαν με την Παράδοση. . . Επιτρέψτε μας, λέγει ο άγιος Μάξιμος, να ασφαλίσουμε το πρώτο και μεγάλο φάρμακο της σωτηρίας μας. Αναφέρομαι στην υπέροχη κληρονομιά της Πίστεως. Επιτρέψτε την καρδιά και το στόμα μας να ομολογήσουν αυτήν, όπως μας δίδαξαν οι πατέρες, (άγιου Μαξίμου, Επιστολή 12, PG 91, 465). Εμείς δεν ανακαλύπτουμε νέα σχήματα διότι αυτό είναι κάτι αλαζονικό να το κάνουμε• Είναι το έργο και η εφεύρεση ενός αιρετικού και ταραγμένου νου (άγιου Μαξίμου, Προς Μαρίνον πρεσβύτερον 19 PG 91, 224-25) Jaroslav Pelican, The Spirit of Eastern Christendom, σ. 20.
21 Όπως εξηγεί ο πολύ γνωστός Ορθόδοξος συγγραφέας και κοσμήτορας του Θεολογικοί Σεμιναρίου Άγιος Βλαδίμηρος στη Ν. Υόρκη, Thomas Hopko, η ηγεσία στην Εκκλησία, ιδιαίτερα σε σχέση με την ιεροσύνη, εκφράζεται περισσότερο με αναφορά στην οικογένεια παρά με αναφορά στην κοινωνία. Η ερώτησή μου είναι: Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε πατρότητα; Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε σύζυγος;. . .
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας μέχρι σήμερα μπορούμε να βρούμε πανίσχυρους άνδρες και γυναίκες, που ζουν την πνευματική ζωή. Συναντούμε ακμάζουσα μοναστική ζωή. Ανακαλύπτουμε απίστευτα θεολογικά επιχειρήματα και διαφωτιστικές εξηγήσεις σε ευρύ φάσμα θεμάτων. Όταν λάβουμε υπ’ όψη μας τα δεδομένα, πως δηλαδή εκφράστηκε με ευκρίνεια η σχηματοποίηση της Πίστεως, πως έζησαν πραγματικά οι άνθρωποι, πως αληθινά επικοινωνούσαν οι άνδρες με τις γυναίκες -και εννοώ τους αγίους• δεν ομιλώ για το τι συνέβαινε στην κοινωνία, διότι η εκκλησιαστική ιστορία είναι πολύ δια-φορετική από την Ιερά Παράδοση των άγιων- τότε πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Γιατί συμβαίνει οι γυναίκες να θεωρούνται επίσημα από την Εκκλησία άγιες, μοναχές, ιεραπόστολοι, προφήτιδες, διδασκάλισσες, ασκήτριες, θεραπεύτριες, ευαγγελίστριες, αλλά ποτέ δια μέσου όλης της ιστορίας να μην υπάρχει μία γυναίκα, που χειροτονήθηκε στο αξίωμα του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου σε κάποια συγκεκριμένη κοινότητα;
Όμως, η ερώτηση-κλειδί είναι η εξής: Είναι πράγματι η ιεροσύνη αυτό που εμείς εννοούμε; Δεν είναι μία ειδική λειτουργία για την οικοδομή του Σώματος σχετικά με όλους τους ανθρώπους, την οποία μόνον ορισμένα μέλη του Σώματος είναι κατάλληλα να επιτελέσουν με επάρκεια επειδή συμβαίνει να έχουν καθορισμένα χαρίσματα; Και εάν πράγματι είναι ο ρόλος του πατέρα, ή η μυστηριακή κλήση εκείνο που κάνει κάποιον να είναι πατέρας στην κοινότητα, τότε δεν πρέπει να είναι ένας άνδρας, αυτός ο οποίος θα γίνει πατέρας; Μπορεί μία γυναίκα να είναι ο πατέρας; Μπορεί κάθε άνθρωπος να είναι ένας πατέρας;
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος είπε ότι από το αξίωμα του πρεσβυτέρου-επισκόπου αποκλείονται όλες οι γυναίκες και οι περισσότεροι άνδρες, είχε στην Αρχιεπισκοπή του στην Κωνσταντινούπολη αρκετές εκατοντάδες γυναίκες διακόνισσες, επί κεφαλής των οποίων ήταν η αγία Ολυμπιάδα- αυτή ήταν η καλύτερη βοηθός και συνεργάτρια του. Ποτέ όμως, δεν διανοήθηκε να την χειροτονήσει στο βαθμό του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου. Και δεν νομίζω ότι αυτή αισθανόταν ότι υποτιμήθηκε, επειδή δεν χειροτονήθηκε. . .
Δεν νομίζω ότι το ζήτημα αυτό είναι απλώς ένα ερώτημα για επιδέξιο χειρισμό ή θέμα για το ποιος τελικά θα διακονήσει την Ευχαριστία ή θα κηρύξει το θείο λόγο. Πιστεύω ότι είναι πολύ ουσιαστικότερο θέμα. Πιστεύω ότι εδώ διακυβεύεται αυτή καθ’ εαυτήν η Πίστη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και νομίζω ότι από το τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα αποδεικνύεται του λόγου το ασφαλές. Οπουδήποτε εφαρμόσθηκε η χειροτονία των γυναικών συναντούμε επίσης και συμβιβασμούς, που σχετίζονται με την αποκλειστική ως προς το γένος γλώσσα στη Λειτουργία, με την οικογενειακή ζωή, τις σεξουαλικές σχέσεις και με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας και πως αυτό πρέπει να ερμηνευθεί και να σχετισθεί ποιμαντικά και πνευματικά. Όλα αυτά προστίθενται αμέσως στο σκηνικό.
Νομίζω ότι η χειροτονία των γυναικών αποτελεί ένα από τα θέματα κλειδιά, γύρω από το οποίο υπάρχει ολόκληρος αστερισμός θεμάτων. Νομίζω ότι εδώ διακυβεύεται αυτή καθ’ εαυτήν η Πίστη, π. Thomas Hopko, Womens Ordination: An Orthodox Response, AGAIN Magazine, April 1993.
22 Ίσως επειδή φοβούνταν να μην προσκρούσουν στις ανάξιες ιδέες για την «ακαδημαϊκή ελευθερία», οι κατά τα άλλα μεγάλες επάλξεις της Ορθοδοξίας, όπως το Σεμινάριο του Άγιου Βλαδίμηρου, απο-δείχθηκαν πρόθυμες να προωθήσουν και να δημοσιεύσουν αυτές τις αντορθόδοξες και αντιπαραδοσιακές απόψεις. (Βλ. την πανηγυρική επικύρωση της χειροτονίας των γυναικών από την Susan Ashbrook Harvey στην παρουσίαση του βιβλίου, The Ministry of women in the Church, St. Vladimirs Thealogical Quarterly, x. 37/1, 1993). Σχετικά με την εξέταση του θέματος από τον ερευνητή Patric Henry Reardon βλ. την εφημερία The Christian Activist, τ. 3,1994, «Women Priests, History and Theology».
2 «Διότι ο Ιησούς Χριστός, η αχώριατη ζωή μας, είναι, κατά το θέλημα του Πατρός, όπως και οι επίσκοποι, οι οποίοι έχουν χειροτονηθεί παντού στον κόσμο, είναι κατά το θέλημα του Ιησού Χριστού. Επομένως, πρέπει εσείς να ζήτε σύμφωνα με το θέλημα του επισκόπου. . . », Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας (11Ο μ. Χ), Επιστολή προς Εφεσίους, 3,2, ΒΕΠ 2,264-265.
3 «Η σχέση ανάμεσα στον θρησκευτικό κατακερματισμό και στον εκκοσμικευμένο ανθρωπισμό μπορεί να συνοψισθεί. . . στο ότι ο κατακερματισμός, που δημιουργήθηκε από τον Προτεσταντισμό, αποτέλεσε το κέντρο σ’ εκείνον τον μονολιθικό και ηγεμονικό θρησκευτικό πολιτισμό, όπως υπήρχε πριν από την Μεταρρύθμιση, και ο οποίος είχε προβάλει μεγαλύτερη αντίσταση στην εκκοσμίκευση», Steve Bruce, A House Divided, a. 27.
4 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Μαγνησιείς, 6, ΒΕΠ 2,269.
5 Επειδή οι επιστολές του είναι τόσο πρώιμες και τόσο κατηγορηματικές στις αναφορές τους για την αποστολική αυθεντία, την Ιερά Παράδοση και την ιεραρχία, οι σχισματικοί, οι αιρετικοί και οι Προτεστάντες, ιδιαίτερα δε οι Αναβαπτιστές, έχουν επιχειρήσει αρκετές φορές να υποτιμήσουν την κανονικότητα τους. Όμως η αυθεντικότητα αυτών των επιστολών επιβεβαιώθηκε κατ επανάληψη από διαφόρους ερευνητές, μεταξύ των οποίων ο J. Β. Lightfoot, ο Adolf Von Harnack και ο Theodore Zahn. Τώρα η αυθεντικότητά τους είναι γενικά αποδεκτή, και, μαζί της είναι, αποδεκτή και η πεποίθηση ότι τόσο νωρίς, από τό 110 μ.Χ., 60 ή 70 μόλις χρόνια μετά τό θάνατο τοϋ Χριστού καί ενώ ήταν ζωντανή ακόμη η μνήμη των Αποστόλων, οι πατέρες της Εκκλησίας, υπερασπίζονταν με σθένος την αποστολική αυθεντία.
6 Anthony M. Coniaris, Introducing the Orthodox Church (Minneapolis, MN, 1982),
7 Αυτόθι, σ. 1.
8 «Μία από τις κύριες φροντίδες των απολογητών (στην αρχαία Εκκλησία, 100-300 μ. Χ. ) ήταν να δείξουν τη συνοχή του Ευαγγελίου με την ιστορία για την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο. . . Η προϋπόθεση. . . ήταν ότι η πρώτη παρακαταθήκη της χριστιανικής αλήθειας είχε δοθεί από το Χριστό στους αποστόλους και από αυτούς με την σειρά τους στους διαδόχους τους, τους Ορθοδόξους επισκόπους και διδασκάλους. . . Σ’ αυτή την πρώιμη χριστιανική χρήση των όρων, η αίρεση, δεν ήταν απόλυτα διακεκριμένη από το σχίσμα (Α Κο 11,18-19). Και οι δύο όροι αναφέρονταν στον φατριασμό. . . Φατριασμός. . . διχοστασίες και σκάνδαλα αντίθετα προς όσα διδαχθήκατε (Ρω 16,17)», Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition, v. 1: The Emergence of the Catholic Tradition (100-600), a. 68-69.
9 Ο απόστολος Παύλος επιπλήττει τον καθένα, ο οποίος θα παραστρατούσε από την ενότητα της Εκκλησίας και θα ακολουθούσε κάποιους αυτοανακηρυγμένους ηγέτες. «Όταν γαρ λέγη τις, εγώ μεν είμι Παύλου (Α΄Κορ 3-4)
10 «Το κήρυγμα της Εκκλησίας πραγματικά συνεχίζεται αναλλοίωτο και είναι παντού το ίδιο. . . ανανεώνεται σταθερά από το Πνεύμα του Θεού. . . Στην Εκκλησία ο Θεός έθεσε τους αποστόλους, τους προφήτες, τους διδασκάλους και όλα τα άλλα χαρίσματα, με τα οποία εργάζεται το Πνεύμα. . . διότι, όπου υπάρχει η Εκκλησία, εκεί βρίσκεται και το Πνεύμα του Θεού. . . », Αγίου Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων, The Faith of the Early Fathers, τ. Ι. (μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον W. A. Jurgens). σ. 94.
11 «Οι πρώτοι χριστιανοί ήταν ιουδαίοι και εύρισκαν ότι η νέα τους πίστη αποτελεί συνέχεια της παλαιάς. . . Από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων έχουμε μία εικόνα των μελών της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, την οποία ο Ειρηναίος θεωρούσε ως την Εκκλησία, από την οποία κάθε άλλη Εκκλησία έλαβε την αρχή της (Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων 3,12,5). . . (Αυτή την Εκκλησία) ακολούθησε ο Ιάκωβος, ο οποίος ως ο αδελφός του Κυρίου ήταν ένα είδος χαλίφη». . . (Stauffer, 1952, 193-214). Από παραπομπή του Jaroslav Pelikan, The Emergence of the Catholic Tradition, σ. 13.
12 «Όσοι πράγματι ανήκουν στον Θεό και στον Ιησού Χριστό, αυτοί είναι μαζί με τον επίσκοπο. . . Εάν κάποιος ακολουθήσει ένα σχισματικό, αυτός δεν θα κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού. . . », Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Φιλαδελφιείς3. ΒΕΠ 2. 277.
13 ΔΙΔΑΧΗ . 15. ΒΕΠ 2. 220.
14 Αγίου Κλήμεντος Ρώμης, Α’ Επιστολή προς Κορινθίους, 40,41, 42. 44. ΒΕΠ 1. 29-30.
15 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Εφεσίους Επιστολή προς Μαγνησιείς Επιστολή προς Τραλλιανούς, 7, ΒΕΠ 2,272-273.
16 Άγιου Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων 1,10,1-2.
17 Η πιο ακραία έκφραση αυτής της αντίληψης βρίσκεται στη διδασκαλία των Αναβαπτιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι, εκτός από τους εαυτούς τους, δεν υπήρξε αληθινή Εκκλησία για 1700 χρόνια πριν από αυτούς, από τότε που πέθανε η πρώτη γενεά των χριστιανών. Ακόμη και σήμερα πολλές Ευαγγελικές Ομολογίες αγνοούν τελείως την ιστορία της Εκκλησίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, μνημονεύουν μόνο τον Λούθηρο, τον Ουίκλιφ ή ίσως και τον Αυγουστίνο. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε κατά μαγικό τρόπο γύρω στο 1510 και έφθασε στην πλήρη άνθησή του τον δέκατο ένατο αιώνα με τις ανανεώσεις του Finney, του Moody κ.α.
Την πιο προπαγανδιστική αντι-ιστορική πλαστογραφία από νεότερο Προτεστάντη συγγραφέα σχετικά με την ιστορική Εκκλησία, αποτελεί το βιβλίο του James Η. Rutz, The Open Church, Αυτό το βιβλίο προβάλλει χαρακτηριστικά τον προτεσταντικό μύθο μιας «απλής», χωρίς ιεραρχία «πρώιμης Εκκλησίας».
18 Βλ. το κεφάλαιο 3 και τις υποσημειώσεις του.
* είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν ειρήνη υμίν. καθώς απέσταλκί με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς• λάβετε Πνεύμα Άγιον αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται.
19 Sheldon Vanauken, Under the Mercy (Ignatius Press, 1988), όπως παρατίθεται στο άρθρο, Since God Doesnt Make Mistakes: Womens Ordination Denies the Incarnation, AGAIN Magazine, April, 1993.
20 Το να ταυτίζουμε την Ορθόδοξη διδασκαλία με την καθολική (όχι τη Ρωμαιοκαθολική) Εκκλησία σημαίνει να πιστεύουμε σ’ εκείνο, το οποίο οι πατέρες μας κληροδότησαν με την Παράδοση. . . Επιτρέψτε μας, λέγει ο άγιος Μάξιμος, να ασφαλίσουμε το πρώτο και μεγάλο φάρμακο της σωτηρίας μας. Αναφέρομαι στην υπέροχη κληρονομιά της Πίστεως. Επιτρέψτε την καρδιά και το στόμα μας να ομολογήσουν αυτήν, όπως μας δίδαξαν οι πατέρες, (άγιου Μαξίμου, Επιστολή 12, PG 91, 465). Εμείς δεν ανακαλύπτουμε νέα σχήματα διότι αυτό είναι κάτι αλαζονικό να το κάνουμε• Είναι το έργο και η εφεύρεση ενός αιρετικού και ταραγμένου νου (άγιου Μαξίμου, Προς Μαρίνον πρεσβύτερον 19 PG 91, 224-25) Jaroslav Pelican, The Spirit of Eastern Christendom, σ. 20.
21 Όπως εξηγεί ο πολύ γνωστός Ορθόδοξος συγγραφέας και κοσμήτορας του Θεολογικοί Σεμιναρίου Άγιος Βλαδίμηρος στη Ν. Υόρκη, Thomas Hopko, η ηγεσία στην Εκκλησία, ιδιαίτερα σε σχέση με την ιεροσύνη, εκφράζεται περισσότερο με αναφορά στην οικογένεια παρά με αναφορά στην κοινωνία. Η ερώτησή μου είναι: Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε πατρότητα; Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε σύζυγος;. . .
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας μέχρι σήμερα μπορούμε να βρούμε πανίσχυρους άνδρες και γυναίκες, που ζουν την πνευματική ζωή. Συναντούμε ακμάζουσα μοναστική ζωή. Ανακαλύπτουμε απίστευτα θεολογικά επιχειρήματα και διαφωτιστικές εξηγήσεις σε ευρύ φάσμα θεμάτων. Όταν λάβουμε υπ’ όψη μας τα δεδομένα, πως δηλαδή εκφράστηκε με ευκρίνεια η σχηματοποίηση της Πίστεως, πως έζησαν πραγματικά οι άνθρωποι, πως αληθινά επικοινωνούσαν οι άνδρες με τις γυναίκες -και εννοώ τους αγίους• δεν ομιλώ για το τι συνέβαινε στην κοινωνία, διότι η εκκλησιαστική ιστορία είναι πολύ δια-φορετική από την Ιερά Παράδοση των άγιων- τότε πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Γιατί συμβαίνει οι γυναίκες να θεωρούνται επίσημα από την Εκκλησία άγιες, μοναχές, ιεραπόστολοι, προφήτιδες, διδασκάλισσες, ασκήτριες, θεραπεύτριες, ευαγγελίστριες, αλλά ποτέ δια μέσου όλης της ιστορίας να μην υπάρχει μία γυναίκα, που χειροτονήθηκε στο αξίωμα του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου σε κάποια συγκεκριμένη κοινότητα;
Όμως, η ερώτηση-κλειδί είναι η εξής: Είναι πράγματι η ιεροσύνη αυτό που εμείς εννοούμε; Δεν είναι μία ειδική λειτουργία για την οικοδομή του Σώματος σχετικά με όλους τους ανθρώπους, την οποία μόνον ορισμένα μέλη του Σώματος είναι κατάλληλα να επιτελέσουν με επάρκεια επειδή συμβαίνει να έχουν καθορισμένα χαρίσματα; Και εάν πράγματι είναι ο ρόλος του πατέρα, ή η μυστηριακή κλήση εκείνο που κάνει κάποιον να είναι πατέρας στην κοινότητα, τότε δεν πρέπει να είναι ένας άνδρας, αυτός ο οποίος θα γίνει πατέρας; Μπορεί μία γυναίκα να είναι ο πατέρας; Μπορεί κάθε άνθρωπος να είναι ένας πατέρας;
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος είπε ότι από το αξίωμα του πρεσβυτέρου-επισκόπου αποκλείονται όλες οι γυναίκες και οι περισσότεροι άνδρες, είχε στην Αρχιεπισκοπή του στην Κωνσταντινούπολη αρκετές εκατοντάδες γυναίκες διακόνισσες, επί κεφαλής των οποίων ήταν η αγία Ολυμπιάδα- αυτή ήταν η καλύτερη βοηθός και συνεργάτρια του. Ποτέ όμως, δεν διανοήθηκε να την χειροτονήσει στο βαθμό του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου. Και δεν νομίζω ότι αυτή αισθανόταν ότι υποτιμήθηκε, επειδή δεν χειροτονήθηκε. . .
Δεν νομίζω ότι το ζήτημα αυτό είναι απλώς ένα ερώτημα για επιδέξιο χειρισμό ή θέμα για το ποιος τελικά θα διακονήσει την Ευχαριστία ή θα κηρύξει το θείο λόγο. Πιστεύω ότι είναι πολύ ουσιαστικότερο θέμα. Πιστεύω ότι εδώ διακυβεύεται αυτή καθ’ εαυτήν η Πίστη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και νομίζω ότι από το τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα αποδεικνύεται του λόγου το ασφαλές. Οπουδήποτε εφαρμόσθηκε η χειροτονία των γυναικών συναντούμε επίσης και συμβιβασμούς, που σχετίζονται με την αποκλειστική ως προς το γένος γλώσσα στη Λειτουργία, με την οικογενειακή ζωή, τις σεξουαλικές σχέσεις και με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας και πως αυτό πρέπει να ερμηνευθεί και να σχετισθεί ποιμαντικά και πνευματικά. Όλα αυτά προστίθενται αμέσως στο σκηνικό.
Νομίζω ότι η χειροτονία των γυναικών αποτελεί ένα από τα θέματα κλειδιά, γύρω από το οποίο υπάρχει ολόκληρος αστερισμός θεμάτων. Νομίζω ότι εδώ διακυβεύεται αυτή καθ’ εαυτήν η Πίστη, π. Thomas Hopko, Womens Ordination: An Orthodox Response, AGAIN Magazine, April 1993.
22 Ίσως επειδή φοβούνταν να μην προσκρούσουν στις ανάξιες ιδέες για την «ακαδημαϊκή ελευθερία», οι κατά τα άλλα μεγάλες επάλξεις της Ορθοδοξίας, όπως το Σεμινάριο του Άγιου Βλαδίμηρου, απο-δείχθηκαν πρόθυμες να προωθήσουν και να δημοσιεύσουν αυτές τις αντορθόδοξες και αντιπαραδοσιακές απόψεις. (Βλ. την πανηγυρική επικύρωση της χειροτονίας των γυναικών από την Susan Ashbrook Harvey στην παρουσίαση του βιβλίου, The Ministry of women in the Church, St. Vladimirs Thealogical Quarterly, x. 37/1, 1993). Σχετικά με την εξέταση του θέματος από τον ερευνητή Patric Henry Reardon βλ. την εφημερία The Christian Activist, τ. 3,1994, «Women Priests, History and Theology».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου