ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΕ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ ΧΑΖΑΡΟΥΣ
Εἰσαγωγικὰ
Μετὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου στοὺς Σαρακηνοὺς καὶ τὴ διεξαγωγὴ διαλόγου μὲ αὐτούς, ὁ Ἅγιος, ὅπως ἔχουμε
δεῖ σὲ προηγούμενο τεῦχος, μετέβη στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας ἀσχολούμενος μὲ τὰ
μοναχικὰ του καθήκοντα. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν καλέσει καὶ πάλι
τὸν ἅγιο αὐτὸν ἀσκητὴ καὶ πεφωτισμένο θεολόγο σὲ βοήθεια τῆς ἱεραποστολικῆς της
δράσεως, γιὰ μία ἐξ ἴσου σημαντικὴ ἀποστολή. οἱ Χάζαροι, λαὸς τῆς τουρκικῆς ὁμοφυλίας,
ὁ ὁποῖος τὴν περίοδο αὐτὴ κατοικοῦσε σὲ περιοχὲς ὅμορες μὲ τὶς αὐτοκρατορικές,
πρὸς τὸν Καύκασο, εἶχε συνάψει παλαιότερα στενὲς σχέσεις μὲ τὴν Αὐτοκρατορία πρὸς
ἀντιμετώπιση ἑνὸς κοινοῦ ἐχθροῦ, τῶν Ἀράβων.
Τὸ 730 ὁ ἡγεμόνας τῶν Χαζάρων, ὁ
Χαγάνος Μπουλὰν εἶχε ἀσπασθεῖ τὸν Ἰουδαϊσμό, διαπιστώνοντας ὅτι οἱ τρεῖς μεγάλες
μονοθεϊστικὲς πίστεις τῆς ἐποχῆς του, ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ
Μουσουλμανισμὸς ἀποδέχονταν ὡς ἱερὸ βιβλίο τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. ὁ τωρινὸς Χαγάνος,
πιεζόμενος τόσο ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους γιὰ ὁριστικὴ ἀποδοχὴ
μιᾶς ἀπὸ τὶς δύο πίστεις ἐκείνων, ἐπιθυμοῦσε καὶ πάλι νὰ διαφωτισθεῖ περὶ τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας. γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Αὐτοκράτωρ ἀπέστειλε καὶ πάλι τὸν
«Φιλόσοφο», τὸν Ἅγιο Κύριλλο. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τοποθετεῖται χρονικὰ περὶ τὸ 861
μ.Χ.2.
Ἔπειτα ἀπὸ μικρὴ
παραμονὴ στὴ Χερσώνα, ὁ Ἅγιος ἐξέμαθε τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, θαυματουργικῶς δὲ καὶ
τὴν σαμαρειτικὴ ἐντὸς ἐλαχίστου χρόνου, γεγονὸς ποὺ προσείλκυσε στὴν πίστη καὶ ἕνα
Σαμαρείτη συνομιλητὴ του. μετὰ ἀπ' αὐτὸ ὁ Ἅγιος Κύριλλος κατευθύνθηκε πρὸς τὸν
Καύκασο, στὴν περιοχὴ τῶν Χαζάρων3.
Ὁ διάλογος τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου μὲ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ περιστοίχιζαν τὸ Χαγάνο, εἶναι ἀρκετὰ ἐκτενής. τὸ
πρῶτο μέρος του παρουσιάζουμε παρακάτω. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὰ ἐπιχειρήματα καὶ
τῶν δύο πλευρῶν στηρίζονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ μάλιστα στὸ στενό της κανόνα4,
ὥστε νὰ ὑπάρχει κοινὴ βάση συνεννοήσεως. Τὰ βασικὰ θέματα ποὺ συζητοῦνται εἶναι:
Ἡ Ἁγία Τριάς. Ἔναντι τοῦ ἰσχυρισμοῦ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὁ
Ἅγιος Κύριλλος προσκόμισε χωρία τῆς Γραφῆς, ποὺ ὑποδεικνύουν5 ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι
Τριάς. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρίσθηκαν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ
περιληφθεῖ ὁ Θεὸς σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, στὸ σῶμα δηλ. τῆς Παρθένου. βάσει ἀφ' ἑνὸς
τοῦ γεγονότος πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ τιμιώτερο δημιούργημα τῆς κτίσεως, ἀφ' ἑτέρου
τῆς ἀνάγκης τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνακαινισθεῖ ἀπὸ τὴν φθορά, ὁ Φιλόσοφος
συνεπέρανε τόσο τὸ δυνατὸν ὅσο καὶ τὸ ἀναγκαῖο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχαιότητα
τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Οἱ συνομιλητὲς τοῦ Ἁγίου ἐπικαλέσθηκαν τὴν ἀρχαιότητα τοῦ Νόμου
τοῦ Μωυσέως, ὥστε νὰ δείξουν πὼς οἱ ἴδιοι τηροῦν τὴν ἀρχικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ,
ὑπονοώντας πὼς οἱ Χριστιανοὶ εἶναι νεωτεριστές, ἀκολούθησαν δηλ. νέα πίστη
παραμερίζοντας τὴν θεόσδοτη μωσαϊκή. Ὁ Φιλόσοφος, μὲ ἐδάφια τῆς Γραφῆς τοὺς ἀπέδειξε
πὼς ἡ παλαιότερη θεϊκὴ νομοθεσία δὲν εἶναι ἡ μωσαϊκή, διότι προηγήθηκαν αὐτῆς ἡ
ἐντολὴ πρὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ ἡ διαθήκη μὲ τὸν Νῶε, ἡ ὁποία μάλιστα περιλαμβάνει
διατάξεις ἀντίθετες μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. ὅπως ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Μωυσὴς ὄχι μόνον δὲν
κατακρίθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν προγενεστέρων νομοθεσιῶν καὶ τὴν
ἀποδοχὴ νέων, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐπαινέθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ μάλιστα στὶς παλαιότερες
νομοθεσίες δὲν ἀναγγελόταν ἡ ἀντικατάστασή τους, πολὺ περισσότερο οἱ Χριστιανοὶ
ὑπήκουσαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ υἱοθετώντας τὴ νέα πίστη, ἐφ' ὅσον μάλιστα αὐτὴ εἶχε
ἀναγγελθεῖ διὰ μέσου τῶν ἰδίων τῶν Προφητῶν. Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Συνδέοντας
τὴν παρέλευση τοῦ Νόμου μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρίσθηκαν ὅτι,
ἐφ' ὅσον ὁ Μεσσίας δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη, δὲν ἔπρεπε νὰ παρέλθει οὔτε καὶ ἡ
μωσαϊκὴ πίστη. ἀπαντώντας ὁ Ἅγιος μὲ παράθεση σχετικῶν προφητειῶν, τοὺς ἀπέδειξε
πὼς ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας εἶναι ὁ Ἰησοὺς Χριστός, στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἐκπληρώθηκαν
οἱ μεσσιακὲς προφητεῖες.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν
ἀρχὴ τοῦ σωτηρίου ἔργου της μέχρι καὶ σήμερα, δέχεται τὰ διασταυρούμενα πυρὰ δύο
ἐντελῶς ἀντιθέτων κόσμων: ἀφ' ἑνὸς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ
βλέπει τὸ Χριστιανισμὸ ὡς μία αἵρεση τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ μονοθεϊσμοῦ, στὴν ὁποία
διαβλέπει ἐνίοτε καὶ χρῶμα εἰδωλολατρικό, ἀφ' ἑτέρου τοῦ παγανιστικοῦ κόσμου, ὁ
ὁποῖος ἰδιαίτερα τώρα, κατὰ τὴν ἐπανεμφάνισή του στὸ νέο ἑλληνικὸ κράτος,
κατηγορεῖ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ συντριπτικὰ κτυπήματα ποὺ ἐπέφερε κατὰ τοῦ ἐθνισμοῦ
καί, κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν νεοπαγανιστῶν, καὶ κατὰ τοῦ ἄρρηκτα συνδεδεμένου μὲ αὐτὸν
Ἑλληνισμοῦ. παραβλέποντας πρὸς τὸ παρὸν τὸ νεοπαγανισμό, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ
σταθοῦμε στὸν Ἰουδαϊσμό. Κατὰ καιροὺς κάνουν τὶς ἐμφανίσεις τους μομφὲς ἐναντίον
τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιὰ τὴν διδασκαλία τους κατὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὡς προδρόμων τοῦ
ἀντισημιτικοῦ μένους6. Γιὰ τὸ ἂν οἱ πατερικὲς ἀπόψεις προκάλεσαν ποτὲ στὸ πλήρωμα
τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἀντισημιτικὸ μῖσος, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ
βρεθοῦν ἀξιοπιστότεροι μάρτυρες ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς ἀρθρογράφους τῶν ἑβραϊκῶν
«Χρονικῶν» οἱ ὁποῖοι συχνὰ-πυκνὰ μνημονεύουν εὐφήμως τὴν βοήθεια ποὺ οἱ Ἑβραῖοι
ἔλαβαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες κατὰ τοὺς ναζιστικοὺς διωγμούς. τὸ ἀντισημιτικὸ μένος ἂς
τὸ ἀναζητήσουν στὴν «ἐκκλησία» τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως τοῦ Παπισμοῦ. Τί ἔχουν ἄρα
γε νὰ ποῦν οἱ κατήγοροι αὐτοὶ γιὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τοὺς ἁγίους
ἑπτὰ μάρτυρες Μακκαβαίους, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες
τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς χάριν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου7; Ἐκεῖ σίγουρα δὲν μποροῦν
νὰ δοῦν «ἀντισημιτικὸ μένος»! Δὲν βλέπουν πὼς ὁ χριστιανικὸς λαὸς ἀποδέχθηκε μὲ
τιμὴ τὴν προσωνυμία «νέος Ἰσραήλ»; Μήπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος καὶ ἡ Θεοτόκος δὲν ἦσαν κατὰ σάρκα Ἑβραῖοι; Καλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀγάπη
μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία διατήρησε ὅλα τὰ ἀγαθὰ στοιχεῖα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου ἀποτελοῦν
οἱ κατηγορίες τῶν νεοπαγανιστῶν ἀρχαιολατρῶν γιὰ εἰσαγωγὴ ἑβραϊκῶν στοιχείων στὸ
Βυζάντιο ἐξ αἰτίας τῆς Ἐκκλησίας8 (σημειωτέον ὅτι οἱ νεοπαγανιστὲς αὐτοὶ δὲν ἔχουν
τὴν εὐρύτητα τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων ποὺ συνειδητοποίησαν τὴν ἀνωτερότητα τῆς
χριστιανικῆς πίστεως ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ τὴν ἀποδέχθηκαν).
Συνεπῶς οἱ λόγοι τῶν Πατέρων δὲν θίγουν τὴν φυλή, ἀλλὰ τὴν κακὴ προαίρεση τόσο
τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων τοῦ φαρισαϊκοῦ κατεστημένου, ὅσο καὶ τῶν ἀπίστων ἐθνικῶν, ἀκόμη
καὶ τῶν Ἑλλήνων. Σφοδροτέρους κατηγόρους τῆς ἰουδαϊκῆς σκληροκαρδίας καὶ ἀπιστίας
δὲ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς Ἰουδαίους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης. τὴν ἐλεγκτικὴ νουθεσία ἐκείνων ἀκολουθοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι, ὡς πνευματικοί
τους ἀπόγονοι. Θὰ ἐπιθυμοῦσαν βέβαια μερικοὶ Ἰουδαῖοι νὰ σιωπήσουν ὁριστικὰ ὅσοι
ἐπισημαίνουν τὰ σφάλματα τοῦ ἰουδαϊκοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποῖα οἱ σημερινοὶ
σιωνιστὲς συνεχίζουν, προοδοποιώντας τὴν παγκόσμια κυριαρχία τοῦ «Μεσσία» ποὺ ἀναμένουν.
ὅμως οἱ Ἅγιοι δὲν ἔχουν πνεῦμα δειλίας καὶ ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλὰ «δυνάμεως καὶ ἀγάπης
καὶ σωφρονισμοῦ»9. καὶ καθὼς αὐτοὶ ὑβρίζονται ὡς φυλετιστές, ἐπαληθεύεται ἁπλῶς
ὅ,τι ὁ Κύριος εἶπε. «ἔρχεται ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ καθένας ποὺ θὰ σᾶς φονεύει θὰ
νομίσει ὅτι προσφέρει λατρεία στὸ Θεό»10. Βεβαίως καὶ ἀρκετοὶ Χριστιανοί,
προφανῶς μὴ γνωρίζοντες, θὰ ἦταν πρόθυμοι νὰ ἀπαλειφθοῦν ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ
λειτουργικὰ κείμενα ὅσα λέγονται περὶ τῶν σταυρωτῶν τοῦ Κυρίου.11 ἢ διακατέχονται
ἀδίκως ἀπὸ ἐνοχὴ ἔναντι τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ; Ἐφ' ὅσον ἔτσι, λοιπόν, σκέπτονται, ἐπεδίωξαν
τουλάχιστον τὴν ταυτόχρονη ἀπάλειψη ὅσων ἀντιχριστιανικῶν στοιχείων περιλαμβάνουν
ἀνάλογα ἑβραϊκὰ κείμενα, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα καὶ βλασφημίες γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὴν
Θεοτόκο καὶ κατάρες κατὰ τῶν «αἱρετικῶν Χριστιανῶν».
Βεβαίως τὸ σύνθημα τῆς
Νέας Ἐποχῆς «ἀγάπησε τὸν Θεὸ τοῦ πλησίον σου» κερδίζει ὅλο καὶ περισσότερο ἔδαφος
ἀνάμεσα σὲ ὅσους προτιμοῦν τὴν πρόσκαιρη ἐν τῷ ψεύδει ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν
ἐν ἀληθείᾳ σωτηρία ἐκείνων. ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ
Σωτῆρος της θὰ ἐλέγχει πάντοτε οἱοδήποτε πνεῦμα ἀντιστρατεύεται τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία
εἶναι μόνον ὁ Χριστός12, καὶ δεχομένη τὰ κτυπήματα θὰ λέγει μετὰ τοῦ Πρωτομάρτυρος
Στεφάνου ἐν ἀγάπῃ, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»13.
Τὸ κείμενο τοῦ διαλόγου
Ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκε σ' ἕνα
πλοῖο, συνέχισε τὸ ταξίδι του γιὰ τὴ χώρα τῶν Χαζάρων14, μέσα ἀπὸ τὴ Μαιώτιδα Λίμνη15
καὶ τὴν Κασπία Πύλη 16 τοῦ Ὄρους Καυκάσου.
Οἱ Χάζαροι ὅμως ἀπέστειλαν πρὸς συνάντησή του ἕναν ἄνθρωπο
κακοήθη καὶ δόλιο, ὁ ὁποῖος ἀρχίζοντας νὰ συνομιλεῖ μὲ αὐτόν, εἶπε τὰ ἑξῆς: «Πῶς
συμβαίνει σ' ἐσᾶς νὰ ἔχετε μία τόσο κακὴ συνήθεια, δηλαδὴ νὰ διορίζετε πάντοτε
αὐτοκράτορα ἀπὸ διαφορετικὸ γένος; Ἐμεῖς στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκολουθοῦμε πάντοτε τὸ
γένος»17. Τότε ὁ Φιλόσοφος τοῦ εἶπε. «Καὶ ὁ Θεός ἐπίσης ἀντὶ τοῦ Σαούλ, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔπραξε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιόν Του, ἐξέλεξε τὸν Δαυὶδ καὶ τὸ γένος του, διότι ἐκεῖνος
εὐαρέστησε σ' Αὐτόν»18. Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: «Πῶς συμβαίνει λοιπόν, ὥστε σεῖς,
ὅταν κρατᾶτε στὰ χέρια σας τὶς Γραφές, νὰ ἀπαγγέλετε ὅλες τὶς παραβολὲς μέσα ἀπ'
αὐτές, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν κάνουμε ἔτσι ἀλλά, χωρὶς νὰ καυχώμαστε γιὰ τὶς Γραφές, ὅπως
ἐσεῖς, ἔχουμε ὅλη τὴ σοφία στὴ μνήμη μας, σὰν νὰ τὴν ἔχουμε καταπιεῖ;» Τότε τοῦ
εἶπε ὁ Φιλόσοφος. «Σοῦ ἀπαντῶ ὡς πρὸς αὐτό. Ὅταν συναντήσεις ἄνθρωπο γυμνὸ καὶ
σοῦ λέγει "Ἔχω πολλὰ ἐνδύματα καὶ χρυσό", τὸν πιστεύεις παρ' ὅτι τὸν
βλέπεις γυμνό;» Ἐκεῖνος εἶπε «Ὄχι». «Τὸ ἴδιο λέω λοιπὸν καὶ σ' ἐσένα. Ἀφοῦ ἔχεις
καταπιεῖ ὅλη τὴ σοφία, τότε ἐξήγησέ μας πόσες γενεὲς ὑπῆρξαν μέχρι τὸν Μωυσὴ καὶ
πόσα ἔτη περιέχει κάθε γενεά»; Τότε ὁ ἀπεσταλμένος δὲν μπόρεσε νὰ ἀπαντήσει καὶ
ἔτσι ἐσιώπησε.
Ὅταν ὁ Φιλόσοφος ἔφθασε
ἐκεῖ19 καὶ ἐπρόκειτο νὰ λάβει θέση κοντὰ στὸ Χαγάνο γιὰ τὸ δεῖπνο, τὸν ρώτησαν:
«Ποιὸ εἶναι τὸ ἀξίωμά σου γιὰ νὰ σὲ τοποθετήσουμε σὲ θέση ἀνάλογη μὲ τὴν τάξη
σου;». Ὁ Φιλόσοφος τότε τοὺς ἀπάντησε: «Εἶχα ἕνα πολὺ σημαντικὸ καὶ ἐπιφανὴ πρόγονο,
ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν τάξη του στεκόταν πάντοτε κοντὰ στὸν αὐτοκράτορα.ὡστόσο
παραιτήθηκε ἐκουσίως ἀπὸ τὴν τιμητικὴ θέση ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ, καὶ γιὰ τὸν λόγο
αὐτὸν ἐξορίστηκε. Ἀφότου ἔφθασε σὲ περιοχὴ ξένη πρὸς τὴν χώρα του, περιέπεσε σὲ
δυστυχία καὶ ἐκεῖ μὲ ἐγέννησε. Ἐπιζητώντας τὴν παλαιὰ ἐκείνη ἀξία τοῦ προπάτορός
μου, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ προβάλω ἄλλη. εἶμαι, δηλαδή, ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ». «Ξένε, μᾶς
ὁμιλεῖς ἀξίως καὶ ὀρθῶς», ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι. ἀπὸ τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ ἀποδίδουν
ἀκόμη μεγαλύτερη τιμή.
Ὁ Χαγάνος ἔλαβε τὸ
ποτήρι του καὶ εἶπε. «Πίνω στὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε ὅλη τὴν
κτίση»20. Τότε ὁ Φιλόσοφος παίρνοντας τὸ δικό του ποτήρι εἶπε. «Πίνω εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Λόγου Του, διὰ τοῦ Ὁποίου στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ τοῦ
ζωοποιοῦ Πνεύματος, διὰ τοῦ ὁποίου συγκρατεῖται ὅλη ἡ δύναμη τῶν οὐρανῶν»21. Ὁ
Χαγάνος τοῦ ἀπάντησε λέγοντας. «Ὁμιλοῦμε ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἔχουμε ὅμως
διαφορὰ μόνο σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, γιατὶ ἐσεῖς ὑμνεῖτε τὴν Τριάδα, ἐμεῖς ἀντιθέτως,
ἑρμηνεύοντας σωστὰ τὴν Γραφή, ὑμνοῦμε τὸν ἕνα Θεό». Τότε τοῦ εἶπε ὁ Φιλόσοφος.
«Μά, ἡ Γραφὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ κηρύττει τὸν Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα. Ἂν ἀπονέμει κάποιος
σὲ σένα τὴν τιμή, δὲν σέβεται ὅμως τὸν λόγο καὶ τὸ πνεῦμα σου, ἐνῶ ἀντιθέτως κάποιος
ἄλλος ἀποδίδει τιμὴ καὶ στὰ τρία, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο δείχνει περισσότερο σεβασμό;»22
«Αὐτὸς ποὺ τιμᾶ καὶ τὰ τρία». «Συνεπῶς καὶ ἐμεῖς, ἀπάντησε ὁ Φιλόσοφος, πράττουμε
καλύτερα, διότι δίνουμε ἐξήγηση σύμφωνα μὲ τὰ πράγματα, καὶ ἀκοῦμε τοὺς Προφῆτες.
Ὁ Ἠσαΐας εἶπε. "Ἄκουγέ με Ἰακὼβ καὶ Ἰσραήλ, τοὺς ὁποίους ἐγὼ καλῶ. Ἐγὼ εἶμαι
ὁ πρῶτος καὶ ἐγὼ ὑπάρχω εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἐγὼ ὑπάρχω τώρα. Καὶ τώρα μὲ ἀπέστειλε
ὁ Κύριος καὶ τὸ Πνεῦμα του"»23.
Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
στέκονταν γύρω τους, εἶπαν σ' αὐτόν: «Πές μας, ὅμως, πῶς μπορεῖ μία γυναίκα νὰ
περιλάβει στὸ σῶμα της τὸ Θεό, τὸν Ὁποῖον δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ δεῖ, συνεπῶς πολὺ
περισσότερο νὰ Τὸν γεννήσει;». Τότε ὁ Φιλόσοφος ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὸν Χαγάνο
καὶ τὸν πρῶτο του σύμβουλο καὶ εἶπε. «Ἂν κάποιος πεῖ ἀφ' ἑνὸς ὅτι ὁ πρῶτος σύμβουλος
δὲν μπορεῖ νὰ φιλοξενήσει τὸ Χαγάνο, ἰσχυρισθεῖ ἀφ' ἑτέρου ὅτι τὸ Χαγάνο μπορεῖ
νὰ τὸν φιλοξενήσει καὶ νὰ τὸν τιμήσει ὁ τελευταῖος δοῦλος, πέστε μου, πῶς θὰ
μποροῦσε κανεὶς νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἄνθρωπο αὐτό, παράφρονα ἢ λογικό;». Εἶπαν τότε
ἐκεῖνοι. «Βεβαίως τελείως παράφρονα». Τότε τοὺς εἶπε ὁ Φιλόσοφος. «Ποιὸ εἶναι τὸ
πιὸ τίμιο σὲ ὁλόκληρη τὴν ὁρατὴ κτίση;». Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν «Ὁ ἄνθρωπος, ἐφ' ὅσον
πλάσθηκε κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»24. Τότε ὁ Φιλόσοφος τοὺς εἶπε περαιτέρω: «Τότε
καὶ σεῖς, λοιπόν, εἶστε παράφρονες, διότι ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐνοικήσει
στὸν ἄνθρωπο. ἐν τοῦτοις ὁ Θεὸς κρύφθηκε σὲ βάτο25, σὲ νεφέλη26, σὲ θύελλα καὶ
καπνό27, ὅταν ἀποκαλύφθηκε στὸν Μωυσὴ καὶ τὸν Ἰώβ28. Ἄλλωστε πῶς μποροῦσε νὰ
θεραπεύσει κάποιον ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἀσθενή; Ἀφότου τὸ ἀνθρώπινο γένος περιέπεσε
σὲ διαφθορά, ἀπὸ ποιὸν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνακαινισθεῖ, παρὰ μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
Δημιουργό29; Ἀπαντῆστε μου! Ὅταν ὁ ἰατρὸς ἐπιθυμεῖ νὰ βάλει στὸν ἀσθενὴ κατάπλασμα
ἀλλὰ τὸ τοποθετεῖ πάνω σὲ ξύλο ἢ πέτρα ἐπιτυγχάνει μήπως τίποτε μὲ τὸν τρόπο αὐτό30;
Ὅπως εἶπε δὲ καὶ ὁ Μωυσὴς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν προσευχή του καὶ ἐξέτεινε
τὰ χέρια του: "Μὴ μᾶς δείξεις πλέον τὸν Ἑαυτό Σου, ὁ ἐλεήμων Θεός, σὲ
κεραυνὸ πάνω στοὺς βράχους καὶ στὴ φωνὴ τῆς σάλπιγγος, ἀλλὰ εἴσελθε στὴν καρδιά
μας καὶ ἅρε τὶς ἁμαρτίες μας". ἔτσι λέγει ὁ Ἀκύλας»31.
Μετὰ τὸ δεῖπνο ἀποχωρίστηκαν
προηγουμένως ὅμως ὅρισαν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ συζητοῦσαν γιὰ ὅλα τὰ θέματα αὐτά.
Ἀφοῦ ἔλαβε πάλι θέση ὁ
Φιλόσοφος κοντὰ στὸν Χαγάνο εἶπε· «Εἶμαι ὁ μόνος ἀνάμεσά σας ποὺ δὲν ἔχω
συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἐν τοῦτοις συνομιλοῦμε ὅλοι γιὰ τὸ Θεό, στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου
βρίσκονται τὰ πάντα, ὅπως καὶ οἱ καρδιές μας. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς εἶναι εὔγλωττοι, ὅταν
ὁμιλοῦμε πρέπει νὰ μᾶς λέγουν σὲ τί δὲν συμφωνοῦν καὶ τί δὲν ἀντιλαμβάνονται, ὥστε
νὰ μποροῦν νὰ ἐρωτοῦν καὶ ἐμεῖς νὰ τοὺς ἐξηγοῦμε».
Τότε ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ εἶπαν. «Καὶ ἐμεῖς δεχόμαστε ὅτι στὶς Γραφὲς ὑπάρχει ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα. Ἐξήγησέ
μας ποιὸν νόμο ἔδωσε πρῶτα ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους τὸν Μωσαϊκὸ ἢ ἐκεῖνον ποὺ ἔχετε
ἐσεῖς;». Ὁ Φιλόσοφος ἀπάντησε· «Μᾶς κάνετε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ γιὰ νὰ ἰσχυρισθεῖτε
κατόπιν ὅτι ἐσεῖς τηρεῖτε τὸν πρῶτο νόμο;». «Ἀκριβῶς, διότι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ
τηρεῖ τὸν πρῶτο νόμο», εἶπαν ἐκεῖνοι. «Ἂν θέλετε νὰ τηρεῖτε τὸν πρῶτο νόμο, ἀπάντησε
ὁ Φιλόσοφος, τότε ἀπομακρυνθεῖτε τελείως καὶ ὁλοκληρωτικῶς ἀπὸ τὴν περιτομή».
Ἐκεῖνοι ἐρώτησαν μὲ ἀπορία. «Γιατὶ τὸ λὲς αὐτό;», καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «Ἐξηγῆστε
μου σαφῶς. ὁ πρῶτος νόμος δόθηκε στὴν περιτομὴ ἢ στὴν ἀκροβυστία;». Ἀπάντησαν.«Πιστεύουμε
ὅτι δόθηκε στὴν περιτομή». Τότε εἶπε ὁ Φιλόσοφος. «Ὁ Θεὸς μετὰ τὴν ἐντολὴ ποὺ δόθηκε
στὸν Ἀδὰμ καὶ μετὰ τὴν πτώση ἐκείνου, δὲν ἔδωσε γιὰ πρώτη φορὰ νόμο στὸν Νῶε, τὸν
ὁποῖον νόμο ὀνόμασε διαθήκη; Εἶπε, δηλαδή, σ' αὐτὸν "Καὶ νά! Ἐγὼ ἀνανεώνω
τὴν διαθήκη μου μὲ ἐσᾶς καὶ τοὺς ἀπογόνους σας, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔλθουν μετὰ ἀπὸ σᾶς,
καὶ μὲ ὅλη τὴ γῆ"32· αὐτὴ ἡ διαθήκη περιέχεται σὲ τρεῖς ἐντολές: "Θὰ
μπορεῖτε νὰ τρώγετε τὰ πάντα ὡς λάχανα χόρτου, ὅσα βρίσκονται στὸν οὐρανό, στὴ
γῆ καὶ στὰ νερὰ"33 καὶ "Πλὴν ὅμως δὲ θὰ φάγετε κρέας μὲ αἷμα, στὸ ὁποῖο
ἑδράζεται ἡ ζωὴ τοῦ ζώου"34. Καὶ ἀκόμη. "Ὅποιος χύνει αἷμα ἀνθρώπινο
θὰ φονευθεῖ, ἔναντι τοῦ αἵματος ποὺ χύθηκε ἀπ' αὐτόν"35. Τί λέτε λοιπὸν
γι' αὐτά, ἐσεῖς ποὺ ἰσχυρισθήκατε ὅτι τηρεῖτε τὴν πρώτη ἐντολή»; Οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκρίθηκαν
σ' αὐτόν: «Ἐμεῖς τηροῦμε τὸν πρῶτο νόμο τοῦ Μωυσῆ, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς δὲν τὸν ὀνόμασε
νόμο, ἀλλὰ διαθήκη, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἴδιος τὸν ὀνόμασε ἐντολὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
στὸν Παράδεισο ἐνῶ γιὰ τὸν Ἀβραὰμ τὸν ὀνόμασε μὲ ἄλλο τρόπο, δηλαδὴ περιτομὴ καὶ
ὄχι νόμο36. Διότι μεταξὺ νόμου καὶ διαθήκης ὑπάρχει διαφορά. Καὶ ὁ δημιουργός,
λοιπόν, τὰ ὀνόμασε αὐτὰ διαφορετικά». Τότε τοὺς ἀπήντησε ὁ Φιλόσοφος. «Ὡς πρὸς
αὐτὸ θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ νόμος ὀνομάζεται διαθήκη. Διότι ὁ
Θεὸς εἶπε στὸν Ἀβραάμ. "Καὶ θὰ εἶναι ἡ διαθήκη μου πάνω στὴ σάρκα
σας" (καὶ αὐτὸ τὸ ὀνόμασε ἐπίσης "σημεῖο τῆς διαθήκης") "καὶ
θὰ ἰσχύει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ὑμῶν"37. Κατόπιν βοᾶ πάλι πρὸς τὸν Ἰερεμία.
"Ἄκουσε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης αὐτῆς καὶ θὰ μιλήσεις πρὸς τοὺς Ἰουδαίους
καὶ πρὸς τοὺς κατοίκους τῶν Ἱεροσολύμων καὶ θὰ τοὺς πεῖς· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ὁ
Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ. εἶναι καταραμένος ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ὑπακούσει στοὺς λόγους
τῆς διαθήκης αὐτῆς, τὴν ὁποία διέταξα στοὺς πατέρες σας τὴν ἡμέρα ποὺ τοὺς ἀπομάκρυνα
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο"»38. Πρὸς αὐτὸ ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοι. «Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸ
πιστεύουμε καὶ ἐμεῖς ἐπίσης ὡς ὀρθὸ τὸ ὅτι ὁ νόμος ὀνομάζεται καὶ διαθήκη39. Ὅλοι
ὅσοι τήρησαν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο εὐαρέστησαν στὸ Θεό. Καὶ ἐμεῖς τηρώντας αὐτὸν
ἐλπίζουμε ὅτι ἀνήκουμε σ' ἐκείνους. Ἐσεῖς ὅμως καταπατεῖτε μὲ τὰ πόδια σας τὸν
νόμο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἔχετε εἰσαγάγει ἄλλον νόμο». Τότε τοὺς εἶπε ὁ Φιλόσοφος. «Ἐμεῖς
πράττουμε τὸ σωστό. διότι ἂν ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἀποδεχόταν τὴν περιτομή, ἄλλα ἐνέμενε
στὴν διαθήκη τοῦ Νῶε, δὲν θὰ ὀνομαζόταν φίλος τοῦ Θεοῦ40. τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μωυσής,
ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ αὐτὰ κατέγραψε τὸν Νόμο, ἀλλὰ δὲν τήρησε τὸν πρῶτο νόμο41. Καὶ
ἐμεῖς, λοιπόν, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα ἐκείνων, ἀφοῦ λάβαμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νόμο,
παραμένουμε σ' αὐτόν, γιὰ νὰ μείνει ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἀπαρασάλευτη. Ὅταν, δηλαδή,
ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Νῶε τὸν νόμο, δὲν τοῦ δήλωσε ὅτι θὰ ἔδιδε καὶ ἄλλον ἀκόμη, ἀλλ'
ἀντιθέτως πὼς αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει πάντοτε καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους42.
Καὶ ὅταν ἔδωσε στὸν Ἀβραὰμ τὴν ἐπαγγελία, ἐπίσης δὲν τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θὰ ἔδινε
στὸ Μωυσὴ ἄλλον νόμο. Πῶς συμβαίνει, λοιπόν, νὰ ἐμμένετε ἐσεῖς στὸν Νόμο, παρ' ὅλο
ποὺ ὁ Θεὸς κράζει στοὺς λαοὺς "Θὰ ἀλλάξω τὸν νόμο μου καὶ θὰ σᾶς δώσω ἄλλον;"43.
Γιατὶ ὁ Ἰερεμίας τὸ εἶπε σαφέστατα. "Ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος,
καὶ θὰ συνάψω μὲ τὸν οἶκο Ἰσραὴλ καὶ τὸν οἶκο Ἰούδα νέα διαθήκη, ἡ ὁποία δὲ θὰ
εἶναι ὅμοια μὲ τὴ διαθήκη ποὺ ἐσύναψα μὲ τοὺς πατέρες τους τὴν ἡμέρα ποὺ τοὺς ἔπιασα
ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοὺς ἔβγαλα ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου, διότι ἐκεῖνοι δὲν παρέμειναν
στὴ διαθήκη μου καὶ ἐγὼ τοὺς παραμέλησα, λέγει ὁ Κύριος. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ
διαθήκη μου ποὺ θὰ συνάψω μὲ τὸν οἶκο Ἰσραὴλ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, λέγει
ὁ Κύριος: θὰ δώσω νόμους στὴ διάνοιά τους καὶ θὰ τοὺς γράψω πάνω στὶς καρδιές
τους. Καὶ θὰ εἶμαι γι' αὐτοὺς Θεός, καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι γιὰ μένα ὁ λαός
μου"44. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰερεμίας λέγει πάλι ἀλλοῦ. "Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
τῶν δυνάμεων σταθῆτε στὶς ὁδοὺς καὶ δεῖτε, καὶ ἀναζητῆστε τὶς αἰώνιες ὁδοὺς τοῦ
Κυρίου καὶ δεῖτε ποιὰ εἶναι ἡ ἀγαθὴ ὁδός, καὶ βαδίζετε πάνω σ' αὐτήν, καὶ θὰ
βρεῖτε ἁγιασμὸ γιὰ τὶς ψυχές σας. Καὶ εἶπαν. Δὲν θὰ πᾶμε. "Ἄκουγε γῆ. Νά, ἐγὼ
ἐπιφέρω πάνω στὸ λαὸ αὐτὸν κακά, ποὺ εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀμετανοησίας τους, διότι
δὲν ἔδωσαν προσοχὴ στὰ λόγια μου καὶ ἀπώθησαν τὸν νόμο μου "46. Ὅμως δὲν ἐπιθυμῶ
μόνο μὲ τὶς λέξεις αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων ἀποδείξεων ἀπὸ τὶς
προφητεῖες νὰ δείξω σαφέστατα ὅτι ὁ Νόμος ἔλαβε τέλος». Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπάντησαν
«Κάθε Ἰουδαῖος γνωρίζει ὅτι αὐτὸ ἀληθῶς θὰ συμβεῖ, ὡστόσο ὁ καιρὸς τοῦ Μεσσία δὲν
ἔφθασε ἀκόμη»47. Τότε ὁ Φιλόσοφος τοὺς εἶπε. «Γιατὶ φέρετε τὴν ἀντίρρηση αὐτή, ἂν
καὶ βλέπετε ὅτι ἡ Ἱερουσαλὴμ καταστράφηκε, ὅτι οἱ θυσίες σταμάτησαν καὶ συνέβησαν
καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ὅσα οἱ προφῆτες προφήτευσαν σχετικῶς μὲ σᾶς; Ὁ Μαλαχίας, λόγου
χάριν, λέγει σαφέστατα: "δὲν εὐαρεστοῦμαι μὲ σᾶς, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ,
καὶ δὲ θὰ δεχθῶ θυσία ἀπὸ τὰ χέρια σας. διότι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἠλίου μέχρι τὴ
δύση ἔχει δοξασθεῖ τὸ ὄνομά μου στὰ ἔθνη, καὶ σὲ κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα
καὶ θυσία καθαρὰ στὸ ὄνομά μου, γιατὶ τὸ ὄνομά μου εἶναι μέγα στὰ ἔθνη, λέγει Κύριος
Παντοκράτωρ"»48. «Ὅ,τι λέγεις σχετικῶς, εἶπαν ἐκεῖνοι, ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς.
διὰ μέσου ἡμῶν θὰ εὐλογηθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ περιτμηθοῦν στὴν Ἱερουσαλήμ»49.
Ὁ Φιλόσοφος ἀπάντησε. «Ὁ Μωυσὴς ὁμιλεῖ ἔτσι ἀκριβῶς. "ἐὰν ὁλοψύχως ὑπακούσετε
σ' ὅλες αὐτὲς τὶς ἐντολές, τὶς ὁποῖες ἐγὼ σᾶς δίνω ἐντολὴ νὰ ἐφαρμόζετε, τότε τὰ
σύνορά σας θὰ εἶναι ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα μέχρι τὰ παράλια τοῦ Ἀντιλιβάνου καὶ
ἀπὸ τὴν ἔρημο μέχρι τὸν Εὐφράτη ποταμό"50, καὶ τὰ λοιπά. Ἐμεῖς, τὰ ἔθνη, εὐλογηθήκαμε
"ἐν τῷ σπέρματι τοῦ Ἀβραὰμ"51 καθὼς καὶ μὲ αὐτὸν ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν
ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, εἴμαστε εὐλογημένοι δι' ἐκείνου ὁ Ὁποῖος εἶναι "προσδοκία
ἐθνῶν"52 καὶ ὀνομάσθηκε γι' αὐτὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν νήσων53.
Φωτισθήκαμε μὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ54, ὄχι ὅμως κατὰ τὸν νόμο αὐτό, οὔτε σὲ κάποια
πόλη. Διότι ἔτσι φωνάζουν οἱ Προφῆτες μὲ ἔμφαση. Ὁ Ζαχαρίας λέγει σχετικῶς.
"Χαῖρε σφόδρα, κόρη μου Σιών. ἰδού, ὁ βασιλιάς σου ἔρχεται. Εἶναι πρᾶος καὶ
κάθεται σὲ ὄνο καὶ σὲ πουλάρι ὄνου"55. Καὶ παρακάτω. "Καὶ θὰ καταστρέψει
τὰ ὅπλα τοῦ Ἐφραὶμ καὶ τὸ ἱππικὸ τῆς Ἱερουσαλήμ. θὰ ἀναγγείλει εἰρήνη στὰ ἔθνη
καὶ θὰ γίνει ἄρχοντας ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο τῆς γῆς ὡς τὸ ἄλλο"56. Ὁ Ἰακὼβ εἶπε ὅτι
"δὲ θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἡγέτης ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
του, ὥσπου νὰ ἔλθουν τὰ ἀποταμιευμένα γι' αὐτὸν ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν"57.
Ἐφόσον βλέπετε ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν συμπλήρωση καὶ ἐκπλήρωσή τους, ποιὸν ἄλλον
περιμένετε ἀκόμη; Διότι καὶ ὁ Δανιήλ, εἶπε, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ ἄγγελο,«Ἑβδομήντα
ἑβδομάδες ἀπομένουν μέχρι τὸν Χριστό, τὸν Κύριο», δηλαδὴ τετρακόσια ἑβδομήντα
χρόνια, «γιὰ νὰ σφραγισθεῖ κάθε προφητικὴ ὅραση καὶ κάθε προφήτης»58. Ποιὰ εἶναι,
κατὰ τὴν γνώμη σας, ἡ σιδηρὰ βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Δανιὴλ στὸ ὅραμα;»59.
Ἀποκρίθηκαν. «Ἡ ρωμαϊκὴ βασιλεία»60. τότε τοὺς ἀπήντησε ὁ Φιλόσοφος. «Καὶ ποιὸς
εἶναι ὁ λίθος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ δὲν κόπηκε ἀπὸ ἀνθρώπινο χέρι;»61.
«Ὁ Μεσσίας», ἀπάντησαν καὶ συνέχισαν «Ἂν λοιπὸν δεχθοῦμε, βάσει τῶν προφητῶν καὶ
των ἄλλων ἐπιχειρημάτων ὅτι ὁ Μεσσίας ἤδη ἦλθε, ὅπως ἐσὺ ἰσχυρίζεσαι, πῶς τότε
συμβαίνει ὥστε ἡ ρωμαϊκὴ βασιλεία νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ κυριαρχεῖ;». «Δὲν ὑπάρχει
πλέον, ἀπάντησε ὁ Φιλόσοφος, διότι ἔδυσε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες βασιλεῖες, σύμφωνα
μὲ τὴν παραβολὴ τῆς προφητικῆς εἰκόνας. Γιατὶ ἡ βασιλεία μας δὲν εἶναι ρωμαϊκή,
ἀλλὰ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἐπίσης εἶπε καὶ ὁ Προφήτης· "Θα ἐγείρει
ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλεία, ἡ ὁποία δὲ θὰ καταστραφεῖ στοὺς αἰῶνες, καὶ ἡ
βασιλεία του δὲν θὰ ἀφεθεῖ σὲ ἄλλον λαό. θὰ θρυμματίσει καὶ θὰ κοσκινίσει ὅλες
τὶς βασιλεῖες καὶ ἡ ἴδια θὰ ὑφίσταται αἰωνίως"62. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ βασιλεία
τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Ἀντιθέτως οἱ
Ρωμαῖοι ἦταν εἰδωλολάτρες. Ἀλλ' αὐτοὶ κυριαρχοῦν προερχόμενοι ἄλλοτε ἀπὸ ἕνα λαὸ
ἢ φυλὴ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ ἄλλο, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως δείχνει καὶ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας,
λέγοντάς μας. "Θὰ ἀφήσετε ὄνομα ποὺ θὰ προκαλεῖ ἀηδία στοὺς ἐκλεκτούς μου,
ἐσᾶς δέ, θὰ σᾶς φονεύσει ὁ Κύριος. Σὲ ὅσους ὅμως τὸν ὑπηρετήσουν θὰ δοθεῖ ὄνομα
καινούριο, τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι εὐλογημένο στὴ γῆ. διότι θὰ δοξολογήσουν τὸν ἀληθινὸ
Θεὸ ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς"63. Δὲν ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες οἱ
ὁποῖες σαφῶς λέχθηκαν γιὰ τὸν Χριστό; Τὴν γέννησή του ἀπὸ Παρθένο, τὴν ἀναγγέλλει
σαφῶς ὁ Ἠσαΐας λέγοντας τὰ παρακάτω: "Ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ
γεννήσει υἱό, καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ", τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύεται "Ὁ
Θεὸς εἶναι μαζί μας"64. Καὶ ὁ Μιχαίας εἶπε. "Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα,
δὲν εἶσαι οὐδαμῶς ἡ πιὸ μικρὴ μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων τῶν Ἰουδαίων. διότι ἀπὸ σένα
θὰ ἐξέλθει ἡγέτης, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ. Ἡ ἀρχή του
χρονολογεῖται στὴν ἀρχὴ τῆς αἰωνιότητας. γι' αὐτὸ ὁ Κύριος θὰ τοὺς παραδώσει, μέχρι
τὸν καιρὸ ποὺ ἡ ἔγκυος θὰ γεννήσει"65. Καὶ ὁ Ἰερεμίας. "Ρωτῆστε καὶ μάθετε
ἂν γέννησε ἀγόρι. διότι εἶναι μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη σὰν αὐτή.
ὁ καιρὸς εἶναι κρίσιμος γιὰ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ αὐτὸν θὰ σωθοῦν"66.
Καὶ ὁ Ἠσαΐας εἶπε. "Πρὶν νὰ γεννήσει ἡ γυναίκα ποὺ βρισκόταν στὶς ὠδῖνες,
πρὶν νὰ ἔλθει ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ξέφυγε καὶ γέννησε ἀγόρι"67.
(συνεχίζεται)
Ἐπιμέλεια - Παρουσίαση
Νικόλαος Ζήσης
1. Τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο Βίος Κωνσταντίνου 9.10, Ἐπιστημονικὴ
Ἐπετηρὶς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 12
(1967) σελ. 129-134, ἀπ' ὅπου καὶ ἀρκετὲς ἁγιογραφικὲς παραπομπές, τὶς ὁποῖες ἐπιμελήθηκε
ὁ ἐκδότης τοῦ Βίου, Καθηγητὴς Ἰω. Ἀναστασίου.
2. Π. Χρήστου, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Θεσσαλονικεῖς
φωτισταὶ τῶν Σλάβων, Θεσσαλονίκη 19882, σελ. 44 εε. Βίος Κωνσταντίνου 8, ἔνθ' ἀνωτ.,
σελ. 127.
3. Βίος Κωνσταντίνου 8, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 128.
4. Ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Π.Δ. ποὺ ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία, ὁ στενὸς
Ἰουδαϊκὸς κανόνας δὲν περιλαμβάνει τὰ λεγόμενα «δευτεροκανονικά»: Α' Ἔσδρας,
Τωβίτ, Ἰουδίθ, Α', Β', καὶ Γ' Μακκαβαίων, Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Βαροὺχ
καὶ Ἐπιστολὴ Ἰερεμίου.
5. Τὸ ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ὁμιλεῖ συνεσκιασμένα περὶ τῆς θεότητος
τοῦ Υιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποδίδεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες στὸ γεγονὸς τῆς ἔλλειψης
πνευματικῆς ὡριμότητος τῶν Ἑβραίων, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ μετατρέψει τὴν πίστη
τους στην τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀποδοχὴ τριῶν θεῶν, δηλ. σὲ πολυθεΐα. Βλ.
π.χ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς Ψαλμοὺς 109, 1, PG 55, 266. «Ἐπειδὴ
γὰρ ἐξελθὼν ἐμοσχοποίησας καὶ τῷ Βεελφεγῲρ ἐτελέσθης, καὶ πρὸς δῆμον θεῶν ἧς ἐπτοημένος,
τὴν ἄνομον ἐκείνην πολυθεΐαν εἰσάγων, ἀναστέλλων σου τὸ νόσημα, πρὸς ἀντιδιαστολὴν
τῶν οὐκ ὄντων θεῶν τὸ Εἰς ἔθηκεν, οὐ πρὸς ἀθέτησιν τοῦ Μονογενοῦς».
6. Βλ. σχετικὸ ἄρθρο περὶ δῆθεν ἀντισημιτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου, Σπ. Κάραλη, «Χριστιανικὸς ἀντισημιτισμός», Χρονικά, Ὄργανο τοῦ
Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἑλλάδος, τόμ. 18, 135 (Ἰαν.-Φεβ. 1995)
3-6. Ἑρμηνεία τῶν θέσεων τοῦ Ἁγίου καὶ ἀναίρεση τῶν ἀπόψεων αὐτῶν ὑπὸ Ἰωάννας
Μπούμπα, Ἰουδαῖοι καὶ Ἰουδαϊσμὸς κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, Θεσσαλονίκη
1998 (διπλωματικὴ ἐργασία ὑποβληθεῖσα στὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς
Θεολογίας Α.Π.Θ.).
7. Μαρτύρησαν τὸ 168 π.Χ. Ἡ μνήμη τους τελεῖται, μαζὶ μὲ τῆς
μητέρας τους Σολομονῆς καὶ τοῦ διδασκάλου τους, Ἐλεαζάρου, τὴν 1η Αυγούστου.
8. Βλ. τὰ πρακτικὰ σχετικῆς ἡμερίδας στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν
Ἑλληνισμὸς-Χριστιανισμὸς στὸ Βυζάντιο. Τὸ Βυζάντιο ὠφέλησε ἢ ἔβλαψε τὸν Ἑλληνισμό;
ἐκδ. «Ἐλεύθερη σκέψις», Ἀθήνα 1998, σελ. 28. 31 εε. 38. 86.
9. Β' Τιμ. 1, 7.
10. Ἰω. 16,2.
11. Βλ. D. Berger, "Jewish-Christian
Polemics", The Encyclopedia of Religion 11 (1987) σελ. 389. «The institutional separation
of the two religions was furthered when a curse against the minim [σ.σ. ἐν, τοὺς αιρετικούς, δηλ. τοὺς Χριστιανοὺς]
was inserted into the rabbinic prayer book... In the Talmud itself, clear references
to Jesus are exceedingly rare, but those that exit do iclude the assertion that
he was a sorcerer who led his followers astray... The various versions of
Toledot Jeshu trace Jesus' life from his birth as a result of Mary's liaison
with a Roman soldier through his checkered career as a sorcerer and on to his
ignominious hanging between two thieves on a massive stalk of cabbage».
12. Ἰω. 14, 6. «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ
ἡ ἀλήθεια καὶ
ἡ ζωή».
13. Πράξ. 7, 60.
14. Οἱ Χάζαροι τὴν περίοδο τῆς
διηγήσεως μας κατεῖχαν τὴν περιοχὴ ἀπό
τὴν Κριμαία ὡς
τὸν Κάτω Βόλγα καὶ ἀπό τὸν
Εὔξεινο Πόντο ὡς
τὴν Κασπία Θάλασσα. Π. Χρήστου, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 44.
15. Μαιώτις Λίμνη καλεῖται ἡ Ἀζοφικὴ Θάλασσα, τμῆμα τῆς
Μαύρης Θάλασσας ποὺ
περιβάλλει τὴ χερσόνησο τῆς Κριμαίας ἀπό
τὰ ΒΑ.
16. Κασπία Πύλη τοῦ Ὄρους Καυκάσου ὀνομάζονται τὰ στενὰ μεταξὺ τοῦ Ὄρους Καυκάσου καὶ τῆς
Κασπίας θάλασσας. Π. Χρήστου, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 46.
17. Συνάγεται καὶ
ἀπό τὴν ἱστορία τῶν βασιλέων τῶν
Βασιλείων Ἰσραὴλ καὶ
Ἰούδα στὰ βιβλία Γ' καὶ Δ' Βασιλειῶν.
18. Ἐπειδὴ ὁ
βασιλεὺς Σαοὺλ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ
Θεοῦ νὰ μὴν
κρατήσει κανένα ἀπό
τοὺς Ἀμαληκῖτες αἰχμαλώτους στὴ ζωή, ὁ προφήτης Σαμουὴλ δέχθηκε θεϊκὴ ἐντολὴ νὰ
ἐπιτιμήσει τὸν Σαοὺλ καὶ νὰ χρίσει ἀντ' αὐτοῦ νέο
βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ τὸν Δαυίδ, ὅπως καὶ ἔγινε. βλ. Α' Βασ. 15, 9-26.
16, 1-13.
19. Πιθανώτατα στὴν πόλη Σάρκελ. ἀργότερα ἐνδέχεται ἡ ἀποστολὴ νὰ
ὁδηγήθηκε καὶ στὴν τότε πρωτεύουσα τῆς
Χαζαρίας, τὸ Σεμέντερ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ἔνθ' ἀνωτ.
20. Σύμφωνα μὲ
τὸ Δευτ. 6,4. «Ἄκουε, Ἰσραήλ. Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστί», καὶ τὸ Ζαχ. 14, 9. σύμφωνα ἐπίσης μὲ
τὰ Γέν. 2, 1-7, Ψαλμ. 133, 3, Ἠσ. 42, 5. 45, 18.
21. Ψαλμ. 32, 6. «τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ
πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ
δύναμις αὐτῶν.
22. Ἡ ἀναφορὰ στὸ λόγο καὶ
τὸ πνεῦμα τοῦ
ἀνθρώπου ὡς σὲ
στοιχεῖα ἐνδεικτικὰ τῆς
τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τυχαία. στὴν ἀνθρωπολογία πολλῶν ἁγίων Πατέρων, τὸ «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπίζεται στὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς (νοῦς, λόγος, πνεῦμα), τὸ ὁποῖο εἰκονίζει τὸ
τρισυπόστατον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Βλ. Ἱερομονάχου Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 16, ἐκδ. Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 45 εε. Μοναχοῦ Χρυσοστόμου Διονυσιάτου, Θεὸς Λόγος καὶ ἀνθρώπινος λόγος. Οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στὴν πατερικὴ ἀνθρωπολογία, Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 97 εε.
23. Πρβλ. Ἠσ. 48,12.16.
24. Γεν. 1,26.
25. Ἔξοδ. 3, 2-6, Πράξ. 7, 30.
26. Ἔξοδ. 34, 5, Ἀριθμ. 14, 14.
27. Ἔξοδ. 19, 16-19, Ἰὼβ 38, 1. 40, 6.
28. Βεβαίως τὸ
ἐπιχείρημα ἐδῶ ἔχει σημασία γιὰ τοὺς ἀλλοπίστους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονταν σὲ ἄγνοια. ὁ
τρόπος τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου στὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαφέρει ἀπό
τὴν Ἐνσάρκωσή Του, καθ' ὅσον στὶς θεοφάνειες ἀποκαλυπτόταν ἡ
ἄκτιστη δόξα Του, ἐνῶ στην ἐνανθρώπηση ἑνώθηκε ὁ Ἴδιος ὑποστατικὰ μὲ τὴν
ἀνθρώπινη φύση. ὅπως σημειώνει ὁ Καθηγητὴς Ἀντ. Παπαδόπουλος: «Βέβαια τὸ
φῶς καὶ ὁ
γνόφος ἡ "φωτεινὴ νεφέλη" καὶ ὁ "λαμπρινὸς γνόφος" ὑπερβαίνουν τὸν
συμβολισμό. στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων εἶναι ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ καὶ ὁ
Κύριλλος προφανῶς τὸ
γνωρίζει. Ὑπογραμμίζει ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὡς
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι τιμιώτερον ἀπό
ὁποιοδήποτε στοιχεῖο φυσικό, ὅπως εἶναι ἡ βάτος, ἡ νεφέλη, γιὰ νὰ τονίσει συλλογιστικὰ τὸ δυνατὸ τῆς
σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τῆς
Παρθένου Μαρίας». ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μαρτυρία καὶ διακονία τῆς
Ὀρθοδοξίας σήμερα, τόμ. Γ', ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 192ε.
29. Στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἐπαληθεύεται καὶ πάλι ὅ,τι ὁ προφήτης Ἠσαΐας (63, 9) λέγει γιὰ
τὴ σωτηρία τῶν
Ἰσραηλιτῶν στην ἔρημο, πὼς δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐνήργησε τὴν σωτηρία. «οὐ πρέσβυς οὐδὲ ἄγγελος, ἀλλ' αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσεν αὐτοὺς διὰ
τὸ ἀγαπᾶν αὐτοὺς καὶ φείδεσθαι αὐτῶν. αὐτὸς ἐλυτρώσατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς καὶ ὕψωσεν αὐτοὺς πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ αἰῶνος». Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητὸν τὸ λέγον «Οὐ μόνον δέ...» 3, PG 51, 160.
30. Εἶναι φανερὴ καὶ στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἡ χριστολογικὴ καὶ
ἀνθρωπολογικὴ θέση τῆς
Ἐκκλησίας πὼς ὁ
ἄνθρωπος δὲν δικαιοῦται μόνο διὰ τῶν
ἔργων τοῦ Νόμου (πρβλ. Ρωμ. 3, 20. Γαλ. 2, 16. 3, 10.), μιᾶς δηλ. ἐν γένει ἠθικῆς ἐξωτερικὰ ἀλλὰ ἀχαρίτωτης ζωῆς, ἀλλὰ ἀπό
τὴν συμμετοχὴ τοῦ
ἀνθρώπου στὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ
ὁποία κατέστη μεθεκτὴ λόγω τῆς ἕνωσης θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ ἕνα
Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ἡ
χάρη αὐτὴ ἀπεργάζεται τὴν χριστοποίηση τοῦ
ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς ἐφαρμόζει τὶς ἐντολές. Ἡ
θέση αὐτὴ ἐκφράζεται περιεκτικὰ στὴν φράση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «τὸ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὁ δὲ ἥνωται Θεῷ
τοῦτο καὶ σώζεται» (Ἐπιστολὴ 101, PG 37, 181C-184A). ὅ,τι δηλαδὴ ἀπό τὴν
ἀνθρώπινη φύση δὲν
προσελήφθη ἀπό τὸν
Υἱὸ καὶ Λόγο στὴν Ὑπόστασή Του, ὥστε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν θεότητα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
θεραπευθεῖ ἀπό τὴν
ἁμαρτία. Πρβλ. τὶς σχετικὲς θέσεις τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Θ. ΖΗΣΗ, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, Πατερικὰ 2, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 194εε. ἐπίσης Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ὀρθοδοξία καὶ
αἵρεση, Φιλοσοφικὴ καὶ
Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη 23, ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 19922, σελ. 283.295.
31. Ὁ Ἀκύλας, ἀποστάτης τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό τὸν ὁποῖο μεταπήδησε στὸν Ἰουδαϊσμό, ἐκπόνησε ἑλληνικὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πρὸς ἀντικατάσταση αὐτῆς τῶν Ἑβδομήκοντα, περὶ τὸ 130 μ.Χ. Λείψανα τῆς μεταφράσεώς του
σώζονται στὰ ἑξαπλὰ τοῦ Ωριγένους. Βλ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΗ, Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 158ε. τὸ ὅτι ὁ
Ἅγιος Κύριλλος παραπέμπει στὴ μετάφραση τοῦ
Ἀκύλα ἔχει σημασία ἐκτεινόμενη πέραν τῆς
ἁπλῆς παραθέσεως ἑνὸς ἐπιχειρήματος. χρησιμοποιεῖ οὐσιαστικῶς χωρίο τῆς ἑβραϊκῆς μεταφράσεως ποὺ δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πολεμήσει τὴ χρησιμοποιούμενη ἀπό
τοὺς Χριστιανοὺς μετάφραση τῶν Ο'. Κατὰ τὸν
Καθηγητὴ Ἰω. Ἀναστασίου, τὸ
χωρίο τοῦ Ἀκύλα, τὸ ὁποῖο δὲν
μπορέσαμε νὰ ἐντοπίσουμε στὰ Ἑξαπλά, ἀπηχεῖ τὰ
χωρία Ἔξοδ. 19, 6. 34, 9 τῆς μεταφράσεως τῶν Ο'.
32. Πρβλ. Γέν. 9, 9.10. «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀνίστημι τὴν διαθήκην μου
ὑμῖν καὶ τῷ
σπέρματι ὑμῶν μεθ' ὑμᾶς καὶ πάσῃ ψυχῂ ζώσῃ μεθ' ὑμῶν.
33. Πρβλ. Γέν. 9, 2.3.
34. Γέν. 9, 4. «Πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε».
35. Γέν. 9, 6. «Ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν
εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν ἄνθρωπον».
36. Σημεῖο ἑρμηνευτικῶς δυσχερὲς μὲ τὴν
παρούσα μορφή. οἱ Ἰουδαῖοι συνομιλητὲς τοῦ
Ἁγίου θέλουν σαφῶς νὰ ἀποδείξουν τὴν
ὑπεροχὴ τοῦ Νόμου ἔναντι οἱασδήποτε ὡς
τότε θεϊκῆς νομοθεσίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θὰ ἔπρεπε λογικῶς νὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι
ἡ ἔννοια τοῦ
νόμου ὑπερέχει αὐτῆς τῆς διαθήκης, ἐφ' ὅσον ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἤδη ἔδειξε ὅτι
οἱ πρὸς τὸν
Νῶε ἐντολὲς ὀνομάσθηκαν διαθήκη. ἀντιθέτως τὸ
κείμενο δεικνύει ὑπεροχὴ τῆς ἔννοιας τῆς
διαθήκης ἔναντι τοῦ
νόμου. εἶναι ὅμως γνωστὸ ὅτι ὁ
Θεὸς ὀνόμασε τὶς
πρὸς τὸν Μωυσὴ ἐντολὲς Νόμο (Ἔξοδ. 24,12). Γι' αὐτὸ προτείνουμε ἀλλαγὴ τοῦ
κειμένου ὡς ἑξῆς: «... τὸν ὁποῖον ὁ
Θεὸς δὲν τὸν
ὀνόμασε διαθήκη, ἀλλὰ νόμο, ὅπως ἀκριβῶς» κ.λπ.
37. Πρβλ. Γέν. 9,11. «καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς
σημεῖον διαθήκης ἀνὰ
μέσου ἐμοῦ καὶ
ὑμῶν» καὶ Γέν. 9,13· «Περιτομῇ περιτμηθήσεται ὁ
οἰκογενὴς τῆς οἰκίας σου καὶ ὁ
ἀργυρώνητος, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου
ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην αἰώνιον».
38. Βλ. Ἰερ. 11, 2-4.
39.
Ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι συνομιλητὲς τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ἀποφεύγουν τεχνηέντως τὸ ἐπιχείρημά του, ἀναφερόμενοι πλέον ὄχι
στὴν σχέση νόμου καὶ διαθήκης, ἀλλὰ στὴν ἐκ τοῦ
μωσαϊκοῦ νόμου δικαίωση.
40. Πρβλ. Γέν. 15,16, Β' Παραλ. 20, 7, Ἠσ. 41, 8 καὶ Δ αν.
3, 34 (Ὕμνος 11).
41. Ἔξοδ. 33, 11· «Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσὴν ἐνώπιος ἐνωπίω,
ὡς εἰ τὶς λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον». Εἶναι φανερὸν πὼς ὁ Μωυσὴς δὲν ἐτήρησε
τὸν πρῶτο νόμο, ποὺ δόθηκε στὸν Νῶε. Π.χ. κατὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο δὲν ἐπιτρέπεται
ἡ βρώση ὅλων τῶν ειδῶν τῶν ζώων (Λευϊτ. 11, 1-47 καὶ Δευτ. 14, 3-21).
42. Γέν. 9,16. «καὶ ἔσται τὸ τόξον μου ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ὄψομαι
τοῦ μνησθῆναι διαθήκην αἰώνιον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἀνὰ μέσον ψυχῆς ζώσης
ἐν πάσῃ σαρκί, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς».
43. Δὲν εὑρίσκεται σ' αὐτὴ τὴν μορφή. Κατὰ τὸν Καθηγητὴ
Ἀναστασίου, ἀπηχεῖ τὰ χωρία Ἰεζ. 11, 19 καὶ 36, 26.
44. Ἰερ. 38, 31-33.
45. Ἰερ. 6, 16-18. Οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἄλλοι ἑρμηνευτὲς ἑρμηνεύουν
τὸ ρητὸ σὲ συνάρτηση μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ ἔθνη καὶ τὴν ἀποδοχή
του ἀπό τοὺς ἡγεμόνες τους. Πρβλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, Ἐξηγήσεως εἰς
τὸν Προφήτην Ἰερεμίαν τὰ σωζόμενα 6, PG 64, 828. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία τῆς
προφητείας τοῦ θείου Ἰερεμίου 6,18, PG 81, 545C-548A.
46. Ἰερ. 6, 19.
47. Οἱ Ἑβραῖοι, ἐφ' ὅσον δὲν ἀποδέχθηκαν τὸν Ἰησοὺ ὡς Χριστό,
ἀναμένουν ἀκόμη τὸν Μεσσία. Πρβλ.
ἐνδεικτικῶς R. J. Zwi
Werblowsky, "Jewish Messianism", The Encyclopedia of Religion 9
(1987) σελ. 472-477. Ὁ ἀναμενόμενος ἀπό τοὺς Ἑβραίους Μεσσίας εἶναι ὁ
ἀναμενόμενος καὶ κυρίως λεγόμενος Ἀντίχριστος τῶν
ἐσχάτων καιρῶν, σύμφωνα μὲ
τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου (Ἰω. 5,43). «ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με. ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ
ὀνόματι τῷ ἰδίω ἐκεῖνον λήψεσθε». Πρβλ. καὶ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 4, 26 (99), PG, 94, 1216A-1217C.
48. Μαλ. 10, 11.
49. Σύμφωνα μὲ
τὰ ἐδάφια Μιχ. 4, 4, Ἠσ. 2,
2.3.49, 17-23. 60, 1-7, Ἰερ. 17, 25 κ.ἄ.
50. Πρβλ. Δευτ. 11,22. 24.
51. Βλ. Γέν. 22,18.
52. Σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, Γέν.
49,10.
53. Πρβλ. Ἠσ. 49, 6 καὶ 24,15.
54. Ἠσ. 60, 1-3.
55. Πρβλ. Ζαχ. 9, 9. τὸ χωρίο δὲν ἔχει ἀκριβῶς ἔτσι στὸν
Προφήτη Ζαχαρία, τὸ παραθέτει ὅμως ἔτσι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (21, 5) ἐν
συνδυασμῷ μὲ τὸ Ἠσ. 62, 11, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἐκπλήρωσης καὶ τῶν δύο προφητειῶν
κατὰ τὴν θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ λίγο διαφορετικὴ ἀκέραια
μορφή του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών. κήρυσσε θύγατερ Ἱερουσαλήμ.
ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σώζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ
ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον».
56. Πρβλ. Ζαχ. 9,10. «καὶ ἐξολοθρεύσει ἄρματα ἐξ Ἐφραὶμ καὶ ἵππον
ἐξ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐξολοθρεύσεται τόξον πολεμικὸν καὶ πλῆθος καὶ εἰρήνη ἐξ ἐθνῶν.
καὶ κατάρξει ὑδάτων ἔως θαλάσσης καὶ ἀπὸ ποταμῶν ἔως διεκβολῶν γῆς».
57. Προφητεία τοῦ Πατριάρχου Ἰακὼβ πρὸς τὸν υἱὸ τοῦ Ἰούδα, Γέν.
49, 10. Ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ὁ Μεσσίας, κατήγετο πράγματι κατὰ σάρκα ἀπὸ τὴν
φυλὴ τοῦ Ἰούδα. ἡ Θεοτόκος, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε κατὰ σάρκα ὁ Κύριος, καταγόταν
ἀπὸ τὴν«πατριὰ Δαυίδ», κατὰ τὸ Λουκ. 1, 27. (πρβλ. καὶ τὰ ἐνισχυτικὰ 1, 32.
69). σύμφωνα ἀκόμη μὲ τὰ στοιχεῖα τῶν χωρίων Ρουθ 4, 12. 18-22, Α' Βασ. 17, 12
κ.ἄ. καὶ τὶς γενεαλογίες τῶν χωρίων Ματθ. 1, 1-16 καὶ Λουκ. 3, 23-38, προκύπτει
πὼς ὁ Δαυὶδ εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἰούδα. Ἄλλωστε, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο
(Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν εὐαγγελιστὴν 4, PG 57, 28), ὑπῆρχε ἔθιμο νὰ
συνάπτονται γάμοι μεταξὺ προσώπων τῆς ἰδίας φυλῆς, καὶ δὴ τῆς ἰδίας πατριᾶς.
συνεπῶς καὶ ἐκ τούτου ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Θεοτόκος, μεμνηστευμένη οὖσα μὲ τὸν ἐκ
τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καταγόμενο δίκαιο Ἰωσήφ, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ κατάγεται καὶ
αὐτὴ ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Συνεπῶς καὶ αὐτὴ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ ἐκπληρώνεται
στὸν Χριστό.
58. Δαν. 9, 21-24. Ἡ περίφημη προφητεία τῶν ἑβδομήκοντα ἑβδομάδων
(Δαν. 9, 24-28), τὴν ὁποία κατέγραψε ὁ Προφήτης Δανιὴλ μετὰ ἀπὸ ὅραμα τὸ 538
μ.Χ. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ περίοδος ποὺ θὰ παρερχόταν ἀπὸ τὴν ἔκδοση διατάγματος
γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλὴμ μέχρι τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐποχῆς
τοῦ Ἁγίου τῶν Ἁγίων, τοῦ Μεσσία, θὰ περιοριζόταν σὲ ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες ἐτῶν,
δηλ. 490 ἔτη. ἀπὸ αὐτά, τὰ πρῶτα 483 ἔτη («ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξήκοντα
δύο») θὰ παρέρχονταν μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ. Στὸ μέσον τῶν ὑπολοίπων
ἑπτὰ ἐτῶν, θὰ γινόταν ἡ παύση τῶν νομικῶν θυσιῶν. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ
σχετικοῦ διατάγματος τοῦ Ἀρταξέρξου τοῦ Μακρόχειρος, περὶ τὸ 445 π.Χ. μέχρι τὴν
δημόσια ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Βάπτιση κατὰ τὸ δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡγεμονίας
Τιβερίου Καίσαρος (Λουκ. 3,1), δηλ. τὸ 29 ἢ 30 μ.Χ., παρῆλθαν 475 ἔτη. Ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη
ἑπταετία τὸ πρῶτο ἥμισυ καλύπτει τὴν δημόσια δράση τοῦ Κυρίου μέχρι καὶ τὴν Σταύρωσή
Του τὸ 33 μ.Χ. καὶ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τὸ δεύτερο ἥμισυ
(«καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία»). Ἡ μικρὴ χρονικὴ διαφορὰ μεταξὺ
τῶν 483 καὶ 475 ἐτῶν πρέπει νὰ ὀφείλεται ἀφ' ἑνὸς στὸν ἐσφαλμένο προσδιορισμὸ τῆς
χριστιανικῆς χρονολογίας ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Μικρό (480-540 μ.Χ.), χρονολογία
ποὺ χρησιμοποιοῦμε καὶ σήμερα, λόγω τῆς ὁποίας ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τοποθετήθηκε
6 χρόνια ἀργότερα, δηλ. συνέβη κανονικῶς τὸ 6 π.Χ. μὲ τὴ σημερινὴ χρονολογία, ἀφ'
ἑτέρου στὴν μὴ ἀκριβὴ γνώση τῶν χρονολογικῶν προσδιορισμῶν τῆς βασιλείας Ἀρταξέρξου
τοῦ Μακρόχειρος. Ὁπωσδήποτε ἡ μικρὴ αὐτὴ φαινομενικὴ διαφορὰ δὲν θίγει ἐπ' οὐδενὶ
τὴν ἀξιοσημείωτη καὶ ἀκριβὴ ἐπαλήθευση τῆς προφητείας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
καὶ ὄχι βέβαια κάποιου ἄλλου ἡγέτη τῶν Ἑβραίων ἢ τοῦ ὡς Μεσσία ἀναμενόμενου
παρ' αὐτῶν Ἀντιχρίστου. Γιὰ τὰ ἑρμηνευτικὰ προβλήματα καὶ τὴν ἐπίλυσή τους βλ.
Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Ο', τόμ. Ζ', ἐκδ. «Λυδία»,
Θεσσαλονίκη 19864, σελ. 123-131 καὶ Π. Τρεμπέλα, Ἀπολογητικαὶ Μελέται τόμ. Δ', ἐκδ.
«Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1973, σελ. 278-302.
59. Δαν. 2, 40. «καὶ βασιλεία τετάρτη, ἧτις ἔσται ἰσχυρὰ ὡς
σίδηρος. ὅν τρόπον ὁ σίδηρος λεπτύνει καὶ δαμάζει πάντα, οὕτως πάντα λεπτυνεῖ
καὶ δαμάσει».
60. Ἡ σιδηρὰ βασιλεία ἐμφανίζεται μετὰ ἀπὸ ἄλλες τρεῖς
βασιλεῖες. σύμφωνα πάλι μὲ τὸν Προφήτη Δανιήλ, τὴν τέταρτη βασιλεία θὰ τὴν ἀκολουθήσει
ἄλλη βασιλεία. βλ. Δαν. 7, 17.18. «ταῦτα τὰ θηρία τὰ μεγάλα τὰ τέσσαρα, τέσσαρες
βασιλεῖαι ἀναστήσονται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἁρθήσονται. καὶ παραλήψονται τὴν βασιλείαν
ἅγιοι Ὑψίστου καὶ καθέξουσιν αὐτὴν ἔως αἰῶνος τῶν αἰώνων». Σύμφωνα μὲ τὶς ἐπικρατοῦσες
ἑρμηνευτικὲς γνῶμες, ἀπὸ τὶς τέσσερεις βασιλεῖες ἡ πρώτη ἀντιστοιχεῖ στὴ
βαβυλωνιακή, ἡ δεύτερη στὴ μηδο-περσική, ἡ τρίτη στὴ βασιλεία τῶν διαδόχων τοῦ
Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ ἡ τέταρτη στὴ ρωμαϊκή. ἡ κάθε μία κατέστρεφε τὴν προηγούμενη.
βλ. Δαν. 2, 38-43. 7, 3-8. 8, 3ε. Ἡ ἐξέλιξη τῆς τέταρτης βασιλείας θεωρεῖται ἀπὸ
τοὺς Πατέρες ὡς ἡ βασιλεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Βλ. Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου, ἔνθ'
ἀνωτ., σελ. 102.
61. Δαν. 2, 34. 45.
62. Δαν. 2, 44.
63. Ὅλο τὸ χωρίο, πλὴν τῆς τελευταίας προτάσεως, ποὺ ἀπηχεῖ
τὰ χωρία Ψαλμ. 2, 4 καὶ Δαν. 3, 17, εἶναι τοῦ Ἠσαΐα (65, 15. 16). Ἡ
προφητεία αὐτὴ ἀποδεικνύει τὴν ἐκπλήρωσή της ὄχι μόνο διὰ τῆς πνευματικῆς ἐπικρατήσεως
τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀνόματος τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ πρώτου μέρους
της, ὅπου γίνεται λόγος περὶ φονεύσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν. πρὶν τὴν ἐπικράτηση τοῦ
Χριστιανισμοῦ, ἡ προφητεία αὐτὴ ἐπαληθεύτηκε μὲ τὴν καταστροφὴ τῶν Ἱεροσολύμων
τὸ 70 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο στρατηγὸ Τίτο. ὑπὲρ τὸ ἕνα ἑκατομμύριο Ἑβραῖοι φονεύθηκαν
ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὅ,τι τὸ 33 μ.Χ. καταράστηκαν γιὰ
τὸν ἑαυτό τους. «τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27, 25).
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀπολογητικαὶ Μελέται, τόμ. Ε', ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1973,
σελ. 449, ὅπου καὶ οἱ σχετικὲς μαρτυρίες τοῦ Ἰουδαίου ἱστορικοῦ Ἰωσήπου.
64. Βλ. Ἠσ. 7, 14 καὶ Ματθ. 1, 23. Περὶ τῆς θεότητος τοῦ
Μεσσία συνηγορεῖ καὶ τὸ χωρίο Ἠσ. 9, 6. «ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη
ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης
βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης,
πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὡς ἐξουσία (ἀρχὴ) τοῦ παιδίου ἐπὶ τοῦ ὤμου Του, ἐννοεῖται,
κατὰ μερικοὺς Πατέρες, ὁ Σταυρὸς ποὺ ὁ Κύριος σήκωσε στὸν ὤμο Του, πρὸς τὸν
Γολγοθᾶ. Βλ. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, εἶτουν γενέθλια τοῦ
Σωτῆρος 2, PG 36, 313B.
65. Πρβλ. Μιχ. 5, 1.2. «Καὶ σὺ Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς
εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα. ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν
τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ' ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος. Διὰ τοῦτο δώσει αὐτοὺς
ἔως καιροῦ τικτούσης τέξεται, καὶ οἱ ἐπίλοιποι τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν ἐπὶ
τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ». τὸ χωρίο, ὅπως τὸ παραθέτει ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, εἶναι
στὸ πρῶτο του μέρος κατὰ τὴν μορφὴ ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος
(2, 6).
66. Βλ. Ἰερ. 36, 6.7. Ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο παρατίθεται μόνον ἕνα
μέρος.
67. Ἠσ. 66, 7.
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 5 . ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2000
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ ΧΑΖΑΡΟΥΣ*
Στὸ προηγούμενο μέρος τῆς στήλης
τῶν «Διαλόγων Ἀληθείας» παρουσιάσαμε τμῆμα τοῦ διαλόγου τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ
Θεσσαλονικέως καὶ Φωτιστοῦ τῶν Σλάβων μὲ τοὺς Χαζάρους ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀσπασθεῖ
τὸν Ἰουδαϊσμό. Ὁ διάλογος, ὁ ὁποῖος γινόταν κατενώπιον τοῦ Χαγάνου, τοῦ ἡγεμόνος
δηλαδὴ τῶν Χαζάρων, καὶ τῶν ἀξιωματούχων του, εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ ὁδηγήσει στὸν ἔλεγχο
τῆς ἀληθείας τῶν ἐπικρατουσῶν θρησκειῶν, Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ καὶ
Μουσουλμανισμοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἐκπρόσωποι τῶν δύο τελευταίων πίεζαν τὸν Χαγάνο γιὰ
τὴν ὁριστικὴ ἐκ μέρους του ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἐπικράτηση μιᾶς ἐξ αὐτῶν στὴ Χαζαρία.
Στὸ ἀνὰ χείρας τεῦχος περατώνουμε τὴν παρουσίαση αὐτή, μὲ τὴν προβολὴ καὶ ἑρμηνεία
τῶν ὑπολοίπων θεμάτων ποὺ τέθηκαν στὴ συζήτηση αὐτή1, μία μέρα εὐλογημένη, τουλάχιστον
γιὰ τὶς ψυχὲς πολλῶν Χαζάρων, πρὶν ἀπὸ 1139 χρόνια!
Ὁ εὐλογημένος λαὸς τοῦ
Θεοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρίστηκαν πώς, βάσει τῆς εὐλογίας τοῦ Νῶε πρὸς τὸν υἱὸ τοῦ
Σήμ, εὐλογημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς προερχόμενος ἀπὸ τὸ Σήμ, εἶναι ὁ ἰσραηλιτικός.
ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὑπενθύμισε καὶ τὴ δεύτερη εὐχὴ τοῦ Νῶε πρὸς τὸν ἄλλο υἱό του,
τὸν Ἰάφεθ, πρόγονο τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν, ἡ ὁποία προμήνυε τὴν ἐπέκταση τῶν ἀπογόνων
τοῦ Ἰάφεθ στὴν κληρονομιὰ τοῦ Σήμ. Ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός. Στοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἰσχυρίστηκαν
ὅτι δὲν πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ στηρίζονται στὸν ἐσταυρωμένο Χριστό, διότι ἡ
Γραφὴ θεωρεῖ τοὺς σταυρωμένους καταραμένους, ὁ ἅγιος Φιλόσοφος τόνισε ὅτι οἱ
Χριστιανοὶ ἐλπίζουν σ' αὐτὸν ποὺ ἐλπίζουν καὶ οἱ συγγραφεῖς τῶν Γραφῶν, τὸ Μεσσία,
ποὺ εἶναι μὲν ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Ἡ περιτομή. Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι πρόβαλαν τὴ
φαινομενικὴ ἀσυνέπεια τῶν Χριστιανῶν νὰ ἀπορρίπτουν τὴν περιτομή, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ
Χριστὸς τὴν ὑπέστη, ὁ Ἅγιος Κύριλλος τόνισε ὅτι αὐτὸς ποὺ νομοθέτησε τὴν
περιτομὴ διὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἶχε τὴν ἐξουσία ὡς Χριστὸς καὶ νὰ τὴν
καταργήσει, ὅπως καὶ ἔκανε. ἄλλωστε ἡ περιτομὴ δόθηκε ὡς κεκρυμμένο σημάδι κατὰ
τῆς πολυγαμίας, ἀντικαταστάθηκε δὲ μὲ τὴν πνευματικὴ περιτομή, τὸ Βάπτισμα. Ἡ
τιμὴ τῶν εικόνων. Οἱ Ἰουδαῖοι κατηγόρησαν τὸ Χριστιανισμὸ ὡς ἐμπίπτοντα σὲ εἰδωλολατρία,
λόγω τῆς «λατρείας» τῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὑπενθύμισε ὅτι καὶ στὴ μωσαϊκὴ
Νομοθεσία ἐπιβάλλεται ἡ ὕπαρξη εἰκόνων. τὴν εἰδοποιὸ διαφορά τους ἀπὸ τὰ εἴδωλα
τὴν κάνει ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο τιμῶνται. ἔτσι καὶ οἱ χριστιανικὲς εἰκόνες ἀνάγουν
τὴν πρὸς τοὺς ἀπεικονιζομένους Ἁγίους τιμὴ στὸ Θεό, καὶ ὄχι στοὺς δαίμονες, ὅπως
συμβαίνει διὰ τῶν εἰδώλων. Οἱ τελετουργικὲς περὶ ἀκαθάρτων ζώων διατάξεις. Οἱ Ἰουδαῖοι
ρώτησαν καὶ πάλι πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ Χριστιανοὶ νὰ τρώγουν κρέας ζώων ποὺ ὁ Νόμος
θεωρεῖ ἀκάθαρτα. Ὁ σοφὸς Φιλόσοφος τοὺς διευκρίνησε ὅτι ὁ Θεός, ὅπως μαρτυρεῖ
καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, ἔχει δημιουργήσει τὰ πάντα καθαρά. ἦταν ἡ λαιμαργία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ ἐκείνη ποὺ κίνησε τὸ Θεὸ στὴν ἀπαγόρευση μερικῶν εἰδῶν τροφῶν ὡς ἀκαθάρτων,
γιὰ νὰ ἀναστείλει τὴν ἀκόρεστη ἐπιθυμία. Ἡ ἀληθινὴ πίστη. Ὅταν οἱ συζητητὲς τοῦ
Ἁγίου ζήτησαν ἀπ' αὐτὸν νὰ τοὺς δικαιολογήσει μὲ παραδείγματα καὶ βάσει τῆς
λογικῆς τὴν κρίση του σχετικῶς μὲ τὸ ποιὰ πίστη εἶναι ἀληθινή, ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπέδειξε
πὼς τέλεια πίστη εἶναι ἡ χριστιανική, διότι μόνον αὐτὴ ἀναιρεῖ τελείως τὶς ρίζες
τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καὶ φορᾶς, τὴν φιλοδοξία καὶ φιληδονία, ὅπως σωστὸς
γιατρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίδει στὸν ἀσθενὴ ἀντίδοτα καὶ ὄχι συνταγὲς ποὺ ἐπιτείνουν
τὴν ἀσθένεια. Ὁ Μωάμεθ ὡς προφήτης.Ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντες Μουσουλμάνους, προσπάθησε
νὰ ἀποσπάσει καλὴ κουβέντα τοῦ ἱεραποστόλου μας γιὰ τὸν προφήτη Μωάμεθ, ἐφ' ὅσον
καὶ ἐκεῖνος εἶχε ἐκφρασθεῖ θετικὰ γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ φιλόσοφος τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι
σύμφωνα μὲ τὸν Προφήτη Δανιήλ, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει μετὰ Χριστὸν προφήτης.
καὶ εἶναι βέβαια ἀδύνατο νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Δανιὴλ ὑπὲρ αὐτῆς τοῦ
Μωάμεθ.
Ὁ διάλογος τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου τοῦ Θεσσαλονικέως, ὅπως καὶ ὅλων τῶν ἄλλων κατὰ καιρούς συνομιλητῶν τῶν
Ἰουδαίων, ἔχει ὡς κεντρικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τὶς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἐκπλήρωσή τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ χριστολογικὸς καὶ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ φανερούμενος χαρακτήρας ὁλόκληρης
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ μόνη ἑρμηνευτικὴ κλείδα τοῦ περιεχομένου της. ἡ ἄρνησή
του, ἂν καὶ σεβαστὴ ὡς δικαίωμα τῶν Ἰουδαίων (καὶ ὄχι βέβαια ὡς ἄποψη), κατακρίθηκε
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο «τὸν ἐτάζοντα καρδίας καὶ νεφρούς»2, ὡς ἀποτέλεσμα ἐθελοτυφλίας
καὶ πονηρίας3. μὲ βάση τὴ διάγνωση αὐτὴ τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἔχουμε πάντοτε ὑπ'
ὄψη πὼς μεγάλη μερίδα τῶν σημερινῶν Ἰουδαίων, βάσει μακραίωνης ταλμουδικῆς
παιδείας, ὑπηρετεῖ συμφέροντα ὄχι θεϊκὰ καὶ προετοιμάζει τὴν ἔλευση ἄλλου
Χριστοῦ4 (ἐφ' ὅσον οἱ Γραφὲς ἀπαιτοῦν τὴν ἔλευση ἑνὸς Χριστοῦ)ἂς εἴμαστε λοιπὸν
περισσότερο προσεκτικοὶ ἔναντι ἀπόψεων ποὺ τονίζουν τὶς κοινὲς ἀρχὲς καὶ
προοπτικὲς τῶν «τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν» (Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ, Ἰσλάμ),
ἐνθυμούμενοι ὅτι ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Υἱό, οὔτε καὶ στὸν Πατέρα πιστεύει.5,
καὶ ὅτι ἡ ταυτόχρονη ἀποδοχὴ πολλῶν ἀλληλοαναιρούμενων ἑρμηνειῶν μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς
Γραφῆς μόνο σὲ μασωνικές, νεογνωστικὲς καὶ ἄλλες ἀποκρυφιστικὲς ἐξηγητικὲς ἀρχὲς
θὰ προσιδίαζε καὶ ὄχι βέβαια στὴν κοινὴ καὶ μὲ θαυμαστὴ σύμπνοια ἐκφαινόμενη πίστη
τῶν Ἰουδαίων Προφητῶν, τῶν Ἰουδαίων Ἀποστόλων καὶ τῶν λοιπῶν Πατέρων καὶ θεοφόρων
Διδασκάλων μας. ἔναντι τῶν ὁποίων ἔχουμε ὡς ἐλάχιστη ὀφειλὴ τόσο τὴ διατήρηση τῆς
μοναδικῆς ἀληθείας, ὅσο καὶ τὴ μαρτυρία τῆς μοναδικότητός της.
Τὸ κείμενο τοῦ διαλόγου (συνέχεια)
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι εἶπαν
πάλι: «Ἐμεῖς καταγόμαστε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη φυλὴ τοῦ Σήμ. εἴμαστε εὐλογημένοι ἀπὸ
τὸν πατέρα μας τὸ Νῶε, ἐσεῖς ὅμως δὲν εἶστε». Ἔναντι τοῦ ἰσχυρισμοῦ τους αὐτοῦ
καὶ γιὰ νὰ τοὺς διαφωτίσει, ὁ Φιλόσοφος εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἡ εὐλογία τοῦ πατέρα σας
δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὕμνος πρὸς τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ ἐκεῖνον
τὸν ἴδιο. Ἔχει δηλαδὴ ὡς ἑξῆς «Εὐλογητὸς ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ»6. στὸν Ἰάφεθ,
ὅμως, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καταγόμαστε ἐμεῖς7, εἶπε: «Ἂς ἐξαπλώσει ὁ Θεὸς τὸν Ἰάφεθ καὶ
νὰ κατοικήσει στοὺς οἴκους τοῦ Σήμ»8. Τοὺς ἔδωσε ἀκόμη ἐξηγήσεις ἀπὸ τοὺς Προφῆτες
καὶ ἀπὸ ἄλλα βιβλία τῆς Γραφῆς καὶ δὲ σταμάτησε, μέχρις ὅτου καὶ οἱ ἴδιοι εἶπαν:
«Ἔτσι εἶναι, ὅπως τὰ λέγεις ἐσύ».
Ἔπειτα τοῦ εἶπαν πάλι.
«Πῶς συμβαίνει καὶ σεῖς, ἐνῶ ἐλπίζετε σὲ ἄνθρωπο, νὰ φαντάζεστε παρὰ ταῦτα ὅτι
εἶναι εὐλογημένος, ἂν καὶ ἡ Γραφὴ καταριέται ἕνα τέτοιου εἴδους ἄνθρωπο;9». Ὁ
Φιλόσοφος τοὺς ἀπάντησε «Ὁ Δαβὶδ εἶναι καταραμένος ἢ εὐλογημένος;». «Βεβαίως εἶναι
εὐλογημένος», ἀπάντησαν ἐκεῖνοι10. Τότε εἶπε ὁ Φιλόσοφος: «Λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἐλπίζουμε
σ' αὐτὸν πάνω στὸν Ὁποῖο καὶ ὁ Δαβὶδ στηρίζει τὶς ἐλπίδες του. διότι λέγει στοὺς
Ψαλμούς. «Καὶ μάλιστα ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, στὸν ὁποῖο ἔλπισα»11. Αὐτὸς δὲ
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Θεός12. Αὐτὸν ὅμως ποὺ ἐλπίζει σὲ κοινὸ ἄνθρωπο,
τὸν νομίζουμε καὶ μεῖς καταραμένο.
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι προέβαλαν πάλι
ἄλλο θέμα καὶ εἶπαν. «Πῶς γίνεται ὥστε σεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀπορρίπτετε τὴν
περιτομή13, ἐνῶ ὁ Χριστὸς δὲν τὴν ἀπέκρουσε, ἀλλὰ τὴν ἐκπλήρωσε κατὰ τὸ Νόμο;»14.
Ὁ Φιλόσοφος ἀπάντησε. «Αὐτὸς ποὺ κάποτε εἶπε στὸν Ἀβραάμ. αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο
τῆς διαθήκης, ποὺ ἐγὼ δίνω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σᾶς15, ὁ Ἴδιος ἐκπλήρωσε τὴν
περιτομή, ὅταν ἦλθε, διότι αὐτὴ εἶχε ἀξία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀβραὰμ μέχρι τότε16.
Γιὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο, ὅμως, δὲν ἐπέτρεψε Ἐκεῖνος νὰ ὑπάρχει πιά, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε
τὸ Βάπτισμα»17. «Γιατὶ λοιπὸν πρωτύτερα, ἀπάντησαν ἐκεῖνοι, εὐαρέστησαν στὸ Θεὸ
ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔλαβαν τὸ σημάδι αὐτό, ἀλλ' ἐκεῖνο τοῦ Ἀβραάμ;» «Προφανῶς ἐπειδὴ
κανεὶς ἀπ' αὐτούς δὲν εἶχε δύο γυναῖκες, παρὰ μόνον ὁ Ἀβραάμ18. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
τοῦ ἐπέβαλε καὶ τὴν περιτομή, ὡς ὅριο, γιὰ νὰ μὴ τὸ ὑπερβεῖ παραπάνω, ἀλλὰ νὰ δώσει
τὸ παράδειγμα τοῦ πρώτου προπάτορος, τοῦ Ἀδάμ, καθ' ὅλο τὸ μέλλοντα χρόνο, καὶ
νὰ περιπατοῦν σύμφωνα μ' αὐτό. Ἔτσι ἔπραξε καὶ στὸν Ἰακὼβ ναρκώνοντας τὸ νεῦρο
τοῦ μηροῦ του19, ἐπειδὴ ἔλαβε τέσσερεις γυναῖκες20. Ὅταν μάλιστα ὁ Ἰακὼβ κατανόησε
τὴν αἰτία ἕνεκα τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς τοῦ προξένησε τὴν ἀπονάρκωση αὐτή, τὸν ὀνόμασε
ὁ Θεὸς «Ἰσραήλ», δηλαδὴ «θέα Θεοῦ, διότι εἶδα τὸ Θεὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο»21.
Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ ἔπειτα δὲν ἦλθε πλέον σὲ ἐπαφὴ μὲ
γυναίκα22. Ὅμως ὁ Ἀβραὰμ δὲν τὸ κατάλαβε αὐτό23.
Οἱ Ἰουδαῖοι ρώτησαν πάλι:
«Πῶς γίνεται σεῖς νὰ λατρεύετε εἴδωλα καὶ παρὰ ταῦτα νὰ νομίζετε ὅτι ἀρέσετε στὸ
Θεό;»24. Ὁ Φιλόσοφος τότε τοὺς εἶπε. «Σᾶς παρακαλῶ μάθετε πρῶτα νὰ διακρίνετε τὶς
ὀνομασίες, τί δηλαδὴ εἶναι εἰκόνα καὶ τί εἶναι εἴδωλο, καὶ ἀφοῦ κατανοήσετε τὴ
διαφορά, μὴν ἐπιτίθεσθε κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Στὴ γλῶσσα σας ὑπάρχουν δέκα ἐκφράσεις
ποὺ δηλώνουν τὴν εἰκόνα. Ἀλλὰ τώρα θὰ σᾶς ρωτήσω. δὲν ἦταν μία εἰκόνα ἡ σκηνὴ τὴν
ὁποία εἶδε ὁ Μωυσὴς στὸ Ὄρος καὶ τὴν κατέβασε25; Δὲν κατασκεύασε μὲ τὴ βοήθεια
τῆς τέχνης τὸ ἀπείκασμα τῆς εἰκόνος, δηλαδὴ μία παρόμοια εἰκόνα ἐφοδιασμένη μὲ
πόρπες, δέρματα, τάπητες ἀπὸ κατσικίσιο μαλλὶ καὶ Χερουβίμ26; Ἐπειδή, λοιπόν, ἐκεῖνος
κατασκεύασε τέτοια πράγματα, θὰ ποῦμε ὅτι καὶ σεῖς γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τιμᾶτε τὸ ξύλο,
τὰ δέρματα καὶ τὶς τρίχες ἀπὸ τὶς κατσίκες καὶ λατρεύετε αὐτὰ καὶ ὄχι τὸ Θεό, ὁ
Ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔδωσε τέτοια εἰκόνα; Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸ Ναὸ τοῦ
Σολομώντα, διότι καὶ ἐκεῖνος εἶχε εἰκόνες Χερουβὶμ καὶ ἀγγέλων καθὼς καὶ εἰκόνες
ἄλλων πραγμάτων27. Καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, λοιπόν, κατασκευάζουμε εἰκόνες τέτοιων
προσώπων, εὐάρεστων στὸ Θεὸ καὶ τιμοῦμε28 τὰ πρόσωπα αὐτά, γνωρίζουμε ὡστόσο νὰ
διακρίνουμε τὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν δαιμόνων29. Ἡ Γραφὴ κατηγορεῖ ἐπίσης ἀφ'
ἑνὸς ὅσους θυσιάζουν τοὺς υἱούς καὶ τὶς θυγατέρες τους30 καὶ κηρύττει ὅτι θεία ὀργὴ
εὑρίσκεται πάνω τους, ἀφ' ἑτέρου, ὅμως, ἐπαινεῖ ἄλλους ποὺ θυσιάζουν τοὺς υἱούς
καὶ τὶς θυγατέρες τους31.
«Πῶς συμβαίνει, ξαναρώτησαν
οἱ Ἰουδαῖοι, νὰ τρῶτε κρέας χοίρου καὶ λαγοῦ καὶ ὡστόσο νὰ μὴν ἀντιτίθεστε στὸ
Θεό;»32. «Ἡ πρώτη διαθήκη, ἀπάντησε ὁ Φιλόσοφος, ὁρίζει. νὰ τρώγετε τὰ πάντα ὡς
λάχανα χόρτου33, διότι γιὰ τοὺς καθαρούς εἶναι ὅλα καθαρά, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀκαθάρτους
εἶναι καὶ ἡ συνείδησή τους μολυσμένη34. Καὶ στὴ Γένεση λέγει ὁ Θεὸς «Ἰδού, τὰ
πάντα εἶναι πολὺ καλά»35. Ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιθυμίας ἐξαίρεσε ὁ Θεὸς μερικὰ διότι
«ἔφαγε ὁ Ἰακώβ, λέγει, καὶ γέμισε καὶ ἀποσκίρτησε ὁ ἀγαπημένος»36 καὶ ἀλλοῦ «Καὶ
κάθισε ὁ λαὸς νὰ φάγει καὶ νὰ πιεῖ καὶ σηκώθηκαν νὰ παίξουν»37.
(Αὐτὰ ἐμεῖς τὰ συντομεύσαμε
ἀπὸ τὸ σύνολο καὶ τὰ καταγράψαμε σὲ βραχύτερη μορφὴ ἀπὸ μνήμης. Ὅποιος, ὅμως, ἐπιθυμεῖ
νὰ διαβάσει τὶς ἱερὲς αὐτὲς συνομιλίες στὴν πλήρη μορφή τους, θὰ τὶς βρεῖ στὰ
συγγράμματα ποὺ μετέφρασε ὁ διδάσκαλός μας καὶ ἀρχιεπίσκοπος Μεθόδιος, ὁ ἀδελφὸς
τοῦ Φιλοσόφου Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τὶς διαίρεσε σὲ ὀκτὼ βιβλία.38 θὰ δεῖ σ' αὐτὲς
τὴν ἰσχύ τῶν λόγων του, τὴν ὁποία τοῦ δώρησε ἡ θεία Χάρις, ὅπως καὶ τὴ φλόγα ποὺ
κατακαίει τοὺς ἐχθρούς ).
Ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Χαγάνος τῶν
Χαζάρων μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές του ὅλα αὐτὰ τὰ γλυκὰ λόγια καὶ ἄλλα παρόμοια, εἶπε
πρὸς αὐτόν. «Ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε γιὰ νὰ μᾶς οἰκοδομήσεις καί, ἀφοῦ φωτίσθηκες ἀπ'
Αὐτόν, κατανοεῖς ὅλη τὴ Γραφή39. τὰ εἶπες ὅλα μὲ τὴ σειρὰ καὶ μᾶς χόρτασες μὲ τὰ
μελιστάλακτα λόγια τῆς Γραφῆς. Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε λαὸς ποὺ δὲν ἔχει βιβλία40
καὶ ἐν τοῦτοις πιστεύουμε ὅτι αὐτὰ ρυθμίστηκαν ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐὰν ὡστόσο σὺ ἐπιθυμεῖς
πέρα ἀπ' αὐτὰ νὰ φέρεις τὴν εἰρήνη στὶς ψυχές μας, ἀνάπτυξε ὁλόκληρη τὴ
διδασκαλία κατὰ σειρὰ μὲ παραβολές, σύμφωνα μὲ τὶς ἐρωτήσεις μας. Ἔτσι χωρίστηκαν
γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν τὴν
ἐπόμενη μέρα, τοῦ εἶπαν. «Σεβαστὲ ἄνθρωπε, ἐξήγησέ μας μὲ παραβολὲς καὶ σύμφωνα
μὲ τὴ λογική, ποιὰ πίστη εἶναι ἡ ἄριστη ἀνάμεσα σὲ ὅλες».
Ὁ Φιλόσοφος τοὺς ἀποκρίθηκε:
«Δύο σύζυγοι βρίσκονται πλησίον ἑνὸς βασιλέως καὶ ἀπελάμβαναν μέγιστη τιμὴ καὶ
πολλὴ ἀγάπη ἀπ' αὐτόν41. Ἐπειδὴ ὅμως ἁμάρτησαν, ὁ βασιλεὺς τοὺς ἐξόρισε διώχνοντάς
τους ἀπὸ τὴ χώρα του. Ἔχοντας ζήσει πολλὰ χρόνια μακρά, γέννησαν παιδιὰ μέσα στὶς
θλίψεις τους. Κατόπιν τὰ παιδιὰ συναντήθηκαν καὶ σκέφθηκαν ἀπὸ κοινοῦ πῶς θὰ
τοὺς ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποκτήσουν ἐκ νέου τὴν τιμητικὴ θέση. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ μίλησε ἔτσι,
τὸ ἄλλο ἀλλιῶς καὶ κάποιο ἄλλο ἔκανε διαφορετικὴ πρόταση. Ἀλλὰ μὲ ποιὰ συμβουλὴ
θὰ συμφωνοῦσε κανείς; Ὄχι με τὴν καλύτερη»; Τότε τοῦ εἶπαν. «Γιατὶ ὁμιλεῖς ἔτσι;
Καθένας φρονεῖ ὅτι ἡ δική του συμβουλὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρομοίως
καὶ οἱ Ἰουδαῖοι βλέπουν τὴ δική τους ὡς καλύτερη, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι τὴ δική
τους. Ἐξήγησέ μας, λοιπόν, ποιὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε ὡς καλύτερη ὅλων;». «Τὸ
πῦρ δοκιμάζει τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, εἶπε ὁ Φιλόσοφος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ
λογικὸ διακρίνει τὸ ψεῦδος ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Γι' αὐτὸ πέστε μου, ἀπὸ ποῦ προῆλθε
ἡ πρώτη πτώση στὴν ἁμαρτία; Δὲν προῆλθε ἀπὸ τὴ θέα τοῦ καρποῦ καὶ τὴν ἐπιθυμία
τῆς θεοποιήσεως;»42. «Ναί, ἔτσι εἶναι». «Κάποιος ἔχει κάποια βλάβη στὴν ὑγεία
του43, διότι ἔφαγε μέλι ἢ ἤπιε κρύο νερὸ καὶ ἔρχεται ὁ γιατρὸς καὶ τοῦ λέγει
"φάγε, λοιπόν, ἄφθονο μέλι καὶ θὰ γίνεις ὑγιής".λέγει καὶ σ' αὐτὸν ποὺ
ἤπιε παγωμένο νερὸ. "πιὲς ἄφθονο κρύο νερὸ καὶ βγὲς γυμνὸς ἔξω στὸν παγετὸ
καὶ θὰ γίνεις καλά". Ἕνας ἄλλος γιατρός, ὅμως, δὲν λέγει αὐτά, ἀλλὰ διατάζει
στὸν ἀσθενὴ νὰ πάρει ἕνα ἀντίδοτο, δηλαδὴ ἀντὶ τοῦ μέλιτος νὰ πιεῖ κάτι πικρὸ ἢ
νὰ νηστεύσει, ἀντὶ τοῦ κρύου νεροῦ νὰ πιεῖ κάτι ζεστὸ καὶ νὰ θερμανθεῖ. ποιὸς ἀπὸ
τοὺς δύο εἶναι καλύτερος γιατρός;». Ὅλοι ἀποκρίθηκαν: «Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸ ἀντίδοτο.
πρέπει κανεὶς μὲ τὴν πικρία τῆς ζωῆς αὐτῆς νὰ νεκρώσει τὴ γλυκύτητα τῶν ἐπιθυμιῶν44,
μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη νὰ νεκρώσει τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ κάθε κακὸ ἐπίσης νὰ τὸ
γιατρεύσει μὲ τὸ ἀντίθετό του. Ἔχουμε δὲ καὶ ἐμεῖς μία παροιμία: «Δένδρο ποὺ βγάζει
στὴν ἀρχὴ ἀγκάθι, στὸ τέλος γλυκὸ καρπὸ θὲ ν' ἀποφέρει». «Καλῶς ὁμιλήσατε, συνέχισε
ὁ Φιλόσοφος. ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ δείχνει μὲν τὴν αὐστηρότητα τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς,
ὅμως μετὰ ἀπὸ αὐτὰ "εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς"45 ἀποφέρει ἑκατονταπλάσιο
καρπό»46.
Ἕνας ἀπ' αὐτούς, σύμβουλος
τοῦ Χαγάνου, ποὺ γνώριζε καλὰ ὅλη τὴν κακότητα47 τῶν Σαρακηνῶν, ρώτησε τὸ Φιλόσοφο.
«Πὲς μας, ξένε, πῶς γίνεται νὰ μὴν ἀναγνωρίζετε τὸ Μωάμεθ; Αὐτὸς στὶς Γραφὲς
του ἐπαίνεσε πολὺ τὸ Χριστό. Λέγει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο, ἀδελφὴ τοῦ Μωυσέως,
ὅτι εἶναι μέγας προφήτης, πὼς ἀνέστησε νεκρούς καὶ ἐθεράπευσε μὲ μεγάλη δύναμη
κάθε ἀσθένεια48. Ὁ Φιλόσοφος τοῦ ἀπάντησε: «Ἂς κρίνει ὁ Χαγάνος μεταξὺ ἡμῶν τῶν
δύο». εἶπε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς. «Ἂν ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης, πῶς μποροῦμε τότε
νὰ πιστεύσουμε στὸ Δανιήλ; Διότι ἐκεῖνος εἶπε «Ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἑξῆς κάθε ὅραση
καὶ προφητεία σφραγίσθηκε»49. Ὅμως ὁ Μωάμεθ ἔζησε μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ50.
Πῶς μπορεῖ, λοιπόν, νὰ εἶναι προφήτης; Ἂν τὸν ὀνομάσουμε προφήτη, τότε ἀπορρίπτουμε
τὸ Δανιήλ».
Τότε καὶ πολλοὶ ἀπ' αὐτούς
εἶπαν: «Ὅ,τι εἶπε ὁ Δανιὴλ τὸ εἶπε διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸ Μωάμεθ
ποὺ ξεστόμισε τὶς πλᾶνες του μόνο γιὰ κακία καὶ ἀκολασία, γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι εἶναι
ψεύτης καὶ διαφθείρει τὴ σωτηρία».
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ πρῶτος σύμβουλος
τοῦ Χαγάνου εἶπε ἀνάμεσά τους ἀπευθυνόμενος στοὺς Ἰουδαίους φίλους: «Αὐτὸς ὁ ξένος
μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατεπάτησε στὸ ἔδαφος τὴν ὑπερηφάνεια τῶν Σαρακηνῶν, ἀλλὰ
καὶ τὴ δική σας τὴν ἀνέτρεψε ὡς ἄξια ντροπῆς». Τότε εἶπε καὶ σ' ὅλο τὸ λαό. «Ὅπως
ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸ Χριστιανὸ Αὐτοκράτορα ἐξουσία πάνω σ' ὅλους τοὺς λαούς51 καὶ τέλεια
σοφία, ἔτσι χάρισε καὶ στοὺς Χριστιανούς τὴν πίστη ἐκείνη χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς
δὲ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν αἰώνια ζωή. Τῷ Θεῷ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας» καὶ ὅλοι εἶπαν
«Ἀμήν». Τότε ὁ Φιλόσοφος δακρυσμένος εἶπε πρὸς ὅλους: «Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, φίλοι
καὶ τέκνα. Ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε σ' ὅλους ἐπίγνωση καὶ κατάλληλη ἀπάντηση.
Ἂν ὅμως ὑπάρχει κανεὶς ποὺ ἀντιλέγει, πρέπει νὰ ἔλθει σ' ἐμένα καὶ νὰ μὲ κτυπήσει
μὲ ἐπιχειρήματα ἢ νὰ ἡττηθεῖ. Αὐτὸς ποὺ ὑπακούει στὰ λόγια μου ἂς βαπτισθεῖ στὸ
ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. αὐτὸς ὅμως ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ (καὶ γι' αὐτὸ δὲ θὰ βαρύνει
ἐμένα ἡ ἁμαρτία52) θὰ δεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν θὰ κατέλθει ὁ Παλαιὸς τῶν
Ἡμερῶν ὡς Κριτής53, γιὰ νὰ κρίνει τοὺς λαούς»54.
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν. «Δὲν
ἐπιθυμοῦμε νὰ γίνουμε ἐχθροὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλ' ὅποιος μπορεῖ, καὶ ἔτσι ὁρίζουμε
καὶ ἐμεῖς, ἂς βαπτισθεῖ μὲ τὴ θέλησή του, καὶ μάλιστα σήμερα, ἂν ἐπιθυμεῖ. Ὅποιος
ὅμως ἀπὸ σας προσκυνεῖ πρὸς τὴ Δύση55, ὅποιος ἀπαγγέλει ἰουδαϊκὲς προσευχὲς ἢ
πιστεύει στὴ σαρακηνὴ πίστη, αὐτὸς θὰ θανατωθεῖ γρήγορα ἀπὸ ἀνάμεσά μας»56. Καὶ
ἔτσι χωρίστηκαν γεμάτοι χαρά. Βαπτίσθηκαν ἀπ' αὐτούς διακόσιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
ἀποκήρυξαν τὰ εἰδωλολατρικὰ βδελύγματα καὶ τοὺς παράνομους γαμικούς δεσμούς
τους57. Στὸν Αὐτοκράτορα ἔγραψε ὁ Χαγάνος58 τὰ ἑξῆς. «Κύριε, μᾶς ἀπέστειλες τέτοιον
ἄνθρωπο, ποὺ σύμφωνα μὲ τὶς λέξεις καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως
μᾶς διευκρίνησε τὴν πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα. Καταλάβαμε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ
πίστη καὶ διατάξαμε νὰ βαπτισθοῦν ἐκουσίως, ἐλπίζουμε δὲ ὅτι καὶ μεῖς θὰ τύχουμε
τῆς χάριτος αὐτῆς. Ἐμεῖς πάντες εἴμαστε σύμμαχοι τοῦ κράτους σου καὶ ἕτοιμοι νὰ
σὲ ὑπηρετήσουμε παντοῦ ὅπου θελήσεις»59.
Μετὰ συνόδευσε ὁ Χαγάνος,
τὸ Φιλόσοφο καὶ τοῦ προσέφερε πολλὰ δῶρα, ἐκεῖνος ὅμως δὲν τὰ δέχθηκε, ἀλλ' εἶπε.
«Δὸς μου ὅσους Ἕλληνες αἰχμαλώτους ἔχεις ἐδῶ. αὐτοὶ ἀξίζουν γιὰ μένα περισσότερο
ἀπὸ ὁποιοδήποτε δῶρο». Τότε συγκέντρωσαν διακοσίους αἰχμαλώτους, τοῦ τοὺς ἔδωσαν
καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ ταξίδι του γεμᾶτος χαρά.
Ἐπιμέλεια
γλωσσικὴ ἀπόδοση - παρουσίαση
Νικόλαος Ζήσης
* Συνέχεια ἀπὸ προηγούμενο.
1. Τὸ παρὸν κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν 10η καὶ ὁλόκληρη
ἡ 11η παράγραφος τοῦ Βίου Κωνσταντίνου, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 12 (1967) σελ. 134-138. Τὸ ἐδῶ
κείμενό μας ἀποτελεῖ τμῆμα τοῦ δευτέρου καὶ ὅλο τὸ τρίτο μέρος τῆς συζητήσεως μὲ
τοὺς Ἰουδαίους.
2. Πρβλ. Ψαλμ. 7,10. Ἰω. 2, 24. 25.
3. Βλ. ἐνδεικτικῶς Ἰω. 3, 18-21. 5, 38-47. 8, 39-47.
4. Ἰω. 5, 43· «ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, καὶ
οὐ λαμβάνετέ με. ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε».
5. Ἀ' Ἰω. 2,23· «πὰς ὁ ἁρνούμενος τὸν Υἱὸν οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχει».
Βλ. καὶ Ἰω. 15, 23.
6. Γεν. 9, 26. «καὶ εἶπεν. εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ,
καὶ ἔσται Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ». Ἂν οἱ ἐδῶ ἀναφερόμενοι Ἰουδαῖοι εἶναι ἐξιουδαϊσθέντες
Χάζαροι, καὶ ὄχι κατὰ σάρκα Ἰουδαῖοι, ὡστόσο θεωροῦν καὶ πάλι τὸν ἑαυτό τους δέκτη
τῶν ἰουδαϊκῶν ἐπαγγελιῶν, χάρις στὴν περιτομή. μόνον ὁρισμένοι σύγχρονοι Ἕλληνες
ἐπιθυμοῦν νὰ ταυτίζουν τὸν Ἑλληνισμὸ μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ ἀπορρίπτουν τὴν
προσφερμένη διὰ τῶν Ἰουδαίων σωτηρία τοῦ μόνου Θεοῦ στὰ ἔθνη καί, μεταξὺ αὐτῶν,
καὶ στὸ Γένος μας!
7. Τὸ ἴδιο τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως συγκαταλέγει στοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰάφεθ τοὺς «Ἰωύαν», δηλ. τοὺς Ἴωνες, τοὺς Ἕλληνες. Στὴν ἐπιστήμη τῆς
γλωσσολογίας γίνεται λόγος γιὰ ἰαπετικὴ ἢ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἢ ἰνδογερμανικὴ ὁμογλωσσία
(μερικοὶ ὑποστήριξαν πὼς οἱ ἰνδοευρωπαϊκοὶ λαοὶ ἀποτέλεσαν καὶ ὁμοεθνία), λόγω
τῶν διαπιστωμένων κατ' ἀρχὰς γλωσσικῶν ὁμοιοτήτων μεταξὺ τῆς ἑλληνικῆς, λατινικῆς,
σανσκριτικῆς (ἀρχαίας ἰνδικῆς) καὶ περσικῆς γλῶσσας (Sir William Jones, 1786), ὁμοιοτήτων
ποὺ ἀργότερα διαπιστώθηκαν καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες (γερμανική, κελτική, βαλτική,
σλαβική, ἀρμενικὴ κ.ἄ.). Ὁ ὅρος «ἰαπετικὸς» προέρχεται ἀπὸ τὸν μυθολογικὸ Ἰαπετό,
κυβερνήτη τῶν Τιτάνων καὶ τοῦ κόσμου πρὸ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ Διός, υἱὸ τοῦ
Ουρανοῦ καὶ τῆς Γαίας καὶ σύζυγο τῆς Ἀσίας. Εἶναι βέβαια ἐμφανὴς ἡ ὁμοιότης τοῦ
παλαιοδιαθηκικοῦ ὀνόματος «Ἰάφεθ» καὶ τῆς ἑλληνικῆς παραφθορᾶς «Ἰαπετός». Ὁ πίνακας
τῶν λαῶν τοῦ 10ου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως μᾶς παρουσιάζει τοὺς ἀπογόνους τῶν τριῶν
τοῦ Νῶε, τῶν Σήμ, Χὰμ καὶ Ἰάφεθ καὶ τοὺς λαούς ποὺ προῆλθαν ἀπ' αὐτούς ἀμέσως
πρὸ τῆς συγχύσεως τῶν γλωσσῶν στὴ Βαβέλ. Τὶς γενεαλογίες αὐτὲς τὶς συναντοῦμε
πολλάκις καὶ στὰ ἔργα τῶν βυζαντινῶν χρονογράφων. πρὸ αὐτῶν ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος Ρώμης,
στὸ ἔργο του Χρονικά. ταυτόχρονα παραδίδει καὶ τὴ γεωγραφική τους κατανομή. Ἰνδοευρωπαῖοι
θεωροῦνται καὶ πολλοὶ λαοὶ προκάτοχοι τῶν Ἑλλήνων στὴ γεωγραφική μας περιοχὴ (Αἵμονες,
Ἄονες, Δρύοπες, Πελασγοί, Φοίνικες κ.ἄ.) ὅπως καὶ οἱ «πρωτοέλληνες» Δαναοὶ καὶ Ἄβαντες.
Περὶ αὐτοῦ βλ. Mιx. Σακελλαρίου, «Οἱ γλωσσικὲς καὶ ἐθνικὲς ὁμάδες τῆς ἑλληνικῆς
προϊστορίας», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους 1 (1970) σελ. 358. 362ε. (234-235
μ.Χ.) παρουσιάζει ἀναλυτικὰ τοὺς λαούς ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τοὺς υἱούς τοῦ Νῶε. Στοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰάφεθ συγκαταλέγει (Χρονικὰ 56ε., ΒΕΠΕΣ 6, 234ε) μεταξὺ ἄλλων καὶ
τὸν Γάμερ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθαν οἱ Κιμέριοι, τὸν Μαγὼγ ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθαν
οἱ Κέλτες καὶ οἱ Γαλᾶτες, τὸν Μαδάι (γενάρχη τῶν Μηδῶν), τὸν Ἰωύαν (γενάρχη Ἑλλήνων
καὶ Ἰώνων) κ.ἄ.
8. Γέν. 9,27· «πλατύναι ὁ Θεὸς τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω ἐν
τοῖς οἴκοις τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ». Οἱ ἑρμηνευτὲς βλέπουν
στὶς προφητεῖες αὐτὲς ἀφ' ἑνὸς τὴν πρόρρηση περὶ τῆς εὐλογήσεως τοῦ Σήμ, διότι ἀπ'
αὐτὸν θὰ ἐρχόταν ἡ σωτηρία, ὁ Χριστός, ἀφ' ἑτέρου τὴν ἐξάπλωση τῆς σωτηρίας στὰ
ἔθνη, στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰάφεθ, οἱ ὁποῖοι τελικῶς καὶ ἀπετέλεσαν τὸ κύριο μέρος
τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε κατὰ κύριο λόγο νὰ εἶναι «οἶκος» τοῦ Σήμ,
δηλ. τῶν Ἰουδαίων. Βλ. Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς
Ο', τόμος. Α', ἐκδ. «Λυδία», Θεσσαλονίκη 19864, σελ. 97.
9. Ὁ Χριστὸς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καταραμένος ἐπειδὴ
σταυρώθηκε. βλ. Δευτ. 21, 22. 23. «Ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου
καὶ ἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ ξύλου, οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ
ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς
κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου. καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί
σοι ἐν κλήρῳ». Βλ. καὶ Γαλ. 3, 13. Οἱ Ἰουδαῖοι ἴσως ὑπονοοῦν ταυτόχρονα ὅτι καὶ
οἱ Χριστιανοὶ εἶναι καταραμένοι, ἐπειδὴ ἐλπίζουν σὲ ἀνθρώπους, κατὰ τὸ Ἰερ. 17,
5. «ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὅς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ' ἄνθρωπον καὶ στηρίξει σάρκα
βραχίονος αὐτοῦ ἐπ' αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ ἡ καρδία αὐτοῦ».
10. Πολλαχοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι φανερὴ ἡ εὐλογία τοῦ
Θεοῦ στὸ Δαβὶδ καὶ σὲ ὅλον τὸν Ἰσραήλ, χάριν αὐτοῦ. ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τὰ
Ψαλμ. 88, 4. 5. 21. 50.131, 10.11.17 καὶ τὸ Ἡσ. 55, 3.
11. Ψαλμ. 40,10. «καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ' ὃν
ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ' ἐμὲ πτερνισμόν». Στὸ στῖχο αὐτὸ ὁ
Δαβὶδ ἀναφέρεται στὴν προδοσία τοῦ φίλου του Ἀχιτόφελ, προφητικὰ δὲ προμηνεύει
καὶ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα ἐναντίον τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἰω. 13,18). ἔτσι ἡ ἀκριβὴς
ἑρμηνεία τοῦ χωρίου δὲν εὐνοεῖ ἀμέσως τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πὼς
δηλαδὴ ὁ ἐδῶ ἀναφερόμενος «ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης» τοῦ Δαβὶδ εἶναι ὁ Χριστός, ἐμμέσως
ὅμως δεικνύει πὼς καὶ ὁ Δαβὶδ εἶχε στηρίξει, ἔστω καὶ ματαίως, τὴν ἐλπίδα του σὲ
ἄνθρωπο, χωρὶς ὡστόσο νὰ θεωρεῖται καταραμένος.
12. Ἐδῶ βέβαια πρέπει νὰ μνημονευθεῖ καὶ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ ἰδίου
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ περὶ τῆς θεότητος τοῦ Μεσσία, δηλ. περὶ τῆς θεότητός
Του, ἔναντι τῶν Φαρισαίων, ἐπιχείρημα παρμένο ἀπὸ τὸν Προφητάνακτα Δαβίδ..
πρβλ. Ματθ. 21,15, Μάρκ. 11,10), ἀφ' ἑτέρου τῆς διαπίστωσης τοῦ ἰδίου τοῦ Δαβὶδ
ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι Κύριός του (σύμφωνα μὲ τὸ μεσσιανικὸ Ψαλμ. 109, 1), συνάγεται
πὼς ὁ Μεσσίας εἶναι Κύριος, δηλ. Θεός, τοῦ Δαβὶδ καὶ ὄχι ἀπλὸς υἱός, κατ' ἄνθρωπο
δηλ. ἀπόγονός του. Βλ. Ματθ. 22, 41-46, Μάρκ. 12, 35. 36 καὶ Λουκ. 20, 41-44. βάσει
ἀφ' ἑνὸς τῆς παλαιοδιαθηκικῆς προφητικῆς πίστης ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ εἶναι ἀπόγονος
τοῦ Δαβὶδ (Ψαλμ. 88, 3. 4. 131, 11, Ἡσ. 11,1, Ἰερ. 23, 5
13. Βλ. Α' Κορ. 17,18. 19. «περιτετμημένος τὶς ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω.
Ἐν ἀκροβυστία τὶς ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω. Ἡ περιτομὴ οὐδὲν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία
οὐδὲν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ». Φιλιπ. 3, 3. «ἡμεῖς γὰρ ἐσμὲν ἡ
περιτομή, οἱ Πνεύματι Θεοῦ λατρεύοντες καὶ καυχώμενοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ οὐκ ἐν
σαρκὶ πεποιθότες». Βλ. καὶ Ρωμ. 4, 9-12. Γαλ. 5, 6. 6,15.
14. Λουκ. 2, 21. Ὁ Κύριος περιετμήθη ἀφ' ἑνὸς διὰ νὰ μαρτυρεῖται
πάντοτε τὸ ὅτι ἔλαβε πραγματικὴ ἀνθρώπινη φύση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ποὺ τὴν ἁρνοῦνταν,
ἀφ' ἑτέρου γιὰ νὰ ἀποστομώσει τοὺς ἀσεβεῖς ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν
ὅτι καταλύει τὸν Νόμο. Πέραν τούτου ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου συμβολίζει καὶ τὴν ὁριστικὴ
ἐν Χριστῷ περιτομὴ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν. αὐτὰ μᾶς διδάσκει ἡ ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς
τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου τὴν 1η Ἰανουαρίου.
15. Πρβλ. Γέν. 17,11.
16. Σὲ ἕνα παρόμοιο διάλογο, πολὺ νωρίτερα (περίπου 155
μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καὶ Μάρτυς, ἀπαντώντας στὸν Ἰουδαῖο Τρύφωνα
σχετικῶς μὲ τὴν ἀξία τῆς περιτομῆς, τονίζει ὅτι αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς σημεῖο
διακρίσεως τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, ἀλλὰ καί, κατὰ τὴν πρόγνωση τοῦ
Θεοῦ, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν μόνον οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. ἡ περιτομὴ
τῶν Ἰουδαίων εἶναι τύπος, προεικόνιση τῆς περιτομῆς τῆς καρδίας -ἀποκοπῆς τῶν
κακῶν ἀπὸ τὴν καρδιά, πρᾶγμα ποὺ ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐν Χριστῷ. διάλογος πρὸς
Τρύφωνα Ἰουδαῖον 16, 18, 19, 28, 113, PG 6, 509ΑΒ, 516Α-517Α, 563B, 757B.
Μνημονευτέα ἐδῶ καὶ ἡ διαπίστωση τοῦ ἀτελέσφορου τῆς κατὰ σάρκα περιτομῆς τοῦ
παλαιοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἰερεμία (9, 26). «ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἀπερίτμητα
σαρκί, καὶ πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ἀπερίτμητοι καρδίας αὐτῶν».
17. Βλ. Ματθ. 28, 19, Μαρκ. 16, 16. «ὁ πιστεύσας καὶ
βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» καὶ Ἰω. 3, 5. «ἀμὴν ἀμὴν λέγω
σοι, ἐὰν μὴ τὶς γενηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Βλ. καὶ Πράξ. 2, 38 καὶ Α' Πέτρ. 3, 21. «ὅ καὶ ἡμᾶς ἀντίτυπον
νῦν σώζει βάπτισμα».
18. Μᾶλλον ἐννοεῖ ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ πρῶτος καὶ ὄχι βέβαια ὁ
μόνος ποὺ ἔλαβε παραπάνω ἀπὸ μία γυναῖκες.Γέν. 7,13. πρῶτος διαρρήξας τὸ θεσμὸ
τῆς μονογαμίας γενικῶς εἶναι προφανῶς ὁ φονεὺς λάμεν Γέν. 4, 19). Ἄλλωστε καὶ
μετὰ τὸν Ἀβραὰμ πολλοὶ δίκαιοι ἔλαβαν πολλὲς γυναῖκες, ὅπως π.χ. ὁ Προφητάναξ
Δαβίδ, (βλ. Β' Βασ. 3, 2-5). Ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβε ὡς σύζυγο τὴ Σάρρα, ἡ ὁποία ὅμως ἐπειδὴ
δὲ μποροῦσε νὰ τεκνοποήσει, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἀποκτήσει ἀπόγονο ἀπὸ τὴν
δούλη της, τὴν Ἄγαρ (Γέν. 16, 1-3). καὶ ναὶ μὲν ἀπὸ τὴν Ἄγαρ γεννήθηκε ὁ Ἰσμαὴλ
(Γέν. 16, 4.11), ὡστόσο ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ περὶ εὐλογήσεως ὅλων
τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τὸν ἀπόγονό του ἐκπληρώθηκε διὰ τοῦ θαυματουργικῶς γεννηθέντος ἀργότερα
(Γέν. 21, 1-4), ἀπὸ τὴν γερόντισσα πλέον Σάρρα, Ἰσαάκ, κατὰ σάρκα προπάτορος τοῦ
Χριστοῦ. Πράγματι,
μέχρι τὸν Ἀβραὰμ δὲ φαίνεται πουθενὰ πολυγαμία ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ
(ἐπὶ παραδείγματι οἱ τρεῖς υἱοὶ τοῦ Νῶε εἶχαν ἀπὸ μία σύζυγο)
19. Γέν. 32, 25. «εἶδε δὲ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο
τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλᾶτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαῖειν
αὐτὸν μετ' αὐτοῦ». Ὁ «ἄνθρωπος» ποὺ πάλαισε μὲ τὸν Ἰακὼβ στὸ χείμαρρο Ἰακὼβ δὲν
εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ «ἄγγελος Γιαχβέ», ὁ Ὁποῖος καὶ πρὸ
τῆς ἐνσάρκου ἐπιδημίας Του φανερωνόταν στοὺς Προφῆτες μὲ μορφὴ ἀνθρώπου. Σχετικὲς
πατερικὲς μαρτυρίες βλ. εἰς ἡμ. ἄρθρον, «Ἡ ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος»,
Θεοδρομία 2 (1999) 18ε.
20. Ὁ Ἰακὼβ ἔλαβε τέσσερεις γυναῖκες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννήθηκαν
(ἀκριβέστερα «ἐτέχθησαν») οἱ δώδεκα Πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ: τὴ Λεία καὶ τὴ Ραχήλ,
θυγατέρες τοῦ Λάβαν (Γέν. 29, 15-30) καὶ τὶς θεραπαινῖδες τους, Ζελφὰν καὶ Βαλλὰν
ἀντιστοίχως (Γέν. 30, 3. 9). Ἀπὸ τὴ Λεία γεννήθηκαν οἱ Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ἰούδας,
Ἰσσάχαρ καὶ Ζαβουλών, ἀπὸ τὴ Ραχὴλ οἱ Ἰωσὴφ καὶ Βενιαμίν, ἀπὸ τὴ Ζελφὰν οἱ Γὰδ
καὶ Ἀσὴρ καὶ ἀπὸ τὴ Βαλλὰν οἱ Δὰν καὶ Νεφθαλείμ. Βλ. Γέν. 29, 31-30, 22. 35,
16-18. 22-26.
21. Γέν. 32,30. Περὶ τῆς ἑρμηνείας τῆς λέξεως «Ἰσραὴλ» βλ.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Γένεσιν 58, 2, PG 54, 509. «Ἰσραὴλ
δὲ ἑρμηνεύεται, Ὁρῶν Θεόν. Ἐπειδή, ὡς ἰδεῖν ἀνθρώπῳ δυνατόν, ἰδεῖν κατηξιώθης
Θεόν, διὰ τοῦτο καὶ τὴν προσηγορίαν σοι ταύτὴν ἐπιτίθημι, ἵνα πᾶσι τοῖς ἑξῆς
κατάδηλον γένηται, οἷας ἠξιώθης ὀπτασίας». ΑΒΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Διάλεξις κατὰ Ἰουδαίων,
PG 89, 1204B. «Ἰσραηλίτης ἑρμηνεύεται νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν, ἐπειδὴ αὐτοὶ πρὸ ὅλων
τῶν ἐθνῶν τὸν Θεὸν ἐγνώρισαν».
22. Βέβαια ὁ Βενιαμίν, ὁ τελευταῖος υἱὸς τοῦ Ἰακώβ, κατὰ τὴ
γέννηση τοῦ ὁποίου ἀπέθανε καὶ ἡ πλέον ἀγαπημένη σύζυγος τοῦ Ἰακώβ, ἡ Ραχὴλ (Γέν.
35, 16-19), γεννήθηκε μετὰ τὸ περιστατικὸ τῆς θεοπτίας τοῦ Ἰακὼβ στὸ χείμαρρο Ἰακὼβ
καὶ τῆς ναρκώσεως τοῦ μηροῦ του, προφανῶς ὅμως εἶχε ἤδη συλληφθεῖ ὁ Βενιαμὶν ἀπὸ
τὴ Ραχὴλ πρὶν τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ στὸ χείμαρρο.
23. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὑπονοεῖ ἴσως ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἔλαβε
καὶ ἄλλη γυναίκα, τὴ Χεττούρα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπέκτησε καὶ ἄλλα τέκνα (Γέν. 25,
1-4). Ὁ ἅγιος Φιλόσοφός μας προκρίνει ἐδῶ περὶ τῆς περιτομῆς μία σπάνια ἑρμηνευτικὴ
ἐκδοχή.Εἰς Γένεσιν 38, 1. 2 PG 53, 351. 352.Εἰς τὴν Γένεσιν ἐρωτήσεις 67. 68,
PG 80, 177Β).. λόγω σχετικῆς ἐπιθυμίας τῶν δύο συζύγων ἀπέκτησε τέκνα καὶ ἀπὸ τὶς
θεραπαινῖδες τους (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Εἰς τὴν Γένεσιν ἐρωτήσεις 85, PG 80.
193Βε). Ἄλλωστε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, λόγω ἐλλείψεως χάριτος, ὁ θεϊκὸς νόμος ἦταν
γενικῶς λιγότερο ἀπαιτητικὸς στὴν ἐπίτευξη ἀρετῶν, ἡ δὲ πολυγαμία, ἂν καὶ δὲν ἦταν
ἐντολή, δὲν ἀπαγορευόταν. Προφανῶς ὁ Ἅγιος Κύριλλος, θέλοντας νὰ προετοιμάσει τὸ
ξερρίζωμα τῆς πολυγαμίας ἀπὸ τοὺς Χαζάρους, ἀποφεύγει ἔστω καὶ τὴν παραμικρὴ
δικαιολόγησή της, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τοῦ Νόμου, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι θέλημα
τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε ἐξ ἀρχῆς ἡ μονογαμία (πρβλ. τὰ πρὸς τοῦτο ἐνδεικτικὰ Ματθ. 19,
3-9. Μάρκ. 10, 2-12). Ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, κατὰ
τὸν Ἅγιο Κύριλλο, ἐπέδειξε ἀκρασία πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι
ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐξ ἀφορμῆς τοῦ γεγονότος ἕνα συμβολικὸ σημάδι κατὰ τῆς φιληδονίας,
τὴν περιτομή, γιὰ νὰ τὸ κατανοοῦν οἱ μεταγενέστεροι. Ἡ παρατήρηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου
μᾶς δείχνει βέβαια, ὅπως καὶ στοὺς συνομιλητές του, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει καὶ
νοήματα κεκαλυμμένα, προσιτὰ μόνο στοὺς ἔχοντες Ἅγιον Πνεῦμα, στοὺς Ἁγίους, καὶ
ὄχι μόνον ἐξωτερικά, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν Ἰουδαίων. Ἄλλοι
ἑρμηνευτὲς ἐπαινοῦν τὸν Πατριάρχη Ἀβραὰμ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἰσμαὴλ ἀπὸ τὴν Ἄγαρ,
τὴν θεραπαινίδα τῆς συζύγου του Σάρρας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔγινε ἀπὸ ὑπακοὴ τοῦ Ἀβραὰμ
στὴ Σάρρα, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της δὲν ἤθελε νὰ μείνει ἄτεκνος ὁ Ἀβραὰμ (ἐνδεικτικῶς
βλ. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «...τὴν προτροπὴν παρὰ τῆς Σάρας δεξάμενος ἑτοίμως
ὑπήκουσε, δεικνὺς ὅτι οὐκ ἐπιθυμίας ἕνεκεν ἀπλῶς, οὐδὲ πάθει κατακολουθὼν τῆς
συνουσίας ἠνέσχετο, ἀλλ' ὥστε σπέρματος διαδοχὴν καταλιπεῖν». ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ,
παρομοίως καὶ στὴν περίπτωση τῆς τετραγαμίας τοῦ Πατριάρχου Ἰακὼβ ἀποδίδουν τὸ
γεγονὸς στὶς συγκυρίες: ὁ Ἰακὼβ ἤθελε ὡς σύζυγο τὴ Ραχήλ, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσαν
παραπλανητικῶς καὶ τὴ Λεία
24. Οἱ Ἰουδαῖοι ἐννοοῦν τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, βασιζόμενοι
στὶς μωσαϊκὲς διατάξεις ποὺ ἀπαγόρευαν τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων, ὅπως λ.χ. τὰ
Ἔξοδ. 20, 4. 5 καὶ Δευτ. 17, 2-5.
25. Ἔξοδ. 25, 40. 26, 30. Ἑβρ. 8, 5.
26. Ἡ περιγραφὴ τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῶν σκευῶν της
εὑρίσκεται στὰ Ἔξοδ. 24, 12-27, 21.
27. Γ' Βασ. 6, 23-29. Β' Παραλ. 3, 7-14. Ἡ ἀναφορὰ στὶς
παλαιοδιαθηκικὲς αὐτὲς εἰκόνες ἀποτέλεσε πάντοτε βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθοδόξου
διδασκαλίας κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ὅπως εἶναι φανερὸ λ.χ. στὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ στὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. π.χ. Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας 2,
9, PG 94, 1292Cε., ἐπίσης Πρωτοπρεσβυτέρου Θ. Ζήση, Οἱ εἰκόνες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
Φίλη Ὀρθοδοξία 2, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 45.
28. Βεβαίως οἱ Χριστιανοὶ τιμοῦμε τὶς Ἱ. Εἰκόνες καὶ τοὺς Ἁγίους,
καὶ δὲν τοὺς λατρεύουμε, ὅπως συχνὰ ἀκούει κανεὶς νὰ ἀναφέρουν κάποιοι ἀγνοοῦντες
τὴν θεολογικὴ ὁρολογία.
29. Γιὰ τὴ σημασία τῆς διαφορετικῆς προθέσεως μὲ τὴν ὁποία γίνεται
ἡ προσκύνηση τῶν εἰδώλων καὶ ἡ τιμὴ τῶν εἰκόνων σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνὸς (Λόγος ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας 2,10 PG
94, 1293C) «Οὔτω καὶ ἐν τῷ πράγματι τῶν εἰκόνων, χρῆ ἐρευνᾶν τὴν τὲ ἀλήθειαν,
καὶ τὸν σκοπὸν τῶν ποιούντων. Καὶ εἰ μὲν ἀληθὴς καὶ ὀρθός, καὶ πρὸς δόξαν τοῦ
Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων αὐτοῦ... ἀποδέχεσθαι καὶ τιμᾶν, ὡς εἰκόνας, καὶ μιμήματα...
κ.ο.κ». Δὲν ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τῆς παρούσης παρουσιάσεως βέβαια ἡ παρουσίαση
συνόλου τῆς περὶ ἱερῶν Εἰκόνων διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας. ἄλλως τε καὶ ὁ
παρὼν διάλογος δὲν ἀποτελεῖ τὴν ὁλοκληρωμένη μορφὴ τοῦ αὐθεντικοῦ.
30. Ἐννοεῖται ἡ θυσία παιδιῶν στα εἴδωλα τῶν χαναανιτικῶν θεῶν
Βάαλ καὶ Μολόχ, ὅπως περιγράφουν τὰ Δ' Βασ. 16, 3. 17, 16. 17. 21, 6. 23, 10, Ἰερ.
7, 30. 31. 39, 35. Τέτοια θυσία ἀπαγορευόταν καὶ νομικὰ μὲ βάση τὶς διατάξεις
Λευϊτ. 18, 21. 20, 2-5.
31. Ἐννοεῖ τὴν παρ' ὁλίγον θυσία τοῦ Ἰσαὰκ ἀπὸ τὸν πατέρα
του, τὸν Ἀβραάμ, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀπέτρεψε τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν δοκιμάστηκε
καὶ ἔγινε φανερὴ σὲ ὅλους ἡ πίστη καὶ θεοσέβεια τοῦ Πατριάρχου (Γεν. 22,1-18).
Παρόμοιο παράδειγμα ἔχουμε καὶ μὲ τὸν Κριτὴ Ἰεφθάε, ὁ ὁποῖος προτίμησε νὰ θυσιάσει
τὴ μόνη θυγατέρα του, παρὰ νὰ παραβεῖ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἰδίᾳ βουλήσει εἶχε δώσει
στὸ Θεό (Κριτ. 11, 29-40). Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Φιλόσοφος διὰ τοῦ παραδείγματος αὐτοῦ
ἐπιθυμεῖ νὰ δείξει πὼς πρέπει νὰ διακρίνουμε στὶς πράξεις καὶ τὴν πρόθεση μὲ τὴν
ὁποία αὐτὲς γίνονται, ὅπως ἔχουμε καὶ παραπάνω σημειώσει.
32. Προβάλλουν τὸ ἐρώτημα, διότι ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος, ὁ ὁποῖος
περιλαμβάνεται βέβαια στὴν Ἁγία Γραφή, ἀπαγορεύει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὴ βρώση
λαγοῦ (Λευϊτ. 11, 5) καὶ χοίρου (Λευϊτ. 11, 7).
33. Γέν. 9, 3. «ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα».
34. Τίτ. 1, 15. «πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. τοῖς δὲ
μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ
συνείδησις». Εἶναι εὐνόητο πὼς μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἅγιος Κύριλλος δὲν προσβάλλει
τὴ νηστεία, ἀλλὰ τὴν ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη πὼς ὑπάρχουν μολυσμένες καὶ καθαρὲς τροφές.
ἂν κάποιες τροφὲς ἦταν ἀκάθαρτες δὲ θὰ τὶς εἶχε προτείνει ὁ Θεὸς στὸ Νῶε πρὸς
βρώση. ἡ ἀπαγόρευσή τους ἔγινε μὲ τὴ νομοθεσία τοῦ Μωυσῆ γιὰ τὸ λόγο ποὺ ὁ Ἅγιος
Κύριλλος ἀναφέρει. Ἡ χριστιανικὴ νηστεία ἀποσκοπεῖ στὸν κατευνασμὸ τῶν παθῶν καὶ
τὴν ὑποβοήθηση τῆς προσευχῆς, ὅπως μᾶς ἐδίδαξε ὁ Κύριος διὰ τῆς τεσσαρακονθήμερης
νηστείας Του (Ματθ. 4, 2. Λουκ. 4, 2). Ὡστόσο οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦμε ὅλα τὰ κτίσματα
τοῦ Θεοῦ δημιουργημένα καλά. βλ. Α' Τιμ. 4, 4.(Παιδαγωγὸς 2, 1, PG 8, 405Β.
«μυρίων γὰρ ὅσων ἀφείλετο τὴν χρήσιν ὁ Παιδαγωγὸς αὐτούς διὰ Μωυσέως, αἰτίας
προσάπτων, κεκρυμμένας μὲν τὰς πνευματικάς, ἐμφανεῖς δὲ τὰς σαρκικάς», καὶ 2,
10, PG 8, 500A, 504B). Κατ' ἄλλους Πατέρες ἡ μωσαϊκὴ ἀπαγόρευση βρώσεως κάποιων
ζώων ἀποσκοποῦσε στὴν ἀπαγκίστρωση τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὶς τροφικὲς συνήθειες τῶν
Αἰγυπτίων (ΑΒΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Διάλογος μικρὸς πρὸς Ἰουδαίους, PG 89, 1273A.B.).
Σημειωτέον βέβαια ὅτι γιὰ πολὺ συγκεκριμένους λόγους, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπτυχθοῦν
ἐδῶ, ἀπαγορεύεται γιὰ τοὺς Χριστιανούς ἡ βρώση ζωικοῦ αἵματος, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ
βρώση πνικτοῦ (πνιγμένου), θηριάλωτου (ποὺ ἔχει σκοτωθεῖ ἀπὸ ἄλλο ζῶο), εἰδωλόθυτου
(ποὺ ἔχει θυσιαστεῖ στὰ εἴδωλα) ἢ θνησιμαίου ζώου (βλ. Πραξ. 15, 18. 19, 63ο
Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 67ο τῆς Πενθέκτης Συνόδου καὶ 2ο τῆς ἐν Γάγγρα
τοπικῆς Συνόδου).
«πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον». Ἀξιοσημείωτη
εἶναι καὶ ἡ παρατήρηση τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως πὼς καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ὁ
Μωσαϊκὸς Νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα ἔχει καὶ κρυφούς συμβολισμούς, ἀναφερόμενους σὲ
πάθη
35. Γέν. 1, 31.
36. Δευτ. 32,15. «καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν
ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη. καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα
αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ». Εἶναι διαπιστωμένο ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἱστορία
τῶν Γραφῶν ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν γνωστὴ σὲ μᾶς ὑπόλοιπη ἱστορικὴ πραγματικότητα, ὅτι
οἱ λαοὶ ποὺ ἐπιδίδονται σὲ τρυφηλὴ ζωὴ λησμονοῦν γρήγορα τὸ Θεό. γι' αὐτὸ ἄλλωστε
καὶ Αὐτὸς ἐν τῇ φιλανθρωπίᾳ Του ἀποστέλλει φυσικὲς καταστροφὲς καὶ ἄλλες πληγὲς
γιὰ νὰ ὑπάρξει ἐπίγνωση, μετάνοια καὶ σωτηρία. Πρβλ. Μεγάλου Βασίλειου, Ὅτι οὐκ
ἐστὶν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 5, PG 31, 337D. «Πόλεων δὲ ἀφανισμοί, σεισμοὶ τε
καὶ ἐπικλύσεις, καὶ στρατοπέδων ἀπώλειαι, καὶ ναυάγια, καὶ πᾶσαι πολυάνθρωποι
φθοραί, εἴτε ἐκ γῆς, εἴτε ἐκ θαλάσσης, εἴτε ἀέρος, ἢ πυρός, ἢ ἐξ ὁποιασοῦν αἰτίας
ἐπιγινόμεναι, εἰς τὸν τῶν ὑπολειπομένων σωφρονισμὸν γίνονται, τὴν πάνδημον
πονηρίαν δημοσίαις μάστιξι τοῦ Θεοῦ σωφρονίζοντος».
37. Ἔξοδ. 32, 6. «καὶ ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀνέστησαν
παίζειν». Βλ. καὶ Α' Κορ. 10, 7.
38. Ἡ παρέμβαση ἀνήκει στὸ βιογράφο τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου,
μαθητὴ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸν Βίον Κωνσταντίνου στὴ Ρώμη περὶ
τὸ 879 μ.Χ., 18 χρόνια μετὰ τὴν ἀποστολὴ στὴ Χαζαρία. Π. Χρήστου, «Ἐπιδιώξεις τῆς
ἀποστολῆς Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου εἰς τὴν Κεντρικὴν Εὐρώπην», Κυρίλλῳ καὶ Μεθοδίῳ
τόμος ἑόρτιος ἐπὶ τῇ χιλιοστῇ καὶ ἑκατοστῇ ἐτηρίδι, Ἱερὰ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης-Θεολογικὴ
Σχολὴ Α.Π.Θ., μέρος Α', Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 9. Τὰ ἀναφερόμενα συγγράμματα τοῦ
Ἁγίου Μεθοδίου δυστυχῶς δὲ μᾶς σώζονται.
39. Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
λέγει σχετικῶς μὲ τὴ μνήμη τῆς Γραφῆς (Λόγος Η', α' ἐν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
τὰ Εὑρισκόμενα, ἐκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 58): «Ὅτι εἰς τὴν ἐξουσίαν
μας εἶναι ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ προσοχὴ ὅπου πρέπει νὰ ἔχωμεν εἰς τὸ διάβασμα. Τὸ δὲ
νὰ καταλαμβάνωμεν ἐκεῖνα ὅπου διαβάζομεν εἶναι ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Ὅμως τὸ
νὰ κρατοῦμεν εἰς τὸν νοῦν μας καὶ νὰ ἐνθυμούμεθα ἐκεῖνα ὅπου καταλαμβάνομεν εἶναι
ὅλον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ».
40. Προφανῶς ἐννοεῖ, ἱερὰ βιβλία τῆς εἰδωλολατρικῆς τους
θρησκείας. μόνον οἱ Ἰουδαῖοι ἢ οἱ Ἰσλαμιστὲς Χάζαροι εἶχαν βιβλία, αὐτὰ τῶν
θρησκειῶν τους. Οἱ εἰδωλολατρικὲς θρησκεῖες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν ἔχουν ἱερὰ
κείμενα. Ὡστόσο δὲν εἶναι ἀπίθανο οἱ Χάζαροι νὰ ἦταν λαὸς χωρὶς γραφὴ καὶ βιβλία
μέχρι τότε.
41. Ἀναφέρεται βεβαίως στὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καὶ στὴν ἐκδίωξή
τους ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
42. Προβλ. Γέν. 3, 5. 6.
43. Εἶναι καὶ ἐδῶ φανερὸ ὅτι στὴν ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ σχέση
Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν εἶναι δικαστική, σχέση δικαστοῦ καὶ δικαζομένου (βέβαια
καθίσταται τέτοια ἐκ τῶν πραγμάτων γιὰ τοὺς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς καὶ ἀσεβεῖς
ἀνθρώπους), ἀλλὰ σχέση ἱατροῦ καὶ ἀσθενοῦς. ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Πρωτ.
Καθ. Ἰωάννης Ρωμανίδης (Ἱστορικοδογματικὴ Εἰσαγωγὴ ἐν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπὲρ
τῶν ἱερῶν ἡσυχαζόντων Τριὰς Α', Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. Α', ἐκδ.
Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 27): «διὰ τοὺς Πατέρας δὲν διαχωρίζονται οἱ
ἄνθρωποι εἰς ἠθικούς καὶ ἀνηθίκους, ἢ εἰς καλούς καὶ κακούς βάσει ἠθικῶν κανόνων.
Ὁ διαχωρισμὸς οὗτος εἶναι ἐπιφανειακός. Εἰς τὸ βάθος διακρίνεται ἡ ἀνθρωπότης εἰς
ψυχικὰ ἀρρώστους, εἰς θεραπευομένους καὶ εἰς θεραπευμένους... Δὲν εἶναι μόνον ἡ
καλὴ θέλησις, ἡ καλὴ ἀπόφασις, ἡ ἠθικὴ πράξις καὶ ἡ ἀφοσίωσις εἰς τὴν Ὀρθόδοξον
Παράδοσιν ποὺ κάμνει τὸν Ὀρθόδοξον, ἀλλὰ ἡ κάθαρσις, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωσις».
44. Περὶ τοῦ ζεύγματος γήινης καὶ ἐφήμερης ἡδονῆς - ἀπαράκλητης
καὶ αἰώνιας ὀδύνης καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀνατροπῆς του ἀπὸ τὸ λυτρωτικὸ ζεῦγμα ἁγιαστικῆς
καὶ βραχείας ὀδύνης - πνευματικῆς καὶ αἰώνιας ἡδονῆς βλ. τὸ ἐξαίρετον βιβλίον
τοῦ Ἀρχιμ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Ἡδονὴ - Ὀδύνη, ὁ διπλὸς καρπὸς τῆς αἰσθήσεως, Βιβλίο Α', Ὀρθόδοξη
Μαρτυρία 34, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 19943.
45. Βλ. Ἰω. 14, 2.
46. Πρβλ. Ματθ. 19, 29· Μαρκ. 10, 30· Λουκ. 8, 8.
47. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Φιλοσόφου δὲν ἐννοεῖ ὅτι ὁ ὁμιλὼν
παραδεχόταν τὴν κακότητα τῆς μουσουλμανικῆς πίστης. ὁ ἴδιος ὁ βιογράφος
χαρακτηρίζει κακότητα τὴν σαρακηνὴ πίστη, ἐγκρατὴς τῆς ὁποίας φέρεται ὁ ὁμιλών.
Οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν σαφῶς πιὸ δίκαιοι καὶ ἔντιμοι στὶς περὶ
πλανῶν κρίσεις τους, ἀπ' ὅτι ἐμεῖς σήμερα.
48. Σιουρᾶ 3, 35. 19, 27. 3, 48. Βέβαια ὑπάρχουν πολλὰ
κορανικὰ χωρία ἀναφερόμενα στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γι' αὐτὰ
παραπέμπουμε τὸν ἀναγνώστη στὸ πολὺ κατατοπιστικὸ βιβλίο τοῦ Ν. Π. Βασιλειάδη, Ὀρθοδοξία,
Ἰσλὰμ καὶ πολιτισμός, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, Μάρτιος 2000, σελ. 123ε. Ἐκεῖ ἀποδεικνύεται,
ἀνάμεσα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα, τὸ ἀσυμβίβαστο τῆς χριστιανικῆς θρησκείας μὲ τὴ
μωαμεθανική, καὶ ὅτι οἱ ἐκεῖθεν φιλοφρονήσεις γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς πίστεώς
μας δὲν μποροῦν ν' ἀποτελέσουν βάση προσεγγίσεως, ἰδιαίτερα ὅταν ἐλλείπει ἡ
ταυτότητα τῆς πίστεως. γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι ἁρνοῦνται τὴ θεότητα
τοῦ Κυρίου, ταιριάζει ἀπολύτως τὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Α' Ἰω. 2, 22)· «τὶς
ἐστὶν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἁρνούμενος ὅτι Ἰησούς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός;». Ἄλλωστε, ὅποιος
δὲν εἶναι μὲ τὸ Χριστό, εἶναι ἐναντίον Του, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἰδίου (βλ.
Ματθ. 12, 30, Λουκ. 11,23).
49. Δαν. 9,24.
50. Ἡ ζωὴ τοῦ Μωάμεθ τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 570-632
μ.Χ. Ἄλλες γνῶμες τοποθετοῦν τὴ γέννησή του στὰ ἔτη 569, 571 ἢ καὶ 580 μ.Χ. Βλ.
Π. Βασιλειάδη, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 15. 45ε.
51. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (ἄνοιξη τοῦ 861 μ.Χ.) ἡ ὁποία
σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐποχῆς τῆς ἀκμῆς τῆς Ρωμανίας, τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας
(867-1081 μ.Χ., δηλ. δυναστεῖες Μακεδόνων καὶ Δουκάδων), τὰ αὐτοκρατορικὰ ἐδάφη
ἐκτείνονταν μέχρι τὴ Ν. Ἰταλία καὶ Σικελία, βορείως στα Βαλκάνια περιελάμβαναν
τὴ Δαλματία καὶ ἀνατολικῶς στὴ Μ. Ἀσία ἔφθασαν γιὰ λίγο μέχρι καὶ τὰ Σαμόσατα,
μετὰ ἀπὸ σκληρὲς μάχες μὲ τοὺς Ἄραβες. μόλις εἶχε ἀποκρουσθεῖ ἐπιτυχῶς ἡ πρώτη
ρωσικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (860 μ.Χ.), ἐνῶ ἡ Μοραβία (ὅπως ἀργότερα
καὶ ἡ Βουλγαρία) περιερχόταν σταδιακῶς στὴ βυζαντινὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς. Βλ. ΒΛ.
ΦΕΙΔΑ, Βυζάντιο, Ἀθῆναι 19913, σελ. 96ε. Πρβλ. καὶ Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μεσαιωνικὸς
Δυτικὸς Πολιτισμός, ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 182ε.
52. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπαριθμώντας τὶς ἐνδεχόμενες
αἰτίες ἀναβολῆς τοῦ Βαπτίσματος ἐκ μέρους τοῦ ἀβαπτίστου ὀνομάζει 1) τὴν καταφρόνηση
τοῦ βαπτίσματος, 2) τὴν ἀπληστία γιὰ ὅσες ἡδονὲς δὲν θὰ μπορεῖ ν' ἀπολαύσει μετὰ
τὸ Βάπτισμα ἢ τὴ ραθυμία καὶ 3) τὴν ἄγνοια ἢ τὴν πρὸς τοῦτο ἀντικειμενικὴ ἀδυναμία
(π.χ. τῶν νηπίων). Ἂν ἐπέλθει ὁ θάνατος πρὶν τὸ Βάπτισμα, οἱ ἄνθρωποι τῆς πρώτης
καὶ δεύτερης κατάστασης θὰ τιμωρηθοῦν («δίκας ὑφέξειν», οἱ δεύτεροι λιγότερο, λόγω
ἀνοησίας) ἐνῶ τῆς τρίτης οὔτε θὰ δοξασθοῦν οὔτε θὰ τιμωρηθοῦν, ἂν ἦταν ἀπόνηροι,
ὅπως λ.χ. οἱ ἐνάρετοι καὶ προετοιμαζόμενοι ἢ τὰ νήπια («μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε
κολασθήσεσθαι παρὰ τοῦ δικαίου κριτοῦ, ὡς ἀσφραγίστους, μὲν, ἀπονήρους δέ»).
Βλ. Λόγος 40, Εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα 23, PG 36, 389ΑC.
53. Ἄλλη μία πατερικὴ μαρτυρία πὼς ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν, ὁ ἀναφερόμενος
καὶ ἀπὸ τὸν Προφήτη Δανιήλ, εἶναι ὁ μέλλων Κριτὴς τοῦ κόσμου, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος
τοῦ Θεοῦ. ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀναφέρεται στὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν, διότι ἡ μορφή του
ὡς Κριτοῦ εἶναι γνωστὴ στοὺς Ἰουδαίους Χαζάρους ἀπὸ τὴ σχετικὴ ὀπτασία τοῦ Προφήτου
(Δαν. 7, 9-12).
54. Ἡ ἀναφορὰ στὴ Μέλλουσα Κρίση ὑπῆρξε σταθερὴ στὴ
θεματολογία τῶν ἱεραποστόλων καὶ ὄχι ἀδίκως, ἐφ' ὅσον ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
καὶ οἱ Ἀπόστολοι τὴ χρησιμοποιοῦσαν πολλὲς φορὲς στὸ κήρυγμά τους. Γιὰ τὴ θέση
τῆς διδασκαλίας περὶ Μελλούσης Κρίσεως στὸ κατηχητικὸ κήρυγμα τῶν βυζαντινῶν ἱεραποστόλων
βλ. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Β', Ἀθήνα 1994, σελ. 28.
55. Ἴσως ἡ εἰδωλολατρικὴ πίστη τῶν Χαζάρων νὰ ἀπαιτοῦσε
προσκύνημα πρὸς τὴ Δύση. ἐὰν μή, τότε ὑπονοεῖται ἡ κατὰ τὴν ἰουδαϊκὴ συνήθεια
προσκύνηση πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα τῶν ἀπανταχοῦ τῆς γῆς Ἰουδαίων, μιᾶς καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα
εὑρίσκονται νοτιοδυτικὰ τῆς Χαζαρίας.
56. Βάσει τῆς προτροπῆς καὶ τῆς ἀπειλῆς αὐτῆς οἱ ὑπήκοοι τοῦ
Χαγάνου ἐξαναγκάστηκαν εἴτε σὲ χριστιανικὴ βάπτιση εἴτε σὲ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς ἑστίες
τους. Εἶναι βέβαια ἄπρεπος γιὰ τοὺς ἱεραποστόλους, ὡς ἀντίθετος μὲ τὴ
χριστιανικὴ πίστη, ὁ ἐξαναγκασμὸς σὲ βάπτιση, ἦταν ὅμως δικαίωμα τοῦ ἑκάστοτε
βασιλέως, κατὰ τὰ τότε κρατοῦντα, νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ κράτος τους ὅσους ὑπηκόους
εἶχαν πίστη ποὺ θὰ μποροῦσε εἴτε νὰ κλονίσει τὴν ὁμόνοια καὶ συνοχὴ μεταξὺ τῶν ὑπηκόων
εἴτε νὰ ἀπομακρύνει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ κράτος. Μὴ λησμονοῦμε δὲ ὅτι ἦταν
οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι οἱ ὁποῖοι ἐπίεσαν πρῶτοι γιὰ τὴν καθιέρωση μιᾶς
θρησκείας ἐξ ὅλων.
57. Ἕνα ἀπὸ τὰ μείζονα προβλήματα τῶν χριστιανῶν ἱεραποστόλων
εἶναι ἀνέκαθεν ἡ καθιέρωση τῆς μονογαμίας καὶ ἡ καταπολέμηση τῆς ἀθεμιτογαμίας
σὲ πληθυσμοὺς οἱ ὁποῖοι ἐκ παραδόσεων εἰδωλολατρικῆς, ἰουδαϊκῆς, μουσουλμανικῆς
ἢ ἄλλης ζοῦσαν μὲ πολυγαμία ἢ αἱμομιξία. Τὸ πρόβλημα συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἐπιλογὴ
ἐκ μέρους τοῦ ἀρχικῶς πολυγάμου καὶ κατόπιν ἐκχριστιανισθέντος ἀνδρὸς μιᾶς μόνο
ἀπὸ τὶς πολλὲς ὡς τότε συζύγους του (Βλ. Ὁ ἱεραπόστολος τοῦ Ζαΐρ π. Κοσμὰς
Γρηγοριάτης, ἐκδ. Ἱεραποστολικοῦ Συνδέσμου «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», Θεσσαλονίκη
1996, σ. 33) καὶ τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξη τῶν ὑπολοίπων, ὅπως καὶ τῶν παιδιῶν
ποὺ γεννήθηκαν ἀπ' αὐτές. Περὶ τοῦ νομικοῦ πλαισίου τὸ ὁποῖο οἱ βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι
προσπαθοῦσαν νὰ καθιερώσουν γιὰ τὴν περιφρούρηση τοῦ γάμου στὰ νεοφώτιστα ἔθνη
βλ. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 37ε.
58. Τὸ ὄνομά του ἦταν Μουταβακκήλ. Βλ. ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Μαρτυρία καὶ διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα, τ. Γ', ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
1990, σελ. 186.
59. μὲ ἀφορμὴ παρόμοια περιστατικὰ προσπαθοῦν μερικοὶ ἱστορικοὶ
νὰ ἀποδείξουν τὸ ὅτι ἡ βυζαντινὴ ἱεραποστολὴ ἐξυπηρετοῦσε πρωτίστως τὰ πολιτικὰ
συμφέροντα τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ἔχει εὔστοχα, ὡστόσο, ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο
Καθηγητὴ Π. Χρήστου ὡς πρὸς τὴν ἱεραποστολὴ στοὺς Σλάβους («Ἐπιδιώξεις τῆς ἀποστολῆς
Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου εἰς τὴν Κεντρικὴν Εὐρώπην», ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 10): Ἂν ὑπῆρχε
τοιαύτη σκέψις, δὲν θὰ ἐστέλλοντο οἱ ἱεραπόστολοι μὲ ὅπλα προωθοῦντα τὴν ἀνεξαρτησία
τῶν σλαβικῶν ἐθνῶν, τὸ ἀλφάβητον, δηλαδὴ καὶ τὰς μεταφράσεις».Β Ἐδῶ μποροῦμε νὰ
διαπιστώσουμε μία ἀκόμη διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἱεραποστολὲς τῶν παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν.
Καὶ ὁ Καθηγητὴς Βλάσιος Φειδᾶς σημειώνει (Βυζάντιο, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 284): «Εἶναι
γενικὰ διαπιστωμένο ὅτι ἡ ἱεραποστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ἐνίσχυε ὄχι μόνο
τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, ἀλλὰ καὶ τὴ συνείδηση τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας
τῶν μεταστρεφόμενων στὸν χριστιανισμὸ βαρβαρικῶν λαῶν ».
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 7 . ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου