xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Ὁ Οἰκουμενισμός


Ὁ Οἰκουμενισμός

 Πρόλογος


Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της καθολικὴ καὶ ἀσφαλῶς οἰκουμενικὴ (παγκόσμια). Ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιὰ της σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κάθε φυλῆς καὶ ἐποχῆς, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἔρθουν κοντά της. Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή της, ἀπευθύνει διαχρονικὰ στὸν κόσμο τὸ «δεῦτε πρὸς με πάντες», ἐνῶ παράλληλα στέλνει τοὺς μαθητές Του νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας «εἰς πάντα τὰ ἔθνη».


Αὐτὴ τὴ συστατικὴ καὶ φυσικὴ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν οἰκουμενικότητα – παγκοσμιότητα, τὴ διεκδικοῦν σήμερα δύο κινήματα, ποὺ ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ Παγκοσμιοποίηση.

Ἡ Παγκοσμιοποίηση προωθεῖται ἀπὸ ἰσχυρὲς πολιτικοοικονομικὲς δυνάμεις καὶ προβάλλει τὸ μοντέλο μιᾶς ἑνοποιημένης ἀνθρωπότητος, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμὸς δραστηριοποιεῖται στὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ἐπιδιώκοντας τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὁράματος ἑνὸς ἑνωμένου Χριστιανισμοῦ καὶ στοχεύοντας τελικὰ σὲ μιά οἰκουμενικὴ θρησκεία, μιά Πανθρησκεία.

Στὸ τεῦχος τοῦτο ἐπιχειροῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ – στὸ ὁποῖο συμμετέχει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία -, ἐπειδὴ αὐτὸ παραμένει ἄγνωστο στὸ εὐρύτερο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐξελίξεις στοὺς κόλπους του προκαλοῦν ἀνησυχία καὶ προβληματισμό.

Ἴσως ν’ ἀκούγεται περίεργα, ἀλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπειλεῖ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει ὅλο καὶ περισσότερο σὲ συμβιβαστικὲς – συγκρητιστικὲς τακτικές, ποὺ ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Καί, ἂς μὴν τὸ λησμονοῦμε, ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι ἡ πρώτη καὶ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη ἁγιοπατερικὴ ἀπόφανση: «Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρῆ αὐτῶ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μὴ τὶς σώαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰώνα ἀπολεῖται» (Σύμβολον τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας).

Ἔτσι, λοιπόν, ἂν τὸ σωτήριο μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας χαθεῖ ἀνάμεσα στὰ πλάνα μηνύματα τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, γιὰ χάρη ἑνὸς οὐτοπικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, τότε θὰ χαθεῖ καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.

Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς


Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία κίνηση, ποὺ διακηρύσσει ὅτι ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, κ.α.). Ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητος συγκινεῖ κάθε εὐαίσθητη χριστιανικὴ ψυχὴ καὶ ἀνταποκρίνεται στοὺς μύχιους πόθους της. Τὴν ἰδέα αὐτὴ οἰκειοποιεῖται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Ἀλλὰ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα, ὅραμα κατεξοχὴν πνευματικό, τὸ στηρίζει κυρίως πάνω στὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες καὶ ὄχι στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ, ὅταν συναντήσει τὴν ἀνθρώπινη μετάνοια καὶ ταπείνωση, νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ὅραμα πραγματικότητα.

Ἡ ποθητὴ ἑνότητα, ἂν καὶ ὅταν συμβεῖ, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Πότε ἐμφανίσθηκε


Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ν’ ἀναζητηθοῦν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες χριστιανικὲς Ὁμολογίες, βλέποντας τὸν κόσμο νὰ φεύγει ἀπὸ κοντὰ τους λόγῳ τῆς αὐξανόμενης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καὶ τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάστηκαν σὲ μία συσπείρωση καὶ συνεργασία.

Αὐτὴ ἡ ἑνωτικὴ δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὸν 20ο αἰ.. καὶ κυρίως τὸ 1948, μὲ τὴν ἵδρυση στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στὴ Γενεύη.

Θὰ πρέπει, βέβαια, νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πάρει ‘’οἰκουμενικὸ’’ χαρακτήρα, ἀλλὰ θὰ παρέμενε ἁπλὰ μία ἐνδοπροτεσταντικὴ ὑπόθεση, ἂν δὲν συμμετεῖχαν καὶ κάποιες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν. Ἀργότερα ὅμως, χωρὶς νὰ ἐνταχθοῦν στὸ Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοὶ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Μὲ σχετικὸ διάταγμα τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕναν δικό τους Οἰκουμενισμὸ ποὺ στοχεύει στὴν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.

Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση

Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι σημαντικὴ ὤθηση στὴ δημιουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως• ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, πού, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσε τὴ βάση καὶ τὸν ‘’Καταστατικὸ Χάρτη’’ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση.

Τὸ Διάγγελμα αὐτὸ ἦταν κάτι τὸ πρωτόγνωρο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσημο ὀρθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε ὅλες τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως ‘’Ἐκκλησίες’’, ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι ἀνέτρεπε τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ παλαιότερες ἐποχές, φτάνει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) τὸ ἴδιο Πατριαρχεῖο, σὲ ἐγκύκλιό του τοποθετοῦσε τὸν Παπισμὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἰσήγαγε «αἱρετικᾶς διδασκαλίας καὶ καινοτομίας». Γι’ αὐτὸ καὶ καλοῦσε τοὺς Δυτικοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς μίας Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ διακρατικὴ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», πρότεινε τὴ σύμπηξη μιᾶς «συνάφειας καὶ κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν», μὲ κυριότερους στόχους α) τὴν ἐπανεξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν μὲ συμβιβαστικὴ διάθεση, β) τὴν παραδοχὴ ἑνιαίου ἡμερολογίου (ἡ μερικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου ἐπέφερε, δυστυχῶς, ἐνδοορθόδοξο ἐορτολογικὸ διχασμό), καὶ γ) τὴ συγκρότηση παγχριστιανικῶν συνεδρίων.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδὸν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακὰ νὰ γίνουν, καὶ ἔγιναν, δεκτὲς ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν’ ἀναδιπλωθοῦν καὶ ν’ ἀποχωρήσουν, καθὼς ἀφενὸς παρακολουθοῦσαν μὲ ἀπογοήτευση τὸν ἐκφυλισμό του καὶ ἀφετέρου πιέζονταν ἀπὸ τὶς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικὲς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τὸ ἐρώτημα: Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ εἶναι ἐνταγμένη ὡς «μέλος» σὲ «κάτι», τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια εἶναι τὸ «ὅλον», τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ πού καλεῖ ὅλους νὰ γίνουν μέλη Του;

Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καὶ λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καὶ διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ποσοτικὴ ὑπεροχὴ τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τὸ 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς Γενικὲς Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις – μερικὲς ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακὰ κείμενα – ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ οἰκουμενιστικὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἀνταπόκριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε θετική, μὲ κύριο ἐκφραστὴ της τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ὁ Πατριάρχης συναντήθηκε μὲ τὸν πάπα Παῦλο ΣΤ’ στὰ Ἱεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στὴν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καὶ ὑποστήριξε τὸ «διάλογο τῆς ἀγάπης», προωθώντας ἔτσι τοὺς στόχους τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.

Η συμμετοχή  της  ελληνικής  εκκλησίας  στον  οικουμενισμό  σηματοδοτεί  την  διακοπή  της  σχέσεως  της  ελληνικής  εκκλησίας  με  την  ΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ  και  την  κατάταξη  της  στην  μερίδα  των  αιρετικών
Συνεχίζεται  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου