ΤΑ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ
1ον εἶναι τὸ νὰ
δίνουμε στὸν πεινασμένο νὰ φάει, καθὼς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐπείνασα γάρ, κι ἐδώκατε
μοὶ φαγεῖν» δήλ. σὲ πτωχοὺς καὶ ἀδύνατους ὅπου δὲν μποροῦν μὲ τὸν δικό τους
κόπο νὰ τραφοῦν· καὶ τοῦτο πρέπει νὰ δίδεται ἀπὸ τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὅπου θὰ ἀποκτήσει
κάποιος μὲ τὴν τιμή του καὶ μὲ τὸν ἴδιον καὶ δίκαιον τοῦ κόπον, κατὰ τὴν Γραφὴν
τὴν λέγουσα «τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων πόνων, καὶ ἀπάρχου αὐτῶ ἀπὸ σῶν
καρπῶν δικαιοσύνης» (Πάρ-3,9). Καὶ δὲν πρέπει νὰ δίδεται ἡ ἐλεημοσύνη μόνον εἰς
ἐκείνους τοὺς πτωχούς, ὅπου συνεχῶς παρακαλούσιν εἰς τὸ δημόσιον, ἢ εἰς ἐκεῖνους
ὅπου κείτουνται εἰς τὰ ξενοδοχεῖα, μὰ ἀκόμη καὶ εἰς ἐκείνους ὅπου διὰ ἐντροπήν
τους δὲν μποροῦν νὰ ζητήσουν ἐλεημοσύνη.
2ον εἶναι τὸ νὰ
ποτίσουμε τὸν διψασμένο, δηλ. ἐκεῖνον ὅπου διὰ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀσθενειάν του
δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει νὰ σβύσει τὴν δίψα του· εἰς τὸν ὁποῖον λόγον περισφαλίζεται
κάθε εἶδος ποτοῦ, εἰς καιρὸν δίψης, τὴν ὁποίαν ἂν θαραπεύσει κανεὶς μὲ ἕνα
ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος εἰς ἕνα διψώντα, θὰ ἀποκτήσει τὴν μακαριότητα κατὰ τὰ
λόγια του Σωτῆρος ἠμῶν, ὅπου λέγει εἰς τὴν Γραφὴν «ὃς γὰρ ἂν ποτίση ὑμᾶς
ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμίν, οὐ μὴ ἀπολέση
τὸν μισθὸν αὐτοῦ».
3ον εἶναι τὸ νὰ ἐνεδύσουμε
τὸν γυμνὸν· τὸν μακαρισμὸν ἀποκτοῦν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φιλανθρω-πευσάμενοι εἰς τὸν
πλησίον τους, βοή-θούσι τῆς χρείας του, ἐνδύοντες τὴν γυμνοτητά του· εἰς τοῦτο ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ἀνταποδώσει τὴν πληρωμὴν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως λέγων «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι
τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς
κόσμου». Εἰς τοῦτο περικλείονται ὄχι μόνον ἐκεῖνοι, ὅπου εἶναι ὅλοι γυμνοί, μὰ
καὶ ἐκεῖνοι ὅπου καὶ ἂν ἔχουν ροῦχον δὲν τοὺς φθάνει νὰ διώξουν τὴν ψύχραν, ἢ
καὶ ἀλλιῶς βασανίζονται, καὶ μετὰ βίας σωτηρεύονται ἀπὸ τὸ λείψιμον τῶν ρούχων·
διατὶ ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς τοιούτους πρέπει νὰ δείχνει ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος
κάποιον ἔργον φιλανθρωπίας, δίδωντάς τους τίποτες ὠφέλιμον πρὸς τὸ νὰ ἀντιπαλαίουσιν
εἰς τὰς ψύχρας τοῦ καιροῦ.
4ον εἶναι νὰ
πηγαίνουμε νὰ ἐπισκεπτώμαστε τὸν φυλακισμένον· τοῦτο τὸ ἔργον δὲν χρωστεῖ νὰ ἐρευνᾷ
τὴν ἀφορμήν, διὰ τὴν ὁποίαν φυλακίσθηκε κάποιος, ἡ τὸ πρόσωπο τὸ φυλακισμένο·
διατὶ ὅτι λογὴς πρόσωπον καὶ ἂν εἶναι, καὶ διὰ ὅποιαν ἄσχημην κακουργίαν νὰ εὑρίσκεται
εἰς τὰ δεσμά, διὰ τὸν Χριστὸν τὸν Κύριον ἠμῶν εἴμαστε χρεωφειλέται νὰ
πηγαίνουμε, νὰ τὸν ἐπισκεπτώμεθα καὶ νὰ τὸν παρηγοροῦμεν.
5ον εἶναι νὰ ἐπισκεπτώμαστε
τοὺς ἀρρώστους· νὰ τοὺς παρηγορούμε διὰ στόματος συμπονώντας τὴν θλῖψιν τους ἀπὸ
καρδίας· ἐπίσης νὰ νουθετοῦμε τὸν ἄρρωστο νὰ ὑποφέρει μὲ ὑπομονετικὴν καρδίαν αὐτὴν
τοῦ τὴν θλῖψιν καὶ νὰ μὴ σηκώνει μὲ λύπην τῆς καρδίας τοῦ ταύτην τὴν ἐπίσκεψιν
τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν γογγύζει, μάλιστα, μὲ γλῶσσαν καὶ καρδίαν νὰ εὐλογεῖ τὸν Θεόν,
ὅπου δείχνει εἰς ἐκεῖνον τούτην τὴν θέλησίν του, καὶ νὰ ἀποθέτει τὴν ἐλπίδα τοῦ
βεβαίαν εἰς τὴν φιλανθρωπίαν του, πὼς θὰ τὸν ἰατρεύσει. Καὶ τόυτον πρέπει νὰ
παρακινήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξιν τῆς καρδίας του, διὰ τὰ ἁμαρτήματα
ὅπου ἔκαμεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ νὰ μεταλάβει τὰ ἄχραντα Μυστήρια, νὰ κάνει εὐχέλαιον
κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας· διατὶ τὰ μυστήρια αὐτὰ δὲν ὀφελοῦν μόνον εἰς
τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ σωμάτων· καὶ τέλος πάντων νὰ κάνει προσευχὲς
συνεχεῖς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν συστήσει καὶ εἰς τὰς δημοσίας δεήσεις ὅλης της
Ἐκκλησίας.
6ον εἶναι νὰ
δεχόμαστε εἰς τὴν οἰκία μας τὸν ξένον, καὶ ἐκείνους μάλιστα τοὺς ξένους πρέπει
νὰ συνάγουμε εἰς τὴν οἰκίαν μας, οἱ ὁποῖοι ὑπάγοντες εἰς ἁγίους τόπους, νὰ
προσκυνήσουσι κατὰ τὸ ταξιμό τους, καταλύουσι, δήλ. κονεύουσι εἰς τᾶς πόλεις.
Τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ προσκυνητάδες, καὶ οἱ πτωχοὶ εἰς τὴν χρείαν τῶν ὁποίων
πρέπει νὰ βοηθᾷ, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ κληρονομήσει τὴν τοιαύτην μακαριότητα, κατὰ
τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει καὶ πλέον ξέχωρα πρέπει νὰ περνοῦνται μέσα εἰς τὴν οἰκίαν,
ὅσοι κείτουνται ἄρρωστοι εἰς τὰ παζάρια καὶ εἰς τους δρόμους ζητιάνοι.
7ον εἶναι νὰ θάπτουμε
τοὺς νεκροὺς τοῦτο τὸ ἔργον πρέπει νὰ τὸ κάνει καθένας μὲ προθυμίαν· μάλιστα εἰς
ἐκείνους ὅπου ἀναπαύθησαν εἰς ἔσχατην πενίαν, φέρωντας εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς ταφὴν
ἐπιτήδεια, κατὰ τὸ ἔθος τῶν χριστιανὸν καθὼς ἔκανε ὁ Τωβίας (Τωβ. β’). [Βλέπε
περισσότερα εἰς τὴν Ὀρθόδοξο Ὁμολογία σελ.136-141]
ΤΑ 7 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ
1ον εἶναι νὰ
παρακινήσουμε τὸν ἁμαρτωλὸν νὰ λείψει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ νὰ τὸν μεταφέρουμε
εἰς μίαν ζωὴν καλύτερη, καθὼς ἡ Γραφὴ μαρτυρᾷ «Ἀδελφοί, ἐὰν τὶς ἐν ὑμῖν πλανηθῆ
ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψη τὶς αὐτόν, γινωσκέτω, ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν
ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ, σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου, καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰάκωβ
5,19). Τοῦτον τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας εἶναι τὸ πρώτον καὶ ἐξαίρετον, ὅπου
παρακινὰ τὸν ὀρθόδοξον εἰς νὰ εὐσπλᾳγχνισθῆ τὸν πλησίον του· διατὶ δὲν περιέχει
εἰς αὐτὸ ἀγαθὰ πρόσκαιρα ἀλλὰ αἰώνια· μὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέχει ὅταν κάνει αὐτὸ
τὸ ἔργον νὰ μὴν τύχει καὶ φέρει τὸν ἁμαρτωλὸν διὰ καμμίαν τοῦ ἀπροσεξίαν εἰς ἀπόγνωσιν
ἢ εἰς πολὺ θάρρος τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίας· διατὶ μὲ τὰ δύο ταῦτα, πλειότερα θὰ
βλάψει τὸν ἁμαρτωλόν, παρὰ θὰ τὸν ὠφελήσει· πρέπει λοιπὸν νὰ κρατεῖ τὸ μέσον μὲ
φρόνησιν.
2ον εἶναι νὰ
διδάσκουμε τὸν ἀμαθῆ καὶ ἄγνωστον· καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κάνει ἄξια ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
θὰ διδάξει τὸν ἄγνωστον, πὼς πρέπει νὰ πιστεύει εἰς ἕναν Θεὸν τρισυπόστατον, ὑποθέτωντας
νὰ εἶναι τοῦτος ἐπιτήδειος πρὸς διδασκαλίαν· ἀλλιῶς νὰ βρίσκει ἄλλον σοφώτερόν
του καὶ ἐμπειρότερον, διὰ νὰ μὴν τύχει καὶ συμβεῖ τό, «τυφλὸν ὁ τυφλὸς ἐὰν ὁδηγῇ,
ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Μὰτθ 15,14). Ἐπίσης πρέπει νὰ διδάσκει τὸν ἀνήξευρον
πὼς νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεόν, καὶ μὲ ποίαν μέθοδον τῆς προσευχῆς νὰ κάνει πρὸς τὸν
Θεὸν τὰς δεήσεις του· ἔτι δὲ καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ προστάγματα νὰ τοῦ μάθει, μὲ τρόπο
ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ φυλάτει εὔκολα.
3ον εἶναι νὰ
συμβουλεύσει κάποιος ὀρθῶς, ἐκεῖνον ποὺ χρειάζεται συμβουλὴν, τοῦτο τὸ ἔργον
γίνεται ὁπόταν κάποιος ἐπιστρέφει τοὺς ἀνθρώπους ὅπου εἶναι κακοῦ βίου, εἰς
καλύτερον λογαριασμὸν τῆς ζωῆς, μὲ εὐσεβεῖς καὶ χριστιανικὲς νουθεσίες καὶ μὲ
λαλὲς συμβουλές. Ἀκόμη ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται εἰς καμμίαν θλῖψιν καὶ
στενοχωρίαν, ὅπου νὰ μὴν ἠξέρουν νὰ βροῦν τρόπο νὰ βοηθηθοῦν, τότε πρέπει νὰ
προσφέρεται εἰς αὐτοὺς τοῦτο τὸ φάρμακο τῆς συμβουλῆς μετὰ χαρᾶς διὰ νὰ
λυτρώνουν τὴν ζωὴν ἢ τὴν τιμή τους. Εἷς τοῦτο ἀκόμη περισφαλίζεται τό, νὰ δίδει
λόγον κάποιος εἰς τὸν πλησίον τοῦ διὰ κανένα κίνδυνον, ὅπου στέκεται ἀπάνω τοῦ ἢ
τῆς ζωῆς ἢ τῆς τιμῆς του, καὶ δὲν τὸ ξέρει μὰ μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἀνάμεσα εἰς
αὐτὰ τὰ πρόσωπα νὰ μὴν γεννηθοῦν ἔχθραις, καὶ κίνδυνοι χειρότεροι.
4ον εἶναι νὰ παρακαλεῖ
κάποιος τὸν Θεὸν διὰ τὸν πλησίον του· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας ἐπίκειται
πρώτον εἰς τους πνευματικοὺς καὶ πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, ἔπειτα καὶ εἰς τοὺς
κοσμικούς.
5ον εἶναι νὰ παρηγορεῖ
κάποιος τὸν λυπημένον· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης διὰ τοῦτο γίνεται, διὰ νὰ
μὴν κάνουμεν κανένα νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ πειραχθεῖ εἰς ἠμᾶς, μήτε νὰ τοῦ δώσουμε ἀφορμὴν
νὰ λυπηθεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολον ὅπου λέγει «εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ἠμῶν, μετὰ πάντων ἀνθρώπων
εἰρηνεύοντες· μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες ἀγαπητοί· ἀλλὰ δότε τόπον τὴ ὀργή·
γέγραπται γάρ, ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» Ρωμ-12,18. Καὶ τοῦτο
πρέπει νὰ λέγεται, ὁπόταν κάποιος εἶναι βαρυνόμενος ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἢ
πολὺ ἄρρωστος ἢ ἀπὸ θλῖψιν καὶ συμφορὰν μεγάλιν πιέζεται· τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους
χρωστοῦμεν νὰ παρηγοροῦμεν.
6ον εἶναι νὰ ὑποφέρουμε
τὶς ὕβρεις μὲ ὑπομονήν. Τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης γίνεται, ὅταν μέλλωμεν νὰ
πάθωμεν τίποτε διὰ τὸν Χριστόν, τότε χρεωστοῦμεν νὰ τὸ κάνουμεν μὲ ὑπομονὴν
χαίροντες· ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μεγαλυτέρας ὕβρεις ἔπαθε δι’ ἠμᾶς,
κατὰ τὰ εἰρημένα «ὅτι Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἠμῶν, ἠμὶν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα
ἐπακολουθήσεται τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α Πετρ-4,21). Ἔπειτα δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμεν
κακὰ εἰς ἐκείνους ὅπου μας ἐπηρεάζουν καὶ τυρανοῦν, μήτε νὰ ἀνταποδίδωμεν κακὸν
ἀντὶ κακοῦ κατὰ τὸ Ἀπόστολον λέγοντα «Μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδίδοντες».
Μάλιστα ὁπόταν πάσχωμεν τί ἀδίκως, πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν
παρακαλοῦμε διὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἐχθρῶν μας.
7ον εἶναι νὰ συγχωροῦμεν
τὰ σφάλματα, ὅπου σφάλουσιν εἰς ἠμᾶς οἱ ἄλλοι· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης
τότε τὸ ἀπολαμβάνομεν, ὁπόταν ἀφήνομεν τῶν ἐχθρῶν μας τᾶς ἀδικίας ὅπου κάνουν, ὅτι
λογῆς καὶ ἂν εἶναι· μάλιστα καὶ μὲ τὴν εἰρημένην προσευχήν, καὶ τὴν συγχώρησιν
τοῦ βλάψαντός μας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄφεσις πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μόνον καθ’ ἡμέραν
μίαν φορᾶν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν ἐβδομηκοντάκις ἑπτὰ· καθὼς ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἐδίδαξε τὸν
Πέτρον ἐρωτήσαντα, εἰπων «οὐ λέγω σοὶ ἕως ἑπτάκις, ἀλλ’ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά»
(Ματθ-12,22). [Βλέπε περισσότερα στην Ορθόδοξο Ομολογία σελ. 141-145]
7 ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1ον Τὸ Ἅγιον
Βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα μᾶς γεννᾷ ἐκ δευτέρου μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ
ἀπωλέσαμεν τὴν πρώτη μας ἀπαθῆ γέννησιν καὶ ἡ σύλληψίς μας ἔγεινεν ἐν ἀνομίας
καὶ ἐγέννησεν ἕκαστον ἐξ ἠμῶν ἡ μήτηρ του ἐν ἁμαρτίας, καθὼς ψάλλει ὁ Δαβίδ.
2ον Τὸ Ἅγιον Χρῖσμα.
Τὸ χρῖσμα βάλλει εἰς ἠμᾶς τὴν πρώτη σφραγῖδα, καὶ τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλάσιν
μας, τὰ ὁποία διὰ παρακοὴν τὰ ἀπολέσαμεν· πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν
μὲ τὸ θεῖον φύσημα εἰς τὴν ψυχήν μας τότε ἐλάβαμε διὰ τοῦτο καὶ τὴν δύναμιν ἔχει
τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν εὐωδίαν τοῦ πλουτεῖ.
3ον Ἡ Ἁγία Κοινωνία. Ἡ
Ἁγία Κοινωνία μᾶς ἑνώνει μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιον Δεσπότην μας Χριστόν, καὶ
μεταλαμβάνομεν τὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα του, καὶ ἐπειδὴ διὰ φαγητὸν ἀπεθάναμεν καὶ
ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ μέσου τῆς Ἁγίας
Κοινωνίας ἀπόλαμβανομεν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ ἀπορρίπτοντες τὴν φθοράν, ἐνούμεθα
μὲ τὸν ἀθάνατον ὅστις ἔγεινε θνητὸς εἰς τὴν σάρκαν διὰ τὴν σωτηρία μας.
4ον Ἡ Ἱερωσύνη, ἢ
Χειροτονία Ἱερέων. Ἡ χειροτονία μᾶς δίδει τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ
δημιουργοῦ καὶ πλάστου μας· καὶ ἐπειδὴ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔγινε χωρὶς αὐτόν,
οὕτω καὶ αὐτὸς ἦλθε διὰ νὰ μᾶς φέρει εἰς τὸ καλὸν εἶναι μας· τὴν δυναμὶν τοῦ αὐτὴν
ἀναδεχόμενος ἀπὸ ἠμᾶς, μᾶς τὴν ἔδωκε διὰ μέσου τῆς Ἱερωσύνης του, καὶ διὰ μέσου
αὐτῆς ἐνεργοῦνται εἰς ἠμᾶς ὄλαι αἰ ἱεροπραξίαι καὶ τὰ μυστήρια, καὶ κανένα ἅγιον
δὲν γίνεται χωρὶς ἱερέα. Προσέτι δὲ καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστᾶς
τῶν φενομένων μας κατέστησε, πάλιν καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος καλλίτερόν μας ἀποκαθιστᾷ
ἄρχοντας μὲ τὸ μέσον τῆς Ἱεροσύνης. Διὰ τοῦτο ὁ Δαβὶδ λέγει «καταστήσεις αὐτοὺς
ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Διότι τοῦ οὐρανοῦ τὰ κλειδιὰ εἰς ἠμᾶς (τοὺς Ἱερεῖς)
τὰ παρέδωκε.
5ον Ὁ Γάμος. Ὁ γάμος
δέ, εἶναι ἕνα συγκαταβατικὸν χάρισμα τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν τεκνοποιΐαν, ἐν ὄσῳ τοῦτο
τὸ πᾶν ἵσταται μὲ τὴν φθοράν, ὡσὰν ὅσα ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἠμεῖς μέσα εἰς
τὸν ἑαυτόν μας τὴν βδελυρὰν τῶν ἀλόγων ζῴων σύστασιν τὴν γενομένην ἀπὸ ρεύσεως·
ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἠμεῖς θεληματικῶς τὸν ψυχικὸν ἀπεθάνομεν θάνατον, ἄφηκε τὴν
διαδοχὴν τοῦ γένους νὰ ἐνεργῇ, καθὼς καὶ εἰς τὰ ἄλογα ζῷα, διὰ νὰ γνωρίσωμεν εἰς
τί κατεστάθημεν, καὶ τοῦτο ἕως οὗ νὰ ἀναστήσει καὶ νὰ κάνει ἀθάνατον τὴν φύση ὁ
ἄφθαρτος, ὅστις δι’ ἠμᾶς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, ὅθεν καὶ εὐλογεῖ τὸν γάμον αὐτὸς
διὰ νὰ μὴν εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ζωῆς μας χωρὶς εὐλογία.
6ον Ἡ Ἐξομολόγηση καὶ
Μετάνοια. Ἡ μετάνοια, τὸ ἀπὸ τὴν πτῶσιν τῆς ἁμαρτίας μας ἀνασήκωμα ἠμῶν πάλιν ἐνεργεῖ,
καὶ ἐπειδὴ μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἄλλη ἀνάκλησις, μήτε κατὰ χάριν καὶ
δωρεάν, μήτε χωρὶς ἀγῶνας καὶ πόνους, παρὰ μόνο διὰ μέσου ἐπιστροφῆς καὶ
δακρύων, καὶ διὰ μέσου ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ ἀποχῆς τῶν κακῶν, διὰ
τοῦτο καὶ μᾶς ἐδόθη αὐτὸ τὸ χάρισμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμβαίνει καὶ τὸ σχῆμα τῶν
μοναχῶν, ἐπειδὴ εἶναι τῆς μετανοίας ἐνέχυρον.
7ον Τὸ Ἅγιον Ἔλαιον.
Τὸ Ἅγιον Ἔλαιόν μας παραδόθη ὡς μία ἅγια ἱερουργία καὶ τύπος τῆς θείας εὐσπλαγχνίας,
τὸ ὁποῖον δίδεται εἰς τοὺς μετανοοῦντας διὰ λύτρωσιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν· ὅθεν καὶ
ἁμαρτήματα λύει, καὶ ἀσθενείας θεραπεύει, καὶ ἁγιάζει πληρέστατα. Ὅλα δὲ αὐτὰ ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοῦ μαθηταὶ μὲ τὴν δύναμιν αὐτοῦ μας
τὰ παρέδωκαν. Δι’ ὅτι καθὼς ἠμεῖς ἤμεθα διπλοί, ἀπὸ ψυχὴν καὶ σῶμα
συντεθειμένοι, διπλὰ καὶ αὐτά μας τὰ ἔδωκεν, ὅτι διπλοὺς ἀληθινὰ καὶ αὐτὸς δι’ ἠμᾶς
ἔγινε, Θεὸς ὧν ἀληθινός, καὶ ἄνθρωπος ἀληθῶς χρηματίσας, ὥστε μὲ τὴν χάριν μὲν
τοῦ πνεύματος νοητῶς νὰ ἁγιάζει τᾶς ψυχᾶς μας, μὲ τὰ αἰσθητὰ δὲ ὕδατα καὶ Ἔλαιον
καὶ Ἄρτον καὶ Ποτήριον, καὶ τὰ ἐπίλοιπα, ὅσα ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ἁγιάζονται, νὰ
καθαγιάζει καὶ τὰ σώματά μας, καὶ νὰ δίδει σωστὴν κατὰ πάντα τὴν σωτηρίαν.
[Άπαντα Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης σελίδες 68-69.]