ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ ! Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΥΤΗΣ !! ΜΕΡΟΣ Α΄
Από την εμπειρία των αρχαίων Αγίων
Πατέρων, γνωρίζουμε ότι η πτώση στην πλάνη πολλών πνευματικών αγωνιστών, διήλθε
διαδοχικώς μέσα από την περιφρόνηση προς τους Πνευματικούς Πατέρες κατ’ αρχήν,
έπειτα δε πολλάκις έφθασε και στη περιφρόνηση του Θεού.
Η αίρεση, μολονότι επιφέρει συνολικώς
εσφαλμένη και επικίνδυνη Τριαδολογία ή
Χριστολογία ή Πνευματολογία ή Εκκλησιολογία κ.λπ., και συνεπώς και
σωτηριολογία (πώς δηλαδή σώζεται ο άνθρωπος), εν τούτοις είναι ενδεχόμενο να
περιλαμβάνεται και συνοψίζεται σε έστω και μία μόνον λέξη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «Τας δε βεβήλους καινοφωνίας
περιΐστασο» [Β’Τιμ. 2, 16] γράφει· «Διότι δεν θα σταματήσουν μέχρι εδώ. Διότι
όταν κάτι καινούργιο εισαχθή, (όπως ο οικουμενισμος νεοημερολογητισμος),πάντοτε τίκτει καινοτομίες· και είναι απέραντη η
πλάνη αυτού που έχει εξέλθει από το εύδιο λιμάνι και δεν θα σταματήση πουθενά.
Διότι λέγει “Επί πλείον προκόψουσιν ασεβείας και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα
νομήν έξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Είναι ασταμάτητο κακό, που πια δεν μπορεί να
περιορισθή από κάποια γιατρειά, αλλά καταστρέφει το παν. Δείχνει ότι η
καινοφωνία [καινούργια διδασκαλία] είναι αρρώστια, η μάλλον χειρότερη από αρρώστια» ΑΓΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την Β’ Προς Τιμόθεον 5, 2, PG 62, 626.
Και
μη θαυμάσης αν μια λέξη τίκτη αίρεση, ακούοντας τον Κύριο να λέγη “ Ιώτα
εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του
νόμου έως αν πάντα γένηται” [Ματθ. 5, 18].
Για το λόγο τούτο
και ο ιερός Κανών της εν Καρχηδόνι αγίας Τοπικής Συνόδου (258 μ.Χ.) είχε
νωρίτερα διαπιστώσει : «... αυτό και τώρα ορίζουμε, το οποίο πάντοτε ισχυρώς
και ασφαλώς κρατούμε, ότι κανείς δεν μπορεί να βαπτισθή έξω της Καθολικής
Εκκλησίας, επειδή είναι ένα το Βάπτισμα και υπάρχει μόνο μέσα στην Καθολική
[δηλ. Ορθοδόξη] Εκκλησία [...] στην Καθολική Εκκλησία ημπορεί να δοθή [άφεση
αμαρτιών], αλλά πλησίον των αιρετικών, όπου δεν υπάρχει Εκκλησία, είναι
αδύνατον να λάβη κανείς άφεση αμαρτιών [...] Ο αιρετικός δεν ημπορεί να αγιάση
το έλαιον, επειδή δεν έχει ούτε θυσιαστήριο, ούτε Εκκλησία. Και δεν ημπορεί
ολωσδιόλου να υπάρχη χρίσμα στους αιρετικούς [...] Και γι’ αυτό εμείς που
είμαστε με τον Κύριο και κρατούμε την ενότητα του Κυρίου, κατά την αξία που μας
χορηγείται, και λειτουργώντας την ιερατεία Του στην Εκκλησία, όσα κάνουν οι
εναντίον Του αντικείμενοι, δηλαδή εχθροί και αντίχριστοι, οφείλουμε να τα
αποδοκιμάσουμε και αποποιηθούμε και απορρίψουμε και να τα έχουμε ως βέβηλα . ΑΓΙΟΥ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, αυτόθι, σελ. 368
Η αίρεση, λοιπόν, πλήν του ότι ως
σχίσμα πίστεως, αποκόπτει τα ασθενή μέλη της Εκκλησίας από την κοινωνία με τον
Ορθόδοξο ΕΚΚΛΗΣΙΑ και τη χάρη των ορθοδόξων Μυστηρίων, θέτει τη σωτηρία τους
σε βέβαιη απώλεια, τής σωτηρίας τους !
Εισαγωγη . Τι είναι αίρεση .
Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία μας πάντοτε
ετίμησε τον αγώνα αγίων μορφών, Ομολογητών της Ορθοδοξίας κατά της ποικίλης
αιρέσεως. Ο αγώνας αυτός καταλαμβάνει το πλείστον μέρος της εκκλησιαστικής
ιστορίας και ουσιαστικώς υπήρξε ο
κυριώτερος, ή μάλλον ο μόνος, παράγων
διαμορφώσεως και εξελίξεως της λεκτικής διατυπώσεως των εκκλησιαστικών δογμάτων.
Όμως, τί σημαίνει «αίρεση»; Σώζονται
όσοι ακολουθούν τις αιρέσεις;
Στη σημερινή εποχή, η λέξη «αίρεση» έχει εξοβελισθεί από το λεξιλόγιο των αθρώπων, ακόμη και των περισσοτέρων πιστών, και έχει περιορισθεί, χρωματισμένη μάλιστα και με κάποια ειρωνεία, στο χαρακτηρισμό φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων που παρεκκλίνουν από κάποια γνωστή «κύρια» (‘mainstream”) κατεύθυνση.
Στη σημερινή εποχή, η λέξη «αίρεση» έχει εξοβελισθεί από το λεξιλόγιο των αθρώπων, ακόμη και των περισσοτέρων πιστών, και έχει περιορισθεί, χρωματισμένη μάλιστα και με κάποια ειρωνεία, στο χαρακτηρισμό φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων που παρεκκλίνουν από κάποια γνωστή «κύρια» (‘mainstream”) κατεύθυνση.
Υπό την επίδραση της προπαγάνδας της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου, η
οποία διδάσκει να αγαπάμε όχι τόσο τον ίδιο τον πλησίον μας, όσο τις
οποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις και ιδέες του, ο χαρακτηρισμός της
«αιρέσεως» ακούεται στα ώτα πολλών, ως δήθεν φορτισμένος υπέρμετρα με άδικους
αρνητικούς συνειρμούς και παραπέμπει δήθεν στο σκοτεινό μεσαίωνα και την «ιερά
εξέταση». Όμως τα πράγματα δεν έχουν έτσι και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου η
«αίρεση» είναι κίνδυνος που άπτεται καίρια της ιδίας της αιωνίου σωτηρίας μας
και όχι κάποια απλώς φιλοσοφική απόκλιση από μια «γραμμή» μιας εξουσίας.
Το θέμα της αιρέσεως είναι απέραντο, τόσο στην Πατερική Γραμματεία, όσο
και στη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία.
Σύμφωνα
με ένα σύγχρονο ορισμό, ως αίρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία η
οποία παρεκκλίνει από τη γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δε και κάθε
ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα η οποία διαφωνεί προς τη δογματική διδασκαλία
της αληθούς Εκκλησίας και έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ενότητα με αυτήν» . ΙΩ. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ, «Αίρεσις» εν Θρησκευτική
και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1087
ΤΙ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΣ
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει εν προκειμένω «Οι
παλαιοί ονόμασαν αιρέσεις μεν τους παντελώς αποσπασμένους και κατά την ίδια την
Πίστη αποξενωμένους· σχίσματα δε αυτούς που διαφοροποιήθηκαν για κάποιες
εκκλησιαστικές αιτίες και μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» . ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστολή 188 (Κανονική
Α΄) Αμφιλοχίω περί Κανόνων, 1, (α΄ Κανών) PG 32, 665Α. Το ίδιο κείμενο εν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 587
Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διάκριση: «Για να στοιχειοθετηθεί [κατά
τους ι. Κανόνες] το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνηση ή διαστροφή των κανόνων, ήτοι 1) να εκδηλωθεί εξωτερικώς, είτε
εγγράφως (δια συγγράμματος κ.λπ.), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ.λπ.), είτε
εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης
φράσεων ή συμβολικών κινήσεων στο
τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) να γίνει από σκοπού και εκ
προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ
συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεση και 3) να επιμείνει στην πλάνη του ο
δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος ο οποίος πρεσβεύει μεν
πεπλανημένως, αλλά όταν νουθετείται ανακαλεί και απαρνείται τις κακοδοξίες του.
Καθ΄ όσον το πλανάσθαι είναι ανθρώπινο, αλλά το εμμένειν στην πλάνη και το μη
απορρίπτειν αυτήν μετά από υπόδειξη που γίνεται, είναι εφάμαρτο και δαιμονικό,
επειδή εμφαίνει υπεροψία και ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος» . ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αίρεσις (Κανονικόν
και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον)» εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 1 (1962)
1089
Η αίρεση είναι από τις μεγαλύτερες
αμαρτίες. Καθώς λέγει ο Μέγας Αθανάσιος περί εκείνων που αρχίζουν μιαν αίρεση·
«Εχθροί του Θεού είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι ακάθαρτοι δαίμονες.
Δεύτεροι μετά από εκείνους όσοι πρεσβεύουν την ειδωλολατρία και οι αρχηγοί των
αιρέσεων»ΜΕΓΑΛΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ερμηνεία εις τον ρλη΄ Ψαλμόν, PG 27, 536Α
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μάς λέγει :
«Κάποιος γνωστικός μου έθεσε ένα δυσχερέστατο πρόβλημα.”Ποια αμαρτία, μου είπε,
είναι βαρύτερη απ’ όλες, εξαιρέσει του φόνου και της αρνήσεως;” Και εγώ
του απάντησα “το να πέση κανείς σε αίρεσι”ΑΓΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, Περί αγνείας 44.
Η αίρεση πάντως, είναι ή εισαγωγή μιας νέας διδασκαλίας και πρακτικής,
ενός ή περισσοτέρων νεωτερισμών· όπως
έχει παρατηρηθεί από τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, «Πολύ ενωρίς η Εκκλησία πήρε την
ονομασία “καθολική” που αργότερα έγινε συνώνυμη με τον κατοπινό όρο ορθοδοξία.
Πάραλληλα η αίρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η διάβρωση της αλήθειας, ως ζωής
και διδασκαλίας, και συνάμα η έκπτωση από την κοινότητα. Όχι μόνον οι
αιρετικοί της εποχής εκείνης, μά και οι πολέμιοι ακόμη είχαν αντιληφθεί πόσο
απαραίτητο είναι το κριτήριο της αρχέγονης ταυτότητας. Έτσι ο νεωτερισμός δεν
μπορεί να έχει σχέση προς την ορθοδοξία. Καθετί το νέο είναι ξένο προς την
αλήθεια που μόνο ως αρχέγονη νοείται. Η πρώτη [η ορθοδοξία] διεκδικεί
αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη [η αίρεση] είναι νεωτεροποιΐα. Έτσι η
δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, παρ’ όλο ότι την εποχή εκείνη αφομοίωνε
κατά τον πιο ρωμαλέο τρόπο προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη
φιλοσοφική ορολογία του περιβάλλοντος, στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και
των ίδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, αρχέγονη, παραδοσιακή. Τούτη η
αναδρομή προς το παρελθόν από το ένα μέρος δεν ήταν διόλου οπισθοδρόμηση, και
από το άλλο γινόταν η μοναδική σωστή μέθοδος για να ελέγχεται το περιεχόμενο
κάθε διδασκαλίας. Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει
στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας
και αυθεντικότητας»
Δαιμονική προέλευση της αιρέσεως
Οι αιρετικοί, όπως ,οι Παπικοί , οι Προτεστάντες, ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΧΡΟΝΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ,δεν καλούνται Χριστιανοί,
κατά την Παράδοση της Εκκλησίας· χαρακτηριστικώς λέγει μεταξύ άλλων αρχαίων
θεολόγων ο Τερτυλλιανός, «Όσοι είναι αιρετικοί, Χριστιανοί δεν δύνανται να
είναι» De
Praescriptionibus Haereticorum c. 37: «Si enim haeretici sunt, Christiani esse
non possunt».
Είναι βασική η διδασκαλία της Εκκλησίας,
περί του ότι ο φαύλος βίος γεννά φαύλα δόγματα· ο άγιος Χρυσόστομος,
ερμηνεύοντας το αποστολικό λόγιο: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του
Πνεύματος· μωρία γαρ αυτώ εστι» [Α΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Και σε πολλά άλλα
σημεία λέγει, ότι αιτία για τη μη αποδοχή των τελειοτέρων δογμάτων είναι η
διαφθορά του βίου» ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις το κατά
Ματθαίον 23, 3 PG 57, 311.
Περί της δημιουργίας των αιρέσεων ως απ’ ευθείας έργου των δαιμόνων, μας
βεβαιώνουν οι Άγιοι Πατέρες· ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει · «Υπάρχουν
μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής
του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε
καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία.
Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους
σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την
ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της
εξηγήσεως» ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος
ΚΣΤ΄, Περί διακρίσεως Β΄, 36, ένθ’
ανωτ., σελ. 316.
Το Λαυσαϊκόν, αρχαία συλλογή διηγήσεων
περί των Μοναχών, μας διηγείται περί του ασκητού Ήρωνος, ο οποίος έπεσε σε
υπερηφάνεια και καταφρονούσε όλους τους Πατέρες, ακόμη και τον Άγιο Μακάριο τον
Πρεσβύτερο, καθώς και την Θεία Κοινωνία, κατέληξε δε να ισχυρίζεται ότι δεν
χρειάζεται άλλο διδάσκαλο παρά μόνο τον Χριστό. Λαυσαϊκόν, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσαλονίκη, σελ. 96.
Αίρεση ίσως να
είναι και η αλλαγή ενός «ιώτα» των εκκλησιαστικών δογμάτων
Παρομοίως και ο Άγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινου-πόλεως, σε
επιστολή του προς τον Πάπα Νικόλαο, γράφοντας για το ποια θέσμια της Εκκλησίας
είναι υποχρεωτικά για όλους και ποια όχι, επισημαίνει: «Και πράγματι, υπάρχουν τα κοινά, τα οποία
είναι ανάγκη να τα φυλάττουν όλοι, και βεβαίως πριν από τα άλλα, τα περί
Πίστεως, όπου αν παρεκκλίνη ολίγον κανείς, αμαρτάνει αμαρτίαν προς θάνατον.
Υπάρχουν και μερικά που ακολουθούνται από κάποιους ιδιαιτέρως, των οποίων η
παράβαση είναι επιζήμια για εκείνους που τους παραδόθηκαν αυτά, ( τό ημερολόγιο-εορτολόγιο και η λειτουργική τάξης της Ορθοδόξου εκκλησίας είναι Ιερά Παράδοσης 2000 ετών ) ΜΕΓΑΛΟΥ
ΦΩΤΙΟΥ, Επιστολή Β΄, Φωτίου προς Πάπαν Νικόλαον, PG 102, 604 C.D.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,
καταφερόμενος κατά της λατινικής αιρέσεως ,
παρατηρεί στο έργο του Λόγος αποδεικτικός περί της εκπορεύσεως του Αγίου
Πνεύματος τα εξής: «Ο όφις λοιπόν ο νοητός και δια τούτο και περισσότερον
κατηραμένος, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός, που τρέφεται
πάντοτε από την χαμερπή και γήινη πονηρία, ο ακούραστος παρατηρητής της
πτέρνας, δηλαδή της απάτης, αυτός που είναι κάθε θεομίσητης δοξασίας
εφευρετικώτατος σοφιστής και απίθανα ευμήχανος, χωρίς καθόλου να λησμονή τη
δική του κακοτεχνία, εισάγει καινούργιες ορολογίες , μέσω των Λατίνων,
που είναι πειθήνιοι σε αυτόν, και οι οποίες φαίνονται να έχουν μικρή παραλλαγή,
αλλά είναι αφορμές μεγάλων κακών και φέρουν πολλά και δεινά έκφυλα και άτοπα
της ευσεβείας, και οι οποίες δεικνύουν σε όλους φανερώς, ότι σε ό,τι αφορά στο
Θεό, δεν είναι μικρό το έστω και ελάχιστα μικρό. Διότι εάν στο κάθε τι από τα
δικά μας [τα ανθρώπινα] εάν ξεκινήση ένα άτοπο στην αρχή, μετά ταύτα γίνονται
πολλά τα άτοπα ..
Συνεπώς, και κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «ου μικρόν εν τοις περί Θεού το
παραμικρόν .ΑΓΙΟΥ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Λόγος αποδεικτικός Α΄ περί της εκπορεύσεως του Αγίου
Πνεύ-ματος.
Το φρόνημα αυτό της Εκκλησίας μας, ότι η
παραμικρή απόκλιση από την Πίστη, συνιστά αίρεση, τεκμηριώνεται επαρκώς από τις
παραπάνω λίγες παραπομπές στους Αγίους Πατέρες, Μάλιστα, η συνείδηση αυτή πέρασε και στους περί
Πίστεως πολιτικούς νόμους· όπως μας πληροφορεί ο «Νομοκάνων» -ο οποίος είναι
συλλογή ιερών Κανόνων της Εκκλησίας και Νόμων της Πολιτείας- σε διάταξη του
πολιτικού Κώδικος (α΄ βιβλίον, ε΄ διάταξις, β΄ τίτλος) υπάρχει ο εξής
χαρακτηρισμός του νόμου της Πολιτείας: «είναι αιρετικός και υπόκειται στους
νόμους κατά των αιρετικών αυτός που παρεκκλίνει και λίγο από την Ορθόδοξη
Πίστη». Επίσης σε άλλη, παλαιότερη νομική διάταξη υπάρχει και η διατύπωση
αυτή: «αιρετικός είναι ο καθένας που φάνηκε και με μικρή ένδειξη ότι παρετράπη
από το δόγμα , ή την ευθεία της Καθολικής
Εκκλησίας !!
Δυστυχώς, στα πλαίσια της αιρέσεως του
οικουμενισμού, ο οποίος τείνει, όση δύναμις, να αλλοιώσει την ορθόδοξη
θεολογία, Οπωσδήποτε, όμως, αυτό το οποίο
φαίνεται στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας μας είναι το αντίθετο και είναι
πολύ απλό και σωτήριο: όποιος (ονομαζόμενος «χριστιανός») πιστεύει μεν στην
Αγία Τριάδα και στον Χριστό ως Θεό, αλλ’ ενσυνειδήτως διαφέρει της Ορθοδοξίας
έστω και κατ’ ελάχιστον, αυτός είναι αιρετικός και εκτός Εκκλησίας.
Τα μυστήρια των αιρετικών, καθ΄ ότι άκυρα,
είναι αχαρίτωτα
Η Εκκλησία είναι, προς λύπην Της,
υποχρεωμένη να αποκόψει τα αμετανόητα αιρετικά μέλη της για να μη αλλάξει
σταδιακά η εκκλησιαστική Πίστη και Παράδοση· η αποκοπή αυτή των αιρετικών, το
γνωστόν «ανάθεμα» ή«αφορισμός» των
ιερών Συνόδων, ουσιαστικώς στερεί και επισήμως τους αιρετικούς από την Άμπελο,
από το Σώμα και Αίμα του Χριστού, μολονότι οι αιρετικοί είχαν ήδη διακόψει κάθε προσωπική εν Αγίω Πνεύματι
σχέση με τον Χριστόν, αποδεχόμενοι ένα «αντίχριστο» φρόνημα. οι
αιρεσιάρχες, όσοι εκκινούν μια καινουργή αίρεση, ακόμη και όταν είναι τυπικώς
(εξωτερικώς) εντός Εκκλησίας, ουσιαστικώς είναι αποκομμένοι από την Κεφαλή της
Εκκλησίας, τον Χριστό. .
ΜΕΛΕΝΙΚΙΩΤΟΥ «Οι Οικουμενισταί θέτουν όντως εαυτούς εκτός
Εκκλησίας», Ορθόδοξος Τύπος 1799 [25-09-2009] σελ. 5.
Η Εκκλησία, παρά ταύτα, επειδή είναι εξ
ορισμού «Μία», καθώς ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν διαιρείται,
αλλά χαρακτηρίζεται από ταυτότητα Πίστεως, κοινή μετοχή στη Λατρεία και τα
Μυστήρια και κοινή διοίκηση35 . ·Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, εκδ.
«Ο Σωτήρ», Αθήναι 2003, σελ. 349-354.
Ώστε δεν μπορούμε να έχουμε δύο ομότιμες
Εκκλησίες με διαφορετική Πίστη, λατρεία, διοίκηση, καθώς εσφαλμένως
δογματίζεται ,απο τους οικουμενιστές. περί δήθεν «δύο πνευμόνων» της Εκκλησίας, ανατολικού και
δυτικού, η περί των ετερόδοξων «Εκκλησιών ( Σύνοδος στο Κολυμπάρη της κρήτης κ.α. ) ως κλάδων του ενός δένδρου της αοράτου Εκκλησίας («θεωρία των
κλάδων»), η απλή αλήθεια είναι, ότι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού παραμένει
πάντοτε αδιαίρετη. Γράφει επί τούτου και ο Ομολογητής Αγιος Θεόδωρος ο
Στουδίτης: «Επειδή από τους Αποστόλους και έπειτα, με πολλούς τρόπους πολλές
αιρέσεις προσέκρουσαν πάνω της και άθεσμοι ρύποι αντίθετοι στους Κανόνες, όπως
και τώρα, αλλά η ίδια [η Εκκλησία] με τον τρόπο που είπαμε έχει παραμείνει
άσχιστη και αδιαίρετη, και θα διαμένη έτσι στον αιώνα, καθώς θα αφαιρούνται από
αυτήν και θα αποδιώκονται αυτοί που εφρόνησαν και έπραξαν κακά, όπως
απομακρύνονται από την άσειστη παράλια πέτρα, τα κύματα που καταπίπτουν πάνω της» ΑΓΙΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολή (28) Βασιλείω Μονάζοντι, PG 99, 1001D-1004A.
ο
Άγιος Κύριλλος γράφει· «... αυτοί που συνάπτονται με τους ανοσίους αιρετικούς
και μετέχουν στα θυσιαστήρια εκείνων, και για τους οποίους τα αγαπημένα τα
Θυσιαστήρια έγιναν ξένα. Διότι επλήθυναν εναντίον του εαυτού των τις αμαρτίες,
θυσιάζοντας τον Αμνόν, έξω της ιεράς και θείας αυλής, δηλαδή της Εκκλησίας» ΑΓΙΟΥ
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. Εξήγησις
υπομνηματική εις τον Ωσηέ 8, 92, PG 71,
209B
Λόγω της ελλείψεως της χάριτος του Θεού
στους κόλπους των αιρετικών είναι σαφές στους Πατέρες της Εκκλησίας, ότι δεν
μπορεί να υπάρξη αληθής αρετή σ΄ αυτούς· σημειώνουμε αντιπροσωπευτικώς μόνον
τον άγιον Ιωάννην της Κλίμακος· «Είναι αδύνατον από το χιόνι να προέρχεται
φλόγα· περισσότερον, όμως, αδύνατον είναι να υπάρχη ταπείνωσις εις τους
ετεροδόξους· τούτο, λοιπόν, είναι κατόρθωμα των πιστών και ευσεβών, και μάλιστα
όσων έχουν καθαρθή» . ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος
ΚΕ΄, Περί ταπεινοφροσύνης 31, ένθ’ ανωτ., σελ. 273
Οι
αιρετικοί , και οι κοινωνουντες μετ' αυτών ,δεν έχουν «αποστολική διαδοχή !!
Πολλοί σύγχρονοι οικουμενιστές,
υπερασπιστές του κύρους των αιρετικών μυστηρίων, επικαλούνται την των αιρετικών
«αποστολική διαδοχή», δηλαδή την αδιάσπαστη σειρά χειροτονιών η οποία
κατέρχεται από την αποστολική εποχή μέχρι την χειροτονία των συγχρόνων μας
αιρετικών Επισκόπων στους τόπους των δικαιοδοσιών των αιρετικών· όμως οι Άγιοι
Πατέρες είναι σαφείς για την έλλειψη χάριτος σε όσους δεν ευρίσκονται σε
ζωντανή κοινωνία (και όχι απλώς ιστορική-παρελθοντική) με το Σώμα του Χριστού.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ομιλώντας
περί του Μεγάλου Αθανασίου και της αναδείξεώς του στο Θρόνο της Αποστολικής
Εκκλησίας Αλεξανδρείας, ως διαδόχου του Αποστόλου Μάρκου, διευκρινίζει, ότι
σημασία για την αποστολική διαδοχή έχει η διαδοχή και εξακολούθηση της
αποστολικής Πίστεως και όχι η διαδοχή του θρόνου καθ’ εαυτόν, άνευ της ορθής
Πίστεως. Λέγει επί λέξει· «Ό,τι είναι ομόγνωμο είναι και ομόθρονο· ότι είναι
αντίδοξο [δηλ. της αντιθέτου δόξης, πίστεως] είναι και αντίθρονο [του αντιθέτου
θρόνου]· και η μεν [η διαδοχή στον θρόνο] έχει το όνομα της διαδοχής, αλλά η δε
[η διαδοχή στην ευσέβεια] έχει την αλήθεια της διαδοχής. Διότι δεν είναι
διάδοχος αυτός που έχει αντίθετη δόξα [πίστη], αλλ’ αυτός που έχει την ίδια
πίστη. Αν κάποιος δεν παραδέχεται διάδοχο με αυτόν τον τρόπο, τότε [είναι] σαν να λέγη την νόσο διάδοχο της υγείας, και
τη ζάλη της γαλήνης και την τρέλλα της συνέσεως» ΑΓΙΟΥ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΚΑ΄, Εις τον μέγαν Αθανάσιον επίσκοπον Αλεξανδρείας
8, PG 35, 1089Β.
Ο Μέγας Βασίλειος επίσης αναφέρει την
αρχαία παράδοση, το βάπτισμα των αιρετικών να θεωρείται παντελώς άκυρο, των δε
σχισματικών, επειδή προέρχονται από την Ορθοδοξη Εκκλησία (όπου είχαν στην αρχή
βαπτισθή) να γίνεται δεκτό. «Εκείνο το βάπτισμα έκριναν οι παλαιοί να δέχονται,
το οποίο καθόλου δεν παραβαίνει την Πίστη. Απεφάσισαν λοιπόν οι αρχαίοι, το μεν
βάπτισμα των αιρετικών παντελώς να το απορρίπτουν, των δε σχισματικών, επειδή
είναι ακόμη από την Εκκλησία, να το αποδέχονταιΑυτοί που δεν εβαπτίσθηκαν σε
αυτά που μας παραδόθηκαν, δεν εβαπτίσθηκαν» . ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστολή 188 (Κανονική
Α΄) Αμφιλοχίω περί Κανόνων, 1, (α΄ Κανών) PG 32, 664C-669A. Το ίδιο κείμενο εν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 587εε.
.Η αίρεση (και όχι ο αντι-αιρετικός αγώνας)
δημιουργεί σχίσμα ,και εξάγει από την κοινωνία με το Σώμα Χριστού , αυτό έκαναν οι πιστοί το 1924 όταν αποκύρηξαν στην σχισματική ελληνική εκκλησία ,και διέκοψαν κάθε κοινωνία μαζί της .
Η πρώτη και άμεση βλάβη της σωτηρίας των Χριστιανών από την αίρεση
προέρχεται από το σχίσμα που δημιουργεί η αίρεση στο εκκλησιαστικό Σώμα, το
Σώμα του Χριστού.
Το ότι η εισαγωγή και διδασκαλία αιρέσεως αποτελεί αρχή σχίσματος, είναι
φανερόν ευκρινέστατα από τον 15ον ιερόν Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο
οποίος επαινεί όσους Χριστιανούς αποστούν (απομακρυνθούν) από την κοινωνία με
αιρετικό επίσκοπο, ακόμη και προ μιας
αποφάσεως Συνόδου κατά του επισκόπου τούτου. Ο ιερός αυτός Κανών
διευκρινίζει ότι δεν είναι σχισματικοί όσοι Ορθόδοξοι διακόπτουν την
(μυστηριακή και γενικώτερη) κοινωνία με τον Επίσκοπο, αν αυτός κηρύττει φανερώς
αίρεση, αλλά είναι σχισματικός ο ψευδ-επίσκοπος εκείνος που εισάγει την αίρεση,
οι δε αντιδρώντες εναντίον του, επαινούνται διότι πολεμούν το αιρετικό σχίσμα . ΤΟ 1924 Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΚΥΡΗΞΕ ΚΑΙ ΣΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΣΧΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΑΤΑΝΙΚΗ ,ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΤΟΥ 1920 , ΜΕ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΑΛΛΗΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΟΙΟΥ -ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ ! Διότι κατηγόρησαν όχι Επισκόπους,
αλλά ψευδ-επισκόπους και ψευδο-διδασκάλους, και δεν κατακομμάτιασαν την ένωση
της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά μερίμνησαν να ελευθερώσουν την Εκκλησίαν από
σχίσματα και διαμερισμούς» ΑΓΙΟΥ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 358
Και ο Άγιος ο Θεόδωρος ο Στουδίτης
επισημαίνει : «Δεν είμαστε αποσχιστές, θαυμαστέ, της Εκκλησίας του Θεού (ποτέ
να μη το πάθουμε αυτό!) μολονότι με άλλους τρόπους είμαστε μέσα σε πολλές
αμαρτίες· αλλά είμαστε ομόσωμοι με Αυτή και τρόφιμοί Της, μαζί με τα θεία
δόγματα, και επιθυμούμε σφόδρα να φυλάττονται οι Κανόνες και οι διατυπώσεις
Αυτής. Το να ταράζη και να αποσχίζεται
κανείς από Αυτήν [την Εκκλησία] η οποία αληθώς δεν έχει καμμία κηλίδα η ρυτίδα όσον αφορά στην Πίστη και τους
ορισμούς των Κανόνων , και των Ιερών Παραδόσεων απ’ αρχής του αιώνος και μέχρι
τώρα, ανήκει σε εκείνους, που η πίστη
τους έχει μέσα κάτι διάστροφο και η ζωή τους είναι σε αντίθεση με τους Κανόνες
και τους θεσμούς Γι’ αυτό γνώριζε ότι
δεν είναι σχίσμα της Εκκλησίας (ο ζήλος μας)αλλά επικράτηση της αληθείας και
υπεράσπιση των θείων νόμων·(δεν είναι Ιερά παράδοσης και εντολή της Εκκλησίας από την Α΄Οικουμενική
Σύνοδο , και τις πανορθοδόξους Συνόδους του 1583 ,1593 η χρήση του
ημερολογίου ; ) και το αντίθετο, όπως
ήδη είπε και τιμιότητά σου, είναι διάσπαση της αληθείας και η παράλυση των Κανόνων
Tό να μη έχη [η Εκκλησία] σπίλον η ρυτίδα [Εφεσ. 5, 27], για να το ξαναπούμε,
νοείται έτσι, το ότι δεν αποδέχεται τα ασεβή δόγματα και τα εναντίον των
Κανόνων εγχειρήματα»ΑΓΙΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολή (28) Βασιλείω Μονάζοντι,PG 99, 997C.D και
1001C.D.
Λέγει χαρακτηριστικώς ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος: «Δεν υπάρχει κανένα όφελος από τον καθαρό βίο, αν τα δόγματα είναι
διεφθαρμένα· όπως πάλι και το αντίθετο, [δεν υπάρχει όφελος] από υγιή δόγματα,
εάν ο βίος είναι διεφθαρμένος» ΑΓΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Eις το κατά Ιωάννην 66, 3, PG 59, 369.
Στο παρόν κείμενο, είδαμε, με τη βοήθεια του Θεού, τι είναι
η αίρεση και τη δαιμονική
προέλευσή της· επίσης, ότι
συνίσταται και στην παραμικρή αλλοίωση του γράμματος της Ορθοδόξου Πίστεως (της
«άπαξ παραδοθείσης»). Ακόμη, ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη αμαρτία- ως το
κατ’εξοχήν σχίσμα, και ότι αποχωρίζει τους οπαδούς της αρχικά από το φρόνημα
της Εκκλησίας, ύστερα δε και από το Σώμα της Εκκλησίας, οπότε τα μυστήρια των
αιρετικών κοινοτήτων καθίστανται άκυρα και μη σωτηριώδη – δια τούτο και οι
αιρετικοί δεν σώζονται. Μόνον η
πεπλανημένη εκκλησιολογία των συγχρόνων αιρετών οικουμενιστών αποδέχεται το
κύρος των αιρετικών μυστηρίων «καθ’ εαυτά» (ενώ διαρκεί η παραμονή των
αιρετικών στην αίρεση). Η αίρεση αλλοιώνοντας την περί Αγίας Τριάδος,
Χριστού η θείας Χάριτος και γενικώς
σωτηριολογίας διδασκαλία της Εκλησίας,
συνεπάγεται ριζικές αλλαγές και στη ζωή των οπαδών της, διαμορφώνοντας
αλλοιωμένη και στρεβλή σωτηριολογία και πνευματικότητα, λόγος δια τον οποίον οι
οπαδοί της δεν μπορούν να σωθούν. Οι αιρέσεις θα πολεμούν πάντοτε την Εκκλησία,
με μεγαλύτερη ένταση κατά το τέλος των χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου