xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Πρός τε Ἰουδαίους καὶ Ἓλληνας ἀπόδειξις ὅτι ἐστὶ Θεὸς ὁ Χριστός ἐκ τῶν παρά τοῖς προφήταις πολλαχοῦ περί αὐτοῦ εἰρημένων

 AΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ                                    «Πρός τε Ἰουδαίους καὶ Ἓλληνας ἀπόδειξις ὅτι ἐστὶ Θεὸς ὁ Χριστός  .ἐκ τῶν παρά τοῖς προφήταις πολλαχοῦ περί αὐτοῦ εἰρημένων


Προεορτάσωμεν λαοί, Χριστοῦ τὰ Γενέθλια
, καὶ ἐπάραντες τὸν νοῦν, ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ, καὶ κατίδωμεν τὴν Παρθένον, τοῖς ψυχικοῖς ὀφθαλμοῖς, ἐπειγομένην τίκτειν ἐν Σπηλαίῳ, τὸν τῶν ὅλων Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν· οὗ Ἰωσὴφ κατιδών, τῶν θαυμάτων τὸ μέγεθος, ἐδόκει ἄνθρωπον θεωρεῖν, ὡς βρέφος σπαργανούμενον, ὑπενόει δὲ ἐκ τῶν πραγμάτων, Θεὸν εἶναι ἀληθινόν, τὸν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


ἐκ τῶν παρά τοῖς προφήταις πολλαχοῦ περί αὐτοῦ εἰρημένων»κατά Ιουδαίων και εθνικών, απόδειξη ότι ο Χριστός είναι Θεός, με βάση όσα είπαν οι προφήτες γι’ Αυτόν σε πολλά σημεία των βιβλίων τους

   Ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν θὰ ἀνέχονταν νὰ ἀκοῦνε μὲ εὐκολία μακροσκελεῖς λόγους, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἄλλοι εἶναι ἐκ φύσεως ράθυμοι, ἄλλοι ἔχουν παραδοθεῖ μὲ πολλὴ ἀφοσίωση στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἄλλοι ἐπειδὴ κατέχονται ἀπὸ πολλὴ ἀμάθεια, θεώρησα ἀναγκαῖο νὰ σᾶς ἀπαλλάξω ἀπὸ τὸν κόπο τῆς μακρηγορίας, ὥστε καὶ τὴν ὀκνηρία νὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ τοὺς ράθυμους καὶ νὰ πείσω ἐκείνους ποὺ ἀποφεύγουν νὰ διαβάζουν κάτι, νὰ ἀκούσουν μὲ πολλὴ προθυμία τὴν ἀνάπτυξη τῆς πραγματείας αὐτῆς.

 Γι' αὐτὸ λοιπὸν δὲν θὰ στολίσω τὴν ὁμιλία μου μὲ λέξεις καὶ ὀνόματα καλολογικά, ἀλλὰ θὰ θέσω τὰ ὀνόματα καὶ τὶς λέξεις ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι εὐκολονόητα καὶ στὸν δοῦλο κα στὴν ὑπηρέτρια καὶ στὴ χήρα γυναῖκα καὶ στὸν ἔμπορο καὶ στὸν ναύτη καὶ στὸν ἀγρότη, καὶ θὰ προσπαθήσω παντοῦ νὰ περιορίσω, ὅσο εἶναι δυνατό, τὸ μῆκος τῆς ὁμιλίας καὶ νὰ κάνω σύντομη τὴ διδασκαλία, γιὰ νὰ διεγείρω καὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ τὴν ὄρεξη τῶν ἀδιάφορων ἀκροατῶν νὰ ἀκούσουν μὲ εὐκολία καὶ χωρὶς κούραση τὰ ὅσα πρόκειται νὰ λεχθοῦν, ὥστε, συγκρατῶντας τα στὴ μνήμη σας, νὰ ὠφεληθεῖτε. Θὰ ἀρχίσω τὸν ἀγῶνα μου πρῶτα ἐναντίον τῶν ἐθνικῶν.

 Ἂν δηλαδὴ λέγει ὁ εἰδωλολάτρης: «Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός;»(γιατί πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ λάβουμε αὐτὸ σὰν προϋπόθεση, ἀφοῦ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐπακόλουθα αὐτοῦ), ἐμεῖς δὲν θὰ ἀρχίσουμε τὴν ἀπόδειξη ξεκινῶντας ἀπὸ τὸν οὐρανό, οὔτε καὶ ἀπὸ ἄλλα παρόμοια. Γιατί, ἂν τοῦ πῶ, ὅτι «ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα», δὲν θὰ τὸ ἀνεχθεῖ· ἂν τοῦ πῶ «ὅτι ἀνέστησε νεκρούς, ὅτι θεράπευσε τυφλούς, ὅτι ἐξεδίωξε δαίμονες», οὔτε καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀποδεχθεῖ· ἂν τοῦ πῶ, ὅτι «ὑποσχέθηκε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὰ ἄρρητα ἀγαθά, ἂν τοῦ μιλήσω γιὰ τὴν ἀνάσταση», ὄχι μόνο δὲν θὰ τὰ δεχθεῖ, ἀλλὰ καὶ θὰ γελάσει.

 Πῶς λοιπὸν θὰ τὸν φέρουμε κοντά μας, καὶ μάλιστα ἂν εἶναι ἰδιώτης; Ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ ἀπὸ αὐτά, ποὺ καὶ ἀπὸ μένα καὶ ἀπ' αὐτὸν τὸν ἴδιο εἶναι κοινῶς παραδεκτὰ καὶ ἀναντίρρητα καὶ πρὸς τὰ ὁποῖα δὲν ἔχει καμία ἀμφιβολία; Γιατί, ἂν τοῦ πῶ ὅτι δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ ἄλλα ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως, δὲν θὰ δεχόταν νὰ πεισθεῖ εὔκολα. Ποιά εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνα, ποὺ κι αὐτὸς δέχεται ὅτι τὰ ἔκαμε ὁ Θεὸς καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προβάλλει καμία ἀντίρρηση; Τὸ ὅτι Αὐτὸς φύτευσε τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν- γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι Αὐτὸς ἵδρυσε τὶς Ἐκκλησίες ποὺ ὑπάρχουν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης. Ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀποδείξουμε τὴ δύναμή Τοῦ, καὶ θὰ δείξουμε ὅτι εἶναι Θεός, καὶ θὰ τοῦ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι ἔργο ἁπλοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐξάπλωση τῆς διδασκαλίας μέσα σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ καλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τέτοια πράγματα, καὶ ἀνθρώπους τέτοιους ποὺ ἦταν προκατειλημμένοι ἀπὸ τὶς κακὲς συνήθειές τους, ἢ καλύτερα ποὺ ἦταν κυριευμένοι ἀπὸ τόσο μεγάλη κακία. Καὶ ὅμως κατόρθωσε νὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὄχι μόνο τοὺς Ρωμαίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς Πέρσες, καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἔθνη τῶν βαρβάρων. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κατόρθωσε ὄχι μὲ τὴ χρήση ὅπλων, οὔτε μὲ δαπάνες χρημάτων, οὔτε κινῶντας ἐναντίον τοὺς στρατεύματα καὶ ὑποκινῶντας πολέμους, ἀλλὰ ἔχοντας στὴν ἀρχὴ ἕνδεκα ἀνθρώπους, ἄσημους, ἁπλοϊκούς, ἀγράμματους, ἰδιῶτες, φτωχούς, κακοντυμένους, ἄοπλους, ἀνυπόδητους, μὲ ἕναν καὶ μόνο χιτῶνα.

Γιατί ὅμως λέγω «κατόρθωσε»; Μπόρεσε νὰ πείσει τόσες φυλὲς ἀνθρώπων νὰ φιλοσοφοῦν ὄχι μόνο γιὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, νὰ καταργήσουν τοὺς νόμους τῶν πατέρων τους, νὰ ξεριζώσουν τὶς ἐπὶ τόσα χρόνια ριζωμένες παλιὲς συνήθειες καὶ νὰ φυτεύσουν ἄλλες ἀντὶ αὐτῶν, καὶ παίρνοντάς τους ἀπὸ τὰ εὔκολα τοὺς ὁδήγησε στὰ δικὰ Τοῦ τὰ δύσκολα, καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κατόρθωσε ἐνῶ πολεμοῦνταν ἀπὸ ὅλους καὶ ἀφοῦ ὑπέμεινε χλευαζόμενος τὸν σταυρὸ καὶ τὸν ἐπονείδιστο ἐκεῖνον θάνατο. Δὲν μποροῦν βέβαια νὰ προβάλουν ἀντιρρήσεις γι' αὐτά, ὅτι δηλαδὴ δὲν σταυρώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἔπαθε ἄπειρα κακὰ ἀπὸ αὐτούς, καὶ ὅτι τὸ κήρυγμα καθημερινὰ σημειώνει πρόοδο. Καὶ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ἀνθεῖ ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ στοὺς Πέρσες, ἂν καὶ πολεμεῖται ἀκόμη καὶ τώρα ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ἂν καὶ ὑπάρχει σὲ αὐτοὺς μέχρι τώρα ἕνα πλῆθος μαρτύρων, κι ὅμως αὐτοὶ ποὺ ἦταν καὶ ἀπὸ τοὺς λύκους πιὸ ἄγριοι, ἀφοῦ δέχθηκαν τὸ κήρυγμα, ἔγιναν πιὸ ἥμεροι καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα, καὶ φιλοσοφοῦν γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὰ ἀπόρρητα ἀγαθά.

 Καὶ τὰ κατορθώματα αὐτὰ δὲν ἐπιτεύχθηκαν μόνο στὶς πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἔρημο καὶ στὰ χωριὰ καὶ στὰ νησιὰ καὶ στοὺς ὅρμους καὶ στὰ ἐπίνεια. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἰδιῶτες οὔτε καὶ ἄρχοντες ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ φοροῦν τὰ βασιλικὰ στέμματα μὲ μεγάλη πίστη ἔχουν ὑποταγὴ στὸν Ἐσταυρωμένο. Καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν ἔγιναν τυχαῖα, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ πρόρρηση ποὺ εἶχε γίνει πρὶν ἀπὸ πολὺ χρόνο, θὰ προσπαθήσω τώρα νὰ τὸ ἀποδείξω. Καλύτερα ὅμως, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὕποπτος ὁ λόγος μου, εἶναι ἀνάγκη νὰ παραθέσω μπροστά σας τὰ βιβλία τῶν Ἰουδαίων ποὺ σταύρωσαν Αὐτὸν καὶ νὰ ἀναφέρω, μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ δὲν πιστεύουν, ὅλες τὶς μαρτυρίες γι΄Αυτόν τῶν Γραφῶν ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα φυλάσσουν.

 Τὸ ὅτι λοιπὸν ὁ Θεὸς θὰ γινόταν ἄνθρωπος, παραμένοντας Θεός, πρῶτος τὸ λέγει ὁ Βαρούχ: «Ὁὗτος ὁ Θέὸς ἡμῶν, ὁὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς ἄὐτόν. ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν ἄὐτὴν Ἰἀκὼβ τῷ παὶδὶ ἂὐτοῦ καὶ Ἰσρὰὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾿ ἂὐτοῦ· μετὰ τόῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθῇ καὶ ἐν τόῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη (: Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας, ὁ δημιουργὸς πάντων, ὁ κυβερνήτης καὶ ἡγεμόνας τους· κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ καὶ νὰ ἀντιμετρηθεῖ πρὸς Αὐτόν. Αὐτὸς βρῆκε καὶ ἔχει ὅλη τὴν ὁδὸ τῆς σοφίας καὶ ἔδωσε αὐτὴν στὸν Ἰακώβ, τὸν δοῦλο Τοῦ, καὶ στὸν Ἰσραήλ, τὸν ἀγαπημένο Τοῦ. Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ αὐτό, φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους)»[Βαρούχ, 3,36-38]. Εἶδες πῶς τὰ δήλωσε ὅλα μέσα σὲ λίγες λέξεις, καὶ ὅτι, ἐνῶ ἦταν Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὅτι συναναστράφηκε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι Αὐτὸς νομοθέτησε καὶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη; Γιατί λέγει «Αὐτὸς βρῆκε ὅλη τὴν ὁδὸ τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο Τοῦ, τὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο Τοῦ». Δείχνει δηλαδὴ ἐδῶ, ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία Τοῦ ὡς ἄνθρωπος, Αὐτὸς τὰ κυβερνοῦσε ὅλα καὶ Αὐτὸς τὰ ἔκανε ὅλα, δίνοντας τὴ νομοθεσία, καὶ προνοῶντας, κηδεμονεύοντας καὶ εὐεργετῶντας τὰ πάντα.

 Ἄκουσε πάλι τί λέγει ἄλλος προφήτης θέλοντας νὰ δείξει ὅτι δὲν θὰ εἶναι μόνο ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅτι θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Παρθένο: «Διὰ τὸῦτο δώσει Κύριος ἄὐτὸς ὑμῖν σημεῖον(:γι' αὐτὸ θὰ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς σημεῖο, θαῦμα μέγα καὶ καταπληκτικό): Ἰδὸὺ ἡ παρθένος ἐν γάστρὶ ἕξεῖ καὶ τέξεται ὑἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα ἄὐτοῦ Ἐμμανουήλ(:Να, ἡ παρθένος, ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ὅσοι θὰ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, θὰ Τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ'')»[Ησ.7,14]· τὸ ὄνομα αὐτὸ ἑρμηνευόμενο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας».

 Ἔπειτα, γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὸ ποὺ φαινόταν δὲν ἦταν φανταστικό, ἀλλὰ ὅτι ἦταν πράγματι ἄνθρωπος, πρόσθεσε λέγοντας: «διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγὰθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρὶᾳ τόῦ ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν, καὶ καταλειφθήσεται ἡ γῆ, ἣν σὺ φόβῇ, ἀπὸ προσώπου τῶν δύο βασιλέων(:διότι, πρὶν ἀκόμη τὸ παιδὶ κατανοήσει καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ διακρίνει μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ, θὰ ἀπειθεῖ σὲ κάθε πονηρία, γιὰ νὰ ἐκλέγει καὶ νὰ προτιμᾶ πάντοτε τὸ ἀγαθό. Ἡ ὑπερφυσικὴ γέννηση καὶ ἀρετὴ τοῦ παιδιοῦ θὰ εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ θὰ ἐγγυηθεῖ ὅτι θὰ μείνει ἀνέπαφη ἡ χώρα, γιὰ τὴν ὁποία ἐσὺ ὁ βασιλιᾶς Ἄχαζ φοβᾶσαι ἐξ αἰτίας τῶν δύο βασιλέων ποὺ ἐπέδραμαν ἐναντίον σου)»[Ησ. 7,16].

 Τὸ ὅτι Αὐτὸς δὲν θὰ γινόταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν θὰ γεννιόταν ἀπὸ παρθένο μόνο, ἀλλὰ καὶ θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος του Δαβίδ, ἄκουσε ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ προλέγει πολὺ πιὸ μπροστὰ ὁ Ἠσαΐας, χρησιμοποιῶντας ἀλληγορικὰ καὶ μεταφορικὰ τὶς λέξεις, πλὴν ὅμως τὸ προλέγει: «Καὶ ἐξελεύσεται ῥἄβδος ἐκ τῆς ῥἴζης Ἰἐσσαί, καὶ ἄνθός ἐκ τῆς ῥἴζης ἀναβήσεται. καὶ ἀναπαύσεται ἐπ᾿ ἂὐτὸν πνὲῦμα τὸῦ Θεοῦ, πνὲῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνὲῦμα βοὺλῆς καὶ ἰσχύος, πνὲῦμα γνώσεως καὶ ἔὐσεβείας·ἐμπλήσει ἂὐτὸν πνὲῦμα φόβου Θεοῦ(:και ἀπὸ τὴ γενεαλογικὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ θὰ φυτρώσει κλωνάρι καὶ ἄνθος ἀπὸ τὴ ρίζα αὐτὴν θὰ ἀναβλαστήσει. Στὸν εὐλογημένο αὐτὸν ἀπόγονο τοῦ Ἰεσσαὶ θὰ ἐπαναπαυτεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, Πνεῦμα ὑγιοῦς θελήσεως καὶ ἰσχύος, Πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· θὰ γεμίσει Αὐτὸν ὁ Θεὸς μὲ Πνεῦμα φόβου Θεοῦ)»[Ησ. 11, 1-3]· γιατί αὐτὸς ὁ Ἰεσσαὶ ἦταν πατέρας τοῦ Δαβίδ. Εἶναι φανερὸ ἀπὸ αὐτό, ὅτι καὶ ἀπὸ τὴ φυλὴ ἐκείνη καταγόταν. Καὶ ὄχι μόνο το ὅτι θὰ κατάγεται ἀπὸ τὴ φυλὴ ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι θὰ προέλθει ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Ἰεσσαί, καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε, λέγοντας «θὰ φυτρώσει», λέγει, «ράβδος ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί», μιλῶντας ὄχι ἁπλῶς γιὰ ράβδο, ἀλλὰ γι΄Αυτόν τὸν ἴδιο καὶ τὴ βασιλεία Τοῦ. Καὶ ὅτι δὲν τὸ εἶπε αὐτὸ ἐννοῶντας ἁπλῶς τὴ ράβδο, τὸ δήλωσε μὲ τὰ ἑπόμενα. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε, «θὰ φυτρώσει ράβδος», πρόσθεσε: «καὶ θὰ ἀναπαυθεῖ σὲ Αὐτὸν πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως». Κανεὶς βέβαια, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι πάρα πολὺ ἀνόητος, δὲν θὰ πεῖ αὐτό, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος θὰ ἐρχόταν στὸ ξύλο, ἀλλὰ εἶναι φανερό, ὅτι θὰ ἐρχόταν στὸν Ναὸ ἐκεῖνο τὸν ἄμωμο. Γι' αὐτὸ δὲν εἶπε «θὰ ἔλθει», ἀλλὰ «θὰ ἀναπαυθεῖ», ἐπειδὴ ἀφοῦ ἦλθε τὸ Πνεῦμα, παρέμεινε καὶ δὲν ἔφυγε. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς γιὰ νὰ δηλώσει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἔλεγε: «Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰὠάννης λέγων ὅτί τεθέαμαι τὸ Πνὲῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ ὁὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ ἄὐτόν(:ο Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς μάλιστα ἔδωσε καὶ τὴν ἑξῆς μαρτυρία: "Ἔχω δεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι ἀπ' τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μένει πάνω Τοῦ μόνιμα καὶ διαρκῶς, καὶ ὄχι ὅπως στοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέχονταν ἐκτάκτως τη χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ γιὰ εἰδικὸ σκοπό")»[Ιω. 1,32].

 Δὲν παρασιώπησαν ἐπίσης οὔτε τὴν ἰουδαϊκὴ γνώμη, ποὺ ἐξέφρασαν μόλις γεννήθηκε. Καθόσον ὁ Ματθαῖος λέγει: «Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱἐροσόλυμα μετ᾿ ἄὐτοῦ(:όταν ὅμως ὁ βασιλιᾶς Ἡρώδης ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ μάγοι, ταράχθηκε, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως ὁ νέος βασιλιᾶς γίνει ἀντίζηλός του. Συγχρόνως ὅμως ταράχθηκαν μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς πόλεως τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως ἡ ταραχὴ τοῦ σκληροῦ Ἡρώδη ξεσπάσει πάνω τους)»[Ματθ. 2,3], ἐνῶ ὁ Ἠσαΐας ἄκουσε πὼς καὶ αὐτὸ τὸ προέλεγε πρὶν ἀπὸ χρόνια λέγοντας: «ὅτί πᾶσαν στόλὴν ἐπισυνηγμένην δὸλῳ καὶ ἱμάτιον μετὰ καταλλαγῆς ἀποτίσουσι καὶ θελήσουσιν ἔἰ ἐγενήθησαν πυρίκαυστοι. ὅτί παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, ὑἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, ὁὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου ἄὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα ἂὐτοῦ μεγάλης βούλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θέὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχὼν ἔἰρήνης, πὰτὴρ τὸῦ μέλλοντος ἄἰῶνος· ἐγὼ γὰρ ἄξὼ ἔἰρήνην ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, ἔἰρήνην καὶ ὑγίειαν ἄὐτῷ(:διότι τὶς στολὲς καὶ τὰ ἱμάτια, τὰ ὁποῖα ὅσοι καταδυνάστευαν τὸν λαὸ μάζεψαν μὲ δόλο καὶ ἀπάτη καὶ καταπίεση, θὰ τὰ ἀποδώσουν πίσω καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Καὶ οἱ λυτρωμένοι ἄνθρωποι θὰ θελήσουν ὅλα αὐτὰ νὰ παραδοθοῦν στὴ φωτιά. Αὐτὰ λοιπὸν θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι θὰ γεννηθεῖ γιὰ ἐμᾶς παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ ἐμᾶς ὁ υἱὸς αὐτός, τοῦ Ὁποίου ἡ ἀρχὴ καὶ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ' ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους Τοῦ καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομα Αὐτοῦ ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγὸς τῆς εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος)» [Ἠσ. 9,5-6].

 Τὸ ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ πεῖ γιὰ ἄνθρωπο ἁπλό, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ θέλουν ἐπίμονα νὰ φιλονικοῦν. Γιατί κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων Θεὸς ἰσχυρός, οὔτε ἄρχοντας μιᾶς τέτοιας εἰρήνης· γιατί λέγει: «τῆς ἔἰρήνης ἂὐτοῦ ὁὐκ ἔστίν ὅριον(:της εἰρηνικῆς Τοῦ βασιλείας δὲν ὑπάρχει τέλος)» [Ἠσ. 9,7]. Καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ φύση τῶν πραγμάτων, ὅτι ἡ εἰρήνη αὐτή, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς λίγο πρὶν ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς: «Ἔἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, ἔἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· ὁὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μὴδὲ δειλιάτω(:φεύγω καὶ σᾶς ἀφήνω τὴν εἰρήνη. Σᾶς δίνω τὴ δική μου ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ εἰρήνη, τὴν ὁποία ἦλθα νὰ φέρω στὸν κόσμο ποὺ συνταράζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ μιὰ εἰρήνη ὑποκριτική, ἀπατηλὴ καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴ ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Ἂς μὴν ταράζεται ἡ καρδιά σας ἀπὸ ἐσωτερικοὺς φόβους κι ἂς μὴ δειλιάζει ἀπὸ ἐξωτερικὰ φόβητρα καὶ ἀπειλές)»[Ιω. 14,27], κατέλαβε ὁλόκληρη τὴ γῆ, ὁλόκληρη τὴ θάλασσα, ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ὁλόκληρη τὴν ἔρημο, καθὼς καὶ τὰ ὄρη καὶ τὰ λαγκάδια καὶ τὰ βουνά. Γιατί ἄραγε μίλησε ἔτσι ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν εἰρήνη; Ἐπειδὴ ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων εὔκολα καταλύεται καὶ ἔχει πολλὲς μεταβολές, ἐνῶ ἡ εἰρήνη ποὺ δίνει Αὐτὸς εἶναι σταθερή, ἀμετάβλητη, πάγια, μόνιμη, ἀθάνατη, χωρὶς νὰ ἔχει τέλος, καὶ ὅλα αὐτὰ ἐνῶ ἐγείρονται ἐναντίον της ἀπὸ παντοῦ μύριοι πόλεμοι, καὶ καθημερινὰ γίνονται ἀμέτρητες ἐπιβουλές. Ἀλλὰ ὁ λόγος Αὐτοῦ, ποὺ κατορθώνει τὰ πάντα, καὶ αὐτὸ τὸ κατόρθωσε μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα.

 Καὶ δὲν προφήτευσαν μόνο το ὅτι θὰ γίνει ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς παρουσίας Τοῦ στὴ γῆ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει χωρὶς νὰ ἀφήσει νὰ πέσουν ἀστραπὲς καὶ κεραυνοὶ ἀπὸ τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ σείσει τὴ γῆ, χωρὶς νὰ συγκλονίσει τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ κάνει κάποια ἐκπληκτικὰ ἔργα, ἀλλὰ ἀντίθετα γεννήθηκε ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει κανεὶς στὴν οἰκία ἑνὸς ξυλουργοῦ, σὲ μία ἄσημη καὶ ταπεινὴ οἰκία, ἄκουσε πῶς δὲν τὸ παρασιώπησε αὐτὸ ὁ Δαβίδ, λέγοντας: «καταβήσεται ὡς ὑἐτὸς ἐπὶ πόκον καὶ ὡσὲὶ στὰγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τὴν γῆν(:ο Μεσσίας θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀθόρυβα, ὅπως ἡ βροχή, ἡ ὁποία πέφτει πάνω στὸ ποκάρι τῶν μαλλιῶν, εὐεργετικὸς ὅπως ἡ ποτιστικὴ βροχὴ ποὺ ποτίζει τὴ γῆ)» [Ψάλμ.71,6],θέλοντας νὰ δηλώσει μὲ αὐτὸ τὴν ἀτάραχη, τὴν ἥσυχη παρουσία Τοῦ.

Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἄλλος προφήτης, θέλοντας νὰ δείξει τὴν ἥσυχη καὶ γεμάτη ἐπιείκεια συναναστροφὴ Τοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, πρόσεχε τί λέγει. Ἐπειδὴ δηλαδή, ἐνῶ ὑβριζόταν, φτυνόταν, κακολογοῦνταν, ἀτιμαζόταν, μαστιγωνόταν καὶ τέλος ἀφοῦ ὁδηγήθηκε στὸν σταυρό, δὲν πρόβαλε ἄμυνα ἐναντίον κανενὸς ποὺ Τοῦ ἔκαναν αὐτά, ἀλλὰ τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ μακροθυμία καὶ πραότητα, τὶς ἀτιμίες δηλαδή, τὶς ἐπιβουλές, τὴ μανία, τὸν ἀδικαιολόγητο θυμὸ ἐκείνου τοῦ λαοῦ, τὶς ἐπιθέσεις, ὅλα αὐτὰ θέλοντας νὰ τὰ δηλώσει, ἔλεγε: «κάλαμον τεθλασμένον ὁὐ συντρίψει καὶ λίνον καπνιζόμενον ὁὐ σβέσει, ἀλλὰ ἔἰς ἀλήθειαν ἐξοίσει κρίσιν(:καλάμι σπασμένο δὲν θὰ συντρίψει καὶ λινάρι, ποὺ καπνίζει ἕτοιμο νὰ σβήσει, δὲν θὰ τὸ σβήσει, ἀλλὰ θὰ φέρει στὸ φῶς καὶ θὰ κηρύξει τὴν ἀλήθεια)»[Ησ. 42,3].

 Ἄλλος πάλι προφήτης, ὁ Μιχαίας, προλέγει καὶ τὸν τόπο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ λέγοντας: «Καὶ σύ, Βηθλεέμ, ὁἶκος τόῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς ἔἶ τὸῦ ἔἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰοὔδα· ἐκ σὸῦ μοί ἐξελεύσεται τὸῦ ἔἶναι ἔἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ ἄἱ ἔξοδοι ἄὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμὲρῶν ἄἰῶνος(:και Ἐσὺ Βηθλεέμ, ποὺ ἀλλιῶς ὀνομάζεσαι καὶ οἶκος Ἐφραθά, μικρὴ εἶσαι μεταξὺ τῶν πόλεων τοῦ Ἰούδα. Δὲν ἔχεις οὔτε χιλίους κατοίκους. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐσένα θὰ προέλθει πρὸς δόξα δική μου ἕνας ἄντρας ὁ ὁποῖος θὰ γίνει ἄρχοντας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ἐνέργεια Αὐτοῦ ξεπερνᾶ τὴν ἀρχὴ τῶν ἡμερῶν τῆς δημιουργίας)» [Μίχ.5,1]. Αὐτὸς δείχνει καὶ τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μὲ τὸ νὰ πεῖ: «ἄἱ ἔξοδοι ἄὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμὲρῶν ἄἰῶνος(:η ἀρχὴ τοῦ ἔνδοξου αὐτοῦ ἄρχοντα, ἡ γέννησή Τοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, εἶναι ἀπὸ ἀρχῆς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· εἶναι προαιώνια καὶ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο· ὁ ἄρχοντας Αὐτὸς ὑπάρχει ἀϊδίως, ἀπὸ τὴν ἄναρχη καὶ ἄχρονη αἰωνιότητα. Πρόκειται γιὰ τὸν Μεσσία)»[ερμην. ἀπόδοση Παν. Τρεμπέλα], φανέρωσε τὴν προαιώνια ὕπαρξὴ Τοῦ, ἐνῶ λέγοντας: «ἐκ σὸῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστὶς ποιμανεῖ τὸν λαὸν μοῦ τὸν Ἰσραήλ (:δὲν εἶσαι ἡ πιὸ μικρή, διότι ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ)», δήλωσε τὴν κατὰ σάρκα γέννηση.

 Καὶ πρόσεχε πάλι νὰ διαλάμπει ἐδῶ καὶ ἄλλη προφητεία. Γιατί δὲν εἶπε μόνο ὅτι θὰ γεννηθεῖ, ἀλλὰ ὅτι καὶ τὸ χωριό, στὸ ὁποῖο θὰ γεννηθεῖ, θὰ καταστεῖ λαμπρό, ἂν καὶ ἦταν ἀσήμαντο καὶ μικρό. Διότι λέγει: «δὲν εἶσαι καθόλου κατώτερη ὡς πρὸς τοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα». Ὅλη τώρα ἡ οἰκουμένη τρέχει νὰ δεῖ τὴ Βηθλεέμ, ὅπου τοποθετήθηκε ὅταν γεννήθηκε, γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, παρὰ μόνο γι' αὐτόν.

 Ἄλλος πάλι προφήτης[:ο γενάρχης Ἰακώβ], δήλωσε καὶ τὸν χρόνο, κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ὁὐκ ἐκλέίψει ἄρχών ἐξ Ἰὁύδα, ὁὐδὲ ἡγόύμενος ἐκ τῶν μὴρῶν ἄὐτοῦ,ἕως ἂν ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται· καὶ ἂὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν. δεσμεύων πρὸς ἄμπελον τὸν πῶλον ἂὐτοῦ καὶ τῇ ἕλικι τὸν πῶλον τῆς ὄνοῦ ἂὐτοῦ· πλυνεῖ ἐν ὁἴνῳ τὴν στὸλὴν ἂὐτοῦ καὶ ἐν ἂἵματι σταφυλῆς τὴν περιβολὴν ἂὐτοῦ· χαροποιοὶ ὁἱ ὀφθαλμοὶ ἄὐτοῦ ἀπὸ ὁἴνου, καὶ λευκοὶ ὁἱ ὀδόντες ἂὐτοῦ ἢ γάλα (: δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τὴ γενιά του, μέχρις ὅτου ἔλθει Ἐκεῖνος, στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου ἀπόκεινται οἱ ἐξουσίες· καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας.Τόση τότε θὰ εἶναι ἡ εὐημερία, ὥστε θὰ δένει αὐτὸς τὸν ὄνο του στὴν ἄμπελο καὶ τὸ πουλάρι της ὄνου του στὴν ψαλίδα τῆς ἀμπέλου. Θὰ πλένει ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ κρασὶ τὴ στολή του καὶ μὲ τὸ κόκκινο, σὰν αἷμα, κρασὶ τοῦ σταφυλιοῦ θὰ καθαρίζει τὴν ἐνδυμασία του. Οἱ ὀφθαλμοί του θὰ ἀκτινοβολοῦν χαρὰ· θὰ σπινθηροβολοῦν σὰν ἐκείνου ποὺ πίνει οἶνο. Ἡ καθαρότητά του θὰ εἶναι ἄψογη, καὶ τὰ δόντια του θὰ εἶναι λευκότερα ἀπὸ τὸ γάλα)»[Γέν. 49, 10-12].

 Πρόσεχε καὶ αὐτὴν τὴν προφητεία ποὺ διαλάμπει. Γιατί ἦλθε τότε, ὅταν εἶχαν ἐκλείψει οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων, καὶ ἔτσι ἐκπληρωνόταν καὶ ἡ προφητεία ἐκείνη ποὺ λέγει: «δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους Αὐτοῦ, μέχρι νὰ ἔλθει Ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ἐξουσία», ἐννοῶντας τὸν Χριστὸ· γιατί ὅταν γεννήθηκε, ταυτόχρονα γινόταν καὶ ἡ πρώτη ἀπογραφή, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν Ρωμαίων ἐπὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους καὶ τὴν ὑποταγὴ αὐτῶν κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς βασιλείας αὐτῶν. Ἔπειτα ὑποδηλώνει καὶ κάτι ἄλλο, λέγοντας: «καὶ ἂὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (:καὶ Αὐτὸς εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν)»·γιατί ἐρχόμενος στὸν κόσμο προσέλκυσε ὅλα τὰ ἔθνη.

 Ἐπρόκειτο ὁ Ἡρώδης, ζητῶντας νὰ μάθει ποῦ γεννήθηκε, νὰ φονεύσει τὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ ἀποσιώπησαν οἱ προφῆτες, ἀλλὰ τὸ προεῖπαν πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, λέγοντας: «Φώνὴ ἐν Ῥἄμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαὺθμὸς καὶ ὀδὺρμὸς πολύς· Ῥἂχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα ἄὐτῆς, καὶ ὁὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτί ὁὐκ ἔἰσίν(:Φωνή σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμὸς πολύ. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της(με τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της μητέρων ποὺ στερήθηκαν τὰ μικρά του) καὶ δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή)» [Ἰερ.31,15].

 Ἐπρόκειτο νὰ ἐπανέλθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο· καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπαν, λέγοντας: «Ὄρθρού ἀπέῤῥίφησαν, ἀπὲῤῥίφη βασιλεὺς Ἰσραήλ· ὅτί νήπιος Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἠγάπησα ἂὐτὸν καὶ ἐξ Ἂἰγύπτου μετεκάλεσα τὰ τέκνα ἄὐτοῦ (:ὅπως στὸν ὄρθρο, ὅταν ἀκόμη κοιμόντουσαν, ἀπερρίφθησαν αἰφνιδίως οἱ Ἰσραηλῖτες. Ἀπερρίφθη ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ· ὅταν ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς διερχόταν ἀκόμα τὴν πνευματικὰ νηπιακή του ἡλικία, ἐγὼ τὸν ἀγάπησα καὶ τὸν κάλεσα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴ δουλεία, αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους Τοῦ)»[Ωσ. 11,1].

 Ἀλλὰ καὶ μεταβαίνοντας σὲ ὁρισμένα μέρη, ἐπρόκειτο νὰ διδάξει δημόσια καὶ νὰ ἐπιτελέσει ἀμέσως θαύματα· καὶ αὐτὸ προλέχθηκε. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέγει ὁ Ἠσαΐας: «Τὸῦτο πρῶτον πίε, τὰχὺ ποίει, χώρα Ζαβουλῶν, ἡ γῆ Νεφθαλὶμ ὁδὸν θαλάσσης καὶ ὁἱ λοιποὶ ὁἱ τὴν παραλίαν κατοικοῦντες καὶ πέραν τόῦ Ἰὀρδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, τὰ μέρη τῆς Ἰοὐδαίας. λὰὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· ὁἱ κατοικοῦντες ἐν χὼρᾳ καὶ σκὶᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς(: πιες πρῶτα τὸ πικρὸ αὐτὸ ποτήρι, σύντομα κάνε το. Πιες τὸ ποτήρι ἐσύ, ἡ χώρα της Ζαβουλῶν καὶ τῆς Νεφθαλίμ. Ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε τὴν ὁδό, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ πρὸς τὴ Μεσόγειο Θάλασσα, καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ κατοικεῖτε στὴν παραλία τῆς λίμνης Γενησαρὲτ· οἱ κάτοικοι ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία αὐτὴ τῶν ἐθνῶν καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία. Ὁ λαὸς τῶν χωρῶν αὐτῶν, ποὺ βρίσκεται καὶ ζεῖ στὸ πνευματικὸ σκοτάδι, θὰ δοῦν πρῶτοι τὸ μεγάλο φῶς τοῦ Μεσσία. Σέ σας, ποὺ κατοικεῖτε στὴ χώρα, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, θὰ λάμψει τὸ σωτήριο καὶ χαρμόσυνο φῶς)»[Ησ. 9,1-2]. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ φανερώνει τὴν ἐκεῖ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τὴ διδασκαλία Τοῦ καὶ τὴν ἐπίγνωσή Τοῦ ἀπὸ τὰ θαύματά Τοῦ.

 Ἔπειτα, διηγούμενος ἄλλα θαύματα καὶ δείχνοντας πὼς θεράπευσε χωλούς, πὼς χάρισε τὸ φῶς σὲ τυφλούς, πὼς ἔδωσε τὴ λαλιὰ σὲ ἄλαλους, λέγει: «Τότε ἀνοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τύφλῶν, καὶ ὦτα κώφῶν ἀκούσονται(:τότε θὰ ἀνοίξουν ὀφθαλμοὶ τυφλῶν καὶ θὰ ἀκούσουν αὐτιὰ κωφῶν)». Καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ αὐτά: «τότε ἁλέῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρὰνὴ δὲ ἔσταὶ γλῶσσα μογιλάλων, ὅτί ἐῤῥἄγη ἐν τῇ ἐρήμῳ ὕδὼρ καὶ φάραγξ ἐν γῇ διψώσῃ(:τότε ὁ χωλός, ἀφοῦ θεραπευτεῖ, θὰ πηδᾶ σὰν τὸ ἐλάφι, καὶ μεγαλόφωνα θὰ ἀκούγεται νὰ ὁμιλεῖ ἡ γλῶσσα τῶν βουβῶν, διότι ξέσπασε καὶ ἀναπήδησε ἄφθονο νερὸ στὴν ἔρημο, καὶ φαράγγι γεμᾶτο νερὸ στὴν ἕως τώρα ξηρὴ καὶ διψασμένη γῆ)» [Ἠσ.35,5-6], πρᾶγμα ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν συνέβηκε, παρὰ μόνο κατὰ τὴν παρουσία Αὐτοῦ.

 Μερικὰ θαύματά Τοῦ τὰ μνημόνευσαν οἱ προφῆτες κατὰ ἐντελῶς εἰδικὸ τρόπο. Εἰσῆλθε λοιπὸν κάποτε στὸν ναὸ καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀκόμη θήλαζαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀρθρώσουν λέξεις, ἔψαλλαν γι' Αὐτὸν ὕμνους ἱερούς, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ὡσὰννὰ τῷ ὑἱῷ Δαυΐδ· ἔὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσάννὰ ἐν τόῖς ὑψίστοις(:Δόξα στὸν ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, ποὺ περιμέναμε ἕως τώρα. Δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο. Δόξα στὸν Θεὸ ἂς κράζουν καὶ οἱ ἄγγελοι ποὺ βρίσκονται στὰ ὑψηλότερα μέρη τοῦ οὐρανοῦ)»[Ματθ.21,9]. Αὐτὸ τὸ εἶπε ἀπὸ πρὶν ὁ προφήτης μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω ἄἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τὸῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν(:από τὰ στόματα καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν νηπίων καὶ θηλαζόντων παιδιῶν ἄκουσες καὶ ἀκοῦς τέλειο ὕμνο πίστεως καὶ δοξολογίας πρὸς Ἐσένα, εἰς πεῖσμα τῶν μεγάλων ἀπίστων ἐχθρῶν Σοῦ καὶ κατεξευτελισμὸ καὶ ἐξουδένωση ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τολμᾶ νὰ παρουσιαστεῖ ἐχθρὸς καὶ ἀντίδικός Σοῦ)» [Ψάλμ.8,3]. Βλέπεις πὼς ἡ φύση αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν ἀγωνίζεται νὰ διακηρύξει τὸν Δημιουργό της, καὶ τὰ ἄκακα βρέφη, τὰ ἀνίκανα νὰ ἀρθρώσουν ἀκόμη λέξη, ἀνέλαβαν ἔργο ἀποστολικό;

 Μιλῶντας ἀλλοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνωμοσύνης τους ἔλεγε τὰ περισσότερα συγκαλυμμένα, ὑπὸ μορφὴ αἰνιγμάτων καὶ παραβολῶν, προφητεύτηκε καὶ αὐτὸ ἀπὸ πρίν: «ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿ ἀρχῆς(: θὰ ἀρχίσω μὲ διδακτικὲς παραβολικὲς ἱστορίες, γεμᾶτες μὲ ἱερὰ διδάγματα. Θὰ σᾶς διηγηθῶ ἀρχαῖα γεγονότα μὲ βαθύτατα νοήματα)» [Ψάλμ.77,2]. Ἀλλὰ καὶ τὴ σοφία τοῦ κηρύγματός Τοῦ προφητεύοντας ἀπὸ πρὶν ὁ προφήτης λέγει: «ὡρὰῖος κάλλει παρὰ τὸὺς ὑἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου· διὰ τὸῦτο ἔὐλόγησέ σὲ ὁ Θὲὸς ἔἰς τὸν ἄἰῶνα(:είσαι Ἐσύ, ὦ Χριστὲ καὶ Μεσσία, ὡραιότατος. Ἡ ὡραιότητά Σοῦ ὑπερβαίνει ὅλες τὶς καλλονὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἰδιαίτερη χάρη ἔχει χυθεῖ στοὺς λόγους τῶν χειλέων Σοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Θεὸς σὲ εὐλόγησε, σοῦ ἔδωσε χάριτες καὶ δωρεὲς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες)» [Ψάλμ.44,3].

 Ἄλλος πάλι προφήτης λέγει: «Ἰδὸὺ συνήσει ὁ πάῖς μου καὶ ὑψωθήσεται καὶ δοξασθήσεται καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα(:ιδού τὸ παιδί μου, ὁ Μεσσίας, θὰ γεμίσει ἀπὸ σοφία καὶ σύνεση, γιὰ νὰ ἐννοήσει πλήρως καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολὴ Τοῦ. Θὰ ὑψωθεῖ, θὰ δοξαστεῖ, θὰ μεγαλυνθεῖ στὸν ὑπέρτατο βαθμό)» [Ἠσ. 52,13]. Διηγούμενος ἐπίσης πάλι αὐτὸς ὁ ἴδιος προφήτης μὲ συντομία τὰ κατορθώματα τῆς παρουσίας Τοῦ στὴ γῆ τὰ συνοδευόμενα ἀπὸ θαύματα, λέγει τὰ ἑξῆς: «Πνὲῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, ὁὗ ἔἵνεκεν ἔχρισὲ με· ἔὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰἄσασθαι τὸὺς συντετριμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι ἄἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν(: ὁ παῖς Κυρίου λέγει: Πνεῦμα Κυρίου εἶναι καὶ μένει σὲ Ἐμένα, διότι μὲ αὐτὸ μὲ ἔχρισε ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπο καὶ μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω στοὺς φτωχοὺς καὶ γυμνοὺς ἀπὸ πίστη ἀνθρώπους τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας· νὰ θεραπεύσω αὐτούς, τῶν ὁποίων ἡ καρδιὰ ἔχει συντριβεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας· νὰ κηρύξω στοὺς δούλους τῆς ἁμαρτίας τὴν ἄφεση καὶ τὴν ἀπελευθέρωση· νὰ χαρίσω ἀνάβλεψη σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν σκοτισμένο καὶ τυφλωμένο τον νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας)»[Ησ. 61,1].

 Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀποστραφοῦν ἀδικαιολόγητα καὶ χωρὶς νὰ ἔχουν καμία κατηγορία μικρὴ ἢ μεγάλη ἐναντίον Τοῦ, Ἐκεῖνον ποὺ τόσο πολὺ τοὺς εὐεργέτησε, καὶ αὐτὸ προλέχθηκε. Ἄκουσε λοιπόν τον Δαβὶδ ποὺ προλέγει ἀκριβῶς, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Μετὰ τῶν μισούντων τὴν ἔἰρήνην ἤμὴν ἔἰρηνικός· ὅτάν ἐλάλουν ἄὐτοῖς, ἐπολέμουν μὲ δωρεάν(:με τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μισοῦσαν τὴν εἰρήνη, ἐγὼ ἤμουνα πάντοτε εἰρηνικός. Ὅταν συνομιλοῦσα μὲ αὐτούς, ἐκεῖνοι μὲ πολεμοῦσαν χωρὶς λόγο καὶ ἀφορμή)» [Ψάλμ. 119,7].

 Ἐπρόκειτο νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη καθισμένος ἐπάνω σὲ ὄνο· καὶ αὐτὸ προλέχθηκε ἀπὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Ζαχαρία, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Χὰῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιῶν· κήρυσσε, θύγατερ Ἱἐρουσαλήμ· ἰδὸὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταὶ σοί, δίκαιος καὶ σῴζων ἄὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον(:χαίρε λοιπὸν πάρα πολύ, κόρη μου Σιῶν, διαλάλησε Ἱερουσαλήμ, ἰδοὺ ὁ βασιλιᾶς σου ἔρχεται σὲ ἐσένα δίκαιος, λυτρωτὴς καὶ σωτῆρας, πρᾶος, καθισμένος ἐπάνω σὲ ἕνα ὑποζύγιο, σὲ ἕνα νεαρὸ πουλάρι)» [Ζάχ. 9,9]. Ἐκδίωξε ἀπὸ τὸν ναὸ ἐκείνους ποὺ πωλοῦσαν περιστέρια καθὼς καὶ τοὺς κολλυβιστές. Τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀπὸ ζῆλο πρὸς τὸν ναό, καὶ συγχρόνως γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν εἶναι κάποιος ἀντίθετος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ σύμφωνος πρὸς τὸν Πατέρα. Γι' αὐτὸ καὶ ὑπεράσπισε τὸν ναὸ ἀπὸ τὶς ἀγοραπωλησίες ποὺ γίνονταν ἐκεῖ. Οὔτε αὐτὸ ἀφέθηκε ἀδήλωτο, ἀλλὰ προλέγοντάς το καὶ αὐτὸ ὁ προφήτης Δαβὶδ καὶ προερμηνεύοντας τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία θὰ τὸ ἔκανε, λέγει: «ὅτί ὁ ζῆλος τοῦ ὁἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ ὁἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σέ ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ(:πάσχω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ διότι ὁ φλογερὸς ζῆλος ὑπὲρ τοῦ ναοῦ σου ὡς πῦρ μὲ ἔχει καταφλέξει· οἱ ἀναίσχυντες ὕβρεις, οἱ ὁποῖες ἐκτοξεύονται ἐναντίον σου ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, πέφτουν ὅλες βαριὲς ἐπάνω μοῦ)» [Ψάλμ. 68,10]. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει πιὸ καθαρὸ ἀπὸ αὐτό;

 Ἐπρόκειτο νὰ παραδοθεῖ καὶ τὴν προδοσία νὰ τὴν κάνει ἐκεῖνος ποὺ καθόταν μαζὶ Τοῦ στὸ τραπέζι. Πρόσεχε πῶς καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε αὐτὸς ὁ ἴδιος προφήτης, λέγοντας: « καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἔἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτούς μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν(:όχι μόνο οἱ ἐχθροί μου, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐπιστήθιος φίλος μου, στὸν ὁποῖο εἶχα στηρίξει τὶς ἐλπίδες μου, αὐτὸν τὸν ὁποῖο εἶχα ὁμοτράπεζό μου καὶ ἔτρωγε ἀπὸ τοὺς ἄρτους μου, ὕψωσε ὅσο τοῦ ἦταν δυνατὸ ὑψηλότερα τὴ φτέρνα του καὶ κατάφερε ἐναντίον μου λάκτισμα βίαιο καὶ κτηνῶδες)» [Ψάλμ. 40,10]. Πρόσεχε ὅμως καὶ τοῦ εὐαγγελιστοῦ τὴ συμφωνία. Γιατί λέγει: «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς ἔἶπεν· ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμόῦ ἐν τῷ τρυβλὶῳ τὴν χέῖρα, ὁὗτός μὲ παραδώσει(:ο Κύριος τοὺς ἀποκρίθηκε: "Ἐκεῖνος ποὺ βούτηξε μαζί μου τὸ χέρι στὸ ζωμὸ τῆς πιατέλας, αὐτὸς θὰ μὲ παραδώσει νὰ θανατωθῶ")»[Ματθ.26,23].

 Ἐπρόκειτο ἐκεῖνος ποὺ θὰ Τὸν παρέδιδε, ὄχι ἁπλῶς νὰ Τὸν παραδώσει, ἀλλὰ νὰ πωλήσει τὸ τίμιο αἷμα Τοῦ καὶ νὰ πάρει γι' αὐτὴν τὴν πράξη Τοῦ χρήματα[Ματθ.26,15 κ.ε.]. Οὔτε αὐτὸ τὸ ἀποσιώπησε ὁ προφήτης, ἀλλὰ προλέγοντας καὶ τὶς ἀδιάντροπες συμφωνίες καὶ τὶς συνομιλίες ποὺ θὰ εἶχαν μεταξύ τους, ἔλεγε: «Ὁ Θεός, τὴν ἂἴνεσίν μοῦ μὴ παρασιωπήσῃς, ὅτί στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἐπ᾿ ἐμὲ ἠνοίχθη, ἐλάλησαν κατ᾿ ἐμὸῦ γλὼσσῃ δολὶᾳ καὶ λόγοις μίσους ἐκύκλωσάν μὲ καὶ ἐπολέμησάν μὲ δωρεάν(: ὦ Θεέ μου, μὴ σιωπήσεις μπροστὰ στὴν προσευχὴ τὴν ὁποία μὲ δοξολογίες ἀπευθύνω πρὸς Ἐσένα· διότι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ δολίου ἀνθρώπου ἀνοίχτηκε ἐναντίον μου. Ἄντρες ἀσεβεῖς καὶ πονηροὶ στράφηκαν ἐναντίον μου μὲ δόλια γλῶσσα. Μὲ περικύκλωσαν μὲ λόγια μίσους καὶ μὲ πολεμοῦσαν χωρὶς καμία αἰτία καὶ ἀφορμή)»[Ψαλμ.108,1-3].

 Ὁ προδότης αὐτός, μετανοῶντας γι' αὐτὸ ποὺ ἔκανε,και τὰ ἀργύρια τὰ ἔρριψε καὶ πῆγε καὶ ἀπαγχονίσθηκε [Μάτθ. 27,5: «καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ νάῷ ἀνέχώρησε, καὶ ἀπέλθὼν ἀπήγξατο(:και ἀφοῦ ἔριξε τὰ ἀσημένια νομίσματα στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ, ἔφυγε καὶ πῆγε καὶ πνίγηκε μὲ σκοινί)»], τερματίζοντας ἔτσι τὴ ζωή του καὶ ἀφήνοντας χήρα τὴ γυναῖκα του, ὀρφανὰ τὰ παιδιά του καὶ ἔρημο τὸ σπίτι του. Πρόσεχε πῶς διεκτραγωδεῖ ὁ προφήτης καὶ αὐτὴ τὴ συμφορά, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Γενηθήτωσαν ἄἱ ἡμέραι ἄὐτοῦ ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπὴν ἂὐτοῦ λάβοι ἕτερος. γενηθήτωσαν ὁἱ ὑἱοὶ ἄὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γὺνὴ ἂὐτοῦ χήρα· σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν ὁἱ ὑἱοὶ ἂὐτοῦ καὶ ἐπαιτησάτωσαν, ἐκβληθήτωσαν ἐκ τῶν ὁἰκοπέδων ἄὐτῶν(:οι μέρες τῆς ζωῆς του ἂς γίνουν λίγες καὶ τὸ ἀξίωμά του ἂς τὸ πάρει ἄλλος. Ὀρφανὰ καὶ ἀπροστάτευτα ἂς μείνουν τὰ παιδιά του, χήρα ἂς μείνει ἡ γυναῖκα του. Τὰ παιδιά του ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μεταφερόμενα ἂς γίνουν ἐπαῖτες. Ἂς ἐκδιωχτοὺν ἀπὸ τὰ γκρεμισμένα σπίτια τούς)» [Ψάλμ.108, 9-10].

 Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον στὴ θέση του ἔγινε ἀπόστολος ὁ Ματθίας [Πράξ. 1,26: «καὶ ἔδωκαν κλήρους ἄὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων(:έριξαν τότε κλήρους μὲ τὰ ὀνόματά τους, κι ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸ Ματθία. Καὶ κατατάχθηκε αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἕντεκα ἀποστόλους)»]. Καὶ αὐτὸ πάλι ὁ ἴδιος αὐτὸς προφήτης τὸ προλέγει, λέγοντας: «Γενηθήτωσαν ἄἱ ἡμέραι ἄὐτοῦ ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπὴν ἂὐτοῦ λάβοι ἕτερος (:οἱ μέρες τῆς ζωῆς του ἂς γίνουν λίγες καὶ τὸ ἀξίωμά του ἂς τὸ πάρει ἄλλος)» [Ψάλμ. 108,8].

 Ἀφοῦ προδόθηκε καὶ συνελήφθηκε μὲ τὴ θέλησή Τοῦ, συγκροτήθηκε δικαστήριο γεμᾶτο ἀπὸ πολλὴ παρανομία, ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς. Πρόσεχε πῶς καὶ αὐτὸ τὸ προλέγει ὁ προφήτης, λέγοντας: «Ἱνατί ἐφρύαξαν ἔθνή, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;(:γιατί σὰν ἀχαλίνωτα ἄγρια ἄλογα ἀναστατώθηκαν καὶ ἀφηνίασαν τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ γιατί αὐτοὶ οἱ λαοὶ μελέτησαν καὶ κατάστρωσαν σχέδια μωρά, ἁμαρτωλὰ καὶ ἀπραγματοποίητα;)» [Ψάλμ. 2,1].

 Καὶ δὲν προεῖπαν αὐτὰ μόνο, ἀλλὰ καὶ τὴ σιωπὴ ποὺ ἔδειξε, ὅταν ἐκστομίζονταν κατηγορίες ἐναντίον Τοῦ καὶ Αὐτὸς στεκόταν ἀνάμεσά τους ἄφωνος, καὶ αὐτὴν γιὰ νὰ δηλώσει ὁ Ἠσαΐας, εἶπε: «καὶ ἂὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι ὁὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα ἄὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφάγὴν ἤχθὴ καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τὸῦ κείροντος ἄὐτὸν ἄφωνος, ὁὕτως ὁὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα(: καὶ aυτός, παρὰ τὶς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα του· σὰν ἄφωνο πρόβατο ὁδηγήθηκε πρὸς σφαγή. Ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐνώπιον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν κουρεύει, ἔτσι πορεύεται χωρὶς νὰ ἀνοίγει τὸ στόμα του)»[Ησ. 53,7].

 Ἔπειτα, γιὰ νὰ δείξει τὸ διεφθαρμένο τῆς ἀποφάσεως, πρόσθεσε: «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις ἄὐτοῦ ἤρθή(:μέσα στὴν ὅλη ταπείνωση καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ στὸν ὁποῖο βυθίστηκε, παραγνωρίστηκε καὶ καταπατήθηκε τὸ δίκαιό του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δίκης του)»[Ησ.53,8], δηλαδὴ κανένας δὲν Τὸν δίκασε δίκαια. Στὴ συνέχεια λέγει καὶ τὴν αἰτία τῆς σφαγῆς Τοῦ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν τὰ πάθαινε ἐκεῖνα ποὺ πάθαινε γιὰ ἁμαρτήματά Τοῦ, καθόσον ἦταν ἄμεμπτος καὶ ἀδιάβλητος, ἀλλὰ παραδινόταν γιὰ τὰ κακὰ τῶν ἀνθρώπων, πρόσεχε πῶς τα ὑπαινίχθηκε καὶ τὰ δύο αὐτά, λέγοντας: «καὶ δώσω τὸὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς τὰφῆς ἂὐτοῦ καὶ τὸὺς πλουσίους ἀντὶ τὸῦ θανάτου ἄὐτοῦ· ὅτί ἀνομίαν ὁὐκ ἐποίησεν, ὁὐδὲ ἔὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι ἄὐτοῦ(:εγώ λοιπὸν ὡς ἐκδίκηση γιὰ τὸν ἄδικο θάνατο καὶ τὴν ταφή του,θα τιμωρήσω καὶ θὰ παραδώσω σὲ θάνατο τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὸν θάνατό του θὰ παραδώσω τοὺς πονηροὺς πλουσίους καὶ ἄρχοντες· διότι δὲν διέπραξε καμία παρανομία, οὔτε βρέθηκε δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα του)»[Ησ.53,9]. Μὲ αὐτὸ δηλαδὴ ἔδειξε γιὰ ποιό λόγο θανατώθηκε. Ἔπειτα προσθέτει καὶ ἄλλη αἰτία: «ὅτί ἄἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζῶὴ ἄὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τὸῦ λαοῦ μου ἤχθὴ ἔἰς θάνατον(:διότι ἀφαιρέθηκε βίαια καὶ ἄδικα ἀπὸ τὴ γῆ ἡ ζωή του· ἀλλὰ ὁδηγήθηκε στὸν θάνατο ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μου)» [Ἠσ.53,8]. Καὶ ὄχι μόνο λέγει τὴν αἰτία τῆς σφαγῆς Τοῦ, ἀλλὰ θέλοντας νὰ δείξει καὶ ποιό ὑπῆρξε τὸ κέρδος ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ ἀπὸ τὴ σφαγὴ ἐκείνη, πρόσεχε πῶς τὸ προλέγει καὶ αὐτό, λέγοντας: «πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ ἄὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν ἄὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν(:όλοι σὰν πρόβατα εἴχαμε πλανηθεῖ. Κάθε ἄνθρωπος στὸν δρόμο καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του πλανήθηκε. Γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες ὁ Κύριος παρέδωσε αὐτὸν σὲ παθήματα καὶ θάνατο)» [ Ἠσ.53,6].

 Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὰ τολμήματά τους αὐτά, καὶ αὐτὸ τὸ προλέγει ὁ ἴδιος αὐτὸς προφήτης μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει: «Ἱνατί ἐφρύαξαν ἔθνή, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; Παρέστησαν ὁἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ ὁἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ ἂὐτὸ κατὰ τὸῦ Κυρίου καὶ κατὰ τὸῦ χριστοῦ ἄὐτοῦ.Διαῤῥήξωμεν τὸὺς δεσμοὺς ἂὐτῶν καὶ ἀπόῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζὺγὸν ἄὐτῶν. κατοικῶν ἐν ὁὐρανοῖς ἐκγελάσεται ἄὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ ἄὐτούς. Τότε λαλήσει πρὸς ἄὐτοὺς ἐν ὀργῇ ἂὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θὺμῷ ἂὐτοῦ ταράξει ἄὐτούς(:Γιατί ἀφήνιασαν καὶ ἀναστατώθηκαν σὰν ἀχαλίνωτα καὶ ἀτίθασα ἄλογα οἱ εἰδωλολάτρες; Τί παράπονο ἔχουν καὶ ποιά ὠφέλεια περιμένουν; Καὶ γιατί οἱ λαοὶ αὐτοὶ ἔκαναν ἀνόητα σχέδια; Παρατάχθηκαν ἀπειλητικὰ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες μὲ κοινὴ συμφωνία συναθροίσθηκαν στὸν ἴδιο τόπο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ κυρίαρχος τῶν πάντων, καὶ ἐναντίον τοῦ Μεσσία, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔχρισε προφήτη, ἀρχιερέα καὶ βασιλιᾶ. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἐπαναστατικό τους σύνθημα: "Ἂς σπάσουμε τὰ δεσμὰ τῆς ὑποτέλειάς μας στὸν κυρίαρχο Θεὸ καὶ στὸν Μεσσία Τοῦ καὶ ἂς ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγὸ καὶ τῶν δύο. Ἂς καταλύσουμε τὴν κυριαρχία τους καὶ ἂς ἐκμηδενίσουμε τὸ κράτος τους". Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανοὺς θὰ γελάσει περιφρονητικὰ μαζί τους καὶ ὁ Κύριος θὰ τοὺς περιπαίξει καὶ θὰ τοὺς χλευάσει. Κι ἀμέσως τότε θὰ μιλήσει σὲ αὐτοὺς μὲ ἀγανάκτηση καὶ θὰ τοὺς συνταράξει μὲ τὴν τρομερῆ ἔκρηξη τοῦ θυμοῦ Τοῦ)» [Ψάλμ.2,1-5].

 Καὶ ὁ Δαβὶδ πάλι ἀφοῦ εἶπε ὅτι σκέφτηκαν: «ἂς σπάσουμε καὶ ἂς πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγὸ αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανοὺς θὰ γελάσει σὲ βάρος τους. Τότε θὰ μιλήσει ὀργισμένος πρὸς αὐτοὺς καὶ θὰ τοὺς συνταράξει μὲ τὸν θυμὸ Τοῦ» [βλ. παραπάνω], ἐννοῶντας τὴ διασπορά τους σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς. Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνοντας καὶ ὁ Χριστὸς στὰ εὐαγγέλια, λέγει: «Πλὴν τόὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τὸὺς μὴ θελήσαντάς μὲ βασιλεῦσαι ἐπ᾿ ἄὐτούς, ἀγάγετε ὧδὲ καὶ κατασφάξατε ἄὐτοὺς ἔμπροσθέν μου(:αλλά καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ θέλησαν γιὰ βασιλιᾶ τους, φέρτε τους ἐδῶ καὶ κατασφάξτε τους μπροστά μου. Ρίξτε τους στὸν αἰώνιο θάνατο, τοῦ ὁποίου προάγγελμα καὶ προεικόνιση ὑπῆρξε ἡ πανωλεθρία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν Ἰουδαίων τὴν ἐποχὴ τοῦ Τίτου)» [Λουκᾶ 19,27].

 Ἔπειτα, ἀφοῦ οἱ προφῆτες προεῖπαν τὸν θάνατό Τοῦ, δὲν ἀποσιώπησαν καὶ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου Τοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν προεῖπε ὁ Δαβὶδ λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ὅτί ἐκύκλωσάν μὲ κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χέῖράς μου καὶ πόδας. ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἂὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπὲῖδόν με(:διότι ἰδού, οἱ ἐχθροί μου σὰν ἀγέλη ἄγριων σκυλιῶν μὲ ἔχουν περικυκλώσει. Ὁ συρφετὸς αὐτὸς τῶν κακούργων ἀνθρώπων σὰν μὲ φοβερὰ καρφιὰ ἔχουν διατρυπήσει τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου. Ἀπὸ τὴν ἐξάντλησή καὶ τὴν ἀδυναμία, στὴν ὁποία ἔχω καταντήσει, μποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν καὶ νὰ μετροῦν τὰ ὀστᾶ τοῦ σώματός μου. Οἱ ἐχθροί μου μὲ χαιρεκακία πολλὴ παρατήρησαν προσεκτικὰ καὶ περιπαιχτικὰ τὸν πόνο μου καὶ τὸν σπαραγμό μου)» [Ψάλμ.21,17-18]. Δὲν ἀποσιώπησε οὔτε καὶ τὴν παρανομία ποὺ διέπραξαν μετὰ τὸν σταυρό, λέγοντας πάλι: «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαὐτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον(:μοιράστηκαν μεταξύ τους τὰ ἐνδύματά μου καὶ γιὰ τὸ ἀκριβότερο ἔνδυμά μου- τὸν ἄρραφο χιτῶνα- ἔβαλαν κλῆρο, ποιός θὰ τὸ πάρει)» [Ψάλμ.21,19].

 Ἔπειτα καὶ τὸ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ταφεῖ καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε, λέγοντας: «ἔθεντὸ μέ ἐν λὰκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκὶᾷ θανάτου(:με βύθισαν στὸν βαθύτατο λάκκο τοῦ θανάτου, στὶς σκοτεινὲς περιοχές του ἅδη, ὅπου βασιλεύει ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου)» [Ψάλμ.87,7]. Καὶ τὸ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἀναστηθεῖ, πρόσεχε πὼς καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε, λέγοντας: «ὅτί ὁὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου ἔἰς ᾅδήν, ὁὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδὲῖν διαφθοράν(:διότι Ἐσὺ ὁ Θεός μου δὲν θὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχή μου στὸν ἅδη, ὥστε νὰ φυλακιστεῖ γιὰ πάντα σὲ αὐτόν, οὔτε θὰ ἐπιτρέψεις, ἐγὼ ὁ ἀφοσιωμένος σὲ Ἐσένα νὰ δοκιμάσω τὴ φθορὰ καὶ ἀποσύνθεση τοῦ τάφου. Θὰ μὲ ἀναστήσεις)» [Ψάλμ.15,10].

 Τὸ ἴδιο πάλι προλέγει, κατὰ τρόπο διαφορετικό, καὶ ὁ Ἠσαΐας λέγοντας: «Καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι ἄὐτὸν ἀπὸ τῆς πλήγῆς. Ἐὰν δῶτε πέρὶ ἁμαρτίας, ἡ ψύχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον· καὶ βούλεται Κύριος ἀφελεῖν ἀπὸ τὸῦ πόνου τῆς ψὺχῆς ἄὐτοῦ, δὲῖξαι ἂὐτῷ φῶς καὶ πλάσαι τῇ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον ἔὖ δουλεύοντα πολλοῖς, καὶ τὰς ἁμαρτίας ἂὐτῶν ἄὐτὸς ἀνοίσει(:και ὁ Κύριος θέλει νὰ Τὸν ἀποδείξει καθαρὸ καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ ἐπιφέρθηκε σὲ Αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνοχῆς τῶν ἄλλων. Ἐὰν προσφέρετε Αὐτὸν ἐξιλαστήριο θυσία γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας, ἡ ψυχή σας θὰ δεῖ τὴ μακρόβιο καὶ ἀτελεύτητη γενεὰ Τοῦ· καὶ ὁ Κύριος θέλει νὰ ἀφαιρέσει τὸν πόνο τῆς ψυχῆς Τοῦ, δείχνοντας σὲ Αὐτὸν φῶς καὶ ἀναπλαστικὴ δύναμη συνέσεως· θέλει νὰ ἀποδείξει ἀθῶο τὸν δίκαιο, ποὺ διακονεῖ καλῶς πολλούς, καὶ αὐτῶν τὶς ἁμαρτίες Αὐτὸς θὰ βαστάσει)» [Ἠσ.53,10-11].

 Τὸ ὅτι ὁ θάνατός Τοῦ παρέσχε ἄφεση τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε, λέγοντας: «Διὰ τὸῦτο ἂὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχὺρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ᾿ ὧν παρεδόθη ἔἰς θάνατον ἡ ψὺχὴ ἄὐτοῦ, καὶ ἐν τόῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ ἄὐτὸς ἁμαρτίας πόλλῶν ἀνήνεγκε καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἂὐτῶν παρεδόθη(: γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν Αὐτὸς θὰ λάβει ὡς πνευματικὴ κληρονομία Τοῦ πολλοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς θὰ λάβει λάφυρα, διότι παραδόθηκε ἑκουσίως σὲ θάνατο ἡ ζωὴ Τοῦ καὶ λογαριάστηκε μεταξὺ τῶν παρανόμων ἀνθρώπων καὶ Αὐτὸς τὶς ἁμαρτίες πολλῶν ἀνέβασε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὅταν γι' αὐτὲς θυσιάστηκε, καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους παραδόθηκε σὲ θάνατο)» [Ἠσ.53,12].

 Ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ἀπάλλαξε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε: «καὶ τῶν ἰσχὺρῶν μεριεῖ σκῦλα(:και ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς θὰ πάρει καὶ θὰ διαμοιράσει λάφυρα)»[Ησ.53,12]. Τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ κατόρθωσε μὲ τὸν θάνατό Τοῦ, οὔτε αὐτὸ τὸ ἀποσιώπησε, ἀλλὰ λέγει: «ἀνθ᾿ ὧν παρεδόθη ἔἰς θάνατον ἡ ψὺχὴ ἄὐτοῦ(:γιατί ἑκουσίως παραδόθηκε στὸν λυτρωτικὸ γιὰ μᾶς θάνατο ἡ ζωὴ Τοῦ)» [Ἠσ. 53,12]]. Ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ κυριαρχήσει τοῦ κόσμου, καὶ αὐτὸ τὸ δήλωσε μὲ αὐτὰ ποὺ εἶπε: «Διὰ τὸῦτο ἂὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς(:για τὸν λόγο αὐτὸν Αὐτὸς θὰ πάρει ὡς δικὴ Τοῦ πνευματικὴ κληρονομιὰ πολλούς)» [ἐπίσης βλ. παραπάνω, Ἠσ. 53,12].

 Ἔπειτα, ἐπειδὴ μὲ τὴν κατάβασή Τοῦ στὸν ἅδη διετάραξε τὰ πάντα, τὰ γέμισε μὲ θόρυβο καὶ ταραχὴ καὶ κατέστρεψε τὴν ἀκρόπολή του, οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ ἀποσιωποῦν, ἀλλὰ ἄλλοτε ὁ Δαβιδ κραυγάζει καὶ λέγει: «ἄρατε πύλας, ὁἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι ἄἰώνιοι, καὶ ἔἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης(:και τώρα ποὺ πρόκειται ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσαχθεῖ στὸν ναό, ἀνοῖξτε τὶς πύλες, ἄρχοντες, ποὺ τὶς κρατᾶτε ἀπὸ μέσα κλεισμένες. Καὶ ἐσεῖς πύλες, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ καταλυθεῖτε ποτέ, πλατυνθεῖτε καὶ γίνετε ὑψηλότερες ἀπὸ ὅ,τι εἶστε, γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ βασιλέας τῆς δόξης)» [Ψάλμ.23,7]· ἄλλοτε πάλι ὁ Ἠσαΐας κάπως διαφορετικά: «Ἐγὼ ἔμπροσθὲν σοῦ πορεύσομαι καὶ ὄρή ὁμαλιῶ, θύρας χὰλκᾶς συντρίψω καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συγκλάσω(:εγώ θὰ πορευθῶ μπροστὰ ἀπὸ ἐσένα, καὶ ἐμπόδια σὰν βουνὰ ἐπεγειρόμενα θὰ τὰ ἐξομαλύνω,ώστε νὰ προελαύνεις ἐλεύθερα, καὶ θύρες χάλκινες θὰ συντρίψω καὶ μοχλοὺς σιδερένιους θὰ σπάσω, ὥστε ἐλεύθερα νὰ μπεῖς στὶς πόλεις διαμέσου τῶν τειχῶν τούς)» [Ἠσ. 45, 2], ὀνομάζοντας ἔτσι τὸν ἅδη. Γιατί ἂν καὶ ἦταν ἅδης, ὅμως κρατοῦσε στὴν ἐξουσία τοῦ ψυχὲς ἅγιες καὶ σκεύη τίμια, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ. Γι' αὐτό τους ὀνόμασε θησαυρούς, ἀλλὰ σκοτεινούς, ἐπειδὴ δὲν εἶχε λάμψει ἀκόμη ἐκεῖ ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, οὔτε εἶχε κηρύξει τοὺς λόγους τῆς ἀναστάσεως. Τὸ ὅτι μετὰ τὴν ἀνάστασή Τοῦ δὲν ἐπρόκειτο νὰ καθίσει οὔτε μὲ τοὺς ἀγγέλους οὔτε μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους οὔτε καὶ μὲ κάποια ἄλλη οὐράνια δύναμη, ἀλλὰ θὰ καθόταν ἐπάνω σὲ θρόνο βασιλικό, ἄκουσε τί λέγει πάλι ὁ Δαβίδ: «Ἔἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕὡς ἂν θῶ τόὺς ἐχθροὺς σοῦ ὑποπόδιον τῶν πόδῶν σου(:είπε ὁ Κύριος καὶ Θεὸς στὸν Κύριό μου Μεσσία: "Κάθισε στὰ δεξιά μου δοξαζόμενος καὶ ἀπολαμβάνοντας ἴση τιμὴ μὲ Ἐμένα, ἕως ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο στήριγμα, ποὺ θὰ πατοῦν ἐπάνω οἱ πόδες Σοῦ")» [Ψάλμ.109, 1].

 Στὴ συνέχεια ἐπρόκειτο νὰ στείλει ἀποστόλους· καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε ὁ Ἠσαΐας, λέγοντας: «ὡς ὥρά ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὡς πόδες ἔὐαγγελιζομένου ἀκὸὴν ἔἰρήνης, ὡς ἔὐαγγελιζόμενος ἀγαθά, ὅτί ἀκοὺστὴν ποιήσω τὴν σωτηρίαν σου λέγων Σιῶν· βασιλεύσει σου ὁ Θεός(:η σωτηρία θὰ εἶναι φανερὴ καὶ εὐχάριστη ὅπως τὸ ἔαρ ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὅπως τὰ πόδια ἐκείνου ὁ ὁποῖος σπεύδει νὰ ἀναγγείλει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης, ὅπως αὐτὸς ποὺ ἀναγγέλλει χαροποιὰ καὶ ἀγαθὰ πράγματα· διότι θὰ καταστήσω ξακουστὴ καὶ σὲ ὅλους γνωστὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία τῆς σωτηρίας σου, λέγοντας πρὸς ἐσένα, Σιῶν: "Θὰ βασιλεύσει ὁριστικῶς πλέον ὁ Θεός σου")» [Ἠσ. 52,7]. Καὶ πρόσεχε ποιό μέρος τοῦ σώματος ἐπαινεῖ· ἐπαινεῖ τὰ πόδια, ποὺ τοὺς μεταφέρουν παντοῦ.

 Ἔπειτα, φανερώνοντας ὁ Δαβὶδ καὶ τὸν τρόπο τῆς ἐπικράτησης τῶν μαθητῶν, λέγει: «Κύριος δώσει ρῆμα τὸῖς ἔὐαγγελιζομένοις δυνάμει πόλλῇ(: ὁ Κύριος δίνει ἐξουσιαστικὸ λόγο καὶ παράγγελμα σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ δύναμη καὶ φωνὴ κραταιὰ διακηρύττουν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς νίκης)» [Ψάλμ.67,12]. Γιατί δὲν ἐπικράτησαν μὲ τὰ ὅπλα, οὔτε δαπανῶντας χρήματα, οὔτε μὲ τὴ σωματικὴ δύναμη, οὔτε μὲ τὰ πλήθη τῶν στρατευμάτων ἢ μὲ κάτι ἄλλο παρόμοιο, ἀλλὰ μὲ τὸν ἁπλὸ λόγο, μὲ τὸν λόγο ποὺ περιεῖχε μεγάλη δύναμη, τὴν ὁποία μαρτυροῦσαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσαν. Γιατί ἐπικράτησαν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη κηρύσσοντας τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἐπιτελῶντας θαύματα. Γι' αὐτὸ λέγει: «Κύριος δώσει ρῆμα τὸῖς ἔὐαγγελιζομένοις δυνάμει πόλλῇ(: ὁ Κύριος δίνει καὶ θὰ δίνει πάντοτε λόγο καὶ ἐντολὴ αὐθεντίας καὶ κύρους σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ εὐγλωττία καὶ δυνατὴ φωνὴ θὰ εὐαγγελίζονται τὸ ἄγγελμα τῆς νίκης)»[βλ. παραπάνω, Ψάλμ.67,12], ἐννοῶντας ὡς «δύναμιν» τὰ θαύματα. Πραγματικὰ δύναμη ἀπερίγραπτη ἦταν ὁ ψαρᾶς καὶ ὁ τελώνης καὶ ὁ σκηνοποιὸς μὲ ἕνα ἁπλὸ πρόσταγμα νὰ ἀνασταίνουν νεκρούς, νὰ ἐκδιώκουν δαίμονες, νὰ ἀπομακρύνουν τὸν θάνατο, νὰ ἀποστομώνουν τοὺς φιλοσόφους, νὰ κλείνουν τὰ στόματα τῶν ρητόρων, νὰ καταβάλλουν βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, καὶ νὰ ἐξουσιάζουν βαρβάρους καὶ Ἕλληνες καὶ κάθε ἄλλο ἔθνος. Καὶ σωστὰ μίλησε ἔτσι. Γιατί ὅλα αὐτὰ τὰ κατόρθωναν μὲ ἐκεῖνον τὸν λόγο, καὶ μὲ τὴ μεγάλη ἐκείνη δύναμη ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ νεκρούς, κατέστησαν ἁμαρτωλοὺς δὲ δικαίους, χάρισαν σὲ τυφλοὺς τὴν ὅραση, καὶ ἀπάλλαξαν τὸ σῶμα ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν κακία.

 Ἀπὸ ποῦ ὅμως δόθηκε σὲ αὐτοὺς ἡ δύναμη αὐτή; Τὸ ὅτι δόθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ αὐτὸ· γιατί λέγει: «καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνέῦμα ἐδίδου ἄὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι(:Όλοι τοὺς τότε πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο, καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τους ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ διδασκαλίες ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες)» [Πράξ. 2,4]. Καὶ προφήτευαν ἐξίσου ἄντρες καὶ γυναῖκες. Γλῶσσες ὑπὸ μορφὴ πυρὸς κάθισαν ἐπάνω στὸν καθένα ἀπὸ αὐτούς [Πράξ.2,3 κ.ε.].

 Καὶ αὐτὸ ὁ Ἰωὴλ τὸ εἶπε ἀπὸ πρίν, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἔσταὶ μετὰ ταῦτα καὶ ἐκχέῶ ἀπὸ τὸῦ πνὲύματός μοῦ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν ὁἱ ὑἱοὶ ὑμῶν καὶ ἂἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ ὁἱ πρέσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται, καὶ ὁἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται· Καὶ ἐπὶ τὸὺς δόύλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δόύλας μου ἐν τάῖς ἡμέραις ἐκέίναις ἐκχέῶ ἀπὸ τὸῦ πνέύματός μου. Καὶ δώσω τέρατα ἐν ὁὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἂἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ. ἥλιος μεταστραφήσεται ἔἰς σκότος καὶ ἡ σὲλήνη ἔἰς ἂἷμα πρὶν ἐλθὲῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μὲγάλην καὶ ἐπιφανῆ(: καὶ θὰ συμβοῦν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἑξῆς: Θὰ ἐκχύσω πλούσια ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου χαρίσματα σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ θὰ προφητεύουν οἱ υἱοί σας καὶ οἱ θυγατέρες σας καὶ οἱ γεροντότεροί σας θὰ δοῦν καὶ θὰ λάβουν ἀποκαλύψεις διαμέσου ὀνείρων, καὶ οἱ νεότεροί σας κατὰ τὴν ἡλικία θὰ δοῦν σὲ πλήρη ἐγρήγορση ἀποκαλυπτικὰ ὁράματα. Καὶ σοὺς ἀφανεῖς καὶ κατὰ κόσμον περιφρονημένους δούλους μου καὶ στὶς δοῦλες μου κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες θὰ χύσω ἄφθονα τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου. Καὶ θὰ παραχωρήσω νὰ γίνουν τρομερὰ σημεῖα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, αἱματοχυσίες καὶ πυρκαγιὲς καὶ σύννεφο καπνοῦ ποὺ θὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὶς καιόμενες πόλεις καὶ τὰ διαλυόμενα στοιχεῖα τοῦ σύμπαντος. Ὁ ἥλιος θὰ μεταστραφεῖ σὲ σκοτάδι καὶ ἡ σελήνη θὰ πάρει τὸ χρῶμα τοῦ αἵματος, προτοῦ θὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ περίβλεπτη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος θὰ ἔλθει ἔνδοξα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο)» [Ἰωήλ, 3,1-4], ὀνομάζοντας «ἡμέραν Κυρίου τὴν μὲγάλην καὶ ἐπιφανῆ» τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ ἐκείνην τῆς συντέλειας ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει. Ὁ ἴδιος αὐτὸς προφήτης, προλέγοντας καὶ τὴ διὰ τῆς πίστεως σωτηρία(γιατί οὔτε καὶ αὐτὸ ἀποσιωπήθηκε), λέγει: «Καὶ ἔσταί, πᾶς, ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου, σώθήσεται(:και θὰ συμβεῖ ὥστε καθένας, ποὺ θὰ ἐπικαλεστεῖ μὲ ζωντανὴ πίστη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθεῖ)» [Ἰωήλ, 3,5].

 Θὰ ἀποστείλει κήρυκες σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ δὲν θὰ ὑπάρξει κανεὶς νὰ μὴν ἀκούσει τὸ κήρυγμα· καὶ αὐτὸ ἔχει προλεχθεῖ. Ἄκουσε λοιπὸν τὸν Δαβὶδ νὰ τὸ λέγει καὶ νὰ τὸ προφητεύει: «Ἔἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος ἂὐτῶν καὶ ἔἰς τὰ πέρατα τῆς ὁἰκουμένης τὰ ῥἤματα ἄὐτῶν(: ἀλλὰ ὡς ἄλλος μουσικὸς καὶ ἁρμονικὸς φθόγγος ἀντηχοῦν σὲ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὰ λόγια τους φτάνουν στὶς ἐσχατιὲς καὶ τὰ πλέον ἀπομακρυσμένα ὅρια τῆς οἰκουμένης)» [Ψάλμ.18,5]. Ἔπειτα, δείχνοντας καὶ ὅτι κήρυτταν ἔχοντας ἐξουσία καὶ ὅτι ἦταν καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ φοροῦν τὰ βασιλικὰ στέμματα πιὸ ἰσχυροί, λέγει πάλι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος: «Ἀντὶ τῶν πατέρων σου ἐγενήθησάν σοὶ ὑἱοί· καταστήσεις ἄὐτοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν(: ἀντὶ τῶν προγόνων σου, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλειψες καὶ ἀρνήθηκες, θὰ εἶναι τώρα στὴ θέση αὐτῶν τὰ τέκνα σου, τὰ ὁποῖα γεννήθηκαν σὲ σένα ἀπὸ τὸν πνευματικό σου γάμο μὲ τὸν Νυμφίο Χριστὸ· θὰ ἀναδείξεις καὶ θὰ καταστήσεις αὐτοὺς ἄρχοντες σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ)» [Ψάλμ.44,17]. Καὶ ὅτι ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος ἦταν καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἀνώτεροι, τὸ φανερώνουν τὰ πράγματα. Οἱ νόμοι δηλαδὴ τῶν βασιλέων καταργοῦνται ἐνῶ αὐτοὶ ζοῦν ἀκόμη, ἐνῶ τῶν ψαράδων ἐκείνων καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους εἶναι γερὰ θεμελιωμένοι καὶ παραμένουν ἀμετακίνητοι, ἂν καὶ οἱ δαίμονες καὶ ἡ μακροχρόνια συνήθεια καὶ ἡ κακία καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἄπειρα ἄλλα ἐπεχείρησαν νὰ τοὺς ἀνατρέψουν.

 Γιὰ νὰ δείξει πάλι ὅτι, ἀφοῦ καταστοῦν αὐτοὶ ἄρχοντες τοῦ κόσμου, θὰ εἶναι ἀξιαγάπητοι σὲ ὅλους καὶ ποθητοί, πρόσθεσε καὶ εἶπε: «Μνησθήσομαι τόῦ ὀνόματός σου ἐν πὰσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ· διὰ τὸῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονταί σοὶ ἔἰς τὸν ἂἰῶνα καὶ ἔἰς τὸν ἂἰῶνα τὸῦ ἄἰῶνος(: θὰ μνημονεύω, βασιλιᾶ μου, καὶ θὰ διαλαλῶ τὸ ὄνομὰ Σοῦ στὶς γενεὲς τῶν γενεῶν· γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, γνωρίζοντας αὐτὸ λαοὶ καὶ φυλὲς καὶ γλῶσσες διάφορες θὰ Σὲ ἀνυμνοῦν ἀκατάπαυστα καὶ στὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος)» [Ψάλμ.44,18]· δηλαδὴ θὰ Σὲ εὐχαριστήσουν καὶ θὰ Σοῦ χρεωστοῦν μεγάλη χάρη, γιὰ τὸ ὅτι τοὺς ἔδωσες τέτοιους ἄρχοντες.

 Τὸ ὅτι ὅμως καὶ τὸ κήρυγμα θὰ ξαπλωνόταν παντοῦ, καὶ αὐτὸ προλέχθηκε. Πρόσεχε τὸν Δαβὶδ ποὺ σοῦ τὸ δηλώνει αὐτὸ μὲ τὰ ὅσα λέγει: «Ἂἴτησαι παρ᾿ ἐμόῦ, καὶ δώσω σοί ἔθνὴ τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς(:ζήτησε ἀπὸ ἐμένα καὶ θὰ σοῦ δώσω ὡς κληρονομία ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ θέσω ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία σου ὅλη τὴ γῆ μέχρι τῶν ἄκρων καὶ τῶν περάτων αὐτῆς)» [Ψάλμ.2,8]. Καὶ ἄλλος προφήτης ἐπίσης σὲ ἄλλο μέρος τὸ ἴδιο δηλώνει: «Καὶ ὁὐ μὴ κακοποιήσουσιν, ὁὐδὲ μὴ δύνωνται ἀπολέσαι ὁὐδένα ἐπὶ τὸ ὄρὸς τὸ ἅγιόν μου, ὅτί ἐνεπλήσθη ἡ σύμπασα τὸῦ γνῶναι τὸν Κύριον ὡς ὕδὼρ πὸλὺ κατακαλύψαι θαλάσσας(: καὶ οὔτε τὰ ἄγρια θηρία, οὔτε τὰ φίδια, οὔτε ἄνθρωποι πλέον θὰ κάνουν κακό, οὔτε θὰ ἔχουν δύναμη καὶ διάθεση νὰ ἐξοντώσουν κανένα στὸ ὅρος τὸ ἅγιό μου, σὲ ὅλη δηλαδὴ τὴν οἰκουμένη, ὅπου θὰ ἐκτείνεται ἡ βασιλεία τοῦ Μεσσία· διότι ὁλόκληρη ἡ γῆ γέμισε μὲ τὸ νὰ γνωρίσει τὸν Κύριο, σὰν τὸ πολὺ νερό, ποὺ γεμίζει καὶ καλύπτει τελείως θάλασσες)» [Ἠσ.11,9]. Πρόσεχε καὶ τὴν εὐκολία τῆς ὑπακοῆς σὲ Αὐτόν: «Ἀπὸ κραύγῆς Ἐσέβὼν ἕὡς Ἐλεαλὴ ἂἱ πόλεις ἄὐτῶν ἔδωκαν φὼνὴν ἄὐτῶν, ἀπὸ Ζόγὸρ ἕὡς Ὠρωναὶμ καὶ Ἀγλάθ-Σαλισία, ὅτί καὶ τὸ ὕδὼρ Νεβρεὶν ἔἰς κατάκαυμα ἔσταί(:από τὴν ἰσχυρὴ κραυγὴ ἀγωνίας της Ἐσεβῶν μέχρι τὴν Ἐλεαλὴ ὅλες οἱ πόλεις στέναζαν καὶ θρηνοῦσαν· ἐπίσης ἀπὸ τὴ Ζογὸρ ἕως τὴν Ὠρωναὶμ καὶ τὴν Ἀγλάθ-Σαλισία καὶ αὐτὰ τὰ ἄφθονα νερά, τὰ πηγαῖα ὕδατα τῆς Νεβρεὶν παραδόθηκαν στὴ φωτιά)» [Ἰερ.31,34].

 Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀρραγὲς τῆς Ἐκκλησίας προλέχθηκε: «Ἒσταί ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἐμφὰνὲς τὸ ὄρὸς Κυρίου καὶ ὁ ὁἶκος τὸῦ Θεοῦ ἐπ᾿ ἄκρὼν τῶν ὀρέων καὶ ὑψωθήσεται ὑπεράνω τῶν βοῦνῶν· καὶ ἥξουσιν ἐπ᾿ ἂὐτὸ πάντα τὰ ἔθνή(:φανέρωσε ὁ Κύριος ὅτι κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες τῆς μωσαϊκῆς οἰκονομίας, ὅταν πρόκειται ἡ νέα περίοδος τοῦ Μεσσία νὰ ἀντικαταστήσει αὐτήν, θὰ γίνει περίοπτο καὶ ἐμφανὲς τὸ ὅρος τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ κτισμένος ἐπάνω στὴ Σιῶν, θὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα καὶ ἀπὸ πολὺ μακριά, σὰν νὰ εἶναι κτισμένος ἐπάνω στὶς κορυφὲς τῶν ὑψηλότερων βουνῶν· καὶ θὰ ὑψωθεῖ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ βουνὰ καὶ θὰ προστρέξουν στὸ ὅρος αὐτὸ τοῦ Κυρίου ὅλα τὰ ἔθνη)» [Ἠσ. 2,2].

 Καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ εἶναι μόνο σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη καὶ ἀρραγής, ἀλλὰ καὶ θὰ συντελέσει στὸ νὰ βασιλεύσει στὸν κόσμο ἡ εἰρήνη, καὶ ὅτι θὰ καταλυθοῦν στὶς πόλεις οἱ πολυαρχίες καὶ οἱ μοναρχίες καὶ θὰ ἱδρυθεῖ μία βασιλεία, ποὺ θὰ τοὺς περιλάβει ὅλους καὶ θὰ ἐπικρατεῖ στὸ μεγαλύτερο μέρος της εἰρήνη καὶ ὄχι ὅπως προηγουμένως. Γιατί πρωτύτερα ὅλοι οἱ χειροτέχνες καὶ οἱ ρήτορες ἔπαιρναν τὰ ὅπλα καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ πολεμήσουν, ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ Χριστὸς διαλύθηκαν ὅλα ἐκεῖνα καὶ περιορίστηκε ὁ πόλεμος σὲ ὁρισμένα μέρη. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν δηλώνοντάς το κάποιος προφήτης ἔλεγε: «Καὶ κρινεῖ ἀναμέσον τῶν ἐθνῶν καὶ ἐλέγξει λὰὸν πολύν, καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας ἂὐτῶν ἔἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας ἂὐτῶν ἔἰς δρέπανα, καὶ ὁὐ λήψεται ἔθνός ἐπ᾿ ἔθνὸς μάχαιραν, καὶ ὁὐ μὴ μάθωσιν ἔτί πολεμεῖν(:και θὰ κρίνει μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ἀναγνωριζόμενος ἀπὸ αὐτοὺς ἀνώτατος νομοθέτης καὶ κριτής, καὶ θὰ ἐλέγξει ὡς κυρίαρχος πολὺ λαό. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ μετατρέψουν τὰ μαχαίρια τους σὲ ἀλέτρια καὶ τὰ δόρατά τους σὲ δρεπάνια, καὶ δὲν θὰ πάρει ἔθνος ἐναντίον ἔθνους μάχαιρα γιὰ νὰ πολεμήσει ἐναντίον του, οὔτε θὰ μάθουν πλέον τὴν τέχνη νὰ πολεμοῦν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου)» [Ἠσ.2,4]. Γιατί πιὸ μπροστὰ ζοῦσαν ὅλοι μέσα στοὺς πολέμους, ἐνῶ τώρα ξέχασαν καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν πολεμικὴ τέχνη, ἢ καλύτερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι οὔτε κἂν γνώρισαν αὐτήν. Ἂν ὅμως καὶ τώρα γίνονται πόλεμοι, εἶναι λίγοι καὶ ὄχι διαρκεῖς οὔτε καὶ πολλοί, ὅπως παλαιότερα ποὺ ξεσποῦσαν σὲ κάθε ἔθνος μύριες ἐπαναστάσεις.

 Ἔπειτα γιὰ νὰ δείξει καὶ ἀπὸ ποῦ θὰ συσταθεῖ ἡ Ἐκκλησία, τὸ προλέγει καὶ αὐτό. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀποτελέσουν μία ἀγέλη ὄχι μόνο ἄνθρωποι ἤπιοι στὸν χαρακτῆρα καὶ ἥμεροι καὶ ἐνάρετοι, ἀλλὰ καὶ ἄγριοι καὶ ἀπάνθρωποι καὶ σὰν λύκοι μερικοὶ καὶ λιοντάρια καὶ ταῦροι στὸν χαρακτῆρα, καὶ ὅλοι αὐτοὶ νὰ ἀποτελέσουν μία Ἐκκλησία, ἄκουσε πῶς ὁ προφήτης δήλωσε τὸ ποικίλο τῆς ἀγέλης αὐτῆς λέγοντας: «καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφω, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμὰ βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μίκρὸν ἄξεῖ ἄὐτούς(:και θὰ βοσκήσει ὁ λύκος μαζὶ μὲ τὸ ἀρνίο καὶ ἡ λεοπάρδαλη θὰ συναναπαύεται καὶ θὰ συγκατοικεῖ μαζὶ μὲ τὸ ἐρρίφιο, καὶ μοσχάρι καὶ ταῦρος μαζὶ μὲ τὸν λέοντα καὶ ἕνα μικρὸ παιδὶ θὰ ὁδηγεῖ αὐτὰ ὡς ἥμερα ἀρνία)» [Ἠσ. 11,6], ἐννοῶντας μὲ αὐτὸ τὴ λιτότητα τῆς ζωῆς τῶν βασιλέων.

 Τὸ ὅτι αὐτὰ δὲν λέγονται γιὰ τὰ ζῶα, ἂς μᾶς πεῖ ὁ Ἰουδαῖος πότε ἔγινε αὐτὸ· γιατί ποτὲ ὁ λύκος δὲν βόσκησε μαζὶ μὲ τὸ ἀρνὶ· ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἐπρόκειτο νὰ βοσκήσει, σὲ τί θὰ ὠφελοῦσε αὐτὸ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἑπομένως ἐννοεῖ μὲ αὐτὸ τὸν χαρακτῆρα τῶν ἀγρίων ἀνθρώπων, τοὺς Σκύθες δηλαδή, τοὺς Θρᾶκες, τοὺς Μαύρους, τοὺς Ἰνδούς, τοὺς Σαυρομάτες καὶ τοὺς Πέρσες.

 Καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἔθνη θὰ ζοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια ἐξουσία, καὶ ἕνας ἄλλος προφήτης τὸ δήλωσε λέγοντας: «Ὅτί τότε μεταστρέψω ἐπὶ λαοὺς γλῶσσαν ἔἰς γενεὰν ἂὐτῆς τόῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου τὸῦ δουλεύειν ἄὐτῷ ὑπὸ ζύγὸν ἕνά(:διότι τότε τὴ γλῶσσα τῶν λαῶν, ποὺ ἦσαν συνηθισμένοι στὴν πολυθεΐα καὶ ἐπικαλοῦνταν ὄχι τον Ἕνα Θεό, ἀλλὰ πολλοὺς θεούς, θὰ τὴ μετατρέψω· θὰ τὴν καθαρίσω καὶ θὰ τὴν καταστήσω ἐκλεκτή, ὥστε ὅλοι αὐτοὶ οἱ λαοὶ νὰ ἐπικαλοῦνται πλέον τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, τοῦ Ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ· ὅλοι δὲ κάτω ἀπὸ ἕνα ζυγό, τὸν δικό μου, καὶ μὲ τὴν εὐλαβῆ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν νὰ δουλεύουν μὲ φόβο καὶ βαθὺ σεβασμὸ σὲ Ἐμένα, τὸν Κύριο)» [ Σόφ.3,9], Ὄχι πιὰ μόνο στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γιατί δὲν προτρέπονται πιὰ οἱ ἄνθρωποι νὰ μεταβαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ ὁ καθένας ἐπιτελεῖ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ στὴν πατρίδα του[Ιω.4,20 κ.ε.].

 Τὸ ὅτι ἐπρόκειτο οἱ Ἰουδαῖοι νὰ στερηθοῦν τὶς ἐπαγγελίες, οὔτε αὐτὸ ἔχει ἀποσιωπηθεῖ. Καὶ πρόσεχε πὼς καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε ὁ προφήτης: «Διότι καὶ ἐν ὑμῖν συγκλεισθήσονται θύραι, καὶ ὁὐκ ἀνάψεται τὸ θυσιαστήριόν μου δωρεὰν· ὁὐκ ἔστί μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ θυσίαν ὁὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χείρῶν ὑμῶν(:διότι καὶ μεταξύ σας θὰ κλειστοῦν τελείως οἱ θύρες τοῦ ναοῦ καὶ δὲν θὰ ἀνάψει τὸ θυσιαστήριό μου μάταια, ὅπως γίνεται σήμερα. Δὲν αἰσθάνομαι καμία εὐαρέσκεια σὲ σᾶς, λέγει ὁ Κύριος παντοκράτωρ. Καὶ θυσία δὲν θὰ δεχτῶ εὐχαρίστως ἀπὸ τὰ χέρια σας)» [Μαλαχ.1,10].

 Ἀλλὰ καὶ ποιοὶ πρόκειται νὰ Τὸν λατρεύσουν, καὶ αὐτὸ ἔχει προλεχθεῖ. Λέγει ὁ Μαλαχίας λοιπόν: «διότι ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου ἕὡς δὺσμῶν τὸ ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τόῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν πὰντὶ τὸπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καὶ θυσία καθαρά, διότι μέγα τὸ ὄνομά μου ἐν τόῖς ἔθνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ(:"ναι· δὲν θὰ δεχτῶ ἀπὸ τὰ βέβηλα χέρια σας θυσία· διότι σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὴ δύση τοῦ ἥλιου, τὸ ὄνομά μου ἔχει δοξαστεῖ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν ποὺ ἔχουν ἐπιστραφεῖ σὲ σένα, καὶ σὲ κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα λατρείας στὸ ὄνομά μου καὶ θυσία καθαρῇ, μὴ μολυσμένη ἀπὸ αἵματα καὶ καπνοὺς καὶ κνῖσα κατακαιομένων σαρκῶν καὶ λίπους· διότι μέγα εἶναι τὸ Ὄνομὰ μοῦ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν", λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος» [Μαλαχ.1,11].

Εἶδες πὼς ἔδειξε τὴν εὐγένεια τῆς λατρείας; Πῶς το ἐξαίρετο καὶ διαφορετικὸ αὐτῆς; Καὶ ὅτι ἡ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν τόπο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο, οὔτε θὰ γίνεται μὲ κνῖσες καὶ καπνούς, ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο λατρείας; [Ἰω.4,23-24: «ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρά, καὶ νῦν ἐστίν, ὅτε ὁἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πάτρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεῖᾳ· καὶ γὰρ ὁ πὰτὴρ τοιούτους ζητεῖ τὸὺς προσκυνοῦντας ἄὐτόν. πνὲῦμα ὁ Θεός, καὶ τὸὺς προσκυνοῦντας ἄὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεῖᾳ δὲῖ προσκυνεῖν(: πολὺ σύντομα ὅμως ἔρχεται ὥρα, καὶ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ὥρα αὐτὴ ἔχει ἤδη ἔλθει, ποὺ οἱ πραγματικοὶ προσκυνητὲς θὰ προσκυνήσουν καὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινὰ˙ δηλαδὴ μὲ θεοφώτιστες τὶς πνευματικὲς δυνάμεις καὶ μὲ λατρεία ὄχι τυπικὴ καὶ σκιώδη, ἀλλὰ πραγματικὴ καὶ ἐμπνευσμένη ἀπὸ πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας·διότι καὶ ὁ Πατὴρ ζητᾶ ἐπίμονα τέτοιοι ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ προσκυνητὲς νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ Tον λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, γι' αὐτὸ καὶ δὲν περιορίζεται σὲ τόπους. Κι ἐκεῖνοι ποὺ Tον λατρεύουν πρέπει νὰ Tον προσκυνοῦν μὲ τὶς ἐσωτερικές τους πνευματικὲς δυνάμεις, μὲ ἀφοσίωση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς λατρείας ποὺ τοῦ ἁρμόζει)»].

 «Καὶ πῶς», λέγει ἴσως κάποιος, «οἱ Ἀπόστολοι τοὺς προσέλκυσαν ὅλους αὐτούς;» Αὐτὸς ποὺ γνώριζε μία μόνο γλῶσσα, τὴν ἰουδαϊκή, πῶς ἔπεισε τὸν Σκύθη καὶ τὸν Ἰνδὸ καὶ τὸν Σαυρομάτη καὶ τὸν Θρᾶκα; Λαμβάνοντας ἀπὸ τὴ δωρεὰ τοῦ Aγίου Πνεύματος τὸ χάρισμα τῆς πολυγλωσσίας αὐτῆς[Πράξ. 2,3 κ.ε.]. Καὶ αὐτὸ βέβαια προκειμένου γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς· ὅσον ἀφορᾶ τὸν Ἰσραήλ, ἔλαβε τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Καὶ ὅτι οὔτε αὐτὸ προσέλκυσε τοὺς Ἰουδαίους, ἄκουσε πῶς τὸ δείχνει ὁ προφήτης, λέγοντας: «Διὰ φαυλισμὸν χειλέων διὰ γλώσσης ἑτέρας, ὅτί λαλήσουσι τῷ λὰῷ τούτῳ(:για τὸν ἐκφαυλισμὸ καὶ τὴν περιφρόνηση τοῦ προφητικοῦ κηρύγματος, τὴν ὁποία μὲ τὴν εἰρωνεία τῶν χειλέων τους ἀποτόλμησαν γιὰ τὴν παράδοξη καὶ μὴ κατανοούμενη γλῶσσα τους, θὰ λαλήσει σὲ αὐτοὺς ὁ Θεὸς· διότι οἱ κατακτητὲς θὰ ὁμιλήσουν στὸν λαὸ αὐτὸν μὲ τὴν ὀδυνηρὴ φωνὴ τῶν πραγμάτων πλέον)» [Ἠσ.28,11]. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει σαφέστερο ἀπὸ αὐτό;

 Ἐπρόκειτο νὰ ἀπιστήσουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ πιστέψουν οἱ Ἐθνικοὶ· καὶ αὐτὸ προλέχθηκε. Ἄκουε τὸν Ἠσαΐα ποὺ τὸ δηλώνει αὐτὸ καὶ λέγει: «Βρέθηκα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲ μὲ ζητοῦν· ἔγινα φανερὸς σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ μὲ ἐρωτοῦν. Εἶπα: νά, Ἐγὼ βρίσκομαι ἀνάμεσα στὸ ἔθνος ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομά μου». Ἐνῶ γιὰ τὸν Ἰσραὴλ λέγει: «Ἐμφάνὴς ἐγενήθην τόῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν, ἔὑρέθην τόῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν. ἔἶπα· ἰδοῦ ἔἰμι τῷ ἔθνεί, ὁἳ ὁὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα. ἐξεπέτασα τὰς χέῖράς μου ὅλὴν τὴν ἡμέραν πρὸς λάὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, ὁἳ ὁὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ, ἀλλ᾿ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν ἄὐτῶν(:έγινα φανερὸς καὶ ἀποκάλυψα τὸν ἑαυτό μου σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ἱκέτευαν, ἐπειδὴ μὲ ἀγνοοῦσαν ὁλοτελῶς· βρέθηκα ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ζητοῦσαν νὰ μὲ βροῦν. Εἶπα: Ἰδού, εἶμαι παρών. Τὸ εἶπα σὲ ἔθνος τὸ ὁποῖο δὲν ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομά μου)» [Ἠσ.65,1-2]·και πάλι: «Ἀνηγγείλαμεν ὡς παιδίον ἐναντίον ἄὐτοῦ, ὡς ῥἴζα ἐν γῇ διψώσῃ. ὁὐκ ἔστὶν ἔἶδος ἂὐτῷ ὁὐδὲ δόξα· καὶ ἔἴδομεν ἄὐτόν, καὶ ὁὐκ ἔἶχεν ἔἶδος ὁὐδὲ κάλλος(: Τὸν ἀναγγείλαμε σὰν παιδὶ μικρὸ καὶ ἀφανὲς ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, σὰν ρίζα ἀτροφικὴ σὲ γῆ στερούμενη ὕδατος. Δὲν ὑπῆρχε σὲ Αὐτὸν μορφὴ εὐπρεπής, οὔτε ὡραιότητα καὶ λαμπρότητα προσώπου. Καὶ τὸν εἴδαμε, καὶ δὲν εἶχε πρόσωπο οὔτε κάλλος)» [Ἠσ.53,2]· καὶ πάλι: «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκόῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;(:Κύριε, ποιός πίστεψε σὲ αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς οἱ προφῆτες ἀκούσαμε ἀπὸ Ἐσένα καὶ κηρύξαμε στοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ ποιόν φανερώθηκε καὶ ἔγινε πιστευτὴ καὶ παραδεκτή;)» [Ἠσ 53,1]. Δὲν εἶπε «στὴ διδασκαλία μας», ἀλλὰ σὲ αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ δείξει μὲ αὐτὸ ὅτι δὲν κήρυτταν κάτι δικό τους.

 Τὸ ὅτι πάλι ἔπρεπε νὰ προτιμηθοῦν τὰ δικά μας παρὰ τὰ δικά τους καὶ νὰ γίνουν πολὺ πιὸ τίμια, καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε ὁ Μωυσῆς λέγοντας: «Ἂὐτοὶ παρεζήλωσάν μέ ἐπ᾿ ὁὐ Θέῷ, παρώξυνάν μέ ἐν τὸῖς ἔἰδώλοις ἂὐτῶν· κἀγὼ παραζηλώσω ἄὐτοὺς ἐπ᾿ ὁὐκ ἔθνεί, ἐπὶ ἔθνεί ἀσυνὲτῳ παροργιῶ ἄὐτούς(:με ἔκαναν αὐτοὶ νὰ ζηλέψω σὰν ἀνταγωνιστὴς ἀνύπαρκτου θεοῦ. Μὲ ἐξόργισαν μὲ τὰ εἴδωλά τους. Μὲ τὴ σειρά μου λοιπὸν καὶ Ἐγὼ θὰ τοὺς κάνω νὰ ζηλέψουν καὶ νὰ γίνουν ἀνταγωνιστὲς ἔθνους, ποὺ ἦταν ἀνύπαρκτο ἐδῶ ἕως χθές. Θὰ τοὺς κάνω νὰ ὀργιστοῦν, ὅταν τοὺς παιδεύσω μὲ ἕνα λαὸ ἀσύνετο, εἰδωλολάτρη)»[Δευτ.32,21], ἐννοῶντας μὲ τό «ἐπ᾿ ὁὐκ ἔθνεὶ» τὴν προηγούμενη εὐτέλεια τῶν ἐθνικῶν· γιατί οὔτε κἂν ἔθνος θεωροῦνταν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης εὐτέλειάς τους, τῆς μωρίας τους καὶ τῆς ἀνοησίας τους.

 Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ πίστεψαν τόση μεγάλη μεταβολὴ ἔγινε, ὥστε νὰ καταστοῦν πολὺ πιὸ τίμιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τιμώνταν προηγουμένως. Τὸ ὅτι αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ πληγώσει τοὺς Ἰουδαίους καὶ νὰ γίνουν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ καλύτεροι, καὶ αὐτὸ δηλώνεται ἀπὸ τὰ λεγόμενα αὐτά. Γιατί δὲν εἶπε ἁπλῶς θὰ σᾶς προτιμήσω, ἀλλὰ δηλώνοντας συγχρόνως καὶ αὐτό, τὴ διόρθωση δηλαδὴ ποὺ θὰ γινόταν σὲ αὐτοὺς ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ζήλειας, «θὰ σᾶς κάνω νὰ ζηλοτυπήσετε», λέγει, «πρὸς ἄλλο ἔθνος ποὺ δὲν τὸ θεωρεῖτε ἔθνος». Σὰν νὰ ἔλεγε: «Θὰ τοὺς δώσω τόσα πολλὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ζηλέψετε, ὥστε νὰ πληγωθεῖτε». Αὐτὸ βέβαια τοὺς ἔκανε καὶ καλύτερους. Αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ εἶδαν τὴ θάλασσα νὰ σχίζεται, τὶς πέτρες νὰ σπᾶνε, τὸν ἀέρα νὰ μεταβάλλεται καὶ τόσα ἄλλα παράδοξα, ἢ καλύτερα ἐκεῖνοι ποὺ θυσίαζαν τὰ ἴδια τους τὰ παιδιὰ καὶ λάτρευαν τὸν Βεελφεγώρ[:πρόκειται γιὰ τὴ μωαβιτικὴ θεότητα Βάαλ, ποὺ λατρευόταν ἐπάνω στὸ ὅρος Φογὼρ καὶ μάλιστα ἀπὸ πολλοὺς Ἰσραηλῖτες.Βλ. Ἀριθμ. 25,1-9, Δεύτ.4,3., Ἰησ. Ναυὴ 22,17] καὶ εἶχαν προσκολληθεῖ σὲ μαγεῖες πολλές, αὐτοί, ἐπειδὴ προσήλθαμε ἐμεῖς στὸν Χριστὸ καὶ τὰ πράγματα τὰ δικά μας ἔγιναν προτιμότερα ἀπὸ τὰ δικά τους, τόσο πολὺ πληγώθηκαν ἀπὸ τὴ ζηλοτυπία τους καὶ ἔγιναν καλύτεροι καὶ περιορίστηκαν, ὥστε, ὅσα δὲν κατόρθωσαν νὰ κάνουν ἀκούοντας τοὺς προφῆτες καὶ βλέποντας θαύματα, αὐτὰ νὰ τὰ ἐπιτύχουν ἐξ αἰτίας τῆς ζηλοτυπίας τους πρὸς ἐμᾶς. Γιατί κανεὶς πιὰ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν σφάζει τὰ παιδιά του, οὔτε καὶ τρέχει στὰ εἴδωλα, οὔτε μοσχάρι προσκυνᾶ. Τὸ σέμνωμα τῆς παρθενίας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οὔτε κατ΄όνομα ὑπῆρχε, ἐνῶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ διαλάμψει, πρόσεχε πῶς καὶ αὐτὸ τὸ προλέγει ὁ Δαβίδ, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἀπενεχθήσονται ἐν ἔὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται ἔἰς νὰὸν βασιλέως(:θα προσαχθοῦν μὲ σκιρτήματα καὶ ἄσματα πνευματικῆς εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως· θὰ ὁδηγηθοῦν στὰ ἀνάκτορα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ κατοικία καὶ ὁ ναὸς τοῦ Βασιλέως Νυμφίου)» [Ψάλμ.44,16].

 Aλλὰ οὔτε καὶ τὸ ὄνομα τῶν ἱερέων ἀποσιώπησε, ἐννοῶ τὸ ὄνομα τῶν ἐπισκόπων. Γιατί λέγει: «Καὶ δώσω τόὺς ἄρχοντάς σου ἐν ἔἰρήνῃ καὶ τόὺς ἐπισκόπους σου ἐν δικαιοσύνῃ(:και θὰ κάνω τοὺς ἄρχοντές σου νὰ διαπνέονται ἀπὸ εἰρήνη καὶ τοὺς ἀρχηγούς σου ἐπόπτες οἱ ὁποῖοι θὰ κρίνουν μὲ δικαιοσύνη)» [Ἠσ.60,17].

 Ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει καὶ νὰ ζητήσει εὐθύνες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Πρόσεχε πὼς καὶ αὐτὸ τὸ προλέγουν καὶ ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Μαλαχίας. Ὁ Μαλαχίας λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Καὶ καθιεῖται χωνεύων καὶ καθαρίζων ὡς τὸ ἀργύριον καὶ ὡς τὸ χρυσίον· καὶ καθαρίσει τὸὺς ὑἱοὺς Λεὺὶ καὶ χεεῖ ἄὐτοὺς ὥσπὲρ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον· καὶ ἔσονται τῷ Κυρὶῳ προσάγοντες θυσίαν ἐν δικαιοσύνῃ (:καὶ θὰ καθίσει ρίχνοντας στὸ χωνευτήριο καὶ καθαρίζοντας μὲ τὸ πῦρ τῆς θείας Χάριτος, ὅπως μὲ τὸ πῦρ καθαρίζεται ὁ ἄργυρος καὶ ὁ χρυσός. Καὶ θὰ καθαρίσει ὅσους νέους πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευὶ εἶναι ἀφιερωμένοι στὴ λατρεία Τοῦ καὶ θὰ ἀναχωνεύσει αὐτοὺς σὰν σὲ κάμινο, ὅπως ὁ χρυσοχόος ἀναχωνεύει καὶ καθαρίζει τὸν χρυσὸ καὶ τὸν ἄργυρο· καὶ θὰ προσφέρουν τότε αὐτοὶ στὸν Κύριο θυσία μὲ ἔργα ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης)» [Μαλαχ.3,3].

 Οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι συγγενεῖς πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Παύλου, ποὺ λέγει: «Ἑκάστου τὸ ἔργὸν φανερὸν γὲνήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτί ἐν πῦρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργόν ὁπόῖόν ἐστὶ τὸ πῦρ δοκιμάσει(:του κάθε κτίστη τὸ ἔργο θὰ γίνει φανερὸ· διότι ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως θὰ τὸ σκεπάσει καὶ θὰ τὸ φανερώσει. Καὶ θὰ τὸ ξεσκεπάσει, διότι ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μαζὶ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας δικαιοσύνης, ποὺ εἶναι δραστικὴ σὰν φωτιά. Καὶ ὁ Θεὸς θὰ ζυγίσει μὲ ἀκρίβεια γιὰ νὰ ἀποκαλύψει ποιό εἶναι τὸ ἔργο τοῦ καθενός, καὶ θὰ φανερώσει τὴν πραγματική του ἀξία σὰν φωτιὰ ποὺ κατακαίει κάθε εὔφλεκτο ὑλικό)» [Α'Κορ.3,13]. Ἐνῶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «ὁ Θέὸς ἐμφάνῶς ἥξεῖ, ὁ Θέὸς ἡμῶν, καὶ ὁὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον ἂὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κὺκλῳ ἂὐτοῦ καταιγὶς σφόδρα(: ὁ Θεὸς θὰ ἔλθει ὁλοφάνερα μὲ δόξα πολλὴ· ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ δὲν θὰ τηρήσει πλέον σιωπὴ· πῦρ καυστικὸ καὶ καταναλίσκον θὰ κατακαίεται ἐνώπιόν Τοῦ, καὶ τριγύρω Τοῦ καταιγίδα μεγάλη καὶ τρομερῆ θὰ ξεσπᾶ)» [Ψάλμ.49,3], διακηρύσσοντας πάλι τὴ Δευτέρα παρουσία Τοῦ.

 Γιατί ἡ πρώτη παρουσία συνοδευόταν ἀπὸ πολλὴ συγκατάβαση, ἡ δεύτερη ὅμως δὲν θὰ εἶναι τέτοια, ἀλλὰ θὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ φρίκη καὶ τρόμο, καθόσον αὐτὴ θὰ ἐξαπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο σὰν ἀστραπή, ἔχοντας προπορευόμενους τοὺς ἀγγέλους. Γιατί λέγει: «ὥσπὲρ γὰρ ἡ ἀστράπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕὡς δύσμῶν, ὁὕτως ἔσταὶ καὶ ἡ παρουσία τὸῦ ὑἱοῦ τόῦ ἀνθρώπου· διότι ὁ Μεσσίας οὔτε θὰ εἶναι κρυμμένος σὲ δωμάτια οὔτε θὰ παρουσιαστεῖ σὲ μέρος ἐρημικό. Ἀλλὰ ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸ σημεῖο τοῦ ὁρίζοντα καὶ φαίνεται ἀμέσως μέχρι τὸ ἀντιδιαμετρικὸ δυτικὸ σημεῖο, ἔτσι θὰ γίνει καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ γίνει ἀμέσως αἰσθητὴ παντοῦ καὶ σὲ ὅλους)»[Ματθ.24,27], δείχνοντας μὲ αὐτὸ ὅτι θὰ εἶναι ὁρατὴ ἀπὸ παντοῦ καὶ θὰ ἀναγγελθεῖ ἀπὸ μόνη της· δὲν χρειάζεται δηλαδὴ κήρυκα, ἀλλὰ ἡ ἴδια παρουσιάζει τὸν ἑαυτό της. Αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «ὁ Θέὸς ἐμφάνῶς ἥξεῖ, ὁ Θέὸς ἡμῶν, καὶ ὁὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον ἂὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κὺκλῳ ἂὐτοῦ καταιγὶς σφόδρα» [Ψάλμ.49,3· βλ. παραπάνω].

 Ἔπειτα, παριστάνοντας καὶ τὸ μελλοντικὸ δικαστήριο προσθέτει καὶ λέγει: «Φωτιὰ θὰ καίει ἐνώπιόν Τοῦ καὶ γύρω του καταιγίδα τρομερῆ»[Ψαλμ.49,3]. Εἶπε τὶς τιμωρίες, λέγει, καὶ τὴ λαμπρότητα αὐτοῦ: «Προσκαλέσεται τὸν ὁὐρανὸν ἄνῷ καὶ τὴν γῆν τὸῦ διακρῖναι τὸν λὰὸν ἄὐτοῦ(: θὰ προσκαλέσει ὡς μάρτυρες στὸ κριτήριό Τοῦ ἀπὸ ἐπάνω τὸν οὐρανὸ καὶ ἀπὸ κάτω τὴ γῆ, ἐπειδὴ ἐμφανίζεται γιὰ νὰ κρίνει τὸν λαὸ Τοῦ)» [Ψάλμ.49,4], ὀνομάζοντας «γῆν» τοὺς ἀνθρώπους. Ἔπειτα ἀπαριθμῶντας μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς Ἰουδαίους(γιατί πρὸς αὐτοὺς ἀπευθύνεται), προσθέτει πάλι καὶ λέγει: «Συναγάγετε ἂὐτῷ τόὺς ὁσίους ἂὐτοῦ τὸὺς διατιθεμένους τὴν διαθήκην ἄὐτοῦ ἐπὶ θυσίαις καὶ ἀναγγελοῦσιν ὁἱ ὁὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην ἄὐτοῦ, ὅτί ὁ Θὲὸς κριτής ἐστί (:συναθροῖστε, ὦ ἄγγελοι, ἐνώπιόν Τοῦ τοὺς ἁγίους Τοῦ, τοὺς ἀφιερωμένους σὲ Αὐτὸν Ἰσραηλῖτες, οἱ ὁποῖοι ἔδειξαν τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους μὲ τὶς εὐλαβεῖς θυσίες τους καὶ ἀποδέχτηκαν τὴ διαθήκη Τοῦ. Καὶ ἀφοῦ τοὺς συναθροίσετε ὅλους, θὰ διακηρύξουν οἱ οὐρανοὶ τὴ δικαιοσύνη Αὐτοῦ, διότι Αὐτὸς ὁ δίκαιος Θεὸς εἶναι ὑπέρτατος κριτὴς καὶ δικαστὴς στὸ δικαστήριο αὐτό, ποὺ τώρα συγκροτήθηκε)» [Ψάλμ.49,5].

 Ἐπρόκειτο ἐρχόμενος νὰ καταργήσει τὴ λατρεία μέσῳ τῶν θυσιῶν καὶ νὰ μὴν τὴ δέχεται πιά, ἀλλὰ νὰ δέχεται μόνο τὴ δική μας. Ἄκουσε πῶς τὰ προεῖπαν καὶ αὐτά: «Θυσίαν καὶ προσφορὰν ὁὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοί· ὁλοκαυτώματα καὶ πέρὶ ἁμαρτίας ὁὐκ ἐζήτησας(: γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη θέλησα νὰ σοῦ προσφέρω θυσία, ἀλλὰ Ἐσὺ οὔτε αἱματηρὴ θυσία,ούτε ἀναίμακτη προσφορὰ καρπῶν ἢ ἄλλων δώρων θέλησες. Μοῦ ἔδωσες τέλειο σῶμα, προικισμένο μὲ λογικὴ καὶ ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ σοῦ προσφέρω εὐάρεστη θυσία γιὰ νὰ τὸ καθαγιάζω μὲ τὴν ὑπακοὴ πρὸς Ἐσένα· αὐτὸ ζήτησες καὶ ὄχι θυσίες ζώων καιόμενες ἐξ ὁλοκλήρου ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο καὶ θυσίες ἐξιλαστήριες προσφερόμενες γιὰ τὴν ἁμαρτία μας)» [Ψάλμ.39,7].

 Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνοντας καὶ ἀλλοῦ ἔλεγε: «Ἔἰς ἀκόὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου· ὑἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοί(:ευθύς μόλις ἄκουσε γιὰ Ἐμένα καὶ ἡ φήμη τῶν κατορθωμάτων μου ἔφτασε στὰ αὐτιά του, ἔγινε ὑπήκοός μου. Υἱοὶ ἀλλογενεῖς καὶ ξένοι ἀπὸ φόβο ὑποκρίθηκαν σὲ Ἐμένα τὸν φίλο καὶ ἀπὸ ἀνάγκη δήλωσαν ὑποταγὴ σὲ Ἐμένα)» [Ψάλμ.17,45]· δηλαδὴ πίστεψε χωρὶς νὰ δεῖ τὴ θάλασσα νὰ σχίζεται, οὔτε τὶς πέτρες νὰ ραγίζουν, ἀλλὰ ἀκούγοντας μόνο τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων μου. Καὶ ἐδῶ πάλι: «μοῦ ἔδωσες σῶμα τέλειο». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, προσθέτει καὶ πάλι καὶ λέγει: «Τότε ἔἶπον· ἰδόὺ ἥκῶ, ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται πέρὶ ἐμόῦ(: καὶ ὅταν ἀντιλήφτηκα σὲ τί ἀρέσκεσαι καὶ τί ζητᾶς ἀπὸ Ἐμένα, τότε εἶπα: Ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι, γιὰ νὰ τεθῶ στὶς διαταγὲς Σοῦ. Στὸ ἐντυλισσόμενο σὲ ρόλο χειρόγραφο τῆς Γραφῆς ἔχει γραφτεῖ γιὰ ἐμένα, πῶς θὰ εὐαρεστήσω σὲ Σένα)» [Ψάλμ.39,10].

 Δύο δηλαδὴ πράγματα δηλώνονται μὲ αὐτὰ· καὶ ὅτι θὰ ἔλθει, καὶ ὅτι θὰ ἔλθει τότε, ὅταν θὰ καταργηθοῦν οἱ θυσίες, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε μὲ τὴν ὑποταγὴ τῶν Ἰουδαίων στοὺς Ρωμαίους. Βρήκαμε ἐπίσης καὶ τὸν Βαροὺχ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Μετὰ τόῦτο ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθῇ καὶ ἐν τόῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη(:έπειτα ἀπὸ αὐτὸ φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων)»[Βαρούχ, 3,38]. Ἀλλὰ καὶ στὸν Μωυσῆ λέγει ὁ Θεός: «Πρόφήτην ἀνὰστήσω ἄὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδὲλφῶν ἄὐτῶν, ὥσπὲρ σέ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι ἄὐτοῦ, καὶ λὰλήσει ἂὐτοῖς καθ' ὅτί ἂν ἐντείλωμαι ἂὐτ· καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκόύσῃ ὅσά ἂν λὰλήσῃ ὁ πρόφήτης ἐκέῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδίκήσω ἐξ αὐτοῦ(:γι΄αυτό θὰ ἀναδείξω σὲ αὐτοὺς μέσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἕναν Προφήτη, ὅπως εἶσαι ἐσύ, καὶ θὰ δώσω τοὺς λόγους μου στὸ στόμα του καὶ θὰ τοὺς διδάξει ὅ,τι ἀκριβῶς θὰ τοῦ παραγγείλω. Καὶ ἂν βρεθεῖ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ ὑπακούσει σὲ ὅσα θὰ πεῖ ὁ Προφήτης ἐκεῖνος ἐξ ὀνόματός μου, θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔνοχος ἀπέναντί μου. Θὰ ἀναλάβω Ἐγὼ τὴν τιμωρία του)»[Δευτ. 18,18].

 Βλέπεις πὼς αὐτὸ δὲν συνέβηκε γιὰ κανένα ἀπὸ τοὺς προφῆτες, παρὰ μόνο γιὰ τὸν Χριστό; Καθόσον πολλοὶ προφῆτες, ἐμφανίστηκαν καὶ ὅλους τοὺς παρήκουσαν, ἀλλὰ δὲν ἔπαθαν τίποτε· ὅταν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι παράκουσαν τὸν Χριστό, ἀπὸ τότε περιέρχονται παντοῦ σὰν ἀλῆτες καὶ περιπλανώμενοι, σὰν φυγάδες καὶ μετανάστες. Γιατί πρόσεχε: στερήθηκαν τὴν πατρίδα τους καθὼς καὶ τὰ πατρικὰ τοὺς ἤθη καὶ τοὺς νόμους τους, καὶ ζοῦν τώρα μέσα στὴν ἀτιμία, στὴν ντροπή, τὶς κολάσεις καὶ τὶς τιμωρίες. Ὅσα μάλιστα ἔχουν πάθει ἐπὶ Βεσπασιανοῦ καὶ Τίτου[: Τίτος: Ρωμαῖος στρατηγός, ὁ ὁποῖος τὸ 70 μ.Χ. κατέστρεψε ἐκ θεμελίων τὰ Ἱεροσόλυμα. Βλ. Ἰωσήπου «Ἰουδαϊκὸς πόλεμος», βιβλίο 5ο καὶ 6ο. Ὁ δὲ Βεσπασιανὸς ἦταν πατέρας τοῦ Τίτου καὶ αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης], δὲν εἶναι δυνατὸ οὔτε νὰ τὰ πεῖ κανεὶς· τόσο πολὺ ἡ τραγωδία ἐκείνη ξεπέρασε κάθε συμφορὰ καὶ ἔτσι ἐκπληρωνόταν ὁ προφητικὸς λόγος· «ὁ καθένας ποὺ δὲν θὰ ἀκούσει τὸν προφήτη ἐκεῖνον, θὰ ἐξολοθρευτεῖ». Γι΄αυτό λοιπὸν ἐνημερώθηκαν ὅλα τὰ δικά τους, ἐπειδὴ παράκουσαν τὸν προφήτη ἐκεῖνον.

 Τὸ ὅτι θὰ τοὺς ἀναστήσει ὅλους, καὶ αὐτὸ τὸ δήλωσε ὁ Ἠσαΐας, λέγοντας: «Ἀνὰστήσονται ὁἱ νεκροί, καὶ ἑγὲρθήσονται ὁἱ ἐν τὸῖς μνημείοις, καὶ ἔὐφρανθήσονται ὁἱ ἐν τῇ γῇ· ἡ γὰρ δρόσος ἡ παρὰ σόῦ ἴἀμα ἄὐτοίς ἐστίν, ἡ δὲ γῆ τῶν ἀσὲβῶν πεσεῖται(:θα ἀναστηθοῦν θριαμβευτικὰ οἱ ἐν Κυρίῳ νεκροὶ καὶ θὰ ἐγερθοῦν ὅσοι βρίσκονται μέσα στὰ μνήματα καὶ θὰ εὐφρανθοῦν οἱ εὐσεβεῖς ποὺ βρίσκονται στὴ γῆ· διότι ἡ σὰν ζωοποιὸς δρόσος καταπεμπομένη ἀπὸ Ἐσένα βοήθεια καὶ χάρη θὰ εἶναι σὲ αὐτοὺς θεραπεία· ἀντιθέτως ὅμως ἡ χώρα τῶν ἀσεβῶν θὰ πέσει καὶ θὰ καταστραφεῖ)»[Ησ. .26,19]. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ ὅτι καὶ μετὰ τὴ σταύρωση, μετὰ τὸν θάνατό Τοῦ θὰ συμβοῦν πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, ὅτι δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀνάσταση ἡ διάδοση τοῦ κηρύγματος θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη.

 Ἐπειδὴ δηλαδὴ δέθηκε, προδόθηκε ἀπὸ τὸν μαθητή, φτύστηκε, περιπαίχτηκε, μαστιγώθηκε, καρφώθηκε στὸν σταυρό, δὲν ἀξιώθηκε νὰ τεθεῖ σὲ τάφο, ὅσο βέβαια ἐξαρτώνταν ἀπὸ ἐκείνους, διαμοίρασαν τὰ ἐνδύματά Τοῦ οἱ στρατιῶτες, τελείωσε τὴ ζωὴ τοῦ κατηγορούμενος σὰν ἐπαναστάτης, σὰν βλάσφημος καὶ σὰν τύραννος, γιατί λέγει «Πᾶς ὁ βασιλέα ἑαὐτὸν ποίῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι(:όποιος κάνει τὸν ἑαυτό του βασιλιᾶ ἀντιτίθεται καὶ ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ Καίσαρα)» [Ἰω.19,12], καὶ πάλι: «τί ἔτί χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδὲ νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν ἄὐτοῦ(:ο κατηγορούμενος βλασφήμησε. Τί μᾶς χρειάζονται πλέον μάρτυρες; Νά, μόλις τώρα ἀκούσατε τὴ βλασφημία του)»[Ματθ.26,65]. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν ὅλα αὐτά, θέλοντας νὰ διεγείρει τὸν ἀκροατὴ καὶ νὰ τὸν προετοιμάσει νὰ ἔχει θάρρος, «Μὴ φοβηθεῖς», λέγει, «ἐξ αἰτίας αὐτῶν· γιατί τέτοια θὰ εἶναι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔχουν σχέση μὲ ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε, ποὺ μαστιγώθηκε, ποὺ κακολογήθηκε ἀπὸ τοὺς ληστὲς ποὺ φονεύτηκε μὲ τὴν κατηγορία τῆς βλασφημίας καὶ ποὺ θὰ συμβοῦν μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Τοῦ, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι αὐτὰ γεμᾶτα ἀπὸ πολλὴ τιμή». Αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἔγινε.

 Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ προλέγοντας ὁ προφήτης ἀπὸ πολὺ πρίν, ἔλεγε: «Καὶ ἔσταί ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκὲίνῃ ἡ ρίζα τόῦ Ἰἐσσαί καὶ ὁ ἀνίστάμενοι ἄρχείν ἐθνῶν, ἐπ' ἄὐτῷ ἔθνή ἐλπιοῦσι, καὶ ἔσταί ἡ ἀνάπαυσις ἂὐτοῦ τίμή(: καὶ θὰ εἶναι κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ νεαρὸς βλαστὸς ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, δηλαδὴ ὁ ἀπόγονός του ὁ Μεσσάϊς, καὶ Αὐτὸς θὰ ἀνυψωθεῖ γιὰ νὰ ἄρχει τῶν ἐθνῶν καὶ σὲ Αὐτὸν θὰ ἐλπίζουν τὰ ἔθνη· ὁ θρόνος Τοῦ καὶ ἡ διαμονὴ Τοῦ θὰ εἶναι ἔνδοξη καὶ τιμημένη)»[Ησ. 11,10]. Σὰν νὰ ἔλεγε: «Ὁ τρόπος αὐτὸς τοῦ θανάτου εἶναι τιμιότερος καὶ ἀπὸ τὸ βασιλικὸ στέμμα». Πραγματικὰ οἱ βασιλεῖς, βγάζοντας τὰ στέμματά τους, τοποθετοῦν στὴ θέση τους τὸν σταυρό, τὸ σύμβολο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρὸς τοποθετεῖται στὶς πορφύρες τῶν βασιλέων, ὁ σταυρὸς στὰ στέμματα, ὁ σταυρὸς συνοδεύει τὶς προσευχές, ὁ σταυρὸς τοποθετεῖται στὰ ὅπλα, ὁ σταυρὸς στὴν ἁγία Τράπεζα, καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ὁ σταυρὸς λάμπει πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο. «Καὶ ἔσταί ἡ ἀνάπαυσις ἂὐτοῦ τίμή(:και θὰ εἶναι ὁ θρόνος τῆς ἀναπαύσεώς Τοῦ γεμᾶτος ἀπὸ τιμή)»[βλ. παραπάνω: Ἠσ. 11,10].

 Ὅμως τὰ ἀνθρώπινα πράγματα δὲν εἶναι τέτοια, ἀλλὰ συνήθως συμβαίνουν ἀντίθετα. Ὅσο δηλαδὴ ζοῦν ἐκεῖνοι ποὺ εὐδοκιμοῦν, ἀνθοῦν καὶ τὰ πράγματα αὐτῶν· ὅταν ὅμως πεθάνουν, μαζί τους καταλύονται καὶ ἐκεῖνα. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς ὄχι μόνο στὴν περίπτωση τοῦ πλουσίου, οὔτε μόνο του ἄρχοντα, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ βασιλέως. Καθόσον καὶ οἱ νόμοι τους καταργοῦνται, καὶ οἱ εἰκόνες ἀμαυρώνονται, καὶ ἡ ἀνάμνησή τους σβήνει, καὶ τὸ ὄνομά τους λησμονεῖται, καὶ οἱ δικοί τους ἄνθρωποι περιφρονοῦνται, καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ ἐκείνους ποὺ κινητοποιοῦσαν στρατεύματα, ποὺ μὲ ἕνα νεῦμα τους μετέβαλλαν καταστάσεις δήμων καὶ πόλεων καὶ πραγμάτων, ποὺ ἦταν στὴν ἐξουσία τους νὰ φονεύουν καὶ νὰ ἀνακαλοῦν ἀπὸ τὴν ἐξορία καταδίκους. Ἀλλὰ ὅμως ὅλα καταλύονται, κι ἂν ἀκόμη προηγουμένως εὐδοκιμοῦσαν.

 Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Χριστοῦ συνέβη ἐντελῶς το ἀντίθετο. Πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ τὸν σταυρό, ὅλα ὅσα εἶχαν σχέση μὲ αὐτὸν ἦταν ἀπογοητευτικά. Ὁ Ἰούδας Τὸν πρόδωσε, ὁ Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε, οἱ ἄλλοι μαθητὲς Τοῦ ἔφυγαν, Αὐτὸς ἀπέμεινε μόνος ἀνάμεσα στοὺς ἐχθροὺς καὶ πολλοὶ ποὺ εἶχαν πιστέψει, ἀποτραβήχτηκαν. Μετὰ τὴ σφαγὴ ὅμως καὶ τὸν θάνατό του, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ἐκεῖνος ποὺ σταυρώθηκε δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, κατέστησαν λαμπρότερα καὶ φαιδρότερα καὶ ὑψηλότερα τὰ πράγματα τὰ σχετικὰ μὲ αὐτόν. Ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων ποὺ δὲν ἄντεξε πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρὸ οὔτε τὴν ἀπειλὴ τῆς θυρωροῦ, ἀλλὰ ἰσχυρίστηκε ὕστερα ἀπὸ τόσο μαστίγωμα, ὅτι δὲν Τὸν γνώριζε, μετὰ τὸν σταυρὸ περιῆλθε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀκολούθησαν ἄπειρα πλήθη μαρτύρων, προτιμῶντας νὰ πεθάνουν μᾶλλον, παρὰ νὰ ποῦν ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, φοβούμενος τὴν ἀπειλὴ μιᾶς θυρωροῦ. Ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πέτρου ὅλες οἱ πόλεις καὶ ἡ ἔρημος καὶ ἡ κατοικούμενη καὶ ἡ ἀκατοίκητη γῆ ἀνακηρύττουμε τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἀκόμη καὶ βασιλεῖς καὶ στρατηγοὶ καὶ ἄρχοντες καὶ ὕπατοι καὶ δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι καὶ ἰδιῶτες καὶ σοφοὶ καὶ ἄσοφοι καὶ βάρβαροι καὶ ὅλες οἱ φυλὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ γενικὰ σὲ ὅλη τὴ γῆ ποὺ βλέπει ὁ ἥλιος, τόσο πολὺ διαδόθηκε τὸ ὄνομα καὶ ἡ προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μάθεις τί σημαίνει: «θὰ εἶναι ἡ ἀνάπαυσή του γεμάτη ἀπὸ τιμή».

 Ὁ τόπος πάλι ποὺ δέχτηκε τὸ Σῶμα ἐκεῖνο τὸ σφαγιασμένο, ἐνῶ ἦταν μικρὸς καὶ πάρα πολὺ ἄσημος, τώρα εἶναι σεμνότερος ἀπὸ πολλὲς βασιλικὲς αὐλὲς καὶ τιμιότερος καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς βασιλεῖς. «Καὶ θὰ εἶναι ὁ θρόνος καὶ ἡ διαμονὴ Τοῦ γεμάτη ἀπὸ τιμή». Καὶ τὸ παράδοξο αὐτὸ δὲν συνέβη μόνο στὸν Ἴδιο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ στοὺς μαθητὲς Τοῦ. Ἐκεῖνοι δηλαδὴ ποὺ καταδιώκονταν καὶ ὁδηγοῦνταν στὰ δικαστήρια, ποὺ περιφρονοῦνταν καὶ φυλακίζονταν, ἐκεῖνοι ποὺ ἔπασχαν τὰ μύρια δεινά, μετὰ τὸν θάνατό τους εἶναι πιὸ τίμιοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς βασιλεῖς. Καὶ πῶς εἶναι; Πρόσεχε αὐτὰ ποὺ θὰ πῶ.

 Στὴ Ρώμη, τὴ βασίλισσα τῶν πόλεων, ἐγκαταλείποντας οἱ πιστοὶ τὰ πάντα, τρέχουν στοὺς τάφους τοῦ ψαρᾶ καὶ τοῦ σκηνοποιοῦ καὶ βασιλεῖς ἀκόμη καὶ ὕπατοι καὶ στρατηγοί. Στὴν Κωνσταντινούπολη πάλι οἱ βασιλεῖς ζήτησαν νὰ ταφοῦν ὄχι κοντὰ στοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ δίπλα στὰ πρόθυρα αὐτῶν καὶ ἔγιναν ἔτσι οἱ βασιλεῖς θυρωροὶ τῶν ἁλιέων[Η ἐπιθυμία αὐτὴ τῶν βασιλέων ἦταν τιμητικὴ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους, ἐπάνω στοὺς τάφους τῶν ὁποίων, κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους, κτίζονταν πρὸς τιμὴν τοὺς περικαλλεῖς ναοὶ] καὶ γιὰ τὴν ταφή τους αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ντρέπονται, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔχουν σὰν καύχημά τους, ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπόγονοί τους. «Καὶ θὰ εἶναι», λέγει, «ἡ ἀνάπαυση αὐτοῦ γεμάτη ἀπὸ τιμή».

 Τότε θὰ ἀντιληφτεὶς τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς, ὅταν μάθεις τὸ σύμβολο αὐτοῦ τοῦ θανάτου, τοῦ θανάτου τοῦ καταραμένου, τοῦ θανάτου τοῦ πιὸ αἰσχροῦ ἀπὸ ὅλους. Γιατί αὐτὸ μόνο τὸ εἶδος τοῦ θανάτου θεωροῦνταν καταραμένο.Εννοώ τὸ ἑξῆς μὲ αὐτὸ ποὺ λέγω. Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἁμάρταναν τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἄλλοι καίγονταν, ἄλλοι λιθοβολοῦνταν καὶ ἄλλοι τερμάτιζαν τὴ ζωή τους μὲ ἄλλον τρόπο. Ὅποιος ὅμως καρφωνόταν στὸ ξύλο καὶ κρεμιόταν πάνω σὲ αὐτό, δὲν ὑπέμενε αὐτὸ μόνο τὸ κακό, τὸ ὅτι τιμωροῦνταν μὲ μιὰ τέτοια καταδίκη, ἀλλὰ καὶ θεωροῦνταν αὐτὸς καταραμένος. Γιατί λέγει: «Κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρέμάμεμενος ἐπὶ ξύλου(:είναι καταραμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καθένας ποὺ κρέμεται στὸ ξύλο)»[Δευτ.21,23]. Ἀλλὰ ὅμως τὸ καταραμένο αὐτό, ποὺ εὐχόταν κανεὶς νὰ μὴν τοῦ συμβεῖ τὸ σύμβολο τῆς χειρότερης τιμωρίας, τώρα ἔγινε ποθητὸ καὶ ἀξιαγάπητο. Γιατί δὲν στολίζει τὸ κεφάλι τόσο πολὺ τὸ βασιλικὸ στεφάνι, ὅσο ὁ σταυρός, ποὺ εἶναι ἀπὸ κάθε κόσμημα τιμιότερος. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ προηγουμένως τὸ ἀπέφευγαν ὅλοι μὲ φρίκη, τόσο περιζήτητο εἶναι σήμερα ἀπὸ ὅλους τὸ σχῆμα αὐτοῦ, ὥστε νὰ βρίσκεται αὐτὸ παντοῦ, στοὺς ἄρχοντες, στοὺς ὑπηκόους, στὶς γυναῖκες, στοὺς ἄντρες, στὶς παρθένες, στὶς ἔγγαμες γυναῖκες, στοὺς δούλους, στοὺς ἐλεύθερους. Καθόσον ὅλοι συνεχῶς τὸ σχῆμα αὐτοῦ κάνουν στὸ ἐπισημότερο μέρος τοῦ σώματος καὶ τὸ μεταφέρουν μαζί τους καθημερινὰ τυπωμένο σὰν σὲ στήλη, πάνω στὸ μέτωπό τους.

 Ὁ σταυρὸς ὑπάρχει στὴν ἱερὴ Τράπεζα, αὐτὸς στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, αὐτὸς πάλι διαλάμπει στὴ Θεία Εὐχαριστία μαζὶ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν δεῖ νὰ ὑπάρχει παντοῦ, στὰ σπίτια, στὶς ἀγορές, στὶς ἐρημιές, στοὺς δρόμους, στὰ βουνά, στὶς κοιλάδες, στοὺς λόφους, στὶς θάλασσες καὶ στὰ πλοῖα καὶ στὰ νησιά, στὰ κρεβάτια καὶ στὰ ἐνδύματα, στὰ ὅπλα, στοὺς γάμους, στὰ συμπόσια, στὰ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ σκεύη, στὰ μαργαριτάρια, στὶς τοιχογραφίες, στὰ σώματα τῶν πολὺ ἀρρώστων ζώων, στὰ σώματα ἐκείνων ποὺ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ δαίμονες, στοὺς πολέμους, στὴν εἰρήνη, στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας, στὶς ὁμάδες ἐκείνων ποὺ διασκεδάζουν καὶ στοὺς συλλόγους τῶν ἀθλουμένων. Τόσο περιπόθητο σὲ ὅλους ἔγινε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτὴ χάρη. Κανεὶς δὲν ντρέπεται, δὲν νιώθει ἄσχημα, σκεπτόμενος ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι σύμβολο τοῦ πιὸ καταραμένου θανάτου, ἀλλὰ ὅλοι μὲ αὐτὸν στολιζόμαστε πολὺ περισσότερο, παρὰ μὲ τὰ στεφάνια καὶ τὰ στέμματα καὶ τὶς ἄπειρες σειρὲς τῶν μαργαριταριῶν. Ἔτσι ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀποφευκτός, ἀλλὰ εἶναι καὶ ποθητὸς καὶ ἀγαπητὸς καὶ περιζήτητος ἀπὸ ὅλους, διαλάμπει παντοῦ καὶ βρίσκεται στοὺς τοίχους τῶν οἰκιῶν, στὴν ὀροφή, στὰ βιβλία, στὶς πόλεις, στὰ χωριά, στὰ ἀκατοίκητα καὶ στὰ κατοικημένα μέρη. Εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ ρωτοῦσα τὸν εἰδωλολάτρη: «Ἀπὸ ποῦ ὁ σταυρός, τὸ σύμβολο αὐτὸ τῆς καταδίκης καὶ τοῦ καταραμένου θανάτου, ἔγινε σὲ ὅλους ποθητὸς καὶ περιζήτητος, ἂν δὲν ἦταν μεγάλη ἡ δύναμη Ἐκείνου ποὺ σταυρώθηκε;».

 Γιατί, ἂν δὲν ἦταν τίποτε καὶ αὐτὸ νομίζεις ἐσὺ καὶ φέρεσαι ἀδιάντροπα ἀκόμη καὶ κλείνεις τὰ μάτια μπροστὰ στὴν ἀλήθεια καὶ παραμένεις τυφλὸς μπροστὰ στὸ φῶς, ἐμπρὸς νὰ σοῦ ἀποδείξω καὶ κατ' ἄλλον τρόπο πόσο σπουδαῖο εἶναι αὐτό. Ποιά λοιπὸν εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη βασανιστηρίων στὴ διάθεση τῶν δικαστῶν, ὅπως τὸ ξύλο, τὰ μαστίγια, οἱ ὄνυχες, οἱ μολυβδίδες, μὲ τὰ ὁποῖα ξύνουν τὰ σώματα καὶ ξεσχίζουν τὰ μέλη καὶ τὰ ἐξαρθρώνουν. Ποιός λοιπὸν θὰ ἤθελε τὰ ὄργανα αὐτὰ νὰ τὰ βάλει στὸ σπίτι του; Καὶ ποιός θὰ καταδεχόταν νὰ ἀγγίξει μὲ τὸ χέρι τὰ ὄργανα αὐτὰ τῶν δημίων ἢ νὰ τὰ δεῖ νὰ βρίσκονται δίπλα του; Δὲν τὰ συχαίνονται οἱ περισσότεροι καὶ μερικοὶ μάλιστα τὰ θεωροῦν καὶ σὰν μαντικὰ ὄργανα καὶ δὲν ἀνέχονται οὔτε νὰ τὰ ἀγγίξουν, οὔτε καὶ νὰ τὰ δοῦν; Δὲν φεύγουν μακριὰ ἀπὸ αὐτά; Δὲν ἀποστρέφουν τὸ βλέμμα τους; Κάτι τέτοιο λοιπὸν ἦταν παλαιὰ καὶ ὁ σταυρός, ἢ καλύτερα πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ αὐτά. Γιατί, ὅπως εἶπα προηγουμένως, αὐτὸς ἦταν σύμβολο ὄχι ἁπλῶς θανάτου, ἀλλὰ τοῦ καταραμένου θανάτου.

 Πές μου λοιπόν, ἀπὸ ποῦ ἔγινε τώρα τόσο περιπόθητος ἀπὸ ὅλους, τόσο ἀγαπητὸς σὲ ὅλους καὶ προτιμότερος ἀπὸ ὅλα; Ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο τεντώθηκε τὸ ἅγιο σῶμα καὶ καρφώθηκε, πῶς εἶναι ἀπὸ ὅλους περιπόθητο; Καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι, παίρνοντας ἕνα μικρὸ τεμάχιο ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἐπιχρυσώνοντάς το, τὸ κρεμοῦν καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὸν λαιμό τους καὶ τὸ θεωροῦν στολίδι τους, ἂν καὶ τὸ ξύλο αὐτὸ ἦταν σύμβολο καταδίκης;Αλλά Αὐτὸς ποὺ δημιουργεῖ τὰ πάντα καὶ μεταβάλλει αὐτά, Αὐτὸς ποὺ ἀπάλλαξε τὴν οἰκουμένη ἀπὸ μία τόση κακία καὶ κατέστησε τὴ γῆ οὐρανό, Αὐτὸς καὶ τὸ πρᾶγμα αὐτό, ποὺ ἦταν ἐπονείδιστο καὶ τὸ πιὸ αἰσχρὸ ὄργανο ὅλων τῶν θανάτων, τὸ ὕψωσε πιὸ πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν προβλέποντας ὁ προφήτης ἔλεγε: «Καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀνάπαυση αὐτοῦ γεμάτη μὲ τιμή».

 Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ σύμβολο τοῦ θανάτου(γιατί δὲν θὰ πάψω νὰ τὸ λέγω συνεχῶς αὐτὸ) ἔγινε γιὰ πολλοὺς μέσο εὐλογίας καὶ τεῖχος παντὸς εἴδους ἀσφάλειας, θανατηφόρα πληγὴ τοῦ διαβόλου, χαλινάρι τῶν δαιμόνων, φίμωτρο τῆς δυνάμεως τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ κατάργησε τὸν θάνατο, αὐτὸ συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες του ἅδη καὶ συνέθλιψε τοὺς σιδερένιους μοχλούς, αὐτὸ κατέστρεψε τὴν ἀκρόπολη τοῦ διαβόλου, αὐτὸ ἀπέκοψε τῆς ἁμαρτίας τὰ νεῦρα, αὐτὸ λύτρωσε ὅλη τὴν οἰκουμένη ποὺ ἦταν καταδικασμένη καὶ τερμάτισε τὴ θεία τιμωρία ποὺ καταφερόταν ἐναντίον τῆς φύσεώς μας. Ἀλλὰ τί λέγω; Ἐκεῖνα ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν ἡ σχιζόμενη θάλασσα καὶ οἱ ραγιζόμενες πέτρες, ἡ μεταβολὴ τοῦ ἀνέμου καὶ τὸ μάννα, ποὺ ἐπὶ σαράντα χρόνια χορηγοῦνταν σὲ τόσες χιλιάδες Ἰουδαίων, καὶ ὁ νόμος καὶ τὰ τόσα ἄλλα θαύματα ποὺ ἔγιναν καὶ στὴν ἔρημο καὶ στὴν Παλαιστίνη, αὐτὰ τὰ κατόρθωσε ὁ σταυρός, ὄχι σὲ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὁ σταυρός, τὸ καταραμένο αὐτὸ σύμβολο, ποὺ ὅλοι τὸ ἀπέφευγαν καὶ εὔχονταν νὰ μὴν τοὺς συμβεῖ καὶ τὸ πιὸ ἐπονείδιστο, αὐτὸς κατόρθωσε, μετὰ τὸν θάνατο Ἐκείνου ποὺ σταυρώθηκε ἐπάνω σὲ αὐτόν, νὰ τὰ κάμει ὅλα μὲ εὐκολία.

 Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα ἐπακολούθησαν δείχνουν τὴ δύναμή Τοῦ. Γιατί ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ ἦταν ἄγονη σὲ ἔργα ἀρετῆς καὶ δὲν βρισκόταν σὲ καθόλου καλύτερη κατάσταση ἀπὸ τὴν ἔρημη γῆ καὶ δὲν περίμενε νὰ παράγει κάτι τὸ καλό, τὴν κατέστησε μέσα σὲ μία στιγμὴ παράδεισο καὶ μητέρα πολύτεκνη. Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ προφήτης ἀπὸ πρὶν λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἔὐφράνθητι, στὲῖρα ἡ ὁὐ τίκτουσα, ρῆξον καὶ βόησον, ἡ ὁὐκ ὠδίδουσα, ὅτί πὸλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρὰ· ἔἶπε γὰρ Κύριος(:να αἰσθανθεῖς εὐφροσύνη, ἡ ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, ἡ μέχρι σήμερα στεῖρα, ἡ ὁποία δὲν τεκνοποιοῦσες. Κράξε καὶ βόησε φωνὴ εὐφρόσυνων ὠδίνων ἐσύ, ἡ ὁποία δὲν δοκίμασες τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, διότι περισσότερα εἶναι τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου ἀνδρὸς καὶ χήρας, ὅπως ἤσουν μέχρι τώρα ἐσύ, παρὰ τῆς ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς, ἡ ὁποία εἶχε πνευματικὸ Νυμφίο τὸν Θεό)» [Ἠσ. 54,1].

 Καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαμε τέτοια, τῆς ἔδωσε νόμο, ποὺ ἦταν πολὺ καλύτερος ἀπὸ τὸν προηγούμενο, πρᾶγμα ποὺ καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ἀποσιώπησαν οἱ προφῆτες. Καὶ πρόσεχε τί προφήτεψαν καὶ εἶπαν: «Ὁὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τὸῖς πατράσιν ἄὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μοῦ τῆς χεὶρὸς ἄὐτῶν ἐξαγαγεῖν ἄὐτοὺς ἐκ γῆς Ἄἰγύπτου, ὅτί ἂὐτοὶ ὁὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα ἄὐτῶν, φὴσὶ Κύριος. ὅτί ἂὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ ὁἴκῳ Ἰσρὰὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φὴσὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους ἔἰς τὴν διάνοιαν ἂὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας ἂὐτῶν γράψω ἂὐτούς· καὶ ἔσομαι ἂὐτοῖς ἔἰς Θεόν, καὶ ἄὐτοὶ ἔσονταὶ μοὶ ἔἰς λαόν(:"η νέα αὐτὴ διαθήκη δὲν θὰ εἶναι ὅμοια μὲ ἐκείνη ποὺ ἔκανα μὲ τοὺς προπάτορες τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τοὺς ἔπιασα ἀπὸ τὸ χέρι,για νὰ τοὺς βγάλω ἐλεύθερους ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου. Ἡ διαθήκη ἐκείνη θὰ καταργηθεῖ, διότι αὐτοὶ δὲν ἔμειναν πιστοὶ στὴ διαθήκη μου, γι΄αυτό καὶ Ἐγώ τους παραμέλησα", λέγει ὁ Κύριος· "διότι αὐτὴ εἶναι ἡ νέα διαθήκη, τὴν ὁποία ἐγὼ θὰ συνάψω μὲ τὸν οἶκο τοῦ νέου πνευματικοῦ Ἰσραὴλ ὕστερα ἀπὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες", λέει ὁ Κύριος. "Δηλαδή, θὰ δώσω ὁπωσδήποτε τοὺς νόμους μου κατανοητοὺς καὶ ἱκανοποιητικοὺς στὴ διάνοιά τους καὶ θὰ ἐγγράψω αὐτοὺς ὄχι σὲ πλάκες λίθινες, ἀλλὰ βαθιὰ στὶς καρδιές τους καὶ θὰ εἶμαι σὲ αὐτοὺς Θεός, καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι σὲ Ἐμένα λαὸς ἐκλεκτός")» [Ἰερ. 38,32-33].

Ἔπειτα, προλέγοντας καὶ τὴν αἰφνίδια καὶ μαζικὴ μεταβολή, καθὼς καὶ τὴν εὔκολη διάδοση τοῦ κηρύγματος, ἔλεγε: «Καὶ ὁὐ μὴ δίδάξωσιν ἕκαστος τὸν πὸλίτην ἂὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδὲλφὸν ἂὐτοῦ λέγων· γνῶθι τὸν Κύριον· ὅτί πάντες ἔἰδήσουσί μέ ἀπὸ μικροῦ ἄὐτῶν ἕὡς μὲγάλου ἄὐτῶν, ὅτί ἵλεως ἔσομαι τάῖς ἀδὶκίαις ἂὐτῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἂὐτῶν ὁὐ μὴ μνήσθῶ ἔτί(:και δὲν θὰ διδάξουν τότε ὁ καθένας τους τὸν συμπατριώτη του καὶ τὸν ἀδελφό του, λέγοντας: «Μάθε, γνώρισε τὸν Κύριο»· διότι ὅλοι θὰ μὲ γνωρίζουν, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ τοὺς ἕως τὸν πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτούς. Θὰ μὲ γνωρίζουν ὅλοι, διότι θὰ εἶμαι γεμᾶτος ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία στὶς ἀδικίες τους καὶ δὲν θὰ θυμηθῶ πλέον τὶς ἁμαρτίες τους)»[Ιερ.38,34], To ὅτι ἐπρόκειτο ἐρχόμενος νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ὅλων καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε ὁ προφήτης πάλι λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη μου μὲ αὐτούς, ὅταν θὰ συγχωρήσω τὶς ἀνομίες τους καὶ δὲν θὰ θυμηθῶ πιὰ τὶς ἁμαρτίες τούς» [βλ. παραπάνω, Ἰερ.38,33]. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει σαφέστερο ἀπὸ αὐτό; Γιατί μὲ τὶς προφητεῖες αὐτὲς φανέρωσε τὴν κλήση τῶν ἐθνῶν, τὴν ὑπεροχὴ τοῦ νέου νόμου ἔναντι τοῦ παλαιοῦ, τὴν εὐκολία τῆς ἀποδοχῆς τοῦ κηρύγματος, τὴ χάρη ἐκείνων ποὺ πίστεψαν καὶ τὴ δωρεὰ ποὺ δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα.

 Τὸ ὅτι Αὐτὸς τὰ ἔκαμε ὅλα αὐτὰ καὶ ὅτι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος θὰ ἔλθει ἀργότερα ὡς κριτής, πρόσεχε πὼς καὶ αὐτὸ τὸ προλέγουν· γιατί οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ παρέβλεψαν, παρουσιάζοντας ἄλλοι τὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἔλθει, καὶ ἄλλοι προφητεύοντας τὴν ἔλευσὴ Τοῦ μὲ λόγια μόνο. Ὁ Δανιὴλ δηλαδή, ζῶντας ἀνάμεσα στοὺς βαρβάρους Βαβυλωνίους, Τὸν βλέπει νὰ ἔρχεται ἐπὶ τῶν νεφελῶν· ἄκουε τὰ ἴδια τὰ λόγια του προφήτη: «Ἐθέώρουν (:ἔβλεπα)», λέγει, «ἐν ὁράματι τῆς νὺκτὸς καὶ ἰδὸὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ ὁὐρανοῦ ὡς ὑἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕὡς τὸῦ παλαιοῦ τῶν ἡμέρῶν ἔφθασε καὶ ἐνώπιον ἂὐτοῦ προσηνέχθη Καὶ ἄὐτῷ ἐδόθη ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τὶμὴ καὶ ἡ βασιλεία, καὶ πάντες ὁἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι ἂὐτῷ δουλεύσουσιν· ἡ ἐξοὺσία ἄὐτοῦ ἐξοὺσία ἄἰώνιος, ἥτὶς ὁὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία ἂὐτοῦ ὁὐ διαφθαρήσεται(:συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ νυκτερινοῦ ὁράματος ἔβλεπα καὶ ἰδού! Ἕνα πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἔμοιαζε μὲ υἱὸ ἀνθρώπου, ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔφτασε ἐνώπιον τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιόν Τοῦ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ στὸ πρόσωπο αὐτὸ δόθηκε ἡ ἐξουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία, ὅλοι δὲ οἱ ἄνθρωποι, λαοί, φυλὲς καὶ γλῶσσες θὰ ὑπηρετήσουν Αὐτόν. Ἡ ἐξουσία Τοῦ θὰ εἶναι ἐξουσία αἰώνια, ἡ ὁποία δὲν θὰ περάσει, ἐνῶ ἡ βασιλεία Τοῦ δὲν θὰ φθαρεῖ καὶ δὲν θὰ σβήσει· ποτὲ δὲν θὰ ἔχει τέλος)»[Δαν.7,13-14].

 Παριστάνοντας καὶ τὸ δικαστήριό Τοῦ λέγει: «Ἐθέώρουν ἕὡς ὅτοῦ ὁἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμέρῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα ἂὐτοῦ λεύκὸν ὡσὲὶ χίών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς ἄὐτοῦ ὡσέὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος ἂὐτοῦ φλὸξ πῦρός, ὁἱ τροχοὶ ἂὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πῦρὸς ἔἷλκεν ἔμπροσθεν ἂὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν ἄὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν ἂὐτῷ· κρίτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνέῴχθησαν(:παρατηρούσα ὅλα αὐτὰ μὲ προσοχή, μέχρις ὅτου στήθηκαν δικαστικοὶ θρόνοι καὶ ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, ὁ προαιώνιος καὶ ἄναρχος Θεὸς Πατέρας, κάθισε στὸν θρόνο Τοῦ. Τὸ ἔνδυμὰ Τοῦ ἦταν κατάλευκο σὰν τὸ χιόνι καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς Τοῦ ἦσαν σὰν καθαρὸ ἄσπρο μαλλὶ· ὁ θρόνος Τοῦ ἦταν ἀπὸ φλόγες φωτιᾶς καὶ οἱ τροχοὶ τοῦ θρόνου ἦσαν ἀναμμένη φωτιά, ποὺ ἔβγαζε φλόγες. Πύρινος ποταμὸς ἔτρεχε ἐνώπιόν Τοῦ. Χιλιάδες χιλιάδων ἀγγέλων Τὸν ὑπηρετοῦσαν καὶ μυριάδες μυριάδων ἀγγέλων στέκονταν πλησίον Τοῦ. Κριτήριο στήθηκε καὶ βιβλία ποὺ κατέγραφαν τὶς πράξεις τῶν κρινόμενων, ἀνοίχτηκαν)»[Δαν.7,9-10].

 Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ δείχνει καὶ τὴν τιμὴ ποὺ πρόκειται νὰ ἔχουν οἱ δίκαιοι, λέγοντας: «Ἕὡς ὁὗ ἦλθὲν ὁ παλαιὸς ἡμὲρῶν καὶ τὸ κρῖμα ἔδωκεν ἁγίοις Ὑψίστου, καὶ ὁ καίρὸς ἔφθασε καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχον ὁἱ ἅγιοί(: μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, ὁ Ὁποῖος ἀπέδωσε τὸ δίκαιο καὶ ἔδωσε τὴ νίκη στοὺς ἁγίους τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ[στους πιστούς]. Καὶ ἔτσι ἔφτασε ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἁγιασμένοι ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, οἱ πιστοὶ κατέλαβαν τὴ Βασιλεία)»[Δαν.7,22]. Ὁ Μαλαχίας πάλι προφητεύει ὅτι τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο θὰ γίνει ὑπὸ μορφὴ πυρός, λέγοντας: «Διότι ἂὐτὸς ἔἰσπορεύεται ὡς πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς ποὶὰ πλύνόντων(: διότι Αὐτὸς εἰσέρχεται στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων σὰν φωτιὰ καμινιοῦ, ποὺ λιώνει καὶ χωνεύει καθετί, καὶ σὰν καθαρτικὸ χορτάρι καὶ σταχτόνερο, ποὺ χρησιμοποιοῦν αὐτοὶ ποὺ πλένουν τὰ ροῦχα)» [Μαλάχ.3,2]. Εἶδες ἀκρίβεια προφητῶν, πῶς διεκήρυξαν ἀπὸ πρὶν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν; Πῶς λοιπὸν τολμᾶς ἀκόμη νὰ ἀπιστεῖς, ἔχοντας τόσες μεγάλες ἀποδείξεις τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ, προφητεῖες ποὺ λέχτηκαν πρὶν ἀπὸ τόσα χρόνια, καὶ βλέποντας τὰ γεγονότα νὰ συμφωνοῦν μὲ αὐτές, χωρὶς καθόλου νὰ ἀστοχοῦν;

 Καὶ ὅτι οἱ προφητεῖες αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν κατασκευάσματα δικά μας τὸ μαρτυροῦν ἐκεῖνοι, ποὺ καὶ πρῶτοι δέχτηκαν τὰ βιβλία τῶν προφητῶν καὶ τὰ ἔχουν μέχρι σήμερα, ποὺ ἂν καὶ εἶναι ἐχθροί μας καὶ ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ Τὸν σταύρωσαν, τὰ ἔχουν καὶ σήμερα καὶ τὰ διατηροῦν. «Καὶ πῶς δὲν πιστεύουν», λέγει κάποιος ἴσως, «ἀφοῦ ἔχουν τὰ βιβλία; Ὅπως καὶ τότε ἀπιστοῦσαν, ἂν καὶ Τὸν ἔβλεπαν νὰ θαυματουργεί. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία ἐκείνου ποὺ δὲν γίνεται πιστευτό, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ παραμένουν τυφλοὶ μέσα στὸ καταμεσήμερο· γιατί καὶ τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν ἔθεσε μπροστά μας σὰν ὄργανο ἁρμονικότατο· ποὺ ἀφήνει ἀπὸ παντοῦ φωνὲς καὶ διακηρύσσει τὸν δημιουργὸ· κι ὅμως ὑπάρχουν μερικοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι λένε ὅτι ὅλα ἔγιναν αὐτόματα, ἄλλοι ὅτι εἶναι ἀγέννητα τὰ ὅσα βλέπουμε, ἄλλοι ἀποδίδουν τὴ δημιουργία καὶ τὴν πρόνοιά τους στοὺς δαίμονες καὶ ἄλλοι στὴν τύχη καὶ στὴν εἱμαρμένη καὶ στὶς περιφορὲς τῶν ἄστρων. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποτελεῖ κατηγορία τοῦ δημιουργοῦ, ἀλλὰ ἡ κατηγορία βαρύνει αὐτούς, ποὺ μετὰ ἀπὸ τόσα φάρμακα ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι βαρύτατα ἀσθενεῖς. Ὅπως δηλαδή, ὅταν μιὰ ψυχὴ εἶναι εὐγνώμων, γνωρίζει τὸ πρέπον χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ βοηθήματα, ἔτσι λοιπὸν καὶ ὅταν εἶναι ἀγνώμων καὶ ἀναίσθητη, κι ἂν ἀκόμη ἔχει ἀπείρους καθοδηγητές, κυριευμένη ἀπὸ τὰ πάθη, παραμένει τυφλή.

 Πρόσεχε λοιπὸν ὅτι αὐτὸ συμβαίνει παντοῦ, ὄχι μόνο στὴν περίπτωση αὐτή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες. Πόσοι δηλαδή, ἐνῶ δὲν ἄκουσαν νόμους, κάνουν μιὰ ζωὴ ἀπόλυτα σύμφωνη μὲ τοὺς νόμους; Κι ἄλλοι, ποὺ ἀνατράφηκαν μὲ τοὺς νόμους ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα, δὲν ἔπαψαν νὰ τοὺς παραβαίνουν. Τὰ ἴδια συνέβαιναν καὶ παλαιότερα. Γιατί οἱ Ἰουδαῖοι, ἂν καὶ ἀπόλαυσαν ἄπειρα σημεῖα καὶ θαύματα, δὲν ἔγιναν καλύτεροι· ἐνῶ οἱ Νινευίτες, ἀκούοντας ἕνα μόνο κήρυγμα, μετέβαλαν τρόπο ζωῆς καὶ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴν κακία. Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δεῖ νὰ συμβαίνει καὶ σὲ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι μόνο σὲ διασήμους. Πόση διδασκαλία δὲν ἀπόλαυσε ὁ Ἰούδας, κι ὅμως ἔγινε προδότης; Ποιά παραίνεση ἀπόλαυσε ὁ ληστής; Κι ὅμως ὁμολόγησε ἐπάνω στὸν σταυρὸ τὸν Χριστὸ καὶ διακήρυξε τὴ βασιλεία Ἐκείνου. Μὴ λοιπὸν κρίνεις τὰ πράγματα στηριζόμενος στὶς διεφθαρμένες γνῶμες τῶν ἄλλων, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων νὰ ἐκφέρεις τὴν πρέπουσα γνώμη γιὰ ἐκείνους ποὺ σκέφτηκαν ὀρθά.

 Δὲν πίστεψαν οἱ Ἰουδαῖοι, πίστεψαν ὅμως οἱ Ἐθνικοί. Καὶ οὔτε αὐτὸ ἀποσιωπήθηκε, ἀλλὰ ἄλλοτε ὁ Δαβὶδ προφητεύοντας βροντοφωνάζει: «Υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων ἄὐτῶν(:Υιοί ἀλλοεθνεῖς κατέστησαν ἄχρηστοι ὡς πεπαλαιωμένα καὶ μαραμένα φύλλα καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ σταθοῦν ἀκλόνητοι στοὺς πόδες τους, ἀλλὰ ὡς χωλοὶ σκόνταπταν καὶ τρίκλιζαν στοὺς δρόμους τούς)» [Ψάλμ.17,46] καὶ ἄλλοτε ὁ Ἠσαΐας λέγει: «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκόῇ ἡμῶν; Καὶ ὁ βρὰχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;(:Κύριε, ποιός πίστεψε σὲ αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπὸ Ἐσένα καὶ κηρύξαμε στοὺς ἀνθρώπους; Ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ ποιόν φανερώθηκε καὶ ἔγινε πιστευτὴ καὶ παραδεκτή;)»[Ησ. 53,1].

 Καὶ πάλι: «Ἐμφάνὴς ἐγὲνήθην τόῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν, ἔὑρέθην τόῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν.Εἶπα· ἰδὸὺ ἔἰμι τῷ ἔθνεί, ὁἳ ὁὐκ ἐκάλεσάν μοῦ τὸ ὄνομα(: ἔγινα φανερὸς καὶ ἀποκάλυψα τὸν ἑαυτό μου σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ἱκέτευαν, ἐπειδὴ μὲ ἀγνοοῦσαν ὁλοτελῶς· βρέθηκα ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ζητοῦσαν νὰ μὲ βροῦν. Εἶπα: Ἰδού,είμαι παρών. Τὸ εἶπα σὲ ἔθνος τὸ ὁποῖο δὲν ἐπικαλέστηκε τὸ Ὄνομὰ μοῦ)» [Ἠσ. 65,1]. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν παρουσία Τοῦ στὴ γῆ πίστεψαν σὲ Αὐτὸν ἡ Χαναναία [Μάτθ. 15,21-28 καὶ Μάρκ.7,24-30] καὶ ἡ Σαμαρείτιδα[Ιω.4,5 κ.ε.], ἐνῶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τὸν πολεμοῦσαν καὶ τὸν ἐπιβουλεύονταν καὶ ἐμπόδιζαν καὶ τοὺς ἄλλους καὶ ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴ συναγωγὴ ἐκείνους ποὺ πίστευαν σὲ Αὐτόν. Ἂς μὴ σὲ ξενίζουν λοιπὸν καθόλου αὐτά. Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ πολλὰ τέτοια παραδείγματα, ποὺ συνέβηκαν καὶ κατὰ τὶς ἡμέρες μας καὶ παλαιότερα. Ἄλλωστε, ἂν ὄχι ὅλοι, ὁπωσδήποτε ὅμως πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πίστεψαν καὶ τότε καὶ τώρα, ἂν ὅμως δὲν πίστεψαν ὅλοι, δὲν εἶναι οὔτε πρωτάκουστο, οὔτε παράδοξο. Γιατί τέτοια εἶναι ἡ ἀγνωμοσύνη, τέτοια ἡ ἀπερίσκεπτη διάνοια, τέτοια ἡ ψυχὴ ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ πάθη.

 Ἀλλὰ ἀφοῦ ἀναφέραμε τὶς προφητεῖες ποὺ πρὶν ἀπὸ τόσα χρόνια ἔχουν λεχθεῖ καὶ διακηρυχθεῖ ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ἐμπρὸς ἂς ἐξετάσουμε καὶ ἐκεῖνες ποὺ λέχτηκαν ἀπὸ τὸν Ἴδιο γιὰ τὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν στὸ μέλλον, ὅταν περιερχόταν τὴ γῆ καὶ συναναστρεφόταν τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μάθεις καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὴ δύναμή Τοῦ. Ὅταν λοιπὸν ἦλθε τότε στὴ γῆ καὶ πραγματοποιοῦσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, τόσο ἐκείνων ποὺ ζοῦσαν τότε, ὅσο καὶ τῶν μελλοντικῶν γενεῶν, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους πρὸς ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τοῦ αὐτοῦ. Καὶ πρόσεχε τί κάνει. Ἐνεργεῖ θαύματα καὶ προλέγει ὁρισμένα γεγονότα ποὺ θὰ συνέβαιναν μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Καὶ ἔτσι μὲ ἐκεῖνα ποὺ γίνονταν τότε, παρεῖχε στοὺς ἀκροατὲς τὴν ἐγγύηση γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ συνέβαιναν μελλοντικά, ἐνῶ στὶς μελλοντικὲς γενεὲς ἀποδεικνύει μὲ τὸ ὅτι πραγματοποιήθηκαν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προεῖπε, ὅτι τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶναι ἀξιόπιστα, καὶ μὲ τὴ διπλῆ αὐτὴ ἀπόδειξη κάνει πιστευτὰ καὶ τὰ περὶ τῆς Βασιλείας.

 Καὶ πράγματι οἱ προφητεῖες Τοῦ ἦταν διπλὲς· ἄλλες ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρωθοῦν κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, καὶ ἄλλες μετὰ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, καὶ μὲ τὸ ἕνα εἶδος τῶν προφητειῶν ἔκανε πιστευτὸ τὸ ἄλλο καὶ ἔδειχνε μὲ μεγάλη βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐπαληθευτοῦν αὐτές. Ἐννοῶ τὸ ἑξῆς μὲ αὐτὸ ποὺ λέγω· γιατί πραγματικὰ ὁ λόγος εἶναι ἀσαφής, γι΄αυτό θὰ ἐπιχειρήσω νὰ τὸν κάνω πιὸ σαφῆ. Δώδεκα ἦταν τότε οἱ μαθητὲς ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν, καὶ κανεὶς τότε δὲν μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ τῆς Ἐκκλησίας τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ὄνομα, γιατί τότε ἡ συναγωγὴ ἀνθοῦσε ἀκόμη. Τί λοιπὸν εἶπε καὶ προανήγγειλε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ ὅλη σχεδὸν ἡ οἰκουμένη ἦταν κυριευμένη ἀπὸ τὴν ἀσέβεια; «Ἐπὶ ταὺτῃ τῇ πὲτρᾳ ὁἰκοδομήσω μοῦ τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδοὺ ὁὐ κατισχύσουσιν ἄὐτῆς(:επάνω στὸν βράχο τῆς ἀληθινῆς πίστεως θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου· καὶ ὁ θάνατος καὶ οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν θὰ νικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θὰ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη)» [Μάτθ.16,18]. Ὅπως θέλεις ἐξέτασε τὸν λόγο αὐτόν, καὶ θὰ δεῖς παντοῦ νὰ διαλάμπει ἡ ἀλήθειά του. Καὶ δὲν εἶναι θαυμαστὸ αὐτὸ μόνο, τὸ ὅτι οἰκοδόμησε τὴν Ἐκκλησία σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι τὴν κατέστησε ἀκατανίκητη, ἂν καὶ ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τόσους πολέμους. Γιατί τὸ «πύλες του ἅδη δὲν θὰ ὑπερισχύσουν αὐτῆς», σημαίνει τοὺς κινδύνους ἐκείνους ποὺ ὁδηγοῦν στὸν ἅδη. Εἶδες ἀλήθεια προρρήσεως; Εἶδες δύναμη ἐκπληρώσεως;Είδες λόγους ποὺ διαλάμπουν ἐπάνω στὰ γεγονότα, δύναμη ἀκαταμάχητη ποὺ τὰ κατορθώνει ὅλα μὲ εὐκολία; Μὴ δηλαδή, ἐπειδὴ ὁ λόγος «θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου» εἶναι σύντομος, τὸν προσπεράσεις ἐπιπόλαια, ἀλλὰ ἀνάπτυξέ τον στὸν νοῦ σου, καὶ σκέψου πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ γεμίσει τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶχε ἐξαπλωθεῖ μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, ἀπὸ τόσους πιστούς, νὰ μεταβάλει τὴν πίστη τόσων ἐθνῶν, νὰ μεταπείσει λαούς, νὰ καταργήσει πατρικὰ ἔθιμα, νὰ ξεριζώσει συνήθειες βαθιὰ ριζωμένες, νὰ διαλύσει σὰν σκόνη τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῆς ἡδονῆς καὶ τὴ δύναμη τῆς κακίας, νὰ ἐξαφανίσει σὰν καπνὸ τοὺς βωμοὺς καὶ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὶς τελετὲς καὶ τὶς βέβηλες ἑορτὲς καὶ τὴν ἀκάθαρτη κνῖσα τῶν θυσιῶν, καὶ νὰ ἀνεγείρει παντοῦ θυσιαστήρια, στὴ χώρα τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν Περσῶν καὶ τῶν Σκυθῶν καὶ τῶν Μαύρων καὶ τῶν Ἰνδῶν· τί λέγω; Πιὸ πέρα καὶ ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς δικῆς μας αὐτοκρατορίας [ὡς «οἰκουμένη» ἐδῶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν ἐπικράτεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας]. Γιατί καὶ τὰ βρετανικὰ νησιά, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ θάλασσα[εννοεί τὴ Μεσόγειο Θάλασσα] καὶ βρίσκονται μέσα στὸν ὠκεανό, γνώρισαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου αὐτοῦ, καθόσον καὶ ἐκεῖ ἔχουν ἱδρυθεῖ Ἐκκλησίες καὶ στήθηκαν θυσιαστήρια. Ὁ λόγος ἐκεῖνος ποὺ τὸν εἶπε τότε, αὐτὸς ἔχει φυτευτεῖ στὶς ψυχὲς ὅλων καὶ βρίσκεται στὰ στόματα ὅλων. Καὶ ὅλη ἡ γῆ πού, ὅπως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ἦταν γεμάτη ἀγκάθια, καθαρίστηκε καὶ ἔγινε καθαρῇ καὶ καλλιεργήσιμη γῆ καὶ δέχτηκε τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας.

 Εἶναι μεγάλο πραγματικά, πολὺ μεγάλο, ἢ καλύτερα δείχνει σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ τὸ μέγεθος τῆς θείας δυνάμεως, τὸ ὅτι μπόρεσαν, καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς δὲν τοὺς ἐνοχλοῦσε, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσε εἰρήνη, καὶ πολλοὶ ποὺ τοὺς ἐμπόδιζαν ἦταν νικημένοι καὶ δὲν ὑπῆρχε ἐχθρὸς κανείς, τόσο πολὺ κόσμο νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ἀπὸ συνήθεια κακὴ μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ἐπὶ τόσα χρόνια, καὶ νὰ τὸν μεταθέσουν σὲ ἄλλη, πολὺ πιὸ δύσκολη. Καὶ δὲν εἶχαν ἀντίπαλο μόνο τὴ συνήθεια, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡδονή, δύο πράγματα τυραννικά. Γιατί ἐκεῖνα ποὺ τὰ εἶχαν παραλάβει πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ τοὺς πάππους καὶ τοὺς προπάππους καὶ τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς ρήτορες, αὐτὰ πείθονταν νὰ τὰ ἀρνηθοῦν, ἂν καὶ ἦταν πάρα πολὺ δύσκολο νὰ δεχτοῦν μιὰ νέα συνήθεια ποὺ εἶχε μπεῖ στὸν κόσμο, καὶ τὸ χειρότερο βέβαια ἀπὸ ὅλα, ποὺ ἦταν πολὺ ἐπίπονη. Γιατί τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν τρυφὴ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀκτημοσύνη· τους ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν ἀσέλγεια καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ σωφροσύνη· τους ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ φιλοφροσύνη· τους ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη ὁδὸ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ στενὴ καὶ θλιμμένη καὶ ἀπόκρημνη, ὁδηγοῦσε ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνατραφεῖ γιὰ νὰ βαδίσουν τὴν πλατειὰ ὁδό[βλ. Μάτθ.7,13-14].

 Γιατί βέβαια δὲν πῆρε ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ συνήθεια αὐτή, ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς ἴδιους, ποὺ εἶχαν κατασαπίσει ἀπὸ τὶς συνήθειες αὐτὲς καὶ εἶχαν γίνει καὶ ἀπὸ τὸν πηλὸ μαλακότεροι, αὐτοὺς πρόσταξε νὰ βαδίσουν τὴ στενὴ καὶ γεμάτη θλίψεις ὁδό, τὴν τραχεῖα καὶ δύσκολη, καὶ τοὺς ἔπειθε. Καὶ πόσους ἔπειθε; Ὄχι δύο καὶ δέκα καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατό, ἀλλὰ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν ὑφήλιο. Καὶ μὲ ποιούς τοὺς ἔπειθε; Μὲ ἕνδεκα ἀνθρώπους, ἀγράμματους, ἰδιῶτες, ποὺ δὲν ἤξεραν γλῶσσες, ποὺ ἦταν ἄσημοι καὶ φτωχοί, ποὺ δὲν εἶχαν πατρίδα, δὲν εἶχαν χρήματα πολλά, οὔτε δύναμη σωματική, οὔτε παρελθὸν ἔνδοξο, οὔτε προγονικὴ λαμπρότητα, οὔτε δύναμη λόγου, οὔτε ρητορικὴ δεινότητα, οὔτε τὴν προστασία ποὺ προσφέρει ἡ γνώση, ἀλλὰ ἦταν ἄνθρωποι ἁλιεῖς, σκηνοποιοί, ἀλλόγλωσσοι. Γιατί δὲν εἶχαν τὴν ἴδια γλῶσσα μὲ ἐκείνους ποὺ πίστευαν, ἀλλὰ μιλοῦσαν ξένη γλῶσσα καὶ διαφορετικὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, ἐννοῶ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, καὶ μὲ αὐτοὺς οἰκοδόμησε τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο μέχρι τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς γῆς.

 Καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ μόνο θαυμαστό, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι οἱ λίγοι αὐτοὶ ἰδιῶτες καὶ φτωχοὶ καὶ ἄσημοι καὶ ἀγράμματοι καὶ ταπεινοὶ καὶ ἀλλόγλωσσοι καὶ εὐκαταφρόνητοι, ποὺ τοὺς ἀνατέθηκε ἡ διόρθωση ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ πῆραν ἐντολὴ νὰ τὴν ὁδηγήσουν σὲ πολὺ δυσκολότερα πράγματα, δὲν τὰ ἔκαναν αὐτὰ σὲ κατάσταση εἰρήνης, ἀλλὰ μέσα στοὺς ἄπειρους πολέμους ποὺ ἐξεγείρονταν ἐναντίον τοὺς ἀπὸ παντοῦ. Πραγματικὰ σὲ κάθε ἔθνος καὶ σὲ κάθε πόλη· τί λέγω σὲ κάθε ἔθνος καὶ σὲ κάθε πόλη; Σὲ κάθε σπίτι ξεσποῦσε ἐναντίον τοὺς πόλεμος. Γιατί γενόμενη ἀποδεκτὴ ἡ διδασκαλία χώριζε πολλὲς φορὲς τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν πατέρα, τὴ νύφη ἀπὸ τὴν πεθερά, τὸν ἀδελφὸ ἀπὸ τὸν ἀδελφό, τὸν δοῦλο ἀπὸ τὸν κύριο, τὸν ἀρχόμενο ἀπὸ τὸν ἄρχοντα, τὸν ἄνδρα ἀπὸ τὴ γυναῖκα, τὴ γυναῖκα ἀπὸ τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν πατέρα ἀπὸ τὰ παιδιά, γιατί δὲν πείθονταν ὅλα ἀμέσως, δημιουργοῦσε καθημερινὲς ἔχθρες καὶ συνεχεῖς πολέμους, προξενοῦσε σὲ αὐτοὺς ἄπειρους θανάτους, καὶ γινόταν αἰτία νὰ τοὺς ἀποφεύγουν σὰν ἐχθροὺς καὶ πολέμιους ὅλων. Καθόσον ὅλοι τοὺς καταδίωκαν, βασιλεῖς, ἄρχοντες, ἰδιῶτες, ἐλεύθεροι, δοῦλοι, δῆμοι, πόλεις· καὶ ὄχι μόνο αὐτούς, ἀλλά -τὸ πιὸ φοβερὸ βέβαια- καὶ ἐκείνους ποὺ μόλις εἶχαν ἀσπαστεῖ τὴν πίστη, ποὺ λάμβαναν τὴν κατήχηση ἀπὸ αὐτούς. Εἶχε δηλαδὴ κηρυχτεῖ ἕνας κοινὸς πόλεμος ἐναντίον καὶ τῶν μαθητῶν καὶ τῶν διδασκάλων, ἐπειδὴ ἡ διδασκαλία φαινόταν ἀντίθετη καὶ πρὸς τὰ βασιλικὰ διατάγματα καὶ πρὸς τὶς συνήθειες καὶ πρὸς τὰ πατρικὰ ἔθιμα. Γιατί τοὺς προέτρεπαν νὰ μὴν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, νὰ καταφρονοῦν τοὺς βωμούς, τοὺς ὁποίους οἱ πατέρες τους καὶ ὅλοι οἱ πρόγονοί τους λάτρευαν, νὰ ἀποφεύγουν τὰ βδελυρὰ δόγματα, νὰ περιφρονοῦν τὶς ἑορτὲς καὶ νὰ ἀποστρέφονται τὶς τελετές, πράγματα ποὺ θεωροῦνταν ἀπὸ ἐκείνους καὶ γεμᾶτα ἀπὸ πολλὴ φρίκη καὶ πάρα πολὺ φοβερὰ καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ἔδιναν ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους, παρὰ νὰ ἀποδεχθοῦν τοὺς λόγους αὐτῶν καὶ νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία, σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ἡγεμονικὸ δικαστήριο, ποὺ δέχτηκε ἐμπτυσμοὺς καὶ ἔπαθε μύρια δεινὰ· σὲ ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε θάνατο καταραμένο, ποὺ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε.

 Καὶ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι τὰ πάθη Τοῦ ἦταν γνωστὰ σὲ ὅλους,όπως τὰ μαστιγώματα, οἱ πληγὲς στὰ μάτια, οἱ ὕβρεις ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ τοὺς ἐμπτυσμοὺς στὸ πρόσωπο, τὰ ραπίσματα, ὁ σταυρός, τὰ πολλὰ χλευάσματα, ἡ διακωμώδηση ἀπὸ ὅλους, ἡ ταφὴ ποὺ ἐπιτράπηκε νὰ γίνει σὰν χάρη, ἐνῶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Ἀνάσταση δὲν ἦταν ἀκόμη γνωστὰ(γιατί μετὰ τὴν ἀνάστασή Τοῦ φανερώθηκε μόνο σὲ αὐτοὺς)· ἀλλὰ ὅμως λέγοντάς τους αὐτά, τοὺς ἔπειθαν, καὶ ἔτσι οἰκοδομοῦσαν τὴν Ἐκκλησία. Πῶς καὶ μὲ ποιόν τρόπο; Μὲ τὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ τοὺς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐντολή. Γιατί Αὐτὸς ἦταν ποὺ βάδιζε μπροστὰ ἀπὸ αὐτούς, Αὐτὸς ἔκανε ὅλα τὰ δύσκολα εὔκολα. Γιατί, ἂν δὲν ἦταν κάποια θεία δύναμη ποὺ κατόρθωνε αὐτά, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ οὔτε ἀρχὴ νὰ λάβουν. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἦταν δυνατό; Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «ἂς γίνει ὁ οὐρανὸς» καὶ ἔγινε ὁ λόγος ἔργο, καὶ «ἂς θεμελιωθεῖ ἡ γῆ», καὶ παρήγαγε τὴν ὕλη, καὶ «ἂς λάμψει ὁ ἥλιος» καὶ παρουσίασε τὸ ἄστρο, καὶ ὅλα τὰ ἔκαμε μὲ τὸν λόγο Τοῦ, Αὐτὸς φύτευσε καὶ τὶς ἐκκλησίες αὐτὲς· καὶ ὁ λόγος Τοῦ ἐκεῖνος : «θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου», αὐτὸς δημιούργησε τὸ πᾶν. Γιατί τέτοιοι εἶναι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ, δημιουργοὶ ἔργων, ἔργων θαυμαστῶν καὶ παράδοξων.

 Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ εἶπε: «Καὶ ἔἶπεν ὁ Θὲός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου ἂς βλαστήσει ἡ γῆ βοτάνη χόρτου σπὲῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ' ὁμοίότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιόῦν κάρπόν, ὁὖ τὸ σπέρμα ἄὐτοῦ ἐν ἂὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἐγένετο ὁὕτως(: καὶ εἶπε ὁ Θεός, ἐκφράζοντας τὴ θεία καὶ ἀγαθὴ βουλὴ Τοῦ ὡς πρόσταγμα: νὰ βλαστήσει ἡ γῆ χλόη, χορτάρι νὰ φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους νὰ παράγει σπόρο ἀνάλογα μὲ τὸ εἶδος καὶ τὴν ποικιλία του, ὥστε νὰ διαιωνίζονται νὰ φυτρώσουν δέντρα δασικὰ)να παράγουν ξυλεία) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων νὰ περιέχουν τὰ σπέρματά τους, τὸ καθένα ἀνάλογα μὲ τὸ ἰδιαίτερο εἶδος του· ἡ χλόη, οἱ θάμνοι, τὰ δέντρα νὰ καλύψουν τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖο πρόσταγμα ἔγινε ἔργο)» [Γέν.1,11] καὶ ὅλα ἀμέσως ἔγιναν παράδεισος, ὅλα ἔγιναν λειβάδια καὶ γέμισε ἀπὸ φυτὰ ἡ γῆ ποὺ δέχτηκε τὸ πρόσταγμα, ἔτσι καὶ τώρα εἶπε: «θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου» καὶ μὲ μεγάλη εὐκολία ἔγινε αὐτό.

 Καὶ ἐνῶ ὁπλίζονταν ἐναντίον της τύραννοι, οἱ στρατιῶτες πρόβαλλαν κατ'αυτής τὰ ὅπλα τους, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ μαίνονταν μὲ σφοδρότητα μεγαλύτερη ἐκείνης τοῦ πυρός, ἡ συνήθεια ἀντιπαρατασσόταν, καὶ οἱ ρήτορες καὶ οἱ σοφιστὲς καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰδιῶτες καὶ οἱ ἄρχοντες ξεσηκώνονταν ἐναντίον της, ἐρχόμενος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ σφοδρότητα μεγαλύτερη τῆς φωτιᾶς κατέκαυσε τὰ ἀγκάθια, καθάρισε τοὺς ἀγροὺς καὶ ἔσπειρε τὸν λόγο τοῦ κηρύγματος. Καὶ ἐνῶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ρίχνονταν στὴ φυλακή, ἄλλοι ἐξορίζονταν ἐκτὸς τῆς πατρίδος, ἄλλων δημευόταν ἡ περιουσία τους, ἄλλοι φονεύονταν καὶ κατασφάζονταν, ἄλλοι ρίχνονταν στὴ φωτιά, ἄλλοι καταποντίζονταν στὴ θάλασσα καὶ ὑπέμεναν κάθε εἶδος τιμωρίας ἀτιμαζόμενοι, ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ διωκόμενοι ἀπὸ παντοῦ σὰν κοινοὶ ἐχθροί, ἐν τούτοις ἄλλοι ὅλο καὶ περισσότεροι προσέρχονταν, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔδειχναν ἀπροθυμία στὸ νὰ πιστέψουν ἐξ αἰτίας τῶν ὅσων ἔπασχαν ἄλλοι, ἀλλὰ καὶ προθυμότεροι γίνονταν, καὶ πολὺ περισσότερο πηδοῦσαν μέσα σ' αὐτὰ τὰ καλὰ δίχτυα, καὶ ἔτσι ψαρεύονταν ὄχι ἐξαναγκαζόμενοι οὔτε ἐκβιαζόμενοι, ἀλλὰ προστρέχοντας μόνοι τους καὶ νιώθοντας εὐγνωμοσύνη πρὸς ἐκείνους ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὸν Χριστὸ· καὶ ἐνῶ ἔβλεπαν χειμάρρους αἱμάτων νὰ τρέχουν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἤδη πιστέψει, γίνονταν πιὸ θερμοὶ στὴν πίστη καὶ πιὸ θαρραλέοι.

 Καὶ ὄχι μόνο οἱ μαθητές, ἀλλὰ καὶ οἱ διδάσκαλοι, ἂν καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς φυλακίζονταν, ἄλλοι διώκονταν, ἄλλοι μαστιγώνονταν καὶ ἄλλοι ἔπασχαν μύρια ἄλλα κακά, καθημερινὰ οἱ μαθητὲς γίνονταν περισσότεροι καὶ πολὺ πιὸ σπουδαιότεροι. Καὶ βροντοφωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Καὶ τὸὺς πλὲίονας τῶν ἀδέλφῶν ἐν Κυρίῳ πεποιθότας τὸῖς δεσμοῖς μου περισσοτέρως τόλμᾶν ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν(:και οἱ περισσότεροι ἀπ' τοὺς ἀδελφοὺς ἐνισχύθηκαν στὴν πίστη τοὺς πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἀπέκτησαν θάρρος ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴ φυλάκισή μου, ὥστε νὰ ἔχουν τώρα περισσότερη τόλμη νὰ κηρύττουν ἄφοβα τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου)» [Φιλιπ.1,14]. Καὶ ἀλλοῦ πάλι: «Ὑμὲῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγένήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν, τὸῦ Θεοῦ τῶν ὁὐσῶν ἐν τῇ Ἰοὐδαίᾳ ἐν Χρίστῷ Ἰἠσοῦ, ὅτί τὰ ἄὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμέῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ ἄὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰοὐδαίων, τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰἠσοῦν καὶ τόὺς ἰδίους πρόφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θὲῷ μὴ ἀρέσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐνάντίων(:Τον δεχθήκατε ὡς λόγο Θεοῦ, διότι ἐσεῖς, ἀδελφοί, γίνατε μιμητὲς τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴν Ἰουδαία ἑνωμένες μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ γίνατε μιμητὲς ἐκείνων, διότι κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ δὲν πίστεψαν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ θανάτωσαν καὶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ τοὺς προφῆτες τους, καὶ καταδίωξαν σκληρὰ κι ἐμᾶς. Αὐτοὶ καὶ στὸν Θεὸ δὲν ἀρέσουν, καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους ἐχθρεύονται, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου)» [Α'Θεσ. 2,14-15]. Γράφοντας, πάλι, σὲ ἄλλους ἔλεγε τὰ ἑξῆς: « Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν ἂἷς φωτισθέντες πόλλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τὸῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τὸῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν ὁὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τὸῖς δεσμοῖς μοῦ συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπὰγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χὰρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχεῖν ἐν ἑαὐτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν ὁὐρανοῖς καὶ μένουσαν(:να θυμᾶστε τὶς προηγούμενες ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες φωτιστήκατε μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας καὶ ὑπομείνατε πολλὴ ἄθληση καὶ ἀγῶνα παθημάτων καὶ διωγμῶν. Ἀπὸ τὸ ἕνα μὲν μέρος μὲ ὀνειδισμοὺς καὶ ὕβρεις καὶ μὲ θλίψεις σας θεάτριζαν καὶ σᾶς διαπόμπευαν· ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅμως μέρος μὲ τὴ συμπάθεια καὶ βοήθειά σας γίνατε συμμέτοχοι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔτσι καταδιώκονταν καὶ ζοῦσαν ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ κατατρεγμῶν. Καὶ πράγματι γίνατε καὶ ἐσεῖς συμμέτοχοι τῶν καταδιωκομένων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· διότι καὶ στὰ δεσμά μου, ὅταν ἤμουνα στὴ φυλακή, δείξατε συμπάθεια, καὶ τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας σας δεχτήκατε μὲ χαρά, ἐπειδὴ γνωρίζατε ὅτι ἔχετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας καλύτερη περιουσία στοὺς οὐρανούς, ποὺ εἶναι μόνιμη καὶ αἰώνια)» [Ἐβρ.10,32-34].

 Εἶδες τὴν ὑπερβολικὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ ἐνήργησε αὐτά; Ὄχι μόνο δηλαδὴ δὲν λυποῦνταν, ὄχι μόνο δὲν θλίβονταν παθαίνοντας αὐτά, ἀλλὰ καὶ χαίρονταν καὶ σκιρτοῦσαν καὶ πηδοῦσαν ἀπὸ χαρά. Καὶ γι'αυτά λοιπὸν ὁ Παῦλος λέγει αὐτά, ὅτι δηλαδὴ τὴν δήμευση τῆς περιουσίας τη δέχτηκαν μὲ εὐχαρίστηση[Αυτόθι], ἐνῶ ὁ Λουκᾶς στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων, μιλῶντας γιὰ τοὺς διδασκάλους, λέγει ὅτι «ὁἱ μὲν ὁὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τὸῦ συνεδρίου, ὅτί ὑπὲρ τόῦ ὀνόματος ἂὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι(:ύστερα λοιπὸν ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὴν κακομεταχείριση αὐτὴ ποὺ δέχθηκαν οἱ ἀπόστολοι, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ συνέδριο μὲ μεγάλη χαρά, διότι ἀξιώθηκαν νὰ ὑποστοῦν ἀτιμωτικὴ τιμωρία γιὰ χάρη τοῦ ὀνόματός Τοῦ)» [Πράξ.5,41].

 Γιὰ τὸν ἑαυτό του πάλι ὁ Παῦλος λέγει: «Νῦν χάίρω ἐν τὸῖς πὰθήμασί μοῦ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστὲρήματα τῶν θλίψεων τὸῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σὰρκί μοῦ ὑπὲρ τὸῦ σώματος ἄὐτοῦ, ὅ ἐστίν ἡ ἐκκλήσία(:η ἀποστολική μου δράση βέβαια ἐμποδίστηκε πρὸς τὸ παρόν, διότι εἶμαι φυλακισμένος. Ἀλλὰ τώρα, παρὰ τὴ φυλάκισή μου αὐτή, χαίρομαι γιὰ τὰ παθήματα ποὺ ὑποφέρω γιὰ τὴ σωτηρία σας. Μὲ τὰ παθήματά μου αὐτὰ ἀναπληρώνω τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ, καὶ πάσχω ἐγὼ στὸ σῶμα μου τὰ ὅσα δὲν πρόφθασε νὰ πάθει ὁ Χριστός. Καὶ τὰ ὑποφέρω γιὰ χάρη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία)»[Κολ. 1,24]. Καὶ γιατί θαυμάζεις ποὺ χαιρόταν γιὰ τὰ παθήματά του, τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ τὸν θάνατο ὄχι μόνο χαιρόταν, ἀλλὰ καλοῦσε καὶ τοὺς μαθητὲς νὰ πάρουν μέρος στὴν εὐφροσύνη, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ψυχὴ ὑπερβολικὰ εὐφραινόμενη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἀλλ᾿ ἔἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσὶᾳ καὶ λειτουργὶᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν, χαίρω καὶ συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν· τὸ δ᾿ ἂὐτὸ καὶ ὑμὲῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοί(:αλλά κι ἂν ἀκόμη χύνω τὸ αἷμα μου ὡς σπονδὴ ἐπάνω στὴ θυσία ποὺ προσφέρω στὸ Θεὸ ὡς λειτουργία – καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ λειτουργία μου αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη σας, τὴν ὁποία ἀποκτήσατε καὶ μὲ τὴ δική μου συνδρομὴ καὶ τὴν ὁποία προσφέρω στὸ Θεὸ ὡς ἔργο ἱερῆς λατρείας – χαίρομαι ποὺ γίνομαι σπονδὴ˙ καὶ χαίρομαι μαζὶ μὲ ὅλους σας γιὰ τὸ σωτήριο ἀποτέλεσμα ποὺ θὰ ἔχετε. Ἀκριβῶς λοιπὸν τὸ ἴδιο νὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Μὴ λυπᾶστε καθόλου. Ἀλλὰ νὰ χαίρεστε γιὰ τὴν πίστη σας, καὶ νὰ χαίρεστε μαζί μου γιὰ τὸ μαρτύριό μου)» [Φιλιπ.2,17-18].

 Πές μας λοιπόν, τί συνέβηκε καὶ γέμισες ἀπὸ τόση χαρά; «Ἐγὼ», λέγει, «γὰρ ἤδὴ σπένδομαι, καὶ ὁ καὶρὸς τῆς ἐμῆς ἀνάλύσεως ἐφέστηκε (: ἐγὼ τώρα χύνω τὸ αἷμα μου ὡς σπονδὴ καὶ θυσία στὸν Θεὸ· καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν εἶναι πολὺ κοντά)» [Β΄Τιμ.4,6].

 Ἔτσι λοιπὸν οἰκοδομοῦσαν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς τὴν Ἐκκλησία. Ἂν καὶ βέβαια κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε διωκόμενος καὶ ἐμποδιζόμενος νὰ κτίσει οὔτε ἕνα τοῖχο μὲ λίθους καὶ ἀσβέστη, ὅμως αὐτοὶ οἰκοδόμησαν τόσες Ἐκκλησίες σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη,δημευόμενοι, μαστιγούμενοι, σφαγιαζόμενοι, καιόμενοι, καταποντιζόμενοι μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές τους. Καὶ τὶς οἰκοδόμησαν ὄχι μὲ λίθους, ἀλλὰ μὲ ψυχὲς καὶ προαιρέσεις, πρᾶγμα ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο ἀπὸ τοῦ νὰ κτίζει κανεὶς μὲ λίθους. Γιατί δὲν εἶναι ἴσο το νὰ κτίσεις ἕναν τοῖχο καὶ τὸ νὰ πείσεις νὰ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς μιὰ ψυχή, ποὺ ἐπὶ τόσα χρόνια εἶχε διαφθαρεὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ μανία ἐκείνη καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μία τόσο μεγάλη σωφροσύνη. Ἀλλὰ ὅμως αὐτὸ τὸ κατόρθωσαν γυμνοὶ καὶ ἀνυπόδητοι, περιερχόμενοι μὲ ἕνα μόνο χιτῶνα ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιατί εἶχαν σύμμαχο καὶ βοηθὸ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη Ἐκείνου ποὺ εἶπε: «ἐπὶ ταὺτῃ τῇ πὲτρᾳ ὁἰκοδομήσω μοῦ τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδοὺ ὁὐ κατισχύσουσιν ἄὐτῆς(:επάνω στὸν βράχο τῆς ἀληθινῆς πίστεως, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου. Καὶ ὁ θάνατος καὶ οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν θὰ νικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θὰ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη)» [Μάτθ.16,18]

 Ἀπαρίθμησε λοιπὸν πόσοι τύραννοι ἀπὸ τότε παρατάχτηκαν ἐναντίον της, πόσοι ὑπεκίνησαν φοβερότατους διωγμούς, σὲ ποιά κατάσταση βρίσκονταν παλαιότερα ὅλα, τότε δηλαδὴ ποὺ μόλις εἶχε φυτευτεῖ ἡ πίστη, τότε ποὺ οἱ διάνοιες τῶν ἀνθρώπων ἦταν πιὸ ἁπαλές. Εἰδωλολάτρες βασιλεῖς ἦταν ὁ Αὔγουστος, ὁ Τιβέριος, ὁ Γάϊος, ὁ Νέρωνας, ὁ Οὐεσπασιανός, ὁ Τίτος καὶ ὅλοι οἱ μετέπειτα μέχρι τοὺς χρόνους τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου. Καὶ ὅλοι αὐτοί, ἄλλοι λιγότερο, καὶ ἄλλοι περισσότερο, πολεμοῦσαν τὴν Ἐκκλησία, ὁπωσδήποτε ὅμως ὅλοι τὴν πολεμοῦσαν. Ἂν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς φάνηκαν νὰ ἡσυχάζουν ἔναντί τους, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονός, τὸ ὅτι ἦταν οἱ βασιλεῖς γνωστοὶ γιὰ τὴν ἀσέβειά τους, γινόταν ἀφορμὴ διωγμῶν, γιατί ἄλλοι τοὺς κολάκευαν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσαν στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ ἐπιβουλὲς καὶ οἱ ἐπιθέσεις ἔσπασαν πιὸ εὔκολα καὶ ἀπὸ τὸν ἱστὸ τῆς ἀράχνης, διαλύθηκαν πιὸ γρήγορα καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸ καὶ ἐξαφανίστηκαν καὶ ἀπὸ τὴ σκόνη ταχύτερα. Γιατί μὲ τὰ ὅσα κακὰ διέπραξαν, δημιούργησαν ἕνα πλῆθος μαρτύρων καὶ ἄφησαν στὴν Ἐκκλησία τοὺς ἀθάνατους ἐκείνους θησαυρούς, τοὺς στύλους, τοὺς πύργους, καὶ ἔγιναν γιὰ τοὺς μεταγενέστερους πρόξενοι μεγάλης ὠφέλειας, ὄχι μόνο ὅσο ζοῦσαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους.

 Εἶδες δύναμη προρρήσεως; «Καὶ οἱ πύλες του ἅδη δὲν θὰ ὑπερισχύσουν αὐτῆς». Ἀπὸ αὐτὰ πίστευε καὶ γιὰ τὰ μελλοντικά, ὅτι δηλαδὴ κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὴ νικήσει. Γιατί, ἂν δὲν κατόρθωσαν νὰ τὴ νικήσουν τότε ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λίγους καὶ θεωροῦνταν τὸ πρᾶγμα σὰν καινοτομία, τότε ποὺ ἡ διδασκαλία μόλις εἶχε παγιωθεῖ καὶ τόσοι πόλεμοι καὶ τόσες μάχες ἐξεγείρονταν ἀπὸ παντοῦ ἐναντίον της, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὴ νικήσουν τώρα ποὺ κατέλαβε αὐτὴ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ κάθε τόπο καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια καὶ τοὺς λόφους, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴ θάλασσα καὶ ὅλα τα ὑπὸ τὸν ἥλιο ἔθνη, καὶ ἡ ἀσέβεια περιορίστηκε σὲ λίγους πλέον, ἀφοῦ ἐξαφανίστηκαν καὶ οἱ βωμοὶ καὶ οἱ ναοὶ καὶ τὰ εἴδωλα καὶ οἱ ἑορτὲς καὶ οἱ τελετὲς καὶ ὁ καπνὸς καὶ ἡ κνῖσα καὶ τὰ βδελυρὰ πανηγύρια. Πῶς λοιπὸν ἕνα τόσο μεγάλο καὶ τέτοιου εἴδους πρᾶγμα μετὰ ἀπὸ τόσα ἐμπόδια καὶ τόσο λαμπρὸ τέλος εἶχε, καὶ εἶχε ἔκβαση τέτοια ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τῆς προρρήσεως, ἂν δὲν ὑπῆρχε κάποια θεῖα καὶ ἀκαταμάχητη δύναμη σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὰ προεῖπε αὐτὰ καὶ τὰ πραγματοποίησε; Κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ φέρει ἀντίρρηση σὲ αὐτά, ἐκτὸς ἂν κάποιος παράφρονας, καὶ στερεῖται καὶ τὸ φυσικὸ ἀκόμη λογικό.

 Καὶ ὄχι μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἄλλες προρρήσεις ἀνακηρύττουν τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη αὐτοῦ. Καθόσον προεῖπε τὰ μέλλοντα μὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ τὰ πραγματοποίησε, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖ κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέχτηκαν ἀπὸ Αὐτόν. Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ καταστραφεῖ ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός, παρὰ νὰ φανεῖ ὅτι κάτι ἀπὸ τοὺς λόγους Τοῦ ἢ τὶς προρρήσεις Τοῦ λέχθηκε ψευδῶς. Γι΄αυτό καὶ αὐτός, δηλῶντας αὐτὸ ἀκριβῶς προτοῦ ἀκόμη ἐκπληρωθοῦν οἱ προρρήσεις του, μὲ τόση σαφήνεια ἀποφάνθηκε γιὰ τὰ ὅσα λέχθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, ὥστε νὰ πεῖ: «Ὁ ὁὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, ὁἱ δὲ λόγοι μου ὁὐ μὴ παρέλθωσι(:ο οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ποὺ σᾶς φαίνονται τόσο μόνιμα καὶ στερεά, θὰ περάσουν καὶ θὰ ἐκλείψουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ περάσουν, ἀλλὰ θὰ ἐπαληθευθοῦν ἐπακριβῶς)» [Μάτθ.24,35]. Καὶ πολὺ εὔλογα. Γιατί δὲν εἶναι ἁπλὰ λόγια, ἀλλὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, δημιουργοὶ ἔργων. Ἔτσι δημιούργησε τὸν οὐρανό, ἔτσι τὴ γῆ, ἔτσι τὴ θάλασσα, ἔτσι τὸν ἥλιο, ἔτσι τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων, ἔτσι τὶς ἄλλες ἀόρατες δυνάμεις. Καὶ αὐτὸ διασαφηνίζοντας ὁ προφήτης ἔλεγε: «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἔγιναν, Αὐτὸς πρόσταξε καὶ κτίστηκαν», λέγοντας αὐτὰ γιὰ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ἄνω, τὴν κάτω, τὴν αἰσθητή, τὴ νοερή, τὴ σωματική, τὴν ἀσώματη. Ἀπέδειξε λοιπόν, ὅπως καὶ προηγουμένως εἶπα, ἡ πρόρρησή Τοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸ μέγεθος, τὸν ὄγκο καὶ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀλήθειας, τῆς πρόνοιας, τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς κηδεμονίας Αὐτοῦ.

 Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ ἄλλη πρόρρηση ἂς ἐξετάσουμε ποὺ διαλάμπει περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ εἶναι καὶ ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα φανερότερη, ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων καὶ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλες τὶς ἐπερχόμενες γενεές, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ προηγούμενη. Γιατί τέτοιες εἶναι οἱ περισσότερες προρρήσεις Αὐτοῦ. Δὲν τελειώνουν δηλαδὴ σὲ σύντομο χρόνο οὔτε πραγματοποιοῦνται σὲ μία μόνο γενεά, ἀλλὰ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τώρα καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ ἔλθουν ἀμέσως καὶ στοὺς μετὰ ἀπὸ ἐκείνους καὶ στοὺς μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς πάλι καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ παρέχουν σὲ ὅλους τὴ δυνατότητα νὰ ἀντιληφθοῦν τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειάς τους, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ προηγούμενη. Γιατί ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ λέχτηκε μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος παραμένει σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη, ἀνθεῖ καὶ λάμπει καὶ καθημερινὰ ἀκμάζει καὶ αὐξάνεται καὶ ἀποκτᾶ μεγαλύτερη δύναμη, δίνοντας τὴ δυνατότητα σὲ ὅλους, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνου μέχρι τὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, νὰ καρπώνονται ἀπὸ αὐτὴν ἀγαθὰ καὶ νὰ δρέπουν ἀπερίγραπτη ὠφέλεια. Πράγματι καὶ οἱ πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ οἱ πρὶν ἀπὸ ἐκείνους καὶ ὅλοι οἱ πρὶν ἀπὸ ἐκείνους γνώρισαν τὴ δύναμή της, βλέποντας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοὺς πολέμους νὰ ξεσποῦν ἐναντίον της καὶ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ταραχὲς καὶ τοὺς θορύβους καὶ τὰ κύματα καὶ τὶς κακοκαιρίες, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο προσέχοντας αὐτὴν νὰ μὴν καταποντίζεται, νὰ μὴ νικιέται, νὰ μὴν ὑποτάσσεται, νὰ μὴ σβήνει, ἀλλὰ νὰ ἀνθεῖ, νὰ αὐξάνεται καὶ νὰ φτάνει σὲ μεγαλύτερο ὕψος.

 Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ποὺ πρόκειται νὰ σᾶς πῶ τώρα, εἶναι τέτοια, ποὺ μπορεῖ νὰ δείξει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων λέχτηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον. Ποιά ὅμως εἶναι αὐτή; Κάποτε, ἀφοῦ μπῆκε στὸν ναὸ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἀνθοῦσε τότε καὶ ἔλαμπε πάρα πολὺ ἀπὸ παντοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ κάλλους καὶ τοῦ μεγέθους τῶν οἰκοδομῶν, ἔχοντας καὶ ὅλη τὴν ἄλλη πολυτέλεια ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὰ ὑλικά, καὶ ἐνῶ οἱ μαθητὲς τὰ θαύμαζαν αὐτά, τί λέγει Αὐτός; «Ὁὐ βλέπετε τὰῦτα πάντα; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁὐ μὴ ἀφέθῇ ᾧδὲ λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς ὁὐ καταλυθήσεται(:Δεν βλέπετε μὲ θαυμασμὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα κτίρια; Ἀληθινά σας διαβεβαιώνω ὅτι δὲν θὰ μείνει πέτρα πάνω στὴν πέτρα ποὺ νὰ μὴν γκρεμιστεῖ κάτω)»[Ματθ.24,2], ἐννοῶντας τὴν καταστροφὴ αὐτοῦ ἀργότερα, τὴν πανωλεθρία, τὴν ἐρήμωση, τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ ποὺ ὑπάρχουν σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα. Πραγματικὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λαμπρὰ καὶ περιφανῆ οἰκοδομήματα ἔχουν γίνει ἐρείπια. Εἶδες καὶ μὲ τὰ δύο τὴ μεγάλη καὶ ἀπερίγραπτη δύναμή Τοῦ, καὶ μὲ τὸ ὅτι οἰκοδομεῖ καὶ αὐξάνει ἐκείνους ποὺ Τὸν ὑπηρετοῦν πιστά, καὶ μὲ τὸ ὅτι ταπεινώνει καὶ καταστρέφει καὶ ξερριζώνει ἐκείνους ποὺ ἀντιτίθενται σὲ Αὐτόν; Γιατί πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε τέτοιος ναὸς οὔτε τόσο φημισμένος καὶ ποὺ νὰ ἀπολάμβανε τόση τιμή. Καθόσον ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ κατοικοῦσαν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς καὶ στὰ πέρατα ἀκόμη τοῦ κόσμου, ἐκεῖ κατέφταναν τὴν παλαιὰ ἐποχή, φέροντας δώρα καὶ θυσίες καὶ προσφορὲς καὶ ἀπαρχὲς καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ μὲ τὸν πλοῦτο ὅλου του κόσμου καλλώπιζαν τὸν ναό. Καὶ οἱ προσήλυτοι ἀκόμη Ἰουδαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς ἐκεῖ συνέρρεαν, καὶ ἦταν πολὺ ξακουστὸ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου, φθάνοντας μέχρι τὰ ἔσχατα τῆς γῆς. Ἀλλὰ ὅμως ἕνας λόγος τοῦ Χριστοῦ τὰ κατέστρεψε ὅλα ἐκεῖνα καὶ τὰ ἐξαφάνισε καὶ τὰ ἔκανε νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ μέση σὰν σκόνη· καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους νὰ εἰσέλθουν, ἢ καλύτερα οὔτε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ σὲ ἕναν μόνο, στὸν ἀρχιερέα, καὶ σὲ αὐτὸν μία φορὰ μόνο τὸ ἔτος, μὲ στολὴ καὶ στεφάνια καὶ μίτρα καὶ μὲ ὅλη τὴν ἄλλη ἱερὴ ἀμφίεσή του, τώρα μποροῦν νὰ μπαίνουν καὶ πόρνοι καὶ κίναιδοι καὶ φίλοι τῶν παλλακίδων καὶ μοιχοί, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἐμποδίζει· γιατί πέφτοντας ὁ λόγος ἐκεῖνος ὅλα τὰ κατέστρεψε καὶ τὰ ἐξαφάνισε, καὶ τόσο μόνο μέρος μένει ἀπὸ τὸν ναό, ὅσο γιὰ νὰ δείχνει ποῦ ἦταν ὁ ναὸς τὴν παλαιὰ ἐποχή.

 Σκέψου λοιπὸν πόση δύναμη δείχνει καὶ αὐτό. Γιατί, ἐκεῖνοι ποὺ τόσα πολλὰ κατόρθωσαν, ποὺ νίκησαν ἔθνη καὶ βασιλεῖς καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐπικράτησαν ἐντελῶς ἀναίμακτα, ποὺ ἔστησαν τρόπαια ἀμέτρητα πρωτάκουστα καὶ παράδοξα, αὐτοὶ ποὺ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα δὲν μπόρεσαν νὰ οἰκοδομήσουν ἕναν ναό, καὶ ὅλα αὐτὰ ἂν καὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ βασιλεῖς ποὺ τοὺς συμπαραστάθηκαν καὶ εἶναι αὐτοὶ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος διασκορπισμένο σὲ ὅλη τὴ γῆ καὶ ἔχουν τόσα πολλὰ χρήματα στὴ διάθεσή τους. Εἶδες πὼς ἐκεῖνα ποὺ τὰ οἰκοδόμησε Αὐτός, κανεὶς δὲν τὰ κατέστρεψε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ τὰ κατέστρεψε, κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὰ οἰκοδομήσει; Οἰκοδόμησε τὴν Ἐκκλησία καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταστρέψει. Κατέστρεψε τὸν ναὸ καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν οἰκοδομήσει καὶ μάλιστα μέσα σὲ τόσα πολλὰ χρόνια.

Ἂν καὶ βέβαια ἐπιχείρησαν καὶ αὐτὴν νὰ τὴν καταστρέψουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν· καὶ ἐκεῖνον προσπάθησαν νὰ τὸν ἀνοικοδομήσουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν. Καὶ ἐπιτράπηκε καὶ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ λέγει ὅτι ἂν ἐπιχειροῦσαν νὰ τὸν ξανακτίσουν, θὰ μποροῦσαν. Νὰ λοιπὸν καὶ ἐπιχείρησαν καὶ τίποτε δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν. Πραγματικὰ στὶς ἡμέρες μας ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ποὺ ξεπέρασε ὅλους τοὺς ἄλλους στὴν ἀσέβεια[πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη] καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ τὸν κτίσουν καὶ τοὺς βοήθησε οἰκονομικὰ καὶ ἄρχισαν τὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως, ἀλλὰ ὅμως δὲν μπόρεσαν οὔτε στὸ ἐλάχιστο νὰ προχωρήσουν, γιατί φωτιὰ ξεπήδησε ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ καὶ τοὺς ἀπομάκρυνε ὅλους[Η ἐπιχείρηση αὐτὴ ἔγινε τὸν χειμῶνα τῶν ἐτῶν 362-363 μ.Χ.].

 Τὸ ὅτι θέλησαν νὰ τὸν ἀνοικοδομήσουν ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι τὸ ὅτι μέχρι σήμερα ὑπάρχουν τὰ θεμέλια ἀπογυμνωμένα, γιὰ νὰ μάθεις, ὅτι ἐπιχείρησαν νὰ σκάψουν, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ τὸν κτίσουν, γιατί ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἀντιστρατευόταν στὴν ἐνέργειά τους αὐτή. Ἂν καὶ βέβαια ὁ ναὸς αὐτὸς εἶχε καταστραφεῖ καὶ νωρίτερα, ἀλλὰ κτίστηκε μετὰ ἀπὸ ἑβδομῆντα χρόνια ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, καὶ ἔγινε πιὸ λαμπρὸς ἀπὸ τὸν προηγούμενο, καὶ αὐτὸ τὸ εἶπαν οἱ προφῆτες καὶ τὸ προεῖπαν προτοῦ νὰ γίνει. Τώρα ὅμως ἔχουν περάσει πάνω ἀπὸ τετρακόσια χρόνια καὶ οὔτε καμία σκέψη ὑπάρχει οὔτε προσδοκία οὔτε ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀνοικοδομηθεῖ πάλι ὁ ναός. Καὶ βέβαια τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἐμποδίσει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεία δύναμη ποὺ ἀντιτίθεται; Δὲν ὑπάρχει ἀφθονία χρημάτων σὲ αὐτούς; Δὲν ἔχει ἀμέτρητους θησαυροὺς ὁ πατριάρχης τους εἰσπράττοντας φόρους ἀπὸ ὅλους ὅπου καὶ ἂν βρίσκονται αὐτοί; Δὲν εἶναι τὸ ἔθνος τους θρασύ, ἀδιάντροπο, φιλόνεικο, γεμᾶτο αὐθάδεια καὶ φιλοπόλεμο; Δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι στὴν Παλαιστίνη, δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ στὴ Φοινίκη, δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ σὲ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου;Πώς λοιπὸν δὲν κατόρθωσαν νὰ ἀνοικοδομήσουν ἕνα ναό, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔβλεπαν ὅτι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ πράγματος ἡ λατρεία τους ἦταν παντοῦ δεσμευμένη, τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα εἶχαν ἐξαφανιστεῖ, καὶ οἱ θυσίες καὶ οἱ προσφορὲς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὰ ποὺ διέτασσε ὁ νόμος εἶχαν καταργηθεῖ καὶ εἶχαν πάψει; Γιατί δὲν ἐπιτρεπόταν οὔτε βωμὸ νὰ στήσουν οὔτε θυσία νὰ προσφέρουν οὔτε σπονδὲς νὰ κάνουν οὔτε πρόβατο νὰ θυσιάσουν οὔτε θυμίαμα νὰ προσφέρουν οὔτε ἀνάγνωση τοῦ νόμου νὰ κάνουν, οὔτε ἑορτὴ νὰ ἐπιτελέσουν οὔτε καὶ τίποτε ἄλλο παρόμοιο νὰ κάνουν ἔξω ἀπὸ τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ.

 Ἀλλὰ καὶ ὅταν βρέθηκαν κάποτε στὴ Βαβυλῶνα αἰχμάλωτοι καὶ ἀναγκάζονταν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς νὰ ψάλλουν, δὲν ὑποχώρησαν, οὔτε καὶ ὑπάκουσαν, ἂν καὶ ἦταν αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι σὲ κυρίους ποὺ τοὺς κακοποιοῦσαν· ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔχασαν τὴν πατρίδα τους καὶ τὴν ἐλευθερία τους καὶ κινδύνευε καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ζωή τους καὶ βρίσκονταν ἐγκαταλειμμένοι στὰ χέρια τῶν κατακτητῶν σὰν σὲ κάποια παγίδα καὶ προτρέπονταν νὰ ψάλλουν μὲ τὰ ὄργανα τὴν ὠδὴ ἐκείνη, ἔλεγαν τὰ ἑξῆς: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκέῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνήσθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιῶν. ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μὲσῳ ἄὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· ὅτί ἐκέῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς ὁἱ ἄἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ ὁἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνόν· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιῶν. πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;(: στὰ ποτάμια τῆς Βαβυλώνας κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Εὐφράτου, τοῦ Τίγρητος καὶ τῶν παραποτάμων τοὺς καθίσαμε θλιμμένοι καὶ κλάψαμε, ὅταν θυμηθήκαμε ἐμεῖς οἱ αἰχμάλωτοι τὴν προσφιλῆ μας Σιῶν. Στὶς ἰτιὲς οἱ ὁποῖες ὑψώνονται κοντὰ στὶς ὄχθες τῶν ποταμῶν ποὺ ρέουν στὸ μέσο τῆς χώρας αὐτῆς, κρεμάσαμε τὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ χρησιμοποιοῦμε στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ διότι ἐκεῖ μας ζήτησαν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μας αἰχμαλώτισαν, ὠδὲς διὰ τοῦ στόματος στὴν ἱερὴ λατρεία ἀδόμενες, καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἀπήγαγαν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας μας ζήτησαν ὕμνο μουσικὸ καὶ ἐναρμόνιο καὶ μᾶς ἔλεγαν: "Ψάλλετε πρὸς διασκέδασή μας, ἀπὸ τὰ ἄσματα ποὺ ψάλλατε ὅταν ἤσασταν στὴν πατρίδα σας τὴ Σιῶν. Πῶς θὰ ψάλλουμε τὴν ἱερὴ ὠδὴ τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία μόνο σὲ ἱερὸ χῶρο πρέπει νὰ ἀκούγεται, πῶς θὰ τὴν ψάλλω σὲ χώρα ξένη, μολυσμένη ἀπὸ τὴ λατρεία ψευδῶν θεῶν;")» [Ψάλμ.136,1-4]. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι δὲν τὸ ἔκαναν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὰ ὄργανα· γιατί οἱ ἴδιοι εἶπαν τὴν αἰτία, λέγοντας: «Πῶς νὰ ψάλλουμε τὴν ὠδὴ τοῦ Κυρίου σὲ ξένη γῆ;». Ἀλλὰ καὶ τὰ ὄργανα τὰ εἶχαν μαζί τους. Γιατί, λέγει, «ἐπάνω στὶς ἰτιές, ποὺ ὑψώνονται δίπλα στὰ ποτάμια, κρεμάσαμε τὰ ὄργανά μας» [:αὐτόθι].

 Ἀκόμη οὔτε καὶ νὰ νηστεύουν τοὺς ἐπιτρεπόταν. Καὶ αὐτὸ γιὰ δήλωση ὁ προφήτης ἔλεγε: «Ἔἰπέ πρὸς ἅπαντα τὸν λὰὸν τῆς γῆς καὶ πρὸς τόὺς ἱἐρεῖς λέγων· ἐὰν νηστεύσητε ἢ κόψησθε ἐν ταῖς πέμπταις ἢ ἐν ταῖς ἑβδόμαις, καὶ ἰδόὺ ἑβδομήκοντα ἔτὴ μὴ νηστείαν νενηστεύκατέ μοί;(:πες πρὸς ὅλον τὸν λαὸ τῆς χώρας καὶ τοὺς ἱερεῖς τὰ ἀκόλουθα: "Ἐὰν νηστεύσετε ἢ ἐὰν ἀρχίσετε ὀδυρμοὺς καὶ θρήνους κατὰ τὸν πέμπτο ἢ τὸν ἕβδομο μῆνα, δὲν ἔχετε νὰ ὠφεληθεῖτε τίποτε. Νὰ· ἐπὶ ἑβδομῆντα ἔτη ἔχετε νηστέψει· νηστεύατε ὅμως μήπως γιὰ Ἐμένα, τὸν Κύριο;")» [Ζάχ.7,5].

 Τὸ ὅτι ὅμως δὲν ἐπιτρεπόταν οὔτε νὰ θυσιάζουν οὔτε νὰ κάνουν σπονδὲς ἄκουσε τοὺς Τρεῖς Παῖδες ποὺ λέγουν: «Καὶ ὁὐκ ἔστίν ἐν τῷ καὶρῷ τούτῳ ἄρχὼν καὶ προφήτης καὶ ἡγούμενος, ὁὐδὲ ὁλοκαύτωσις ὁὐδὲ θυσία ὁὐδὲ προσφορὰ ὁὐδὲ θυμίαμα, ὁὐ τόπος τὸῦ κάρπῶσαι ἐνώπιόν σου καὶ ἔὑρεῖν ἔλεος(: καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει πλέον σὲ μᾶς οὔτε πολιτικὸς ἡγέτης, οὔτε προφήτης, οὔτε θρησκευτικὸς ἀρχηγὸς· οὔτε θυσία ὁλοκαυτώματος προσφέρεται, οὔτε ἄλλη αἱματηρὴ θυσία, οὔτε θυσία ἀναίμακτη, οὔτε θυμίαμα, ἀλλὰ οὔτε καὶ τόπος «ναὸς καὶ θυσιαστήριο», στὸν ὁποῖο νὰ προσφέρουμε τὰ πρωτογεννήματά μας ἐνώπιόν Σοῦ καὶ νὰ λάβουμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία Σοῦ)» [Δάν.3,38 καὶ Β14]. Δὲν εἶπε: «δὲν ὑπάρχει ἱερέας», γιατί ὑπῆρχαν ἱερεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι τὸ πᾶν ἐξαρτώνταν ἀπὸ τὸν τόπο καὶ ὅτι ὅλη ἡ νομοθεσία συνδεόταν μὲ αὐτόν, εἶπε: «δὲν ὑπάρχει τόπος».

 Καὶ γιατί λέγω δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ θυσιάζουν καὶ νὰ προσφέρουν σπονδές; Δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν οὔτε τὸν νόμο ἁπλῶς νὰ ἀναγνώσουν, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγορῶντας τους κάποτε ἕνας ἄλλος προφήτης, ἔλεγε: «Καὶ ἀνέγνωσαν ἔξὼ νόμον καὶ ἐπεκαλέσαντο ὁμολογίας. ἀπαγγείλατε ὅτί τάῦτα ἠγάπησαν ὁἱ ὑἱοὶ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος(:και οἱ ἱερεῖς σας ἀνέγνωσαν ὄχι τὸν θεῖο ἀλλὰ τὸν εἰδωλολατρικὸ νόμο, καὶ προκάλεσαν τὶς σύμφωνα μὲ αὐτὸν τὸν νόμο συνθῆκες πρὸς τὰ εἴδωλα. Λοιπὸν ἐσεῖς, οἱ Προφῆτες, ἀναγγείλετε εὐρύτερα, ὥστε νὰ γίνει γνωστὸ καὶ φανερὸ σὲ ὅλους, ὅτι τέτοια ὁλόψυχη σπουδὴ καὶ τέτοιο θερμὸ ζῆλο πρὸς τὰ εἴδωλα ἔδειξαν οἱ Ἰσραηλῖτες, λέγει ὁ Κύριος)» [Ἀμῶς, 4,5]· ἀλλὰ οὔτε τὸ Πάσχα οὔτε τὴν Πεντηκοστὴ οὔτε τὴ Σκηνοπηγία οὔτε καὶ κανένα ἄλλο παρόμοιο μποροῦσαν νὰ ἐπιτελέσουν.

 Ἔτσι λοιπόν, ἂν καὶ γνώριζαν ὅτι ὅλα αὐτά τους τὰ ἀπέκλεισε ἡ ἐρήμωση τοῦ τόπου, καὶ ὅτι ἐπιχειρῶντας νὰ κάνουν κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὸ ἐπιχειροῦν παράνομα καὶ γι΄αυτό καὶ τιμωροῦνται, ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναό, μέσα στὸν ὁποῖο ἐπιτρεπόταν νὰ ἐπιτελοῦν ὅλα αὐτὰ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο. Γιατί ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ οἰκοδόμησε τὴν Ἐκκλησία, αὐτὴ κατέστρεψε καὶ αὐτόν. Καὶ αὐτὸ τὸ προεῖπε ὁ προφήτης, ὅτι δηλαδὴ θὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς καὶ θὰ τὰ κάμει ὅλα αὐτά, ἂν καὶ ἔζησε μετὰ τὴν αἰχμαλωσία. Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τί λέγει: «διότι καὶ ἐν ὑμῖν συγκλεισθήσονται θύραι, καὶ ὁὐκ ἀνάψεται τὸ θυσιαστήριόν μου δωρεὰν· ὁὐκ ἔστί μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ θυσίαν ὁὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χείρῶν ὑμῶν. διότι ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου ἕὡς δὺσμῶν τὸ ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τόῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν πὰντὶ τὸπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καὶ θυσία καθαρά, διότι μέγα τὸ ὄνομά μου ἐν τόῖς ἔθνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ(:διότι καὶ μεταξύ σας θὰ κλειστοῦν τελείως οἱ θύρες τοῦ ναοῦ καὶ δὲν θὰ ἀνάψει τὸ θυσιαστήριό μου μάταια, ὅπως γίνεται σήμερα. Δὲν αἰσθάνομαι καμία εὐαρέσκεια σὲ σᾶς, λέγει ὁ Κύριος Παντοκράτωρ. Καὶ θυσία δὲν θὰ δεχτῶ εὐχαρίστως ἀπὸ τὰ χέρια σας. Ναὶ· δὲν θὰ δεχτῶ ἀπὸ τὰ βέβηλα χέρια σας θυσία· διότι σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ ἕως τὴ δύση τοῦ ἡλίου, τὸ ὄνομά μου ἔχει δοξαστεῖ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν ποὺ ἐπιστρέφουν πρὸς Ἐμένα, καὶ σὲ κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα λατρείας στὸ ὄνομά μου καὶ θυσία καθαρῇ, μὴ μολυσμένη ἀπὸ αἵματα καὶ καπνοὺς καὶ κνῖσα κατακαιομένων σαρκῶν καὶ λίπους· διότι μέγα εἶναι τὸ ὄνομά μου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, λέγει ὁ Παντοκράτωρ Κύριος)»[Μαλαχ.1,10-11]. Εἶδες μὲ πόση σαφήνεια καὶ τὸν Ἰουδαϊσμὸ ἀπέρριψε καὶ ἔδειξε τὸν Χριστιανισμὸ νὰ διαλάμπει καὶ νὰ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλη τὴ γῆ;

 Ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς λατρείας δήλωσε ἕνας ἄλλος προφήτης: «ἐκ περάτων ποταμῶν Ἂἰθιοπίας προσδέξομαι ἐν διεσπαρμένοις μου, ὁἴσουσι θυσίας μοί(:τους ἐθνικούς, ποὺ θὰ ἐπιστρέφουν καὶ θὰ προέρχονται ἀπὸ τὰ ἀπομακρυσμένα μέρη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τρέχουν οἱ ποταμοὶ τῆς Αἰθιοπίας, θὰ τοὺς δεχτῶ· αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ἐθνικοὶ λαοὶ ἔχουν πιστέψει ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς κήρυκες, ποὺ ἔχουν σκορπιστεῖ ἀπὸ Ἐμένα. Αὐτοὶ θὰ μοῦ προσφέρουν θυσίες ὡς δεῖγμα ἀφοσιώσεως καὶ ὑποταγῆς ὅσων εἶναι πιστοὶ σὲ Ἐμένα)» [Σόφ.3,10]· καὶ ἄλλος πάλι λέγει: «Παρθένος τόῦ Ἰσράὴλ ἔσφαλεν ἐπὶ τῆς γῆς ἄὐτοῦ, ὁὐκ ἔστίν ὁ ἀναστήσων ἄὐτήν(:ο ἰσραηλιτικὸς λαός, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν προηγούμενη πίστη καὶ εὐσέβειά του ἦταν ὡς παρθένος ἁγνὴ καὶ καθαρῇ, σκόνταψε, ἔπεσε στὴ γῆ του, διεφθάρη λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ τὴ βοηθησει νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση)»[Αμώς 5,2].

 Ἀλλὰ καὶ ὁ Δανιὴλ τὰ διηγεῖται ὅλα αὐτὰ μὲ σαφήνεια, ὅτι δηλαδὴ ὅλα θὰ καταργηθοῦν καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ σπονδὴ καὶ τὸ χρῖσμα καὶ οἱ ἐντολές. Ἀλλὰ αὐτά,όταν θὰ μιλήσω πρὸς τοὺς Ἰουδαίους θὰ τὰ ἀναπτύξω σαφέστερα καὶ ἐκτενέστερα· τώρα ὅμως ἂς συνεχίσουμε τὸν δρόμο ποὺ βαδίζουμε, διορθώνοντας τὴ φιλονεικία τῶν ἀνόητων εἰδωλολατρῶν. Δὲν σοῦ μίλησα οὔτε γιὰ τὶς ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν οὔτε γιὰ τοὺς λεπροὺς ποὺ καθαρίστηκαν, γιὰ νὰ μὴ λές: «ὅλα αὐτὰ εἶναι ψευδῆ, κομπασμὸς καὶ μυθεύματα. Ποιός τὰ εἶδε; Ποιός τὰ ἄκουσε; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶπαν ὅτι σταυρώθηκε καὶ ὅτι δέχθηκε πλήγματα στὰ μάτια, αὐτοὶ τὰ εἶπαν αὐτά». Πῶς λοιπὸν γιὰ ἐκεῖνα τοὺς θεωρεῖς ἀξιόπιστους, ἐνῶ γι'αυτά ἀπορρίπτεις τὰ λεγόμενα σὰν νὰ μὴν ἔγιναν τάχα; Ἂν καὶ βέβαια, ἂν αὐτὰ τὰ ἔγραφαν γιὰ χάρη τοῦ διδασκάλου, ὑπερηφανευόμενοι χωρὶς λόγο καὶ ἄσκοπα, θὰ ἀποσιωποῦσαν τὰ θλιβερὰ γεγονότα καὶ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐπονείδιστα. Τώρα ὅμως γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀλήθεια αὐτῶν, μίλησαν πολὺ ἐκτεταμένα γιὰ ἐκεῖνα καὶ τὰ διηγήθηκαν ὅλα μὲ ἀκρίβεια καὶ πολλὴ λεπτομέρεια, χωρὶς νὰ παρατρέξουν τίποτε τὸ ἀσήμαντο ἢ σπουδαῖο· καὶ τὰ σημεῖα βέβαια καὶ τὰ θαύματα τὰ περισσότερα τὰ παρέλειψαν, τὰ παθήματα ὅμως καὶ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ἐπονείδιστα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται κυρίως, ὅλα τα διηγήθηκαν ὅλοι μὲ ἀκρίβεια.

 Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέφερα τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἐννοῶ τὰ θαύματα καὶ τὰ σημεῖα, γιὰ νὰ φράξω ὅσο τὸ δυνατὸ καὶ περισσότερο κάθε ἀδιάντροπη γλῶσσα, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι φανερὰ τώρα, ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται τώρα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι φανερότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι διεσπαρμένα σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ κυρίευσαν ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ ποὺ κατορθούμενα ὑπερβαίνουν κάθε ἀνθρώπινη φύση καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι ἔργα μόνο τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ μόνο ἀνέφερα. Τί λές; Δὲν ἀνέστησε νεκρούς; Μήπως μπορεῖς νὰ πεῖς καὶ αὐτό, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ Ἐκκλησίες σὲ κάθε μέρος τῆς γῆς; Μήπως ὅτι δὲν ἐπιβουλεύτηκαν; Μήπως ὅτι δὲν κυριαρχοῦν καὶ δὲν ὑπερισχύουν παντοῦ; Ἀλλὰ ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχει ἥλιος, ἔτσι οὔτε αὐτὰ μπορεῖς νὰ τὰ ἀρνηθεῖς. Τί λοιπόν; Τὴν καταστροφὴ τοῦ ἰουδαϊκοῦ ναοῦ δὲν τὴ βλέπεις ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης; Γιατί δὲν κάνεις τὴ σκέψη: «Ἂν δὲν ὑπῆρχε Θεός, καὶ μάλιστα ἰσχυρός, πῶς θὰ αὐξάνονταν τόσο πολύ, παρὰ τὶς ἐνοχλήσεις, αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν σὲ αὐτόν, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν σταύρωσαν καὶ Τὸν πολέμησαν,τόσο πολὺ ταπεινώθηκαν, ὥστε νὰ στερηθοῦν καὶ τὴν πατρίδα τους, καὶ περιφέρονται σήμερα παντοῦ σὰν ἀλῆτες καὶ φυγάδες καὶ πλανόδιοι, καὶ κανένας χρόνος δὲν τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ κανέα ἀπὸ αὐτά;». Ἂν καὶ βέβαια αὐτοί, αὐτοὶ οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πόλεμο κήρυξαν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων καὶ τὰ ὅπλα σήκωσαν ἐναντίον τους καὶ γιὰ μακρὸ χρονικὸ διάστημα συνέχισαν τὴν πολεμική τους ἀντιπαράθεση καὶ γιὰ κάποιο χρόνο ἐπεκράτησαν καὶ δημιούργησαν στοὺς τότε αὐτοκράτορες πολλὰ καὶ μεγάλα προβλήματα· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμή τους. Ἀλλὰ ὅμως αὐτοὶ ποὺ πολέμησαν ἐναντίον τόσων βασιλέων καὶ παρατάχθηκαν ἐναντίον τους, ποὺ διέθεταν τόση χρηματικὴ δύναμη καὶ ὅπλα καὶ στρατιῶτες, καὶ ἐξεδίωξαν καὶ στρατηγοὺς καὶ μύριους ἄλλους, δὲν μπόρεσαν νὰ ἀνοικοδομήσουν ἕνα ναό. Συναγωγὲς βέβαια ἔκτισαν σὲ πολλὲς πόλεις, τὸν ναὸ ὅμως, ποὺ ἔδινε τὸ κῦρος στὸ πολίτευμά τους καὶ στὸν ὁποῖο συνήθιζαν νὰ ἐπιτελοῦν τὰ πάντα, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο συγκροτοῦνταν ὁ Ἰουδαϊσμός, αὐτὸν μόνο δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἀνοικοδομήσουν.

 ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 ΠΗΓΕΣ:

 Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Λόγοι δογματικοί, Κατὰ ἐθνικῶν καὶ Ἰουδαίων,πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1988, τόμος 34, σελίδες 13-95.

 Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 3, Κατὰ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν περὶ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, σέλ. 13-51.

 Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

 Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

 Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

 Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.

 Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.

 https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

 https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

 http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

 http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

 http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm 

    https://www.impantokratoros.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου