Η ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕΝ ΤΗΝ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΝ
ΑΙΡΕΣΙΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΣ ΤΗΣ
Αι, περί καταδίκης τής Νεοεικονομαχίας, θέσεις και πράξεις
τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, καταχωρούνται εις την συνέχειαν, συντόμως και
περιληπτικώς προς ενημέρωσιν τών ενδιαφερομένων, αλλά και διά τήν ιστορίαν,
επειδή οι αιρετικοί αυτοί, διατείνονται και διαδίδουν, ότι «δέν υπήρξεν
εικονομαχία, ούτε εικονομάχοι».
Ιδού,
λοιπόν, ωρισμέναι από τάς ενεργείας τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, τάς οποίας
έχει καταγράψει η αδιάψευστος Ιστορία.
1) Εις τό
περιοδικόν «Κ.Γ.Ο.» τού μηνός Οκτωβρίου 1977, και εις τό άρθρον τό αναφερόμενον
εις τήν καθαίρεσιν τού πρώην Επισκόπου Κορινθίας Καλλίστου, έχει γραφή, ότι ο
πρώτος λόγος καθαιρέσεώς του, ήτο: «Επί καταστροφή τής εικόνος τής Αγίας
Τριάδος».
2) Εις τό
περιοδικόν «Κ.Γ.Ο.», Ιανουάριος 1978, δημοσιεύεται η εικών τής Αγίας Τριάδος
και δισέλιδον άρθρον υπέρ αυτής, μέ τίτλον: «ΔΙΑΤΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ;». Χαρακτηρίζεται δέ, η
κίνησις αυτή, εις τήν Μονήν Ταξιαρχών Αθηκίων Κορινθίας, ως «...εικονομαχική
στάσις (=επανάστασις)...πλάνη, κ.λπ.» Εν συνεχεία, παρατίθεται, η εκ τού Ι.
Πηδαλίου, γνώμη τού Αγίου Νικοδήμου (Πηδαλ. Σελ. 320).
3) Εις τό
περιοδικόν «Κ.Γ.Ο.», Μάρτιος 1978, δημοσιεύεται απάντησις, εις τήν οποίαν, εκ σαφεστάτων
μαρτυριών, αποδεικνύεται, ότι η εικών τής Αγίας Τριάδος, υπάρχει από τόν 10ο
αιώνα, καθώς καί όσα η Αγία Γραφή αναφέρει περί Θεού σωματικώς, είναι εικόνες,
τύποι καί σύμβολα, (Ιωαν. Δαμασκ., Βιβλ. Α’ Περί Ορθοδόξου Πίστεως).
4) Απόφασιν τής
Ιεράς Συνόδου, Πρακτικόν 91/24.11.1983. διά τής οποίας καθορίζεται, ότι αι
αμφισβητούμεναι υπό τών εικονομάχων εικόνες, προσκυνούνται, καθώς έχομεν
παράδοσιν μέχρι σήμερον.
5) Τήν ιστορικήν
απόφασιν, τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας τών Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, κατά τήν
19.9.1991, διά τής οποίας διακηρύσσει, ότι εμμένει εις τάς μέχρι σήμερον
παραδοθείσας ιεράς εικόνας καί προτρέπει νά προσκυνούνται αδιακρίτως αι,
βυζαντινής ή κλασσικής τεχνοτροπίας, τοιαύται, ιδιαιτέρως δέ, αι υπό τών
εικονομάχων χαρακτηριζόμεναι ως αιρετικαί, όπως η Αγία Τριάς, η Ανάστασις τού
Χριστού εκ τού Τάφου καί αι λοιπαί. Η
απόφασις αύτη επικαλείται τό Πρακτικόν 91/24.11.83).
6) Τήν σηματικήν
Απόφασιν, τής Γενικής Πανελλαδικής Συνελεύσεως, τού Ι. Φιλανθρ. Συνδέσμου
Κληρικών τής Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, κατά τήν 30-10-1991, δι ής εγένετο
ομοφώνως αποδεκτή, η Ιστορική Απόφασις τής Ιεραρχίας, τήν 19-9-1991 καί μάλιστα
υπεγράφη υφ’ όλων τών μελών. Βλέπε σχετικόν Πρακτικόν (2546/24-10-91)
7) Τήν Α’
Ποιμαντορικήν Εγκύκλιον, τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Γνησίας Ορθοδ.
Εκκλησίας, υπ’ αριθμ. 2566/23.1.1992, δι’ ής καθορίζεται, οριστικώς, η θέσις
τής Εκκλησίας περί όλων τών αμφισβητουμένων εικόνων, εξ αιτίας τών αιρετικών
συγγραμμάτων, τά οποία εδημοσίευσαν κληρικοί καί μοναχοί τού πρώην
Αρχιεπισκόπου Ανδρέου.
8) Τήν απόφασιν
τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΠΡΑΚΤΙΚΟΝ τής
19.8.1992, εις τήν οποίαν τονίζεται ότι, «ο σάλος ο οποίος ταράσσει τήν
Εκκλησίαν προέρχεται από τήν Νεοεικονομαχικήν αίρεσιν» καί ακόμη ότι: «αι φήμαι
περί ανατροπής τού Αρχιεπισκόπου οποθενδήποτε προέρχονται, είτε από κληρικούς,
ή μοναχούς είτε από λαϊκούς, εϊναι σατανική διαβολή πρός διάσπασιν τής ενότητος
τής Ιεραρχίας...».
9) Τόν αφορισμόν,
ο οποίος υπεγράγη τήν 22.10.92 υφ’ όλης τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας, εναντίον
αυτών οι οποίοι διέδιδον καί διαδίδουν ανωνύμως, ότι δέν υπάρχη θέμα εικόνων,
αλλά θέμα ανατροπής τού Αρχιεπισκόπου.
10) Τήν Β’
Ποιμαντροικήν Ιστορικήν Εγκύκλιον, υπ’ αριθμ. 2660/26.2.1993, τής Ιεράς Συνόδου
τής Ιεραρχίας. Δι’ αυτής κατακικάζονται
καί αναθεματίζονται όλα τά αιρετικά συγγράμματα, φυλλάδια καί λοιπά έντυπα, τά
αιρετικά συγγράμματα, φυλλάδια καί λοιπά έντυπα, τά οποία εκυκλοφόρησαν κατά
τήν τελευταίαν 20ετίαν, είτε από μέλη τής Εκκλησίας τών Γ.Ο.Χ., είτε εκτός
Αυτής, υβρίζοντα τάς εν λόγβ Ι. Εικόνας, ή αμφισβητούντα αυτάς, καθ’ οιονδήποτε
τρόπον.
11) Τό Φθινόπωρον τού
1993, ο πρώην Πειραιώς Νικόλαος εκδίδει βιβλίον περί τών Αγίων Εικόνων, τό
οποίον προλογίζουν ο πρώην Αρχιεπ. Ανδρέας μετά τού Κυρύκου Κοντογιάννη. Εις τό βιβλίον αυτό καί εις τήν σελίδαν (10)
χαρακτηρίζεται η κίνησις αυτή, ως εικονομαχική στάσις, (δηλ. Εικονομαχική
επανάστασις, κατά τών Αγίων Εικόνων...).
Παρόμοια αναφέρουν εις τους Προλόγους των καί, ο τοτέ Αρχιεπ. Ανδρέας,
καθώς καί ο Κήρυκος Κοντογιάννης.
Τοιουτοτρόπως μόνοι των μαρτυρούν, ότι υπήρξε καί υπάρχει
Νεοεικονομαχική αίρεσις.
12) Τάς αποφάσεις τής
Ι. Σνόδου τής Ιεραρχίας, διά τών οποίων οι αιρετικοί Ιερομ. Αμφιλόχιος καί
Κασσιανός, παραπέμπονται εις Συνοκικόν Δικαστήριον καί επιβάλλεται εις αυτούς
αργία επ’ αόριστον από πάσης ιεροπραξίας καί εντέλλονται οι ιερείς νά μη
μεταδίδουν τά Θεία Μυστήρια, εις τούς έχοντας επικοινωνία μετά τών ανωτέρω
αιρετικών Ιερομόναχων. Αι εν λόγω
Αποφάσεις τής Ιεραρχίας υπεγράφησαν εις τά πρακτικά 1) 2706/3.12.93, διότι οι
κληρικοί αυτοί επέμειναν εις τάς αιρετικάς θεωρίας των, πιστεύοντας ότι τά
συγγράμματά των, τά κατά τών Ιερών Εικόνων, είναι ορθόδοξα καί απεκήρυξαν τήν
Σύνοδον ως αιρετικήν.
13) Τήν Διευκρίνισιν
– Απόφασιν τής Ιεράς Συνόδου, κατά τήν 22.10.93, εις τήν οποίαν τονίζεται, ότι
διά τής Β’ Ποιμαντορικής Ιστορικής Εγκυκλίου, υπ’ αρ. 2660/26.2.93, κατεδικάσθη
καί ανεθεματίσθη η Νεοεικονομαχική Αίρεσις.
Ακόμη τονίζεται, ότι δέν υπήρξεν σχέδιον ανατροπής τού Αρχιεπισκόπου καί
ότι ο Ε. Γκουτζίδης είναι ο εγκέφαλος τού βδελυρού μηχανισμού καί τού επεβλήθη
ο Κανονισμός, νά απέχη τού λοιπού τής Θείας Κοινωνίας καί απηγορεύθη εις αυτόν,
νά κηρύττη εις τούς Ι. Ναούς.
14) Τάς Συνοδικάς
αποφάσεις τής Ιεραρχίας, αι οποίαι κατεδίκασαν τήν εν λόγω αίρεσιν καί έτυχον
τής αμέσου αποδοχής από ολόκληρον τό πλήρωμα τών Ορθοδόξων κλήρον καί
λαόν. Ορισμένοι εξ αυτών κληρικοί,
μοναχοί ή λαϊκοί, εδημοσίευσαν μελέτας καί κριτικάς, εναντίον τών αιρετικών
συγγραμμάτων, αποδεικνύοντες μέ συντριπτικά επιχειρήματα Αγιογραφικά καί
Αγιοπατερικά, τήν σατανικήν πλάνην τής Νεοεικονομαχίας.
15) Σύσσωμος ο
μοναχισμός τού Αγίου Όρους, πολλάκις εγγράφως κατεδίκασεν τήν κίνησιν αυτήν,
χαρακτηρίζων αυτήν ως Νεοεικονομαχικήν Αίρεσιν καί μέ τά συγγράμματά του
διεφώτισεν τό Ορθόδοξον Πλήρωμα.
16) Τέλος, ολόκληρον
τό πλήρωμα τής Εκκλησίας τών Γ.Ο.Χ. κλήρος καί λαός καί Ιεραί Μοναί αντέδρασαν
ακαριαίως καί κατεδίκασαν τήν αίρεσιν ταύτην.
Οι μόνοι οι οποίοι έμειναν αμετανόητοι, όπως ο διάβολος,
είναι οι αρχηγοί τής αιρέσεως, οι οποίοι ενώ διακηρύσσουν ότι είναι Ορθόδοξα τά
κείμενά των, τά απορρίπτοντα τάς Ι. Εικόνας, υποκριτικώς λέγουν, (επειδή
φοβούνται τόν λαόν), ότι δέχονται καί προσκυνούν αυτάς.
17) Τήν Κυριακήν 31ην
Ιανουαρίου 1994, κατά τήν Λειτουργίαν, ανετέθη υπό τού τότε Αρχ/που Ανδρέου,
εις τόν Ιερομ. Νεόφυτον Τσακίρογλου, νά ομιλήση εναντίον τού Σεβ/του Μεσσηνίας
κ. Γρηγορίου, με σκοπόν νά συμπαρασύρη τό Εκκλησίασμα, εναντίον τού
επισκόπου. Τούτο απέβλεπεν, εις τό νά
δικαιολογήση τήν άρνησίν του, νά προσέλθη εις τήν ιεραρχίαν. Παρά ταύτα όμως ο πιστός λαός ομοφώνως,
αντέδρασεν, διέκοψε τόν αμιλητήν καί ηξίωσεν από τόν Ανδρέαν νά προσέλθη,
οπωσδήποτε εις τήν Σύνοδον, πρός λύσιν τών προβλημάτων. Αυτός ηναγκάσθη νά συμφωνήση, πλήν όμως δέν
επραγματοποίησεν σύγκλησιν Συνόδου, αλλά παράνομον καί αντισυνοδικόν
Συλλείτουργον.
18) Η Ιερά Μονή
Ευαγγελισμού – Παναγουλάκη Καλαμών, τού Σεβ/του Μεσσηνίας κ. Γρηγορίου, μέ
φυλλάδιόν της «ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ – ΑΝΑΦΟΡΑ» Μάρτιος 1994, κατεδίκασεν καί ανεθεμάτισεν
τήν Αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας καί τούς Νεοεικονομάχους.
19) Τάς ομοφώνους
αποφάσεις τών Ορθοδόξων Μοναχών τού Αγίου Όρους, οι οποίοι διακηρύσσουν, ότι
αποδέχονται ως Ορθοδόξους τάς Αποφάσεις τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας, περί
καταδίκης τής Νεοεικονομαχικής Αιρέσεως καί ιδιαιτέρως τάς δύο ιστορικάς
Εγκυκλίους, υπ’ αριθ. 2566/23.1.92 καί 2660/26.2.93.
Αι διακηρύξεις αυταί, εδημοσιεύθησαν εις δεκάδες φυλλάδια,
εκ τών οποίων αναφέρομεν τά:
1. «Απαραιτητον
καί επιβεβλημένον αίτημα τών Γ.Ο.Χ.» ‘Αγιον Όρος, ‘Ανοιξις 1995.
2. «Καταδίκη τού
νεοσυστάτου Ανδερεϊκού Νεοεικονομαχικού σχίσματος». ‘Αγιον Όρος 8.9.95.
20) Τήν Κυριακήν τής
Ορθοδοξίας (27.9.95) ο Σεβ/τος Μεσσηνίας, εις τήν Ι. Μονήν Ευαγγελισμού
Καλαμών, μετά τήν ανάγνοσιν τού Συνοδικού τής Ορθοδοξίας, κατεδίκασεν καί
ανεθεμάτισεν τήν αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας καί ονομαστικώς τούς πρώτους
Αιρεσιάρχας: Κασσιανόν, Αμφιλόχιον,
Χρυσάφιον, Ε. Γκουτζίδην, Μάχιμον, Στέφανον, Νεόφυτον καί Κήρυκον, δι’
εγγράφου, τό οποίον ανεγνώσθη ενώπιον κλήρου καί λαού καί φέρει τήν επιγραφήν,
«ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΕΜΑΤΙΣΜΟΜΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ», 27.2.95.
21) Τήν Κυριακήν τής
Ορθοδοξίας 27.2.95 ο Σεβ/τος Κοζάνης κ. Τίτος, εις τό τέλος τής Θείας
Λειτουργίας καί μετά τό πέρας τής περιφοράς τών Αγίων Εικόνων, ωμιλήσας
καταλλήλως, κατεδίκασεν καί ανεθεμάτισεν τήν αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας. Εν συνεχεία ενώπιον κλήρου καί λαού,
κατέκαυσεν τά συγγράμματα τών Νεοεικονομάχων, παραδώσας αυτά εις τό πύρ καί τό
αιώνιον ανάθεμα.
22) Τήν Κυριακήν τής
Ορθοδοξίας (19.2.96), ο Σεβ/τος Θεσς/νίκης κ. Χρυσόστομος ωμιλήσας σχετικώς
περί τής Εορτής, ανεφέρθη καί εις τήν αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας καί ενώπιον
κλήρου καί λαού, ανεθεμάτισεν καί κατέκαυσεν τά αιρετικά συγγράμματα αυτών,
αντιφωνούντος τού λαού ΑΝΑΘΕΜΑ.
23) Παρόμοιαι
αντιδράσεις, συνέβησαν καί εις άλλας Μητροπόλεις καί ενορίας τής Ελλάδος, κατά
τής Αιρέσεως ταύτης, όπως εις Πάτραν κ.λπ.
Τά ανωτέρω, αποτελούν ελάχιστον μόνο δείγμα, τής επί 20ετίαν
αντιδράσεως καί καταδίκης κατά τής Νεοεικονομαχίας από τήν Ιεράν Σύνοδον, τόν
κατώτερον Κλήρον, τά μοναχικά τάγματα καί τόν πιστόν λαόν, τόν φύλακα τής
Ορθοδόξου Πίστεως.,
Πάντα
ταύτα, πρός απόδειξιν κατά τών αιρετικών, ότι υπήρξεν η Νεοεικονομαχία καί
Εικονομάχοι.
Σημείωσις: Αποτελεί παράδοσιν εις
τήν Εκκλησίαν, η ρήψις τών αιρετικών συγγραμμάτων εις τό πύρ. Παραδείγματα αναφέρονται από αρχαιοτάτων
χρόνων, όπως συνέβη μέ τά συγγράμματα τών αιρετικών Νεστορίου, Σεβήρου, τού
Ουμβέρτου τό έγγραφον υπό τού Πατρ. Μιχαήλ Κυρουλαρίου, καθώς καί τών Βαρλαάμ
καί Ακινδύνου κ.λπ. (βλ. Πηδάλιον 60ος Κανών Αγ. Αποστόλων καί σημειώσεις).
ΤΑ ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ
ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕΝ ΚΑΙ ΑΝΕΘΕΜΑΤΙΣΕΝ Η
ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Τά, υπό τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, καταδικασθέντα καί
αναθεματισθέντα αιρετικά συγγράμματα, είναι κατά χρονολογικήν σειράν από τής
εμφανίσεώς των:
1) «Μελέτη
ενορίας Αγ. Ιωάννου Θεολόγου»,
Θεσσαλονίκη 1976, τού Αλεξ. Καλομοίρου.
2) «Η
εικονογραφική παρουσίαση τού Θεού Πατέρα», τού Ιερομον. Κασσιανού Μπράου,
Αθήναι 1989.
3) Μελέτη τού
Ιερομον. Αμφιλοχίου Ταμπουρά, Ιούνιος 1990.
4)
«Απαγορευμένες απεικονίσεις», τού Γ. Γαβριήλ, Θεσς/νίκη 1990.
5) «Περί
Εικονογραφίας», τού μον. Χρυσαφίου, Άνοιξις 1990, καθώς καί εικονομαχικαί
επιστολαί αυτού.
6) «Περί τού
Παλαιού τών ημερών εις τό όραμα τού προφήτου Δανιήλ», τού Κασσιανού Μπράου,
3.10.1991.
7) Τεύχη,
Υπομνήματα, φυλλάδια καί επιστολαί τού Ελευθ. Γκουτζίδη σχετικά μέ τήν
Νεοεικονομαχίαν, κατά τήν πενταετίαν 1990-95.
8) Επιστολαί
καί Πόρισμα τού αιρεσιάρχου Μαξίμου Τσακίρογλου.
9) Επιστολαί,
γνωμαδοτήσεις καί πόρισμα, τών Στεφάνου καί Νεοφύτου αδελφών Τσακίρογλου.
10) Γνωμοδότησις
καί απιστολαί, τού Ευσταθίου Τουρλή.
11)
Γνωμοδοτήσεις, ενστάσεις, γυλλάδις, επιστολαί καί πόρισμα, τού Κηρύκου
Κοντογιάννη.
12) Επιστολαί,
φυλλάδια, γνωμοδήησις καί πόρισμα, τού Δημητρίου Κάτσουρα.
13) Γνωμοδοτήσεις
καί επιστολάς, εκτός τών ανωτέρω Αρχηγών καί Αιρεσιαρχών, εδημοσίευσαν καί
άλλοι αντιγράφοντες αυτούς, ή υπογράφοντες τά έτοιμα κείμενα, τά οποία τούς
έδιδον οι ανωτέρω αρχηγοί των, αιρεσιάρχαι Νεοεικονομάχοι.
Επλισης, εις τήν αυτήν καταδίκην καί τόν αναθεματισμόν,
συμπεριλαμβάνονται καί όσοι έτεροι συνέγραψαν ή δημοσίευσαν παρομοίας αιρετικάς
θεωρίας καί δέν περιήλθον εις γνώσιν τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας, διά νά
συμπεριληφτούν φανερώς καί επισήμως μέ τούς ανωτέρω Νεοεικονομάχους.
ΑΠΟΚΟΠΗ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟ
ΜΑΤΘΑΙΟΥ Γ.Ο.Χ.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν πορείαν της ἀνά
τούς αἰῶνας ἀντιμετώπιζε πάντοτε προβλήματα Σχισμάτων καί Αἱρέσεων, τά ὁποῖα δέν
προήρχοντο μόνον ἐκ τῶν ἔξω ἀλλά κυρίως ἐκ τῶν ἔσω, π.χ. τό Σχίσμα τῶν Παπικῶν
τό 1054, τό Σχίσμα τῶν Νεοημερολογιτῶν τό 1924, τό Σχίσμα τῶν Φλωρινικῶν τό
1937, καί παλαιότερον αἱ Αἱρέσεις τῶν Εἰκονομάχων, τῶν Μονοθελητῶν, τῶν
Μονοφυσιτῶν, τῶν Νεστοριανῶν, τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Μανιχαίων, τῶν Γνωστικῶν, τῶν
Μοντανιστῶν, τῶν Μαρκιωνιστῶν, καί τόσων ἄλλων ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.
Οὕτω συνέβη καί εἰς τήν πρόσφατον πορείαν τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς
τούς κόλπους τῶν ἀπό Βρεσθένης Ματθαίου προερχομένων Γ.Ο.Χ., προεκλήθησαν ἀνόσια
Σχίσματα καί Αἱρέσεις τό 1977, τό 1995 καί τό 2002.
Τό 1977, ὁ διά τῶν χειρῶν τοῦ Βρεσθένης λαβών τήν Ἀρχιερωσύνην
Κορινθίας Κάλλιστος Μακρῆς, ἀπεσκίρτησεν ἐκ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας καί ηὐτομόλησεν
πρός τήν ΟΥΝΙΑΝ τῶν Φλωρινοσεραφειμικῶν.
Ἀπεμπόλησε τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί Ὁμολογίαν του καί ἀνεκίνησε
θέμα Εἰκονομαχίας κατά τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, παρασυρθείς ὑπό τοῦ
ἀνευθύνου περιβάλλοντός του καί ἄλλων ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων, ἐγκαθέτων
τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καί τῶν Φλωρινοσεραφειμικῶν, πρός ἐξυπηρέτησιν προσωπικῶν
καί ἰδιοτελῶν σκοπῶν.
Προσεχώρησεν εἰς τήν παράταξιν τοῦ Αὐξεντίου, εἰς τήν καθαίρεσιν
τοῦ ὁποίου τό 1949 εἶχεν ὁ ἴδιος συμμετάσχει καί ὑπογράψει. Ἡ Ἱερά ἡμῶν Σύνοδος
τότε τόν καθῄρεσε διά ἕξι συνολικῶς λόγους τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1977.
Εἰς τήν συνέχειαν ὡδηγήθη εἰς Πραξικοπηματικάς χειροτονίας
καί εἰς τήν δημιουργίαν ἰδίας ὁμάδος Ἐπισκόπων ὑπό τήν προεδρίαν του, δι᾽ ὅ καί
καθῃρέθη ὑπό τῶν Αὐξεντιανῶν τόν Φεβρουάριον τοῦ 1979.
Ἐν συνεχείᾳ, προσπαθῶν νά ἐπανορθώσῃ τό λάθος τῆς συμπροσευχῆς
του μετά χορωδίας Νεοημερολογιτῶν ψαλτῶν, ἐξέδωσε φυλλάδιον κατά τοῦ Νέου Ἡμερολογίου,
δι᾽ ὅ τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1983 ἐτέθη εἰς ἰσόβιον Ἀργίαν ὑπό τῆς νέας Συνόδου του
καί ἐν συνεχείᾳ ἐξεδιώχθη καί ἀπό τήν Μονήν Ταξιαρχῶν Ἀθηκίων Κορινθίας, τῆς ὁποίας
ἦτο ὁ ἀναστηλωτής καί πνευματικός ἡγέτης. Ἔκτοτε ἀπεσύρθη εἰς τήν Μονήν Ἁγίας
Μαρίνης Σοφικοῦ Κορινθίας, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς ἀκέφαλον παραφυάδα τῶν
Φλωρινοσεραφειμικῶν καί διοικεῖτο ὑπό τῶν κατά σάρκα ἀδελφῶν του, Νικοδήμου Ἀρχιμανδρίτου
καί Στεφάνου Διακόνου.
Ἐκεῖ ἀπεβίωσε τήν 12ην Σεπτεμβρίου 1986 μόνος του, χωρίς ἐπικοινωνίαν
μεθ᾽οὐδενός Ἐπισκόπου, ὡς ἄγονος Φλωρινική παραφυάς. Ἀδίστακτοι καιροσκόποι καί
τυχοδιῶκται, ἀφοῦ τόν ἐχρησιμοποίησαν πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν προσωπικῶν των
φιλοδοξιῶν, παραπλανῶντες αὐτόν κάθε φορά ὅτι θά γίνῃ Ἀρχιεπίσκοπος διά νά ὑπακούῃ
εἰς τά σκοτεινά καί ἀπαίσια σχέδιά των, τόν ἀπέρριψαν εἰς τό τέλος σκαιοτάτῳ τῷ
τρόπῳ ὡς ἄχρηστον καί ἀξιοκαταφρόνητον.
Ὁ Κορινθίας Κάλλιστος ἐπρόδωσεν ὅσους τόν ἐνεπιστεύθησαν ὡς
διάδοχον τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου καί ἐπίστευσεν τούς Φλωρινικούς, ὅσους ἐπολέμησαν
τήν Ἀποστολικήν Πίστιν καί Διαδοχήν τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου. Οἱ δέ Φλωρινικοί, ἀφοῦ
τόν ἐχρησιμοποίησαν ἰταμῶς, τόν ἐπέταξαν εἰς τόν κάλαθον τῶν ἀχρή στων, χωρίς
σπλάχνα οἰκτιρμῶν, ὅπως ὁ Διάβολος ὅσους ποιοῦν τό θέλημά του.
Τό 1995, ὁ διά τῶν χειρῶν τοῦ Βρεσθένης λαβών τήν Ἀρχιερωσύνην
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας Ἀνέστης, ἡγήθη τῆς Αἱρετικῆς φατρίας τῶν Νέων Εἰκονομάχων
τοῦ 20οῦ αἰῶνος καί προέβη μετά τοῦ Πειραιῶς Νικολάου καί τοῦ Ἀργολίδος Παχωμίου
εἰς ἀντικανονικάς καί πραξικοπηματικάς χειροτονίας Ἐπισκόπων. Οὕτω προεκάλεσε Πόλεμον
ἐν καιρῷ εἰρήνης, Σχίσμα ἀθεράπευτον ἐν καιρῷ ἑνότητος εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Οὗτος ἐδέχθη νά χαρακτηρισθοῦν Αἱρετικαί καί Εἴδωλα, καί νά
καταργηθοῦν, ἀκόμη καί νά καταστραφοῦν, Ἱεραί Εἰκόναι ἀποδεκταί ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καί προσκυνηταί ἀπό αἰώνων, καί ἐπέτρεψε νά κηρυχθοῦν Αἱρετικοί, Εἰδωλολάτραι,
Παγανισταί καί Λατινόφρονες οἱ προσκυνοῦντες αὐτάς.
Ἀποδεχόμενος τάς Αἱρετικάς, Παραλόγους, Ἀστηρίκτους, Ἀντιφατικάς,
Φρενοβλαβεῖς καί Σχιζοφρενικάς θεωρίας τῶν Ἀρχιαιρεσιαρχῶν Νεοεικονομάχων τούς ὁποίους
περιέθαλπεν, ἀπέρριψε τήν ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΝ εἰκόνισιν τοῦ ἀοράτου, ἀΰλου, ἀσωμάτου, ἀπεριγράπτου,
ἀσχηματίστου πνευματικοῦ κόσμου, τήν ὁποίαν ἀποδέχεται καί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ἐπί 2000 ἔτη διά τῶν Ἁγίων, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί λοιποί, καί ἔφθασεν εἰς τό
σημεῖον νά ὁδηγῇ εἰς τήν καταστροφήν τό 90% τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων.
Οἱ Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι ἀρνοῦνται τήν εἰκονογράφισιν τῶν
Θεοφανειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐναντιούμενοι εἰς τήν Ἁγίαν Ζ´ Οἰκουμενικήν Σύνοδον
ἡ ὁποία τάς δέχεται. Οὗτοι διά τῶν βλασφήμων Αἱρέσεών των διεκήρυξαν ὅτι:
1) ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΟΥΔΕΜΙΑ ΕΙΚΟΝΙΣΙΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ.
2) Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΛΙΚΟΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΕΙΔΩΛΟΝ ΚΑΙ ΔΕΝ
ΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ.
3) ΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΛΛΑ ΚΑΚΕΚΤΥΠΑ
ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
4) ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΘΕΑΝ
ΘΡΩΠΟΣ, ΕΝΩ ΔΙΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΜΟΝΟΝ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ !!! (Δι᾽ αὐτοῦ ὁδηγοῦνται εἰς τήν
εἰκονολατρείαν καί Βυζαντινολατρείαν ἀποδίδοντες εἰς αὐτήν ὑπερφυσικάς Θεϊκάς
Δυνάμεις.)
5) ΟΣΟΙ ΕΙΚΟΝΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗΝ ΤΕΧΝΗΝ ΤΟΝ
ΧΩΡΊΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΝΕΣΤΟΡΙΑΝΟΙ !!!
6) Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ
ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΕΝΩ ΔΙΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΛΗΝ ΠΑΙΔΟΥΛΑΝ ΤΗΣ
ΝΑΖΑΡΕΤ.
7) Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ
ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΣ. (Διότι πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός Ἀνεστήθη ἀπό τόν Ἅδην καί ὄχι ἀπό τόν Τάφον, καί θεωροῦν
«Δογματικόν Λάθος καί Αἵρεσιν τήν ιατύπωσιν Ἔνσωμος Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ
Τάφου».)
8) Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗΘΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗΝ. (Δηλαδή αὐτοί
πιστεύουν ὅτι ἀνεστήθη ἡ τεθεωμένη καί ἀθάνατος καί ἀναμάρτητος ψυχή τοῦ Χριστοῦ!!!)
9) ΔΕΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΥΝΤΑΙ ΑΙ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ.
10) ΕΙΣ ΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑΣ ΔΕΝ ΕΝΕΦΑΝΙΣΘΗ Ο ΠΑΤΗΡ, ΑΛΛΑ Ο ΥΙΟΣ.
Ἐπολέμησαν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ τήν
διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι οὕτω ἐπιχειρεῖται ἡ εἰκόνισις τῆς Θείας φύσεως
Τό ὀραθέν εἰκονίζεται, καί τό κατά συγκατάβασιν Θεοῦ ὀραθέν
ἐνέργεια ἐστί Θεοῦ καί οὐχί φύσις.
Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων μᾶς διδάσκει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν
νά εἰκονισθῇ οὔτε τοῦ Θεοῦ ἡ οὐσία οὔτε τῶν Ἀγγέλων οὔτε τῶν δαιμόνων οὔτε τῆς
ψυχῆς. Ἀλλ᾽ οὔτε καί τοῦ ἀνθρώπου ἡ φύσις ὡς φύσις εἰκονίζεται: «Παντός εἰκονιζομένου,
οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ᾽ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, Λόγος Ἀντιρρητικός
Γ´, P.G. 99, 405Α καί 392). Ὁ προσκυνῶν καί τιμῶν τήν Εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ
τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν, κατά τήν Ἁγίαν Ἑβδόμην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, καί
οὐχί τήν φύσιν. «Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ, οὔτε ψυχῆς, οὔτε δαίμονος δυνατόν
θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ᾽ ἐν μετασχηματισμῷ τινί θεωροῦνται ταῦτα, τῆς Θείας Προνοίας
τύπους καί σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις . . . . Μή θέλων οὖν
ὁ Θεός παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τά ἀσώματα, περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους, καί σχήματα,
καί εἰκόνας κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν . . . Καί ταῦτασχηματίζομεν καί
εἰκονίζομεν», καθώς ἐπίσης ὅτι, «’Αλλά καί ΘΕΟΥ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ἡ Γραφή ἔχει»,
κα_ «Δυνάμεθα ποιεῖν εἰκόνας πάντων τῶν ΣΧΗΜΑΤΩΝ ὦν εἴδομεν», (Ἅγιος Ἰωάννης
Δαμασκηνός, P.G. 94, 1344-1345).
Ἡ εἰκών ἔχει ὁμοιότητα πρός τήν ὑπόστασιν, ἀπεικονίζουσα ἐξωτερικά
τινα σχήματα καί χρώματα τῆς ὑποστάσεως. Δέν ἔχει ὅμως ὁμοουσιότητα μέ τό εἰκονιζόμενον
διότι διαφέρει εἰς τήν οὐσίαν (Ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 1640).
«Οἱ Χριστιανοί οὔτε τήν ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκύνησιν
ταῖς Εἰκόσιἀπένειμαν, οὔτε τῆς Ἀοράτου καί Ἀκαταλήπτου Φύσεως εἰκόνα ποτέ πεποιήκασιν»
(Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 47/847).
«Οὐδέ γάρ τῆς Ἀοράτου Θεότητος Εἰκόνα ἤ ὁμοίωμα ἤ σχῆμα ἤ
μορφήντινά ἀποτυποῦμεν» (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 297/797).
«Οἱ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς τέκνα γνήσια γεννηθέντες . .
. τάς σεπτάς Εἰκόνας ἀποδεχόμεθα, εἰκόνας μόνον καί οὐδέν ἕτερον αὐτάς γινό-
σκοντες, καθό τοῦ πρωτοτύπου τό ὄνομα μόνον ἐχούσας καί οὐχί τήν οὐσίαν»
(Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 342/842).
Τό ὄνομα μόνον ἔχει κοινόν ἡ εἰκών μετά τοῦ πρωτοτύπου, οὐχί
δέ καί τάἰδιώματα τῆς φύσεως.
Οἱ ὑπό τόν Ἀρχ/πον Ἀνδρέαν Ἀνέστη Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι ἀπεδείχθησαν
λοιπόν πολέμιοι καί συγκεκριμένων τεχνοτροπιῶν, ὅπως ἡ Κλασσική, καί συγκεκριμένων
εἰκόνων, ὅπως:
Ἡ Συμβολική Εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατρός Υἱοῦ καί Ἁγίου
Πνεύματος.
Τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου, διότι πιστεύουν εἰς
τήν Ἀνάστασιν τῆς Ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Ἅδου.
Τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἄνευ μαιῶν καί λουτροῦ.
Τῆς Πεντηκοστῆς μετά τῆς Θεοτόκου, προτιμῶντες νά
συμπεριλαμβάνουν τόν Ἀπόστολον Παῦλον, τόν τότε ὄντα Διώκτην, καί τούς Εὐαγγελιστάς
Μάρκον καί Λουκᾶν, τούς μή ὄντας ἐκ τῶν Δώδεκα.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει Περιστερᾶς, ἀλλά καί ὅλων τῶν εἰκόνων
πάσης μή Βυζαντινῆς τεχνοτροπίας καθώς καί ὅλων τῶν ἐπί χάρτου τυπωμένων εἰκόνων.
Ἐδημοσίευσαν πολλά αἰσχρά καί ἀηδῆ κατά τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί τοῦ ἐκ Τάφου Ἀναστάντος Χριστοῦ. Πολεμοῦντες δέ τάς Ἱεράς Εἰκόνας
ἐγένοντο πολέμιοι καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, καί τῆς Ἱερᾶς Διδασκαλίας
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅς κατηξίωσεν ἡμᾶς διά Θεοφανειῶν
γνωρῖσαι Αὐτόν.
Ἐγένοντο οὕτω οὐχί μόνον Εἰκονομάχοι ἀλλά καί Ἁγιομάχοι καί Ἐκκλησιομάχοι
καί Θεομάχοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Πρέπει νά ἀναφερθῇ ὅτι εἰς τήν Ἀναφυεῖσαν Αἵρεσιν
τῶν Νεοεικονομάχων συμμετεῖχεν ἀπολύτως μετά τῶν Πρωτεργατῶν αὐτῆς καί τῶν Ἀρχιαιρεσιαρχῶν
ὁ Κιτίου Κύπρου Ἐπιφάνιος, ἀποδεχθείς τά Αἱρετικά αὐτῶν φρονήματα καί διατηρῶν
μετ᾽ αὐτῶν πλήρη Πνευματικήν καί Ἐκκλησιαστικήν Ἐπικοινωνίαν μέχρι τοῦ θανάτου
του τό 2005. Πάντες οὗτοι κατεδικάσθησαν καί καθῃρέθησαν ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τόν Ἰούνιον τοῦ 1995 καί συνεκατεριθμήθησαν μετά τῶν ἀπ᾽ αἰώνων Αἱρετικῶν.
Τό 2002, ὁ ἀπό τό 1958 χειροτονηθείς διά τήν Μητρόπολιν
Μεσσηνίας Γρηγόριος Ρούσσης ἤ Βενιζέλος ἡγήθη τῆς πλέον Ἀντιθέου, Θεομάχου καί Ἀντιχρίστου
Σατανικῆς Αἱρέσεως τῶν Ἐκκλησιομάχων, Χριστομάχων καί Τριαδομάχων. Ἀπεδέχθη Αἱρέσεις
τάς ὁποίας ὄχι μόνον οἱ Νεοημερολογῖται δέν ἔχουν, ἀλλ᾽ οὔτε καί οἱ Αἱρετικοί
ΠΑΠΙΚΟΙ. Αἱ Αἱρέσεις τάς ὁποίας διεκήρυξεν εἶναι τό συνονθύλευμα ὅλων τῶν ἐπί δύο
χιλιάδας ἔτη ἐμφανισθέντων
Αἱρέσεων, τῶν ἤδη καταδικασθέντων ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Οὗτος, ἐνῶ δέν ἦτο μόνος, διότι ὑπῆρχεν καί ἄλλος Ἐπίσκοπος τῆς αὐτῆς Συνόδου τόν
ὁποῖον ἠγνόησε, προέβη μόνος του εἰς Ἀντικανονικάς καί Πραξικοπηματικάς
χειροτονίας Ἐπισκόπων, καί προεκάλεσεν ἐν καιρῷ εἰρήνης νέον ἀθεράπευτον ΣΧΙΣΜΑ
εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργῶν Σατανικῶς νέαν Θεοστυγῆ ΑΙΡΕΤΙΚΗΝ ἐκκλησίαν.
Τό Σχίσμα τοῦ πρώην Μεσσηνίας Γρηγορίου εἶναι διά δύο λόγους
ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ καί ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟΝ.
α) Διότι ἐκήρυξεν Ἀντιχρίστους καί Πρωτοφανεῖς Σατανικάς
ΑΙΡΕΣΕΙΣ, ἐνῶ εἶχε παραλάβει ἀνόθευτον τήν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας
διά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
β) Διότι προέβη μόνος του εἰς Ἀντικανονικάς καί
Πραξικοπηματικάς χειροτονίας Ἐπισκόπων, παραβαίνων τούς σχετικούς Ἱερούς Κανόνας,
ἐνῶ ὑπῆρχε καί ἄλλοςἘπίσκοπος τῆς αὐτῆς Συνόδου, ὁ Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος
(Μητρόπουλος),ὅστις παρέμεινεν καί παραμένει εἰς τήν παρά τοῦ Ἁγίου Πατρός
Ματθαίου παραδοθεῖσαν Ὀρθόδοξον Πίστιν, Ὁμολογίαν καί Ἐκκλησιολογίαν, ἤτοι, τήν
Πίστιν περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, περί τῆς Ἐκκλησίας καί
περί τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἥν παρέλαβεν ἐκ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου ἡ ὁποία τόν ἀνέδειξεν Ἐπίσκοπον καί Μητροπολίτην.
Ἀποδεχόμενος ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος τάς Αἱρετικάς, Σατανικάς,
Παραλόγους, Ἀντιφατικάς, Φρενοβλαβεῖς καί Σχιζοφρενικάς θεωρίας τῶν Ἀντιχρίστων
Ἀρχιαιρεσιαρχῶν τούς ὁποίους καί αὐτός περιέθαλπεν, ἔφθασεν εἰς τό σημεῖον νά
κηρύξῃ ἀλλοιωτόν τό Πρόσωπον τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί συνεπῶς ἀλλοιωτήν
τήν Ἁγίαν Τριάδα. Ἐκήρυξε Διαφορετικόν τό Πρόσωπον τοῦ Υἱοῦ ἀπό τό Πρόσωπον τοῦ
Χριστοῦ. Ἐκήρυξε Διπλοῦν τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκήρυξεν:
Ὅτι τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι Προαιώνιον καί Ἄναρχον,
ἀλλά ἔχει χρονικήν ἀρχήν ὑπάρξεως.
Ὅτι «ὁ Χριστός μόνον ὡς Σχέδιον εἰς τήν Βουλήν τοῦ Θεοῦ εἶναι
Προαιώνιος», (ὑποβιβάζων οὕτω τήν Ὑπόστασιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν τάξιν τῶν κτισμάτων).
Ὅτι «τήν Ἐκκλησίαν τήν οἰκοδόμησεν ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ Ἁγία
Τριάς, καί τοι ἡ Ἁγία Τριάς ταυτουργεῖ».
Ὅτι «Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ Ἁγία Τριάς».
Ὅτι «βγάζουν τόν Χριστόν ἀπό Κεφαλήν τῆς Ἐκκλησίας καί βάζουν
τήν ἉγίαΤριάδα».
Ὅτι «ὁ Χριστός δέν θά ἀφήσῃ τήν Ἐκκλησίαν Του νά περάσῃ εἰς
τά χέρια τῆς Ἁγίας Τριάδος». (Δηλαδή, κατ᾽ αὐτούς, ὁ Χριστός εἶναι μία ἐξωαγιοτριαδική
Ὑπόστασις, ἤτοι ἕνα ἄλλο τέταρτο πρόσωπον.)
Ὅτι «Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὄχι ὁ Υἱός καί
Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε ποτέ Κεφαλή καμμίας Ἐκκλησίας».
Ὅτι «ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι Θεϊκή, ἀλλά Κεφαλή εἶναι
ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ».
Ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς Κεφαλή καί Σῶμα, εἶναι κτιστή. (Δηλαδή,
κατ᾽ αὐτούς, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ἀλλά μόνον ἀνθρώπινος,
ἤτοι, ΑΘΕΟΣ.)
Ὅτι «ὅποιος πιστεύει ὅτι ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πρό τῆς
Γενννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκ τοῦ Διαβόλου».
Ἐκτός αὐτῶν ἐκήρυξαν καί ἄλλα πολλά παρεμφερῆ Αἱρετικά,
Παρανοϊκά, Φρενοβλαβῆ καί Σχιζοφρενικά, τά ὁποῖα μόνον ὁ Ἀντίχριστος θά διακηρύξῃ.
Χαρακτηριστικόν εἶναι τό ἐνώπιον δύο Ἀρχιερέων καί ἐν Συνάξει
τριάκοντα
περίπου κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν μεγαλοφώνως ἐκστομιθέν ὑπό
τοῦ Μεσσηνίας Γρηγορίου, «ΑΝΑΘΕΜΑ, ΑΝΑΘΕΜΑ, ΑΝΑΘΕΜΑ στίς Ἐκκλησίες τῶν Ἀγγέλων
καί σ᾽ αὐτούς πού πιστεύουν σέ Ἐκκλησίες Ἀγγέλων. Αὐτοί εἶναι κάλτσες τοῦ Διαβόλου»
Οἱ Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι τοῦ 1995 καί οἱ Αἱρετικοί Ἐκκλησιομάχοι
καί Θεομάχοι τοῦ 2002 ἐκήρυξαν Ἀντιχρίστους καί Πρωτοφανεῖς Αἱρέσεις, τάς ὁποίας
ἐδέχθησαν ἐκ τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Αἱρετικῶν, Νεοημερολογιτῶν καί
Φλωρινοσεραφειμικῶν, Αἱρέσεις αἱ ὁποῖαι ἀντιβαίνουν πρός τήν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν
ἥν παρά τοῦ Ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου ΜΑΤΘΑΙΟΥ διδάχθησαν καί παρέλαβον ὡς
παρακαταθήκην, τόσον περί τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ὅσον περί Χριστοῦ τοῦ ΘΕΟΥ ἡμῶν, ὅσον
περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅσον καί περί τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τοῦ ΘΕΟΥ.
Ὁ Ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος δέν ἐδίδαξεν οὐδεμίαν ἐκ
τῶν Αἱρέσεων τάς ὁποίας ἐκήρυξαν οἱ περί τόν Ἀνδρέαν Νεο-εικονομάχοι ἤ οἱ περί
τόν Γρηγόριον Ἐκκλησιομάχοι - Χριστομάχοι
καί Τριαδομάχοι.Πόθεν αὐτοί τάς ἐδιδάχθησαν; Ἐκεῖσε καί ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐξεβλήθησαν.
Διά τῶν Ἀντιχρίστων αὐτῶν Αἱρέσεων, τάς ὁποίας ΕΚΗΡΥΞΑΝ ΔΗΜΟΣΙΩΣ
καί ἐγγράφως, ΑΠΩΛΕΣΑΝ καί τήν Ἀποστολικήν Πίστιν καί τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν,
καί συνεκατεριθμήθησαν μετά τῶν ἀπ᾽ αἰώνων Αἱρετικῶν.
Ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος τό 1948 ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους ἐν τῇ Ἀποστολικῇ
Πίστει, καί κατέλειπεν Ἐπισκόπους ἐν τῇ Ἀποστολικῇ Διαδοχῇ. Ὅπερ εἶχεν ἀκεραίως
καί κανονικῶς παραλάβει, τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τήν Ἀρχιερωσύνην, αὐτό καί
παρέδωκεν κανονικῶς καί ἀκεραίως. Διάδοχοι τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου, τό μέν 1995 ὁ
Ἀθηνῶν Ἀνδρέας μετά τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, τοῦ Ἀργολίδος Παχωμίου καί τοῦ Κιτίου
Κύπρου Ἐπιφανίου, τό δέ 2002 ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος, ἐχειροτόνησαν ἐπισκόπους ἐγκαταλείποντες
καί ἀρνηθέντες τήν Ἀποστολικήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τάς Ἱεράς Παραδόσεις, ἅς
παρέλαβον παρά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, καί οὕτω ἀπώλεσαν τήν κανονικότητα τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Δι᾽ ὅ
καί ὅ,περ εἶχον, τήν Ἀρχιερωσύνην, οὐ μόνον οὐ μετέδωσαν ἀλλά μᾶλλον καί ἐξ αὐτῶν
ἀφῃρέθη.
Ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος τό 1948 ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους καί ἥνωσεν,
ἥνωσεν ἀνθρώπους μετά τοῦ Θεοῦ, ἥνωσε τάς ἑπομένας γενεάς μετά τῶν Ἀποστόλων ἐν
τῇ ΕΚΚΛΗΣΙᾼ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Διάδοχοι τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου, τό 1995 καί τό 2002 ἐχειροτόνησαν
ἐπσκόπους καί ἐχώρισαν, ἐχώρισαν ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεόν, ἐχώρισαν ἐπερχομένας
γενεάς ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ κατά τρόπον ἀθεράπευτον.
Ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους τό 1948 ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος ἐπί τῆς
γῆς καί ὁ Θεός ἐκύρωσεν τάς χειροτονίας ἐν Οὐρανοῖς. Ἐχειροτόνησεν καί ἥνωσεν. Ἐχειροτόνησεν
καί ἥλκησεν τήν ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἄμπελον ἥν ἐφύτευσεν ἡ Δεξιά τοῦ Κυρίου (Ψαλμ. ΟΘ/
15-16).
Ἐχειροτόνησαν ἐπί τῆς γῆς ἐπισκόπους τό 1995 καί τό 2002 οἱ ἀνάξιοι
φανέντες διάδοχοι τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου καί ὁ Θεός ΑΚΥΡΩΣΕΝ τάς χειροτονίας ἐν
Οὐρανοῖς. Ἐχειροτόνησαν καί ἔσχισαν.Ἐχειροτόνησαν καί ἥλκησαν ἐπί τῶν κεφαλῶν αὐτῶν
τήν ΑΡΑΝ τοῦ Θεοῦ καί τό ΑΝΑΘΕΜΑ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους τό 1948 ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος καί ἔφερεν
Εἰρήνην εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί Εὐλογίαν εἰς τά πιστά τέκνα Αὐτῆς.
Ἐχειροτόνησαν ἐπισκόπους τό 1995 καί τό 2002 οἱ ἀπό Ματθαίου
προαναφερθέντες, μή σεβασθέντες τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τάς Ἱεράς Παραδόσεις ἅς
παρέλαβον παρά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, καί ἐν καιρῷ εἰρήνης εἰς τήν Ἐκκλησίαν
τοῦ ΘΕΟΥ ἔφερον πόλεμον κατ᾽ αὐτῆς, ἐκήρυξαν Ἀντιχρίστους Αἱρέσεις, ἐδημιούργησαν
Σχίσματα καί ἥλκυσαν κατάραν ἐπί πολλῶν κεφαλῶν.
Οὗτοι «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν• εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν• ἀλλ᾿ ἵνα
φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. Γ´ 19). Ἐξεπλήρωσαν καί αὐτοί
τόν προφητικόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέγοντος, «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται
ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. Κ/
30).
Αἱ Χειροτονίαι Ἐπισκόπων ὑπό τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου τό 1948
συνιστοῦν νέον μέτρον μετρήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Καί εἶναι νέον τό μέτρον,
ὄχι διότι ἔχει διαφορετικόν μέγεθος καί ζυγοστάθμιον ἀπό τό μέτρον τῆς Πίστεως
τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν καί τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ.
Εἶναι νέον διότι τό αὐτό μέγεθος καί ζυγοστάθμιον τῆς ἐκείνων
ἀρχαίας Πίστεως ἐφαρμόζεται μέ ἐξ ἴσου σταθεράν χεῖραν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ
Θεοῦ κατά τάς τρικυμιώδεις περιστάσεις τῆς γενικῆς ἀποστασίας τοῦ ὀγδόου αἰῶνος.
Εἶναι νέον καί ξένον συγκρινόμενον πρός τό ἦθος τοῦ αἰῶνος
τούτου τοῦ ἀπαταιῶνος, διότι εἶναι ἐκ Θεοῦ καί ὄχι ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης,
εἶναι ἐκ τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἀείποτε νεανίζει καί
ζωοποιεῖ.
http://www.egoch.org/Neo-Iconoclasm/Scanned-Documents/ENCYCLICAL_%20B.pdf
http://www.egoch.org/files/38211052.pdf