ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ .
Ανθολόγιον περί της αξίας των θείων και Ιερών Κανόνων .
Διά όσους λέγουν ότι οί Ιεροί Κανόνες είναι έργα ανθρώπων και δέν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή τους έως συντελείας !
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ
ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η Ιουνίου 2014.
ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες μαζί με την
Αγία Γραφή και τους Δογματικούς και Συνοδικούς Όρους αποτελούν τα τρία βασικά
θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας, τους τρείς
βασικούς πυλώνες οι οποίοι μας εισάγουν στην κατά Χριστόν ζωή, τους τρεις
βασικούς οδοδείκτες, που προσανατολίζουν ορθώς και απλανώς το εκκλησιαστικό
σώμα στην ενδοϊστορική πορεία του προς τα έσχατα και την Βασιλεία των Ουρανών.
Αφορμή για τη σύνταξη της παρούσης
εργασίας μας έδωσε το πάλιν και πολλάκις επανερχόμενο και υπό πολλών τιθέμενο
ζήτημα της αυθεντίας, του κύρους, της επικαιρότητος και εν τέλει της
λειτουργικότητας των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη εποχή μας, ιδιαίτερα τα
τελευταία χρόνια, εξ’ αιτίας του οποίου συγκροτούνται διεθνή και άλλα συνέδρια,
όπως το προσφάτως, (τον παρελθόντα Μάιο), υπό της «Ακαδημίας Θεολογικών
Σπουδών» Βόλου, διοργανωθέν συνέδριο με θέμα: «Κανόνες της Εκκλησίας και
σύγχρονες προκλήσεις».
Δυστυχώς, στους σημερινούς εσχάτους
καιρούς της αποστασίας και της πλήρους πνευματικής συγχύσεως, πολλοί θεολόγοι
και κληρικοί, επηρεασμένοι από τον πνεύμα της χαλαρότητας και του ενδοτισμού,
της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού, της δυσπιστίας και της αρνήσεως να δεχθούν
και να ακολουθήσουν άνευ κριτικού ελέγχου ό, τι προβάλλεται ως δήθεν αυθεντική
έκφραση της χριστιανικής πίστεως, φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν και τελικά
να απορρίπτουν,(εν μέρει ή και εν όλω),τους Ιερούς Κανόνες. Τους Θεωρούν ως
δήθεν αναχρονιστικούς, ξεπερασμένους και μη αναγκαίους για τη σημερινή εποχή.
Ισχυρίζονται ότι αναφέρονται σε θέματα και ζητήματα, που απασχόλησαν την
Εκκλησία σε παλαιότερες εποχές, τα οποία όμως δεν υφίστανται σήμερα και ως εκ
τούτου δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο
μεταβαλλόμενου κόσμου. Γι’ αυτό και θεωρούν ως αναγκαίο τον εκσυγχρονισμό των, ή ακόμη και την κατάργησή
των.
Κατ’ αρχήν οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν
εντάλματα ανθρώπων, ή νομικού χαρακτήρα διατάξεις, που έχουν ανάγκη, (όπως όλοι
οι νόμοι μιας οργανωμένης πολιτείας), κατά καιρούς αναθεωρήσεων, ώστε να
ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της
κοινωνικής ζωής. Αποτελούν θεόπνευστα κείμενα, τα οποία εγράφησαν από αγίους
και θεοφόρους Πατέρες με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και
ως εκ τούτου έχουν στη ζωή της Εκκλησίας απόλυτο και διαχρονικό κύρος. Ο Α΄
Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής διακηρύσσει σχετικά με την θεοπνευστία και το
απόλυτο και διαχρονικό κύρος των Ιερών Κανόνων τα εξής: «Τούτων ουν ούτως
εχόντων… ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών
διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του
Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και
των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών.
Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα». Διά του Κανόνος αυτού διακηρύσσεται «κατά τον
πλέον πανηγυρικόν τρόπον η κρατούσα εν τη εκκλησιαστική συνειδήσει βαθυτάτη
πεποίθησις περί της φύσεως και του χαρακτήρος των θείων και ιερών της Εκκλησίας
κανόνων ως καρπών του παναγίου Πνεύματος». Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του
προς τους εν Αφρική επισκόπους λέγει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της
Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα». Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος
από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή
του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των Ιερών Κανόνων, στην
οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και
Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν
και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα
και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, ά έθεντο οι πατέρες ημών και
νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα… τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και
τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν… Αύτη ως αληθώς εστί, καθώς αυτήν
επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη
κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και
λαϊκούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα». Συνεπώς οι Ιεροί Κανόνες «αποτελούν τους
αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως του πνεύματος της εν Χριστώ
αποκαλυφθείσης αληθείας και του μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιουμένης
σωτηρίας». Τούτο συμβαίνει διότι οι
Ιεροί Κανόνες πηγάζουν από την Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και
εκκλησιαστική Παράδοση. Μπορεί βέβαια η αφορμή για την θέσπιση ενός κανόνος να
υπήρξε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, ή η ανάγκη ρυθμίσεως και διορθώσεως
μιας αταξίας, ή ανώμαλης καταστάσεως στην εκκλησιαστική ζωή κάποιας
συγκεκριμένης εποχής, ωστόσο όμως από τη στιγμή που ένας κανόνας θεσπίζεται, ή
επικυρώνεται από μία Οικουμενική Σύνοδο, αποκτά οικουμενικό και διαχρονικό
κύρος. Η θεοπνευστία και η διαχρονικότητα των Ιερών Κανόνων δεν εξαρτάται από τις
ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες,(που σήμερα είναι διαφορετικές
και αύριο θα είναι ακόμη πιο διαφορετικές), που οδήγησαν στην ανάγκη θεσπίσεώς
των, αλλά έγκειται στην θεολογία που αυτοί εκφράζουν, η οποία είναι «χθες και
σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν έκφραση της
δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Vl. Lossky: «οι
κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας εν τη γηΐνη αυτής όψει είναι
αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως
ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας».
Φυσική δε απόρροια του απολύτου και
διαχρονικού κύρους των Ιερών Κανόνων είναι και το γεγονός, ότι απαγορεύεται
κάθε αθέτηση, αλλοίωση, η παραχάραξή των, όπως αυτό φαίνεται από τον Β΄ Κανόνα
της Πενθέκτης Οικουμενικής: «…Και μηδενί εξείναι (και δεν επιτρέπεται σε
κανένα) τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά
τους προκειμένους παραδέχεσθαι, (ή να παραδεχόμεθα άλλους, αντί αυτών),
ψευδεπιγράφως υπό τινών συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν
επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ, (εάν κανείς συλληφθεί), κανόνα τινά των
ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον
κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού εν ώπερ
πταίει θεραπευόμενος». Βέβαια εδώ,
ομιλούντες περί των Ιερών Κανόνων, εννοούμε εκείνους οι οποίοι θεσπίστηκαν από
τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς και για εκείνους, οι οποίοι θεσπίστηκαν μεν
από Τοπικές Συνόδους, ή από αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στη συνέχεια
επικυρώθηκαν από κάποια Οικουμενική Σύνοδο. Στη συνάφεια αυτή πρέπει να
σημειωθεί επίσης, ότι «η αυθεντική συνέχιση της κανονικής παραδόσεως με την
θέσπιση νέων κανόνων από την Εκκλησία, αποκλείει κάθε αντίφαση μεταξύ μεταγενεστέρων και προγενεστέρων χρονικώς κανόνων. Τούτο
συμβαίνει, (και οφείλει να συμβαίνει), γιατί διά των ιερών κανόνων εκφράζεται η
ίδια συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγείται από το ‘εν και το αυτό άγιο
Πνεύμα’». Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι
δυνατόν μια μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, (όπως αυτή που
προγραμματίζεται για το 2016), να περιέχει κανόνες και διατάξεις, οι οποίοι δεν
θα εναρμονίζονται, αλλά θα έρχονται σε αντίθεση και στην πράξη θα αναιρούν και
θα ακυρώνουν τους Ιερούς Κανόνες, που αποτελούν στο σύνολό τους την μέχρι
σήμερα Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν είναι
δυνατόν να περιέχει δογματικού χαρακτήρα αποφάσεις, οι οποίες θα έρχονται σε
αντίθεση με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Δεν είναι δυνατόν για
παράδειγμα η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος το 2016, να θεσπίσει
νέους κανόνες, που θα επιτρέπουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, η να θεσπίσει
δογματικού χαρακτήρα απόφαση, η οποία θα αναγνωρίζει ως αληθείς Εκκλησίες με
έγκυρα μυστήρια τις αιρέσεις του Παπισμού, η του Προτεσταντισμού.
Μία άλλη πτυχή του θέματος, πολύ
σημαντική, είναι το πνεύμα και ο σκοπός,
στον οποίο αποβλέπουν. Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων είναι ποιμαντικός και κατ’
επέκτασιν σωτηριολογικός. Μ’ αυτούς επιδιώκεται, αφ’ ενός μεν η διασφάλιση της
ενότητας και της τάξεως μέσα στην Εκκλησία, και αφ’ ετέρου η οικείωση από τον
κάθε πιστό της εν Χριστώ σωτηρίας. Αναλυτικότερα οι Ιεροί Κανόνες αποσκοπούν,
στο να προφυλάξουν το εκκλησιαστικό σώμα από επικίνδυνες εκκλησιολογικές
παρεκκλίσεις, από τις αιρέσεις, τα σχίσματα, τις παρασυναγωγές, από κάθε τάση
εκκοσμικεύσεως, ή νοθεύσεως της ευαγγελικής διδασκαλίας, από κάθε τάση
υποκειμενικής αξιολογήσεως και ερμηνείας
της αυθεντικής εν Χριστώ ζωής, από κάθε τάση σμικρύνσεως και προσαρμογής της
Ορθόδοξης πνευματικότητος στα πνευματικά μέτρα και στην πνευματική κατάσταση
του κάθε πιστού. Οι κανόνες αποτελούν τον γνώμονα, το μέτρο, το κριτήριο, βάσει
του οποίου καθρεφτίζεται και αξιολογείται η πνευματική πορεία και η πνευματική
κατάσταση κλήρου και λαού. Συνεπώς εάν κάποιος Κανόνας μας φαίνεται
ανεφάρμοστος, τότε την αιτία της αδυναμίας εφαρμογής του θα πρέπει να την
αναζητήσουμε στον εαυτό μας, στη ραθυμία και αμέλειά μας, στην έλλειψη ζήλου
και αγωνιστικού φρονήματος και όχι στον ίδιο τον Κανόνα. Στην περίπτωση αυτή ο
Κανόνας μας βοηθάει, να κατανοήσουμε πόσο απέχουμε από την εν Χριστώ
τελειότητα, να συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματα και τις πτώσεις μας, να
ταπεινωθούμε και να αποκτήσουμε το «γνώθι σαυτόν». Διότι όπως λέγει ο απόστολος:
«Διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ.3,20). Εάν για παράδειγμα δεν μπορούμε
να εφαρμόσουμε τον 69ον Κανόνα των αγίων Αποστόλων, που επιβάλλει νηστεία κατά
την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, επειδή αισθανόμαστε κατάπτωση των σωματικών και
διανοητικών δυνάμεών μας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κανόνας είναι ανεφάρμοστος,
αφού πολλοί είναι εκείνοι, που εξακολουθούν να τον τηρούν μέχρι σήμερα. Στην
περίπτωση αυτή ο εν λόγω κανόνας μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία
μας και να ακολουθήσουμε, (με την σύμφωνη γνώμη και του πνευματικού), την
οικονομία που προβλέπει στη συνέχεια ο Κανόνας: «Εκτός ειμή δι’ ασθένειαν
σωματικήν εμποδίζοιτο». Δηλαδή δεν υποχρεούνται να τηρήσουν νηστεία όσοι
εμποδίζονται για λόγους σωματικής ασθενείας. Εδώ αξίζει να θαυμάσει κανείς την σοφία
και την διάκριση των Πατέρων, οι οποίοι μαζί με τους όρους της ακριβείας δεν
παραλείπουν, να θέσουν και τους όρους της οικονομίας. Είναι πολύ επικίνδυνο να
κρίνουμε τους Ιερούς Κανόνες με τα δικά μας κριτήρια και με αφετηρία την ιδική
μας πνευματική κατάσταση. Αλλοίμονο αν οι Ιεροί Κανόνες προσαρμοζόταν κάθε τόσο
προς τις πεποιθήσεις και απαιτήσεις του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Στην
περίπτωση αυτή η Εκκλησία θα εκκοσμικευόταν και θα έχανε την σωτηριολογική της
αποστολή.
Επίσης ορισμένα επιτίμια που ορίζουν οι
Ιεροί Κανόνες, (όπως για παράδειγμα τα «αφοριζέσθω» και «καθαιρείσθω»), μας
σοκάρουν πολλές φορές, διότι τα θεωρούμε ιδιαίτερα αυστηρά, σκληρά, ή και
απάνθρωπα ακόμη. Εδώ πέφτουμε και πάλι στο ίδιο σφάλμα, για το οποίο έγινε
λόγος προηγουμένως. Γινόμαστε κατά κάποιο τρόπο δικαστές και κριτές των αγίων
Πατέρων. Τοποθετούμε την ιδική μας κρίση, την ως επί το πλείστον εσκοτισμένη
από τα πάθη και τις εγκόσμιες επιθυμίες μας, υπεράνω της θεοφώτιστης κρίσης των
αγίων Πατέρων. Και χωρίς ίσως να το αντιλαμβανόμαστε, καταλογίζουμε στους
συντάκτες των κανόνων, έλλειψη αγάπης και διακρίσεως, επειδή νομίζουμε ότι εμείς έχουμε περισσότερη αγάπη και
διάκριση από αυτούς. Κατ' αρχήν τα επιτίμια δεν έχουν την έννοια της τιμωρίας,
αλλά της παιδαγωγίας και θεραπείας του αμαρτήσαντος κληρικού ή λαϊκού. Και όταν
ακόμη η Εκκλησία φθάσει στο σημείο να αποκόψει με αφορισμό κάποιο μέλος της,
και τότε ακόμη αποβλέπει στην μετάνοια και στη σωτηρία του. Επί πλέον αποβλέπει
εις το να προφυλάξει τα υπόλοιπα μέλη της από παρόμοιες πτώσεις και να προλάβει
έτσι γενίκευση και εξάπλωση του κακού σ’ όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Στην
περίπτωση αυτή οι άγιοι Πατέρες διά των Ιερών Κανόνων ενεργούν, όπως ενήργησε
σε ανάλογη περίπτωση ο απόστολος Παύλος, όταν στην Εκκλησία της Κορίνθου προέκυψε
το σκάνδαλο του αιμομίκτου, το οποίο αναφέρεται στην Α΄ προς Κορινθίους
επιστολή: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του
εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον
τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του
Κυρίου Ιησού» (5,4-5). Εδώ ο απόστολος από κοινού με την Εκκλησία της Κορίνθου,
(συνοδικώ τω τρόπω), παραδίδει τον αιμομίκτη στον σατανά, που σημαίνει ότι τον
αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας. Ο σκοπός της αποκοπής είναι παιδαγωγικός
και θεραπευτικός, διότι όπως λέγει παρά κάτω, η αποκοπή γίνεται: «εις όλεθρον
της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή», δηλαδή για να τιμωρηθεί και κολασθεί σκληρά το
σώμα του και σωφρονισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί η ψυχή του.
Βλέπουμε επομένως, ότι οι άγιοι Πατέρες στις κανονικές τους διατάξεις, βαδίζουν
ακριβώς πάνω στα χνάρια του αποστόλου Παύλου και γενικότερα της αγίας Γραφής.
Εάν λοιπόν καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως στους αγίους Πατέρες για
τους «αφορισμούς» των, τότε θα πρέπει να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και
διακρίσεως και στον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Και στο τέλος θα φθάσουμε σε
τέτοιο βαθμό πλάνης και σκοτισμού, ώστε να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και
διακρίσεως και στον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος αποκόπτει, τουτέστιν αφορίζει,
κάθε πνευματικό κλήμα-μέλος της Εκκλησίας, το οποίο δεν παράγει πνευματικούς
καρπούς, από την πνευματική κληματαριά, την Εκκλησία, σύμφωνα με τον λόγον του:
«Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό» (Ιω.15,2).
Οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν σε καμιά
περίπτωση νομικό χαρακτήρα, όπως αυτό συμβαίνει στον παπισμό, αλλά εκφράζουν το
πνεύμα της χάριτος της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου
«χάριτί εστέ σεσωσμένοι» (Εφ.2,5) και πάλιν «ουκ εσμέν υπό νόμον, αλλ’ υπό
χάριν» (Ρωμ.6,15). Η άφεση των αμαρτιών, λ. χ. παρέχεται στον εξομολογούμενο
διά του μυστήριου της μετανοίας κατά την ώρα της ειλικρινούς εξαγορεύσεως και
δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη επιβολή επιτιμίων, που προβλέπουν οι Ιεροί
Κανόνες. Μέσα από το πνεύμα των Ιερών Κανόνων διαφαίνεται ξεκάθαρα, ότι η
σωτηρία των πιστών είναι δωρεά του Θεού, και όχι ατομικό επίτευγμα των πιστών
με την τήρηση κάποιων νομικών διατάξεων. Τα «επιτίμια» είναι στην ουσία
πνευματικά θεραπευτικά μέσα, που αποβλέπουν στη θεραπεία των παθών. Γι’ αυτό
και δίδεται η ευχέρεια στον πνευματικό, να επιβάλει ανάλογα επιτίμια στον
μετανοούντα σύμφωνα με τις διαθέσεις του και την πνευματική του κατάσταση. Αυτό
ορίζει άλλωστε και 102ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: «Δει δε
τους εξουσίαν λύειν, και δεσμείν παρά Θεού λαβόντας, σκοπείν την της αμαρτίας
ποιότητα και την του ημαρτηκότος προς επιστροφήν ετοιμότητα, και ούτω
κατάλληλον την θεραπείαν προσάγειν τω αρρωστήματι, ίνα μη τη αμετρία, καθ’
εκάτερον χρώμενος, αποσφαλείη προς την σωτηρίαν του κάμνοντος» .
Κλείνοντας την μικρή αυτή αναφορά μας
στους Ιερούς Κανόνες, θεωρούμε καθήκον μας να προτρέψουμε τον πιστό λαό του
Θεού, να εγκολπωθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη τους Ιερούς Κανόνες, ενθυμούμενος
τον λόγον του αποστόλου: «Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β΄
Θεσσ. 2,15). Και όχι μόνον να τους εγκολπωθεί, αλλά και να μαθητεύσει σ’
αυτούς, αναγινώσκοντας αυτούς παράλληλα με την αγία Γραφή. Να τους
περιφρουρήσει από κάθε προσπάθεια νοθεύσεως, παραχαράξεως, ή καταργήσεώς των,
που προωθείται από πρόσωπα, που κινούνται κυρίως μέσα στην παναίρεση του
Οικουμενισμού. Οι Οικουμενιστές ζητούν να κατεδαφίσουν τους Ιερούς Κανόνες,
διότι τους ελέγχουν για τις πτώσεις των, για τις συμπροσευχές των με αιρετικούς
κ.λπ. Θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς, διότι αποτελούν γι’ αυτούς σοβαρό
εμπόδιο στα πρωτοφανή οικουμενιστικά τους ανοίγματα προς τις αιρετικές
παρασυναγωγές. Ματαιοπονούν όμως, διότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει να ευοδωθούν τα
σχέδιά τους. Και εφ’ όσον δεν μετανοήσουν θα εφαρμοσθεί σ’ αυτούς ο λόγος του
προφήτου: «Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ»
(Ψαλμ.20,10).
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των
Παραθρησκειών
Πηγη : Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική
και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας
Ανθολόγιον περί της αξίας των θείων και
Ιερών Κανόνων
Τὸ παρακάτω ἀνθολόγιο ἀποτελεῖται ἀπὸ ἱεροὺς
Κανόνες καὶ ἀποσπάσματα πρακτικῶν ἱερῶν Συνόδων, Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν, ἀπὸ ἱερόσοφες
γνῶμες Ἁγίων Πατέρων καὶ κανονολόγων τοῦ Βυζαντίου καὶ βυζαντινοὺς βασιλικοὺς
νόμους, ὅλα σχετικῶς μὲ τὸ ἀπαράμιλλο κῦρος καὶ τὸ “ἀπαραχάρακτον καὶ ἀναλλοίωτον”
τῶν ἱερῶν Κανόνων. Στὸ μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται στὴ συλλογὴ τέτοιων γνωμῶν
ποὺ ἐνσωμάτωσε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ «Πηδαλίου» του,
ἀλλὰ προσθέσαμε καὶ ἄλλες ἐντοπίζοντας, ὅπου χρειάστηκε, καὶ τὴν πηγή τους , πρὸς
βιβλιογραφικὴ χρήση.
Τὸ ὕψος τῶν ἱερῶν Κανόνων, τὸ ὁποῖο παλαιότερες
Πανορθόδοξοι Σύνοδοι ἀνήγαγαν στὴν ἰσοτιμία μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, σήμερα βρίσκεται
ὑπό, ἔμπρακτη περισσότερο, ἀμφισβήτηση· κι ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση καὶ κατ’ ἐξοχὴν
ἡ ἱερόσοφη ὁμοφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἠχείων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πάντοτε θωρεῖ
τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τοὺς συντεταγμένους ἢ ἐγκεκριμένους ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,
ὡς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἴσης θεοπνευστίας μὲ τοὺς δογματικοὺς Ὅρους τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ λοιπὸν ἀπαρασάλευτου περιεχομένου καὶ κύρους, ὥστε ὁ Ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης νὰ τονίζει ὅτι εἶναι μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ Ὀρθόδοξος ὅποιος
δὲν ζεῖ συμφώνως μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Ἔτσι, οἱ ἱεροὶ Κανόνες εἶναι τὸ
κριτήριο ὀρθότητος καὶ φάρμακο θεραπείας, ὄχι μόνον τοῦ βίου τῶν ἁπλῶν πιστῶν
καὶ τοῦ Κλήρου, ἀλλὰ καὶ ὁ γνώμων ἐκκλησιαστικοῦ κύρους ἐνεργειῶν καὶ ἀποφάσεων
ἀκόμη καὶ τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατριαρχῶν, συνόλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Α. Ἐκ
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων)
Κανόνες Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (ἐν τῷ ἐπιλόγῳ
τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων)
Les constitutions apostoliques, τόμ. 3, ἐκδίδει Metzger, Cerf - Paris 1987, σελ. 310
«Ταῦτα περὶ Κανόνων διατετάχθω ὑμῖν παρ’ ἡμῶν,
ὦ Ἐπίσκοποι. Ὑμεῖς δὲ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καὶ εἰρήνην ἕξετε, ἀπειθοῦντες
δὲ κολασθήσεσθε καὶ πόλεμον μετ’ ἀλλήλων ἀίδιον ἕξετε, δίκην τῆς ἀνηκοΐας τὴν
προσήκουσαν τιννῦντες».
Τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανὼν η΄
«Πρᾶγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς
καὶ τοὺς Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας
ἁπτόμενον προσήγγειλεν ὁ θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ῥηγῖνος […] ἵνα μὴ τῶν
Πατέρων οἱ Κανόνες παραβαίνωνται μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι ἐξουσίας τύφος
κοσμικῆς παρεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν
ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἐλευθερωτής […]
Εἰ δέ τις μαχόμενον τύπον τοῖς νῦν ὡρισμένοις προσκομίσοι, ἄκυρον τοῦτον εἶναι ἔδοξε
τῇ ἁγίᾳ πάσῃ καὶ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ».
Τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανὼν α΄
«Τοὺς παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καθ’ ἑκάστην
Σύνοδον ἄχρι τοῦ νῦν ἐκτεθέντας Κανόνας κρατεῖν ἐδικαιώσαμεν».
Ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, Πρᾶξις Δ΄, ACO 2,1,3,105.109.110
«Οἱ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες εἶπον· Τῷ θειοτάτῳ
τῆς Οἰκουμένης Δεσπότῃ [Αὐτοκράτορι Μαρκιανῷ] ἤρεσε μὴ κατὰ θεῖα γράμματα ἢ
πραγματικοὺς τύπους τὰ τῶν ὁσιωτάτων ἐπισκόπων προβαίνειν, ἀλλὰ κατὰ τοὺς
Κανόνας τοὺς παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. [...] Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπε.
Κατὰ τῶν Κανόνων πραγματικὸν μηδὲν ἰσχύσει. Οἱ Κανόνες τῶν Πατέρων κρατείτωσαν»
[...] «Δεόμεθα, ὤστε ἀργῆσαι ἀναντιῤῥήτως τὰ ἐπὶ βλάβῃ τῶν Κανόνων πραγματικά,
πραχθέντα τισὶν ἐν πάσῃ ἐπαρχίᾳ· κρατῆσαι δὲ τοὺς Κανόνας διὰ πάντων [...]
πάντες τὰ αὐτὰ λέγομεν. Ὅλα τὰ πραγματικὰ ἀργήσει. Οἱ Κανόνες κρατείτωσαν [...]
Κατὰ τὴν ψῆφον τῆς ἁγίας Συνόδου καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις ἁπάσαις τὰ τῶν
κανόνων κρατείτω».
(“Πραγματικὰ” καὶ “πραγματικοὶ τύποι” εἶναι
τὰ βασιλικὰ προστάγματα. Βλ. ἑρμηνεία Βαλσαμῶνος εἰς τὸν ιβ΄ Κανόνα τῆς Δ΄, ἐν
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β ΄, ἐκ τῆς
Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852, σελ. 247.
Ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, Ἴσον ἐπιστολῆς ἀντιγραφείσης παρὰ τοῦ εὐσεβεστάτου, καὶ
χριστιανικωτάτου Βασιλέως Ἰουστινιανοῦ πρός τινας γράψαντας καὶ ἐκδικήσαντας
Θεόδωρον τὸν δυσσεβῆ, καὶ τὰ πονηρὰ αὐτοῦ δόγματα (…) Mansi 9, 644 A.B.
«Ἀποδείξαντες δέ, ὅτι ἐν τοῖς προλαβοῦσι
χρόνοις ὡρίσθη παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων καὶ μετὰ θάνατον ἀναθεματίζεσθαι τοὺς εἴτε
εἰς πίστιν, εἴτε εἰς κανόνας ἁμαρτήσαντας, ἀναγκαῖον εἶναι συνείδομεν καὶ τὰ ἐν
τοῖς ἡμετέροις χρόνοις γενόμενα πᾶσι δῆλα καταστῆσαι πρὸς ἀναίρεσιν πάσης ἀφορμῆς
τῶν τοὺς προφανεῖς αἱρετικοὺς, καὶ τὴν τούτων ἀσέβειαν ἐκδικούντων».
Τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανὼν β΄
«Ἔδοξε δὲ καὶ τοῦτο τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ Συνόδῳ,
κάλλιστά τε καὶ σπουδαιότατα, ὥστε μένειν καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν βεβαίους καὶ ἀσφαλεῖς
πρὸς ψυχῶν θεραπείαν καὶ ἰατρείαν παθῶν τοὺς ὑπὸ τῶν πρὸ ἡμῶν ἁγίων καὶ
μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καὶ κυρωθέντας, ἀλλὰ μὴν καὶ παραδοθέντας ἡμῖν, ὀνόματι
τῶν ἁγίων καὶ ἐνδόξων Ἀποστόλων πε΄ Κανόνας […] Ἐπισφραγίζομεν δὲ καὶ τοὺς
λοιποὺς πάντας ἱεροὺς Κανόνας τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας
[τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων κατ’ ὄνομα καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων] … καὶ μηδενὶ ἐξεῖναι τοὺς προδηλωθέντας
παραχαράττειν Κανόνας ἢ ἀθετεῖν ἢ ἑτέρους παρὰ τοὺς προκειμένους παραδέχεσθαι
Κανόνας ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας τῶν τὴν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων.
Εἰ δέ τις ἁλῶ Κανόνα τινὰ τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἢ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος
ἔσται κατὰ τὸν τοιοῦτον Κανόνα, ὡς αὐτὸς διαγορεύει τὴν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καὶ
δι΄ αὐτοῦ, ἐν ᾧπερ πταίει, θεραπευόμενος».
Τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανὼν α΄
«Τοῖς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν,
μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἰ τῶν κανονικῶν διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις, ἃς ἀσμένως
δεχόμενοι μετὰ τοῦ θεοφάντορος Δαβὶδ ᾄδομεν
πρὸς τὸν δεσπότην Θεὸν λέγοντες «ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς
ἐπὶ παντὶ πλούτῳ καὶ ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα,
συνέτισόν με καὶ ζήσομαι» […] Τούτων οὖν οὕτως ὄντων καὶ διαμαρτυρομένων, ἀγαλλόμενοι
ἐπ’ αὐτοῖς, ὡς εἴ τις εὕροι σκῦλα πολλά, ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα,
καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν
σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν
Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν
τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν,
οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν,
οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν».
Β. Ἐξ ἄλλων ἐγκρίτων Συνόδων
Σύνοδος ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ ἔτους
920
ἐπὶ Ἁγίου Νικολάου Α΄ ΚΠόλεως τοῦ Μυστικοῦ
(«Τόμος Ἑνώσεως»)
Ἔκθεσις ἤτοι ἀνάμνησις τῆς γενομένης τῆς Ἐκκλησίας
ἑνώσεως ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Ρωμανοῦ, τοῦ μὲν βασιλεύοντος, τοῦ δὲ τὸ τηνικαῦτα
τῷ τοῦ βασιλεοπάτορος ἀξιώματι διαπρέποντος, ἐν Nicholas I, Patriarch of
Constantinople, Miscellaneous Writings, ἐκδίδει L.G. Westerink, Corpus Fontium
Historiae Byzantinae, Series Washingtonensis 20, ἐκδ. Dumbarton Oaks,
Washington D.C. 1981, σελ. 83.
«Τοῖς ἐν καταφρονήσει τιθεμένοις τοὺς ἱεροὺς
καὶ θείους Κανόνας τῶν ἱερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἳ καὶ τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι
καὶ ὅλην τὴν χριστιανικὴν πολιτείαν κοσμοῦντες πρὸς θείαν ὁδηγοῦσιν εὐλάβειαν, ἀνάθεμα».
Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς
πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), Ἀπόκρισις α΄[τῶν τρίτων], ἐν
Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009[4], σελ. 413-415.
«Οὐ γὰρ ἀνεχόμεθα τὰ καλῶς καὶ δικαίως καὶ
ὡς ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι διορισθέντα καὶ νομοθετηθέντα καὶ κανονισθέντα ὑπὸ
πνευματοφόρων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν συνοδικῶς καὶ συμψήφως ἢ ἀθετῆσαι ἢ ἀλλοιῶσαι ἢ ἀποβάλλεσθαι,
καὶ ἕτερα ἀντινομοθετῆσαι γεννήματα τῆς καρδίας ἡμῶν, καὶ οὐ κατ’ ἐπίπνοιαν τοῦ
ἁγίου Πνεύματος, καὶ ταῦτα μὴ ταῖς θείαις Γραφαῖς ἀντικείμενα ὄντα, μᾶλλον δὲ
καὶ συνάδοντα. Τοὺς γὰρ τῶν προγεγενημένων ἱερῶν καὶ ἁγίων ἑπτὰ Συνόδων καὶ τῶν
τοπικῶν, τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ δηλονότι συγκεκροτημένων (ἀπὸ τῶν χρόνων τῶν Ἀποστόλων
μέχρι τοῦ χρόνου καθ΄ ὃν ἐβασίλευσεν ἐν Κων/λει Βασίλειος ὁ Πορφυρογέννητος),
θεσμοὺς καὶ κανόνας, ὡς αὐτὰ τὰ ἅγια εὐαγγέλια δεχόμεθα, κατὰ τὸν β΄ τῆς ς΄ ἁγίας
καὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου κανόνα, καὶ τὴν γ΄διάταξιν τοῦ β΄ τίτλου τῶν Νεαρῶν, ἐν ᾗ εὑρίσκομεν, ὅτι δεῖ τοὺς κανόνας τῶν ἑπτὰ
Συνόδων καὶ τὰ δόγματα κρατεῖν ὡς τάς θείας Γραφάς. Αὕτη ἐστὶν ρλα΄ νεαρά Ἰουστινιάνειος,
κειμένη ἐν βιβλίῳ ε΄τῶν Βασιλικῶν, τίτλῳ β΄ διατάξει ιβ΄, ὅτι οἱ τοῖς κανόσιν ἐναντιούμενοι
πνευματικοὶ [μᾶλλον: πραγματικοὶ] τύποι ἄκυροί εἰσι. Δῆλον δὲ καὶ διατί τοὺς τῶν
ἱερῶν Συνόδων κανόνας ὡς τὰς θείας δεχόμεθα Γραφάς, ὅτι θεοφόρων ἀνδρῶν θεσμοί
εἰσιν, οὓς ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς
Προφήτας, οὕτω καὶ τοὺς διδασκάλους, καθὼς ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει (Α΄ Κορ. 12, 28), οἳ καὶ θείῳ
Πνεύματι ἐμπνευσθέντες ἐθέσπισαν τοὺς τοιούτους κανόνας, ἵν’ ἔχωμεν αὐτοὺς ὡς
λύχνους φαίνοντας ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ (Β΄ Πέτρου 1, 19), καθὰ καὶ τὰς θείας Γραφάς.
Τὸ γὰρ διὰ τῶν Ἀποστόλων, ὡς προείρηται, λαλῆσαν ἅγιον Πνεῦμα, τὸ αὐτὸ καὶ διὰ
τῶν θεοφόρων Πατέρων λελάληκε, καὶ οὐχ ἕτερον. Τοῦτο, ὅ φαμεν, καὶ αὐτὸς ὁ
Κύριος ἀπεφήνατο εἰπών· «ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ»
(Λουκ. 10, 16), καὶ τὰ ἑξῆς. Τίνι οὖν λόγῳ τολμήσωμεν ἡμεῖς αὐθαδῶς καὶ ἀνυποστόλως
ἀθετῆσαι καὶ αὐτὴν τὴν πολλοστὴν τῶν θείων Πατέρων διάταξιν καὶ θεσμοθεσίαν, καὶ
ταῦτα μὴ ταῖς θείαις Γραφαῖς ἀντιφθεγγομένην, καὶ μάλιστα τῶν ὅσα περὶ θείων
δογμάτων ἀπεφάνθησάν τε καὶ ὁμοφώνως ἐκυρώθησαν; Εἰ δὲ τίς ποτε συγκατάβασις καὶ
οἰκονομία ἐγένετο, ἴσως ἐν ὅσοις τρόπῳ συμβουλῆς περὶ ἤθη καὶ τάξεις καὶ
συνηθείας μακρὰς ᾠκονομήθη, ἀλλ’ οὐκ ἐν ὅσοις περὶ πίστεως καὶ δογμάτων ὁ λόγος
[...] Οὐ γὰρ ἔχει τις ἄδειαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ποιεῖν , ὅπερ ἂν αὐτῷ δόξαι, ἀλλὰ
μετὰ συνοδικῆς συνδιασκέψεως ἡ περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων κρίσις τε καὶ ἀπόφασις
γίνεται, ὡσαύτως καὶ συγκατάβασις ἢ καὶ οἰκονομία, εἰ τούτων γένηται χρεία τις ἀναγκαία.
Ἐν γὰρ τοῖς θείοις δόγμασιν οὐδαμοῦ χώραν ἔχει ποτὲ οἰκονομία ἢ συγκατάβασις·
ταῦτα γὰρ ἀσάλευτά εἰσι, καὶ ὑπὸ πάντων τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ἀπαράβατα ἐν πάσῃ εὐλαβείᾳ
διαφυλάττονται· καὶ ὁ μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ὡς σχισματικὸς καὶ αἱρετικὸς
κατακρίνεται καὶ ἀναθεματίζεται, καὶ ἀκοινώνητος παρὰ πᾶσι λογίζεται» .
Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς
πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), Ἀπόκρισις 2α΄, ἐν Πρωτοπρ. ΙΩ.
ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009[4], σελ. 430.
«... τὰ καθ’ ἡμᾶς δόγματα καὶ τὸ φρόνημα τῆς
ἡμετέρας Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας πάλαι μὲν ἐξητάσθησαν, ὀρθῶς τε καὶ εὐσεβῶς
διωρίσθησαν καὶ διετάχθησαν παρὰ τῶν ἁγίων καὶ οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μήτε
προσθεῖναι τούτοις ἕτερόν τι ἔξεστιν, οὔτε τι ὅλως ἀφαιρῆσαι ἐκ τούτων· καὶ τοῖς
βουλομένοις συμφρονῆσαι ἡμῖν ἐν τοῖς θείοις δόγμασι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀνάγκη
ἀκολουθῆσαι καὶ ὑποταγῆναι τοῖς διορισθεῖσι καὶ διαταχθεῖσιν ὑπὸ τῆς ἀρχαιοπαραδότου
καὶ πατροπαραδότου καὶ παρὰ τῶν ἁγίων καὶ οἰκουμενικῶν Συνόδων διατάξεως, ἀπὸ
τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν καθ’ ἑξῆς ἐς τόδε θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
ἡμῶν, μετὰ ἁπλότητος καὶ ὑπακοῆς καὶ ἄνευ τινὸς ἄλλης ἐρεύνης καὶ περιεργείας».
Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει
Συνόδου τοῦ 1727, ἐν Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009[4],
σελ. 490ἑ.
«Ἐκλήθημεν δὲ ἄνωθεν οἱ εὐσεβεῖς τῆς Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας χριστιανοὶ διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἀπό τε τῶν Προφητῶν, ἀπό τε τοῦ
Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ, ἀπό τε τῶν Ἀποστόλων, ἀπό τε τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ
ἁπαξαπάντων τῶν ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐνηχηθέντων ἁγίων Πατέρων εἰς τὸ πιστεύειν καὶ φρονεῖν ὅσα ἡ καθ’ ἡμᾶς
τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ διασῴζει μέχρι τοῦδε ἀπαραμείωτα καὶ ἀνόθευτα
εἰς τὸ παντελές, εἴτε δόγματα πίστεως, ὅρους τε καὶ κανόνας, εἴτε παραδόσεις τῆς
Ἐκκλησίας ἐγγράφους τε καὶ ἀγράφους· ὀφείλομεν ἄρα καὶ περιέπειν ταῦτα πάντα καὶ
ἐνστερνίζεσθαι ὅλῃ ψυχῇ, διανοίᾳ τε καὶ προθυμίᾳ, καὶ μηδὲ κεραίαν ἐκ τούτων ἀθετεῖν
ἢ μεταποιεῖν ἢ προστιθέναι ἢ ἀφαιρεῖν, ἀλλὰ τὴν εὐθεῖαν βαδίζειν καὶ βασιλικὴν
καὶ ἄπταιστον τῆς σωτηρίας ὁδόν, τὴν μήτε εἰς τὰ δεξιὰ μήτε εἰς τὰ ἀριστερὰ
κλίνουσαν. Καὶ γὰρ καὶ μικρὰ παρέγκλισις [μᾶλλον: παρέκκλισις] καὶ μεταποίησις ἐν
τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις εἰς κρημνὸν φέρει καὶ βάραθρα, καὶ βυθῷ ψυχικῆς ἀπωλείας
παραπέμπει τὸν ὁπωσοῦν ἐκτραπέντα τῆς εὐθείας καὶ τῆς ἀληθείας διαμαρτήσαντα».
Τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1836 ἐγκύκλιος
κατὰ τῶν Διαμαρτυρομένων Ἱεραποστόλων, §6, ἐν Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικὴ
καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2009[4], σελ. 515ἑ.
«Τὸ
Τάγμα αὐτὸ [σ.σ. τὸ Μοναχικὸν] οὔτε ἐμόλυνέ ποτε, κατὰ τοὺς παραλογισμοὺς τῶν ἐναντίων
αὐτῶν κακοφρόνων [Προτεσταντῶν], τὴν ὁρατὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ἀείποτε
ἐλάμπρυνεν, ἐδόξασεν, ἐκράτυνε καὶ ἐστερέωσεν αὐτὴν καὶ διὰ τοῦ πνευματικοῦ
βίου καὶ διὰ τῶν δογματικῶν συγγραμμάτων καὶ ἠθικῶν· αὐτὸ συνεκρότησε τὰς κατὰ
καιροὺς συστάσας οἰκουμενικὰς καὶ τοπικὰς Συνόδους· αὐτὸ διετήρησεν ἀκριβῶς τοὺς
ἱεροὺς κανόνας, οἵτινες καὶ τὸ δόγμα εὐσεβῶς ὀρθοτομοῦσι, καὶ τὰ ἤθη τῶν
χριστιανῶν ῥυθμίζουσι, καὶ εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν ὁδηγοῦσιν· αὐτὸ ἀπ’ ἀρχῆς
ἀντέστη καὶ κατεπολέμησε καὶ τῇ πανσθενεῖ δυνάμει τοῦ Κυρίου κατεπάλαισε τὰ
διάφορα συστήματα τῶν ἑλληνιστῶν καὶ τοὺς κακοδόξους αἱρεσιάρχας».
Γ. Ἐκ τῶν Ἁγίων Πατέρων
Ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει
συνόδου τοῦ 869 κατὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου (κατὰ Λατίνους η΄ οἰκουμενικῆς), Πρᾶξις ΣΤ΄, Mansi 16, 348
D.E.
«Ζαχαρίας ὁ παρὰ Φωτίου χειροτονηθεὶς
Καλχηδόνος μητροπολίτης εἶπεν· οἱ κανόνες ἄρχουσι καὶ τῶν πατριαρχῶν. Εἰ γοῦν ἔξω
τῶν κανόνων ποιοῦσιν, οὐ στοιχοῦμεν αὐτοῖς. Καὶ γὰρ Μάρκελλον τὸν Ἀγκύρας Ἰούλιος
ὁ Ρώμης ἐδέξατο, καὶ ἡ ἐν Σαρδικῇ Σύνοδος· ἀλλ’ ἐκεῖνος μέχρι νῦν ὡς αἱρετικὸς ἀναθεματίζεται.
Καὶ τὸν κλαύσιμον Ἀπιάριον δικαιωθέντα παρὰ τῶν προέδρων τῆς Ρώμης ἡ ἐν Ἀφρικῇ
σύνοδος οὐκ ἐδικαίωσε. Καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα παραδείγματα εἰσί. Καὶ νῦν εἰ ἐγένετο
τὰ γενόμενα κατὰ κανόνας, στοιχοῦμεν αὐτοῖς».
Ἁγίου Χρυσοστόμου
Εἰς τὴν Γένεσιν 4,2 PG 54, 596
«Ἄρχοντες γὰρ ἀρχόντων εἰσὶν οἱ νόμοι».
Εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ τὰ μύρια τάλαντα ὀφείλοντος͵
καὶ τὰ ἑκατὸν δηνάρια ἀπαιτοῦντος͵ καὶ ὅτι παντὸς ἁμαρτήματος τὸ μνησικακεῖν χεῖρον
4 PG 51, 23
«Οὐχ οἱ ἔξωθεν δὲ μόνον ἄρχοντες͵ ἀλλὰ καὶ
οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν προεστῶτες τῆς οἰκείας ἀρχῆς ὑφέξουσι τὸν λόγον· καὶ μάλιστα οὗτοί
εἰσιν οἱ ἐπὶ πλέον τὰς πικρὰς καὶ βαρείας εὐθύνας ὑπέχοντες. Καὶ γὰρ ὁ τοῦ
λόγου τὴν διακονίαν ἐγκεχειρισμένος ἐξετασθήσεται μετὰ ἀκριβείας ἐκεῖ͵ εἰ μήτε ὄκνῳ͵
μήτε φθόνῳ παρεῖδέ τι τῶν δεόντων εἰπεῖν͵ καὶ διὰ τῶν ἔργων ἐπέδειξεν͵ ὅτι
πάντα διεστείλατο͵ καὶ οὐδὲν ἔκρυψε τῶν συμφερόντων. Πάλιν ὁ τὴν ἐπισκοπὴν λαχὼν͵
ὅσῳ πρὸς μείζονα ὄγκον ἀναβέβηκε͵ τοσούτῳ πλείονα ἀπαιτηθήσεται λόγον͵ οὐχὶ
διδασκαλίας μόνον καὶ πενήτων προστασίας͵ ἀλλὰ καὶ χειροτονιῶν δοκιμασίας καὶ
μυρίων ἑτέρων».
Tοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ,
Διάλεξις τοῦ ἁγίου Μαξίμου σὺν Πύρρῳ,
Mansi 10, 757 D.E.
«Θαυμάζειν ὕπεστί μοι, πῶς σύνοδον ἀποκαλεῖς
τὴν μὴ κατὰ νόμους καὶ κανόνας συνοδικοὺς ἢ θεσμοὺς γενομένην ἐκκλησιαστικούς·
οὔτε γὰρ ἐπιστολὴ ἐγκύκλιος κατὰ συναίνεσιν τῶν πατριαρχῶν γέγονεν, οὐ τόπος ἢ ἡμέρα
ὑπαντήσεως ὡρίσθη. Οὐχ ὑπαγώγιμός τις ἢ κατήγορος ἦν· συστατικὰς οἱ συνελθόντες
οὐκ εἶχον, οὔτε οἱ ἐπίσκοποι ἀπὸ τῶν μητροπολιτῶν, οὔτε οἱ μητροπολῖται ἀπὸ τῶν
πατριαρχῶν· οὐκ ἐπιστολαί ἢ τοποτηρηταὶ ἀπὸ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν ἐπέμφθησαν.
Τίς οὖν λόγου μεμοιραμένος σύνοδον καλεῖν ἀνάσχοιτο τὴν σκανδάλων καὶ διχονοίας
ἅπασαν πληρώσασαν τὴν οἰκουμένην; »
Τοῦ Ἁγίου Ταρασίου Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως
(ἐν τῇ Κατὰ Σιμωνιακῶν πρὸς τὸν Ρώμης Ἀδριανῷ
Ἐπιστολῇ αὐτοῦ)
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἔκδ.
Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 200313, σελ. 719)
«Τούτου ἕνεκεν, οὐχ ὑποστελλόμεθα τοῦ ἀναγγέλλειν
τὴν ἀλήθειαν, φυλάττοντες καὶ κρατοῦντες τὰ παρὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἀοιδίμων
Πατέρων ἡμῶν κανονικῶς ἐκδοθέντα, καὶ εἴ τι τούτων παρεβάθη ὑπό τινων,
βδελυττόμεθα».
Τοῦ Μεγάλου Φωτίου
Πρόλογος εἰς τὸν Νομοκάνονα
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων
καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Α ΄, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852,
σελ. 5.
«Πεπεισμένος [εἰμὶ] τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς εὕρημα
μὲν καὶ δῶρον εἶναι Θεοῦ, δόγμα δὲ φρονίμων τε καὶ θεοφόρων ἀνθρώπων, ἐπανόρθωμα
δὲ τῶν ἑκουσίων, καὶ παρὰ βούλησιν ἁμαρτημάτων, καὶ πολιτείας εὐσεβοῦς τε καὶ
πρὸς ἀτελεύτητον ζωὴν ἀγούσης κανόνα».
Ἐπιστολὴ τρίτη ἀπολογητικὴ πρὸς τὸν Πάπαν
Νικόλαον, ἐν Ἰ. Βαλέτα, Φωτίου Ἐπιστολαὶ, σελ. 163. Παραπομπὴ ἐμμέσως παρὰ Κ.
ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ, Οἱ ἱεροὶ Κανόνες «στῦλος καὶ ἑδραίωμα» τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀπάντησις εἰς
τὸν σεβασμιώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων καὶ Μ. Βρεττανίας κ. Ἀθηναγόραν, ἀνάτυπον
ἐκ τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 1972, σελ. 11.
«Ἡ τῶν ἀληθῶν κανόνων φυλακή, σπουδαίῳ μὲν
ἐποφείλεται παντί, πολὺ δὲ πλέον τοῖς ἀπ’ εὐθύνην (sic) τὰ τῶν ἄλλων ὑπὸ τῆς
Προνοίας ἠξιωμένοις· καὶ τούτων ἔτι μάλιστα τοῖς ἐν αὐτοῖς τούτοις πρωτεύειν
λαχοῦσιν. Ὅσῳ γὰρ ὑπερέχουσι, τοσοῦτῳ νομοφυλακεῖν ὀφείλουσι».
Τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Ἐπιστολὴ (24) Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ (PG 99, 985B-D)
« [Ἡ Ἐκκλησία] οὐδὲ παρὰ τοὺς κειμένους ὅρους
καὶ νόμους πράττειν τι καὶ λέγειν ἀνέχεται· κἂν πολλοὶ πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο·
ἐπεὶ καὶ συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καὶ παμπληθεῖς, καὶ Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτοὺς
ὠνομάκασι· καὶ ὑπὲρ κανόνων ἐφρόντισαν τῷ δοκεῖν, κατὰ κανόνων τὸ ἀληθὲς
κινούμενοι. Τί δὴ θαυμαστὸν εἰ καὶ νῦν πέντε καὶ δέκα τυχὸν ἐπίσκοποι
συναχθέντες τὸν ὑπὸ τῶν κανόνων καθῃρημένον κατὰ δύο αἰτίας, ἠθώωσαν, λύσαντες
τοῦ ἱερουργεῖν; Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ
ἱερεῖς, κἂν πολλοὶ ὦσι. Κρείσσων γάρ, φησιν, εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ
μυρίοι παραβαίνοντες· ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ εἰρήνῃ καὶ φυλακῇ τῶν
κανόνων· καὶ τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ’ ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ, καὶ
τῷ κανόνι καὶ τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας [...] καὶ ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενὶ
δέδοται ἐπὶ παραβάσει κανόνος ἢ μόνον στοιχεῖν τὰ δεδογμένα καὶ ἕπεσθαι τοῖς
προλαβοῦσιν [...] Οὐκ ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τὴν καθ' ἡμᾶς ἐκκλησίαν
οὔτε ἑτέραν παρὰ τοὺς κειμένους νόμους καὶ κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί, εἰ τοῦτο
δοθείη, κενὸν τὸ εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες, καὶ ἕκαστος κατὰ τὸν καιρὸν τῆς οἰκείας
ἀρχιερωσύνης, ἐπειδὴ ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετὰ τῶν σὺν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω
νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος νομοθέτης. Ἀλλ' οὐδαμῶς· παραγγελίαν
γὰρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου, παρ' ὃ παρελάβομεν, παρ' ὃ οἱ κανόνες τῶν
κατὰ καιροὺς συνόδων καθολικῶν τε καὶ τοπικῶν ἐάν τις δογματίζῃ ἢ προστάσσῃ
ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτὸν ἔχειν μηδὲ λογίζεσθαι αὐτὸν ἐν κλήρῳ ἁγίων· καὶ
τὸ δύσφημον παρῆμεν λέγειν, ὃ αὐτὸς εἴρηκεν.
Ἐπιστολὴ (25) Νικηφόρῳ Πατριάρχῃ (PG 99,
989Α.)
«Ἀλλ' εἰ καὶ ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασιν ὑπάρχομεν,
πλὴν ὀρθόδοξοι καὶ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τρόφιμοι, πᾶσαν αἵρεσιν ἀποβαλλόμενοι
καὶ πᾶσαν καθολικὴν καὶ τοπικὴν σύνοδον ἐγκεκριμένην ἀποδεχόμενοι, οὐ μὴν ἀλλὰ
καὶ τὰς παρ' αὐτῶν ἐκφωνηθείσας κανονικὰς διατυπώσεις· μηδὲ γὰρ τέλειον εἶναι ὀρθόδοξον,
ἀλλ' ἐξ ἡμισείας, τὸν τὴν πίστιν ὀρθὴν οἰόμενον ἔχειν τοῖς δὲ θείοις κανόσι μὴ ἀπευθυνόμενον».
Ἐπιστολὴ (27) Νικήτᾳ Πατρικίῳ (PG 99, 996
Α.)
«Νόμοι τοιγαροῦν, ὦ δέσποτα, θεῖοι καὶ
κανόνες εἰσὶν οἱ ἄγοντες πάντα τὸν εὐσεβοῦντα, παρ' οὓς οὐκ ἔστιν οὔτε
πρόσθεσιν οὔτε ὕφεσιν ποιεῖσθαι».
Ἐπιστολὴ (535 ἢ 201) Φιλοθέῳ Κτήτορι (PG
99, 1615 B.C.)
«Ἐπεὶ δὲ περὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κινούμενον· καὶ
τῆς τῶν θείων κανόνων ὁροθεσίας ἡ παράβασις· σύγγνωθι, ἀδελφὲ φίλτατε· οὐχ οἷοι
τέ ἐσμεν κατά τε Θεοῦ καὶ ἱερῶν κανόνων ἀποῖσαι κρίσιν· μάλιστα ὅτι ἐν αὐτῷ
τούτῳ τῷ παρομοίῳ κεφαλαίῳ ἐν τοῖς προλαβοῦσι χρόνοις πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν ἐθέμεθα
[...] Ὥστε, εἰδὼς τὸ ἐπικίνδυνον κρίμα,
μὴ παραβιάζου τὴν ταπείνωσιν ἡμῶν· εἰ γὰρ ὑπὲρ τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας καθ' ἑκάστην
ἡμέραν εἰς κινδύνους παρατετάγμεθα, πῶς κατὰ τῆς ἀληθείας ἑτεροτρόπως
κινηθησόμεθα; Οὐκ ἔχει φύσιν, ὦ δέσποτα, παρὰ τὰ θειωδῶς κεκριμένα τοῖς κανόσι
δρᾶσαί τι ἢ εἰπεῖν. Πιστεύομεν δὲ ὅτι καὶ αὐτός, ἓν ζητῶν, τὸ θεῖον θέλημα καὶ
τὸ σωτηριῶδες τῆς ψυχῆς σου, συμφήσειας ἡμῖν ἐπὶ τοῖς λελεγμένοις καὶ προσεύξῃ
μᾶλλον ἐπερείδεσθαι ἡμᾶς τῷ θείῳ νόμῳ καὶ μὴ προΐεσθαι τὸ οἱονοῦν ἐπὶ παραβάσει
ἐντολῆς θεοῦ καὶ κανόνος».
Τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ Πηδάλιον, ἔκδ.
Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 200313, σελ. ιστ΄. ιζ΄)
«Αὕτη ἡ βίβλος [τὸ Πηδάλιον] εἶναι ἡ μετὰ
τὰς ἁγίας Γραφὰς ἁγία Γραφή, ἡ μετὰ τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, διαθήκη. Τὰ
μετὰ τὰ πρῶτα καὶ θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καὶ θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστὶ τὰ
αἰώνια ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν, καὶ νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τὸν αἰῶνα,
καὶ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἐξωτερικοὺς καὶ βασιλικοὺς νόμους τῶν Διγέρων, τῶν Ἰνστιτούτων,
τῶν Κωδήκων, τῶν Νεαρῶν ὑπερέχοντες. Ἐκείνους μὲν γὰρ βασιλεῖς μόνον ἐξέδωκαν,
τούτους δέ, αἱ μὲν Σύνοδοι οἰκουμενικαί τε καὶ τοπικαὶ διὰ Πνεύματος ἁγίου, ὡς
εἴπομεν, ἐθέσπισαν, οἱ δὲ βασιλεῖς ἐπεκύρωσαν. Αὕτη ὡς ἀληθῶς ἐστι, καθὼς αὐτὴν
ἐπωνομάσαμεν, τὸ Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου αὕτη
κυβερνωμένη, ἀσφαλῶς τοὺς ἐν αὐτῇ ναύτας καὶ ἐπιβάτας, ἱερωμένους τε λέγω καὶ
λαϊκούς, πρὸς τὸν ἀκύμαντον παραπέμπει τῆς ἄνω βασιλείας λιμένα […]
Τοιουτοτρόπως ἡ αὐτὴ Τριάς, καὶ τὸν δεύτερον τοῦτον καὶ νοητὸν κόσμον τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατασκευάσασα, μὲ τοὺς ἱεροὺς τούτους καὶ θείους Κανόνας
συνέδησεν αὐτὸν καὶ συνέπηξεν. Ἐξ ὧν ἡ τῶν Πατριαρχῶν ἀποτίκτεται εὐταξία, ἡ τῶν
Ἀρχιερέων ἁρμονία, ἡ τῶν Ἱερέων κοσμιότης, τῶν διακόνων ἡ σεμνοπρέπεια, τῶν
Κληρικῶν ἡ σεβασμιότης, τῶν Μοναχῶν ἡ εὐρυθμία, τῶν Πνευματικῶν Πατέρων ἡ πρὸς
διόρθωσιν ἀπαιτουμένη γνῶσις, τῶν βασιλέων ἡ παρὰ πάντων ὀφειλομένη τιμή, καὶ
πάντων ἁπλῶς τῶν χριστιανῶν ἡ πρέπουσα χριστιανοῖς διαγωγὴ καὶ κατάστασις, καὶ
καθολικῶς εἰπεῖν, ἐκ τῶν ἱερῶν τούτων Κανόνων, ἡ κάτω ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία
γίνεται μίμημα καὶ ἐκσφράγισμα τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας. Καὶ αἱ δύω ὁμοῦ ἱεραρχίαι
ἀποκαθίστανται μία, ἓν μέλος ἀνακρουομένη, ἐναρμόνιόν τε καὶ πάγχορδον. Ἔκβαλε
τοὺς κανόνας τῶν στοιχείων ἀπὸ τὴν ὑλικὴν κτίσιν, καὶ παρευθὺς λύεται ἡ τάξις,
καὶ λυομένης τῆς τάξεως, ὅλον τὸ πᾶν ἀφανίζεται.
Ἔκβαλε καὶ τοὺς ἱεροὺς τούτους κανόνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ παρευθὺς ἐπεισέρχεται
ἡ ἀταξία, καὶ ἐκ τῆς ἀταξίας ἅπασα ἡ ἱερὰ αὐτῆς διακόσμησις ἀφανίζεται […]
Μακάριοι ἐστέ, χριστιανοὶ ἀδελφοί, ὅτι διὰ τῆς βίβλου ταύτης ἠξιώθητε νὰ
γνωρίσετε τὰ εὐάρεστα τῷ Θεῷ πατρικὰ καὶ συνοδικὰ παραγγέλματα […] εἴτε νάματα
οὐράνια θέλει τα ὀνομάσει τινάς, ὡσὰν ὁποῦ διὰ τούτων τὸ πρόσωπον ἅπαν τῆς Ἐκκλησίας
ποτίζεται, εἴτε θεμέλια πνευματικά, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα πᾶσα χριστιανικὴ οἰκοδομὴ
ἑδράζεται».
Τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου,
Ἐπιτομὴ εἴτε Συλλογὴ τῶν θείων τῆς Πίστεως
δογμάτων, ἐκδ. Καλλινίκου Ἱερομονάχου, Βράιτκοπφ καὶ Ἕμτελ, Λειψία τῆς Σαξωνίας
1806, 42ἑ.
«Ὀφείλεται μὲν οὖν ἅπασα καὶ ὅλη ἡ πίστις
καὶ τὸ σέβας τῇ οἰκουμενικῇ συνόδῳ ἅτε παριστώσῃ δηλαδὴ τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν,
ἧς κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον πολλαχοῦ, κεφαλὴ ἀθάνατος καὶ πάνσοφός ἐστιν ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δι΄ ὃ καὶ πιστεύομεν, ὅτι τῷ
θείῳ αὐτοῦ πνεύματι φωτιζομένῃ, πάντα ὀρθῶς ἀποφαίνεται, καὶ ἀπταίστως, δόγματά
τε καὶ κανόνας, καθ΄ οὓς διαβιοῦν ὀφείλομεν ἅπαντες. Ὥστε, συντόμως εἰπεῖν εἴτις
μὴ τῇ οἰκουμενικῇ Συνόδῳ πείθεσθαι βούληται, οὗτος τῆς χριστιανικῆς μοίρας τε
καὶ ἐλπίδος ἐκπέπτωκε, κατὰ τὴν Δεσποτικὴν ἀπόφασιν, ὅτι ἐάν τῆς ἐκκλησίας
παρακούσῃ, ἔστω σοι, ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. Ἔστιν οὖν ἡ οἰκουμενικὴ
Σύνοδος κριτὴς ὑπέρτατος τῶν ἐκκλησιαστικῶν
ζητημάτων, ὡς παριστῶσα τὴν καθόλου ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ ἀπάτης ἀνωτέρα, ἐν οἷς ἀποφαίνεται,
ὡς ἀμέσως ὑπὸ τοῦ ἁγίου φωτιζομένη πνεύματος. Δι΄ ὅ,τι τοῖς παρ’ αὐτοῖς
θεσπίσμασιν οἱ ἁπανταχοῦ Χριστιανοὶ ὡς Θεοῦ λόγοις πείθεσθαι μέλλουσι. Καὶ ὅπερ
ὁ μέγας Ἀπόστολος Πέτρος περὶ τῶν προφητῶν ἔφη, ὡς ὑπὸ πνεύματος ἁγίου
φερόμενοι ἐλάλησαν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, τοῦτ’ αὐτὸ καὶ περὶ τῶν οἰκουμενικῶν ἀποφάνσεων, οἱ θεῖοι πατέρες ἡμᾶς
διδάσκουσι. Ἐπειδὴ δὲ κριτοῦ ἴδιόν ἐστι, καὶ παιδείαις ὑποβάλλειν τοὺς τῶν
νόμων παραβάτας, ἔχει δὴ καὶ τοῦτο τὸ δικαίωμα καὶ ἀξίωμα παρὰ τοῦ οὐρανίου
βασιλέως Χριστοῦ, τοῦ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν παρασχόντος τοῦ
δεσμεῖν καὶ λύειν. Καὶ δὴ τοὺς μὴ πειθομένους τῇ ὀρθῇ τῆς ἐκκλησίας Διδασκαλίᾳ,
δεσμοῖς ἀλύτοις ὑποβάλλει, καὶ τῷ αἰωνίῳ παραπέμπει ἀναθέματι».
Ἁγίου Γρηγορίου Ε΄ Πατριάρχου ΚΠόλεως
Ἐμμέσως ἐκ τοῦ κειμένου «Ἔκθεσις ἀπόψεων
τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς Χρυσοστόμου περὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν μέτρων, δι΄ὧν,
συνωδᾷ τῇ 3ῃ Συντακτικῇ Πράξει τῆς 9 Ἰανουαρίου 1974, θὰ ἀποκατασταθῇ ἐν τῷ χώρῳ
τῆς Ἁγιωτάτης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ἡ διασαλευθεῖσα κανονικὴ τάξις» κ.λπ. σελ. 4ἑ.
ὑποβληθεῖσα τὴν 4ην Μαρτίου 1974 εἰς τὴν Ἔκτακτον Πολυμελῆ Σύνοδον τοῦ 1974 εὑρισκομένη
εἰς τὰ ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Εἰς τὸ βιβλίον ΑΘ. ΑΝ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία-Ἱστορία τῶν δομῶν διοικήσεως καὶ ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκδ.
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.89
«Ὅσα μὲν κατὰ τοὺς θείους θεσμοὺς καὶ τοὺς
ἱεροὺς καὶ ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας τυγχάνει διακυβερνώμενα πολλὴν ἔχουσι
τὴν χάριν παρὰ Θεοῦ καὶ κλέος μέγιστον· ὅσα δέ, τοὐναντίον, παραβαίνει τὸν ὅρον,
ἐκτρεπόμενα, ἐν τούτοις προφανὴς ἡ ἀκοσμία, κατάδηλος ἡ φθορὰ καὶ ἐπὶ πᾶσιν, ἡ
τῶν ψυχῶν ἀπώλεια».
Δ. Ἐκ τῶν
νομο – κανονικῶν κειμένων τῆς Ρωμηοσύνης (τοῦ “Βυζαντίου”)
Ἰουστινιανοῦ Νεαρὰ ρλα΄, Περὶ ἐκκλησιαστικῶν
κανόνων καὶ προνομίων
Corpus Juris Civilis, τόμ. 3, ἐκδ.
Weidmann, Berlin 19682, σελ. 654ἑ.
«Θεσπίζομεν τοίνυν τάξιν νόμων ἐπέχειν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνας, τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων τεσσάρων Συνόδων ἐκτεθέντας ἢ βεβαιωθέντας, τοὐτέστι τῆς
ἐν Νικαίᾳ τῶν
τιη΄ καὶ τῆς
ἐν Κωνσταντινουπόλει τῶν
ἁγίων ρν΄ Πατέρων καὶ τῆς ἐν
Ἐφέσῳ πρώτης ἐν
ᾗ Νεστόριος κατεκρίθη καὶ τῆς ἐν
Καλχηδόνι, καθ΄ ἣν
Εὐτυχὴς μετὰ Νεστορίου ἀνεθεματίσθη. Τῶν γὰρ
προειρημένων ἁγίων δʹ Συνόδων καὶ τὰ
δόγματα καθάπερ τὰς
θείας γραφὰς δεχόμεθα καὶ τοὺς κανόνας ὡς νόμους φυλάττομεν».
Τῶν Βασιλικῶν, βιβλ. ε΄, τίτλ. γ΄, κεφ. α΄, θέμα α΄ .
Παρὰ
τῷ Νομοκάνονι τοῦ
Μ. Φωτίου, τιτλ. α΄, κεφ. β΄
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων
καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Α ΄, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852,
σελ. 36ἑ.
«Θεσπίζομεν τοίνυν τάξιν νόμων ἐπέχειν τοὺς
ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνας, τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων ἑπτὰ Συνόδων ἐκτεθέντας ἢ
βεβαιωθέντας [...] τῶν γὰρ προειρημένων ἁγίων Συνόδων τὰ δόγματα καθάπερ τὰς
θείας Γραφὰς δεχόμεθα καὶ τοὺς Κανόνας ὡς νόμους φυλάττομεν».
Σημείωσις ἁγίου Νικοδήμου: «διὰ τοῦ
“βεβαιωθέντας” δηλοῦνται οἱ Κανόνες τῶν τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος
Πατέρων οἱ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βεβαιωθέντες, κατὰ τὸν Βαλσαμῶνα»
(Πηδάλιον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, 2003 13, σελ. κ’).
Τῶν Νεαρῶν, τίτλ. β’, διάταξις γ΄. Παρὰ τῷ Νομοκάνονι τοῦ Μ. Φωτίου, τίτλ. α΄,
κεφ. β΄
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων
καὶ ἱερῶν Κανόνων,
τόμ. Α ΄, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ.
Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852, σελ. 36
Ἡ διάταξις αὕτη (ἤτοι αὐτὴ αὕτη ἡ Ἰουστινιάνειος
ρλα΄ Νεαρὰ)
«τοὺς τῶν ἑπτὰ Συνόδων Κανόνας θέλει κρατεῖν
καὶ τὰ δόγματα αὐτῶν ὡς τὰς θείας Γραφάς».
Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ
Τῶν Βασιλικῶν, βιβλ. ε΄, τίτλ. γ΄, κεφ. α΄
(παρὰ τῷ Πηδάλιον, ἐκδ. Παπαδημητρίου,
2003 13, σελ. κ’).
«Δέχομαι τὰς ἁγίας ἑπτὰ Οἰκουμενικὰς
Συνόδους ὡς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον».
Τοῦ αὐτοῦ, Νεαραὶ Διατάξεις, β΄, PG 107, 428C.
«Τῶν ἱερῶν καὶ θείων κανόνων, τῶν τε ἄλλων
καὶ ὅσοι περί τε ἱερωσύνης καὶ χειροτονίας ἐπισκόπων ἐθέσπισαν, εἰς τὸ ἄριστόν
τε καὶ ἀκριβέστατον ἐκπεφωνημένων, (πῶς δ’ οὐκ ἔμελλον ἀκριβῶς ἐκπεφωνῆσθαι,
θείας ἐπιπνοίας ἐν τοῖς φθεγγομένοις ἐνεργούσης;) θαυμάζειν ἔπεισί μοι, πῶς οὐκ
εὐλαβήθησάν τινες, ὥσπερ ἐνδεῶς ἐκείνως ἐχόντων τολμᾷν ἑτέρων ἐκθέσει νόμων τοὺς
ἱεροὺς καὶ θείους ἀθετεῖν νόμους».
Τοῦ Κώδικος, βιβλ. α΄, τίτλ. β΄, διατάξει
ιβ΄.
Παρὰ τῷ Νομοκάνονι τοῦ Μ. Φωτίου, τίτλ.
α΄, κεφ. β΄
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων
καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Α ΄, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852,
σελ. 36
«Οἱ τοῖς Κανόσιν ἐναντιούμενοι πραγματικοὶ
τύποι [δηλ. βασιλικὰ προστάγματα] ἄκυροί εἰσι».
Σχόλιον Θεοδώρου Βαλσαμῶνος (Πατριάρχου Ἀντιοχείας,
ιβ΄ αἰ.) εἰς τὸ ὡς ἄνω β΄κεφ. τοῦ Νομοκάνονος τοῦ Μ. Φωτίου
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων
καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Α ΄, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν 1852,
σελ. 38
«Ἐπισημείωσαι τὴν παροῦσαν ἑρμηνείαν καὶ ἔχων
αὐτὴν ἐπὶ μνήμης λέγε τοὺς Κανόνας ἰσχύειν πλέον τῶν νόμων· οἱ μέν γάρ, ἤγουν οἱ
Κανόνες, παρὰ Βασιλέων καὶ ἁγίων Πατέρων
ἐκτεθέντες καὶ στηριχθέντες, ὡς αἱ θεῖαι Γραφαὶ δέχονται· οἱ δὲ νόμοι παρὰ Βασιλέων
μόνον ἐδέχθησαν ἢ συνετέθησαν, καὶ διὰ τοῦτο οὐ κατισχύουσι τῶν θείων Γραφῶν οὐδὲ
τῶν Κανόνων».
Ματθαῖος Βλάσταρις (ιδ΄ αἰ.), Σύνταγμα κατὰ
στοιχεῖον (στοιχ. μ΄, κεφ. ιε΄)
Γ.Α. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων
καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. ΣΤ΄, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου της Αὐγῆς, ἐν Ἀθήναις 1859,
σελ. 393
«Ἀπὸ τῆς ρλα΄ Ἰουστινιανείου Νεαρᾶς γνοίης
ἄν, ὅτι τὰ γινόμενα παρὰ τῶν Κτιτόρων ἐν τοῖς Μοναστηριοίς Τυπικὰ στέργειν ὀφείλουσιν,
εἰ μή που τοῖς Κανόσιν ἐναντιοῦνται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου