Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ , ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΓΝΑΤΙΟ ΤΟΝ ΘΕΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ
Και τι είναι ο Επίσκοπος; Το αναλύει θεοφωτίστως ένας γνήσιος φορεύς
και φύλαξ και εξαγγελεύς της ιεράς Παραδόσεως, ο θεοφόρος Ιγνάτιος:
«όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος
έστω, ώσπερ όπου αν ή Ιησούς Χριστός, εκεί η καθολική εκκλησία» (Σμυρναίοις
VΙΙΙ, 2)·
«αυτός ων θύρα του
Πατρός, δι’ ης εισέρχονται Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και οι προφήται και οι
απόστολοι και η εκκλησία. Πάντα ταύτα εις ενότητα Θεού» (Φιλαδελφεύσι ΙΧ, 1).
Τι σημαίνει «θύρα του Πατρός» το κατανοούμε από το λόγο του Κυρίου «εγώ ειμι η
θύρα των προβάτων» (Ιωάν. ι, 7), όπερ εμμέσως δηλώνει την εκκλησιολογική
ταυτότητα και το λειτούργημα του Επισκόπου ως εικόνος του Σωτήρος Χριστού.
Και σε πάρα πολλά άλλα
χωρία ο Άγιος τονίζει τη μοναδικότητα του Επισκόπου ως τύπουεικόνος του Θεού
Πατρός (Τραλλιανοίς ΙΙΙ, 1· Μαγνησιεύσιν ΙΙΙ, 12· πρβλ. και Ρωμαίοις ΙΧ, 1· Μαγνησιεύσιν VΙ, 1
και VΙΙ, 1· Σμυρναίοις VΙΙΙ, 1) και εν
ταυτώ ως τύπουεικόνος του Κυρίου Ιησού Χριστού (Εφεσίοις VΙ, 1· Τραλ. ΙΙ,
1), και κατά συνέπειαν ως ορατής
κεφαλής της τοπικής Εκκλησίας (πρβλ. Εφ. V, 12· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VΙΙΙ, 2),
μέ συγκεκριμένη
λειτουργικότητααποστολή να προΐσταται, να προασπίζει, να επισκοπεί και να
ιερουργεί:
την εκκλησιαστική ενότητα (Εφ. ΙV, 12 και V
13), η οποία κατά τον Άγιο ταυτίζεται και φανερώνεται στην ευχαριστιακή
ενότηταμοναδικότητα (Φιλαδελφεύσιν ΙV· Μαγνησιεύσι VΙ 12 και VΙΙ, 2· Σμυρναίοις VΙΙΙ, 12),
την μυσταγωγική αποκλειστικότητα χάριν της
Εκκλησίας (Φιλαδ. ΙΧ, 1),
την κατάλυση των σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ, 1),
την άμωμη ενότητα του πλήθους των χριστιανών
ως προϋπόθεση μετοχής τους στο Θεό (Εφ. ΙV, 2· Τραλ. ΙΙ, 1),
την ευχαριστιακή και βαπτισματική εγκυρότητα
(Φιλαδ. ΙV, 1· Σμυρν. VΙΙΙ, 12),
την μυστηριακή κοινωνία του άρτου του Θεού
(Εφ. V, 2),
την ταύτισή τους με τη γνώμη του Θεού και άρα
τη σωτηριώδη βεβαιότητα της ευαρεστήσεως (Εφ. ΙΙΙ, 2· Σμυρν. VΙΙΙ, 2· Φιλαδ.
VΙ).
Μέ άλλα λόγια, όλο το
μυστήριο και η ζωή της Εκκλησίας συγκροτείται και διασφαλίζεται διά του
Επισκόπου…
όχι επειδή έχει “αυτοτελώς” κάποια ιδιοπρόσωπη
θεία εύνοια ή κάποια προσωποπαγή θεσμική
ιδιότητα, αλλ’ ακριβώς επειδή είναι ο προεστώς της Εκκλησίας, περιβαλλόμενος
από το “συνέδριο” των πρεσβυτέρων και τον όμιλο των διακόνων και βεβαίως όλη
την λοιπή εκκλησιαστική σύναξη·
προτρέπει τους χριστιανούς να επιβεβαιώσουν
την χριστιανική τους ιδιότητα μέσα στην εκκλησιαστικότητα, μέσα στην Εκκλησία
(“πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε θεού, ως επί εν θυσιαστήριον, επί ένα
Ιησούν Χριστόν” [Μαγν.VΙΙ, 12]) · αλλά και υπογραμμίζει την ενότητα του
Σώματος υπό τον Επίσκοπο όχι ως αυτοαυθεντία, αλλ’ ως ζώσα εικόνα και τύπο και
μιμητή του Σωτήρος Χριστού·
η θέαση της επισκοπικής αποκλειστικότητος
είναι χριστοκεντρική· όπως χριστοκεντρική είναι η θέαση της περί τον Επίσκοπο
συνάξεως των πρεσβυτέρων και διακόνων και των πιστών.
Αυτή η θεόδοτη
ταυτότητα και αποστολή του Επισκόπου αποτελεί αστασίαστη αποστολική και
πατερική οροθεσία και ομολογία· από τις ποιμαντικές Επιστολές του Αποστόλου
Παύλου (βλ. Τίτ. α, 5 εξ.) μέχρι και των ημερών μας (πρβλ. “Ποιμαντική” Αγίου
Νεκταρίου).
Άλλωστε, στην μακραίωνη
ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας, η όλη εκκλησιαστική και λειτουργική ζωή
οργανώνεται και υφίσταται περί το αυτό κέντρο, τον Επίσκοπο ως προεστώτα της
(αισθητώς) μιάς Ευχαριστίας αρχικώς, ως προεστώτα της ενοειδούς τοπικής
Εκκλησίας εν συνεχεία. Από παίδων βαπτιζόμενοι μετέχουμε στη θεία Λειτουργία
(τήν κατεξοχήν έκφραση της εκκλησιαστικότητος, εξ ου και “εκκλησιασμός”σύναξη
της εκκλησίας)· και οι μεν κατηχηθέντες επιπλέον μυσταγωγούμεθα, οι δε μη
κατηχηθέντες διαισθανόμεθα αυτήν την εκκλησιολογική απαράβατη αρχή: ότι ο
Επίσκοπος είναι «κεφαλή Χριστού πληρώματος» (Γρηγορίου Θεολόγου, ΡG, 35, 501)
και ότι δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν Επίσκοπος εκτός Εκκλησίας αλλ’ ούτε και
Εκκλησία άνευ του Επισκόπου (βλ. Αγίου Κυπριανού, Επιστολή 69, ΡL, 4 c:
«episkopum in ecclesia esse, et ecclesiam in episcopo»).
Γι’ αυτό, άλλωστε, και
ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (17ος αι.) στην Ορθόδοξη Ομολογία του γράφει:
«τό επισκοπικόν αξίωμα ούτως εστίν εν τη Εκκλησία αναγκαίον, ώστε χωρίς αυτού
μη δύνασθαι μήτε Εκκλησίαν μήτε χριστιανόν τινα ή είναι ή όλως λέγεσθαι· αυτός
γαρ ο αξιωθείς επίσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος…, ζώσά εστιν εικών του
Θεού επί της γής… ούτω δε αυτού το αναγκαίον εννοούμεν εν τη Εκκλησία, ως εν τω
ανθρώπω την αναπνοήν και εν τω αισθητώ τούτω κόσμω τον ήλιον… ό,τι Θεός εν τη
ουρανίω των πρωτοτόκων Εκκλησία και ήλιος εν τω κόσμω, τούτο έκαστος αρχιερεύς
εν τη κατά μέρος Εκκλησία».
Και βέβαια, αυτά
συντελούνται με την αδιάσπαστη διττή λειτουργία του επισκοπικού
χαρίσματοςθεσμούλειτουργήματος: με την ιερουργία και με την ποιμαντική, που
ουσιαστικά αποβλέπουν στην προαγωγή της ενότητος και της τελειότητος των μελών
του Σώματος, “εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού”
(Εφ. δ΄, 13), στην αναγωγή πάντων στα
“άνω” (Κολ. γ΄ 1) και την προβίωση των εσχάτων, «όπου πρόδρομος υπέρ ημών
εισήλθεν Ιησούς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα»
(Εβρ. στ΄, 20).
Οι Ευχές της
χειροτονίας Επισκόπου ομιλούν σαφέστατα:
Η πρώτη: «Δέσποτα
Κύριε, ο Θεός ημών, ο νομοθετήσας ημίν διά του πανευφήμου σου Αποστόλου Παύλου,
βαθμών και ταγμάτων τάξιν, εις το εξυπηρετείσθαι και λειτουργείν τοις σεπτοίς
και αχράντοις σου Μυστηρίοις εν τω αγίω σου θυσιαστηρίω… και τούτον τον
ψηφισθέντα…, διά της χειρός εμού του αμαρτωλού και των συμπαρόντων Λειτουργών
και Συνεπισκόπων, τη επιφοιτήσει και δυνάμει και χάριτι του Αγίου σου Πνεύματος
ενίσχυσον… και ανεπίληπτον αυτού την Αρχιερωσύνην απόδειξον, καί… άγιον
ανάδειξον εις το άξιον γενέσθαι του αιτείν αυτόν τα προς σωτηρίαν του λαού και
επακούειν σε αυτού».
Και η δεύτερη:. «Κύριε,
ο Θεός ημών, ο διά το μη δύνασθαι την ανθρώπου φύσιν της τής Θεότητος
υπενεγκείν ουσίαν, τη ση οικονομία ομοιοπαθείς διδασκάλους καταστήσας, τον σον
επέχοντας θρόνον, εις το αναφέρειν σοι θυσίαν και προσφοράν υπέρ του λαού σου·
σύ, Χριστέ, και τούτον τον αναδειχθέντα οικονόμον της Αρχιερατικής χάριτος,
ποίησον μιμητήν σου του αληθινού Ποιμένος, τιθέντα την ψυχήν αυτού υπέρ των
προβάτων σου…».
Και απαριθμεί στη
συνέχεια ενδεικτικά την παραδοσιακή και πατερική Αγιοπνευματική φωτιστική
ποιμαντική του Επισκόπου, όπου ο Επίσκοπος καλείται να γίνει “φώς” και
“φωστήρ”· όχι απλώς μεταφορικά, αλλά (σύμφωνα με την πάγια αγιογραφική και
αγιοπατερική ορθόδοξη ερμηνευτική περί της εμπειρίας των Προφητών, των
Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων) κατά μετοχήν του ακτίστου φωτός διά καθάρσεως.
Μόνον έτσι εκπληρώνεται η εκκλησιαστική διαγνωστική περί της ταυτότητος του
Επισκοπικού αξιώματος.
Τοιουτοτρόπως
καταδεικνύεται —τό τονίζω— όχι κάποια αυτόνομη ιεροκρατία ή επισκοποκρατία,
αλλ’ η ουσία και η αξία της λειτουργικής παραδόσεως:
της λειτουργικώς παραδεδομένης εκκλησιολογίας,
της λειτουργικώς
φυλασσομένης ορθοδοξίας,
της λειτουργικώς
εκφαινομένης εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας,
της λειτουργικώς οργανωμένης ιδιαιτερότητος
και συμπληρωματικότητος κλήρου και λαού στο εν Σώμα της μιάς Εκκλησίας του
Χριστού.
Διότι η λειτουργική
παράδοση του Σώματος της Εκκλησίας είναι αυτή που παρέλαβε και παρέδωσε “τό
Μυστήριον του Χριστού” και τον “Κανόνα της Πίστεως”. Και συνεχίζει να
παραλαμβάνει και παραδίδει τον “Κανόνα της Πίστεως” η οποία εμβιώνεται,
μυσταγωγεί και ομολογείται μέσα στον “Κανόνα της λατρείας”, δηλαδή στην
λειτουργική Παράδοση.
Είναι αυτονόητο πώς ο Επίσκοπος, με τη
μοναδική (θεμελιώδη ή κεντρική ή ανακεφαλαιωτική) σημασία της εκκλησιολογικής
του θέσεως, έχει και την κύρια ευθύνη—αποστολή διασώσεως της Παραδόσεως. Η
Εκκλησία βεβαίως είναι υπέρ την Παράδοση, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι ο
Επίσκοπος ή οι Επίσκοποι είμεθα υπέρ την Παράδοση.
Ήδη στην πρώιμη εποχή ο άγιος Ιγνάτιος
συμβούλευε τον ομότροπό του άγιο Πολύκαρπο: «Μηδέν άνευ γνώμης σου γινέσθω·
μηδέ συ άνευ γνώμης Θεού τι πράσσε» (πρός Πολύκαρπον ΙV, 1).
Ο Απόστολος Παύλος
«παρέδωκεν ο και παρέλαβεν» (βλ. Α΄ Κορ. ιε΄, 3).
Και ο όσιος Μάξιμος
βεβαιώνει: «Εμόν μεν ουδέν ερώ
παντελώς· ο δε παρά των Πατέρων εδιδάχθην, φημί» (Επιστολή 15, ΡG 91, 544D).
«Διό, αδελφοί
[προειδοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός] στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και
τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια α έθεντο οι άγιοι πατέρες ημών·
μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν, και καταλύειν την οικοδομήν της
αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ει γαρ δοθή άδεια παντί
βουλομένω, κατά μικρόν όλον το σώμα της Εκκλησίας καταλυθήσεται» (Έκδοσις
ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 3, 41. ΡG 94, 1356CD).
Γι’ αυτό άλλωστε
μακαρίζουν όσους διακηρύσσουν «τήν των Αποστόλων και εις Πατέρας διήκουσαν έγγραφόν τε και άγραφον παράδοσιν» (Ζ΄
Οικουμενική Σύνοδος). Η Αποστολική Παράδοσις εγγράφως και αγράφως διασώζεται
μέσα στην Πατερική οροθεσία λόγων και ζωής, την οποία διασφαλίζουν με πιστότητα
οι Πατέρες Προεστώτες των τοπικών Εκκλησιών Επίσκοποι.
Άλλωστε, δεν δόθηκε η
εξουσία σε μάς, τους ιεράρχες, για να έχουμε ασυδοσία καταφρονήσεως των κανόνων
και της αγίας παραδόσεως (θά συμπληρώναμε), αλλά να στοιχιζόμεθα στα Πατερικώς
κατοχυρωμένα και να επακολουθούμε στους προηγουμένους. «Εξουσία τοις ιεράρχαις
εν ουδενί δέδοται επί πάση παραβάσει κανόνος, ή μόνον στοιχείν τα δεδογμένα και
έπεσθαι τοις προλαβούσιν» (οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολή 24, 7880).
Θα μου πείτε, βεβαίως,
πώς εδώ γίνεται λόγος για την κανονική και δογματική Παράδοση. Αλλά τίποτε στην
Εκκλησία δεν είναι ανεξάρτητο. Το δόγμα, η λατρεία, η λειτουργική, η
ποιμαντική, η άσκηση, όλα συνιστούν στοιχεία, εκφράσεις, απλανή οριοθέτηση και
ομολογία της ιστορικής εμβιώσεως του Μυστηρίου της Οικονομίας από την Εκκλησία.
Και βέβαια, στην εκκλησιαστική διακήρυξη και κατοχύρωση της ακριβείας όλων
αυτών, αυτονόητη είναι η θέση των Επισκόπων , ορατών κεφαλών των τοπικών
Εκκλησιών, που συνέρχονται στις Άγιες Συνόδους και καταφάσκουν την οροθεσία των
Πατέρων.
Παράδειγμα περί των
ανωτέρω είναι το “Συνοδικόν της Ορθοδοξίας”. Σ’ αυτό τονίζεται το ενιαίον (μέ
τη σφραγίδα του Χριστού) της θείας Αποκαλύψεως: στους Προφήτες, τους
Αποστόλους, στην Εκκλησία [τ.έ. τις πλήρεις φανερώσεις σε διαφόρους τόπους της
μιάς Εκκλησίας, της υπό τους Επισκόπους], στους Διδασκάλους, στην υπ’ ουρανόν
Ορθοδοξία.
Η Παράδοση, ως καρπός
και έμπνευση της διά Χριστόν μονίμου παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εν τη
Εκκλησία, είναι θεμελιώδης. Η πιστότητα στην Παράδοση μαζί με την αποστολική διαδοχή
και την πιστοποιημένη εκκλησιαστική αρχαιότητα είναι η ασφαλιστική δικλείδα για
την αξιοπιστία της μαρτυρίας των Επισκόπων, διδάσκει ο κατεξοχήν
εκκλησιοκεντρικός των αρχαίων Πατέρων άγιος Ειρηναίος σε πρώιμη ήδη εποχή και
με έντονη τη δράση των αιρέσεων (βλ. Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου
γνώσεως, ΙV, 26, 25 [εισαγωγήμετάφραση σχόλια αρχιμ. Ειρηναίου
Χατζηεφραιμίδη, 1991]).
Αντιμετωπίζοντας την
ψευδώνυμη γνώση των αιρετικών γράφει: «Η αληθινή γνώσι είνε η διδαχή των
αποστόλων και το αρχαίο σύστημα της Εκκλησίας που υπάρχει σε όλο τον κόσμο· το
χαρακτηριστικό γνώρισμα του σώματος του Χριστού κατά τις διαδοχές των
επισκόπων, στους οποίους εκείνοι παρέδωσαν τις κατά τόπους εκκλησίες· η
πληρέστατη χρήσι της Γραφής, η οποία έφθασε μέχρις εμάς, επειδή ακριβώς
φυλάχθηκε χωρίς καμμία παραχάραξι, έτσι ώστε να μη επιδέχεται ούτε προσθήκη
ούτε αφαίρεσι· η ανόθευτη μελέτη και η σωστή διδασκαλία σύμφωνα με τη Γραφή, η
ακριβής και ακίνδυνος και αβλάσφημος· και τέλος η ιδιαίτερη δωρεά της αγάπης…»
(βιβλίο ΙV, κεφ. λγ΄, 89, ενθ. αν. σσ. 3323).
«Γι’ αυτό το λόγο
πρέπει να υπακούμε στους πρεσβυτέρους, που είνε στην Εκκλησία και έχουν, όπως
αποδείξαμε, τη διαδοχή των αποστόλων. Αυτοί μαζί με τη διαδοχή του επισκοπικού
αξιώματος πήραν βέβαιο το χάρισμα της αληθείας σύμφωνα με την ευδοκία του
Πατρός… Όπου, λοιπόν, δόθηκαν τα χαρίσματα του Κυρίου, εκεί πρέπει να μαθαίνωμε
την αλήθεια· από αυτούς που έχουν τη διαδοχή στην Εκκλησία από τους αποστόλους,
κατέχουν δε το υγιές και άμεμπτο της αναστροφής, το ακίβδηλο και αδιάφθορο του
λόγου» (βιβλίο ΙV, κεφ. κστ΄, 2 και 5, ένθ. αν. σσ. 316, 318).
Τήν ενότητα δόγματος,
λειτουργικής παραδόσεως και εκκλησιαστικής ζωής (λειτουργικής και ασκητικής)
στη μυσταγωγία και πρακτική του Βαπτίσματος και της θείας Κοινωνίας αναλύει ο
επώνυμος Κατηχητής Πατήρ της Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος επίσκοπος Ιεροσολύμων.
Στό έργο του, μάλιστα, διασώζεται η αρχαϊκή εκκλησιαστική πρακτική της
κατηχήσεως, την οποία προσωπικά ασκούσε ο Επίσκοπος, ο φύλαξ και διαγγελεύς της
όλης Παραδόσεως (βλ. Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων,
εισαγωγήκείμενομετάφρασηπίνακες, εκδ. “Ετοιμασία” Ι. Μ. Τιμ. Προδρόμου
Καρέα, 1999, με μια θαυμάσια εισαγωγή, κατατοπιστική και επί του θέματός μας).
Η Παράδοση, λοιπόν, και
μάλιστα η λειτουργική Παράδοση της αεί ζώσης και ουδέποτε παλαιουμένης
Εκκλησίας εγκρύπτει θησαυρό θεοκοινωνίας και θεολογίας. Μέσα στη λειτουργική
Παράδοση (όχι μόνο της θείας Λειτουργίας, αλλά και όλων των ιερών Μυστηρίων και
της Ορθοδόξου λατρείας) διασώζεται ακμάζουσα η εκκλησιαστική θεοκοινωνία και
θεολογία. Όλα όμως αυτά —επαναλαμβάνω— υφίστανται στα παραδεδομένα
εκκλησιολογικά πλαίσια, με επίκεντρο τον Επίσκοπο.
Και γιατί ο Επίσκοπος;
Διότι αναλύσαμε τη θέση και την αποστολή του Επισκόπου στην τοπική Εκκλησία.
Όπως οφείλει να μεριμνήσει για την ακεραιότητα της δογματικής παραδόσεως, έτσι
χρεώνεται με την επισκοπή και εποπτεία της λειτουργικής παραδόσεως. Η Ορθόδοξος
Εκκλησία δεν προσφέρεται για προτεσταντικές νεωτεροποιΐες, ώστε ο κάθε Ιερεύς
να επιτελεί ό,τι θέλει ερήμην της αγίας Παραδόσεως. Ποιός θα το ελέγξει; Ο
Επίσκοπος.
Τήν αποφασιστική ευθύνη του Επισκόπου στη
διατήρηση της λειτουργικής Παραδόσεως δυνάμεθα και εμμέσως να την
τεκμηριώσουμε. Ακόμη και σε περιόδους δουλείας και αμάθειας, ακόμη και σε
περιπτώσεις υποβαθμίσεως ή και απώλειας των ορθοδοξοπατερικών κριτηρίων
επισκοπικής αυτοσυνειδησίας, εκουσίως ή ακουσίως ο Επίσκοπος διασώζει τον
βασικό πυρήνα της λειτουργικής παραδόσεως, τον εκκλησιολογικό της πυρήνα:
χειροτονείται και χειροτονεί τους
πρεσβυτέρουςδιακόνους κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας·
μόνος αυτός χειροτονεί τους
ιερουργούςπροεστώτας των ενοριακών λειτουργικών συνάξεων και τους διακόνους·
μόνος αυτός καθιερώνει-εγκαινιάζει τους ιερούς
Ναούς·
επί αντιμηνσίου καθιερωμένου με την παρ’ αυτού
τελετουργία των Εγκαινίων και με την υπογραφή του ιερουργείται το κατεξοχήν
ιερό Μυστήριο, στο οποίο φανερώνεται η Εκκλησία ως ευχαριστιακή Σύναξη (πού
είναι και η θεμελιώδης λειτουργία και ταυτοποιητική φανέρωσή Της)·
στό όνομα του οικείου επισκόπου συγκροτείται
κάθε ενοριακή ευχαριστιακή σύναξη και αυτό μνημονεύεται σε κάθε θ. Λειτουργία·
κατά την Ακολουθία της Προσκομιδής, κάτωθεν
του προσκομιζομένου Αμνού πρωτευόντως εξάγεται μία “μερίδα” με το όνομα του
Επισκόπου και πέριξ αυτής μερίδες με τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων.
Αυτά διασώθηκαν ανά
τους αιώνες· άρα, διασώθηκε η λειτουργική παράδοση και η εκκλησιολογική της
πιστότητα από τα Αποστολικά χρόνια μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου