<< Πάντων ἡμῶν ἐστὶ τὸ ἑλληνίζειν >>ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
Βασίλειος ὁ ἔνθεος νοῦς, Γρηγόριος ἡ θεία φωνή, Ἰωάννης ὁ παγκόσμιος λαμπτήρ, οἱ τρεῖς τῆς ἀνωτάτω, θεράποντες Τριάδος, καὶ λειτουργοὶ συνδοξαζέσθωσαν. Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστοὶ ἱκέται, λειτουργοὶ Κυρίου, ἄνδρες ἐπιθυμιῶν, σκεύη ἐκλογῆς, στῦλοι καὶ στηρίγματα τῆς Ἐκκλησίας, βασιλείας κληρονόμοι, μὴ παρασιωπᾶτε, τοῦ βοᾶν ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον.
Στοὺς φωτεινοὺς 4ο καὶ 5ο αἰῶνα, παρὰ τὴν λάμψη τῶν τρισμεγίστων φωστήρων καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων, ὑπῆρχαν χριστιανοὶ ποὺ ἀπέφευγαν νὰ μελετήσουν τὰ ἀρχαιοελληνικὰ κείμενα, φοβούμενοι μήπως ἀλλοιωθῆ ἡ πίστη των, καὶ ἀντιστοίχως «ἑλληνολάτρες» ποὺ θεωροῦσαν τὸν χριστιανισμὸ ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἑλληνομάθειά των. Ἀνάλογες τάσεις ὑπάρχουν, δυστυχῶς, καὶ στὶς ἡμέρες μας.
Βεβαίως, στὶς ἀκραῖες αὐτὲς τάσεις τῆς ἐποχῆς των οἱ
σοφοί Πατέρες, φωτισμένοι ἀπὸ τὴν θεία χάρη, προέταξαν τὴν μέση ὁδό. Ἔτσι, ὅταν
ὁ περιβόητος Ἰουλιανός, ὁ καὶ Παραβάτης ὀνομασθείς, ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀπαγορεύσῃ
μὲ διάταγμα (362) τὴν διδασκαλία ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν
κειμένων, τότε ὁ θεολόγος καὶ ποιητικὸς Γρηγόριος τοῦ ἀπήντησε μὲ δύο
θαυμάσιους «στηλιτευτικούς» λόγους «πρὸς Ἰουλιανὸν Βασιλέα». Στὸν Στηλιτευτικὸ
Α’ (PG 35, 532-664), ἀφοῦ πρῶτα παρουσίασε μὲ ἐπιχειρήματα τί κρατοῦν
καὶ τί ἀπορρίπτουν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων, στὴν συνέχεια
διετύπωσε μὲ νόημα τὸ ἐρώτημα: «τίνος τοῦ ἑλληνίζειν εἰσὶν οἱ λόγοι;»
δηλαδὴ ποιός ἔχει τελικὰ τὸ δικαίωμα νὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἀσχολῆται μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ
κείμενα, μόνον οἱ ἐθνικοὶ ὡς «ἀρχαιολάτρες» ἢ ὅλοι ὅσοι μετέχουν στὸ κοινὸ ἀγαθό,
τὸν λόγο.
Ὁ Γρηγόριος, ὡς ἐραστὴς τοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον ἀγάπησε
μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του καὶ καλλιέργησε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ κόπο,
τοποθετῶντας τον, ὅπως λέει, πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, τὸν πλοῦτο, τὴν δύναμη, τὴν
δόξα, δὲν διστάζει νὰ δώσῃ ὁ ἴδιος τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά του, μ’ αὐτὰ
περίπου τὰ λόγια: «Ὄχι, βασιλιά. Δὲν ἔχετε μόνον ἐσεῖς, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀρχαίας
θρησκείας, τὸ δικαίωμα νὰ ἀσχολῆσθε καὶ νὰ μελετᾶτε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα,
σὰν νὰ εἶναι ὁ λόγος συνάρτηση μόνο τῆς θρησκείας καὶ ὄχι τῆς γλώσσας (ὥσπερ
τῆς θρησκείας ὄντα τὸν Ἕλληνα λόγον, ἀλλ' οὐ τῆς γλώσσης)».
Καὶ συνεχίζει ὁ Γρηγόριος ὅτι δὲν εἶναι δικαίωμα μόνον
τῶν ἐθνικῶν νὰ μελετοῦν τὰ κείμενα αὐτά, ἀλλὰ ὅλου τοῦ ἔθνους! Συνεπῶς, κατὰ τὴν
ἀντίληψή του, τὸ ἔθνος ἀποτελεῖ μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως θρησκείας,
γλώσσης, φυλετικῶν ἢ ἄλλων διακρίσεων. Ὀνομάζει, μάλιστα, τοὺς ἐθνικούς «ἀλλοτρίου
καλοῦ φώρας» (κλέπτες ξένου ἀγαθοῦ), καθ’ ὅτι οἰκειοποιοῦνταν τὸν ὅρο «Ἕλλην»,
ποὺ ὡς γνωστόν, τὴν περίοδο αὐτὴν δήλωνε τὸν ἐθνικό.
Ὁ Γρηγόριος, ὅμως, αἰσθανόταν ἀληθινὸς «Ἕλλην», παιδὶ
τοῦ φωτός (Ἑλλάς< σέλας), καὶ ἀγαποῦσε τὴν Ἑλλάδα, ὅπου σπούδασε καὶ ὁ ἴδιος,
ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ παραβάτης Ἰουλιανός. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀντὶ νὰ διολισθήσῃ στὴν ἀρχαία
θρησκεία, ὅπως ὁ Ἰουλιανός, γνώρισε διὰ τοῦ ἕλληνος λόγου τὸν θεῖο λ(Λ)όγο, τὸ
φῶς τὸ ἀληθινό! Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ ἐπιγράμματά του (Ἔπη εἰς ἑαυτόν,
PG 37, ἀριθμὸς 1449) ἀποκαλεῖ τὴν Ἑλλάδα «Ἑλλὰς ἐμή, φίλη», διότι
συγκρότησε τὴν νεανική του ὕπαρξη, ὥστε νὰ δοθῆ «προφρονέως τῷ Χριστῷ», ὅπως
καὶ οἱ Ἕλληνες.
Νοιώθοντας, λοιπόν, πραγματικὰ εὐγνώμων γιὰ τὸ θεϊκὸ αὐτὸ
δῶρο, ὁ Γρηγόριος θεωρεῖ τώρα, μὲ τὴν σειρά του, δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο «λόγῳ ἀποδιδόναι
τὴν ὑπὲρ λόγων ὀφειλήν» του. Ἔτσι, δὲν τὸν νοιάζει πλέον ὅτι τὸ διάταγμα τοῦ
Ἰουλιανοῦ τὸν ἐμπόδιζε «ἀττικίζειν», ἐφ’ ὅσον δὲν τοῦ στεροῦσε τὸ
σημαντικώτερο, τὸ «ἀληθεύειν». Ἡ κατοχὴ τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ ἀνώτερη
γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ, κατὰ δική του ὁμολογία, ἀγαπημένου του ἕλληνος καὶ
δὴ ἀττικοῦ λόγου.
Ὅσο ὅμως ἀνόητο καὶ ἀπαίδευτο θεωρεῖ ὁ Γρηγόριος τὸν Ἰουλιανὸ
καὶ τοὺς ὁμοίους του ποὺ πίστευαν ὅτι μποροῦσαν, μὲ τέτοια διατάγματα, νὰ ἀνατρέψουν
τὴν πορεία τοῦ θείου λ(Λ)όγου, ἄλλο τόσο ἀδαεῖς καὶ ἀμόρφωτους θεωρεῖ ὅσους
χριστιανοὺς περιφρονοῦσαν τὴν θύραθεν παιδεία, θεωρῶντας την «ἐπίβουλον» καὶ
«σφαλεράν».
Χρησιμοποιεῖ, μάλιστα, ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φύση, γιὰ
νὰ περιγράψῃ τὴν λανθασμένη συμπεριφορὰ αὐτῶν τῶν χριστιανῶν καὶ ὡς τεχνίτης τοῦ
λόγου ἀξιοποιεῖ θαυμάσια τὰ σχήματα τοῦ λόγου καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμη τῆς
γλώσσας, προκειμένου νὰ πείσῃ. Ὅπως δὲν πρέπει, λέει, νὰ περιφρονοῦμε τὸν οὐρανό,
τὴν γῆ καὶ τὸν ἀέρα, διότι κάποιοι τὰ λατρεύουν ὡς θεούς, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτομε
καὶ τὴν θύραθεν παιδεία, ἀλλὰ νὰ ἀποκρούωμε ὅ τι ὁδηγεῖ στὴν πλάνη καὶ στὴν εἰδωλολατρεία
καὶ νὰ κρατᾶμε μόνον τὰ χρήσιμα, τὸ ὁποῖο, τελικά, μᾶς ὠφελεῖ, διότι μαθαίνομε
νὰ ἐκτιμᾶμε τὸ «ἀνώτερο» ἀπὸ τὸ «κατώτερο» (Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν
Βασίλειον, PG 36, 532-664).
Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, Βασίλειος, Χρυσόστομος καὶ οἱ μεταγενέστεροι,
θεώρησαν, μὲ θεία φώτιση, τὸν ἕλληνα λόγο ὡς «προπαιδεία» γιὰ τὸν ἀνώτερο θεῖο
λόγο, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ βαδίσωμε καὶ ἐμεῖς στὰ βήματά των.
Λαμβάνοντες, ἑπομένως, ὑπ’ ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρξαν ἄλλοι
περισσότερο ἑλληνολάτρες ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι προσέλαβαν τὸν Ἕλληνα
λόγο καὶ τὸν «κοινώνησαν» μὲ τὸν λ(Λ)όγο τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν συμπεριφερώμαστε οὔτε
ὡς θερμοκέφαλοι καὶ ἀπαίδευτοι «σοῦπερ-ορθόδοξοι», ποὺ ἀναθεματίζουν τὸν
φιλό-σοφο ἕλληνα λόγο, οὔτε καὶ ὡς ἀνόητοι «ἑλληνολάτρες» -λέγε καλύτερα
νεοειδωλολάτρες-, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, ποὺ
εἶχε ξεπεράσει τὰ εἴδωλα, ποὺ αὐτοὶ ἀναβιώνουν μὲ τὶς ἀήθεις τελετές των.
Ὅσοι λοιπὸν αἰσθανώμαστε γνήσια τέκνα τῶν Πατέρων, ὡς
φωτεινὰ γεννήματα τοῦ ἰδίου Θεοῦ, «ὅς ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων»
(Πράξ., ιζ’ 26), καὶ ὡς ἀδέλφια μεταξύ μας, νὰ ἐργαζώμαστε καὶ μάλιστα νὰ
συνεργαζώμαστε γιὰ τὴν κοινὴ πρόοδο καὶ σωτηρία, πρὸς δόξα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ
τιμὴ τῶν πνευματοφόρων Ἁγίων Του. Ἀμήν!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
https://www.impantokratoros.gr/D8EBD858.el.aspx
**************************************************************************
Τό παλιό καί τό νέο στούς τρεῖς Ἱεράρχες
Ἡ Ἱστορία χωρίζεται ἀπό τήν προϊστορία, πού τοποθετεῖται
πάντοτε ὡς παρελθόν, καί ὅλα τά λεγόμενα γιά τήν προϊστορία (τό πνευματικό της
μέρος δηλαδή) τά λέμε μυθολογία. Οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι τοῦ πέμπτου αἰῶνος
χωρίζουν τόν πολιτισμό στήν πρό τοῦ Προμηθέως κατάσταση, πού τήν περιγράφει
δραματικά ὁ Αἰσχύλος σάν κατάσταση χειρότερη ἀκόμα καί ἀπό τήν ζωή τῶν ζώων,
καί τή μετά τόν Προμηθέα ζωή, κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τό πλεονέκτημα τῆς
φωτιᾶς καί βγῆκαν ἀπό τίς τρῦπες τῆς γῆς, κατασκεύασαν ἐργαλεῖα, σπίτια κι ἄλλα
γνωρίσματα τοῦ πολιτισμοῦ· καί ὅλα αὐτά τους τά ἔδωσε καί τούς τά δίδαξε ὁ τιτᾶνας
Προμηθεύς "δια λίαν φιλότητα βροτῶν".
Κατά τά ἄλλα ὅμως, δηλαδή σέ ὅσα δέν περιορίζονται
στήν τροφή καί στήν κατοικία, οἱ ἄνθρωποι παρέμειναν στήν ἴδια φτώχια καί ὀρφάνια.
Ὁ ἴδιος ὁ Προμηθέας λέει πώς ἀνάμεσα στά ἄλλα καλά, πού ἔκανε στούς ἀνθρώπους, ἦταν
ὅτι τούς ἀπάλλαξε ἀπό το φόβο τοῦ θανάτου.
"Θνητούς γ' ἔπαυσα μή προδέρκεσθαι μόρον"
(Προμ. 257)
(Ἔκανα τούς ἀνθρώπους νά μή (πρό)βλέπουν θάνατο)
Στήν ἐρώτηση τοῦ χοροῦ πῶς τό μηχανεύτηκε αὐτό, ὁ
Προμηθεύς ἀπαντᾶ:
"Τυφλάς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατώκισα" (Προμ.
259)
(Ἔβαλα μέσα στίς καρδιές τους τυφλές ἐλπίδες).
Τούς ἔδωσε λοιπόν δῶρο ψυχολογικό νά παραμερίζουν καί
νά ξεχνοῦν το φόβο τοῦ θανάτου μέ ἐλπίδες ἀπραγματοποίητες.
Ἔτσι οἱ ποιητές μας οἱ ἀρχαῖοι διεκτραγωδοῦν τήν ἀβάσταχτη
ὀρφάνια καί κακομοιριά τῶν προγόνων μας, πού ζοῦσαν βίον "πολυώδυνον δι' ἀπειροσύνην
ἄλλου βιότου" (λόγῳ ἄγνοιας ἄλλης ζωῆς) κατά τόν Εὐριπίδη (Ἱππόλυτος).
Καί σ' αὐτή τή θεολογία βρῆκαν οἱ Καππαδόκες Ἱεράρχες
μας (καί ὄχι μόνον αὐτοί) τόν εἰδωλολατρικό κόσμο πού, ἀφοῦ ἔσφαξε ἑκατομμύρια
Χριστιανῶν, κουράστηκε κάποτε καί παραδόθηκε στούς πράους ποιμένες, γιά νά ὁδηγηθεῖ
ἀπ' αὐτούς στούς οὐράνιους λειμῶνες τῆς κατά Χριστόν ζωῆς.
Ἐπειδή ὅμως ἡ θεολογία του κάθε λαοῦ διαμορφώνει καί
τήν κοινωνιολογία καί τήν ἠθική του, οἱ Ἱεράρχες εἶχαν νά ποιμάνουν ἕνα κόσμο,
πού ζοῦσε κατ' εἰκόνα τῶν θεῶν τους. Ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν παραπλήσια μέ τή
θέση τοῦ κτήνους· ὁ Εὐριπίδης μᾶς διεκτραγωδεῖ στό δρᾶμα «Μήδεια» τήν ἀθλιότητα
τῆς γυναίκας στήν κοινωνία τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος.
"Πάντων δ' όσ' ἔστ' ἔμψυχα καί γνώμην ἔχει,
γυναῖκες ἐσμέν ἀθλιώτατον φυτόν."
(Ἀπ' ὅλα τά ὄντα, πού ἔχουν ψυχή καί σκέψη
οἱ γυναῖκες εἴμαστε τό ἀθλιότερο ζωντανό.)
Οἱ Ἀθηναῖοι ἀγέρωχα καί προκλητικά διακηρύσσουν ὅτι ἐφαρμόζουν
στήν πολιτική τους τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου καί ἀπολογοῦνται ὅτι οὔτε αὐτοί
δημιούργησαν αὐτόν το νόμο οὔτε πρῶτοι τόν χρησιμοποίησαν καί ὅτι αὐτός ὁ ἄγραφος
νόμος θά μείνει νά ἰσχύει στούς αἰῶνες. Ὁ ἄγραφος νόμος διατυπώνεται λιτά:
"οὐ,οὗ ἄν τίς κρατῆ, ἄρχει", δηλαδή ἐκεῖ ὅπου νικάει κανείς, ἐκεῖ ἐξουσιάζει.
Αὐτός ἦταν ὁ ἀρχαῖος κόσμος, πού κληρονόμησε ὁ Μέγας
Κωνσταντῖνος καί τόν παρέδωσε στούς Ἱεράρχες, γιά νά τόν ἀναμορφώσουν. Καί δέν ἦταν
τόσο ευκολομεταχείρἱστος αὐτός ὁ παλιός κόσμος. Τρεῖς αἰῶνες πάλεψε σκληρά καί ἀντιστάθηκε
μέ ἀγριότητα τρομακτική στήν ἐπίθεση σωτηρίας, πού ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ὁμολογητές,
οἱ Ἱεράρχες καί προπαντός οἱ Μάρτυρες. Ὁ Ἰουλιανός ὁ παραβάτης μέσα στόν 4ο αἰῶνα
σκότωσε ἀπάνθρωπα πολλούς Χριστιανούς. Καί ὅμως ὁ παλιός κόσμος μέ ὅλη τήν ἀπάνθρωπα
σκληρή ἀντίστασή του λύγισε καί ἄφησε τήν τελευταία πνοή τοῦ πάνω στούς τάφους
τῶν μαρτύρων καί κάτω ἀπό τά εἰρηνικά ἐπιτραχήλια τῶν πρεσβυτέρων.
Οἱ Ἱεράρχες ἔπρεπε νά βρεφοκομήσουν τό νέο κόσμο μέ
σοφία καί πραότητα. Καί πρῶτα σπούδασαν τή σοφία καί τή γλῶσσα τοῦ παλιοῦ
κόσμου. Ἔγιναν θερμοί φίλοι τῶν ἰσχυρῶν τοῦ πνεύματος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Μίλησαν μέ ἄριστα Ἀττικά στόν πεζό ἀλλά καί στόν ποιητικό λόγο. Ἀπέδειξαν οἱ
Καππαδόκες καί οἱ Σύροι Ἱεράρχες μας (Σῦρος ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) ὅτι
κουβαλοῦν μαζί τους τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ξεπέρασαν τούς Ἀττικούς συγγραφεῖς,
μολονότι ἔζησαν καί ἔδρασαν παραπάνω ἀπό 1.000 χιλιόμετρα μακριά ἀπό τήν Ἀττική.
Ὁ σοφός Βιλαμόβιτς γράφει ὅτι ὅλοι οἱ Ἀττικοί πεζογράφοι φαίνονται ὡς
κακοτέχνες μπροστά στόν ἐκ Συρίας Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Καί οἱ ἄλλοι Ἱεράρχες, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος, ὁ
Κύριλλος, ὁ Ἀθανάσιος θεμελιώνουν μέ το λόγο τους τήν ἀληθινή πίστη, πού εἶναι
μία πιά, καί ὁδηγοῦν καί τήν οἰκουμένη νά ἑνωθεῖ καί νά γίνει καί αὐτή μία.
Φέρνουν εἰρήνη στόν κόσμο καί ἐγκαινιάζεται ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ
φιλανθρωπία στόν κόσμο ὡς ὀφειλή, πού τή χρωστάει ἡ οἰκουμένη στούς φτωχούς,
στά ὀρφανά, στίς χῆρες, στούς αἰχμαλώτους, στούς δούλους. Ὁ κόσμος παραξενεύεται,
οἱ ἀδικημένοι τῆς μοίρας ἀναπνέουν καί χαμογελοῦν, ἐνῶ ὁ μαθητής τοῦ Σωκράτη
ρητόρευε ὅτι "ὅπως ὅταν δυστυχοῦμε δέν μᾶς μιλάει κανείς, ἔτσι κι ὅταν εὐτυχοῦμε
νά μή μᾶς φθονεῖ κανείς", ἀντίθετα οἱ Ἱεράρχες μᾶς ἀποκαλοῦσαν τούς
φτωχούς ἁγίους καί τούς ἀνέπαυαν στίς Βασιλειάδες τους.
Πρωτοφανῆ πράγματα σέ ὅλον τόν κόσμο! Ὁ Χρυσόστομος ἔχτιζε
λεπροκομεῖα. Ὁ Ἀνδρέας ὁ Ἰεροσολυμίτης, πού εἶναι γνωστός ὡς Ἀνδρέας Κρήτης,
διακόνησε τήν Ἐκκλησία ὡς ὀρφανοτρόφος. Οἱ εὔποροι νοικοκυραῖοι εἶχαν στρωμένο
τραπέζι στή σάλα τῶν ἀρχοντικῶν τους καί τίς αὐλόπορτές τους συνεχῶς ἀνοιχτές
γιά τούς φτωχούς. Ἱδρύθηκαν τά πρῶτα ξενοδοχεῖα-νοσοκομεῖα μέσα στίς πόλεις μέ
γιατρούς ἄντρες καί γυναῖκες. Οἱ πλούσιοι ἐξαγόραζαν αἰχμαλώτους ἀπό τούς
πειρατές καί τούς λευτέρωναν. Ἔτσι ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ στή
Συρία ἐξαγόρασε τόν αἰχμάλωτο Κοσμᾶ καί τόν ἔκανε ἀδερφό τοῦ γυιοῦ του. Καί ἔγιναν
οἱ δυό τους οἱ κορυφαῖοι ποιητές τοῦ κόσμου.
Οἱ γυναῖκες βγῆκαν ἀπό τήν ἀφάνεια χωρίς νά χάσουν τή
σεμνότητά τους κι ἔγιναν μάρτυρες, ὀνομαστές μητέρες καί ἀδερφές ἁγίων,
νοσοκόμες, ὀρφανοτρόφοι, διακόνισσες σάν τήν ὁσία Ξένη, ποιήτριες σάν τήν
Κασσιανή, φιλάνθρωπες καί φιλόθεες βασίλισσες σάν τήν ἁγία Ἑλένη, τήν Πουλχερία
καί πολλές ἄλλες.
Κι ἐνῶ στόν παλιό κόσμο ἡ γυναῖκα ζοῦσε στή σκιά τῆς
κοινωνίας καί τῆς οἰκογένειας καί γιά πρώτη φορά μίλησαν γιά τιμή τῆς γυναίκας,
ὅταν εἶδε ὁ χορός τή Μήδεια νά σφάζει τά παιδιά της, γιά νά ἐκδικηθεῖ τόν ἄπιστο
ἄντρα της, μέ τούς φρικτούς στίχους:
"Ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί...
ἔρχεται τιμᾶ γυναικείῳ γένει.
Οὐκέτι δυσκέλαδος φάμα γυναῖκας ἕξει...,ἔξει..."
(Ἀντίθετα στό ρεῦμα τῶν ποταμῶν προχωροῦν οἱ πηγές...
ἔρχεται τιμή στῶν γυναικῶν τό γένος.
Δέν θά κατέχει πιά κακή φήμη τίς γυναῖκες).
Τώρα πιά καλλικέλαδος φήμη ἔρχεται στίς γυναῖκες μάρτυρες
σάν τήν ἁγία Μαρίνα, γυναῖκες μάρτυρες καί σοφές σάν τήν Αἰκατερίνα, γυναῖκες ὅσιες
σάν τή Νόννα, τήν Ἐμμέλεια, τή Μακρίνα, γυναῖκες τίμιες χῆρες στήν πρώτη νιότη
τους σάν τήν Ἀνθοῦσα. Γιά τέτοιες γυναῖκες θ' ἄξιζε νά γυρίσουν τά ποτάμια ἀνάποδα
ἀπό τήν ἔκπληξή τους.
Οἱ Ἱεράρχες μας ἐτίμησαν τό μοναχισμό καί μέ τό
παράδειγμά τους καί μέ τά συγγράμματά τους. Σ' ὅλον τόν κόσμο καί στή μακρινή
Σκωτία ἀκόμα τηροῦσαν τούς μοναστικούς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Οἱ Ἱεράρχες στάθηκαν ἡγέτες, ἀγωνιστές καί στούς
κοινωνικούς ἀγῶνες. Ὁ Βασίλειος ἐξευτέλισε μέ τή γιγάντεια πίστη του τόν αὐτοκράτορα,
πού τόν ἀπειλοῦσε, ὁ Χρυσόστομος ἐκήρυττε στά πλήθη τῶν πιστῶν τῆς Βασιλεύουσας
ὅτι τά πλούτη, πού κρατοῦν οἱ πλούσιοι στίς ἀποθῆκες τους, ἀνήκουν στούς
φτωχούς καί οἱ πλούσιοι τούς τά κλέβουν.
Ὁ καινούργιος λόγος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν μας ἔμαθε τόν
κόσμο νά γιορτάζει τά Χριστούγεννα καί τίς ἄλλες γιορτές, δίδαξε τόν κόσμο ὅτι
"ὁ Ἅδης ἐπικράνθη καί γάρ καθῃρέθη,καθηρέθη" καί γι' αὐτό μπορεῖ πιά ὁ
καθένας νά βροντήξει το "Χριστός ἀνέστη" πάνω στούς τάφους κι ὄχι νά
καταπίνει τήν πίκρα τοῦ σάν τό Σοφοκλῆ μ' ἐκεῖνον το στίχο τῆς Ἀντιγόνης του:
"Ἄιδα δέ μόνον φεύξιν οὐκ ἐπάξεται"
(μόνο τοῦ Ἅδη ἀπαλλαγή,ἀπαλλαγῆ δέν θά καταφέρει ὁ ἄνθρωπος).
Τώρα μέ τό νέο ἦθος τῶν Ἱεραρχῶν μας μποροῦμε πιά νά
γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση καί νά ζοῦμε τόν ἀληθινό ἀνθρωπισμό, τόν θεανθρωπισμό,
ἀπαγγέλλοντας λογαοιδικώς:
"Ἔστη ὁ Θεός ἐν συναγωγῇ θεῶν.
Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν θεοί ἐστε καί υἱοί ὑψίστου
πάντες."
Αὐτό εἶναι τό νέο πού μᾶς δίδαξαν οἱ Ἱεράρχες μας καί
πρῶτοι-πρῶτοι ἀπ' αὐτούς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες μας.
Κωνσταντίνος Γανωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου