H ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
τοῦ Σεβ.
Μητροπολίτου
Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου
(α' μέρος).
Περιφρονεῖται ἡ
Παλαιά Διαθήκη
Ἡ
βλασφημία καί περιφρόνηση κατά τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης δέν εἶναι τωρινό ἁμάρτημα,
ἀλλά εἶναι
πολύ παλαιό. Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ
Χρυσόστομος ἀναφέρει τήν θλιβερή πληροφορία ὅτι ὑπῆρχαν αἱρετικοί,
οἱ ὁποῖοι ὕβριζαν
τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἔλεγαν γι᾿ αὐτήν ὅτι προέρχεται...
ἐκ τοῦ
διαβόλου[4]. Γνωρίζουμε δέ πάλι ὅτι
παλαιές αἱρέσεις μέ πλατωνική ἐπίδραση
πολέμησαν μέ πάθος τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀλλά
καί στά νεώτερα χρόνια, ὅπως παλαιά ὁ
Μαρκίων, προτεστάντες θεολόγοι, σάν τούς Friedrich Delitzsch (1850-1922), Ad. von
Harnack (1851-1930) κ.ἄ., ἀξίωσαν
νά ἀποβληθεῖ ἡ
Παλαιά Διαθήκη ἀπό τόν χριστιανικό Κανόνα τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Ὁ
Χίτλερ ἐπίσης
τό 1933 πολεμώντας τόν Ἰουδαϊσμό πολέμησε καί τήν
Παλαιά Διαθήκη νομίζοντας αὐτήν ὡς ἰουδαϊκό
βιβλίο. Ἔτσι οἱ
Χριστιανοί ὀπαδοί του οἱ ὀνομασθέντες
«Γερμανοί Χριστιανοί» (Deutche Christen) ἀπέρριπταν
μέ φανατισμό τήν Παλαιά Διαθήκη[5].
Δέν πρέπει, λοιπόν, νά μᾶς
φαίνεται καθόλου παράξενο καί περίεργο τό ὅτι
στίς ἡμέρες
μας ἀκούγονται
βλάσφημα κατά τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ἀφοῦ αὐτά ἀκούγονταν
καί παλαιότερα. Καί οἱ μέν κατήγοροι τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς
Βίβλου πέθαναν μέ τό στίγμα μάλιστα καί τό ἁμάρτημα
τῆς
βλασφημίας κατά τῆς πρώτης θείας ἀποκαλύψεως,
ἡ δέ
Παλαιά Διαθήκη μένει γιά νά θέλγει μέ τά ἱερά
της ἀναγνώσματα
τίς ἱερές
Συνάξεις μας, γιά νά προκαλεῖ τόν ἔρωτα τῶν
μελετητῶν της
καί τῶν ὑπομνηματιστῶν της.
Ἀλλά οἱ ἅγιοι
Πατέρες, ἄν καί ἐγνώριζαν
τό ἀκλόνητο
τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, γιατί αὐτή εἶναι
θεία ἀποκάλυψη,
γιατί εἶναι
Βίβλος ἱερά, ὅμως
δέν ἀντιπαρέρχονταν
ἀδιάφορα
τίς κατηγορίες ἐναντίον της, ἀλλά μέ
προφορικό καί γραπτό λόγο ὁμιλοῦσαν
συχνά γιά τήν ἱερότητά της καί τήν ἀναγκαιότητά
της στήν Ἐκκλησία μας. Ἔτσι
καί ἐμεῖς
σήμερα δέν πρέπει νά εἴμαστε ἀδιάφοροι,
ἀλλά
γιά τήν κατήχηση τοῦ λαοῦ μας
καί γιά τήν διαφώτιση τῶν ἀντιφρονούντων
πρέπει νά μιλοῦμε ἀπαντῶντες
στά αἱρετικά
καί βλάσφημα ἐναντίον τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης.
Ἄς ποῦμε δέ ἐδῶ ἀπό τήν
ἀρχή
καί τό θλιβερό, ὅτι ὑπάρχουν
καί ἐκκλησιαζόμενοι
Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν
ἔχουν
καί αὐτοί
σωστή ἔννοια
γιά τήν Παλαιά Διαθήκη· τό δέ ἀκόμη χειρότερο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν
καί κληρικοί ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά
διαφορετικό Θεό τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, Θεό ὀργιζόμενο καί κεραυνοβολοῦντα.Ἔτσι ἡ
Παλαιά Διαθήκη πολεμεῖται καί ἐκ τῶν ἔνδον
διά τό ἀθεολόγητο
μερικῶν
κηρύκων[6].
Γιατί περιφρονεῖται ἡ
Παλαιά Διαθήκη
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη ἡ
λανθασμένη ἀντίληψη γιά τήν Παλαιά Διαθήκη
σχηματίζεται ὅταν τήν ἑρμηνεύουμε
ἱστορικά
ἤ ἠθικολογικά
καί ὄχι
θεολογικά. Πραγματικά, ἡ Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά ἑρμηνεύεται
θεολογικά καί πιό συγκεκριμένα νά ἑρμηνεύεται
χριστολογικά καί ὄχι νά τήν θεωροῦμε ἁπλᾶ ὡς ἕνα
βιβλίο πού περιέχει τήν ἱστορία τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ ἤ πού
περιέχει διηγήσεις γιά ἠθική διδασκαλία. Ἄν τήν
Παλαιά Διαθήκη δέν τήν ἑρμηνεύσουμε θεολογικά, τότε ὄχι
μόνο δέν ὠφελεῖ ἡ ἀνάγνωσή
της, ἀλλά
καί σκανδαλίζει καί ζημιώνει. –Στήν συνέχεια θά ἀναφέρω
μερικούς λόγους γιά τούς ὁποίους, κατά τήν γνώμη μου, ἡ
Παλαιά Διαθήκη ὑποτιμήθηκε καί ἀπό
τούς ἔσω καί
ἀπό
τούς ἔξω,
καί ἀπό ἀνθρώπους
τῆς Ἐκκλησίας
δηλαδή καί ἀπό ἐκτός αὐτῆς, ἀπό ἀνθρώπους
ἀπίστους
ἤ
προβληματισμένους στήν πίστη.
Ἐπειδή
δέν βλέπουμε σ᾿ αὐτήν
τίς θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ
Γιά νά φανεῖ ἡ
δύναμη τοῦ πρώτου λόγου, πού κατά τήν γνώμη μου ὑποτιμήθηκε
ἡ
Παλαιά Διαθήκη, θέτω ἕνα ἐρώτημα:
Γιατί γίνεται δεκτή ἡ Καινή Διαθήκη καί δέν
συμβαίνει νά ἀπορρίπτουν καί αὐτή;
Γιατί ἡ Καινή
Διαθήκη ὄχι
μόνο μιλάει γιά τόν Χριστό, ἀλλά τόν δείχνει, παρουσιάζει
τόν ἐρχομό
του στόν κόσμο, παραθέτει τίς μαρτυρίες περί αὐτοῦ τῶν αὐτοπτῶν καί
αὐτηκόων
μαρτύρων του. Ἑπομένως δέν μπορεῖ νά
περιφρονηθεῖ καί νά ἀποβληθεῖ ἀπό τόν
Κανόνα ἡ Καινή
Διαθήκη, γιατί σ᾿ αὐτήν ἔχουμε
μιά παρουσία τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἀλλά τό
ἴδιο
συμβαίνει καί μέ τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ
Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ἕνα
βιβλίο πού λέει τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων,
ὅπως
νομίζουν μερικοί· δέν εἶναι βιβλίο πού λέει σοφά
λόγια, σάν τά λόγια τῶν ἀρχαίων
σοφῶν, ἀλλά εἶναι ἕνα ἱερό
καί ἱερώτατο
βιβλίο, πού μιλάει γιά τόν Ἰησοῦ
Χριστό. Καί ὄχι ἁπλᾶ
μιλάει γιά τόν Χριστό, ἀλλά παρουσιάζει τόν Χριστό, ἔχει
θεοφάνειές Tου, μιλάει γιά δικαίους ἀνθρώπους,
πατριάρχες καί προφῆτες, πού εἶχαν
θεοπτίες τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τοῦ
Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας
Τριάδος, καί ἀναφέρει τίς θεοπτίες τους αὐτές. Ἑπομένως
εἶναι
μεγάλη ἄγνοια
τοῦ
περιεχομένου τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης τό νά τήν ἀπορρίπτουμε. Ἡ
Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο δράσεως τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ προτοῦ ἀκόμη
νά σαρκωθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς
Χριστός καί πρίν ἀκόμη νά σαρκωθεῖ ἐμφανιζόταν
μεταξύ τῶν ἀνθρώπων,
ὡς ἄσαρκος
Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὡσάν νά
βιαζόταν, τρόπον τινά, πότε νά σαρκωθεῖ καί
νά ἔλθει ἀνάμεσά
μας. Γι᾿ αὐτόν
τόν ἄσαρκο
Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἐπρόκειτο
νά σαρκωθεῖ, μιλάει ἡ
Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ἡ Καινή
Διαθήκη μιλάει γιά τόν σεσαρκωμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Θά ἀναφερθῶ μέ
σύντομο λόγο σέ μερικές μόνο θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ[7] ἀναφερόμενες
στήν Παλαιά Διαθήκη.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται
μέ τήν ἔκφραση
«ὁ Ἄγγελος
τοῦ
Κυρίου» (Mal’ak-Jahve, ὅπως λέγεται στό Ἑβραϊκό
κείμενο) ἕνα μυστηριῶδες
Πρόσωπο, τό ὁποῖο
παρουσιάζεται ὡς Θεός καί ὀνομάζεται
ρητῶς
«Γιαχβέ». Ποιό εἶναι τό πρόσωπο αὐτό;
Δυστυχῶς στόν
χῶρο
μας, ἀπό ὅσα
ξέρουμε, δέν ἔχουμε μιά ἐπιμελημένη
θεολογική ἐργασία περί τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου, ἐκτός ἀπό μιά
μόνο ὑπέροχη
τοιαύτη παλαιά μελέτη τοῦ μακαριστοῦ
Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα μέ τόν τίτλο Mal’ak-Jahve. Στήν ἐργασία
του αὐτή ὁ
μακαριστός ἀλησμόνητος Διδάσκαλός μας στηρίζει τήν ἔρευνά
του ἐπί τῶν
σχετικῶν
κειμένων στήν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων
Πατέρων, ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος
στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς Ἄγγελος
Κυρίου εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· αὐτός
στό χωρίο Ἠσ. 9,6 ὀνομάζεται
«μεγάλης βουλῆς ἄγγελος»,
στό δέ Μαλ. 3,1 χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἄγγελος
τῆς
διαθήκης». Ὀνομάζεται δέ ὁ Ἰησοῦς
Χριστός «Ἄγγελος», ἐπειδή
«τήν πατρικήν ἡμῖν ἀνήγγειλε
βουλήν, κατά τήν αὐτοῦ
φωνήν», ὅπως
λέγει ὁ Θεοδώρητος[8],
ἐπειδή
δηλαδή ἀπεστάλη
ἀπό τόν
Θεό Πατέρα γιά νά ἐξαγγείλει τήν βουλή του.
Ἔχουμε
πολλές ἐμφανίσεις
τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ τρόπος δέ μέ τόν ὁποῖο
γίνεται λόγος περί τοῦ Προσώπου αὐτοῦ δέν ἀφήνει
καμμία ἀμφιβολία
ὅτι πρόκειται,
πραγματικά, γιά Πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἀφοῦ καί
τό Πρόσωπο αὐτό ὀνομάζεται
«Γιαχβέ». Γιά νά παραλείψω τίς πολλές ἐμφανίσεις
ἀναφέρω
πρῶτον
τήν ἐμφάνιση
τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου στόν Ἀβραάμ, ὅταν αὐτός ἦταν ἕτοιμος
νά θυσιάσει τόν υἱό του. Ὁ Ἄγγελος
Κυρίου τοῦ εἶπε: «Ἀβραάμ,
Ἀβραάμ.
Μή ἐπιβάλῃς τήν
χεῖρά σου
ἐπί τό
παιδάριον· νῦν ἔγνων ὅτι φοβῇ σύ
τόν Θεόν καί οὐκ ἐφείσω
τοῦ υἱοῦ σου
τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾿ ἐμέ»
(βλ. Γεν. 22,11.12). Στό χωρίο αὐτό
φαίνεται σαφέστατα ὅτι ὁ Ἄγγελος
Κυρίου καί διακρίνει τόν ἑαυτό του ἀπό τόν
Θεό, ἀλλά,
μέ τήν ἔκφραση
«δι᾿ ἐμέ»,
καί ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό! Ὁ Ἀβραάμ ἐδῶ εἶδε
θεοφάνεια, εἶχε θεοπτία, εἶδε τόν
ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ
Κύριός μας Ἰησοῦς
Χριστός ἀναφερόμενος
στήν σκηνή αὐτή εἶπε: «Ἀβραάμ ἠγαλλιάσατο
ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν
τήν ἐμήν
καί εἶδε καί
ἐχάρη»
(Ἰωάν.
8,56)!
Καί ὁ Ἰακώβ
πάλι εἶπε, ὅταν ἐπρόκειτο
νά ἀναχωρήσει
ἀπό τήν
Μεσοποταμία: «Εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος
τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον·
“Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός ὁ ὀφθείς
σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ”»
(Γεν. 31,11).
Ἄλλη
θεοφάνεια τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου ἔχουμε
στόν Μωυσέα στήν περικοπή Ἐξ. 3,2-21, ὅπου αὐτός
καλεῖται,
κατά τό περίφημο ἐκεῖνο ὅραμα τῆς
καιομένης καί μή καταφλεγομένης βάτου, νά ἀναλάβει
ἐξ ὀνόματος
αὐτοῦ, τοῦ
Γιαχβέ, τήν ἀπελευθέρωση τοῦ
καταδυναστευομένου Ἰσραήλ: «Ὤφθη δέ
αὐτῷ ἄγγελος
Κυρίου ἐν πυρί
φλογός ἐκ τοῦ
βάτου... Καί εἶπεν· “Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός
τοῦ
πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ καί Θεός Ἰσαάκ
καί Θεός Ἰακώβ”» (Ἐξ.
3,2.6). Καί ἐδῶ πάλι
βλέπουμε ὅτι ὁ Ἄγγελος
Κυρίου ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, ὅτι εἶναι θεῖο
Πρόσωπο. Ἄλλες ἐμφανίσεις
τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου (Mal’ak-Jahve) βλ. εἰς Ἰησ. Ν.
5,13-15. Κριτ. 2,1-5.
Ἀλλά, ἐνῶ οἱ ἅγιοι
Πατέρες ὁμόφωνα
ἑρμηνεύουν
ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος
στήν Παλαιά Διαθήκη Ἄγγελος Κυρίου εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό
Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, εἶναι δηλαδή ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἑρμηνεύει
λανθασμένα ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου
καί ὄχι
περί τοῦ ἀκτίστου
Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί
γίνεται βεβαίως λόγος σέ πολλά σημεῖα τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης περί κτιστῶν ἀγγέλων,
ἀλλά
στίς περιπτώσεις τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ Θεοῦ πού
μνημονεύσαμε πρόκειται γιά θεῖο Πρόσωπο, πρόκειται γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσφαλμένη
αὐτή ἀντίληψη
τοῦ Αὐγουστίνου
προέρχεται ἀπό τό λάθος του ὅτι δέν
ἔκανε
διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας
στόν Θεό καί ἑπομένως ἡ
θεοφάνεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ θά ἐσήμαινε
γι᾿ αὐτόν
φανέρωση τῆς θείας οὐσίας.
Καί αὐτό
βεβαίως εἶναι ἀδύνατο,
γιατί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε
πώποτε» (Ἰωάν. 1,18). Εἶχε δέ ἀκούσει
ὅτι οἱ
Πατέρες ἀπέρριπταν
τήν ἰδέα ὅτι οἱ
δίκαιοι τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ἔβλεπαν
τήν θεία οὐσία καί, ἐπειδή
δέν ἐγνώριζε
ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται
διά τῶν
θείων ἐνεργειῶν, ἀπέρριπτε
τήν δυνατότητα τῶν θεοφανειῶν. Ἡ ἑρμηνεία
δέ αὐτή τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου
περί τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου, ὅτι
πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου
καί ὄχι
περί θείου Προσώπου, ἔγινε βάση τῆς
θεολογίας τῶν Φραγκολατίνων καί ἔτσι ὑποτιμήθηκε
ἀπ᾿ αὐτούς ἡ
Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεύουν, λοιπόν, ὡς ἐπί τό
πλεῖστον ἠθικολογικά.
Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι
ἑρμηνεύουμε
τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικά, γιατί, ὡς
μαθητές τῶν ἁγίων
Πατέρων, φρονοῦμε ὅτι αὐτή ἔχει
θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁμιλεῖ γιά
τόν Χριστό καί μάλιστα ἔχουμε ὡς βάση
τῶν
μελετῶν μας
αὐτό πού
λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ
Χρυσόστομος, ὅτι ὅσα ἡ
Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα αὐτά
στήν Καινή Διαθήκη ὁ ἀπόστολος
Παῦλος τά
ἀναφέρει
στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ: «Ἅ περί
τοῦ
Πατρός ὁ Μωυσῆς
λέγει, Παῦλος εἰς τόν
Υἱόν ἐκλαμβάνει,
πολλήν τήν ἰσότητα δεικνύς»[9]. Ἔτσι,
κατ᾿ αὐτήν
τήν ἑρμηνεία,
ἡ
Παλαιά Διαθήκη στό α΄καί β΄κεφ. τῆς
Γενέσεως μιλάει γιά τόν Χριστό ὡς δημιουργό τοῦ
κόσμου, γιατί «πάντα δι᾿ αὐτοῦ (τοῦ Λόγου
τοῦ Θεοῦ) ἐγένετο
καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο
οὐδέ ἕν ὅ
γέγονε» (Ἰωάν. 1,3) καί «ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη
τά πάντα» (Κολ. 1,16). Ἡ Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζει
τόν Ἰησοῦν
Χριστόν ὡς
νομοθέτη τοῦ Ἰσραήλ
στό ὄρος
Σινᾶ,
γιατί αὐτό
σημαίνει, κατά τήν πατερική ἑρμηνεία, αὐτό πού
λέγει ὁ
προφήτης Βαρούχ «ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης
καί ἔδωκεν
αὐτήν Ἰακώβ»
(Βαρ. 3,37). Πραγματικά, γιά τόν Χριστό λέγεται ὁ λόγος
αὐτός,
γι᾿ αὐτό καί
στήν συνέχεια, στόν ἑπόμενο στίχ. 38, ὁ
προφήτης λέγει περί αὐτοῦ:
«Μετά ταῦτα ἐπί τῆς γῆς ὤφθη
καί τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφη»! Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός στήν Παλαιά Διαθήκη χορήγησε τόν Νόμο, γι᾿ αὐτό ἔχει
καί τό δικαίωμα νά τόν διορθώσει[10] (νά τόν συμπληρώσει), ὅπως
καί τό κάνει στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία
του, λέγοντας «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν....»
(Ματθ. 5,22).
Κατά τήν πορεία τοῦ Ἰσραήλ
στήν ἔρημο,
σέ δυό περιπτώσεις πού ἀναφέρονται εἰς Ἐξ.
17,5-6 καί Ἀριθμ. 20,7-11, ὁ Μωυσῆς
κτύπησε μέ τήν ράβδο του τόν βράχο καί βγῆκαν ἀπ᾿ αὐτόν ὕδατα
καί ἔπιε ὁ λαός.
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος ἑρμηνεύει
καί τίς περιπτώσεις αὐτές χριστολογικά καί λέγει εἰς Α΄
Κορ. 10,1-4 γιά τούς προγόνους του Ἰσραηλῖτες ὅτι «ἔπινον ἐκ
πνευματικῆς ἀκολουθούσης
πέτρας, ἡ δέ
πέτρα ἦν ὁ
Χριστός». Ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, δηλαδή, ἀκολουθοῦσε
τούς Ἰσραηλῖτες
στήν ἔρημο
σάν μία ἀόρατη
πνευματική πέτρα καί τούς ἐφρόντιζε. Ἀκόμη ὁ ἀπόστολος
Παῦλος
λέγει ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν
τόν Χριστό στήν ἔρημο καί «ὑπό τῶν ὄφεων ἀπώλοντο»
(Α΄ Κορ. 10,9), ἄν καί εἰς
Ψαλμ. 77,18-20 λέγεται ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν
τόν Γιαχβέ. Εἶναι αὐτό πού
εἶπε ὁ ἅγιος
Χρυσόστομος, ὅτι ὅσα ἡ
Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα αὐτά ὁ ἀπόστολος
Παῦλος τά
ἀνάγει
στόν Ἰησοῦ
Χριστό.
Λέγουμε, λοιπόν,
συμπερασματικά ὅτι ἡ
Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καί
πρίν ἀκόμη ἀπό τήν
σάρκωσή του ἀποκαλύπτεται καί δρᾶ σ᾿ αὐτήν. Ὅπως τό
λέγει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος, «καί πρό τῆς παρουσίας τῆς ἐνσάρκου
πάντα αὐτός (ὁ
Χριστός) ᾠκονόμει καί πάντα αὐτός ἔπραττε,
νομοθετῶν,
προνοῶν,
κηδόμενος, εὐεργετῶν»[11].
Τό ὅτι,
λοιπόν, δέν ἑρμηνεύουμε χριστολογικά τήν Παλαιά
Διαθήκη, τό ὅτι, κατ᾿ ἐπίδραση
τῶν
Φραγκολατίνων στηριζομένων στήν αὐγουστίνειο
θεολογία, δέν βλέπουμε καί ἡμεῖς στίς
ἐμφανίσεις
τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ
Κυρίου (Mal’ak - Jahve) τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης τίς θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τό ὅτι,
κατ᾿ ἐπίδραση
πάλι τῆς ἄλλης ἀντιλήψεως
τῶν
Φραγκολατίνων, οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἀδάμ ἐκληρονόμησαν
τήν ἐνοχή
του, αὐτά,
κατά τόν πρῶτον ἐδῶ λόγο
πού ἀναφέρουμε,
ἔκαναν
νά ὑποτιμηθεῖ ἡ
Παλαιά Διαθήκη καί ὁ πρίν ἀπό τήν
Σάρκωση τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ λαός
τοῦ Θεοῦ, ὁ λαός
δηλαδή τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης[12]. Κατά τούς Πατέρες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας
μας οἱ
δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ ἀκόμη
καί πρίν ἀπό τήν καταλλαγή τῆς
σταυρικῆς
θυσίας τοῦ Χριστοῦ στόν
Γολγοθᾶ,
γιατί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐνεργεῖτο σ᾿ αὐτούς[13].
Δηλαδή, ὑπῆρχε
σωτηρία καί στήν Παλαιά Διαθήκη διά τοῦ Ἀγγέλου
τοῦ Θεοῦ, διά
τοῦ
Mal’ak - Jahve[14].
συνεχίζεται....
[1] Ἡ
παρούσα μελέτη, γραμμένη ὡς Κατήχηση γιά τόν λαό, εἶναι ἀνάπτυγμα
τῆς
κατόπιν Ἐντολῆς εἰσηγήσεως
τήν 17-6-2003 στήν Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας
μας περί τῆς Ἀρχαιολατρίας,
γιατί οἱ
λεγόμενοι «ἀρχαιολάτρες» πολεμοῦν
σφόδρα τήν Παλαιά Διαθήκη.
[2] Ὁμιλία
εἰς τό «Ἐξῆλθε
δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου», MPG 50,796.
3 Ἄς ἀκούσουμε
τόν μεγάλο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ τί λέει σέ μιά σχετική του περικοπή: «Ὁ
μελετητής τῆς κοινῆς
λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας
ἐντυπωσιάζεται
ἀπό τό
πλῆθος τῶν
παλαιοδιαθηκικῶν ἀναφορῶν, ὑπαινιγμῶν καί
εἰκόνων
μέσα σ᾿ ὅλες
τίς ἀκολουθίες
καί τούς ὕμνους. Ἡ ἑνότητα
τῶν δύο
Διαθηκῶν
τονίζεται πέρα ὡς πέρα. Βιβλικές φράσεις καί ἰδέες ὑπεραφθονοῦν.
Πολλοί ὕμνοι
δέν εἶναι
παρά παραλλαγές ὕμνων τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, ἀπό τήν ὠδή τοῦ
Μωυσέως κατά τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς
Θαλάσσης μέχρι τοῦ ὕμνου
τοῦ
Ζαχαρίου, τοῦ πατέρα τοῦ Ἰωάννου
τοῦ
Βαπτιστοῦ. Στίς
μεγάλες γιορτές πολυάριθμες περικοπές ἀπό τήν
Παλαιά Διαθήκη ἐπιλέγονται καί διαβάζονται γιά
νά τονισθῆ ὅτι ἡ
χριστιανική τελείωση δέν εἶναι παρά μιά ὁλοκλήρωση
ἐκείνου
πού προεικονίστηκε καί προεικάσθηκε, ἤ ἀκόμα
καί ἐπί
λέξει προλέχθηκε στά παλιά τά χρόνια. Εἰδικά
δέ στίς ἀκολουθίες
τῆς
Μεγάλης Ἑβδομάδος
αὐτή ἡ διά τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης προπαρασκευή χρησιμοποιεῖται μέ
ἰδιαίτερη
ἔμφαση.
Ἡ ὅλη
λατρεία βασίζεται πάνω σ᾿ αὐτήν
τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀληθινή
Διαθήκη εἶναι πάντοτε μία, ὅτι ὑπῆρχε
πλήρης συμφωνία μεταξύ τῶν Προφητῶν καί
τῶν Ἀποστόλων.
Καί ὅλο αὐτό τό
σύστημα δημιουργήθηκε ἀκριβῶς στή
μεταγενέστερη πατερική ἐποχή.
Ἕνα ἀπό τά
πιό χτυπητά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ
λατρευτικοῦ βιβλικισμοῦ εἶναι ὁ
περίφημος Μέγας Κανών τοῦ Ἀνδρέα
Κρήτης, πού διαβάζεται στό Μεγάλο Ἀπόδειπνο
τήν Σαρακοστή. Εἶναι μιά ἔντονη
παρότρυνση, μιά ἔκκληση γιά μετάνοια, πού
γράφτηκε μέ πραγματική ποιητική ἔμπνευση
καί στηρίζεται πάνω στήν Ἁγία Γραφή. Ὅλη ἡ σειρά
τῶν ἁμαρτωλῶν τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, καί ἐκείνων πού μετανόησαν καί ἐκείνων
πού ἔμειναν
ἀμετανόητοι,
μνημονεύεται. Μπορεῖ κανείς νά χαθῆ μέσα
σ᾿ αὐτόν
τόν ρέοντα χείμαρρο τῶν ὀνομάτων
καί τῶν
παραδειγμάτων. Ὑπενθυμίζεται μέ ἔμφαση ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία
τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης ἀνήκει στούς Χριστιανούς. Ἐπανειλημμένα
καλεῖται
κανείς νά σκεφθῆ αὐτή τή
θαυμαστή ἱστορία τῆς
θείας καθοδηγήσεως καί τῆς ἀνθρώπινης
ἰσχυρογνωμοσύνης
καί τῶν ἀνθρωπίνων
σφαλμάτων. Ἡ Παλαιά Διαθήκη φυλάγεται σάν μεγάλος
θησαυρός» (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας,
Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 42-43.).
4 Εἰς τό
κατά Ματθαῖον, Ὁμιλία
XVI, β. MPG 57,241.
5 Βλ. Παν. Ἰ.
Μπρατσιώτου, Ἐπίτομος Εἰσαγωγή
εἰς τήν
Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις
1955, σελ. 2. Ἀθανασίου
Χαστούπη, Εἰσαγωγή εἰς τήν
Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις
1981, σελ. 20.21 ἑξ. Νικ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή
εἰς τήν
Θεολογίαν τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, Ἀθῆναι
1988, σελ. 51.52. Νικ. Π. Βασιλειάδη, Ἡ
Παλαιά Διαθήκη στήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν,
Ἀθῆναι
2002, σελ. 21 ἑξ.
6 Γιά παράδειγμα ὁ Ἀρχιμ.
Σπυρίδων Λογοθέτης εἶπε σέ κήρυγμά του στίς
26-9-1999 μεταδοθέν μάλιστα καί ἀπό τόν
ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἱερᾶς του
Μονῆς: «Ὁ Θεός
τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης ἦταν ὁ
φοβερός καί τρομερός Θεός, ὁ ὁποῖος ἔριχνε
φωτιά καί κατέκαιε ὁποιονδήποτε δέν τόν τιμοῦσε καί
δέν τόν προσκυνοῦσε. Ὁ Θεός
τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης γιά τούς Ἑβραίους ἦταν ὁ Θεός
τῶν
σκοτωμῶν, τῶν
φόνων, τῶν ἐγκλημάτων,
τοῦ αἵματος,
τῆς
κακίας καί τοῦ μίσους...». Ἡ
διδασκαλία αὐτή ὄζει ἀπό τήν
πλάνη τοῦ
Μαρκίωνος.
7 Καταχρηστικῶς
χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ τήν ἔκφραση
«Ἰησοῦς
Χριστός» πρίν ἀπό τήν σάρκωσή του, γιατί «ὅτε
γέγονε σάρξ ὁ Λόγος, τότε καί ὠνομάσθαι
λέγομεν αὐτόν Χριστόν Ἰησοῦν» (Ἰωάννης
Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβής
τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως 4,6).
8 MPG 81,296.
9 Ὁμιλία
εἰς τόν
Η΄ Ψαλμ., MPG 55,120.
10 Χρυσόστομος, Ὁμιλία
εἰς τό
κατά Ματθαῖον ΙΣΤ΄, δ΄. MPG 57,244.
11 Πρός τε Ἰουδαίους
καί Ἕλληνας
ἀπόδειξις,
ὅτι ἐστί
Θεός ὁ
Χριστός, MPG 48,815.– Καί οἱ δύο Διαθῆκες,
καί ἡ
Παλαιά καί ἡ Καινή, ἔχουν
τό ἴδιο
θέμα, τό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἡ μέν
Παλαιά Διαθήκη προφητεύει γιά τήν ἔλευση
τοῦ
Μεσσία καί προετοιμάζει τόν κόσμο γιά τήν ὑποδοχή
του, ἡ δέ
Καινή Διαθήκη μᾶς λέγει γιά τήν ἐκπλήρωση
τῶν
προφητειῶν τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης περί τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς ἀρέσουν
ἰδιαίτερα
οἱ δύο αὐτές
Χρυσοστομικές περικοπές, πού ὁμιλοῦν γιά
τήν στενή σχέση τῶν δύο Διαθηκῶν καί
τήν ἑνότητά
τους στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: α)
«Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε
τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο
Διαθῆκαι
καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα
Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις
καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ
κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη
τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία
εἰς τό «Ἐξῆλθε
δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν
τῆς ἁγίας
Θεοτόκου, MPG 50,796. β) «Ἀδελφαί γάρ αἱ δύο
Διαθῆκαι, ἐξ ἑνός
Πατρός τεθεῖσαι· διά τοῦτο καί
συμφώνως τόν λόγον προφέρουσι· σχεδόν γάρ ἡ αὐτή εἰκών
καί ὁμοιότης
ὑπάρχει.
Καί ὥσπερ ἐν ἀδελφαῖς ἐξ ἑνός
Πατρός γεγεννημέναις, πρόσεστι τῆς ὁμοιότητος
τά ἰδιώματα,
οὕτως ἐπειδή
αἱ δύο
Διαθῆκαι ἐξ ἑνός
Πατρός ἐγεννήθησαν,
πολλήν ἔχουσι
τήν ἐμφέρειαν.
Ἀμέλει
καί ἐν τῇ Παλαιᾷ
Διαθήκῃ
προηγεῖται
νόμος, καί ἀκολουθοῦσι
προφῆται,
καί ἐν τῇ νέᾳ
χάριτι προηγεῖται τό Εὐαγγέλιον,
καί ἀκολουθοῦσιν ἀπόστολοι.»
(Περί Δημιουργίας τοῦ κόσμου Ὁμιλία
Α΄, γ. MPG 56,433).
12 Αὐτό
κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὀφείλεται
στήν ἰσχυρή ἐπί τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου
πλατωνική καί μανιχαϊκή ἐπιρροή στά θέματα περί ἀνθρώπου,
πτώσεως, Θεοῦ καί Παλαιᾶς
Διαθήκης. Βλ. τό βιβλίο του Ρωμαῖοι ἤ
Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
τόμος πρῶτος,
Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 118.119.
13 Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντίθετα
μέ τούς Φραγκολατίνους λέει: «Ὁ τοῦ
Χριστοῦ
Σταυρός προανεκηρύττετο καί προετυποῦτο
μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων
καί οὐδείς
ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς
τῆς τοῦ
Σταυροῦ
δυνάμεως... Φίλοι δέ Θεοῦ πολλοί τῶν πρό
νόμου καί μετά νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ
φανέντος, ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ
μεμαρτύρηνται· καί ὁ βασιλεύς καί προφήτης Δαβίδ, ὡς
πάντως ὄντων
τότε τῷ Θεῷ
φίλων, “ἐμοί
δέ”, φησί, “λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι
σου ὁ
Θεός”. Πῶς οὖν εἰσιν οἵ πρό
τοῦ
Σταυροῦ φίλοι
τοῦ Θεοῦ ἐχρημάτισαν,
ἐγώ ἡμῖν ὑποδείξω...
Ὥσπερ
μήπω παραγενομένου τοῦ ἀνθρώπου
τῆς ἁμαρτίας,
τοῦ υἱοῦ τῆς ἀνομίας,
τοῦ Ἀντιχρίστου
λέγω, ὁ ἠγαπημένος
τῷ Χριστῷ φησι
Θεολόγος “καί νῦν, ἀγαπητοί,
ὁ Ἀντίχριστός
ἐστι”,
οὕτω καί
ὁ
Σταυρός ἦν ἐν τοῖς
προγενεστέροις καί πρό τοῦ τελεσθῆναι» (Ὁμιλία
ΙΑ΄ Εἰς τόν
Τίμιον καί Ζωοποιόν Σταυρόν. ΕΠΕ 9,282. ἑξ.
Συνιστοῦμε νά
μελετηθεῖ ὅλη ἡ ὁμιλία,
ὅπου ἀποδεικνύεται
ὅτι οἱ
δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ ἀκόμη
καί πρίν ἀπό τήν καταλλαγή μέ τήν Σταυρική θυσία τοῦ
Χριστοῦ).
14 Οἱ
σύγχρονοι τοῦ Χρυσοστόμου πολεμοῦντες
τήν Παλαιά Διαθήκη ἔλεγον περιφρονητικῶς γι᾿ αὐτήν ὅτι «οὐκ εἰσάγει
εἰς τήν
βασιλείαν». Καί ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐδέχετο
τήν σωτηρία τοῦ πρό Χριστοῦ
κόσμου διά τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, τούς ἀπαντᾶ: «Νῦν οὐκ εἰσάγει
τούς μετά τήν τοῦ Χριστοῦ
παρουσίαν πολιτευομένους, ἅτε δή πλείονος ἀπολελαυκότας
δυνάμεως, καί μείζονα ὀφείλοντας ἀγωνίζεσθαι·
ἐπεί
τούς γέ αὐτῆς
τροφίμους εἰσάγει ἅπαντας.
Καί γάρ “Πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί
δυσμῶν ἥξουσι,
φησί, καί ἀνακλιθήσονται εἰς
κόλπους Ἀβραάμ
καί Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ”.
Καί ὁ
Λάζαρος δέ τῶν μεγάλων ἀπολαύων
ἐπάθλων,
ἐν τοῖς ἐκείνου
κόλποις φαίνεται ἐνδιαιτώμενος. Καί πάντες ὅσοι
μεθ᾿ ὑπερβολῆς ἔλαμψαν
ἐν τῇ Παλαιᾷ διά
ταύτης ἔλαμψαν
ἅπαντες»
(Εἰς τό
κατά Ματθαῖον ῾Ομιλία
ΙΣΤ΄, δ΄. MPG. 57,244).
(β' μέρος).
Ἐπειδή ἔχει
τάχα σκανδαλώδεις διηγήσεις καί παρουσιάζει τόν Θεό ὡς αὐστηρό
δῆθεν
καί πολεμοχαρῆ
Ἕνας
δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο,
σύμφωνα μέ ὅσα ἀκούομε,
ὑποτιμᾶται ἡ
Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα θεωρεῖται
καί ὡς μή ὠφέλιμη
ἡ ἀνάγνωσή
της, εἶναι τό
ὅτι αὐτή
περιέχει κάποιες σκανδαλώδεις διηγήσεις, ὅπως τοῦ Ἀβραάμ
καί τῆς
Σάρρας στήν Αἴγυπτο (Γεν. 12,10-20) καί αὐτῶν τῶν ἰδίων
πάλι καί τοῦ Ἰσαάκ
μέ τήν γυναίκα του στά Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26, 1-14), ὅπως, ἀκόμη
περισσότερο, τῆς αἱμομιξίας
τοῦ Λώτ
μέ τίς θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38) ἤ τοῦ
Ρουβήμ μέ τήν παλλακίδα τοῦ πατέρα του Ἰακώβ
(Γεν. 35,21), ὅπως τοῦ αἴσχους
τῶν
Σοδομιτῶν
(Γεν. 19,1 ἑξ.) καί τῆς
σκανδαλώδους πράγματι ἱστορίας τοῦ Ἰούδα
καί τῆς
Θάμαρ (Γεν. 38,1-30) κ.ἄ. κ.ἄ. Ὁμοίως
πάλι λέγουν ὅτι γεμάτη εἶναι ἡ
Παλαιά Διαθήκη ἀπό πολέμους καί φόνους καί
παριστάνεται ὁ Θεός ὡς νά
διατάσσει τούς πολέμους αὐτούς. Καί στά ἠθικά
της – λέγουν – ἡ Παλαιά Διαθήκη ἔχει
στενότητα ἀντιλήψεων· γιατί μέ τίς πολλές της ἐντολές
καί τίς ἀπειλές
περί τιμωριῶν σέ περίπτωση παραβάσεων καί τίς πλύσεις
καί καθάρσεις πού διατάσσει γιά ἀποκατάσταση,
δημιουργεῖ θρησκευτικές φοβίες καί τρόμους. Καί τί
λατρεία Θεοῦ – λέγουν πάλι – εἶναι αὐτή πού
θέλει ἡ
Παλαιά Διαθήκη, λατρεία μέ κνίσσα θυσιῶν, ὅπως
τήν ζητοῦν τά
βιβλία της, ἡ Ἔξοδος
καί τό Λευϊτικό;
Εἶναι
κατανοητές οἱ ἀντιρρήσεις
αὐτές τῶν ἀντιφρονούντων
καί μάλιστα διατυπώνονται καί ἀπό πολλούς ἰδικούς
μας ὡς ἀπορίες.
Καί πάλι ἐδῶ ὅμως θά
ποῦμε αὐτό πού
εἴπαμε
προηγουμένως, ὅτι τά πράγματα πρέπει νά ἑρμηνεύονται
θεολογικά, ἀλλά καί ἐπιστημονικά
θά προσθέσουμε ἐδῶ.
α) Στά παραπάνω ἔχουμε
κατά πρῶτον νά
ἀπαντήσουμε
αὐτό τό
γενικό, ὅτι ἡ
Παλαιά Διαθήκη παραλαμβάνει πεσμένο τόν ἄνθρωπο
καί μέ τίς, ὅπως φαίνονται, σκανδαλώδεις αὐτές
διηγήσεις της τοῦ μιλάει στήν γλώσσα του γιά νά
τόν ἀνορθώσει
σταδιακά. «Τῆς ἀσθενείας
τῶν
δεχομένων τούς νόμους ἦν τά λεγόμενα τότε», λέγει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος γιά τό θέμα μας. Καί συνεχίζει λέγοντας: «Βλέπουμε γιά παράδειγμα
στήν Παλαιά Διαθήκη τόν Θεό νά δέχεται λατρεία ἀπό
κνίσσα θυσιῶν· αὐτό εἶναι
πολύ ἀνάξιο
γιά τόν Θεό, ἀλλά συγκατέβηκε στήν ἀτέλεια
τῶν ἀνθρώπων
τῶν
χρόνων ἐκείνων...»[2].
Ἡ συμβᾶσα
πτώση ἔφερε
τόν ἄνθρωπο
σέ μία παρά φύση κατάσταση· καί ἀπ᾿ αὐτή τήν
κατάσταση ἡ Παλαιά Διαθήκη θέλει νά τόν φέρει στό
κατά φύση, γιά νά τόν παραλάβει ἔπειτα ἀπό αὐτή τήν
κατάσταση ἡ Καινή Διαθήκη καί νά τόν φέρει στό ὑπέρ
φύση[3]. Ἔτσι, λοιπόν, στήν ἀρχή ὁ Θεός ἐπιτρέπει
τόν γάμο καί μεταξύ ἀδελφῶν,
γιατί δέν μποροῦσε νά γίνει καί διαφορετικά.
Στήν συνέχεια ἀπαγορεύει τήν ἀδελφομιξία,
ἐπιτρέπει
ὅμως
τήν πολυγαμία μέ ξένες πρός τήν οἰκογένεια
γυναῖκες.
Καί ἔτσι
βλέπουμε τόν Ἀβραάμ, κατά τά κρατοῦντα
τότε, νά τεκνοποιεῖ ἀπό τήν
Ἄγαρ,
τήν δούλη τῆς γυναικός του Σάρρας (Γεν. 16,4), ἀλλά
καί ἀργότερα
νά παίρνει καί ἄλλη γυναίκα, τήν Χεττούρα, ἀπό τήν
ὁποία
μάλιστα γεννάει ἕξι παιδιά (Γεν. 25,1-20)· καί ὁ Ἰακώβ ἔλαβε
καί αὐτός
δύο γυναῖκες,
τήν Λεία καί τήν Ραχήλ, ἀλλά καί ἐτεκνοποίησε
καί ἀπό δοῦλες τῶν
γυναικῶν του
(βλ. Γεν. κεφ. 30 καί περίπτωση τοῦ Ἑλκανά,
τοῦ
πατέρα τοῦ Σαμουήλ εἰς Α'
Βασ. 1,2). Εἶναι τό ἀνδροκρατικό
πολυγαμικό σύστημα πού ἴσχυε τότε καί δέν ὑπῆρχε ἀπαγορευτικός
νόμος γι' αὐτό[4]. Ἀπό τήν
πολυγαμία ὅμως ἔπειτα
μεταβαίνουμε στήν μονογαμία καί ἀπ᾿ αὐτήν
στήν ἐγκράτεια
στόν γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6). Καί ὕστερα ἀπό τήν
προηγηθεῖσα αὐτή
προπαρασκευή στήν ἐγκράτεια μεταβαίνουμε στήν
παρθενία, πού ἀποκαλύπτεται κυρίως στήν Καινή Διαθήκη.
Καί ἡ
παρθενία εἶναι πράγματι μία ὑπέρ
φύση κατάσταση[5].
Στό ἐρώτημα,
λοιπόν, γιατί τά τόσα σκανδαλώδη στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπαντοῦμε πρῶτον
γενικά ὅτι ἡ
Παλαιά Διαθήκη μιλάει γιά τήν πτώση (βλ. Γεν. κεφ. 3) καί τά ὀδυνηρά
ἀποτελέσματα
τῆς
πτώσεως. Ἡ ἁμαρτία
τοῦ ἀνθρώπου
ἔγινε
πολύ ἁμαρτωλή,
ἄς τό πῶ ἔτσι· ἔγινε
«καθ᾿ ὑπερβολήν
ἁμαρτωλός»,
ὅπως τό
λέγει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος
(Ρωμ. 7,13), καί ἐπειδή ἡ
Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται στήν ἁμαρτωλή
αὐτή
κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
γι᾿ αὐτό καί
διαβάζουμε σ᾿ αὐτήν
γιά πτωτικά καί σκανδαλώδη πράγματα, πού ἡ ἀναφορά
τους ὅμως
κρύβει ἕνα
μυστικό μάθημα πού σκοπεύει στήν ἀνόρθωση
τοῦ ἀνθρώπου[6].
β) Καί τό πλῆθος τῶν
νόμων, τῶν ἐντολῶν καί
τῶν
διατάξεων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, πού σκανδαλίζει καί αὐτό πολλούς, ἔχει
καί αὐτό τήν
χριστολογική του ἑρμηνεία δοθεῖσα
μάλιστα ἀπό τόν
ἀπόστολο
Παῦλο
στίς Ἐπιστολές
του πρός Γαλάτας καί περισσότερο στήν πρός Ρωμαίους. Ἡ
Παλαιά Διαθήκη, πού ὅπως εἴπαμε
προηγουμένως μιλάει γιά τήν πτώση καί τά ὀδυνηρά
της ἀποτελέσματα
(γι᾿ αὐτό καί
οἱ
σκανδαλώδεις διηγήσεις της), θέλει νά πείσει τούς ἀνθρώπους
ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί.
Στόν Νόμο τοῦ Μωυσέως μέ τίς πολλές του ἐντολές
ἦταν
γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐφήρμοζε
ὅλες ἀνεξαιρέτως
τίς διατάξεις του θά σωζόταν: «Ὁ ποιήσας αὐτά ἄνθρωπος
ζήσεται ἐν αὐτοῖς»
(Λευϊτ. 18,5· βλ. καί Ρωμ. 10,5). Ἀλλά
δέν ἦταν
δυνατόν νά ἐφήρμοζε κανείς ὅλες
τίς διατάξεις τοῦ Νόμου, τίς τόσες πολλές. Ἑπομένως
δέν μποροῦσαν νά δικαιωθοῦν οἱ ἄνθρωποι
ἀπό τόν
Νόμο τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, γιατί σέ κάποια ἐντολή του θά γίνονταν ὁπωσδήποτε
παραβάτες. Ἀπό κάπου ἀλλοῦ,
λοιπόν, ἔπρεπε
νά ζητήσουν τήν σωτηρία τους: Ἀπό τόν Ἰησοῦ
Χριστό, πού ἡ Παλαιά Διαθήκη προφήτευε ὅτι θά ἔρθει, ἀλλά
καί ἤδη τόν
παρουσίαζε στούς δικαίους ἀνθρώπους της ὑπό τόν
Ἄγγελο
Κυρίου (Mal’ak - Jahve).
Ὁ
σκοπός, λοιπόν, τοῦ Νόμου τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης ἦταν νά κάνει τούς ἀνθρώπους
του νά κατανοήσουν ὅτι μέ τίς παραβάσεις τῶν ἐντολῶν του
εἶναι ἁμαρτωλοί·
καί ἔνοχοι
γιά τίς παραβάσεις τους αὐτές, μή δυνάμενοι νά σωθοῦν ἀπ᾿ αὐτόν
τόν Νόμο, ὁ καθένας τους νά κραυγάσει: Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἔλα νά
μέ σώσεις τόν ἁμαρτωλό! Αὐτή ὑπόβαθα
ἦταν ἡ
προσευχή τοῦ κόσμου τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ
Χρυσόστομος δίνει καί τήν ἑρμηνεία ὅτι γιά
τήν ἀπείθεια
καί τήν σκληρότητα τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ
δόθηκε σ᾿ αὐτούς ὁ
Νόμος, γιατί πράγματι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἀνάγκη
αὐστηροῦ ἐλέγχου.
Καί αὐτό
λέγει «οὐ
κατηγορία τοῦ Θεοῦ, οὐδέ ἔγκλημα
τοῦ
Νόμου, ἀλλά τῶν ἀφηνιαζόντων
Ἰουδαίων,
σφοδροτέρου δεηθέντων χαλινοῦ». Καί ἀπόδειξη
αὐτοῦ, κατά
τόν Χρυσόστομο πάλι, εἶναι τό ὅτι καί
σ᾿ αὐτήν
τήν Παλαιά Διαθήκη συναντοῦμε πολλά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἔζησαν ἁγία
ζωή, χωρίς τόν φόβο καί τήν ἀπειλή περί τιμωρίας καί
κολάσεως, ὅπως ὁ Ἄβελ, ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ,
ὁ Ἰσαάκ, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας
κ.ἄ.[7].
γ) Πολύ θά βοηθήσει γιά τήν
κατανόηση πολλῶν μυστικῶν καί
περιέργων στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἔννοια ὅτι
διακρίνουμε σ᾿ αὐτήν
δύο γραμμές, δύο γενεές ἀνθρώπων: τήν καλή καί τήν κακή
γενεά. Ἀπό τήν
ἀρχή
βλέπουμε τήν διάκριση αὐτή· τήν καλή γενεά μέ ἀρχηγό
τόν Ἄβελ
καί τήν κακή γενεά μέ ἀρχηγό τόν Κάϊν. Καί ἡ μία
γενεά μάχεται τήν ἄλλη. Εἶναι τό
«ἔχθραν
θήσω ἀνά
μέσον σοῦ καί ἀνά
μέσον τῆς
γυναικός καί ἀνά μέσον τοῦ
σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ
σπέρματος αὐτῆς»
(Γεν. 3,15). Ὅταν ἐμίχθησαν
οἱ δύο αὐτές
γενεές (Γεν. κεφ. 6) ἔγινε ὁ
φοβερός κατακλυσμός. Ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη σάν
νά καλλιεργεῖ τό κηπάριό του. Καί ὅταν τό
κηπάριό του δίνει τόν πιό ὡραῖο καί
γλυκό καρπό, τήν ΠΑΝΑΓΙΑ, τότε ὁ Θεός τόν κόπτει καί ἀπεργάζεται
τήν σωτηρία τοῦ κόσμου μέ τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του ἀπό τήν
Παναγία[8]. Μέ βάση αὐτή τήν ἰδέα ἀπαντοῦμε
τώρα σέ προηγούμενες ἀπορίες. Γι᾿ αὐτό ἀναφέρονται
στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ θεωρούμενες ὡς
σκανδαλώδεις διηγήσεις γιά τήν διάσωση ἀπό τόν
μιασμό τῆς
Σάρρας στήν Αἴγυπτο ἤ τῆς
Σάρρας πάλι καί τῆς Ρεβέκκας στά Γέραρρα: γιά νά
φανεῖ ἡ
φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά
τήν διατήρηση τῆς καθαρότητας τῆς
μητέρας τοῦ λαοῦ ἀπό τόν
ὁποῖο θά
προέλθει ὁ Μεσσίας. Γι᾿ αὐτό ἡ
Χαναναία Θάμαρ τό διακινδύνευσε μέ πολλή θυσία νά συλλάβει ἀπό τόν
Ἰούδα
καί νά ἀποκτήσει
παιδί ἀπ᾿ αὐτόν
(Γεν. 38,1-30), γιά νά ὑπαχθεῖ καί αὐτή στό
εὐλογημένο
γένος τοῦ Ἀβραάμ,
στό ὁποῖο
δόθηκαν οἱ ἐπαγγελίες
περί γεννήσεως τοῦ Μεσσίου (Γεν. κεφ. 15.
17,19.21). Καί γιά νά στιγματισθεῖ ἡ κακή
γενεά, γι᾿ αὐτό ἡ Παλαιά
Διαθήκη ἀναφέρει
τίς σκανδαλώδεις πάλι διηγήσεις περί τῆς
βδελυρᾶς
καταγωγῆς τῶν
Μωαβιτῶν καί
τῶν Ἀμμωνιτῶν ἀπό τήν
αἱμομιξία
τοῦ Λώτ
μέ τίς θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38) ἤ
μνημονεύει ἄλλα κακόφημα περί τοῦ Ἡσαῦ (Γεν.
26,34-35. 25,29-34) γιά νά φανεῖ καί τονισθεῖ ὅτι
δικαίως ἀποκόπτονται
αὐτοί ἀπό τήν
καλή γραμμή, ἀπό τήν ὁποία
θά προέλθει ὁ Μεσσίας.
δ) Στήν παράγραφο αὐτή
θέλουμε νά ἀπαντήσουμε στήν ἄλλη ἀπορία,
πού ἀναφέραμε
ἤδη
στήν ἀρχή τῆς
παρούσης ἑνότητας, τά περί πολέμων στήν Παλαιά
Διαθήκη καί περί τοῦ Θεοῦ ὡς ἀρχηγοῦ τῶν
πολέμων. Σ᾿ αὐτό
λέγομε ὅτι τό
πράγμα ἔχει αὐτή τήν
ἁπλῆ καί
φυσική του ἑρμηνεία: Μᾶς εἶναι
γνωστό ὅτι ὁ Μωυσῆς
κλήθηκε ἀπό τόν
Θεό γιά νά ἀπελευθερώσει τόν Ἰσραήλ ἀπό τήν
Αἴγυπτο.
Τό ἔργο αὐτό, τό
νά ἐμψυχώσει,
δηλαδή, κανείς ἕναν τόσο ταλαιπωρηθέντα ἐπί αἰῶνες
λαό καί νά τόν πείσει νά τολμήσει τήν φυγή του ἀπό τήν
χώρα τῆς
τυραννίας του καί νά ἀποφασίσει νά βαδίσει μακρά καί
σκληρά ὁδό διά
μέσου χωρῶν ἄλλων ἰσχυρῶν λαῶν γιά
νά ἐγκατασταθεῖ στήν
δική του χώρα, τήν χώρα τῶν πατέρων του, τήν Χαναάν, αὐτό τό ἔργο,
λέγω, δέν ἦταν καθόλου εὔκολο· ἀλλά ὁ Μωυσῆς ἀποδείχθηκε
εὐφυέστατος
καί ἱκανώτατος
ἡγέτης
λαοῦ καί
τόν ἔπεισε
νά τό τολμήσει. Αὐτόν τόν ὑπόδουλο
λαό, πού εἶχε μέν κοινή καταγωγή, ἀλλά ἀποτελεῖτο ἀπό
διάφορες σκορπισμένες φυλές, πέτυχε νά τόν συνενώσει καί νά τοῦ
δημιουργήσει τήν συνείδηση τῆς ἐθνικῆς του ἑνότητος
μέ τήν πίστη στόν ἴδιο Θεό, τόν Θεό τῶν
Πατέρων του (Ἐξ. 3,6.13.15-16) καί μέ τήν κοινή
νομοθεσία. Μέ τήν θρησκεία, δηλαδή, ὁ Μωυσῆς
πέτυχε τήν ἑνότητα τοῦ ὑποδούλου
ἔθνους
του καί τήν ἐξέγερσή του γιά ἀπελευθερωτικό
ἀγώνα.
Αὐτόν
τόν Θεό ὁ Μωυσῆς, τόν
Θεό Γιαχβέ (Ἐξ. 3,14), τόν Θεό τῶν
πατέρων τους Ἀβραάμ, Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ (Ἐξ.
3,6.13. 15-16), ἀπό αἴτημα τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἀνάγκης,
γιά τήν συνένωση, δηλαδή, τοῦ ὑποδούλου
ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καί
τήν πίστη του στήν ἀπελευθέρωσή του, αὐτόν
τόν Θεό, λέγω, ὁ Μωυσῆς τόν ἀνεκήρυξε
σέ ἐθνικό
Θεό τοῦ Ἰσραήλ.
Καί ἀσφαλῶς ἀπό
τώρα, μέ τήν ἀνακήρυξη αὐτή, ὁ μέν
Γιαχβέ λέγεται καταχρηστικῶς ὅτι εἶναι
«Θεός τοῦ Ἰσραήλ»,
ὁ δέ Ἰσραήλ
λέγεται ὅτι εἶναι
«λαός τοῦ Θεοῦ» (Ἐξ.
3,6-7.10. 5,1.3. 6,7. 8,12. 20,2 κ.ἄ.). Ἡ πίστη
δέ αὐτή τοῦ Ἰσραήλ
στόν ἐθνικό,
ὅπως
τόν θεωροῦσε, Θεό του τοῦ ἐνέπνεε
τήν πεποίθηση γιά νικηφόρο ἔκβαση τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ του ἀγώνα,
γιατί ὁ Θεός
του εἶναι αὐτός
πού εἶδε τήν
κάκωσή του (Ἐξ. 3,7)· καί εἶναι
Θεός πού τόν ἐξελάμβανε ὡς ἀόρατο ἀρχηγό
του (Ἐξ.
14,14). Ἡ ἀνάληψη
ὑπό τοῦ Ἰσραήλ ἀγῶνος
κατά τῶν Αἰγυπτίων
καί πολέμων πρός κατάκτηση τῆς Χαναάν συνετέλεσαν ὥστε ὁ Θεός,
πού ἐθεωρεῖτο
τώρα ὁ ἐθνικός
τους Θεός καί ὁ ἀόρατος
ἀρχηγός
τους, ὅπως εἴπαμε,
συνετέλεσαν, λέγω, ὁ Θεός κατά τήν Μωσαϊκή περίοδο
νά προσλάβει πολεμικό χαρακτήρα, πού δέν εἶχε
κατά τήν προηγούμενη πατριαρχική ἐποχή. Ἔτσι οἱ
πόλεμοι τοῦ Ἰσραήλ
χαρακτηρίζονται τώρα ὡς «πόλεμοι τοῦ
Γιαχβέ» (Ἀριθμ. 2,14. Α΄Βασ. 18,17)[9], καί οἱ ἐχθροί
τοῦ Ἰσραήλ
χαρακτηρίζονται ἐχθροί τοῦ
Γιαχβέ (Α΄Βασ. 30,26), ὄχι ὅτι
πραγματικά ὁ Θεός κάνει πολέμους καί ἐχθρεύεται
ἀνθρώπους,
γιατί ὁ Θεός
εἶναι ἀγάπη
καί δέν ἐχθρεύεται
κανένα ἔθνος· ἀλλά
λέγονται οἱ ἐκφράσεις
αὐτές ἔτσι ἀπό τήν
πλευρά τοῦ Ἰσραήλ ἀπό ἐθνική ὑπερηφάνεια.
Ὁ Θεός
θεωρεῖται ἀπ᾿ αὐτόν νά
παρευρίσκεται ἀοράτως στίς μάχες του, γι᾿ αὐτό καί
σ᾿ αὐτόν ἀποδιδόταν
ἡ νίκη
(Κριτ. 5,4). Ἀκόμη περισσότερο τό χωρίο Ἐξ.
15,3 χαρακτηρίζει μέ ὑπερηφάνεια τόν Γιαχβέ «ἄνδρα
πολέμου» (κατά τό Ἑβραϊκό), τό δέ Ἐξ. 7,4
χαρακτηρίζει τόν ἰσραηλιτικό στρατό «στρατό τοῦ
Γιαχβέ» (κατά τό Ἑβραϊκό). Ἀκριβῶς δέ
λόγω τῆς
θεωρουμένης παρουσίας τοῦ Γιαχβέ στίς μάχες καί τό
στρατόπεδο ἔπρεπε νά εἶναι
καθαρό ἀπό
κάθε μολυσμό (βλ. Ἀριθμ. 5,1 ἑξ.), ἀλλά
καί οἱ
πολεμιστές ὑπεβάλλοντο σέ ἐξαγνισμό
(κατά τό Α΄Βασ. 14,24 προηγεῖτο νηστεία) καί ὅλο τό
διάστημα τοῦ πολέμου ἀπέφευγαν
κάθε τι πού θά τούς ἐμόλυνε (βλ. Β΄Βασ. 11,10
-11)[10].
Μετά τήν παραπάνω ἐξήγηση
δέν πρέπει νά νομίζουμε ὅτι ὑπάρχει
σκανδαλισμός ἀπό σχετικές ἐκφράσεις
τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὅτι τάχα ὁ Θεός
εἶναι ἀρχηγός
τῶν
πολέμων τοῦ Ἰσραήλ
κατά τῶν ἄλλων ἐθνῶν,
γιατί οἱ ἐκφράσεις
αὐτές
λέγονται καταχρηστικῶς σέ ἐμπόλεμο
περίοδο καί ἀπορρέουν ἀπό τήν
ἰδέα τῆς ὑπό τοῦ
Μωυσέως ἀνακηρύξεως
τοῦ
Γιαχβέ ὡς ἐθνικοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ[11].
ε) Ἐδῶ, μέ ἀφορμή
τίς ἀναφερθεῖσες
στήν ἑνότητά
μας αὐτή
σκανδαλώδεις διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, θέλω νά γράψω κάτι γενικό, πού πρέπει, νομίζω, νά τό ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν
γιά μιά σωστή ἑρμηνεία καί αὐτῶν καί ἄλλων
διηγήσεων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης: Οἱ διηγήσεις τῆς
Γενέσεως, ἀλλά καί ἄλλων ἱστορικῶν
βιβλίων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, δέν ἔχουν συνταχθεῖ ἔτσι, ὥστε νά
εἶναι
δεμένες μεταξύ τους καί νά δίνουν μιά πλήρη ἱστορική
εἰκόνα.
Περιγράφουν μέ ἁπλότητα καί διηγηματική χάρη
κάποιο περιστατικό, ἔχουν δική τους εἰσαγωγή
καί τέλος, καί ἄν ἀποσπαστοῦν ἀπό τό
κείμενο δέν διαταράσσουν τήν συνάφειά του. Ἐπίσης
συμβαίνει ὁρισμένες διηγήσεις νά φέρονται καί διπλές.
Ὅλα αὐτά καί
ἄλλα ἀκόμη μᾶς
πείθουν ὅτι
πολλές διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης εἶναι στοματικές παραδόσεις, ὅτι ἐλέγοντο
ἀπό τόν
λαό, ὅτι τίς
διηγοῦντο
πρίν ἀκόμη
καταγραφοῦν στήν Παλαιά Διαθήκη. Οἱ Ἰσραηλῖτες
στίς σκηνές τους, στίς πηγές καί στά φρέατα ἤ στά
διάφορα ἱερά, ὅπου
συγκεντρώνονταν γιά νά λατρεύσουν τόν Θεό, θά διηγοῦντο τά
κατορθώματα ἤ τά διάφορα περιστατικά τῆς ζωῆς τῶν
προγόνων τους. Τίς διηγήσεις αὐτές, πού ἀπετέλεσαν
τήν παράδοση τοῦ ἰσραηλητικοῦ λαοῦ, οἱ ἱεροί
συγγραφεῖς τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης τίς σεβάστηκαν· τίς παρέλαβαν, ἔτσι ὅπως ἦταν μέ
τήν λαϊκή τους ἁπλότητα, καί τίς καταχώρησαν
στό ἱερό
τους κείμενο. Ἔτσι οἱ πέντε
ἁπλές
διηγήσεις περί τοῦ προφήτου Ἠλία
(Γ΄ Βασ. κεφ. 17-18. 19,1 ἑξ. κεφ. 17-19. Δ΄ Βασ. 1,2-17.
2,1-12), πού εἶναι ἡ μόνη ἀναφορά
περί αὐτοῦ, εἶναι
στοματικές παραδόσεις τοῦ λαοῦ, γι᾿ αὐτό καί
οἱ
διηγήσεις αὐτές ὁμιλοῦν γιά
θαύματα καί περιστατικά μόνο τῆς ζωῆς τοῦ
προφήτου καί δέν μᾶς λέγουν τήν διδασκαλία του, ἐπειδή ὁ λαός
δέν εἶχε τήν
δύναμη νά συγκρατήσει τήν ὑψηλή θεολογική διδασκαλία ἑνός
προφήτου. Θά ἐποίκιλλαν δέ οἱ
διηγήσεις αὐτές, οἱ
στοματικές αὐτές παραδόσεις τοῦ λαοῦ, θά ἐποίκιλλαν
κατά τόπους καί φυλές καί ἔτσι τώρα ἐξηγεῖται τό
ὅτι αὐτές
φέρονται στά κείμενά μας διπλές, ὅπως ἐξηγεῖται
καί ἡ ἁπλότητά
τους καί ἡ αὐτοτέλειά
τους μέ ἰδιαίτερη
εἰσαγωγή
καί τέλος, γιατί προέρχονται ἀπό τόν ἁπλό
λαό καί ἐλέγοντο
– ἴσως
καί ἐτραγουδοῦντο – ὡς ἰδιαίτερο
περιστατικό καί γεγονός. Μέ τήν θεωρία αὐτή
περί διηγήσεών τινων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης ὡς στοματικῶν
παραδόσεων, θεωρία πού γίνεται ὁπωσδήποτε δεκτή ἀπό
τούς παλαιοδιαθηκολόγους, ἡμετέρους καί ξένους, ἑρμηνεύεται
ἡ ἐλευθερία
τῶν ἐκφράσεων
σ᾿ αὐτές
τίς διηγήσεις, ἐκφράσεων πού θεωροῦνται ὡς
σκανδαλώδεις ἀπό μερικούς, ὅπως
καί ἐξηγεῖται
καί ἡ ἴδια ἡ ἀναφορά
τῶν
διηγήσεων αὐτῶν στό
κείμενο, ὡς σεβαστῶν
παραδόσεων, θεωρουμένων ὅμως ὑπό τό
θεολογικό πρῖσμα τῶν ἱερῶν
συγγραφέων ἤ συνθετῶν τοῦ ἱεροῦ
κειμένου. Γιά τήν σωστή δέ ἑρμηνεία τοῦ
κειμένου τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης εἶναι ἀναγκαιοτάτη
ἡ γνώση
καί τῶν ἄλλων
λαϊκῶν ἐκφράσεων
καί ρήσεων πού ἀπαντῶνται σ᾿ αὐτό[12].
ἀσέλγειαν
τῶν
τρόπων;» (Μ. Ἀθανασίου, Λόγος κατά Ἑλλήνων
11.12.26, ΒΕΠ 30,40.-42.53). Καί ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά νά παραλείψω τόν ἱερό
Χρυσόστομο καί ἄλλους πατέρες, λέγει σέ κάποια
περικοπή λόγων του πρός τόν Ἰουλιανό περί τοῦ αἴσχους
τῶν Ὀλυμπίων
θεῶν τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων:
«...Ἥφαιστος
ταχύς εἰς μοιχῶν εὕρεσιν
καί θεός κατῃθαλωμένος, εἰ καί
κλυτοτέχνης καί Θερσίτης Ὀλύμπιος· πάλιν δεσμώτης Ἄρης
διά μοιχείαν μετά τοῦ δείμου καί τοῦ φόβου
καί τῶν
κυδοιμῶν καί
τραυματίας διά θρασύτητα· πάλιν Ἀφροδίτη
πόρνη γενομένη τε αἰσχρῶς καί
γάμων αἰσχρῶν ὑπηρέτις·
πάλιν Ἀθηνᾶ
παρθένος τε ἐστι καί τίκτει δράκοντα· πάλιν Ἡρακλῆς
μαίνεται, μᾶλλον δέ μαινόμενος πέπαυται· πάλιν τά
πάντα γίνεται δι᾿ ἀσέλγειαν
καί ἀκαθαρσίαν
ὁ Ζεύς,
ὁ τῶν θεῶν
μήστωρ καί ὕπατος καί μόνος μέν πάντας σύν πᾶσι τοῖς οὖσιν ἀνέλκων
θεούς, αὐτός δέ
ὑπό
πάντων οὐ
καθελκόμενος· πάλιν τοῦ Διός τάφος ἐν τῇ Κρήτῃ
δείκνυται. Ἄν ἴδω σου
τόν Κερδῷον καί
τόν Λόγιον καί τόν Ἐναγώνιον, συγκρύπτω τούς ὀφθαλμούς
καί παρατρέχω σου τόν θεόν αἰδοῖ τοῦ
θεάματος· σύ δέ μοι προσκύνει τό σύντονον τοῦ λόγου
καί τό σακέλλιον. Ἕν σου μόνον αἰδέσιμον,
αἱ παρ᾿ Αἰγυπτίοις
δι᾿ ἀνδρογύνων
τιμαί τοῦ
Νείλου, αἵ τε Ἴσιδες
καί οἱ
Μενδήσιοι θεοί καί οἱ Ἄπιδες,
τἆλλα
τε, ὅσα πλάττεις
ἤ
γράφεις, θηρία σύνθετα καί ἀλλόκοτα. Γελῶ σου
τόν Πᾶνα καί
τόν Πρίαπον καί τόν Ἑρμαφρόδιτον καί τούς ὑπό
μανίας περικεκομμένους ἤ διεσπασμένους θεούς...» (MPG.
35,705).
7 Αὐτοί «οὐ γάρ
φόβῳ καί
κολάσει, οὐδέ ἀπειλῇ καί
τιμωρίᾳ, ἀλλ᾿ ἀγάπῃ θείᾳ καί
φίλτρῳ
ζέοντι τῷ περί
Θεόν ἐγένοντο
τοιοῦτοι, οἷοι δή
καί ἐγένοντο.
Οὐ γάρ ἐδεήθησαν
προσταγμάτων, οὐδέ ἐντολῶν καί
νόμων, ὥστε ἀρετήν ἑλέσθαι
καί φεύγειν κακίαν, ἀλλ᾿ ὥσπερ εὐγενεῖς παῖδες
καί ἐλεύθεροι,
τήν οἰκείαν ἐπιγνόντες
ἀξίαν,
χωρίς φόβου τινός καί κολάσεως ηὐτομόλησαν
πρός τήν ἀρετήν· οἱ δέ
λοιποί πάντες Ἰουδαῖοι, ἐπειδή
πρός κακίαν ἀπέκλιναν, τοῦ κατά
τόν Νόμον ἐδεήθησαν χαλινοῦ»!
(MPG 51,286).
8 Πραγματικά, ὅπως
λέγει ὁ Ἐπίσκοπος
π. Ἀθανάσιος
Γιέβτιτς «ἡ Παναγία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη
τόν Δαμασκηνό καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι ἡ
κορυφή καί τό τέλος ὅλης τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης καί εἰς αὐτήν ἀναφέρονται
ὅλαι αἱ
προεικονίσεις καί προτυπώσεις καί προφητεῖαι τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης (Β΄9-10). Εἶναι ἡ ἀποκορύφωσις
καί ὁ
καρπός ὅλης τῆς
παλαιοδιαθηκικῆς “παιδαγωγικῆς”
προετοιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος
διά τήν ὑποδοχήν
τοῦ
σαρκωθέντος Θεοῦ Σωτῆρος
καί διά τοῦτο εἶναι ἀδύνατον
νά γίνη ὁ
χωρισμός της ἀπό τό ἀνθρώπινον
γένος τοῦ Ἀδάμ.
Διά τοῦτο τήν
ὀνομάζει
ὁ ἱερός
πατήρ “θυγατέρα τοῦ Ἀδάμ”
(Γ΄2· Α΄6), ἐνῶ τόν Δαυΐδ
ὀνομάζει
“προπάτορα καί θεοπάτορα” (Γ΄2) ἀπό τήν
ρίζα τοῦ ὁποίου
“κατ᾿ ἐπαγγελίαν”
(Β΄7· Ἔκδ.
ΙV,14) ἐγεννήθη
ἡ
Παναγία συνενοῦσα ἐν ἑαυτῇ τήν ἱερατικήν
καί βασιλικήν ρίζαν (Α΄,6)» (ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ, σελ. 244. – Οἱ
σημειούμενες στήν ἀνωτέρω περικοπή παραπομπές Β΄,
Γ΄ ἀναφέρονται
σέ θεομητορικές ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ
Δαμασκηνοῦ. Βλ. Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ (ἔκδοσις
ἱδρύματος
«ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ»).
9 Ὑπῆρχε
καί βιβλίο ἀπωλεσθέν πού περιεῖχε αὐτούς
τούς πολέμους καλούμενο «βιβλίον τῶν πολέμων
τοῦ
Γιαχβέ»· βλ. Ἀριθ. 21,14.
10 Βλ. Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί
Προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, τόμος Α΄ Ἀθῆναι
19683, σελ. 69. 70.79.
11 Καί ἡμεῖς γιά
τόν ἴδιο
λόγο κατά τούς ἐθνικούς μας ἀγῶνες
γιά τήν ἐλευθερία
μας ὀνομάσαμε
τήν Παναγία μας «Ὑπέρμαχο Στρατηγό».
12 Ἐνθυμοῦμαι ὅτι
κατά μίαν ἐπισκεψή μου στόν μακαριστό διδάσκαλο
Βασίλειο Βέλλα στήν οἰκία του, τοῦ
τηλεφώνησε ὁ γνωστός Εὐάγγελος
Παπανοῦτσος
καί τόν ἐρώτησε
τί σημαίνει ἡ φράση τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης «τόν οὐροῦντα
πρός τοῖχον»
(Α΄ Βασ. 25,22. Δ΄ Βασ. 9,8). Καί ὁ ἐπιστήμων
ἑρμηνευτής
ἀπάντησε
ἀμέσως:
«Ἡ
φράσις εἶναι
περίφρασις καί δηλοῖ τόν ἄρρενα,
διότι μόνον ὁ ἄρρην
δύναται νά οὐρῇ ἐπί τόν
τοῖχον»!
(γ' μέρος).
Ἐπειδή
φαίνεται ὡς βιβλίο ἱστορίας
τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ
Ἄλλος
σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀποκρούεται
στίς ἡμέρες
μας ἀπό
τούς Ἕλληνες
ἰδιαίτερα
ἡ
Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὅτι αὐτή
φαίνεται σάν μία ἱστορία ἑνός
λαοῦ, τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ. Καί
εἶναι ἀνάξιο,
λοιπόν, λέγουν γιά τόν Ἕλληνα, τόν ἀπόγονο
ἐνδόξων
ἡρωικῶν
προγόνων, εἶναι ἀνάξιο,
λέγουν, νά θεωρεῖ αὐτός ὡς ἱερό τό
κείμενο πού παρουσιάζει τόν Ἰσραήλ ὡς ἐκλεκτό
λαό τοῦ Θεοῦ. Καί
εἶναι ἀνάξιο,
πάλι λέγουν, γιά τόν Ἕλληνα, τόν μαθητή τοῦ
Πλάτωνα και τοῦ Ἀριστοτέλη,
νά ὀνομάζει
τούς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ ὡς «προπάτορές
του»! Ἀπό ἐθνικιστικό,
δηλαδή, κυρίως λόγο ἀπορρίπτεται ἡ
Παλαιά Διαθήκη στίς ἡμέρες μας.
Καί πάλι τό λάθος ἐδῶ, ὅπως
στίς προηγούμενες δύο περιπτώσεις, εἶναι
θεολογικό. Κατά πρῶτον ἔχουμε
νά ποῦμε ὅτι τό
πᾶν εἶναι ἡ
θέωση, τό νά βροῦμε δηλαδή στήν ζωή μας τόν Θεό
καί νά ἑνωθοῦμε
μαζί του. Καί ἡ θέωση ὑπερβαίνει
τήν φύση καί δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ ἐθνικό
σωβινισμό. Ὁ Θεός δέν κάνει γεωγραφία καί ἐπιφαίνεται
σέ ὁποιονδήποτε
τόν ζητήσει μέ καθαρή καρδιά (βλ. Πράξ. 2,9-21). Ἡ
Παναγία ἦταν
μία Ἑβραιοπούλα·
καί ὅμως γι᾿ Αὐτήν
τήν Ἑβραιοπούλα
ἐργαζόταν
ὅλη ἡ πρό
Χριστοῦ ἐποχή,
γιά νά γεννηθεῖ δηλαδή ἡ
κατάλληλη γυναίκα, πού θά γίνει Μητέρα τοῦ
Μεσσίου. Αὐτήν ἐξέλεξε
ὁ Θεός
γιά Μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Υἱοῦ Του.
Τί, λοιπόν; Δέν θά δεχθοῦμε τήν Παναγία μας, ἐπειδή
δέν ἦταν Ἑλληνίδα,
ἀλλά ἦταν Ἑβραία
τήν καταγωγή; Καί ἄν ἦταν Ἑλληνίδα
δέν θά ἔπρεπε
νά τήν δεχθεῖ ὁ
Γάλλος ὀρθόδοξος,
ἐπειδή ἦταν Ἑλληνίδα
καί ὄχι
Γαλλίδα; Καί ὁ ἀπόστολος
Παῦλος
πάλι ἦταν
καί αὐτός Ἑβραῖος. Θά
ἀπορρίψουμε,
λοιπόν, καί τόν μέγα Ἀπόστολο, ἐπειδή
δέν ἦταν Ἕλληνας[2];
Κατά δεύτερον ὅμως ἔχουμε
νά ποῦμε ὅτι σ᾿ αὐτήν
τήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός παρουσιάζεται ὡς
παγκόσμιος καί προνοῶν ὑπέρ ὅλου τοῦ
κόσμου, χωρίς νά ἔχει καμμία ἰδιαιτέρα
προτίμηση πρός τόν ἑβραϊκό λαό. Ὁ
προφήτης Ἀμώς ἀρνεῖται
στόν Ἰσραήλ,
νά νομίσει, ὅτι ἔχει
κάποιο ἰδιαίτερο
προνόμιο ἀπό τόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί
σ᾿ αὐτήν
τήν ἔξοδό
του ἀπό τήν
Αἴγυπτο,
γιά τήν ὁποία
τόσο πολύ αὐτός ἐκαυχᾶτο,
δέν τῆς
δίνει ὁ
προφήτης καμμία ἰδιαίτερη σημασία καί τήν θέτει
παράλληλη πρός τήν ἔξοδο τῶν
Φιλισταίων ἀπό τήν Κιαφθώρ καί τῶν Ἀραμαίων
ἀπό τήν
Κήρ. Ὁ
προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει στούς Ἰσραηλῖτες:
«Δέν μοῦ εἶστε ὡς οἱ Αἰθίοπες
σεῖς,
τέκνα τοῦ Ἰσραήλ;
Δέν ἐξήγαγα
τόν Ἰσραήλ ἀπό τήν
Αἴγυπτο
καί τούς Φιλισταίους ἀπό τήν Κιαφθώρ καί τούς Ἀραμαίους
ἀπό τήν
Κήρ;» (Ἀμ. 9,
7).
Καί τό προνόμιο τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἰσραήλ
δέν σημαίνει, ὅτι αὐτός ἔχει ἰδιαίτερα
ὑπέρ τά
ἄλλα ἔθνη
δικαιώματα, ἀλλά σημαίνει τήν ἰδιαίτερη
ὑποχρέωσή
του νά τελεῖ τό ἀγαθό·
καί ἐπειδή
αὐτό δέν
γίνεται, γι᾿ αὐτό θά
τιμωρηθεῖ καί
περισσότερο. Ὁ Θεός λέγει πάλι στούς Ἰσραηλῖτες:
«Μόνο σᾶς ἐξέλεξα
ἀπό ὅλες
τίς φυλές τῆς γῆς, ἀλλά γι᾿ αὐτό θά
τιμωρήσω ὅλες τίς ἁμαρτίες
σας» (Ἀμ. 3,
2).
Εἶναι ἀλήθεια,
ὅτι ὁ Ἰσραήλ ἔπαθε
τήν πλάνη νά ταυτίσει τόν Γιαχβέ μέ τό ἔθνος
του, καί πίστευσε, ὅτι ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται
μόνο γιά τόν Ἰσραήλ ἀδιαφορών
γιά τά ἄλλα ἔθνη. Αὐτήν
τήν πλάνη τήν ἐπολέμησαν σφοδρότατα οἱ προφῆτες. Ἁλλά ἐξ ὅλων τῶν γιά
τήν παγκοσμιότητα τοῦ Θεοῦ
προφητικῶν λόγων
πιό ἰσχυρός
καί δυνατός εἶναι, νομίζουμε, ἐκείνη ἡ ὡραία
διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ
γραμμένη ἀπό ἕναν ἄγνωστο
συγγραφέα τῆς προφητικῆς σχολῆς.
Στήν διήγησή του αὐτή ὁ
συγγραφεύς αὐτός παρουσιάζει τόν Θεό νά ἐνδιαφέρεται
γιά τήν σωτηρία καί τῶν πολύ πέραν τῶν Ἰσραηλιτῶν καί ἐθνικῶν ὄντων
Νινευϊτῶν. Καί
μάλιστα ἡ
διήγησή του παρουσιάζει καί αὐτόν τόν προφήτη Ἰωνᾶ νά εἶναι
δέσμιος τῆς ἀντιλήψεως
ὅτι τά ἄλλα ἔθνη, ἐκτός
τοῦ Ἰσραήλ,
εἶναι
βδελυκτά καί ὅτι ὁ
Γιαχβέ εἶναι
Θεός τοῦ Ἰσραήλ
μόνο, γι᾿ αὐτό καί
ἀντιλέγει
στό θεῖο
κέλευσμα καί ἀρνεῖται
καί δέν θέλει νά πορευθεῖ στήν Νινευΐ. Ἀλλά ἡ
διήγηση κατακλείεται μέ τό μάθημα, ὅτι οἱ ἐθνικοί
Νινευῖτες ἦταν
καλύτεροι ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες
καί ὑπήκουσαν
στό κήρυγμα τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ καί ἐσώθησαν.
Τόν δέ Μεσσία ἡ Παλαιά Διαθήκη τόν ἐμφανίζει
καί αὐτόν ὡς
παγκοσμία προσωπικότητα, γι᾿ αὐτό καί
τόν παρουσιάζει ὡς προσδοκία ὅλων τῶν ἐθνῶν καί
παριστᾶ τόν Ἴδιο
τόν Μεσσία νά ἀποτείνεται σέ ὁλόκληρο
τόν κόσμο μέχρις αὐτῶν τῶν ἀπωτάτων
νήσων (Γεν. 49, 10. Ἠσ. 42, 4. 49, 1).
Ἐπειδή ἀγνοοῦν τό ὡραῖο της
θεολογικό περιεχόμενο
Δέν θά μποροῦσαν νά
περιφρονήσουν τήν Παλαιά Διαθήκη οἱ
καταφρονητές της, δέν θά τολμοῦσαν νά κάνουν κάτι τέτοιο, ἄν ἐγνώριζαν
τό ὡραῖο της
καί βαθύ περιεχόμενο, τήν νόστιμη θεολογία της καί τά ὡραῖα της
διδάγματα. Γι᾿ αὐτό ὅσοι ὁμιλοῦν
περιφρονητικά γιά τήν Παλαιά Διαθήκη προδίδουν τήν ἄγνοιά
τους ὡς πρός
τό περιεχόμενό της, προδίδουν ὅτι δέν τήν ἔχουν
διαβάσει ἤ ἄν τήν
διάβασαν δέν τήν ἐνόησαν. Τέτοια ὑψηλή
διδασκαλία, σάν κι αὐτή πού βρίσκουμε στίς ἱερές
σελίδες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, δέν θά βροῦμε σέ κανένα ἐξωβιβλικό
κείμενο, οὔτε, ἐννοεῖται,
καί στά κείμενα τῶν Ἑλλήνων
φιλοσόφων. Καί αὐτό βεβαίως ἔχει
τήν ἑρμηνεία
του: Τά κείμενα τῶν φιλοσόφων αὐτῶν εἶναι τοῦ ἀνθρωπίνου
νοῦ δημιουργήματα,
ἡ δέ
διδασκαλία τῶν ἱερῶν
συγγραφέων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης εἶναι ἀποκάλυψη
Θεοῦ, εἶναι τό
«Τάδε λέγει Κύριος»! Γιά παράδειγμα, πῶς νά ἐξηγήσουμε
διαφορετικά τήν ὑψηλή θεολογία τοῦ
τσοπάνου προφήτου Ἀμώς; Ἀπό τόν
ἴδιο
τόν ἑαυτό
του δέν μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε
τό φαινόμενο ἕνας Ἑβραῖος
βοσκός νά παρουσιάζει τέτοια σοφία, σοφία πού δέν τήν ἔχει ὁ
Σωκράτης καί ὁ Πλάτων[3], γιατί ὁ ἴδιος ὁ Ἀμώς ἦταν ἀγράμματος.
Ἀπό τό
περιβάλλον του πάλι δέν μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε
τήν θεολογία τοῦ Ἀμώς,
γιατί σέ κανένα ἔξω ἀπό τό Ἰσραήλ
κείμενο τῆς τότε ἐποχῆς (8ος
αἰών)
δέν συναντοῦμε τέτοια διδασκαλία. Κατ᾿ ἀνάγκη
θά πρέπει νά δεχθοῦμε, ὅτι ἡ σοφία
τοῦ
προφήτου εἶναι ἀποκάλυψη
Θεοῦ[4].
Θά μᾶς ἔφερε
πολύ μακρυά ὁ λόγος, ἄν θά
θέλαμε νά μιλήσουμε ἐδῶ, ἔστω
καί μέ πολλή γενικότητα, γιά τήν γλυκειά καί ὑψηλή
θεολογία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, πού ἀγνοοῦν οἱ
καταφρονητές της· ἄν παρουσιάζαμε μόνο ἀπό τήν
θεολογία της τήν περί προόδου τῆς ἁμαρτίας
διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὅπου στό καταφρονούμενο αὐτό ἱερώτατο
βιβλίο φαίνεται τό σωτηριολογικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά
τήν σωτηρία ὄχι τοῦ Ἰσραήλ
μόνο, ἀλλά ὅλου τοῦ
κόσμου, γιά νά νοήσουμε ἐκεῖνον
τόν φοβερό λόγο τοῦ ἀποστόλου
Παύλου: «Συνέκλεισε ὁ Θεός τούς πάντας εἰς ἀπείθειαν,
ἵνα
τούς πάντας ἐλεήσῃ»
(Ρωμ. 11, 32)[5].
Γενικῶς ἀναφερόμενοι
στό περιεχόμενο τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης λέγομε, ὅτι ἔχει αὐτά τά
τρία: α) Τό ἐκπληρούμενον. Εἶναι οἱ τύποι
της καί οἱ προφητεῖες της
περί τοῦ
Μεσσίου πού ἐκπληρώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ μέ
τήν σάρκωσή του στόν κόσμο. β) Τό συμπληρούμενον. Εἶναι ἡ περί
πίστεως καί ἠθικῆς
διδασκαλία της, τήν ὁποίαν ὁ
Χριστός ὄχι
μόνον δέν κατήργησε, ἀλλά «καί σφόδρα ἐπέτεινε»,
(Χρυσόστομος)[6] δηλαδή συνεπλήρωσε. γ) Τό καταργούμενον. Εἶναι οἱ αὐστηρές
τελετουργικές διατάξεις τοῦ Νόμου, οἱ ὁποῖες
δόθηκαν εἰδικά γιά τόν ἰουδαϊκό
λαό γιά τήν σκληρότητά του καί παχυλότητά του, ὅπως εἴπαμε,
γιά τίς ὁποῖες ὅμως
πρέπει νά ἐπαινέσουμε τήν Παλαιά Διαθήκη, γιατί «τούς
(Ἑβραίους)
πρός τοσαύτην κατενεχθέντας κακίαν ἠδυνήθη
διά τῆς οἰκείας
σφοδρότητος ἀπαλλάξαι τῆς
πονηρίας, μαλάξαι τε καί ποιῆσαι καταπειθεῖς τῇ
χάριτι καί πρός τήν τῆς Καινῆς ὁδηγῆσαι
φιλοσοφίαν» (Χρυσόστομος, MPG. 51,287).
Θέλοντας ἐν
κατακλεῖδι νά
παρουσιάσω κάτι μόνο ἀπό τήν ὑψηλή
διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, σάν ὀρεκτικό πρός μελέτη της, προτίμησα τήν
περικοπή Μιχ. 6,6-8. Οἱ ἄνθρωποι
τῆς ἐποχῆς τοῦ
προφήτου Μιχαίου (8ος αἰών) ἀναζητοῦσαν
μέν τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶχαν
σωστή ἔννοια
Θεοῦ. Καί ἐνόμιζαν
ὅτι ὁ Θεός
εὐαρεστεῖται μέ
παχυλές θυσίες κριῶν καί μόσχων καί μέ προσφορές ἐλαίου ἤ – τό ἀκόμη
πολύ χειρότερο – γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους
ἐνόμιζαν,
ὅτι
πρέπει νά θυσιάσουν τό πρωτότοκο παιδί τους. Καί ἐρωτοῦν,
λοιπόν, τόν προφήτη Μιχαία:
6,6 Μέ τί πρέπει νά παρουσιασθῶ στόν
Γιαχβέ, νά προσκυνήσω τόν ὕψιστο Θεό; Πρέπει νά
παρουσιασθῶ μέ ὁλοκαυτώματα,
μέ ἐνιαύσιους
μόσχους;
7 Εὐαρεστεῖται ὁ Θεός
σέ χιλιάδες κριῶν καί σέ μυριάδες ποταμούς ἐλαίου;
Πρέπει νά προσφέρω τόν πρωτότοκό μου γιά τήν ἁμαρτία
μου, τό γέννημα τοῦ σώματός μου γιά τήν ἀνομία
τῆς ψυχῆς μου;
Στά ἐναγώνια
αὐτά ἐρωτήματα
τῶν ἀνθρώπων
τῆς ἐποχῆς του,
γιά τό πῶς ὁ ἄνθρωπος
θά βρεῖ τόν
Θεό καί θά τόν εὐαρεστήσει, ὁ
προφήτης Μιχαίας ἀπαντᾶ:
8 Σοῦ ἀναγγέλθηκε,
ἄνθρωπε,
τί εἶναι
καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό
σένα. Τίποτε ἄλλο, παρά δικαιοσύνη καί ἀγάπη
νά ἐξασκεῖς καί
νά πορεύεσαι ταπεινόφρονα πρός τόν Θεό σου!
Ἡ ἀπάντηση
αὐτή τοῦ
προφήτου Μιχαία εἶναι ὕψος! Εἶναι ἡ οὐσία τῆς
θρησκείας! Θρησκεία, κατά τόν ἀθάνατο αὐτό
στίχο τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, τόν Μιχ. 6,8, εἶναι αὐτά τά
τρία: α) Νά εἴμαστε δίκαιοι πρός ὅλους
τούς ἀνθρώπους·
β) νά ἀγαπᾶμε ὅλους·
καί γ) νά φερόμαστε μέ εὐλάβεια ἀπέναντι
τοῦ Θεοῦ μας.
Ἄς
προσέξουμε, ὅτι ὁ
προφήτης στήν ἀπάντησή του εἶπε τό:
«Σοῦ ἀναγγέλθηκε,
ἄνθρωπε,
τί εἶναι
καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό
σένα». Πραγματικά αὐτά τά τρία πού λέγει ἐδῶ ὁ
προφήτης στόν ἐρωτῶντα αὐτόν
λαό, τοῦ τά εἶχαν πεῖ καί οἱ
προηγούμενοι ἀπό αὐτόν
προφῆτες,
γι᾿ αὐτό ὁ
προφήτης μας λέγει «σοῦ ἀναγγέλθηκε,
ἄνθρωπε».
Πρίν ἀπό τόν
προφήτη Μιχαία προφῆτες μέ γραπτά κείμενα ἦταν ὁ
προφήτης Ἀμώς πρῶτα, ὁ ὁποῖος ἐτόνισε
πολύ τήν δικαιοσύνη (βλ. Ἀμ. 2, 6 ἑξ. 5,
11· 4, 1 ἑξ. 3, 10· 5, 7.10.12.15 κ.ἄ.)· ἔπειτα ἔχουμε
τόν προφήτη Ὠσηέ, πού ἐκήρυξε
τόν Θεό ὡς ἀγάπη
καί παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει ἐκεῖνον
τόν ἀθάνατο
λόγο στούς τυφλούς Ἰσραηλῖτες τῆς ἐποχῆς του,
πού ζητοῦσαν
καί αὐτοί νά
βροῦν Τόν
Θεό μέ παχυλές θυσίες: «Ἀγάπη θέλω καί ὄχι
θυσίες, γνώση Θεοῦ καί ὄχι ὁλοκαυτώματα»
(Ὠσ.
6,6)· καί μετά τόν Ὠσηέ ἔχουμε
χρονολογικῶς τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος
κήρυξε τόν Θεό ὡς «καδώς», δηλαδή, ὡς «ἅγιον»,
μέ τήν ἔννοια
τοῦ
παντοκράτορος, ἔναντι τοῦ Ὁποίου ὁ ἄνθρωπος
πρέπει νά αἰσθάνεται δέος, ταπείνωση καί εὐλάβεια
καί νά ὑπακούει
στό θέλημά Του (Ἠσ. 6,3.5. 2,10. 8,11 ἑξ.
30,15. κ.ἄ.). Ὁ
προφήτης Μιχαίας ἀποδεικνύεται ἕνας
καλός μαθητής τῶν προηγουμένων τριῶν
διδασκάλων του προφητῶν καί σέ ἕνα
λόγο του συνάπτει τήν οὐσιαστική τους διδασκαλία
γράφοντας τόν ὑπέροχο πράγματι 6,8 στίχο τοῦ
βιβλίου του. Ἀλλά, τελειώνοντας τόν πενιχρό μας ἐδῶ λόγο
περί τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, ἄς ἀκούσουμε
τόν μακαριστό Διδάσκαλό μας Βασίλειο Βέλλα σχολιάζοντα τόν στίχο μας Μιχ. 6,8,
τόν λόγο τοῦ προφήτου, ὅτι τήν
θρησκεία τήν ἀποτελοῦν τά
τρία αὐτά:
Δικαιοσύνη, ἀγάπη καί εὐλάβεια
πρός τόν Θεό:
«Βεβαίως νέον τι τά τρία ταῦτα
σημεῖα δέν ἀποτελοῦν. Ὁ ἴδιος
δέ ὁ
προφήτης διά τῆς φράσεως “σοῦ ἀνηγγέλθη”,
ἀναφερομένης
εἰς τόν
προηγούμενον χρόνον καί προφανῶς εἰς τήν
διδασκαλίαν τῶν προηγηθέντων προφητῶν, ὑποδηλοῖ ὅτι δέν
διατυποῖ νέον
τι. Τό πρωτότυπον ὅμως, τό νέον, ἔγκειται
ἐν τῇ
συνενώσει τῶν τριῶν
τούτων σημείων. Ἀπό τῆς ἀπόψεως
μόνον ταύτης δύναται νά θεωρηθῇ ὁ
Μιχαίας ὡς ὁ
μεγαλύτερος τῶν προφητῶν τοῦ Η΄ αἰῶνος,
διότι συνενοῖ καί συγκεντροῖ τήν
διδασκαλίαν πάντων τῶν προηγηθέντων προφητῶν. Ὁ
στίχος οὗτος ἀποτελεῖ
πράγματι τήν ἀνωτάτην βαθμίδα τῆς
προφητικῆς
διδασκαλίας τοῦ Η΄ αἰῶνος.
Διατυποῦται
σαφῶς ἐνταῦθα
θρησκεία καθαρῶς πνευματική, θεμελιουμένη ἐπί ἀσαλεύτων
βάσεων. Ἐδῶ
πράγματι ἀναπνέει κανείς ἐν τῷ μέσῳ τῆς
ζοφερᾶς καί ἀποπνικτικῆς
πνευματικῆς καί θρησκευτικῆς ἀτμοσφαίρας
σύμπαντος τοῦ περιοίκου πρός τόν Ἰσραήλ ἀρχαίου
τότε κόσμου τόν ζείδωρον τῆς ἀληθοῦς
θρησκείας ἀέρα καί ἀπό τῶν ὑπερυψήλων
τούτων προφητικῶν κορυφῶν
διαβλέπει εἰς τόν καθαρόν πλέον οὐρανόν
τήν πρός τόν ἀληθῆ Θεόν ὁδόν.
Μάτην εἰς τάς
διαφόρους θρησκείας καί τάς θρησκευτικάς φιλολογίας τῆς τότε
ἐποχῆς ἀναζητοῦμεν ἔστω
καί πενιχρόν τι παράλληλον χωρίον πρός τόν στίχον τοῦτον τοῦ
Μιχαίου. Ὁ στίχος οὗτος
παραμένει ὡς μοναδικός καί παραμένει πάντοτε μέ ἀναλλοίωτον
κάλλος, μέ ἀκατάβλητον δύναμιν, μέ κῦρος ἀπρόσβλητον»
(Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ., 3, σελ. 325, 326).
Ὡς
συμπέρασμα τῆς παρούσης ταπεινῆς
μελέτης μας εἶναι αὐτός ὁ λόγος
τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ
Χρυσοστόμου: «Τό γάρ αὐτό Πνεῦμα καί
τά ἐν τῇ Παλαιᾷ καί
τά ἐν τῇ Καινῇ πάντα
ᾠκονόμει,
εἰ καί
διαφόρως. Διά τοῦτο καί Παῦλος ἔλεγεν·
“Ἔχοντες
τό αὐτό Πνεῦμα τῆς
πίστεως”» (MPG. 51, 287).
[1] Ἡ
παρούσα μελέτη, γραμμένη ὡς Κατήχηση γιά τόν λαό, εἶναι ἀνάπτυγμα
τῆς
κατόπιν Ἐντολῆς εἰσηγήσεως
τήν 17-6-2003 στήν Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας
μας περί τῆς Ἀρχαιολατρίας,
γιατί οἱ
λεγόμενοι «ἀρχαιολάτρες» πολεμοῦν
σφόδρα τήν Παλαιά Διαθήκη.
2 Ὁ
μακαριστός πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης γράφει τά ἑξῆς
σπουδαῖα:
«...Τό θεμέλιον τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ
θέωσις, ἥτις
νικᾷ τήν
φύσιν καί ποιεῖ κατά χάριν θεούς τούς ἀνθρώπους.
Αὕτη εἶναι ἡ πηγή
τῆς ἀνωτάτης
δυνατῆς ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ
κατανοήσεως τῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει
τήν φύσιν τοῦ λόγου καί τοῦ νοός
τοῦ ἀνθρώπου
καί μηδεμίαν σχέσιν ἔχει πρός ἐθνικόν
τινα σωβινισμόν. Τό ὅτι τήν πλειοψηφίαν τῶν
θεωθέντων κατά τήν ἱστορικήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας
ἀποτελοῦν ἑλληνόφωνοι
Ρωμαῖοι
Πατέρες καί Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας,
δέν σημαίνει ὅτι δέν δύνανται καί οἱ ἄλλων
γλωσσῶν καί ἐθνικοτήτων
πιστοί νά γίνουν ἐξ ἴσου
θεοφόροι, ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε
σημαίνει ὅτι δύνανται νά γίνουν ἀνώτεροι
θεολογικῶς καί
πνευματικῶς. Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν
ἀνώτερα
ἤ
διάφορα στάδια θεώσεως, ὡς ἡ ἔλλαμψις,
ἡ θέα
καί ἡ
διαρκής θέα, ἀλλά ταῦτα οὐδεμίαν
σχέσιν ἔχουν
πρός ἐθνικήν
τινα ἰδιοσυγκρασίαν.
Οἱ ἀπόστολοι
εἰς τό ὄρος
Θαβώρ καί κατά τήν Πεντηκοστήν ἔλαβον τήν θέωσιν εἰς τόν ἀνώτερον
δυνατόν ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ
βαθμόν· καί ὁ Μωυσῆς ἐθεώρει
τήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σινᾶ
τεσσαράκοντα ἡμέρας καί νύκτας. Οὗτοι οὔτε Ἕλληνες,
οὔτε Λατῖνοι, ἀλλά οὔτε καί
Σλαῦοι ἦσαν»
(Ρωμαῖοι ἤ
Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
τόμος πρῶτος,
Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 83). Λέγομε, λοιπόν, κατά πρῶτον, ὅτι εἶναι
μεγάλο θεολογικό λάθος τό νά ἀπορρίπτουμε τήν Παλαιά Διαθήκη
ἐπειδή
διαβάζουμε σ᾿ αὐτήν ἀποκάλυψη
Θεοῦ πρός
τόν ἰσραηλιτικό
λαό καί ὄχι
στόν δικό μας ἑλληνικό λαό.
3 Μία λεπτή παρατήρηση: Ὁ
Κύριός μας Ἰησοῦς
Χριστός ἔλαβε
τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης καί τόν συμπλήρωσε στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία
του, λέγοντας: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη
τοῖς ἀρχαίοις...»,
«Ἐγώ δέ
λέγω ὑμῖν...».
Καί ἔγινε αὐτό ἐπειδή
«ταιριάζει» ἡ Παλαιά Διαθήκη μέ τήν Καινή, ἀφοῦ ἔχουν
τόν ἴδιο
νομοθέτη. Θά μποροῦσε ὁ
Χριστός νά πάρει τά βιβλία τῶν Ἑλλήνων
φιλοσόφων καί νά κάνει τό ἴδιο συμπληρώνοντάς τα; Ὄχι, ἀσφαλῶς γιά
τό ἀταίριαστο!
Ἡ
παρατήρηση αὐτή εἶναι τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου: «Καί ὁ Χριστός δέ, εἰ
πονηρά τις ἦν καί ἀλλοτρία
(ἡ
Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ἔλεγαν
οἱ
κατήγοροί της) οὐκ ἄν αὐτήν ἐπλήρωσεν
ἐλθών ἅπασαν...
ὥστε δεῖξαι
συγγενῆ
ταύτην οὖσαν τῇ Καινῇ·
τίνος ἕνεκεν
οὐχί καί
τῶν Ἑλλήνων
ἐπλήρου
νόμιμά τε καί ἔθη;» (Εἰς τό
κατά Ματθαῖον, Ὁμιλία
ΙΣΤ΄δ. MPG 57,244). Περί τοῦ ἀνεπαρκοῦς τῆς ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας καί περί τοῦ ὅτι δέν
δύναται κἄν νά συγκριθεῖ πρός
τό ὕψος τῆς
χριστιανικῆς θεολογίας, βλ. πατερικές περικοπές εἰς ἀρχιμ. Ἐπιφανίου
Θεοδωροπούλου, Ἄρθρα, μελέται-ἐπιστολαί,
τόμ. Α΄, σέλ. 11-83.
4 Τό δυνατό αὐτό ἐπιχείρημα
περί τῆς ἐκ
θείας ἀποκαλύψεως
διδασκαλίας τοῦ ποιμένος προφήτου Ἀμώς εἶναι τοῦ
Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα. Παραθέτω τήν σχετική του περικοπή ὡς ὡραῖα αὐτός
τήν ἐκφράζει:
«Ἀλλ᾿ ἡ ἔκπληξίς
μας ἀποβαίνει
ἔτι
μεγαλυτέρα εὐθύς ὡς ἐπιχειρήσωμεν
νά κατατάξωμεν τόν Ἀμώς εἰς τό ἱστορικόν
πλαίσιον τῆς ἐποχῆς του.
Πανταχοῦ τῆς τότε
Ἀνατολῆς θά εὕρωμεν
θρησκείας οὐ μόνον ὑπό εἰδεχθεστάτας
πολυθεϊστικάς μορφάς ἀλλά καί ἐστερημένας
πάσης δυνάμεως, συναπολεσθείσας δέ μετά τῶν λαῶν, μεθ᾿ ὧν ἦσαν
συνδεδεμέναι. Τό πνευματικόν ἀφ᾿ ἑτέρου
περιβάλλον τῆς τότε ἐποχῆς ἦτο ἀνίκανον
νά ἐκκολάψῃ ὑψηλάς
πνευματικάς ἰδέας. Εἶναι
βεβαίως ἀληθές ὅτι ὁ Ἀμώς
πολλά ἤντλησε
ἐκ τῆς
Μωσαϊκῆς καί
προφητικῆς
παραδόσεως, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς δέν ἐξηγοῦνται
πάντα, διότι πολλά σπουδαῖα νέα σημεῖα ἀναφαίνονται.
Ἡ
διδασκαλία τοῦ Ἀμώς
διαπερᾷ τά
πνευματικά ὅρια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης,
προτρέχουσα ἐν τῇ ἱστορίᾳ αἰῶνας ὁλοκλήρους.
Ἀλλ᾿ ἐάν ἐκ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
δέν δυνάμεθα νά ἐξηγήσωμεν τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἀμώς,
πολύ ὀλιγώτερον
δυνάμεθα νά κατανοήσωμεν αὐτήν ἐξ αὐτοῦ
τούτου τοῦ Ἀμώς.
Τό ὕψος,
τήν δύναμιν καί τήν καθαρότητα αὐτῆς δέν
δύνανται νά βαστάσουν οἱ ὦμοι ἑνός ἁπλοῦ
ποιμένος τῆς ἀπομεμακρυσμένης
Θεκοά, οὔτε νά
διατυπώσουν ποιμενικά χείλη. Δυνάμεθα ἐπί τῆς ἐπιστημονικῆς μας
τραπέζης ὅσον θέλομεν αὐστηρότερον
νά ἐφαρμόζωμεν
τάς ἱστορικάς
μεθόδους, μέχρι τῶν ἐλαχιστοτέρων
ν᾿ ἀναλύωμεν
τήν ἐποχήν ἐκείνην
καί νά προσπαθῶμεν νά ἐννοήσωμεν
τήν διδασκαλίαν τοῦ προφήτου ἐκ τῆς ἀντιθέσεως
τοῦ
πολιτισμοῦ τοῦ
χωρίου, εἰς ὅν ἀνετράφη
ὁ Ἀμώς,
πρός τόν πολιτισμόν τῶν πόλεων, ὅν
βραδύτερον εἶδεν ὁ
προφήτης. Δέν θά δυνηθῶμεν ὅμως τά
πάντα οὕτω νά
κατανοήσωμεν ἀλλά θά στραφῶμεν ἀναγκαίως
πρός τήν φωνήν ἐκείνην τοῦ
προφήτου “τάδε λέγει ὁ Γιαχβέ”, ἥτις
καί παρέχει τήν λύσιν τοῦ προβλήματος» (Θρησκευτικαί
Προσωπικότητες τῆς Π.Δ.3, σελ. 169.170).
5 Γιά τήν περί «προόδου τῆς ἁμαρτίας»
ἀντίληψη
τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρό
κεφάλαιο στήν θεολογία της, σχετιζόμενο μέ τήν περί ἱστορίας
διδασκαλία της, ἐγράψαμε στόν μέλλοντα νά
κυκλοφορήσει ὑπό τῆς
Μητροπόλεως Φλωρίνης, προνοίᾳ τοῦ
Μητροπολίτου αὐτῆς κ.
ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ, τιμητικό τόμο πρός τόν Γέροντα πρῴην
Μητροπολίτη Φλωρίνης π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΝ, στήν μελέτη μας «Οἱ προφῆτες τῆς
Παλαιᾶς
Διαθήκης καί ἡ διδασκαλία τους».
6 Εἰς τό
κατά Ματθαῖον ὁμιλία
ΛΘ΄, εἰς Ἅπαντα Ἁγίων
Πατέρων, τόμ. 66, σελ. 267.Φ
http://www.ppu.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου