. Η δύναμη των ειδωλολατρικών θεών:
Η επίθεση του Ινδουϊσμού στο Χριστιανισμό- υπερβατικός διαλογισμός-«Χριστιανική γιόγκα»
-Ανώνυμης συγγραφέως που μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία
Όλοι οι Θεοί των εθνών είναι δαιμόνια.Ψαλμός 95:5
Το ακόλουθο άρθρο προέρχεται από την εμπειρία μιας γυναίκας η οποία, αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο σε ένα Ρωμαιοκαθολικό γυναικείο μοναστήρι, εξάσκησε τον Ινδουϊσμό για 20 χρόνια ώσπου τελικά, με τη χάρη του Θεού, μεταστράφηκε στην Ορθόδοξη πίστη, βρίσκοντας το τέλος της έρευνάς της για την αλήθεια στη Ρωσική Εκκλησία. Τώρα κατοικεί στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Μακάρι τα λόγια της να χρησιμεύσουν για να ανοίξουν τα μάτια εκείνων των Ορθοδόξων που μπορεί να έχουν τον πειρασμό να ακολουθήσουν τους τυφλούς «φιλελεύθερους» θεολόγους που τώρα κάνουν την εμφάνισή τους ακόμα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και των οποίων η απάντηση στην επίθεση της νεοειδωλολατρίας στην Εκκλησία του Χριστού είναι να αρχίσουμε «διάλογο» με τους μάγους και να λατρέψουμε μαζί τους τους πραγματικούς θεούς των παγανιστών.
1. Τα θέλγητρα του Ινδουϊσμού
Ήμουν μόλις 16 χρόνων όταν δύο γεγονότα άλλαξαν την πορεία της ζωής μου. Πήγα στο Δομινικανό Καθολικό γυναικείο μοναστήρι του αγίου Ραφαήλ και συνάντησα για πρώτη φορά το Χριστιανισμό. Την ίδια χρονιά συνάντησα τον Ινδουϊσμό στο πρόσωπο ενός Ινδού μοναχού, ενός Swami, ο οποίος έγινε σύντομα ο γκουρού, ή δάσκαλός μου. Μια μάχη είχε αρχίσει, αλλά δεν ήμουν ικανή να το καταλάβω για είκοσι χρόνια σχεδόν.Στο μοναστήρι διδάχτηκα τις βασικές αλήθειες του Χριστιανισμού. Εδώ βρίσκεται η δύναμη του ταπεινού και μια παγίδα για τον υπερήφανο. Ο άγιος Ιάκωβος έγραψε αληθινά: «Ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, και δίνει χάρη στους ταπεινούς» (Ιάκ. 4:6).
Και πόσο υπερήφανη ήμουν· δεν παραδεχόμουν την ύπαρξη του προπατορικού αμαρτήματος, ούτε την ύπαρξη της κόλασης. Και είχα πολλά επιχειρήματα εναντίον τους. Μια μοναχή πολύ φιλάνθρωπη μου έδωσε το κλειδί όταν είπε: «Προσευχήσου για το δώρο της πίστης». Αλλά η εκπαίδευση του Σουάμι είχε ήδη αποκτήσει επιρροή πάνω μου, και νόμιζα ότι είναι υποτιμητικό να παρακαλάς κάποιον, ακόμα και το Θεό. Πολύ αργότερα θυμήθηκα τι μου είχε πει. Χρόνια αργότερα, ο σπόρος χριστιανικής πίστης που είχε φυτευτεί μέσα μου πρόβαλε μέσα από μια απέραντη θάλασσα απελπισίας.
Με τον καιρό η φύση των βιβλίων που είχα φέρει μαζί μου στο σχολείο, όλα καλυμμένα με μονόχρωμα καλύμματα, αποκαλύφθηκε. Βιβλία όπως η Bhagavad Gita, οι Upanishads, η Vedantasara, η Ashtavakra Samhita… Εν μέρει το μυστικό μου μαθεύτηκε, αλλά τίποτα ιδιαίτερο δεν ειπώθηκε. Χωρίς αμφιβολία οι μοναχές νόμιζαν ότι θα περάσει, όπως πράγματι περνούν τα περισσότερα είδη διανοητικής έπαρσης στα νεαρά κορίτσια. Αλλά μια τολμηρή μοναχή μου είπε την αλήθεια. Είναι μια αλήθεια καθόλου δημοφιλής, και σπάνια την ακούει κανείς. Μου είπε ότι θα πήγαινα στην κόλαση αν πέθαινα μέσα στον Ινδουϊσμό, αφού είχα πρώτα γνωρίσει την αλήθεια του Χριστιανισμού. Ο άγιος Πέτρος το έθεσε έτσι: «Διότι από αυτό που ο άνθρωπος έχει νικηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί . Εάν, αφού απέφυγαν τα μιάσματα αυτού του κόσμου δια της γνώσης του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, πάλι μπλέκονται σ’ αυτά και νικιούνται, τότε τα τελευταία τους έχουν γίνει χειρότερα από τα πρώτα. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην είχαν γνωρίσει το δρόμο της δικαιοσύνης, παρά, αφού τον γνώρισαν, να στρέψουν τα νώτα προς την άγια εντολή που τους παραδόθηκε» (Β’ Πέτρου 2:19-21). Πόσο περιφρόνησα την αδελφή για τη «μισαλλοδοξία» της. Όμως αν ζούσε σήμερα θα την ευχαριστούσα με όλη μου την καρδιά. Αυτό που μου είπε βασάνιζε, όπως θα έκανε η αλήθεια, και επρόκειτο τελικά να με οδηγήσει στην πληρότητα της Αγίας Ορθοδοξίας.
Το σημαντικό πράγμα που αποκόμισα στο γυναικείο μοναστήρι ήταν ένα μέτρο σύγκρισης, και κάποια μέρα θα το χρησιμοποιούσα για να ανακαλύψω ότι ο Ινδουϊσμός ήταν απάτη.
Η κατάσταση άλλαξε πολύ από τότε που ήμουν στο σχολείο. Αυτό που ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση Ινδουϊσμού αναπτύχθηκε σε επιδημία. Τώρα κάποιος πρέπει να έχει μια έξυπνη κατανόηση των δογμάτων του Ινδουϊσμού, αν πρόκειται να προφυλάξει νεαρούς Χριστιανούς από το να διαπράξουν πνευματική αυτοκτονία όταν συναντούν ανατολικές θρησκείες.
Η γοητεία του Ινδουϊσμού είναι ευρέως φάσματος· υπάρχουν κολακείες για κάθε χάρισμα και επικλήσεις σε κάθε αδυναμία, αλλά ιδιαίτερα στην υπερηφάνεια. Και καθώς ήμουν πολύ υπερήφανη, ακόμα και στα δεκάξι μου χρόνια, ήταν σ’ αυτό που πρωτοέπεσα λεία. Το προπατορικό αμάρτημα, η κόλαση και το πρόβλημα του πόνου με στεναχωρούσαν. Δεν τα είχα πάρει ποτέ στα σοβαρά πριν έρθω στο μοναστήρι. Τότε, ο Σουάμι παρουσίασε μια «διανοητικά ικανοποιητική» εναλλακτική λύση για κάθε άβολο χριστιανικό δόγμα. Η κόλαση ήταν τελικά μόνο μια προσωρινή κατάσταση της ψυχής που είχε προέλθει από το δικό μας κακό κάρμα (περασμένες πράξεις) σ’ αυτήν ή σε μια προηγούμενη ζωή. Και, φυσικά, μια προσωρινή αιτία δεν θα μπορούσε να έχει αιώνιο αποτέλεσμα. Το προπατορικό αμάρτημα μεταστοιχειώθηκε με θαυμαστό τρόπο σε προπατορική θεϊκότητα. Ήταν η πατρογονική μου κληρονομιά, και καμμιά μου πράξη δεν θα ακύρωνε ποτέ αυτή την ένδοξη κατάληξη. Ήμουν θεϊκή. Ήμουν Θεός: «Ο αιώνιος ονειρευτής, που ονειρεύεται πεπερασμένα όνειρα».
Όσο για το πρόβλημα του πόνου, η ινδουϊστική φιλοσοφία που είναι γνωστή ως Βεδάντα (Vedanta) έχει ένα αληθινά κομψό φιλοσοφικό σύστημα για να το αντιμετωπίσει. Με δυο λόγια, ο πόνος είναι μάγια ή ψευδαίσθηση. Δεν έχει πραγματική υπόσταση – κι ακόμα περισσότερο, ο οπαδός της Advaita Βεδάντα μπορεί να ισχυριστεί ότι το αποδεικνύει!
Σε μια άλλη περιοχή, ο Ινδουϊσμός προσφεύγει στο πολύ ευυπόληπτο λάθος να υποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι τελειοποιήσιμος: μέσω της εκπαίδευσης (με τη δική τους ορολογία, το γκουρουϊστικό σύστημα), και μέσω της «εξέλιξης» (της συνεχούς προοδευτικής πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου). Επίσης δημιουργείται ένα επιχείρημα από τη σκοπιά της πολιτιστικής σχετικότητας· αυτό έχει τώρα προσλάβει τέτοια ευυποληψία, που είναι πραγματική αμαρτία (γι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στην αμαρτία) να αμφισβητήσεις οποιουδήποτε είδους σχετικότητα. Τι θα ήταν πιο λογικό, λένε, παρά διαφορετικά έθνη και λαοί να λατρεύουν το Θεό με διαφορετικό τρόπο; Έπειτα ο Θεός είναι Θεός, και η ποικιλία στους τρόπους λατρείας συμβάλλει σε ένα γενικό θρησκευτικό «εμπλουτισμό».
Αλλά ίσως η πιο ακαταμάχητη, γενικά, έλξη, είναι ο πραγματισμός. Ολόκληρο το θρησκευτικό οικοδόμημα του Ινδουϊσμού στηρίζεται από τις πρακτικές θρησκευτικές οδηγίες που δίνονται στο μαθητή από τον γκουρού του. Με αυτές τις πρακτικές ο μαθητής καλείται να επιβεβαιώσει τη φιλοσοφία με τη δική του εμπειρία. Τίποτα δεν πρέπει να γίνεται δεκτό από πίστη. Και αντίθετα με τις εκλαϊκευμένες αντιλήψεις, δεν υπάρχουν καθόλου μυστήρια – μόνο μια τεράστια ποσότητα εσωτερικού υλικού – κι έτσι απλώς δεν υπάρχει ανάγκη για πίστη. Σου λένε: «Δοκίμασέ το, και δες αν λειτουργεί». Αυτή η πραγματιστική προσέγγιση είναι μεγάλος πειρασμός για τον Δυτικό νου. Φαίνεται τόσο «επιστημονική». Αλλά σχεδόν κάθε μαθητής πέφτει σε ένα είδος πραγματιστικής απάτης: π.χ. αν η πρακτική λειτουργεί (και πραγματικά λειτουργούν), πιστεύει ότι το σύστημα είναι αληθινό, και, κατά συνέπεια, ότι είναι χωρίς επιφύλαξη καλό. Όμως φυσικά, αυτό δεν είναι επόμενο. Το μόνο που πραγματικά μπορούμε να πούμε είναι: αν λειτουργούν, τότε λειτουργούν. Αλλά αν μας διαφύγει αυτό το σημείο, εύκολα καταλαβαίνετε, πως μια μικρή ψυχική εμπειρία ενεργεί με μεγάλη πειθώ στον καημένο το μαθητή.
Αυτό με οδηγεί στο τελευταίο καλόπιασμα που θα αναφέρω, το οποίο είναι οι «πνευματικές εμπειρίες». Αυτές έχουν ψυχική ή και δαιμονική προέλευση. Αλλά ποιος από τους ασκούμενους έχει κάποιο τρόπο να ξεχωρίσει την ψευδαίσθηση από την γνήσια πνευματική εμπειρία; Δεν έχουν μέτρο σύγκρισης. Αλλά μη νομίζετε πως ό,τι βλέπουν, ακούν, μυρίζουν και αγγίζουν σ’ αυτές τις εμπειρίες είναι αποτέλεσμα απλής διανοητικής παρεκτροπής. Δεν είναι. Είναι αυτό που η (ρωσική) Ορθόδοξη παράδοση αποκαλεί prelest (πλάνη). Είναι μια σημαντική λέξη, γιατί αναφέρεται στη ακριβή κατάσταση ενός προσώπου που έχει ινδουϊστικές «πνευματικές εμπειρίες». Δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο της λέξης «πρελέστ» στο αγγλικό λεξικό. Καλύπτει όλο το φάσμα των ψευδών πνευματικών εμπειριών: από την απλή παραίσθηση και εξαπάτηση μέχρι την πραγματική κατάληψη από δαίμονα. Σε κάθε περίπτωση το κίβδηλο εκλαμβάνεται ως γνήσιο και το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια επιταχυνόμενη αύξηση της υπερηφάνειας. Μια θερμή, βολική αίσθηση εξαιρετικής σημασίας σταθεροποιεί το άτομο στην πλάνη, κι αυτό τον αποζημιώνει για όλη την αυτοπειθαρχία και τις προσπάθειες του.
Στην πρώτη επιστολή του, ο άγιος Ιωάννης προειδοποιεί τους πρώτους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, μην πιστεύετε κάθε πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα αν είναι από το Θεό…» (Α’ Ιω. 4:1)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ήταν προσεκτικός στο να καθοδηγεί τους μοναχούς σχετικά με τους κινδύνους αυτών των εμπειριών: «’’Ολόγυρα, γύρω από τους αρχάριους και τους ισχυρογνώμονες, οι δαίμονες συνηθίζουν να απλώνουν τα δίχτυα των σκέψεων και των ολέθριων φαντασιώσεων, και προετοιμάζουν τάφρους για την καταστροφή τους…’’ Ένας μοναχός τον ρώτησε: ‘’Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος όταν ο δαίμονας παίρνει τη μορφή αγγέλου του φωτός;’’ ‘’Σ’ αυτή την περίπτωση, ένας άνθρωπος χρειάζεται μεγάλη δύναμη διάκρισης για να διακρίνει σωστά μεταξύ καλού και κακού. Γι’ αυτό στην απερισκεψία σας, μην παρασύρεστε τόσο γρήγορα από αυτό που βλέπετε, αλλά να έχετε βαρύτητα και, δοκιμάζοντας τα πάντα με προσοχή, δεχθείτε το καλό και απορρίψτε το κακό. Πάντα πρέπει να δοκιμάζετε και να εξετάζετε, και μονάχα μετά να πιστεύετε. Να ξέρετε ότι τα έργα της χάρης είναι φανερά, και ο δαίμονας, παρά τις μεταμορφώσεις του, δεν μπορεί να τα παραγάγει: δηλαδή, πραότητα, φιλικότητα, ταπεινότητα, μίσος του κόσμου, εκκοπή των παθών και των σαρκικών επιθυμιών – που είναι τα αποτελέσματα της χάρης. Τα έργα των δαιμόνων είναι: υπερηφάνεια, αλαζονεία, εκφοβισμός και όλα τα κακά. Από τέτοια αποτελέσματα θα μπορείτε να διακρίνετε αν το φως που λάμπει στην καρδιά σας είναι από το Θεό ή το σατανά. Το μαρούλι μοιάζει με τη μουστάρδα, και το ξύδι μοιάζει στο χρώμα με το κρασί· αλλά όταν τα δοκιμάζετε ο ουρανίσκος διακρίνει και αποσαφηνίζει τη διαφορά μεταξύ τους. Με τον ίδιο τρόπο η ψυχή, αν έχει διάκριση, μπορεί να διακρίνει με τη γεύση του νου τα δώρα του Αγίου Πνεύματος από τις φαντασίες και τις ψευδαισθήσεις του σατανά.»
Ο παραπλανημένος ή υπερήφανος πνευματικός υποψήφιος είναι πιο τρωτός στην πλάνη. Και η επιτυχία και η αντοχή του Ινδουϊσμού στο χρόνο εξαρτώνται παρά πολύ από αυτόν τον ψεύτικο μυστικισμό. Πόσο ιδιαίτερα ελκυστικός είναι για νεαρούς χρήστες ναρκωτικών, που έχουν ήδη μυηθεί σε τέτοιου είδους εμπειρίες. Τα λίγα τελευταία χρόνια έχουν δει την άνθηση και τον πολλαπλασιασμό των Σουάμι. Είδαν την ευκαιρία για δόξα και ευημερία σ’ αυτή την έτοιμη αγορά. Και την έπιασαν.
2. Ένας πόλεμος δογμάτων
Σήμερα ο Χριστιανισμός δέχεται μαχαιριές από έναν αντίπαλο σχεδόν άγνωστο στους πιστούς. Και αν μπορούσε, θα κάρφωνε στην καρδιά πριν δηλώσει το όνομά του. Ο εχθρός είναι ο Ιουδαϊσμός, και ο πόλεμος που διεξάγεται είναι πόλεμος δόγματος.Όταν οι ιεραποστολές Βεδάντα (Vedanta societies) ιδρύθηκαν σ΄ αυτή τη χώρα (Αμερική) γύρω στην αλλαγή του αιώνα, οι πρώτες προσπάθειες κατευθύνονταν στο να υποστηρίξουν ότι δεν υπήρχε πραγματική διαφορά μεταξύ Ινδουϊσμού και Χριστιανισμού. Όχι μόνο δεν υπήρχε διένεξη, αλλά ένας καλός Χριστιανός θα μπορούσε να γίνει καλύτερος Χριστιανός μελετώντας κι εξασκώντας τη Βεδάντα· θα καταλάβαινε τον αληθινό Χριστιανισμό.
Στις πρώτες τους διαλέξεις, οι Σουάμι επιχειρούσαν να δείξουν ότι αυτές οι ιδέες που φαίνονταν αποκλειστικές κτήσεις του Χριστιανισμού – όπως ο Λόγος και ο Σταυρός – προέρχονταν στην πραγματικότητα από την Ινδία. Και οι ιδέες που φαίνονταν αποκλειστικές κτήσεις του Ινδουϊσμού – όπως η αναγέννηση, η μετενσάρκωση της ψυχής, και το σαμάντι (Samadhi ή έκσταση) μπορούσαν επίσης να βρεθούν στις χριστιανικές Γραφές – όταν αυτές ερμηνεύονταν κατάλληλα.
Αυτό το είδος παγίδας έπιασε πολλούς ειλικρινείς αλλά παραπλανημένους Χριστιανούς. Η αρχική ώθηση ήταν εναντίον αυτών που μπορούσαν να χαρακτηριστούν «αιρετικά» δόγματα και υπέρ μιας θρησκείας αποκαλούμενης ως «επιστημονικής», βασισμένης σε συγκριτική μελέτη όλων των θρησκειών. Η κύρια έμφαση ήταν πάντα σ’ αυτό: δεν υπάρχει διαφορά. Όλα είναι ένα. Όλες οι διαφορές είναι στην επιφάνεια· είναι φαινομενικές ή σχετικές, όχι πραγματικές. Όλα αυτά είναι φανερά από δημοσιευμένες διαλέξεις που δόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Σήμερα βρισκόμαστε σε μεγάλο κίνδυνο επειδή αυτή η προσπάθεια ήταν τόσο πολύ επιτυχημένη.
* Σ. τ. Μ.: Η λέξη prelest αποτελεί απόδοση της ελληνικής λέξης πλάνη στα ρωσικά. Με αυτή τη λέξη θα μεταφράζεται κυρίως, από δω και στο εξής.
Τώρα στην καθομιλουμένη το «δόγμα» θεωρείται ως όρος άξιος χλευασμού. Αλλά αυτή η περιφρόνηση δεν θα μπορούσε να προκληθεί από αυτούς που ξέρουν ότι το δόγμα αναφέρεται στην πιο πολύτιμη κληρονομιά της Εκκλησίας. Πάντως, από τη στιγμή που ο κακός συσχετισμός παγιώθηκε, οι δειλοί, που δεν τους αρέσει να συνδέονται με τους μη δημοφιλείς, άρχισαν να μιλούν για «άκαμπτο δόγμα», όρο που είναι πλεονασμός αλλά προδίδει αποδοκιμασία. Έτσι η στάση αυτή αφομοιώθηκε με δόλιο τρόπο από «ανοιχτόμυαλους» κριτικούς που είτε δεν ήξεραν ότι το δόγμα δηλώνει τι είναι ο Χριστιανισμός είτε απλώς ο Χριστιανισμός δεν τους αρέσει.
Η επακόλουθη προδιάθεση κάποιων Χριστιανών να υποχωρούν όταν αντιμετώπιζαν την κατηγορία ότι έχουν δόγματα, έχει δώσει όχι μικρή βοήθεια στους Ινδουϊστές. Μια βοήθεια από μέσα είχε στρατηγικά πλεονεκτήματα.
Το απίστευτο γεγονός είναι ότι λίγοι βλέπουν ότι η ίδια η δύναμη που θα ανέτρεπε το χριστιανικό δόγμα δεν είναι από μόνη της τίποτα άλλο, παρά ένα αντίθετο σύστημα δογμάτων. Αυτά τα δύο δεν μπορούν να αναμειχθούν ή να «εμπλουτίσουν» το ένα το άλλο, γιατί είναι τελείως αντίθετα.
Αν οι Χριστιανοί πειστούν να πετάξουν ή (αυτό που είναι πιο έξυπνο σαν τακτική) να αλλοιώσουν τα δόγματά τους, για να ταιριάξουν με την απαίτηση για ένα πιο εκσυγχρονισμένο ή «παγκόσμιο» Χριστιανισμό, έχουν χάσει τα πάντα, γιατί αυτό που είναι αγαπητό στους Χριστιανούς και στους Ινδουϊστές προέρχεται άμεσα από τα δόγματά τους. Και τα ινδουϊστικά δόγματα είναι μια ευθεία απόρριψη των χριστιανικών δογμάτων. Αυτό οδηγεί σε ένα συμπέρασμα που σοκάρει:ό,τι οι Χριστιανοί θεωρούν κακό, οι Ινδουϊστές το θεωρούν καλό, και αντιστρόφως: ό,τι οι ινδουϊστές θεωρούν κακό, οι Χριστιανοί του θεωρούν καλό.
Η αληθινή πάλη βρίσκεται σ’ αυτό: ότι το έσχατο αμάρτημα για το Χριστιανό είναι η έσχατη συνειδητοποίηση καλού για τον Ινδουϊστή. Οι Χριστιανοί αναγνώριζαν πάντα την υπερηφάνεια ως το βασικό αμάρτημα – την κύρια πηγή όλων των αμαρτιών. Και ο Εωσφόρος είναι το αρχέτυπο όταν λέει: «Θα ανεβώ στον Ουρανό, θα υψώσω το θρόνο μου πάνω από τα άστρα του Θεού... θα ανεβώ πάνω από τα ύψη των νεφών... θα είμαι σαν τον Ύψιστο» (Ησ. 14:13-14). Σε κατώτερο επίπεδο, είναι η υπερηφάνεια που μετατρέπει ακόμα και τις αρετές του ανθρώπου σε αμαρτίες. Αλλά για τον Ινδουϊσμό γενικά, και για τον Αντβαϊτίν ή τον οπαδό της Βεδάντα ειδικά, η μόνη «αμαρτία» είναι να μην πιστεύεις στον εαυτό σου και στην ανθρωπότητα όπως στον ίδιο το Θεό. Με λόγια του Σουάμι Βιβεκανάντα (Vivecananda), που ήταν ο κύριος σύγχρονος υπέρμαχος της Βεδάντα: «Δεν καταλαβαίνετε ακόμα την Ινδία! Εμείς οι Ινδοί είμαστε πάνω απ’ όλα ανθρωπολάτρες. Ο Θεός μας είναι ο άνθρωπος!» Το δόγμα του mukti, ή της σωτηρίας, συνίσταται σε αυτό: ότι «ο άνθρωπος πρόκειται να γίνει θείος συνειδητοποιώντας το Θείο».
Από αυτό μπορεί κανείς να δει τα δόγματα του Ινδουϊσμού και του Χριστιανισμού να στέκονται αντιμέτωπα, ματαιώνοντας το ένα το άλλο ως προς τη φύση του Θεού, τη φύση του ανθρώπου και το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αλλά όταν οι Χριστιανοί δέχονται την ινδουϊστική προπαγάνδα ότι καμμιά μάχη δεν διεξάγεται, ότι οι διαφορές μεταξύ Χριστιανισμού και Ινδουϊσμού είναι μόνο φαινομενικές και όχι πραγματικές – τότε οι ινδουϊστικές ιδέες είναι ελεύθερες να καταλάβουν τις ψυχές των Χριστιανών, κερδίζοντας τη μάχη χωρίς αγώνα. Και το τελικό αποτέλεσμα από αυτή τη μάχη είναι πραγματικά συγκλονιστικό: η διαβρωτική δύναμη του Ινδουϊσμού είναι τεράστια. Στη δική μου περίπτωση, με όλη τη βασικά καλή εκπαίδευση που έλαβα στο μοναστήρι, είκοσι χρόνια στον Ινδουϊσμό με έφεραν στην ίδια την πόρτα της αγάπης του κακού. Βλέπετε, στην Ινδία ο «Θεός» λατρεύεται επίσης ως Κακό, με τη μορφή της θεάς Κάλι. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσω στο επόμενο κεφάλαιο, στις ινδουϊστικές πρακτικές.
Αυτό το τέρμα μας επιφυλάσσει το μέλλον, όταν πια δεν υπάρχει χριστιανικό δόγμα. Το λέω αυτό από προσωπική εμπειρία, επειδή έχω λατρέψει την Κάλι στην Ινδία και σ’ αυτή τη χώρα. Κι αυτή, που είναι ο σατανάς, δεν είναι κορόιδο. Αν εγκαταλείψεις τον Ζώντα Θεό, ο θρόνος δεν πρόκειται να παραμείνει άδειος.
3. Ινδουϊστικοί τόποι λατρείας και πρακτικές
Το 1956 έκανα κοινωνική εργασία για τους κυνηγούς κεφαλών στις Φιλιππίνες. Ενδιαφερόμουν για την πρωτόγονη θρησκεία – ιδιαίτερα γι’ αυτό που θεωρείται μη εκπολιτισμένη περιοχή – εκεί όπου έχουν πάει λίγοι ιεραπόστολοι. Όταν έφτασα στη φυλή των Ιφουγκάο (Ifugao), δεν πίστευα στη μαύρη μαγεία. Όταν έφυγα, πίστευα. Ένας ιερέας Ιφουγκάο, ένας μουνμπάκι, ονόματι Ταλούπα, έγινε ο καλύτερος φίλος και πληροφοριοδότης μου. Με τον καιρό έμαθα ότι ήταν φημισμένος για την επιτηδειότητά του στη μαύρη τέχνη. Με πήρε στο «μπάκι», που είναι μια τελετή μυσταγωγικής μαγείας που γίνεται σχεδόν κάθε βράδυ κατά την περίοδο του θερισμού. Μια δωδεκάδα περίπου ιερείς συγκεντρώθηκαν σε μια καλύβα και η νύχτα πέρασε με επικλήσεις θεοτήτων και προγόνων, πίνοντας κρασί από ρύζι και κάνοντας θυσίες στις δυο μικρές εικόνες γνωστές ως «μπουλόλ». Οι εικόνες πλένονταν με αίμα κοτόπουλου, το οποίο είχε μαζευτεί σ’ ένα πιάτο και χρησίμευε για μαντεία του μέλλοντος προτού χρησιμοποιηθεί στις εικόνες. Εξέταζαν το αίμα για το μέγεθος και τον αριθμό των φυσαλίδων μέσα του, το χρόνο που έκανε ώσπου να πήξει· επίσης το χρώμα και η μορφοποίηση των οργάνων του κοτόπουλου τους έδιναν πληροφορίες. Κάθε βράδυ κρατούσα σημειώσεις με ευσυνειδησία. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Δεν θα αναπτύξω πολύ το θέμα της μαγείας των Ιφουγκάο· αρκούμαι στο να πω ότι τον καιρό που έφυγα, είχα δει τέτοια ποικιλία και ποσότητα υπερφυσικών φαινομένων που κάθε επιστημονική εξήγηση ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Αν ήμουν προδιατεθειμένη να πιστέψω κάτι όταν έφτασα, αυτό ήταν ότι η μαγεία είχε μια εντελώς φυσική εξήγηση. Επίσης, επιτρέψτε μου να πως ότι δεν τρομάζω πολύ εύκολα. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι άφησα τους Ιφουγκάο επειδή είδα ότι οι τελετές τους όχι μόνο λειτουργούσαν, αλλά είχαν λειτουργήσει και πάνω μου – τουλάχιστον δύο φορές.Λέω όλα αυτά ώστε ό,τι πω για τις ινδουϊστικές πρακτικές και μέρη λατρείας να μη φανεί απίστευτο, το προϊόν ενός ξαναμμένου μυαλού.
Έντεκα χρόνια μετά το επεισόδιο στους Ιφουγκάο, έκανα ένα προσκύνημα στο σπήλαιο του Αμαρνάθ (Amarnath), βαθειά στα Ιμαλάια. Η ινδουϊστική παράδοση το έχει για το πιο ιερό μέρος λατρείας του Σίβα, το μέρος όπου αποκαλύπτει τον εαυτό του στους λάτρεις του και εισακούει τις παρακλήσεις. Είναι ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι πάνω από τη Μαχαγκούνα (Mahaguna), ένα στενό πέρασμα στα 14.000 πόδια και πάνω σ’ ένα παγετώνα· έτσι υπήρχε πολύς χρόνος να τον λατρέψω νοερά στο δρόμο, ιδίως αφού το παιδί που οδηγούσε το πόνυ με το φορτίο δεν μιλούσε καθόλου Αγγλικά, κι εγώ δεν μιλούσα καθόλου Ινδικά. Αυτή τη φορά ήμουν προδιατεθειμένη να πιστέψω ότι ο θεός που λάτρευα και διαλογιζόμουν σχετικά μ’ αυτόν για χρόνια, θα αποκαλυπτόταν καταδεκτικά σε μένα.
Η εικόνα του Σίβα μέσα στο σπήλαιο είναι κάτι αξιοπερίεργο από μόνη της· μια εικόνα από πάγο, σχηματισμένη από νερό που στάζει. Όταν είναι πανσέληνος, η φυσική εικόνα φτάνει την οροφή του σπηλαίου – περίπου 15 πόδια – και στη χάση του φεγγαριού δεν απομένει σχεδόν τίποτα από αυτήν. Έτσι μεγαλώνει και μικραίνει κάθε μήνα. Απ’ όσο ξέρω, κανείς ως τώρα δεν έχει εξηγήσει αυτό το φαινόμενο. Πλησίασα το σπήλαιο σε ευνοϊκό καιρό, όταν η εικόνα είχε σχηματιστεί πλήρως. Σύντομα επρόκειτο να λατρέψω το θεό μου με πράσινη καρύδα, θυμίαμα, κόκκινα και λευκά κομμάτια υφάσματος, καρύδα, σταφίδες και ζάχαρη – όλα όσα απαιτούσε η τελετή. Μπήκα στο σπήλαιο με δάκρυα αφοσίωσης. Αυτό που συνέβη τότε δύσκολα περιγράφεται. Το μέρος δονείτο – όπως μια Ιφουγκάο καλύβα με μπάκι σε πλήρη δραστηριότητα. Συγκλονισμένη που βρήκα το ναό ένα τόπο ανεξήγητου λάθους, έφυγα αναγουλιάζοντας πριν ο ιερέας προλάβει να τελειώσει την προσφορά του στη μεγάλη εικόνα από πάγο.
Το προσωπείο του Ινδουϊσμού είχε ραγίσει όταν μπήκα στο σπήλαιο του Σίβα, αλλά πέρασε κάποιος χρόνος προτού ελευθερωθώ. Στο μεσοδιάστημα, έψαξα για κάτι που να στηρίζει το οικοδόμημα που κατέρρεε, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Εκ των υστέρων, μου φαίνεται ότι συχνά ξέρουμε πως κάτι είναι πραγματικά κακό, πολύ πριν μπορέσουμε στ’ αλήθεια να το πιστέψουμε. Αυτό έχει εφαρμογή τόσο στις ινδουϊστικές «πνευματικές πρακτικές», όσο και στα αποκαλούμενα «ιερά μέρη».
Όταν ένας μαθητής μυείται από τον γκουρού, του δίνεται ένα σανσκριτικό μάντρα (mantra, μια προσωπική μαγική φόρμουλα), και συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές. Αυτά είναι εντελώς εσωτερικά και υπάρχουν στην προφορική παράδοση. Δεν θα τα βρείτε τυπωμένα και είναι πολύ απίθανο να μάθετε γι’ αυτά από έναν μυημένο, λόγω των ισχυρών αρνητικών κυρώσεων που είναι σε ισχύ για να προστατέψουν αυτή τη μυστικότητα. Ως αποτέλεσμα ο γκουρού προσκαλεί το μαθητή να αποδείξει τη φιλοσοφία με τη δική του εμπειρία. Το θέμα είναι, ότι αυτές οι πρακτικές όντως λειτουργούν. Ο μαθητής μπορεί να αποκτήσει δυνάμεις ή «σίντις» (siddhis), όπως να διαβάζει τη σκέψη, δύναμη να θεραπεύει ή να καταστρέφει, να παράγει αντικείμενα, να προλέγει το μέλλον και ούτω καθεξής – όλο το φάσμα των θανατηφόρων ψυχικών κόλπων. Αλλά ακόμα χειρότερα από αυτό, πάντοτε πέφτει σε μια κατάσταση πλάνης, όπου περνά την παραίσθηση για πραγματικότητα. Έχει «πνευματικές εμπειρίες» απέραντης γλυκύτητας και ειρήνης. Έχει οράματα θεοτήτων και φωτός. (Κάποιος μπορεί να θυμηθεί ότι ο ίδιος ο Εωσφόρος μπορεί να εμφανιστεί ως άγγελος φωτός). Όταν λέω «παραίσθηση» δεν εννοώ ότι δεν έχει στ’ αλήθεια εμπειρία αυτών των πραγμάτων· εννοώ μάλλον ότι αυτά δεν προέρχονται από το Θεό. Υπάρχει, φυσικά, το φιλοσοφικό οικοδόμημα που στηρίζει κάθε εμπειρία, ώστε οι πρακτικές και η φιλοσοφία συμπληρώνουν η μια την άλλη και το σύστημα γίνεται πολύ δεμένο.
Στην πραγματικότητα, ο Ινδουϊσμός δεν είναι τόσο μια διανοητική ενασχόληση όσο ένα σύστημα πρακτικών, κι αυτές είναι χωρίς υπερβολή μαύρη μαγεία. Δηλαδή, αν βάλεις χ, θα πάρεις ψ: ένα απλό συμβόλαιο. Αλλά οι όροι δεν ανακοινώνονται και σπάνια ένας μαθητής ρωτά από που προέρχονται οι εμπειρίες ή ποιος του δίνει πίστωση – με τη μορφή δυνάμεων και «όμορφων» εμπειριών. Είναι η κλασική περίπτωση του Φάουστ, αλλά αυτό που δεν γνωρίζει αυτός που τα ασκεί είναι ότι το τίμημα μπορεί κάλλιστα να είναι η αθάνατη ψυχή του.
Υπάρχει μια τεράστια παράθεση πρακτικών – πρακτικών για κάθε χαρακτήρα. Η θεότητα που εκλέγεται μπορεί να έχει μορφή: να είναι ένας θεός ή μια θεά· ή να είναι άμορφη: το απόλυτο Μπράχμαν (Brahman). Η σχέση με το εκλεγμένο Ιδανικό επίσης ποικίλει – μπορεί να είναι σχέση παιδιού, μητέρας, πατέρα, φίλου, αγαπημένου, υπηρέτη, ή, στην περίπτωση της Αντβαΐτα Βεδάντα, η «σχέση» ως ταύτιση. Τη στιγμή της μύησης ο γκουρού δίνει στο μαθητή του ένα μάντρα, κι αυτό καθορίζει την ατραπό που θα ακολουθήσει και τις ασκήσεις που θα κάνει. Ο γκουρού επίσης επιβάλλει το πως θα ζήσει ο μαθητής την καθημερινή ζωή του. Στη Βεδάντα (ή μοναστικό σύστημα) οι άγαμοι μαθητές δεν πρέπει να παντρεύονται· όλες τους οι δυνάμεις πρέπει να κατευθύνονται προς την επιτυχία των πρακτικών. Ένας ειλικρινής μαθητής δεν είναι ούτε κρεατοφάγος, γιατί το κρέας θολώνει την οξύτητα της αντίληψης. Ο γκουρού θεωρείται χωρίς υπερβολή ως ο ίδιος ο Θεός – είναι ο λυτρωτής του μαθητή.
Κατά βάση, οι πολλές «πνευματικές» εμπειρίες πηγάζουν μόνο από μερικές βασικές πρακτικές, τις οποίες θα εξετάσω πρόχειρα.
Πρώτα, είναι η ειδωλολατρεία. Μπορεί να είναι η λατρεία μιας εικόνας ή μιας ζωγραφιάς, με προσφορές φωτός, καμφοράς, θυμιάματος, νερού και γλυκών. Μπορείς να την ξεσκονίζεις με την ουρά ενός γιακ, να την κάνεις μπάνιο, να την ντύνεις και να τη βάζεις για ύπνο. Αυτό φαίνεται πολύ παιδικό, αλλά είναι φρόνιμο να μην υποτιμούμε τις ψυχικές εμπειρίες που μπορεί να προκύψουν. Η ειδωλολατρία της Vedanta παίρνει τη μορφή της αυτολατρείας, είτε διανοητικά είτε εξωτερικά, με όλα τα τελετουργικά υποστηρίγματα. Ένας λόγος – κοινό ρητό στην Ινδία συνοψίζει χαρακτηριστικά αυτή την αυτολατρεία. Είναι το «So Ham, so Ham», ή «Εγώ είμαι αυτός, εγώ είμαι αυτός».
Μετά είναι η Τζάπα (Japa), η επανάληψη του σανσκριτικού μάντρα που δόθηκε στο μαθητή κατά τη μύησή του. Ουσιαστικά είναι το ψάλσιμο μιας μαγικής φόρμουλας.
Η Πραναγιάμα (Pranayama) συνίσταται σε αναπνευστικές ασκήσεις που χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τη Τζάπα. Υπάρχουν κι άλλες πρακτικές που είναι ειδικά χαρακτηριστικά της Τάντρα (Tantra), της λατρείας του Θεού ως μητέρας, της θηλυκής αρχής, δύναμης, ενέργειας, της αρχής της εξέλιξης και της δράσης. Αναφέρονται ως «τα πέντε Μ». Είναι απροκάλυπτα κακές και μάλλον εμετικές, γι’ αυτό δεν θα τις περιγράψω. Αλλά κι αυτές, επίσης, έχουν βρει το δρόμο τους στην Αμερική. Ο Βιβεκανάντα περιέγραψε αυτό το σήμα κατατεθέν τού Ινδουϊσμού μαζί με τη Βεδάντα. Είπε: «Λατρεύω το τρομερό! Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η ηδονή είναι κίνητρο για όλους τους ανθρώπους. Πολλοί έχουν γεννηθεί για να αναζητήσουν μέσω του πόνου. Ας λατρέψουμε τον Τρόμο για δική του χάρη. Πόσο λίγοι τολμούν να λατρέψουν το Θάνατο, ή Κάλι! Ας λατρέψουμε το θάνατο!» Ξανά λόγια του Σουάμι σχετικά με τη θεά Κάλι: «Υπάρχουν κάποιοι που χλευάζουν την ύπαρξη της Κάλι. Όμως σήμερα αυτή είναι εκεί έξω, ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτοί είναι αλλόφρονες από το φόβο και ο στρατός έχει κληθεί να μοιράσει το θάνατο. Ποιος μπορεί να πει ότι ο Θεός δεν εκδηλώνεται ως Κακό, όπως εκδηλώνεται και ως Καλό; Αλλά μόνο οι Ινδουϊστές τολμούν να τον λατρέψουν ως Κακό».*
* Σημείωση αδελφότητας αγ. Γερμανού: Λίγοι, ακόμα και από αυτούς που επιθυμούν περισσότερο να έρθουν σε «διάλογο» με τις Ανατολικές θρησκείες και να εκφράσουν τη βασική τους θρησκευτική ενότητα με αυτές, έχουν κάποια ακριβή αντίληψη των παγανιστικών θρησκευτικών πρακτικών και πεποιθήσεων, από την τυραννία των οποίων ο ευλογημένος κι ελαφρύς ζυγός του Χριστού ελευθέρωσε την ανθρωπότητα. Η θεά Κάλι, από τις δημοφιλέστερες ινδουϊστικές θεότητες, συνήθως απεικονίζεται στη μέση ενός παραληρήματος αίματος και σφαγής, με κρανία και κομμένα κεφάλια να κρέμονται από το λαιμό της, και τη γλώσσα της να βγαίνει γκροτέσκα από το στόμα, διψώντας για περισσότερο αίμα· στους ινδουϊστικούς ναούς την κατευνάζουν με αιματηρές θυσίες κατσικιών. (Ο Σουάμι Βιβεκανάντα το δικαιώνει αυτό: «Γιατί όχι λίγο αίμα για να συμπληρωθεί η εικόνα;») Γι’ αυτήν, ο Σουάμι Βιβεκανάντα είπε περαιτέρω, όπως κατέγραψε η μαθήτριά του «αδελφή Νιβεντίτα» (Nivedita): «Πιστεύω ότι με οδηγεί σε κάθε μικρό πράγμα που κάνω, και κάνει ό,τι θέλει μαζί μου», και σε κάθε βήμα είχε συνείδηση της παρουσίας της στο δωμάτιο. Την επικαλέστηκε: «Έλα, ω μητέρα, έλα! Γιατί το όνομα σου είναι Τρόμος»· και ήταν θρησκευτικό ιδανικό του «να γίνει ένα με το Τρομερό αιώνια». Πρόκειται αυτό, όπως προσπαθεί να μας πείσει ο μητροπολίτης George Khodre, να γίνει αποδεκτό ως παράδειγμα της «αυθεντικής πνευματικής ζωής των αβαπτίστων», ένα μέρος από τον πνευματικό «πλούτο» που πρόκειται να πάρουμε από τις μη χριστιανικές θρησκείες; Ή είναι μάλλον μια απόδειξη των λόγων του ψαλμωδού: «Όλοι οι θεοί των εθνών είναι δαιμόνια»;
Το μεγάλο κρίμα είναι ότι η μονόπλευρη πρακτική του κακού συνεχίζεται με την απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι καλή. Και τη σωτηρία που αναζητείται μάταια μέσω επίπονης αυτοπροσπάθειας στον Ινδουϊσμό, μπορεί να την απεργαστεί μόνο ο Θεός μέσω της χριστιανικής απάρνησης του εαυτού.
4. Προσηλυτισμός στη Δύση
Το 1893 ένας άγνωστος Ινδουϊστής μοναχός έφτασε στο «Κοινοβούλιο των θρησκειών» στο Chicago. Ήταν ο Σουάμι Βιβεκανάντα, τον οποίο έχω ήδη αναφέρει. Έκανε καταπληκτική εντύπωση σ’ αυτούς που τον άκουσαν, τόσο με την εμφάνισή του – με πορτοκαλί και πορφυρή ρόμπα και τουρμπάνι – αλλά και με αυτά που είπε. Η υψηλή κοινωνία της Βοστώνης και της Νέας Υόρκης του απέδωσε αμέσως τιμές.Οι φιλόσοφοι στο Harvard εντυπωσιάστηκαν πάρα πολύ. Και δεν άργησε να συγκεντρώσει ένα σκληρό πυρήνα μαθητών που υποστήριζαν αυτόν και το μεγαλεπήβολο όνειρό του: τον ευαγγελισμό του Δυτικού κόσμου από τον Ινδουϊσμό, και πιο συγκεκριμένα, από τον Βεδαντικό (ή μοναστικό) Ινδουϊσμό.* Εταιρείες Βεδάντα ιδρύθηκαν στις μεγάλες πόλεις αυτής της χώρας και στην Ευρώπη. Αλλά αυτά τα κέντρα ήταν μόνο ένα μέρος της δουλειάς του. Πιο σημαντικό ήταν να εισάγει ιδέες της Βεδάντα στην «κυκλοφορία αίματος» της ακαδημαϊκής σκέψης. Ο σκοπός ήταν η διάδοση. Λίγο ένοιαζε τον Βιβεκανάντα αν και πόση αξιοπιστία δινόταν στον Ινδουϊσμό, όσο το μήνυμα της Βεδάντα έφτανε στους πάντες. Σε πολλές περιπτώσεις είπε: «Χτυπήστε κάθε πόρτα. Πέστε σε όλους ότι είναι θεϊκοί».
Σήμερα μέρη του μηνύματος μεταφέρονται σε χαρτόδετα βιβλία που μπορείτε να βρείτε σε κάθε βιβλιοπωλείο – γραμμένα από τον Aldous Huxley, τον Christopher Isherwood, τον Somerset Maugham, τον Teilhard de Chardin, κι ακόμα τον Thomas Merton.
*Σ. τ. Μ.: Ενδεικτικός των προθέσεων του Βιβεκανάντα είναι ο λόγος του στους φοιτητές του Μαντράς, μετά την επιστροφή του από το Σικάγο: «Αυτό είναι το μεγάλο ιδανικό που βρίσκεται τώρα μπροστά μας, κι ο καθένας πρέπει γι’ αυτό να οπλισθεί – η άλωση του κόσμου από την Ινδία – τίποτε λιγότερο από αυτό ... Σήκω Ινδία, και κυρίευσε τον κόσμο με την πνευμταικότητά σου... Τώρα είναι ο καιρός να εργαστούμε για να εισδύσουν οι πνευματικές ιδέες της Ινδίας βαθιά στη Δύση. Γι’ αυτό, νέοι του Μαντράς, σας παρακαλώ ακριβώς αυτό να σκέπτεστε. Πρέπει να πορευθούμε, πρέπει να κυριεύσουμε όλο τον κόσμο με την πνευματικότητα και τη φιλοσοφία μας. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση· ή θα το κάνουμε ή θα πεθάνουμε. Η μόνη προϋπόθεση εθνικής ζωής, μιας αφυπνισμένης και γεμάτης δύναμη εθνικής ζωής, είναι η κυριαρχία του κόσμου με βάση την ινδική σκέψη». (π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, Αντιμετώπιση των αιρέσεων, Αθήνα 1996, σελ. 181).
Ο Thomas Merton βέβαια αποτελεί μια ιδιαίτερη απειλή για τους Χριστιανούς, γιατί παρουσιάζεται σαν ένας Χριστιανός μοναχός αφιερωμένος στην ενατένιση του Θείου, και το έργο του έχει ήδη επηρεάσει το ζωτικό στοιχείο του Ρωμαιοκαθολικισμού, το μοναχισμό του. Λίγο πριν το θάνατό του, ο π. Merton έγραψε μια γεμάτη εκτίμηση εισαγωγή σε μια νέα μετάφραση της Μπαργκαβάντ Γκιτά (Bhagavad Gita), η οποία είναι το πνευματικό εγχειρίδιο ή «Βίβλος» όλων των Ινδουϊστών, κι ένας από τους θεμέλιους λίθους του μονισμού της Αντβαΐτα Βεδάντα.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Γκιτά αντιτίθεται σχεδόν σε κάθε σημαντική διδασκαλία του Χριστιανισμού. Το βιβλίο του σχετικά με τους δασκάλους του Ζεν, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του, είναι επίσης αξιοσημείωτο, επειδή ολόκληρο το έργο βασίζεται σ’ ένα προδοτικό λάθος: την υπόθεση ότι όλες οι αποκαλούμενες «μυστικιστικές εμπειρίες» σε κάθε θρησκεία είναι γνήσιες. Θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Οι προειδοποιήσεις γι’ αυτό είναι ισχυρές και ξεκάθαρες, τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στους Αγίους Πατέρες.
Σήμερα ξέρω ένα καθολικό μοναστήρι στην California, όπου απομονωμένοι μοναχοί πειραματίζονται με ινδουϊστικές θρησκευτικές πρακτικές. Έχουν εκπαιδευτεί από έναν Ινδό που έγινε Καθολικός ιερέας. Εάν το έδαφος δεν είχε προετοιμαστεί, νομίζω ότι δεν θα συνέβαινε τέτοιο πράγμα. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, αυτός ήταν ο σκοπός του ερχομού του Βιβεκανάντα στη Δύση: να προετοιμάσει το έδαφος.
Το μήνυμα του Βιβεκανάντα σχετικά με τη Βεδάντα είναι αρκετά απλό. Φαίνεται πιο περίπλοκο εξαιτίας των παγίδων του: λίγη εκθαμβωτική σανσκριτική ορολογία, και πολύ μπερδεμένη φιλοσοφική δομή. Το μήνυμα είναι ουσιαστικά αυτό: Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, αλλά η Βεδάντα είναι η υπέρτατη αλήθεια. Οι διαφορές είναι μόνο θέμα «επιπέδων αλήθειας». Με λόγια του Βιβεκανάντα: «Ο άνθρωπος δεν ταξιδεύει από το λάθος στην αλήθεια, αλλά ανεβαίνει από αλήθεια σε αλήθεια, από αλήθεια που είναι χαμηλότερη σε αλήθεια που είναι υψηλότερη.. Η ύλη του σήμερα είναι το πνεύμα του αύριο. Το σκουλήκι του σήμερα – ο Θεός του αύριο». Η Βεδάντα βασίζεται σ’ αυτό: ότι ο άνθρωπος είναι Θεός. Έτσι είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που πρέπει να απεργαστεί τη σωτηρία του. Ο Βιβεκανάντα το έθεσε έτσι: «Ποιος μπορεί να βοηθήσει το Άπειρο; Ακόμα και το χέρι που έρχεται σε σένα μέσα από το σκοτάδι πρέπει να είναι το δικό σου».
Ο Βιβεκανάντα ήταν αρκετά εύστροφος για να ξέρει ότι η Βεδάντα θα ήταν υπερβολικό να ακολουθηθεί απ’ ευθείας από Χριστιανούς, από δική τους πρωτοβουλία. Αλλά τα «επίπεδα αλήθειας» προμήθευαν μια ωραία γέφυρα στον τέλειο οικουμενισμό – δεν υπήρχε σύγκρουση γιατί όλοι είχαν δίκιο. Με τα λόγια του Σουάμι: «Αν μια θρησκεία είναι αληθινή, τότε και όλες οι άλλες είναι αληθινές. Έτσι η ινδουϊστική πίστη είναι δική σας όσο και δική μου. Εμείς οι Ινδουϊστές όχι απλώς ανεχόμαστε, αλλά ενωνόμαστε με κάθε θρησκεία, προσευχόμενοι στο τζαμί του Μωαμεθανού, λατρεύοντας μπροστά στη φωτιά του Ζωροάστρη, και γονατίζοντας στο σταυρό του Χριστιανού. Ξέρουμε ότι όλες οι θρησκείες εξίσου, από τον χαμηλότερο φετιχισμό μέχρι την υψηλότερη απολυτότητα, δεν είναι άλλο παρά πολλές προσπάθειες της ανθρώπινης ψυχής ν’ αρπάξει και να συνειδητοποιήσει το Άπειρο. Έτσι μαζεύουμε όλα αυτά τα λουλούδια και, δένοντάς τα μαζί με το σχοινί της αγάπης, τα κάνουμε ένα θαυμάσιο μπουκέτο λατρείας».
Ακόμα, όλες οι θρησκείες ήταν μόνο βήματα προς την έσχατη θρησκεία, που ήταν η Αντβαΐτα Βεδάντα. Οίκτιρε ιδιαίτερα για τον Χριστιανισμό, ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια χαμηλότερη αλήθεια – μια δυϊστική αλήθεια. Σε προσωπικές συζητήσεις έλεγε ότι μόνο ένας δειλός θα έστρεφε και το άλλο μάγουλο. Όμως ό,τι και να έλεγε για τις άλλες θρησκείες, επανερχόταν πάντα στην αναγκαιότητα της Αντβαΐτα Βεδάντα. «Τέχνη, επιστήμη και θρησκεία», έλεγε, «δεν είναι παρά τρεις διαφορετικοί τρόποι να εκφράσεις μια μοναδική αλήθεια. Αλλά για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να έχουμε τη θεωρία της Αντβαΐτα».
Η γοητεία στη νεολαία του σήμερα είναι καταφανής. Η Βεδάντα διακηρύσσει την τέλεια ελευθερία της κάθε ψυχής να είναι ο εαυτός της. Αρνείται κάθε διάκριση μεταξύ ιερού και κοσμικού: είναι μόνο διαφορετικοί τρόποι έκφρασης της μίας αλήθειας. Και ο μόνος σκοπός της θρησκείας είναι να καλύψει τις ανάγκες διαφορετικών ψυχοσυνθέσεων: ένας θεός και μια πρακτική που να ταιριάζει στον καθένα. Με δυο λόγια, η θρησκεία είναι το «να κάνεις το δικό σου».
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονταν τραβηγμένα, αλλά ο Βιβεκανάντα έκανε αποτελεσματική δουλειά. Τώρα θα δείξω πόσο πέτυχε στο να εισάγει αυτές τις ινδουϊστικές ιδέες στο Ρωμαιοκαθολικισμό, όπου η επιτυχία του ήταν πιο χτυπητή.
Ο Βιβεκανάντα πρωτοήρθε στην Αμερική να εκπροσωπήσει τον Ινδουϊσμό στο Κοινοβούλιο των Θρησκειών του 1893. Το 1968 ήταν η 75η επέτειος αυτού του γεγονότος, και τότε συγκλήθηκε ένα Συμπόσιο Θρησκειών υπό την αιγίδα της εταιρείας Βεδάντα Βιβεκανάντα του Σικάγο. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός εκπροσωπήθηκε από έναν Δομινικανό θεολόγο από το Πανεπιστήμιο De Paul, τον π. Robert Campbell. Ο Σουάμι Μπασυανάντα (Bhasyananda) άνοιξε τη συνάντηση με την ανάγνωση ενός μηνύματος καλής θέλησης από τρεις πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Το δεύτερο ήταν από έναν Αμερικανό καρδινάλιο.
Ο π. Campbell άρχισε την απογευματινή συνεδρίαση με μια ομιλία σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ παραδοσιακών και μοντερνιστών στον σύγχρονο Καθολικισμό. Είπε: «Στο δικό μου Πανεπιστήμιο, έρευνες που έχουν γίνει πάνω στη συμπεριφορά Καθολικών σπουδαστών, δείχνουν ένα μεγάλο ρεύμα προς τις φιλελεύθερες απόψεις τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια. Ξέρω ότι ο ίδιος ο μεγάλος Σουάμι Βιβεκανάντα θα ενέκρινε τις περισσότερες τάσεις στην κατεύθυνση του φιλελεύθερου Καθολικισμού». Αυτό που προφανώς δεν ήξερε ο π. Campbell ήταν ότι τα μοντερνιστικά δόγματα που περιέγραψε δεν ήταν καθόλου χριστιανικά· ήταν καθαρή και σκέτη Βεδάντα.
Για να μην υπάρχει θέμα παρερμηνείας, θα παραθέσω τα λόγια του π. Campbell σχετικά με τις ερμηνείες των μοντερνιστών σε πέντε θέματα, έτσι όπως εμφανίστηκαν σε τρεις διεθνείς εφημερίδες: την Prabuddha Bharata που εκδίδεται στην Καλκούτα, την Vedanta Kesheri που εκδίδεται στο Μαντράς, και τη «Vedanta and the West» (η Vedanta και η Δύση) που εκδίδεται στο Λονδίνο.
Σχετικά με τα δόγματα: «Η αλήθεια είναι κάτι σχετικό, αυτά τα δόγματα (π.χ. η φύση του Θεού, πως θα έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, και η άλλη ζωή μετά το θάνατο) δεν είναι παγιωμένα πράγματα, αλλάζουν και φτάνουμε στο σημείο όπου πρέπει να αρνηθούμε μερικά πράγματα που κάποτε επιβεβαιώναμε ως ιερές αλήθειες».
Σχετικά με το Θεό: «Ο Ιησούς είναι θεϊκός, αλήθεια, αλλά ο καθένας από μας μπορεί να είναι θεϊκός. Για την ακρίβεια, σε πολλά σημεία, νομίζω ότι θα βρείτε ότι η φιλελεύθερη χριστιανική αντίληψη σε μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας της κινείται στην κατεύθυνση της Ανατολής – τόσο στην αρχή της για το απρόσωπο του Θεού, όσο και στην αρχή ότι όλοι είμαστε θεϊκοί».
Σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα: «Αυτή η αρχή είναι πολύ προσβλητική στο φιλελεύθερο Χριστιανισμό, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι τελειοποιήσιμος μέσω της εκπαίδευσης και της κατάλληλης παιδείας».
Σχετικά με τον κόσμο: «... οι φιλελεύθεροι διαβεβαιώνουν ότι μπορεί να βελτιωθεί και ότι θα έπρεπε να αφιερωθούμε στο να χτίσουμε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία αντί να καθηλωνόμαστε στο να πάμε στον ουρανό».
Σχετικά με τις άλλες θρησκείες: «Η ομάδα των φιλελευθέρων λέει: ‘’Μη στεναχωριέστε για παλιομοδίτικα πράγματα όπως να προσπαθούμε να μεταστρέψουμε ανθρώπους κτλ., αλλά ας αναπτύξουμε καλύτερες σχέσεις με τις άλλες θρησκείες’’».
Έτσι λέει ο π. Campbell για τους μοντερνιστές Καθολικούς. Οι μοντερνιστές έχουν παρασυρθεί σαν παιδιά από τη γενναιόδωρη προσφορά της υψηλότερης αλήθειας, βαθύτερης φιλοσοφίας και σπουδαιότερου μεγαλείου – τα οποία μπορούν να αποκτηθούν απλώς με το να υποτάξουμε τον ζώντα Χριστό στο μοντέρνο άνθρωπο.
Εδώ, λοιπόν, βλέπουμε τη θεαματική επιτυχία του Ινδουϊσμού, ή του Βιβεκανάντα, ή της δύναμης πίσω από τον Βιβεκανάντα. Έχει καθαρά νικήσει κατά κράτος το Ρωμαιοκαθολικισμό. Τα σκυλιά – φύλακές του πέρασαν τον κλέφτη για φίλο του αφεντικού, και το σπίτι έχει ερημώσει μπροστά στα μάτια τους. Ο κλέφτης είπε: «Ας έχουμε κατανόηση μεταξύ των θρησκειών», και μπήκε από την πύλη. Και το τέχνασμα ήταν τόσο απλό. Οι Χριστιανοί Ινδουϊστές (οι Σουάμι) χρειάζονταν μόνο να παραθέσουν αποσπάσματα από τη φιλοσοφία της Βεδάντα χρησιμοποιώντας χριστιανικούς όρους. Και οι Ινδουϊστές Χριστιανοί (οι μοντερνιστές Καθολικοί) χρειάζονταν να προεκτείνουν τη θρησκεία τους ώστε να συμπεριλάβουν τον Ινδουϊσμό. Έτσι απαραιτήτως η αλήθεια έγινε λάθος και το λάθος αλήθεια. Αλλοίμονο, κάποιοι θα ήθελαν να σύρουν και την Ορθόδοξη Εκκλησία, σ’ αυτό το ερειπωμένο σπίτι. Αλλά ας θυμηθούν οι μοντερνιστές τα λόγια του Ησαΐα: «Ουαί σ’ αυτούς που λένε το κακό καλό και το καλό κακό· που προβάλλουν το σκοτάδι για φως και το φως για σκοτάδι· που προβάλλουν το γλυκό ως πικρό και το πικρό ως γλυκό! Ουαί σε εκείνους που φρονούν ότι είναι σοφοί και συνετοί, που αυτοπαρουσιάζονται στα μάτια τους ως σοφοί και ως γνωρίζοντες τα πάντα!» (Ησ. 5:20-21).
5. Ο σκοπός του Ινδουϊσμού: Η παγκόσμια θρησκεία
Έμεινα κατάπληκτη βλέποντας την εισβολή που είχε κάνει ο Ινδουϊσμός κατά τη διάρκεια της απουσίας μου από τον Χριστιανισμό. Μπορεί να φαίνεται παράξενο το ότι ανακάλυψα όλες αυτές τις αλλαγές με μιας. Αυτό έγινε γιατί ο γκουρού μου διατηρούσε κυριαρχία πάνω σε κάθε μου πράξη, κι όλον αυτό τον καιρό ζούσα, χωρίς υπερβολή, απομονωμένη – ακόμα και μέσα στον κόσμο. Οι αυστηρές εντολές του Σουάμι με εμπόδιζαν από το να διαβάζω οποιαδήποτε χριστιανικά βιβλία ή από το να μιλάω με Χριστιανούς. Παρ’ όλα τα υποκριτικά λόγια, ότι όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, οι Σουάμι ξέρουν ότι ο Χριστός είναι η Νέμεσή τους. Έτσι για είκοσι χρόνια ήμουν ολοκληρωτικά απορροφημένη στη μελέτη της ανατολικής φιλοσοφίας και στην πρακτική των ασκήσεων και της πειθαρχίας της. Διατάχτηκα από τον γκουρού μου να πάρω ένα δίπλωμα στη φιλοσοφία και την ανθρωπολογία, αλλά αυτά ήταν μόνο πάρεργα που γέμιζαν το χρόνο μεταξύ των σημαντικών κομματιών της ζωής μου: το χρόνο με τον Σουάμι και το χρόνο με τις διδασκαλίες και τις πρακτικές της Βεδάντα.Η αποστολή του Σουάμι Βιβεκανάντα έχει εκπληρωθεί σε πολλά επί μέρους σημεία, αλλά ένα μέρος ακόμα δεν έχει περατωθεί. Αυτό είναι η ίδρυση μιας παγκόσμιας θρησκείας. Σ’ αυτό βρίσκεται η τελική νίκη του διαβόλου. Επειδή η Παγκόσμια Θρησκεία δεν μπορεί να περιέχει καθόλου «ατομιστικές μισαλλόδοξες» ιδέες δεν θα έχει τίποτα κοινό με το Χριστιανισμό, εκτός από τη σημασιολογία του. Ο «κόσμος» και η «σάρκα» μπορούν να είναι φωτιά στη σόμπα και στην καμινάδα, αλλά η Παγκόσμια Θρησκεία θα είναι μια ολική πυρκαγιά για το Χριστιανισμό. Το ζήτημα σε όλα αυτά είναι ότι ο Ιησουΐτης ιερέας Teilhard de Chardin έχει ήδη θέσει το θεμέλιο για ένα «Νέο Χριστιανισμό», ο οποίος είναι ακριβώς όπως οι προδιαγραφές του Σουάμι Βιβεκανάντα για την Παγκόσμια Θρησκεία.
Ο Teilhard de Chardin αποτελεί παρεκτροπή επειδή, αντιθέτως με τους παραδοσιακούς θεολόγους της Ρώμης, εκτιμάται πάρα πολύ από τον λόγιο κλήρο ο οποίος, με επιείκεια, πιστεύω ότι δεν έχει ιδέα για τι πράγμα μιλάει, γιατί οι ιδέες του Teilhard είναι σε ένα μεγάλο βαθμό λογοκλοπία από τη Βεδάντα και την Τάντρα, κολλημένες μαζί με φρασεολογία που ηχεί χριστιανική και έντονα χρωματισμένες με εξελικτισμό.
Ας παραθέσω ένα παράδειγμα από αυτόν: «Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζω γίνεται θεϊκός. Αλλά αυτές οι φλόγες δεν με καίνε ολοκληρωτικά, ούτε αυτά τα νερά με διαλύουν· γιατί, αντιθέτως με τις ψευδείς μορφές του μονισμού που μας ωθούν μέσω της παθητικότητας στην αναισθησία (έλλειψη συνειδητότητας), ο παν – Χριστιανισμός που ανακαλύπτω τοποθετεί την ένωση στο τέρμα μιας επίπονης πορείας διαφοροποίησης. Θα αποκτήσω το πνεύμα μόνο απελευθερώνοντας τελείως διεξοδικά όλες τις δυνάμεις της ύλης... Αναγνωρίζω ότι, ακολουθώντας το παράδειγμα του ενσαρκωμένου Θεού που μου αποκαλύφθηκε μέσω της Καθολικής πίστης, μπορώ να σωθώ μόνο με το να γίνω ένα με το σύμπαν». Αυτό είναι απροκάλυπτος Ινδουϊσμός. Έχει λίγο απ’ όλα μέσα – ένα αναγνωρίσιμο απόσπασμα από μια Ουπάνισαδ (Upanishad) και κομμάτια από πολλά από τα φιλοσοφικά συστήματα και τις πρακτικές τους.
Σε μια συνέντευξη τύπου που έδωσε ο π. Arrupe, αρχηγός της Εταιρείας του Ιησού, τον Ιούνιο του 1965, υπερασπίστηκε τον Teilhard de Chardin για το λόγο ότι «δεν ήταν επαγγελματίας θεολόγος και φιλόσοφος, έτσι ώστε είναι πιθανόν να μην έχει γνώση όλων των φιλοσοφικών και θεολογικών περιπλοκών που συνδέονται με κάποιες από τις εμπνεύσεις του». Μετά ο π. Arrupe τον εξύμνησε: «Ο π. Teilhard είναι ένας από τους μεγάλους κυρίους της σύγχρονης σκέψης, και δεν είναι ν’ απορεί κανείς με την επιτυχία του. Για την ακρίβεια έφερε σε πέρας μια μεγάλη προσπάθεια να συμφιλιώσει τον κόσμο της επιστήμης με τον κόσμο της πίστης». Το τελικό αποτέλεσμα της συμφιλίωσης είναι μια νέα θρησκεία. Και με λόγια του Teilhard: «Η νέα θρησκεία θα είναι ακριβώς η ίδια ο παλιός μας Χριστιανισμός, αλλά με μια νέα ζωή, ξεκαθαρισμένη από την εύλογη εξέλιξη των δογμάτων του καθώς αυτά έρχονται σε επαφή με νέες ιδέες». Με αυτή η μικρή ιδέα από το υπόβαθρο, ας κοιτάξουμε την Παγκόσμια Θρησκεία του Βιβεκανάντα και τον «Νέο Χριστιανισμό» του Teilhard.
Η Παγκόσμια Θρησκεία έτσι όπως προτάθηκε από τον Βιβεκανάντα πρέπει να έχει πέντε χαρακτηριστικά. Πρώτον, πρέπει να είναι επιστημονική. Θα οικοδομηθεί πάνω σε πνευματικούς νόμους. Έτσι, θα είναι μια αληθινή κι επιστημονική θρησκεία. Στην πραγματικότητα, και ο Βιβεκανάντα και ο Teilhard χρησιμοποιούν θεωρητικό επιστημονισμό ως άρθρο της πίστης τους.
Δεύτερον, το θεμέλιό της είναι η εξέλιξη. Με λόγια του Teilhard: «Μια μέχρι τώρα άγνωστη μορφή θρησκείας – μια που κανείς δεν μπόρεσε ακόμα να φανταστεί ή να περιγράψει, λόγω έλλειψης ενός σύμπαντος αρκετά μεγάλου και αρκετά οργανικού ώστε να την εμπεριέχει – ανθίζει στις καρδιές των ανθρώπων, από ένα σπόρο που έσπειρε η ιδέα της εξέλιξης». Και πάλι: «το προπατορικό αμάρτημα... μας δένει χειροπόδαρα και μας στεγνώνει το αίμα» επειδή «έτσι όπως εκφράζεται τώρα, αντιπροσωπεύει μια επιβίωση στατικών αρχών οι οποίες είναι ένας αναχρονισμός μέσα στο εξελικτικό σύστημα σκέψης μας». Τέτοια ψευδοθρησκευτική αρχή «εξέλιξης», η οποία έχει συνειδητά απορριφθεί από τη χριστιανική σκέψη, είναι βασική στην ινδουϊστική σκέψη για χιλιετηρίδες· κάθε ινδουϊστική θρησκευτική πρακτική την θεωρεί δεδομένη.
Τρίτον, η Παγκόσμια Θρησκεία δεν θα οικοδομηθεί γύρω από κάποια συγκεκριμένη προσωπικότητα, αλλά θα θεμελιωθεί πάνω σε «αιώνιες αρχές». Ο Teilhard είναι για τα καλά στο δρόμο προς τον απρόσωπο θεό όταν γράφει: «Ο Χριστός μου γίνεται όλο και πιο απαραίτητος... αλλά ταυτόχρονα η μορφή του ιστορικού Χριστού γίνεται όλο και λιγότερο ουσιώδης και ευδιάκριτη για μένα». «...η οπτική μου γι’ Αυτόν με πάει συνεχώς μακρύτερα και υψηλότερα εμπρός στον άξονα της (ελπίζω) ορθοδοξίας».Λυπάμαι που το λέω, αλλά αυτό το πνεύμα του μη ιστορικού «Χριστού» είναι ινδουϊστική ορθοδοξία, όχι χριστιανική.
Τέταρτον, ο κύριος σκοπός της Παγκόσμιας Θρησκείας θα είναι να ικανοποιεί τις πνευματικές ανάγκες ανδρών και γυναικών με διαφορετικούς χαρακτήρες. Οι πρωτότυπες «διασπαστικές» θρησκείες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Ο Teilhard πίστευε ότι ο Χριστιανισμός δεν ταίριαζε με τις θρησκευτικές επιθυμίες όλων. Κατέγραψε τη δυσαρέσκειά του μ’ αυτά τα λόγια: «Ο Χριστιανισμός είναι ακόμα καταφύγιο σε κάποιο βαθμό, αλλά δεν αγκαλιάζει, ή δεν ικανοποιεί ή ακόμα δεν καθοδηγεί άλλο πια τη ‘’σύγχρονη ψυχή’’».
Πέμπτο και τελευταίο, μέσα στην Παγκόσμια Θρησκεία (ή Νέο Χριστιανισμό), ταξιδεύουμε σιγά-σιγά όλοι μαζί προς τον ίδιο προορισμό. Για τον Teilhard de Chardin αυτό είναι το σημείο Ωμέγα, το οποίο ανήκει σε κάτι που είναι πέρα από αναπαράσταση. Για τον Βιβεκανάντα είναι το Ομ, η ιερή συλλαβή των Ινδουϊστών: «Όλη η ανθρωπότητα, συγκλίνοντας στους πρόποδες αυτού του ιερού μέρους όπου βρίσκεται το σύμβολο που δεν είναι σύμβολο, το όνομα που είναι πέρα από κάθε ήχο».
Που θα τελειώσει αυτή η αλλοίωση του Χριστιανισμού και ο θρίαμβος του Ινδουϊσμού; Θα έχουμε το Ομ, ή θα έχουμε το Ωμέγα;
3. Το «θαύμα» ενός φακίρη και η προσευχή του Ιησού
Αρχιμανδρίτη Νικολάι Drobyazgin
Ο συγγραφέας αυτής της κατάθεσης, ένας νεομάρτυρας της κομμουνιστικής σκλαβιάς, απολάμβανε μια λαμπρή κοσμική σταδιοδρομία ως διοικητής στο Ναυτικό, όντας παράλληλα βαθειά αναμεμειγμένος στον αποκρυφισμό ως εκδότης της αποκρυφιστικής εφημερίδας «Rebus». Καθώς σώθηκε από σχεδόν βέβαιο θάνατο στη θάλασσα από ένα θαύμα του αγίου Σεραφείμ, έκανε ένα προσκύνημα στο Σαρώφ και μετά εγκατέλειψε την κοσμική σταδιοδρομία του και τους δεσμούς με τον αποκρυφισμό για να γίνει μοναχός. Αφ’ ότου χειροτονήθηκε ιερέας, υπηρέτησε ως ιεραπόστολος στην Κίνα, την Ινδία και το Θιβέτ, ως ιερέας σε διάφορες εκκλησίες πρεσβειών, και ως ηγούμενος πολλών μοναστηριών. Μετά το 1914 έζησε στη Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου, όπου συζητούσε με τους νέους που τον επισκέπτονταν σχετικά με την επιρροή του αποκρυφισμού σε σύγχρονα γεγονότα στη Ρωσία. Το φθινόπωρο του 1924, ένα μήνα αφ’ ότου τον είχε επισκεφθεί κάποιος Tuholx, ο συγγραφέας του βιβλίου «Μαύρη Μαγεία», δολοφονήθηκε από «αγνώστους» στο κελλί του, με φανερή ανοχή των Μπολσεβίκων, καρφωμένος από στιλέτο με ειδική λαβή, η οποία είχε ξεκάθαρη αποκρυφιστική σημασία.Το γεγονός που περιγράφεται εδώ, αποκαλυπτικό της φύσης ενός από τα μεντιουμιστικά «χαρίσματα» τα οποία είναι κοινά στις ανατολικές θρησκείες, έλαβε χώρα λίγο πριν το 1900, και καταγράφηκε γύρω στο 1922 από τον γιατρό Α. Π. Τιμόφιεβιτς, τώρα τελευταία στη γυναικεία μονή του Νόβο Ντιβέγιεβο, στη Νέα Υόρκη. (Το ρωσικό κείμενο δημοσιεύθηκε στο «Orthodox Life» το 1956, Νο 1).
Μια θαυμάσια τροπική αυγή, το πλοίο μας διέσχιζε τα νερά του Ινδικού Ωκεανού, πλησιάζοντας το νησί της Κεϋλάνης. Τα εύθυμα πρόσωπα των επιβατών – οι περισσότεροι Άγγλοι με τις οικογένειές τους, που ταξίδευαν για τις εργασίες τους ή για δουλειά στην ινδική αποικία τους, κοιτούσαν ακόρεστα στο βάθος, ψάχνοντας με τα μάτια το μαγεμένο νησί, το οποίο για τους περισσότερους, από την παιδική τους ηλικία, είχε στην πράξη συνδεθεί με τόσα που ήταν ενδιαφέροντα και μυστήρια στις ιστορίες και τις περιγραφές των ταξιδιωτών.
Το νησί ακόμα ελάχιστα ορατό ενώ ένα λεπτό, μεθυστικό άρωμα από τα δέντρα του τύλιγε ήδη το πλοίο όλο και περισσότερο με κάθε περαστικό μελτέμι. Τελικά ένα είδος μπλε σύννεφου απλώθηκε στον ορίζοντα, αυξάνοντας συνεχώς σε μέγεθος καθώς το πλοίο πλησίαζε γρήγορα. Κανείς μπορούσε να δει τα κτίρια που απλώνονταν κατά μήκος της ακτής, χωμένα μέσα στην πρασινάδα των μεγαλοπρεπών φοινίκων, και το πολύχρωμο πλήθος των ντόπιων κατοίκων που περίμεναν την άφιξη του πλοίου. Οι επιβάτες, που είχαν γρήγορα γνωριστεί ο ένας με τον άλλον πάνω στο πλοίο, γελούσαν και συζητούσαν ζωηρά στο κατάστρωμα, θαυμάζοντας το καταπληκτικό σκηνικό του παραμυθένιου νησιού, καθώς αυτό ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια τους. Το πλοίο κινιόταν αργά· προετοιμαζόταν να αγκυροβολήσει στην αποβάθρα της πόλης – λιμανιού Colombo.
Εδώ το πλοίο σταμάτησε να πάρει κάρβουνο, και οι επιβάτες είχαν αρκετό χρόνο για να βγουν στην ακτή. Η μέρα ήταν τόσο ζεστή ώστε πολλοί επιβάτες αποφάσισαν να μη φύγουν από το πλοίο μέχρι το απόγευμα, όταν μια ευχάριστη δροσιά αντικατέστησε τη ζέστη της μέρας. Μια μικρή ομάδα οκτώ ανθρώπων – ανάμεσά τους κι εγώ – οδηγείτο από τον συνταγματάρχη Elliot, που είχε ξαναβρεθεί στο Κολόμπο πρωτύτερα και ήξερε καλά την πόλη και τα περίχωρα. Αυτός έκανε μια δελεαστική πρόταση: «Κυρίες και κύριοι! Θα θέλατε να πάμε μερικά μίλια έξω από την πόλη και να επισκεφθούμε έναν από τους τοπικούς μάγους – φακίρηδες; Ίσως να δούμε κάτι ενδιαφέρον». Όλοι δέχτηκαν την πρόταση του συνταγματάρχη με ενθουσιασμό.
Ήταν ήδη απόγευμα όταν αφήσαμε πίσω τους θορυβώδεις δρόμους της πόλης και προχωρήσαμε σ’ ένα θαυμάσιο δρόμο μέσα στη ζούγκλα, που σπινθηροβολούσε από τις αναλαμπές εκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Στο τέλος ο δρόμος φάρδαινε ξαφνικά και μπροστά μας βρισκόταν ένα μικρό ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από ζούγκλα προς κάθε κατεύθυνση. Στο άκρο του ξέφωτου, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, βρισκόταν ένα είδος καλύβας, δίπλα από την οποία έκαιγε μια φωτιά, κι ένας αδύνατος, κοκκαλιάρης γέρος με τουρμπάνι στο κεφάλι του καθόταν σταυροπόδι, με την ακίνητη ματιά του να κατευθύνεται στη φωτιά. Παρά τη θορυβώδη άφιξή μας, ο γέρος συνέχιζε να κάθεται εντελώς ακίνητος, μη δίνοντάς μας την παραμικρή προσοχή. Κάπου μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε ένας νέος και, πηγαίνοντας στον συνταγματάρχη, κάτι τον ρώτησε σιγανά. Μέσα σε μικρό διάστημα έφερε έξω αρκετά σκαμνιά και η μικρή ομάδα μας παρατάχθηκε σε ημικυκλική διάταξη, όχι μακριά από τη φωτιά. Ένας ελαφρύς κι αρωματικός καπνός ανέβηκε. Ο γέρος καθόταν στην ίδια στάση, χωρίς φαινομενικά να προσέχει κανέναν και τίποτα. Το μισοφέγγαρο που ανέτειλε έδιωξε σε κάποιο βαθμό το σκοτάδι της νύχτας, και στο αμυδρό φως του όλα τα αντικείμενα έπαιρναν φανταστικά περιγράμματα. Όλοι σώπασαν χωρίς να το θέλουν, και περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε.
«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί, πάνω στο δέντρο!» φώναξε η δεσποινίς Μαίρη σ’ ένα εκστατικό ψίθυρο. Όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια μας στην κατεύθυνση που μας υπέδειξε. Και πράγματι, ολόκληρη η επιφάνεια της τεράστιας κορυφής του δέντρου, κάτω από το οποίο καθόταν ο φακίρης, ήταν σαν να έρρεε ήσυχα στον απαλό φωτισμό του φεγγαριού, και το δέντρο το ίδιο άρχισε βαθμιαία να λιώνει και να χάνει τα περιγράμματά του· χωρίς υπερβολή, κάποιο αόρατο χέρι είχε ρίξει πάνω του ένα αέρινο κάλυμμα που γινόταν όλο και πιο συμπυκνωμένο με κάθε στιγμή. Σύντομα μπροστά στην κατάπληκτη ματιά μας παρουσιάστηκε με τέλεια καθαρότητα η κυματοειδής επιφάνεια της θάλασσας. Το ένα κύμα ακολουθούσε το άλλο με ένα ελαφρό βόμβο, κάνοντας άσπρα σκουφάκια από αφρό· ανάλαφρα σύννεφα πλανιόντουσαν σ’ ένα ουρανό που είχε γίνει γαλάζιος. Άναυδοι, δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε απ’ αυτή την εντυπωσιακή εικόνα.
Και τότε στο βάθος εμφανίστηκε ένα λευκό καράβι. Πυκνός καπνός έβγαινε από τα δυο φουγάρα του. Μας πλησίασε γρήγορα, διασχίζοντας το νερό. Προς μεγάλη μας έκπληξη αναγνωρίσαμε το δικό μας πλοίο, αυτό που μας είχε φέρει στο Κολόμπο! Ένα μουρμουρητό το διαπέρασε τις γραμμές μας καθώς διαβάσαμε στην πρύμνη, γραμμένο με χρυσά γράμματα, το όνομα του πλοίου μας, «Luisa». Αλλά αυτό που μας κατέπληξε περισσότερο απ’ όλα είναι αυτό που είδαμε πάνω στο πλοίο – εμάς! Μην ξεχνάτε ότι την εποχή που συνέβησαν όλα αυτά δεν υπήρχε ούτε η σκέψη του κινηματογράφου και ήταν αδύνατον ακόμα και να συλλάβει κανείς κάτι τέτοιο. Καθένας μας έβλεπε τον εαυτό του στο κατάστρωμα ανάμεσα σε ανθρώπους που γελούσαν και μιλούσαν ο ένας στον άλλον. Αλλά το πιο καταπληκτικό: Δεν είδα μόνο τον εαυτό μου, αλλά ταυτόχρονα όλο το πλοίο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, σαν με το βλέμμα ενός πουλιού – κάτι που βεβαίως, απλώς δεν μπορούσε να συμβεί στ’ αλήθεια. Είδα ταυτόχρονα τον εαυτό μου ανάμεσα στους επιβάτες, και τους ναύτες να δουλεύουν στην άλλη μεριά του πλοίου, και τον καπετάνιο στην καμπίνα του, κι ακόμα και την αγαπημένη από όλους πιθηκίνα, τη Nelly, να τρώει μπανάνες στο κεντρικό κατάρτι. Ταυτόχρονα όλοι οι σύντροφοί μου, καθένας με τον τρόπο του, είχαν εξαφθεί από αυτό που έβλεπαν, κι εξέφραζαν τα συναισθήματά τους με χαμηλές φωνές και ψιθύρους συγκίνησης.
Είχα εντελώς ξεχάσει ότι ήμουν ιερομόναχος, και, κατά πως φαινόταν, δεν είχα καμμιά δουλειά να συμμετέχω σε ένα τέτοιο θέαμα. Τα μάγια ήταν τόσο ισχυρά που και ο νους και η καρδιά είχαν σωπάσει. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει με πόνο σαν σήμα κινδύνου. Ξαφνικά ήρθα στον εαυτό μου. Φόβος κατέλαβε όλη μου την ύπαρξη.
Τα χείλη μου άρχισαν να κινούνται και να λένε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό!» Αμέσως ένοιωσα ανακουφισμένος. Ήταν λες και άρχιζαν να πέφτουν κάποιες μυστηριώδεις αλυσίδες που με έδεναν. Η προσευχή έγινε πιο συγκεντρωμένη, και μ’ αυτό επέστρεψε και η ειρήνη της ψυχής μου. Συνέχισα να κοιτώ στο δέντρο και ξαφνικά η εικόνα έγινε θολή και διαλύθηκε, σαν να την πήρε ο άνεμος. Δεν έβλεπα τίποτ’ άλλο εκτός από το μεγάλο δέντρο, φωτισμένο από το φως του φεγγαριού, και το φακίρη που καθόταν σιωπηλός πλάι στη φωτιά, ενώ οι σύντροφοί μου συνέχιζαν να εκφράζουν αυτά που ένοιωθαν κοιτώντας την εικόνα, που γι’ αυτούς δεν είχε ακόμα διαλυθεί.
Αλλά ξαφνικά φαίνεται πως κάτι συνέβηκε και στο φακίρη. Έγειρε στο πλάι χάνοντας την ισορροπία του. Ο νεαρός έτρεξε προς τα κει τρομαγμένος. Η πνευματιστική συγκέντρωση διακόπηκε ξαφνικά.
Βαθειά συγκινημένοι από όλη την εμπειρία που αποκόμισαν, οι θεατές σηκώθηκαν· μοιράζονταν ζωηρά τις εντυπώσεις τους ο ένας με τον άλλον, και χωρίς καθόλου να καταλαβαίνουν γιατί το όλο πράγμα διακόπηκε τόσο απότομα και απρόσμενα. Ο νεαρός εξήγησε ότι οφειλόταν στην εξάντληση του φακίρη, ο οποίος καθόταν όπως πριν, με το κεφάλι κάτω, και χωρίς να δίνει την παραμικρή προσοχή στους παρισταμένους.
Αφού η ομάδα μας αντάμειψε γενναιόδωρα το φακίρη μέσω του νεαρού, για την ευκαιρία που είχαμε να συμμετάσχουμε σ’ ένα τόσο καταπληκτικό θέαμα, ξεκινήσαμε γρήγορα το μικρό ταξίδι της επιστροφής. Καθώς αρχίσαμε να φεύγουμε, στράφηκα ακούσια προς τα πίσω άλλη μια φορά, με σκοπό να εντυπώσω στη μνήμη την όλη σκηνή, και ξαφνικά ανατρίχιασα από ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Η ματιά μου συνάντησε τη ματιά του φακίρη, που ήταν γεμάτη μίσος. Αυτό έγινε για μια μόνο στιγμή, και μετά ξαναπήρε τη συνηθισμένη του στάση· αλλά αυτό το βλέμμα μου άνοιξε μια και καλή τα μάτια στο να συνειδητοποιήσω τίνος δύναμη παρήγαγε αυτό το «θαύμα».
Η ανατολική «πνευματικότητα» δεν περιορίζεται με κανένα τρόπο σε τέτοια μεντιουμιστικά κόλπα, όπως αυτά που εξασκούσε αυτός ο φακίρης· θα δούμε μερικές από τις πιο ειλικρινείς πλευρές της στο επόμενο κεφάλαιο. Ακόμα, όλη η δύναμη που δίνεται σ’ όσους εξασκούν ανατολικές θρησκείες προέρχεται από το ίδιο φαινόμενο μεντιουμισμού, του οποίου το κεντρικό χαρακτηριστικό είναι μια παθητικότητα μπροστά στην «πνευματική» πραγματικότητα, η οποία ικανώνει κάποιον να έρθει σε επαφή με τους «θεούς» των μη χριστιανικών θρησκειών. Αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται στον ανατολικό «διαλογισμό» (ακόμα κι όταν μπορεί να τους έχει δοθεί το όνομα « χριστιανικός») κι ίσως ακόμα στα περίεργα αυτά «δώρα», τα οποία στις ημέρες μας της πνευματικής παρακμής χαρακτηρίζονται εσφαλμένα ως «χαρισματικά».
4. Ο Ανατολικός διαλογισμός εισβάλλει στο Χριστιανισμό
Ως απάντηση στο ερώτημα της πιθανότητας διαλόγου της Ορθοδοξίας με τις διάφορες μη χριστιανικές θρησκείες, παρουσιάστηκαν στον αναγνώστη οι μαρτυρίες τριών Ορθοδόξων Χριστιανών που επιβεβαιώνουν, βάσει του Ορθοδόξου δόγματος και της δικής τους εμπειρίας, αυτό που πάντα δίδασκε η Ορθόδοξη Εκκλησία: ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καθόλου δεν έχουν τον «ίδιο Θεό» με τους αποκαλούμενους «μονοθεϊστές» που αρνούνται την Αγία Τριάδα· ότι οι θεοί των ειδωλολατρών είναι στην πραγματικότητα δαίμονες· κι ότι οι εμπειρίες και οι δυνάμεις που οι ειδωλολατρικοί «θεοί» μπορούν να παράσχουν, και παρέχουν, είναι σατανικής φύσης. Αυτά με κανένα τρόπο δεν έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, ότι «Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος αυτός που τον φοβάται κι εργάζεται τη δικαιοσύνη γίνεται δεκτός από Αυτόν» (Πράξ. 10:34-35) · ή με τα λόγια του αποστόλου Παύλου, ότι «Ο Θεός στις περασμένες γενιές άφησε τα έθνη ν’ ακολουθούν το δικό τους δρόμο, αν και δεν άφησε τον εαυτό Του χωρίς μαρτυρία, διότι σας ευεργετούσε με το να στέλνει βροχή από τον ουρανό και εποχές καρποφόρες, με το να γεμίζει με τρόφιμα και χαρά την καρδιά σας» (Πράξ. 14-17). Αυτοί που ζουν κάτω από την υποδούλωση του σατανά, του «πρίγκιπα αυτού του κόσμου» (Ιω. 12:31), στο σκοτάδι που δεν έχει φωτιστεί από το χριστιανικό Ευαγγέλιο – κρίνονται στο φως της φυσικής μαρτυρίας του Θεού που κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει, παρά την υποδούλωση αυτή.Για τον Χριστιανό, πάντως, στον οποίο έχει δοθεί η αποκάλυψη του Θεού, κανένας «διάλογος» δεν είναι δυνατός με τους εκτός πίστης. «Να μη συνδέεστε με τους απίστους· γιατί τι σχέση έχει η δικαιοσύνη με την ανομία; Ή τι επικοινωνία μπορεί να έχει το φως με το σκοτάδι; Μπορεί να υπάρχει συμφωνία μεταξύ του Χριστού και του Βελίαλ; Ή τι κοινό έχει ο πιστός με τον άπιστο; ... Γι’ αυτό φύγετε από μέσα από αυτούς και χωριστείτε, λέγει ο Κύριος» (Β’ Κορινθ. 6:14-17). Η χριστιανική κλήση είναι μάλλον να φέρει το φως του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σ’ αυτούς, καθώς έκανε ο άγιος Πέτρος στη θεοσεβή οικογένεια του Κορνηλίου του εκατοντάρχου (Πράξεις 10:34-48), με σκοπό να φωτίσει το σκοτάδι τους και να τους ενώσει με το εκλεκτό ποίμνιο της Εκκλησίας του Χριστού.
Όλα αυτά είναι αρκετά προφανή στους Ορθόδοξους Χριστιανούς που γνωρίζουν και πιστεύουν στην αλήθεια της αποκάλυψης του Θεού στην Εκκλησία του Χριστού. Όμως, πολλοί που θεωρούν τον εαυτό τους Χριστιανό έχουν πολύ μικρή γνώση της ριζικής διαφοράς μεταξύ του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών· και μερικοί που μπορεί να έχουν αυτή τη γνώση, έχουν πολύ λίγη διάκριση στον τομέα των «πνευματικών εμπειριών» - μια διάκριση που έχει εξασκηθεί και καταγραφεί στα Ορθόδοξα πατερικά συγγράμματα και τα συναξάρια των Αγίων για 2.000 χρόνια σχεδόν.
Στην απουσία τέτοιας γνώσης και διάκρισης, η αυξανόμενη παρουσία των ανατολικών θρησκευτικών κινήσεων στη Δύση, ειδικά τις περασμένες δυο δεκαετίες, έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στα μυαλά πολλών δήθεν Χριστιανών. Η περίπτωση του Thomas Merton έρχεται αμέσως στο νου: ένας ειλικρινής νεοφώτιστος στο Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Καθολικό μοναχισμό περίπου 400 χρόνια πριν (πολύ πριν τις ριζικές μεταρρυθμίσεις του Βατικανού), τελείωσε τη ζωή του διακηρύσσοντας την ισότητα των χριστιανικών θρησκευτικών εμπειριών και των εμπειριών του Ζεν Βουδισμού κι άλλων παγανιστικών θρησκειών. Κάτι έχει «εισχωρήσει στον αέρα» σ’ αυτές τις τελευταίες δυο δεκαετίες περίπου, κάτι που έχει διαβρώσει ό,τι απέμενε από την ορθή χριστιανική αντίληψη στον Προτεσταντισμό και το Ρωμαιοκαθολικισμό, και τώρα επιτίθεται στην ίδια την Εκκλησία, την Αγία Ορθοδοξία. Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες» είναι μάλλον ένα αποτέλεσμα παρά μια αιτία αυτού του νέου «πνεύματος».
Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε μερικά από τα ανατολικά θρησκευτικά κινήματα που είχαν επιρροή στη δεκαετία του 1970, με ιδιαίτερη έμφαση στις προσπάθειες ανάπτυξης ενός συγκρητισμού Χριστιανισμού και ανατολικών θρησκειών ειδικά στον τομέα των «πνευματικών πρακτικών». Τέτοιες προσπάθειες πολύ συχνά παραθέτουν τη Φιλοκαλία και την ανατολική Ορθόδοξη παράδοση της ενατενιστικής προσευχής, ως πιο συγγενείς με τις ανατολικές πνευματικές πρακτικές από οτιδήποτε υπάρχει στη Δύση· είναι λοιπόν καιρός, να καταδείξουμε με σαφήνεια τη μεγάλη άβυσσο που υπάρχει μεταξύ χριστιανικής και μη χριστιανικής «πνευματικής εμπειρίας», και γιατί η θρησκευτική φιλοσοφία που αποτελεί το υπόβαθρο αυτού του νέου συγκρητισμού είναι κίβδηλη και επικίνδυνη.
1. «Χριστιανική γιόγκα»
Η ινδουϊστική γιόγκα είναι γνωστή στη Δύση για πολλές δεκαετίες, και ειδικά στην Αμερική έχει γίνει αφορμή για αναρίθμητες λατρείες κι ακόμα μια εκλαϊκευμένη μορφή ψυχικής θεραπείας που υποτίθεται ότι δεν έχει θρησκευτικούς σκοπούς. Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, ένας Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός έγραψε για τις εμπειρίες του κατά τη διαμόρφωση της γιόγκα σε μια «χριστιανική» πειθαρχία η περιγραφή που ακολουθεί είναι παρμένη από το βιβλίο του (J. M. Dechanet, Christian Yoga, Harper & Row, New York, 1972).Η ινδουϊστική γιόγκα είναι μια πειθαρχία που προϋποθέτει μια μάλλον λιτή, πειθαρχημένη ζωή, και συνίσταται σε έλεγχο της αναπνοής και συγκεκριμένες σωματικές στάσεις που παράγουν μια κατάσταση χαλάρωσης στην οποία κάποιος διαλογίζεται, συνήθως με τη βοήθεια ενός μάντρα ή ιερής λέξης που βοηθά στη συγκέντρωση. Η ουσία της γιόγκα δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η πειθαρχία, αλλά ο διαλογισμός, που είναι ο σκοπός της. Ο συγγραφέας έχει δίκιο όταν γράφει: «Ο σκοπός της ινδουϊστικής γιόγκα είναι πνευματικός. Είναι ισοδύναμο με προδοσία να ξεχνάει κανείς αυτό και να διατηρεί μόνο την καθαρά σωματική μορφή αυτής της αρχαίας πειθαρχίας, για να μη δει σ’ αυτήν τίποτα περισσότερο, παρά ένα μέσο για τη σωματική υγεία ή ομορφιά» (σελ. 54). Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί ότι το πρόσωπο που χρησιμοποιεί τη γιόγκα μόνο για φυσική ευεξία ήδη εκθέτει τον εαυτό του σε συγκεκριμένες πνευματικές στάσεις, για τις οποίες αναμφίβολα δεν έχει ιδέα· περισσότερα γι’ αυτό θα λεχθούν παρακάτω.
Ο ίδιος συγγραφέας συνεχίζει μετά: «Η τέχνη του γιόγκι είναι να εδραιώσει τον εαυτό του μέσα σε απόλυτη σιωπή, να αδειάσει από όλες τις σκέψεις και τις ψευδαισθήσεις, να απορρίψει και να ξεχάσει τα πάντα εκτός από αυτή τη μοναδική ιδέα: ο αληθινός εαυτός του ανθρώπου είναι θεϊκός· είναι Θεός, και το υπόλοιπο είναι σιωπή» (σελ. 63).
Αυτή η ιδέα βέβαια δεν είναι χριστιανική αλλά παγανιστική, όμως ο σκοπός της «χριστιανικής γιόγκα» είναι να χρησιμοποιήσει την τεχνική της γιόγκα για ένα διαφορετικό πνευματικό σκοπό, για «χριστιανικό» διαλογισμό. Το αντικείμενο της τεχνικής γιόγκα, σύμφωνα με αυτή την οπτική, είναι να κάνει κάποιον χαλαρό, ευχαριστημένο, χωρίς σκέψεις, και παθητικό ή δεκτικό σε πνευματικές ιδέες και εμπειρίες. «Αμέσως μόλις κάνεις τη στάση, θα νοιώσεις το σώμα σου να χαλαρώνει κι ένα αίσθημα γενικής ευεξίας θα εδραιωθεί μέσα σου» (σελ. 158). Οι ασκήσεις παράγουν «μια ασυνήθιστη αίσθηση ηρεμίας» (σελ. 6). «Στην αρχή κάποιος έχει το αίσθημα ενός γενικού καλμαρίσματος, μιας ευεξίας που τον καταλαμβάνει, μιας ευφορίας που θα κρατήσει, και που πραγματικά κρατάει. Αν τα νεύρα κάποιου είναι ερεθισμένα και τεντωμένα, οι ασκήσεις τα ηρεμούν, και η κούραση εξαφανίζεται σε μικρό χρονικό διάστημα» (σελ. 49). «Ο σκοπός όλων των προσπαθειών (του γιόγκι) είναι να σωπάσει τον σκεπτόμενο εαυτό μέσα του, με το να κλείνει τα μάτια σε κάθε είδος έλξης» (σελ. 55). Η ευφορία που φέρνει η γιόγκα «μπορεί να αποκληθεί μια ‘’κατάσταση υγείας’’ που μας επιτρέπει να κάνουμε περισσότερα και να τα κάνουμε καλύτερα στο ανθρώπινο πεδίο, κατ’ αρχήν, και στο χριστιανικό, πνευματικό πεδίο κατόπιν. Η πιο κατάλληλη λέξη για να το περιγράψει είναι ευχαρίστηση, μια ευχαρίστηση που ενοικεί στο σώμα και στην ψυχή, και μας προδιαθέτει... προς την πνευματική ζωή» (σελ. 31). Ολόκληρη η προσωπικότητα κάποιου μπορεί να αλλάξει από αυτό: «Η Χάθα (Hatha) γιόγκα αλλάζει το χαρακτήρα προς το καλό. Μετά από μερικές εβδομάδες πρακτικής, παραδέχεται κανείς ότι δεν γνωρίζει πια τον εαυτό του, και όλοι αντιλαμβάνονται μια αλλαγή στη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις. Είναι πιο ευγενικός και με περισσότερη κατανόηση. Αντιμετωπίζει τις εμπειρίες ήρεμα. Είναι ευχαριστημένος... ολόκληρη η προσωπικότητά του έχει μεταβληθεί κι αυτός ο ίδιος τη νιώθει να σταθεροποιείται και να ξανοίγεται προς τα έξω· από αυτό προκύπτει μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση ευφορίας, ‘’ευχαρίστησης’’» (σελ. 50).
Όμως όλα αυτά είναι μόνο μια προετοιμασία για ένα «πνευματικό» σκοπό, ο οποίος αρχίζει να γίνεται αισθητός πολύ σύντομα: «Καθώς έγινα στοχαστικός σε διάστημα εβδομάδων, στην προσευχή μου δόθηκε μια ιδιάζουσα και νέα απόχρωση» (σελ. 7). Καθώς έγινε ασυνήθιστα ήρεμος, ο συγγραφέας παρατήρησε «την ευκολία που είχε να αρχίσει προσευχή, να συγκεντρωθεί σε ένα θέμα» (σελ. 6). Γίνεται κανείς «πιο δεκτικός σε εμπνεύσεις και ερεθίσματα από τον ουρανό» (σελ. 13). «Η πρακτική της γιόγκα τείνει προς αυξημένη ευκαμψία και δεκτικότητα, και κατά συνέπεια σε άνοιγμα προς αυτές τις προσωπικές ανταλλαγές μεταξύ του Θεού και της ψυχής, που σηματοδοτούν το δρόμο της μυστικιστικής ζωής» (σελ. 31). Ακόμα και για τον «μαθητευόμενο γιόγκι» η προσευχή γίνεται «γλυκειά» και «αγκαλιάζει τον όλο άνθρωπο» (σελ. 183). Είναι κανείς χαλαρωμένος κι «έτοιμος να ριγήσει στο άγγιγμα του Αγίου Πνεύματος, να δεχθεί και να καλωσορίσει ό,τι ο Θεός, μέσα στην αγαθότητά Του, βρίσκει κατάλληλη εμπειρία για μας» (σελ. 71). «Πρέπει να κάνουμε την ύπαρξή μας έτοιμη να αρπαγεί, να καταληφθεί – κι αυτή είναι σίγουρα μια από τις μορφές, για την ακρίβεια η υψηλότερη μορφή χριστιανικής ενατένισης» (σελ. 72). «Κάθε μέρα οι ασκήσεις, και για την ακρίβεια όλη η ασκητική πειθαρχία της γιόγκα, διευκολύνει τη χάρη του Χριστού να ρέει μέσα μου. Νοιώθω αυξημένη την πείνα μου για το Θεό και τη δίψα μου για δικαιοσύνη και την επιθυμία μου να είμαι Χριστιανός με την πλήρη δυναμική της λέξης»(σελ. 11).
Ο καθένας που καταλαβαίνει τη φύση της πλάνης, (βλ. παρακάτω, κεφ. 7), θα αναγνωρίσει σ’ αυτή την περιγραφή της «χριστιανικής γιόγκα» ακριβώς τα χαρακτηριστικά αυτών που έχουν λοξοδρομήσει πνευματικά, είτε σε παγανιστικές θρησκευτικές εμπειρίες είτε σε αιρετικές «χριστιανικές» εμπειρίες. Ο ίδιος μόχθος για «ιερά και θεϊκά αισθήματα», το ίδιο άνοιγμα και η προθυμία για «αρπαγή» από ένα πνεύμα, η ίδια αναζήτηση όχι για το Θεό αλλά για «πνευματική παρηγοριά», η ίδια αυτομέθη που λανθασμένα θεωρείται ως «κατάσταση χάρης», η ίδια απίστευτη ευκολία με την οποία κανείς γίνεται «ενατενιστής» ή «μυστικιστής», οι ίδιες «μυστικές αποκαλύψεις» και ψευδοπνευματικές καταστάσεις. Αυτά είναι τα κοινά χαρακτηριστικά όλων όσων βρίσκονται σε αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση πνευματικής πλάνης. Αλλά ο συγγραφέας της «χριστιανικής γιόγκα», όντας Βενεδικτίνος μοναχός, προσθέτει κάποιους ειδικούς «διαλογισμούς» που τον αποκαλύπτουν γεμάτο από το πνεύμα του ρωμαιοκαθολικού «διαλογισμού» των πρόσφατων αιώνων, ο οποίος είναι ελεύθερο παιχνίδι φαντασιών πάνω σε χριστιανικά θέματα. Έτσι, για παράδειγμα, έχοντας διαλογιστεί σε ένα θέμα της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, αρχίζει να βλέπει το Παιδίον στην αγκαλιά της Μητέρας Του: «Κοιτώ· τίποτα περισσότερο. Εικόνες, ιδέες (συνειρμοί ιδεών: Σωτήρας-Βασιλιάς-Φως-Φωτοστέφανο-Ποιμένας-Παιδίον-Φως και πάλι) έρχονται η μια μετά την άλλη, τρέχουν στο παρελθόν... Όλα αυτά τα κομμάτια ενός ιερού παζλ βαλμένα μαζί εγείρουν μια ιδέα μέσα μου... ένα σιωπηλό όραμα του όλου μυστηρίου των Χριστουγέννων» (σελ. 161-2). Ο καθένας με την παραμικρή γνώση της Ορθόδοξης πνευματικής πειθαρχίας, θα δει ότι αυτός ο αξιολύπητος «Χριστιανός γιόγκι» έχει πέσει για τα καλά σε μια παγίδα στημένη από έναν από τους κατώτερους δαίμονες, που καραδοκούν για τον αναζητητή «πνευματικών εμπειριών»: δεν έχει καν δει έναν «άγγελο φωτός», αλλά έχει μονάχα παραδοθεί στις δικές του «θρησκευτικές φαντασιώσεις», προϊόν μιας καρδιάς κι ενός νου εντελώς απροετοίμαστου για πνευματικό πόλεμο και για τις απάτες των δαιμόνων. Τέτοιος «διαλογισμός» εξασκείται σήμερα σ’ έναν αριθμό ρωμαιοκαθολικών μοναστηριών, αντρικών και γυναικείων.
Το γεγονός ότι το βιβλίο τελειώνει με ένα άρθρο του Γάλλου μεταφραστή της Φιλοκαλίας, μαζί με αποσπάσματα από τη Φιλοκαλία, αποκαλύπτει μόνο την άβυσσο που χωρίζει αυτούς τους ερασιτέχνες από τη γνήσια πνευματικότητα της Ορθοδοξίας, η οποία είναι εντελώς απρόσιτη στους σημερινούς «σοφούς», που δεν καταλαβαίνουν πια τη γλώσσα της. Μια επαρκής ένδειξη της ανικανότητας του συγγραφέα να κατανοήσει τη Φιλοκαλία, είναι το ότι ονομάζει «καρδιακή προσευχή» (η οποία στην Ορθόδοξη παράδοση είναι η υψηλότερη νοητική προσευχή, που κατορθώνεται από πολύ λίγους μόνο μετά από πολλά χρόνια ασκητικής πάλης και υποταγής σ’ ένα πραγματικά θεοφόρο Γέροντα) το εύκολο κόλπο του να συγχρονίζεις συλλαβές στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς.
Θα σχολιάσουμε πληρέστερα παρακάτω τα σχετικά με τους κινδύνους της «χριστιανικής γιόγκα» όταν σημειώσουμε τι κοινό έχει με άλλες μορφές «ανατολικού διαλογισμού» που προσφέρονται στους Χριστιανούς σήμερα.
2. «Χριστιανικό Ζεν»
Μια ανατολική θρησκευτική πρακτική σε πιο εκλαϊκευμένο επίπεδο προσφέρεται στο βιβλίο του Ιρλανδού Καθολικού ιερέα William Johston: «Χριστιανικό Ζεν». Ο συγγραφέας ξεκινά βασικά από το ίδιο σημείο με τον συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα»: ένα αίσθημα ανικανοποίητου από το Δυτικό Χριστιανισμό, μια επιθυμία να του δώσει μια διάσταση ενατένισης ή διαλογισμού. «Πολλοί άνθρωποι, δυσαρεστημένοι με παλιές μορφές προσευχής, δυσαρεστημένοι με τις παλιές προσευχές που κάποτε εξυπηρετούσαν τόσο καλά, ψάχνουν για κάτι που θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες της μοντέρνας καρδιάς» (σελ. 9). «Η επαφή με το Ζεν... μου άνοιξε νέους ορίζοντες διδάσκοντάς με ότι στο Χριστιανισμό υπάρχουν δυνατότητες που δεν είχα ονειρευτεί ποτέ». Κανείς μπορεί «να εξασκεί το Ζεν ως τρόπο να βαθύνει και να διευρύνει τη χριστιανική του πίστη» (σελ. 2).Η τεχνική του ιαπωνικού Ζεν είναι πολύ παρόμοια με αυτή της ινδικής γιόγκα – από την οποία τελικά προέρχεται – παρ’ ότι είναι μάλλον απλούστερη. Υπάρχει η ίδια βασική στάση (αλλά όχι η ποικιλία στάσεων της γιόγκα), αναπνευστική τεχνική, η επανάληψη ενός ιερού ονόματος αν αυτό είναι επιθυμητό, όπως επίσης και άλλες τεχνικές ιδιαίτερες στο Ζεν. Ο σκοπός αυτών των τεχνικών είναι ο ίδιος με αυτόν της γιόγκα: η κατάργηση της λογικής σκέψης και η επίτευξη μιας κατάστασης ενός ήρεμου, σιωπηλού διαλογισμού. Η καθιστή στάση «εμποδίζει την απεραντολόγα λογική και σκέψη» και καθιστά κάποιον ικανό να μεταβεί «κάτω στο κέντρο της ύπαρξής του, όντας σε μια ενατένιση σιωπηλή και χωρίς εικόνες» (σελ. 5) σε «ένα βαθύ και όμορφο πεδίο ψυχικής ζωής» (σελ. 17), σε «βαθειά εσωτερική σιωπή» (σελ. 16). Η εμπειρία που αποκτάται έτσι είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που επιτυγχάνεται με τη χρήση ναρκωτικών, γιατί «οι άνθρωποι που έχουν χρησιμοποιήσει ναρκωτικά καταλαβαίνουν λίγο από Ζεν, εφόσον αυτοί έχουν αφυπνιστεί στην συνειδητοποίηση ότι στο νου υπάρχει βάθος άξιο εξερεύνησης» (σελ. 35). Κι ακόμα αυτή η εμπειρία ανοίγει «μια νέα προσέγγιση στο Χριστό, μια προσέγγιση που είναι λιγότερο δυϊστική και περισσότερο ανατολίτικη» (σελ. 48). Ακόμα και τελείως αρχάριοι στο Ζεν μπορούν να φτάσουν σε «μια αίσθηση ενότητας και μια ατμόσφαιρα υπερφυσικής παρουσίας» (σελ. 31), μια ιδιάζουσα γεύση «μυστικής σιωπής» (σελ. 30)· μέσω του Ζεν, η κατάσταση ενατένισης η μέχρι τώρα περιορισμένη σε λίγους «μυστικιστές» μπορεί τώρα να «διευρυνθεί», και «όλοι μπορούν να έχουν όραμα, όλοι μπορούν να φτάσουν στο σαμάντι (φώτιση)» (σελ. 46).
Ο συγγραφέας του «χριστιανικού Ζεν» μιλάει για την ανανέωση του Χριστιανισμού· όμως παραδέχεται πως την εμπειρία που μπορεί να την προξενήσει μπορεί να την έχει ο καθένας, Χριστιανός ή μη Χριστιανός. «Πιστεύω ότι υπάρχει μια βασική ανθρώπινη φώτιση που δεν είναι ούτε χριστιανική ούτε βουδιστική ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι απλώς ανθρώπινη» (σελ. 97). Πράγματι, σε μια συνεδρία διαλογισμού σε ένα ναό Ζεν κοντά στο Kyoto, «το εκπληκτικό ήταν η έλλειψη οποιασδήποτε κοινής πίστης. Κανένας δεν έμοιαζε να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για το τι πιστεύει ή δεν πιστεύει οποιοσδήποτε άλλος, και κανένας, απ’ όσο θυμάμαι, δεν ανέφερε καν το όνομα του Θεού» (σελ. 69). Αυτός ο αγνωστικιστικός χαρακτήρας του διαλογισμού έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για «ιεραποστολικούς» σκοπούς, γιατί «μ’ αυτόν τον τρόπο ο διαλογισμός μπορεί ν διδαχθεί σε ανθρώπους που έχουν λίγη πίστη – σ’ αυτούς που είναι προβληματισμένοι στη συνείδησή τους ή φοβούνται ότι ο Θεός είναι νεκρός. Τέτοιοι άνθρωποι μπορούν πάντα να κάθονται και να αναπνέουν. Γι’ αυτούς ο διαλογισμός είναι μια έρευνα, κι έχω ανακαλύψει... πως οι άνθρωποι που αρχίζουν να ψάχνουν μ’ αυτόν τον τρόπο τελικά βρίσκουν το Θεό. Όχι τον ανθρωπομορφικό Θεό που έχουν απορρίψει, αλλά το μεγάλο Ον μέσα στο οποίο ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε» (σελ. 70).
Η περιγραφή της εμπειρίας της «φώτισης» του Ζεν από το συγγραφέα αποκαλύπτει τη βασική της ταυτότητα με την «κοσμική» εμπειρία που παρέχει ο σαμανισμός και πολλές παγανιστικές θρησκείες. «Εγώ ο ίδιος πιστεύω ότι μέσα μας βρίσκονται κλειδωμένοι χείμαρροι χαράς που μπορούν να απελευθερωθούν με το διαλογισμό – καμμιά φορά μπορούν να ξεχυθούν με απίστευτη δύναμη, πλημμυρίζοντας την προσωπικότητα με μια εξαιρετική ευτυχία που κανείς δεν ξέρει από που έρχεται» (σελ. 88). Είναι ενδιαφέρον ότι όταν ο συγγραφέας γύρισε στην Αμερική μετά από 20 χρόνια στην Ιαπωνία, βρήκε αυτή την εμπειρία πολύ κοντινή με τις εμπειρίες των Πεντηκοστιανών, κι έλαβε κι ο ίδιος το «βάπτισμα του πνεύματος» σε μια «χαρισματική» συγκέντρωση (σελ. 100). Ο συγγραφέας κατέληξε: «Επιστρέφοντας στην Πεντηκοστιανική συνάθροιση, μου φαίνεται ότι η χειροθεσία, οι προσευχές του λαού, η φιλανθρωπία της κοινότητας – αυτά μπορούν να είναι δυνάμεις που απελευθερώνουν την ψυχική ισχύ, η οποία φέρνει τη φώτιση στο πρόσωπο που έχει εξασκήσει τακτικά το Ζαζέν» (σελ. 92-93). Στο έβδομο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου θα εξετάσουμε τη φύση των πεντηκοστιανικών ή «χαρισματικών» εμπειριών.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά σε κριτική αυτών των απόψεων: είναι βασικά οι ίδιες με αυτές του συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα», μόνο πιο εσωτερικές και πιο εκλαϊκευμένες. Οποιοσδήποτε πιστεύει ότι η αναγνωστικιστική, παγανιστική εμπειρία του Ζεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια «ενατενιστική ανανέωση μέσα στο Χριστιανισμό» (σελ. 4), σίγουρα δεν ξέρει τίποτα για τη μεγάλη ενατενιστική παράδοση της Ορθοδοξίας, που προϋποθέτει φλογερή πίστη, ορθά δόγματα, και έντονη ασκητική πάλη· κι όμως ο ίδιος συγγραφέας δεν διστάζει να σύρει τη Φιλοκαλία και τις «μεγάλες Ορθόδοξες σχολές» στην αφήγησή του, δηλώνοντας ότι κι αυτές επίσης οδηγούν στην κατάσταση της «ενατενιστικής σιωπής και ειρήνης» και είναι ένα παράδειγμα «Ζεν μέσα στη χριστιανική παράδοση» (σελ. 39) · και συνιστά τη χρήση της προσευχής του Ιησού κατά το διαλογισμό Ζεν γι’ αυτούς που το επιθυμούν (σελ. 28). Τέτοια άγνοια είναι ασφαλώς επικίνδυνη, ιδίως όταν ο κάτοχός της καλεί τους σπουδαστές στις διαλέξεις του να «κάθονται σε Ζαζέν για 40 λεπτά κάθε απόγευμα», σαν ένα πείραμα στο «μυστικισμό» (σελ. 30). Πόσοι πολλοί ειλικρινείς, παραπλανημένοι ψευδοπροφήτες δεν υπάρχουν στον κόσμο σήμερα, που ο καθένας τους σκέφτεται ότι προκαλεί ευεργεσία στους συνανθρώπους του, αντί για μια πρόσκληση σε ψυχική και πνευματική καταστροφή! Γι’ αυτό θα μιλήσουμε περισσότερο στο συμπέρασμα πιο κάτω.
3. Υπερβατικός διαλογισμός
Η τεχνική ανατολικού διαλογισμού η γνωστή ως «υπερβατικός διαλογισμός» (ή «ΥΔ» για συντομία) έχει επιτύχει τέτοια δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια, ιδίως στην Αμερική, κι έχει υποστηριχθεί με τόσο εξοργιστικά επιπόλαιο τόνο, που κάθε σοβαρός μελετητής των σύγχρονων θρησκευτικών ρευμάτων θα έχει αρχικά την τάση να τον αψηφήσει, ως μόνο και μόνο ένα παραφουσκωμένο προϊόν της αμερικανικής διαφήμισης και των τεχνικών προσέλκυσης της προσοχής του κοινού. Όμως αυτό θα ήταν λάθος, γιατί στους σοβαρούς ισχυρισμούς του δεν διαφέρει αξιοσημείωτα από τη γιόγκα και το Ζεν, ενώ μια προσεκτική ματιά στις τεχνικές του τον αποκαλύπτει ίσως πιο αυθεντικά «ανατολίτικο» από τους κάπως τεχνητούς συγκρητισμούς, τη «χριστιανική γιόγκα» και το «χριστιανικό Ζεν».Σύμφωνα με μια αναγνωρισμένη έκθεση αυτής της κίνησης*, τον «υπερβατικό διαλογισμό» έφερε στην Αμερική (όπου είχε την πιο θεαματική επιτυχία) ένας μάλλον «ανορθόδοξος» Ινδός γιόγκι, ο Maharishi Mahesh, κι άρχισε να αναπτύσσεται αισθητά γύρω στο 1961. Το 1967 έλαβε ευρεία δημοσιότητα όταν οι δημοφιλείς τραγουδιστές γνωστοί ως «Beatles» μεταστράφηκαν σ’ αυτόν και έκοψαν τα ναρκωτικά· αλλ’ αυτοί σύντομα εγκατέλειψαν το κίνημα (παρ’ ότι συνέχισαν να διαλογίζονται), κι ο Maharishi άγγιξε το κατώτατο σημείο την επόμενη χρονιά, όταν η αμερικάνικη περιοδεία του με ένα άλλο συγκρότημα προσηλύτων τραγουδιστών, τους «Beach Boys», εγκαταλείφθηκε ως οικονομική αποτυχία. Η ίδια κίνηση πάντως συνέχισε να αναπτύσσεται: το 1971 την ακολουθούσαν 100.000 διαλογιζόμενοι, με 2000 ειδικά εκπαιδευμένους δασκάλους, κάνοντάς την ήδη τη μεγαλύτερη κίνηση «ανατολικής πνευματικότητας» στην Αμερική. Το 1975 η κίνηση έφτασε στο απόγειό της, με σχεδόν 40.000 εκπαιδευόμενους νους κάθε μήνα και πάνω από 600.000 οπαδούς. Κατά τα έτη αυτά χρησιμοποιείτο ευρέως στο στρατό, στα δημόσια σχολεία, στις φυλακές, τα νοσοκομεία, και από εκκλησιαστικές ομάδες, περιλαμβανομένων και ενοριών της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής στην Αμερική, ως μια δήθεν ουδέτερη μορφή «νοητικής θεραπείας» συμβατής με κάθε είδος θρησκευτικής πίστης ή πρακτικής. Η μέθοδος του ΥΔ είναι ειδικά προσαρμοσμένη στον αμερικανικό τρόπο ζωής, κι έχει αποκληθεί με συμπάθεια «μια μέθοδος για να πετύχεις πνευματικά χωρίς να προσπαθήσεις καθόλου» (σελ. 17)· ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον αποκαλεί μια τεχνική που είναι «σαν να βουρτσίζεις τα δόντια σου» (σελ. 104). Άλλοι Ινδοί γκουρού έχουν επικρίνει αυστηρά το Μαχαρίσι, γιατί εξευτέλισε τη μακρά παράδοση της γιόγκα στην Ινδία, κάνοντας αυτή την εσωτερική πρακτική προσιτή στις μάζες για χρήματα. (Η χρέωση το 1975 ήταν 125 δολλάρια για τη σειρά μαθημάτων, 65 δολλάρια για τους μαθητές κολλεγίου, και προοδευτικά λιγότερα για το λύκειο, το γυμνάσιο, και τα πολύ μικρά παιδιά).
Στους σκοπούς, τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα, ο ΥΔ δεν διαφέρει αξιοσημείωτα από τη «χριστιανική γιόγκα» ή το «χριστιανικό Ζεν»· διαφέρει από αυτά κυρίως στην απλότητα των τεχνικών του και στην όλη φιλοσοφία του, και στην ευκολία με την οποία επιτυγχάνονται τα αποτελέσματά του. Σαν κι αυτά, «ο ΥΔ δεν απαιτεί καμμιά πίστη, κατανόηση, ηθικό κώδικα, ή ακόμα συμφωνία με τις ιδέες και τη φιλοσοφία» (σελ. 104)· είναι μια καθαρή και απλή τεχνική, η οποία «βασίζεται στη φυσική ικανότητα του νου να κινείται προς μεγαλύτερη ευτυχία και απόλαυση... Κατά τον υπερβατικό διαλογισμό ο νους σας αναμένεται να ακολουθήσει ό,τι είναι πιο φυσικό και πιο ευχάριστο» (σελ. 13). «Ο ΥΔ είναι πρώτα πρακτική και μετά θεωρία. Είναι ουσιώδες στο ξεκίνημα, το άτομο να μην σκέφτεται καθόλου διανοητικά» (σελ. 22).
* Όλες οι παραπομπές σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι από το βιβλίο των Jhan Robbins και David Fisher, Tranquility Without Pills (All about Transcendetal Meditation), Peter H. Wyden, Inc., New York, 1972.
Η τεχνική που επινόησε ο Μαχαρίσι είναι απαράλλαχτα η ίδια σε όλα τα κέντρα ΥΔ σε όλο τον κόσμο: Μετά από δύο εισαγωγικές διαλέξεις, πληρώνει κανείς τα δίδακτρα και μετά έρχεται για «μύηση», φέρνοντας μαζί του μια φαινομενικά παράξενη συλλογή αντικειμένων πάντα τα ίδια: τρία κομμάτια γλυκού φρούτου, τουλάχιστον έξι φρέσκα λουλούδια, κι ένα καθαρό μαντήλι (σελ. 39). Αυτά τοποθετούνται σ’ ένα καλάθι και μεταφέρονται στο μικρό «δωμάτιο μύησης», όπου τα βάζουν σ’ ένα τραπέζι μπροστά σ’ ένα πορτραίτο του γκουρού του Μαχαρίσι, από τον οποίο αυτός μυήθηκε στη γιόγκα· στο ίδιο τραπέζι καίνε ένα καντήλι και θυμίαμα. Ο μαθητής είναι μόνος στο δωμάτιο με το δάσκαλό του, ο οποίος απαιτείται να έχει ο ίδιος λάβει μύηση και να έχει εκπαιδευτεί προσωπικά από τον Μαχαρίσι. Η τελετή μπροστά στο πορτραίτο διαρκεί για μισή ώρα και συνίσταται από απαλό τραγούδισμα στα Σανσκριτικά (με νόημα άγνωστο στον μυούμενο) και ψάλσιμο των ονομάτων περασμένων διδασκάλων της γιόγκα· με τη λήξη της τελετής δίνεται στον μυούμενο ένα «μάντρα», μια μυστική σανσκριτική λέξη που θα επαναλαμβάνει ακατάπαυστα κατά το διαλογισμό, και που δεν θα την ξέρει κανείς εκτός από το δάσκαλό του (σελ. 42). Η αγγλική μετάφραση αυτής της τελετουργίας δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους μυούμενους· είναι διαθέσιμη μόνο στους δασκάλους και στους ίδιους τους μυητές. Περιλαμβάνεται σ’ ένα ανέκδοτο εγχειρίδιο που λέγεται «Η Ιερή Παράδοση», και το κείμενό της έχει τώρα τυπωθεί από το «Spiritual Counterfeits Project» (Σχέδιο Πνευματικοί Απατεώνες) στο Berkeley ως ξεχωριστό φυλλάδιο. Αυτή η τελετή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια παραδοσιακή ινδουϊστική τελετή λατρείας των θεών (puja), περιλαμβανομένου του θεοποιημένου γκουρού του Μαχαρίσι (Shri Guru Dev) και ολόκληρης της γραμμής των «διδασκάλων» μέσω των οποίων αυτός έλαβε τη μύησή του. Η τελετή λήγει με μια σειρά εικοσιδύο «προσφορών» στο γκουρού του Μαχαρίσι, που η καθεμιά τελειώνει με τις λέξεις «γονατίζω στο Shri Guru Dev». Ο ίδιος ο μυητής γονατίζει μπροστά σ’ ένα πορτραίτο του γκουρού Dev στο τέλος της τελετής, και καλεί τον μυούμενο να κάνει το ίδιο· μόνο τότε μυείται ο δεύτερος. (Το γονάτισμα του μυούμενου δεν είναι εντελώς απαραίτητο, αλλά οι προσφορές είναι).
Έτσι ο μοντέρνος αγνωστικιστής, συνήθως εντελώς ανήξερος, έχει εισαχθεί στο χώρο των ινδουιστικών θρησκευτικών πρακτικών· τον έβαλαν πολύ εύκολα να κάνει κάτι από το οποίο οι δικοί του Χριστιανοί πρόγονοι είχαν ίσως προτιμήσει βασανιστήρια και σκληρό θάνατο: έχει προσφέρει θυσία σε ειδωλολατρικούς θεούς. Στο πνευματικό πεδίο είναι ίσως αυτή η αμαρτία, παρά η ίδια η ψυχική τεχνική, που κυρίως εξηγεί τη θεαματική επιτυχία του ΥΔ.
Από τη στιγμή που θα μυηθεί, ο μαθητής του ΥΔ διαλογίζεται δυο φορές την ημέρα, για είκοσι λεπτά (ακριβώς το ίδιο διάστημα συνιστάται από τον συγγραφέα της «χριστιανικής γιόγκα»), αφήνοντας το μυαλό να περιπλανιέται ελεύθερα, κι επαναλαμβάνοντας το μάντρα όσο συχνά το σκέφτεται· συχνά οι εμπειρίες κάποιου ελέγχονται από το δάσκαλό του. Πολύ σύντομα, ίσως από την πρώτη προσπάθεια, αρχίζει κανείς να μπαίνει σε ένα νέο επίπεδο συνείδησης, που δεν είναι ούτε ύπνος ούτε εγρήγορση: στην κατάσταση του «υπερβατικού διαλογισμού». «Ο υπερβατικός διαλογισμός παράγει μια κατάσταση συνείδησης που δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχουμε γνωρίσει πριν, και είναι κοντά στην κατάσταση εκείνη του Ζεν, η οποία αναπτύσσεται μετά από πολλά χρόνια εντατικής άσκησης» (σελ. 115). «Σε αντίθεση με τα χρόνια που πρέπει να ξοδέψει κάποιος για να μάθει άλλες πνευματικές πειθαρχίες και τη γιόγκα, οι οποίες προσφέρουν τα ίδια αποτελέσματα που αξιώνουν οι οπαδοί του ΥΔ, οι δάσκαλοι λένε ότι ο ΥΔ μπορεί να διδαχθεί μέσα σε διάστημα λεπτών» (σελ. 110-111). Κάποιοι που έχουν εμπειρία τον περιγράφουν ως «μια κατάσταση εκπλήρωσης» παρόμοια με κάποιες εμπειρίες ναρκωτικών (σελ. 85), αλλά ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον περιγράφει με παραδοσιακούς ινδουϊστικούς όρους: «Αυτή η κατάσταση βρίσκεται πέρα από όλα όσα βλέπονται, ακούγονται, αγγίζονται, μυρίζονται και έχουν γεύση – πέρα από κάθε σκέψη και συναίσθημα. Αυτή η κατάσταση της ανεκδήλωτης, απόλυτης, καθαρής συνείδησης της Ύπαρξης είναι η έσχατη κατάσταση ζωής» (σελ. 23). «Όταν ένα άτομο έχει αναπτύξει την ικανότητα να φέρνει αυτή τη βαθειά κατάσταση στο επίπεδο του συνειδητού σε μόνιμη βάση, λέμε ότι έχει φτάσει την κοσμική συνείδηση, το σκοπό όλων των διαλογιζομένων» (σελ. 25). Στα προχωρημένα επίπεδα του ΥΔ διδάσκονται οι βασικές στάσεις της γιόγκα, αλλά δεν είναι απαραίτητες για την επιτυχία της βασικής τεχνικής· ούτε κάποια ασκητική προπαρασκευή απαιτείται. Από τη στιγμή που κάποιος έχει φτάσει «το υπερβατικό στάδιο ύπαρξης», όλα όσα απαιτούνται από κάποιον είναι είκοσι λεπτά διαλογισμού δυο φορές την ημέρα, αφού αυτή η μορφή διαλογισμού δεν είναι καθόλου ένας ξεχωριστός τρόπος ζωής, όπως στην Ινδία, αλλά μάλλον μια πειθαρχία γι’ αυτούς που ζουν μια δραστήρια ζωή. Η διαφορά του Μαχαρίσι βρίσκεται στο ότι έχει φέρει αυτή την κατάσταση συνείδησης σε όλους, όχι μόνο σε λίγους εκλεκτούς.
Υπάρχουν διάφορες ιστορίες επιτυχίας του ΥΔ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αποτελεσματικός σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις: Η έξη στα ναρκωτικά ξεπερνιέται, οικογένειες ξαναενώνονται, κάποιος γίνεται υγιής κι ευτυχισμένος· οι δάσκαλοι του ΥΔ διαρκώς χαμογελούν, γεμάτοι ευτυχία. Γενικά, ο ΥΔ δεν αντικαθιστά άλλες θρησκείες, αλλά ισχυροποιεί την πίστη σε οτιδήποτε σχεδόν· «Χριστιανοί»¨, είτε Καθολικοί είτε Προτεστάντες, βρίσκουν επίσης ότι κάνει το πιστεύω τους και την πρακτική τους πιο βαθειά και πιο μεστή σε νόημα (σελ. 105).
Η άμεση και εύκολη επιτυχία του ΥΔ, παρ’ ότι είναι σύμπτωμα της φθίνουσας επιρροής του Χριστιανισμού στη σύγχρονη ανθρωπότητα, οδήγησε επίσης και στη γρήγορη παρακμή του. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη κίνηση «ανατολικής πνευματικότητας», είχε το χαρακτήρα περαστικής μόδας, και ο εξαγγελμένος σκοπός του Μαχαρίσι να «μυήσει» όλη την ανθρωπότητα είναι προφανώς καταδικασμένος σε αποτυχία. Μετά το απόγειο του 1975, οι εγγραφές σε μαθήματα ΥΔ μειώνονται σταθερά, τόσο που το 1977 η οργάνωση ανακοίνωσε την έναρξη μιας ολόκληρης νέας σειράς «προχωρημένων» μαθημάτων, που φανερά επινοήθηκε με σκοπό να ανακτήσει το δημόσιο ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό. Αυτά τα μαθήματα σκοπεύουν να οδηγήσουν τους μυημένους στα «siddhis» ή «υπερφυσικές δυνάμεις» του Ινδουϊσμού: πέρασμα μέσα από τοίχους, να γίνεται κανείς αόρατος, αιώρηση και πτήση στον αέρα και τα παρόμοια. Τα μαθήματα χαιρετίστηκαν γενικώς με κυνισμό, παρ’ ότι ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του ΥΔ παρουσιάζει έναν «αιωρούμενο» διαλογιζόμενο (βλ. περ. Time, 8 Αυγούστου 1977, σελ. 75). Είτε τα μαθήματα (που κοστίζουν γύρω στα 3000 δολλάρια) παράγουν τα αποτελέσματα που ισχυρίζονται είτε όχι – αποτελέσματα της δικαιοδοσίας των παραδοσιακών «φακίρηδων» της Ινδίας (βλ. κεφ. 3), ο ΥΔ έχει αποδειχτεί μια περαστική φάση του αποκρυφιστικού ενδιαφέροντος στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ήδη έχουν δημοσιευθεί πολλά παραδείγματα τόσο δασκάλων, όσο και μαθητών του ΥΔ, που έχουν προσβληθεί από τις κοινές ασθένειες αυτών που ανακατεύονται με τον αποκρυφισμό: διανοητικές και συγκινησιακές νόσους, αυτοκτονίες, απόπειρες φόνου, δαιμονοκαταληψία.
Το 1978 ένα ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι ο ΥΔ είναι πράγματι θρησκευτικής φύσης και δεν μπορεί να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία.* Αυτή η απόφαση αναμφίβολα θα μειώσει περισσότερο την επιρροή του ΥΔ, ο οποίος, πάντως, πιθανόν να συνεχίσει να υπάρχει ως μια από τις πολλές μορφές διαλογισμού που πολλοί βρίσκουν συμβατές με το Χριστιανισμό – άλλο ένα λυπηρό σημείο των καιρών.
* Βλ. «TM in court: The complete text of the Federal Court’s opinion in the case of Malnak v. Maharishi Mahesh Yogi». Spiritual Counterfeits Project, P.O. Box 4308, Berkeley, California, 94704.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου