ΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ
«Στήκετε, καί κρατείτε τάς Παραδόσεις δςέδιδάχϋητε»
(Β' Θεσ. Β' 15).
Όταν προκύπτη Έκκλησιαστικόν Σχίσμα, εν μέρος άποκόπτεται
τού Σώματος τής Έκκλησίας, εκπίπτει τής Σωτηριώδους Θείας Χάριτος καί
διαιρείται άπό τούς πρώην εν Χριστω άδελφούς. Πρός άντιμετώπισιν της Διαιρέσεως
αύτης ύπάρχουν διά τούς χωρισθέντας τρείς βασικαί έπιλογαί:
Α) Νά παραμείνουν διηρημένοι, ήτοι νά μήν επανασυνάψουν
πνευματικήν επικοι-νωνίαν, άλλά νά εμμείνουν οί άποσχισθέντες εν τή πλάνη καί
τω ίδίω Σχίσματι, ή δέ Έκκλησία εσαεί νά τούς θεωρή ξένον σώμα. Αΰτη έστίν ή
ιστορικώς πλέον συνήθης Έκκλησιαστική έμπειρία.
Β) Νά ενωθοΰν έν τη Αιρέσει καί τω Σχίσματι, ήτοι νά
εξέλθουν τής Έκκλησίας οί εμμείναντες εν τή Αληθεία καί νά εΰρουν επί ψευδούς
βάσεως ενωσιν μετά τών Σχισματικών. Αΰτη έστίν ή όδός της άπωλείας.
Γ) Νά ενωθοΰν έν τη Έκκλησία, ήτοι νά επιστρέψουν οί
άποσχισθέντες είς τήν πρό τού Σχίσματός των καλήν όμολογίαν καί ενότητα τής
Πίστεως εξ ης ίδία ύπαι- τιότητι εξήλθον. Αΰτη έστίν όδός Θεάρεστος καί
Σωτήριος.
Ή πρώτη έπιλογή δέν είναι έπιλογή εύδοκίας, άλλά έπιλογή
άνάγκης. Ή εμμονή είς τό Σχίσμα καταντά Αιρεσις. Εΐναι όμως τόσον επιβεβλημένη
ή διαφορά Έκκλη¬σίας καί Σχίσματος όσον καί ή διαφορά μεταξύ Παραδείσου καί
Κολάσεως καί εΐναι μάλιστα ίσοδύναμος αύτής.
Ή δευτέρα έπιλογή, έξ ύπαρχης καταδικαστέα, εΐναι ή βασική
επιλογή τού Οίκου- μενισμού είς όλα τά επίπεδα. Ένωσις είς τόν χωρισμόν άπό τόν
Θεόν ίσοδυναμεΐ μέ άποδοχήν τού Σατανά ώς πρωτοτύπου καί τής αίωνίου Κολάσεως
ώς προορισμού.
Ή τρίτη έπιλογή, ή Θεάρεστος καί Σωτήριος, σκοντάφτει εις
τήν άρχήν. Όπως ή Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Έκκλησία εχει τήν
άφετηρίαν της είς τόν Τρι- σάγιον Θεόν καί είς τήν άσφαλή εκ Θεού βεβαιότητα
τής γονιμότητός της, ότι αΰτη
μόνη κατά χάριν τίκτει τέκνα τω Θεω, οΰτω καί ή Αίρετική
εκκλησία, ή εν τω Σχίσματι τίκτουσα υίούς της Γεέννης, εχει τήν άφετηρίαν της
είς τήν άνθρωπίνην επαρσιν καί είς τόν στείρον ίσχυρογνώμονα ίσχυρισμόν ότι
αΰτη άποτελεί τήν όδόν της σωτηρίας.
Γίνεται άμέσως άντληπτόν ότι όσον ευρεία εΐναι ή επιθυμία
διά τήν ΕΝΩΣΙΝ, τόσον άπίθανον, τόσον άνθρωπίνως άδύνατον, εΐναι νά άρχίση η νά
ευδοκιμήση ενας ΔΙΑ¬ΛΟΓΟΣ διά τήν ΕΝΩΣΙΝ. Τά άδύνατα παρ’ άνθρώποις όμως,
δυνατά παρά τω Θεω.
Άκολουθοΰντες τό προδεδικασμένον καί κλασσικόν προηγούμενον
της Έκκλησι- στικης Ιστορίας, τό επί τοΰ Άγίου Μάρκου τοΰ Ευγενκοΰ εις τόν
Διάλογον Όρθο- δόξων καί Παπικων, σεβόμενοι τήν Ζωηφόρον Έκκλησιαστικήν
Αλήθειαν, ηςπΰλαι Αδου οϋ κατισχύσουσιν, άλλά καί μή θέλοντες νά επιβαρύνωμεν
ουδεμιάς πλευράς τήν διάθεσιν πρός Ένωσιν, όσον σφαλερά καί νά εΐναι ή παροΰσα
της θέσις, επι- χειρωμεν ΠΡΟΤΑΣΙΝ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΕΝΩΣΙΝ, περί Τριων Σημείων προ-
νοοΰσαν: Α) περί της Αφετηρίας τοΰ Διαλόγου διά τήν Ένωσιν, Β) περί της Βάσεως
της ποθητης Ένώσεως, καί Γ) περί της Διαδικασίας της εφαρμογής της Ένώσεως.
Πιστεύομεν ότι προτείνομεν μόνον τό αυτονόητον, καί μάλιστα
μέ τόσην μέριμνα καί ουδετερότητα, ώστε νά μήν άδικήσωμεν ούτε τούς εκουσίως
άδικοΰντας εαυτούς καί τήν Αλήθειαν διά των Αίρέσεών των καί των Παρανομιων
των.
Α) ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Αυτονόητοι προϋποθέσεις διά τήν εναρξιν ενός Διαλόγου ό
όποίος θά άποβλέπη είς τήν κατά Θεόν Ένωσιν των «διασπασθέντων Ματθαιϊκων»
εΐναι 1) ή παραδοχή ότι τά Σχίσματα τοΰ 1995 καί τοΰ 2002 εΐναι πραγματικά, καί
2) ή παραδοχή ότι πρό των Σχισμάτων ημεθα Όρθόδοξοι Χριστιανοί καί οχι
Αιρετικοί, ότι δέν ειχομεν Οικου- μενιστικάς ούτε Ειδωλολατρικάς δοξασίας, ότι
ήμείς ημεθα ή Μία, Άγία, Καθολική καί Άποστολική Εκκλησία, ή παρέχουσα Σωτηρίαν
καί Αγιασμόν εις τά μέλη της.
Εΐναι άπαραίτητος προϋπόθεσις ή παραδοχή ότι τά Σχίσματα τοΰ
1995 καί τοΰ 2002 εΐναι ύπαρκτά καί πραγματικά, διά νά μήν εγερθή ύπό ουδενός ή
άξίωσις διά μίαν ενωσιν άνευ προϋποθέσεων, άνευ καθαράς Όμολογίας της Όρθοδόξου
Πίστεως, ώς νά μήν εΐχε συμβη τίποτε.
Εΐναι επίσης άπαραίτητος ή παραδοχή ότι πρίν νά προκύψουν τά
Σχίσματα τοΰ 1995 καί τοΰ 2002 «οι Ματθαιϊκοί» δέν ημεθα μία Χριστιανική
Παράταξις, άλλά Η ΜΟΝΗ ΑΛΗΘΗΣ ΚΑΙ ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Η ΜΙΑ,
ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ετσι ώστε νά μήν άξιωθή ύπό ουδεμιάς
πλευράς ή προσφυγή είς άλλας Όμολογίας καί ετέρας αυθεντίας, εξω της μέχρι των
Σχισμάτων κοινης ήμων Άποστολικης Πίστεως καί Άποστολικης Διαδοχης.
Δέν εύρίσκομεν άλλο σημείον εκκινήσεως ενός Διαλόγου πρός
Ένωσιν δικαιότε- ρον τούτου, η άξιοπρεπέστερον διά πάντας, η πλέον αυτονόητον,
άλλά μάλλον ώς άπόλυτον άξίωμα τοΰτο λογιζόμεθα.
Β) ΒΑΣΙΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
Ή Πρότασις επί της όποίας θά δυνηθη νά σταθη η εύάρεστος τω
Θεω Ένωσις δέν επιτρέπεται νά εΐναι αύθαίρετος. Επιβάλλεται νά άπαντά εις τό
ούσιώδες ερώ¬τημα: Ποία πλευρά, μετά τά Σχίσματα, πιστεύει κάτι διαφορετικόν
άπό τά όσα ησαν κοινή ήμων Πίστις καί Πνευματική Κληρονομία πρό των Σχισμάτων;
Ποία προσθήκη ή ποία άφαίρεσις εις τήν κοινήν ημών πρό τών Σχισμάτων Όρθόδοξον
Παρακατα¬θήκην προεκάλεσε Σχίσμα; Ποία πράξις παρεξέκλινε της Έκκλησιαστικης
Κανονι- κότητος καί προσέκρουσε εις τούς όρους της Άποστολικης Πίστεως καί
Άποστολικης Διαδοχης; Ποίαι ενέργειαι καί ποίαι διακηρύξεις προσέβαλλον ή
παρεχάραξαν τήν Άποστολικήν Πίστιν καί τήν Άποστολικήν Διαδοχήν, τήν όποίαν
εϊχομεν παραλάβει διά τών Όρθοδόξων Συνόδων καί διά τών όμολογιακών άγώνων τών
Θεοφόρων Πα¬τέρων μέχρι καί τού Αγίου Πατρός ημών Ματθαίου Καρπαθάκη;
Συνοπτικώς, ή μόνη ύγιής καί άπροκατάληπτος, ή μόνη
Όρθόδοξος ΒΑΣΙΣ διά τήν ΕΝΩΣΙΝ δέν εΐναι άλλη άπό τήν έπιστροφήν εις τήν πρό
τών Σχισμάτων περίο-δον, εις τήν πρό τοΰ 2002 καί πρό τοΰ 1995 ή καί πρό τοΰ
1990 άκόμη κοινήν Ομο-λογίαν Πίστεως, ότε τό αύτό φρόνημα εϊχομεν καί τήν αύτήν
Πίστιν διεκηρύσσομεν. Επιστροφή σημαίνει δεσμευτικήν άποδοχήν τών εως τότε
πεπιστευμένων καί δημο-σιευμένων θέσεων περί τών Ίερών Εικόνων, περί της
Έκκλησίας, περί τού Προσώ¬που τού Χριστού, περί της Αγίας Τριάδος, καί εν γένει
περί παντός Όρθοδόξου Δόγματος καί περί πάσης πτυχης της Ίεράς ημών Παραδόσεως.
Ού τάς τών άνθρώπων επινοίας ύποστηρίζοντες ούδέ τάς τών
ματαιοφρόνων βλέ-ψεις στηρίζοντες, άλλά τήν Ίεράν Παράδοσιν καί τήν Διδασκαλίαν
της ΕΚΚΛΗ¬ΣΙΑΣ τοΰ ΘΕΟΥ καί της πρό τών Σχισμάτων Ίεράς ήμών Συνόδου της
Ιεραρχίας άσπαζόμενοι, δεχόμεθα καθηκόντως τόν Διάλογον πρός Ένωσιν.
Γ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΣΕΩΣ
Ή άποδοχή τοΰ προτεινομένου σημείου έκκινήσεως διά τόν
Διάλογον καί της προ- τασσομένης βάσεως διά τήν Ένωσιν, όδηγοΰν μέ προθυμίαν
εις τήν έφαρμογήν της Έκκλησιαστικώς έπιβεβλημένης διαδικασίας διά τήν έπάνοδον
τών άποσχισθέντων εις τό κατά χάριν Σώμα τοΰ Κυρίου καί Θεοΰ καί Σωτηρος ήμών
Ίησοΰ Χριστοΰ.
Όπως ή Άποστολική Πίστις καί ή Άποστολική Διαδοχή καθορίζουν
τήν ταυτότητα της Μιάς, Αγίας, Καθολικης καί Αποστολικης Έκκλησίας, καί όπως η
παραχάραξις της Άποστολικης Πίστεως ή της Άποστολικης Διαδοχης γεννώσιν τήν
Αίρεσιν καί τό Σχίσμα, οΰτω δέν άρκεΐ μόνον ή άποδοχή της Άποστολικης Πίστεως
διά τήν έπανέν- ταξιν τών άποσχισθέντων κληρικών εις τό Σώμα της Έκκλησίας,
άλλά άπαιτεΐται καί ή άποκατάστασις της Άποστολικης Διαδοχης, όπου αΰτη
άπωλέσθη ή προσεβλήθη.
Προνοεί η Έκκλησία διά τήν θεραπείαν καί τήν οικονομίαν καί
τήν άκρίβειαν. Ή συγκατάβασις εΐναι επιτρεπτή καί επιθυμητή, όταν δέν πρόκειται
η Άλήθειά της νά παραχαραχθη, ούτε η μετά τού Θεού Ένότης της νά διασπασθη,
ούτε η Αγιότης της νά συμβιβασθη, ούτε η Καθολικότης της νά προσβληθη, ούτε η
Άποστολικότης της
νά άθετηθή. Εΐναι ενδεχόμενον ή Ένωσις νά άπαιτήση μίαν
καταδίκην ή μίαν κα- θαίρεσιν ή μίαν χειροθεσίαν. Δι’ αύτό τό εγχείρημα τής
ενώσεως εχει άνάγκην προ-θυμίας νά γίνη τό τού Θεού Θέλημα μάλλον ή τό τών
άνθρώπων.
Μία καθαίρεσις ή μία χειροθεσία, δέν εΐναι θέμα τής διαθέσεως
ενός επισκόπου νά ταπεινώση κάποιον άλλον ή νά επιβληθή επ’ αύτού ή νά τόν
άδικήση. Ή Έκκλη¬σία καί ή Ίερωσύνη δέν εΐναι ίδιοκτησίαι επισκόπων. Εΐναι τού
Θεού καί εκ τού Θεού εχουν τό κύρος. Όπως ένα Σχίσμα πρωταρχικώς δέν είναι ή
άποκοπή έπισκόπου άπό έπίσκοπον, άλλά άπό τόν Θεόν, οΰτω καί ή Εκκλησιαστική
Ένωσις δέν είναι πρωταρχικώς συνένωσις έπισκόπου μέ έπίσκοπον, άλλά ένωσις μέ
τόν Θεόν. Οΰτε άρπάζεται ή Έκκλησιαστική Ένωσις οΰτε κλέπτεται ή Ίερωσύνη, άλλά
έκ τοΰ Πα- τρός διά τοΰ Υιοΰ έν Αγίω Πνεύματι ένεργείται καί έν τω Πατρί διά
τοΰ Υιοΰ παρά τοΰ Αγίου Πνεύματος μένει.
Διά τούτο, ό,τι έδοξε τω 'Αγίω Πνεύματι οΰτω καί ή Έκκλησία
ενεργεί πρός τα- κτοποίησιν τών εκ Σχίσματος καί Αίρέσεως προσερχομένων
κληρικών. Καί περί ζών- των μεριμνά καί περί τεθνεώτων όριοθετεΐ. Καί ούδέν
κέρδος ούδενί προσγίνεται διά τής παραβάσεως τών τής Έκκλησίας όρων, μάλλον δέ
ζημία μεγάλη καί βλάβη πολλή. Τό γάρ κέρδος πολύ πάσι τοΐς άποδεχομένοις τήν
κρίσιν καί τάς άποφάσεις τής Έκκλησίας τού Θεού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Ή Εκκλησία εΐναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τούς αιώνας»,
κατά τόν Αγιον Αύγουστΐνον. Τό εργον τού Θεού εργάζεται ή Έκκλησία καί δέν
ύπάρχει εν αύτή χώρος διά άνθρωπίνην αύθαιρεσίαν. Οί ποθούντες τήν ενωσιν,
τήνΑρχιερατικήν Προσευχήν ποθούσιν, «ινα πάντες εν &σι, καθώς σύ, Πάτερ, έν
έμοίκάγώ έν σοί, 'ίνα καί αυτοί έν ήμΐν εν ωσιν» (Ίωάν. ΙΖ' 21).
Ή Έκκλησία δέν παρέρχεται, άλλά ύπάρχει καί θά ύπάρχη μέχρι
τής συντελείας τού αίώνος καί είς τόν αίώνα τού αίώνος. Ή Έκκλησία τών Γ.Ο.Χ.
Ελλάδος, ή διά τού Αειμνήστου καί Αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ματθαίου Α'
(Καρπαθάκη) ελκουσα τήν Αποστολικήν Πίστιν καί τήν Αποστολικήν Διαδοχήν, είναι
αύτή αΰτη ή Μία, Αγία, Καθολική καί Άποστολική Έκκλησία. Τό Σχίσμα τού 1995 καί
τό Σχί¬σμα τού 2002, τό κάθε ενα μέ τόν τρόπον του, άποτελούν άσυγχώρητον
Βλασφημίαν κατά τού Αγίου Πνεύματος.
Ό πρός Ένωσιν Διάλογος άποτελεΐ διά μέν τήν Έκκλησίαν
σφοδράν επιθυμίαν, διά δέ τούς άποσχισθέντας εξ αύτής ζωτικήν άνάγκην.
Πιστεύομεν ότι ή επιστροφή είς τήν πρό τών Σχισμάτων τού 1995 καί τού 2002
κατάστασιν άποτελεΐ τήν μόνην πρότασιν καθιερωμένην ίστορικώς ύπό τής Έκκλησίας
δι’ ενα Διάλογον πρός Έκκλη- σιαστικήν Ένωσιν επί τή βάσει τής Όρθοδόξου
Πίστεως καί τής Κανονικής Τάξεως. Τό γάρ εφετόν εστίν όπως «ή Χάρις τοΰ Κυρίου
ήμών ΊησοΰΧριστοΰ καί ή Αγάπη τοΰ Θεοΰ καίΠατρός καί ή Κοινωνία τοΰ Αγίου
Πνεύματος ειη μετά πάντων ήμών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου