Ποιά εἶναι ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ αἰτία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου
Αὐτὴ ἦταν ἐκείνη ἡ πολυθρύλητη πτῶσι τοῦ προπάτορά μας, τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ˙ διότι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν τροφὴ καὶ ἡδονὴ τῶν νοητῶν, ἔπεσε, ἀλλοίμονο, στὴ σωματικὴ ἡδονὴ τῶν αἰσθητῶν, σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη ὅλων σχεδὸν τῶν θείων Πατέρων, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἐμεῖς κληρονομήσαμε διαδοχικὰ ἐκείνη τὴν προγονικὴ ὁρμὴ πρὸς τὰ αἰσθητά.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεόδωρος Ἱεροσολύμων εἶπε:
«Ὁ Ἀδάμ, κάνοντας κακὴ χρῆσι τῆς αἰσθήσεως, θαύμασε τὸ αἰσθητὸ κάλλος, ἀφοῦ τοῦ
φάνηκε ὡραῖος καρπὸς στὴν ὅρασι καὶ καλὸς στὴ γεῦσι˙ καὶ ἀφοῦ τὸ γεύθηκε, ἐγκατέλειψε
τὴν ἀπόλαυσι τῶν νοητῶν» (Φιλοκαλ. Σέλ. 285). «Ἡ γυναῖκα εἶδε ὅτι οἱ καρποὶ τοῦ
δέντρου ἦταν εὔγευστοι, ἑλκυστικοὶ καὶ ξεσήκωναν τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτησι
τῆς γνώσεως. Πῆρε ἀπὸ τοὺς καρποὺς του καὶ ἔφαγε˙ καὶ ἀφοῦ ἔδωσε καὶ στὸν ἄνδρα
της ποὺ ἦταν μαζί της ἔφαγε καὶ αὐτὸς» (Γέν. 3,6). Τὸ δένδρο ἐκεῖνο τῆς γνώσεως
τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐμπαθὴς αἴσθησι τῆς φαινομενικῆς κτίσεως κατὰ τὸν
ἅγιο Μάξιμο ποὺ λέει: «Ὁ καρπὸς τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ
κτίσις ποὺ φαίνεται. Διότι ἐκ φύσεως ἔχει τὴν δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς στὴν ἡδονὴ
καὶ τὴν ὀδύνη». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος ἀλλοῦ λέγει: «Ὁ καρπὸς τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ
καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ αἴσθησις τοῦ σώματος, στὴν ὁποία ὑπάρχει καθαρὰ ἡ κίνησι
τοῦ παραλόγου καὶ τὴν ὁποία σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν
θεία ἐντολὴ νὰ μὴν ἀγγίξη μέσῳ τῆς ἐνεργείας, δὲν τὴν τήρησε» «Κέφ. λβ' της δ' ἑκατοντ.
Τῶν θεολ.). Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ Νικήτας ὁ Στηθάτος καὶ οἱ ὑπόλοιποι. Καὶ
μάλιστα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: « Ὁ καρπὸς τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
κακοῦ, (δυνατὸν νὰ νοηθῇ εἶναι ἡ ἡδονικὴ τροφή, ἡ ὁποία φαίνεται μὲν ὅτι
γλυκαίνει, στὴν πραγματικότητα ὅμως καθιστᾶ αὐτὸν ποὺ μετέχει σ' αὐτήν,
συμμέτοχο κακῶν. Γιατί ὁ Θεὸς λέει, «... ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ
τοῦ κακοῦ μὴ φᾶτε. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε ἀπ' αὐτό, θὰ πεθαίνετε μὲ φυσικὸ
θάνατο˙ γιατί ἀπὸ τὴ φῦσι ἡ αἰσθητὴ τροφὴ εἶναι ἀναπλήρωσι αὐτοῦ ποὺ ἀποβάλλεται
σιγᾶ – σιγᾶ καὶ προχωρεῖ πρὸς τὸν ἀφεδρώνα καὶ τὴν φθορὰ καὶ κάνει ἀδύνατο νὰ
μένη ἄφθαρτος αὐτὸν ποὺ μετέχει τῆς αἰσθητὴς βρώσεως» (Βίβλ. β' κέφ. κὴ' περὶ
πίστεως). Γιατί ἡ αἴσθησις, ἀφοῦ γνωρίση, σὰν νὰ λέμε, ἀφοῦ δοκιμάση τὸ καλό,
δηλαδὴ τὴν αἰσθητὴ ἡδονή, δοκιμάζει ταυτόχρονα μαζὶ του καὶ τὸ κακό, δηλαδὴ τὴν
ἀδελφὴ τῆς ἡδονῆς, τὴν ὀδύνη˙ καὶ γι' αὐτὸ ἀπὸ κοινοῦ ὅλες οἱ αἰσθητὲς ἡδονὲς
συνηθίζεται νὰ ὀνομάζωνται ἐπώδυνες ἡδονές.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἶπε: «Τί
πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ φᾶς; Ὅμως ἀκούω πολλοὺς ποὺ λένε ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι κόπος
(ὀμιλ. ἰγ' εἰς τὴν πρὸς Ἐβρ). Συμφωνῶντας μὲ τὰ παραπάνω καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος
Νύσσης λέει: «Ἀνάμεικτος καὶ ἀπὸ τὰ δύο λένε ὅτι εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ ἀπαγορευμένου
δένδρου˙ εἶπε ὅτι ἡ γεῦσι του ὁδηγεῖ σὲ θάνατο αὐτοὺς ποὺ θὰ τὸ ἀγγίξουν˙ ... ὅπως
συμβαίνει μὲ τὴν κακία τῶν δηλητηρίων ποὺ ἀναμιγνύονται μὲ μέλι, τὸ ὁποῖο ὅσο
γλυκαίνει τὴν αἴσθησι τόσο φαίνεται πὼς εἶναι καλό, ὅσο ὅμως φθείρει αὐτὸν ποὺ
τὸ ἀγγίζει, γίνεται χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο κακὸ» (Περὶ ἀνθρώπου κατασκευῆς,
Κέφ. κ' τόμ. α'). Γι' αὐτὸ διαβάζουμε καὶ στὴν ἱστορία ὅτι οἱ Ρωμαῖοι λάτρευαν
τὴν ἴδια χρονικὴ στιγμή, σὰν δυὸ θεές, τὴ χαρὰ καὶ τὴ θλῖψι˙ καὶ μολονότι εἶχαν
ἀφιερωμένο στὴν κάθε μιὰ ξεχωριστὸ ναό, ἔκαναν ὅμως θυσία ταυτόχρονα καὶ στὴ μιὰ
καὶ στὴν ἄλλη, γιὰ νὰ δείξουν αἰνιγματικά, ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι τόσο ἑνωμένη μὲ τὴ
θλῖψι, σὰν νὰ λέμε ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ ὀδύνη, ὥστε ὅταν ἡ μιὰ δίνη χαρά, ἡ ἄλλη δίνει
φόβο˙ καὶ ὅταν αὐτὴ βλάπτη καὶ θλίβη, ἐκείνη δίνει ἐλπίδα. Αὐτὸ στάθηκε ἀντίστροφα
καὶ ἡ αἰτία τῆς ἐλεύσεως τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ˙ νά μας ἐγείρη δηλαδὴ
ἀπὸ τὴν προσκόλλησι καὶ τὴν ἀγάπη στὰ αἰσθητὰ καὶ νά μας ἀνυψώση στὴν ἀγάπη καὶ
τὴν ἀπόλαυσι τῶν νοητῶν, δείχνοντας σὲ μᾶς τὴν καλὴ στ' ἀλήθεια μεταβολὴ πρὸς τὰ
ἀνώτερα. Αὐτό, τὴν ἐκκοπὴ δηλαδὴ τῶν ἡδονῶν καὶ τὴν ἀπόλαυσι τῶν νοητῶν,
θέλοντας νὰ τὸ κατορθώσουν εὔκολα οἱ πραγματικοὶ καὶ ἀληθινοὶ φιλόσοφοι καὶ ἀσκητές,
ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο, ὅπου εἶναι πολλὰ τὰ αἴτια τῶν ἡδονικῶν ἀφορμῶν καὶ
κατέφυγαν στὶς ἐρήμους καὶ τὰ σπήλαια, καὶ ἐκεῖ, μὴ βρίσκοντας τὶς αἰτίες τῶν αἰσθητῶν
ἡδονῶν, εὔκολα ὑπέταξαν τὶς αἰσθήσεις καὶ σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀνέβηκαν
στὴ γλυκύτατη ἀπόλαυσι τῶν θείων καὶ νοητῶν.
Αὐτό, τὸ ἴδιο, παρακαλῶ θερμά, νὰ κάνης καὶ
ἐσύ, ἀγαπητέ. Γνώρισες ἀκριβῶς καὶ μόνος σου, ὡς συνετὸς καὶ φιλομαθής, ἀπὸ τὶς
θεῖες Γραφὲς ὅτι ἡ καθ' αὐτὸ καὶ φυσικὴ ἡδονὴ τοῦ νοῦ, εἶναι τὸ νὰ ἀσχολῆται
πάντοτε καὶ νὰ ἐντρυφᾶ στὰ νοητὰ κάλλη˙ (Γιατί τὰ νοητὰ εἶναι τροφὴ τοῦ νοῦ,
κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο). Ἀντίθετα ἡ κλίσι του πρὸς τὴν αἰσθητὴ ἡδονή, γνώρισες ὅτι
εἶναι ἀντίθετα στὴ φῦσι τοῦ νοῦ, βίαιη, ἐμπαθής, πρόξενος φθορᾶς καὶ ἐντελῶς
ξένη πρὸς αὐτόν. «Γιατί ὅταν ὁ νοῦς, λέει ὁ δικός μου θεοφόρος φιλόσοφος, ὁ ἅγιος
Ἰσαάκ, ἕλκεται ἀπὸ τὰ αἰσθητά, τότε τρώει τὴν τροφὴ τῶν θηρίων˙ δηλαδὴ γίνεται
σὰν κτῆνος καὶ σὰν θηρίο» Ἡ νοητὴ ἡδονή, λοιπόν, αὐτὴ κυρίως εἶναι καὶ λέγεται ἡδονή,
κατὰ τὸν ἅγιο Κάλλιστο˙ διότι καὶ κατακτᾶ τὴν ἀπόλαυσι καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσι,
προξενεῖ χαρά. Ἐνῶ ἡ αἰσθητὴ καὶ σαρκικὴ ἡδονὴ δὲν εἶναι, οὔτε λέγεται ἡδονή, ἀλλὰ
τὸ ὄνομά της εἶναι ψευδὲς˙ γιατί καὶ κατὰ τὴν ἀπόλαυσί της καὶ μετὰ τὴν ἀπόλαυσι,
προξενεῖ λύπη στὴν καρδιά, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ἅγιος γιὰ ἐκείνη μὲν τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸ
κυρίως ὀνομάζεται ἡδονή, τὸ ὁποῖον δὲν ἀποδίδεται σύμφωνα μὲ τὴν φῦσι καὶ τὸ
λόγο καὶ παραμένει περισσότερο ἐνεργούμενο, γεμίζοντας τὴν καρδιὰ μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη
καὶ μετὰ τὴν ἐκπλήρωσί του. Ὁποιοσδήποτε λοιπὸν ἐπιθυμεῖ ἂς ἀναζητήση τὴν καθαρὴ
καὶ ἄλυπη, νοερὴ καὶ πνευματικὴ ἡδονὴ˙ γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ κυρίως ἡδονὴ
τῆς καρδιᾶς». Γιὰ τὴν ἄλλη ὅμως λέει: «Ἀντίθετα ἡ ἡδονὴ ποὺ δὲν εἶναι νοερὴ καὶ
πνευματικὴ ἀλλὰ σαρκική, λανθασμένα ὀνομάζεται ἡδονὴ˙ γιατί ἀφοῦ ὅταν ἐκπληρωθῇ,
ἀφήνει πικρὴ μεταμέλεια, φανερὰ ψεύδεται ὅτι εἶναι ἡδονὴ˙ γιατί εἶναι νόθα» (Εἰς
τὸ κέφ. ρὶβ' σὲ χειρόγραφα).
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει
τὶς σωματικὲς ἡδονὲς δημίους τοῦ σώματος καὶ χειρότερες ἀπὸ δημίους, λέγοντας:
«Οἱ ἡδονὲς εἶναι φοβεροὶ δήμιοι τοῦ σώματος ἢ καλλίτερα χειρότεροι καὶ ἀπὸ
δήμιοι˙ γιατί τεντώνουν τὸ σῶμα μὲ ἀχειροποίητα δεσμὰ» (Λόγ. στὴν πρωτομάρτυρα
Θέκλα). Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω καὶ ἐγώ: Ἡ ἡδονὴ μοιάζει μὲ λίμα ἀλειμένη μὲ λάδι, τὸ
ὁποῖο γλύφοντάς το ἡ γάτα, γλύφει συγχρόνως καὶ τὸ αἷμα τῆς γλώσσας της. Εἶναι
μύγα μέσα στὸ μέλι, ἡ ὁποία πίνοντας τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ, παγιδεύεται στὸ μέλι
καὶ πεθαίνει˙ καὶ εἶναι δόλωμα, γλυκὸ στὴν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ ὅταν τὸ καταπιὴ
κάποιος, γίνεται ὀδυνηρὸς θάνατος. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Σολομῶν εἶπε: «Ἀπὸ τὰ χείλη
της πόρνης στάζει μέλι ποὺ πρὸς στιγμὴν γλυκαίνει τὸν λάρυγγα σου, κατόπιν ὅμως
θὰ τὸ βρῇς πικρότερο καὶ ἀπὸ χολὴ» (Παρ. 5, 3). Ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ τὰ αἰσθητήριά
σου, μέσα σὲ τόσο χρονικὸ διάστημα, συνήθισαν νὰ ἐπιθυμοῦν τὴν αἰσθητὴ ἡδονὴ καὶ
νὰ συμπαρασύρουν καὶ τὸ νοῦ σοῦ σ' αὐτὴ καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήνουν νὰ ἐντρυφᾶ στὰ
φυσικά, στὰ οἰκεῖα καὶ συγγενῆ του νοήματα καὶ ἀπὸ κεῖ ν' ἀπολαμβάνη τὴν
κατάλληλη νοερὴ αὔξησι τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἡδονῆς, τί πρέπει νὰ κάνης; Νά, σοῦ ὑπενθύμισα
μὲ ὅσα ἀνέφερα ὡς τώρα, ὅτι πρέπει νὰ φροντίσης, ὅσο μπορεῖς νὰ κατευθύνης μὲ
μεγάλη φρόνησι τὰ πέντε αἰσθητήριά σου καὶ τὰ ἀναγκαῖα, ὅσα δηλαδὴ εἶναι ἀπαραίτητα
στὴ σύστασι τοῦ σώματος, νὰ τὰ δίνης, ἐνῶ ὅσα εἶναι περιττὰ καὶ ἀφοροῦν τὴν ἡδονή,
νὰ τὰ ἀποκόπτης. Σ' αὐτὸ πρόκειται νὰ φανῇς κύριος τῶν παθῶν σου, στὸ νὰ
μπορέσης δηλαδὴ μὲ ὅλη σου τὴν ἀνδρεία, νὰ ἀπελευθερώσης τὰ αἰσθητήριά σου ἀπὸ
τὶς καταστροφικές, ἐπώδυνες καὶ ψεύτικες ἡδονὲς καὶ συγχρόνως νὰ ἐλευθερώσης καὶ
τὸν ἡγεμόνα σου νοῦ, ἀπὸ τὴ προσκόλλησί του σ' αὐτὰ καὶ νὰ τὸν ἀφήσης νὰ ἐπιστρέψη
στὰ ποθητά του κάλλη˙ τῶν νοητῶν δηλαδή, στὰ ἀληθινὰ καὶ ὄντως καλά.
Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν μέγα Βασίλειο, εἶναι
παράλογο στ' ἀλήθεια ν' ἀφήνη ὁ ἄνθρωπος τὶς αἰσθήσεις του νὰ γεμίζουν ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ
καὶ νὰ ἐμποδίζη τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴ δική του ἐνέργεια καὶ ἀπὸ τὰ νοητά. «Γιατί
θεωρῶ ὅτι εἶναι ἄτοπο το νὰ ἀφήνη κανεὶς ἐλεύθερα τὶς αἰσθήσεις του νὰ
χορταίνουν ἀπὸ τὶς δικές τους ὗλες, ἐνῶ ὁ νοῦς του μόνο νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν
οἰκεία του ἐνέργεια˙ γιατί ὅπως ἡ αἴσθησι στὰ αἰσθητά, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἐπιβάλλεται
στὰ νοητὰ» (Ἐπιστολὴ ἀπολογητικὴ πρὸς Καισαρείς). Γιατί ὅπως ἀπὸ αὐτὰ τὰ αἰσθητήρια,
τὰ ὁποῖα ἀγκιστρώθηκαν κατὰ κάποιο τρόπο στὶς αἰσθητὲς ἡδονές, ὄχι μόνο τὰ πρῶτα
ἐκεῖνα χρόνια τῆς παιδικῆς ἡλικίας (ὅπως ἀπέδειξε ὅλη ἡ προαναφερθεῖσα θεωρία),
ἀλλὰ καὶ στὰ μετέπειτα χρόνια, ἀγκιστρώθηκε τόσο ὁ νοῦς ὁ δικός μας, ὅσο καὶ ὅλου
του ἀνθρωπίνου γένους, στὸ δόλωμα αὐτῶν τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν, καὶ ἀπὸ τότε, ἀλλοίμονο!
Στερηθήκαμε καὶ χάσαμε ὅλοι ἐκείνη τὴ μακαρία καὶ ἀληθινὴ ἡδονή μας. Ἔτσι πάλι,
ἂν δὲν ἀπαγκιστρωθοῦν τὰ ἴδια τὰ αἰσθητήρια ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἡδονές, οὔτε καὶ ὁ
νοῦς μας μπορεῖ ν' ἀπαγκιστρωθῇ ἀπὸ αὐτὲς καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴ φυσική του ἡδονὴ˙
καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἀδύνατο νὰ γίνη μὲ ἄλλον τρόπο.
Πηγή:
orp.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου