xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Οι κρυπτοχριστιανοί αποτελούν για το Πατριαρχείο το κρυφό ποίμνιο.Είναι παντού


Ο φανατισμός των Ισλαμιστών στην Τουρκία δεν επιτρέπει διαφοροποιήσεις ειδικά σε ... θέματα θρησκείας. Αυτό όμως που δεν επετεύχθη με «ζεϊμπέκικα και κουμπαριές» το πράττει η Ορθοδοξία αφού είναι έκδηλο σε πολλούς Τούρκους το Ορθόδοξο υπόβαθρο. Αν καί οι λιγοστοί Σελτζούκοι άλλαξαν τον εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα εκατομμυρίων Ελλήνων (Μικρασίας, Θράκης, Πόντου κ.α.) που λόγω βίας ή συμφερόντων εξισλαμίσθηκαν ακόμα και επιφανειακά, σήμερα μία κρυμμένη Ορθόδοξη θρησκευτικότητα εκδηλώνεται από τους απογόνους τους. Οι κρυπτοχριστιανοί αποτελούν για το Πατριαρχείο ένα κρυφό ποίμνιο τραγικών θυμάτων μιας αυταρχικής διοίκησης αιώνων.
Ζουν παντού. Κυρίως στον Πόντο που ίσως είναι 2 εκατομμύρια! Έρημοι ναοί λειτουργούν και ξαφνικά γεμίζουν κρυπτοχριστιανούς που κοινωνούν συνειδητά, νηστεύουν ακόμα και το λάδι όλα τα 5ήμερα της Μ. Τεσσαρακοστής. Γράφονται συνθήματα σε τοίχους από νέους με αναζητήσεις: «Δεν θέλουμε να είμαστε πια μουσουλμάνοι. Θέλουμε να γίνουμε Χριστιανοί»! Τούρκοι λένε σε Έλληνες επισκέπτες: «Ο τόπος αυτός είναι δικός σας». Hos geldiniz! Φύλακες μνημείων λένε σε Έλληνες να μην πληρώνουν εισιτήριο γιατί «αυτά είναι δικά σας». Δεν θεωρούν ευλογία απ' τον Θεό το γεγονός ότι αδίκησαν τους Ρωμηούς κλέβοντας και διώκοντάς τους, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν βλέπουν προκοπή! Καταλαβαίνουν ότι ζουν σε μια χώρα που όλα είναι Ελληνικά! Ιστορία, μνημεία, πόλεις, πολιτισμός και το σημαντικότερο ότι η συντριπτική πλειοψηφία εξ' αυτών γνωρίζει ότι στις φλέβες τους ρέει Ελληνικό αίμα!
Τα περιστατικά πολλά. Στο ναό Αγ. Τριάδος Σταυροδρομίου Κωνσταντινουπόλεως, ο π. Δοσίθεος συναντά νεαρή Τουρκάλα που ρίχνει οβολό στο παγκάρι, ανάβει κερί, προσκυνεί την εικόνα και εξηγεί στον Πάτερ: «Μου αρέσουν τα δικά σας»! Κάθε Παρασκευή που λειτουργεί η Μονή Μεταμορφώσεως Πρώτης συρρέουν πολλοί Τούρκοι. Στο νησί Αντιγόνη τιμούν τον Αγ. Γεώργιο φέρνοντας στο μοναστήρι λάδια, λαμπάδες, χρήματα για τα θαύματα που κάνει. Σ' ένα απ' τα 40 αγιάσματα της Πόλης, στο Μπαλουκλή καταφεύγουν πολλοί Τούρκοι ζητώντας βοήθεια σε δύσκολες περιστάσεις της ζωής. Στην Παναγία του Βεφά κάθε πρωτομηνιά εκατοντάδες Τούρκοι παίρνουν αγιασμό και την Πρωτοχρονιά γίνεται το αδιαχώρητο από χιλιάδες προσερχόμενους. Κοντά στην Αγιά Σοφιά, στον Αϊ Θαράπο, κάθε Δευτέρα Ορθόδοξος ιερέας διαβάζει συνεχώς ευχές σε «μουσουλμάνους» που ζητούν εξομολόγηση. Το αγίασμα της σπηλιάς Αγ. Δημητρίου Ξηροκρήνης γεμάτο δεκανίκια και τάματα από Τούρκους ακόμα και απ' το Ερζερούμ που θεραπεύθηκαν.

Εκκλησιάζονται, ζητούν να κοινωνήσουν, προσκυνούν το Σταυρό, ευχαριστούν τον παπά που σταυρώνει το άρρωστο παιδί τους, αγαπούν ιδιαιτέρως τον Aziz Nikola (Άγιο Νικόλαο)! Τουρκάλα κρατά 50 χρόνια αναμμένο το καντήλι στο Ναό Ταξιαρχών Μοσχονησίων!
Η «Σαμπάχ» γράφει: «Η επαναλειτουργία της Πατριαρχικής Σχολής Χάλκης είναι αίτημα άκρως λογικό» και ο αρθρογράφος Τσαντάρ υποστηρίζει «την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου που ισχύει απ' το 451 ... ». Ο Γ. Τζιβαόγλου γράφει ότι ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ υπήρξε μοιραίο λάθος. Τουρκική τράπεζα παρουσίασε έκδοση για το Βυζάντιο που περιείχε ακόμα και λόγο του Αγίου Βασιλείου προς νέους! Η Τουρκική ακαδημία επιστημών διοργάνωσε συνέδριο για τη ζωή στο Βυζάντιο. Στην Τουρκία οι Ορθ. Εκκλησίες δεν πληρώνουν ηλεκτρικό ρεύμα όπως στην Ελλάδα. Απαλλάσσονται!
Τουρκικές πηγές σε έρευνα του Ν. Χειλαδάκη αποκαλύπτουν ότι στη Μονή Παντοκράτορος του Κερατίου που υπήρχαν οι αυτοκρατορικοί τάφοι Κομνηνών και Παλαιολόγων, είναι σήμερα η περιοχή Φατίχ, κέντρο φανατικών ισλαμιστών και συνηθίζουν πολλοί Τούρκοι να ανάβουν κεριά και να ρίχνουν χρήματα σ' έναν τάφο παρά την προειδοποιητική επιγραφή που απαγορεύει αυστηρά τη συνήθεια αυτή. Στην ίδια συνοικία υπήρχε ο Βυζαντινός ναός Αγίων Αποστόλων. Πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε τζαμί και κατόπιν επισκευών ανοίχτηκε ο τάφος του Μωάμεθ Πορθητή που είχε μητέρα Χριστιανή -πιθανώς Ελληνίδα- και διαπιστώθηκε ότι μία καταπακτή οδηγούσε στην υπόγεια αίθουσα της παλιάς Εκκλησίας, αποδει-κνύοντας ότι ο Μωάμεθ είχε ταφεί σε Ορθόδοξη Εκκλησία εν μέσω Βυζαντινών αυτοκρατόρων! Μαρτυρίες αναφέρουν ότι στα τέλη της ζωής του είχε ασπασθεί τον Χριστιανισμό και δίπλα στον τάφο του βρέθηκε Σταυρός και εικόνα της Παναγίας! Ο ναός Αγίας Ειρήνης δίπλα στην Αγιά Σοφιά δεν έγινε ποτέ τζαμί. Ο Μωάμεθ τον άφησε να λειτουργεί κανονικά χάριν της Χριστιανής μάνας του! Όλα αυτά απασχολούν κατά καιρούς τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Το περιοδικό «Ακτουέλ» της Σαμπάχ παρουσίασε άρθρο: «Ο Πορθητής ήταν Χριστιανός;»!

Η εβδομαδιαία τουρκική επιθεώρηση αξιών αναφέρει: «Επιστρέφουν στις θρησκευτικές τους ρίζες»! Επισημαίνει ότι σε 3 χρόνια μοιράστηκαν 8 εκατομμύρια Ευαγγέλια (incil) στην τουρκική γλώσσα, ενώ φανερά βαπτίζονται Χριστιανοί πολλοί μουσουλμάνοι απόγονοι εξισλαμισμένων Ελληνογενών που ανακαλύπτουν τις χριστιανικές τους ρίζες! Η «Σαμπάχ» τιτλοφορεί: «Η Εκκλησία της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη, τελευταία ελπίδα για τους Τούρκους»! Την χαρακτηρίζει «Πόρτα ελπίδας», τόπο προσκυνήματος και προσευχής στα προβλήματα των Τούρκων με αθρόα προσέλευση που κάθε 1η του μηνός δημιουργείται το αδιαχώρητο! Η φήμη της Παναγίας απλώθηκε παντού και οι Τούρκοι -ακόμα και διάσημοι- προσέρχονται για να ανάψουν κεριά, να φιλήσουν το χέρι Ορθόδοξου παπά, δηλώνοντας ότι εκεί είναι το σπίτι του Θεού γιατί γίνονται θαύματα!
Στον Αρχάγγελο Μιχαήλ στη Σεβάστεια, αναφέρεται στα συναξάρια ότι μικρά ψάρια εντός του αγιάσματος έγλυφαν το σώμα των ασθενών και λάμβαναν θαυματουργικά θεραπεία. Η Εκκλησία καταστράφηκε τον 15ο αιώνα, αλλά σήμερα το αγίασμα χρησιμοποιείται με τις ίδιες θεραπευτικές ιδιότητες προσελκύοντας πολλούς Ευρωπαίους. Η εφημερίδα «Σταρ» γράφει: «Τουρκάλες με μαντίλες πάνε σε Εκκλησίες», ανάβουν κεριά, κάνουν τάματα, ζητάνε την ευλογία έκπληκτων παπάδων, προσκυνούν εικόνες, επικαλούνται Αγίους (όλα αυτά τα απαγορεύει το Ισλάμ), παρατηρώντας μία μεταστροφή σε Ελληνορθόδοξους ναούς και αγιάσματα όπου οι Τούρκοι βρίσκουν καταφύγιο! Η εφημερίδα «Μιλιέτ» αναφέρει ότι με μέριμνα Τούρκου δημάρχου, γιορτάστηκε ευλαβικά στη Σηλυβρία η μνήμη του Αγίου Νεκταρίου με μαζική συμμετοχή «μουσουλμάνων»!
Τα τελευταία χρόνια επετράπη στην εορτή των Θεοφανίων να ρίχνετε στο Βόσπορο ο Σταυρός. Πιο πολύ χάρηκαν οι Τούρκοι ψαράδες γιατί θεωρούσαν ότι ο λόγος που μειώθηκαν τα ψάρια στη θάλασσα ήταν που δεν έριχναν οι Ρωμηοί το Σταυρό τα Φώτα!
Τουρκικές εφημερίδες ανέφεραν ότι νεαρή Τουρκάλα βούτηξε με τα ρούχα να πιάσει το Σταυρό στον Κεράτιο μαζί με Χριστιανούς δίνοντας συνέντευξη ότι ήθελε να τιμήσει τη γιορτή των Ρωμηών και θα το ξανάκανε για να πάρει ευλογία! Η «Χουριέτ» πρώτη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα δημοσίευσε πριν λίγα χρόνια ότι Τούρκος υποψήφιος δήμαρχος κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος ζήτησε την ευλογία του Πατριάρχη, παρακολουθώντας τη θ. λειτουργία στην Παναγία Ευαγγελίστρια την 25η Μαρτίου(!), μίλησε δημόσια σε Τούρκους δημοσιογράφους για την αγιότητα του ηγέτη της Ορθοδοξίας και του πρόσφερε τριαντάφυλλο ...»!
Τουρκικά κανάλια δείχνουν Μετέωρα, Μιστρά, ψαλμωδίες, βίους Αγίων κ.α. Προβάλλουν Τούρκους που αγιογραφούν και ότι έξω από την Άγκυρα σε ιστορική παλαιοχριστιανική κατακόμβη συρρέουν προσκυνητές πιστεύοντας ότι θα βοηθηθούν στη ζωή τους, ανάβοντας κεριά εκεί όπου συγκεντρώνονταν παλιά οι Χριστιανοί. Έξω από τα Άδανα σε κατακόμβη που αγίασαν 7 Χριστιανοί νέοι προσέρχονται Τούρκοι προσκυνητές θυμιάζοντας λιβάνι που απαγορεύει το Ισλάμ, θεωρώντας τους τόπους ιερούς διότι γίνονται φοβερά θαύματα. Στην Ταρσό ο Ναός Αποστόλου Παύλου είναι προσκύνημα, ανάβουν καντήλια, φιλάνε εικόνες, πίνουν αγίασμα για την υγεία τους και όλα αυτά τα θεωρούν ιερά. Στις 24 Σεπτεμβρίου στην Πρίγκηπο τιμούν τον Άγ. Γεώργιο τον Κουδουνά.
Δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές απ' τα πέρατα της Τουρκίας με τσαντόρ, ακόμα και ηλικιωμένοι, περπατούν ξυπόλητοι, απ' τις ακτές όλη την ανηφόρα ως την κορυφή που είναι ο ναός σε ένα άνευ προηγουμένου πανηγύρι, κάνοντας τάματα, κρεμώντας κουρελάκια στα δέντρα, τηρώντας μία παράδοση με κλωστές, περιμένοντας σε ατέλειωτες ουρές επί 5 ώρες για να πάρουν αγιασμό, να τους σταυρώσει ο Ορθόδοξος παπάς, ανάβοντας κεριά, χαϊδεύοντας εικόνες, πιστεύοντας στη δύναμη του Σταυρού!
Τούρκοι γράφουν λογοτεχνικά βιβλία: «Κωνσταντινούπολις ήταν το όνομά σου ... με το λαό σου τον ευσεβή, τις Εκκλησιές, τα μοναστήρια, τ' αγιάσματά σου, με τις εικόνες, τους καλογέρους και τους αγγέλους σου, ήσουνα η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας. Κωνσταντινούπολις το όνομά σου ...»
Ας τα βλέπουν αυτά στην χώρα μας «οι λίγοι» που έκαναν μόδα το να μάχονται την Εκκλησία.
Γιώργος Γεράκης
Εφημερίδα Λέσβου «Δημοκράτης» 25-12-2008
ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΛΑ ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟΤΕ Ω ΤΟΤΕ ΕΜΕΙΣ ΤΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΜΠΟΡΟΥΜΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΛΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΚΥΝΔΥΝΟ !!
Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ

Ἐπειδή ἡ κινητή ἑορτή τοῦ Ἁγίου Πάσχα ἐφέτος, τό 2010, συμπίπτει μέ τό κατώτατον χρονικόν ὅριον τοῦ Πασχαλίου Κύκλου, μέ τήν πλέον πρώϊμον ἡμερομηνίαν τοῦ ἑορτασμοῦ της, ἤτοι τήν 22αν Μαρτίου, ἐπειδή τό Πάσχα εἶναι ἡ μεγαλυτέρα Ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ΘΕΟΥ, «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ Πίστις ὑμῶν» (Α/ Κορ. ΙΕ/ 17), καί ἐπειδή ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ὑπῆρξεν ἀνέκαθεν, ἰδιαιτέρως δέ ἀπό τό 1582 μ.Χ. καί ἐντεῦθεν, στόχος τῶν ἐπιβούλων ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διασαλευθῇ ἐκ τῆς Κανονικῆς τάξεώς του, πρός ἱκανοποίησιν τοῦ Ἑβραιο-Σιωνιστικῆς ἐμπνεύσεως Ἀντιχρίστου καί Ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ, μέλη τοῦ ὁποίου εἶναι οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάνται, οἱ Δυτικόπληκτοι Νεοημερολογῖται καί λοιποί, εἶναι χρήσιμον νά ἀναφερθοῦν οἱ λόγοι τῆς διακυμάνσεώς του ἀπό 22 Μαρτίου ἕως 25 Ἀπριλίου, καθώς καί οἱ ὅροι οἱ ὁποῖοι προσδιορίζουν τήν κατ᾽ ἔτος διαφορετικήν ἡμερομηνίαν του.Τό ὅλον θέμα ὁδηγεῖ εἰς μίαν ἱστορικήν ἀναδρομήν ἡ ὁποία καταγράφει τό γεγονός ὅτι κατά τούς πρώτους Ἀποστολικούς καί μεταποστολικούς αἰῶνας, ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα δέν ἐτελεῖτο ὁμοιοχρόνως εἰς ἅπαντα τόν Χριστιανικόν κόσμον. Τοῦτο συνέβαινε διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διωκομένη σκληρῶς ὑπό τῶν Ἑβραίων Σταυρωτῶν ἀρχικῶς καί ὑπό τῶν παρ᾽ Ἑβραίους ὑποδαυλιζομένων Εἰδωλολατρῶν καί Αἱρετικῶν εἰς τήν συνέχειαν, δέν ἦτο δυνατόν νά συνέλθῃ ἐν Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ διά νά ἀποφασίσῃ καί ρυθμίσῃ τοιαύτης φύσεως Ἑορταστικά, Λατρευτικά, Ποιμαντικά, Δογματικά καί Διοικητικά θέ ματα. Τοῦτο κατέστη δυνατόν μόνον μετά τό ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ ΠΕΡΙ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΕΙΑΣ, ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου τό 313 μ.Χ..

Τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἀπετέλεσε Σταθμόν εἰς τήν Ἱστορίαν καί διαχρονικήν Πηγήν Διεθνοῦς Δικαίου περί Ἀνεξιθρησκείας, διότι εἰσήγαγε διά Νόμου τήν Θρησκευτικήν Ἐλευθερίαν εἰς τά λαούς. Ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία εἰσῆλθεν εἰς νέον στάδιον. Ἀπό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑΚΟΜΒΩΝ» καί «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ» διῆλθεν εἰς τόν χρυσοῦν αἰῶνα της, κατέστη «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΤΕΡΩΝ» καί ἐπελήφθη συστηματικῶς, ἐλευθέρως καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὅλων τῶν σοβαρῶν ζητημάτων τά ὁποῖα προέκυπτον εἰς τήν ἐν στρατείᾳ ζωήν της.

Ὅταν συνῆλθεν ἡ Α/ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 325 μ.Χ. ἐξ ἀφορμῆς τῆς Αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἐκήρυττε κτιστόν καί μή προαιώνιον τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, (ὅπως οἱ προσφάτως ἀπολακτίσαντες τῆς Ἐκκλησίας Γρηγοριανοί, οἱ ἀκολουθήσαντες τήν Ἑβραιόφρονα ἀπάτην τῶν ἐκ Πατρῶν υἱῶν τοῦ Σατανᾶ, Λάμπρου Κτενᾶ καί Παναγιώτη Ἀλεξοπούλου), τότε ὁ Αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ἐζήτησε ἀπό τούς Πατέρας τῆς Συνόδου νά διευθετήσουν καί τό ζήτημα τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, διότι ἕως τότε δέν ἑωρτάζετο ὁμοιοχρόνως, ὁμοιοτρόπως καί ὁμοιομόρφως ἀπό τάς κατά τόπους Ἐκκλησίας. Δι᾽ ἄλλας Ἐκκλησίας τό Πάσχα ἦτο κινητή ἑορτή καί δι᾽ ἄλλας ἀκίνητος. Ἄλλαι τό ἑώρταζον τήν ἰδίαν ἡμέραν μέ τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, τό δέ Πάσχα τῶν Ἑβραίων καί κινητόν ἦτο καί οἱανδήποτε ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ἐτελεῖτο καί πολλάκις ἐκ λανθασμένων ὑπολογισμῶν των πρό τῆς Ἰσημερίας ἐτελεῖτο μέ ἀποτέλεσμα νά ἑορτάζεται δίς τό αὐτό ἔτος. Ἄλλαι πάλιν Ἐκκλησίαι τό ἑώρταζον σταθερῶς κατά τήν 13ην, ἄλλαι τήν 14ην, ἄλλαι τήν 15ην, ἄλλαι τήν 16ην Νισάν ἤ Μαρτίου καί ἄλλαι κατά τήν 25ην Μαρτίου, οἱανδήποτε ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος καί ἐάν ἐτύγχανεν. Ἄλλαι πάλιν ἑώρταζον κάθε ἑβδομάδα τήν μέν Παρασκευήν τό Πάθος τῆς Σταυρώσεως τήν δέ Κυριακήν τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συν διασκεψάμενοι, ἐθέσπισαν ΚΑΝΟΝΙΟΝ ΠΑΣΧΑΛΙΟΝ. Συμφώνως πρός αὐτό, ὁ προσδιορισμός τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα βασίζεται εἰς δύο συγκεκριμένους ὅρους ἐκ τῶν ὁποίων πηγάζουν κατά συνεπαγωγήν καί ἄλλοι δύο. Ἐν τῷ συνόλῳ, οἱ 4 ὅροι τοῦ Πασχαλίου Κανόνος εἶναι οἱ ἑξῆς:

Α) Νά ἑορτάζεται μετά τήν ἐαρινήν ἰσημερίαν.Ἐπειδή δέν πρέπει νά κάμνωμεν δύο φοράς Πάσχα εἰς τόν αὐτόν χρόνον, ἀλλά μίαν, «μή δίς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἑνός παθήματος μνείαν ποιεῖσθαι, ἀλλ᾽ ἅπαξ τοῦ ἔτους, τοῦ ἅπαξ ἀποθανόντος», (βλέπε Πηδάλιον, Ἑρμηνεία εἰς τόν Ζ´ Ἀποστ. Κανόνα καί Ἀποστ. Διαταγαί βιβλ. Ε´ κεφ. ΙΖ´) καί ἐπειδή τά ἑορταζόμενα συνετελέσθησαν ὑπό τοῦ Χριστοῦ κατά τό ἔαρ, λαμβάνεται ἡ ἐαρινή ἰσημερία ὡς μέτρον διαιρετικόν τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ.

Β) Δέν πρέπει νά ἑορτάζεται τήν αὐτήν ἡμέραν μέ τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων ἤ Νομικόν Φάσκα, ἀλλά μετά ἀπό αὐτό.

Διότι πρέπει νά προηγῇται ὁ τύπος, ἤτοι ἡ σφαγή τοῦ ἀμνοῦ, καί νά ἀκολουθῇ τό τυπούμενον, ἤτοι ὁ τοῦ Κυρίου Θάνατος καί ἡ Ἀνάστασις.

Γ) Νά ἑορτάζεται μετά τήν πρώτην πανσέληνον μετά τήν ἐαρινήν ἰσημερίαν.

Διότι τό πάσχα τῶν Ἰουδαίων ἑορτάζεται κατά τόν Νόμον τήν 14ην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός τοῦ Σεληνοηλιακοῦ ἔτους, ἤτοι Νισάν. «Ἐν τῷ πρώτῳ μηνὶ ἐν τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνός, ἀνὰ μέσον τῶν ἑσπερινῶν πάσχα Κυρίῳ. Καὶ ἐν τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τούτου ἑορτὴ τῶν ἀζύμων τῷ Κυρίῳ» (Λευιτ. ΚΓ/ 5-6). «Καὶ ἐν τῷ μηνὶ τῷ πρώτῳ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς πάσχα Κυρίῳ. Καὶ τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τούτου ἑορτή» (Ἀρ. ΚΗ/ 16-17).

Δ) Νά ἑορτάζεται Κυριακήν καί μάλιστα τήν πρώτην Κυριακήν μετά τήν ἐαρινήν Πανσέληνον.

Ἐπειδή ἡ τοῦ Κυρίου Ἀνάστασις συνετελέσθη τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ἤτοι τήν Πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, τήν Πρώτην μετά τό Σάββατον, διά τοῦτο, αὐτήν τήν ἡμέραν τό Πάσχα ἑορτάζεται καί «Κυριακή», ἤτοι ἡμέρα τοῦ ΚΥΡΙΟΥ, αὐτή ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καλεῖται (Ἀποκ. Α´ 10), καί ἐκ τοῦ Β´ αἰῶνος σταδιακῶς ἐπεκράτησε νά ὀνομάζεται. Κατά τόν Εὑσέβιον, συνελθοῦσαι Σύνοδοι ἀπεφάσισαν ὅπως ἡ ἐτησία Ἑορτή τοῦ Πάσχα νά τελῆται μόνον ἐν Κυριακῇ καί οὐχί ἐν ἄλλῃ ἡμέρᾳ (ΒΕΠ 19, 343).

Κατά τήν συνοπτικήν διατύπωσιν τῶν 4 ὅρων, τό Πάσχα εἶναι Κινητή Ἑορτή καί ἑορτάζεται τήν πρώτην Κυριακήν μετά τήν πρώτην Πανσέληνον μετά τήν Ἐαρινήν Ἰσημερίαν, ἀλλ᾽ ἐάν τότε συμπέσῃ τό Νομικόν Φάσκα, ἤτοι τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, μετατίθεται διά τήν ἐρχομένην ἀκολούθως Κυριακήν, ἵνα μή τοῖς Ἰουδαίοις συνεορτάσωμεν.Διότι καί κατ᾽ αὐτήν τῶν πραγμάτων τήν ἀλήθειαν, πρῶτον τότε οἱ Ἰουδαῖοι τό ἰδικόν τους πάσχα ἑώρτασαν καί ὕστερον ἡ τοῦ Κυρίου Ἀνάστασις ἐγένετο.

Ἡ ἡμερομηνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καθορίζεται ἀπό τόν Ζ´ Ἀποστολικόν Κανόνα, ἀπό τόν Ὁρισμόν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἀπό τόν Α´ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου τό 341.

Ὁ Ζ´ Ἀποστολικός Κανών διαλαμβάνει νά ἑορτάζεται τό Πάσχα τῶν Χριστιανῶν μετά τήν Ἐαρινήν Ἰσημερίαν καί μετά ἀπό τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων:

«Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, τήν Ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν

πρό τῆς Ἐαρινῆς Ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω».

Ὁ Ὅρος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν διεσώθη αὐτολεξεί, ἀλλά μαρτυρεῖται ἀπό συγχρόνους, ὅπως ἀπό τήν Ἐπιστολήν τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου «ἥν ἐγραψεν ταῖς Ἐκκλησίαις μετά τήν ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεῖσαν Σύνοδον»

(Εὐσεβείου ΒΕΠ. 24, σελ 152-154, Σωκράτους P.G. 67, 89-92, Θεοδωρήτου P.G.82, 933-937), καί ἀπό τήν Ἐπιστολήν τῆς Συνόδου αὐτῆς πρός τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλεξανδρείας «περί ὧν ὥρισεν ἡ Σύνοδος καί ὡς καθῃρέθη Ἄρειος καί οἱ ὁμοφρονοῦντες αὐτῷ» (Σωκράτους P.G. 67, 82 κ.ἑ., Θεοδωρήτου P.G. 82, 923).

ὉΑ´ Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου τό 341, ἡ ὁποία ἔλαβεν Οἰκουμενικόν κύρος διά τοῦ Β´ Κανόνος τῆς Ἁγίας ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διαλαμβάνει: «Πάντας τους τολμῶντας παραλύειν τόν Ὃρον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαία συγκροτηθείσης, ἐπί παρουσία τῆς εὐσεβείας τοῦ Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, περί τῆς Ἁγίας Ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους και ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδογμένα…. Εἰ δἐ τις…..μετά τον Ὃρον τοῦτον τολμήσειεν….μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τό Πάσχα, τοῦτον ἐπιτελεῖν τό Πάσχα, τοῦτον ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας. . . .»

Ὅθεν διά νά φυλάττωνται καί οἱ 4 αὐτοί ὅροι ἐξ ἴσου εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί νά μήν χρειάζωνται κάθε ἔτος Σύνοδοι περί αὐτοῦ καί ἀστρονόμων συμβούλια, συνήρμοσαν οἱ θεόσοφοι Πατέρες τό περί τοῦ Πάσχα Κανόνιον, ὥστε νά προβλέπεται διά πᾶν ἔτος ἡ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ του.

Κατά τό Πασχάλιον Κανόνιον ἡ εὕρεσις τῆς κατ᾽ ἔτος ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα προκύπτει ἀπό μαθηματικούς τύπους, βάσει τῶν ὁποίων προσδιορίζονται οἱ λεγόμενοι κύκλοι ἡλίου καί κύκλοι σελήνης διά τό ἔτος αὐτό. Οἱ μέν κύκλοι ἡλίου κυμαίνονται ἀπό 1-28 οἱ δέ κύκλοι σελήνης ἀπό 1-19.Ὅλοι οἱ πιθανοί συνδιασμοί κύκλων ἡλίου καί κύκλων σελήνης ἐξαντλοῦνται εἰς μίαν περίοδον 28 x 19 = 532 ἐτῶν καί λαμβάνονται εἰς συνάρτησιν μέ τόν ἡμερολογιακόν πίνακα ἀπό 22 Μαρτίου ἕως 25 Ἀπριλίου διά τήν ἐξεύρεσιν καί τόν καθορισμόν τῆς ἡμερομηνίας τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Κατά τά ἔτη αὐτά, ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα κυμαίνεται εἰς διάστημα 35 ἡμερῶν. Μετά τήν συμπλήρωσιν τῆς περιόδου τῶν 532 ἐτῶν ἐπαναλαμβάνεται ἡ αὐτή σειρά τῶν ἡμερομηνιῶν ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.

Σημειωτέον ὅτι μετά τήν εἰσαγωγήν τοῦ Πανορθοδόξως Καταδικασθέντος καί Ἀναθεματισθέντος Νέου Παπικοῦ ἡμερολογίου τό 1583, 1587, 1593, οἱ Σχίσαντες καί Ἀποσχισθέντες τῆς τοῦ ΘΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Νεοημερολογῖται Οἰκουμενισταί ἑορτάζουν τό Πάσχα ἀπό 4 Ἀπριλίου ἕως 8 Μαΐου, διασαλεύοντες οὕτω τήν ἁρμονίαν Πασχαλίου καί Ἡμερολογιακοῦ κύκλου, Κινητῶν καί Ἀκινήτων Ἑορτῶν, καί προκαλοῦντες πλῆθος λειτουργικῶν ἀνωμαλιῶν, π.χ. μείωσιν ἕωςκαί κατάργησιν τῆς Νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καί πλῆθος ἄλλων.

ΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ 
«Στήκετε, καί κρατείτε τάς Παραδόσεις δςέδιδάχϋητε»
(Β' Θεσ. Β' 15).
Όταν προκύπτη Έκκλησιαστικόν Σχίσμα, εν μέρος άποκόπτεται τού Σώματος τής Έκκλησίας, εκπίπτει τής Σωτηριώδους Θείας Χάριτος καί διαιρείται άπό τούς πρώην εν Χριστω άδελφούς. Πρός άντιμετώπισιν της Διαιρέσεως αύτης ύπάρχουν διά τούς χωρισθέντας τρείς βασικαί έπιλογαί:
Α) Νά παραμείνουν διηρημένοι, ήτοι νά μήν επανασυνάψουν πνευματικήν επικοι-νωνίαν, άλλά νά εμμείνουν οί άποσχισθέντες εν τή πλάνη καί τω ίδίω Σχίσματι, ή δέ Έκκλησία εσαεί νά τούς θεωρή ξένον σώμα. Αΰτη έστίν ή ιστορικώς πλέον συνήθης Έκκλησιαστική έμπειρία.
Β) Νά ενωθοΰν έν τη Αιρέσει καί τω Σχίσματι, ήτοι νά εξέλθουν τής Έκκλησίας οί εμμείναντες εν τή Αληθεία καί νά εΰρουν επί ψευδούς βάσεως ενωσιν μετά τών Σχισματικών. Αΰτη έστίν ή όδός της άπωλείας.
Γ) Νά ενωθοΰν έν τη Έκκλησία, ήτοι νά επιστρέψουν οί άποσχισθέντες είς τήν πρό τού Σχίσματός των καλήν όμολογίαν καί ενότητα τής Πίστεως εξ ης ίδία ύπαι- τιότητι εξήλθον. Αΰτη έστίν όδός Θεάρεστος καί Σωτήριος.
Ή πρώτη έπιλογή δέν είναι έπιλογή εύδοκίας, άλλά έπιλογή άνάγκης. Ή εμμονή είς τό Σχίσμα καταντά Αιρεσις. Εΐναι όμως τόσον επιβεβλημένη ή διαφορά Έκκλη¬σίας καί Σχίσματος όσον καί ή διαφορά μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως καί εΐναι μάλιστα ίσοδύναμος αύτής.
Ή δευτέρα έπιλογή, έξ ύπαρχης καταδικαστέα, εΐναι ή βασική επιλογή τού Οίκου- μενισμού είς όλα τά επίπεδα. Ένωσις είς τόν χωρισμόν άπό τόν Θεόν ίσοδυναμεΐ μέ άποδοχήν τού Σατανά ώς πρωτοτύπου καί τής αίωνίου Κολάσεως ώς προορισμού.
Ή τρίτη έπιλογή, ή Θεάρεστος καί Σωτήριος, σκοντάφτει εις τήν άρχήν. Όπως ή Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Έκκλησία εχει τήν άφετηρίαν της είς τόν Τρι- σάγιον Θεόν καί είς τήν άσφαλή εκ Θεού βεβαιότητα τής γονιμότητός της, ότι αΰτη

μόνη κατά χάριν τίκτει τέκνα τω Θεω, οΰτω καί ή Αίρετική εκκλησία, ή εν τω Σχίσματι τίκτουσα υίούς της Γεέννης, εχει τήν άφετηρίαν της είς τήν άνθρωπίνην επαρσιν καί είς τόν στείρον ίσχυρογνώμονα ίσχυρισμόν ότι αΰτη άποτελεί τήν όδόν της σωτηρίας.
Γίνεται άμέσως άντληπτόν ότι όσον ευρεία εΐναι ή επιθυμία διά τήν ΕΝΩΣΙΝ, τόσον άπίθανον, τόσον άνθρωπίνως άδύνατον, εΐναι νά άρχίση η νά ευδοκιμήση ενας ΔΙΑ¬ΛΟΓΟΣ διά τήν ΕΝΩΣΙΝ. Τά άδύνατα παρ’ άνθρώποις όμως, δυνατά παρά τω Θεω.
Άκολουθοΰντες τό προδεδικασμένον καί κλασσικόν προηγούμενον της Έκκλησι- στικης Ιστορίας, τό επί τοΰ Άγίου Μάρκου τοΰ Ευγενκοΰ εις τόν Διάλογον Όρθο- δόξων καί Παπικων, σεβόμενοι τήν Ζωηφόρον Έκκλησιαστικήν Αλήθειαν, ηςπΰλαι Αδου οϋ κατισχύσουσιν, άλλά καί μή θέλοντες νά επιβαρύνωμεν ουδεμιάς πλευράς τήν διάθεσιν πρός Ένωσιν, όσον σφαλερά καί νά εΐναι ή παροΰσα της θέσις, επι- χειρωμεν ΠΡΟΤΑΣΙΝ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΕΝΩΣΙΝ, περί Τριων Σημείων προ- νοοΰσαν: Α) περί της Αφετηρίας τοΰ Διαλόγου διά τήν Ένωσιν, Β) περί της Βάσεως της ποθητης Ένώσεως, καί Γ) περί της Διαδικασίας της εφαρμογής της Ένώσεως.
Πιστεύομεν ότι προτείνομεν μόνον τό αυτονόητον, καί μάλιστα μέ τόσην μέριμνα καί ουδετερότητα, ώστε νά μήν άδικήσωμεν ούτε τούς εκουσίως άδικοΰντας εαυτούς καί τήν Αλήθειαν διά των Αίρέσεών των καί των Παρανομιων των.
Α) ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Αυτονόητοι προϋποθέσεις διά τήν εναρξιν ενός Διαλόγου ό όποίος θά άποβλέπη είς τήν κατά Θεόν Ένωσιν των «διασπασθέντων Ματθαιϊκων» εΐναι 1) ή παραδοχή ότι τά Σχίσματα τοΰ 1995 καί τοΰ 2002 εΐναι πραγματικά, καί 2) ή παραδοχή ότι πρό των Σχισμάτων ημεθα Όρθόδοξοι Χριστιανοί καί οχι Αιρετικοί, ότι δέν ειχομεν Οικου- μενιστικάς ούτε Ειδωλολατρικάς δοξασίας, ότι ήμείς ημεθα ή Μία, Άγία, Καθολική καί Άποστολική Εκκλησία, ή παρέχουσα Σωτηρίαν καί Αγιασμόν εις τά μέλη της.
Εΐναι άπαραίτητος προϋπόθεσις ή παραδοχή ότι τά Σχίσματα τοΰ 1995 καί τοΰ 2002 εΐναι ύπαρκτά καί πραγματικά, διά νά μήν εγερθή ύπό ουδενός ή άξίωσις διά μίαν ενωσιν άνευ προϋποθέσεων, άνευ καθαράς Όμολογίας της Όρθοδόξου Πίστεως, ώς νά μήν εΐχε συμβη τίποτε.
Εΐναι επίσης άπαραίτητος ή παραδοχή ότι πρίν νά προκύψουν τά Σχίσματα τοΰ 1995 καί τοΰ 2002 «οι Ματθαιϊκοί» δέν ημεθα μία Χριστιανική Παράταξις, άλλά Η ΜΟΝΗ ΑΛΗΘΗΣ ΚΑΙ ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ετσι ώστε νά μήν άξιωθή ύπό ουδεμιάς πλευράς ή προσφυγή είς άλλας Όμολογίας καί ετέρας αυθεντίας, εξω της μέχρι των Σχισμάτων κοινης ήμων Άποστολικης Πίστεως καί Άποστολικης Διαδοχης.
Δέν εύρίσκομεν άλλο σημείον εκκινήσεως ενός Διαλόγου πρός Ένωσιν δικαιότε- ρον τούτου, η άξιοπρεπέστερον διά πάντας, η πλέον αυτονόητον, άλλά μάλλον ώς άπόλυτον άξίωμα τοΰτο λογιζόμεθα.

Β) ΒΑΣΙΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
Ή Πρότασις επί της όποίας θά δυνηθη νά σταθη η εύάρεστος τω Θεω Ένωσις δέν επιτρέπεται νά εΐναι αύθαίρετος. Επιβάλλεται νά άπαντά εις τό ούσιώδες ερώ¬τημα: Ποία πλευρά, μετά τά Σχίσματα, πιστεύει κάτι διαφορετικόν άπό τά όσα ησαν κοινή ήμων Πίστις καί Πνευματική Κληρονομία πρό των Σχισμάτων; Ποία προσθήκη ή ποία άφαίρεσις εις τήν κοινήν ημών πρό τών Σχισμάτων Όρθόδοξον Παρακατα¬θήκην προεκάλεσε Σχίσμα; Ποία πράξις παρεξέκλινε της Έκκλησιαστικης Κανονι- κότητος καί προσέκρουσε εις τούς όρους της Άποστολικης Πίστεως καί Άποστολικης Διαδοχης; Ποίαι ενέργειαι καί ποίαι διακηρύξεις προσέβαλλον ή παρεχάραξαν τήν Άποστολικήν Πίστιν καί τήν Άποστολικήν Διαδοχήν, τήν όποίαν εϊχομεν παραλάβει διά τών Όρθοδόξων Συνόδων καί διά τών όμολογιακών άγώνων τών Θεοφόρων Πα¬τέρων μέχρι καί τού Αγίου Πατρός ημών Ματθαίου Καρπαθάκη;
Συνοπτικώς, ή μόνη ύγιής καί άπροκατάληπτος, ή μόνη Όρθόδοξος ΒΑΣΙΣ διά τήν ΕΝΩΣΙΝ δέν εΐναι άλλη άπό τήν έπιστροφήν εις τήν πρό τών Σχισμάτων περίο-δον, εις τήν πρό τοΰ 2002 καί πρό τοΰ 1995 ή καί πρό τοΰ 1990 άκόμη κοινήν Ομο-λογίαν Πίστεως, ότε τό αύτό φρόνημα εϊχομεν καί τήν αύτήν Πίστιν διεκηρύσσομεν. Επιστροφή σημαίνει δεσμευτικήν άποδοχήν τών εως τότε πεπιστευμένων καί δημο-σιευμένων θέσεων περί τών Ίερών Εικόνων, περί της Έκκλησίας, περί τού Προσώ¬που τού Χριστού, περί της Αγίας Τριάδος, καί εν γένει περί παντός Όρθοδόξου Δόγματος καί περί πάσης πτυχης της Ίεράς ημών Παραδόσεως.
Ού τάς τών άνθρώπων επινοίας ύποστηρίζοντες ούδέ τάς τών ματαιοφρόνων βλέ-ψεις στηρίζοντες, άλλά τήν Ίεράν Παράδοσιν καί τήν Διδασκαλίαν της ΕΚΚΛΗ¬ΣΙΑΣ τοΰ ΘΕΟΥ καί της πρό τών Σχισμάτων Ίεράς ήμών Συνόδου της Ιεραρχίας άσπαζόμενοι, δεχόμεθα καθηκόντως τόν Διάλογον πρός Ένωσιν.
Γ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΣΕΩΣ
Ή άποδοχή τοΰ προτεινομένου σημείου έκκινήσεως διά τόν Διάλογον καί της προ- τασσομένης βάσεως διά τήν Ένωσιν, όδηγοΰν μέ προθυμίαν εις τήν έφαρμογήν της Έκκλησιαστικώς έπιβεβλημένης διαδικασίας διά τήν έπάνοδον τών άποσχισθέντων εις τό κατά χάριν Σώμα τοΰ Κυρίου καί Θεοΰ καί Σωτηρος ήμών Ίησοΰ Χριστοΰ.
Όπως ή Άποστολική Πίστις καί ή Άποστολική Διαδοχή καθορίζουν τήν ταυτότητα της Μιάς, Αγίας, Καθολικης καί Αποστολικης Έκκλησίας, καί όπως η παραχάραξις της Άποστολικης Πίστεως ή της Άποστολικης Διαδοχης γεννώσιν τήν Αίρεσιν καί τό Σχίσμα, οΰτω δέν άρκεΐ μόνον ή άποδοχή της Άποστολικης Πίστεως διά τήν έπανέν- ταξιν τών άποσχισθέντων κληρικών εις τό Σώμα της Έκκλησίας, άλλά άπαιτεΐται καί ή άποκατάστασις της Άποστολικης Διαδοχης, όπου αΰτη άπωλέσθη ή προσεβλήθη.
Προνοεί η Έκκλησία διά τήν θεραπείαν καί τήν οικονομίαν καί τήν άκρίβειαν. Ή συγκατάβασις εΐναι επιτρεπτή καί επιθυμητή, όταν δέν πρόκειται η Άλήθειά της νά παραχαραχθη, ούτε η μετά τού Θεού Ένότης της νά διασπασθη, ούτε η Αγιότης της νά συμβιβασθη, ούτε η Καθολικότης της νά προσβληθη, ούτε η Άποστολικότης της

νά άθετηθή. Εΐναι ενδεχόμενον ή Ένωσις νά άπαιτήση μίαν καταδίκην ή μίαν κα- θαίρεσιν ή μίαν χειροθεσίαν. Δι’ αύτό τό εγχείρημα τής ενώσεως εχει άνάγκην προ-θυμίας νά γίνη τό τού Θεού Θέλημα μάλλον ή τό τών άνθρώπων.
Μία καθαίρεσις ή μία χειροθεσία, δέν εΐναι θέμα τής διαθέσεως ενός επισκόπου νά ταπεινώση κάποιον άλλον ή νά επιβληθή επ’ αύτού ή νά τόν άδικήση. Ή Έκκλη¬σία καί ή Ίερωσύνη δέν εΐναι ίδιοκτησίαι επισκόπων. Εΐναι τού Θεού καί εκ τού Θεού εχουν τό κύρος. Όπως ένα Σχίσμα πρωταρχικώς δέν είναι ή άποκοπή έπισκόπου άπό έπίσκοπον, άλλά άπό τόν Θεόν, οΰτω καί ή Εκκλησιαστική Ένωσις δέν είναι πρωταρχικώς συνένωσις έπισκόπου μέ έπίσκοπον, άλλά ένωσις μέ τόν Θεόν. Οΰτε άρπάζεται ή Έκκλησιαστική Ένωσις οΰτε κλέπτεται ή Ίερωσύνη, άλλά έκ τοΰ Πα- τρός διά τοΰ Υιοΰ έν Αγίω Πνεύματι ένεργείται καί έν τω Πατρί διά τοΰ Υιοΰ παρά τοΰ Αγίου Πνεύματος μένει.
Διά τούτο, ό,τι έδοξε τω 'Αγίω Πνεύματι οΰτω καί ή Έκκλησία ενεργεί πρός τα- κτοποίησιν τών εκ Σχίσματος καί Αίρέσεως προσερχομένων κληρικών. Καί περί ζών- των μεριμνά καί περί τεθνεώτων όριοθετεΐ. Καί ούδέν κέρδος ούδενί προσγίνεται διά τής παραβάσεως τών τής Έκκλησίας όρων, μάλλον δέ ζημία μεγάλη καί βλάβη πολλή. Τό γάρ κέρδος πολύ πάσι τοΐς άποδεχομένοις τήν κρίσιν καί τάς άποφάσεις τής Έκκλησίας τού Θεού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Ή Εκκλησία εΐναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τούς αιώνας», κατά τόν Αγιον Αύγουστΐνον. Τό εργον τού Θεού εργάζεται ή Έκκλησία καί δέν ύπάρχει εν αύτή χώρος διά άνθρωπίνην αύθαιρεσίαν. Οί ποθούντες τήν ενωσιν, τήνΑρχιερατικήν Προσευχήν ποθούσιν, «ινα πάντες εν &σι, καθώς σύ, Πάτερ, έν έμοίκάγώ έν σοί, 'ίνα καί αυτοί έν ήμΐν εν ωσιν» (Ίωάν. ΙΖ' 21).
Ή Έκκλησία δέν παρέρχεται, άλλά ύπάρχει καί θά ύπάρχη μέχρι τής συντελείας τού αίώνος καί είς τόν αίώνα τού αίώνος. Ή Έκκλησία τών Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, ή διά τού Αειμνήστου καί Αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ματθαίου Α' (Καρπαθάκη) ελκουσα τήν Αποστολικήν Πίστιν καί τήν Αποστολικήν Διαδοχήν, είναι αύτή αΰτη ή Μία, Αγία, Καθολική καί Άποστολική Έκκλησία. Τό Σχίσμα τού 1995 καί τό Σχί¬σμα τού 2002, τό κάθε ενα μέ τόν τρόπον του, άποτελούν άσυγχώρητον Βλασφημίαν κατά τού Αγίου Πνεύματος.
Ό πρός Ένωσιν Διάλογος άποτελεΐ διά μέν τήν Έκκλησίαν σφοδράν επιθυμίαν, διά δέ τούς άποσχισθέντας εξ αύτής ζωτικήν άνάγκην. Πιστεύομεν ότι ή επιστροφή είς τήν πρό τών Σχισμάτων τού 1995 καί τού 2002 κατάστασιν άποτελεΐ τήν μόνην πρότασιν καθιερωμένην ίστορικώς ύπό τής Έκκλησίας δι’ ενα Διάλογον πρός Έκκλη- σιαστικήν Ένωσιν επί τή βάσει τής Όρθοδόξου Πίστεως καί τής Κανονικής Τάξεως. Τό γάρ εφετόν εστίν όπως «ή Χάρις τοΰ Κυρίου ήμών ΊησοΰΧριστοΰ καί ή Αγάπη τοΰ Θεοΰ καίΠατρός καί ή Κοινωνία τοΰ Αγίου Πνεύματος ειη μετά πάντων ήμών».


«Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ  Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ»
ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ  ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ  «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ  Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ» www.markoseugenikos.gr
«Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι, καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι»  P.G.160,105C
« All the teachers of the
 Church, all the Councils and
 all the divine Scriptures
 advise us to flee the heterodox
 and to stay away from their communion».

P.O. 160, 105C


Μία ξεχασμένη επέτειος
 (23 Ἰουνίου 1444, 23 Ἰουνίου 1994)

Πρό πεντακοσίων πεντήκοντα ἑτῶν ὁ ἀστήρ τῆς Ἐφέσου, ὁ μέγας Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς «παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν αὐτοῦ τῷ Θεῷ».
 Αἱ πολλαί ταλαιπωρίαι καὶ ἡ φυλάκισις του εἰς τὸν πύργον τοῦ Μούνδρου εἰς τὴν Λῆμνον, (1440-42) ἔγιναν αἰτία ὁ μέγας αὐτός πρόμαχος τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ κοιμηθῇ ἐν Κυρίῳ εἰς ἡλικίαν μόλις πεντήκοντα δύο ἑτῶν.
 Οἱ ἀντίπαλοι του βεβαίως, οἱ θλιβεροί ἐξωμόται Βησσαρίων καὶ Ἰσίδωρος φέροντες τὸ ἀξίωμα τοῦ καρδιναλίου ἔζησαν εἰς τὴν παπικὴν αὐλὴν βίον ἔνδοξον καὶ λαμπρὸν, ἀλλὰ τόσον ἡ Ἐκκλησία ὅσον καὶ ἡ Ἱστορία ἐδικαὶωσε πλήρως τοὺς ὑπέρ πίστεως ἀγώνας τοῦ ἱεροῦ Μάρκου, τοῦ ταπεινού καλόγερου τῆς Μονῆς τῶν Μαγκάνων.
 Τιμώντας τὴν ἱεράν αὐτοῦ μνήμην προβαίνομεν εἰς τὴν ἔκδοσιν τοῦ παρόντος ἀγωνιστικοῦ περιοδικοῦ, τὸ ὁποῖον θὰ προβάλλῃ τὸν ἀγῶνα καὶ τὰ ἔργα τοῦ μεγάλου Μάρκου. Ὁδηγός μας θὰ εἶναι αἱ ὑποθῆκαι τοῦ ἁγίου μας. Ἐπί τούτοις ζητοῦμεν τάς εὐχὰς καὶ προσευχὰς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν οἱ ὁποῖοι βλέπουν καθημερινῶς τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν μας νὰ προδίδεται ἀπὸ λυκοποιμένας καὶ μωροὺς «θεολόγους».

Ἐπιτέλους, τελειώνετε!

Ἰδιαίτερα μετά το 1821 συντελεῖται ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν αρχή, οἱ Βαυαροί μᾶς ἀπέκοψαν ἐκκλησιαστικά ἀπ' τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ποὺ τὴν ἐποχή ἐκείνη ἐκπροσωποῦσε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἔφτιαξαν τὸ ἐξάμβλωμα, πού τὸ ὠνόμασαν "Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία". Τὸ χαρακτηρίσαμε ἔτσι, γιατί ἕνα θεοσύστατο ἵδρυμα, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸ μετέβαλαν σέ κρατική ὑπηρεσία. Καὶ τὸ παράδειγμα τῆς Ἑλλάδος, σέ βάρος τοῦ Πατριαρχείου ἀκολούθησαν κι ἄλλοι λαοί (Βούλγαροι, Ρουμάνοι κ.λ.π.), πού ζήτησαν νὰ ἔχουν ἐθνικές ἐκκλησίες.
 Ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας συνεχίσθηκε μὲ τὴν ἀπομάκρυνση μας ἀπ' τὴν πατερική παράδοση. Σ' αὐτό συνετέλεσε ἡ ἵδρυση Θεολογικῶν Σχολῶν, μὲ πρώτη τὴν Σχολή τῆς Χάλκης, γιὰ τὴν ὁποία τὸν προηγούμενο αἰῶνα ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος εἶπε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα λόγια, ὅτι σκοπός πού ἱδρύονται Θεολογικές Σχολές στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι νὰ διαπλάσσουν "νέου τύπου" θεολόγους ξένους πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ οἱ ὁποῖοι νὰ χειροτονηθοῦν ἐπίσκοποι γιὰ νὰ συνέλθουν ἀργότερα σέ “Οἰκουμενική Σύνοδο" προκειμένου ν' ἀποφασίσουν τὴν κατάργηση τῆς Ὀρθοδοξίας!
 Οἱ "νέου τύπου" θεολόγοι, "εἰκόνα καὶ ὁμοίωση" τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως κατέστησαν στὴν  Όρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ "αὐθεντία", οἱ "πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως". Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πηγές τῆς Θείας ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ ἁγία Γραφή καὶ ἡ Ἱερά Παράδοση. Στήν ἀποορθοδοξοποιημένη Ἐκκλησία μας, τὴν θέση τῆς ἁγίας Γραφῆς κατέλαβαν οἱ ἐπίσκοποι καὶ τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης, οἱ σοφοί καθηγητές τῶν θεολογικῶν Σχολῶν! Νέα "ἁγία γραφή" καὶ νέα "ἱερά παράδοση"! Οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ θεολόγοι!
 Στὴ  συνέχεια  προχώρησε    προδοσία  της Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν προσχώρηση ἀξιωματούχων τῆς Ἐκκλησίας μας στήν διαβόητη Μασονία! Πόσοι Πατριάρχες καὶ πόσοι Ἀρχιεπίσκοποι καὶ ἐπίσκοποι ὤμοσαν ὄρκο στὸ σατανᾶ κι ἔγιναν μαςῶνοι! Μόλις, πρίν ἀπὸ λίγες μέρες ὁ ἀρχηγός τῶν Μασώνων στην Ἑλλάδα ἀπεκάλυψε ἀπὸ τὴν τηλεόραση ὅτι ὑπάρχουν καί σήμερα ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μαςῶνοι! Καὶ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε μερικούς: Μασῶνοι ἦταν οἱ Πατριάρχες Ἰωακείμ ὁ Γ', ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ὁ Βασίλειος, ὁ Ἀθηναγόρας! Μασῶνοι ἦταν οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ Χρύσανθος Φιλιππίδης, ὁ Χρυσόστομος Β' Χατζησταύρου, ὁ ἀπὸ Καβάλας. οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔφτασαν στὸ σημεῖο ἀκόμη ν' ἀνακηρύξουν "ἅγιο", ἕναν μασῶνο, τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης! Αὐτό καὶ μόνο, ἀποδεικνύει περίτρανα τὸ μέγεθος τῆς διαβρώσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν ἀπ' τὴν θεομίσητη μασωνία!
 Ἔτσι, σιγά στήθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀπαραίτητοι μηχανισμοί γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τῆς Ὀρθοδοξίας! Γιὰ τὴν ἀπορρόφηση τῆς ἀπ' τὸν σύγχρονο παπισμό. γιὰ τὸν ἐκφραγκισμό μας!
 Κι ὁ ἐκφραγκισμός μας ἄρχισε ἀνώδυνα καὶ ἀνεπαίσθητα, ὅπως μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου μὲ τὸ φράγκικο. Ἐμεῖς, δυστυχῶς, δὲν ἀντιδράσαμε. Ἴσως, οὔτε μπορούσαμε ν' ἀντιδράσουμε, γιατί εἴμεθα δέσμιοι τῶν μηχανισμῶν ("νέου τύπου" θεολόγοι, κληρικοί καὶ λαϊκοί, μασωνία κ.λ.π.) Ἀντέδρασε ὅμως μιά σημαντικώτατη μερίδα τοῦ Όρθόδοξου λαοῦ τῆς Ἑλλάδος, οἱ Παλαιοημερολογίτες! Αὐτοί μέχρι σήμερα σήκωσαν καὶ σηκώνουν τὸν σταυρὸ τοῦ ὀνειδισμοῦ τοῦ Χριστοῦ. (Εἶναι ἄλλο τὸ θέμα τὸ ὅτι καὶ στὸ χῶρο τὸν δικό τους οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ἐπέφεραν τὴν διάσπαση σέ δύο παρατάξεις καὶ πολλές αὐτοφυεῖς ψευδεπίγραφες παραφυάδες, ὅπως καὶ τὴν διάβρωσή τους ἀπὸ διαβεβλημένους κληρικούς, ποὺ σκανδαλίζουν τὸ λαό)! Οἱ Παλαιοημερολογῖτες, κι εἶναι πρὸς τιμή τους, ὄχι μόνο εἶχαν κι ἔχουν μέχρι σήμερα δίκηο στά ἐκκλησιολογικά θέματα, ἀλλ' εἶχαν ἀπ' τὸ 1924 τὸ αἰσθητήριο, πού πρέπει νὰ ἔχει ὁ κάθε πιστός ἀπέναντι στήν πίστη του.
 Τά τελευταῖα χρόνια ἡ Ἐκκλησία μας ἔγινε ἔρμαιο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Οἱ ἐπίσκοποι μας καὶ οἱ θεολόγοι μας, κάνουν δύο βήματα πρὸς τὴν κακοδοξία καὶ τὴν προδοσία κι ἕνα βῆμα πίσω πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι φανερό ὅμως, πῶς κάποτε τά βήματα αὐτά φθάνουν στὸ τελικό σκοπό, πού εἶναι ὁ ἀφανισμός τῆς Ὀρθοδοξίας!
 Καὶ σήμερα, τέλειωσαν πιά τὰ ψέμματα! Ἐκεῖ, φθάσαμε! Γίναμε κατ' οὐσίαν Φράγκοι! Τίποτε, πλέον, δὲν μᾶς χωρίζει ἀπ' τὸν πάπα! Γιὰ νὰ ἐνωθοῦμε πλήρως, ἀπομένει νὰ ὀργανωθοῦν οἱ φιέστες καὶ τὰ πανηγύρια γιὰ τὸ γιορτασμό τῆς ἐπίσημης ἀνακοίνωσης τοῦ "μεγάλου γεγονότος", τῆς μεγάλης προδοσίας, τῆς ἐνώσεως μας μὲ τὸν πάπα! Τότε θὰ μνημονεύουμε τὸν "ἀντίχριστον" πάπα, κατά τὸν ἅγιον Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, στοὺς ναοὺς μας!
 Ὅταν λέμε "τέλειωσαν τὰ ψέμματα", δὲν ὑπερβάλλουμε! Γιατί πράγματι οἱ ἐπίσκοποι μας καὶ οἱ θεολόγοι μας, οἱ "νέου τύπου", πιστεύουν ὅτι τίποτε δὲν μᾶς χωρίζει ἀπ' τοὺς παπικούς!
 Τό ὡμολόγησαν τὸ παρελθόν ἕτος (Ἰούνιο 1993) στὸ Μπελεμέντ τοῦ Λιβάνου. Σέ συμφωνία πού συνῆψαν μὲ τοὺς Λατίνους ἐδέχθησαν ὅτι οἱ αἱρετικοί Φράγκοι ἦταν πάντοτε... Ὀρθόδοξοι! Ὅτι ἔχουν ἀποστολική διαδοχή κι ἔγκυρα μυστήρια!
 Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτά, εἶναι δυνατόν νὰ ἱσχυρισθῇ κανείς, ὅτι μᾶς χωρίζει κάτι ἀπ' τοὺς παπικούς; Ἀσφαλῶς, ὄχι!
 Τότε, γιατί δὲν ἐνωνόμαστε; Ἤ καλύτερα: τότε, γιατί δὲν ἐνώνονται ἐπιτέλους μὲ τὸν πάπα νὰ τελειώνουμε; Ναί, νὰ τελειώνουμε!
 Τὸ περίεργο στήν ὑπόθεση αὐτὴ , δὲν εἶναι τὸ ὅτι ἐπίκειται ἡ ἔνωση μὲ τὸν πάπα! Τὸ περίεργο εἶναι, τὸ ὅτι ἀκόμη δὲν ἀναγγέλθηκε ἡ ἔνωση αὐτὴ, ἐφόσον τίποτε δὲν μᾶς χωρίζει πλέον ἀπ' τὸν παπισμό! Ἐφόσον πέρασε ἤδη τόσος χρόνος ἀπ' τή συμφωνία τοῦ Μπελεμέντ καὶ οὐδείς ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἢ ἄλλος κληρικός διαμαρτυρήθη γιὰ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ. Κανένας τους δὲν ἔπαυσε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς πλέον ποιμένες της Ἐκκλησίας μας.
 Ἀκόμη, οὔτε αὐτοὶ οἱ Ἁγιορεῖτες τόλμησαν ν' ἀρθρώσουν λέξη. Μελετοῦν, λένε, τὸ θέμα καὶ τὸ ξαναμελετοῦν, γιὰ νὰ μὴν κακοκαρδίσουν τὸν Βαρθολομαῖο, πού τελευταῖα ἐφεῦρε τὴν φάμπρικα ν' ἀφορίζει ὅποιον ὀρθόδοξο θεολόγο στήνεται ἐμπόδιο στά σχέδια του! Οὔτε αὐτός ὁ πολύς ἡγούμενος τῆς Γρηγορίου, πού στὸ παρελθόν ἀπ' τὴν μιά μεριά διεμαρτύρετο γιὰ ἐσωτερική κατανάλωση", γιὰ νὰ καθυσηχάζει τοὺς καλογήρους του ὅτι αμύνεται τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἀπ' τὴν ἄλλη ζητοῦσε τὴν κατανόηση τοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν στάση του! (Σημ. συντ. ἡ ἱερά Κοινότης ἀπέστειλε ἔκτοτε "μυστικῶς" στὸν κ. Βαρθολομαῖον ἕνα κείμενο διαμαρτυρίας πού δὲν θυμίζει καθόλου παλαιότερα κείμενα τοῦ Ἁγίου Ὄρους).
 ἘΕρωτοῦν μερικοί, μᾶλλον ἀφελεῖς: Πῶς εἶναι δυνατόν ν' ἀναγγελθῇ ἐπίσημα ἡ μεγάλη αὐτή προδοσία; Εἶναι, λένε, σάν ν' ἀναγγελθῇ ὅτι ἐνωνόμαστε μὲ τὸ Ἰσλάμ! Εἶναι δυνατὸν νὰ τολμήσουν κάτι τέτοιο;
 Καὶ βέβαια, εἶναι! Κι ἂς μὴ μᾶς κάνει ἐντύπωση. Αὔριο, ὅσοι ζοῦν θ' ἀκούσουν ὅτι ἐνωθήκαμε καὶ μὲ τό... Ἰσλάμ! Ἀρκεῖ νὰ ζεῖ ὁ Παρθένιος, ὁ "μεγάλος θεολόγος" κατά Βαρθολομαῖον, πού ἐδογμάτισε ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης τοῦ Θεοῦ (Αὐτόν τὸν κύριον ὑπηρετεῖ καὶ μνημονεύει ὁ Γρηγοριάτης ἱερομ. π. Μελέτιος στὴν Αφρικὴ!!!). Ἀφοῦ, εἶναι προφήτης, γιατί νὰ μὴν ἐνωθοῦμε καὶ μ' αὐτόν;
 Ἡ μεγάλη προδοσία, ἡ ἔνωση μὲ τοὺς Λατίνους, θ' ἀναγγελθῇ πολύ σύντομα. Ὕστερα ἀπ' τὴν σύγκληση μιᾶς "Μείζονος" ἢ "Οἰκουμενικῆς" Συνόδου, ὅπως προφήτευσε ὁ Κοσμᾶς Φλιαμιᾶτος! Ὁ λαός, ὁ "καθήμενος ἐν σκότει", θὰ ἀδιαφορήσει, ὅπως ἀδιαφορεῖ καὶ σήμερα, ποὺ οἱ Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες μας, μὲ προτροπή τοῦ Μητροπολίτη Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἀπεφάσισαν τὴν ἔνωση μας μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες καὶ τὴν παραδοχή μας τοῦ αἱρεσιάρχου Διοσκόρου ὡς... τοπικοῦ ἁγίου!
 Ἡ ἔνωση μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες (γιά τὴν ὁποῖα καὶ πάλι ΜΟΝΟ οἱ Παλαιοημερολογίτες ἀντέδρασαν!) ἦταν στὸ σχέδιο τῶν ἐχθρῶν τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ νὰ προλειάνει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἔνωση μας μὲ τὸν πάπα!
 Διότι ἐφ' ὅσον δεχθήκαμε τοὺς αἱρετικοὺς Μονοφυσῖτες ὡς ὀρθοδόξους, πού ἔχουν μάλιστα ἀναθεματισθῇ ἀπὸ τέσσερες οἰκουμενικές Συνόδους, καὶ ἀποφασίσαμε τὴν ἔνωση μαζί τους στὸ Σαμπεζύ, τὸν Νοέμβριο 1993, γιατί νὰ μὴν ἐνωθοῦμε καὶ μὲ τοὺς παπικοὺς Φράγκους ἢ Λατίνους, ποὺ καὶ σ' αὐτοὺς δώσαμε στὸ Μπελεμέντ πιστοποιητικὸ ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ στὸ κάτω κάτω δὲν ἔχουν ἀναθεματισθῇ ἀπὸ οἰκουμενική Σύνοδο;
 Τά πράγματα τῆς  'Ορθοδοξίας εἶναι τραγικά! Ὑπάρχουν μερικοί ἀφελεῖς, πού ναρκισσεύονται ὅταν ἀκοῦνε μερικοὺς δυτικοὺς νὰ λένε ὅτι ὁ εἰκοστὸς πρῶτος αἰῶνας θὰ εἶναι ὁ αἰῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως γράφει ὁ π. Μαστρογιαννόπουλος στὸ βιβλίο τοῦ "Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας". Ναὶ, οἱ δυτικοὶ ξέρουν τί γράφουν. Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε νὰ "γιγνώσκουμε ἅ ἀναγιγνώσκουμε" στὰ γραπτὰ τῶν ξένων! Ὁ εἰκοστός πρῶτος αἰώνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ποιᾶς Ὀρθοδοξίας; Αὐτῆς, ποὺ στοὺς ναούς θὰ μνημονεύεται ὁ... πάπας! Τῆς Οὐνίας!
 Αὐτή, τὴν Ὀρθοδοξία νοσταλγοῦν οἱ ξένοι. Αὐτήν τὴν Ὀρθοδοξία μᾶς ἑτοιμάζουν οἱ δεσποτάδες μας κι οἱ θεολόγοι μας, οἱ "σύγχρονες πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως"!
 Θά ἦταν μεγάλη ἡ προσφορὰ στήν πραγματικὴ Ὀρθοδοξία, ἐὰν ὁ Θεὸς παραχωροῦσε καὶ "τυφλώνονταν" οἱ Πατριάρχες μας, οἱ ἀρχιεπίσκοποί μας, οἱ ἐπίσκοποί μας καὶ οἱ θεολόγοι μας κι ἀνεκοίνωναν τώρα τὴν ἔνωση τους μὲ τὸν πάπα!

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, πῶς ἕνα μεγάλο μέρος, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὑποτιθεμένου Ὀρθοδόξου λαοῦ ὑπό τὴν πνευματικὴ ποδηγεσία τῶν ἐξομολόγων τους καὶ τῶν νεοορθοδόξων ἁγιορειτῶν θὰ προσχωροῦσε σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση, γιὰ νὰ παραμείνουν δῆθεν ἐνωμένοι μὲ τὴν "Ἐκκλησία", τοῦ Βαρθολομαίου, Παρθενίου, Ἀλεξίου, Ἰγνατίου, Σεραφείμ, Ἰακώβου, Στυλιανοῦ καὶ.. ὁσίου Μελετίου Καλαμαρᾶ!
 Ὑπάρχει ὅμως μιά μερίδα ὀρθοδόξου λαοῦ, μιά μικρή μερίδα, ἴσως πολύ πολύ μικρή μερίδα, ποὺ δὲν θὰ προσκυνήσει τὸν πάπα. Δὲν θ' ἀσπασθῇ τὴν παντούφλα του! Γι' αὐτὸ, ἴσως εἶναι καλύτερα νὰ προχωρήσουν οἱ ἀθεόφοβοι τώρα στήν ἔνωσή τους μὲ τὸν πάπα! Γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε! Νὰ χωρίσουμε Ὀρθόδοξοι καὶ κακόδοξοι! Μόνο, ἔτσι, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ σωθῇ ὅ,τι εἶναι δυνατόν νὰ περισωθῇ!
 Ἄντε, λοιπόν, ἐπιτέλους τελειώνετε, κύριοι ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι!
Ἄντε, κ. Βαρθολομαῖε "ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον" (Ἰω. ιγ' 27). Γρήγορα, νὰ τελειώνετε!

Ομιλία εις την Δευτέραν Παρουσίαν Του Κυρίου (Αγ. Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων)


Ομιλία εις την Δευτέραν Παρουσίαν Του Κυρίου (Αγ. Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων)
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: κε΄ 31 – 46.

Είπεν ο Κύριος: όταν έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επι θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μέν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δέ ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο Βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού: δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν απο καταβολής κόσμου. Επείνασα γάρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες: Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δέ σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δέ σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο Βασιλεύς ερεί αυτοίς: αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων: πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πύρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γάρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται Αυτώ και αυτοί λέγοντες: Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και ου διηκονήσαμέν Σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων: αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.


Απόδοση:

Είπε ο Κύριος: «Όταν έρθει ο Υιός του Ανθρώπου με όλη τη μεγαλοπρέπεια και θα τον συνοδεύουν όλοι οι άγιοι άγγελοι, θα καθίσει στο βασιλικό θρόνο του. Τότε θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη, και θα τους ξεχωρίσει όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα κατσίκια. Τα πρόβατα θα τα τοποθετήσει στα δεξιά του και τα κατσίκια στ’ αριστερά του. Θα πει τότε ο βασιλιάς σ’ αυτούς που βρίσκονται δεξιά του: ‘‘ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου. Γιατί, πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και μ’ επισκεφθήκατε, φυλακισμένος κι ήρθατε να με δείτε’’. Τότε θα του απαντήσουν οι άνθρωποι του Θεού: ‘‘Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιείς; Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον κι ήρθαμε να σε επισκεφθούμε;’’ Τότε θα τους απαντήσει ο βασιλιάς: ‘‘σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα κάνατε για μένα’’.
Ύστερα θα πει και σ’ αυτούς που βρίσκονται αριστερά του: ‘‘φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι• πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του. Γιατί, πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν ήρθατε να με δείτε’’. Τότε θα του απαντήσουν κι αυτοί: ‘‘Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον ή διψασμένον ή ξένον ή γυμνόν ή άρρωστον ή φυλακισμένον και δε σε υπηρετήσαμε;’’ Και θα τους απαντήσει: ‘‘σας βεβαιώνω πως αφού δεν τα κάνατε αυτά για έναν από αυτούς τους άσημους αδερφούς μου, δεν τα κάνατε ούτε για μένα’’. Αυτοί λοιπόν θα πάνε στην αιώνια τιμωρία, ενώ οι δίκαιοι στην αιώνια ζωή».
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)
Ομιλία του Αγίου Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου

«Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος»

Διακηρύττουμε παρουσίαν Χριστού, όχι μόνον μίαν αλλά και δευτέραν, πολύ καλλιτέραν της προηγουμένης. Διότι η πρώτη αποτελούσε επίδειξιν υπομονής, ενώ η ερχομένη φέρει το στέμμα της θείας Βασιλείας. Πράγματι στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τα πάντα, ως επί το πλείστον, είναι διπλά. Διπλή γέννησις, μία από τον Θεόν προαιωνίως και μία από την Παρθένον στους εσχάτους καιρούς. Δύο κάθοδοι. Μία η αφανής, και δευτέρα ένδοξος και επιφανής, η μέλλουσα. Κατά την πρώτην παρουσίαν εσπαργανώθη στην φάτνην, στην δευτέραν ενδύεται φως ως ιμάτιον. Στην πρώτην «υπέμεινε σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας», στην δευτέραν θα έλθη δοξαζόμενος, δορυφορούμενος από στρατιές αγγέλων. Δεν μένουμε λοιπόν στην πρώτην μόνον παρουσίαν, αλλά προσδοκούμε και την δευτέραν. Και είπαμε μεν στην πρώτην «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», αλλά και στην δευτέρα θα ειπούμε πάλι το ίδιον, όταν συναντήσωμε μαζί με τους αγγέλους τον Δεσπότην, και προσκυνώντας αυτόν θα ειπούμε: «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Έρχεται ο Σωτήρ όχι για να δικασθή πάλιν, αλλά για να δικάση τους δικαστάς του. Αυτός που προηγουμένως, όταν εκρίνετο, εσιωπούσε, λέγει ύστερα στους παρανόμους, υπενθυμίζοντας όσα ετόλμησαν κατά την σταύρωση: «Ταύτα εποίησας και εσίγησα». Τότε ήλθε για να εκπληρώση την Θείαν Οικονομίαν, και εδίδασκε τους ανθρώπους με την πειθώ. Τώρα όμως θα αναγκασθούν να τον αναγνωρίσουν ως Βασιλέα τους, έστω και χωρίς να το θέλουν.

Περί των δύο τούτων παρουσιών ο προφήτης Μαλαχίας λέγει: «και εξαίφνης θα έλθη εις τον ναόν αυτού ο Κύριος, ον υμείς ζητείτε». Ιδού η μία παρουσία. Και πάλι περί της δευτέρας παρουσίας λέγει: «Και ο άγγελος της διαθήκης ον υμείς θέλετε. Ιδού έρχεται Κύριος Παντοκράτωρ, και τις υπομενεί ημέραν εισόδου αυτού;». Και αμέσως στην συνέχεια λέγει ο ίδιος ο Σωτήρ: «και προσάξω προς υμάς εν κρίσει, και έσομαι μάρτυς ταχύς επί τους μάγους και επί τας μοιχαλίδας και επί τους ομνύοντας τω ονόματί μου επί ψεύδει», και τα λοιπά. Γι’ αυτό ο Παύλος θέλοντας να μας ασφαλίση εκ των προτέρων λέγει: «ει τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν και άργυρον και λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται». Ήδη και ο Παύλος έχει επισημάνει τις δύο αυτές παρουσίες, όταν γράφη προς τον Τίτον και λέγει: επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα, αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Βλέπεις πώς ανέφερε μεν την πρώτην, για την οποίαν ευχαριστεί, και την δευτέραν, την οποίαν προσδοκούμε; Γι’ αυτό και η πίστις μας, όσον αφορά στο γεγονός αυτό το οποίον σας αναγγέλλουμε τώρα, μας παρεδόθη έτσι, να πιστεύωμε δηλαδή στον «ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθίσαντα εκ δεξιών του Πατρός και ερχόμενον εν δόξη, κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος».

Έρχεται λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός από τους ουρανούς, έρχεται δε στην συντέλειαν του κόσμου τούτου ενδόξως, κατά την εσχάτην ημέρα. Διότι θα γίνη συντέλεια του κόσμου τούτου, και ο κτιστός αυτός κόσμος θα ανακαινισθή πάλι. Επειδή δηλαδή επεκράτησε σε όλην την γην η διαφθορά και η κλοπή και η μοιχεία και κάθε είδος αμαρτίας, και συμβαίνουν σε όλον τον κόσμον αιμομιξίες, για να μη μείνη το θαυμαστόν αυτό κατοικητήριον πλήρες ανομίας, ο κόσμος αυτός μέλλει να παρέλθη, για να αναδειχθή ο καλλίτερος. Θέλεις να λάβης την απόδειξιν από τα ρητά της Γραφής; Άκου τον Ησαϊα που λέγει: «και ειληθήσεται ως βιβλίον ο ουρανός, και τα άστρα πεσείται ως φύλλα εξ αμπέλου, και ως πίπτει φύλλα από συκής». Και το Ευαγγέλιον λέγει: «ο ήλιος σκοτισθήσεται, και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες πεσούνται από του ουρανού». Ας μη λυπούμεθα σαν να πεθαίναμε μόνον εμείς. Και οι αστέρες θα αποθάνουν, αλλά θα ξαναγίνουν πάλιν όπως είναι τώρα. Και θα περιτυλίξη ο Κύριος τους ουρανούς όχι για να τους καταστρέψη, αλλά για να τους ανανεώση, να τους κάμη καλλιτέρους. Άκου τον Προφήτην Δαβίδ που λέγει: «κατ’ αρχάς Συ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται, Σύ δε διαμένεις». Αλλά θα ειπή κάποιος. Κοίτα, το λέγει σαφώς ότι απολούνται, θα καταστραφούν. Άκου πώς εννοεί το «απολούνται», το λέγει στην συνέχεια: «και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον (σαν επανωφόρι δηλαδή) ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται». Όπως λέγεται ότι ο δίκαιος απέθανε, σύμφωνα με το γραφικόν. «Ίδετε ως ο δίκαιος απώλετο, και ουδείς εκδέχεται τη καρδία», και αυτό επειδή προσδοκούμε την Ανάσταση. Κατ’ ανάλογον τρόπο προσδοκούμε και ανάσταση των ουρανών. «Ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος, και η σελήνη εις αίμα». Ας διδαχθούν αυτοί που επέστρεψαν από την αίρεση των Μανιχαίων, και ας μη θεοποιούν πλέον τα φωτεινά σώματα του ουρανού, ούτε να θεωρούν δυσσεβώς ότι ο ήλιος αυτός που μέλλει να σκοτισθή είναι ο Χριστός. Και πάλιν άκου τον Κύριο που λέγει: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Τα κτίσματα δηλαδή δεν είναι ισότιμα με τους λόγους του Δεσπότου…

Αναμένουμε λοιπόν όντως και προσδοκούμε τον Κύριον ερχόμενον από τους ουρανούς, επάνω σε νεφέλες. Θα ηχήσουν τότε σάλπιγγες αγγελικές. Πρώτοι θα αναστηθούν όσοι από τους νεκρούς έχουν κοινωνίαν με τον Χριστόν. Έπειτα αρπάζονται σε νεφέλες όσοι ευλαβείς θα ζουν τότε, λαμβάνοντας ως έπαθλο την τιμήν αυτήν η οποία υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, επειδή και ηγωνίσθησαν υπεράνθρωπα, όπως λέγει ο Παύλος. «Ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον. Έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι, άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα».

Την εγνώριζεν αυτήν την Παρουσίαν του Κυρίου ο Εκκλησιαστής, όταν έλεγε: «ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου». Και τι θα γίνη όταν έλθη ο Κύριος; «Ανθήσει το αμύγδαλον και παχυνθήσεται η ακρίς, και διασκεδασθήσεται η κάππαρις». Όπως μάλιστα λέγουν οι ερμηνευταί, η ανθισμένη αμυγδαλιά σημαίνει ότι ο χειμών παρήλθε. Μετά δε τον χειμώνα μέλλουν να ανθήσουν τα σώματά μας, να γίνουν άνθη επουράνια. Και θα παχυνθή η ακρίς, η πτερωτή ψυχή, περιβαλλομένη το σώμα της. «Και διασκεδασθήσεται η κάππαρις», θα διασκορπισθούν δηλαδή οι ακανθώδεις παράνομοι.

Βλέπεις ότι όλοι προλέγουν την Παρουσίαν του Κυρίου; Βλέπεις ότι γνωρίζουν την φωνήν του σπουργίτη; Ποίαν φωνήν; Ας ιδούμε: «Ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού». Αρχάγγελος απευθύνεται σε όλους και λέγει: «εγείρεσθε εις απάντησιν του Κυρίου», και θα είναι φοβερά η κάθοδος του Δεσπότου. Και σύμφωνα με την Γραφήν που έχουμε αναγνώσει, «ο Υιός του ανθρώπου έρχεται προς τον Πατέρα επί των νεφελών του ουρανού, ποταμού πυρός έλκοντος», ο οποίος δοκιμάζει τους ανθρώπους. Όποιος έχει έργα χρυσά, γίνεται λαμπρότερος. Όποιος έχει έργα σαθρά, τα οποία δεν αντέχουν στην δοκιμήν, αφανίζονται από το πυρ. Και ο Πατήρ «καθέζεται, έχων το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και την τρίχα της κεφαλής ως έριον καθαρόν». Βεβαίως εδώ ομιλεί ανθρωπίνως. Τι εννοεί δηλαδή; Ότι είναι Βασιλεύς εκείνων που δεν εμολύνθησαν από αμαρτίες. Διότι λέγει «λευκανώ τας αμαρτίας υμών ως χιόνα και ωσεί έριον», που συμβολίζουν εδώ την συγχώρηση των αμαρτιών ή και την αναμαρτησίαν. Έρχεται δε ο Κύριος από τους ουρανούς επάνω σε νεφέλες, αφού με νεφέλες ανέβη εκεί...

Αλλά ποίον θα είναι το σημείον της Παρουσίας αυτού, ώστε να μην τολμήση κάποια εναντία δύναμις να το μιμηθή; «Και τότε», λέγει, «φανήσεται το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ». Και το αληθές και διακριτικόν σημείον του Χριστού είναι ο σταυρός. Το φωτοειδές σημείον του σταυρού προηγείται του Βασιλέως, αναγγέλλοντας αυτόν ο οποίος είχε τότε σταυρωθεί, ώστε να τον ιδούν οι Ιουδαίοι οι οποίοι τότε τον είχαν κεντήσει στην πλευράν και είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Να θρηνήσουν πικρώς κάθε φυλή χωριστά, και να ειπούν: Αυτός είναι εκείνος που εραπίσθη, αυτός είναι εκείνος τον οποίον περιέβαλλαν με δεσμά, αυτός είναι εκείνος τον οποίον εξηυτέλισαν, αφού πρώτα τον εσταύρωσαν. Και θα ειπούν τότε: Πού να πάμε για να αποφύγωμε την οργήν σου; Αλλά από πουθενά δεν θα ημπορέσουν να ξεφύγουν, αφού θα τους έχουν περικυκλώσει οι στρατιές των αγγέλων. Φόβητρον θα είναι το σημείον του σταυρού για τους εχθρούς του, και χαρά για τους φίλους του, οι οποίοι επίστευσαν σ’ αυτόν ή τον εκήρυξαν ή έπαθαν γι’ αυτόν. Ποίος άραγε θα είναι μακάριος να ευρεθή τότε φίλος του Χριστού; Δεν καταφρονεί τους δούλους τους ιδικούς του ο τόσον ένδοξος Βασιλεύς, αυτός που περιστοιχίζεται από αγγέλους, ο σύνθρονος με τον Πατέρα. Και για να μην αναμιχθούν οι εκλεκτοί με τους εχθρούς, «αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος μεγάλης, και επισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων». Αφού δεν κατεφρόνησε τον Λώτ, που ήταν ένας, πώς είναι δυνατόν να καταφρονήση τους πολλούς δικαίους; «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου», θα ειπή προς εκείνους που θα επιβαίνουν σε νεφελώδη άρματα, και οι οποίοι θα έχουν συναχθή από τους αγγέλους.

Αλλά θα ειπή κάποιος από τους παρόντες. Είμαι πτωχός, ή θα συμβή τότε να ευρεθώ ασθενής στο κρεββάτι, ή είμαι γυναίκα και θα ευρίσκωμαι εκείνην την ώρα στον μύλο. Μήπως θα περιφρονηθούμε; Έχε θάρρος, άνθρωπέ μου. Ο Κριτής είναι απροσωπόληπτος. «Ου κατά την δόξαν κρινεί, ουδέ κατά την λαλιάν ελέγξει». Δεν προτιμά τους λογίους από τους απαιδεύτους, ούτε τους πλουσίους από τους πτωχούς. Και στον αγρόν αν είσαι, θα σε παραλάβουν οι άγγελοι. Μη νομίσης ότι θα πάρη τους γαιοκτήμονες και εσέ που είσαι γεωργός θα σε αφήση. Και αν είσαι δούλος ή πτωχός, μην αγωνιάς. Αυτός που έλαβε μορφήν δούλου δεν καταφρονεί τους δούλους. Και αν είσαι στο κρεββάτι ασθενής, έχει γραφή: «Τότε δυο έσονται επί κλίνης μιάς, εις παραλαμβάνεται, και εις αφίεται». Και αν κατ’ ανάγκην ευρεθής να εργάζεσαι στον μύλον, άνδρας η γυναίκα, και αν φορής χειροπέδες, δεν θα σε παραβλέψη αυτός που ηλευθέρωσε τον Ιωσήφ και τον οδήγησε από την δουλεία και την φυλακή στην βασιλείαν. Θα λυτρώση και σε από τις θλίψεις και θα σου χαρίση την Βασιλείαν των Ουρανών. Μόνον να έχης θάρρος, μόνον να εργασθής πνευματικώς, μόνον να αγωνισθής προθύμως. Επειδή τίποτε δεν πάει χαμένο. Κάθε σου προσευχή και ψαλμωδία έχει καταγραφεί. Κάθε σου ελεημοσύνη έχει καταγραφεί, κάθε νηστεία έχει καταγραφεί, κάθε γάμος που διεφυλάχθη καλώς έχει καταγραφεί. Έχει καταγραφεί και η εγκράτεια που έγινε για τον Θεόν. Τα πρωτεία δε των στεφάνων μεταξύ όλων των καταγεγραμμένων τα έχει η παρθενία και η αγνότης. Και μέλλεις να λάμπης ως άγγελος. Αλλά όπως ήκουσες ευχαρίστως τα καλά, άκου τώρα με ψυχραιμία και τα αντίθετα. Έχει καταγραφεί κάθε σου πλεονεξία, έχει καταγραφεί κάθε σου πορνεία, έχει καταγραφεί κάθε σου επιορκία και βλασφημία και μαγεία και κλοπή και φόνος. Όλα αυτά λοιπόν είναι καταγεγραμμένα, όσα έχεις πράξει μετά το βάπτισμα. Διότι αυτά που είχες κάμει προηγουμένως εξαλείφονται.

«Όταν δε έλθη», λέγει, «ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού». Βλέπε, άνθρωπε, ενώπιον πόσων θα εμφανισθής στο κριτήριον. Θα είναι τότε παρόν όλο το γένος των ανθρώπων. Αναλογίσου λοιπόν πόση είναι η φυλή των Ρωμαίων, αναλογίσου πόσοι είναι οι άλλοι, οι βάρβαροι οι οποίοι ζουν τώρα και πόσοι έχουν ταφεί τα τελευταία εκατό χρόνια. Πόσοι ετάφησαν μέσα σε χίλια χρόνια. Αναλογίσου πόσοι είναι από τον Αδάμ μέχρι σήμερα. Μεγάλο πλήθος βέβαια, αλλά και πάλι μικρόν είναι, διότι οι άγγελοι είναι περισσότεροι. Εκείνοι είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα, η δε ανθρωπότης μόνον το ένα. Διότι ανάλογα με το μέγεθος όλων των τόπων πρέπει να υπολογίζωμε και το πλήθος των κατοίκων τους. Η κατοικουμένη γη, ευρισκομένη κατά κάποιον τρόπον στο κέντρον του ενός ουρανού, έχει τόσον μεγάλο πλήθος. Ο ουρανός που την περιβάλλει πόσον πλήθος έχει; Και οι ουρανοί των ουρανών δεν είναι αυτονόητον ότι κατοικούνται από πλήθος αναρίθμητον; Πράγματι έχει γραφή: «χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ και μύριαι μυριάδες παρειστήκεσαν αυτώ». Όχι ότι είναι τόσο μόνο το πλήθος, αλλά επειδή ο Προφήτης δεν ημπορούσε να εκφράση μεγαλύτερον αριθμόν. Παρευρίσκεται λοιπόν τότε στο κριτήριον ο Θεός και Πατήρ των απάντων, μαζί του θα κάθηται ο Ιησούς Χριστός, θα είναι δε παρόν και το Αγιον Πνεύμα. Αγγελική σάλπιγγα θα προσκαλέση όλους εμάς, οι οποίοι θα φορούμε ως ένδυμα τα έργα μας. Άραγε δεν οφείλουμε να αγωνιούμε από τώρα; Και μη νομίσης, άνθρωπε, ότι είναι μικρά καταδίκη το να κατακριθής ενώπιον τόσου πλήθους. Μήπως δεν προτιμούμε πολλές φορές να αποθάνωμε παρά να κατηγορηθούμε από φίλους;

Ας έχωμε την αγωνίαν, λοιπόν, αδελφοί, μη μας καταδικάση ο Θεός, ο οποίος, αν πρόκειται να μας καταδικάση, δεν έχει ανάγκην από εξέτασιν ή έλεγχο. Μην ειπής ότι ήταν νύκτα όταν επόρνευσα η έκανα μαγείες η έπραξα κάτι άλλο, και δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί. Από την συνείδησή σου κρίνεσαι. Σε αναγκάζει να ειπής την αλήθεια το φοβερόν πρόσωπον του Κριτού, ή μάλλον, και αν δεν την ειπής, σε ελέγχει. Διότι θα αναστηθής φορώντας τις αμαρτίες σου ή τις αρετές σου. Τι λέγει λοιπόν ο Κριτής περί της ενδυμασίας ή μη των έργων σου; «Και συνάξουσιν έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη». Διότι πρέπει τα πάντα να κλίνουν γόνυ ενώπιον του Χριστού, τα επουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια. «Και αφορίσει αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων». Πώς διαχωρίζει ο ποιμήν; Μήπως ερευνά κάποιο βιβλίον, να μάθη ποίον είναι πρόβατον, και ποίον ερίφιον; Ή τα διακρίνει από την εμφάνιση; Δεν φανερώνει το μαλλί το πρόβατον, το δε σκληρόν και τριχωτόν το ερίφιον; Έτσι, εάν μεν καθαρισθής τώρα από τις αμαρτίες σου, έχεις στο εξής τις πράξεις σου ως έριον καθαρόν, και η στολή σου μένει αμόλυντος. Από την ενδυμασίαν αναγνωρίζεσαι ότι είσαι πρόβατον, εάν όμως ευρεθής τριχωτός, όπως ο Ησαύ, που ήταν δασύτριχος και ελαφρόμυαλος, και ο οποίος έχασε τα πρωτοτόκια για το φαγητό και επώλησε το αξίωμά του, θα ταχθής με την αριστεράν μερίδα. Μη γένοιτο όμως κάποιος από τους παρόντες να αποβληθή από την χάριν, ούτε εξ αιτίας των φαύλων πράξεών του να ευρεθή στα αριστερά τάγματα των αμαρτωλών.

Είναι αληθώς φοβερά η κρίσις, και προξενούν φόβον αυτά που προαναγγέλλονται. Ευρίσκεται ενώπιόν μας η Βασιλεία των ουρανών, έχει ετοιμασθή και το πυρ το αιώνιον. Πώς, λοιπόν, θα ειπή κάποιος, θα αποφύγωμε το πυρ; Και πώς θα εισέλβωμε στην Βασιλείαν; «Επείνασα», λέγει, «και εδώκατέ μοι φαγείν». Ιδού ο τρόπος. Δεν χρειάζεται αλληγορία εδώ, αλλά να εκτελέσωμε τα λεγόμενα. «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγαγετέ με. Γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με. Εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με». Εάν τα πράξης αυτά, θα συμβασιλεύσης. Εάν όμως δεν τα πράξης θα κατακριθής. Άρχισε λοιπόν από τώρα να τα εργάζεσαι αυτά, και επίμενε στην πίστη, για να μην αποκλεισθής έξω, αναβάλλοντας να αγοράσης το έλαιον σαν τις μωρές παρθένους. Μην ξεθαρρευθής επειδή απλώς κρατείς την λαμπάδα, αλλά διατήρησέ την αναμμένην. Ας λάμψη το φως των καλών έργων σου ενώπιον των ανθρώπων, και μη βλασφημείται εξ αιτίας σου ο Χριστός. Φόρεσε ένδυμα αφθαρσίας, διαπρέποντας στα καλά έργα, και όποιαν υπόθεσιν αναλάβης κατ’ οικονομίαν από τον Θεόν για να την διαχειρισθής, να την διαχειρισθής με τρόπον χρήσιμο. Σου ενεπιστεύθη χρήματα; Διαχειρίσου τα καλά. Σου ενεπιστεύθη λόγον διδασκαλίας; Καθοδήγησε καλώς τις ψυχές των ακροατών σου. Ημπορείς να προϊστασαι; Κάμε το αυτό με ζήλον. Υπάρχουν πολλοί τρόποι καλής διαχειρίσεως, μόνο να μη καταδικασθή κάποιος από εμάς και να μην αποβληθή, αλλά με παρρησία να συναντήσωμε τον αιώνιον Βασιλέα Χριστόν, ο οποίος βασιλεύει αιωνίως. Πράγματι, αυτός που θα κρίνη ζώντες και νεκρούς θα βασιλεύη αιωνίως, αφού απέθανε προς χάριν ζώντων και νεκρών, όπως λέγει και ο Παύλος. Και αν κάποτε ακούσης κάποιον να λέγη ότι η Βασιλεία του Χριστού έχει τέλος, μίσησε την αίρεση. Είναι άλλη μία κεφαλή του δράκοντος, που ενεφανίσθη τώρα τελευταία στην Γαλατίαν… Αν και έχω πάρα πολλές μαρτυρίες από τις Θείες Γραφές περί της ατελευτήτου στους αιώνες Βασιλείας του Χριστού, θα αρκεσθώ σ’ αυτά, επειδή είπαμε πολλά σήμερα. Συ δε ο ακροατής να προσκυνής μόνον εκείνον ως Βασιλέα, αποφεύγοντας κάθε αιρετικήν πλάνην. Και αν επιτρέψη η χάρις του Θεού, θα ειπούμε με τον καιρό και τα υπόλοιπα της πίστεώς μας. Είθε ο Θεός των όλων να σας διαφυλάξη όλους, ώστε να διατηρήτε στην μνήμην σας τα σημεία της συντελείας του κόσμου, και να μείνετε ακατανίκητοι από τον Αντίχριστον. Έμαθες τα σημεία του πλάνου που πρόκειται να έλθη. Έλαβες τις αποδείξεις του αληθινού Χριστού, του κατερχομένου φανερώς από τους ουρανούς. Τον μεν ένα, τον ψευδή, απόφευγέ τον. Τον δε άλλον τον αληθινόν, προσδόκα τον. Έμαθες τον τρόπον πώς στην Κρίσιν θα καταταγής εκ δεξιών του. Τήρησε αυτά που σου ενεπιστεύθη ως παρακαταθήκην ο Χριστός, διαπρέποντας σε έργα αγαθά, ώστε να παρουσιασθής με παρρησίαν ενώπιον του Κριτού, και να κληρονομήσεις την Βασιλείαν των Ουρανών, δι’ ου και μεθ’ ου η δόξα τω Θεώ συν αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.


(4ος αιών. Από την ιε΄ Κατήχησι Φωτιζομένων. Εκδ. "Ετοιμασία" σελ. 304. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 473 και εξής. Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς)


Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΓΑΛΗ
Μόνον μετάνοια καὶ ἐπιστροφῆ εἰς τὰς Ἐκκλησιαστικάς Παραδόσεις θὰ μᾶς σώση.

Μετὰ μεγίστης προσοχῆς, ἀγαπητοὶ νὰ ἰδῆτε,
ταχέως νὰ ἐξυπνήσετε, καὶ νὰ διορθωθῆτε.
Μετάνοιαν Νινευτϊτῶν, δείξατε νὰ σωθῆτε,
ἐκ τῶν ἐπερχομένων μας, ὅπως ἀπαλαγῆτε.
Ὀρθόδοξ’ ἐκκλησίαν μας, ὅλοι ν’ ἐπιστραφῆτε,
παύσει Θεοῦ μεγάλη ὀργή, δεινῶν ἀπαλλαχθῆτε.
Εἰδ’ ἄλλως μὲν καὶ μένετε Φράγκων Κακοδοξίαν,
μεγαλητέρα ἔρχεται, ὀργὴ πρὸς τιμωρίαν.
Μετανοήσατ’ ἄνθρωποι ἐκ τῶν πολλῶν κακῶν σας,
ἵνα μὴ αἰφνηδίως τε, λάβετε θάνατόν σας.
Ἄν δὲν μετανοήσητε πάντες μὲν θὰ χαθῆτε,
πρὸ πάντων δ’ οἱ κακόδοξοι, θὰ καταποντισθῆτε.
Μὴν ἀναβάλωμεν καιρὸν, ψυχῆς μας μετανοὶας,
καὶ ὡς τῆς ἀσπίδος τὸν ἰόν κατὰ κακοδοξίας.
Διότι οὐαὶ καὶ κ’ ἀλλοίμονον, θάνατος αἴφνης ἔλθει,
καὶ ὁ πολύτιμος καιρὸς, μετανοίας παρέλθει.
Καλλίτερον ὁ ἀνθρωπος, ἐν κόσμω, μὴ γεννᾶται,
παρ’ ἐν κολάσει πάντοτε ἐν ἇδη ὀδυνᾶται.
Καὶ οὗτος ὁ προορισμός, ἐν γῆ ἀνθρώπου σώσει,
ψυχήν του τὴν πολύτιμον, θανάτου διασώσει.
Καὶ τὸν πολύτιμον Χριστὸν Μαργαρίτην κερδίση,
τὴν Βασιλείαν Οὐρανῶν, ἵνα κληρονομήση.
Νὰ συναγάλλεται ὁμοῦ, μετὰ πάντων ἁγίων,
Προφητῶν Ἀποστόλων μας, μαρτύρων καὶ ὁσίων.
Ἐὰν ὅμως κολασθῆ καὶ δὲν μετανοήση,
καὶ ὡς πιστός Ὀρθόδοξος, μετάνοιαν δὲν δείξει.
Οὐαὶ κι’ἀλλοίμονον σ’ αὐτὸν, ἐν φοβερᾶ τῆ κρίσει,
ἀκούσει τὸ πορεύεσθαι τελεία κατακρίσει.
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ † ΑΓΙΟΥ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ κ.κ. ΜΑΤΘΑΙΟΥ

BAPTISM - The Baptism of Heretics and the Orthodox Church

BAPTISM - The Baptism of Heretics and the Orthodox Church
One of the most serious accusations leveled against Traditional Orthodox Christians is that we ‘re-baptize’ non-Orthodox believers who have already been baptized using the Trinitarian formula in their former churches. The allegation is serious because if it is true then every Traditional Orthodox Bishop and priest who has administered the sacrament of baptism to non-Orthodox believers is liable to be deposed. The canons of the Church are absolutely clear on this point. Canon 47 of the Canons of the Holy Apostles of the Pedalion says:

If a Bishop or Presbyter baptize anew anyone that has had true baptism, or fail to baptize anyone that has been polluted by the impious, let him be deposed, on the ground that he is mocking the Cross and death of the Lord and failing to distinguish priests from pseudo-priests.

Critics often use this Canon to claim (wrongly) that Traditional Orthodox priests and Bishops have all been ‘deposed’ for daring to ‘re-baptize’ those with ‘valid Trinitarian baptisms’. Well, there are two things we need to consider before we can even talk about depositions, excommunications and reductions to the lay-state – all catchphrases tossed about carelessly in today’s extremely chaotic ecclesiastical atmosphere.

Firstly, despite their fondest wishes, our critics may need to note one troublesome point: they claim that Traditional Bishops and priests are ‘automatically’ deposed by the very act of ‘re-baptism’. This is a very convenient thing, this ‘automatic’ defrocking – but unfortunately, it is not an Orthodox thing. It is a Roman thing. Only the canon law of the Roman Church knows excommunications and depositions incurred latae sententiae – in other words, automatically. Orthodox ecclesiology knows no such thing as automatic sentences. The juridical body in the Orthodox Church is the Holy Synod of Bishops canonically in charge of a particular geographical area – the province. Only the Synod may apply the rules (canons) of the Church in a particular case. In the Orthodox understanding, rules – no matter how perfectly framed – do not have immediate juridical power. They have to be applied by the living successors of the Apostles, the Bishops. Of course, these successors have to be successors in fact, not successors merely in name. For example, if you have a so-called ‘Orthodox’ bishop who has communion in prayer with heretics, schismatics and pagans, overturns the Church calendar so as to celebrate feasts in common with other so-called ‘sister-Churches of world(ly) Christianity’, allows the cremation of the dead – you get the idea…

So, you have a rule, given in wisdom by the Fathers. It has to be applied to a particular case by the living successors of the Apostles who carry on the mantle of apostolic authority given by our Lord. These successors have to be true successors in faith and not merely in name. Then, you have a valid deposition. (This is why, although we all know that Nestorius was an out and out heretic and heresiarch even before the Third Ecumenical Council was convened, he validly occupied the post of Patriarch of Constantinople until the Council met and deposed him. Church history is full of such examples.)

My question is this, then: when was this process completed against any Traditional Bishop or presbyter?

Now we come to the more interesting (and important) issue: critics attack the Church for ‘re-baptising’ heterodox who in their opinion already have a ‘valid Trinitarian baptism’ (that is baptism in the name of the Father, the Son and the Holy Spirit’). Let us read Canon 47 again. The Canon does not make any reference to ‘a valid Trinitarian baptism’ – it only alludes to a ‘true baptism’. So, in the mind of the Orthodox Church, there isn’t any issue of a ‘valid Trinitarian baptism’. Either a baptism is a true baptism, or it isn’t. If it is a true baptism, then, well – you are baptized and fully in communion. If it is not a true baptism, oops - you have a false baptism and you are not in communion.

Therefore, when a Traditional Orthodox Bishop or presbyter baptizes an heterodox believer, he is not ‘re-baptizing’ the person, but baptizing him or her for the very first time with the true Orthodox baptism which alone guarantees salvation.

Thus, in the first instance, there is no such thing as ‘re-baptism’ when the issue concerns people joining the Church from a schism or heresy. There is only baptism. In the second instance, Orthodox priests and Bishops are specifically commanded by this Canon to administer this baptism - for if they do not administer true baptism to those who do not have it, then they would be guilty of mocking ‘the Cross and death of Our Lord and failing to distinguish between true priests and pseudo-priests.’

So, in effect, we have only one question we need to ask ourselves: what is true baptism? If we could define what true baptism administered by true priests is, then it would follow quite simply that everything else would be false baptism, thus requiring a true baptism to be administered at the point of admission to the Orthodox Church.

The problem is that today many Orthodox are caught up in the ecumenist propaganda and believe that what constitutes ‘true’ baptism is the mechanical repetition of the Trinitarian formula. In other words, as long as a person has had water poured, sprinkled, splashed on him or her with the words ‘I baptize you in the name of the Father, Son and the Holy Spirit’ – then, the person is magically and automatically baptized, no matter who the person saying the words (and doing) the action is.

Is this what we are to understand of the dogma of salvation – that it is merely mechanical thing, requiring nothing more than a magic act?

This bizarre theology is the product of the Western mindset, that as long as a man has had hands laid on him by a valid Bishop, then he too becomes a valid bishop. So, whatever this ‘valid’ Bishop does, whether baptizing, chrismating or ordaining also became automatically valid ad infinitum. This error was further perfected by Thomas Aquinas, the Latin doctor, who declared that as long as the baptism had the right ‘matter’ (water – poured, sprinkled or thrown, whatever) and the right ‘form’ (the ‘right’ words – the Trinitarian formula), then the baptism was valid.

[Thomas incidentally got his theology not from the Bible, but from Aristotle, and that, by the way of commentaries of Islamic scholars such as Avicenna. The idea of form and matter is an entirely Aristotelian concept. Thomas applied it to all sacraments (mysteries) until each one of them, in the Roman conception, has an appropriate ‘matter’ and ‘form’, that makes them automatically and magically valid. Well, if you said Hey Presto and you waved the wand…]

What is the Orthodox teaching, then? The mysteries (or sacraments), including baptism, are the continuation of Christ’s presence and work in the world, and the visible means of Christ’s invisible grace. They are, in short, the means to participation in the life of the Risen Lord. It is this life that transforms man by grace into god (theosis). This is the aim of the Christian life – to be transformed so that our very being closely resembles by grace what God is by nature.

This life is ever present in the Church, which is the True Vine into whom the life of Christ is forever flowing. It is for this reason that the Apostle St Paul makes the connection between faith and baptism in his famous line to the Ephesians ‘One Lord, one faith, one baptism’ (Ephesians 4:5). Only by knowing the One Lord may one come to the one, true Faith. If one’s knowledge of the one Lord, the Holy and Indivisible Trinity, existing in three hypostases (persons) of Father, Son and Holy Spirit – but sharing the one indivisible ousia (essence) is deficient, then one’s understanding of the Faith will also be deficient. If one’s Faith is deficient, then one’s baptism by which one enters in communion with the Risen Christ will also be deficient and non-existent. [St Maximos the Confessor teaches that the aim of Faith is the salvation of man. To him, perfect faith, or union with God is achieved by means of growing from simple faith based on hearing and keeping the dogmas of Revelation to a perfect faith, based on directly attaining union with God. St Maximos points out that the heretic who fails to keep the Revelation as received by the Apostles intact, loses any possibility of growing to perfect faith, and consequently, attaining union with God, and thus, salvation).

The Orthodox Church, by ever proclaiming the True Faith (orthos ‘right’; doxia ‘praise, belief) in the Holy Trinity, never deviating even for a moment into the errors of the Arians, Monophysites and Nestorians preserves the true knowledge of God. This allows it to worship rightly the ineffable Godhead in Three Persons. This preserves its baptism from error and invalidity.

Also, because the Faith is one, as the understanding of the one true God can only be one, then the Church is also one – because only a community that preserves and proclaims this true and one Faith can be the visible sign of the life in Christ. Anyone, who believes as this Church believes, is in communion with it. Anyone, who does not, is not. The true Church by its adherence to the truth of the Faith administers true baptism. Anyone, who believes differently from how this Church believes, administers false baptism.

This is why the Roman Church and the Anglican Church and the myriad Western Churches do not possess true baptism: because they do not possess the true faith and the true understanding of the Trinity. All of them, without exception, subscribe to a erroneous view of the Trinity, ascribing the procession of the All-Holy Spirit to the Father and the Son. This degrades and destroys the monarchical principle of the Father who sends; the Son who is sent by the Father and the Spirit who proceeds from the Father.

Of course, one is forced to admit that they baptize in the name of the Father, Son and the Holy Spirit – but we ask with fear and trembling– which Father, which Son and which Holy Spirit are they referring to? Their error is as serious as the error of the Arians who by the word ‘Son’ believed in something altogether different from the Orthodox who believed that the Son of God was God, the Second Person of the Holy Trinity who is sent. To the Arians, the Son was merely a pre-eminent creature. This is why St Athanasius, whose words were confirmed by the Sixth Ecumenical Council says in his third discourse against the Arians [quoted in the commentary on the Pedalion by:D.Cummings, P 68, W.H. Houldershaw Ltd, 1908]:

“The Arians are in danger even in the very plenitude of the mystery – baptism, I mean. For while perfection through baptism is given in the name of the Father and of the Son, the Arians do not refer to the true Father owing to their denial of the likeness of the essence emanating from Him, thus they deny even the true Son, and conjuring up another in their imagination built out of nothing real, they call this one the Son…” (emphasis mine)

St Basil in his First Canon makes this point even clearer.

“But who, though he has attained the acme of wisdom, can maintain or believe that merely the invocation of the names of the Holy Trinity is sufficient for the remission of offenses and for the sanctification of the baptism, even when, the one baptizing is not Orthodox?” (Ibid., emphasis again mine)

These two examples, among others, show very clearly, how the baptism of heterodox Romans and Protestants, who like the Arians do not preserve the true knowledge of the work of, and relations between, the Persons of the Holy Trinity, is always invalid, and therefore, a false baptism. They have not known the One Lord, because they have not received the One Faith – therefore, their baptism is not the one baptism administered by the one Church, and is thus, void.

Lastly, our critics like to point to occasions in Church history when Romans and others were, indeed, received by chrism (even before the heresy of ecumenism). This was hardly an innovation! At various times in Church history, the baptism of heretics and schismatics has been accepted as valid as a measure of economy (see 7th rule of the Second Ecumenical Council and the 95th rule of the 6th Ecumenical Council). St Basil, who was nobody’s idea of an ecclesiastical compromiser, states in his First Canon that while schismatical baptisms are in fact, invalid, the decision of the Fathers of Asia to declare them as valid ‘for the sake of economy of the multitude’ may be accepted. As Cummings notes in page 70 of his commentary, economy was used to facilitate the returning of the heretics and schismatics to the salvific Faith of the Church so that they may not become even more confirmed and depraved in their error. It never meant that heretical and schismatical baptisms were valid. They just meant that the Church was exercising compassion to draw as many men to the true knowledge of Christ as possible by making up for the deficiencies in their baptisms by the authority it had received from the Lord to ‘loose and bind’. Receiving converts by chrismation was an exception to the normative rule of the Church that considered all baptisms outside the Church to be false and devoid of grace. It was always an extraordinary act of charity exercised by the deliberations of Synods of God-bearing Fathers. It was never a normative dogmatic decision.

It was in this spirit that the Church of Constantinople and Russia had accepted some heterodox throughout history by chrismation. The ecumenists attempt to subvert this exceptional act into a permanent ruling just shows a remarkable failure in their reasoning.

The Orthodox Church has never, God forbid, rejected the constant teaching of the Fathers that baptisms outside the Church are truly invalid, and all seeking admission to the One Fold of Christ must be baptized with the true baptism of the Church.

This is what the traditional Christians have done and continue to do. Those who reject and criticize us, only confirm more strongly their departure from the Patristic mindset and praxis.

And this need not surprise us: their teachers, sadly, are no longer the Fathers of the Undivided Church, but the scholars and theologians of ecumenism and the lowest common denominator Christianity of present day Constantinople, Rome, Canterbury and Geneva.

 http://www.egoch.org/baptism.html



Why I Am an Old Calendarist


http://www.egoch.org/old-calendar.html


Why I Am an Old Calendarist



‘They who audaciously changed the church calendar in our days, assuredly did not take into account the gravity (of the anathemas), and for the sake of astronomy they paid no heed at all to the venerable tradition and spirit of the Church; and though occupying themselves with ecclesiastical matters, they used science only as a pretense to conceal the innovating inclinations that possessed them’. - Patriarch Christopher of Leontopolis 1939 –1966*



The question why anybody should write an article defending his following of the Old (Julian) Calendar appears especially moot. Articles, books and volumes, if not tomes, have been written defending and explaining the Old Calendarist position in the Orthodox Church today. However, insofar as it is the responsibility of every Christian to appropriate his faith and his belief, this article serves as my personal theological appropriation and internalisation of a question that has painfully split, and continues to split, the worldwide Orthodox community.



In order to better understand the issues involved in this discussion, it does us well to re-consider carefully the origins of the Old Calendarist problem (as it were) with particular reference to the motives of the principal actors who initiated decisions regarding the ecclesiastical calendar. Despite popular belief, our discussion does not begin in the year 1924 (although this date will have important bearing in subsequent discussion), but rather 1590 years earlier, in the year 325 A.D. when the First Ecumenical Council of Nicea was held under the auspices of the Emperor Constantine. In a Synodal Letter issued to all Churches at the end of its sessions, the Council ‘forever’ fixed the date of the Christian Easter (Pascha) as being ‘the first Sunday after the full moon after spring equinox’. This, undoubtedly, seems to be a rather quaint and obscure method of fixing a liturgical feast and may be relegated to a queer penchant on the part of the Fathers for number-counting. However, the decision was motivated by concerns more theological, than the merely banal. Firstly, as is explained in the Synodal Letter itself, the decision to celebrate Pascha on this date was made so as to coordinate the celebration of the Feast (the Brightest of all, commemorating as it does Christ’s resurrection from the grave) among all the various churches of Christendom (some of whom, understandably, were celebrating Easter on the same day as the Jewish Passover). The Council intended the fixing of this Feast to be a manifestation of the unity of Faith in Christ Jesus possessed by the Church. It was therefore meant to be a demonstration of love and unity that would, in turn, serve as an evangelical tool, manifesting the oneness of faith, oneness of baptism and eucharistic assembly that bound Christians, wheresoever they might be, from East to West, together.

Also, theologically, the date of reckoning Easter was deliberately chosen as a theological exposition of the Church’s faith that the in Jesus Christ, the hope of the Old Israel had been realized. Jesus the Christ was the True Passover promised by God to Israel, the True Lamb of the feast by whose blood all humanity, both Jews and Gentiles, like the Israelites in Egypt, may be saved from spiritual death. The Council believed that the conflation of the Christian feast of Pascha, expressing as it does the fulfillment of salvation for God’s people, through the death and saving resurrection of Christ, with the Jewish feast of Passover, which is only its type and prefiguring (and which, until today is impregnated with prayers for the coming of the Messiah) would serve as a contra-witness to the Gospel. The Council, therefore, decreed absolutely that the Church was not to celebrate Easter together with or before, the Jewish people, but rather, at least a week after, in order to prevent any confusion on so central a doctrine of the Faith. The other parts of the liturgical year, together with the reckoning of moveable feasts, were to be ordered from this calculation of the date of Pascha.

This decree has been, by and large, ignored and overturned by the Churches of the West (most particularly, by the Roman Catholic and Anglican Churches, which still profess to follow a liturgical calendar). In all fairness, all Orthodox Churches, even the New Calendarist (with the glaring exception of the Finnish Church), have kept intact this ordering of Pascha (otherwise known as the Paschalion).

Sadly, before we can take much comfort from this fact, one needs to understand that the liturgical year works as a cohesive whole. For 1,600 or so years from the Council of Nicea, the Church had ordered its feasts in accordance to the decree of the First Council, arranging both moveable and non-moveable feasts (Saint’s Days etc), into a undivided whole that made logical and temporal sense insofar as the liturgical calendar was to re-present year after year the chief events pertaining to our salvation. In other words, the re-ordering of the non-moveable feasts was bound to have an impact on the rest of the liturgical year, even if it is kept unchanged. Fasts are often turned to feasts and vice-versa, in an almost perverse manner. (The prime example is the Apostle’s Fast – the Feast of the Holy Apostles Peter and Paul is fixed on June 29th but the fast depends on the date of the ‘moveable’ Pentecost. This has lead to an extremely silly situation where in some years, the fast is non-existent. Or for that matter, Orthodox of the New Calendar are often celebrating the feast of the Nativity when the majority of Orthodox are fasting for the same event!). However, let us first consider how this re-ordering of the non-moveable feasts, or in other words, the introduction of the New Calendar, was effected historically. Before we do this, it is important to remind ourselves throughout this discussion that the liturgical calendar as a whole is a possession of the whole Church. As pointed out earlier, its change may not be affected in an arbitrary fashion, to satisfy theological and/or political fads and fashions.

The New (Gregorian) Calendar was first introduced by Pope Gregory XIII of Rome in the year 1582 on the advice of his astronomers who (quite rightly) pointed out that the Old (Julian) Calendar was out of sync with the natural year by about 11 days (now it is 13 days). The Pope of Rome, secular ruler of the Papal States as well as Bishop of Rome, used his supreme power (plenitudo potestatis) as Pontiff to simply declare that a new ‘updated’ calendar would come into effect on a certain day. This, of course, threw the entire liturgical order of the Western ecclesiastical calendar out of order with the rest of the Christian world, contravening at the same time the decree of the First Ecumenical Council. This explains why the Papal Easter celebration (as well as that of the rest of the Western heterodox Churches, which have all adopted the papal calendar) often falls on or even, before the Jewish Passover. But by this time, the Roman Church had fallen into schism and heresy and no longer considered herself bound by the decisions of the God-bearing Fathers of the Ecumenical Councils. Her sole rule of faith was the word of the Sovereign Pope who could order and re-order matters of doctrine and discipline by his simple fiat. Pope Gregory thus accomplished his proposed calendar change with no too much trouble within the Papal Church. {However, not all countries in the West accepted this innovation eagerly. England did not change to the new calendar until late in the 18th Century.) Before we proceed further, it is also important to ask ourselves just why the Pope was so keen to change the calendar. Was it purely a love for science that inspired this change? Hardly. In the Papal Rome of the time, astronomer was just another name for astrologer. The ‘astronomers’ who proposed the change in calendar were studying the stars in order to predict the future. (There was a great fashion for astrologers in Renaissance Italy, including Papal Rome. Anyone who tells you that the Popes were keen astronomy enthusiasts are obviously lying. Ask Galileo Galilei.) There you have it, the calendar that the Pope proposed and imposed on his church by a simple decree, overturning the decision of the councils and Sacred Tradition, was the work of astrologers. It had never been discussed by Bishops, nor priests, nor men learned in Sacred Theology.

Pope Gregory XIII, in keeping with his universal ambitions, next tried to interest and persuade the Patriarch of Constantinople, Jeremias II (called the ‘Illustrious’) to accept and promulgate the Papal Calendar in the Orthodox Churches. In 1583, the Patriarch convened a local Council in Constantinople which was attended by Sylvester, Patriarch of Alexandria and Sophronius, Patriarch of Jerusalem. This Council issued a Sigillion, in which Papal pretensions as well as the newly-invented Papal paschalion and calendar [emphasis mine] were anathemised.

This anathema was repeated by a Pan-Orthodox Council in Constantinople is 1593, by Patriarch Dositheos of Jerusalem and his Synod in 1670, Ecumenical Patriarch (of Constantinople) Agathangelos and his Synod in 1827, Ecumenical Patriarch Anthimos VII and his Synod in 1895, and Ecumenical Patriarch Joachim III and His Synod in 1902, Patriarch Damianos of Jerusalem in 1903 and the Holy Synods of the Churches of Russia, Romania and Greece in 1903.

This was the calendar that was imposed (with the exception of the papal paschalion) on the Orthodox Church by an encyclical bearing the sole signature of Archbishop Chrysostom Papadopoulos of Athens on March 10/23 1924. The question begs to be asked: why? Why was the Church of Greece so eager to overturn centuries of anathemas to introduce a liturgical calendar constructed by the Pope’s astrologers and imposed by him on the Roman Church into the Orthodox religion?

The answer is simple: an overwhelming zeal for ecumenism. This is borne out by an encyclical issued by the Church of Constantinople in January 1920, addressed ‘To the Churches of Christ Wheresoever They Might Be’*. In this encyclical, issued by the Synod under the presidency of Patriarchal locum tenens Metropolitan Dorotheos of Prusa, the Church of Constantinople expressed hopes that “love should be re-kindled and strengthened among the Churches, so that they may no longer consider one another as strangers and foreigners, but as kinsmen, and as being part of the household of Christ and ‘fellow heirs, and formed of the same body and partakers of the same promise of God in Jesus Christ (Eph 3:6)’”. Among the practical actions that was to achieve this, the encyclical proposed a 11-point action, the first of which was a common calendar ‘so that great Christian feasts may be everywhere celebrated simultaneously’. This, in brief, was the programme that led to the introduction of the new calendar into Orthodoxy in 1924. But by the time of introduction, the hierarchs of the Church of Constantinople had already undertaken even more radical actions to realise their vision of ecumenism. In February 1921, the Patriarch of Constantinople, Meletios Metaxakis visited Washington, where he ‘vested, took part in an Anglican service, knelt in prayer with the Anglicans, venerated their Holy Table, gave a sermon and later blessed those present.’ Moreover, under pressure from the same Patriarch, the Patriarchate of Constantinople accepted the validity of Anglican orders in 1922. No one can accuse the Church of Constantinople of not being true to its word as far as ecumenism was concerned!

Thus, it was ecumenism in its most indifferent variety that motivated the change in calendar. The encyclical and the subsequent actions of Constantinople and Athens bear out that that they were willing to go far, very far indeed, to foster ecumenism. As pointed out in the encyclical, the re-ordering of the calendar (in other words, the acceptance of the papal calendar) was done with the specific aim of fostering a dubious kind of unity among the various churches, most of whom were positively heretical. [As St Mark of Ephesus said, ‘We have cut the Latins off from us for no other reason that they are not only schismatics, but also heretics. For this reason it is wholly [emphasis mine] improper to unite with them. This is the sort of Church the 1920 encyclical called ‘kinsmen’ [to] and ‘of the same body’ as, the Orthodox]. Let there be no mistake, this encyclical was not motivated by a wish for the heterodox to come to the true Orthodox faith through which there is salvation. It was merely an attempt to reach a ‘lowest-common denominator’ Christianity, where ‘you compromise a little, I’ll compromise a little – and we’ll sweep the rest under the carpet, and lo and behold! we have union in sacraments – no matter how much we disagree on the essentials of faith.

It is the precisely the same sort of Christianity that the Church of Rome has traditionally offered to the Uniate Churches in Orthodox lands – the choice to keep their Orthodox traditions, even permission not to include the Filioque in their Creed – all as long as they commemorate the Pope and submit to Rome! Lowest-common denominator satisfies all. (And one would have thought that if they broke from the Orthodox Church over the filioque, they would at least insist the Uniates say it!). This is exactly the sort of Christianity the 1920 encyclical envisions. The calendar was the first compromise offered by the Orthodox, and they expect us to accept it!



Let us now consider the major objections to the New Calendar:

1. Theological – The calendar in the minds of the Fathers was the expression of unity in faith and sacraments. This was the basic reason for the Synodal Letter of the Council of Nicea quoted above. By introducing the new calendar, the New Calendarists have ruptured unity, forcing vast sections of the Orthodox people to pray separately in a purely temporal sense. As stated earlier, some sections of Orthodoxy keep a feast when the rest, fast. This is lamentable, especially when one considers that the new calendar was introduced so that the Orthodox may instead keep feast with heretics and schismatics.

2. Also, by tampering with the calendar, the New Calendarists have destroyed the internal rationale of the Church year, built up over 16 centuries, making an absurdity of the order of liturgical celebrations (consider the example of the Apostles’ Fast as quoted above). The Orthodox Church has, in its wisdom, decreed a period of time to prepare for the celebration of certain feasts. Similarly, there is also a period of time where we ‘take leave’ of the Feast. Both these periods are there to enable us to reflect more deeply on the mystery of the salvific events wrought by our God and Saviour, and thus, not merely to ‘plunge in and out’ of a Feast for a day, and then to promptly forget about it. This, the new calendar destroys, destroying at the same time, the usefulness of the liturgical year as a tool for instruction in, and preparation for, the spiritual life.

3. Ecclesiological – The very form of the introduction of the New Calendar has been anti-Orthodox in spirit. The hierarchy of Greece employed largely papistical tactics and arguments [and brutal state power] to ‘impose from on high’ the new calendar reform. This method may have worked well for Gregory XIII with his false and heretical notions of Papal supremacy, but for a Church that has ever defended the concept of ‘conciliarity’ (or as the Russians call it ‘sobornost’ – ‘togetherness’), this action cannot be called anything but unconscionable. In the introduction of the new calendar, the bishops were not consulted. The priests and theologians were hardly asked for their opinion. No other local Churches were asked for their assent. As noted earlier, almost all Patriarchates and local Churches had anathemised the new calendar. But to overturn all this, only the signature of the Greek Archbishop was necessary. How is this compatible with what Orthodoxy teaches about authority in the Church?

4. Moreover, even if all Bishops were to agree, doesn’t Orthodoxy teach that is has to be received by the lay faithful before it can be ratified as a true teaching of the Church? One needs only to call to mind the many Arian and Iconoclastic Councils of the past, and Patriarch John Beccus’ ill-fated union with the Latins to realise that no matter how many Bishops may agree to heresy, the Orthodox Church as a whole, in its priests, monastics and laity has always been vigilant to guard the truth of the Faith. However, none of these, the true Orthodox ‘kinsmen’ and ‘fellow-heirs in the promise of God in Jesus Christ were consulted.’ What force in Canon Law can the arbitrary act of one small segment of Pan-Orthodoxy have on the Orthodox faithful as a whole? Can one local synod overturn the decisions of Fathers, Councils and the teachings of theologians and the faith of the laity in one stroke of the pen? All in the name of ecumenism?

5. Lastly, one cannot accept the new calendar because it was motivated by the banal desire for compromise with the heterodox. In other words, there was, and is, no reason for introducing the new calendar. if the new calendar advanced the worldwide cause of Orthodoxy, if by its adoption, the Pope of Rome were to recant his errors, then one can claim (within limits) that it is an expression of charity that reconciles sinners to the Church (economia) – as enunciated by St Basil the Great. However, the introduction of the new calendar has done nothing like that. It has merely alienated Orthodox people among themselves. Other than that, it has been largely ignored by the other churches, which have no desire to learn about, or embrace Orthodoxy. In short, it was a bad decision, made criminal by intransigence after the fact. It approaches liturgical fratricide because it has set brother against brother, and all for nothing.

There are some who will claim that in the final analysis, one must not spend too much time on ‘thirteen days’. True, and we agree with that. However, as stated above, it is the motivations and circumstances that surround these thirteen days that worry us. One realises that the circumstances and motivations behind the introduction of the new calendar are inimical to the very fabric of Orthodoxy that has preserved through the efforts of countless hierarchs, martyrs, ascetics and faithful. If one has to lose the very conciliarity of the Church, its sobornost, a reflection (as the Fathers say), of the internal relations between the Persons of the Holy Trinity, in order to preserve external unity, then what use is this unity?

There are also some who would counsel obedience, stating that we must not oppose hierarchs who have made the decision to adopt the new calendar. To these one must point out that the ideal of ‘Obedience above truth’ is the motto of Papism. As pointed out earlier with regards to the Uniate Churches, Papal Rome has always elevated external unity to a supreme virtue, subjecting even truth to it. Anyone who counsels obedience to those who in conscience oppose the new calendar are in fact, suggesting a ‘Roman obedience’ that is blind and opposed to the freedom guaranteed by Holy Orthodoxy. Orthodoxy, by its very definition, is concerned with truth, rather than preserving an external, totalitarian unity. We are not Romans, nor Jesuits! If Maximos the Confessor, John of Damascus and Mark Eugenicus had thought like the supporters of the ‘Roman obedience’, Orthodoxy would have long ago been subsumed and deformed beyond recognition, by heresy.

Lastly, it is worth highlighting that the new calendar was imposed brutally on Orthodox faithful through the use of state power. Countless Old Calendarist priests and monks were forcibly shaved, nuns insulted and faithful attending services battered by police working for the state. Holy Gifts were trampled upon and altars overturned, all in the name of installing the new calendar. The persecution reached its high points in 1927 and 1951. One remembers especially New Martyr Catherine Roustis, who was killed by a blow from a rifle butt while defending a old calendar priest in 1927. She reposed on 15/28 November 1927.

This persecution of Orthodox Christians was unleashed by the very same people who had introduced the new calendar innovation to Orthodoxy, in order to ‘re-kindle and strengthen love among the Churches’.

So, the reason I am an Old Calendarist is very simple: I choose to be so because it is logical to be so. It enables me to be faithful to the traditions of the Church as taught by the Fathers and the subsequent local Councils. Old Calendarism (for all its misadventures) possesses the grace of forming saints and martyrs. Most importantly, the new calendarists have failed to give one good reason why I shouldn’t be so.



* Quotations from p46 and pp 23-24, The Struggle Against Ecumenism, The History of the True Orthodox Church of Greece from 1924 to 1994, Boston, Massachusetts, 1998