ΤΑ 6 ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Ἀπὸ ἄνω καὶ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, καὶ ἀπὸ ἔμπροσθεν
καὶ ὄπισθεν.
Καὶ ἄνω μὲν εἶναι, οἱ ὑπὲρ τὴν δυναμή μας ὑπερβολὲς ὅπου
κάνουμε εἰς τὴν ἀρετήν.
Κάτω δέ, οἱ ἐκ τῆς ἀμελείας μας ἐλλείψεις, ὅπου παθαίνουμε εἰς
αὐτὴν τὴν ἀρετήν.
Καὶ δεξιὰ μέν, λέγεται ὅταν οἱ δαίμονες μὲ δεξιὰ αἰτίαν καὶ
πρόφασιν τοῦ καλοῦ μας ρίπτουν εἰς τὸ κακόν.
Ἀριστερὰ δέ, ὅταν ἀπὸ φανερᾶν αἰτίαν τοῦ κακοῦ μας κάνουν νὰ
ἁμαρτάνουμε.
Καὶ ἔμπροσθεν μέν, εἶναι ὅταν οἱ δαίμονές μας πολεμοῦν μὲ τοὺς
λογισμοὺς καὶ ἐνθυμήσεις τῶν πραγμάτων ὅπου μέλλουν νὰ ἔλθουν.
Ὄπισθεν δέ, ὅταν μας πολεμοῦν μὲ τᾶς ἐνθυμήσεις καὶ
προλήψεις τῶν περασμένων πραγμάτων.
[Αόρατος Πόλεμος Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου σελ.135]
Κάθε πόλεμος τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας ὀφείλεται γενικῶς σὲ
3 αἰτίες :
Ἤ στὴν ἀμέλεια, ἢ στὴν ὑπερηφάνεια ἢ στὸν φθόνο τῶν
δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς αἰτίες μόνο ἡ τρίτη εἶναι μακαρία ! [Άγιος Ιωάννης
της Κλίμακος – Κλίμαξ σελ. 282]
Τὰ συμβαίνοντα εἰς ἠμᾶς λυπηρά, πρὸς παίδευσίν μας
συμβαίνουν,
α) ἢ πρὸς παρελθόντων ἁμαρτημάτων ἀναίρεσιν, β) ἢ πρὸς ἐνεστώσης
ἀμέλειας διόρθωσιν,
γ) ἢ πρὸς μελλόντων ἁμαρτημάτων ἀνακοπήν. [Άγιος Μάξιμος –
Ευεργετινός Γ τομ. σελ. 418]
Διὰ 5 αἰτίες λέγουν παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πολεμούμεθα ἀπὸ τοὺς
δαίμονες.
1η αἰτία λέγουν ὅτι εἶναι νὰ διακρίνουμε τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὴν
κακίαν πολεμοῦντες καὶ ἀντιπολεμούμενοι.
2η αἰτία διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν μὲ κόπο τὴν ἀρετήν, ὥστε νὰ ἔχουμε
αὐτὴν βεβαίαν καὶ σταθεράν.
3η αἰτία διὰ νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσωμεν, ὅταν θὰ προκόπτωμεν εἰς
τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ νὰ μάθωμεν νὰ εἴμεθᾳ ταπεινοί.
4η αἰτία διὰ νὰ μισήσωμεν ὁλοκληρωτικὰ τὴν κακίαν, ἀφοῦ τὴν
δοκιμάσωμεν.
5η αἰτία διὰ νὰ μὴν λησμονήσωμεν τὴν ἀδυναμίαν μας, οὔτε τὴν
δύναμιν τοῦ Θεοῦ πού μας βοήθησεν διὰ νὰ φθάσωμεν στὴν ἀπάθεια. [Άγιος Μάξιμος
– Ευεργετινός Α τομ. σελ. 426]
ΤΑ 5 ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ
1ον Καθὼς τὰ δένδρα, ὅπου μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν μποροῦν
νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὶς κακὲς συνήθειες καὶ ἕξεις τῆς ἁμαρτίας
δὲν τὶς ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὲς εἰς τὴν καρδιὰ τοῦ
συνεχῶς ἐξομολογούμενου· ἢ μᾶλλον εἰπείν, καθὼς ἕνα παλαιὸ καὶ μεγάλο δένδρο δὲ
μπορεῖ νὰ κοπεῖ μὲ μίαν βαρεματιὰ· ἔτσι καὶ μία παλαιὰ κακὴ συνήθεια, ἢ ἕξις τῆς
ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελής, ὅπου ἔδειξε ὁ
μετανοῶν στὴν ἐξομολόγηση, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐκριζώσει, καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψει
τελείως.
2ον Ὅποιος συνεχῶς ἐξομολογῆται, ἔχει μεγάλη εὐκολία εἰς τὸ
νὰ ἐξετάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν συνείδησή του, καὶ νὰ εὑρίσκει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἁμαρτιῶν
τοῦ· ἐπειδὴ μὲ τὸ νὰ ξελαφρώνεται συνεχῶς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του μὲ τὴν
συχνὴ ἐξομολόγηση, μένουν πάντα αὐτὲς λιγότερες. Διὰ τοῦτο καὶ εὐκολότερα
δύναται αὐτὸς νὰ τὶς εὑρίσκει, καὶ νὰ τὶς θυμᾶται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος,
διὰ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπου συμμαζεύεται εἰς αὐτόν, οὔτε μὲ ἀκρίβεια
δύναται νὰ τὰς εὕρει, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθεῖ, ἀλλὰ ἀλησμονεῖ πολλὲς φορὲς πολλὲς
καὶ βαριὲς ἁμαρτίες του, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγητες, ἀκολούθως
μένουν καὶ ἀσυγχώρητες. Ὅθεν ὁ διάβολος ἔχει νὰ τοῦ τὶς ἐνθυμίσει τὴν ὥρα τοῦ
θανάτου του, καὶ τόσο θέλει νὰ τὸν στεναχωρήσει, ὅπου νὰ χύσει διὰ αὐτᾶς ἕνα
θανατηφόρον ἱδρῶτα, καὶ νὰ κλαύσει ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ χωρὶς καμία διαφορά, διατὶ
τότε πλέον δὲν δύναται νὰ τὶς ἐξομολογηθεῖ.
3ον Ὅποιος ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν
πράξει ποτέ, εὐθὺς ὅμως ὅπου ἐξομολογηθεῖ, ἐμβαίνει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ
ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, τοῦ γίνονται πλέον ἄξια ζωῆς αἰωνίου. Ἐκεῖνος ὅπου δὲν ἐξομολογῆται
συνεχῶς ἂν πράξει καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴ θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξει παρευθὺς
νὰ τὴν ἐξομολογηθεῖ, ἐν ὄσῳ καιρῶ εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνο στερεῖται τὴν
χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες
κι ἄλλα τέτοια, δὲν τοῦ γίνονται ἄξια μισθοῦ καὶ ζωῆς αἰωνίου, διατὶ εἶναι
στερημένα ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν
πρὸς σωτηρίαν ἔργων.
4ον Ἐκεῖνος ὅπου συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος
νὰ τὸν εὕρει ὁ θάνατος εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ οὕτω νὰ σωθεῖ. Καὶ ὁ
διάβολος ὅπου εἶναι πάντοτε συνηθισμένος νὰ πηγαίνει εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι
μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, νὰ δεῖ ἂν εὕρει τίποτε, θὰ ὑπάγει καὶ σὲ
αὐτόν, ἀλλὰ δὲν θέλει εὕρει τίποτε, διατὶ αὐτὸς ἐπρόλαβε, καὶ ἔχει καθαρούς
τους λογαριασμούς του καὶ ἐξισωμένα τὰ καταστιχὰ τοῦ διὰ τῆς συχνῆς ἐξομολογήσεως.
Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος εἶναι πιθανώτατον, ὅτι θέλει ἀποθάνει ἀνεξομολόγητος
καὶ οὕτω νὰ ἀπολεσθεῖ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτει εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ
νὰ μὴ ἐξομολογῆται καὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ θάνατος ἄδηλος.
5ον δὲ καὶ τελευταῖον καλὸν ποὺ προξενεῖ ἡ συνεχὴς ἐξομολόγηση,
εἶναι τὸ νὰ ἐμποδίζει καὶ νὰ χαλινώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· διατὶ ὁ
συνεχῶς ἐξομολογούμενος, ὅταν ἐνθυμιθεῖ, πὼς μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔχει νὰ ἐξομολογηθεῖ,
ἂν ἔχει καὶ γνώμη νὰ ἁμαρτήσει, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ὅπου ἔχει
νὰ λάβει, ὅταν τὴν ἐξομολογηθεῖ καὶ τὸν ἐλεγμὸν ὅπου μέλει νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν
Πνευματικόν. [Εξομολογητάριον Αγ.Νικοδήμου σελ. 212-214]
ΟΙ 3 ΖΗΜΙΕΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΒΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Ἡ 1η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἁμαρτάνοῦν
μὲ ἐλπίδα μετανοίας, εἶναι ἡ ποσότης καὶ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου
κάνουν. Διότι αὐτοὶ ἔχοντες εὔκολον τὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ
κάποιαν ὀλίγην κατάνυξιν, καὶ νομίζοντες πὼς εἰς τοῦτο στέκει ὅλη τους ἡ
μετάνοια, διὰ τὴν εὐκολίαν αὐτὴν καὶ τὴν ψεύτικην ἐλπίδα, πίπτουν ἔπειτα οἱ
ταλαίπωροι εἰς τὰ πάθη, καὶ ἀφοῦ πέσουν μίαν φορᾶν, ἀφήνουν πλέον τὸ χαλινάρι
τοῦ λογικοῦ καὶ τῆς προσοχῆς καὶ τρέχουν σὰν ἄλογα ζῷα εἰς τὴν στράταν τῆς ἀπωλείας.
Ὅθεν ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὰ πεσίματα ὅπου κάνουν; Ὅσες φορὲς εὕρουν
τρόπον καὶ τόπον ἁρμόδιον, εὐθὺς πίπτουν εἰς τὴν ἁμα-ρτίαν· ὅσες φορὲς θελήσει ἡ
κακὴ τῶν ὄρεξις, εὐθὺς πίπτουν· ὅσες φορὲς τοὺς ἔλθη ὁ κακὸς λογικός, εὐθὺς
πίπτουν καὶ εἰς τὸ ἔργον· χάριν ὅμως περιεργείας, ἂς κάνουμεν ἕναν καθαρὸν
λογαριασμόν, διὰ νὰ ἰδοῦμεν πόσον εἶναι αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου
κάνουν. Πολλοὶ ἀπὸ τούτους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπου ἔχουν διὰ εὔκολην τὴν
συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν τους μὲ τὴν ἐξομολόγησιν, εἰς κάθε ἡμέραν μίαν μὲ τὴν ἄλλην
ἠμποροῦν νὰ πράξουν δέκα ἁμαρτίες, τόσον μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα τους, ὅσον καὶ μὲ τὶς
κακές τους ἐπιθυμίες, καὶ μὲ τὶς ἀφύλακτες συνομιλίες τους, καὶ μὲ τὶς ἀπρεπεῖς
ἡδονές τους· ἐξαιρέτως δὲ μάλιστα μὲ τὰ σκάνδαλα ὅπου δίδουν εἰς τους ἄλλους καὶ
θανατώνουν τὰς ψυχᾶς τῶν. Ὅθεν κατὰ τὸ μέτρον αὐτό, ὁ λογαριασμὸς τῶν ἁμαρτιῶν
τοὺς εἰς ἕνα μήνα θέλει φθάσει εἰς τριακόσιας ἁμαρτίας· καὶ ἀκολούθως εἰς ἕναν
χρόνον θέλουν κάμνει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς χιλιάδας ἁμαρτίας· ὥστε ὅπου κάθε ἕνας
ἀπὸ τοὺς τιούτους, εἰς ἕναν χρόνον θέλει χτυπήσει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς
χιλιάδες φορὲς τὶς πόρτες τοῦ ᾅδου. Τώρα τί δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι ἡ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀνοίξει μία φορᾶν εἰς ἕναν τοιοῦτον ἁμαρτωλὸν τᾶς πόρτας
τοῦ ᾅδου καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πέσει μέσα εἰς ἐκείνην τὴν ἄβυσσον;
Ἡ 2η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἁμαρτάνουν
μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας, εἶναι ἡ ποιότης καὶ ἡ ὑπερβολὴ τῶν
ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν, διότι αὐτοὶ μὲ τὸν ψεύτικον λογαριασμὸν ὅπου κάνουν,
λέγοντες «θὰ ἐξομολογηθῶ» μὲ τοῦτο λέγω ἁμαρτάνουν χωρὶς κανέναν φόβον καὶ
συστολὴν· βυθίζονται εἰς τὰ βάθη καὶ εἰς τὴν πλέον ἀκαθαρτοτέραν λάσπην τῆς ἁμαρτίας.
Πράτουν ἀδιάντροπα ἐκεῖνα τὰ κακὰ ὅπου δὲν τὰ κάνουν οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ ἀσεβεῖς
καὶ ἄπιστοι, καὶ κυλιόνται μέσα εἰς τὸν βόρβορον ἐκεῖνον καὶ εἰς τὰς ἀκαθαρσίας,
εἰς τὰς ὁποίας δὲν κυλιόνται οὐδὲ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα. Ἀλλὰ τί τοὺς κάμνει καὶ ὁ
Θεός; Δὲν λησμονεῖ τὴν πονηρὶα τοὺς αὐτήν, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς τὴν
παιδεύει, καθὼς τὸ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη Ὠσηὲ «μνησθήσεται τῶν ἀδικιῶν
αὐτῶν καὶ ἐκδικήσει τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ωσηέ 9,9).
Ἡ 3η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτόν τους, οἱ μὲ ἐλπίδα
μετανοίας ἁμαρτάνοντες, εἶναι ἡ ἐν γνώσῃ καταφρόνησις ὅπου αὐτοὶ κάνουν εἰς τὴν
σωτηρίαν τους καὶ εἰς ὄλας τᾶς ἐντολᾶς τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἁμαρτίαν· διότι κατὰ
τὸν Σολομώντα «ὅταν ἔλθει ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ» Παροιμ. (18,3). Αὐτοὶ
ὅταν φθάσουν εἰς τὰ ἔσχατά της πονηρῖας πωρώνεται ὁ νοῦς τους, σκληρύνεται ἡ
καρδία τους, καὶ δὲν μετροῦν πλέον τὴν ἁμαρτίαν γιὰ τίποτε. Κάποιοι δὲ ἀπὸ αὐτοὺς
πηγαίνουν ἀκόμη παρεμπρός, καὶ ὄχι μόνο κατάφρονουν ἀλλὰ καὶ ἀρέσκονται εἰς τὰ
σφάλματά τους καὶ εὐφραίνονται εἰς αὐτά, καὶ καύχωνται σὰν σὲ μεγάλα τους
κατορθώματα, ὡς λέγει ὁ Σολομῶν «ὤ, οἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ κακοίς, καὶ χαίροντες ἐπὶ
διαστροφὴ κακή» (Παροιμ. 2,14) καὶ ὁ Ἠσαΐας «τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν,
καὶ ἐνεφάνισαν» (Ησ. 3,9). Καὶ αὐτοὶ ὅπου πρότερον ἔλεγον ἂς ἁμαρτήσω καὶ ἐλπίζω
ὅτι θέλω ἐξομολογηθῶ καὶ μετανοήσω· καταντοῦν εἰς ἕναν βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ
φτάσουν εἰς τὸ βάθος τῶν κακῶν, δὲν θέλουν πλέον οὔτε νὰ ἐξομολογηθοῦν, οὔτε νὰ
μετανοήσουν· καὶ οἱ τοιοῦτοι Χριστιανοὶ ὅπου φθάσουν εἰς τὰ ἔσχατά της πονηρῖας,
ἂν τύχει καμμίαν φορᾶν καὶ θελήσουν, δὲν ἠμποροῦν διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας
ἔγινεν ἕξις, καὶ ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσὰν φύσις, καὶ ἐσκλήρυνεν ὡσὰν πέτραν τὴν
καρδιά τους, καὶ τὴν ἔκανεν ἀναίσθητον καὶ ἀνεπίδεκτον μετανοίας καὶ διορθώσεως·
καὶ οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι, ἀδιόρθωτοι καὶ ἀμετανόητοι. Καὶ εἶναι θαῦμα
μεγάλον πὼς κρατούν καὶ τὴν πίστιν τους, καὶ δὲν τὴν ἀρνοῦνται· μολονότι καὶ
μερικοὶ ἐξ αὐτῶν ἀφήνουν ἀπὸ τὰς χεῖρας των φεῦ ! καὶ αὐτὴν τὴν ὁλοϋστερινὴν ἄγκυραν
τῆς πίστεως· διότι ὁ βίος ὁ πονηρὸς γεννᾷ καὶ δόγματα πονηρὰ ὡς λέγει ὁ Θεῖος
Χρυσόστομος. Βλέπεις ἀδελφέ, πόσας ζημίας καὶ ποταπὴν ἀπώλειαν προξενοῦν εἰς τὸν
ἑαυτὸν τους ἐκεῖνοι οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ ὅπου ἁμαρτάνουν μὲ τὴν ψεύτικην ἐλπίδα,
πὼς ἔχουν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν; Διὰ τοῦτο σοφώτατα εἶπεν ὁ Ἄγ. Ἰσαάκ,
ὅτι, ὅποιος μὲ ἐλπίδα μετανοίας πίπτει εἰς δεύτερα ἁμαρτήματα, αὐτὸς πονηρὶαν
μεταχειρίζεται μὲ τὸν Θεόν, καὶ ἀνελπίστως θέλει ἀποθάνει, χωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ
μετανοίας καθὼς ἤλπιζεν. [Πνευματικά Γυμνάσματα Αγίου Νικοδήμου σελ. 357-360]
ΤΑ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ
1ον εἶναι τὸ νὰ δίνουμε στὸν πεινασμένο νὰ φάει, καθὼς ὁ
Χριστὸς εἶπε «ἐπείνασα γάρ, κι ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν» δήλ. σὲ πτωχοὺς καὶ ἀδύνατους
ὅπου δὲν μποροῦν μὲ τὸν δικό τους κόπο νὰ τραφοῦν· καὶ τοῦτο πρέπει νὰ δίδεται ἀπὸ
τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὅπου θὰ ἀποκτήσει κάποιος μὲ τὴν τιμή του καὶ μὲ τὸν ἴδιον καὶ
δίκαιον τοῦ κόπον, κατὰ τὴν Γραφὴν τὴν λέγουσα «τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων
πόνων, καὶ ἀπάρχου αὐτῶ ἀπὸ σῶν καρπῶν δικαιοσύνης» (Πάρ-3,9). Καὶ δὲν πρέπει νὰ
δίδεται ἡ ἐλεημοσύνη μόνον εἰς ἐκείνους τοὺς πτωχούς, ὅπου συνεχῶς παρακαλούσιν
εἰς τὸ δημόσιον, ἢ εἰς ἐκεῖνους ὅπου κείτουνται εἰς τὰ ξενοδοχεῖα, μὰ ἀκόμη καὶ
εἰς ἐκείνους ὅπου διὰ ἐντροπήν τους δὲν μποροῦν νὰ ζητήσουν ἐλεημοσύνη.
2ον εἶναι τὸ νὰ ποτίσουμε τὸν διψασμένο, δηλ. ἐκεῖνον ὅπου
διὰ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀσθενειάν του δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει νὰ σβύσει τὴν δίψα του·
εἰς τὸν ὁποῖον λόγον περισφαλίζεται κάθε εἶδος ποτοῦ, εἰς καιρὸν δίψης, τὴν ὁποίαν
ἂν θαραπεύσει κανεὶς μὲ ἕνα ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος εἰς ἕνα διψώντα, θὰ ἀποκτήσει
τὴν μακαριότητα κατὰ τὰ λόγια του Σωτῆρος ἠμῶν, ὅπου λέγει εἰς τὴν Γραφὴν «ὃς γὰρ
ἂν ποτίση ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμίν,
οὐ μὴ ἀπολέση τὸν μισθὸν αὐτοῦ».
3ον εἶναι τὸ νὰ ἐνεδύσουμε τὸν γυμνὸν· τὸν μακαρισμὸν ἀποκτοῦν
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φιλανθρω-πευσάμενοι εἰς τὸν πλησίον τους, βοή-θούσι τῆς
χρείας του, ἐνδύοντες τὴν γυμνοτητά του· εἰς τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ἀνταποδώσει
τὴν πληρωμὴν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως λέγων «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Εἰς τοῦτο
περικλείονται ὄχι μόνον ἐκεῖνοι, ὅπου εἶναι ὅλοι γυμνοί, μὰ καὶ ἐκεῖνοι ὅπου καὶ
ἂν ἔχουν ροῦχον δὲν τοὺς φθάνει νὰ διώξουν τὴν ψύχραν, ἢ καὶ ἀλλιῶς
βασανίζονται, καὶ μετὰ βίας σωτηρεύονται ἀπὸ τὸ λείψιμον τῶν ρούχων· διατὶ ὁμοίως
καὶ εἰς τοὺς τοιούτους πρέπει νὰ δείχνει ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος κάποιον ἔργον
φιλανθρωπίας, δίδωντάς τους τίποτες ὠφέλιμον πρὸς τὸ νὰ ἀντιπαλαίουσιν εἰς τὰς
ψύχρας τοῦ καιροῦ.
4ον εἶναι νὰ πηγαίνουμε νὰ ἐπισκεπτώμαστε τὸν φυλακισμένον·
τοῦτο τὸ ἔργον δὲν χρωστεῖ νὰ ἐρευνᾷ τὴν ἀφορμήν, διὰ τὴν ὁποίαν φυλακίσθηκε
κάποιος, ἡ τὸ πρόσωπο τὸ φυλακισμένο· διατὶ ὅτι λογὴς πρόσωπον καὶ ἂν εἶναι, καὶ
διὰ ὅποιαν ἄσχημην κακουργίαν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμά, διὰ τὸν Χριστὸν τὸν
Κύριον ἠμῶν εἴμαστε χρεωφειλέται νὰ πηγαίνουμε, νὰ τὸν ἐπισκεπτώμεθα καὶ νὰ τὸν
παρηγοροῦμεν.
5ον εἶναι νὰ ἐπισκεπτώμαστε τοὺς ἀρρώστους· νὰ τοὺς
παρηγορούμε διὰ στόματος συμπονώντας τὴν θλῖψιν τους ἀπὸ καρδίας· ἐπίσης νὰ
νουθετοῦμε τὸν ἄρρωστο νὰ ὑποφέρει μὲ ὑπομονετικὴν καρδίαν αὐτὴν τοῦ τὴν θλῖψιν
καὶ νὰ μὴ σηκώνει μὲ λύπην τῆς καρδίας τοῦ ταύτην τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν
γογγύζει, μάλιστα, μὲ γλῶσσαν καὶ καρδίαν νὰ εὐλογεῖ τὸν Θεόν, ὅπου δείχνει εἰς
ἐκεῖνον τούτην τὴν θέλησίν του, καὶ νὰ ἀποθέτει τὴν ἐλπίδα τοῦ βεβαίαν εἰς τὴν
φιλανθρωπίαν του, πὼς θὰ τὸν ἰατρεύσει. Καὶ τόυτον πρέπει νὰ παρακινήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ
μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξιν τῆς καρδίας του, διὰ τὰ ἁμαρτήματα ὅπου ἔκαμεν ὡς ἄνθρωπος,
καὶ νὰ μεταλάβει τὰ ἄχραντα Μυστήρια, νὰ κάνει εὐχέλαιον κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς
Ἐκκλησίας· διατὶ τὰ μυστήρια αὐτὰ δὲν ὀφελοῦν μόνον εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἀλλὰ
καὶ τοῦ σωμάτων· καὶ τέλος πάντων νὰ κάνει προσευχὲς συνεχεῖς εἰς τὸν Θεὸν καὶ
νὰ τὸν συστήσει καὶ εἰς τὰς δημοσίας δεήσεις ὅλης της Ἐκκλησίας.
6ον εἶναι νὰ δεχόμαστε εἰς τὴν οἰκία μας τὸν ξένον, καὶ ἐκείνους
μάλιστα τοὺς ξένους πρέπει νὰ συνάγουμε εἰς τὴν οἰκίαν μας, οἱ ὁποῖοι ὑπάγοντες
εἰς ἁγίους τόπους, νὰ προσκυνήσουσι κατὰ τὸ ταξιμό τους, καταλύουσι, δήλ.
κονεύουσι εἰς τᾶς πόλεις. Τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ προσκυνητάδες, καὶ οἱ πτωχοὶ εἰς
τὴν χρείαν τῶν ὁποίων πρέπει νὰ βοηθᾷ, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ κληρονομήσει τὴν
τοιαύτην μακαριότητα, κατὰ τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει καὶ πλέον ξέχωρα πρέπει νὰ
περνοῦνται μέσα εἰς τὴν οἰκίαν, ὅσοι κείτουνται ἄρρωστοι εἰς τὰ παζάρια καὶ εἰς
τους δρόμους ζητιάνοι.
7ον εἶναι νὰ θάπτουμε τοὺς νεκροὺς τοῦτο τὸ ἔργον πρέπει νὰ
τὸ κάνει καθένας μὲ προθυμίαν· μάλιστα εἰς ἐκείνους ὅπου ἀναπαύθησαν εἰς ἔσχατην
πενίαν, φέρωντας εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς ταφὴν ἐπιτήδεια, κατὰ τὸ ἔθος τῶν χριστιανὸν
καθὼς ἔκανε ὁ Τωβίας (Τωβ. β’). [Βλέπε περισσότερα εἰς τὴν Ὀρθόδοξο Ὁμολογία
σελ.136-141]
ΤΑ 7 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ
1ον εἶναι νὰ παρακινήσουμε τὸν ἁμαρτωλὸν νὰ λείψει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
καὶ νὰ τὸν μεταφέρουμε εἰς μίαν ζωὴν καλύτερη, καθὼς ἡ Γραφὴ μαρτυρᾷ «Ἀδελφοί, ἐὰν
τὶς ἐν ὑμῖν πλανηθῆ ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψη τὶς αὐτόν, γινωσκέτω, ὅτι ὁ
ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ, σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου, καὶ καλύψει
πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰάκωβ 5,19). Τοῦτον τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας εἶναι τὸ πρώτον
καὶ ἐξαίρετον, ὅπου παρακινὰ τὸν ὀρθόδοξον εἰς νὰ εὐσπλᾳγχνισθῆ τὸν πλησίον
του· διατὶ δὲν περιέχει εἰς αὐτὸ ἀγαθὰ πρόσκαιρα ἀλλὰ αἰώνια· μὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ
προσέχει ὅταν κάνει αὐτὸ τὸ ἔργον νὰ μὴν τύχει καὶ φέρει τὸν ἁμαρτωλὸν διὰ
καμμίαν τοῦ ἀπροσεξίαν εἰς ἀπόγνωσιν ἢ εἰς πολὺ θάρρος τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίας·
διατὶ μὲ τὰ δύο ταῦτα, πλειότερα θὰ βλάψει τὸν ἁμαρτωλόν, παρὰ θὰ τὸν ὠφελήσει·
πρέπει λοιπὸν νὰ κρατεῖ τὸ μέσον μὲ φρόνησιν.
2ον εἶναι νὰ διδάσκουμε τὸν ἀμαθῆ καὶ ἄγνωστον· καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο
τὸ κάνει ἄξια ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ διδάξει τὸν ἄγνωστον, πὼς πρέπει νὰ πιστεύει
εἰς ἕναν Θεὸν τρισυπόστατον, ὑποθέτωντας νὰ εἶναι τοῦτος ἐπιτήδειος πρὸς
διδασκαλίαν· ἀλλιῶς νὰ βρίσκει ἄλλον σοφώτερόν του καὶ ἐμπειρότερον, διὰ νὰ μὴν
τύχει καὶ συμβεῖ τό, «τυφλὸν ὁ τυφλὸς ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται»
(Μὰτθ 15,14). Ἐπίσης πρέπει νὰ διδάσκει τὸν ἀνήξευρον πὼς νὰ παρακαλεῖ τὸν
Θεόν, καὶ μὲ ποίαν μέθοδον τῆς προσευχῆς νὰ κάνει πρὸς τὸν Θεὸν τὰς δεήσεις
του· ἔτι δὲ καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ προστάγματα νὰ τοῦ μάθει, μὲ τρόπο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ
τὰ φυλάτει εὔκολα.
3ον εἶναι νὰ συμβουλεύσει κάποιος ὀρθῶς, ἐκεῖνον ποὺ
χρειάζεται συμβουλὴν, τοῦτο τὸ ἔργον γίνεται ὁπόταν κάποιος ἐπιστρέφει τοὺς ἀνθρώπους
ὅπου εἶναι κακοῦ βίου, εἰς καλύτερον λογαριασμὸν τῆς ζωῆς, μὲ εὐσεβεῖς καὶ
χριστιανικὲς νουθεσίες καὶ μὲ λαλὲς συμβουλές. Ἀκόμη ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται
εἰς καμμίαν θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν, ὅπου νὰ μὴν ἠξέρουν νὰ βροῦν τρόπο νὰ βοηθηθοῦν,
τότε πρέπει νὰ προσφέρεται εἰς αὐτοὺς τοῦτο τὸ φάρμακο τῆς συμβουλῆς μετὰ χαρᾶς
διὰ νὰ λυτρώνουν τὴν ζωὴν ἢ τὴν τιμή τους. Εἷς τοῦτο ἀκόμη περισφαλίζεται τό, νὰ
δίδει λόγον κάποιος εἰς τὸν πλησίον τοῦ διὰ κανένα κίνδυνον, ὅπου στέκεται ἀπάνω
τοῦ ἢ τῆς ζωῆς ἢ τῆς τιμῆς του, καὶ δὲν τὸ ξέρει μὰ μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἀνάμεσα
εἰς αὐτὰ τὰ πρόσωπα νὰ μὴν γεννηθοῦν ἔχθραις, καὶ κίνδυνοι χειρότεροι.
4ον εἶναι νὰ παρακαλεῖ κάποιος τὸν Θεὸν διὰ τὸν πλησίον του·
τοῦτο τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας ἐπίκειται πρώτον εἰς τους πνευματικοὺς καὶ
πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, ἔπειτα καὶ εἰς τοὺς κοσμικούς.
5ον εἶναι νὰ παρηγορεῖ κάποιος τὸν λυπημένον· τοῦτο τὸ ἔργον
τῆς ἐλεημοσύνης διὰ τοῦτο γίνεται, διὰ νὰ μὴν κάνουμεν κανένα νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ
πειραχθεῖ εἰς ἠμᾶς, μήτε νὰ τοῦ δώσουμε ἀφορμὴν νὰ λυπηθεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολον ὅπου
λέγει «εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ἠμῶν, μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες· μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες
ἀγαπητοί· ἀλλὰ δότε τόπον τὴ ὀργή· γέγραπται γάρ, ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω,
λέγει Κύριος» Ρωμ-12,18. Καὶ τοῦτο πρέπει νὰ λέγεται, ὁπόταν κάποιος εἶναι
βαρυνόμενος ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἢ πολὺ ἄρρωστος ἢ ἀπὸ θλῖψιν καὶ συμφορὰν
μεγάλιν πιέζεται· τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους χρωστοῦμεν νὰ παρηγοροῦμεν.
6ον εἶναι νὰ ὑποφέρουμε τὶς ὕβρεις μὲ ὑπομονήν. Τοῦτο τὸ ἔργον
τῆς ἐλεημοσύνης γίνεται, ὅταν μέλλωμεν νὰ πάθωμεν τίποτε διὰ τὸν Χριστόν, τότε
χρεωστοῦμεν νὰ τὸ κάνουμεν μὲ ὑπομονὴν χαίροντες· ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς μεγαλυτέρας ὕβρεις ἔπαθε δι’ ἠμᾶς, κατὰ τὰ εἰρημένα «ὅτι Χριστὸς ἔπαθεν
ὑπὲρ ἠμῶν, ἠμὶν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσεται τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ»
(Α Πετρ-4,21). Ἔπειτα δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμεν κακὰ εἰς ἐκείνους ὅπου μας ἐπηρεάζουν
καὶ τυρανοῦν, μήτε νὰ ἀνταποδίδωμεν κακὸν ἀντὶ κακοῦ κατὰ τὸ Ἀπόστολον λέγοντα
«Μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδίδοντες». Μάλιστα ὁπόταν πάσχωμεν τί ἀδίκως,
πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε διὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἐχθρῶν
μας.
7ον εἶναι νὰ συγχωροῦμεν τὰ σφάλματα, ὅπου σφάλουσιν εἰς ἠμᾶς
οἱ ἄλλοι· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης τότε τὸ ἀπολαμβάνομεν, ὁπόταν ἀφήνομεν
τῶν ἐχθρῶν μας τᾶς ἀδικίας ὅπου κάνουν, ὅτι λογῆς καὶ ἂν εἶναι· μάλιστα καὶ μὲ
τὴν εἰρημένην προσευχήν, καὶ τὴν συγχώρησιν τοῦ βλάψαντός μας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄφεσις
πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μόνον καθ’ ἡμέραν μίαν φορᾶν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν ἐβδομηκοντάκις
ἑπτὰ· καθὼς ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἐδίδαξε τὸν Πέτρον ἐρωτήσαντα, εἰπων «οὐ λέγω σοὶ ἕως ἑπτάκις,
ἀλλ’ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ-12,22). [Βλέπε περισσότερα στην Ορθόδοξο
Ομολογία σελ. 141-145]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου