Ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, καὶ δίνει τὴ λαμπρότητά Του σ΄ ἐκείνους πού καθαρίζουν τὴ σβησμένη λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους κι’ ἑνώνονται μὲ τὸ «Θεῖον πῦρ».
Θαῦμα παράδοξο! Ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλά καὶ σωματικά. Ἄνθρωπος καὶ Θεὸς νὰ γίνονται ἕνα, ὅπως ἕνα εἶναι καὶ τὸ ζωντανὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὴν ψυχή. Μὲ τὴν ἕνωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατὰ χάριν Θεός», ὅπως λέει ὁ ψαλμωδὸς Δαβίδ: «Ἐγώ εἶπα, θεοὶ ἐστε καὶ υἱοί Ὑψίστου πάντες».
Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε: «Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὸν καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν».
Πῶς ὅμως μένουμε ἐμεῖς στὸν Χριστὸ κι’ Αὐτός σέ μᾶς;