xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΠΕΡΙ ΤΟΥ 15ου ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ Η Εκκλησία του νέου ημερολογίου , είναι ειδωλολάτρες – ημερολάτρες ή όχι ?? η αλλαγή του ημερολογίου έγινε νόμιμα ή όχι και για πιο σκοπό ?

ΠΕΡΙ ΤΟΥ 15ου ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Η Εκκλησία του νέου ημερολογίου , είναι ειδωλολάτρες – ημερολάτρες ή όχι ?? η αλλαγή του ημερολογίου έγινε νόμιμα ή όχι και για πιο σκοπό ?



-  -  -  -  ---           ------              ------             ------               ------             ------                 -------
Η ΜΕΤΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΣΙΟΥΡΓΗΘΕΝΤΩΝ ΥΠΟ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ.


ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ 15ου ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ὑπό Ἰωσήφ Μοναχοῦ / Ἅγιον Ὄρος / 2012
Εἰσαγωγή

Τό παρόν πόνημα εἶναι μία σύντομος ἀπάντησις εἰς τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ ‘’Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν’’. Τό βιβλίον αὐτό, ἄν καί δέν μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους εἰς τήν κεντρικήν του ἰδέαν, περί τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τούς ἐπισκόπους ὅπου κηρύττουν κακοδοξίας καί αἱρέσεις, ἀλλά μᾶλλον συνηγόρους, ἐν τούτοις περιέχει πλεῖστα ἐπιλήψιμα στοιχεῖα, ἱκανά νά βλάψουν ψυχικῶς τούς μή ἐντριβεῖς ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀναγνώστας.
Δι’ αὐτό θεωρήσαμεν ἀναγκαῖον, ὅπως προβῶμεν εἰς ἐπισήμανσιν καί ἀνατροπήν τῶν σημαντικοτέρων ἐξ αὐτῶν, ὥστε νά γίνῃ φανερόν τοῖς πᾶσι τό πεπλανημένον καί σαθρόν τῶν παρατιθεμένων εἰκασιῶν τοῦ συγγραφέως. Δύο εἶναι οἱ βασικοί ἄξονες πέριξ τῶν ὁποίων κινεῖται παραπαίοντας καί ἐμπίπτων συνεχῶς εἰς ἀντιφάσεις καί αὐτοσχεδιασμούς ὁ συγγραφεύς. Ὁ πρῶτος ἀναφέρεται εἰς τήν δυνατότητα ὑπάρξεως δύο Ἐπισκόπων (Ὀρθοδόξου καί αἱρετικοῦ) ταυτοχρόνως εἰς μίαν Ἐπισκοπήν καί ὁ δεύτερος ἀφορᾷ τήν κανονικότητα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοεορτολογιτῶν ἀπό τήν νεοημερολογητικήν ἐκκλησίαν τό 1924.

Ἄς ἀρχίσωμεν ὅμως ἀπό τό πρῶτον. Ἀναφέρει λοιπόν ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς: «Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο» (σελ. 248 τοῦ βιβλίου). Τό συμπέρασμα τοῦτο εἶναι ὄχι μόνον τελείως ἄστοχον καί ἀτεκμηρίωτον, ἀλλά καί ὁδηγοῦν εἰς αἵρεσιν, ἀφοῦ ἀνατρέπει ὅλην τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν! Ἐμεῖς ὅμως, ὄχι μόνον ἕνα, ἀλλά πολλά παραδείγματα θά τοῦ παραθέσωμεν ἀποδεικνύοντες, ὅτι οἱ ἀνά τούς καιρούς ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς ψευδεπισκόπους (ἀκρίτους καί κατακεκριμένους) ὀρθόδοξοι οὐδόλως ἐλάμβανον αὐτούς ὑπ’ ὄψιν τους, ὅταν διεπιστώνετο πλέον ἡ ἀμετανοησία ἐκείνων, καθώς εἶχον πλήρη τήν αἴσθησιν καί τήν πίστιν περί τῆς μοναδικότητός των ὡς κατόχων τῆς Ἀληθείας καί ἑπόμένως περί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας των ἐπί τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου! Θά παραθέσωμεν ἐπίσης παραδείγματα, ὅπου ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν εἶχον τήν ‘’πολυτέλειαν’’, ἐγκαθιστοῦσαν ἐπισκόπους ὄχι μόνον εἰς ἁπλάς ἐπισκοπάς, ἀλλά καί εἰς αὐτούς τούς Πατριαρχικούς Θρόνους, καί ὄχι μόνον, ἀλλά συγκροτοῦσαν καί συνόδους διά τήν εὔρυθμον λειτουργίαν καί ὁμαλήν διευθέτησιν τῶν ὑποθέσεων τῆς ἐμπεριστάτου Ἐκκλησίας.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν τό γεγονός, ὅτι ὁ συγγραφεύς καί οἱ ὁμόφρονές του ἀντλοῦν τά ἐπιχειρήματά τους διά τό θέμα αὐτό ἀπό τήν περίοδον μετά τήν ἀναγνώρισιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπισήμου Θρησκείας τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁπότε ἡ κρατική ἐξουσία ἄρχισε ‘’πολιτικῷ δικαίῳ’’ νά ἐπεμβαίνει εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας, καθώς θεωροῦσε αὐτήν σημαντικόν παράγοντα διά τήν κρατικήν ἀσφάλειαν. Ἀποροῦμε ὅμως, διά τί οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς θεωρίας παραβλέπουν τάς προηγουμένας περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναφέρονται ἐπιλεκτικῶς μόνον εἰς τήν μετέπειτα χρονικήν φάσιν τῆς νομιμοποίησεώς της; Ἆρά γε πρό τῆς περιόδου αὐτῆς δέν ὑπῆρχαν αἱρέσεις; Ἀπό μόνον του αὐτό φανερώνει ὅτι ἡ ἀνοχή ὅπου ἐπέδειξε ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν παραμονήν ἑνός αἱρετικοῦ ἐπισκόπου εἰς ἐπισκοπικόν τινα θρόνον, χωρίς νά σπέυσῃ ἄμεσα εἰς πλήρωσίν του, δέν ὠφείλετο εἰς λόγους ἐκκλησιολογικούς, ἀλλ’ ἑτέρους τούς ὁποίους καί θά ἀναλύσωμεν εἰς τήν συνέχειαν.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν πάντοτε θεωροῦσε τούς αἱρετικούς (ἀκρίτους καί κεκριμένους) ὡς Λυκοποιμένας καί Ψευδεπισκόπους, μή ἀναγνωρίζουσα αὐτούς ὡς φορεῖς τῆς Χάριτος τῆς Ἱερωσύνης, τοῦ Θείου Βαπτίσματος καί γενικότερα τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία καί τελεσιουργεῖ πάντα τά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεπραγμένα (βλπ. Σύνοδον Καρχηδόνος). Διό καί οὐδέποτε θά ἐπέτρεπε εἰς τό Λογικόν Ποίμνιόν της νά κυβερνᾶται ἀπ’ αὐτούς, ἔστω διά μίαν στιγμήν! Θά ἀνεχόταν ποτέ ἕνας βοσκός, ἐλλείψει κυνῶν, νά φυλάξῃ τήν μάνδραν τῶν προβάτων ἕνα λύκος, ἔστω καί δι’ ὀλίγον; Δέν τό νομίζομεν...
Ἀπό τήν ἄλλην ὅμως καί οἱ αἱρετικοί δέν παρεδέχοντο τάς πληρώσεις τῶν Θρόνων ὑπό ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ὡς βλέπομεν κυρίως ἀπό τάς ἀντιδράσεις των. Ὅταν λοιπόν ἐπειχειροῦντο ἐνθρονίσεις Ὀρθοδόξων εἰς διαφόρους ἐπισκοπάς, οὗτοι ἔσπευδον ταχύτατα νά διαβάλλουν αὐτάς εἰς τούς ἄρχοντας ὡς δῆθεν ἀντικανονικάς,[1] μέ σκοπόν νά ἐπιτραπῇ μόνον εἰς αὐτούς (τούς αἱρετικούς) νά προβοῦν εἰς πλήρωσιν τῶν κενῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων, ὥστε κατ’ αὐτόν τόν τρόπον νά ὑπαχθῇ ἀναγκαστικῶς εἰς τήν δικαιοδοσίαν τους τό ἀκυβέρνητον ὀρθόδοξον ποίμνιον, καί νά τό ἀπορροφήσουν ἀνενόχλητοι.

Ἡ διαχρονική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ὑπό τῶν Αἱρετικῶν κατεχομένων Ἐπισκοπικῶν Θρόνων.

Παῦλος ΚΠόλεως καί Μακεδόνιος

Μία ἀπό τάς πολλάς περιπτώσεις, ὅπου αἱρετικοί δέν ἀνέχθησαν ἐνθρόνησιν παραλλήλως ἑτέρου Ἐπισκόπου εἶναι καί αὐτή τοῦ ὀρθοδόξου πατριάρχου ΚΠόλεως Παύλου του Α΄. Ἀναφέρει περί αὐτοῦ ὁ Μανουήλ Γεδεών εἰς τούς ‘’Πατριαρχικούς Πίνακας’’: «Φαίνεται ὅμως καί αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία ὑποστηρίζουσα τήν ἀξίωσιν ταύτην τῶν «γερόντων»· ὅτε μετά τόν θάνατον Ἀλεξάνδρου Κωνσταντινουπόλεως ἐξελέγετο διάδοχος αὐτοῦ ὁ Παῦλος ὁ Ὁμολογητής, οἱ τῆς Ἀρείου πλάνης ὀπαδοί κατηγόρουν αὐτοῦ ὡς ἑαυτῷ πραγματευσαμένου τήν ἀρχιερωσύνην παρά γνώμην Εὐσεβίου τῆς Νικομήδειας ἐπισκόπου καί Θεοδώρου τοῦ τῆς ἐν Θράκῃ Ἡρακλείας, οἶς ὡς γείτοσιν ἡ χειροτονία διέφερε» . Ταῦτα γράφει ὁ Σωζόμενος,[2] ἐπιρωννύει δέ πως τήν ἀξίωσιν τῶν «γερόντων» ἰδίᾳ δέ τῶν πέντε πλησιοχώρων τῇ Κωνσταντινουπόλει μητροπολιτῶν, ὁ Δ΄ κανών τῆς ἐν Νικαίᾳ ἁγίας οἰκουμενικῆς Συνόδου»[3].
Κατά τήν διάρκειαν τῆς πατριαρχείας τοῦ ὁμολογητοῦ αὐτοῦ Ἱεράρχου ἔγιναν πολλές ἐναλλαγές ὑπό τῶν Ἀρειανῶν διεκδικητῶν τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου. «Τότε (μᾶς λέγουν οἱ Πατριαρχικοί Πίνακες), ὁ Παῦλος ἀπῆλθεν εἰς Ῥώμην, πρός τόν πάπαν Ἰούλιον, παρ’ ᾧ προσφυγών ἔμενε καί ὁ τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος, γράμματα δέ λαβών ἰσχυρά, ἐπανῆλθεν εἰς Ἀνατολήν καί πάλιν ἀνέλαβεν τόν ἴδιον θρόνον. Συγχρόνως ὅμως οἱ ἀρειανοί ἐχειροτόνουν τόν αἱρετικόν Μακεδόνιον, ἐνῷ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος ἀπέστελλεν εἰς Κωνσταντινούπολιν Ἑρμογένην στρατηλάτην ὅπως ἐξώσῃ τόν παρά τήν θέλησιν καί γνώμην αὐτοῦ ἐπανελθόντα Παῦλον»[4]. Καί εἰς ἄλλον σημεῖον τοῦ ἰδίου βιβλίου ἀναφέρονται ἐπίσης τά ἑξῆς: «’Αλλ’ ἐνῷ ἐξελέγετο ὁ Παύλος, οἱ ἀρειανοί ἐχειροτόνουν πατριάρχην τοῦ Βυζαντίου τόν αἱρετικόν Μακεδόνιον»[5]. Ἀξία προσοχῆς εἶναι καί ἡ περί τοῦ Παύλου ἀναφορά τῆς ΘΗΕ,[6] ὅπου μᾶς λέγει: «Τέλος ἀπαντᾶται ἡ πληροφορία, ὅτι σύνοδος ἐκ τῶν ὀπαδῶν τῶν δύο ὡς ἄνω ἐπισκόπων (Θεόγνιν καί Εὐσέβιον), προέβη εἰς τήν χειροτονίαν τοῦ Μακεδονίου ὡς ἐπισκόπου Κπόλεως, ἀντί τοῦ ὑπὀ τῶν ὀρθοδόξων ἐκλεγέντος Παύλου».[7] Ὁ πολύτλας αὐτός Παῦλος τρεῖς φοράς ἀπῆλθεν εἰς Ῥώμην ζητών τήν συνδρομήν τοῦ Πάπα, ὅπως ἀναλάβῃ τόν θρόνον του, καί τάς τρεῖς φοράς τό ἐκατόρθωσεν, ἐν τέλει ὅμως ἐξωρίσθη εἰς Κουκουσόν, ὅπου καί μαρτυρικῶς ἀπέθανεν.

Μελέτιος Ἀντιοχείας καί Ἀντιοχείας... Ἀννίας, κ.ἄ.

Ἄν καί ὁ π. Εὐθύμιος μᾶς λέγει, ὅτι οἱ Λατῖνοι (σελ. 248) ἦταν αὐτοί, ὅπου μετά τό σχίσμα τοποθέτησαν διπλούς ἐπισκόπους, ἐν’ ὅσῳ ζοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐν τούτοις καί πάλιν βλέπομεν, ὅτι κατά τήν ἐπισκοπικήν θητείαν τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας (μετά τήν μεταστροφή αὐτοῦ εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν), οἱ Ἁρειανοί ἐχειροτόνησαν ἕτερον ἐπίσκοπον, εἰς τήν θέσιν τοῦ Μελετίου, τόν ὁποῖον ὁ Στεφανίδης, ναί μέν δέν κατονομάζει εἰς τήν ὑποσημείωσιν τῆς σ. 203, ἀλλ’ ὅμως εἰς τόν κατάλογον[8] τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας παραθέτει τό ὄνομα τινός Ἀννία, πατριαρχεύσαντος κατά τά ἔτη 357-360, πρίν τόν ἀρειανόν Εὐζώϊον, δηλαδή κατά τήν διάρκειαν τῆς πατριαρχείας τοῦ Μελετίου 354-360. Ἀναφέρεται λοιπόν εἰς τήν ἐν λόγῳ ὑποσημείωσιν ὅτι: «Μετά τριακονταετίαν οἱ ἀρειανοί τῆς Ἀντιοχείας εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ μετατεθέντος ἐπισκόπου αὐτῶν ἐξέλεξαν τόν Σεβαστείας Μελέτιον (360), ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκ τῆς ἀρειανικῆς μερίδος τῶν Ὁμοίων... ὁ τοιοῦτος δέ εὐκόλως ἐπλησίασεν ἤ ἔφθασεν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν. Οἱ ἀρειανοί τῆς Ἀντιοχείας ἐξέλεξαν ἄλλον ἐπίσκοπον»[9]. Ταὐτοχρόνως ὅμως καί πάλιν ὁ ἐπίσκοπος Λουκίφερ τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Πάπα Δαμάσου χειροτονεῖ παρά Κανόνας ἕτερον ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας τόν Παυλῖνον. Οἱ Ἀρειανοί κατά τήν περίοδον ἐκείνην κατεῖχαν ὅλους τούς Ναούς, ἐνῷ ὁ «... Παυλῖνος μίαν μόνον καί ἐκείνη μικράν, ὁ δέ Μελέτιος ἐκκλησίαζεν ἔξω τῆς πόλεως»[10]. Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων ὅμως ὁμιλεῖ περί πληθύος ἄλλων ἐπισκόπων, φερομένων καί αὐτῶν ὡς ‘’Ἀντιοχείας’’: «ἡ Ἀντιόχεια ἐκρατεῖτο οὐχ ὑπό μόνου τοῦ ὁρθοδόξου Μελετίου, ἀλλά καί ὑπό Παυλίνου, Οὐϊταλίου, Ἀπολλιναρίου, καί ἑτέρων Αἱρετικῶν...»[11]. Καί πάλιν: «ἦν δέ εἰς τήν Ἀντιόχειαν καί ὁ Αἱρεσιάρχης Ἀπολλινάριος ἀντιποιούμενος τοῦ θρόνου Ἀντιοχείας... (ὁ ὁποῖος) κατά πεισμονήν ἀποτυχεῖν τοῦ Πατριαρχείου, χειροτονεῖ εἰς τόν θρόνον Ἀντιοχείας Οὐϊτάλιόν τινα...»[12]

Ἀρειανός ΚΠόλεως Εὐδόξιος

Εἰς τήν ΚΠολιν κατά τήν περίοδον 360-369 πατριάρχης τῶν ἀρειανῶν ἦταν ὁ γνωστός ἀπό τό θαῦμα τῶν κολλύβων Εὐδόξιος. Ἐπ’ αὐτοῦ οἱ ἀποσχισθέντες ἀρειανοί Ἀέτιος καί Εὐνόμιος, ὅπως ἀναφέρουν καί οἱ ‘’Πατριαρχικοί Πίνακες’’, «ἵδρυσαν ἄλλην παρασυναγωγήν καί ἐχειροτόνησαν ἴδιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ὀνόματι Ποιμένιον, οὕτινος ἀποθανόντος μετ’ ὀλίγον χειροτονοῦσι Φλωρέντιον∙ ἐχειροτόνησαν δέ τότε καί Λέσβου ἐπίσκοπον Θάλλον, καί τῆς ἐν Πόντῳ Γαλατίας καί Καππαδοκίας Ἐφραίνιον, καί τῆς Κιλικίας Ἰουλιανόν, ἐνῷ τῶν μέν ὁμοφρόνων τῶν ἐν Αἰγύπτῳ τήν δῆθεν ποιμαντορίαν οἱ ἐπίσκοποι Σέρρας, Ἡλιόδωρος καί Στέφανος διεῖπον, τῆς δ’ ἐν κοίλῃ Συρίᾳ Ἀντιοχείας αὐτόκλητος ἐπέστη ποιμήν Θεόφιλος ὁ Ἰνδός, Ἀρριανός δέ καί Κάνδιδος τῶν ἐν Ἰωνίᾳ καί Λυδίᾳ ἐκκλησιῶν αὐτῶν προΐσταντο, καί τῆς Παλαιστίνης ὁ Θεόδουλος. Τοιοῦτος τεμαχισμός τῆς Ἐκκλησίας ἐγίνετο τότε...»[13]. Βλέπομεν λοιπόν τήν μερίδα αὐτήν τῶν ἀρειανῶν νά χειροτονῇ ἐπισκόπους εἰς ὅλας σχεδόν τάς γνωστάς ἐπισκοπάς, παραβλέπουσα ὄχι μόνον τήν ὕπαρξιν τῶν προγενεστέρων ἐκεῖ ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, ἀλλά καί ἐκείνων ὅπου ἀνῆκαν εἰς διαφόρους ἐκφάνσεις τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως!!!
Ἐρωτῶμεν ἑπομένως, κατά τάς περιπτώσεις ὅπου οἱ ἀντίπαλες τῶν ὀρθοδόξων διά τήν διεκδίκησιν ἑνός ἐπισκοπικοῦ θρόνου αἱρετικές ὁμάδες ἦσαν περισσσότερες τῆς μιᾶς, τότε ποία ἀπό ὅλες θά ἦταν αὐτή, ὅπου θά εἶχε τό νόμιμον ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνας δικαίωμα νά ἀνέβη εἰς τόν θρόνον, ἀδυνατούντων τῶν ὀρθοδόξων; Οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ Εὐνομιανοί, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ ἀκραῖοι ἀρειανοί ἤ ὅλοι μαζί; Ἄς μή χάσωμεν τάς φρένας μας... οὐδείς ἐξ αὐτῶν! Μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν ψευδεπίσκοποι καί ἄρα ἀνύπαρκτοι ἐκκλησιολογικῶς διά τούς Ὀρθοδόξους.

Δύο ἐπίσκοποι ἐν Συνάδοις.

Χαρακτηριστική ἐπίσης νομίζομεν εἶναι καί ἡ περίπτωσις τῆς πόλεως τῶν Συνάδων, ὅπου ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Θεοδόσιος κατέτρεχε τόν Μακεδονιανόν ‘’ἐπίσκοπον’’ Ἀγαπητόν[14]. Ἡ ἀντιδικία αὐτή ἄν καί εἶχε οἰκονομικά περισσότερον κίνητρα παρά θρησκευτικά, ἐν τούτοις εἶναι ἐνδεικτική διά τήν κατάστασιν ὅπου ἐπικρατοῦσε εἰς τάς ἐπαρχιακάς πόλεις, ὅπου συνυπῆρχαν ἐπίσκοποι διαφορετικῶν μερίδων, ἀνταγωνιζόμενοι κυρίως διά τήν ἐπικράτησιν τῆς πίστεως ἑκάστου. Ἄλλωστε αὐτό ὅπου ἐνδιέφερε τήν ἐξουσίαν πρωτίστως, ἦταν ἡ ἐπικράτησις εἰς τάς μεγάλας πόλεις, ὅπου ἐγκαθιστοῦσε αἱρετικούς ἐπισκόπους, οἵτινες μέ τήν σειράν τους ἐχειροτόνουν οἰκείους ἐκκλησιαστικούς τῆς ἰδίας αἱρέσεως.[15]

Ἡ γενικοτέρα κατάστασις ἐν ΚΠόλει, Ἀλεξανδρείᾳ καί Ἀντιοχείᾳ.

Μετά τήν πατριαρχείαν τοῦ ἀρειανοῦ Εὐδοξίου, ἐχειροτονήθη νέος πατριάρχης, ὁ ἀρειανός Δημόφιλος. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως χωρίς νά ὑπολογίσουν ὅτι εἰς τόν θρόνον ὑπῆρχεν ἄλλος πατριάρχης, ἐχειροτόνησαν ἰδικόν τους ὀρθόδοξον, τόν Εὐάγριον[16] (369 μ.Χ.). Τήν χειροτονίαν ἐποίησεν ἐν κρυπτῷ ὁ μέχρι τότε ἐξόριστος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος διερχόμενος ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ χειροτονία αὐτή σήμερον πιθανόν νά φαντάζῃ ἀντικανονική (ὡς ὑπερόρια) εἰς τά ὄμματα τινῶν νομικολάγνων, ἀλλά κατά τάς δυσκόλους καταστάσεις εἰς τάς ὁποίας εὑρέθη ἡ διωκομένη ἀνά τούς αἰῶνας Ἐκκλησία ἦταν καθόλου συνήθεις καί μάλιστα ἀναγκαῖες. Ἰδού ὅμως πῶς παρουσιάζει ὁ Μανουήλ Γεδεών τά διαδραματισθέντα κατ’ ἐκείνην τήν ἐποχήν: «Ἀποθανόντος τοῦ Εὐδοξίου, ἐδιχάσθη ὁ χριστιανικός τῆς Κωνσταντινουπόλεως πληθυσμός, ἤ μᾶλλον εἰς πολλά κατετμήθη. Ἀντί δ’ ἑνός δύο πατριάρχαι ἐξελέγησαν» καί συνεχίζει∙ «Τόν Εὐάγριον ἐξελέξαντο οἱ ὀρθόδοξοι μετά τόν θάνατον τοῦ Εὐδοξίου, ὁ δέ τῆς Ἀντιοχείας πατριάρχης Εὐστάθιος, ἐπανελθών μέν ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπί Ἰοβιανοῦ τοῦ αὐτοκράτορος, ἐν Κωνσταντινουπόλει δέ κρυπτόμενος ἐχειροτόνησεν αὐτόν. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Οὐάλης, τήν τοῦ Εὐαγρίου χειροτονίαν μαθών, ἀφίκετο ἐκ Μαρκιανουπόλεως ἔνθα διέτριβεν, εἰς Κωνσταντινουπόλιν, καί τόν μέν ὀρθόδοξον πατριάρχην Εὐάγριον ἔπαυσε, τάς δέ ἐκκλησίας ἁρπάσας ἀπό τῶν ὀρθοδόξων ἔδωκεν εἰς τούς ἀρειανούς, ἀναγνωρίσας τόν κακόδοξον Δημόφιλον, καί τόν ἱερόν Εὐστάθιον ἐξώρισεν εἰς Κύζικον»[17]. Ἄμεσος καί σκληρά ἡ ἐπέμβασις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ὅπως βλέπωμεν καί πάλιν, ἡ ὁποία δέν ἀποστεροῦσε μόνον τήν ‘’πολυτέλειαν’’ τῆς ὐπάρξεως ἐπισκόπου εἰς τούς ὀρθοδόξους, ἀλλά καί αὐτήν τήν κατοχήν ἱερῶν ναῶν. Σημειωτέον, ὅτι ὁ ἀρειανός Δημόφιλος συνέχισε τήν πατριαρχείαν αὐτοῦ καί ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ Ὀρθοδόξου Νεκταρίου (381-387) (ἄν και ό Στεφανίδης τήν περιορίζει μέχρι τό 380). Τήν πληροφορίαν αὐτήν ἀντλοῦμε ἀπό τόν Δοσίθεον Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Βασιλεύς Θεοδόσιος θέλοντας νά διαπιστώσῃ, ποία μερίδα εἶναι σύμφωνος μέ τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κάλεσε τούς πρωτοκαθέδρους ἑκάστης ἐξ αύτῶν νά δώσουν τήν ἰδικήν τους Ἔκθεσιν Πίστεως. Προσῆλθον δέ οἱ ἑξῆς: «Νεκτάριος ἐπίσκοπος τῆς καθόλου Ἐκκλησίας (Ὀρθόδοξος), Ἀγέλιος τῶν Ναυατιανῶν, Δημόφιλος Ἀρειανῶν, Εὐνόμιος τῶν Εὐνομιανῶν, καί τῶν Μακεδονιανῶν Ἐλεύσιος ὁ Κυζίκου...»[18].
Ἡ κατάστασις ὅμως αὐτή ἐσυνεχίσθη καί μετέπειτα, ὅπως θά ἰδοῦμε παρακάτω, καθώς ἑκάστη πλευρά ἐχειροτόνει τούς ὁμόφρονές της ἐπισκόπους∙ οὕτω βλέπομεν: «Ἐπί Ἀττικοῦ, πατριάρχης τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀρειανῶν ἦν ὁ γέρων Θεόδωρος, οὕτινος ἀποθανόντος εἰς ἡλικίαν ἐτῶν εἴκοσι καί ἑκατόν, ἐχειροτόνησαν οἱ ἀρειανοί πατριάρχην αὐτῶν τόν Βάρβαν»[19]. Ἡ τακτική ἑπομένως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά ἐγκαθιστᾷ ἐπισκόπους εἰς ἐπισκοπάς, ὅπου οἱ θρόνοι εἶχον ἀρπαγῇ[20] καί καταληφθῇ ἀπό αἱρετικούς ἦταν καθολική καί ὄχι περιστασιακή καί κατά τόπους, ὅταν βεβαίως καί οἱ συνθῆκες τό ἐπέτρεπαν[21]. Ὑπ’ αὐτό τό πνεῦμα κινούμενος (δηλ. τῆς συνειδήσεως ὅτι αὐτός καί μόνον εἶναι ὁ νόμιμος Πατριάρχης ἔναντι τοῦ ἐπεισάκτου) καί ὁ ὀρθόδοξος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης Ταλαΐας διεκδικοῦσε τόν θρόνον του ἔναντι τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου τῆς ἰδίας πόλεως Πέτρου τοῦ Μογγοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπεστηρίζετο ἀπό τόν ἐπίσης αἱρετικόν Ἀκάκιον Πατριάρχην ΚΠόλεως.[22] Περί αὐτοῦ ἀναφέρεται καί ὁ Φιλάρετος Βαφείδης εἰς τήν Ἱστορίαν του, λέγων τά ἑξῆς: «Κατά τό αὐτό ὅμως ἔτος ἀποθανόντος τοῦ Αἰλούρου ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, οἱ μονοφυσῖται ὡς διάδοχον αὐτοῦ ἐκλέγουσι Πέτρον τόν Μογγόν, ἐνῷ οἱ ὀρθόδοξοι μετά τόν θάνατον Τιμοθέου τοῦ Σαλοφακιόλου, Ἰωάννην τόν Ταλαΐα»[23] . Τελεία δέ ἦταν εἰς τήν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας ἀπ’ αὐτήν τήν ἐποχήν καί μετέπειτα ἡ ἐπικράτησις τῶν Μονοφυσιτῶν, εἰς σύγκρισιν πρός ἄλλα μεγάλα κέντρα τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὅπως τῆς Ἀντιοχείας, κ. ἄ., ἀφοῦ ἠ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ εἶχε μέ φανατισμόν ἀσπασθεῖ τήν αἵρεσιν. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν συνθηκῶν ἦταν οἱ ὀρθόδοξοι νά εὑρίσκονται κάτω ἀπό συνεχεῖς διωγμούς καί πιέσεις ὑπό τῶν αἱρετικῶν, εἰς σημεῖον νά στεροῦνται ἀκόμη καί ναούς, διά νά ἀσκοῦν τά λατρευτικά τους καθήκοντα. Τοσαύτη δέ ἦταν ἡ δύναμις αὐτῶν, ὥστε καί αὐτός ἀκόμη ὁ Αὐτοκράτωρ νά ἀδυνατῇ νά ἐπιβάλλῃ ὀρθόδοξον Πατριάρχην, ὅταν ἡ βούλησις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας εὐνοοῦσε τήν ἐγκαθίδρυσίν του. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἀκόμη ἕνας λόγος διά τόν ὁποῖον εὑρίσκομεν κάποτε εἰς τούς ἐπισκοπικούς θρόνους ἐπισκόπους μόνον τῆς μιᾶς μερίδος, δηλαδή ἡ ὕπαρξις ἰσχυράς παρουσίας αἱρετικῶν, ἤ καί ὀρθοδόξων ἐνίοτε[24], ἱκανῆς ὥστε νά καθιστᾷ τήν κρατικήν ἐξουσίαν ἀνήμπορον νά ἐπιβληθῇ! Ἴδωμεν ὅμως πρός πίστωσιν τῶν λεγομένων, πῶς ἀναγράφεται τό γεγονός: «Τότε ἐξεδιώχθησαν τῶν ἐπισκοπῶν των ὁ Ἀντιοχείας Σ ε υ ῆ ρ ο ς, ὁ Μαβούγ Ξεναΐας (ἤ Φιλόξενος) ὁ Ἀλικαρνασσοῦ Ἰ ο υ λ ι α ν ό ς κα ί ἄλλοι, ὥν οἱ πλεῖστοι κατέφυγον εἰς Ἀλεξάνδρειαν. Διότι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέν ἐτόλμα ὁ αὐτοκράτωρ νά προσβάλῃ τόν μονοφυσιτισμόν ὡς ὑποστηριζόμενον ὑπό τοῦ λαοῦ θερμῶς».[25]
Ἀντιθέτως εἰς τήν Ἀντιόχειαν ὁ χειροτονηθείς αἰρετικός πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Κωδωνᾶτος δέν ἐγένετο δεκτός ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τήν ἐποχήν ἐκείνην ἦσαν ἰσχυροί καί τόν ἀπεμάκρυναν. «Οὗτος κατήγετο ἐκ ΚΠόλεως καί ἐχειροτονήθη τό 476 ὑπό τοῦ μονοφυσίτου ἀρχιεπισκόπου Πέτρου τοῦ Κναφέως, τόν ὁποῖον ἐπανέφερεν ἐκ τῆς ἐξορίας ὁ σφετεριστής Βασιλίσκος, ἐπίσκοπος Ἀπαμείας. Δέν ἐγένετο ὅμως δεκτός ὑπό τῶν κατοίκων τῆς πόλεως καί διέτριβεν ἐν Ἀντιοχείᾳ (τά ἴδια προβλήματα ὡς φαίνεται εἶχον οἱ μονοφυσῖτες καί εἰς τήν Ἀπάμεια). Μετά τήν πτῶσιν τοῦ Βασιλίσκου καί τήν ἐξορίαν τοῦ Πέτρου τοῦ Κναφέως ἐξελέγη ὑπό τῶν ὀμοφρόνων του ὡς διάδοχος τούτου. Διά τῶν ἐνεργειῶν ὅμως τῶν ὀρθοδόξων ἀπεμακρύνθη τῆς ἀρχῆς μετά τρίμηνον πιθανῶς καθαιρεθείς ὑπό συνόδου συνελθούσης ἐν τῇ πόλει ταύτῃ»[26] Οἱ μονοφυσῖτες παρά τήν ἀναδιοργάνωσίν τους ἀπό τόν ἐπίσκοπον Ἰάκωβον Βαραδαῖον (ἐκ τοῦ ὁποίου ἔκτοτε οἱ μονοφυσῖτες τῆς Συρίας ἔλαβαν τό ὄνομά τους) δέν ἐπέτυχαν νά γίνουν κύριοι τῆς ἀρχῆς καί ἔκτοτε ἀπετέλεσαν διακεκριμένην ἐκκλησίαν, ἔχουσαν τάς ἀρχάς της εἰς τόν Ε΄ αἰῶνα. Παρά τάς ἀκαταστάτους ὅμως καί ἀνωμάλους αὐτάς συνθήκας «ἡ διαδοχή τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καί πατριαρχῶν (εἰς τήν Ἀντιόχειαν) οὐδέποτε διεκόπη», ἀλλά καί «οἱ Ἰακωβῖται (Μονοφυσῖτες) πατριάρχαι διεδέχοντο χωρίς διακοπήν ὁ εἷς τόν ἕτερον καί ἡ διαδοχή τῶν ἐπισκόπων, μολονότι οὗτοι περιωρίζοντο εἰς ἀριθμόν, ἐπροχώρει» [27]. Οὕτω Πατριάρχες καί λοιποί ἐπίσκοποι ἑκάστης μερῖδος ἐποίμαινον καί ποιμένουν ἀπό τήν ἐποχήν τῆς Βυζαντινῆς ἐπικυριαρχίας ἕως καί σήμερον παραλλήλως τήν χῶραν τήν Συρίας[28]. Νά σημειώσωμεν ὅμως, ὅτι διαδοχή παραλλήλων Πατριαρχῶν ὑπῆρχεν καί εἰς ἄλλας αἱρέσεις, ὅπως τῶν Νεστοριανῶν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα κατά τόν 8ον αἰῶνα ἔφθασαν εἰς τό μέγιστον τῆς ἰσχύος των[29].

Σχίσματα καί διπλοί Πάπαι ἐν Ῥώμῃ.

Δυστυχῶς ὅμως οὔτε ἡ Ῥώμη ἔμεινε ἄγευστος τοιούτων καταστάσεων, ἀλλά πολλάκις κατεσπαράσσετο ὑπό ἐσωτερικῶν σχισμάτων, τά ὁποῖα μάλιστα ἔγιναν πρόξενα ἀκόμη καί αἱματοχυσιῶν∙ ἄς ἀνατρέξωμεν λοιπόν εἰς τήν Ἱστορίαν τοῦ Βαφείδου διά νά ἴδωμεν τά γεγονότα αὐτολεξεί: «...μετά τήν ἐξορίαν δηλ. τοῦ Ῥώμης Λιβερίου διάδοχος αὐτοῦ ἐξελέγη ὁ Φῆλιξ∙ ἀλλά μετ’ ὀλίγον ὑπογράψας ὁ Λιβέριος τήν ἐν Σιρμίῳ ὁμολογίαν ἐπέστρεψεν εἰς Ῥώμην καί διώκει (διοικοῦσε) κοινῶς μετά τοῦ Φήλικος. Ἐν τούτοις μετά τήν ἐξορίαν τοῦ Λιβερίου μερίς τις αὐτοῦ ἀπεσχίσθη τῆς λοιπῆς ἐκκλησίας καί δέν ἀνεγνώρισε τόν Λιβέριον καί ἐπιστρέψαντα. Ὁ Λιβέριος ἀπέθανε τό 366, ἀντί δέ ἑνός ἐπισκόπου ἐξελέγησαν δύο, ὁ Δάμασος καί ὁ Οὐρσῖνος∙ ἀλλ’ αἱ δύο μερίδες τοσοῦτον ἐξηγριωμέναι ἦσαν κατ’ ἀλλήλων, ὥστε περιῆλθον εἰς αἱματηράν ῥῆξιν∙ ἡ μερίς τοῦ Δαμάσου ἐπετέθη κατά τῆς τοῦ Οὐρσίνου καί ἐφόνευσε 137 ἐκ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ»[30].
Ὑπάρχουν ὄμως καί ἄλλες πολλές περιπτώσεις, ὅπου ἡ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία εὑρέθη κάτω ἀπό παρόμοιες καταστάσεις διχασμοῦ. Βλέπουμε λοιπόν κατά τό ἔτος 418, ἐπί Πάπα Βονιφατίου Α,΄ νά διεκδικῇ τόν θρόνον ἕτερος Πάπας ὁ Εὐλάλιος∙ ἐπίσης κατά τά ἔτη 498-514 καί ἐνῷ εἰς τόν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης ἀνέβη ὁ Πάπας Σύμμαχος, μετά τόν θάνατον τοῦ Ἀναστασίου, ταυτοχρόνως ἐφηφίσθη ὑπό τινῶν ἐπισκόπων ἕτερος Πάπας Λαυρέντιος τῷ ὀνόματι, μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψουν πολλές ταραχές καί σκάνδαλα δι’ ἀρκετά ἔτη.[31] Δύο ἄλλα σχίσματα κατά τούς χρόνους Ἰουστινιανοῦ τοῦ αὐτοκράτορος κατετάραξαν τήν ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης∙ τό πρῶτον μεταξύ τῶν Παπῶν Βονιφατίου Δ΄ καί Διοσκόρου καί τό δεύτερον καί χειρότερον μεταξύ Παπῶν Σιλβερίου καί Βιγιλίου.[32] Διά νά μήν μακρηγοροῦμε ὅμως μέ τάς πολλάς ἀναφερομένας περιπτώσεις ὅπου εἰς τόν ἐπισκοπικόν θρόνον τῆς Ῥώμης ἀνῆλθον διπλοί Πάπες, ἄς ἀνατρέξῃ ὁ φιλίστωρ εἰς τούς Πατριαρχικούς καταλόγους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Στεφανίδου (σελ. 802) καί θά εὕρῃ ἐκεῖ τάς ἀποδείξεις, ὅπου ἀναζητᾷ.[33]

Σχισματικοί Ναυατιανοί κ.ἄ.

Ἡ διαμάχη ὅμως διά τήν ἐπικράτησιν εἰς τούς ἐπισκοπικούς θρόνους δέν ὑφίστατο μόνον μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν διαφόρων ἀρειανικῶν ἐκφάνσεων, ἀλλά καί μέ ἄλλες αἱρετικές καί σχισματικές ὀμάδες, ὅπως τῶν Ναυατιανῶν κ. ἄ.. Ἄλλωστε ἡ ὕπαρξις τοιούτων ἐπισκόπων φανερά γίνεται καί ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου ἠσχολήθησαν μέ τήν καταδίκην ἤ καί μέ τήν ἀποδοχήν αὐτῶν εἰς τούς κόλπους της, ὅταν οὗτοι ἐπιθυμοῦσαν νά ἐνταχθοῦν εἰς Αὐτήν[34]. Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν προήρχοντο ἀπό πόλεις ὅπου συνυπῆρχαν ἐπίσκοποι ἀνήκοντες εἰς διαφορετικάς μερίδας. Βλέπομεν οὕτως, ταυτοχρόνως (ἐν ἔτει 381) μέ τόν ὀρθόδοξον πατριάρχην ΚΠόλεως Γρηγόριον τόν Θεολόγον[35] νά συνυπάρχῃ καί πατριάρχης σχισματικός, ὀνόματι Μάξιμος, ὁ ἐπιλεγόμενος ‘’κυνικός’’[36], τόν ὁποῖον τελείως ἀντικανονικῶς καί χωρίς καμίαν δικαιοδοσίαν ἐχειροτόνησεν ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Τιμόθεος (ἤ ὁ Πέτρος), τόν ὁποῖον καί καθήρεσεν ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Βλέπομεν ἐπίσης τούς σχισματικούς Ναυατιανούς νά ἔχουν ὄχι μόνον ἰδικόν τους πατριάρχην, ἀλλά καί ἱεραρχίαν συγκροτοῦσαν ὁλόκληρον Σύνοδον! «Καί οἱ ναυτιανοί (ἀναφέρουν οἱ Πατριαρχικοί Πίνακες) εἶχον ἴδιον πατριάρχην ἐν Κωνσταντινουπόλει καί τόν μέν συγχρόνως τῇ Α' Οἰκουμενικῇ συνόδῳ ζῶντα Ἀκέσιον εὗρεν αὐστηρότατον ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, τοῦτον δέ πιθανῶς διεδέξατο ὁ Ἀγέλιος, ἄνθρωπος εὐάρεστος, ἀποστολικόν ζήσας βίον, κατά τόν Σουΐδαν, ἀλλ’ οὐχί πεπαιδευμένος∙ οὗτος ἐποίμανε τούς ναυατιανούς ἔτη τεσσαράκοντα, ἀπό τό 345—385, ὅτε ἀπέθανε. Ὁ Ἀγέλιος ἤ Ἀγγέλιος ἐχειροτόνησε διάδοχον τόν σοφώτατον τῶν ἁγίων Γραφῶν ἀλλά καί φιλοσοφίας γνώστην πρεσβύτερον Σισίνιον, ἀλλ’ ἐπειδή οἱ ὀπαδοί αὐτοῦ ἐμεμψιμοίρουν, ὅτι παρεῖδεν ἄλλον ἱερέαν ἐπίσημον καί εὐλαβῆ τόν Μαρκιανόν, ὁ καλός Ἀγέλιος ἀφείς τόν Σισίνιον ἐπιχειροτόνει τόν Μαρκιανόν, παραγγείλας αὐτόν νά ἔχωσιν ἐπίσκοπον, αὐτοῦ δ’ ἀποθανόντος ’να λάβωσι τόν Σισίνιον. Μετά τινα χρόνον, ἀποθανόντος τοῦ Μαρκιανοῦ, τῶν ναυατιανῶν τήν ἐπισκοπήν ἀνέλαβεν ὁ Σισίνιος, παρατείνας τήν ποιμαντορίαν ἄχρι τῶν χρόνων τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτε μέλλομεν νά συναντήσωμεν αὐτῷ»[37]. Σημειωτέον δέ, ὅτι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἐπετράπη εἰς τούς Ναυατιανούς νά ἔχουν μέσα εἰς τήν πόλιν τῆς ΚΠόλεως ἐκκλησίας, ἦταν, ὅτι μόνον αὐτοί συμφωνοῦσαν μέ τούς ὀρθοδόξους ὡς πρός τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως[38]. Διαπιστώνωμεν λοιπόν καί πάλιν, ὅτι παντοῦ καί πάντα ἡ κρατική ἐξουσία ἦταν ὁ ῥυθμιστής τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, λειτουργοῦσα ἀναλόγως πρός τό νομιζόμενον συμφέρον της, ἄλλες φορές εὐεργετοῦσα καί ἄλλες κατατρέχουσα τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησίαν ἤ καί τούς αἱρετικούς ἀντιστοίχως! Κάτω λοιπόν ἀπό ἕνα τοιοῦτον καθεστώς κρατικῆς κηδεμονίας δέν νομίζω, ὅτι εἶναι ἀπορίας ἄξιον, τό πῶς ἔφθασεν ἡ κάθε μερίδα νά ἀνταγωνίζεται τήν ἄλλην πρός τόν προσεταιρισμόν τῆς κρατικῆς ὑποστηρίξεως. Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό ἄτυπον σύστημα τῆς συναλληλίας εἰς τάς σχέσεις της μέ τό κράτος κατόρθωσεν νά διασταθμίσῃ τήν θέσιν της καί νά διατηρήσῃ οὕτως τόν θεοσύστατον χαρακτῆρα χωρίς νά καταλήξῃ γρανάζι τῆς ὅλης κρατικῆς μηχανῆς, ὅπως τοὐναντίον ἔπαθεν ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀπόσχισίν της ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μετά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος μας.[39]

Κοσμᾶς Ἀλεξανδρείας

Ἀξιοσημείωτος ὅμως, ἀλλά καί πλέον ἐνδεικτική διά τάς συνθήκας ὅπου ἐβίωναν εἰς τάς δυσκόλους ἐκείνας ἐποχάς οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Κοσμᾶ (727-768). Οὗτος ὁ Κοσμᾶς προήρχετο ἐκ τῆς μερίδος τῶν Μονοθελητῶν (σημ. ὁ Μονοθελητισμός ὡς γνωστόν εἶχε ἐπικρατήσει τελείως εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ πατριάρχου Κύρου[40]), ὅστις καί μεταστραφείς[41] εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν ἔγινε ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Πατριάρχης μετά τήν κατάκτησιν τῆς πόλεως ἀπό τούς Ἄραβας τό 640 μ.Χ.! Κατόπιν τούτου προέβη εἰς μεγάλους ἀγῶνας ἐναντίον τῶν μονοφυσιτῶν τῆς Αἰγύπτου καί δή κατά τοῦ πατριάρχου αὐτῶν Μιχαήλ Α΄ ἤ Χαήλ (743-766), (τῶν ὁποίων ἡ διαδοχή συνεχιζόταν κανονικῶς χωρίς διακοπή), πρῶτον διά τήν ἐπιστροφήν τῶν ἁρπαγεισῶν ὑπ’ αὐτῶν ναῶν καί δεύτερον διά τήν ἀναγνώρισιν αὐτοῦ ὡς τοῦ νομίμου Πάπα καί Πατριάρχου τῆς Ἀλεξανδρείας καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλης τῆς Αἰγύπτου. Διά τόν λόγον δέ αὐτόν μετέβη τό 749 ἤ 750 εἰς τήν Δαμασκόν διά νά παρασταθῇ εἰς τόν Χαλίφην διεκδικών ὅλας τάς ὑπό τῆς μουσουλμανικῆς πολιτείας ἀνεγνωρισμένας πρός τούς χριστιανούς προνομίας, οἱ ὁποῖες εἶχον δοθῆ παρανόμως ὑπό τῶν διοικητῶν τῆς Αἰγύπτου εἰς τούς Κόπτας[42]. Ἀξία προσοχῆς εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν, εἰς τόν ἱστορικόν Κεδρηνόν, λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ Συγγραφεύς (ὁ Κεδρηνός σ.σ.) λέγει πῶς ἔγινεν ὁ Κοσμᾶς πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τῷ ψμβ΄ (742), ἀλλ’ ἦν χηρεύουσα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό ψιβ΄ (712), ἕως σχεδόν τοῦ ψνε΄ (755), ἐν τῷ μεταξύ αἱρετικοί Ἰακωβῖται ἦσαν Συμεών, Ἀλέξανδρος, Κοσμᾶς καί Θεόδωρος, εἰς τόν καιρόν ὅπου ἔλαβεν ἡ τῆς Ἀλεξανδρείας Ἐκκλησία ὀρθόδοξον ποιμένα τόν Κοσμᾶν ἐν ἔτει ψνε΄ (755). (Τόμ. 2ος, σελ. 227, ὑποσημ. γ΄). Βλέπομεν λοιπόν καί πάλιν συνύπαρξιν ταὐτοχρόνως εἰς μίαν καί τήν αὐτήν Ἐπισκοπήν πολλῶν ἐπισκόπων διαφορετικῶν δογματικῶν δοξασιῶν, χωρίς ἐν τούτοις οἱ αἱρετικοί νά λογίζονται οἱ νόμιμοι κατά διαδοχήν ἐπίσκοποι, ἐλλείψει ὀρθοδόξου, τό ἐναντίον μᾶλλον οἱ Ἐπισκοπές ἐθεωροῦντο χηρεύουσες.

Λατινοκρατουμένη Ἀντιόχεια.

Μέ τάς δοξασίας αὐτάς τοῦ π. Εὐθυμίου δέν νομίζω ἀσφαλῶς νά ἦσαν σύμφωνοι οὔτε καί αὐτοί οἱ Λατῖνοι, καθώς ἡ διαχρονική τακτική τους ἄλλα φανεροῖ. Οὕτω λοιπόν ἀμέσως μετά τό σχίσμα (1054), πιστεύοντες στερρῶς ὅτι αὐτοί καί μόνον ἐκπροσωποῦν τήν ἀληθινήν ἐκκλησίαν, ὄχι μόνον κατεφρόνησαν τάς ἄλλας ἐκκλησιαστικάς δικαιοδοσίας ἄλλά καί ἀπηνῶς τάς κατεδίωξαν. Μέ τό πρόσχημα δέ τῶν σταυροφοριῶν κατέλαβον ὅλας σχεδόν τάς ἐπαρχίας τῶν παλαιφάτων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, εὑρίσκοντες πρόσφορον ἔδαφος δι’ ἐφαρμογήν τοῦ σκοποῦ των, μέ ἀποτέλσμα οἱ Ὀρθόδοξοι νά ὑποστοῦν τά πάνδεινα ὑπ’ αὐτῶν. Πολλές ἦσαν οἱ περιπτώσεις ὅπου οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐξαναγκάζονταν νά ἐγκαταλείψουν ἀκουσίως τούς θρόνους τους ἕνεκα τῆς ἀπανθρώπου συμπεριφορᾶς τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι ὡς πρῶτον μέλημα τους ἐκτός ἀπό τάς δῃώσεις (λεηλασίας) εἶχον καί τάς ἁρπαγάς τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων! Χαρακτηριστική περίπτωσις τοιαύτης συμπεριφορᾶς εἶναι τά γεγονότα ὅπου συνέβησαν εἰς τήν πόλιν τῆς Ἀντιοχείας: «Κατά τά τέλη τοῦ 1091 (ὁ ὀρθόδοξος Πατριάρχης Ἰωάννης), μετέβη εἰς Ἀντιόχειαν, ἥτις ἀπό ἑπταετίας κατείχετο ὑπό τῶν Σελτζούκων Τούρκων... Ἐπέπρωτο δέ νά ἴδη καί τήν ἅλωσιν τῆς Ἀντιοχείας ὑπό τῶν σταυροφόρων (3 Ἰουνίου 1098), οἱ ὁποῖοι κυριεύσαντες τήν πόλιν ἵδρυσαν τήν φράγκικην ἡγεμονίαν τῆς Ἀντιοχείας καί παραγκωνίσαντες τόν ὀρθόδοξον πατριάρχην ἐγκαθίδρυσαν Λατῖνον μετά πολυαρίθμου Κλήρου. Μετά δύο ἔτη ἠναγκάσθη ὁ Ἰωάννης νά ἀπομακρυνθῇ τῆς Ἀντιοχείας καί ἐπανακάμψας εἰς ΚΠολιν ὑπέβαλεν τῇ 19ῃ Ὀκτ. τοῦ 1100 τήν παραίτησίν του ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, ἀποκαμών ἐκ τῶν ταλαιπωριῶν καί ἀσθενειῶν...».[43]
«Οἱ πατριαρχικοί θρόνοι Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας (γράφει ἐπίσης καί ὁ Βλάσιος Φειδᾶς) ὑπέστησαν πρῶτοι τίς ὀδυνηρές συνέπειες τῆς ἱδρύσεως τῶν λατινικῶν κρατιδίων σέ ἐδάφη τῆς δικαιοδοσίας τους μετά τήν πρώτη σταυροφορία, ἀφοῦ οἱ σταυροφόροι ἐπέβαλαν στούς θρόνους αὐτούς λατίνους πατριάρχες καί ἀξίωναν τήν ὑποταγή τῆς ὀρθοδόξου ἱεραρχίας καί τοῦ κλήρου στήν παπική αὐθεντία μέ τήν ἀπειλή ἐκθρονίσεως ἤ καί διωγμῶν ἐναντίον τῶν ἀντιδρώντων. Πράγματι, οἱ πατριαρχικοί θρόνοι τῆς Ἀνατολῆς παρέμειναν κενοί γιά μεγάλες περιόδους, οἱ δέ πατριάρχες τῶν θρόνων αὐτῶν ἐξελέγοντο καί διέμεναν στήν ΚΠὀλη, ἐφ’ ὅσον δέν ἦταν δυνατή ἡ ἐγκαθίδρυσή τους στήν Ἀντιόχεια ἤ στά Ἱεροσόλυμα»[44]. Ἔστω ὅμως καί μακράν τῶν θρόνων τους οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες ἐσυνέχιζαν νά χειροτονοῦνται κανονικῶς καί διαδοχικῶς εἰς αὐτούς, μή ἀναγνωρίζοντες παντελῶς τήν παρουσίαν Λατίνων ψευδοπατριαρχῶν.

Λατῖνοι Ψευδοπατριάρχαι καί Ὀρθόδοξος ἀμυντική τακτική.

Ἄλλήν μίαν μαρτυρίαν διά τήν αὐθεντικήν στάσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (δηλ. τῆς ἀδιακόπου συνεχίσεως τῆς διαδοχῆς τῶν χειροτονιῶν) βλέπομε καί πάλιν ξεκάθαρα εἰς τήν ἀφήγησιν τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου[45] διά τά χρόνια τῆς Λατινοκρατίας εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν. Ἄς τόν ἀκούσωμεν: «Ἐποίησαν οἱ Λατῖνοι εἰς τήν Κων/πολιν ψευδοπατριάρχην Θωμᾶν βενέτικον, ψαλιδωτά φοροῦντα (παντελόνια), καί τό γένειον χεῖρον δρώπακος ἐξυρισμένον ἔχοντα, ἔστειλεν καί ὁ Πάπας Λεγᾶτον τινά Πελάγιον ὀνόματι, ἐρυθροβαφῆ καί ἀλλόκοτα ἱμάτια ἐνδεδυμένον, καί ἐβίαζε τούς πολίτας παπίσαι, ἐκρέμα τούς Μοναχούς, ἐδέσμευε τούς Ἱερεῖς, καί τούς Ναούς τούς ἁγίους ἔκλειε, ἵνα ὁμολογήσωσι τόν παπισμόν, ὅθεν ἑτοιμαζομένων φυγεῖν τῶν πολιτῶν, Ἐρρῆς ὁ Βυζαντίου τότε Βασιλεύς τό ἀπότομον τοῦ Λεγάτου ἐκώλυσε, καί ἤνοιξε καί τάς Ἐκκλησίας, πόλλοι ὅμως καί Μοναχοί καί Κληρικοί καί Ἄρχοντες πρός τόν Λάσκαριν ἀνεχώρησαν εἰς τήν Νίκαιαν διά ταῦτα, ὥς φησιν, ὁ Ἀκροπολίτης, ἀλλά καί ἐν ὅσῳ ὥρισαν τήν ΚΠολιν, Ἀντιόχειαν καί Ἱερουσαλήμ, ἐχειροτόνουν ἐκεῖ ψευδοπατριάρχας αὐτῶν, εἴων ὅμως καί ἐχειροτόνουν καί αἱ Ἐκκλησίαι Πατριάρχας τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ὀρθόδοξος ἐννοεῖται), καίπερ καί ἐπεβούλευον αὐταῖς, καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐκώλυον, καθώς ἐσημείωσε τοῦτο καί ὁ Βαλσαμών Θεόδωρος, ὅν οὐκ εἴων (δέν ἄφηναν) οἱ Λατῖνοι ἀπελθεῖν εἰς τόν θρόνον αὐτοῦ τήν Ἀντιόχειαν».[46] Δέν χωρᾶ ἀμφισβήτησιν, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν καιρῷ μάλιστα διωγμῶν καί πιέσεων ἀπό πλευρᾶς τῶν Λατίνων ἐποίουν χειροτονίας Πατριαρχῶν, (ἀλλά βεβαίως καί τῶν ἄλλων βαθμῶν τοῦ κλήρου), καταφρονοῦντες καί παραβλέποντες τάς ἁρπαγάς τῶν θρόνων τους ἀπό ψευδοπατριάρχας καί λοιπούς ψευδεπισκόπους∙ οὔτε ἐταράσσοντο ἀπό ἀνοήτους νομικισμούς βλέποντες τούς θρόνους των μετατιθεμένους εἰς διαφορετικάς πόλεις καί χώρας. Τρανταχτόν παράδειγμα εἶναι, ὅτι μετά τήν ἐνθρόνισιν εἰς ΚΠόλιν τοῦ λατίνου ψευδοπατριάρχου καί τήν φυγήν τοῦ Ὀρθοδόξου οἱ Ὀρθόδοξοι συνέχισαν τήν κανονικήν χειροτονίαν Πατριαρχῶν ΚΠόλεως εἰς ἑτέραν ὅμως πόλιν τήν Νίκαιαν, ἔως καί τήν ἀνακατάληψιν τῆς πόλεως ὑπό τοῦ Ἕλληνος στρατηγοῦ Στρατηγοπούλου. Οἱ Λατῖνοι μάλιστα ἐκώλυαν τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά πλησιάσουν τούς θρόνους τους, ὥστε νά φαίνονται μόνον αὐτοί οἱ γνήσιοι διάδοχοι ἐκείνων, ὅπως βλέπωμεν καί ἀπό τήν ἀναφοράν τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος. Ἀναρρωτώμεθα λοιπόν, ἐάν οἱ τότε Ὀρθόδοξοι εἶχον τάς θεωρίας τοῦ π. Εὐθυμίου, συμφώνως πρός τάς ὁποίας ἔπρεπεν νά περιμένουν τήν ἀνακατάληψιν τῆς ΚΠόλεως ὑπό τῶν Ἑλλήνων διά νά προβοῦν εἰς ἀνάδειξιν ἰδικοῦ των Πατριάρχου, ἐκδιωχθέντος τοῦ Λατίνου διά τόν φόβον ὑπάρξεως διπλοῦ ἐπισκόπου εἰς μίαν ἐπισκοπήν, θά ὑπῆρχεν ἆρα σήμερον ὀρθόδοξος διαδοχή εἰς τήν ΚΠόλιν ἤ καί ὅπου δήποτε ἀλλοῦ; Τοῦτο ἀσφαλῶς εἶναι κατά πολύ ἀμφίβολον! Τί θά ἔκαμε ὁ π. Εὐθύμιος εἰς τήν θέσιν τῶν τότε Ὀρθοδόξων, τῶν ὁποίων ὁ Πατριαρχικός θρόνος εἶχε καταληφθῇ ὑπό τῶν αἱρετικῶν Λατίνων; Ἁπλῶς θά ἐπερίμενε ἀδρανής; Δέν ἐννοεῖ, ὅτι μέ αὐτάς τάς ῥηξικελεύθους διδασκαλίας ὑπηρετεῖ ἀρίστως τά σχέδια καί τούς σκοπούς τῶν ἀνά τῶν αἰώνων ἐπιβούλων τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας μας; Τό συμπέρασμα λοιπόν εἶναι, ὅτι βάσει τῆς θεωρίας του αὐτῆς συνεπάγεται, ὅτι οἱ λεγόμενοι ψευδεπίσκοποι ἐκλαμβάνονται ὡς νόμιμοι διεκδικητές τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκοπικῶν θρόνων, ἄρα ὡς ἰσόνομοι καί ἰσότιμοι τῶν Ὀρθοδόξων! [47] (Ὅπερ ἀτοπώτατον). Δηλαδή μόνον εἰς τά λόγια τούς ὀνομάζουν ψευδεπισκόπους!

Λατινοκρατουμένη Κύπρος.

Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα καταφρονήσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου εἶναι αὐτό, τό ὁποῖον μᾶς διηγεῖται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εἰς τό βιβλίον του ‘’Ἐκκλησία τῆς Κύπρου’’[48]. Ἀπό τόν καιρόν τῶν Σταυροφοριῶν ἡ Κύπρος εἶχε κατακτηθῇ ὑπό τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι ἐκτός τῆς πολιτικῆς ξενοκρατίας ἐπέβαλον καί τήν ἐκκλησιαστικήν. Καταργήσαντες οὗτοι τελείως τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐσύστησαν τήν παπικήν Ἀρχιεπισκοπήν, εἰς τήν ὁποίαν ὑπήγαγον τόν ἐναπομείναντα ὀρθόδοξον κλῆρον, ὁ ὁποῖος πλέον ἠναγκάζετο νά ἀναγνωρίζῃ ὡς κεφαλήν του τόν Πάπαν. «Οὐδαμοῦ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι» γράφει ὁ Ἱστορικός συγγραφεύς, καθώς «ὑπό λατῖνον ὑπέκειντο Ἀρχιεπίσκοπον καί δι’ αὐτοῦ ὑπό τόν Πάπαν Ῥώμης». Διά τόν λόγον αὐτόν καί τό Πατριαρχεῖον ΚΠόλεως παρά τάς παρακλήσεις τῶν Κυπρίων ὅπως ἑνωθοῦν μετ’ αὐτό, ἠρνεῖτο τοῦτο καθώς τούς ἐθεώρει σχισματικούς![49] Κατά τό ἔτος λοιπόν 1570 οἱ Τούρκοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τήν κατεχομένην ὑπό τῶν Λατίνων Κύπρον, κατακυριεύσαντες αὐτήν ἄνευ σοβαράς ἀντιστάσεως. Ἐπηκολούθησεν δέ ἡ ὑπό τῶν Τούρκων ἐκδίωξις τῶν Λατίνων καί ἡ ἀποκατάστασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας εἰς τούς παλαιούς θρόνους των. Περιγράφων λοιπόν ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τήν δεινήν αὐτήν κατάστασιν εἰς ἥν περιῆλθεν ἡ ἁγιοτόκος νῆσος, ἀναφέρει σύν τοῖς ἄλλοις καί περί ἑνός φανατικοῦ λατινόφρονος κυπρίου Δομινικανοῦ μοναχοῦ, Ἀγγέλου Καλεπίου τῷ ὀνόματι, ταῦτα τά σημαντικά διά τό θέμα μας: «Δομινικανός μοναχός Ἄγγελος Καλέπιος, μετά χαιρεκακίας εἶδε τήν ὑποδούλωσιν τῶν Κυπρίων ὑπό τούς Ἀγαρηνούς, θεωρήσας αὐτήν ὡς τιμωρίαν, δῆθεν, παρά Θεοῦ διά τήν ἀπείθειαν αὐτῶν πρός τόν Πάπαν Ῥώμης. Λησμονήσας δέ ὅτι ὅπου ἐπέδραμον οἱ Λατῖνοι, εἶχον ἐκδιώξει τούς κανονικούς ἱεράρχας, ἐγκαθιδρύσαντες ἰδίους ἐπεισάκτους Ἐπισκόπους, μετ’ ἀγανακτήσεως ἀνέγραψε γεγονός ὅτι μετά τήν τουρκικήν κατάκτησιν ἐγκαθιδρύθη ἐν Κύπρῳ Ἀρχιεπίσκοπος (Ὀρθόδοξος σ.σ.), ἐνῷ ἔζη ἔτει ὁ λατῖνος Ἄρχιεπίσκοπος»! Ἐχολώθη λοιπόν ὁ Λατῖνος μοναχός διά τήν ἐνθρόνησιν Ὀρθοδόξου Ἀρχιεπισκόπου, ζῶντος τοῦ λατίνου, τόν ὁποῖον θεωροῦσε ὡς τόν μόνον νόμιμον καί ἀναντικατάστατον, πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου, δυστυχῶς ἀκόμη καί σήμερον τινές δέν ἠμποροῦν νά ἐννοῆσουν! Ἴσως ἐάν ἔζων κατ’ ἐκείνην τήν ἐποχήν καί εἶχον εἰς τάς χείρας των αὐτοί τά ἠνία τῆς Ἐκκλησίας νά ἔπραττον ἄλλως, ἴσως δηλαδή, νά ἐπερίμεναν νά τούς προσφερθῇ ἐθελουσίως ἡ Ἀρχιεπισκοπή ἔδρα ὑπό τῶν Λατίνων, ἵνα μή θίξωσιν τήν ὁμαλήν διαδοχήν... καί εὑρεθοῦν ἀντικανονικῶς δύο ἐπίσκοποι εἰς μίαν ἐπισκοπήν!!! Ἐάν αὐτό δέν εἶναι ἀναγνώρισις αὐθεντίας καί κανονικότητος τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν, τότε τί ἄλλο ἠμπορεῖ νά εἶναι;

Λατινοκρατούμεναι Ἀθῆναι.

Εἰς ἕτερον βιβλίον του, «Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν»,[50] ὁ προαναφερόμενος συγγραφεύς περιγράφει τήν κατά τήν αὐτήν ἐποχήν χαλεπήν ἕνεκα τῆς λατινοκρατίας κατάστασιν εἰς τήν Μητρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν. Ἄν καί οἱ Λατῖνοι ὅπου ἐκυρίευσαν τήν Ἀττικήν ἦταν ἠπιότεροι ἀπ’ ἐκείνων τῆς Κύπρου, ἐν τούτοις καί αὐτοί μέ δυναστικόν τρόπον ἐξέβαλον τόν ὀρθόδοξον Μητροπολίτην Ἀθηνῶν, ἀφήνοντες τόν θρόνον κενόν διά 190 ἔτη, ἔως τῆς ἐπαναφορᾶς του, καί τοῦτο διά λόγους πολιτικῆς ἀπό τόν ἐπιεικῆ Δοῦκα Νέριον Ἀτζαϊώλη. Λόγῳ ὅμως τοῦ ἀντιλατινικοῦ ἀγῶνος τοῦ Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου καί τῶν διαδόχων του καί τῆς στηρίξεως τοῦ ποιμνίου των εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, οἱ Λατῖνοι ἀντικατέστησαν τό 1453 τόν τελευταῖον ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων (Μητροπ. Γερβάσιον), ἀντικαταστήσαντες αὐτόν μέ λατινόφρονα ἀποδεχόμενον τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας καί μνημονεύοντα εἰς τά Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τόν Πάπαν!
Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος θεωρεῖ τό ὀρθόδοξον ποίμνιον τῶν Ἀθηνῶν, καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς κατοχής τοῦ θρόνου ὑπό λατινόφρονος ἐπισκόπου, ‘’ἀποίμαντον’’. Σημειωτέον δέ, ὅτι οἱ Λατῖνοι ἅμα τῇ καταλήψει τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἐγκατέστησαν ἰδικόν τους Ἀρχιεπίσκοπον, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἐπαναφοράν τοῦ Ὀρθοδόξου ἀλλά καί ἀργότερα τοῦ ἀντικατασταθέντος λατινόφρονος ἀσκοῦσε μετ’ αὐτῶν τά καθήκοντά του παραλλήλως! Ὁ δέ λατινόφρων δροῦσε ὡς Οὐνίτης. Ἡ λατινική Ἀρχιεπισκοπή κατηργήθη ἅμα τῇ τουρκικῇ κατακτήσει (1456), ἡ ὁποία καί ἐπέφερεν τήν ἐπικράτησιν τῆς ὀρθοδόξου ἱεραρχίας. Οἱ Λατῖνοι λοιπόν, ὅπως βλέπομεν, οὐδέποτε ἐλάμβανον ὑπ’ ὄψιν τους, ἐάν εἰς τάς ἐπαρχίας, ὅπου κατακτοῦσαν ἤ προσηλύτιζον, ὑπῆρχεν ἐπίσκοπος ἑτέρας πίστεως, ἀλλά τελείως συνεπεῖς εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν τους (εἰς ἀντίθεσιν πρός τούς σημερινούς ἡμετέρους), ἐγκαθιστοῦσαν ἰδικούς των ἐπισκόπους, ὡσάν νά ἐποίμανον εἰς παρθένα ἱεραποστολικῶς ἐδάφη...!

Ἡ κατάστασις σήμερον.

Τό περίεργον εἶναι, ὅτι συναντῶμεν τήν ἀταξίαν αὐτήν ὄχι μόνον εἰς χρονικάς περιόδους ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἐβάλετο ἀπό αἱρέσεις, ἀλλά καί εἰς καιρούς σχετικῆς εἰρήνης, ὅπου οἱ μέν ἐξωτερικοί ἐχθροί κατεσίγαζον, οἱ δέ ἐσωτερικές διαμάχες καλά κρατοῦσαν. Δέν εἶναι ὀλίγες μάλιστα οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἐμακροθύμησεν καί ἠνέχθη καταστάσεις λίαν ἀντικανονικές, ἀποβλέπουσα εἰς τό γενικότερον συμφέρον καί καλόν. Τί νά εἰπῇ κανείς διά τήν σημερινήν κατάστασιν ὅπου ἐπικρατεῖ εἰς τήν μακρινήν ἥπειρον τῆς Ἀμερικῆς, εἰς τήν ὁποίαν συναντῶμεν ἕνα τραγικόν φαινόμενον, ἐγεῖρον πολλάκις τόν γέλωτα καί τήν εἰρωνείαν τῶν χαιρεκακούντων αἱρετικῶν, νά βλέπωμεν δηλαδή εἰς μίαν καί τήν αὐτήν ἐπισκοπήν πλείστους ἐπισκόπους, ἀνήκοντας εἰς διαφορετικήν ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, κοινωνικούς ὅμως πρός ἀλλήλους!!! Ὁ μέν ἀνήκει εἰς τήν Ἐλληνικήν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀμερικῆς, ὁ δέ εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, ὁ ἄλλος εἰς τούς Οἰκουμενιστάς Ῥώσους τῆς Διασπορᾶς, ἕτερος εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας... καί πάει λέγοντας!
Ἐάν δικαιολογεῖται ὅμως, ὡς λέγουν, αὐτή ἡ κατάστασις διά τήν Ἀμερικήν λόγῳ τῆς νεωστί ἀνακαλύψεώς της, ποίαν δικαιολογίαν βρίσκουν διά τήν ἡμετέραν ἥπειρον τῆς Εὐρώπης, ὅπου ἔχει εὐαγγελισθῇ κατά τό πλεῖστον αὐτῆς ἤδη ἀπό τούς χρόνους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καί ἐγκατέστησαν εἰς ἑκάστην πόλιν ἴδιον ἐπίσκοπον; Οὐδεμίαν! Μήπως ἀγνοοῦν ὅλοι αὐτοί τόν 8ον ἱερόν Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου λέγει: «...μή ἐν τῇ πόλει δύω ἐπισκοποι ὦσιν»; Ἤ διέφυγε τῆς προσοχῆς των ὁ 16ος τῆς Πρωτοδευτέρας, ὅπου ἐντέλλεται: «...μηδενί τρόπῳ Ἐπίσκοπον καταστῆναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἧς ἔτι ὁ προεστώς ζεῖ, καί ἐν τῇ ἰδίᾳ συνίσταται τιμῇ, εἰμή αὐτός ἑκών τήν Ἐπισκοπήν παραιτήσεται»; Πῶς πάλιν ἐλησμονήθη ὁ 12ος τῆς Δ΄, ὁ ὁποῖος προειδοποιεῖ, ὅτι «ἐκπίπτει τοῦ ἰδίου βαθμοῦ» ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος θά τολμήσῃ νά μοιράσῃ διά τόν ἑαυτόν του ξένην ἐπισκοπήν, μέ ἀποτέλεσμα «δύω Μητροπολίτας εἶναι ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ»; Δέν καταπατοῦνται βαναύσως οἱ προειρημένοι ἱεροί Κανόνες ἀπό ὅλους ἐκείνους τούς Ἐπισκόπους, ὅπου συνεδρεύουν ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ, ποιμένοντες ἕκαστος τό ἑαυτοῦ ποίμνιον, ὡσάν νά ἀνῆκαν εἰς διαφορετικάς Ἐκκλησίας; Καί ὅμως τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας μέλη τυγχάνουν καί κοινωνίαν μυστηριακήν ἔχουν!!! Ἡ μόνη διαφορά τους εἶναι ἡ ἐθνικότης εἰς τήν ὁποίαν ἕκαστος ἀνήκει καί ἡ ὁποία κατά τρόπον παράδοξον γίνεται αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξωτερικῆς διασπάσεως, ὡσάν νά ἦτο ἀνωτέρα τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως. Ὁ ἐθνικισμός λοιπόν λειτουργεῖ καταλυτικά εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Διασπορᾶς καί καταπατᾷ κάθε ἔννοιαν κανονικότητος.[51]
Δέν ἐμπίπτει ἆρά γε εἰς κάποιαν μορφήν σχίσματος καί πήξεως ἰδίου θυσιαστηρίου ἡ ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτος αὐτή κατάστασις τῆς διασπάσεως διά τούς ἀνωτέρω λόγους; Ἀποροῦμε λοιπόν, πῶς ὁ π. Εὐθύμιος ἐνοχλεῖται, διότι οἱ Γ.Ο.Χ. χειροτονοῦν Ἐπισκόπους (διά λόγους πίστεως καί μόνον) εἰς ἐπαρχίας, ὅπου εἶναι ἤδη τοποθετημένοι Οἰκουμενιστές Νεοημερολογῖτες ἐπίσκοποι, θεωρῶν τήν πρᾶξιν αὐτήν ἀντικανονικήν, ἐνῷ δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τό χάος, ὅπου προαναφέραμεν, τῆς ἐκκλησίας ὅπου μέχρι καί πρίν ὀλίγα χρόνια ἀνῆκε! Μήπως οἱ Νεοημερολογῖτες ἔχουν τό ἀκαταλόγιστον τῶν πράξεών τους; Δέν νομίζω!
Ὅτι δέ ἡ κανονική ἀπαγόρευσις ὑπάρξεως περισσοτέρων τοῦ ἑνός ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς μίαν Ἐπισκοπήν οὐδόλως ἐνδιαφέρει τήν Οἰκουμενιστικήν παγκόσμιον ἐκκλησίαν, ἀποδεικνύει ἔτι μᾶλλον τό γεγονός, ὅτι ὄχι μόνον ἀνέχονται τήν ὕπαρξιν περισσοτέρων τῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν εἰς τόν αὐτόν γεωγραφικόν χῶρον, ἀλλά καί ὀργανώνουν κοινούς φορεῖς, καινοφανεῖς καί πρωτακούστους εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν. Οὕτω λόγου χάριν ἐπίσκοποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας, Μόσχας, Σερβίας καί Ῥουμανίας, ὅπου ὅλοι τους νέμονται τήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν τῆς Γαλλίας, συναποτελοῦν τήν ‘’Συνέλευσιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων τῆς Γαλλίας’’ (“Assemblèe des Evệques Orthodoxes de France”) (βλπ. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔτους 2012, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 1031). Ὁμοίως καί εἰς τήν Γερμανίαν, οἱ ἐκεῖ ἐπίσκοποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας, Μόσχας, Σερβίας, Ῥουμανίας καί Βουλγαρίας ἀποτελοῦν τήν ‘’Ἐπιτροπήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ’’ (“Kommision der Orthodoxen Kirch in Deuthschland” - KOKiD) (βλπ. αὐτόθι, σελ. 1040). Οἱ καινοφανεῖς αὐτοί θεσμοί, σαφῶς λίαν ἀντικανονικοί, δείχνουν εἰς ποῖον βαθμόν καταφρονήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κανονικῆς τάξεως ἔχουν φθάσει οἱ Οἰκουμενιστές. Τά φαινόμενα αὐτά ἀποτελοῦν οὐχί ἁπλῶς παράβασιν, ἀλλά παντελῆ ἀθέτησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπου ἀπαγορεύουν τήν ὕπαρξιν δύο ἤ περισσοτέρων Ἐπισκόπων εἰς τήν αὐτήν Ἐκκλησιαστικήν περιφέρειαν. Πλήν ὅμως τοῦτο φαίνεται, ὅτι δέν ἐνδιαφέρει τόν π. Εὐθύμιον, ὁ ὁποῖος ἐνοχλεῖται ἀπό τήν ὕπαρξιν Ὀρθοδόξου ‘’παλαιοεορτολογίτου’’ Ἐπισκόπου εἰς πόλιν, τήν ὁποίαν ‘’ποιμαίνει’’ λυκοποιμένας Οἰκουμενιστής ψευδεπίσκοπος, ὅπως ὁ ἴδιος τούς θεωρεῖ. Ὦ καιροί, ὦ ἤθη!
Δυστυχῶς ὅμως ὁ π. Εὐθύμιος καί εἰς ἄλλον σημεῖον τοῦ βιβλίου του ἀντιφάσκει τελείως πρός τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, αὐτοσχεδιάζων καί δημοσιεύων καινοφανεῖς ἐκκλησιολογίας! Οὕτως εἰς τάς σελ. 177-180 τοῦ βιβλίου του γράφει πολύ ὁρθῶς: «...’’Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ‘’Ἐκκλησία’’ πού προΐσταται ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶναι διαφορετικές...», καί «νεοΐδρυτος...», καί συνεχίζει: «Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ (Καλόθετος) διά τόν Καλέκα εἶναι σά νά τά λέγη διά τούς σημερινούς οἰκουμενιστάς». Ἐν τούτοις, εἰς συνδυασμόν τῶν ἀνωτέρω μέ τήν βασικήν νεόκοπον θεωρίαν τοῦ π. Εὐθυμίου περί δύο ἐπισκόπων εἰς μίαν ἐπισκοπήν, γεννᾶται τό παράδοξον συμπέρασμα, ὅτι, ἐνῷ εἶναι δύο διαφορετικές Ἐκκλησίες, ταὐτοχρόνως ἔχουν κοινάς ἐπισκοπάς μέ ξεχωριστούς καί ἀκοινωνήτους μεταξύ των ἐπισκόπους, ὥστε ἡ τοποθέτησις δευτέρου νά θεωρῆται ὡς μοιχεπιβασία, ὅπως δηλαδή δύο ἄνδρες ἔχουν τήν ἰδίαν γυναῖκα! Αὐτό ἀναγκαστικῶς ἀπορρέει ὡς συμπέρασμα ἀπό τά γραφόμενά του. Θά πρέπῃ ἐπίσης νά γνωρίζωμεν, ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἦταν ἄκριτος κατά τόν καιρόν, ὅπου ὁ Ἰωσήφ Καλόθετος ἀναφερόμενος περί αὐτόν ἔγραφεν, ὅτι «ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν» καί «νεοφανῆ δόγματα» (σελ. 176), δηλαδή ἵδρυσε καινούργια ἐκκλησίαν ἀπό τό τίποτε. Νέαν ἐκκλησίαν δηλαδή στήνει (αὐτομάτως) αὐτός, ὅπου καινοτομεῖ εἰς τήν πίστιν καί ὄχι αὐτός ὅπου εἰς τήν προσπάθειάν του νά τήν ὑπερασπίσῃ καταφρονεῖ καί ἀγνοεῖ τήν ὕπαρξιν ψευδεπισκόπων, ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (καί πρό Συνοδικῆς ἀκόμη κρίσεως), τοποθετώντας ὀρθοδόξους εἰς κενάς εἰς τήν κυριολεξίαν ἐπισκοπικάς ἔδρας. Δέν διστάζει δέ (ὁ Ἰωσήφ), νά χαρακτηρίσῃ «νεοφανῆ» τήν ἐπίσημον ἐκκλησία τῆς Αὐτοκρατορίας (πρό Συνοδικῆς καταδίκης), πράγμα ὅπου σημαίνει, ὅτι ἔχει χάσει τόν σύνδεσμόν της μέ τό ὑπόλοιπον σῶμα τῆς ὀρθοτομούσης Ἐκκλησίας καί εὑρίσκεται μετέωρος ἡ Ἀποστολική διαδοχήν της! Κάθε μέλος ἑνός σώματος θεωρεῖται ἀνενεργόν καί νεκρόν ἀπό τήν στιγμήν ἐκείνην ὅπου ἀποκόπτεται ἀπ΄ αὐτό. Ἄς προσέχῃ λοιπόν εἰς τό ἑξῆς τά παραδείγματα, ὅπου ἐπικαλεῖται!
Ἐκ τούτου συνάγεται ἐπίσης τό συμπέρασμα, ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά γίνῃ διαχωρισμός τῶν αἱρετικῶν εἰς ἀποκεκομμένους ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μή, καθώς ἀποκεκομμένος θεωρεῖται ἀμέσως πᾶς αἱρετικός, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τά κακόδοξα φρονήματά του καί δέν μετανοεῖ ἐλεγχθείς. Παράδειγμα ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσεν αὐτομάτως καινούργιαν ἐκκλησίαν, ἀμέσως μετά τήν φανέρωσιν τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων του, συνοδικῶς ἀκατάκριτος ὤν! Ἡ ἀναφορά δηλαδή τοῦ πατρός Εὐθυμίου περί «τῆς τελείας ἀποκοπῆς κάποιων ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ αἱρέσεως, ὅπως τῶν Παπικῶν καί Μονοφυσιτῶν καί τῆς μή ἀποκαταστάσεως εἰς τούς τόπους των τῆς Ὀρθοδοξίας...» (σελ. 313) εἰς ἀντιδιαστολήν πρός αὐτούς, ὅπου φαινομενικῶς καί μόνον κινοῦνται εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ μίαν ἀκόμη παρέκκλισιν αὐτοῦ ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Ὁ π. Εὐθύμιος κατηγορεῖ ἐπίσης τούς Γ.Ο.Χ. διά τάς χειροτονίας, ὅπου ἔλαβαν ἀπό τούς Ῥώσους τῆς Διασπορᾶς καί κυρίως διά τήν μετέπειτα σύστασιν Συνόδου εἰς τόν ἑλλαδικόν χῶρον. Τήν πρᾶξιν αὐτήν θεωρεῖ ἀντικανονικήν, διότι λέγει, ὅτι ὄχι μόνον ἡ χειροτονία ἦταν ὑπερόριος, καθώς οἱ Ῥώσοι δέν εἶχον τήν ἀνάλογον ἁρμοδιότητα, ἀλλά καί ὅτι ἡ ἐγκατάστασις τῶν ἐπισκόπων ἔγινεν εἰς ἐπισκοπάς, ὅπου ἤδη ὑπῆρχον τοποθετημένοι ἐπίσκοποι, καί οὕτως δημιουργεῖται τό φαινόμενον νά ὑπάρχουν δύο ἐπίσκοποι εἰς μίαν ἐπισκοπήν! Ὡς προκατόχους δέ τῶν ἐπισκοπικῶν ἐδρῶν ἐννοεῖ βεβαίως τούς Οἰκουμενιστάς ἐπισκόπους τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἐνῷ ὡς ἐπεισάκτους τούς ‘’Παλαιοημερολογῖτας’’, οἱ ὁποῖοι κατ΄ αὐτόν ἔπρεπε νά ἀναμένουν ἄχρι καιροῦ, ἕως τῆς κενώσεως τῆς ἐπισκοπικῆς ἔδρας, ἵσως λόγῳ... βιολογικοῦ θανάτου. Ἀδιάφορον ὅμως εἶναι δι’ αὐτόν, τό πώς θά ἐκαλύπτοντο οἱ λατρευτικές ἀνάγκες τῶν γνησίων ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀφοῦ οὕτω θά ἦταν ἀδύνατος ἡ ἀναπλήρωσις τῶν κενῶν θέσεων τῶν ὀρθοδόξων θρησκευτικῶν λειτουργῶν καί ὁ λαός θά ἔμενε μετέωρος καί εὔκολος λεία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἑάν ὁ κατά τ’ ἄλλα συμπαθής π. Εὐθύμιος ἐφαρμόσῃ τά λεγόμενά του εἰς ἑαυτόν καί τούς ἀκολουθοῦντας αὐτόν, πολύ φοβούμεθα, ὅτι λίαν συντόμως θά ἐξαλειφθῇ τό μνημόσυνον αὐτῶν... ἄνευ ἤχου! Εἶναι ἀνόητον νά πιστεύουν, ὅτι εἰς τήν σημερινήν ἐποχήν, ὅπου ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία δέν εἶναι παρά μία κρατική ὑπηρεσία, θά ὑπάρξῃ περίπτωσις νά ἀναλάβῃ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος μίαν ἐκ τῶν κενωθεισῶν ἐπισκοπῶν. Καί αὐτό διότι οἱ Νεοημερολογῖτες κληρικοί (ἀνώτεροι καί κατώτεροι) δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά δημοσίοι ὑπάλληλοι, ἐνῷ ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία εἶναι ἐμμέσως κτῆμα τοῦ κράτους καί δή τῆς Ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας!!! Ἆρά γε θά διεκδικοῦσε ποτέ ὁ Μέγας Βασίλειος μίαν ἐπισκοπήν τοιαύτης ἐκκλησίας; Δέν τό νομίζω... Ἀντιθέτως μάλιστα θά ἀγωνιζόταν, ὅπως καί ἐκ τοῦ βίου του γνωρίζομεν, μέ ὅλην του τήν δύναμιν, ὄχι ἁπλῶς διά νά προλάβῃ τήν πλήρωσιν μιᾶς κενωθείσης ἐπισκοπῆς δι’ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου, ἀλλά καί διά τήν συγκρότησιν Συνόδων, ὅπου ἡ ἐξουσία τό ἀνεχόταν. Γράφουν ἀναφερόμενοι εἰς τήν 207ην ἐπιστολήν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου μας οἱ ἐπιμελητές τῶν ἐκδόσεων τῆς ΕΠΕ (Β. Ψευτογκᾶς καί Θ. Ζήσης) τά ἑξῆς: «Ὁ Βασίλειος εἶχεν ὀργανώσει ἐπιτυχῶς τό μέτωπον τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν Καππαδοκίαν καί εἰς πολλάς ἄλλας ἐπαρχίας τῆς Ἀσίας. Δέν φαίνεται ὅμως νά εἶχε πολλήν ἐπιτυχίαν εἰς τόν Πόντον. Διά τοῦτο τό 375 ἀνέλαβε μίαν προσπάθειαν συγκροτήσεως μικρῶν συνόδων εἰς διάφορα σημεῖα τοῦ Πόντου».[52]
Οἱ σύνοδοι ἀποβλέπουν καθαρῶς εἰς τήν εὐταξίαν καί τήν εὔρυθμον λειτουργίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπόστασις τῆς ὁποίας πηγάζει μόνον ἀπό τόν ἴδιον τόν Χριστόν, καί ὄχι ἐκ τῆς συγκροτήσεως ἤ μή συνόδων. Ἡ σύστασις συνόδου εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπαραίτητον ἐργαλεῖον εἰς τάς χεῖρας τῆς Ἐκκλησίας. Τοιαύτην σύνοδον συγκρότησαν τό 1935 οἱ πρῶτοι ‘’Παλαιοημερολογῖτες’’ ἀρχιερεῖς, προβαίνοντες συνάμα καί εἰς τήν διενέργειαν χειροτονιῶν ἐν μέσῳ μάλιστα τῶν γνωστῶν εἰς ὅλους μας διωγμῶν ἐκ μέρους τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας. Ὥς ἐκ τούτου ἡ γνώμη τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅτι: «...ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως δέν σημαίνει ὅτι φεύγω ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις καί δημιουργῶ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σύστημα, ἀνεξάρτητο καί αὐτόνομο ἤ, ἄν αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ, ἐντειχίζομαι εἰς αὐτό, ἀλλά ὅτι ἀποκόπτομαι ἀπό τήν αἵρεσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας καί ἀγωνίζομαι διά τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως» εἶναι τελείως λανθασμένη, ἄστοχος, καί ἀντιφατική! Καθώς δέν εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι ὅπου ἀποκόπτονται ἀπό τήν αἵρεσιν, ὥστε νά ἱδρύσουν καινοῦργιες Συνόδους, ἀλλά οἱ αἱρετικοί ἐκεῖνοι, ὅπου διά τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀπό τήν ἀλήθειαν εὐρίσκονται παρευθύς ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἐν γένει ἐκτός Συνόδου καί πρό Συνοδικῆς ἀκόμη καταδίκης, διό καί ὁ ΙΕ΄Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὀνομάζει τούς ἀκατακρίτους ἐπισκόπους ὡς ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ!, ὀπότε καί τό συνοδικόν τους σχῆμα χαρακτηρίζεται κατά συνέπειαν ὡς ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΣ!
Οὕτως ὁ ἀγών πλέον δέν γίνεται ἁπλῶς καί ἀορίστως, ὡς λέγει, διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκην τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά κυρίως καί διά τήν ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΝ αὐτῶν, ἤ ἔστω τοῦ ἀπεπλανημένου ποιμνίου των, εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί εἰς τούς κόλπους τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ‘’ἀποκατάστασιν’’ λοιπόν πρέπει πάντοτε νά ἐννοῶμεν τήν ἐπαναφοράν τῶν αἱρετικῶν, καθώς ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐκπίπτει τῆς ἀληθινῆς Πίστεως οὔτε ἔχει ποτέ ἀνάγκην ἀποκαταστάσεως! Μέ αὐτό τό σκεπτικόν οἱ Παλαιοημερολογῖτες τό 1924 δέν ἵδρυσαν νέαν ἰδικήν τους Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐκάλυψαν τό κενόν ὅπου ἄφησε ἡ ἐκπεσοῦσα Ἱεραρχία μέ τήν αὐθαίρετον καί ἀντικανονικήν εἰσαγωγήν τοῦ κατεδικασμένου ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1583, 1587, 1593) Γρηγοριανοῦ (παπικοῦ) Ἡμερολογίου. Μετά τήν παρέλευσιν 13 ἐτῶν ἀπό τήν ἐπάρατον ἀλλαγήν κατάφεραν νά προσελκύσουν τούς τρεῖς ἐκείνους Ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι ἀπετειχίσθησαν τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας μέ σκοπόν τήν ἀνάληψιν τῆς διαποιμάνσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί τήν διοργάνωσιν ἀγῶνος διά τήν ἐπαναφοράν τοῦ Παλαιοῦ Ἑορτολογίου ἐκ μέρους τῆς ‘’ἐπισήμου’’ κρατικῆς ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐπανέλθῃ τό παλαιόν ἑορτολογικόν καθεστώς καί νά ἐπιτευχθῇ ἡ πολυπόθητος ἕνωσις.
Τό ἐάν ὁ π. Εὐθύμιος δέν θεωρεῖ σοβαρόν λόγον ἀποτειχίσεως τήν ἀλλαγήν τοῦ Ἑορτολογίου, αὐτό οὐδόλως παραβλάπτει τήν ἀλήθειαν, καθώς τοῦτο ἀποτελεῖ ἰδικήν του προσωπικήν γνώμην, καί ὄχι φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σαφῶς ἀπεφάνθη περί αὐτοῦ, ὅπως ἀλλοῦ ἀναφέρουμε. Ἄλλωστε καί κάποιοι ἄλλοι δέν θεωροῦν σοβαρούς τούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν τόν π. Εὐθύμιον εἰς τήν ἀποτείχισίν του (δηλ. τόν Οἰκουμενισμόν), ὅμως οὗτος δέν τούς ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν του!

Ἀντιφάσεων συνέχεια...

Παρότι ὁ π. Εὐθύμιος μᾶς λέγει, ὅτι ἡ ὀρθόδοξος δεοντολογικῶς στάσις εἶναι νά περιμένωμεν τήν Συνοδικήν καταδίκην τοῦ κακοδόξου ἐπισκόπου, ὥστε Κανονικῶς νά προβῶμεν μετέπειτα εἰς τήν ἐνθρόνησιν Ὀρθοδόξου τινός, ἐν τούτοις τό παράδειγμα πού ἀναφέρει (ἀντιφάσκων καί πάλιν), ἀφορᾷ αἱρετικόν ἐπίσκοπον κεκριμένον καί ὄχι ἄκριτον! Γράφει εἰς τό βιβλίον του: «Ἕνα παράδειγμα θά ἀναφέρωμε ἀπό τά πολλά τό ὁποῖο δεικνύει τήν ὀρθόδοξο ὁδό καί Παράδοσι εἰς τήν ἀποκατάστασι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τήν τοποθέτησι ὀρθοδόξου ποιμένος στήν θέσι τοῦ αἱρετικοῦ. Εἶναι ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγ. Μεθοδίου τοῦ ὁμολογητοῦ... Ἡ ἐκλογή λοιπόν διά τόν Πατριαρχικόν θρόνο τοῦ ἁγ. Μεθοδίου ἔγινε, ὅπως ἀνεφέρει ὁ βιογράφος του, ἀφοῦ ἐξεβλήθη τοῦ θρόνου ὁ τελευταῖος εἰκονομάχος Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ΄ ὁ ἐπιλεγόμενος Ἰαννῆς ἤ Λεκανομάντης» (σελ. 247-248). Ἡ αἵρεσις τῆς Εἰκονομαχίας, ὅμως εἰς τήν ὁποίαν ἀνῆκε καί ὁ ἐν λόγῳ πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ,΄ εἶχε καταδικαστῇ ὄχι μόνον ἀπό πλεῖστας τοπικάς Συνόδους, ἀλλά καί ἀπό αὐτήν τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον! Ἦταν ἑπομένως κεκριμένος! Ἐάν ὅμως θεωρεῖ, ὅτι ὁ συγκεκριμένος ἐπίσκοπος δέν συμπεριελαμβάνετο εἰς τούς καταδικασθέντας ὑπό τῆς Συνόδου ἐκείνης (δεόμενος ξεχωριστῆς καταδίκης) καί ἄρα θεωρεῖται ἄκριτος, καί πάλιν τοῦτο δέν ἀναιρεῖ τήν ἀντίφασιν τῶν λόγων του ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἰς τήν σελίδα 29 τοῦ βιβλίου γράφει ὅτι: «ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος πού δέν εἶχε χαρακτηρισθῆ ὡς αἱρετικός, ἀρχίζει νά κηρύττη μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, καθίσταται κι αὐτός κατεγνωσμένος ὡς φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως,[53] ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο». Εἴμαστε ἀπολύτως σύμφωνοι μέ τήν δευτέραν αὐτήν ἄποψίν του εἰς ἀντιδιαστολήν πρός τήν πρώτην. Τό ἴδιον ἀκριβῶς συνέβαινεν ἀνέκαθεν, εἰς τήν περίπτωσιν ὅπου μία αἵρεσις κατεδικάζετο∙ οἱ ἐπίγονοι τῶν καταδικασθέντων ἦσαν κάτω ἀπό τά αὐτά ἐπιτίμια καί ἀντιμετωπίζοντο ὁμοιοτρόπως μέ τούς πρωταρχικούς καταδικασθέντας φορεῖς τῆς αἱρέσεως. Συμφώνως λοιπόν πρός τά ἀνωτέρω πάντες οἱ αἱρετικοί (ἀρειανοί, πνευματομάχοι μονοφυσῖτες, μονοθελῆτες, εἰκονομάχοι, κ. ἄ.) διεκδικητές τῶν Θρόνων, ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν ἐθεωροῦντο ἤδη κεκριμένοι, ἀσχέτως ἐάν ὑπέστησαν ἤ μή οἱ ἴδιοι τήν καταδίκην. Οἱ δέ ἐνίοτε καί κατά περίστασιν καθαιρέσεις αὐτῶν, ἵνα καταβιβασθῶσι τῶν θρόνων των ἦσαν ‘’τύποις γενόμεναι’’. Καί τοῦτο λέγομεν, διότι οἱ ἴδιοι δέν παρέλαβον Κανονικήν ἀρχιερωσύνην ἀπό τούς προκαταδικασθέντας πάτρωνάς των, ὡς ἀποστερημένων τῆς Χάριτος, ἐφ΄ ὅσον ἡ διαδοχή εἶχε διακοπεῖ καί ἐπισήμως διά τῆς καταδίκης των[54].
Ἐκ τούτου καί τά σοφισθέντα περί τοῦ ἀνεξαλείπτου τῆς Ἱερωσύνης μετά τήν καθαίρεσιν τῶν ἑκάστοτε αἱρετικῶν, ὥστε νά δικαιολογηθῇ οὕτως ἡ οἰκονομική τῆς Ἐκκλησίας στάσις πρός αὐτούς, κινεῖται εἰς τήν σφαῖραν τῆς φαντασίας! Ἡ περί τοῦ ‘’ἀνεξαλείπτου τῆς Ἱερωσύνης’’ δοξασία, τήν ὁποίαν ἐπικαλοῦνται συχνάκις οἱ Οἰκουμενιστές (καί ὄχι μόνον), ἔχει τήν προέλευσίν της ἐκ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχουσα ἐπεκτατικούς σκοπούς καί θέλουσα νά διευκολύνῃ τήν ὑπαγωγήν εἰς τούς κόλπους της τῶν διαφόρων αἱρετικῶν καί σχισματικῶν ὁμάδων, ἐδέχετο αὐτούς καί τά μυστήριά τους ἀδιακρίτως ὡς ἰσχυρά (εἰς ἀντίθεσιν πρός τούς Ἀνατολικούς Ὀρθοδόξους), ἐπικαλουμένη τό ἀνεξάλειπτον τῆς Ἱερωσύνης ἀκόμη καί μετά τήν καθαίρεσιν![55] Εἰς ἀντίθεσιν τῶν ἀνωτέρω πάντες οἱ Ἱεροί Κανόνες θέτουν τούς καθῃρημένους εἰς τήν τάξιν τῶν λαϊκῶν, ἀπογυμνουμένων αὐτῶν τῆς Ἱερωσύνης, ὡς π.χ. ὁ ΚΗ΄ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ λέγει διά τόν περιπεσόντα εἰς κλοπήν κληρικόν, ὅτι καθαιρεθείς «τῆς Ἱερωσύνης ἀπογυμνοῦται»[56]. Ὁ δέ ΚΣΤ΄ τῆς ΣΤ΄ Συνόδου λέγει σαφῶς διά τόν καθαιρεθέντα ἱερέα (ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐν ἀγνοίᾳ του παρηνόμησεν), νά μήν πράττῃ οὐδεμίαν ἱεροπραξίαν, διότι εἶναι ἀπεστερημένος τῆς μεταδόσεως τοῦ ἁγιασμοῦ∙ «ὁ δέ τοῦτον μή ἔχων, διά τό ἐκ τῆς ἀγνοίας παράπτωμα, πῶς ἑτέρω μεταδόσει;».[57] Ἐπίσης ἐν τῇ 1ῃ ὑποσημειώσει τοῦ ΜΣΤ΄ Ἀποστολικοῦ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει τά ἑξῆς διά τούς Λατίνους: «Διατί λαϊκοί γενόμενοι, μέ τό νά ἐξεκόπησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, δέν ἔχουν πλέον μέ λόγου τους τήν Χάριν τοῦ Πνεύματος, διά τῆς ὁποίας οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς τελειώνουσι τά Μυστήρια».[58] Ἐπίσης καί εἰς τήν 1ην ὑποσημείωσιν τοῦ ἐν Καρχηδόνι Κανόνος ἀναφέρεται, ὅτι οἱ κληρικοί πρίν παραδοθοῦν εἰς τούς ἄρχοντας πρέπει νά καθαιροῦνται, συμφώνως καί μέ τόν Ε΄ τῆς Ἀντιοχείας. Προφανῶς τοῦτο ἐγίνετο, διά νά μήν ἀτιμασθῇ ἡ Ἱερωσύνη ἀπό τάς σωματικάς τιμωρίας τῶν κοσμικῶν.
Ἡ Χάρις δηλαδή διακόπτεται αὐτομάτως μέ τήν διακοπήν τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ὅσες φορές λοιπόν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐδέχθη αἱρετικούς χωρίς νά προβῇ ἐξ ἀρχῆς εἰς βάπτισμα καί χειροτονίαν αὐτῶν, τοῦτο ἔπραξε χάριν οἰκονομίας καί ὄχι λόγῳ δῆθεν ὑπάρξεως ἰσχυρῶν μυστηρίων εἰς τάς αἱρέσεις, ὅπως καί εἰς τό Ἱ. Πηδάλιον πολλάκις σαφῶς ἀναφέρεται.[59] Ἐδῶ θά θέλαμε νά σημειώσωμεν ὅτι ἡ ἰσχύς τῶν Τοπικῶν Συνόδων,[60] ὅπου προηγήθησαν τῶν Οἰκουμενικῶν,αἱ καταδικάσασαι τάς αἱρέσεις καί ἀναθεματίσασαι τούς αἱρετικούς, κατά τό πρωταρχικόν αὐτῶν στάδιον, εἶναι καταλυτική, διό καί ἡ κρίσις αὐτῶν ἐπεκυροῦτο ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν, ὅταν αὐτές συνεκροτοῦντο. Πολλάκις μάλιστα δέν ἐπανελαμβάνοντο ἐκ δευτέρου, θεωρουμένων τῶν πρώτων ὡς ἀρκούντως αὐταρκῶν! Διά τόν λόγον αὐτόν, ἐάν πάρωμεν ὡς παράδειγμα τήν περίοδον τῆς Εἰκονομαχίας, ὅπου διήρκησε ἑκατόν πενῆντα ἔτη περίπου, ἡ αἵρεσις αὐτή ἐθεωρεῖτο καταδεδικασμένη ἀπό τό 726, ἅμα τῇ ἐμφανίσει αὐτῆς, ἀπό τόν Πάπαν Ῥώμης Γρηγόριον Β΄, ὁ ὁποῖος καί ἀνεθεμάτισε τόν Αὐτοκράτορα καί ὅλους τούς ὁμόφρονάς του.[61] Ἄλλες Τοπικές Σύνοδοι ὅπου κατεδίκασαν τήν Εἰκονομαχίαν, πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπί Λέοντος, ἦσαν ἡ ἐν Συρίᾳ τό 726 διά σπουδῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ και ἡ Δευτέρα πάλιν εἰς Ῥώμην ὑπό Γρηγορίου τοῦ Γ΄, τό 732.[62] Ἦταν δηλαδή καταδεδικασμένη ἀρκετάς δεκαετίας πρό τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς. Τό ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει καί διά ὅλας τάς Τοπικάς Συνόδους, οἱ ὁποῖες προηγήθησαν τῶν Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῶν τῶν καταδικασασῶν τούς ἀρειανούς με ὅλας τάς ἄλλας ἐκφάνσεις των, ἀλλά και ὅλων τῶν μετέπειτα συγκληθεισῶν. Ἡ μετέπειτα δηλαδή Οἰκουμενική Σύνοδος δίδει εἰς τάς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν τό οἰκουμενικόν κῦρος καί τόν ἀλάθητον χαρακτῆρα. Ἐξ ὅλων αὐτῶν λοιπόν δέν ἠμπορεῖ ὁ π. Εὐθύμιος νά θεωρῇ αὐτούς κατεγνωσμένους (ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι προσωπικῶς δέν ἔχουν καταδικασθῇ), ὅταν πρόκειται περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου των, ἐνῷ, ὅταν πρόκειται περί πληρώσεως Ἐπισκοπῆς, νά ἐκλαμβάνωνται ὡς παντελῶς ἄκριτοι!
Μέμφεται ἐπίσης ὁ π. Εὐθύμιος τούς Παλαιοημερολογῖτας διά τάς διαιρέσεις καί τάς ἀντιπαλότητας, ὅπου ἔχουν μεταξύ τους. Θεωρεῖ, ὅτι τοῦτο εἶναι φαινόμενον παρατηρούμενον μόνον εἰς τούς Γ.Ο.Χ. τῆς ἐποχῆς μας, εἰς ἀντίθεσιν πρός τούς ἀνθισταμένους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως γνησίους ὀρθοδόξους τῶν παλαιοτέρων χρόνων. Ἀρνεῖται λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχαν σχίσματα καί διαιρέσεις εἰς τούς ὀρθοδόξους κατά τάς περιόδους ὅπου οἱ αἱρετικοί κατέτρεχον καί ἐδίωκον τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, φανταζόμενος ὅτι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τότε ἦσαν ὡς μία συμπαγής μάζα, ὁμόφρονες καί ὁμόψυχοι! Κάνει ὅμως μεγάλο λάθος, διότι τά φαινόμενα αὐτά ὑπῆρχον, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὅσον Αὐτή θά ὑφίσταται ἐπάνω εἰς τήν γῆν. Θά πρέπῃ βεβαίως νά σημειώσωμεν, ὅτι οἱ διαιρέσεις τῶν Ὀρθοδόξων εἰς καιρούς διωγμῶν δέν δύνανται νά ἀποτελοῦν ἄλλοθι εἰς καμμίαν περίπτωσιν διά τούς σημερινούς Γ.Ο.Χ., ὥστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νά προβαίνουν διά τόν παραμικρόν λόγον εἰς αὐτάς, ἀλλά καί μέ τήν σειράν τους οἱ διαιρέσεις τῶν Γ.Ο.Χ. δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτελοῦν ἄλλοθι διά τούς ἐσαεί ἀναποφασίστους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ τήν οἰκουμενιστικήν ἐκκλησίαν. Αὐτό ἀκριβῶς ἰσχύει καί διά τούς νεωστί ἀποτειχισμένους ἀντιοικουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν νά παραμένουν ἀκέφαλοι (χάριν κάποιας αὐταρέσκειας, μᾶλλον, καί ὑποκρυπτομένης ἀλαζονείας, συνοδευομένης καί μέ ἕνα πνεῦμα ἀνυποταγῆς), παρά νά ἐνταχθοῦν εἰς τούς ὀρθοδόξους Γ.Ο.Χ., αὐταπατούμενοι, ὅτι αὐτοί καί μόνον ἐφαρμόζουν τήν ἁγιοπατερική στάσιν τῆς ὀρθῆς ἀποτειχίσεως! Κάπως ἀργά ὅμως ἐλάλησεν... ὁ κόκορας!
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν πάντοτε εἰς καιρόν διωγμῶν καί αἱρέσεων ταλανιζόταν ἀπό ἐσωτερικές διχοστασίες, λόγῳ κυρίως ἀσυμφωνιῶν. Ἄν ἀνατρέξωμεν εἰς τήν ἐποχήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου, θά ἴδωμεν μέσα ἀπό τάς ἐπιστολάς του μίαν πικρίαν καί θλίψιν διά τήν συμπεριφοράν τινων συνεπισκόπων του, ὅπου προέβαινον εἰς πράξεις ἰδιορρύθμους, μέχρι καί ἐντελῶς παρανόμους. Παραπονεῖται ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας ἀνήρ λέγων: «Πολύ μέ λυπεῖ,[63] ὅπου οἱ κανόνες τῶν πατέρων ἔχουν περιέλθει εἰς περιφρόνησιν τελευταίως καί κάθε εὐταξία ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τάς Ἐκκλησίας, φοβοῦμαι μήπως, καθώς αὐτή ἡ ἀδιαφορία αὐξάνεται ὀλίγον κατ΄ ὀλίγον, τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καταντήσουν εἰς πλήρη σύγχυσιν».[64] Ἡ ἑνότης δέ τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν ἐποχήν του ἦταν σχετική, λόγῳ κυρίως τῆς ἰδιορρυθμίας πολλῶν ἐξ αὐτῶν, μέ ἀποτέλεσμα τά πάντα νά εἶναι εὔθραυστα καί μετέωρα. «Φαινομενικῶς οἱ περισσότεροι εἴμεθα ἑνωμένοι... (ἔγραφε ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τόν ἅγιον Εὐσέβιον Σαμοσάτων) ...ὅταν μέν εἶμαι παρών, μέ σέβονται καί ὑπόσχονται πάντοτε τά πρέποντα, ἀλλ΄ ὅταν μέ ἀφήνουν, τρέχουν πάλιν πρός τήν ἰδικήν τους γνώμην»![65] Ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγεν μέ παράπονον, «δέν ἔχει μόνον ὑπό τῶν αἱρετικῶν κομματιασθῇ, ἀλλά διασπᾶται καί ἀπό ἐκείνους, ὅπου βεβαιώνουν, ὅτι εἶναι ὁμόφρονες... τό νά ἑνώσῃ δέ αὐτά τά μέρη καί νά συναγάγῃ πάλιν εἰς ἁρμονίαν ἑνός σώματος ἀνήκει εἰς ἐκεῖνον[66] μόνον ὄπου μέ τήν ἀνέκφραστον δύναμίν του χαρίζει πάλιν καί εἰς τά ξερά ὀστᾶ ἀκόμη νεῦρα καί σάρκα»[67]. Ἔγραφεν ἐπίσης καί εἰς τόν Πρεσβύτερον Εὐάγριον: «εὐχόμεθα νά ἴδωμεν κάποτε τήν ἡμέραν κατά τήν ὁποίαν ὅλοι οἱ κατά τό φρόνημα μή διῃρημένοι θ’ ἀποτελοῦν ἑνιαῖον σύλλογον... Θά εἴμεθα δέ πράγματι οἱ παραλογότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐάν ηὐχαριστούμεθα εἰς τά σχίσματα καί τάς διασπάσεις τῶν Ἐκκλησιῶν καί δέν ἐθεωρούσαμεν τήν ἕνωσιν τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ὡς τό μέγιστον τῶν ἀγαθῶν»[68]. Χαρακτηριστική τῆς ἀναρχίας, εἰς τήν ὁποίαν εἶχεν περιπέσει ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική κατάστασις, εἶναι ἀκόμη ἡ συμπεριφορά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖται ἀπό τόν ἀδελφόν του Βασίλειον, διότι αὐτοβούλως «συγκροτεῖ συνόδους εἰς τήν Ἄγκυραν καί δέν ἀφήνει εὐκαιρίαν νά ἐνεργῇ χωρίς τήν συναίνεσιν ἡμῶν»[69].
Σύνηθες φαινόμενον ἦταν μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων οἱ ἀλληλοκατηγορίες καί οἱ συκοφαντίες ἀναφερόμεναι εἰς θέματα πίστεως. Ἀκόμη δέ καί αὐτοῦ τοῦ μεγάλου στύλου τῆς ὀρθοδοξίας ἔφθασαν κάποιοι νά ἀμφισβητήσουν τό ὀρθόν φρόνημα,[70] ἐπηρεαζόμενοι ἀπό διαβολάς καί συκοφαντίας, ὡς ἔπαθεν καί ὁ Νικοπόλεως Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος ἀπέκρουσε τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μετά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου![71] Νά σημειώσωμεν ἐπίσης, ὅτι καί αὐτός ὁ ἅγιος Μελέτιος εἶχε ἀρνηθῇ διά τούς ἰδίους λόγους κάποτε τήν ἐπικοινωνίαν μέ τόν Μέγαν Ἀθανάσιον!!! Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τόν Ῥώμης Δάμασον (πλήρης προκαταλήψεως ὑπάρχων), γράφει περί τῶν φερομένων ὡς ἐπισκόπων Ἀντιοχείας ἀμφισβητών ἀκόμη καί αὐτήν τήν κανονικότητα τοῦ ἁγίου Μελετίου, ὡς γνησίου Πατριάρχου! «...Οὐ γινώσκω (λέγει) τόν Παυλῖνον, ἀπορρίπτω τόν Μελέτιον, τόν Οὐϊτάλιον οὐκ οἶδα...»[72]. Δηλονότι ὁ Παυλῖνος ἦταν ὁ ἐπισήμως ἀνεγνωρισμένος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης, ἐνῷ οἱ Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀνεγνώριζαν ὡς γνήσιον μόνον τόν Μελέτιον! Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα ὀνομάζει τόν ἅγιον Μελέτιον «ἐπίσκοπον τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ»,[73] εἰς ἀντιδιαστολήν πρός τόν Παυλῖνον, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν ἀνῆκεν εἰς τήν πραγματικήν Ἐκκλησίαν, ἄν καί ἦταν ἀνεγνωρισμένος ἀπό τόν τότε Ὀρθόδοξον Πάπαν Ῥώμης, ὡς ὁ κατ’ ἐξοχήν νόμιμος ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχείας. Ἄς μή φαίνεται λοιπόν καί τόσον παράξενον νά βλέπωμεν τούς σημερινούς διῃρημένους Γνησίους Χριστιανούς νά ἀλληλοκατηγοροῦνται, διεκδικοῦντες ἕκαστος τήν νομιμότητα τοῦ Συνοδικοῦ σχήματός των, ἀπό τήν στιγμήν ὅπου ἀκόμη καί μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας παρεσύρθησαν εἰς παρομοίους καταστάσεις, λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἐπικρατουσῶν συνθηκῶν τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς. Δέν θέλωμεν νά δικαιολογήσωμεν οὐδένα. Πάντα ταῦτα μᾶς προξενοῦν ἀνείκαστον λύπην καί ἕκαστος τῶν ὑπευθύνων θά λογοδοτήσῃ! Ἄς μή χλευάζουν λοιπόν οἱ νεωτεριστές, ἀλλ’ ἄς μεμφθοῦν καλύτερα τούς ἑαυτούς των, διότι αὐτοί εἶναι ἡ μοναδική αἰτία ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκαταστασιῶν καί ταραχῶν, ὅπου ἐπισυμβαίνουν εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτοί ἐφρόντισαν καταλλήλως νά τήν διαμελίσουν καί νά τήν διασύρουν ἐξευτελίζοντάς την διά τῆς εἰσαγωγῆς ὅλων αὐτῶν τῶν καινοτομιῶν καί κακοδόξων διδασκαλιῶν (Οἰκουμενισμός). Νά εἶναι δέ σίγουροι, ὅτι οἱ εὐθύνες, ὅπου θά ζητηθοῦν κατά τήν Ἡμέραν ἐκείνην τῆς Κρίσεως ἀπό τούς ἡγήτορας τῶν Γνησίων Χριστιανῶν (οἱ ὁποῖοι σύρονται καί αὐτοί ὡς ἄνθρωποι ἀπό τά πάθη τους), θά εἶναι κατά πολύ μικρότερες τῶν ἰδικῶν τους, καθώς αὐτοί εἶναι οἱ ἠθικοί αὐτουργοί τῆς σημερινῆς καταστάσεως!

Συμπέρασμα

Εἶναι ὄντως ἀληθές, ὅτι μία γρήγορος καί ἀπρόσεκτος μελέτη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἰστορίας δίδει τήν ἐντύπωσιν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν ἐσφαλμένων διαπιστώσεων, εἰς τάς ὁποίας ὑπέπεσεν καί ὀ π. Εὐθύμιος. Δι’ αὐτόν τόν λόγον ἀπαιτεῖται διασταύρωσις τῶν ἱστορικῶν πηγῶν, ἀλλά καί ἑρμηνεία τῶν γεγονότων βάσει τῶν δεδομένων τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποίαν συνέβησαν. Δέν ἠμποροῦμε νά κρίνωμεν καταστάσεις, ὅπου ἔλαβαν χῶρα π.χ. τόν 1ον αἰῶνα, ὅπου τό πολιτισμικόν ἐπίπεδον, οἱ συνήθειες, οἱ νοοτροπίες καί τό σκεπτικόν τῆς ἐποχῆς ἦσαν τελείως διαφορετικές ἀπό τάς σημερινάς, μέ γνώμονα τήν γνῶσιν καί μόνον τοῦ παρόντος καιροῦ. Δι’ αὐτό τάς πληροφορίας ὅπου λαμβάνωμεν ἀπό τούς χρονογράφους καί ἱστορικούς εἶναι παρακινδυνευμένον νά τάς ἐκλάβωμεν μέ ἀπόλυτον τρόπον, χωρίς νά ἀφήνωμεν περιθώριον καί κάποιας ἄλλης τυχόν ἐκδοχῆς. Πολλές φορές μάλιστα αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ χρονογράφοι ἕνεκα συμπαθείας ἤ καί φόβου ἀκόμη, ἔκλιναν πρός τήν πλευράν τῶν ἑκάστοτε δυνατῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά τονίζουν περισσότερον τά τῶν ἡμετέρων, διότι εἶναι γνωστόν, ὅτι τήν ἱστορίαν τήν γράφει πάντα ὁ δυνατός, καί εἰς τήν θέσιν αὐτήν εὑρίσκονταν πάμπολλες φορές οἱ αἱρετικοί, ἀφοῦ ἡ κρατική ἐξουσία τούς συμπαρίστατο καί τούς ἐνίσχυε. Δι’ αὐτό πολλοί ἀπό τούς γνωστούς παλαιούς χρονογράφους ἔγραφον περί τῶν ἐπιφανῶν προσώπων, ὅπου εἶχαν δι΄ αὐτούς μεγάλην ἐκκλησιαστικήν σημασίαν∙ ὄχι βεβαίως πῶς σκοπός τους ἦταν νά ἀποκρύψουν τήν ὕπαρξιν ἄλλου ἐπισκόπου, ἀλλά ἡ τελεία καταφρόνησις τῆς παρουσίας του ὡς ἐπουσιώδους. Οἱ χρονογράφοι δηλαδή κάθε ἐποχῆς καταγράφουν τά γεγονότα, τά ὁποῖα ἔχουν νά κάνουν πάντα γύρῳ ἀπό τούς ἐπισήμους φορεῖς, πολιτικούς καί ἐκκλησιαστικούς, ἀφήνοντες εἰς δευτέραν μοίραν ὡς ἐπουσιώδη, καί ἄρα ὡς μή ἤ ἐλαχίστως καταγεγραμμένην τήν δράσιν τῶν ἀσήμων κατ’ αὐτούς ἀνθρώπων. Αὐτό ἰσχύει καί διά τάς ἐπισκοπάς, ἀφοῦ κατά τήν σπουδαιότητα ἑκάστης ἐξηρτάτω συνήθως καί τό μέγεθος τῆς καταγραφῆς της εἰς τήν ἱστορίαν. Οὕτω λοιπόν, ἐάν σήμερον κάποιος ἱστορικός κατέγραφε τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, εἰς ποῖον ἆρά γε θά ἀπέδιδε τόν τίτλον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἑλλάδος, εἰς τόν Νεοημερολογίτην ἤ εἰς τόν Παλαιοημερολογίτην; Ἀσφαλῶς εἰς τόν πρῶτον! Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην, αὐτός τόν ὁποῖον τοποθετοῦσε ἡ κρατική ἐξουσία εἰς τόν ἐπισκοπικόν θρόνον, ἐκεῖνος ἦταν καί ὁ ἀνεγνωρισμένος ἐπίσκοπος καί γύρω ἀπ’ αὐτόν περιφερόταν οἱ εἰδήσεις ὅπου κατέγραφεν ἡ ἱστορία.
Παράδειγμα τρανταχτόν τυγχάνει ὁ αἱρετικός πατριάρχης ΚΠόλεως Εὐδόξιος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀναφέρεται ὑπό τῶν ἱστορικῶν ὡς ὁ ἐπίσημος Πατριάρχης κατά τήν περίοδον 360-369, ἀλλά καί ὑπό τοῦ ἀποσταλλέντος ἐκ Θεοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου, ἔλαβεν ἐντολήν διά τήν παρασκευήν τῶν κολλύβων, ὥστε νά μήν μιανθοῦν οἱ χριστιανοί!!! Ἐρωτῶμεν λοιπόν τόν π. Εὐθύμιον: α) διατί ἀκόμη καί ὁ Θεός ἐπέλεξεν ἕναν αἱρετικόν πατριάρχην ὡς ὄργανόν του διά νά βοηθήσῃ τούς χριστιανούς, καταφρονώντας τόσους συγχρόνους μέ αὐτόν ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, μερικούς μάλιστα ἐκ τῶν ὁποίων σήμερον τούς ἑορτάζομεν ὡς Ὁμολογητάς καί Ἁγίους; β) Εἰς ποίους χριστιανούς ἐστάλη διά βοήθειαν ὁ ἅγιος Θεόδωρος, εἰς τούς Ὀρθοδόξους, ἤ εἰς αὐτούς ὅπου ἀπό ἀδιαφορίαν, καταφρόνησιν, δειλίαν καί φόβον ἀκολουθοῦσαν τόν ἀρειανόν πατριάρχην, μιαινόμενοι ἀπό τήν αἵρεσίν του; Μάλλον εἰς στούς δευτέρους! Τό παράδοξον μάλιστα εἶναι, ὅτι οἱ Συναξαριστές τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδεμίαν ἀναφοράν κάνουν διά τήν αἱρετικήν ἰδιότητα τοῦ πατριάρχου Εὐδοξίου, ἀντιθέτως δέ εἰς τήν περί αὐτοῦ διήγησιν δίδουν εἰς τόν ἀναγνώστην τήν ἐντύπωσιν, ὅτι πρόκειται περί ὀρθοδόξου, καί μάλιστα ὁμολογητοῦ, ἀφοῦ ὑπερασπιζεται τό ποίμνιόν του ἀπό τόν ἀποστάτην τοῦ Χριστιανισμοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανόν. Καί αὐτό εἶναι ἡ αἰτία ὥστε καί σήμερον ἀκόμη εἶναι δύσκολον εἰς κάποιον ὀρθόδοξον, ἐάν δέν εἶναι ἐντριβής εἰς τήν ἐκκλ. ἱστορίαν, νά πιστέψῃ τά περί τῆς πραγματικῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου αὐτοῦ! Εἶναι λοιπόν ἄγνωστες οἱ βουλές τοῦ Κυρίου καί ἀνεξιχνίαστοι οἱ τρίβοι του, δι’ αὐτό καί ὄπισθεν τῆς Θείας Αὐτοῦ Προνοίας κρύπτεται πάντοτε τό πραγματικόν δι’ ἡμᾶς ὄφελος, τό ὁποῖον ἐμεῖς μέ τόν πεπερασμένον νοῦν μας εἰς μεγάλον βαθμόν ἀγνοοῦμεν.
Ἐν κατακλείδι λοιπόν οἱ κυριώτεροι λόγοι διά τούς ὁποίους βλέπομεν τό διαχρονικόν αὐτό φαινόμενον εἰς τήν ἐξέλιξιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τούς ὁποίους καί ἐπισημαίνωμεν εἰς τήν σύντομον αὐτήν μελέτην μας εἶναι ὡς ἐπί τό πλεῖστον οἱ ἑξῆς: α) Οἱ καταλυτικές ἐπεμβάσεις τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας (καί ὄχι λόγοι ἐκκλησιολογικοί, ὅπως φανταστικῶς ἀποφαίνεται ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς), ἡ ὁποία ἄλλοτε ἐπέτρεπε καί ἄλλοτε ὄχι (ἀναλόγως τόν βαθμόν τῆς ἀνοχῆς της) τήν ὕπαρξιν περισσοτέρων ἐκκλησιαστικῶν σχημάτων εἰς τόν αὐτόν χῶρον, εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν σημερινήν ἐποχήν, ὅπου οἱ Δημοκρατικοί θεσμοί δέν ἐπιτρέπουν τήν βάναυσον ἀνάμιξιν τοῦ κράτους εἰς τά τῆς Θρησκείας. β) Ἡ ἀνοχή τοῦ λαοῦ, ὥστε νά ἀποδεχθῇ ἐπίσκοπον ἀλλοτρίων φρονημάτων, καθώς ἐπαπειλοῦνταν στάσεις, μέ κίνδυνον τήν διασάλευσιν τῶν κρατικῆς ἀσφαλείας. γ) Τό πρόσφατον τῆς ἐμφανίσεως μιᾶς αἱρέσεως, ἤ τῆς φανερώσεως τῶν κακοδόξων φρονημάτων τοῦ ἐπισκόπου, καθώς ἀπαιτεῖτο λογικῶς πάντοτε ἕνα χρονικόν διάστημα (πολλές φορές μεγάλο) μέ τήν ἐλπίδα μεταστροφῆς αὐτοῦ. δ) Εἰς τάς κενάς θέσεις τῶν ἐπισκοπῶν (ἕνεκα τῶν βιαίως ἐκτοπισθέντων ἐπισκόπων) οἱ Ἐκκλησιαστικές Ἀρχές δέν ἠμποροῦσαν νά ἐγκαταστήσουν ἕτερον ἐπίσκοπον, καθώς ὁ νόμιμος (Ὀρθόδοξος) εὑρισκόταν ἀκόμη ἐν ζωῇ καί μία τέτοια πρᾶξις θά ἐθεωρεῖτο ὡς μοιχεπιβασία. Πολλοί μάλιστα ἐξ αὐτῶν παρέμειναν εἰς τήν ἐξορίαν καί εἰς τάς φυλακάς διά πολλάς δεκαετίας, ἐνίοτε δέ οὐδέποτε ἐπέστρεφον λόγῳ βιολογικοῦ θανάτου! Εἰς αὐτάς τάς περιπτώσεις οἱ Ἐπισκοπές ἐξυπηρετοῦντο ἄχρι καιροῦ ὑπό πλησιοχώρων Ἐπισκόπων.
Θά ἐπαναλάβωμεν δέ, ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος μέ τήν θεωρίαν του αὐτή ἐξυπηρετεῖ αὐτούς καί μόνον τούς Οἰκουμενιστάς, διότι ποιεῖ ἀδρανεῖς καί ἄρα ἀκινδύνους τούς ἀντιδρώντας εἰς τά πονηρά σχέδιά τους!!!

Περί τοῦ Παλαιοῦ Ἑορτολογίου.

Μία ἄλλη παρεκτροπή τοῦ π. Εὐθυμίου εἶναι ἡ ἄδικος ἐπίθεσις κατά τῶν πιστῶν τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου, τούς ὁποίους κατατάσσει μέ τούς σχισματικούς καί τούς θεωρεῖ ὡς ἀνήκοντας εἰς ἕνα εἶδος ἰδιότυπης... εἰδωλολατρίας!!! (σελ. 230). Δέν εἶναι ὀλίγη ἡ ἀπαξίωσις μέ τήν ὁποίαν περιβάλλει τούς Γ.Ο.Χ. καί τόν ἀγῶνα τους ἐναντίον τοῦ νεωτερισμοῦ τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου, θεωρῶν αὐτόν ὄχι μόνον μάταιον, ἀλλ’ ὡς τινά πλάνην καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον μέ τόν Οἰκουμενισμόν, καθώς ὑποστηρίζει, ὅτι μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τό ἄλλο ἄκρον τῆς ἀπολυτοποιήσεως δηλαδή καί δογματοποιήσεως τῶν κοσμικῶν πραγμάτων (σελ. 230). Κατ’ αὐτόν, ἴσως δέν ἔπρεπε νά γίνῃ ἡ ἀποτείχισις λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἑορτολογίου ἀλλά μόνον διά τήν αἱρετικήν Ἐγκύκλιον τοῦ 1920 (σελ. 232), ἡ ὁποία σημειωτέον ἄρχισε νά γίνεται γνωστή εἰς τό κοινόν διά μέσου τοῦ καθηγητοῦ Ἰωάννου Καρμίρη μόνον κατά τήν δεκαετίαν τοῦ 1950! Καί τοῦτο, διότι ὡς λέγει, ἡ ἑορτολογική ἀλλαγή δέν ἔχει οὔτε δογματικόν, οὔτε ἐκκλησιαστικόν χαρακτῆραν. Προτείνει μάλιστα νά ἀκολουθήσωμεν οἱ Ὀρθόδοξοι ὄχι τό παλαιόν ἡμερολόγιον, ἀλλά ἕνα ἀκόμη παλαιότερον προκειμένου νά πολεμήσωμεν τόν Οἰκουμενισμόν!!! (σελ. 234). Καί ὅλα αὐτά, ἐνῷ δηλώνει, ὅτι δέν εἶναι εἰδικός ἐπί τοῦ θέματος... Κάπως παράτολμος δέν εἶναι;
Τό φοβερότερον ὅλων ὅμως εἶναι ἡ παραποίησις τοῦ νοήματος ἑνός λόγου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπου ὀμιλεῖ διά τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα, τόν ὁποῖον, ἀντιστρέφοντας τούς ὅρους, παρουσιάζει ὡς ἀφορῶντα τούς «παλαιοεορτολογίτας», ἐμφανίζων αὐτούς ὡς πεπλανημένους παραβάτας! Εἰς τόν λόγον αὐτόν ὁ Ἅγιος ἀπευθύνεται πρός μίαν ἀποσχισθεῖσαν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν μερίδα, ἡ ὁποία θεωροῦσε, ὅτι ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ἔπρεπε νά γίνεται χρονικῶς εἰς ἀντιστοιχίαν πρός τόν πραγματικόν χρόνον καί τήν ἡμεραν, ὅπου ἔγινε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος λοιπόν τούς ἐξηγεῖ, ὅτι δέν ἔχει σημασίαν ἡ ἀκρίβεια τοῦ χρόνου, ἀρκεῖ ἡ ἑορτή νά ἑορτασθῇ, ὅταν τήν καθορίζῃ ἡ Ἐκκλησία. Παραθέτει μάλιστα μέρος ἀπο τόν ἐπίμαχον λόγον τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἀλλά τίς ὁ σοφός αὐτῶν λόγος, ὅταν ταῦτα αὐτοῖς ἀντιλέγωμεν; Ὑμεῖς, φησίν, οὐ ταύτην ἐνηστεύετε τήν νηστείαν πρότερον; Τοῦτο οὐ σόν ἐστιν εἰπεῖν πρός με, ἀλλ’ ἐμέ δίκαιον ἂν εἴη πρός σέ λέγειν, ὅτι καί ἡμεῖς οὕτως ἐνηστεύομεν πρότερον, ἀλλ' ὅμως προετιμήσαμεν τήν συμφωνίαν τῆς τῶν χρόνων παρατηρήσεως» (ΕΠΕ 34, 168) ... «Μή τοίνυν, τῶν τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων, πρός τά πρότερα ἐπανατρέχωμεν, μηδέ ἡμέρας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς παρατηρῶμεν, ἀλλά πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ μετ' ἀκριβείας ἑπώμεθα, τήν ἀγάπην καί τήν εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου · Νυνί δέ οὐδείς μοι περί καιροῦ λόγος, ἐπειδή οὐδέ τῷ Θεῷ, καθάπερ ἀπεδείξαμεν, ἐπεί καί ὑπέρ τούτου πολλούς ἀνήλωσα λόγους» (ΕΠΕ 34, 188)... «Τό μέν γάρ τῷδε ἢ τῷδε χρόνῳ νηστεῦσαι οὐκ ἔγκλημα, τό δέ σχίσαι Ἐκκλησίαν, καί φιλονείκως διατεθῆναι, καί διχοστασίας ἐμποιεῖν, καί τῆς συνόδου διηνεκῶς ἑαυτόν ἀποστερεῖν, ἀσύγγνωστον καί κατηγορίας ἄξιον, καί πολλήν ἔχει τήν τιμωρίαν» (ΕΠΕ 34, 190). (σελ. 140-242).
Σχολιάζων ὁ π. Εὐθύμιος τούς λόγους αὐτούς τοῦ θείου Χρυσοστόμου καταλήγει εἰς τά ἑξῆς συμπεράσματα: «Σέ πολλά σημεῖα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς ὁ ἅγιος διδάσκει, ὅτι τόν Θεόν δέν τόν ἐνδιαφέρει ὁ χρόνος καί τό πότε θά ἑορτάση κάποιος κάποια ἑορτή, ἀλλά τό ἄν θά τήν ἑορτάση μέ καθαρά συνείδησι...» (σελ. 240)... «Ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ὅτι ἄλλαξαν τόν χρόνο τῆς νηστείας καί δέν παρατηροῦσαν τούς καιρούς, ἀλλά τήν συμφωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ἡ παρατήρησις τοῦ χρόνου δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε, ἀλλά μᾶλλον βλάπτει, ὅταν γίνεται αἰτία διαστάσεως...» (σελ. 240)·... «Ἐδῶ ὁ ἅγιος μᾶς διδάσκει τό νά ἀδιαφοροῦμε διά τήν παρατήρησι τῶν ἡμερῶν καί τοῦ χρόνου καί νά προσηλωθοῦμε στήν συμμετοχή μας στό μυστήριο, προκειμένου νά ἐπιτελέσωμε τό Πάσχα» (σελ. 241)·... «Τά βασικά σημεῖα ἐδῶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι καί δι’ αὐτήν τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα δέν ὑπάρχει πρόβλημα διά τό πότε θά τήν ἑορτάσωμε, ἀρκεῖ νά ἑορτάσωμε μαζί μέ τήν Ἐκκλησία. Τό ὅτι δέ εἰς τόν οὐρανό δέν ὑπάρχουν «μῆνες καί ἥλιος καί περίοδος ἐνιαυτῶν» δείχνει ὅτι ὁ οὐρανός συνεορτάζει μαζί μας πάντοτε, ὁσάκις ἐμεῖς ἐπιτελοῦμε μέ καθαρά συνείδησι τίς ἑορτές. Ἀναφερόμενος ἐπίσης ὁ ἅγιος εἰς τό ὅτι καί ἄν ἀκόμη πράττη ἡ Ἐκκλησία λάθος εἰς τό θέμα τοῦ χρόνου κάποιας ἑορτῆς, ἐμεῖς δέν πρέπει νά προκαλέσωμε σχίσμα...» (σελ. 242).
Ὅλας αὐτάς τάς μομφάς περί ἐμπαθοῦς παρατηρήσεως καιρῶν καί χρόνων λόγῳ ἀκριβείας ἐπιχειρεῖ ὁ συγγραφεύς νά προσάψῃ εἰς τούς «παλαιοεορτολογίτας», ἐνῷ γνωρίζει πάρα πολύ καλῶς, ὅτι τούς ἰδίους λόγους τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου ἐπικαλεῖται ἀντιστρόφως διά τούς νεοημερολογίτας ὁ «παλαιοεορτολογίτης» Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης εἰς τήν ὑποσημείωσιν τῆς ἑρμηνείας τοῦ Ζ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος,[74] τοῦ ἀναφερομένου εἰς τήν ἀπαγόρευσιν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετά τῶν Ἰουδαίων πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας! Ἐκ τοῦ σημείου αὐτοῦ νομίζομεν ὅτι κρίνεται καί ἡ ὅλη ἐργασία περί ἡμερολογίου τοῦ ἐν λόγῳ συγγραφέως.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὡς ἀκραιφνής τηρητής τῶν Ὀρθοδόξων Παραδόσεων στρέφει τά προλεχθέντα ἐναντίον ὄχι τῶν ἐμμενόντων εἰς τά Πάτρια, ἀλλά κατά τῶν Λατίνων τῶν καινοτομησάντων τό Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον (καί τό βασιζόμενον ἐπ’ αὐτοῦ Ὀρθόδοξον τῆς Ἐκκλησίας μας Ἑορτολόγιον) καί κατ’ ἐπέκτασιν ἐναντίον τῶν συγχρόνων νεοημερολογιτῶν, ὅπως τοῦ Π. Εὐθυμίου! Ὁ Ἅγιος δηλαδή ταυτίζει τούς αἱρετικούς Τεσσερακαιδεκατίτας ἤ Πρωτοπασχίτας μέ τούς σημερινούς νεοημερολογίτας καί ὄχι μέ τούς «παλαιοεορτολογίτας», ὅπως διαστροφικῶς θέλει νά παρουσιάσῃ ὁ π. Εὐθύμιος. Ἄς ἀκούσωμεν ὅμως τόν ἴδιον τόν ἅγιον Νικόδημον: «Χρόνων ἀκρίβειαν, καί ἡμερῶν παρατήρησιν δέν ἠξεύρει ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία... ἀλλ’ ἐπειδή εἰς τήν πρώτην σύνοδον ἐσυνάχθησαν οἱ Πατέρες καί διώρισαν πότε νά γίνεται τό Πάσχα, καί τιμῶσα ἡ Ἐκκλησία πανταχοῦ τήν συμφωνίαν καί ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας, περισσότερον ἀπό τήν παρατήρησιν τῶν χρόνων (τῆς ἰσημερίας δηλ. ὁποῦ ἐκατέβη τώρα εἰς τάς 11 Μαρτίου, οὗσα ἐπί τῆς πρώτης συνόδου εἰς τάς 21 Μαρτίου) καί νά ἑορτάζουν τό Πάσχα μέ ἡμᾶς τούς Γραικούς, καί ὄχι νά ἀτιμάζουν τούς θεοφόρους καί πνευματοφόρους Πατέρας, ὁποῦ ἐνομοθέτησαν τοῦτο κατά θεῖον φωτισμόν, νομίζοντες τούτους ὡς ἀνοήτους, καί ὑβρίζοντες εἰς τήν κοινήν μητέρα πάντων ἡμῶν Ἐκκλησίαν, διότι (λέγει ἀκολούθως ὁ χρυσοῦς ῥήτωρ) ἄν καί ἡ ἐκκλησία ἔσφαλλε, βέβαια δέν ἤθελε κατορθωθῇ τόσον μεγάλον καλόν, ἀπό τήν ἀκριβῇ ταύτην φύλαξιν τοῦ καιροῦ, ὅσον μεγάλον κακόν ἤθελε προξενηθῇ ἀπό τήν διαίρεσιν αὐτήν καί τό σχίσμα τό ἀπό τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἐπειδή λέγει· ‘’δέν φροντίζει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία διά τοιαύτην παρατήρησιν τῶν χρόνων καί ἡμερῶν πάρεξ διά μοναχήν τήν ὁμόνοιαν καί εἰρήνην’’. Καί βλέπε, ἀγαπητέ (λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος), πῶς ὁ Θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικούς τούς Λατίνους διά τί ἐκαινοτόμησαν τό Πασχάλιόν τους καί Καλεντάριον, ὄχι διά τί δέν εἶναι τοῦτο, ὅσον κατά τήν ἰσημερίαν ὀρθόν». Καί περαίνει τόν λόγον του ὁ Ἅγιος λέγων τά ἑξῆς: «...εὐαρεστεῖται ὁ Θεός εἰς τήν τάξιν τοῦ Πασχαλίου καί ἁπλῶς εἰπεῖν, τοῦ Καλανταρίου τοῦ ἐδικοῦ μας, παρά εἰς τήν ἀκρίβειαν τοῦ Πασχαλίου καί Καλανταρίου τῶν Λατίνων...» Καί συνεχίζει ἀναφερόμενος εἰς Θείας τινάς καί θαυματουργικάς ἐπεμβάσεις τῆς Θείας Προνοίας, πρός πίστωσιν τῆς ἀποστροφῆς τοῦ Θεοῦ πρός τήν καινοτομίαν αὐτήν, ἀλλά καί τῆς εὐαρεστήσεώς Του διά τό Ὀρθόδοξον Καλεντάριον-Ἑορτολόγιον, «βεβαιωτικάς τοῦ ἡμετέρου καλανδαρίου, ἀναιρετικάς δέ τῶν Λατίνων».
Ἄν ἀνατρέξωμεν εἰς τά ἐπιχειρήματα τῶν καινοτόμων διά τήν στήριξιν τῆς ἐπαράτου καινοτομίας τοῦ Ἑορτολογίου, θά εἰδοῦμε, ὅτι ἕνα ἀπο τά βασικότερα ἦταν καί ἡ ἀκρίβεια τοῦ χρόνου. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ ἴδιοι εἶχαν καί ἔχουν τό θράσος καί τήν αὐθάδειαν νά κατηγοροῦν τούς «παλαιοεορτολογίτας», ὡς δῆθεν προτιμήσαντας τήν ἀκρίβειαν τοῦ χρόνου ἔναντι τῆς ἑνότητος, διό καί χαρακτηρίζουν αὐτούς ὡς ἡμερολογιολάτρας!
Ἡ διαφορά μεταξύ τῆς προσωπικῆς γνώμης τοῦ π. Εὐθυμίου καί αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου (ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ καί θέσιν ἐπίσημον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πολλάκις ἀπεφάνθη ὑπέρ τοῦ ἡμετέρου Ἑορτολογίου) εἶναι πασιφανής.
Ὁ Ἅγιος ἀποδίδει τό σχίσμα ἕνεκα τῆς ἀκριβείας εἰς τούς Λατίνους καί εἰς τούς ἀξίους συνεχιστάς τους νεοημερολογίτας, ὁ δέ π. Εὐθύμιος, συμφώνως πρός τό ἰδικόν του ‘’θέλω’’, εἰς τούς «παλαιοημερολογίτας» (σελ. 242).
Ὁ Ἅγιος μᾶς λέγει, ὅτι οἱ τριακόσιοι δέκα καί ὀκτώ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρώτης Συνόδου, ὑπό τήν ἐπίδρασιν τοῦ Θείου φωτισμοῦ ὥρισαν καί ἐθέσπισαν μετ’ ἐπιτιμίου τό ἀπαρασάλευτον τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἐνῷ ὁ π. Εὐθύμιος μᾶς προτρέπει νά τό ἑορτάζωμεν, ὄποτε μᾶς κατέβει!!! (σελ. 242). Ἐάν αὐτό δέν εἶναι ἀνατροπή τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε τί εἶναι;
Ὁ Ἅγιος ὀνομάζει τούς καινοτόμους τοῦ Πασχαλίου καί τοῦ καλενδαρίου ἀτιμαστάς τῶν Πατέρων, ἐνῷ ὁ δεύτερος, ὡς διατηρήσαντας τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν (σελ. 243)!
Ὁ Ἅγιος μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται (!!!) εἰς τήν τάξιν τοῦ ἰδικοῦ μας Πασχαλίου καί Καλενδαρίου, τό ὁποῖον καί διά θαυμάτων πιστοποιεῖ, ὁ δέ θεωρεῖ τοῦτο ἀδιάφορον, διό καί προτείνει τήν εἰσαγωγήν ἑνός τρίτου... ἡμερολογίου! (σελ. 234), τούς δέ Ὀρθοδόξους μέμφεται, ὡς μεταχειριζομένους δῆθεν ‘’σημεῖα καί τέρατα’’, διά νά ἀποδείξουν τήν δῆθεν ‘’Πάτριαν’’ προέλευσίν του καί ‘’ἱερότητα’’.
Ἀσφαλῶς ὁ π. Εὐθύμιος, ὅταν ἔγραφε τάς ἀνωτέρω γραμμάς, ἀγνοοῦσε (διότι δέν ἐξηγεῖται ἄλλως) τά λεχθέντα ὑπό τοῦ ἁγίου Μελετίου Πηγᾶ εἰς τήν ΡΛΖ΄ ἐπιστολήν του πρός «Τοῖς ἐν Μικρᾷ Ῥωσία», ὅπου ἀπειλεῖ νά μήν διανοηθοῦν νά καινοτομήσουν ἔτερον Καλενδάριον, διότι μέ πολλούς τρόπους ἁμαρτάνουν ὅσοι ἀκολουθοῦν ἄλλα Καλενδάρια, ἀφοῦ τοῦτο ἀπαιτεῖ ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσις. Τούς δέ τολμῶντας νά πράξουν ἄλλως, ὡς ἐπιμένοντας καί φιλονεικοῦντας πρός τά καλῶς δογματισθέντα, δηλαδή τόν Ὅρον τῆς Συνόδου, ἀπειλεῖ ὡς ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τολμητίας δικαίας κολάσεως![75] Δυστυχῶς ὅμως αὐτός (ὁ π. Εὐθύμιος), τελείως ἀντιθέτως πρός τόν προειρημένον Ἅγιον, ὑποκινεῖ καί προτρέπει τούς πιστούς νά ἀκολουθήσουν ἕνα ‘’παλαιότερον’’ (ὡς λέγει) ἡμερολόγιον (!!!) καθότι μᾶς λέγει, τό ‘’παλαιόν’’ δέν ἠμπορεῖ νά χαρακτηρισθῇ οὔτε κἄν ὡς ἐκκλησιαστικόν!
Ἄς μή μακρηγορῶμεν ὅμως.
Χλευάζει ἐπίσης τούς πιστούς, διότι ὀνομάζουν τό ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ‘’Πάτριον’’ καί «ὡς κάτι παραδεδομένον ἀπό τούς πατέρας» (σελ. 244). Δέν νομίζομεν ὅμως, ὅτι ἀγνοεῖ καί πάλιν τάς πηγάς ἐκεῖνας, ὅπου βεβαιοῦν τάς θέσεις τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων «παλαιοεορτολογιτῶν» ἔναντι τῶν ἰδικῶν του ἀπόψεων καί τῶν λοιπῶν νεοημερολογιτῶν, ἁπλῶς τάς παραβλέπει ὡσάν νά μήν ὑπάρχουν, ἀδιαφορώντας διά τήν σπουδαιότητα καί σημασίαν τους.
Τούς ὑποστηρικτάς ὅμως τῶν τοιούτων αὐθαιρεσιῶν ἀποστομώνει ὁ πολυμαθέστατος ἐκεῖνος ἅγιος Μελέτιος Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει εἰς τήν ΡΙΣΤ΄ ἐπιστολήν ‘’Πρός τοῖς κατά Δύσιν πᾶσαν Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς...‘’, τά ἐξῆς: «...μηδέν ὅλως τῶν πατρικῶν παραχαράττοντες παραδόσεων∙ καί δι’ αὐτό τοῦτο ὅτι πατρικαί εἰσι παραδόσεις∙ Μή γάρ, φησί, μή μέταιρε ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου. Τούτου χάριν τήν νέαν ταύτην τῶν Πασχαλίων εἰσαγωγήν, τοῦ λεγομένου Γρηγοριανοῦ καλενδαρίου (ἑορτολογίου σ.σ.), οἱ τῆς Ἀνατολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησίας εὐσεβεῖς παῖδες οὐ παραδεχόμενοι, στοιχοῦντες δέ μᾶλλον τῷ παρά τῶν τριακοσίων ὀκτώ καί δέκα θεοφόρων Πατέρων Κανονίῳ τούτου μηδόλως παρεκκλίνομεν τοσούτων καί τηλικούτων Πατέρων, οὕτως ἔχοντα πρός λέξιν. «Πάντας τούς τολμῶντας παραλύειν τόν ὅρον τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπί παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου περί τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένειν φιλονεικότερον ἐπιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδογμένα∙ καί ταῦτα εἰρήσθω καί περί λαϊκῶν. Εἰ δέ τίς τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, τολμήσειεν ἐπί διαστροφῇ τῶν λαῶν, καί ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδιάζειν, καί μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τό Πάσχα, τοῦτον ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας». Καί συνεχίζει ὁ πλήρης πατρώου ζήλου Μελέτιος: «Τούτων οὖν οὕτως ἐχόντων, παρακαλοῦμεν ὑμᾶς ἀδελφοί, τοῖς πατράσι ἔπεσθαι, καί μή τά καινά ταῦτα καί πρόσφατα κατασπάζεσθαι∙ ἀλλά, φασί, τοῦτο τῶν ἀδιαφόρων ἐστίν∙ ἀλλά διά τοῦτο μᾶλλον τοῖς πατράσι ἀκολουθητέον, ὅτι ἀδιάφορον ἐστίν», καί μετ’ ὀλίγον λέγει: «ἐπειδή τοίνυν οὐκ ἀποδοκιμάζοντες διά τοῦτο μᾶλλον τοῖς πατράσιν ἀκολουθητέον, ἀτιμάζοντες τήν σοφίαν τῶν σοφῶν, οὐδέ τῶν συνετῶν ἀθετοῦντες τήν σύνεσιν, ἀλλά τοῖς Πατράσι καί Ἡγουμένοις ἡμῶν Ἀνατολικοῖς τε καί Δυτικοῖς ἀκολουθοῦντες τά παλαιά τῶν νέων προκρίνομεν δικαίως (κέκριται γάρ ἅπαξ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν Ὀρθοδόξων μηδέν ὅλως νεωτερίζον παραδέχεσθαι, μηδέν ἀποδιοπομπεῖσθαι τῶν πάλαι). Στήκετε θαρσαλέως καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τοῖς πατρώοις ἤθεσι, παρακαλοῦντες τούς λαμπροτάτους ὑμῶν ἄρχοντας ὑμῖν ἐξεῖναι ἀβιάστως ταῖς τῶν κοινῶν Πατέρων, τῶν πράξει τε καί θεωρίᾳ κατά Ἀνατολήν καί Δύσιν λαμψάντων, παραδόσεσι ἔπεσθαι (νά ἀκολουθῆτε). Μή βίᾳ ἀποσπάσθωσαν παρά Χριστιανῶν Χριστιανοί τῶν πατρώων προσταγμάτων∙ πόρρω γάρ τῆς τοῦ Σωτῆρος αὐλῆς δυναστεία».[76]
Πόσον διαφέρει ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγιωτάτου Μελετίου Πηγᾶ ἀπό τάς καινοφωνίας τοῦ π. Εὐθυμίου!!! Ὁ θεῖος Μελέτιος κατεχόμενος ἀπό ἄδολον ζῆλον γίνεται πιστός ἀκόλουθος τῶν Πατέρων, ὁ δέ π. Εὐθύμιος ἀκούσιος συνήγορος τῶν καινοτόμων καί Μασσόνων Μελετίου Μεταξάκη καί Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου!
Ὁ π. Εὐθύμιος μᾶς διαβεβαιοῖ, ὅτι Καλενδάριον καί Πασχάλιον οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μεταξύ τους (σελ. 236). Ὁ δέ ἅγιος Μελέτιος ὡς ἀλληλένδετα τά θεωρεῖ.[77]
Ὁ π. Εὐθύμιος χαρακτηρίζει ὡς ἀποτέλεσμα φανατισμοῦ τό νά ὀνομάζουν οἱ πιστοί τό Ὀρθόδοξον Ἑορτολόγιον ‘’Πάτριον’’, ὥς ‘’δῆθεν παραδεδομένον ὑπό τῶν Πατέρων’’, διό καί ἀναθεματίζουν ὅσους ἀκολουθοῦν τό ‘’νέον’’∙ ὁ ἅγιος ὅμως Μελέτιος ὁμόφρων πρός τήν γνώμην τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι κατά τόν ΙΣΤ΄αἰῶνα ἀνεθεμάτισαν τό νέον Καλενδάριον καί Πασχάλιον (ὡς εἷς ἐξ αὐτῶν), τά ἀποκαλεῖ «πατρικάς παραδόσεις» καί «ὅρια ἅ ἔθεσαν οἱ Πατέρες», ἐκ τῶν ὁποίων «μηδόλως παρεκκλίνομεν», «ἀκολουθοῦντες τά παλαιά τῶν νέων νά προκρίνωμεν» καί «μηδέν ὅλως νεωτερίζον παραδέχεσθαι», ταῖς «παραδόσεσι ἔπεσθε», τοῖς «πατρώοις ἤθεσι» καί τῶν «πατρώων προσταγμάτων»∙ «Πάντας (δέ τούς) τολμῶντας παραλύειν τόν ὅρον» καί ἀποδεχομένους τόν νεωτερισμόν, «ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας». Κατά τήν γνώμην λοιπόν τοῦ Ἁγίου ἡ ἀποδοχή τῶν νεωτερισμῶν εἶναι τῶν «ἀδιαφόρων» καί τῶν «ἐπί διαστροφῇ τῶν λαῶν, καί ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν» προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας, Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καί διακόνων, δι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία (ὄχι ἡ κακέκτυπος) «ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε» τόν τοιοῦτον Αὐτῆς! «Ταῦτα εἰρήσθω (ἔχουν εἰπωθεῖ) καί περί λαϊκῶν»!!!
Δέν ἰδιάζει ἄραγε καί π. Εὐθύμιος, ὅταν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ἀποδέχεται ὅλους αὐτούς τούς νεωτερισμούς ὡς προσφερομένας πρωΐμους φθινοπωρινάς ὀπώρας, πρόθυμος νά προσφέρῃ αὐτάς καί εἰς ἑτέρους «ἐπί διαστροφή τῶν λαῶν καί ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν»;
Σαθρόν εἶναι βεβαίως καί τό ἐπιχείρημά του, ὅτι οἰ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν ἐκτός τοῦ Ἰουλιανοῦ καί ἕτερα ἡμερολόγια (σελ. 237), φέρων ὡς παράδειγμα τόν ἅγιον Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος πρός τούς Αἰγυπτιῶτας πρεσβυτέρους ἐχρησιμοποίησεν τό ἐντόπιον τῆς Αἰγύπτου ἡμερολόγιον. Σημασίαν πάντως ἔχει ὄχι ἡ χρήσις διαφορετικῶν ἡμερολογίων ἀλλά ἡ συμφωνία τῶν ἑορτῶν, ὡς καί τό Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας ὁρίζει.
Δυστυχῶς ὅμως ὁ π. Εὐθύμιος δέν ἀρκεῖται εἰς αὐτά, ἀλλά συνεχίζει νά ταυτίζεται ὅλο καί πιό πολύ μέ τόν δολερόν ἐκεῖνον μεταρρυθμιστήν τοῦ ἡμερολογίου-Ἑορτολογίου Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, χρησιμοποιώντας τά ἐπιχειρήματα ἐκείνου διά νά δικαιολογῆσῃ τήν παράνομον αὐτήν ἀλλαγήν. Οὕτω λοιπόν γράφει εἰς τήν σελίδα 227 : «Βεβαίως ἐδῶ δέν πρόκειται διά τήν κατάργησι ἑνός δόγματος ἤ μίας Παραδόσεως, ἡ ὁποία ἔχει δογματικό χαρακτῆρα, ὅπως ἦτο ἡ Εἰκονομαχία, δεδομένου καί τοῦ ὅτι δέν πρόκειται περί καταργήσεως, ἀλλά περί ἀλλαγῆς ἤ διορθώσεως σέ κάτι πού τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία». Ἡ ἄποψις ὅμως, ὅτι ἡ Ἑορτολογική καινοτομία δέν ἀποτελεῖ κατάργησιν Παραδόσεως, νομίζω, ὅτι κατερρίφθη παταγωδῶς ὄχι μόνον ἀπό τούς προειρημένους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί ἀπό τά λόγια τῶν ἰδίων τῶν αὐτουργῶν τῆς καταδίκης τῆς καινοτομίας! Ὅσον δέ ἀφορᾷ εἰς τήν διόρθωσιν δῆθεν καί ὄχι τήν κατάργησιν τοῦ Ἑορτολογίου, αὐτό θά τό ἐξετάσωμεν πάραυτα.
Τό πρόσχημα, ὅτι ἡ διόρθωσις ἐπιτρέπεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν κατάργησιν ἤ ἀντικατάστασιν μέ κάποιο ἄλλο διαφορετικόν, εἶναι τό ὀλιγότερον ψευδές, καί τό ἐφηῦρε πρῶτος ὁ πολυμήχανος Παπαδόπουλος διά νά κατασιγάσῃ τάς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν, καί κυρίως ὁρισμένων μελῶν τῆς Ἱεραρχίας του. Ὁ ἴδιος πρό τῆς ἀνόδου του εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν θρόνον ἀποκαλοῦσε τήν διόρθωσιν αὐτήν ὡς ‘’Γρηγοριανόν’’ ἡμερολόγιον. Ὁ δέ ἕτερος συνεργάτης του, ὁ γνωστός Μασσόνος Μελέτιος Μεταξάκης, εἶχε δηλώσει, ὅτι: «Ἡ μεταρρύθμισις, τήν ὁποίαν πρόκειται νά κάνωμεν, δέν πρέπει νά ἐπιφέρῃ σκανδαλισμόν εἰς τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα. Λαμβάνομεν σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν, ὅτι δέν εἶναι τι ἀδιάφορον τό πῶς θά διατεθῶσιν αἱ μᾶζαι τῶν Χριστιανῶν μας ἀπέναντι μεταρρυθμίσεως ἀποδεχομένης τό Γρηγοριανόν σύστημα». Ἐπίσης καί ὁ πρώην νεοημερολογίτης καί Λατινόφρων ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης ἔγραφε: «Κατά τήν ἐποχήν ταύτην, (1583), ἀνεφύη καί τό καλούμενον ’’ἡμερολογιακόν’’ ζήτημα, κατόπιν τῆς ὑπό τοῦ Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄ἀναληφθείσης πρωτοβουλίας περί διορθώσεως τοῦ μέχρι τότε ἐν ἰσχύι Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου… Ἀλλ’ ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄, ἀπαντῶν ἐδήλου τῷ ἐπισκόπῳ τῆς Ῥώμης, ὅτι ὄχι μόνον ἀποστέργει τά καινοτομηθέντα, ‘’ἀλλ΄οὐδ’ εἰς ψιλήν ἐπίνοιαν ἐφικέσθαι ταῦτα ἐπιτρέπει…»[78] (δλδ. οὔτε εἰς τό μυαλό σας νά ἐπιτρέπητε τέτοιες σκέψεις περί διορθώσεως τοῦ ἡμερολογίου). Ἀλλά καί πάντες, διά νά μήν μακρηγορῶμεν, οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες, οὔτω τό ὠνόμαζαν, εἰς τήν ἐπίσημον ἀλληλογραφίαν τους, ἀντιδρῶντες μάλιστα πρός τήν εἰσαγωγήν του.
Ἄς μήν βγάζωμεν λοιπόν ψεύστας ἀκόμη καί αὐτούς τού δημιουργούς τῆς ὅλης καταστάσεως, μόνον καί μόνον διά δικαιολογήσωμεν τήν ἰδικήν μας ἀδυναμίαν νά ἀνταπεξέλθωμεν εἰς τάς περιστάσεις. Ἐπίσης ἀναντίρρητον εἶναι, ὅτι ἡ λεγομένη διόρθωσις τοῦ Ἑορτολογίου εἶναι τό ἴδιον ἐφάμαρτος μέ αὐτήν τήν ἄμεσον ἀποδοχήν τοῦ Γρηγοριανοῦ, καθώς, ὅπως μαρτυροῦν ὅλοι οἱ σύγχρονοι τῆς μεταρρυθμίσεως Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἐκεῖνο τό Γρηγοριανόν ἡμερολόγιον διόρθωσις ἦταν τοῦ ἡμετέρου Ἰουλιανοῦ καί ὄχι κατασκευή νέου! Διόρθωσιν τήν ὀνομάζει ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἱερεμίας ὁ Τρανός εἰς τήν πρός Ν. Δαπόντε ἐπιστολήν του: «ἵνα πρόβλεψίν τινα οἰκονομήσωμεν, δι’ ἧς τής νέας διορθώσεως γεγονυίας τοῦ ἔτους δυνηθῇ ἡ Ἐκκλησία τῆς παλαιάς καί νέας Ῥώμης συνεορτάζει ἕνεκα τῆς ἑπομένης εἰρήνης τῶν ἁπανταχοῦ Χριστιανῶν»[79]. Καί ἀλλοῦ ὁ ἴδιος: «Δέον ἡμᾶς ἐπαινεῖν τούς Πατέρας εὐλαβείας, ἥτις πρός τήν τοῦ θεοῦ εὐσέβειαν ἀναβαίνει. Ὁ γάρ, φησιν, ὑμᾶς δεχόμενος, ἐμέ δέχεται∙ ἀλλά, φασι, διορθώσεως ἐπιδέει τῷ τῶν πατέρων κανόνι. Ὁ καταβιβασμός ἐκεῖνος, ἀδελφοί, ἤ ὑστεροχρόνησις τοῦ Φάσκα...»[80]. Καί πάλιν: «Ἐν δέ τῷ περί τοῦ Πάσχα κατά τῆς Γρηγοριανῆς λεγομένης διορθώσεως, τῆς ἐσχάτης (εἴ γε καί ἐσχάτης) ταυτησί συγχύσεως...»[81].
Ἀποτελεῖ ἐπιπλέον γεγονός, ὅτι ἡ ἀλλαγή-διόρθωσις τοῦ ἡμερολογίου ἔχει καταδικασθῇ ἐπισήμως ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά σειρᾶς ἐπανειλημένων Συνοδικῶν ἀποφάσεων κατά τά ἔτη 1583, 1587 καί 1593, μέ ἐπιστέγασμα τόν ὄγδοον Κανόνα τῆς Συνόδου τοῦ 1593, ὅτι ὅσοι τολμοῦν νά ἀκολουθήσουν τό καινοτόμημα αὐτό, θεωροῦνται αὐτομάτως ἀλλότριοι καί ἀπόβλητοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! «… Τό τοῖς Πατράσι διορισθέν περί τοῦ ἁγίου και σωτηρίου Πάσχα, ἔχει δέ οὕτως. Ἅπαντας τούς τολμῶντας παραλύειν τούς Ὅρους τῆς ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς καί μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης... περί τῆς ἁγίας τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἔχει ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας...". Καί συνεχίζει, ἐπαναλαμβάνων τόν Α΄ τῆς Ἀντιοχείας Κανόνα, ὅτι ὅποιος τολμἠσῃ τοῦτο: "ΕΝΤΕΥΘΥΕΝ ΗΔΗ ΑΛΛΟΤΡΙΟΝ ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας".[82] Νά τονίσωμεν μάλιστα ἐδῶ, ὅτι ὁ Κανών οὗτος δέν ἀναφέρεται μόνον εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα, ὡς πονηρῶς θά ἔσπευδαν κάποιοι νά σκεφθοῦν, ἀλλά καί εἰς τό Καλενδάριον. Δι' αὐτό καί ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος θέτει ὡς τίτλον τοῦ Κεφαλαίου εἰς τό προαναφερθέν σημεῖον τοῦ "Τόμου Ἀγάπης" ( ἀποστομώνοντας οὕτω πάντας): «Πρᾶξις Συνοδική ἐν ᾗ καί ἀποβολή τοῦ νέου Καλενδαρίου, ἤτοι τῆς περί τό Πάσχα λατίνων καινοτομίας»!!!
Κατόπιν λοιπόν ὅλων αὐτῶν, οἱ διάφοροι ἀμφισβητίες, μόνον ὡς κακοήθεις θά ἠμποροῦσαν πλέον νά χαρακτηρισθοῦν, ἐφ' ὅσον ὅλες οἱ μαρτυρίες τεκμηριώνουν τό ἀδιάσειστον τῶν προαναφερομένων. Ἐπίσης ὅλοι οἱ σοβαροί καί ἀμερόληπτοι παλαιοί τε καί νέοι ἱστορικοί ἐπιβεβαιώνουν τήν καταδίκην καί τόν ἀναθεματισμόν τοῦ νέου Καλενδαρίου. Εἷς ἐξ αὐτῶν, ὁ Δοσίθεος ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, γράφει ὅτι συνεκλήθη Σύνοδος ἐν ἔτει 1593 «...ἵνα τό Πάσχα γίνηται καθώς τό ἐδιώρισεν ἡ πρώτη Σύνοδος καί τό νέον Καλενδάριον τό ἐπινοηθέν παρά τῶν Λατίνων νά ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΤΑΙ».[83] Ἐπίσης ὁ Μελέτιος Ἀθηνῶν ἀναφέρει, ὅτι ἐπί Ἱερεμίου τοῦ Β΄, «σύνοδος Μητροπολιτῶν συνήχθη ἐν ΚΠπολει τῷ ᾳφπγ΄ (1583)... κατακρίνασα τό καινοτομηθέν ὑπό Γρηγορίου τοῦ Ῥώμης Καλενδάριον...».[84] Τί νά εἴπωμεν ὅμως, ὅταν καί ὁ ἴδιος ὁ πρωτεργάτης τῆς ἐπαράτου ἀλλαγῆς Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἐπικυρώνει καί πάλιν τάς ἀνωτέρω θέσεις μας; Ἄς τόν ἀκούσωμεν: «Τῷ 1584 (ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος) ἐξῆλθεν πρός συλλογήν ἐράνων. Μεταβάς δέ εἰς Κωνσταντινούπολιν τῷ ἔτει ἐκείνῳ συμμετέσχε τῆς ἐκεῖ συγκροτηθείσης συνοδικῆς διασκέψεως πρός ἀποκήρυξιν τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου... Διατί κατ' ἐκείνου τοῦ χρόνου, μεγάλη ὑπῆρξεν ἠ ταραχή τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας... Ἀλλ’ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι καί Θεολόγοι, ἐν οἷς ἐπρώτευε τότε ὁ Μελέτιος Πηγᾶς... δραστηρίως ἀπέκρουον τόν ἀπό τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας κίνδυνον. Τῆς ἀποκρούσεως ταύτης συμμετεῖχε καί ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος, ὅστις, φαίνεται, μετά τήν καταδίκην τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου[85] μετέβη εἰς Ἱερουσαλήμ...»[86]. Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν μόνον ἐλάχιστον δεῖγμα τῆς βιβλιογραφίας περί τῆς ἐπαράτου ἀλλαγῆς τοῦ Ἑορτολογίου, καθώς περί τούτου ἐγράφησαν πολλά καί σπουδαῖα πράγματα καί εἶναι νομίζομεν λυπηρόν νά ἐπαναλαμβάνωμεν τά ἴδια εἰς ὦτα, τά ὁποῖα ἠθελημένως κωφεύουν!!! Πράγματι ἡ προκατάληψις καί ἡ κακή προαίρεσις προφανῶς εἶναι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς ἀληθείας.

Ἐπίλογος

Εἶναι λυπηρόν εἰς τάς ἡμέρας αὐτάς, ὅπου ἡ ἀποστασία προχωρᾷ ἀκάθεκτος καί συνεχῶς προοδεύουσα, νά βλέπωμεν καί αὐτούς τούς ὀλίγους ἀνθισταμένους, νά ἀναλώνουν τόν πολύτιμον χρόνον τους εἰς προστριβάς καί διενέξεις μεταξύ των, ἐνῷ ἔδει νά ἐχρησιμοποίουν αὐτόν διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ἐν γένει ἐπαπειλουμένης καί συνεχῶς πλησιαζούσης Παγκοσμιοποιήσεως. Αὐτό, ὅπου προέχει σήμερον, εἶναι ἡ συσπείρωσις τῶν ἐναπομεινασῶν ὑγειῶν δυνάμεων (μέ ἑνιαῖον γνήσιον Ὀρθόδοξον φρόνημα) καί ὄχι ἡ περαιτέρω διάσπασίς των, ἡ ὁποία ἐξυπηρετεῖ μόνον τούς ἀντικειμένους. Δυστυχῶς ὅμως τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, παρά τάς καλάς του προθέσεις, νομίζομεν, ὅτι συντείνει ἔστω καί ἄθελά του πρός ὄφελος τῶν δευτέρων. Ὁ συγγραφεύς ἄν καί μέ τήν μέχρι τώρα στάσιν του δεικνύει, ὅτι διακατέχεται ὑπό θείου ζήλου, τόν ὁποῖον καί ἀπέδειξεν πολλάκις μέ ἔργα καί ὄχι μόνον μέ λόγια, ἐν τούτοις ἐμπίπτει εἰς ἐπιληψίμους δοξασίας, ἀντικειμένας πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν. Καλόν τό ἀγωνίζεσθαι, ἀλλ’ ὅμως νομίμως∙ εἰδάλλως γινόμεθα αἴτιοι, οὐχί ὠφελείας διά τόν ἑαυτόν μας καί διά τούς ἄλλους, ἀλλά τοὐναντίον, πρόξενοι ψυχικῆς ἀπωλείας! «Οὐκ οἴδατε (λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες, πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον;»[87]. Διό καί προτρέπει τούς ἀγωνιζομένους, διά νά μήν χαθοῦν ἀδίκως ὅλοι οἱ κόποι τους, οὕτως: κατ’ αὐτόν τόν τρόπον τρέχετε, διά νά λάβετε αὐτό..., ὄχι ἀβεβαίως,... ὄχι ὡσάν νά κτυπεῖτε τόν ἀέρα... ὡς ἀδόκιμοι! Εἰς τήν προκειμένην λοιπόν περίπτωσιν, νομίζομεν, ὅτι ὁ ἀγών τοῦ π. Εὐθυμίου καί τῶν σύν αὐτῷ δέν ἐπιτελεῖται νομίμως κατά τά πλαίσια ὅπου ἐπιζητεῖ ὁ Ἀπόστολος, ἀλλ’ ὅτι οὗτοι περιφέρονται εἰς ἀτραπούς δυσβάτους καί ἀδιεξόδους, μή βαδίζοντες τήν ὁδόν ὅπου ἐβάδισαν οἱ μέχρι τώρα Πατέρες, παρακινδυνεύοντας οὕτως ὅ,τι τό πολυτιμότερον..., αὐτήν τήν ψυχήν.

Ἀπό τόν Τόμον Χαρᾶς του Δοσιθέου.

«Τά κεφαλαιωδέστερα τῆς κακίας ὑποδείγματα εἰσι ταῦτα τερατοποιούμενα. Πρῶτον ἡ ἐκ Πατρός, καί Υἱοῦ ἐκπόρευσις τῆς ὑποστάσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Δεύτερον ἡ ἰουδαϊκή, καί τῶν Μονοφυσιτῶν, καί Μονοθελητῶν παραγωγή τῶν ἀζύμων. Τρίτον ὁ τοῦ καθαρτηρίου πυρός παραλογισμός. Τέταρτον ἡ προαρπαγή τῆς οὐρανῶν Βασιλείας, καί ἡ πρός τῆς τελείας ψήφου κατάκρισις, ὅπου καί τό ἀκατάληπτον τοῦ Θεοῦ καταληπτόν πειρᾶται ἀποφαίνειν. Πέμπτον ἡ τοῦ νέου Καλενδαρίου εἰσαγωγή. Ἕκτον...» (478). Καί ὀλίγον παρακάτω: «Πέμπτον παράλογον καινοτόμημα, καί ματαιολόγων ἀσχολούντων παραφρόνημά ἐστι, τό περί τήν ἀσχολοματαιολόγων τυφλολογίαν τῆς ἀστρονομίας (δι’ ἥν αἱ πλείονες αἱρέσεις ἀνέφυσαν) νέον αὐτῶν Καλαντάριον, ἤτοι Πασχάλιον. Τό μέν μέν διότι ἀλλιοῦσι καί μεταβάλλουσι τήν θέσιν, καί χρονολογίαν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου, καί τήν περί τούτου διασάφησιν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου...» (σελ.487). Ἐν τἐλει μᾶς λέγει: «ἐκεῖνος (ὁ Πάπας) τούς καιρούς ἀγνοεῖν καθυπισχνεῖται, ὡς διατίθησι τό τοῦ Κυρίου ἀμετάτρεπτον, καί ἀπαραλόγιστον ρῆμα, οὗτος καίπερ σάρξ ὡς χόρτος, καί ἡ αὐτοῦ δόξα ὡς ἄνθος χόρτου, καί ἐξηράνθη ὡς χόρτος, καί τό ἄνθος ἐξέπεσεν, ἐγκαυχᾶται καθυπερβαίνειν τῆς Θείας γνώσεως, κτίζων καί χρονοποιών ἰδίους καιρούς καί χρονοστασίας, παρά τούς τοῦ Κυρίου διατεταγμένους, ἐφ’ οἷς καί νέα διαβατήρια, καί Πασχάλια καινοτομούμενα παραθέτει καί χρονοστατεῖ, παρά τήν διαταγήν, καί τήν τοῦ Κυρίου Διαθήκην...» (Δοσιθέου, Τόμος Χαρᾶς, Ἔκδοσις 1675, σελ. 495).

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγή
Ἡ διαχρονική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ὑπό τῶν Αἱρετικῶν κατεχομένων Ἐπισκοπικῶν Θρόνων.
Παῦλος ΚΠόλεως καί Μακεδόνιος
Μελέτιος Ἀντιοχείας καί Ἀντιοχείας... Ἀννίας, κ.ἄ.
Ἀρειανός ΚΠόλεως Εὐδόξιος
Δύο ἐπίσκοποι ἐν Συνάδοις.
Ἠ γενικοτέρα κατάστασις ἐν ΚΠόλει, Ἀλεξανδρείᾳ καί Ἀντιοχείᾳ.
Σχίσματα καί διπλοί Πάπαι ἐν Ῥώμῃ.
Σχισματικοί Ναυατιανοί κ.ἄ.
Κοσμᾶς Ἀλεξανδρείας
Λατινοκρατουμένη Ἀντιόχεια.
Λατῖνοι Ψευδοπατριάρχαι καί Ὀρθόδοξος ἀμυντική τακτική.
Λατινοκρατουμένη Κύπρος.
Λατινοκρατούμεναι Ἀθῆναι.
Ἡ κατάστασις σήμερον.
Ἀντιφάσεων συνέχεια...
Συμπέρασμα
Περί τοῦ Παλαιοῦ Ἑορτολογίου.
Ἐπίλογος
Ἀπό τόν Τόμον Χαρᾶς του Δοσιθέου


[1] Οἱ αἱρετικοί ὄχι μόνον θεωροῦσαν ταύτας ἀντικανονικάς, ἀλλά καί ἀκύρους, διό καί ἐνίοτε προέβαινον εἰς ἀναχειροτονίας τῶν ὀρθοδόξων, ὅταν κάποιοι ἐξ αὐτῶν προσχωροῦσαν εἰς τό αἱρετικόν στρατόπεδον, ὅπως ἀναφέρει εἰς τήν 130η ἐπιστολήν του φρίττων ὁ Μέγας Βασίλειος: «...εἰς ποῖον δέν θά προκαλοῦσε φρίκην καί ὁλοκληρωτικήν ἀποστροφήν διά τόν ἄνθρωπον αὐτόν (ὁμιλεῖ διά τόν Εὐστάθιον Σεβαστείας) τό τελευταῖον τόλμημα; Ὅπως ἀκούω δέ (ἄν εἶναι ἀληθινή ἡ φήμη καί δέν ἐπλάσθη χάριν διαβολῆς), αὐτός ἐτόλμησε καί νά ἀναχειροτονήσῃ μερικούς κληρικούς, πρᾶγμα ὅπου κανείς ἀπό τούς αἱρετικούς δέν φαίνεται νά ἔκαμε μέχρι σήμερον» (ΕΠΕ, τόμ. 2ος, σελ. 133). Δέν ἦσαν δέ πρῶτοι οἱ Ἀρειανοί, ὅπου προέβησαν εἰς ἀναχειροτονίας, διότι τήν πρακτικήν αὐτήν ἐφήρμοζαν τότε ἤδη καί ἄλλοι αἱρετικοί, ὅπως π.χ. οἱ Δονατιστές.

[2] PG 67, σελ. 1037. Σῳζομένου, Ἐκκλ. Ἱστορία, βιβλ.. Γ', κεφ. γ'.

[3] Μανουήλ Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, ἔκδοσις 1η, σελ. 19..

[4] Αὐτόθι, σελ. 112.

[5] Αὐτόθι, σελ. 117.

[6] Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 6ος σελ. 149.

[7] πρβλ. PG 67, σελ. 1049. Σωζομένου, Γ΄, κεφ. ζ΄.

[8] Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ὑπελόγιζαν τούς διά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἐγκατεστημένους αἱρετικούς πατριάρχας καί ἐπισκόπους ὡς κανονικούς συνεχιστάς τῶν ἐκπεσόντων τῶν θρόνων Ὀρθοδόξων, ἀλλ’ ὡς μοιχεπιβάτας σφετεριστάς αὐτῶν, καί μάρτυρα φέρομεν τόν Πατριάρχην Δοσίθεον, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος περί τινῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων τοῦ θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων γράφει: «...οὐ τάττουσι δέ οἱ ἱστορικοί, καί κοινῶς ἡ Ἐκκλησία τούς εἰρημένους τρεῖς, καί τόν τυραννήσαντα ἐπί Ἰουβεναλίου Θεοδόσιον εἰς τόν κατάλογον τῶν ἁγίων Ἐπισκόπων Ἱεροσολύμων ὡς ἐπιβάτας, καθώς Ναυᾶτον οὐ τάττουσιν εἰς τόν κατάλογον τῶν Ἐπισκόπων Ῥώμης...» (Δωδεκάβιβλος, Τόμ. 1ος, σελ. 429). Καί ὀλίγον παρακάτω πάλιν ἀναφερόμενος περί τινων ἄλλων ἐπισκόπων τῆς «ἀρειανικῆς συμμορίας» καταλήγει: «...ὧν οὐ θέλομεν μνησθῆναι ἐνταῦθα, περί γάρ τῶν ἐκτός τί ἡμῖν μέλει;» (Αὐτόθι, σελ. 432).

[9] Ἀρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἔκδοσις ‘’Ἀστέρος’’ 1970, σελ. 203.

[10] Δωδεκάβιβλος, Τόμ. 1ος, σελ 434.

[11] Αὐτόθι, Τόμ. 1ος, σελ 486.

[12] Αὐτόθι, Τόμ.2ος, σελ. 76-77.

[13] Πατριαρχικοί Πίνακες, σελ. 123.

[14] Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου, Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. 3ον, κεφ. Γ΄, παράγρ. α΄, σελ. 21.

[15] πρβλ. Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. 3ον, κεφ. Γ΄, παράγρ. β΄. Σελ. 22.

[16] Δέν ἔχει σημασίαν, ἐάν οἱ προχειρισθέντες ὑπό τῶν ὀρθοδόξων ἐπίσκοποι δέν ἠδύναντο ἐνίοτε νά ἀσκήσουν ἐπί μακροῦ τά καθήκοντά τους, καθώς ἡ ἅμεσος ἐπέμβασις τῆς ἐξουσίας τούς ἀπεμάκρυνε, μή ἀνεχομένη κἄν τήν παρουσίαν τους. Σημασίαν ἔχει ἡ καταφρόνησις τῆς ὑπάρξεως αἱρετικοῦ ἐπισκόπου (ἑνός ἤ καί περισσοτέρων) εἰς τήν ἐπίμαχον ἐπισκοπικήν ἔδραν.
Πολλοί τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ὅπου ἐπιβίωσαν ἐκ τῶν ἐξοριῶν καί τῶν λοιπῶν κακουχιῶν, ἐπιστρέφοντες εἰς τάς Ἐπαρχίας των εὗρον τούς θρόνους των καταληφθέντας ὑπό προωθηθέντων δυναστικῶς ὑπό τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας σφετεριστῶν ἐπισκόπων, πρώην ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα μετεστράφησαν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί νομιμοποίησεν ὁ Βασιλεύς καί ἡ ἀποκαταστήσασα αὐτούς Σύνοδος, χάριν τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Πολλοί ἦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, ὅπου ἔδωσαν τόπον εἰς τήν ὀργήν (ὅπως ὁ Εὐλάλιος Ἀμασείας), χάριν τῆς εἰρηνεύσεως τῶν ποιμνίων καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀποχωρήσαντες εἰς τά ἴδια καί παραχωρήσαντες τάς Ἐπισκοπάς των. Καί μόνον ὅμως τό γεγονός, ὅτι κάποιοι διεκδίκησαν τούς θρόνους των, σημαίνει, ὅτι δέν τούς θεωροῦσαν ὡς νομίμους, ἀκόμη καί μετά τήν μεταστροφήν τους εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ὡς μοιχεπιβάτας! (πρβλ. Δωδεκάβιβλος, Τόμ. 2ος, σελ. 14).

[17] Αὐτόθι, σελ. 127.

[18] Δωδεκάβιβλος, βιβλ. 3ον, κεφ. 6ον, τόμ. 2ος, σελ. 72.

[19] Αὐτόθι, σελ. 171.

[20] Κατ’ ἐκεῖνον τόν καιρόν ὑπῆρχεν μεγάλη σύγχυσις εἰς τά Πατριαρχεῖα λόγῳ τῆς ἀναρρήσεως εἰς τόν θρόνον τοῦ σφετεριστοῦ Βασιλίσκου (Μονοφυσίτου), τῇ συνεργείᾳ τοῦ ὁποίου ἀπεκατεστάθησαν εἰς τούς θρόνους τους οἱ αἱρετικοί Τιμόθεος Αἴλουρος καί Πέτρος Κναφέας. Τοῦ Βασιλίσκου ὅμως πεπτωκότος ἀνερρήθη Ζήνων ὁ προασπισθείς τῆς Δ’ ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, ὁ ὁποῖος μέ τήν σειράν του καθεῖλε τούς προειρημένους καί ἐπέβαλε Ὀρθοδόξους εἰς τάς θέσεις των. Ὡς ἀναφέρεται καί εἰς τήν Ἐκκλ. Ἱστορία Βλασίου Φειδᾶ, «Ἡ ἐκθρόνησις τῶν ἀντιχαλκηδονίων Τιμοθέου Αἰλούρου καί Πέτρου Κναφέα (477) συνδυάστηκε μέ τήν ἐπιβολή Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν στούς θρόνους Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας...» (τόμ.1ος, σελ. 663). Ἀλλά καί μετά τόν Ζήνωνα ἐπί Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου (τοῦ μονοφυσίτου Βασιλέως) εἰς τούς θρόνους προωθήθησαν ἐπιβλητικῶς οἱ ὁμόφρονες αὐτοῦ Τιμόθεος (511-518) καί Σευῆρος (512-518), ἐκβληθέντων τῶν Ὀρθοδόξων. Μάλιστα ὀ Σευῆρος «ὅρκον ἔδωκε τῷ βασιλεῖ»∙ τοιαύτη ἦταν λοιπόν ἡ τυφλή ὑποταγή εἰς τά κελεύσματα τοῦ ἑκάστου Βασιλέως! (Θεοδώρου Ἀναγνώστου, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙ, 31, 59). Οἱ ἐπεμβάσεις τῆς κρατικῆς ἐξουσίας (ὡς ἀνωτέρω) εἶναι ἕνα γεγονός τό ὁποῖον συναντῶμεν καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, καθώς ἦταν καί εἶναι αὐτή, ὅπου καθορίζει εἰς μεγάλον βαθμόν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα συμφώνως πάντοτε μέ τά ἰδικά της συμφέροντα! Δέν πρέπει λοιπόν νά ἀποροῦν κάποιοι διά τό, ὅτι ἐνίοτε ὑπῆρχεν αὐτή ἡ φαινομενική ἀλληλοδιαδοχή καί ἐναλλαγή μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν εἰς τούς ἐπισκοπικούς θρόνους, ἐφ’ ὅσον τοῦτο ὠφείλετο εἰς ἕναν μεγάλον βαθμόν εἰς τήν ἐξουσίαν τοῦ κράτους, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν δυνατότητα νά ἐπιβάλῃ τόν ἀρεστόν αὐτῆς εἰς τόν διεκδικούμενον θρόνον, λόγῳ ἀντιδράσεως τοῦ λαοῦ, ὅπως θά ἰδοῦμεν καί ὀλίγον παρακάτω. Τήν ὀνομάζομεν δέ ‘’φαινομενικήν’’, διότι εἰς τήν πραγματικότητα δέν ὑπῆρχε διαδοχή∙ μετά τήν ἐκθρόνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου ὁ θρόνος αὐτοῦ κανονικῶς ἐθεωρεῖτο κενός, ὁ δέ αἱρετικός ὡς ἕνας ἐπείσακτος ψευδεπίσκοπος! Ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι μετά τήν ἀνάρρησιν τοῦ ψευδεπισκόπου εἰς τόν θρόνον δέν προέβαιναν εἰς ἄμεσον ἀναπλήρωσιν τοῦ ἀπελθόντος γνησίου Ἐπισκόπου, αὐτό γινόταν καί πάλιν διά τόν φόβον τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία δέν ἠνήχετο τοῦτον, ἀλλά καί διότι ἐνίοτε εὑρίσκετο ἀκόμη ἐν ζωῇ εἰς τήν ἐξορίαν ἤ εἰς τάς φυλακάς καί διά τοῦτο μιά τέτοια πρᾶξις θά ἦταν τελείως ἀντικανονική, κρινομένη ὡς μοιχεπιβασία. Οἱ δέ κενωθεῖσες Ἐπισκοπές ἐξυπηρετοῦντο κυρίως ἀπό πλησιοχώρους Ἐπισκόπους καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δροῦσαν κατ’ ἀνάγκην ὑπερορίως.
Εἰς τάς σημερινάς ὅμως Δημοκρατίας τῶν Λαϊκῶν Κρατῶν ἡ τακτική ἔχει κατά πολύ ἀλλάξει, καθώς ἕκαστος δύναται νά πιστεύῃ ὡς αὐτός θέλει καί νά ἀσκῇ τά λατρευτικά του δικαιώματα ἐλευθέρως κάτω ἀπό ὅποια ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία αὐτός νομίζει. Ἐπεμβάσεις τοῦ τύπου βυζαντινῆς ἐξουσίας εἶναι ἀδιανόητες σήμερον (εἰς τούς ἐσχάτους τούτους καιρούς ἡ κρατική μηχανή ἔχει ἐπιννοήσει ἄλλα ‘’διακριτικότερα’’ μέσα ἐπεμβάσεως, π.χ. τήν ἵδρυσιν Νομικῶν Προσώπων, Καταστατικούς Χάρτας, Σωματειοποιήσεις κ. ἄ.). Δι’ αὐτό καί ἑκάστη χριστιανική μερίδα δύναται νά ἔχῃ τήν ἰδικήν της ἱεραρχίαν καί νά ἀσκῇ τήν λειτουργίαν της παραλλήλως τῶν ὑπολοίπων, χαράσσοντας τόν ἰδικόν της ζωτικόν χῶρον. Ἐδῶ λοιπόν βρίσκεται τό κλειδί ὅλης αὐτῆς τῆς συγχύσεως εἰς τήν ὁποίαν ἔχει περιπέσει ὁ π. Εὐθύμιος, ἀλλά καί πάρα πολλοί ἄλλοι ἀνήκοντες εἰς τόν Οἰκουμενιστικόν χῶρον, οἱ ὁποῖοι δέν ἠμποροῦν (;) νά ἐννοήσουν ὀρθῶς τάς καταστάσεις ὅπου ἐβίωναν κατά τάς δυσκόλους ἐκεῖνας ἐποχάς οἱ Ὀρθόδοξοι εὑρισκόμενοι εἰς τό ἔλεος τῆς ἀλλοπροσάλλου κρατικῆς ἐξουσίας.

[21] Κατά τήν περίοδον, ὅπου πατριάρχευε ὁ αἱρετικός πατριάρχης ΚΠόλεως Ἀκάκιος, χηρεύσαντος τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Νικοπόλεως, οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι τοῦ Θέματος τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἔσπευσαν νά χειροτονήσουν ὑπερορίως ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον παραβλέποντες τήν κανονικήν τάξιν, τοῦ νά ἐκλέγῃ καί νά τοποθετῇ τόν ἐν λόγῳ ἐπίσκοπον ὁ Θεσ/κης (ὁ ὁποῖος ὅμως ἐτύγχανε φίλα κείμενος πρός τούς μονοφυσῖτας). Εἰς τούς ἀντιδράσαντας κατά τῆς πράξεως αὐτῆς ἀπήντησεν ὁ Πάπας Ῥώμης, ὁ ὁποῖος ὑπεράσπισεν τούς ‘’πραξικοπηματίας’’ ἐπισκόπους! Περί αὐτοῦ ἀναφέρονται εἰς τήν Ἐκκλ. Ἱστορίαν τοῦ Βλασίου Φειδᾶ τά ἑξῆς: «Ὁ Νικοπόλεως Ἀλκίσων πέθανε ἀπό τίς κακουχίες στήν ΚΠόλη (516), οἱ δέ ἐπίσκοποι τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ ἐπέμειναν στήν αὐστηρή χαλκηδόνια γραμμή τους. Ἡ ἐπαρχιακή σύνοδος τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου ἐξέλεξε τόν ὀρθόδοξο Ἰωάννη ὡς διάδοχο τοῦ Ἀλκίσωνα καί ἀγνόησε τά διεκδικούμενα κανονικά προνόμια τοῦ θρόνου Θεσσαλονίκης.... Τό κανονικό ὅμως ζήτημα ἦταν ἀδιάφορο γιά τόν Πάπα Ῥώμης... Ὁ Πάπας Ὁρμίσδας μέ ἐπιστολή του πρός τόν Δωρόθεον (τόν Θεσ/κης) εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι ἡ πράξη τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου δέν ὠφείλετο σέ περιφρόνηση τῶν δικαίων τοῦ θρόνου τῆς Θεσσαλονίκης» (Ἐκκλ. Ἱστορία Βλασίου Φειδᾶ, τόμ.1ος, σελ. 673).. Ὁ Πάπας Ὁρμίσδας δηλαδή ἔβαλεν εἰς οὐσιώδη προτεραιότητα τήν ἐγκατάστασιν ὀρθοδόξου ἐπισκόπου εἰς τόν κενόν θρόνον, παραβλέπων οὕτως τήν κανονικήν ἀκρίβειαν, εἰς ἀντίθεσιν μέ τούς σημερινούς ‘’ἀντιοικουμενιστάς’’ ὅπου θυσιάζουν τήν ὀρθοδοξίαν καί τήν ὀρθήν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, χάρις μιᾶς ἐπιπλάστου ‘’κανονικότητος’’, φοβούμενοι μήπως καί βρεθοῦν εἰς κατάστασιν σχίσματος!!!
Τήν ἰδίαν καταφρόνησιν εἰς τήν κανονικήν ἀκρίβειαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου ἀκριβείας ἔδειξεν καί ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, ὅταν ἐπί πατριαρχίας τοῦ ἐπί κατηγορίᾳ διά Ὠριγενισμόν Ἰωάννου μετέβη εἰς Ἱεροσόλυμα καί ἐντελῶς αὐθαιρέτως καί ἀντικανονικῶς ἐποίησεν πρεσβύτερον μέ ὑπερόριον χειροτονίαν τόν ἀδελφόν τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου Παυλινιανόν, χωρίς νά προηγηθῇ συνοδική καταδίκη τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου. Συγχρόνως δέ προέτρεπεν τους μοναχούς τῆς Παλαιστίνης εἰς διακοπήν κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν προειρημένον πατριάρχην. (Αὐτόθι, σελ. 543). Ὁ ἴδιος Ἅγιος δέν εἶχε διστάσῃ νά προβῇ εἰς ὑπερορίους χειροτονίας ἀκόμη καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἔριδος μετά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπου, ἄν καί ἐσφαλμένως λόγῳ κακῆς ἐνημερώσεως περί τοῦ θέματος, καθώς εἶχε πιστέψει τούς συκοφάντας τοῦ Ἁγίου, ἐθεώρησεν ὡς ἐπιβεβλημένας τάς χειροτονίας ἐκείνας.
Παρομοίως δέ καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποδέχτηκε τό κάλεσμα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἰκονίου, διά νά χειροτονήσῃ αὐτός τόν νέον ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, ἄν καί δέν ἦταν μέσα εἰς τά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας του! (Ἐπιστολ. 138η, ΕΠΕ, τόμ. 1ος, σελ. 271).

[22] Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 291.

[23] Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. 1ος, σελ. 144.

[24] Παρομοίαν ἀδυναμίαν ἐπεμβάσεως τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας εἰς τάς κατά τόπους Ἐκκλησίας περιγράφει καί ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος εἰς τήν ‘’Δωδεκάβιβλον’’, τόμος 1ος, σελ. 451 : «...ἀλλά θείᾳ οἰκονομίᾳ ἕως οὗ ἔζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, οὐκ ἐκάκωσε τήν Ἀλεξάνδρειαν ὁ Οὐάλης, μαθών ὅτι πολλοί ἀκολουθῶσι τῷ Ἀθανασίῳ, καί ὑπωπτεύθη μήπως γένηταί τις στάσις εἰς τόν λαόν, ἐπειδή οἱ Ἀλεξανδρεῖς φύσει ἦσαν στασιώδεις, καί ἐφοβήθη μήπως καί βλάψῃ τό δημόσιον...».

[25] Διομήδους Κυριακοῦ, Τόμ. 2ος, σελ. 314.

[26] ΘΗΕ, τόμ. 6ος, σελ. 1197.

[27] Αὐτόθι, σελ. 611.

[28] Αὐτόθι.

[29] ΘΗΕ, τόμ. 11ος, σελ. 773.

[30] Φιλαρέτου Βαφείδου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Τόμ. 1ος, σελ.222.

[31] Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλ. Ἱστορία, Τόμ. 2ος, σελ. 63.

[32] Αὐτόθι, σελ. 92.

[33] Παρ’ ὅλην ἐκείνην τήν χαλεπήν κατάστασιν ὅπου ἐπικρατοῦσε εἰς τήν Παλαιάν Ῥώμην, οὐδείς σώφρων διεννοήθη ποτέ νά προτιμήσῃ τήν παραμονήν του εἰς τήν αἵρεσιν ἀπό τήν εἰσχωρήσιν εἰς τόν χῶρον τῆς ὀρθοδοξίας. Μόνον εἰς τούς ἐσχάτους σημερινούς καιρούς τινες ἐφευρέτες πονηρῶν διαλογισμῶν ἐπινόησαν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς σοφιστείας, ἀποκρύπτοντες τήν δειλίαν καί ἀτολμίαν τους, διά νά δικαιολογήσουν οὕτως τήν παραμονήν τους εἰς τήν αἵρεσιν καί τήν κακοδοξίαν τοῦ ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ.

[34] Βλπ. π.χ. τόν 1ον τοῦ Μ. Βασιλείου Κανόνα, ὅπου σχισματικοί ὅπως οἱ Ὑδροπαραστάται, οἱ Καθαροί οἱ Ἐγκρατίται κ. ἄ., ἐπιθυμοῦσαν νά ἐνταχθοῦν εἰς τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τό ὁποῖον σημαῖνει ὅτι εἶχον καί αὐτοί διατηρήσει τήν διαδοχήν τους ἀναμέσον ὅλων τῶν ἄλλων μερίδων.

[35] Εἰδικήν μνείαν ποιεῖ ὁ Π. Εὐθύμιος περί τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τονίζων, ὅτι ἡ ἐπίσημος ἀνακήρυξις αὐτοῦ ὡς Ἀρχιεπισκόπου ΚΠόλεως ἔγινε ὀλίγον πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἄρα τό ἐπιχείρημα, ὅτι συνυπῆρχεν ταυτόχρόνως εἰς τήν ἰδίαν Ἐπισκοπικήν ἔδραν μετά τοῦ Δημοφίλου δέν εὐσταθεῖ. Τοῦ ἀπαντῶμεν λοιπόν, ὅτι πράγματι ἡ ἐπίσημος ἐνθρόνησις εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν Θρόνον τῆς ΚΠόλεως ἔγινε ἀργότερον, ἀλλ’ ὅμως καί κατά τήν περίοδον ἐκείνην συνέχιζεν νά ἀσκῇ τά πατριαρχικά του καθήκοντα ὁ ἀρειανός πατριάρχης Δημόφιλος, καθώς τό μόνον ὅπου ὑπέστη ἀπό τήν ἀλλαγήν στάσεως τῆς πολιτείας ἀπέναντι τῆς αἱρέσεώς του ἦταν ἡ ἀφαίρεσις τῶν ἱερῶν Ναῶν ἀπό τάς χείρας του καί ἡ ἀπόδοσις αὐτῶν εἰς τούς Ὀρθοδόξους. Συμφώνως λοιπόν τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ π. Εὐθυμίου ὁ θεῖος Γρηγόριος δέν ἦταν συνεπῆς , ἀφοῦ ἀπεδέχθη τόν τίτλον αὐτόν ὑπάρχοντος ἐτέρου ἐν ἐνεργείᾳ ἐπισκόπου! Ἐκτός καί ἄν πιστεύῃ, ὅτι ἡ Πολιτεία ἔχει τήν ἐκ Θεοῦ αὐθεντίαν νά ἀναβιβάζῃ καί καταβιβάζῃ τούς Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, καταλύοντας οὕτως κάθε Ἐκκλησιαστικόν καί Συνοδικόν θεσμόν, τοῦ Θεοῦ συμμορφουμένου πρός τάς ἀρεσκείας αὐτῆς!!! Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν λοιπόν συνέβη, ὅ,τι περίπου καί εἰς τόν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Ἰωάννην Η΄ κατά τόν ΙΑ΄ αἰῶνα∙ «Ὁ Ἰωάννης Η΄, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, Μητροπολίτης Τύρου ὤν, διεδέχθη τόν θανόντα πατριάρχην Συμεών, τό 1098. Τήν διαποίμανσιν ἀνέλαβε χωρίς νά ἀνακηρυχθῇ καί ἐπισήμως πατριάρχης, πρᾶγμα τό ὀποῖον ἐγένετο πολύ βραδύτερον, ὅτε μετέβη εἰς τήν ΚΠόλιν, τό 1106/7. Ἔκτοτε ἐγκατεστάθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ καί ἐκεῖθεν ἴθυνε τήν Ἐκκλησίαν του, ἐνῷ παραλλήλως εἶχεν εἰς Ἱερουσαλήμ ἐγκαθιδρυθῇ καί λατινική Ἱεραρχία, καταληφθείσης τῆς πόλεως ὑπό τῶν Σταυροφόρων» (ΘΗΕ, τόμ. 7ος, σελ. 10).

[36] Πατριαρχικοί Πίνακες, σελ. 133.

[37] Αὐτόθι, σελ. 140.

[38] Αὐτόθι, σελ.138.

[39] Ἡ ἐπίσημος λεγομένη ἐκκλησία τοῦ νέου -Γρηγοριανοῦ- ἡμερολογίου δέν κυβερνᾶται σήμερον συμφώνως τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὡς ἀφελῶς πολλοί νομίζουν, ἀλλά βάσει ἑνός καταστατικοῦ χάρτου ὅπου τῆς ἐπεβλήθη ὑπό τοῦ ἀθέου λαϊκοῦ ἑλλαδικοῦ Κράτους, ἀπό τόν καιρόν τῆς συστάσεώς του, ὥστε νά θεωρῆται ἡ πρώτη ἐπίσημος ἀνεγνωρισμένη θρησκεία τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας ἔναντι τῶν ὑπολοίπων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Οὕτω γίνεται ὁ ἀπόλυτος ῥυθμιστής Αὐτῆς, φθάνων μάλιστα εἰς τόν βαθμόν νά ἀποφασίζῃ διά τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ διά τό ἔγκυρον τῆς ἐκλογῆς τῶν ἑκάστοτε ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων! Αὐτή εἶναι ἐν ὀλίγοις ἡ ‘’ζῶσα’’ ἐκκλησία καί θεματοφύλακας τῆς πίστεως ὅπου ἑπαίρεται κατά τῆς κανονικότητος τῶν παλαιοεορτολογιτῶν! Ἡ ἐκκλησιολογική δέ κατάστασις εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται, εἶναι τραγικοτάτη, καθώς χωλαίνει ὡς πρός τάς προϋποθέσεις ἐκεῖνας, ὅπου χαρακτηρίζουν μίαν Ἐκκλησίαν συστησαμένην ἄνωθεν, ὄχι μόνον λόγῳ ἐλλειποῦς ὀρθοδόξου πίστεως (ὡς φαίνεται καί ἐκ τῆς συμμετοχῆς της εἰς τό παναιρετικόν Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν), ἀλλά καί ἐξ αἰτίας τῆς μή πληρότητος τοῦ χαρακτῆρος τοῦ θεοσυστάτου ἱδρύματος ἕνεκα τῆς ὑπαγωγῆς της εἰς τόν ὡς ἀνω κρατικόν μηχανισμόν. Ἔγραφε περί αὐτοῦ πρίν ἀπό ὀλίγας δεκαετίας ὁ νεοημερολογίτης ἐπίσκοπος Σισανίου καί Σιατίστης Πολύκαρπος Λιώσης τά ἑξῆς σημαντικά: «Κατά ποῖον ὅμως λόγον δύναται ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Νομικοῦ Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, νά θεωρηθῇ ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἁπλούστατα τό Πανάγιον Πνεῦμα συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτό συντηρεῖ Αὐτήν, Αὐτό κυβερνᾶ Αὐτήν, αὐτό ἐξουσιάζει Αὐτῆς, καί κατά συνέπειαν οὐδεμίαν ἄλλη ἐξουσία, καί μάλιστα κοσμική, δύναται νά λάβῃ θέσιν ἐν Αὐτῇ... Κατά συνέπεια ἡ κοσμική ἐξουσία, ἥτις διά τοῦ τοιούτου χαρακτηρισμοῦ ὑπεισερχομένη εἰς τόν ἱερόν καί ἅγιον χῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεὐματος, περιφρονεῖ τήν παρουσίαν τούτου καί ὑποτιμᾷ τήν ἀξίαν καί τήν δύναμιν Αὐτοῦ εἰς τό νά κυβερνᾷ τήν Ἐκκλησίαν καί νά προστατεύῃ Αὐτήν. Καταργεῖ δ’ ἐπί τούτοις «καί τήν ἐπ’ Αὐτῆς ἐξουσίαν Αὐτοῦ ἐγκαθιστῶσα ἐν αὐτῇ τῇ Ἐκκλησίᾳ τήν ἰδικήν της ἐξουσίαν μεταβάλλουσα οὕτω τήν ἐκκλησίαν εἱς ἁπλοῦν κοσμικόν, ἤ μᾶλλον Κρατικόν, Ἵδρυμα, ὑποκείμενο εἰς τούς Νόμους τοῦ Κράτους» (Μητροπολίτου Πολυκάρπου Λιώση, Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ Θεοσύστατον Ἵδρυμα καί οὐχί Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, σελ. 39).

[40] «Οὗτος (ὁ Κύρος) ἀνεβιβάσθη εἰς τόν Πατριαρχικόν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ Γεωργίου τοῦ Α΄ (621-230). Ἔλαβε συνάμα καί πολιτικά καθήκοντα ὡς διοικητής τῆς Αἰγύπτου. Ἐλυπεῖτο ὅμως, διότι ἔβλεπε τούς Ὀρθοδόξους ἐλαχίστους ἀπέναντι τῶν μονοφυσιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς συνολικόν πληθυσμόν ἕξι ἑκατομμυρίων ἦσαν μόνον ἑξακόσιες χιλιάδες, ἐνῷ οἱ λοιποί ἦσαν μονοφυσῖται μέ ἴδιον πατριάρχην Βενιαμίν τῷ ὀνόματι. Οἱ προσπάθειές του διά τήν ἕνωσιν ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀλεξανδρείας εἰς ἕν φρόνημα κατέληξεν εἰς τό νά ὑπογράψουν μίαν ἑνωτικήν ὁμολογίαν πίστεως, ἥτις ὅμως ὡδήγει εἰς τόν μονοθελητισμόν!» (ΘΗΕ, τόμ. 7ος, σελ. 1221).

[41] Βλπ. καί Θεοφάνους Χρονογραφία, PG, 108, σελ. 840.

[42] ΘΗΕ, τόμ. 7ος σελ. 888.

[43] ΘΗΕ, τόμ. 7ος, σελ. 11.

[44] Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, τόμ. 2ος, σελ. 181.

[45] Σημαντική εἶναι καί ἡ ἑπομένη ἀναφορά τοῦ σοφωτάτου Δοσιθέου περί τοῦ πραγματικοῦ σκοποῦ τῶν σταυροφοριῶν, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ὑποταγή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά μέσου τῆς ἐπιβολῆς Λατίνων ψευδοποιμένων καί ὄχι τόσον ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπό τούς ἀπίστους: «Εἰς τήν Ἀνατολήν ἀφορμῇ δῆθεν εὐσεβείας προὐβάλλοντο οἱ Πάπαι Πατριάρχας εἰς τάς Ἐκκλησίας, καί ἄλλα ἔπραττον ὅσα ἐνόμιζον συμφέρειν εἰς τό ὑπαχθῆναι τούς ὀρθοδόξους τῷ ἀνωμοτάτῳ ζυγῷ τοῦ Πάπα, ὅθεν Εὐγένιος ὁ τρίτος ἔλεγεν, Οὗτος ὁ πόλεμος εἰ καί μή δι’ ἀλλό τι, ἀλλ’ ὅμως διά τό ἐμβληθῆναι Λατίνους Ποιμένας εἰς τάς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς ὠφελεῖ, καί ἴδε τόν Ἐπίσκοπον Ὄθωνα βιβλίῳ πρώτῳ περί τῶν ἔργων Φρειδερίκου τοῦ Βασιλέως Ἀλαμανίας, κεφαλαίῳ τριακοστῷ τετάρτῳ. καί μόνον τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀνατολῆς ἐλυμήναντο οἱ Πάπαι διά τοῦτο τοῦ ἀνόμου πολέμου, ὡς ῥηθήσεται, ἀλλά καί τήν βασιλείαν, ὁρῶν γάρ Ἰννοκέντιος ὁ τρίτος τήν διχόνοιαν ἥν εἶχεν τότε τό Βασίλειον τῆς Κων/λεως, τό στράτευμα ὅ ἦν ἕτοιμον διά τόν συριακόν πόλεμον παρεκίνησεν κατά τῆς Κων/λεως, ὡς περιγράφει τοῦτο ὁ Χωνιάτης» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. 8ον, σελ. 348). Ὁ δέ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος εἰς τήν Ἱστορίαν τοῦ Σχίσματος (σελ. 40) ἀναφέρει, ὅτι οἱ Παπικοί «ἐδίωκον τούς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς καί ἀντ’ ἐκείνων ἐποίουν Καρδιναλίους ὁμόφρονας αὐτῶν, ἤγουν εἰς τήν ΚΠόλιν, εἰς τήν Κύπρον, εἰς τήν μεγάλην Ἀντιόχειαν καί εἰς τάς λοιπάς χώρας ἅς εἷλον. Οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλά καί τόν λοιπόν λαόν τούς τε ἱερεῖς καί μονάζοντας τυραννικῶς ἐξεβίαζον εἰς τό ὁμοφρονεῖν καί συγκοινωνεῖν αὐτοῖς καί μνημονεύειν».

[46] Δωδεκάβιβλος, βιβλ. 8ον, κεφ. ΙΔ’, παράγρ. ε’, σελ. 421.

[47] Θά πρέπῃ νά τονίσωμεν, ὅτι εἰς τούς κύκλους τῶν Ἱστορικῶν ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις πώς οὐδεμία Ὀρθόδοξος Σύνοδος καθῄρεσε ποτέ τόν Πάπαν ἤ τούς ἐπισκόπους του μετά τό σχίσμα τοῦ 1054, ἀλλά μόνον ἀνεθεμάτισε τάς αἱρέσεις τους (Μελετίου Σακελλαροπούλου, Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελ. 119. Ἐν Ἀθῆναις 1898), πρᾶγμα ὅπου δίδει σήμερον τήν ἀφορμήν εἰς τούς Οἰκουμενιστάς νά θεωροῦν ἀδιάσπαστον τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν τῶν Παπικῶν καί νά ἀποδέχονται τό βάπτισμα καί τήν ἱερωσύνην τους. Οἱ γνήσιοι ὅμως Ὀρθόδοξοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε ἀνεγνώρισαν αὐτούς ὡς φορεῖς τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς (ἔστω καί ἄν οὐδέποτε καθῃρέθησαν), δι’ αὐτό καί ὡς ἀβαπτίστους τούς ἐβάπτιζον καί ὡς τούς ἀχειροτονήτους ἐχειροτόνουν, τά δέ ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα, ὡς μιάσματα καί μεταδοτικά μολυσμοῦ ἐξελάμβανον. Ὅρα περί τούτου εἰς τό Ἱερόν Πηδάλιον, (σελ. 55), ὅπου ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει, ὅτι: «οἱ Λατῖνοι εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί, ἐν πρώτοις εὐθύς ἀπό τοῦτο εἶναι ἀβάπτιστοι κατά τόν μέγαν Βασίλειον... Διατί λαϊκοί γενόμενοι, μέ τό νά ἐξεκόπησαν ἀπό τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησίαν, δέν ἔχουσι πλέον μέ λόγου τους τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διά τῆς ὁποίας οἱ ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς τελειώνουσι τά μυστήρια». Ἀλλά καί εἰς τόν πρῶτον Ἱ. Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου (αὐτόθι, σελ. 589) ὁ ἴδιος θεῖος Πατήρ, δίχως νά ἀφήσῃ περιθώριον παρερμηνείας, λέγει τά ἑξῆς: «Διότι, ὅταν ἕν μέλος κοπῇ ἀπό τό σῶμα, νεκροῦται παρευθύς, μέ τό νά μή μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτό ζωτική δύναμις∙ τοιουτοτρόπως καί αὐτοί ἀφ’ οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καί τήν πνευματικήν χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μή μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτούς διά τῶν ἀφῶν καί συνδέσμων, ἤτοι διά τῆς κατά Πνεῦμα ἑνώσεως». Ἡ κατεγνωσμένη δηλαδή αἵρεσις ἐστάθη ἱκανή ἀπό μόνη της νά ἀποκόψῃ τούς Λατίνους ἀπό τό ὑπόλοιπον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἡ οὐδέποτε γενομένη ἐπ’ αὐτούς καθαίρεσις, ὡς δυστυχῶς νομίζουν ὁρισμένοι ὑπό τῆς Δυτικῆς θεολογίας ἐπηρεαζόμενοι!

[48] Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία Κύπρου, Ἀθῆναι, 1929, σελ. 1-10.

[49] Αὐτόθι, σελ. 9.

[50] Ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1928, σελ. 40-47.

[51] Θά πρέπῃ νά τονίσωμεν, ὅτι, ὅλοι ἐκεῖνοι, ὅπου διά λόγους ἐθνικιστικούς αὐτονομοῦνται καί δημιουργοῦν διασπάσεις εἰς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀναθεματίστηκαν ἀπό τήν Σύνοδον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατά τό ἔτος 1872.

[52] ΕΠΕ, τόμ. 2ος, ἐπιστ. 207, σελ.102.

[53] Κατεγνωσμένη θεωρεῖται μία αἵρεσις, ὅταν ἐλεγχθῇ ὑπό Συνόδου ἤ ὑπό τῶν Πατέρων καί κατόπιν κατακριθῇ, ὡς καί οἱ φορεῖς της, δι’ ἀναθέματος. Νά σημειώσωμεν, ὅτι ὅσον ἀφορᾷ τούς σημερινούς Ἑνωτικούς Οἰκουμενιστάς, πάντες οὗτοι τυγχάνουν κατεγνωσμένοι ὑπό πολλῶν Συνόδων, καθώς πολλές φορές διαχρονικῶς ἀνεθεματίσθησαν ὑπό Ὀρθοδόξων Συνόδων ὅσοι θα ἀπεδέχοντο εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν (π.χ. μνημόσυνον) τήν Παπικήν ‘’ἐκκλησίαν’’ ἐν ὅσῳ αὐτή ἐπέμενεν εἰς τάς αἱρέσεις της (ἀπό τῆς ἐποχῆς Μ. Φωτίου καί μετά, μέ τελευταῖον τό ἀνάθεμα τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς το 1983). Ὀρθῶς λοιπόν διετυπώθη, ὅτι «… Ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν… ΗΔΗ ΗΡΝΗΘΗ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΗΔΗ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΚΑΘΥΠΕΒΛΗΘΗ ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ ΑΝΑΘΕΜΑ, διά τό βλασφημεῖν εἰς τό Πνεῦμα το Ἅγιον…» (Ἐγκύκλιος πρός τούς Ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους τοῦ ἔτους 1848, ἐν ΚΠολει 1848, σελ. 45). Ὅσον δ’ ἀφορᾷ ἕκαστον ἐκ τῶν ἀποδεχομένων τήν καινοτομίαν τοῦ συνυφασμένου μετά τοῦ Πασχαλίου Καλενδαρίου, ἰσχύει ὁ Α΄Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπου ἐντέλλεται, ὅτι αὐτός ὅπου ἰδιάζει καί ἐπιτελεῖ τό Πάσχα παρά τά διατεταγμένα τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου παραλύων τόν Ὅρον Αὐτῆς, αὐτόν «ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΗΔΗ ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας...»(Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 331).

[54] Ὅρα περί τούτου καί τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἀναφέρεται περί τούτου εἰς τό Ἱ Πηδάλιον (σελ. 410, ὑποσ. 2α), ὅτι ἡ Δ΄ Σύνοδος μετεχειρίσθη τόν Ε΄τῆς Ἀντιοχείας «κατά Καρώσου καί Δωροθέου τῶν Ἀρχιμανδριτῶν καί Βαρσουμᾶ τοῦ Σύρου Μοναχοῦ, διά τί οὗτοι περί τήν πίστιν χωλαίνοντες ὠνόμαζον Ἐπίσκοπον τόν Διόσκορον καί μετά τήν καθαίρεσίν του»! Φανερόν εἶναι λοιπόν ὅτι μετά τήν καθαίρεσιν διακόπτεται ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

[55] Ὅρα περί τούτου, Χριστοφιλοπούλου ‘’ Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον’’, Κ. Ῥάλλη ‘’Ποινικόν Δίκαιον’’, καί Δογματική Χρήστου Ἀνδρούτσου.

[56] Ὅρα ἐπίσης τόν ΜΖ΄ Ἀποστολικόν, (ὑποσ. 1η), τοῦ Νικολάου ΚΠόλεως, Ἐρώτ. Η΄, τόν Α΄ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ, (ὑποσ. 2η), τόν Γ΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, (ὑποσ. 1η καί 2α), κ. ἄ..

[57] Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 240.

[58] Αὐτόθι, σελ. 55.

[59] Βλπ. ὑποσ. ΜΣΤ΄ Ἀποστολικοῦ, Συμφωνίαν τοῦ ΞΗ΄Ἀποστολικοῦ, ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Καρχηδόνι Κανόνος, ὑποσ. 2α τοῦ 66ου Κανόνος τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἑρμηνεία τῆς πρός Ῥουφιανόν ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Ἀθανασίου, Α΄ Κανόνα Μ. Βασιλείου, κ.ἄ..

[60] Πρβλ. Δοσιθέου Δωδεκάβιβλος, τόμ. 7ος, σελ. 135, ὅπου ἀναφέρονται πλεῖσται περιπτώσεις συγκροτήσεως Τοπικῶν Συνόδων, ὅπου κατέκριναν καί ἀνεθεμάτισαν πλειάδα αἱρετικῶν χωρίς κἄν νά περιμένουν σύστασιν μεγαλυτέρας Συνόδου.

[61] Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλ. Ἱστορία, τόμ. 2ος, σελ. 219.

[62] Αὐτόθι, σελ. 221.

[63] Ἀνέκφραστος ἦταν ἐπίσης ἡ λύπη τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας καί δι’ ἕναν ἄλλον λόγον, ὅπως ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, καθώς οἱ Ἀρειανοί διῶκτες τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ καιροῦ ἐκείνου δέν ἦταν εἰδωλολάτρες, ὅπως τόν καιρόν τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ἀλλ’ ἔφερον τό ὄνομα τοῦ ‘’χριστιανοῦ’’, διό καί ὁ ἀγών τῶν συγχρόνων του Χριστιανῶν διά τήν Ὀρθοδοξίαν ἐστερεῖτο τῆς δεούσης ἀναγνωρίσεως. «...Τόσον δέ μόνον ἦν ἡ διαφορά καί ζημία τῶν ὀρθοδόξων, ὅτι ἐπί Ἰουλανοῦ ὄντος φανεροῦ εἰδωλολάτρου ἐμαρτύρουν προθύμως οἱ Χριστιανοί, ἐπί δέ Οὐάλεντος (εἰ καί εἰδωλολάτρου χείρων...) τό ὄνομα αὐτό τό λέγεσθαι Χριστιανός, ἐπλάνα τούς ἀνθρώπους, καί ἀπέθνησκον μέν διά τήν Ὀρθοδοξίαν, πλήν μετά λύπης, μή λεγόμενοι μάρτυρες...». Ἆρά γε ὅμως αὐτό δέν συμβαίνει καί εἰς τάς ἡμέρας μας; Μήπως οἱ ἐν παντί τρόπῳ διῶκτες τῶν ἐμμενόντων εἰς τά Πάτρια χριστιανῶν δέν φέρουν περιβολήν ἐπισκόπων καί ἱερέων; Αὐτοί δέν εἶναι, ὅπου ὑποκινοῦν διά καταπτύστου προπαγάνδας ἀκόμη καί τούς ἀδαεῖς πιστούς των νά φανατίζονται ἐναντίον αὐτῶν ἐκτοξεύοντες κάθε εἴδους βλασφημίας καί ὕβρεως; Ἡ βρώμικη αὐτή τακτική τους δέν κάνει νά λυγίζουν ἀκόμη καί τά γόνατα τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀδιέξοδον κατάστασιν; Ἄς ὄψονται ὅμως, διότι «σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν»!

[64] Ἐπιστ. 54η, ΕΠΕ, τόμ. 2ος σελ. 181.

[65] Ἐπιστ. 141η, ΕΠΕ, τόμ.1ος, σελ. 279.

[66] «Ἡ συμφωνία καί ὁμόνοια (γράφει ὀ π. Εὐθύμιος) φαίνεται ἀδύνατος, ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἀκολουθούντων τό παλαιό ἡμερολόγιο καί τῶν ἀνθισταμένων ἀντιοικουμενιστῶν τοῦ νέου ἡμερολογίου, ἀλλά καί μεταξύ αὐτῶν τούτων τῶν ἀντιμαχομένων παρατάξεων τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου... φαίνεται ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς ἀδύνατος ἡ ἐπαναφορά εἰς τήν Ὀρθοδοξία» (σελ. 315). Καί ὅμως βλέπωμεν μετά ἀπό ἱκανό χρονικό διἀστημα τούς μέχρι τότε διῃρημένους Ὀρθοδόξους (Θείᾳ βουλήσει καί Βασιλικῇ συνεργείᾳ) νά ἑνώνωνται καί νά συγκροτοῦν τήν Β’ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἥτις κατεδίκασε τούς αἱρετικούς! (σημ. ἐνίων τό φρόνημα δέν ἦταν τόσον σταθερόν καί γνήσιον, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καί σήμερον εἰς πολλούς). Οὕτως δέ οἱ μέχρι τότε παραβλεπόμενοι καί χλευαζόμενοι ὀλιγοστοί Ὀρθόδοξοι εὑρέθησαν ἀπό καθέδρας κριτές, οἱ δέ πανίσχυροι καί ἀλαζόνες αἱρετικοί (πρβλ. σήμερον τούς νεοημερολογῖτας), γενόμενοι ταπεινοί ἐπαῖτες, ἐκλιπαροῦσαν ὡς μετανοοῦντες πλέον τήν ἔνταξίν τους εἰς τήν μέχρι τότε ὑπ’ αὐτῶν διωκομένην Ἐκκλησίαν! Ἡ ἀλήθεια βεβαίως εἶναι, ὅτι εἰς τούς καιρούς μας ἡ κατάστασις εἶναι ὀλίγον (;) διαφορετική (εἰς χειροτέραν δηλ. κατάστασιν), ἀφοῦ τά σημεῖα τῶν καιρῶν φανερώνουν τήν μεθοδευμένην σύστασιν καί συγκρότησιν ἑνός Παγκοσμίου κράτους, μέ μίαν Παγκόσμιον θρησκείαν, ὑπό ἕναν ἀναμενόμενον πλέον Παγκόσμιον Πολιτικόν καί Θρησκευτικόν ἡγέτην! Πρᾶγμα μή ἀνιχνεύσιμον εἰς ἄλλας ἐποχάς...

[67] Ἐπιστ. 67η. ΕΠΕ, τόμ. 1ος, σελ. 369.

[68] Ἐπιστολ. 156η. ΕΠΕ, τόμ. 3ος, σελ. 45.

[69] Ἐπιστ. 100η. ΕΠΕ τόμ. 1ος, σελ. 263.

[70] Ἐπιστ. 98η. ΕΠΕ, τόμ. 1ος, σελ. 257.

[71] Ἐπιστ. 99η. ΕΠΕ, τόμ. 2ος, σελ. 119.

[72] Δωδεκάβιβλος, τόμ. 2ος, σελ. 82.

[73] Ἐπιστ. 214η. ΕΠΕ, τόμ. 1ος, σελ. 327.

[74] Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 9, ὑποσημ. 1η.

[75] «Ὁ δέ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Πάπας τῶν ἄλλων ἁπάντων ἑαυτόν ὑπεραίρων, καί πάντων καταφρονῶν, ἔτι καί κατηγορεῖ τοῦ κανονίου τῶν Πατέρων, ἵνα μή δόξῃ ἀλόγως τό καλανδάριον καινοτομήσας, οὐκ εἰδώς ὅτι τό τῶν Πατέρων κανόνιον ὑγιῶς ἔχει, ὥστε τελεῖσθαι τό θεῖον Πάσχα μετά τήν Ἰσημερίαν τήν ἐαρινήν καί μή μετά Ἰουδαίων, καθώς ἀπαιτεῖ ὁ Ἕβδομος τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων κανών καί ὑγιῶς ἔχοντος τοῦ κανονίου τῶν Πατέρων, καί Πατρικοῦ ὄντος, πολλαχῶς ἁμαρτάνουσι τοῦ προσήκοντος οἱ προσέχοντες ἑτέροις καλανδαρίοις. Εἰ δέ τοῦτο ἀπαιτεῖ ὁ κανών τήν ἀπό τῶν Ἰουδαίων ἀναχώρησιν, φανερόν δέ, τίνες ἀποσχοινιζόμεθα μᾶλλον τῆς τῶν Ἰουδαίων ἀνίερου λατρείας μετά καί τῆς παραφυλακῆς τῆς Ἰσημερίας τῆς ἐαρινῆς. Πρόδηλον τίσιν ἐπικρέμαται ὁ κίνδυνος τοῦ ἐπιτιμίου, ὅ διωρίσαντο οἱ ἐν Ἀντιοχείᾳ Πατέρες, κωλύοντες ὅλως ἄλλως τό Πάσχα ἐπιτελεῑν, ἤ παρέδωσαν οἱ Πατέρες οἱ ἐν Νικαίᾳ. Λέγει γάρ οὕτω ὁ πρῶτος κανών. Πάντας τούς τολμῶντας παραλύειν τόν ὅρον τῆς Ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπί παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ Θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου περί τῆς Ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους, καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένειν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδογμένα. Κατά γάρ τό τῶν Πατέρων ἐκείνων τῶν Ἁγίων κανόνιον ὡς ἄν ἔχοιεν,ἤ ἔξοιεν (ἔχουν ἤ θά ‘χουν ἐξουσίαν) τά τοῦ χρόνου οὔτε πρό τῆς ἰσημερίας τῆς ἐαρινῆς, οὔτε μετά Ἰουδαίων πασχάζομεν, ὡς διακελεύεται ὁ τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων ἕβδομος κανών, καί πάντοτε ἐν τῇ κυρίᾳ τῶν ἡμερῶν, ὡς ἡ Ἐκκλησιαστική παράδοσις ἀπαιτεῖ. Τί φήσομεν καί πρός ταῦτα κρινόμενοι ἐπί Θεοῦ ; Καταπιοῦμεν καί τάς ἐπιτιμήσεις ταῦτας, ὡς καί τούς ἀναθεματισμούς ἐκείνους, τούς τε Παύλου ἐπί τοῖς νεωτερισμοῖς, καί τῶν Συνόδων τῶν ἁγίων ἐπί ταῖς προσθήκαις τοῦ Συμβόλου; Καί τίς παραιτήσηται τούς τολμητίας τῆς δικαίας κολάσεως;» (Μητροπολίτου Ἀξώμης Μεθοδίου, Ἐπιστολαί Μελετίου Πηγᾶ, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, σελ. 139-140).

[76] Μητροπολίτου Ἀξώμης Μεθοδίου, Ἐπιστολαί Μελετίου Πηγᾶ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, σελ. 139-140.

[77] Εἰς τήν περίφημον πρός Σίλβεστρον Ἀλεξανδρείας ἐπιστολήν του, ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Μελέτιος Πηγᾶς ταυτίζει ξεκάθαρα Πασχάλιον καί Καλενδάριον (ἡμερολόγιον), γράφων τά ἑξῆς: «Τούτου χάριν τήν νέαν ταύτην τῶν Πασχαλίων εἰσαγωγήν, τοῦ λεγομένου ‘’Γρηγοριανοῦ Καλανδαρίου’’ οἱ τῆς Ἀνατολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας εὐσεβεῖς παῖδες οὐ παραδεχομένου, στοιχοῦντες δέ μᾶλλον τῷ παρά τῶν τριακοσίων ὀκτωκαίδεκα θεοφόρων Πατέρων Κανονίῳ, τούτου μηδόλως παρεκλίνωμεν, τοσούτων καί τηλικούτων (μεγάλων) Πατέρων ἑπόμενοι (ἀκόλουθοι)...» ( Ἐπιστολή πρός Σίλβεστρον Πατριάρχην περί Πασχαλίου, Ἔκδοσις Σάββα Ἱερομονάχου, Ἅγιον Ὄρος, Καρυαί, 1924).
Ἐπίσης καί ὁ σοφώτατος Νικόλαος ὁ Κεραμεύς (ΙΣΤ΄αιών), εἰς τό σύγγραμμά του ‘’Ἀντέγκλημα’’, ἀναφερόμενος εἰς τήν καινοτομίαν αὐτήν, πέραν τοῦ χαρακτηρισμοῦ τοῦ νέου Καλενδαρίου, ὡς ἑνός ἀπό τά πολλά τῶν παπιστῶν «τῆς κακίας ὑποδείγματα... τερατοποιούμενα», ἐκλαμβάνει Καλενδάριον καί Πασχάλιον ὡς τι ἑνιαῖον, κατά τήν ἀπαρίθμησιν τῶν Παπικῶν κακοδοξιῶν: «Πέμπτον παράλογον καινοτόμημα, καί ματαιολόγων ἀσχολούντων παραφρόνημά ἐστι, τό περί τήν ἀσχολοματαιολόγων τυφλολογίαν τῆς ἀστρονομίας (δι’ ἥν αἱ πλείονες αἱρέσεις ἀνέφυσαν) νέον αὐτῶν Καλαντάριον, ἤτοι Πασχάλιον. Τό μέν διότι ἀλλοιοῦσι καί μεταβάλλουσι τήν θέσιν, καί χρονολογίαν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου, καί τήν περί τούτου διασάφησιν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου» (Πατριάρχου Δοσιθέου, Τόμος Χαρᾶς, σελ. 487, Ἔκδοσις 1705). Δέν εἶναι οἱ μόνες αὐτές ἀναφορές, τάς ὁποίας ὡς δεῖγμα καί μόνον παραθέτομεν βεβαιωτικές τῶν λόγων μας, καθώς ὅλη ἡ ἀντιρρητική κατά τῆς Γρηγοριανῆς καινοτομίας γραμματεία, τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος καί μετέπειτα, ἐξελάμβανε ὡς ἑνιαῖα, τό Πασχάλιον καί τό Καλενδάριον.
Πρέπῃ νά ἐπισημάνωμεν, ὅτι τό μεγαλύτερον μέρος τοῦ συγγράμματος τοῦ Νικολάου Κεραμέως, εἰς τό ὁποῖον ἐμπεριέχεται καί τό ἐπίμαχον κείμενον, ἐξῃρέθη τῆς νεωτέρας ἐκδόσεως τοῦ ‘’Τόμου Χαρᾶς’’, τοῦ Πατριάρχου Δοσιθέου (ἐκδ. Ῥηγοπούλου 1985), διό καί ὁ ἀναγνώστης ματαίως θά ἑρευνήσῃ ἐκεῖ πρός ἀνεύρεσιν τούτου.

[78] ‘’Μελέτιος Πηγᾶς’’, Ἀθῆναι 1971, σελ. 86-88.

[79] Μελετίου Πηγᾶ, Ἐπιστολή πρός Σίλβεστρον Πατριάρχην περί Πασχαλίου, σελ. 31.

[80] Μελετίου Πηγᾶ, Ἐπιστολαί, σελ. 55.

[81] Αὐτόθι, σελ. 134.

[82] Δοσιθέου,Τόμος Ἀγάπης, σελ. 547.

[83] Δωδεκάβιβλος, Παραλειπόμενα, βιβλ. ΙΑ΄, κεφ. ΙΑ΄, τόμ. 6ος, σελ. 232.

[84] Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλ. Ἱστορία, τόμ. Γ΄, σελ. 402.

[85] Ὅρα πρός τούτοις Δοσιθέου, Τόμος Ἀγάπης, σελ. 538-554. Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, τόμ. Α΄, σελ.34. Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τὀμ. Γ΄, ΚΠολις 1912, σελ. 124-125. Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, ‘’Τά μετά τήν Ἅλωσιν’’, βιβλ. Η\θ καί Γ, ἐν ΚΠολει 1870, σελ. 111 καί 112. Σάθα Κωνσταντίνου, Βιογραφικόν Σχεδίασμα περί τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄, Τυπογραφεῖον Λ. Κτενᾶ καί Σ. Οἰκονόμου, Ἀθῆναι 1870, σελ. 32. Β. Στεφανίδου, Ἐκκλ. Ἱστορία, σελ. 698-699, κ. ἄ..

[86] Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, σελ. 482-483.


[87] Α΄ Κορ. 9, 24.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου