( σέ όσους κηρύττουν
ότι άλλος ο Χριστός
καί άλλος ο Θεός Λόγος
)
Β΄. Λόγος εις την Υπαπαντήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις την Θεοτόκον και εις τον Συμεών , TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Γ' Ερμηνεία
στις Καταβασίες τῆς Ὑπαπαντῆς
Σήμερον Συμεὼν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, τὸν Κύριον τῆς δόξης ὑποδέχεται, ὃν ὑπὸ τὸν γνόφον πρώην ὁ Μωϋσῆς ἐθεάσατο, ἐν τῷ ὄρει τῷ Σινᾷ πλάκας δόντα αὐτῷ. Οὗτός ἐστιν, ὁ ἐν τοῖς Προφήταις λαλῶν, καὶ τοῦ νόμου Ποιητής, οὗτός ἐστιν ὃν ὁ Δαυῒδ καταγγέλλει, ὁ τοῖς πᾶσι φοβερός, ὁ ἔχων τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.
TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Λόγος εις την Υπαπαντήν
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις την Θεοτόκον και εις τον Συμεών
Δεν φορεί μόνο σάρκα ο
Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αλλά και περιτέμνεται σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο,
για να μην έχη πρόφασι η απιστία των Ιουδαίων. Γιατί έρχεται προς τον νόμο για
χάρι του ίδιου του νόμου, για να ελευθερώση τους μαθητές του μέσω της πίστεως
που βασιζόταν στον νόμο. Και παίρνει σάρκα και περιτέμνεται κι αυτός μαζί με
τους Ιουδαίους. Πήρε το ίδιο με αυτούς σώμα, πήρε και την ίδια περιτομή. Έκανε
αναντίρρητη την συγγένειά Του με αυτούς, ώστε να μη τον αρνηθούν, Αυτόν, ο
οποίος ήταν ο Χριστός που έρχεται από την γενιά του Δαυίδ, και που αυτοί
προσδοκούσαν. Έδειξε το γνώρισμα της συγγενείας Του με αυτούς. Γιατί, αν ακόμη
και μετά την περιτομή Του έλεγαν «δεν ξέρουμε από πού είναι»[1], εάν δεν είχε
περιτμηθή κατά σάρκα, η άρνησίς τους θα είχε κάποια εύλογη πρόφασι.
«Όταν συμπληρώθηκαν οι
οκτώ ημέρες»: Γιατί ο νόμος ορίζει την ογδόη ημέρα να γίνεται η περιτομή, και
όταν φθάση η ογδόη, έρχεται μέσα ο γιατρός και πιάνει το μαχαιράκι και κάνει τα
της τέχνης του. Δεν ισχύει δε τότε η αργία του Σαββάτου λόγω της περιτομής.
Ας ρωτήσουμε λοιπόν τους
Ιουδαίους: Ανάπαυσις το Σάββατο· τέλεια αργία αυτή την ημέρα... Για ποια λοιπόν
αιτία η ογδόη εκτοπίζει την εβδόμη; Γιατί η ογδόη γίνεται ανώτερη από την
εβδόμη; Όμως οι Ιουδαίοι δεν γνωρίζουν τα των Ιουδαίων. Ενώ η Εκκλησία του Χριστού
και τον Χριστό γνωρίζει και τις Ιουδαϊκές διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπόν το
παιδί την ογδόη ημέρα, επειδή κατά την ογδόη η Ανάστασις, δηλαδή η Κυριακή,
έμελλε να αποβή η περιτομή[2] όλου του κόσμου. Γιατί άλλωστε δεν διέταξε ο
Μωυσής να γίνεται η περιτομή την έκτη ημέρα; Γιατί όχι την εννάτη ή την δεκάτη;
Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της ογδόης ημέρας, κατά την οποία γίνεται η
Ανάστασις του Κυρίου. Όποιος λοιπόν δεν πιστεύει στην Ανάστασι είναι
απερίτμητος στην καρδιά, αφού με την απιστία του αποξενώνεται από τον Θεό. Ενώ
η περιτομή της πίστεως είναι αληθινή γνώσις και αίσθησις. Γι' αυτό, αγαπητέ
μου, η περιτομή δίδεται θεωρητικά στους πιστούς υπό την έννοια του αγίου
βαπτίσματος. Το δε άγιο βάπτισμα είναι τύπος της Αναστάσεως του Χριστού. Να περάσης
λοιπόν από την σάρκα στο πνεύμα και από τα σωματικά στο μεγαλείο του πνεύματος
και θα βρης εκεί μεν περιτομή σαρκική, εδώ δε περιτομή πνευματική και κάθαρσι
από τις αμαρτίες. Ογδόη ημέρα είναι η περιτομή· η δε ογδόη ημέρα είναι και η
ανάστασις· της δε αναστάσεως τύπος είναι το βάπτισμα. Δέστε πώς από τα μικρά
προοδεύουμε στα μεγαλύτερα, από τα σωματικά στα πνευματικώτερα. Να έλθουν
λοιπόν οι Ιουδαίοι κι αυτοί και να προοδεύσουν. Γιατί πρέπει να προοδεύσουν από
τα σαρκικά και να μην αρκεστούν σ' αυτά.
Λοιπόν ο Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύση τον νόμο, αλλά να τον εκπληρώση,
περιετμήθη κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής:
«Συμπληρώθηκαν οκτώ ημέρες για την περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς,
όπως ωνομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθή στην κοιλιά της μητέρας του».
Εμείς δηλαδή παίρνουμε το όνομα μετά την γέννησί μας, ενώ ο Ιησούς παίρνει το
όνομά του προτού να γεννηθή. Γιατί υπήρχε και προτού να συλληφθή. Ωνομάστηκε δε
Ιησούς, επειδή το έργο του ήταν έργο Σωτήρος.
«Και όταν συμπληρώθηκαν,
λέει, οι ημέρες του καθαρισμού τους σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως». Τίνος
καθαρισμού; Της Μαρίας και του Ιωσήφ. Διέταζε δηλαδή ο νόμος, η γυναίκα που
μόλις είχε γεννήσει να καθαρίζεται και να φυλάγη τις ημέρες και να μην βγαίνη
εξω.
«Όταν λοιπόν
συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως» —
καίτοι δεν υφίστατο τέτοια ανάγκη για την Παρθένο, αλλ' όμως εκπληρωνόταν ετσι
ο νόμος — «τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα,
για να τον προσφέρουν στον Κύριο, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου». Όπου ο
λόγος είναι για σωματικό καθαρισμό, λέει «σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως»·
όπου για προσφορά του Αγίου, «όπως έχει γραφτή, λέει, στον νόμο του Κυρίου».
Όχι ότι ο νόμος του Μωυσέως δεν ήταν νόμος του Κυρίου· διότι, όσα λέει ένας
προφήτης κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δεν τα λέει μόνος, αλλά ο Κύριος του
τα υπαγορεύει. Επειδή όμως και ο καθαρισμός είχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αυτό
λέει «νόμο του Μωυσέως». Όταν όμως προσφερόταν το πρωτότοκο, λέει «κατά τον
νόμο του Κυρίου» τιμώντας έτσι το νεογέννητο.
«Όπως είναι γραμμένο στον
νόμο του Κυρίου: κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα να ονομασθή άγιο και
αφιερωμένο στον Κύριο». Αυτή λοιπόν η φράσις και η διάταξις ολόκληρη και η
αφορμή της διατάξεως βάλθηκε γι' αυτόν που επρόκειτο να διανοίξη μήτρα. Γιατί
όλα τα πρωτότοκα των ζώων και των ανθρώπων ουδέποτε διήνοιξαν μήτρα, αλλά ήταν
απλώς και μόνο πρωτότοκα. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από μητέρα παρθένο, αυτός
μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπόν την χάρι και πρόσεξε ότι η διατύπωσις όλου
αυτού του νόμου έγινε για εκείνον μόνο που επρόκειτο να γεννηθή από μητέρα
παρθένο. Πώς όμως να την κατανοούσαν οι Ιουδαίοι; Γιατί σαν σαρκικοί που είναι
απέχουν πολύ από του να καταλάβουν τα νοήματα της πνευματικής διδασκαλίας.
Έπειτα ανεβαίνουν «για να
προσφέρουν θυσία, σύμφωνα με αυτό που λέει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι από
τρυγόνια ή δύο νεοσσούς από περιστέρια»[3]. Έγιναν δε και αυτά τυπικά, κατά τον
νόμο, ώστε να μην υπάρχη καμμιά έλλειψις στην πιστή εκτέλεσι του νόμου. Αυτά
είναι συγκεκαλυμμένα νοήματα του Μωσαϊκού νόμου. Ας έλθουμε όμως στην εξήγησι
του Ευαγγελίου.
«Και να, υπήρχε ένας
άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που ωνομαζόταν Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν
δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν επάνω του. Αυτός είχε λάβει
αποκάλυψι από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δη τον
Χριστό τον Κυρίου». Γέροντας ήταν ο Συμεών και περίμενε την εκπλήρωσι της
υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε: Όπου και να γεννηθή, οπωσδήποτε
εδώ θα παρουσιασθή.
«Αυτός ήλθε κατ'
έμπνευσιν του Πνεύματος στον ναό» εκείνη την ώρα που οι γονείς έφερναν εκεί το
παιδί. Διότι βέβαια πολλές φορές ερχόταν, αλλά με δική του πρόθεσι. Τότε όμως
οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα στην κατάλληλη στιγμή, έρχεται, για να λάβη την
εκπλήρωσι της υποσχέσεως.
«Αυτός δέχτηκε στην
αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Σήμερα αφήνεις ελεύθερο
τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Από πού τον
αφήνεις ελεύθερο; Από τον στίβο της ζωής. Γιατί είναι γεμάτα λύπη τα βιοτικά
πράγματα. Η ζωή είναι φυλακή. Εκείνος λοιπόν ήθελε να ελευθερωθή. Εάν όμως
κάποιος την αναχώρησι από την εδώ ζωή την θεωρή ζημία αυτός δεν είναι ακόμη
τέλειος στην πίστι.
Εκείνος όμως έλεγε:
«Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με
ειρήνη». Διότι αυτός που πρόκειται να κάμη ειρήνη με τον κόσμο έφθασε· ο
ειρηνοποιός έχει έλθει- εκείνος που συνδέει τον ουρανό με την γη και μετατρέπει
την γη σε ουρανό με την ευαγγελική διδασκαλία έχει καταφθάσει.
Ο Συμεών φωνάζει: «Σήμερα
αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη,
γιατί είδαν τα μάτια μου την σωτηρία σου», λέει. Τι είναι αυτό που λέει;
Προηγουμένως δηλαδή πίστευα με την διάνοιά μου και γνώριζα με τον λογισμό μου.
Τώρα όμως είδαν και τα μάτια μου. Και εκείνο που προσδοκούσα με την καρδιά μου,
να που το είδαν τα μάτια μου εκπληρωμένο. Και ποιο είναι αυτό; «Είδα, λέει, την
σωτηρία σου». Ποια σωτηρία; «Αυτήν που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών». Όχι
του λαού του ενός ούτε του λαού του Ισραήλ μόνο, αλλά «ενώπιον όλων των λαών».
Γιατί αυτός που γεννήθηκε είναι διδάσκαλος όλων των ανθρώπων.
«Φως που θα είναι
αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί φως;
Επειδή ακριβώς οι εθνικοί βρίσκονταν στο σκοτάδι. Επειδή τα σκοτισμένα
ειδωλολατρικά έθνη φωτίζονταν.
«Φως που θα είναι
αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Εδώ η δόξα
και εκεί η αποκάλυψις. Εκεί η αρχή της διδασκαλίας, εδώ η πρόοδος της μαθήσεως.
«Δόξα για τον λαό σου τον
Ισραήλ». Αλλά εδώ σίγουρα θα ρωτήση κάποιος: Και πού είναι οι Ισραηλίτες; Έχεις
τον Πέτρο, έχεις τον Παύλο, έχεις τον Ιωάννη, έχεις τις τρεις χιλιάδες, έχεις
τις πέντε χιλιάδες, έχεις την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, έχεις αυτούς που
πίστεψαν από τις τάξεις των Ιουδαίων. Γιατί μέσα στους πιστούς βρισκόταν το
έθνος. «Εάν ο Κύριος των Δυνάμεων δεν άφηνε για σπόρο μια μικρή μερίδα πιστού
λαού ανάμεσά μας, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε όμοια τύχη με τα Γόμορρα»[4].
Διότι λέει επίσης ο Θεός: «Κράτησα για τον εαυτό μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι
οποίοι δεν γονάτισαν να προσκυνήσουν τον Βάαλ»[5]. Έτσι μέσα στον λαό φυλαγόταν
το σπέρμα της πίστεως και δεν χάθηκε ο λαός — μη γένοιτο — ούτε εξαχρειώθηκαν
όλοι οι Ιουδαίοι. Αφού και τώρα, σ' αυτή την μακάρια κατάστασι και κλήσι των
Χριστιανών πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Ο Χριστός
δηλαδή κάλεσε όλη την οικουμένη και ετοίμασε το άγιο τραπέζι του Ευαγγελίου.
Αλλά όταν έλθη στη Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα και κάνει ξεδιάλεγμα και
εξετάζει με προσοχή τους συνδαιτυμόνες. Κι αν βρη κανένα να μη έχη ένδυμα
κατάλληλο για γάμο του λέει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς γαμήλιο
ένδυμα;»[6] Και θα τον βγάλη έξω καθώς ακούσαμε στα Ευαγγέλια. Ώστε, όπως και
εκεί έγινε εκλογή, έτσι και εδώ θα γίνη εκλογή. Μήπως δηλαδή, επειδή έχουμε
κληθή, πρέπει στο εξής να αλαζονευώμαστε, σαν να έχουμε, αλήθεια, εξασφαλίσει
την τελειότητα; Λοιπόν, η πτώσις εκείνων ας γίνη δική μας ασφάλεια. Έτσι,
αγαπητέ, ούτε ο λαός χάθηκε ολόκληρος, ούτε όλος εξαχρειώθηκε, ούτε όλος
απίστησε, ούτε όλος κατεδίωξε τους Αποστόλους, αλλά με το κήρυγμα των Αποστόλων
πίστευσαν αμέσως τρεις χιλιάδες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Και έγινε
στην Ιερουσαλήμ Εκκλησία αναρίθμητη, ενώ ακόμη δεν είχε καταστραφή ο Ναός, ενώ
ακόμη δεν είχαν εκδιωχθή oι Ιουδαίοι, ενώ ακόμη δεν είχε γκρεμισθή η
Ιερουσαλήμ. Οικοδομήθηκε Εκκλησία και τα λόγια του Ιωάννη έγιναν ξεκάθαρη
αλήθεια: «Εκείνος πρέπει να μεγαλώνη, εγώ δε να μικραίνω»[7].
Ο Συμεών λοιπόν που είναι
προφήτης λέγει: «Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί ήταν δόξα γι' αυτούς
που προσδοκούσαν η συνάντησις εκείνου τον οποίο προσδοκούσαν.
Και αναλογίζονταν ο Ιωσήφ
και η Μαρία αυτά που άκουγαν: Ο άγγελος έφερε την ευχάριστη είδησι, οι μάγοι
τον εγνώρισαν, οι ποιμένες τον έμαθαν, οι στρατιές των αγγέλων χόρευαν, το
αστέρι από πάνω τον ανήγγειλε, ο Συμεών προφητεύει, η Άννα η κόρη του Φανουήλ
προφητεύει, η γη αγαλλόταν, ο ουρανός μίλησε με το αστέρι, οι μάγοι αρνήθηκαν
τον τύραννο, οι ποιμένες προσκύνησαν τον αρχιποιμένα, όλα τον εγνώρισαν, η
μητέρα ήξερε, ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε, έτρεμαν για όσα έγιναν, όμως κατάλαβαν την
έκβασι των γεγονότων.
«Και ο Συμεών τους
ευλόγησε και είπε στην Μαριάμ την μητέρα του: Αυτός πρόκειται να γίνη πτώσις
και έγερσις για πολλούς μέσα στον Ισραήλ και σημείο αντιλεγόμενο». Πτώσις για
ποιους; Σαφώς γι' αυτούς που απιστούν, αυτούς που αντιλέγουν, αυτούς που τον
σταυρώνουν. Και έγερσις για ποιους; Αυτούς που τον αναγνωρίζουν και τον
ομολογούν με ευγνωμοσύνη.
«Και σημείο
αντιλεγόμενο». Ποιο σημείο αντιλεγόμενο; Το σημείο του Σταυρού, που η Εκκλησία
το θεωρεί σωτηρία του κόσμου, που οι Ιουδαίοι το εχθρεύονται και που πολλές
φορές και ο ουρανός το διεκήρυξε. Αμφισβητείται το σημείο, για να νικήση η
αλήθεια. Γιατί χωρίς αντίλογο δεν μπορεί να γίνη ολοκληρωμένη νίκη. Έπρεπε
λοιπόν να εμφανισθή η αντιλογία, για να εκδώση την απόφασί του ο δικαστής, αφού
μακροθυμήση μέχρι το τέλος των αιώνων. Γι' αυτό λέει «και σημείο
αντιλεγόμενο». Αντιλέγουν δε εκείνοι που απιστούν.
Και συ, λέει, θεωρείσαι
μητέρα. Άραγε λοιπόν εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή συμφώνησες να γίνης
μητέρα, επειδή τον εγέννησες, επειδή έκρινες καλό να του δανείσης την μήτρα
σου; (Διότι η κοιλιά σου έγινε δοχείο της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος). Άραγε
λοιπόν θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή έγινες Θεοτόκος, επειδή συνέλαβες
χωρίς πείρα γάμου, επειδή καταστάθηκες Μητέρα του Δημιουργού σου; Άραγε εσύ θα
μείνης εκτός πειρασμού; Ούτε κι εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, αλλά «κι εσένα
την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Γιατί, Κύριε μου; Σε τι
αμάρτησα; Σε τίποτε δεν αμάρτησες βέβαια. Όταν όμως Τον δης κρεμασμένο στον
Σταυρό, όταν Τον δης να υποφέρη για όλο τον κόσμο, όταν δης στον Σταυρό τα
χέρια Του τρυπημένα και καρφωμένα στο ξύλο, τότε θα αρχίσης να αμφιβάλλης και
να λες: Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο μου μίλησε ο άγγελος; Αυτός είναι
εκείνος στον οποίο έγινε το θαύμα της συλλήψεως; Παρθένος ήμουν και γέννησα και
έμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπόν αυτός σταυρώνεται;
«Κι εσένα την ιδια μια
ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Ώστε, σύμφωνα με την προφητεία του δικαίου
Συμεών, κανένας δεν έμεινε εκτός πειρασμού. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους
μαθητές, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι μαθητές τον εγκατέλειψαν και
έφυγαν. Ούτε είχε άλλωστε ο τσομπάνος ανάγκη από τα πρόβατα για να τον
προστατεύσουν, ενόσω αυτός έδιωχνε τους λύκους, ούτε ο αγωνιστής είχε ανάγκη
από βοηθούς, αλλά όλοι τους έφυγαν. Και ο Χριστός έμεινε μόνος κρεμασμένος
στον Σταυρό σαν κριάρι έτοιμο για θυσία. Λοιπόν και αυτής την ψυχή την
διεπέρασε η ρομφαία: ο πειρασμός δηλαδή και η αμφιβολία.
«Κι εσένα την ίδια μια
ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή, ώστε να αποκαλυφθούν από πολλές καρδιές οι
λογισμοί». Πάσχει λοιπόν ο Ιησούς, για να ελέγξη την απιστία και για να γεμίση
από ευγνωμοσύνη τις καρδιές αυτών που Τον πιστεύουν. Αντιλέγεται το σημείο, για
να ελεγχθούν αυτοί που αντιλέγουν από κακία. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν από κάθε
άποψι αναντίρρητη για τους ανθρώπους, τότε η ευσέβεια θα έμενε αδοκίμαστη.
Όμως με το να γίνεται παραχώρησις στην αντιλογία, δοκιμάζεται η ελεύθερη εκλογή
της αλήθειας. Αντιλέγεται το σημείο. Γιατί πώς αλλιώς θα δοκιμάζονταν οι
μάρτυρες στους διωγμούς; Πώς θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν νικητές με
την καρτερία τους; Δες πόσο ωφέλησε η αντιλογία, αφού έφτιαξε όχι πιστούς
απλώς, όπως θάλεγε κανείς, αλλά και μάρτυρες που έφθασαν μέχρι τα βασανιστήρια
και τον θάνατο και παρουσίασαν μια απόδειξι της χάριτος του Χριστού με την
καρτερία τους.
Όταν λοιπόν ο Συμεών λέει
«ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον
αντιλεγόμενον», εννοείται ότι ούτε την πτώσι την προξενεί αυτός, ούτε την
ανάστασι την προσφέρει με την βία, αλλά «κείται εις πτώσιν» αυτών που
σκοντάφτουν στον λίθο του προσκόμματος και «εις ανάστασιν» εκείνων που
πιστεύουν με την αγαθή τους προαίρεσι. Διότι λέει «κείται». Σαν να έλεγε
κανείς: Το φως ανατέλλει για να βλέπουν οι υγιείς, ενώ αυτοί που τους πονούν τα
μάτια να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την λάμψι του φωτός. Γιατί πώς
αλλιώς θα ήταν δυνατόν οι πρώτοι να πέσουν και να είναι αξιοκατάκριτοι, ενώ οι
δεύτεροι να σηκωθούν με χρηστές ελπίδες που προέρχονται από την καλή τους
προαίρεσι, αν δεν υπήρχε το «αντιλεγόμενο σημείο»; Γιατί λέει ο Συμεών «και
εις σημείον αντιλεγόμενον»; Για να μη προξενήση η αντιλογία απορία στους
πιστούς. Το να αμφισβητείται δε και η αλήθεια του Θεού, είναι φανερό ότι αυτό
γίνεται, επειδή το επιτρέπει ο Θεός. Κανένας δηλαδή δεν μπορεί να προβάλη
καμμιά αντίρρησι, αν δεν το επιτρέψη αυτό ο Θεός. Είναι όντως αναγκαία η
παραχώρησι αυτή εκ μέρους του Θεού, για να φανερωθούν οι άξιοι.
Θα έλθη όμως εποχή που
δεν θα υπάρχη πια καμμιά αντίρρησις. Όταν δηλαδή το σημείο του Σταύρου θα λάμψη
σαν προάγγελος του Κυρίου από τον ουρανό, «τότε θα κλίνη κάθε γόνυ στα
επουράνια και στα επίγεια και στα καταχθόνια και κάθε γλώσσα θα ομολογήση ότι ο
Χριστός είναι Κύριος προς δόξαν του Θεού Πατρός»[8]. Όσο δηλαδή το σημείο αυτό
φαίνεται μόνο του και είναι απλό σημείο και δεν φαίνεται πουθενά ο
σημαινόμενος, το σημείο θα αντιλέγεται. Όταν όμως ο ίδιος ο σημαινόμενος
αποκαλύψη τον εαυτό του κατά την Δευτέρα Παρουσία, τότε πια κανείς δεν θα τολμά
να αντιλογήση στο σημείο, γιατί ο σημαινόμενος θα έχη καταφθάσει με ολοφάνερη
την θεότητά του εναντίον εκείνων που Τον αρνούνται. Τότε εκείνοι που
προηγουμένως είχαν δεχθή το σημείο θα δοξασθούν από αυτόν που εκείνο
υποδήλωνε, ενώ εκείνοι που αμφισβήτησαν το σημείο θα καταδικασθούν από τον
υποδηλωθέντα. Και αυτό θα είναι τότε το τέλος της αντιλογίας, το τέλος της
πλάνης, το τέλος της αμφιβολίας, το τέλος της απιστίας, η αρχή δε των βραβείων
και των στεφάνων. Αυτά μακάρι όλοι μας να τα επιτύχουμε με την χάρι του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους ατελεύτητους
αιώνες. Αμήν.
[1] πρβλ. Ιωάν. ζ' 41-43
[2] Η ανάστασις των νεκρών κατά την δευτέρα
παρουσία θα αποτελέση την «περιτομή» δηλ. την οριστική απομάκρυνσι του κακού
και της αμαρτίας από ολόκληρη την κτίσι.
[3] Λευϊτ. ε’ 11, ιβ’ 8
[4] Ησ. α’ 9
[5] Ρωμ. ια’ 4· πρβλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 18
[6] Ματθ.
κβ’ 12
[7] Ιωάν. γ’ 30
[8] Φιλιπ. β’ 10-11
*******************************************************
Ερμηνεία
στις Καταβασίες τῆς Ὑπαπαντῆς
Ἡ Ὑπαπαντὴ
τοῦ Κυρίου, ἡ συνάντηση δηλαδὴ καὶ ὑποδοχή Του ἀπὸ τὸν γέροντα Συμεῶνα καὶ
τὴν προφήτιδα Ἄννα κατὰ τὴν ἀφιέρωσή Του στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ
παράδοση, σαράντα ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, ἀποτελεῖ μιὰ μεγάλη
Θεoμητoρικὴ καὶ Δεσπoτικὴ ἑoρτὴ ποὺ ἑορτάζεται στὶς 2 Φεβρουαρίου. Оἱ
Καταβασίες τῆς Ἑορτῆς εἶναι πoίημα τoῦ Ἁγίoυ Κoσμᾶ Μελωδοῦ, Ἐπισκόπoυ Мαϊoυμᾶ,
καὶ ψάλλoνται ἀπὸ τὶς 15 Ἰανoυαρίoυ μέχρι τὶς 9 Фεβρoυαρίoυ, ὁπότε καὶ ἀπoδίδεται
ἡ ἑoρτή.
Στὸ
παρὸν ἄρθρο θὰ ἐπιχειρήσωμε μιὰ προσέγγιση τῶν ὑπερόχων αὐτῶν ὕμνων, ἐμβαθύνοντας
στὸ θεολογικό των περιεχόμενο, μὲ ὄχημα τὴν θαυμάσια ἑλληνική μας γλῶσσα, τὴν
θεραπαινίδα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὠδὴ
α’, ἦχος γ’
Χέρσον
ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος ἐπεπόλευσέ ποτε﮲ ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη ἑκατέρωθεν ὕδωρ
λαῷ πεζοποντοποροῦντι καὶ θεαρέστως μέλποντι. Ἄσωμεν τῷ Κυρίω﮲ ἐνδόξως γὰρ
δεδόξασται.
Ἀπόδοση: Πάνω
στὸν στέρεο καὶ ἀβυσσαλέο βυθὸ τῆς θαλάσσης ἔρριξε κάποτε ὁ ἥλιος τὶς ἀκτῖνες
του· διότι τό νερὸ ἔγινε στερεὸ σὰν τεῖχος δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ γιὰ τὸν λαό, πού
πεζοποροῦσε καὶ ἔψαλλε θεαρέστως· ἂς ψάλωμε στὸν Κύριο, διότι ἔχει δοξαστῆ τὸ ὄνομά
του.
Ὁ
εἱρμὸς τῆς α’ ὠδῆς ἀναφέρεται, ὅπως καὶ ἡ παλαιὰ βιβλικὴ ὠδή, στὸ θαυμαστὸ
γεγονὸς τῆς μετατροπῆς τῆς θαλάσσης σὲ ξηρὰ κατὰ τὴν διάβαση τῶν Ἰσραηλιτῶν. Μὲ
τὴν λέξη «ἀβυσσοτόκος» ὁ ὑμνογράφος
παρομοιάζει τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης μὲ κοιλία μητρὸς ποὺ περισφίγγει σὰν βρέφος τὸ
νερὸ στὴν ἀγκαλιά της. Αὐτὸν τὸν βυθὸ τὸν ἄγγιξε ὁ ἥλιος μία καὶ μοναδικὴ φορὰ
μὲ τὶς ἀκτῖνες του, ὅταν ἡ θάλασσα σχίσθηκε διὰ τῆς ῥάβδου τοῦ Μωϋσέως καὶ ἔγινε
«τὸ ὕδωρ αὐτῆς τεῖχος ἐκ δεξιῶν, καὶ
τεῖχος ἐξ εὐωνύμων» πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν διάσωσή του ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους
(Ἔξ., 14, 22).
Ὠδὴ
γ’
Τὸ
στερέωμα τῶν ἐπὶ σοὶ πεποιθότων, στερέωσον, Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν, ἣν ἐκτήσω τῷ
τιμίῳ σου αἵματι.
Ἀπόδοση: Ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ στήριγμα αὐτῶν ποὺ σὲ ἐμπιστεύονται, στερέωσε, Κύριε,
τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἀπέκτησες μὲ τὸ τίμιό Σου αἷμα.
Τὸ
περιεχόμενο τοῦ παρόντος εἱρμοῦ συνδέεται μὲ τὴν 3η βιβλικὴ ᾠδή, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη
στὴν προφήτιδα Ἄννα. Ἀκόμη καὶ λέξεις χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὴν παλαιὰ βιβλικὴ ᾠδή,
ὅπως «στερέωμα» καὶ «στερέωσον», ἀπὸ τὰ λόγια τῆς
προφήτιδος: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν
Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου» (Α’ Βασιλ. β’ 1). Στερέωμα καλεῖται ὁ
Χριστός, ἐπειδὴ σ’ Αὐτὸν στηρίζομε ὅλοι τὶς ἐλπίδες μας καὶ ζητεῖται ἀπὸ τὸν
Κύριο νὰ διαφυλάξῃ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ἴδιος προσφέροντας τὸ τίμιο Αἷμα
Του. Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση τοῦ τροπαρίου παραπέμπει στὴν προτροπὴ τοῦ Παύλου
πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου: «Προσέχετε
οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ (…) ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ
Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. κ’ 29).
Ὠδὴ
δ’
Ἐκάλυψεν
οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου Χριστέ﮲ τῆς κιβωτοῦ γὰρ προελθὼν τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου
Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης σου ὤφθης ὡς βρέφος, ἀγκαλοφορούμενος, καὶ ἐπληρώθη
τὰ πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως.
Ἀπόδοση: Ἐκάλυψε οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου, Χριστέ· διότι, ἀφοῦ προῆλθες ἀπὸ τὴν
κιβωτὸ ποὺ ἁγίασες, δηλαδή τὴν ἄφθορη Μητέρα σου, φάνηκες στὸν Ναὸ τῆς δόξης
σου ὡς βρέφος ποὺ τὸ κρατοῦσαν στήν ἀγκαλιά· καὶ γέμισαν τά πάντα ἀπὸ τὴν
δοξολογία σου.
Γιὰ
τὸν εἱρμὸ τῆς δ’ ᾠδῆς ὁ ὑμνογράφος δανείζεται τὰ λόγια τοῦ ποιητοῦ της, τοῦ
προφήτου Ἀββακούμ,: «ἐκάλυψεν οὐρανοὺς
ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββ. γ’ 3). Κατὰ τὸν Ἅγιο
Νικόδημο, ἡ ἀρετὴ τοῦ Κυρίου εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε σκέπασε τοὺς οὐρανούς, τὶς
δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων, ποὺ ἔφριξαν γιὰ τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας
(Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑορτοδρόμιον, σελ. 217). Ἡ Παναγία ὀνομάζεται «κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος» ἀπὸ τὸν ψαλμὸ
τοῦ Δαυΐδ, «σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός
σου» (Ψαλμ. ρλα’ 8). Ὅπως ἡ κιβωτὸς φύλαγε τὶς πλάκες τοῦ νόμου, ἔτσι καὶ
ἡ Παναγία, ὡς ἄλλη κιβωτός, ἔφερε μέσα της τὸ ἁγιασμένο ἀπὸ τὴν θεότητα σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ λέξη «ἀγκαλοφορούμενος»
σημαίνει εἴτε ὅτι τὸ βρέφος βασταζόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητρός Του, εἴτε, τὸ
πιθανώτερο, ὅτι τοποθετήθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ δικαίου Συμεῶνος. Ὁ τελευταῖος
στίχος, «καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς Σῆς
αἰνέσεως», εἶναι καὶ πάλι παρμένος ἀπὸ τὸν προφήτη Ἀββακούμ: «καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (ὅ.π.).
Ὠδὴ
ε’
Ὡς
εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένω, Θεόν ὑπ’ Ἀγγέλων δόξης
δορυφορούμενον, ὦ τάλας! ἐβόα, ἐγώ﮲ πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτὸς ἀνεσπέρου
καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα.
Ἀπόδοση: Ὅταν ὁ Ἡσαΐας εἶδε συμβολικὰ σὲ θρόνο ὑπερυψωμένο τὸν Θεό, νὰ
περιβάλλεται τιμητικὰ ἀπὸ ἐνδόξους Ἀγγέλους, φώναζε· ὦ, ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! διότι
προεῖδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ πάρῃ σῶμα, αὐτὸς ποὺ εἶναι Κύριος τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ
τῆς εἰρήνης.
Στὸν
εἱρμὸ τῆς ε’ ᾠδῆς ὁ ὑμνογράφος δανείζεται φράσεις ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη βιβλικὴ ᾠδή,
τοῦ προφήτου Ἡσαΐα. Ἀναφέρεται στὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ προφήτης, τὸν Κύριο
καθήμενο σὲ θρόνο ὑπερυψωμένο καὶ γύρω Του στέκονταν τὰ Σεραφίμ, καθ’ ἕνα ἀπὸ τὰ
ὁποῖα ἔλεγε πρὸς τὸ ἄλλο: «ἅγιος, ἅγιος,
ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ἦταν τόσο
μεγάλες οἱ κραυγὲς τῶν Ἀγγέλων, ὥστε τὸ γεῖσο τοῦ Ναοῦ ἀναπετάχθηκε καὶ ὅλος ὁ
Ναὸς γέμισε ἀπό καπνό. Ἕνα Σεραφὶμ πῆρε μὲ λαβίδα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ἄνθρακα ἀναμμένο
καὶ μὲ αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ προφήτου καὶ εἶπε: «ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας
σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ’ 1-7). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ προφήτης Ἡσαΐας
ξεκίνησε τὸ προφητικό του ἔργο. Ἡ φράση «συμβολικῶς» φανερώνει τοὺς συμβολισμοὺς
τοῦ ὁράματος. Ἔτσι, ὁ ὑψηλὸς θρόνος προεικονίζει τὴν Παναγία, τὴν «ὑψηλοτέρα οὐρανῶν»,
ἡ ὁποία ἔκανε θρόνο τὰ σπλάχνα της, γιὰ νὰ καθίσῃ ἐπάνω της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωάννης
Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τὴν φράση τοῦ Ἡσαΐου «πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν» ὡς μιὰ μορφὴ συγκαταβάσεως τοῦ
Θεοῦ στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, καθ’ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ δῇ ἄνθρωπος γυμνὴ τὴν
θεότητα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἡσαΐας λέει ὅτι τὸν εἶδε καθήμενο. Τέλος ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται
νὰ δεσπόζῃ «φωτὸς ἀνεσπέρου καὶ εἰρήνης»,
διότι εἶναι «φῶς τὰ προστάγματά»
του (Ἡσ. κστ’ 9) καὶ εἶναι Κύριος τῆςεἰρήνης (Ἡσ. κστ’12).
Ὠδὴ
στ’
Ἐβόησέ
σοι, ἰδών ὁ Πρέσβυς, τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ σωτήριον, ὃ λαοῖς ἐπέστη· Ἐκ Θεοῦ Χριστὲ
σὺ Θεός μου.
Ἀπόδοση: Ὅταν
ὁ γέρων Συμεὼν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὴν σωτηρία ποὺ ἦλθε γιὰ τοὺς λαούς (τόν
Χριστό), φώναξε δυνατά· Χριστέ μου, ἐσὺ εἶσαι Θεός μου, ποὺ προῆλθες ἀπὸ τὸν Θεὸ
Πατέρα.
Ὁ
εἱρμὸς τῆς στ’ ᾠδῆς ξεκινάει μὲ τὴν λέξη «Ἐβόησε», ὅπως καὶ ἡ ἀντίστοιχη βιβλικὴ ᾠδὴ τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου» (Ἰω. β’ 3). Ἀναφέρεται
στὸ γεγονὸς τῆς Ὑπαπαντῆς, ὅταν «κατὰ
τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν (τὸν Χριστό) εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ»
(Λουκ. β’ 22). Ὁ πρέσβυς εἶναι ὁ δίκαιος Συμεών, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ δῆ μὲ τὰ
μάτια του «τὸ σωτήριον», δηλαδὴ
τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων (Λουκ. β’ 25-32). Τέλος ὁ ὑμνογράφος
βάζει στὸ στόμα τοῦ Συμεῶνος τὴν φράση: «Ἐκ
Θεοῦ, Χριστέ, Σὺ Θεός μου», ποὺ θυμίζει τό: «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς
ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ποὺ ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖνο φώτισε καὶ τὸν Συμεῶνα
νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Κύριο.
Ὠδὴ
ζ’
Σὲ
τὸν ἐν πυρὶ δροσίσαντα Παῖδας θεολογήσαντας καὶ Παρθένῳ ἀκηράτῳ ἐνοικήσαντα, Θεὸν
Λόγον, ὑμνοῦμεν εὐσεβῶς μελῳδοῦντες· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ἀπόδοση: Ἐσένα,
ὁ ὁποῖος δρόσισες μέσα στὴν φωτιὰ τοὺς νέους ποὺ θεολόγησαν καὶ κατοίκησες σὲ ἀμόλυντη
Παρθένο, ἐσένα, τὸν Θεὸ Λόγο, ὑμνοῦμε ψάλλοντας μελῳδικὰ μὲ εὐλάβεια· εἶσαι
δοξασμένος, ὁ Θεός τῶν πατέρων μας.
Ὁ
εἱρμὸς αὐτῆς τῆς ᾠδῆς ἀποτελεῖ ὕμνο στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος
δρόσισε τοὺς Τρεῖς Παῖδες μέσα στὸ ἀναμμένο καμίνι ποὺ τοὺς εἶχε βάλει ὁ βασιλιὰς
Ναβουχοδονόσορας. Οἱ τρεῖς νέοι «θεολόγησαν» μπροστὰ στὸν βασιλιά: «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς
λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς … καὶ ἐκ τῶν χειρῶν
σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς» (Δαν. γ’ 16-17). Ὅπως, λοιπόν, τότε ἡ φωτιὰ
δὲν ἄγγιξε τοὺς τρεῖς νέους, ἔτσι καὶ τώρα τὸ πῦρ τῆς θεότητος (ὁ Χριστός), ποὺ
κατοίκησε μέσα στὴν κοιλία τῆς Παναγίας, δὲν τὴν κατέκαυσε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς
ψάλλομε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν
πατέρων ἡμῶν».
Ὠδὴ
η’
Ἀστέκτῳ
πυρὶ ἑνωθέντες οἱ θεοσεβείας προεστῶτες Νεανίαι, τῇ φλογὶ δὲ μὴ λωβηθέντες, θεῖον
ὕμνον ἔμελπον ·Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς
αἰῶνας.
Ἀπόδοση: Ἀφοῦ ἑνώθηκαν μὲ τὴν ἀφόρητη φωτιὰ οἱ νέοι ποὺ πρωτοστατοῦσαν στὴν
θεοσέβεια, χωρὶς νὰ βλαβοῦν ἀπὸ τὴν φλόγα, ἔψαλλαν θεϊκὸ ὕμνο· δοξάζετε ὅλα τὰ ἔργα
τὸν Κύριο καὶ ὑπερυψώνετέ τον σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Οἱ
τρεῖς νέοι προασπίστηκαν τὴν πίστη των, μὲ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν νὰ προσκυνήσουν τὴν
χρυσῆ εἰκόνα τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Μὲ τὴν στάση τους αὐτὴν ἐνεθάρρυναν καὶ τὸν ὑπόλοιπο
λαό, ὥστε νὰ μὴν ὑποκύψουν στὶς πιέσεις τοῦ βασιλιᾶ. Ἐν τέλει, ὄχι μόνον
διαφυλάχθηκαν σῷοι ἀλλὰ καὶ ἔψαλλαν τὸν χαρακτηριστικὸ ὕμνο: «εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας»
Ὠδὴ
θ’
Ἐν
νόμου σκιᾷ καὶ γράμματι τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί﮲ πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν
διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ﮲ διὸ πρωτότοκον Λόγον, Πατρὸς ἀνάρχου Υἱόν,
πρωτοτοκούμενον Μητρὶ ἀπειράνδρῳ, μεγαλύνομεν.
Ἀπόδοση: Κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου ἂς δοῦμε καλὰ οἱ πιστοὶ μιὰ
προεικόνιση﮲ κάθε
πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Θεό﮲ γι’ αὐτό, τὸν πρωτότοκο Λόγο, τὸν Υἱὸ
τοῦ ἀνάρχου Πατρός, ποὺ γεννιέται πρωτότοκος ἀπὸ Μητέρα χωρὶς πεῖρα ἀνδρός, ἂς
τὸν μεγαλύνωμε.
Στὸν
εἱρμὸ τῆς θ’ ᾠδῆς παροτρύνονται οἱ πιστοὶ νὰ δοῦν τὴν προτύπωση ποὺ βρίσκεται
κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ τὸ γράμμα τοῦ παλαιοῦ νόμου. Ὁ μωσαϊκός, λοιπόν, νόμος ὥριζε
ὅτι «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον
τῷ Κυρίῳ κληθήσεται» (Λουκ. β’ 23) . Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης,
ὁ τύπος τοῦ νόμου αὐτοῦ δὲν ἁρμόζει σὲ κανένα ἄλλο παιδὶ ἀρσενικὸ καὶ
πρωτότοκο, παρὰ μόνον στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος χωρὶς σπορὰ ἀνδρὸς καὶ μὲ ὑπερφυσικὸ
τρόπο ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Παναγίας, κατὰ τὴν γέννηση, καὶ τὴν διεφύλαξε
πάλι, ὅπως ἦταν πρίν, ἀβλαβῆ καὶ κλειστή (Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑορτοδρόμιον, σελ.
232-233). Ἡ φράση «Ἅγιος Θεός» χρησιμοποιεῖται, διότι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἦταν
νήπιο, ὅταν οἱ γονεῖς του τὸν ὡδήγησαν στὸν Ναό, ἀλλὰ ἦταν συγχρόνως «πρὸ αἰώνων
Θεός». Ἐπίσης, χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «πρωτότοκος»,
ὄχι γιατὶ γεννιέται καὶ ἄλλο παιδὶ ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ
«μονογενής». Τέλος, ἡ λέξη «μεγαλύνομεν»,
ποὺ δείχνει ὅτι ὁ εἱρμὸς αὐτὸς ἀνήκει στὴν 9η ᾠδή, παραπέμπει στὰ λόγια ποὺ εἶπε
ἡ Παναγία προφητικὰ στὴν συνάντησή της μὲ τὴν Ἐλισάβετ. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε
τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι μου.» (Λουκ. α’ 47-48).
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος –θεολόγος
https://www.impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου