Κυριακή του Ασώτου: α’ Ἡ ἀποδημία σέ μακρινή χώρα (Ἅγιος Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας) β' Ο πολυεύσπλαχνος πατέρας
Ὢ πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα! ὢ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! τὸν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅν περ ἔλαβον, τὴν ἐντολὴν παρέβην. Οἴμοι τάλαινα ψυχὴ! τῷ πυρὶ τῷ αἰωνίῳ λοιπὸν καταδικάζεσαι· διὸ πρὸ τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ. Ὡς τὸν Ἄσωτον δέξαι με υἱόν, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με.
Ἡ
παραβολή τοῦ Ἀσώτου παρουσιάζει το Θεό σάν ἄνθρωπο, τόν ἀληθινά φιλάνθρωπο καί
τούς δύο γιούς, καθώς καί τίς δύο κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, τούς δίκαιους καί
τούς ἁμαρτωλούς. Ὁ μικρός εἶπε· δῶσε μου τό μερίδιό μου ἀπό τήν περιουσία μας. Ἡ
δικαιοσύνη εἶναι ἀρχική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, γι' αὐτό κι ὁ μεγάλος δέν
παρεκκλίνει· ὑστερογέννητο κακό ἡ ἁμαρτία, γι' αὐτό καί παρεκκλίνει ὁ μικρός, αὐτός,
δηλαδή πού συναυξήθηκε μέ τήν ἁμαρτία πού μπῆκε στόν κόσμο ἔπειτα. Καί μέ ἄλλο
νόημα λέγεται ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος «νεώτερος γιός», σάν νεωτεριστής κι ἀποστάτης
στό πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δῶσε μου τό μερίδιό μου ἀπό τήν περιουσία μας». Περιουσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό λογικό, μέ ἐπακολούθημα τήν αὐτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό εἶναι αὐτεξούσιο. Μᾶς παραχωρεῖ ὁ Κύριος το λόγο, γιά νά τόν χρησιμοποιοῦμε κατά τό θέλημά μας, σάν δικό μας κτῆμα. Καί τόν παραχωρεῖ σ' ὅλους ἐξίσου, γιατί ὅλοι εἴμαστε ἐξίσου λογικοί, ἐξίσου αὐτεξούσιοι. Ἄλλοι ὅμως κάνουμε λογική χρήση τῆς τιμητικῆς παραχώρησης κι ἄλλοι ἐξευτελίζουμε τό θεῖο δῶρο. Καί ὅλα γενικά ὅσα μᾶς ἔχει δώσει Θεός, ἄς τά θεωρήσουμε περιουσία μας, τόν οὐρανό, τή γῆ, τήν πλάση ὅλη, το νόμο, τούς προφῆτες. Ἀλλά ὁ μικρός γιός ἐνῶ εἶδε τόν οὐρανό, καί τόν θεοποίησε, τή γῆ καί τήν προσκύνησε, δέν θέλησε νά πορευτεῖ στίς γραμμές τοῦ νόμου, δολιεύτηκε τούς λόγους τῶν προφητῶν. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιός τά χρησιμοποίησε ὅλα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Στό ἴδιο μέτρο τους τά παραχώρησε καί τούς ἄφησε νά πορευτοῦν κατά τό θέλημά τους· δέν ὑποχρεώνει κανένα πού δέν θέλει νά τόν ὑπηρετεῖ. Ἄν ἤθελε νά μᾶς ὑποχρεώσει, οὔτε λογικούς θά μᾶς δημιουργοῦσε οὔτε αὐτεξούσιους. Ὅλα αὐτά ὁ μικρός τά σπατάλησε ἀμέσως. Καί ὁ λόγος, ἡ ἀποδημία του στά μακρινά. Ὅταν, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό καί θέσει τόν ἑαυτό του πέρα ἀπό τό θεῖο φόβο ἐξαντλεῖ ὅλα τά θεῖα δῶρα. Ὅταν μένουμε κοντά στό Θεό, τίποτα τέτοιο δέν κάνουμε πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια κατά το λόγο «ἀπ' τήν ἀρχή ἔβλεπα τόν Κύριο δίπλα μου, στά δεξιά μου παντοτινά γιά νά μήν ταραχτῶ». Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ' αὐτόν κι ἀποστρατήσουμε ἀπό τό θέλημά του, πράττουμε καί πάσχουμε τά χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό σένα θά χαθοῦν».
«Σκόρπισε» λοιπόν τήν περιουσία του κι ἦταν φυσικό. Γιατί ἡ ἀρετή ἔχει ἕνα ὄνομα καί εἶναι κάτι ἁπλό. Ἡ κακία ὅμως εἶναι ποικίλη καί προκαλεῖ πολλές πλάνες. Ἡ ἀνδρεία, λόγου χάρη, ἔχει ἕνα ὄνομα καί ἀναφέρεται στό πότε, πῶς καί σέ ποιούς πρέπει νά λειτουργεῖ τό θυμικό μας. Τῆς κακίας, ὅμως εἶναι δύο τά εἴδη, ἡ δειλία καί ἡ θρασύτητα. Βλέπεις ὅτι ἡ λέξη διασπᾶται καί χάνεται ἡ ἑνότητα τῆς ἀρετῆς; Καί ὅταν ἐξάντλησε τήν περιουσία του καί δέν περπατοῦσε πιά ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μέ το λόγο, ἐννοῶ τίς διατάξεις τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἀλλά μήτε τό γραπτό νόμο ἀκολουθοῦσε, μήτε τούς προφῆτες ἄκουε, πέφτει μεγάλη πεῖνα, ὄχι πεῖνα τροφῶν ἀλλά πείνα τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου.
Καί ἀρχίζει νά στερεῖται, γιατί δέν φοβόταν τόν Κύριο παρά ἦταν μακριά του -ἐπειδή γιά ὅσους φοβοῦνται τόν Κύριο δέν ὑπάρχει στέρηση. Καί πῶς δέν ὑπάρχει στέρηση γιά ὅσους φοβοῦνται; Γιατί ὅποιος φοβᾶται τόν Κύριο θά θέσει τήν ἱκανοποίησή του μέσα στόν κύκλο τῶν ἐντολῶν του. Γι' αὐτό καί βασιλεύει στό σπίτι του τιμή καί πλοῦτος καί ἀντίθετα, σκορπίζει αὐτός καί μοιράζει στούς φτωχούς· τόσο πολύ ἀπέχει ὁ ἴδιος ἀπό τή στέρηση. Αὐτός λοιπόν πού ἀποδήμησε μακριά ἀπό το Θεό καί δέν ἔχει μπροστά στά μάτια του τό φοβερό του πρόσωπο, στερεῖται κατά φυσικό λόγο, ἀφοῦ καμιά θεϊκή καταβολή δέν ἐνεργεῖ μέσα του. Καί ἀφοῦ πῆγε, δηλαδή ἀφοῦ προόδευσε καί πρόκοψε στήν κακία, ἔγινε, μισθωτός, σ' ἕνα πολίτη τῆς χώρας ἐκείνης. Ὁ μισθωτός τοῦ Κυρίου γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του· ὁ μισθωτός τῆς πορνικῆς φύσεως τῶν δαιμόνων γίνεται ἕνα σῶμα μ' αὐτούς, ὅλος σάρκα, χωρίς νά γίνεται μέσα του καμιά εἰσχώρηση τοῦ πνεύματος, ὅπως στούς ἀνθρώπους πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό. Γιατί ὅπως νά 'ναι πολῖτες τῆς χώρας πού ἀπέχει ἀπό το Θεό εἶναι οἱ δαίμονες. Καί αὐτός, ἀφοῦ πρόκοψε καί ἔγινε δυνατός στήν κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδή καί στούς ἄλλους δάσκαλος τῆς κακίας καί τῶν βρώμικων πράξεων. Γιατί ὅλοι πού δοκιμάζουν εὐχαρίστηση μέ τήν ἀκαθαρσία τῶν αἰσχρῶν πράξεων καί τῶν ὑλικῶν παθῶν εἶναι χοῖροι. Γιατί τοῦ χοίρου τά μάτια ποτέ δέν μποροῦν νά κοιτάξουν πρός τά ἐπάνω, ἐπειδή ἔχουν μιά ἀλλόκοτη διάπλαση. Γι' αὐτό καί οἱ χοιροβοσκοί, ὅταν δέν μποροῦν νά σταματήσουν τίς κραυγές τοῦ χοίρου πού κρατοῦν, τόν γυρίζουν ἀνάσκελα καί τόν κάνουν ἔτσι νά μετριάζει τίς κραυγές του. Γιατί αὐτός ξαφνιάζεται καί σωπαίνει βλέποντας ψηλά καί πράγματα πού δέν εἶδε ποτέ. Τέτοια εἶναι τά μάτια ὅσων τρέφονται μέ τά αἰσχρά, ποτέ δέν βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπόν βόσκει ὅποιος νικᾶ πολλούς στήν αἰσχρότητα, ὅπως οἱ πορνοβοσκοί, οἱ ἀρχιληστές, οἱ ἀρχιτελῶνες. Ὅλοι αὐτοί βόσκουν χοίρους. Καί ἐπιθυμεῖ τοῦτος ὁ ἀξιοθρήνητος νά χορτάσει ἀπό ἁμαρτία καί κανένας δέν τοῦ δίνει τό χορτασμό της.
Κανένας δέν χορταίνει τήν αἰσχρότητα, ὅποιος ἐξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως καί ἡ ἡδονή μένει; Ἤ τήν ἴδια στιγμή πού τή νιώθει κανένας περνᾶ, καί βρίσκεται ὁ ἀξιοθρήνητος μέ ἄδεια χέρια; Μέ χαρούπια παρομοιάζεται ἡ ἁμαρτία, πού ἔχει γλυκύτητα καί σκληράδα· ἡ εὐχαρίστησή της προσωρινή, ἐνῶ ἡ τιμωρία της αἰώνια. Κανένας λοιπόν δέν δίνει χορτασμό ἀπό τίς αἰσχρότητες σ' ὅποιον ἐντρυφᾶ μέσα σ' αὐτές. Γιατί ποιός θά τοῦ δώσει τόν κορεσμό καί θά παύσει τήν πεῖνα του; Ὁ Θεός; Μά δέν εἶναι κοντά, γιατί βρίσκεται σέ μακρινή ἀποδημία ἀπό τό Θεό αὐτός πού τρώει τά χαρούπια. Μήπως οἱ δαίμονες; Πῶς ὅμως, ἀφοῦ αὐτοί ἐπιδιώκουν περισσότερο νά μή γίνει ποτέ σταμάτημα τῆς κακίας καί χορτασμός της;
«Κι ἀφοῦ ἦρθε στόν ἑαυτό του· εἶπε· πόσοι μισθωτοί τοῦ πατέρα μου πετοῦν τά τρόφιμά τους κι ἐγώ πεθαίνω τῆς πείνας...» Ἦρθε στόν ἑαυτό του ὁ ὡς τότε ἄσωτος. Ὥσπου ἔπραττε τίς αἰσχρότητες ἦταν ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, λέγεται ὅτι κατασπατάλησε τήν περιουσία του, καί εἶναι φυσικό. Γι' αὐτό εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Γιατί αὐτός πού δέν καθοδηγεῖται ἀπό το λόγο ἀλλά ζεῖ σάν ἄλογος καί γίνεται ὁδηγός τῆς ἀλογίας τῶν ἄλλων, εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του καί δέν μένει πάνω στήν οὐσία του, το λόγο. Καί ὅταν ἀναλογιστεῖ ποιός ἦταν καί σέ ποιά ἀθλιότητα κατάντησε, τότε ἔρχεται στόν ἑαυτό του μέ τόν ἀναλογισμό καί τή μετάνοια ἀπό τήν περιπλάνησή του.
Μισθωτούς πάλι ἐννοεῖ τούς κατηχουμένους πού δέν ἔφτασαν ἀκόμα νά γίνουνε γιοί, ἐπειδή ἀκόμα δέν φωτίστηκαν. Ὅμως οἱ κατηχούμενοι ἔχουν περισσεύματα ἀπό λογικές τροφές, ἀκούοντας τά ἀναγνώσματα καθημερινά. Ἄκουσε τα ἑξῆς γιά νά μάθεις τή διαφορά γιου καί μισθωτοῦ. Ἐκείνων πού σώζονται οἱ κατηγορίες εἶναι τρεῖς. Οἱ πρῶτοι ἀσκοῦν τήν ἀρετή, ἐπειδή φοβοῦνται τήν τιμωρία. Γιά τοῦτο κάνει ὑπαινιγμό κι ὁ Δαυίδ λέγοντας· «καθήλωσε μέ το φόβο σου τή σάρκα μου· μέ παραλύει τῆς τιμωρίας σου ὁ φόβος». Οἱ δεύτεροι φαίνονται ὅτι εἶναι μισθωτοί, ἐπειδή τρέχουν νά εὐαρεστήσουν το Θεό ἀπό ἐπιθυμία τῆς ἀμοιβῆς. «Πίεσα τόν ἑαυτό μου νά ἐκτελέσω τό θέλημά σου γιά τήν αἰώνια ἀνταμοιβή μου». Ὅσοι ὅμως εἶναι γιοί ἐκτελοῦν τίς ἐντολές του ἀπό ἀγάπη πρός το Θεό καθώς πάλι ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ λέει· «Πόσο Κύριε, ἀγάπησα το νόμο σου· ὅλη τήν ἡμέρα εἶναι τό μελέτημά μου». Καί πάλι· «Ἅπλωσα τά χέρια μου στίς ἐντολές σου, πού τίς ἀγάπησα, καί ὄχι πού τίς φοβήθηκα». Καί πάλι· «Μέ γεμίζουν ἀπό θαυμασμό τά ἔργα σου, κι ἐπειδή εἶναι θαυμαστά, γι' αὐτό τά ἐρεύνησε ἡ ψυχή μου». Καί δέν πρέπει νά νομίζουμε ὅτι οἱ κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοί ἀλλά καί ὅσοι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πιό δοκιμασμένοι. Ὅταν λοιπόν κάποιος, πού ἦταν στήν τάξη τῶν γιῶν κι ἔπειτα ἀποκηρύχτηκε γιά τίς ἁμαρτίες του, βλέπει ν' ἀπολαμβάνουν ἄλλοι τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά μετέχουν στά θεῖα μυστήρια καί στόν θεῖο ἄρτο, τότε εἶναι ἡ ὥρα γι' αὐτόν τόν θλιβερό ἐπίλογο.
Ἀλλά θά σηκωθῶ, ἀπό τήν πτώση δηλαδή τῆς ἁμαρτίας, καί θά πάω στόν Πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστά στόν οὐρανό, ἐπειδή τόν ἐγκατέλειψα καί προτίμησα τή σιχαμερή ἡδονή κι ἀπό τήν πατρίδα μου τόν οὐρανό πρόκρινα τή χώρα τοῦ λιμοῦ. Ἁμαρτάνει ἀπέναντι τοῦ χρυσοῦ κατά κάποιο τρόπο ὅποιος προτιμᾶ τό μολύβι κι ἁμαρτάνει στόν οὐρανό, ὅποιος προτιμήσει τῇ γῆ. Ἀστοχεῖ πάντως ἀπό το δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό. Σημείωσε ὅτι ὅταν ἔκανε τήν ἁμαρτία, δέν ἔνιωθε ὅτι βρισκόταν μπροστά στό Θεό, ὅταν ὅμως κάνει τήν ἐξομολόγησή του, αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἁμαρτήσει μπροστά του. Σηκώθηκε καί ἦρθε στόν Πατέρα του. Δέν πρέπει μόνο νά ἐπιθυμοῦμε, ὅ,τι ἀρέσει στό Θεό ἀλλά καί νά τό πράττουμε. Καί καθώς εἶδες τή θερμή μετάνοια, κοίταξε καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Πατέρα του. Δέν περίμενε τό γιό νά ἔρθει κοντά του. Τρέχει καί τόν ἀγκαλιάζει. Ἔχοντας τό πατρικό φίλτρο, ἄν καί Θεός, μέ ὅλο του τό εἶναι, ὁλόκληρο τόν ἀγκαλιάζει, γιά νά τόν σφιχτοπεριπλέξει ἀπό παντοῦ μέ τόν ἑαυτό του, ὅπως ἔχει λεχθεῖ· «Καί θά σέ περιντύσει, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ». Καί πρῶτα, ὅταν ὁ γιός ἀπομακρύνθηκε, ἦταν καιρός ν' ἀπομακρυνθεῖ κι ὁ Πατέρας ἀπό τό σφιχταγκάλιασμα. Ὅταν τόν πλησίασε μέ τήν προσευχή καί τήν ἐπιστροφή του, ἦρθε ἡ ὥρα νά τόν ἀγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στόν τράχηλό του, δείχνοντας στόν παλαιό ἀποστάτη νά γίνει ὑπάκουος. Καί γιά νά ἐπιβεβαιώσει τή συμφιλίωση τόν καταφιλεῖ, ἐξαγνίζοντας πρῶτα τό στόμα τοῦ ἀκάθαρτου, καθώς τό πρόθυρο τοῦ σπιτιοῦ κι ἔπειτα προχωρεῖ τόν ἐξαγνισμό καί στόν ἐσωτερικό του κόσμο.
«Καί εἶπε στούς δούλους του ὁ Πατέρας. Φέρτε τήν πρώτη στολή του καί ντῦστε τον καί βάλτε του δαχτυλίδι στό χέρι καί στά πόδια του παπούτσια. Φέρτε καί τό μοσχάρι τό σιτευτό καί θυσιάστε το κι ἄς φᾶμε κι ἄς εὐχαριστηθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ξαναέζησε καί εἶχε χαθεῖ καί βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νά διασκεδάζουν». Δούλους μπορεῖς νά θεωρήσεις τούς ἀγγέλους, τά λειτουργικά πνεύματα πού ἀποστέλλονται στή διακονία τῆς σωτηρίας τῶν ἄξιων. Γιατί αὐτοί στολίζουν ὅποιον ἐπιστρέφει ἀπό τήν κακία μέ τήν πρώτη στολή, πού φορούσαμε πρίν ἁμαρτήσουμε, τό ροῦχο τῆς ἀφθαρσίας ἤ τήν πολυτιμότερη ἀπ' ὅλες τίς ἄλλες, πού εἶναι ἡ στολή τοῦ βαπτίσματος. Γιατί αὐτήν πρώτη φορῶ κι αὐτή μοῦ σκεπάζει τήν ἀσκήμια μοῦ. Ἤ τούς ἀγγέλους λοιπόν μπορεῖς νά θεωρήσεις δούλους, πού διακονοῦν σ' ὅσα ἐμεῖς τελοῦμε καί μ' ὅσα παίρνουμε τόν ἁγιασμό. Μπορεῖς νά θεωρήσεις καί τούς ἱερεῖς, πού καί μέ τό βάπτισμα καί μέ τήν διδασκαλία ντύνουν ἐκεῖνον πού ἐπιστρέφει καί τό Χριστό μας φοροῦν σάν πρώτη στολή - ὅσοι βαπτιστήκαμε στ' ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τό Χριστό ντυθήκαμε. Μᾶς δίνουν ἔπειτα δαχτυλίδι στό χέρι, τή σφραγῖδα τοῦ χριστιανισμοῦ, πού μέ τά ἔργα μας πήραμε, γιατί τό χέρι εἶναι τῆς πράξης σύμβολο καί τῆς σφραγῖδας τό δαχτυλίδι. Ὅποιος λοιπόν βαπτίζεται καί καθένας πού ἐπιστρέφει ἀπό τήν κακία ὀφείλει νά ἔχει πάνω στό χέρι του, δηλαδή πρακτική δύναμη τή σφραγῖδα καί τό γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ, γιά νά μπορεῖ νά δείχνει ὅτι κατά τήν εἰκόνα τοῦ πλάστη του ἀνανεώθηκε. Μπορεῖς κι ἀλλιῶς νά θεωρήσεις τό δαχτυλίδι, σάν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, ὅτι ὁ Θεός δίνει τά πιό τέλεια ἀγαθά, ὅταν εἶναι ἡ ὥρα τους. Ἀλλά τώρα σάν ἐγγύηση μᾶς δίνει τά χαρίσματα ἐκεῖνα, σάν ἀρραβῶνα τῶν μελλοντικῶν, σέ ἄλλους θαυματουργική ἱκανότητα, σέ ἄλλους δύναμη διδασκαλίας, σέ ἄλλους κάτι ἄλλο κι ἔπειτα ἀπ' αὐτά ἐλπίζουμε θετικά καί τά πιό τέλεια. «Ὑποδήματα στά πόδια του», γιά νά προφυλάγονται ἀπό τούς σκορπιούς, τά ἁμαρτήματα πού θεωροῦσαν μικρά καί κρυφά, ὅπως εἶπε ὁ Δαυίδ ἀλλά θανατηφόρα καί αὐτά. Ἀλλά βέβαια κι ἀπό τά φίδια, τίς ἁμαρτίες πού πιστεύεται ὅτι βλάπτουν φανερά. Καί μέ ἄλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ' αὐτόν πού ἀξιώθηκε τήν πρώτη στολή, ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἑτοιμάζει γιά τό κήρυγμα καί τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ὠφέλεια τοῦ διπλανοῦ του.
Δέν εἶναι ἄγνωστο ποιό εἶναι το μοσχάρι τό σιτευτό, πού θυσιάζεται καί τρώγεται. Χωρίς ἀμφιβολία εἶναι ὁ ἀληθινός γιός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος κι ἔλαβε σάρκα πού εἶναι ἄλογη καί κτηνώδης, μ' ὅλο πού τήν ἔχει γεμίσει μέ τίς δικές τους ἰδιότητες. Ἀπ' αὐτή τήν ἄποψη θεωρεῖται μοσχάρι, ἄπειρος ἀπό τό ζυγό τῆς ἁμαρτίας καί σιτευτό, ἐπειδή εἶχε ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου ὁριστεῖ γι' αὐτό τό μυστήριο. Καί θά φανεῖ ἴσως ἀκόμα πιό παράδοξο αὐτό πού θά πῶ ἀλλά θά τό πῶ. Ὁ ἄρτος τῆς κοινωνίας, ἐπειδή κατά τό φαινόμενο ἀποτελεῖται ἀπό σιτάρι, μπορεῖ νά λεχθεῖ σιτευτός. Κατ' ἄλλο νόημά του ὅμως ἐπειδή εἶναι σάρκα θά μποροῦσε νά λεχθεῖ μοσχάρι. Ὁπότε μόσχος καί σιτευτός εἶναι τό ἴδιο. Καθένας λοιπόν πού βαπτίζεται καί γίνεται γιός τοῦ Θεοῦ ἤ καλύτερα ἀποκαθίσταται στή θέση τοῦ γιοῦ καί γενικά καθένας πού καθαρίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία κοινωνεῖ αὐτό τό σιτευτό μοσχάρι καί γίνεται αἰτία χαρᾶς καί στόν Πατέρα καί στούς δούλους του, ἀγγέλους καί ἱερεῖς, ἐπειδή ἐπέστρεψε ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί ἀπό τήν ἀπώλεια βρέθηκε. Ὅσο βρισκόταν μέσα στή κακία, ἦταν νεκρός, δέν ὑπῆρχε γι' αὐτόν ἐλπίδα. Ὅσον εἶχε ἀνθρώπινη φύση τή μεταβλητή, πού μπορεῖ ἀπό τήν κακία νά μεταπέσει στήν ἀρετή, λέγεται ὅτι εἶχε χαθεῖ. Αὐτή εἶναι μετριότερη ἔκφραση ἀπό τήν πρώτη.
Γιατί εἶπε τήν παραβολή ὁ Κύριος;
Ὁ μεγάλος γιός ἦταν στό χωράφι. Στό γυρισμό καθώς πλησιάζοντας στό σπίτι ἄκουσε τραγούδια καί χορούς, κάλεσε κάποιο παιδί ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρωτοῦσε τί γινόταν. Κι αὐτό τοῦ εἶπε ὅτι γύρισε ὁ ἀδελφός σου κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, ἐπειδή τοῦ ἦρθε γερός. Θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ. Βγῆκε ὁ Πατέρας καί τόν παρακαλοῦσε κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· Σκέψου πόσα χρόνια σέ ὑπηρετῶ χωρίς ποτέ νά παρακούσω το λόγο σου καί ποτέ δέν μοῦ ἔδωσες ἕνα ἐρίφι νά διασκεδάσω μέ τούς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦρθε τοῦτος ἐδῶ ὁ γιός του, πού σπατάλησε τή περιουσία σου μέ τις πόρνες, τοῦ ἔσφαξαν τό μοσχάρι τό σιτευτό. Καί τοῦ εἶπε· Παιδί μου, σύ εἶσαι πάντα μαζί μου κι ὅλα τά δικά μου εἶναι δικά σου· ἔπρεπε ὅμως νά διασκεδάσεις καί νά χαρεῖς, γιατί ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρός καί ξανάζησε κι εἶχε χαθεῖ καί βρέθηκε». Ἐδῶ εἶναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πῶς παρουσιάζεται φθονερός ὁ γιός ὁ ἐνάρετος στά ἄλλα κι ὑπάκουος στόν πατέρα του;
Τοῦτο θά βρεῖ τή λύση του, ἄν κανένας ἀναλογιστεῖ, γιατί λέχθηκε ἡ παραβολή. Χωρίς ἀμφιβολία, ἐπειδή οἱ καθαροί κι αὐτοδικαιολόγητοι Φαρισαῖοι διαμαρτύρονται, πού ὁ Χριστός δεχόταν τίς πόρνες καί τούς τελῶνες. Γι' αὐτό ἡ παραβολή αὐτή μπῆκε στή σειρά τῶν προηγουμένων της. Λέχθηκε λοιπόν, γιατί οἱ Φαρισαῖοι γόγγυζαν, ἐπειδή ἦσαν, ὅπως νόμιζαν, πιό δίκαιοι ἀπό τούς τελῶνες. Πρόσεξε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ γιοῦ, πού φαίνεται ὅτι γογγύζει, ἀντιπροσωπεύει ὅλους ἐκείνους πού σκανδαλίζονται γιά τή γενική εὐτυχία καί σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Τοῦτο ὅμως δέν εἶναι φθόνος ἀλλά ξεχείλισμα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, πού δέν γνωρίζουμε το λόγο της καί γι' αὐτό γεννᾶ το γογγυσμό. Μήπως κι ὁ Δαυίδ δέν παρουσιάζει κάποιον πού σκανδαλίζεται γιά τήν εἰρήνη τῶν ἁμαρτωλῶν; Τό ἴδιο καί ὁ Ἰερεμίας λέει· «Γιατί προχωρεῖ ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν; Σάν φυτά τους φύτεψες καί ἔκαναν ρίζες». Αὐτά ὅλα εἶναι σημάδια τῆς ἀδύνατης καί φτωχῆς διάνοιας τῶν ἀνθρώπων, πού ἀνάβει κι ἀπορεῖ γιά τήν ἀνάξια τάχα εὐτυχία τῶν πονηρῶν. Μέ τήν παραβολή αὐτή ὁ Κύριος μιλάει κάπως ἔτσι στούς Φαρισαίους. Ἄς εἶναι. Σείς εἶστε δίκαιοι κατά τό παράδειγμα τοῦ γιοῦ ἐκείνου κι ἀρεστοί στόν Πατέρα. Σᾶς παρακαλῶ, ἐσᾶς τούς δίκαιους καί καθαρούς, νά μή γογγύζετε γιά τή χαρά πού κάνουμε γιά τή σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιατί κι αὐτός εἶναι γιός. Δέν ἐμφανίζεται λοιπόν ἐδῶ φθόνος, ἀλλά διορθώνει ὁ Κύριος τό φρόνημα τῶν Φαρισαίων μέ τήν παραβολή, ὥστε ἄν αὐτοί εἶναι δίκαιοι κι ἔχουν ἐκτελέσει κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νά μή θυμώνουν γιά τό δέξιμο τῶν ἁμαρτωλῶν. Καί δέν εἶναι παράδοξο ἄν θυμώνουμε γιά ὅσα νομίζουμε πώς γίνονται ἀνάξια. Εἶναι τόση ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί τόσο ἄφθονα μᾶς μεταδίδει τ' ἀγαθά του, ὥστε μπορεῖ ἀπ' αὐτό νά γεννηθεῖ γογγυσμός. Τοῦτο τό λέμε στίς καθημερινές συναναστροφές. Πολλές φορές, εὐεργετοῦμε κάποιον κι ὅταν μᾶς δείχνει ἀχαριστία του λέμε ὅτι μέ κατηγοροῦν ὅλοι γιατί σοῦ ἔκανα τόσες εὐεργεσίες. Μπορεῖ νά μή μᾶς κατηγόρησε κανένας ἀλλά πλάθουμε τό περιστατικό, ἐπειδή θέλουμε νά παρουσιάσουμε τό μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας.
Αὐτός εἶναι ἀποκλειστικά ὁ σκοπός τῆς παραβολῆς. Ἀφορᾶ τούς Φαρισαίους πού γόγγυζαν γιά τούς ἁμαρτωλούς πού δεχόταν ὁ Κύριος καί διδάσκει ἄν εἴμαστε δίκαιοι, νά μήν ἀποδιώκουμε τούς ἁμαρτωλούς μήτε νά γογγύζουμε, ὅταν τούς δέχεται ὁ Θεός. Μικρός γιός οἱ πόρνες κι οἱ τελῶνες· ὁ μεγαλύτερος, οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ Γραμματεῖς πού θεωροῦνταν καθ' ὑπόθεση δίκαιοι, σάν νά λέει ὁ Θεός: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι σείς εἶστε ἀληθινά δίκαιοι καί δέν ἔχετε παραβιάσει καμιά ἐντολή μου· δέν πρέπει λοιπόν νά δέχεστε ὅσους ἐπιστρέφουν ἀπό τήν ἁμαρτία;». Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς γογγυστές διδάσκει μέ τήν παραβολή. Τό μόνο ἀληθινό εἶναι ὅτι ὁ μεγάλος γιός ἀντιπροσωπεύει τούς δίκαιους καί ὁ μικρός ὅσους ἁμαρτάνουν καί ἐπιστρέφουν.
Ἡ οἰκονομία ὁλόκληρη τῆς παραβολῆς ἔγινε γιά τούς Φαρισαίους· τούς διδάσκει ὁ Κύριος νά μή δυστροπούν γιά τό δέξιμο τῶν ἁμαρτωλῶν κι ἄς ἦσαν αὐτοί δίκαιοι. Κανένας λοιπόν ἄς μή δυστροπεί μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἄς ἀνέχεται νά εὐτυχοῦν καί νά σώζονται ὅσοι θεωροῦνται ἁμαρτωλοί. Πῶς ξέρεις ἐσύ ἄν δέν μετανόησε κάποιος, πού ἐσύ νομίζεις ἁμαρτωλό, καί γι' αὐτό ἔγινε δεκτός; Καί ποῦ γνωρίζεις ἄν ἔχει ἀρετές ἀφανέρωτες, πού γιά χάρη τούς τόν βλέπει ὁ Θεός μέ ἀγάπη;
(Μητροπ.
Τρίκκης Διονυσίου, "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον" Τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1969,
σελ. 130-141)
(Πηγή
ἠλ. κειμένου: pemptousia.gr)
************************************************
Κυριακή του Ασώτου: Ο πολυεύσπλαχνος πατέρας
Του
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Ἡ
γνωστή παραβολή τοῦ Κυρίου γιά τόν ἄσωτο υἱό ἀποτελεῖ, κατά
τούς θείους ἑρμηνευτές, πολύτιμο λίθο ἤ λαμπερό μαργαριτάρι ἀνάμεσα στίς ἄλλες
διδακτικές παραβολές. Χαρακτηρίζεται ἐπίσης ὡς εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελίου.
Εὔστοχα εἰπώθηκε, πώς καί μόνο αὐτή ἡ παραβολή, ἄν σωζόταν ἀπό ὅλο τό εὐαγγέλιο,
ἀρκοῦσε γιά νά συγκινήσει καί ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στή σωτήρια
μετάνοια. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ πατέρα.
Ὁ
νεώτερος υἱός τῆς παραβολῆς, ὀρθά-κοφτά, δίχως προλόγους καί μακρηγορίες ἀπαιτεῖ
δικαιωματικά τό ἀναλογοῦν μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ὁ πατέρας, δίχως ἀντιρρήσεις,
ἀναβολές, καθυστερήσεις, δικαιολογίες καί προφάσεις χώρισε στά δύο τήν
περιουσία του καί τοῦ ἔδωσε τό μερίδιο πού τοῦ ἀνῆκε. Ποιός πατέρας σήμερα, σ᾽ ἐποχή
μάλιστα πλήρους ἐλευθερίας, θά ἔκανε κάτι τέτοιο τόσο ἁπλά, ἄμεσα καί ἄνετα;
Γιατί φέρθηκε ἔτσι ὁ πατέρας; Δέν τόν ἀγαποῦσε; Εῖχε τόσο πολύ κουρασθεῖ μαζί
του; Ἤθελε τήν ἡσυχία του; Δέν ἤθελε συνεχεῖς γκρίνιες καί μόνιμους καυγάδες; Ἦταν
δικαιολογημένη καί ψυχολογημένη αὐτή ἡ στάση τοῦ πατέρα; Δέν θά ἔπρεπε νά τόν
νουθετήσει, νά τόν σωφρονίσει, νά τόν μεταπείσει, νά τοῦ γυρίσει τά μυαλά, νά
τόν συνεφέρει; Ἔκανε καλά πού τόν ἄκουσε καί τοὔδωσε ἀμέσως ὅ,τι ζητοῦσε; Δέν θἄπρεπε
νά τόν καθίσει κάτω καί νά προσπαθήσει μέ κάθε τρόπο νά τόν πείσει πώς δέν
σκέφτεται καλά, πώς εἶναι ἀρκετά ἀνώριμος, ἐνθουσιώδης, ἐπιπόλαιος καί μικρός;
Γιατί δέν καθυστέρησε τή φυγή του; Εῖχε πολλούς λόγους νά τό κάνει. Γιατί
δέν ἀναφέρει τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά τά δίκαια καί ὀρθά ἐρωτήματα ἡ σημερινή εὐαγγελική
περικοπή;
Θά
μποροῦσε, ἀγαπητοί μου, ὁ καλοκάγαθος πατέρας νά τοῦ εἶχε πεῖ ὅλα αὐτά καί
πολλά περισσότερα. Ἤξερε πολύ καλά τόν χαρακτήρα, τήν ψυχοσύνθεση, τά
προτερήματα καί τίς ἀτέλειες τοῦ παιδιοῦ του. Αὐτός τόν εἶχε γεννήσει, ἀναθρέψει
καί μεγαλώσει. Γνώριζε ἄριστα τή φτιασιά του, τά χούγια του, τά κουμπιά του, τ᾽
ἀδύναμα σημεῖα του. Δέν ἐνήργησε, ὅπως θά ἐνεργούσαμε ὅλοι μας. Παρατηροῦμε μία
ἄλλη στάση, ἐντελῶς διαφορετική, ἀνατρεπτική, πού μᾶς προβληματίζει τρομερά. Ἐδῶ
τώρα θά ἔχουμε τρομερές ἐνστάσεις. Δηλαδή δέν θά πρέπει νά διδάσκουμε τά παιδιά
μας, νά τά πείθουμε τί θά κάνουν, νά τ᾽ ἀπομακρύνουμε ἀπό τό κακό, νά τά
μάθουμε νά ὑπακούουν καί νά ὑποτάσσονται σέ αὐτό πού τούς λέμε;
Τήν
παραβολή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν τήν κατασκεύασα ἐγώ. Τήν παραβολή τήν εἶπε ὁ
Χριστός καί εἶναι ἄψογη καί ἄρτια. Ἄν χρειαζόταν, θά προσέθετε καί ἄλλα λόγια.
Τήν παραβολή μᾶς τήν μεταφέρει ἀκριβέστατα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τόν εὐχαριστοῦμε
εὐγνώμονα. Παρατηρῶ μία δυσανασχέτηση στό ἀκροατήριο. Μά, πάτερ μου, τί εἶναι αὐτά
πού ἀπόψε μᾶς λέτε μέσα στήν ἐκκλησία; Εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑποκύψουμε στίς
παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν ἀνώριμων παιδιῶν μας; Δέν θά πρέπει νά τά προφυλάξουμε
ἀπό κινδύνους πού τά παραμονεύουν; Δέν θά πρέπει νά εἴμεθα αὐστηροί καί νά
θέτουμε ὅρια, ἀπαγορεύσεις καί τιμωρίες; Θ᾽ ἀφήσουμε τά παιδιά νά κάνουν ὅ,τι
θέλουν; Θά τούς ἱκανοποιήσουμε ὅλες τίς ἐπιθυμίες, ἀνεξαιρέτως; Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι
ὁρισμένες φορές νά τά δεσμεύσουμε;
Τί
νά σᾶς πῶ; Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή κι ἐμένα μέ προβληματίζει, καθώς τήν
ξαναδιαβάζω. Μέ βάζει σέ μία περιπέτεια, σ᾽ ἕνα ἄλλο σκεπτικό, μέ ἀνησυχεῖ καί
κάπου μέ φοβίζει. Γιατί ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς φέρθηκε διαφορετικά ἀπό ἐμᾶς;
Γιατί ἁπλούστατα δέν εἶναι σάν κι ἐμᾶς. Γιατί εἶναι Θεός. Γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό
ἐμᾶς ν᾽ ἀγαπᾶ. Βλέπει τό παρελθόν καί τό μέλλον ὡς παρόν. Βλέπει τό βάθος.
Γνωρίζει τό τέλος τῆς ἱστορίας. Δέν κρίνει τήν ἐπιφάνεια. Ἀδυνατεῖ νά δεσμεύσει
τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του. Αὐτή πού Αὐτός τοῦ τήν ἔδωσε ἁπλόχερα. Ἀδυνατεῖ
νά μειώσει, ἀφαιρέσει, καταστρατηγήσει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί βούληση. Τό
θεόσδοτο αὐτεξούσιο εἶναι ἀναφαίρετο.
Ὁ
πατέρας τῆς παραβολῆς δέν συναντοῦσε τόν υἱό του τότε γιά πρώτη φορά. Τόν
γνώριζε πολύ καλά. Τόν εἶχε ἀφήσει ν᾽ ἀνοίξει τήν καρδιά του. Ὁ ἴδιος τοῦ εἶχε ἀποδείξει
πολλές φορές τήν ἀγάπη του. Δέν χρειαζόταν νά τοῦ ἐπαναλάβει τά ἴδια καί τά ἴδια.
Δέν ἤθελε νά τόν πιέσει, νά τόν ἐκβιάσει, νά τόν συντρίψει, νά τόν καθηλώσει,
νά τόν ἀποστομώσει, νά τόν προσβάλλει, νά τόν ἐκμηδενίσει. Τόν σεβόταν, τόν ἀγαποῦσε,
τόν πονοῦσε, τόν καταλάβαινε. Δέν μποροῦσε ἐπ᾽ οὐδενί νά καταστρατηγήσει τήν ἐλευθερία
του. Ἡ ἀγάπη ἔχει αὐτή τήν ὑπέροχη ἀρχοντιά, νά σέβεται καταπληκτικά
τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι τόν ἀφήνει σέ αὐτό πού ἐπέλεξε, παρ᾽ ὅτι
γνωρίζει ὅτι θά φάει τά μοῦτρα του. Εἶναι δύσκολο νά τό ἀποδεχθεῖ κανείς αὐτό. Ἀνατρέπει
τόν ἠθικισμό μας.
Ἐμεῖς
ἀκοῦμε τά παιδιά μας; Ἤ θέλουμε μόνο νά τούς μιλᾶμε; Καί μάλιστα δυνατά, ἐπιτακτικά,
ἐπιτιμητικά, σκληρά, ἀπειλητικά, ἐξουσιαστικά καί βίαια; Τά παιδιά δέν εἶναι
μόνο νά τά φωνάζουμε συνέχεια, ἀλλά καί νά τ᾽ ἀκοῦμε λίγο. Τ᾽ ἀκοῦμε λοιπόν;
Προσέξαμε στοργικά τίς ἀγωνίες, τούς προβληματισμούς, τίς ἔγνοιες, τούς φόβους,
τίς ἀπορίες καί τούς δισταγμούς τους; Ὅ,τι ζητᾶμε ἀπό τά παιδιά, τό κάναμε ἤ τό
κάνουμε πάντοτε ἐμεῖς; Ἀκούσαμε ποτέ τίς παρατηρήσεις τῶν παιδιῶν γιά μᾶς; Ἤ
δέν τούς τό ἐπιτρέψαμε ποτέ; Μήπως, ἀδελφοί μου, δέν μᾶς ἀκοῦν τά παιδιά, γιατί
κι ἐμεῖς δέν ἀκοῦμε τόν Θεό; Κι ἄν δέν μᾶς ἀκοῦν τά παιδιά, τί κάναμε; Μείναμε
στίς φωνές, τίς κατάρες, τίς ἀπειλές καί τίς προσβολές; Γονατίσαμε στίς εἰκόνες
νά παρακαλέσουμε τόν Πανάγαθο Θεό γιά τίς ἀνυπακοές τῶν παιδιῶν μας;
Ταπεινωθήκαμε; Ζητήσαμε τήν βοήθειά του, τήν ἐνίσχυσή του, τήν εὐλογία του, τήν
φώτισή του, τήν παραμυθία του; Ὁμολογήσαμε τήν ἀδυναμία μας ἐνώπιον τοῦ
Παντοδύναμου Θεοῦ, πού τά πάντα μπορεῖ νά κάνει;
Μερικές
φορές γινόμαστε καί ὑπερβολικοί καί ἀσυλλόγιστοι. Αὐτά πού δέν καταφέραμε ἐμεῖς
θέλουμε νά τά καταφέρουν τά παιδιά. Ἐπειδή δέν μπορέσαμε νά γίνουμε ἰατροί ἐμεῖς,
νά γίνουν τά παιδιά μας, μποροῦν – δέν μποροῦν. Δέν τ᾽ ἀφήνουμε νά σπουδάσουν
τί τούς ἀρέσει ἀλλά τί θά βγάζουν πιό πολλά χρήματα. Ἐμεῖς θά τούς ποῦμε τί θά
φορέσουν, ἐμεῖς θά τούς ποῦμε ποῦ θά πᾶνε, ἐμεῖς θά τούς ποῦμε πότε καί μέ ποιά
ἤ μέ ποιόν θά παντρευτοῦνε. Ἐδῶ ὁ Θεός πού μπορεῖ νά μᾶς ἐξουσιάσει καί δέν μᾶς
ἐξουσιάζει.
Μά
δέν φερόμαστε ἔτσι μόνο στά παιδιά μας ἀλλά καί στούς ἄλλους καί στούς μεγάλους
καί στούς γύρω μας καί σέ αὐτούς πού λέμε ὅτι τούς ἀγαπᾶμε. Θέλουμε πάντοτε νά
εἴμεθα οἱ πρωταγωνιστές τῶν ἐξελίξεων, τό κέντρο τῶν συζητήσεων, οἱ ρυθμιστές τῆς
ζωῆς τῶν ἄλλων. Νἄχουμε τήν πρώτη καί τήν τελευταία κουβέντα, νά περνᾶ τό δικό
μας, νά τό θεωροῦμε τό μόνο σωστό. Νά μήν ἀκοῦμε τόν ἄλλο, ὅταν μιλᾶ, ἀλλά νά
σκεφτόμαστε τί θά ποῦμε στήν συνέχεια ἐμεῖς. Γι᾽ αὐτό μᾶς κουράζουν οἱ ἄλλοι
τόσο. Γιατί θέλουμε νά τούς ἐκμεταλλευόμαστε, νά τούς χρησιμοποιοῦμε, νά τούς ἔχουμε
πιόνια ἤ σκαλοπάτια γιά ν᾽ ἀνεβαίνουμε. Γι᾽ αὐτό ἐπικρατεῖ σήμερα ἕνα
φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού λέγεται διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.
Γι᾽
αὐτό, ἀγαπητοί μου, ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς ἔδωσε ἀμέσως τό μερίδιο τῆς
περιουσίας στόν νεαρό υἱό του μόλις τοῦ τό ζήτησε. Τοῦ εἶχε πεῖ πολλά, τόσα
χρόνια πού ἦταν μαζί. Τοῦ εἶχε ἀποδείξει τήν ἀγάπη του πολλές φορές μέ πολλούς
τρόπους. Δέν θεωροῦσε ὅτι ἔπρεπε κι ἄξιζε νά τοῦ στερήσει τήν ἐλευθερία, νά τοῦ
φράξει τόν δρόμο τῆς φυγῆς, νά τόν πειθαναγκάσει νά παραμείνει κοντά του
θέλοντας καί μή. Δέν μποροῦσε νά καταπιέσει καί νά ἔχει κοντά του ἕναν δίχως τή
θέλησή του, σκλάβο του, δοῦλο του, ὑπηρέτη του, ἐξάρτημά του, ὑποχείριο καί ὑποπόδιό
του. Ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει αὐτόν τόν τρόπο ὑπάρξεως. Ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας εἶναι
ἁμαρτία. Ὁ πατέρας ἄφησε τόν ἀγαπητό του υἱό νά φύγει, νά φύγει μακριά, νά φάει
τά μοῦτρα του, μήπως συνετισθεῖ, διορθωθεῖ, ἔλθει στά σύγκαλά του καί
μετανοήσει.
Ὁ
Θεός πατέρας εἶναι ἕνας ἐλεύθερος ἄρχοντας εἰρήνης καί ἀγάπης. Ἔτσι θέλει καί
τά παιδιά του. Δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τό μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας του, τῆς
ἀγάπης του καί τῆς ἐλευθερίας του. Τόν Θεό δέν τόν φοβίζει τίποτε. Ἡ ἐλευθερία
θέλει γερά πνευματικά κότσια. Δέν μποροῦμε ἤ δέν θέλουμε ν᾽ ἀποδεχθοῦμε τόν ἄλλο
ὅπως εἶναι, αὐτός πού εἶναι. Γιατί θέλουμε βάναυσα νά ἐπέμβουμε ἄμεσα στή ζωή
του καί νά τόν διορθώσουμε κι ἐξωραΐσουμε; Εἴμαστε τόσο σίγουροι καί βέβαιοι
γιά τίς διορθωτικές πράξεις μας ἔναντι τῶν ἄλλων; Γιατί εἴμαστε τόσο ὑπερβολικά
αὐστηροί μέ τούς ἄλλους καί τόσο ἐπιεικεῖς μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί δέν ἀρχίζουμε
μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί δέν ἐξαντλοῦμε τήν αὐστηρότητά μας σέ αὐτόν; Εἴμαστε
τρομερά εὔκολοι στήν κριτική καί ἀφάνταστα δύσκολοι στήν αὐτοκριτική. Γιατί
ἀσχολούμεθα τόσο ἐπισταμένως μέ τούς ἄλλους καί σχεδόν καθόλου μέ τόν ἑαυτό
μας; Γιατί ἔχουμε τόσες πολλές δικαιολογίες καί προφάσεις γιά μᾶς καί καμία γιά
τούς ἄλλους, τούς ἀδελφούς μας, τούς πλησίον;
Κυκλοφοροῦμε,
ὄχι μόνο τίς ἀπόκριες, μέ μάσκες ὑποκρισίας, προσποιήσεως, μεταποιήσεως καί
μεταλλαγῆς. Ἄλλοι εἴμαστε καί ἄλλοι φαινόμαστε. Τουλάχιστον ὁ ἄσωτος ἦταν αὐτός
πού ἦταν. Ἀγνώμων, ἀχάριστος, ἀσεβής, ἐπιπόλαιος, θρασύς, προπέτης, τολμηρός, ἐνθουσιώδης
καί ἀπρόσεκτος. Δέν ἔκανε τόν θεοφοβούμενο, μισοκακόμοιρο καί καλό ἀδελφό του.
Παρουσίασε τή γύμνια του ἐνώπιον τοῦ στοργικοῦ καί λυπημένου πατέρα του. Ὁ
πατέρας γνώριζε καλά ποιό θά εἶναι τό τέλος τῆς ἱστορίας του. Δέν τόν ἐμπόδισε.
Δέν θά τόν ἄκουγε. Δέν ἄκουγε κανένα τότε. Εῖχε πείσει καλά τόν ἑαυτό του ὅτι αὐτό
πού κάνει εἶναι νόμιμο ἄρα καί ἠθικό. Δέν ἀδικοῦσε κανέναν σέ κάτι. Τό δικαίωμά
του κατοχύρωνε. Δέν τόν συγκίνησε ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἐκτίμησε τή σιωπή
του, πού ἔλεγε ὅμως πολλά. Δέν πισωγύρισε, ὅταν εἶδε τόν πατέρα του νά ὑπακούει
στήν ἀνταρσία του καί νά τοῦ δίνει ἀμέσως ὅ,τι τοῦ ζητοῦσε. Ἔτσι πῆρε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε
κι ἔφυγε μακριά, πολύ μακριά. Νομίζοντας ὅτι ἔτσι θά μποροῦσε νά κινεῖται ἀνεξέλεγκτα
πλήρως.
Νόμιζε
ὅτι ἀπομακρυσμένος δέν θά συνοδεύεται ἀπό τή ματιά τοῦ πατέρα του καί ἀπό τίς ὡραῖες
μνῆμες τοῦ πατρογονικοῦ του. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του νικητή. Ὅτι μπορεῖ τώρα πιά
νά κάνει ἀνενόχλητα ὅ,τι θέλει, δίχως νά δίνει κανένα λογαριασμό σέ κανένα. Αὐταπατᾶτο.
Σύντομα σκόρπισε τήν περιουσία του δεξιά κι ἀριστερά ζώντας μία ζωή ἐντελῶς ἄσωτη.
Τήν ἐγκράτεια θεωροῦσε δουλεία, τό σπίτι του φυλακή, τήν ὑπακοή ἀνελευθερία,
τόν σεβασμό ἄχρηστο, τήν καθαρότητα περιττή. Ζοῦσε γιά πρώτη φορά τή χαρά τῆς ἐλευθερίας
κι αἰσθανόταν εὐτυχισμένος. Πραγματική εὐτυχία στήν ἁμαρτία ποτέ δέν ὑπάρχει.
Δίχως Θεό ἡ ζωή εἶναι θολή, μουντή, μαύρη, ταραγμένη, φοβισμένη, ἄχαρη καί
δύσκολη. Ἡ νομιζόμενη εὐτυχία μετετράπη σέ πραγματική δυστυχία.
Ἐκεῖ
πού κατέφυγε, ἔπεσε πεῖνα μεγάλη. Τοῦ εἶχαν λείψει καί τά ἐντελῶς ἀπαραίτητα.
Δέν εἶχε νά φάει κάτι λίγο. Μέ τί χρήματα νά ψωνίσει; Ξένος, μόνος, φτωχός,
γυμνός, πεινασμένος, διψασμένος, ἐγκαταλελειμμένος, ἀπένταρος, ἄστεγος,
βρώμικος, ἄγρυπνος, στερημένος τῶν πάντων. Ἔτσι καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος δίχως Θεό.
Στήν
ἄθλια αὐτή κατάσταση, σέρνοντας τά βήματά του, κατάντησε νά γίνει χοιροβοσκός
καί νά προσπαθεῖ νά γεμίσει τήν κοιλιά του μέ τίς χοιροτροφές. Καί τί τραγική εἰρωνεία,
ἀδελφοί μου. Γευόταν τά ξυλοκέρατα κι αὐτός, τά ὁποῖα στήν ἀρχή εἶναι
γλυκά καί μετά στυφά, ὅπως καί ἡ κάθε ἁμαρτία.
Μέσα
σέ αὐτό τό φοβερό κατάντημα, πληγωμένος, πονεμένος, ἀδικημένος, νικημένος,
κουρασμένος, ταπεινωμένος, ντροπιασμένος κι ἐξουθενωμένος ἄρχισε νά συνέρχεται.
Μέσα στόν βοῦρκο ὄχι καί δίχως δάκρυα ἴσως θυμήθηκε τό σπιτικό πού ἄφησε, τήν ἀγάπη
τοῦ πατέρα, τόν πλοῦτο πού εἶχαν, τήν εἰρήνη, τήν κατανόηση, τήν εὐημερία καί ἡσυχία. Νοστάλγησε
κυρίως τόν πατέρα του, πού δέν τόν ἀποπῆρε φεύγοντας. Αὐτό τόν βοήθησε πολύ.
Διαφορετικά, ἄν τόν εἶχε ἀπειλήσει, καταραστεῖ, ὑβρίσει καί ἀπογοητεύσει, τότε
πού ζήτησε ν᾽ ἀναχωρήσει, θά τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἐπιστρέψει τώρα. Δηλαδή
τώρα κι ἐμεῖς τόν δικαιώνουμε τόν πατέρα. Ἤξερε πολύ καλά τί ἔκανε. Δέν
ἔβλεπε ὅτι ἐκείνη τήν στιγμή θίγεται, ὅτι ἀναιρεῖται ἡ θέση του, ὅτι
προσβάλλεται τό κύρος του καί ἡ αὐθεντία του. Παρατηροῦσε μία ψυχή νά
βασανίζεται, καί μάλιστα τοῦ ἀγαπητοῦ παιδιοῦ του, τοῦ ὁποίου τό μέλλον δέν τό
διέγραφε, ἀλλά τό προετοίμαζε γι᾽ αὐτή τήν ἐπιστροφή. Μή εἴμαστε
κοντόθωροι. Μή τά θέλουμε ὅλα δικά μας. Ἄς παίρνουμε καί τήν θέση τοῦ ἄλλου.
Πιό πολλά θά κερδίσουμε μέ τήν ἀνεκτικότητα, τήν ὑπομονή, τή συγχωρητικότητα,
τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα.
Τό
τέλμα τοῦ ἔγινε ἐφαλτήριο. Ἡ μνήμη παραμυθία τρυφερή. «Πόσοι ἀπό τούς ἐργαζόμενους
στόν καλό πατέρα μου ἔχουν περισσευάμενο ψωμί κι ἐγώ ὁ ἀνόητος παρήκουος
πεθαίνω τῆς πείνας! Θά σηκωθῶ ἀμέσως καί θά πάω δίχως περιστροφές καί θά τοῦ πῶ:
“Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ᾽ ἐσένα. Δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά λέγομαι υἱός
σου. Κάνε με σέ παρακαλῶ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”». Τά λόγια αὐτά δέν ἦταν
τῆς στιγμῆς. Δέν ἦταν μόνο ἐξ ἀνάγκης. Ἦταν μέσα ἀπό ἕνα βαθύ πόνο· τῆς ἑκούσιας
ὀρφάνιας, τῆς ἀποξένωσης, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς ἀκοινώνητης καί ἀνέραστης ζωῆς.
Τό πάθημα σίγουρα τοῦ ἔγινε μάθημα. Δέν λέμε ὅτι θά πρέπει ν᾽ ἁμαρτήσουμε,
γιά νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία. Δέν θά ὁδηγηθοῦμε στήν ἁμαρτία, γιά νά
μετανοήσουμε. Ἀλλά ἄν ἁμαρτήσουμε, μή ἀπογοητευθοῦμε. Μή ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας
νά ὁδηγηθεῖ στή δαιμονική ἀπελπισία, στήν ὀδυνηρή ἀμετανοησία. Ὁ νέος
τῆς παραβολῆς τό πῆρε καλά τό μάθημα.
Ἐπιστρέφει
δρόμο γνωστό. Δρόμο πού τόν ἄφησε μέ βῆμα ταχύ πρίν λίγο καιρό. Μέ τό ἴδιο
σταθερό βῆμα ἐπιστρέφει, ἐλπίζοντας στή γνωστή ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἀμφιβάλλει
γι᾽ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή τόν ἐλέγχει, ἀλλά καί τόν κάνει νά ἐπιστρέφει.
Ἡ εἰκόνα πού ἔχει γιά τόν πατέρα του δέν ἔχει ἀλλάξει. Γνωρίζει πολύ καλά τή
μεγάλη του ἀγάπη. Αὐτό τόν συγκινεῖ, τόν κάνει νά ἐπιστρέφει. Ἐπιστρέφοντας, ἐνῶ
ἀκόμη ἦταν ἀρκετά μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του. Πῶς τόν εἶδε; Μά τόν περίμενε
πάντοτε. Τόν ἀνέμενε συνεχῶς. Ἤλπιζε στήν ἐπιστροφή του. Ἤξερε πώς δέν εἶχαν
πάει χαμένα τά λόγια του. Ἄς μή τόν ἐμπόδισε κατά τήν ἀναχώρησή του. Τόν
περίμενε ἀπό τό παράθυρο παρατηρώντας, βγαίνοντας στήν ἐξώθυρα γιά τήν ὑποδοχή.
Μά ποῦ ἤξερε ὅτι θά ἐπιστρέψει τότε καί τόν περίμενε καί τόν εἶδε ἀπό μακριά;
Μά τόν περίμενε ἀπό τήν ὥρα πού ἔφυγε. Αὐτό εἶναι κάτι τό καταπληκτικά συγκινητικό. Δέν
ἐθίγη, δέν θύμωσε, δέν τοῦ κράτησε κακία, δέν ἑτοίμαζε τιμωρία κι ἐκδίκηση. Δέν
μποροῦσε δίχως τό παιδί του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀρνηθεῖ. Ἄς ἦταν ζωηρό, ἄς
ἦταν ἀτίθασο, ἄς ἦταν ἀνυπάκουο, δέν ἔπαυε
νά
εἶναι παιδί του. Ἦταν ὁ σταυρός του, ἡ δοκιμασία του, ὁ ἀγώνας του. Τό ἀγαποῦσε,
ἦταν παιδί του, δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά.
Προσέξτε,
παρακαλῶ, μία μεγαλειώδη σκηνή. Ὁ πατέρας, πού ποτέ δέν ἔπαψε νά ἐλπίζει, ν᾽ ἀναμένει,
νά προσδοκᾶ, νά παρατηρεῖ τόν δρόμο. Βλέπει ἀπό μακριά τό παιδί του. Χαίρεται ἀφάνταστα.
Δέν κάνει δεύτερο λογισμό: Ἄ, τώρα πού τά βρῆκε σκοῦρα, πού δυσκολεύτηκε, πού
δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα, πού μ᾽ ἔχει ἀνάγκη, ἐπιστρέφει, δέν μπορεῖ νά
κάνει ἀλλιώτικα. Νά δεῖς, τώρα πού ἔπεσε στά χέρια μου, τί θά τόν κάνω. Θά τοῦ
φερθῶ πολύ αὐστηρά. Νά μάθει πώς δέν μπορεῖ νά μέ παρακούει, νά μέ παραβλέπει,
νά μέ πικραίνει. Θά τοῦ δείξω τώρα ποιός εἶμαι. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δέν
κάνει καθόλου τέτοιες ποταπές σκέψεις. Μάλιστα, ἄν καί κάποιας ἡλικίας, δέν τόν
ἀναμένει στό σαλόνι ἤ τήν πόρτα ἔστω. Δέν στέλνει τούς ὑπηρέτες νά τοῦ τόν
παρουσιάσουν. Δέν μένει στό ὕψος του, στήν καθέδρα του, σέ θέση κύρους καί ἰσχύος.
Σᾶς
εἶπα, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρόκειται γιὰ καταπληκτικὰ σκηνή, ἀπείρου κάλλους,
συγκινήσεως καὶ θαυμασμοῦ. Ὁ θιγμένος, προσβεβλημένος, ἀπορημένος,
γηραιὸς πατέρας τὸν εἶδε, τὸν εὐσπλαχνίστηκε «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἐπαναλαμβάνω, καὶ συγχωρέστε με
γι᾽ αὐτό, προσέξτε. Δὲν στάθηκε νὰ μετρήσει τὶς διαθέσεις του, νὰ ὑπολογίσει
τὴν προοπτική του, μὲ τὶ ὅρους ἐπιστρέφει, ἂν μετανόησε εἰλικρινά, ποιά εἶναι ἡ
ἀκριβής πρόθεση τῆς ἐπιστροφῆς του. Δέν περίμενε καθόλου νά τόν ἀκούσει. Μά τί
πατέρας εἶναι αὐτός; Ὄχι ἁπλά πῆγε πρός αὐτόν, ἀλλά ἔτρεξε πρός αὐτόν. Αὐτό ἔχει
σημασία σημαντική. Δέν τόν χαιρέτησε ἁπλά. Δέν περίμενε νά ὑποκλιθεῖ, νά
γονατίσει, νά τοῦ φιλήσει τό χέρι, νά ζητήσει συγνώμη. Δέν τόν ἄφησε νά
μιλήσει. Δέν χρειαζόταν ξανά τά λόγια. Ἀξία εἶχε ἡ παρουσία. Τόν ἅρπαξε λοιπόν
καί τόν ἀγκάλιασε. Ὄχι ἁπλά τόν ἀγκάλιασε ἀλλά τόν σφιχταγκάλιασε. Ὄχι ἁπλά τόν
φίλησε, ἀλλά τόν «κατεφίλησε», τόν γέμισε δηλαδή φιλιά. Τί θαυμάσια αὐτή
ἡ εἰκόνα, ἀδελφοί μου. Ὁ φταίχτης, ὁ ἀντάρτης, ὁ ἐπαναστάτης, ὁ ἀσεβής, ὁ ἄσωτος
νά σφιχταγκαλιάζεται καί νά κατασπάζεται ἀπό τόν στοργικό πατέρα του. Ὁ
θαυμάσιος πατέρας δέν περιμένει τήν ἐξουδένωση κι ἐξουθένωσή του, τό
στραπατσάρισμα τῆς προσωπικότητάς του, τόν ἐξευτελισμό του καί τή διάλυσή του.
Δέν ζητᾶ δικαιολογίες, ὑποσχέσεις, μεγάλα καί παχιά λόγια. Δέν τόν ἀφήνει
νά μιλήσει. Μόνο τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλᾶ μέ ὅλη τήν πατρική στοργή του καί
τρυφερότητα. Αὐτή τήν εἰκόνα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά πρέπει νά τή φυλᾶμε καί
θυμόμαστε καλά. Εἶναι διδακτική κι εὐεργετική λίαν. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη καί
μόνιμη στάση τοῦ οὐράνιου πατέρα μας. Ὁ Θεός μας δέν εἶναι ὁ Δίας, πού
κατακεραυνώνει τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, τῆς εὐσπλαχνίας, τοῦ ἐλέους,
τῶν οἰκτιρμῶν, τῆς ἀγαθότητας καί φιλανθρωπίας. Δέν μᾶς ξεσυνερίζεται, δέν μᾶς
περιμένει στή γωνία νά μᾶς τή φέρει, δέν ἐκδικεῖται ποτέ, δέν τιμωρεῖ, δέν κακιώνει,
δέν θυμώνει. Ἀναμένει τή μετάνοια ὅλων, δίνει εὐκαιρίες, δέν
κουράζεται νά ἐπανέρχεται, ἐλπίζει καί προετοιμάζει τήν ἐπιστροφή μας,
σεβόμενος πάντοτε τήν ἐλευθερία πού ὁ ἴδιος μᾶς ἔδωσε. Ἡ ἐξαίσια αὐτή εἰκόνα
δίνει μεγάλη παρηγοριά κι ἐλπίδα σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς.
Ὁ
μετανοημένος ἄσωτος μέσα στήν ἀγκαλιά καί τούς ἀσπασμούς τοῦ πατέρα του
συντρίβεται ἀπό τήν ἀγάπη. Ποιός εἶμαι καί πῶς μοῦ συμπεριφέρεται; Τί πατέρα ἔχω
καί πόσο ἄσπλαχνα τοῦ φέρθηκα; Ἀντί νά μ᾽ ἐπιτιμήσει, μέ ἀγκαλιάζει καί ἀντί νά
μέ κανονίσει, μέ καταφιλᾶ. Ἡ ἀγάπη σου δέν ἔχει ὅρια. Δέν ἀξίζω, ἀλήθεια,
τέτοιας καλῆς μεταχειρίσεως. Συγκλονίζομαι ἀπό τόν τρόπο σου. Ἡ ἀγάπη σου μέ
κάνει ἄφωνο, μέ ἀφοπλίζει. Πῶς σοῦ φέρθηκα καί πῶς μοῦ φέρεσαι; Γιατί τόσο πολύ
μέ ἀγαπᾶς; Δέν ἔκανα κάτι γιά νά μέ ἀγαπᾶς τόσο. Δέν ἀντέχω αὐτό τό μέγεθος τῆς
ἀγάπης σου. Μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του, ἀκούει τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς
του. Ὅλοι κτυποῦν γι᾽ αὐτόν. Μέσα σέ αὐτή τήν ἀπερίγραπτη θαλπωρή λησμονᾶ τήν
ξενιτιά, τήν ἐρημιά, τή μοναξιά, τήν παγωνιά, τή βρωμιά, τήν ἀθλιότητα.
Γαληνεύει, ἠρεμεῖ, μεταμορφώνεται, ἀναγεννᾶται, ἐμψυχώνεται, ἐνδυναμώνεται.
Ὁ
πατέρας εἶναι σάν νά τοῦ λέει: «Μή μιλᾶς τώρα. Μή καταστρέφεις τήν ὡραιότατη
σιγή μέ φλυαρίες, κενολογίες καί περιττολογίες. Τά γνωρίζω ὅλα καλά. Ἤμουν
πάντοτε μαζί σου. Σέ ἀκολουθοῦσα, δέν σέ ἐγκατέλειψα ποτέ κι ἄς μέ ἄφησες ἐσύ.
Δέν σοῦ ζητῶ τίποτε. Χαίρομαι πού ἐπέστρεψες. Σ᾽ εὐχαριστῶ πού ξαναγύρισες
κοντά μου. Ἐγώ γιά σένα ὑπάρχω. Γι᾽ αὐτό σ᾽ ἔπλασα, γιά νά εἴμαστε πάντοτε
μαζί. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χώρια. Ὁ χωρισμός εἶναι πίκρα καί
θάνατος. Δέν χρειάζεται νά προφέρεις καμία δικαιολογία. Δέν μέ πείραξε πού ἔφυγες.
Μέ χαροποίησε πού γύρισες. Νά χαρεῖς αὐτή τή χαρά ὅλη. Νά μή τή διακόψεις ποτέ.
Νά μή τήν ἀφήσεις νά ἐλαττωθεῖ. Στό χέρι τό δικό σου εἶναι, παιδάκι μου».
Κάποια
στιγμή κατάφερε νά ψελλίσει μέσα ἀπό δάκρυα χαρᾶς ἀληθινῆς: «Πατέρα μου, ἁμάρτησα
πολύ στόν Θεό καί σ᾽ ἐσένα καί δέν ἀξίζω πιά νά ὀνομάζομαι υἱός σου». Καλά
λέει, ξέρει τί λέει, δέν ταπεινολογεῖ καί ταπεινοσχημεῖ. Τήν ἀλήθεια πού αἰσθάνεται,
καταθέτει. Πῶς μπορεῖ νά εἶμαι υἱός σου, ὅταν ἔτσι ὑπερήφανα σοῦ φέρθηκα καί
τόσο ταπεινά μοῦ φέρεσαι ἐσύ τώρα; Δέν ἀξίζω τῆς υἱοθεσίας. Ὁ πατέρας δέν τόν
διακόπτει, δέν τόν διορθώνει, δέν χαίρεται γι᾽ αὐτή τήν ὁμολογία. Τόν ἄκουσε
πολύ καλά, τόν πρόσεξε ἰδιαίτερα, ἀλλά δέν συνεχίζει τή σκέψη καί δέν τοῦ ἀπαντᾶ
εὐθέως καί ἀμέσως. Κάνει σάν νά μήν ἀκούει καί νά μή κατάλαβε καλά, ἐνῶ ἀσφαλῶς
καί ἄκουσε καί κατάλαβε πολύ καλά. Ἀπευθύνεται πρός τούς ὑπηρέτες του ὁ πατέρας
καί εἶναι σάν νά τούς λέει: Μή τόν ἀκοῦτε. Δέν ξέρει τί λέει. Εἶναι ποτέ
δυνατόν τό παιδί μου νά παύσει νά εἶναι παιδί μου; Μπορῶ ἐγώ ὁ πατέρας του, πού
τό γέννησα, νά μή κάποτε εἶμαι πατέρας του; Ἡ υἱοθεσία καί ἡ πατρότητα εἶναι ἀναφαίρετη.
Προστάζει λοιπόν ὁ πατέρας του καί λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Μή κάθεστε
καθόλου. Γρήγορα ξεφορέστε του τά βρώμικα ροῦχα καί φορέστε του τήν πιό λαμπρή
στολή πού ἔχουμε, περάστε του στό δάχτυλο τό καλό δαχτυλίδι καί δῶστε του
καινούργια ὑποδήματα. Σφάξτε τό μοσχάρι τό σιτευτό καί μαγειρέψτε το, νά τό φᾶμε,
νά εὐφρανθοῦμε. Πρόκειται γιά τόν υἱό μου τόν ἀγαπητό, πού ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε
καί ἦταν χαμένος καί βρέθηκε». Ἔτσι κι ἔγινε κι ἄρχισε τότε μία πανευφρόσυνη
πανήγυρη. Μία τέτοια μεγάλη χαρά, λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, γίνεται γιά κάθε ἁμαρτωλό
πού εἰλικρινά μετανοεῖ.
Μόνο
μία σκιά ὑπῆρξε μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πανηγύρι. Πρόκειται γιά τό πρόσωπο τοῦ
μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του. Ἦταν κατά γενική ὁμολογία ἕνα πολύ καλό παιδί. Ἕνας ὑπάκουος,
ἔντιμος, ἥσυχος κι ἐργατικός νέος, πού ποτέ δέν ἔδωσε ἀφορμή νά τόν
παρατηρήσουν. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τά χωράφια, πού ὅλη τήν ἡμέρα μέ κόπους καί ἱδρῶτες
ἐργαζόταν, παρατηρεῖ πλησιάζοντας τό σπίτι του, κάποια ἀπρόσμενη ἀλλαγή.
Ξαφνικά βλέπει φωτοχυσίες καί ἀκούει μουσικές καί χοροτράγουδα. Ἀπορημένος
φωνάζει ἕναν ὑπηρέτη, γιά νά μάθει τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Ἐκεῖνος δίχως πολλά
λόγια τοῦ λέει ἀμέσως: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, πού τόν εἴχαμε χαμένο καί ὁ
πατέρας σου ἀποφάσισε γιά χάρη του νά σφάξει τό σιτευτό μοσχάρι, πού ἐπέστρεψε
πίσω καλά, γερός καί δυνατός. Ποιά θά ἦταν ἡ φυσιολογική ἀντίδραση, μόλις
πληροφορήθηκε κάτι τέτοιο; Νά χαρεῖ, νά τρέξει νά χαιρετήσει καί φιλήσει τόν ἀδελφό
του, πού γύρισε ξανά στό σπίτι τους. Δέν ἔκανε ὅμως ἔτσι. Γιατί; Μά ἀφοῦ ἦταν
τόσο καλός καί ποτέ δέν εἶχε δώσει καμιά ἀφορμή νά τόν παρατηρήσουν. Γιατί τώρα
συμπεριφέρεται ἔτσι; Ὄχι ἁπλά θύμωσε ἀλλά ὀργίστηκε, ταράχτηκε, ἀναψοκοκκίνισε,
δέν περίμενε κάτι τέτοιο. Αὐτή ἡ ἀπρόσμενη ἐπιστροφή τοῦ χάλαγε τά σχέδια. Ἀλλιῶς
τά εἶχε προγραμματίσει ὁ ἴδιος. Συγκρινόμενος μέ τόν ἄσωτο ἀδελφό του ὑπερίσχυε.
Ἔβγαινε νικητής, ἐνάρετος, ἀθῶος, πολύ καλός. Μποροῦσε νά ἔχει ὅλη τήν ἐκτίμηση
καί ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἄσωτου τόν χολόσκαγε. Δέν ἤθελε οὔτε
νά μπεῖ στό σπίτι του. Δέν ἄντεχε ν᾽ ἀντικρίσει τόν ἀδελφό του. Τά ᾽βαλε καί μέ
τόν πατέρα του: Ἄ, ὄχι δά κι ἔτσι, ὅλα κι ὅλα, ὥς ἐδῶ καί μή παρέκει. Δέν θά
τιμᾶμε καί τούς ἀσεβεῖς, τούς ἀγνώμονες, τούς καταχραστές, τούς πονηρούς, τούς ἀνεπρόκοπους,
τούς ἄσωτους καί φαύλους. Ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του, ὅταν πληροφορήθηκε τήν ἀφιλάδελφη
στάση του, νά ἐξέλθει ξανά τῆς οἰκίας του, γιά νά τόν συναντήσει, νά
συνομιλήσει εἰλικρινά μαζί του καί νά τοῦ ἐκθέσει τίς πραγματικές προθέσεις
του. Ὁ στοργικός πατέρας κατανόησε πλήρως τήν κατάστασή του καί ἄρχισε νά τοῦ
μιλᾶ ὄχι ἐπιτιμητικά, πατρικά, ἱκετευτικά, ἀγαπητικά. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἤθελε ν᾽
ἀκούσει. Τοῦ ἀποκρίθηκε βλοσυρά: «Ἄκουσε νά δεῖς καλά καί πρόσεξε. Ἐγώ τόσα
χρόνια σοῦ δουλεύω σάν εἵλωτας. Ποτέ δέν παρήκουσα καμιά ἐντολή σου. Ἄν ἔχεις
παράπονο, πές μου. Σ᾽ ἐμένα ὅμως δέν ἔδωσες ποτέ οὔτε ἕνα κατσικάκι νά χαρῶ κι ἐγώ
σάν ἄνθρωπος καί νά τό φάω μέ τούς φίλους μου. Μόλις ὅμως γύρισε αὐτός ὁ ἀνεπρόκοπος
υἱός σου, πού πῶς τολμᾶς καί τόν ἀγαπᾶς ἀκόμη, πού ἔφαγε τήν περιουσία σου μέ
τίς παλιογυναῖκες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό πιό καλό μας ζῶο, τό σιτευτό
μοσχάρι».
Ὁ
πατέρας τόν ἄκουσε προσεκτικά. Τόν καταλάβαινε πολύ καλά. Ἔβλεπε νά
μεταμορφώνεται ὁ υἱός του. Δέν ἦταν ὁ πρεσβύτερος ἐκεῖνος ὁ ὥριμος, ὁ τίμιος, ὁ
εἰλικρινής, ὁ γνήσιος, ὁ ἀτόφιος, ὁ ντόμπρος, ὁ ἀφτιασίδωτος, ὁ ἀνυπόκριτος,
σοβαρός καί καλοκάγαθος. Τόσα χρόνια προσποιόταν, ὑποκρινόταν, κυκλοφοροῦσε
μεταμφιεσμένος, μασκοφόρος, αὐτοδικαιωμένος, αὐτάρκης, ἀφιλότιμος καί ἀπαιτητικός.
Δέν ἦταν δυστυχῶς καλός, ἀλλά ἔκανε τόν καλό. Δέν ἄντεξε καί
φανερώθηκε τό κενό του, ἡ ἐσωτερική του γύμνια, ἀσχήμια καί ταραχή. Κρῖμα. Πῆγαν
τόσοι κόποι καί μόχθοι χαμένοι. Ὁ πατέρας δέν τόν ξεσυνερίζεται. Δέν ἀπογοητεύεται
ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ πραγματικοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Κάνει ὅτι δέν
καταλαβαίνει τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά τά τρομερά, πού φανερώνει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ
του. Ἐπιμένει νά τόν παρακαλεῖ, νά τόν ἱκετεύει, νά τόν προσκαλεῖ. Δέν παύει νά
τόν ἀγαπᾶ. «Καλό παιδί μου, τοῦ λέει, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ἐγώ μαζί
σου. Ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Δέν ξεχωρίζω τίποτε. Δέν λέω ὅτι αὐτό
εἶναι δικό σου καί αὐτό δικό μου. Μή γίνεσαι μικρός. Μή παρασύρεσαι ἀπό δόλιους
λογισμούς. Μή ζηλοφθονεῖς καί χάνεις τήν εὐκαιρία νά χαρεῖς μαζί μας. Ἔλα νά
συνευφρανθοῦμε. Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ ἡμέρα. Τό γεγονός εἶναι
κοσμοχαρμόσυνο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ ἑορτή, δέν εἶναι ἕνας
τυχαῖος, ἕνας ἄγνωστος, ἕνας ξένος. Εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ μοναδικός. Εἶναι τό
παιδί μου. Εἶσαι τό παιδί μου. Εἶσθε τά παιδιά μου. Μή μέ λυπεῖς κι ἐσύ. Ἔλα σέ
παρακαλῶ πολύ μέσα στό σπίτι, νά χαροῦμε ὅλοι μαζί. Ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρός
καί ἀναστήθηκε καί χαμένος καί βρέθηκε».
Σὰν
νὰ τελειώνει κάπως ἀπότομα ἡ παραβολή. Δὲν μᾶς λέει τί ἀπέγινε ὁ πρεσβύτερος υἱός.
Πείσθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ εἰσῆλθε στὸν οἶκο τους, γιὰ νὰ συνευφρανθεῖ; Μᾶλλον
ὄχι. Οἱ θεῖοι ἑρμηνευτὲς λέγουν πὼς μᾶλλον ὄχι, δὲν φαίνεται νὰ εἰσῆλθε. Ἂν εἰσήρχετο,
θὰ τὸ ἀνέφερε σίγουρα. Τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ σοβαρό. Γιὰ νὰ τὸ προσέξουμε λίγο,
στὸν χρόνο ποὺ μᾶς ἀπομένει. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς κατ᾽ ἀρχὰς φαίνεται νὰ ἔχει
δίκιο. Κατηγορεῖ τὸν πατέρα του ὅτι τὸν ἀδικεῖ. Θεωρεῖ ὅτι δὲν λαμβάνει τὴν
πρέπουσα ἀμοιβὴ γιὰ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία ποὺ τοῦ προσφέρει ὁλημερίς. Σὲ ἀντίθεση
μὲ τὸν ἄσωτο ἀδελφό του, ποὺ ἀπολαμβάνει ἐξαιρετικῆς ὑποδοχῆς, ἔκτακτης τιμῆς
καὶ πλούσιου συμποσίου καὶ δείπνου. Τιμώντας ὁ πατέρας τὸν μετανοήσαντα κι ἐπιστρέψαντα
υἱό του δὲν ἀδικεῖ διόλου τὸν πρεσβύτερο. Τὸ προσφερόμενο δεῖπνο εἶναι ἔκφραση
χαρᾶς γιὰ τὴ σωτηρία μίας ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πῶς ὁ Θεὸς
θυσίασε τὸν Υἱό Του στὸν σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Εἶναι
γεγονὸς πὼς κάπου σκανδαλίζει ὁρισμένους ἡ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς
ἁμαρτωλούς. Εἶναι γιὰ μερικοὺς σκανδαλώδης αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνικὴ
συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι
διαφορετικὴ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα πὼς κληρικοὶ καὶ
πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται ἐπὶ ἔτη μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ
κρύβουν μέσα τους μία αἴσθηση κάποιας ὑπεροχῆς ἀπέναντι στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ
νὰ κυοφορεῖται κι ἐπωάζεται ἕνας κρύφιος λανθάνων φαρισαϊσμός, ὅτι δὲν εἴμαστε ἐμεῖς
ὅπως οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ὅτι διαφέρουμε κι εἴμαστε κάπου πιὸ ψηλὰ καὶ θὰ πρέπει
ἀργὰ ἢ γρήγορα καὶ νὰ μᾶς τιμήσουν. Λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ μποροῦν νὰ
μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν κι ἐμεῖς νὰ μένουμε μὲ νοσηροὺς ναρκισσισμοὺς
νομιζόμενης πνευματικότητος κι ὅτι δὲν μᾶς κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μποροῦμε νὰ
κρίνουμε εὔκολα τοὺς πάντες. Συμβαίνει οἱ ἀκόλουθοί του πρεσβύτερου υἱοῦ τῆς
παραβολῆς ὅτι ἔχουν πιὸ πολλὰ δικαιώματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ὅτι τοὺς ἀξίζει μία
καλύτερη θέση καὶ ἀνταμοιβή. Ἔχουν μία ἰδέα μεγάλη περὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους
καὶ μία ἀπαράδεκτη ἀπαιτητικότητα ἀπὸ τὸν Θεό. Μερικὲς φορὲς ἔχουν μάλιστα
μία ἀποκρουστικὴ σκληρότητα, ἀνυπομονησία, ἀπολυτότητα, αὐτοπεποίθηση,
κυριαρχία κι ἐξουσιαστικότητα.
Λησμονοῦν δυστυχῶς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι ἀνώτερες ἀπὸ τὰ
ὅποια καλὰ ἔργα ποὺ αὐτὰ καθ᾽ ἑαυτὰ δὲν μᾶς δικαιώνουν, κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο
τὸν Ἀσκητή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μάλιστα τονίζει πὼς ἡ
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα
λίγων ἢ πολλῶν καλῶν πράξεων. Κατὰ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ μητροπολίτη Ἐδέσσης
Ἰωήλ, γιὰ ὁρισμένους ἠθικολόγους, ὁ ληστής, ἡ πόρνη, ὁ τελώνης, ὁ ἄσωτος καὶ
πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἔπρεπε νὰ σωθοῦν. Ὁ Θεὸς εἶναι πέλαγος ἀγάπης
καὶ θέλει ὅλους νὰ τοὺς σώσει. Δὲν σώζονται οἱ ἰσχυρογνώμονες ἀμετανόητοι. Ὁ
ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει χαρακτηριστικὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται
δίκαιος, ἀλλὰ περισσότερο εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθός. Ἀπὸ μᾶς ζητᾶ νὰ τοῦ δώσουμε
τὴν καρδιά μας καθαρή.
Ὁ
πρεσβύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς στάθηκε πιὸ ἀνώριμος ἀπὸ τὸν νεώτερο. Ὁ
νεώτερος μὲ τὴ μετάνοιά του διόρθωσε ὅλα του τὰ λάθη. Ὁ πρεσβύτερος μὲ τὴν ἀμετανοησία
του ἔχασε ὅ,τι εἶχε κερδίσει τόσα χρόνια ἐργαζόμενος κι ἐγκρατευόμενος καὶ
τελικὰ δὲν εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ δείπνου. Ἡ σκληρότητα τῆς
νομιζόμενης ἀρετῆς του τὸν ἔκανε ἀφιλάδελφο καὶ τὸν αὐτοκαταδίκασε. Ὁ Θεός
μας, Θεὸς τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς χρηστότητος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως
καὶ δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες γιὰ νὰ μετανοήσουμε. Ἀγαπᾶ ὅλως ἰδιαιτέρως
τὴ ντομπροσύνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο. Ὅπως λέει ὁ μακαριστὸς Γέροντας
Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ἕνας βαθὺς ἀναστεναγμὸς κι ἕνα “Κύριε ἐλέησον” ἐκ βαθέων ἔχει
μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπ᾽ ὅ,τι ἕνας κουβὰς δάκρυα συναισθηματικὰ καὶ κουραστικὲς
εὐσεβεῖς φλυαρίες.
Ὁ
Θεὸς ἀγαπᾶ πολὺ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν κι ἀγαποῦν καὶ τοὺς ἄλλους ἀφειδώλευτα, ἀτσιγγούνευτα
καὶ δίχως ἀνταλλάγματα. Ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως τὶς προσευχὲς ὑπὲρ τῶν ἄλλων.
Τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδικημένων, τῶν συκοφαντημένων, τῶν ἀρρώστων, τῶν μοναχικῶν, τῶν
ἄσωτων, τῶν ὑποκριτῶν. Ὅπως λέει πολὺ ὡραία, ὁ πρόσφατα κοιμηθεὶς μακαριστὸς π.
Εὐσέβιος Βίττης, προσευχητικά, ἂς ὁμολογήσουμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ποὺ τὰ πάντα
βλέπει καὶ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι «δούλη τῶν αἰσθήσεων,
σκλάβα τῶν παθῶν, δέσμια τῆς ὑπερηφάνειας, πληγωμένη ἀπὸ τὴν εὐθιξία, ἐγωϊστικὴ
ὅσο δὲν τὸ φαντάζεται, χαλαρὴ χωρὶς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρὶς λόγο, ἀδιάφορη
καὶ ἀμελής, δυσκίνητη σὰν παράλυτη, δεμένη πολὺ μὲ τὸν κόσμο, ὀλιγόπιστη στὶς
δοκιμασίες, πάμφτωχη σὲ ἀρετές, μὲ ἀσήμαντη πνευματικὴ πρόοδο».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
(†) «Ἡ ἁγιότητα εἶναι κατορθωτή σήμερα;», Ἐκδ. «THNOΣ», Ἀθήνα 2010, Ἠλ.
στοιχειοθ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»)
https://alopsis.gr
Του
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Ἡ
γνωστή παραβολή τοῦ Κυρίου γιά τόν ἄσωτο υἱό ἀποτελεῖ, κατά
τούς θείους ἑρμηνευτές, πολύτιμο λίθο ἤ λαμπερό μαργαριτάρι ἀνάμεσα στίς ἄλλες
διδακτικές παραβολές. Χαρακτηρίζεται ἐπίσης ὡς εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελίου.
Εὔστοχα εἰπώθηκε, πώς καί μόνο αὐτή ἡ παραβολή, ἄν σωζόταν ἀπό ὅλο τό εὐαγγέλιο,
ἀρκοῦσε γιά νά συγκινήσει καί ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στή σωτήρια
μετάνοια. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ πατέρα.
Ὁ
νεώτερος υἱός τῆς παραβολῆς, ὀρθά-κοφτά, δίχως προλόγους καί μακρηγορίες ἀπαιτεῖ
δικαιωματικά τό ἀναλογοῦν μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ὁ πατέρας, δίχως ἀντιρρήσεις,
ἀναβολές, καθυστερήσεις, δικαιολογίες καί προφάσεις χώρισε στά δύο τήν
περιουσία του καί τοῦ ἔδωσε τό μερίδιο πού τοῦ ἀνῆκε. Ποιός πατέρας σήμερα, σ᾽ ἐποχή
μάλιστα πλήρους ἐλευθερίας, θά ἔκανε κάτι τέτοιο τόσο ἁπλά, ἄμεσα καί ἄνετα;
Γιατί φέρθηκε ἔτσι ὁ πατέρας; Δέν τόν ἀγαποῦσε; Εῖχε τόσο πολύ κουρασθεῖ μαζί
του; Ἤθελε τήν ἡσυχία του; Δέν ἤθελε συνεχεῖς γκρίνιες καί μόνιμους καυγάδες; Ἦταν
δικαιολογημένη καί ψυχολογημένη αὐτή ἡ στάση τοῦ πατέρα; Δέν θά ἔπρεπε νά τόν
νουθετήσει, νά τόν σωφρονίσει, νά τόν μεταπείσει, νά τοῦ γυρίσει τά μυαλά, νά
τόν συνεφέρει; Ἔκανε καλά πού τόν ἄκουσε καί τοὔδωσε ἀμέσως ὅ,τι ζητοῦσε; Δέν θἄπρεπε
νά τόν καθίσει κάτω καί νά προσπαθήσει μέ κάθε τρόπο νά τόν πείσει πώς δέν
σκέφτεται καλά, πώς εἶναι ἀρκετά ἀνώριμος, ἐνθουσιώδης, ἐπιπόλαιος καί μικρός;
Γιατί δέν καθυστέρησε τή φυγή του; Εῖχε πολλούς λόγους νά τό κάνει. Γιατί
δέν ἀναφέρει τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά τά δίκαια καί ὀρθά ἐρωτήματα ἡ σημερινή εὐαγγελική
περικοπή;
Θά
μποροῦσε, ἀγαπητοί μου, ὁ καλοκάγαθος πατέρας νά τοῦ εἶχε πεῖ ὅλα αὐτά καί
πολλά περισσότερα. Ἤξερε πολύ καλά τόν χαρακτήρα, τήν ψυχοσύνθεση, τά
προτερήματα καί τίς ἀτέλειες τοῦ παιδιοῦ του. Αὐτός τόν εἶχε γεννήσει, ἀναθρέψει
καί μεγαλώσει. Γνώριζε ἄριστα τή φτιασιά του, τά χούγια του, τά κουμπιά του, τ᾽
ἀδύναμα σημεῖα του. Δέν ἐνήργησε, ὅπως θά ἐνεργούσαμε ὅλοι μας. Παρατηροῦμε μία
ἄλλη στάση, ἐντελῶς διαφορετική, ἀνατρεπτική, πού μᾶς προβληματίζει τρομερά. Ἐδῶ
τώρα θά ἔχουμε τρομερές ἐνστάσεις. Δηλαδή δέν θά πρέπει νά διδάσκουμε τά παιδιά
μας, νά τά πείθουμε τί θά κάνουν, νά τ᾽ ἀπομακρύνουμε ἀπό τό κακό, νά τά
μάθουμε νά ὑπακούουν καί νά ὑποτάσσονται σέ αὐτό πού τούς λέμε;
Τήν
παραβολή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν τήν κατασκεύασα ἐγώ. Τήν παραβολή τήν εἶπε ὁ
Χριστός καί εἶναι ἄψογη καί ἄρτια. Ἄν χρειαζόταν, θά προσέθετε καί ἄλλα λόγια.
Τήν παραβολή μᾶς τήν μεταφέρει ἀκριβέστατα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τόν εὐχαριστοῦμε
εὐγνώμονα. Παρατηρῶ μία δυσανασχέτηση στό ἀκροατήριο. Μά, πάτερ μου, τί εἶναι αὐτά
πού ἀπόψε μᾶς λέτε μέσα στήν ἐκκλησία; Εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑποκύψουμε στίς
παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν ἀνώριμων παιδιῶν μας; Δέν θά πρέπει νά τά προφυλάξουμε
ἀπό κινδύνους πού τά παραμονεύουν; Δέν θά πρέπει νά εἴμεθα αὐστηροί καί νά
θέτουμε ὅρια, ἀπαγορεύσεις καί τιμωρίες; Θ᾽ ἀφήσουμε τά παιδιά νά κάνουν ὅ,τι
θέλουν; Θά τούς ἱκανοποιήσουμε ὅλες τίς ἐπιθυμίες, ἀνεξαιρέτως; Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι
ὁρισμένες φορές νά τά δεσμεύσουμε;
Τί
νά σᾶς πῶ; Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή κι ἐμένα μέ προβληματίζει, καθώς τήν
ξαναδιαβάζω. Μέ βάζει σέ μία περιπέτεια, σ᾽ ἕνα ἄλλο σκεπτικό, μέ ἀνησυχεῖ καί
κάπου μέ φοβίζει. Γιατί ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς φέρθηκε διαφορετικά ἀπό ἐμᾶς;
Γιατί ἁπλούστατα δέν εἶναι σάν κι ἐμᾶς. Γιατί εἶναι Θεός. Γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό
ἐμᾶς ν᾽ ἀγαπᾶ. Βλέπει τό παρελθόν καί τό μέλλον ὡς παρόν. Βλέπει τό βάθος.
Γνωρίζει τό τέλος τῆς ἱστορίας. Δέν κρίνει τήν ἐπιφάνεια. Ἀδυνατεῖ νά δεσμεύσει
τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του. Αὐτή πού Αὐτός τοῦ τήν ἔδωσε ἁπλόχερα. Ἀδυνατεῖ
νά μειώσει, ἀφαιρέσει, καταστρατηγήσει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί βούληση. Τό
θεόσδοτο αὐτεξούσιο εἶναι ἀναφαίρετο.
Ὁ
πατέρας τῆς παραβολῆς δέν συναντοῦσε τόν υἱό του τότε γιά πρώτη φορά. Τόν
γνώριζε πολύ καλά. Τόν εἶχε ἀφήσει ν᾽ ἀνοίξει τήν καρδιά του. Ὁ ἴδιος τοῦ εἶχε ἀποδείξει
πολλές φορές τήν ἀγάπη του. Δέν χρειαζόταν νά τοῦ ἐπαναλάβει τά ἴδια καί τά ἴδια.
Δέν ἤθελε νά τόν πιέσει, νά τόν ἐκβιάσει, νά τόν συντρίψει, νά τόν καθηλώσει,
νά τόν ἀποστομώσει, νά τόν προσβάλλει, νά τόν ἐκμηδενίσει. Τόν σεβόταν, τόν ἀγαποῦσε,
τόν πονοῦσε, τόν καταλάβαινε. Δέν μποροῦσε ἐπ᾽ οὐδενί νά καταστρατηγήσει τήν ἐλευθερία
του. Ἡ ἀγάπη ἔχει αὐτή τήν ὑπέροχη ἀρχοντιά, νά σέβεται καταπληκτικά
τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι τόν ἀφήνει σέ αὐτό πού ἐπέλεξε, παρ᾽ ὅτι
γνωρίζει ὅτι θά φάει τά μοῦτρα του. Εἶναι δύσκολο νά τό ἀποδεχθεῖ κανείς αὐτό. Ἀνατρέπει
τόν ἠθικισμό μας.
Ἐμεῖς
ἀκοῦμε τά παιδιά μας; Ἤ θέλουμε μόνο νά τούς μιλᾶμε; Καί μάλιστα δυνατά, ἐπιτακτικά,
ἐπιτιμητικά, σκληρά, ἀπειλητικά, ἐξουσιαστικά καί βίαια; Τά παιδιά δέν εἶναι
μόνο νά τά φωνάζουμε συνέχεια, ἀλλά καί νά τ᾽ ἀκοῦμε λίγο. Τ᾽ ἀκοῦμε λοιπόν;
Προσέξαμε στοργικά τίς ἀγωνίες, τούς προβληματισμούς, τίς ἔγνοιες, τούς φόβους,
τίς ἀπορίες καί τούς δισταγμούς τους; Ὅ,τι ζητᾶμε ἀπό τά παιδιά, τό κάναμε ἤ τό
κάνουμε πάντοτε ἐμεῖς; Ἀκούσαμε ποτέ τίς παρατηρήσεις τῶν παιδιῶν γιά μᾶς; Ἤ
δέν τούς τό ἐπιτρέψαμε ποτέ; Μήπως, ἀδελφοί μου, δέν μᾶς ἀκοῦν τά παιδιά, γιατί
κι ἐμεῖς δέν ἀκοῦμε τόν Θεό; Κι ἄν δέν μᾶς ἀκοῦν τά παιδιά, τί κάναμε; Μείναμε
στίς φωνές, τίς κατάρες, τίς ἀπειλές καί τίς προσβολές; Γονατίσαμε στίς εἰκόνες
νά παρακαλέσουμε τόν Πανάγαθο Θεό γιά τίς ἀνυπακοές τῶν παιδιῶν μας;
Ταπεινωθήκαμε; Ζητήσαμε τήν βοήθειά του, τήν ἐνίσχυσή του, τήν εὐλογία του, τήν
φώτισή του, τήν παραμυθία του; Ὁμολογήσαμε τήν ἀδυναμία μας ἐνώπιον τοῦ
Παντοδύναμου Θεοῦ, πού τά πάντα μπορεῖ νά κάνει;
Μερικές
φορές γινόμαστε καί ὑπερβολικοί καί ἀσυλλόγιστοι. Αὐτά πού δέν καταφέραμε ἐμεῖς
θέλουμε νά τά καταφέρουν τά παιδιά. Ἐπειδή δέν μπορέσαμε νά γίνουμε ἰατροί ἐμεῖς,
νά γίνουν τά παιδιά μας, μποροῦν – δέν μποροῦν. Δέν τ᾽ ἀφήνουμε νά σπουδάσουν
τί τούς ἀρέσει ἀλλά τί θά βγάζουν πιό πολλά χρήματα. Ἐμεῖς θά τούς ποῦμε τί θά
φορέσουν, ἐμεῖς θά τούς ποῦμε ποῦ θά πᾶνε, ἐμεῖς θά τούς ποῦμε πότε καί μέ ποιά
ἤ μέ ποιόν θά παντρευτοῦνε. Ἐδῶ ὁ Θεός πού μπορεῖ νά μᾶς ἐξουσιάσει καί δέν μᾶς
ἐξουσιάζει.
Μά
δέν φερόμαστε ἔτσι μόνο στά παιδιά μας ἀλλά καί στούς ἄλλους καί στούς μεγάλους
καί στούς γύρω μας καί σέ αὐτούς πού λέμε ὅτι τούς ἀγαπᾶμε. Θέλουμε πάντοτε νά
εἴμεθα οἱ πρωταγωνιστές τῶν ἐξελίξεων, τό κέντρο τῶν συζητήσεων, οἱ ρυθμιστές τῆς
ζωῆς τῶν ἄλλων. Νἄχουμε τήν πρώτη καί τήν τελευταία κουβέντα, νά περνᾶ τό δικό
μας, νά τό θεωροῦμε τό μόνο σωστό. Νά μήν ἀκοῦμε τόν ἄλλο, ὅταν μιλᾶ, ἀλλά νά
σκεφτόμαστε τί θά ποῦμε στήν συνέχεια ἐμεῖς. Γι᾽ αὐτό μᾶς κουράζουν οἱ ἄλλοι
τόσο. Γιατί θέλουμε νά τούς ἐκμεταλλευόμαστε, νά τούς χρησιμοποιοῦμε, νά τούς ἔχουμε
πιόνια ἤ σκαλοπάτια γιά ν᾽ ἀνεβαίνουμε. Γι᾽ αὐτό ἐπικρατεῖ σήμερα ἕνα
φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού λέγεται διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.
Γι᾽
αὐτό, ἀγαπητοί μου, ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς ἔδωσε ἀμέσως τό μερίδιο τῆς
περιουσίας στόν νεαρό υἱό του μόλις τοῦ τό ζήτησε. Τοῦ εἶχε πεῖ πολλά, τόσα
χρόνια πού ἦταν μαζί. Τοῦ εἶχε ἀποδείξει τήν ἀγάπη του πολλές φορές μέ πολλούς
τρόπους. Δέν θεωροῦσε ὅτι ἔπρεπε κι ἄξιζε νά τοῦ στερήσει τήν ἐλευθερία, νά τοῦ
φράξει τόν δρόμο τῆς φυγῆς, νά τόν πειθαναγκάσει νά παραμείνει κοντά του
θέλοντας καί μή. Δέν μποροῦσε νά καταπιέσει καί νά ἔχει κοντά του ἕναν δίχως τή
θέλησή του, σκλάβο του, δοῦλο του, ὑπηρέτη του, ἐξάρτημά του, ὑποχείριο καί ὑποπόδιό
του. Ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει αὐτόν τόν τρόπο ὑπάρξεως. Ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας εἶναι
ἁμαρτία. Ὁ πατέρας ἄφησε τόν ἀγαπητό του υἱό νά φύγει, νά φύγει μακριά, νά φάει
τά μοῦτρα του, μήπως συνετισθεῖ, διορθωθεῖ, ἔλθει στά σύγκαλά του καί
μετανοήσει.
Ὁ
Θεός πατέρας εἶναι ἕνας ἐλεύθερος ἄρχοντας εἰρήνης καί ἀγάπης. Ἔτσι θέλει καί
τά παιδιά του. Δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τό μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας του, τῆς
ἀγάπης του καί τῆς ἐλευθερίας του. Τόν Θεό δέν τόν φοβίζει τίποτε. Ἡ ἐλευθερία
θέλει γερά πνευματικά κότσια. Δέν μποροῦμε ἤ δέν θέλουμε ν᾽ ἀποδεχθοῦμε τόν ἄλλο
ὅπως εἶναι, αὐτός πού εἶναι. Γιατί θέλουμε βάναυσα νά ἐπέμβουμε ἄμεσα στή ζωή
του καί νά τόν διορθώσουμε κι ἐξωραΐσουμε; Εἴμαστε τόσο σίγουροι καί βέβαιοι
γιά τίς διορθωτικές πράξεις μας ἔναντι τῶν ἄλλων; Γιατί εἴμαστε τόσο ὑπερβολικά
αὐστηροί μέ τούς ἄλλους καί τόσο ἐπιεικεῖς μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί δέν ἀρχίζουμε
μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί δέν ἐξαντλοῦμε τήν αὐστηρότητά μας σέ αὐτόν; Εἴμαστε
τρομερά εὔκολοι στήν κριτική καί ἀφάνταστα δύσκολοι στήν αὐτοκριτική. Γιατί
ἀσχολούμεθα τόσο ἐπισταμένως μέ τούς ἄλλους καί σχεδόν καθόλου μέ τόν ἑαυτό
μας; Γιατί ἔχουμε τόσες πολλές δικαιολογίες καί προφάσεις γιά μᾶς καί καμία γιά
τούς ἄλλους, τούς ἀδελφούς μας, τούς πλησίον;
Κυκλοφοροῦμε,
ὄχι μόνο τίς ἀπόκριες, μέ μάσκες ὑποκρισίας, προσποιήσεως, μεταποιήσεως καί
μεταλλαγῆς. Ἄλλοι εἴμαστε καί ἄλλοι φαινόμαστε. Τουλάχιστον ὁ ἄσωτος ἦταν αὐτός
πού ἦταν. Ἀγνώμων, ἀχάριστος, ἀσεβής, ἐπιπόλαιος, θρασύς, προπέτης, τολμηρός, ἐνθουσιώδης
καί ἀπρόσεκτος. Δέν ἔκανε τόν θεοφοβούμενο, μισοκακόμοιρο καί καλό ἀδελφό του.
Παρουσίασε τή γύμνια του ἐνώπιον τοῦ στοργικοῦ καί λυπημένου πατέρα του. Ὁ
πατέρας γνώριζε καλά ποιό θά εἶναι τό τέλος τῆς ἱστορίας του. Δέν τόν ἐμπόδισε.
Δέν θά τόν ἄκουγε. Δέν ἄκουγε κανένα τότε. Εῖχε πείσει καλά τόν ἑαυτό του ὅτι αὐτό
πού κάνει εἶναι νόμιμο ἄρα καί ἠθικό. Δέν ἀδικοῦσε κανέναν σέ κάτι. Τό δικαίωμά
του κατοχύρωνε. Δέν τόν συγκίνησε ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἐκτίμησε τή σιωπή
του, πού ἔλεγε ὅμως πολλά. Δέν πισωγύρισε, ὅταν εἶδε τόν πατέρα του νά ὑπακούει
στήν ἀνταρσία του καί νά τοῦ δίνει ἀμέσως ὅ,τι τοῦ ζητοῦσε. Ἔτσι πῆρε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε
κι ἔφυγε μακριά, πολύ μακριά. Νομίζοντας ὅτι ἔτσι θά μποροῦσε νά κινεῖται ἀνεξέλεγκτα
πλήρως.
Νόμιζε
ὅτι ἀπομακρυσμένος δέν θά συνοδεύεται ἀπό τή ματιά τοῦ πατέρα του καί ἀπό τίς ὡραῖες
μνῆμες τοῦ πατρογονικοῦ του. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του νικητή. Ὅτι μπορεῖ τώρα πιά
νά κάνει ἀνενόχλητα ὅ,τι θέλει, δίχως νά δίνει κανένα λογαριασμό σέ κανένα. Αὐταπατᾶτο.
Σύντομα σκόρπισε τήν περιουσία του δεξιά κι ἀριστερά ζώντας μία ζωή ἐντελῶς ἄσωτη.
Τήν ἐγκράτεια θεωροῦσε δουλεία, τό σπίτι του φυλακή, τήν ὑπακοή ἀνελευθερία,
τόν σεβασμό ἄχρηστο, τήν καθαρότητα περιττή. Ζοῦσε γιά πρώτη φορά τή χαρά τῆς ἐλευθερίας
κι αἰσθανόταν εὐτυχισμένος. Πραγματική εὐτυχία στήν ἁμαρτία ποτέ δέν ὑπάρχει.
Δίχως Θεό ἡ ζωή εἶναι θολή, μουντή, μαύρη, ταραγμένη, φοβισμένη, ἄχαρη καί
δύσκολη. Ἡ νομιζόμενη εὐτυχία μετετράπη σέ πραγματική δυστυχία.
Ἐκεῖ
πού κατέφυγε, ἔπεσε πεῖνα μεγάλη. Τοῦ εἶχαν λείψει καί τά ἐντελῶς ἀπαραίτητα.
Δέν εἶχε νά φάει κάτι λίγο. Μέ τί χρήματα νά ψωνίσει; Ξένος, μόνος, φτωχός,
γυμνός, πεινασμένος, διψασμένος, ἐγκαταλελειμμένος, ἀπένταρος, ἄστεγος,
βρώμικος, ἄγρυπνος, στερημένος τῶν πάντων. Ἔτσι καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος δίχως Θεό.
Στήν
ἄθλια αὐτή κατάσταση, σέρνοντας τά βήματά του, κατάντησε νά γίνει χοιροβοσκός
καί νά προσπαθεῖ νά γεμίσει τήν κοιλιά του μέ τίς χοιροτροφές. Καί τί τραγική εἰρωνεία,
ἀδελφοί μου. Γευόταν τά ξυλοκέρατα κι αὐτός, τά ὁποῖα στήν ἀρχή εἶναι
γλυκά καί μετά στυφά, ὅπως καί ἡ κάθε ἁμαρτία.
Μέσα
σέ αὐτό τό φοβερό κατάντημα, πληγωμένος, πονεμένος, ἀδικημένος, νικημένος,
κουρασμένος, ταπεινωμένος, ντροπιασμένος κι ἐξουθενωμένος ἄρχισε νά συνέρχεται.
Μέσα στόν βοῦρκο ὄχι καί δίχως δάκρυα ἴσως θυμήθηκε τό σπιτικό πού ἄφησε, τήν ἀγάπη
τοῦ πατέρα, τόν πλοῦτο πού εἶχαν, τήν εἰρήνη, τήν κατανόηση, τήν εὐημερία καί ἡσυχία. Νοστάλγησε
κυρίως τόν πατέρα του, πού δέν τόν ἀποπῆρε φεύγοντας. Αὐτό τόν βοήθησε πολύ.
Διαφορετικά, ἄν τόν εἶχε ἀπειλήσει, καταραστεῖ, ὑβρίσει καί ἀπογοητεύσει, τότε
πού ζήτησε ν᾽ ἀναχωρήσει, θά τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἐπιστρέψει τώρα. Δηλαδή
τώρα κι ἐμεῖς τόν δικαιώνουμε τόν πατέρα. Ἤξερε πολύ καλά τί ἔκανε. Δέν
ἔβλεπε ὅτι ἐκείνη τήν στιγμή θίγεται, ὅτι ἀναιρεῖται ἡ θέση του, ὅτι
προσβάλλεται τό κύρος του καί ἡ αὐθεντία του. Παρατηροῦσε μία ψυχή νά
βασανίζεται, καί μάλιστα τοῦ ἀγαπητοῦ παιδιοῦ του, τοῦ ὁποίου τό μέλλον δέν τό
διέγραφε, ἀλλά τό προετοίμαζε γι᾽ αὐτή τήν ἐπιστροφή. Μή εἴμαστε
κοντόθωροι. Μή τά θέλουμε ὅλα δικά μας. Ἄς παίρνουμε καί τήν θέση τοῦ ἄλλου.
Πιό πολλά θά κερδίσουμε μέ τήν ἀνεκτικότητα, τήν ὑπομονή, τή συγχωρητικότητα,
τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα.
Τό
τέλμα τοῦ ἔγινε ἐφαλτήριο. Ἡ μνήμη παραμυθία τρυφερή. «Πόσοι ἀπό τούς ἐργαζόμενους
στόν καλό πατέρα μου ἔχουν περισσευάμενο ψωμί κι ἐγώ ὁ ἀνόητος παρήκουος
πεθαίνω τῆς πείνας! Θά σηκωθῶ ἀμέσως καί θά πάω δίχως περιστροφές καί θά τοῦ πῶ:
“Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ᾽ ἐσένα. Δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά λέγομαι υἱός
σου. Κάνε με σέ παρακαλῶ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”». Τά λόγια αὐτά δέν ἦταν
τῆς στιγμῆς. Δέν ἦταν μόνο ἐξ ἀνάγκης. Ἦταν μέσα ἀπό ἕνα βαθύ πόνο· τῆς ἑκούσιας
ὀρφάνιας, τῆς ἀποξένωσης, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς ἀκοινώνητης καί ἀνέραστης ζωῆς.
Τό πάθημα σίγουρα τοῦ ἔγινε μάθημα. Δέν λέμε ὅτι θά πρέπει ν᾽ ἁμαρτήσουμε,
γιά νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία. Δέν θά ὁδηγηθοῦμε στήν ἁμαρτία, γιά νά
μετανοήσουμε. Ἀλλά ἄν ἁμαρτήσουμε, μή ἀπογοητευθοῦμε. Μή ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας
νά ὁδηγηθεῖ στή δαιμονική ἀπελπισία, στήν ὀδυνηρή ἀμετανοησία. Ὁ νέος
τῆς παραβολῆς τό πῆρε καλά τό μάθημα.
Ἐπιστρέφει
δρόμο γνωστό. Δρόμο πού τόν ἄφησε μέ βῆμα ταχύ πρίν λίγο καιρό. Μέ τό ἴδιο
σταθερό βῆμα ἐπιστρέφει, ἐλπίζοντας στή γνωστή ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἀμφιβάλλει
γι᾽ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή τόν ἐλέγχει, ἀλλά καί τόν κάνει νά ἐπιστρέφει.
Ἡ εἰκόνα πού ἔχει γιά τόν πατέρα του δέν ἔχει ἀλλάξει. Γνωρίζει πολύ καλά τή
μεγάλη του ἀγάπη. Αὐτό τόν συγκινεῖ, τόν κάνει νά ἐπιστρέφει. Ἐπιστρέφοντας, ἐνῶ
ἀκόμη ἦταν ἀρκετά μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του. Πῶς τόν εἶδε; Μά τόν περίμενε
πάντοτε. Τόν ἀνέμενε συνεχῶς. Ἤλπιζε στήν ἐπιστροφή του. Ἤξερε πώς δέν εἶχαν
πάει χαμένα τά λόγια του. Ἄς μή τόν ἐμπόδισε κατά τήν ἀναχώρησή του. Τόν
περίμενε ἀπό τό παράθυρο παρατηρώντας, βγαίνοντας στήν ἐξώθυρα γιά τήν ὑποδοχή.
Μά ποῦ ἤξερε ὅτι θά ἐπιστρέψει τότε καί τόν περίμενε καί τόν εἶδε ἀπό μακριά;
Μά τόν περίμενε ἀπό τήν ὥρα πού ἔφυγε. Αὐτό εἶναι κάτι τό καταπληκτικά συγκινητικό. Δέν
ἐθίγη, δέν θύμωσε, δέν τοῦ κράτησε κακία, δέν ἑτοίμαζε τιμωρία κι ἐκδίκηση. Δέν
μποροῦσε δίχως τό παιδί του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀρνηθεῖ. Ἄς ἦταν ζωηρό, ἄς
ἦταν ἀτίθασο, ἄς ἦταν ἀνυπάκουο, δέν ἔπαυε
νά
εἶναι παιδί του. Ἦταν ὁ σταυρός του, ἡ δοκιμασία του, ὁ ἀγώνας του. Τό ἀγαποῦσε,
ἦταν παιδί του, δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά.
Προσέξτε,
παρακαλῶ, μία μεγαλειώδη σκηνή. Ὁ πατέρας, πού ποτέ δέν ἔπαψε νά ἐλπίζει, ν᾽ ἀναμένει,
νά προσδοκᾶ, νά παρατηρεῖ τόν δρόμο. Βλέπει ἀπό μακριά τό παιδί του. Χαίρεται ἀφάνταστα.
Δέν κάνει δεύτερο λογισμό: Ἄ, τώρα πού τά βρῆκε σκοῦρα, πού δυσκολεύτηκε, πού
δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα, πού μ᾽ ἔχει ἀνάγκη, ἐπιστρέφει, δέν μπορεῖ νά
κάνει ἀλλιώτικα. Νά δεῖς, τώρα πού ἔπεσε στά χέρια μου, τί θά τόν κάνω. Θά τοῦ
φερθῶ πολύ αὐστηρά. Νά μάθει πώς δέν μπορεῖ νά μέ παρακούει, νά μέ παραβλέπει,
νά μέ πικραίνει. Θά τοῦ δείξω τώρα ποιός εἶμαι. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δέν
κάνει καθόλου τέτοιες ποταπές σκέψεις. Μάλιστα, ἄν καί κάποιας ἡλικίας, δέν τόν
ἀναμένει στό σαλόνι ἤ τήν πόρτα ἔστω. Δέν στέλνει τούς ὑπηρέτες νά τοῦ τόν
παρουσιάσουν. Δέν μένει στό ὕψος του, στήν καθέδρα του, σέ θέση κύρους καί ἰσχύος.
Σᾶς
εἶπα, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρόκειται γιὰ καταπληκτικὰ σκηνή, ἀπείρου κάλλους,
συγκινήσεως καὶ θαυμασμοῦ. Ὁ θιγμένος, προσβεβλημένος, ἀπορημένος,
γηραιὸς πατέρας τὸν εἶδε, τὸν εὐσπλαχνίστηκε «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἐπαναλαμβάνω, καὶ συγχωρέστε με
γι᾽ αὐτό, προσέξτε. Δὲν στάθηκε νὰ μετρήσει τὶς διαθέσεις του, νὰ ὑπολογίσει
τὴν προοπτική του, μὲ τὶ ὅρους ἐπιστρέφει, ἂν μετανόησε εἰλικρινά, ποιά εἶναι ἡ
ἀκριβής πρόθεση τῆς ἐπιστροφῆς του. Δέν περίμενε καθόλου νά τόν ἀκούσει. Μά τί
πατέρας εἶναι αὐτός; Ὄχι ἁπλά πῆγε πρός αὐτόν, ἀλλά ἔτρεξε πρός αὐτόν. Αὐτό ἔχει
σημασία σημαντική. Δέν τόν χαιρέτησε ἁπλά. Δέν περίμενε νά ὑποκλιθεῖ, νά
γονατίσει, νά τοῦ φιλήσει τό χέρι, νά ζητήσει συγνώμη. Δέν τόν ἄφησε νά
μιλήσει. Δέν χρειαζόταν ξανά τά λόγια. Ἀξία εἶχε ἡ παρουσία. Τόν ἅρπαξε λοιπόν
καί τόν ἀγκάλιασε. Ὄχι ἁπλά τόν ἀγκάλιασε ἀλλά τόν σφιχταγκάλιασε. Ὄχι ἁπλά τόν
φίλησε, ἀλλά τόν «κατεφίλησε», τόν γέμισε δηλαδή φιλιά. Τί θαυμάσια αὐτή
ἡ εἰκόνα, ἀδελφοί μου. Ὁ φταίχτης, ὁ ἀντάρτης, ὁ ἐπαναστάτης, ὁ ἀσεβής, ὁ ἄσωτος
νά σφιχταγκαλιάζεται καί νά κατασπάζεται ἀπό τόν στοργικό πατέρα του. Ὁ
θαυμάσιος πατέρας δέν περιμένει τήν ἐξουδένωση κι ἐξουθένωσή του, τό
στραπατσάρισμα τῆς προσωπικότητάς του, τόν ἐξευτελισμό του καί τή διάλυσή του.
Δέν ζητᾶ δικαιολογίες, ὑποσχέσεις, μεγάλα καί παχιά λόγια. Δέν τόν ἀφήνει
νά μιλήσει. Μόνο τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλᾶ μέ ὅλη τήν πατρική στοργή του καί
τρυφερότητα. Αὐτή τήν εἰκόνα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά πρέπει νά τή φυλᾶμε καί
θυμόμαστε καλά. Εἶναι διδακτική κι εὐεργετική λίαν. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη καί
μόνιμη στάση τοῦ οὐράνιου πατέρα μας. Ὁ Θεός μας δέν εἶναι ὁ Δίας, πού
κατακεραυνώνει τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, τῆς εὐσπλαχνίας, τοῦ ἐλέους,
τῶν οἰκτιρμῶν, τῆς ἀγαθότητας καί φιλανθρωπίας. Δέν μᾶς ξεσυνερίζεται, δέν μᾶς
περιμένει στή γωνία νά μᾶς τή φέρει, δέν ἐκδικεῖται ποτέ, δέν τιμωρεῖ, δέν κακιώνει,
δέν θυμώνει. Ἀναμένει τή μετάνοια ὅλων, δίνει εὐκαιρίες, δέν
κουράζεται νά ἐπανέρχεται, ἐλπίζει καί προετοιμάζει τήν ἐπιστροφή μας,
σεβόμενος πάντοτε τήν ἐλευθερία πού ὁ ἴδιος μᾶς ἔδωσε. Ἡ ἐξαίσια αὐτή εἰκόνα
δίνει μεγάλη παρηγοριά κι ἐλπίδα σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς.
Ὁ
μετανοημένος ἄσωτος μέσα στήν ἀγκαλιά καί τούς ἀσπασμούς τοῦ πατέρα του
συντρίβεται ἀπό τήν ἀγάπη. Ποιός εἶμαι καί πῶς μοῦ συμπεριφέρεται; Τί πατέρα ἔχω
καί πόσο ἄσπλαχνα τοῦ φέρθηκα; Ἀντί νά μ᾽ ἐπιτιμήσει, μέ ἀγκαλιάζει καί ἀντί νά
μέ κανονίσει, μέ καταφιλᾶ. Ἡ ἀγάπη σου δέν ἔχει ὅρια. Δέν ἀξίζω, ἀλήθεια,
τέτοιας καλῆς μεταχειρίσεως. Συγκλονίζομαι ἀπό τόν τρόπο σου. Ἡ ἀγάπη σου μέ
κάνει ἄφωνο, μέ ἀφοπλίζει. Πῶς σοῦ φέρθηκα καί πῶς μοῦ φέρεσαι; Γιατί τόσο πολύ
μέ ἀγαπᾶς; Δέν ἔκανα κάτι γιά νά μέ ἀγαπᾶς τόσο. Δέν ἀντέχω αὐτό τό μέγεθος τῆς
ἀγάπης σου. Μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του, ἀκούει τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς
του. Ὅλοι κτυποῦν γι᾽ αὐτόν. Μέσα σέ αὐτή τήν ἀπερίγραπτη θαλπωρή λησμονᾶ τήν
ξενιτιά, τήν ἐρημιά, τή μοναξιά, τήν παγωνιά, τή βρωμιά, τήν ἀθλιότητα.
Γαληνεύει, ἠρεμεῖ, μεταμορφώνεται, ἀναγεννᾶται, ἐμψυχώνεται, ἐνδυναμώνεται.
Ὁ
πατέρας εἶναι σάν νά τοῦ λέει: «Μή μιλᾶς τώρα. Μή καταστρέφεις τήν ὡραιότατη
σιγή μέ φλυαρίες, κενολογίες καί περιττολογίες. Τά γνωρίζω ὅλα καλά. Ἤμουν
πάντοτε μαζί σου. Σέ ἀκολουθοῦσα, δέν σέ ἐγκατέλειψα ποτέ κι ἄς μέ ἄφησες ἐσύ.
Δέν σοῦ ζητῶ τίποτε. Χαίρομαι πού ἐπέστρεψες. Σ᾽ εὐχαριστῶ πού ξαναγύρισες
κοντά μου. Ἐγώ γιά σένα ὑπάρχω. Γι᾽ αὐτό σ᾽ ἔπλασα, γιά νά εἴμαστε πάντοτε
μαζί. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χώρια. Ὁ χωρισμός εἶναι πίκρα καί
θάνατος. Δέν χρειάζεται νά προφέρεις καμία δικαιολογία. Δέν μέ πείραξε πού ἔφυγες.
Μέ χαροποίησε πού γύρισες. Νά χαρεῖς αὐτή τή χαρά ὅλη. Νά μή τή διακόψεις ποτέ.
Νά μή τήν ἀφήσεις νά ἐλαττωθεῖ. Στό χέρι τό δικό σου εἶναι, παιδάκι μου».
Κάποια
στιγμή κατάφερε νά ψελλίσει μέσα ἀπό δάκρυα χαρᾶς ἀληθινῆς: «Πατέρα μου, ἁμάρτησα
πολύ στόν Θεό καί σ᾽ ἐσένα καί δέν ἀξίζω πιά νά ὀνομάζομαι υἱός σου». Καλά
λέει, ξέρει τί λέει, δέν ταπεινολογεῖ καί ταπεινοσχημεῖ. Τήν ἀλήθεια πού αἰσθάνεται,
καταθέτει. Πῶς μπορεῖ νά εἶμαι υἱός σου, ὅταν ἔτσι ὑπερήφανα σοῦ φέρθηκα καί
τόσο ταπεινά μοῦ φέρεσαι ἐσύ τώρα; Δέν ἀξίζω τῆς υἱοθεσίας. Ὁ πατέρας δέν τόν
διακόπτει, δέν τόν διορθώνει, δέν χαίρεται γι᾽ αὐτή τήν ὁμολογία. Τόν ἄκουσε
πολύ καλά, τόν πρόσεξε ἰδιαίτερα, ἀλλά δέν συνεχίζει τή σκέψη καί δέν τοῦ ἀπαντᾶ
εὐθέως καί ἀμέσως. Κάνει σάν νά μήν ἀκούει καί νά μή κατάλαβε καλά, ἐνῶ ἀσφαλῶς
καί ἄκουσε καί κατάλαβε πολύ καλά. Ἀπευθύνεται πρός τούς ὑπηρέτες του ὁ πατέρας
καί εἶναι σάν νά τούς λέει: Μή τόν ἀκοῦτε. Δέν ξέρει τί λέει. Εἶναι ποτέ
δυνατόν τό παιδί μου νά παύσει νά εἶναι παιδί μου; Μπορῶ ἐγώ ὁ πατέρας του, πού
τό γέννησα, νά μή κάποτε εἶμαι πατέρας του; Ἡ υἱοθεσία καί ἡ πατρότητα εἶναι ἀναφαίρετη.
Προστάζει λοιπόν ὁ πατέρας του καί λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Μή κάθεστε
καθόλου. Γρήγορα ξεφορέστε του τά βρώμικα ροῦχα καί φορέστε του τήν πιό λαμπρή
στολή πού ἔχουμε, περάστε του στό δάχτυλο τό καλό δαχτυλίδι καί δῶστε του
καινούργια ὑποδήματα. Σφάξτε τό μοσχάρι τό σιτευτό καί μαγειρέψτε το, νά τό φᾶμε,
νά εὐφρανθοῦμε. Πρόκειται γιά τόν υἱό μου τόν ἀγαπητό, πού ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε
καί ἦταν χαμένος καί βρέθηκε». Ἔτσι κι ἔγινε κι ἄρχισε τότε μία πανευφρόσυνη
πανήγυρη. Μία τέτοια μεγάλη χαρά, λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, γίνεται γιά κάθε ἁμαρτωλό
πού εἰλικρινά μετανοεῖ.
Μόνο
μία σκιά ὑπῆρξε μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πανηγύρι. Πρόκειται γιά τό πρόσωπο τοῦ
μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του. Ἦταν κατά γενική ὁμολογία ἕνα πολύ καλό παιδί. Ἕνας ὑπάκουος,
ἔντιμος, ἥσυχος κι ἐργατικός νέος, πού ποτέ δέν ἔδωσε ἀφορμή νά τόν
παρατηρήσουν. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τά χωράφια, πού ὅλη τήν ἡμέρα μέ κόπους καί ἱδρῶτες
ἐργαζόταν, παρατηρεῖ πλησιάζοντας τό σπίτι του, κάποια ἀπρόσμενη ἀλλαγή.
Ξαφνικά βλέπει φωτοχυσίες καί ἀκούει μουσικές καί χοροτράγουδα. Ἀπορημένος
φωνάζει ἕναν ὑπηρέτη, γιά νά μάθει τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Ἐκεῖνος δίχως πολλά
λόγια τοῦ λέει ἀμέσως: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, πού τόν εἴχαμε χαμένο καί ὁ
πατέρας σου ἀποφάσισε γιά χάρη του νά σφάξει τό σιτευτό μοσχάρι, πού ἐπέστρεψε
πίσω καλά, γερός καί δυνατός. Ποιά θά ἦταν ἡ φυσιολογική ἀντίδραση, μόλις
πληροφορήθηκε κάτι τέτοιο; Νά χαρεῖ, νά τρέξει νά χαιρετήσει καί φιλήσει τόν ἀδελφό
του, πού γύρισε ξανά στό σπίτι τους. Δέν ἔκανε ὅμως ἔτσι. Γιατί; Μά ἀφοῦ ἦταν
τόσο καλός καί ποτέ δέν εἶχε δώσει καμιά ἀφορμή νά τόν παρατηρήσουν. Γιατί τώρα
συμπεριφέρεται ἔτσι; Ὄχι ἁπλά θύμωσε ἀλλά ὀργίστηκε, ταράχτηκε, ἀναψοκοκκίνισε,
δέν περίμενε κάτι τέτοιο. Αὐτή ἡ ἀπρόσμενη ἐπιστροφή τοῦ χάλαγε τά σχέδια. Ἀλλιῶς
τά εἶχε προγραμματίσει ὁ ἴδιος. Συγκρινόμενος μέ τόν ἄσωτο ἀδελφό του ὑπερίσχυε.
Ἔβγαινε νικητής, ἐνάρετος, ἀθῶος, πολύ καλός. Μποροῦσε νά ἔχει ὅλη τήν ἐκτίμηση
καί ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἄσωτου τόν χολόσκαγε. Δέν ἤθελε οὔτε
νά μπεῖ στό σπίτι του. Δέν ἄντεχε ν᾽ ἀντικρίσει τόν ἀδελφό του. Τά ᾽βαλε καί μέ
τόν πατέρα του: Ἄ, ὄχι δά κι ἔτσι, ὅλα κι ὅλα, ὥς ἐδῶ καί μή παρέκει. Δέν θά
τιμᾶμε καί τούς ἀσεβεῖς, τούς ἀγνώμονες, τούς καταχραστές, τούς πονηρούς, τούς ἀνεπρόκοπους,
τούς ἄσωτους καί φαύλους. Ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του, ὅταν πληροφορήθηκε τήν ἀφιλάδελφη
στάση του, νά ἐξέλθει ξανά τῆς οἰκίας του, γιά νά τόν συναντήσει, νά
συνομιλήσει εἰλικρινά μαζί του καί νά τοῦ ἐκθέσει τίς πραγματικές προθέσεις
του. Ὁ στοργικός πατέρας κατανόησε πλήρως τήν κατάστασή του καί ἄρχισε νά τοῦ
μιλᾶ ὄχι ἐπιτιμητικά, πατρικά, ἱκετευτικά, ἀγαπητικά. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἤθελε ν᾽
ἀκούσει. Τοῦ ἀποκρίθηκε βλοσυρά: «Ἄκουσε νά δεῖς καλά καί πρόσεξε. Ἐγώ τόσα
χρόνια σοῦ δουλεύω σάν εἵλωτας. Ποτέ δέν παρήκουσα καμιά ἐντολή σου. Ἄν ἔχεις
παράπονο, πές μου. Σ᾽ ἐμένα ὅμως δέν ἔδωσες ποτέ οὔτε ἕνα κατσικάκι νά χαρῶ κι ἐγώ
σάν ἄνθρωπος καί νά τό φάω μέ τούς φίλους μου. Μόλις ὅμως γύρισε αὐτός ὁ ἀνεπρόκοπος
υἱός σου, πού πῶς τολμᾶς καί τόν ἀγαπᾶς ἀκόμη, πού ἔφαγε τήν περιουσία σου μέ
τίς παλιογυναῖκες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό πιό καλό μας ζῶο, τό σιτευτό
μοσχάρι».
Ὁ
πατέρας τόν ἄκουσε προσεκτικά. Τόν καταλάβαινε πολύ καλά. Ἔβλεπε νά
μεταμορφώνεται ὁ υἱός του. Δέν ἦταν ὁ πρεσβύτερος ἐκεῖνος ὁ ὥριμος, ὁ τίμιος, ὁ
εἰλικρινής, ὁ γνήσιος, ὁ ἀτόφιος, ὁ ντόμπρος, ὁ ἀφτιασίδωτος, ὁ ἀνυπόκριτος,
σοβαρός καί καλοκάγαθος. Τόσα χρόνια προσποιόταν, ὑποκρινόταν, κυκλοφοροῦσε
μεταμφιεσμένος, μασκοφόρος, αὐτοδικαιωμένος, αὐτάρκης, ἀφιλότιμος καί ἀπαιτητικός.
Δέν ἦταν δυστυχῶς καλός, ἀλλά ἔκανε τόν καλό. Δέν ἄντεξε καί
φανερώθηκε τό κενό του, ἡ ἐσωτερική του γύμνια, ἀσχήμια καί ταραχή. Κρῖμα. Πῆγαν
τόσοι κόποι καί μόχθοι χαμένοι. Ὁ πατέρας δέν τόν ξεσυνερίζεται. Δέν ἀπογοητεύεται
ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ πραγματικοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Κάνει ὅτι δέν
καταλαβαίνει τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά τά τρομερά, πού φανερώνει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ
του. Ἐπιμένει νά τόν παρακαλεῖ, νά τόν ἱκετεύει, νά τόν προσκαλεῖ. Δέν παύει νά
τόν ἀγαπᾶ. «Καλό παιδί μου, τοῦ λέει, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ἐγώ μαζί
σου. Ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Δέν ξεχωρίζω τίποτε. Δέν λέω ὅτι αὐτό
εἶναι δικό σου καί αὐτό δικό μου. Μή γίνεσαι μικρός. Μή παρασύρεσαι ἀπό δόλιους
λογισμούς. Μή ζηλοφθονεῖς καί χάνεις τήν εὐκαιρία νά χαρεῖς μαζί μας. Ἔλα νά
συνευφρανθοῦμε. Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ ἡμέρα. Τό γεγονός εἶναι
κοσμοχαρμόσυνο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ ἑορτή, δέν εἶναι ἕνας
τυχαῖος, ἕνας ἄγνωστος, ἕνας ξένος. Εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ μοναδικός. Εἶναι τό
παιδί μου. Εἶσαι τό παιδί μου. Εἶσθε τά παιδιά μου. Μή μέ λυπεῖς κι ἐσύ. Ἔλα σέ
παρακαλῶ πολύ μέσα στό σπίτι, νά χαροῦμε ὅλοι μαζί. Ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρός
καί ἀναστήθηκε καί χαμένος καί βρέθηκε».
Σὰν
νὰ τελειώνει κάπως ἀπότομα ἡ παραβολή. Δὲν μᾶς λέει τί ἀπέγινε ὁ πρεσβύτερος υἱός.
Πείσθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ εἰσῆλθε στὸν οἶκο τους, γιὰ νὰ συνευφρανθεῖ; Μᾶλλον
ὄχι. Οἱ θεῖοι ἑρμηνευτὲς λέγουν πὼς μᾶλλον ὄχι, δὲν φαίνεται νὰ εἰσῆλθε. Ἂν εἰσήρχετο,
θὰ τὸ ἀνέφερε σίγουρα. Τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ σοβαρό. Γιὰ νὰ τὸ προσέξουμε λίγο,
στὸν χρόνο ποὺ μᾶς ἀπομένει. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς κατ᾽ ἀρχὰς φαίνεται νὰ ἔχει
δίκιο. Κατηγορεῖ τὸν πατέρα του ὅτι τὸν ἀδικεῖ. Θεωρεῖ ὅτι δὲν λαμβάνει τὴν
πρέπουσα ἀμοιβὴ γιὰ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία ποὺ τοῦ προσφέρει ὁλημερίς. Σὲ ἀντίθεση
μὲ τὸν ἄσωτο ἀδελφό του, ποὺ ἀπολαμβάνει ἐξαιρετικῆς ὑποδοχῆς, ἔκτακτης τιμῆς
καὶ πλούσιου συμποσίου καὶ δείπνου. Τιμώντας ὁ πατέρας τὸν μετανοήσαντα κι ἐπιστρέψαντα
υἱό του δὲν ἀδικεῖ διόλου τὸν πρεσβύτερο. Τὸ προσφερόμενο δεῖπνο εἶναι ἔκφραση
χαρᾶς γιὰ τὴ σωτηρία μίας ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πῶς ὁ Θεὸς
θυσίασε τὸν Υἱό Του στὸν σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Εἶναι
γεγονὸς πὼς κάπου σκανδαλίζει ὁρισμένους ἡ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς
ἁμαρτωλούς. Εἶναι γιὰ μερικοὺς σκανδαλώδης αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνικὴ
συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι
διαφορετικὴ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα πὼς κληρικοὶ καὶ
πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται ἐπὶ ἔτη μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ
κρύβουν μέσα τους μία αἴσθηση κάποιας ὑπεροχῆς ἀπέναντι στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ
νὰ κυοφορεῖται κι ἐπωάζεται ἕνας κρύφιος λανθάνων φαρισαϊσμός, ὅτι δὲν εἴμαστε ἐμεῖς
ὅπως οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ὅτι διαφέρουμε κι εἴμαστε κάπου πιὸ ψηλὰ καὶ θὰ πρέπει
ἀργὰ ἢ γρήγορα καὶ νὰ μᾶς τιμήσουν. Λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ μποροῦν νὰ
μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν κι ἐμεῖς νὰ μένουμε μὲ νοσηροὺς ναρκισσισμοὺς
νομιζόμενης πνευματικότητος κι ὅτι δὲν μᾶς κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μποροῦμε νὰ
κρίνουμε εὔκολα τοὺς πάντες. Συμβαίνει οἱ ἀκόλουθοί του πρεσβύτερου υἱοῦ τῆς
παραβολῆς ὅτι ἔχουν πιὸ πολλὰ δικαιώματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ὅτι τοὺς ἀξίζει μία
καλύτερη θέση καὶ ἀνταμοιβή. Ἔχουν μία ἰδέα μεγάλη περὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους
καὶ μία ἀπαράδεκτη ἀπαιτητικότητα ἀπὸ τὸν Θεό. Μερικὲς φορὲς ἔχουν μάλιστα
μία ἀποκρουστικὴ σκληρότητα, ἀνυπομονησία, ἀπολυτότητα, αὐτοπεποίθηση,
κυριαρχία κι ἐξουσιαστικότητα.
Λησμονοῦν δυστυχῶς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι ἀνώτερες ἀπὸ τὰ
ὅποια καλὰ ἔργα ποὺ αὐτὰ καθ᾽ ἑαυτὰ δὲν μᾶς δικαιώνουν, κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο
τὸν Ἀσκητή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μάλιστα τονίζει πὼς ἡ
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα
λίγων ἢ πολλῶν καλῶν πράξεων. Κατὰ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ μητροπολίτη Ἐδέσσης
Ἰωήλ, γιὰ ὁρισμένους ἠθικολόγους, ὁ ληστής, ἡ πόρνη, ὁ τελώνης, ὁ ἄσωτος καὶ
πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἔπρεπε νὰ σωθοῦν. Ὁ Θεὸς εἶναι πέλαγος ἀγάπης
καὶ θέλει ὅλους νὰ τοὺς σώσει. Δὲν σώζονται οἱ ἰσχυρογνώμονες ἀμετανόητοι. Ὁ
ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει χαρακτηριστικὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται
δίκαιος, ἀλλὰ περισσότερο εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθός. Ἀπὸ μᾶς ζητᾶ νὰ τοῦ δώσουμε
τὴν καρδιά μας καθαρή.
Ὁ
πρεσβύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς στάθηκε πιὸ ἀνώριμος ἀπὸ τὸν νεώτερο. Ὁ
νεώτερος μὲ τὴ μετάνοιά του διόρθωσε ὅλα του τὰ λάθη. Ὁ πρεσβύτερος μὲ τὴν ἀμετανοησία
του ἔχασε ὅ,τι εἶχε κερδίσει τόσα χρόνια ἐργαζόμενος κι ἐγκρατευόμενος καὶ
τελικὰ δὲν εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ δείπνου. Ἡ σκληρότητα τῆς
νομιζόμενης ἀρετῆς του τὸν ἔκανε ἀφιλάδελφο καὶ τὸν αὐτοκαταδίκασε. Ὁ Θεός
μας, Θεὸς τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς χρηστότητος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως
καὶ δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες γιὰ νὰ μετανοήσουμε. Ἀγαπᾶ ὅλως ἰδιαιτέρως
τὴ ντομπροσύνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο. Ὅπως λέει ὁ μακαριστὸς Γέροντας
Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ἕνας βαθὺς ἀναστεναγμὸς κι ἕνα “Κύριε ἐλέησον” ἐκ βαθέων ἔχει
μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπ᾽ ὅ,τι ἕνας κουβὰς δάκρυα συναισθηματικὰ καὶ κουραστικὲς
εὐσεβεῖς φλυαρίες.
Ὁ
Θεὸς ἀγαπᾶ πολὺ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν κι ἀγαποῦν καὶ τοὺς ἄλλους ἀφειδώλευτα, ἀτσιγγούνευτα
καὶ δίχως ἀνταλλάγματα. Ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως τὶς προσευχὲς ὑπὲρ τῶν ἄλλων.
Τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδικημένων, τῶν συκοφαντημένων, τῶν ἀρρώστων, τῶν μοναχικῶν, τῶν
ἄσωτων, τῶν ὑποκριτῶν. Ὅπως λέει πολὺ ὡραία, ὁ πρόσφατα κοιμηθεὶς μακαριστὸς π.
Εὐσέβιος Βίττης, προσευχητικά, ἂς ὁμολογήσουμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ποὺ τὰ πάντα
βλέπει καὶ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι «δούλη τῶν αἰσθήσεων,
σκλάβα τῶν παθῶν, δέσμια τῆς ὑπερηφάνειας, πληγωμένη ἀπὸ τὴν εὐθιξία, ἐγωϊστικὴ
ὅσο δὲν τὸ φαντάζεται, χαλαρὴ χωρὶς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρὶς λόγο, ἀδιάφορη
καὶ ἀμελής, δυσκίνητη σὰν παράλυτη, δεμένη πολὺ μὲ τὸν κόσμο, ὀλιγόπιστη στὶς
δοκιμασίες, πάμφτωχη σὲ ἀρετές, μὲ ἀσήμαντη πνευματικὴ πρόοδο».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
(†) «Ἡ ἁγιότητα εἶναι κατορθωτή σήμερα;», Ἐκδ. «THNOΣ», Ἀθήνα 2010, Ἠλ.
στοιχειοθ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»)
https://alopsis.gr
Nice post thank you Katie
ΑπάντησηΔιαγραφή