ΟΠΤΑΣΙΑ ΘΑΥΜΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΗΦΩΝΟΣ ΑΡΧ/ΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΝ.
Μιά βραδιά, ὁ Ἅγιος
Νήφων, ἀφοῦ τελείωσε τὴν καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε νά κοιμηθῆ
πάνω στίς πέτρες, ὅπως πάντα. Ἦταν μεσάνυχτα καὶ ἀγρυπνοῦσε ἀκόμη κοιτάζοντας τὸ
φεγγάρι καὶ τὰ ἀστέρια στόν οὐρανό.
Μόνος καθὼς ἦταν, ἀναλογίστηκε
τὶς ἁμαρτίες του καὶ θρηνοῦσε γοερά, γιατὶ ἔφερνε στόν νοῦ του τήν φοβερή ὥρᾳ τῆς
Κρίσεως.
Ἔξαφνα βλέπει ν’ ἀποτραβιέται τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ σὰν σεντόνι. Καὶ παρουσιάζεται
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στούς αἰθέρες
περικυκλωμένος ἀπ’ ὅλες τὶς οὐράνιες στρατιές· ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τάγματα
φοβερὰ καὶ ἐξαίσια, παραταγμένα μὲ κάθε συστολή.
Ὁ Κύριος ἔνευσε στόν
στρατηγό τοῦ ἑνὸς τάγματος καὶ ἐκεῖνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μὰ καὶ
συνεσταλμένος.
-Μιχαήλ, Μιχαήλ, ἄρχοντα
τῆς διαθήκης, παράλαβε μὲ τὸ τάγμα σου τὸν πυρίμορφο θρόνο τῆς δόξας μου καὶ πήγαινε
στήν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἐγκαταστήσῃς σὰν πρῶτο σημάδι τῆς
παρουσίας μου. Γιατὶ πλησιάζει ἡ ὥρα πού θὰ λάβῃ καθένας κατὰ τὰ ἔργα του.
Κάνε γρήγορα, ἔφτασε ἡ στιγμή. Θὰ δικάσω αὐτούς πού προσκύνησαν τὰ εἴδωλα κι ἀρνήθηκαν
Ἐμένα τὸν δημιουργό τους. Αὐτούς πού λάτρεψαν τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα πού τοὺς ἔδωσα
γιά τὶς ἀνάγκες τους. Ὅλοι τους θὰ συντριβοῦν «ὡς σκεύη κεραμέως». Καθὼς καὶ οἱ
ἐχθροί μου οἱ αἱρετικοί πού τόλμησαν νά μὲ χωρίσουν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Πού τόλμησαν
νά ὑποβιβάσουν σὲ κτίσμα τὸ Παράκλητον Πνεῦμα. Ἀλλοίμονό τους, ποιά κόλαση τοὺς
περιμένει!
Τώρα θὰ ἐμφανισθῶ
καὶ στούς Ἰουδαίους πού μὲ σταύρωσαν καὶ δέν πίστεψαν στή θεότητά μου.
Μοῦ δόθηκε κάθε ἐξουσία, τιμὴ καὶ δύναμη. Εἶμαι δικαιοκρίτης. Τότε πού ἤμουνα πάνω
στόν Σταυρό ἔλεγαν: «Οὐά! ὁ καταλύων τὸν ναόν...σῶσον σεαυτόν». Τώρα, «ἐμοὶ ἐκδίκησις,
ἐγὼ ἀνταποδώσω». Ἐγὼ θὰ κρίνω, θὰ ἐλέγξω καὶ θὰ τιμωρήσω σκληρὰ τὸ πονηρό καὶ
διεστραμμένο γένος, γιατὶ δέν μετάνοιωσε. Τοὺς ἔδωσα εὐκαιρίες νά μετανοήσουν, ἀλλά
τίς περιφρόνησαν. Θὰ λάβω λοιπὸν τώρα τὴν ἐκδίκηση.
Τὸ ἴδιο θὰ κάνω καὶ στούς
Σοδομίτες, ποὺ βρώμισαν τή γῆ καὶ τὸν ἀέρα μὲ τή δυσωδία τους.
Τοὺς ἔκαψα τότε. Καὶ πάλι θὰ τοὺς ξανακάψω, γιατὶ μίσησαν τὴν ἡδονὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ ἀγάπησαν τὴν ἡδονὴ τοῦ διαβόλου.
Θὰ τιμωρήσω καὶ τοὺς
μοιχούς, τοὺς ἄφρονες καὶ σκοτισμένους, ποὺ μοιάζουν σὰν θηλυμανῆ ἄλογα. Δέν ἀρκέσθηκαν
στή νόμιμη συζυγία τους, ἀλλὰ στράφηκαν ἀνόητα στήν ἀνηθικότητα καὶ ὁ σατανᾶς
τοὺς ἔρριξε δεμένους στήν ἄβυσσο τοῦ πυρός. Δέν ἄκουσαν ὅτι «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν
εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»; Δέν φοβοῦνται τὸ «ἐγὼ τὸ ἐμβρίμημά μου ἀπολέσω αὐτούς»;
Τοὺς κάλεσα νά μετανοιώσουν κι ὅμως δέν μετάνοιωσαν.
Θὰ καταδικάσω καὶ τοὺς κλέφτες ποὺ
ἔκαναν ἕνα σωρό κακά, ἀκόμη καὶ φόνους! Καὶ ὅλους ὅσοι ἔπραξαν πλῆθος ἁμαρτιῶν.
Ἐγὼ τοὺς χάρισα εὐκαιρίες γιά νά ἀλλάξουν ἀλλὰ δέν ἔδωσαν καμμία σημασία. Ποῦ εἶναι
τὰ καλὰ τους ἔργα; Τοὺς ἔδειξα τὸν ἄσωτο σὰν τύπο καὶ ὑπογραμμό –καὶ πολλοὺς ἄλλους-
γιά νὰ μὴν ἀποθαρρύνωνται στίς ἁμαρτίες τους. Ἀλλ’ αὐτοὶ καταφρόνησαν τὶς ἐντολές
μου καὶ μὲ ἀρνήθηκαν. Ἀποστράφηκαν Ἐμένα κι ἀγάπησαν τὴν ἀσωτία. Σιχάθηκαν Ἐμένα
καὶ ὑποδουλώθηκαν στήν ἁμαρτία. Ἂς πορευθοῦνε λοιπὸν στή φλόγα πού οἱ ἴδιοι ἄναψαν.
Ἀλλὰ κι ὅσους πέθαναν
μνησίκακοι, θὰ τοὺς παραδώσω σὲ φοβερό κλύδωνα. Γιατὶ δέν πόθησαν τὴν εἰρήνη
μου, ἀλλὰ στάθηκαν στή ζωὴ τους θυμώδεις, πικρόχολοι καὶ ὀργίλοι.
Τοὺς πλεονέκτες,
τοὺς τοκογλύφους κι ὅσους δουλεύουν στή φιλαργυρία –πού
εἶναι δεύτερη εἰδωλολατρεία- θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω καὶ θὰ ξεθυμάνω πάνω τους ὅλη
μου τὴν ὀργή, γιατὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στό χρυσάφι κι Ἐμένα μὲ ἀγνόησαν σὰν
νά μὴ φρόντιζα γι’ αὐτούς.
Κι ἐκείνους τοὺς
ψευτοχριστιανούς, ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάστασῃ νεκρῶν ἢ ὅτι γίνεται
μετεμψύχωση, θὰ τοὺς λειώσω στή γέενα σὰν τὸ κερί. Τότε θὰ πεισθοῦν γιά τὴν ἀνάσταση
τῶν νεκρῶν.
Οἱ μάγοι οἱ
δηλητηριαστές κι ὅσοι γενικὰ ἀσχολοῦνται μὲ τίς μαντεῖες θὰ
συντριβοῦν.
Ἀλλοίμονο καὶ σ’ αὐτούς
πού μεθάνε, γλεντοκοπάνε μὲ κιθάρες καὶ τύμπανα καὶ τραγουδάνε, χορεύουν, αἰσχρολογοῦν
καὶ φαντάζονται πονηρά. Τοὺς κάλεσα καὶ δέν μὲ ἄκουσαν, ἀλλὰ
μὲ καταγελοῦσαν. Τώρα τὸ σκουλήκι θὰ τοὺς κατατρώῃ τὴν καρδιά. Σ’ ὅλους χάρισα ἔλεος
καὶ μετάνοια, μὰ κανένας δέν ἔδινε τότε προσοχή.
Θὰ βυθίσω στό σκοτάδι κι ὅσους
περιφρόνησαν τὶς Ἅγιες Γραφές, πού τίς ἔγραψε τὸ Πνεῦμα μου διὰ μέσου τῶν ἁγίων.
Θὰ κρίνω ἀκόμη κι αὐτούς
πού ἀσχολοῦνται μὲ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες καὶ στηρίζουν
τὶς ἐλπίδες τους σὲ μαχαίρια, ἀξῖνες, δρεπάνια κι ἄλλα παρόμοια. Τότε θὰ μάθουν
ὅτι ἔπρεπε νά ἐλπίζουν στό Θεό κι ὄχι στά δημιουργήματά του. Θὰ ταράζωνται καὶ
θ’ ἀντιλέγουν τότε, μὰ δέν θὰ ἔχουν πιὰ καμμία δύναμη, γιατὶ «ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ
ἀνταποδώσω».
Θὰ τιμωρήσω καὶ τοὺς
βασιλεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες πού μὲ πίκραιναν ἀδιάκοπα μὲ τίς
ἀδικίες τους. Ἔκριναν ἄδικα καὶ περήφανα περιφρονῶντας τοὺς ἀνθρώπους. Κι αὐτοὶ
μὲν πληρώνονταν. Ἡ δική μου ὅμως ἐξουσία δέν δέχεται δωροδοκίες. Σύμφωνα μὲ τὴν
ἀδικία τους θὰ τοὺς ἀφανίσω. Τότε θὰ καταλάβουν ὅτι ἑγὼ εἶμαι ὁ φοβερός πού ἀφαιρῶ
τίς ἐξουσίες τῶν ἀρχόντων. Θὰ καταλάβουν ὅτι εἶμαι φοβερώτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς
βασιλεῖς τῆς γῆς. Οὐαὶ σ’ αὐτούς! Τὶ κολάση τοὺς περιμένει! Γιατὶ ἔτριξαν τὰ δόντια
τους κι ἔχυσαν ἀθῷο αἷμα, τὸ αἷμα τῶν παιδίων τους καὶ τῶν θυγατέρων τους.
Ἀλλὰ σὲ ποιάν ὀργὴ θὰ
παραδώσω τοὺς μισθωτούς, πού δέν ἦταν γνήσιοι ποιμένες; πού ῥήμαξαν τὸν ἀμπελώνα
μου καὶ σκόρπισαν τὰ πρόβατά μου; πού ποίμαιναν χρυσάφι κι ἀσήμι –ὄχι ψυχές- καὶ
ζήτησαν τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ συμφέρον; Πόση θὰ εἶναι ἡ τιμωρία τους; Πόσος ὁ ὀδυρμός;
Θὰ ξεχύσω πάνω τους ὅλο τὸν θυμό καὶ τὴν ὀργή μου καὶ θὰ τοὺς συντρίψω. Πρόβατα
καὶ βόδια φθαρτὰ φρόντισαν ν’ ἀποκτήσουν, μὰ τὰ δικά μου λογικὰ πρόβατα δέν τὰ
νοιάσθηκαν. Θὰ τιμωρήσω μὲ ῥάβδο τὶς ἀνομίες τους καὶ μὲ μαστίγιο τὶς ἀδικίες
τους.
Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἱερεῖς πού
γελοῦν ἤ φιλονικοῦν μέσα στίς ἁγίες ἐκκλησίες μου, τὶ θὰ τοὺς κάνω; Θὰ τοὺς
συμμορφώσω στό πῦρ καὶ στόν τάρταρο.
Ἦρθα κι ἔρχομαι. Ὅποιος ἔχει
τή δύναμη ἂς μὲ ἀντιμετωπίση. Ἀλλὰ οὐαὶ κι ἀλλοίμονο σ’ αὐτόν που ὄντας ἁμαρτωλὸς
θὰ πέση στά χέρια μου! Γιατὶ καθένας θὰ ἐμφανισθῇ ἐνώπιόν μου «γυμνὸς καὶ
τετραχηλισμένος». Ποῦ θὰ τολμήσῃ νά φενερωθῇ τότε ἡ ἀναίδεια τῶν ἁμαρτωλῶν; Πῶς
θ’ ἀντικρύσουν τὸ πρόσωπό μου; Ποῦ θὰ βάλουν τή ντροπή τους; Θὰ καταισχυνθοῦν
μπροστὰ στίς ἄχραντες Δυνάμεις μου.
Θὰ κατακρίνω ὅμως
κι ὅσους μοναχοὺς ἀμέλησαν τὰ καθήκοντά τους καὶ πρόδωσαν τὶς ὑποσχέσεις
πού ἔδωσαν ἐνώπιον Θεοῦ, ἀγγέλλων κι ἀνθρώπων. Ἄλλα ὑποσχέθηκαν κι ἄλλα ἔπραξαν.
Ἀπ’ τὸ ὕψος τῶν νεφελῶν θὰ τοὺς γκρεμίσω στήν ἄβυσσο. Δέν τοὺς ἔφτανε ἡ δική
τους ἀπώλεια, ἀλλὰ προξένησαν ὀλέθριο σκάνδαλο καὶ σ’ ἄλλους. Ἦταν καλύτερα γι’
αὐτοὺς νά μὴν ἀπαρνηθοῦν τὸν κόσμο, παρά πού τὸν ἀπαρνήθηκαν κι ἔζησαν αἰσχρά, ἀνακατεμένοι
μὲ τὴν ἀσωτία. «Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω» σ’ ὅσους δέν θέλησαν νά μετανοιώσουν.
Ἐγὼ θὰ τοὺς κρίνω σὰν δίκαιος Κριτής!..
Τὰ λόγια αὐτά πού βροντοφώνησε
ὁ Κύριος στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τίς ἀναρίθμητες Δυνάμεις τῶν ἀγγέλων.
Ἔπειτα πρόσταξε νά τοῦ φέρουν
τοὺς Ἑπτὰ Αἰῶνες τῆς συστάσεως τοῦ κόσμου. Ὁ Μιχαήλ ἀνέλαβε τὴν ἐκτέλεση κι αὐτῆς
τῆς προσταγῆς. Γι’ αὐτό πῆγε ἀμέσως στόν οἶκο τῆς διαθήκης καὶ τοὺς ἔφερε. Ἦταν
σὰν μεγάλα βιβλία καὶ τὰ τοποθέτησε μπροστὰ στόν Κριτή. Ἔπειτα στάθηκε παράμερα
παρατηρῶντας μὲ εὐλάβεια πῶς ξεφυλλίζει ὁ Κύριος τὴν ἱστορία τῶν αἰώνων.
Πῆρε ἐκεῖνος τὸν πρῶτο Αἰῶνα,
τὸν ἄνοιξε καὶ εἶπε:
-Ἐδῶ γράφει πρῶτα-πρῶτα: Ὁ
Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἁγιο Πνεῦμα, ἕνας Θεὸς σὲ τρία πρόσωπα. Ἀπὸ τὸν Πατέρα
γεννήθηκε ὁ Υἱὸς καὶ δημιουργὸς τῶν αἰώνων. Διότι μὲ τὸν Λόγο τοῦ Πατρός, τὸν Υἱό,
ἔγιναν οἱ Αἰῶνες, δημιουργήθηκαν οἱ ἀσώματες Δυνάμεις, στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, ἡ
γῆ, τὰ καταχθόνια, ἡ θάλασσα, οἱ ποταμοὶ «καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς».
Ἔπειτα ἀφοῦ διάβασε λίγο
παρακάτω, εἶπε:
-Ἐδῶ λέει: Εἰκόνα τοῦ ἀοράτου
Θεοῦ εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, μὲ τή γυναῖκα του, τὴν Εὔα. Στόν Ἀδὰμ δόθηκε
μιά ἐντολή ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Θεό καὶ δημιουργό ὅλων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων.
Εἶναι ἕνας νόμος πού πρέπει νά τηρηθῇ μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ ἀκρίβεια, ὥστε νά
θυμᾶται τὸν δημιουργό του, καὶ νά μὴν ξεχνάει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀπὸ πάνω του.
Πάλι προχώρησε λίγο:
-Παράβασῃ, στήν ὁποία ὑπέπεσε
ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἀπάτη ἤ μᾶλλον ἀπὸ ἀπροσεξία καὶ ἀμέλεια. Ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος
καὶ διώχθηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο μὲ δίκαιη κρίση καὶ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Δέν
μπορεῖ νά βρίσκεται σὲ τόσα ἀγαθὰ ὁ ἀχρεῖος παραβάτης!
Πιὸ κάτω διάβασε:
-Ὁ Κάϊν ῥίχθηκε στόν Ἄβελ
καὶ τὸν σκότωσε, κατὰ τή βουλή τοῦ διαβόλου. Ὀφείλει να καῇ στή φωτιά τῆς γέενας,
γιατὶ ἔμεινε ἀμετανόητος. Ἐνῶ Ἄβελ θὰ ζήσῃ αἰώνια.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ξεφύλλισε
τὰ ἕξι βιβλία τῶν Αἰώνων.
Πῆρε τέλος τὸ ἕβδομο καὶ
διάβασε:
-Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἑβδόμου Αἰῶνα
σημαίνει τὸ τέλος τῶν αἰώνων. Ἀρχίζει νά γενικεύεται ἡ κακία, ἡ πονηρία κι ἡ ἀσπλαγχνία.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑβδόμου Αἰῶνα εἶναι πονηροί, φθονεροί, ψεῦτες, μὲ ὑποκριτικὴν ἀγάπη,
φίλαρχοι, ὑποδουλωμένοι στίς σοδομικές ἁμαρτίες.
Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε
κι ἔστρεψε ἀμέσως θλιμμένο τὸ βλέμμα του ψηλά, στήριξε τὸ ἕνα χέρι στό γόνατο,
μὲ τ’ ἄλλο σκέπασε τὸ πρόσωπο καὶ τὰ μάτια κι ἔμεινε συλλογισμένος σ’ αὐτή τή
στάση ὥρα πολλή. Σὲ λίγο ψιθύρισε:
-Ἀλήθεια, τοῦτος ὁ ἕβδομος
Αἰῶνας ξεπέρασε στήν ἀδικία καὶ τὴν πονηρία ὅλους τοὺς προηγούμενους.
Διάβασε παρακάτω:
-Οἱ Ἕλληνες καὶ τὰ εἴδωλά
τους γκρεμίσθηκαν μὲ τὸ ξύλο, τή λόγχη καὶ τὰ καρφιά ποὺ ἔμπηξαν στό ζωηφόρο Σῶμα
μου.
Σώπασε μερικές στιγμές καὶ
πάλι ἔσκυψε στό βιβλίο.
-Δώδεκα ἄρχοντες τοῦ
Μεγάλου Βασιλέως, λευκοὶ σὰν τὸ φῶς, συντάραξαν τή θάλασσα, στόμωσαν θηρία, ἔπνιξαν
τοὺς νοητοὺς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους καὶ φτώχεψαν
πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ὁ
μισθὸς τοὺς!...
Κι ἔπειτα ἀπὸ λίγο:
-Ἐγὼ ὁ Ἀγαπητὸς διάλεξα
καὶ μάρτυρες ἀθλοφόρους γιά χάρη μου. Ἡ φιλία τους ἔφτασε ὡς τὸν οὐρανό καὶ ἡ ἀγάπη
τους ὡς τὸν θρόνο μου! Ὁ πόθος τους ὡς τὴν καρδία μου καὶ ἡ λατρεία τοὺς μὲ
φλογίζει δυνατά. Ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος μου εἶναι μαζὶ τους!...
Ἀφοῦ γύρισε ἀρκετὰ φύλλα
ψυθίρισε μ’ ἕνα χαμόγελο ἱκανοποιήσεως:
-Ὁ ἄνθρωπος πού κράτησε
μ’ εὐσέβεια τὸ πηδάλιο τῆς Ἑπτάλοφης κι ἔγινε βασιλιάς της, ὑπῆρξε δοῦλος τῆς ἀγάπης
μου. Τοῦ ἄξιζε ἡ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, γιατὶ στάθηκε ζηλωτὴς καὶ μιμητής τοῦ
Κυρίου του.
Ἔπειτα παραλείποντος πολλὰ
ἀναφώνησε:
-Ὦ πανέμορφη καὶ πολύτιμη
Νύμφη! Πόσοι αἰσχροὶ πάσχισαν νά σὲ μολύνουν! Μὰ δέν πρόδωσες Ἐμένα τὸν Νυμφίο
σου!... Ἀμέτρητες αἱρέσεις σὲ ἀπείλησαν, ἀλλὰ ἡ πέτρα πού πάνω της εἶσαι
θεμελιωμένη δέν σαλεύθηκε, γιατὶ «πύλαι ᾄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Πιὸ κάτω ἦταν γραμμένες ὅλες
οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ὅσες βρῆκε ὁ θάνατος νά μὴν ἔχουν ξεπλυθῇ στή μετάνοια.
Κι ἦταν τόσο πολλές, σὰν
τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας!... Τὶς διάβαζε ὁ Κύριος δυσαρεστημένος καὶ κουνοῦσε
τὸ κεφάλι του ἀναστενάζοντας.
Τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων
στεκόταν περίτρομο ἀπὸ τὸν φόβο τῆς δίκαιης ὀργῆς τοῦ Κριτοῦ.
Ὅταν ὁ Κύριος ἔφτασε στή
μέση τοῦ Αἰῶνα αὐτοῦ, παρατήρησε:
Τοῦτο τὸ ἔσχατο εἶναι γεμᾶτο
ἀπὸ τή δυσωδία τῶν ἁμαρτιῶν, ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα ἔργα, ποὺ εἶναι ὅλα ψεύτικα καὶ
βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, ἔχθρες, μνησικακίες. Φτάνει πιά! Θὰ τὸ σταματήσω
στή μέση. Νά πάψῃ ἡ κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας!
Καὶ λέγοντας αὐτὰ τὰ ὠργισμένα
λόγια ὁ Κύριος ἔδωσε στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ τὸ σύνθημα γιά τὴν Κρίση. Αὐτοστιγμεί
ἐκεῖνος μὲ τὸ τάγμα του πῆραν τὸν ὑπέρλαμπρο καὶ ἀπερίγραπτο θρόνο κι ἔφυγαν. Ἦταν
τὸ τάγμα τόσο πολυπληθές, ὥστε ἡ γῆ δέν τὸ χωροῦσε. Φεύγοντας βροντοφωνοῦσαν:
-Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος,
φοβερὸς καὶ μέγας, ὑψηλός, θαυμαστὸς καὶ δοξασμένος ὁ Κύριος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἔπειτα ἀποχώρησε ὁ Γαβριήλ
μὲ τὸ τάγμα του ψάλλοντας:
-«Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος
Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ»!
Καὶ ἀπὸ ’κείνη τή φοβερή
κραυγή συγκλονίζονταν ὁ οὐρανός καὶ ἡ γῆ.
Ἀκολούθησε ὁ τρίτος μέγας
ἀρχιστράτηγος, ὁ Ῥαφαήλ, μὲ τὸ τάγμα του ἀναπέμποντας τὸν ὕμνο:
«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς
Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».
Τέλος ξεκίνησε καὶ ἡ τέταρτη
παράταξη. Ὁ ἄρχοντάς της ἦταν λευκὸς καὶ λαμπερός σὰν τὸ χιόνι, μὲ ὄψη γλυκειά.
Φεύγοντας ἄρχισε κι αὐτὸς νά ψάλλῃ δυνατά:
-«Θεὸς θεῶν Κύριος ἐλάλησε
καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν. Ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος
αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐ παρασιωπήσεται. Πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ
προπορεύσεται καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καταιγὶς σφοδρά».
Καὶ συνέχεια τὸν ὑπόλοιπο
ψαλμό. Ἐνῶ οἱ ἀξιωματοῦχοι του ἀποκρίνονταν:
-«Ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν
γῆν ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι».
Ὁ ἀρχηγὸς αὐτοῦ τοῦ
τάγματος ὠνομαζόταν Οὐριήλ.
Σὲ λίγο ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου τὸν δοξασμένο Σταυρό του, ποὺ ἔλαμπε σὰν φοβερή ἀστραπὴ καὶ σκόρπιζε ἄρρητη
εὐωδία. Τὸν συνώδευαν μὲ ἐξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Ἐξουσιῶν καὶ Δυνάμεων. Τὸ
θέαμα ἦταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οἱ πολυάριθμες δυνάμεις ἔψαλλαν παναρμόνια.
Ἄλλοι ἔλεγαν μὲ μεγάλο
δέος:
-«Ὑψώσω σὲ ὁ Θεός μου ὁ
Βασιλεύς μου καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἄλλοι ἔλεγαν:
-«Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἠμῶν
καὶ προσκυνεῖν τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστι». Ἀλληλούϊα,
ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα!
Ἔπειτα δόθηκε θεία διαταγὴ
νά ἔρθη πάλι ὁ κραταιὸς ἄρχοντας Μιχαήλ γιά νά παρασταθῇ διπλὰ στόν θρόνο τοῦ
Κυρίου. Ἐκείνη τή στιγμή παρουσιάσθηκε ἄγγελος πού κρατοῦσε μιά βροντερή
σάλπιγγα. Τὴν πῆρε ὁ Κριτὴς στά χέρια του, σάλπισε τρεῖς φορές κι εἶπε τρεῖς
λόγους. Μετὰ τὴν παρέδωσε στόν Μιχαήλ:
-Πήγαινε στόν Γολγοθᾶ ὅπου
ἄπλωσα τὰ ἄχραντα χέρια μου νά σαλπίσῃς κι ἐκεῖ τρεῖς φορές.
Μόλις ἀποχώρησε ὁ Μιχαήλ,
κάλεσε ὁ Κύριος τὸ τάγμα τῶν Ἀρχῶν καὶ εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν ἀρχηγό του:
-Σὲ προστάζω νά πάρῃς τὸ
θεῖο σου τάγμα καὶ νά σκορπισθῆτε σ’ ὅλο τὸν κόσμο, γιά νά μεταφέρετε πάνω σὲ
νεφέλες τοὺς ἁγίους, ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ καὶ τή δύση, τὸν βορρᾶ καὶ τὸν νότο. Θὰ τοὺς
συγκεντρώσης ὅλους γιά νά ὑποδεχθοῦν τὴν παρουσία μου, μόλις ἠχήσῃ ἡ σάλπιγγα.
Ὑστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔρριξε
ἕνα βλέμμα στή γῆ ὁ δίκαιος Κριτὴς καὶ εἶδε... Ὁμίχλη καὶ σκοτεινιά, θρῆνος καὶ
οὐαὶ καὶ κοπετὸς πολὺς ἀπ’ τή φοβερή τυραννίᾳ τοῦ σατανᾶ. Μάνιαζε καὶ φρύαττε ὁ
δράκοντας. Κατέστρεψε τὰ πάντα συντρίβοντάς τὰ σὰν χορτάρι. Γιατὶ ἔβλεπε τοὺς ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ νά τοῦ ἐτοιμάζουν τὸ αἰῶνιο πῦρ.
Μόλις τὰ εἶδε ὅλα αὐτά ὁ
Κύριος, κάλεσε ἕνα πύρινο ἄγγελο μὲ αὐστηρὴ καὶ φοβερή ὄψη, χωρὶς λυπήσῃ -ἦταν ἀρχηγὸς
τῶν ἀγγέλων πού ἐπιβλέπουν τὸ πῦρ τῆς κολάσεως- καὶ τοῦ εἶπε:
-Πάρε μαζί σου τή ῥάβδο
μου πού δένει καὶ συντρίβει. Πάρε κι ἀμέτρητους ἀγγέλους ἀπ’ τὸ τάγμα σου, τοὺς
πιὸ φοβερούς, ποὺ τάχθηκαν τιμωροὶ τῶν κολασμένων. Θὰ πάτε στή νοητὴ θάλασσα,
γιά νά βρῆτε τὰ ἴχνη τοῦ ζοφεροῦ ἄρχοντα. Ἄρπαξέ τον μὲ ἰσχὺ καὶ κραταιότητα καὶ
χτῦπα τὸν ἀλύπητα μὲ τή ῥάβδο, ὥσπου νά παραδώσῃ τὸ τάγμα τῶν πονηρῶν
πνευμάτων. Κι ἀφοῦ τοὺς δέσῃς ὅλους γέρα μὲ τὴν ἰσχὺ τῆς ῥάβδου μου, κατὰ τή
διαταγή μου, θὰ τοὺς ῥίξης στίς πιὸ ἄσπλαχνες καὶ ἄγριες κολάσεις!...
Καὶ τότε πιά, ὅταν ὅλα ἦταν
ἕτοιμα, ἔγινε νεῦμα στὸν ἀρχάγγελο ποὺ κρατοῦσε τή σάλπιγγα νά σαλπίσῃ ἠχηρά.
Ἀμέσως ἀπλώθηκε ἀπότομα
νεκρικὴ σιγή, σὰν νά ἠρέμησαν τὰ σύμπαντα.
Μὲ τὸ πρῶτο σάλπισμα
συναρμολογήθηκαν ὅλα τὰ σώματα τῶν νεκρῶν.
Μὲ τὸ δεύτερο, Πνεῦμα
Κυρίου ἐπανέφερε τίς ψυχές μέσα στά νεκρὰ σώματα.
Δέος καὶ φρίκη κατέλαβε τὰ
σύμπαντα.
Τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια
ἔτρεμαν.
Καὶ τότε ἀντήχησε τὸ τρίτο
καὶ φοβερώτερο σάλπισμα, ποὺ συγκλόνισε ὅλο τὸν κόσμο. Οἱ νεκροὶ ἀναστήθηκαν ἀπὸ
τὰ μνήματα «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ». Φοβερό θέαμα! Ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμό τὴν ἄμμο τῆς
θάλασσας. Συγχρόνως σὰν πυκνὴ βροχὴ κατέβαιναν ἀπ’ τὰ οὐράνια πρὸς τὸν θρόνο τῆς
ἑτοιμασίας τ’ ἀγγελικὰ τάγματα βροντοφωνῶντας:
-«Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος
Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ φόβου καὶ τρόμου».
Στεκόταν ὅλος ὁ λαὸς καὶ
τὸ ἀναρίθμητο σύνταγμα τῶν ἀγγέλων περιμένοντας. Ἔτρεμαν καὶ φρικιοῦσαν μπροστὰ
στή φοβερή θεία ἐξουσία πού κατέβαινε στή γῆ. Ἐνῶ ὅμως ὅλοι κοίταζαν ψηλά,
ξαφνικὰ ἄρχισαν νά γίνωνται σεισμοί, βροντές κι ἀστραπές στήν κοιλάδα τῆς Δίκης
καὶ στόν αἰθέρα, ὥστε κατατρόμαξαν ὅλοι. Τότε ἀποσύρθηκε σὰν βιβλίο τὸ στερέωμα
τοῦ οὐρανοῦ καὶ φάνηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς νά λάμπη σὰν τὸν ἥλιο καὶ νά σκορπίζῃ
θεῖες μαρμαρυγές. Τὸν κρατοῦσαν ἄγγελοι μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό
καί Κριτή τῆς οἰκουμένης, ποὺ ἔρχοταν.
Σὲ λίγο ἀκούγεται ἕνας ὕμνος,
ἕνα τραγούδι πρωτάκουστο: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Θεὸς
Κύριος», κριτής, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης.
Μόλις τελείωσε ἡ βροντερή
τούτη δοξολογία, ἐμφανίζεται ὁ Κριτὴς ἐπὶ τῶν νεφελῶν, καθισμένος σὲ θρόνο πύρινο.
Μέ τὴν πολλὴ τοῦ καθάρια λαμπρότητα πυρπολοῦσε τὸν οὐρανό καὶ τή γῆ.
Ἔξαφνα μεσ’ ἀπ’ τὸ πλῆθος
τῶν ἀναστημένων νεκρῶν ἄρχισαν μερικοὶ ν’ ἀστράφτουν σὰν τὸν ἥλιο! Ἀμέσως ἁρπαζόνταν
ἀπό τίς νεφέλες στόν ἀέρα γιά νά συναντήσουν τὸν Κυριό τους. Οἱ περισσότεροι ὅμως
ἀπόμειναν κάτω. Κανεὶς δέν τοὺς πῆρε στόν οὐρανό!...θρηνοῦσαν πικρά πού δέν ἀξιώθηκαν
ν’ ἁρπαχτοῦν κι αὐτοὶ ἀπό τίς νεφέλες κι ἦταν φαρμάκι ἡ λύπη καὶ ἡ ὀδύνη στίς
ψυχές τους. Ἔπεσαν ὅλοι γονατιστοί μπροστὰ στόν Κριτή καὶ πάλι σηκώθηκαν.
Εἶχε πιὰ καθίσει στόν «θρόνο
τῆς ἑτοιμασίας» ὁ φοβερὸς Κριτὴς καὶ μαζεύθηκαν γύρῳ του ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
μὲ φόβο καὶ τρόμο. Ὅσοι εἶχαν ἁρπαχθῇ ἀπὸ τὰ σύννεφα πρὸς ἀπάντησή του, τοποθετήθηκαν
στά δεξιὰ του. Οἱ ὑπόλοιποι ὠδηγήθηκαν στ’ ἀριστερὰ τοῦ Κριτοῦ. Οἱ πιὸ πολλοὶ
τους ἦταν Ἰουδαῖοι, ἄρχοντες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, βασιλεῖς καὶ πολὺ πλῆθος μοναχῶν
καὶ λαϊκῶν. Στεκόνταν καταντροπιασμένοι, ἐλεεινολογῶντας τὸν ἑαυτὸ τοὺς καὶ
θρηνῶντας τὴν ἀπωλειά τους. Τὰ πρόσωπά τους ἦταν ἐξαθλιωμένα καὶ ἀναστέναζαν
βαθιά συντετριμμένοι.
Σ’ ὅλους εἶχε ἀπλωθῇ
νεκρικό πένθος. Καὶ πουθενὰ δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά.
Ὅσοι ὅμως στεκόταν στά
δεξιὰ τοῦ Κριτοῦ ἦταν ὅλοι φαιδροί, φωτεινοὶ σὰν ἥλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι,
λευκοὶ σὰν τὸ φῶς, πυρπολημένοι λές, ἀπὸ μιά θεόφωτη ἀστραπή. Ἐμοιαζαν -ἂν δέν
εἶναι τολμηρό νά τό πῇ κανείς- σὰν τὸν Κύριο καὶ Θεό τους.
Παρευθὺς ἔρριξε τὸ βλέμμα
του καὶ ἀπ’ τή μιά κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά ὁ φοβερὸς Κριτής. Στά δεξιὰ κοίταξε εὐχαριστημένος
καὶ χαμογέλασε. Ὅταν ὅμως γύρισε στ’ ἀριστερά, ταράχθηκε, ὠργίσθηκε πολὺ καὶ ἀπέστρεψε
ἀμέσως τὸ πρόσωπό του.
Τότε μὲ δυνατὴ κι ἐπίσημη
φωνὴ λέει στούς «ἐκ δεξιῶν» Του.
-«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι
τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασίλειαν ἀπὸ
καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ
με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ
με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρὸς μέ».
Παραξενεύτηκαν ἐκεῖνοι καὶ
ῥώτησαν:
-«Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν
πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἤ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δὲ σὲ εἴδομεν ξένον καὶ
συνηγάγομεν, ἤ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δὲ σὲ εἴδομεν ἀσθενή ἡ ἐν φυλακῇ
καὶ ἤλθομεν πρὸς σέ;».
-«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον
ἐποιήσατε ἐνῖ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».
Στρέφεται τότε καὶ πρὸς
τοὺς «ἐξ εὐωνύμων» καὶ τοὺς λέει μὲ δριμύτητα:
-«Πορεύεσθε ἀπ’ ἑμοῦ
οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ
καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ
οὐκ ἐποτισατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ
με, ἀσθενής καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με».
-«Κύριε», τὸν
ῥώτησαν κι αὐτοὶ ἀπορημένοι, «πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενή ἐν φυλακῇ καὶ οὐ
διηκονήσαμέν σοι;».
-Ἀμὴν λέγω ὑμῖν», τοὺς
ἀπάντησε ὁ Κύριος, «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνῖ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἑμοὶ ἐποιήσατε». Χαθήτε
ἀπ’ τὰ μάτια μου, κατηραμένοι τῆς γῆς! Στόν τάρταρο! Στόν βρυγμό τῶν ὀδόντων! Ἐκεῖ
θἆναι ὁ θρῆνος κι ὁ ὀδυρμὸς ὁ ἀτελείωτος.
Μόλις ἔβγαλε αὐτή τὴν ἀπόφαση
ὁ Κριτής, ἀμέσως ξεχύθηκε ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ ἕνας τεράστιος πύρινος ποταμός, ποὺ κυλοῦσε
ὁρμητικὰ πρὸς τή δύσῃ. Ἦταν πλατὺς σὰν μεγάλη θάλασσα. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπ’ τ’ ἀριστερὰ
βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι ἄρχισαν νά τρέμουν φρικτὰ ἀπ’ τὴν ἀπελπισία τους.
Μὰ ὁ ἀδέκαστος Κριτὴς πρόσταξε νά περάσουν ὅλοι -δίκαιο καὶ ἄδικοι- μεσ’ ἀπ’
τὸ φλεγόμενο ποταμό, γιά νά τοὺς δοκιμάσῃ τὸ πῦρ.
Ἄρχισαν πρῶτα οἱ «ἐκ δεξιῶν»,
ποὺ πέρασαν ὅλοι καὶ βγῆκαν λαμπεροί σὰν ἀτόφιο χρυσάφι. Τὰ ἔργα τους δέν κάηκαν,
ἀλλ’ ἀποδείχθηκαν πιὸ φωτεινὰ καὶ διαυγῆ μὲ τή δοκιμασία. Γι’ αὐτό γέμισαν ἀγγαλίαση.
Ἔπειτα ἀπ’ αὐτοὺς ἦρθαν
καὶ οἱ «ἐξ εὐωνύμων» νά περάσουν μέσα ἀπ’ τή φωτιά, γιά νά δοκιμασθοῦν τὰ ἔργα
τους. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν ἁμαρτωλοί, ἡ φλόγα ἄρχισε νά τοὺς καίῃ καὶ τοὺς κράτησε
μεσ’ στή μέση τοῦ ποταμοῦ. Καὶ τὰ μὲν ἔργα τους κατακάηκαν σὰν ἄχυρα, ἐνῶ τὰ
σώματα τους ἔμειναν σώα νά φλέγονται ἐπὶ χρόνια καὶ αἰῶνες ἀτελείωτους μαζὶ μὲ
τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες. Κανένας δέν κατώρθωσε νά βγῇ ἀπὸ ’κεῖνο τὸ πύρινο
ποτάμι! Ὅλους τοὺς αἰχμαλώτισε ἡ φωτιά, γιατὶ ἦταν ἄξιοι καταδίκης καὶ
τιμωρίας.
Ἀφοῦ παραδόθηκαν στήν κόλαση
οἱ ἁμαρτωλοί, σηκώθηκε ἀπ’ τὸ θρόνο του ὁ φοβερὸς Κριτὴς καὶ ξεκίνησε γιά τὸ
θεϊκό ἀνάκτορο μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους του. Τὸν περικύκλωναν, πάντα μὲ πολὺ φόβο
καὶ τρόμο, ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:
-«Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες
ἡμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης», ὁ
Κύριος καὶ Θεὸς τῶν θεῶν μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους του, ποὺ θὰ ἀπολαύσουν αἰώνια
κληρονομιά.
Ἄλλο τάγμα ἀπαντοῦσε καὶ ἔλεγε:
-«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου» μὲ ὅσους ἀξίωσε ἡ χάρη του νά ὀνομασθοῦν
υἱοὶ Θεοῦ, «Θεὸς Κύριος» μαζὶ μὲ τοὺς υἱοὺς τῆς Νέας Σιών, «καὶ
ἐπέφανεν ἡμῖν».
Καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ποὺ
προπορεύονταν ἀπ’ τὸν Κύριο, τὸν δοξολογοῦσαν ψάλλοντας ἕνα οὐράνιο μέλος ἀντιφωνικά:
-«Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ
Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν. Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει
καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ».
Ἐνῶ ἄλλο τάγμα ἀντιφωνοῦσε
μελῳδικά:
-«Ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος
καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. Ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς
καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν»!
Αὐτὰ καὶ ἀλλὰ πολλὰ
παναρμόνια μέλη ἔψαλλαν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ὥστε να εὐφραίνωνται ἀπερίγραπτα ὅσοι
τ’ ἄκουγαν.
Ἔτσι ψάλλοντας μπῆκαν οἱ ἅγιοι
μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό στόν ἐπουράνιο θάλαμο τοῦ θεϊκοῦ παλατιοῦ μὲ καρδιές
ποὺ σκιρτοῦσαν ἀπὸ χαρά. Καὶ ἀμέσως κλείσθηκαν οἱ πύλες τοῦ νυμφῶνα.
Τότε κάλεσε ὁ οὐράνιος
Βασιλεὺς τοὺς κορυφαίους ἀγγέλους. Πρῶτοι παρουσιάσθηκαν ὁ Μιχαήλ, ὁ Γαβριήλ, ὁ
Ῥαφαήλ, ὁ Οὐριήλ καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν ταγμάτων.
Ἀκολούθησαν οἱ δώδεκα
φωστῆρες τοῦ κόσμου, οἱ ἀπόστολοι. Τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος δόξα ἀστραφτερῆ καὶ
δώδεκα πυρίμορφους θρόνους γιά νά καθίσουν κοντὰ στόν διδάσκαλο τους Χριστό μὲ
μεγαλειώδεις τιμές. Ἡ ὄψη τους ἀκτινοβολοῦσε ἕνα ἀπερίγραπτο αἰώνιο φῶς καὶ τὰ ἐνδύματά
τους ἦταν λαμπερά καὶ διάφανα σὰν τὸ κεχριμπάρι. Ἀκόμη κι οἱ ἄρχοντες τῶν ἀγγέλων
τοὺς θαύμαζαν. Τέλος τοὺς ἔδωσε καὶ δώδεκα ὑπέροχα κρυστάλλινα στεφάνια
διακοσμημένα μὲ πολυτίμους λίθους, ποὺ ἔλαμπαν ἐκτυφλωτικά, καθὼς τὰ κρατοῦσαν
πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους ἔνδοξοι ἄγγελοι.
Ἔπειτα ὠδηγήθηκαν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου οἱ 70 ἀπόστολοι. Ἔλαβαν κι αὐτοὶ ὅμοιες τιμές καὶ δόξες, μόνο ποὺ τὰ
στεφάνια τῶν 12 ἦταν πιὸ θαυμαστά.
Καὶ τώρα ἦρθε ἡ σειρὰ τῶν
μαρτύρων. Αὐτοὶ πῆραν τή θέση καὶ τή δόξα τῆς μεγάλης ἀγγελικῆς στρατιᾶς, ποὺ
γκρεμίσθηκε ἀπ’ τὸν οὐρανό μαζὶ μὲ τὸν Ἐωσφόρο. Ἔγιναν δηλαδὴ οἱ μάρτυρες ἄγγελοι
καὶ ἄρχοντες τῶν οὐρανίων ταγμάτων. Τοὺς ἔφεραν ἀμέσως πλῆθος στεφάνια καὶ τὰ
τοποθέτησαν στά ἁγιασμένα κεφάλια τους. Ὅσο λάμπει ὁ ἥλιος, τόσο ἔλαμπαν κι αὐτά.
Ἔτσι οἱ ἅγιοι μάρτυρες θεώμενοι εὐφραίνονταν καὶ ἀγάλλονταν ἀνέκφραστα.
Μετὰ μπῆκε ὁ θεῖος χορὸς
τῶν ἱεραρχῶν, ἱερέων, διακόνων καὶ λοιπῶν κληρικῶν. Στεφανώθηκαν καὶ αὐτοὶ μ’ αἰώνια
καὶ ἀμαράντινα στεφάνια, ἀνάλογα μὲ τὸ ζῆλο, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ποιμαντική
τους δράση. Στεφάνι ἀπὸ στεφάνι ἦταν διαφορετικό κατὰ τή δόξα, ὅπως ἀστέρι ἀπὸ ἀστέρι.
Ἔτσι πολλοὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι ἦταν ἐνδοξότεροι καὶ λαμπρότεροι ἀπὸ πολλοὺς ἀρχιερεῖς.
Τοὺς ἔδωσαν ἀκόμη καὶ ἀπὸ
ἕνα ναό, γιά νά προσφέρουν στό νοερό θυσιαστήριο ἁγία θυσία καὶ τελεία, εὐάρεστη
στόν Θεό.
Ἔπειτα μπῆκε ὁ ὅσιος χορὸς
τῶν μοναχῶν. Ἡ ὄψη τους ξέχυνε μυστικὴν εὐωδία καὶ σὰν ἥλιοι σκόρπιζαν θεῖες
μαρμαρυγές. Ὁ Κύριος τούς στόλισε μὲ ἕξι φτεροῦγες καὶ ἔγιναν μὲ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος σὰν τὰ φρικτὰ Χερουβείμ καὶ Σεραφείμ. Ἄρχισαν τότε να βροντοφωνοῦν:
-«Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος
Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξῃς αὐτοῦ». Ἦταν
ἡ δόξα τους μεγάλη, ἀφάνταστη καὶ τὸ στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο καὶ λαμπερό. Ἀνάλογα
μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους ἀπολάμβαναν καί τίς τιμές.
Ἀκολούθησε ὁ χορὸς τῶν
προφητῶν. Τοὺς δώρισε ὁ Βασιλεὺς τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, τὸ ψαλτήρι τοῦ Δαβίδ,
τύμπανα καὶ χορούς, ἄϋλο φῶς ἀστραφτερό, ἄφραστη ἀγαλλίαση καὶ τη δοξολογία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος.
Τότε τοὺς ζήτησε ὁ
Δεσπότης τοῦ θεϊκοῦ νυμφῶνα νά ψάλλουν κάτι. Καὶ ἔψαλλαν ἕνα τόσο μελωδικό ὕμνο,
ὥστε σκίρτησαν ὅλοι ἀπὸ εὐφροσύνη.
Ἀφοῦ ἔλαβαν αὐτὰ τὰ δῶρα
οἱ ἅγιοι ἀπ’ τὰ ἄχραντα χέρια τοῦ Σωτῆρος, περίμεναν ἀκόμη ἐκεῖνα, «ἃ ὀφθαλμὸς
οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβῃ».
Τότε μπῆκε ὅλος ὁ χορὸς τῶν
ἀνθρώπων, ποὺ σώθηκαν μέσα στόν κόσμο: Φτωχοί καὶ ἄρχοντες, βασιλεῖς καὶ ἰδιῶτες,
δούλοι καὶ ἐλεύθεροι. Στάθηκαν ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κι ἐκεῖνος ξεχώρισε ἀπὸ ἀνάμεσά
τους τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν τρυφὴ τοῦ παραδείσου τῆς
Ἐδέμ, παλάατια οὐράνια καὶ φωτεινά, στεφάνια πολυτελῆ, ἁγιασμό καί ἀγαλλίαση,
θρόνους καὶ σκῆπτρα καὶ ἀγγέλους νά τοὺς ὑπηρετοῦν.
Μετὰ ἦρθαν ὅσοι ἔγιναν γιά
τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Τώρα ὑψώθηκαν πάρα
πολύ. Τοὺς δόθηκε ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο καὶ κληρονόμησαν τή
βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἔπειτα «οἱ πενθοῦντες» τὶς
ἁμαρτίες τους, ἔλαβαν τή μεγάλη παρηγορία τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἔπειτα «οἱ πραεῖς» καὶ
ἄκακοι, ποὺ κληρονόμησαν τὴν οὐράνια γῆ, ὅπου ἀποστάζει γλυκασμό καὶ εὐωδία τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτοὶ δοκίμασαν ἀνέκφραστη τέρψη καὶ ἡδονὴ βλέποντας νά τοὺς
χαρίζεται ἡ μακαρία γῆ. Τὰ στεφάνια τους ῥοδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές.
Ἀκολούθησαν οἱ «πεινῶντες
καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην». Τοὺς δόθηκε ὁ μισθὸς τῆς δικαιοσύνης, γιά νά
χορτάσουν. Καὶ ἡ ἀγαθὴ τοὺς πρόθεση εὐφράνθηκε βλέποντας τὸν Βασιλέα Χριστό νά ὑψώνεται
καὶ νά ὑπερδοξάζεται ἀπ’ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους.
Ἔπειτα «οἱ
δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης». Τοὺς χαρίσθηκε θεία δοξολογία καὶ πολυθαύμαστη
ζώη.
Στήθηκε μάλιστα γιά χάρη
τους καὶ ἄφραστος θρόνος γιά νά καθίσουν στή βασίλεια τῶν οὐρανῶν. Τὰ στεφάνια
τους ἦταν ἀπὸ θεῖο κι ἄϋλο χρυσάφι ποὺ τόσο ἔλαμπε, ὥστε ἀπ’ τή δόξα τους νά
χαίρωνται οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων.
Μετὰ μπῆκε ὁ χορὸς «τῶν
ὀνειδισθέντων» γιά τὸν Χριστό, τὸν μεγάλο Θεό καὶ σωτήρα τῶν ψυχῶν
μας.
Τοὺς ἀνέβασαν σὲ θρόνους
χρυσοποίκιλτους καὶ ἀπολάμβαναν τὸν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς μπῆκε πολὺ
πλῆθος εἰδωλολατρῶν, ποὺ δέν γνώρισαν τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐκ φύσεως τὸν
τήρησαν ὑπακούοντας στή συνείδησή τους. Πολλοὶ ἔλαμπαν σὰν ἥλιοι ἀπὸ τὴν ἁγνότητα
καὶ τὴν καθαρότητά τους. Καὶ ὁ Κύριος τοὺς χάρισε τὸν παράδεισο καὶ φαιδρὰ στεφάνια
πλεγμένα μὲ ῥόδα καὶ κρίνα. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχαν στερηθῇ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἦταν
τυφλοί. Δέν ἔβλεπαν καθόλου τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι φῶς
καὶ μάτι τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό ὅποιος δέν τὸ λάβῃ κι ἂν ἄπειρα καλὰ ἐργασθῇ,
κληρονομεῖ βέβαια τὴν παραδείσιαν ἄνεση καὶ κάτι δοκιμάζει ἀπὸ τὴν εὐωδία καὶ τή
γλυκύτητά της, ἀλλὰ δέν βλέπει τίποτε.
Ἔπειτα κι ἀπ’ αὐτοὺς
βλέπει ὁ δίκαιος Νήφων ἕνα τάγμα ἁγίων που ἦταν τὰ παιδιά τῶν χριστιανῶν. Ὅλοι
τους ἔμοιαζαν νά εἶναι περίπου τριάντα ἐτῶν. Τοὺς κοίταξε μὲ βλέμμα ἱλαρό
ὁ Νυμφίος καὶ εἶπε:
-Ὁ μὲν χιτῶνας τοῦ
βαπτίσματός σας ἄσπιλος, ἔργα ὅμως πουθενά! Τὶ να σᾶς κάνω λοιπὸν ἐσᾶς;
Τότε μὲ θάρρος τοῦ ἀπάντησαν
κι αὐτοί:
-Κύριε, μᾶς στέρησες τὰ ἐπίγεια
ἀγαθὰ σου, τοὐλάχιστον μὴ μᾶς στερήσῃς τὰ ἐπουράνια.
Χαμογέλασε ὁ Νυμφίος καὶ
τοὺς χάρισε τὰ οὐράνια ἀγαθά. Πῆραν καὶ τὰ στεφάνια τῆς ἁγνότητος, τῆς ἀκακίας
καὶ ὅλες οἱ ἄϋλες στρατιές τοὺς θαύμαζαν.
Ἦταν θαῦμα ν’ ἀκούῃ κανεὶς
τοὺς ἁγίους ἀγγέλους πού, κατευχαριστημένοι καθὼς ἔβλεπαν τὰ τάγματα ὅλων τῶν ἁγίων,
τραγουδοῦσαν ἄσματα γλυκά.
Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βλέπει
ὁ Νήφων νά ἔρχεται μπροστὰ στόν Νυμφίο μιά θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε οὐράνιες
εὐωδίες καὶ θεϊκά μύρα. Στό πανέμορφο κεφάλι της φοροῦσε ἀσύγκριτο βασιλικό
στέμμα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε. Οἱ ἄγγελοι τὴν ἀτένιζαν κατάπληκτοι κι οἱ ἅγιοι
θαμπωμένοι. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγκρατοῦσε πάνω στήν ἄχραντη κορυφὴ τὸ
οὐράνιο ἐκεῖνο διάδημα.
Μπαίνοντας στόν θεῖο νυμφῶνα
τὴν ἀκολουθοῦσε ἀναρίθμητο πλῆθος παρθένων πού ὑμνοῦσαν μὲ δοξολογίες καὶ ἄσματα
τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἔφτασε κοντὰ στόν
Νυμφίο ἡ μεγάλη βασίλισσα προσκύνησε τρεῖς φορές μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἅγιες παρθένες.
Τότε ὁ «ὡραῖος κάλλει» τὴν εἶδε καὶ εὐφράνθηκε. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ τὴν τίμησε
σὰν ἄχραντη Μητέρα του. Ἐκείνη πλησίασε μὲ πολλὴν εὐλάβεια καὶ χάρη καὶ ἀσπάσθηκε
τὰ ἀθάνατα καὶ ἀκοίμητα μάτια του, καθὼς καὶ τὰ σπλαγχνικὰ του χέρια.
Μετὰ τὸ θεῖο φίλημα ὁ
Κύριος χάρισε στίς παρθένες ἀστραφτερά φορέματα καὶ πάμφωτα στεφάνια. Κι ἔπειτα
ἦρθαν ὅλες οἱ νοερές δυνάμεις ὑμνῶντας, μακαρίζοντας καὶ δοξάζοντάς την.
Τότε σηκώθηκε ἀπ’ τὸ
θρονο του ὁ Νυμφίος καὶ ἔχοντας στά δεξιὰ τή Μητέρα του καὶ στ’ ἀριστερὰ τὸν μέγιστο
καὶ πολυθαύμαστο προφήτη καὶ Πρόδρομό του, βγῆκε ἀπ’ τὸν νυμφῶνα καὶ πῆγε στόν
θεϊκό θάλαμο, ὅπου βρίσκονται τὰ ἀγαθὰ «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε
καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβῃ», ἑτοιμασμένα γιά ὅσους ἀγάπησαν τὸν Θεό. Ἀκολουθοῦσαν
καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Μόλις εἶδαν τὰ ἀγαθά, πλημμύρισαν ἀπὸ ἄφατη ἀγαλλίαση καὶ ἄρχισαν
νά κυκλοφοροῦν πανηγυρίζοντας μέσα στόν ἔκπλαγο θάλαμο.
Ἀλλ’ αὐτὰ δέν μπόρεσε ὁ
δοῦλος τοῦ Θεοῦ Νήφων νά μοῦ τὰ περιγράψῃ. Ἂν καὶ πολλές φορές τὸν πίεσα, δέν
μοῦ εἶπε τὸ παραμικρό.
-Δέν μπορῶ, παιδί μου, ἔλεγε
ἀναστενάζοντας, νά ἀπεικονίσω μὲ τήν γλῶσσά μου ἤ νά παρομοιάσω μὲ ὁποιοδήποτε ἐπίγειο
πρᾶγμα τὰ ἐκεῖ. Ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ φαντασία, πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ βλεπόμενα
καὶ μὴ βλεπόμενα.
Ὅταν λοιπὸν μοίρασε ὁ
Κύριος στούς ἁγίους του ὅλα τὰ ἄφραστα καὶ ἀνήκουστα ἀγαθά, πρόσταξε τὰ Χερουβείμ
νά κυκλώσουν τὸν αἰώνιο θάλαμο, ὅπως κυκλώνει τὸ τεῖχος μιά πόλη. Πρόσταξε ἔπειτα
τὰ Σεραφεὶμ νά κυκλώσουν τὰ Χερουβείμ, οἱ Θρόνοι τὰ Σεραφείμ, οἱ Κυριότητες
τούς Θρόνους, οἱ Ἀρχές τὶς Κυριότητες, οἱ Ἐξουσίες τὶς Ἀρχές καὶ τέλος οἱ
Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν τίς Ἐξουσίες. Ὅπως τὸ τεῖχος κυκλώνει μιά πόλη ἔτσι τὰ
τάγματα κύκλωναν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Δεξιὰ ἀπ’ τὸν θάλαμο τῶν
αἰώνων στάθηκε μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια ὁ Μιχαήλ μὲ τὸ τάγμα του. Ἀριστερὰ ὁ Γαβριήλ
μὲ τὸ δικό του. Ὁ Οὐριήλ ἐγκαταστάθηκε στά δυτικὰ καὶ ὁ Ῥαφαήλ στά ἀνατολικά.
Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν μὲ τὸ
πρόσταγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ὅλων τῶν ἁγίων.
Ἦταν οἱ τέσσερις αὐτές παρατάξεις πολὺ μεγάλες. Καὶ μαζὶ μὲ τὰ τάγματα τῶν ἀχράντων
δυνάμεων ἔζωναν τὸν θάλαμο τοῦ Θεοῦ μὲ πολλὴ λαμπρότητα.
Ὅταν ὅλα αὐτὰ εἶχαν πιὰ ἐκτελεσθῇ,
τότε καὶ αὐτὸς ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς ὑποτάχθηκε «τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα» καὶ
τοῦ παρέδωσε ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὴν κυριαρχία καὶ τὸ κράτος πού εἶχε λάβει ἀπ’
Αὐτόν. Ἐνῶ Ἐκεῖνος μπῆκε στόν θεῖο καὶ ἀπρόσιτο θάλαμο κληρονόμος τοῦ Πατρός,
Βασιλεὺς καὶ Ἀρχιερεὺς μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς συγκληρονόμους του ἁγίους.
Στό τέλος ὅλων τῶν
μυστηρίων που εἶδε ὁ ἅγιος Νήφων, εἶδε καὶ τὴν πιὸ φοβερή ἀποκάλυψη: Ὁ ἴδιος ὁ
Πατέρας τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, ὁ Γεννήτωρ, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀκατάληπτο, ἀνέτειλε
ξαφνικὰ λάμποντας πάνω ἀπὸ ’κεῖνο τὸν ἀπέραντο θάλαμο, πάνω ἀπό τίς ἄχραντες
δυνάμεις, πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς κύκλους καί τίς παρατάξεις τους. Φώτιζε τὸν καθαρώτατο
θάλαμο ὅπως φωτίζει ὁ ἥλιος τὸν κόσμο. Ἔτσι ἔλαμπε ὁ Πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν. Καὶ
ὅπως τὸ σφουγγάρι ῥουφάει καὶ συγκρατεῖ τὸ κρασί, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι πλημμυρίζονταν
ἀπὸ τὴν ἄρρητη θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ βασίλευαν ἀδιάκοπα μαζὶ του στούς αἰῶνες.
Ἀπὸ τότε πιὰ δέν ὑπῆρχε γι’
αὐτοὺς οὔτε νύχτα οὔτε μέρα. Μόνο ὑπῆρχε Θεὸς καὶ Πατέρας, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, φῶς
καὶ τρυφή, ζώη καὶ φέγγος, τέρψη καὶ ἡδονή.
Ἔπειτα ἔγινε βαθειά σιγή.
Στά μάτια τοῦ δικαίου δόθηκε καθαρό καὶ ἄκρατο φῶς να βλέπη: Στό πρῶτο θάλαμο
ποὺ κύκλωνε τὸ θάλαμο, μεταδόθηκε ᾆσμα σὰν συνεχής καὶ ἀτελείωτη κληρονομιά. Ἀσύγκριτη
καὶ ὑπέρκαλλη ἦταν ἡ ἡδονὴ του. Ἀμέσως τὸ θεῖο καὶ φοβερό τάγμα ἄρχισε μίαν ἀνέκφραστη
δοξολογία. Οἱ καρδιές τῶν ἁγίων σκιρτοῦσαν ἀπ’ τή χαρά καὶ τὴν ἀπόλαυση.
Ἀπ’ τὸ πρῶτο τάγμα μεταδόθηκε
ὁ ὑπέροχος δοξολογητικός ὕμνος στό δεύτερο τάγμα τῶν Σεραφείμ. Ἄρχισε τότε κι ἐκεῖνο
νά ψάλλῃ ὕμνο περίτεχνο καὶ ἀκατάληπτο. Σὰν ἐφτάγλυκο μέλι ἠχοῦσε ἡ δοξολογία
του στ’ αὐτιά τῶν ἁγίων καὶ εὐφραίνονταν ἀπέραντα μὲ ὅλες τους τίς αἰσθήσεις: Τὰ
μάτια τους ἔβλεπαν τὸ ἀπρόσιτο φῶς. Ἡ ὄσφρησή τους ὀσφραίνοταν τὴν εὐωδία τῆς
θεότητος. Τ’ αὐτιά τους ἄκουγαν τὸν θεῖον ὕμνο τῶν ἀχράντων δυνάμεων. Τὸ στόμα
τους γευόταν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καινούργιο στή βασιλεία
τῶν οὐρανῶν. Τὰ χέρια τους ψηλαφοῦσαν τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὰ πόδια τους χόρευαν
στόν θάλαμο. Ἔτσι λοιπὸν μὲ ὅλες τους τίς αἰσθήσεις χόρταιναν τὴν ἄφατη ἀγαλλίαση.
Σὲ λίγο μεταδόθηκε ὁ θεῖος
ἐκεῖνος ὕμνος ἀπ’ τὸ δεύτερο τάγμα στό τρίτο καὶ ἀπ’ τὸ τρίτο στό τέταρτο, ὡς τὸ
τελευταῖο προκαλῶντας μὲ τὸ γλυκύτερο ἀπ’ τὸ μέλι μέλος του τέρψη καὶ ἡδονὴ στίς
καρδιές τῶν ἁγίων. Καὶ ἦταν ὑπέροχο ὅτι δέν ψάλλοταν ἕνας ὕμνος συνεχῶς ἀπὸ τὰ
τάγματα, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἀπερίγραπτη ποικιλία καὶ πρωτοτυπία στήν ὠδή πού ἔψαλλαν.
Ὅταν οἱ ἑφτά κύκλοι τῶν
ταγμάτων ὡλοκλήρωσαν τὴν καθαρή τους δοξολογία, τότε ἄρχισαν καὶ τὰ τάγματα τῶν
ἀρχαγγέλων τὸν τρισάγιο ὕμνο: Ἔψαλλε ὁ Μιχαήλ καὶ ἀντιφωνοῦσε ὁ Γαβριήλ. Καὶ
πάλι ὑμνοῦσε ὁ Ῥαφαήλ καὶ συμπλήρωνε ὁ Οὐριήλ. Ἄκουγε κανεὶς πρωτάκουστες ἁρμονίες.
Οἱ τέσσερις πύρινοι στῦλοι, οἱ ἀρχάγγελοι, ξεχώριζαν καὶ ἦταν ὁ ὕμνος τους
φλογερὸς καὶ βροντερός.
Παρακινημένοι ἀπ’ τὴν ἄπειρη
ἐκείνη τρυφὴ ἄρχισαν τότε καὶ οἱ ἅγιοι Πάντες μεσ’ ἀπ’ τὸν οὐράνιο θάλαμο νά ψάλλουν
τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι μέσα ἀντηχοῦσε ὕμνος,
ὕμνος κι ἔξω, ὕμνος καὶ παντοῦ. Ἄσματα πανίερα, ποὺ φλόγιζαν τὶς καρδιές μὲ
μακαρία ἡδονὴ στούς ἀτελευτήτους αἰῶνες.
Ὅταν τὰ εἶχε δεῖ πιὰ ὅλα
αὐτὰ ὁ τρισμακάριος Νήφων καὶ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἔκστασῃ καὶ
θεωρία, ἄκουσε τή φωνή τοῦ Θεοῦ νά τοῦ λέη:
-Νήφων, Νήφων, ὡραία ἦταν
ἡ προφητικὴ σου ὀπτασία. Ἀλλὰ ὅλα αὐτά που εἶδες καὶ ἄκουσες γράψε τα μὲ κάθε
λεπτομέρειᾳ, γιατὶ ἔτσι καὶ θὰ γίνουν. Τὰ φανέρωσα σὲ σένα
γιατὶ εἶσαι πιστὸς φίλος, ἀγαπητό μου παιδὶ καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας μου.
Βεβαιώσου λοιπὸν τώρα πού σὲ ἀξίωσα νά γίνης αὐτόπτης τῶν φρικτῶν μυστηρίων γιά
τή μεγάλῃ μου φιλανθρωπία πρὸς ὅλους ἐκείνους πού προσκυνοῦν μὲ ταπείνωση τή
βασιλείᾳ καὶ τὴν ἐξουσία μου. Γιατὶ Ἐγὼ εὐφραίνομαι νά «ἐπιβλέπω ἐπὶ τὸν πρᾶον
καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους».
Ἀφοῦ τοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ
Κύριος τὸν ἀπέλυσε ἀπὸ τήν φοβερή καὶ πολυθαύμαστη ὀπτασία, ποὺ ἐπὶ δύο ἐβδομάδες
τὸν εἶχε ἀπορροφήσει.
Ὅταν πιὰ ἦρθε στόν ἑαυτὸ
του, καθόταν τρομοκρατημένος καὶ θρηνοῦσε καὶ ὠδυρόταν. Τὰ δάκρυα του ἔτρεχαν
ποτάμι κι ἔλεγε:
-Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄσωτο!
Τὶ περιμένει τὴν ἀθλία ψυχή μου! Ἀλλοίμονο μου τοῦ ἐλεεινοῦ! Σὲ ποία καταστάσῃ ἄραγε
θὰ βρεθῶ ἐκεῖ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός! Τὶ θ’ ἀπολογηθῷ πρὸς τὸν Κριτῇ; Τὶ λόγο θὰ δώσω
γιά τὶς ἁμαρτίες μου; Ἄχ, ὁ βέβηλος καὶ ἄθλιος!… Στεναγμό δέν ἔχω οὔτε δάκρυα. Ἀλλὰ
καὶ μετανοίᾳ δέν μοῦ βρίσκεται. Ἐλεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτε! Ἀγάπη
μηδέν! Ἡ ἀκακία κι ἡ πραότητα στέκουν πολὺ μακριά μου! Ἀλλοίμονο! Τὶ νά κάνω ὁ ἐλεεινὸς
καὶ ῥυπωμένος; Ἀπὸ ποῦ νά ἁρπαχθῷ γιά νά σωθῇ ἡ ψυχή μου; Τὸν χιτῶνά μου τὸν
μόλυνα, τὸ βάπτισμα τὸ λέρωσα, τὴν ψυχή μου τήν βύθισα στόν βοῦρκο. Τὸν
νοῦ μου τὸν σκότισα, τήν ζωή μου τήν βάρυνα «ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθη». Ἄχ! ὁ ἁμαρτωλὸς
δέν ξέρω τὶ νά κάνω! Τὰ μάτια μου βλέπουν τὰ αἴσχη. Τὸ πρόσωπό μου εἶναι
καταντροπιασμένο. Τὰ αὐτιά μου ἡδύνονται σὲ δαιμονικά τραγούδια. Ἡ ὄσφρησή μου
ζητάει εὐωδίες. Τὸ στόμα μου ρέπει στήν πολυφαγία. Ἀλλοίμονό μου τοῦ
ταλαιπώρου! Τὰ χέρια μου τέρπονται στήν ἁμαρτία. Τὸ σῶμα μου ποθεῖ νά
κυλισθῇ στόν βόρβορο τῆς ἀνηθικότητας καὶ κυνηγάει τὰ μαλακὰ κρεββάτια καὶ τὴν
καλοφαγία…
Ὤχ, ὁ παράνομος καὶ
σκοτεισμένος καὶ ῥυπαρός! Ποῦ νά πάω δέν ξέρω. Ποῖος θὰ μὲ βγάλη ἀπὸ κείνη τὴν
πικρὴ φωτιά; Ποῖος θὰ μὲ γλυτωση ἀπ’ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο τοῦ φρικτοῦ ταρτάρου;
Ποῖος θὰ μ’ ἀπαλλάξῃ ἀπ’ τὸν βρυγμό τῶν ὀδόντων; Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο μου τοῦ
σιχαμεροῦ, τοῦ παρανόμου! Καλύτερα νά μὴν εἶχα γεννηθῇ!… Ἄχ, τὶ δόξα πρόκειται
νά στερηθῶ ὁ μαῦρος! Τὶ τιμή, τὶ στεφανια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θὰ χάσω, ἐπειδὴ
ὑποδουλώθηκα στήν ἁμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ κατάνυξη σου; Ἀλλοίμονό
σου βέβηλη καὶ θλιβερή! Ποῦ θὰ εἶναι ἡ θεση σου τὴν ἥμερα ἐκείνη; Ἔπραξες
κανένα καλό πού ν’ ἀρέσῃ στόν Θεό; Θὰ μπῇς στό καμίνι. Πῶς ὅμως θ’ ἀντέξης τὸ οὐαὶ
καὶ τὸν ὀδυρμό; Ὤ, ῥυπαρὴ ψυχή, ποὺ ποθοῦσες πάντα νά κυλίεσαι στή σαπίλα, ποὺ ἀδιάκοπα
ὑπηρετοῦσες τὸ στομάχι!
Ἄνομη καὶ διεφθαρμένη, τὶ
ντροπὴ θὰ δοκιμάσῃς στό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ! Μὲ ποῖα μάτια θ’ ἀτενίσης τὸ
γλυκύτατο Του πρόσωπο; Πές μου, πές μου! Τὰ εἶδες ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια θεάματα,
ποὺ ὁ Κύριος θὰ πραγματοποιήση κάποτε. Πέςμου λοιπὸν ψυχή, ἔχεις ἔργα ἀντάξια
γιά κείνη τή δόξα; Πῶς θὰ μπῇς ἐκεῖ, ἀφοῦ μίανες τὸ θεῖο βάπτισμα; Ἀλλοίμονό
σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σοῦ μέλλει νά κληρονομήσῃς τὸ αἰώνιο πῦρ’ καί ποῦ
θὰ εἶναι τότε ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ πατέρας της γιά νά σὲ σώσουν;
Ἀλλὰ Κύριέ μου, Κύριε,
Σῶσε με ἀπὸ τή
φωτιά,
Ἀπὸ τὸν βρυγμό τῶν ὀδόντων,
Ἀπὸ τὸν Τάρταρο…
Μ’ αὐτὰ τά λόγια ἔλεγχε τὸν
ἑαυτὸ του ὁ μακάριος προσευχόμενος. Τὶς κατοπινές μέρες τὸν ἔβλεπες νά περπατάη
σέρνοντας τὰ βήματά του μὲ πικροὺς στεναγμούς, θρήνους καὶ δάκρυα. Ἀναλογιζόταν
τὰ θαυμάσια πού εἶδε, κι ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιά νά τὰ κατακτήσῃ. Συχνά -ὅταν
στοχαζόταν πιὸ βαθιά καὶ πιὸ καθαρὰ τὸ ὅραμα του- γινόταν ἐκτός ἑαυτοῦ.
Φλεγόταν ἀπ’ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀναφωνοῦσε:
-Ὤ, τὶ χαρά, τὶ δόξα, τὶ
λαμπρότητα περιμένει τοὺς ἁγίους στούς οὐρανούς! Πόσο φοβᾶμαι μήπως τὰ στερηθῶ!
Ἀναστέναζε βαθιά καὶ
πρόσθετε:
-Κύριε, βοήθησε καὶ σῶσε
τήν σκοτισμένη ψυχή μου.
(Ἁγίου Νήφωνος Ἐπισκόπου
Κωνσταντιανῆς
Ἀπό τό Βιβλίο «ΕΝΑΣ
ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ». Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου