ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως
Μετάφραση (Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ῞Οτι ἀκατάληπτον τὸ θεῖον καὶ ὅτι οὐ δεῖ ζητεῖν καὶ
Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να
περιεργάζεσθαι τὰ μὴ παραδεδομένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν
περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες
καὶ ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν.
και αποστόλους και ευαγγελιστές.
"Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε. ῾Ο μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις
«Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται
τοῦ πατρός, αὐτὸς ἐξηγήσατο". ῎Αρρητον οὖν τὸ θεῖον καὶ
μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν
ἀκατάληπτον. "Οὐδεὶς γὰρ ἐπιγινώσκει τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱός, οὐδὲ
είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά
τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ". Καὶ τὸ πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον οὕτως οἶδε τὰ τοῦ
μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας». Και το
άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού,
θεοῦ, ὡς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τὰ ἐν αὐτῷ. Μετὰ δὲ τὴν
όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά τήν πρώτη
πρώτην καὶ μακαρίαν φύσιν οὐδεὶς ἔγνω ποτὲ τὸν Θεόν, εἰ μὴ ᾧ αὐτὸς
εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό,
ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾿ οὐδὲ τῶν ὑπερκοσμίων
παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους
δυνάμεων καὶ αὐτῶν, φημί, τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ.
ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω,
και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ.
Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γὰρ ἡ γνῶσις
Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως
τοῦ εἶναι Θεὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ
του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η κτίση
κτίσις καὶ ἡ ταύτης συνοχή τε καὶ κυβέρνησις, τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας
και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως
ἀνακηρύττει φύσεως. Καὶ διὰ νόμου μέν καὶ προφητῶν πρότερον,
του Θεού. Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του
ἔπειτα δὲ καὶ διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ
πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του,
Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἐφικτὸν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ
τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό.
ἐφανέρωσε γνῶσιν.
Πάντα τοίνυν τὰ παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καὶ προφητῶν καὶ
Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι
ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καὶ γινώσκομεν καὶ σέβομεν
και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε
οὐδὲν περαιτέρῳ τούτων ἐπιζητοῦντες· ἀγαθὸς γὰρ ὢν ὁ Θεὸς
και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά. Διότι ο Θεός είναι αγαθός και
παντὸς ἀγαθοῦ παρεκτικός ἐστιν οὐ φθόνῳ οὐδὲ πάθει τινὶ
μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλεια ούτε σε κάποιο άλλο
ὑποκείμενος· "μακρὰν γὰρ τῆς θείας φύσεως φθόνος τῆς γε ἀπαθοῦς
πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής
καὶ μόνης ἀγαθῆς". ῾Ως οὖν πάντα εἰδὼς καὶ τὸ συμφέρον ἑκάστῳ
και μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το
προμηθούμενος, ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δὲ
συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να
οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε. Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καὶ
γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ας
ἐν αὐτοῖς μείνωμεν μὴ μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδὲ ὑπερβαίνοντες
αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα
τὴν θείαν παράδοσιν.
και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Περὶ ῥητῶν καὶ ἀρρήτων καὶ γνωστῶν καὶ ἀγνώστων.
Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και
για όσα μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.
Χρὴ οὖν τὸν περὶ Θεοῦ λέγειν ἢ ἀκούειν βουλόμενον σαφῶς εἰδέναι,
Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να γνωρίζει καλά
ὡς οὐδὲ πάντα ἄρρητα οὐδὲ πάντα ῥητά, τά τε τῆς θεολογίας τά τε
ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του,
τῆς οἰκονομίας· οὔτε μὴν πάντα ἄγνωστα, οὔτε πάντα γνωστά·
ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα
ἕτερον δέ ἐστι τὸ γνωστὸν καὶ ἕτερον τὸ ῥητόν, ὥσπερ ἄλλο τὸ λαλεῖν
γνωστά. Και άλλο είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που
καὶ ἄλλο τὸ γινώσκειν. Πολλὰ τοίνυν τῶν περὶ Θεοῦ ἀμυδρῶς
μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το να ομιλεί κανείς καί άλλο το να γνωρίζει
κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το νου για το Θεό
νοουμένων οὐ καιρίως ἐκφρασθῆναι δύναται, ἀλλὰ τὰ καθ᾿ ἡμᾶς
δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές
ἀναγκαζόμεθα ἐπὶ τῶν ὑπὲρ ἡμᾶς λέγειν· ὥσπερ ἐπὶ Θεοῦ λέγομεν
εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι
ὕπνον καὶ ὀργὴν καὶ ἀμέλειαν χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ τὰ τοιαῦτα.
αποδίδουμε στο Θεό ύπνο, οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια.
῞Οτι μὲν οὖν ἐστι Θεὸς ἄναρχος, ἀτελεύτητος, αἰώνιός τε καὶ ἀίδιος,
Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιος,
ἄκτιστος, ἄτρεπτος, ἀναλλοίωτος, ἁπλοῦς, ἀσύνθετος, ἀσώματος,
παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός, ασύνθετος,
ἀόρατος, ἀναφής, ἀπερίγραπτος, ἄπειρος, ἀπερίληπτος, ἀκατάληπτος,
ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος,
ἀπερινόητος, ἀγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, πάντων κτισμάτων
ακατάληπτος, αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός
δημιουργός,παντοκράτωρ, παντεπόπτης, πάντων προνοητής,
όλων των κτισμάτων,παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων,
ἐξουσιαστής, κριτής, καὶ γινώσκομεν καὶ ὁμολογοῦμεν.
εξουσιαστής και κριτής.
Καὶ ὅτι εἷς ἐστι Θεὸς, ἤγουν μία οὐσία, καὶ ὅτι ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι
Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία·
γνωρίζεταί τε καὶ ἔστιν, Πατρί φημι καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι,
αποκαλύπτεται και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού
καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατὰ πάντα ἕν εἰσι,
και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα
πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως·
είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση.
καὶ ὅτι ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς διὰ σπλάγχνα
Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού
ἐλέους αὐτοῦ, διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς καὶ
και Θεός ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαγχνία και για τη δική μας σωτηρία,
συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀσπόρως συλληφθεὶς ἀφθόρως ἐκ τῆς
με την καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος,
Ἁγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας γεγέννηται διὰ Πνεύματος
συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία
Ἁγίου καὶ ἄνθρωπος τέλειος ἐξ αὐτῆς γέγονε·
με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος· έγινε απ’αυτήν τέλειος άνθρωπος.
καὶ ὅτι ὁ αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος τέλειος, ἐκ δύο
Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος Θεός και τέλειος
φύσεων,θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς
άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις
θελητικαῖς τε καὶ ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν,
που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και για να το πω μ’ ένα λόγο,
τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητί
είναι με δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα
τε καὶ ἀνθρωπότητί φημι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει· ὅτι τε ἐπείνησε
γνωρίσματα που αρμόζουν στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση.
καὶ ἐδίψησε καὶ ἐκοπίασε καὶ ἐσταυρώθη καὶ θανάτου καὶ ταφῆς πεῖραν
Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και
ἐδέξατο καὶ ἀνέστη τριήμερος καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀνεφοίτησεν, ὅθεν καί
δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το θάνατο και την ταφή,
πρὸς ἡμᾶς παραγέγονε καὶ παραγενήσεται πάλιν εἰς ὕστερον, καὶ ἡ θεία
αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’ όπου
Γραφὴ μάρτυς καὶ πᾶς ὁ τῶν ἁγίων χορός.
ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα.
Τί δέ ἐστι Θεοῦ οὐσία ἢ πῶς ἐστιν ἐν πᾶσιν ἢ πῶς ἐκ Θεοῦ Θεὸς
Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε ποιά είναι η ουσία του Θεού
γεγέννηται ἢ ἐκπεπόρευται ἢ πῶς ἑαυτὸν κενώσας ὁ μονογενὴς
ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και έχει
Υἱὸς καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γέγονεν ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων ἑτέρῳ
εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και
παρὰ τὴν φύσιν θεσμῷ πλαστουργηθεὶς ἢ πῶς ἀβρόχοις ποσὶ τοῖς
έγινε άνθρωπος από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα
ὕδασιν ἐπεπόρευτο, καὶ ἀγνοοῦμεν καὶ λέγειν οὐ δυνάμεθα.
από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω στα νερά χωρίς να βραχούν τα
Οὐ δυνατὸν οὖν τι παρὰ τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν θείων λογίων τῆς τε
πόδια του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να εννοήσουμε
Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡμῖν ἐκπεφασμένα, ἤτοι εἰρημένα καὶ
κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα
πεφανερωμένα, εἰπεῖν τι περὶ Θεοῦ ἢ ὅλως ἐννοῆσαι.
ιερά λόγια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και
έχουν αποκαλυφθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ᾿Απόδειξις, ὅτι ἔστι Θεός.
Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.
῞Οτι μὲν οὖν ἔστι Θεός, τοῖς μὲν τὰς Ἁγίας Γραφὰς δεχομένοις, τήν
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει Θεός, ούτε αυτοί που δέχονται
τε Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην φημί, οὐκ ἀμφιβάλλεται, οὔτε δὲ
την Αγία Γραφή -εννοώ και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη-, αλλά ούτε
τοῖς τῶν ῾Ελλήνων πλείστοις· ὡς γὰρ ἔφημεν, ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι
και οι περισσότεροι από τους Έλληνες (συγγραφείς). Διότι, όπως είπαμε,
Θεὸν φυσικῶς ἡμῖν ἐγκατέσπαρται. ᾿Επειδὴ δὲ τοσοῦτον ἴσχυσεν ἡ
η γνώση του Θεού έχει από τη φύση της σπαρεί μέσα μας. Επειδή όμως η
τοῦ πονηροῦ κακία κατά τῆς τῶν ἀνθρώπων φύσεως, ὥστε καί τινας
κακία του πονηρού επικράτησε πάρα πολύ στη ζωή των ανθρώπων, με
εἰς τὸ ἀλογώτατον καὶ πάντων κακῶν κάκιστον καταγαγεῖν τῆς
αποτέλεσμα να οδηγήσει ορισμένους στο πλέον παράλογο και χειρότερο
ἀπωλείας βάραθρον, τὸ λέγειν μὴ εἶναι Θεόν, ὧν τὴν ἀφροσύνην
απ’ όλα τα κακά βάραθρο της απώλειας: να λένε δηλαδή ότι δεν υπάρχει
ἐμφαίνων ὁ ἱεροφάντης ἔφη Δαυίδ· "Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ·
Θεός· την αφροσύνη τους την περιγράφει ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας:
οὐκ ἔστιν Θεός", οἱ μὲν οὖν τοῦ Κυρίου μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοι τῷ
«Είπε ο άφρων με τη σκέψη του· δεν υπάρχει Θεός». Οι μαθητές μάλιστα
Παναγίῳ σοφισθέντες Πνεύματι καὶ τῇ αὐτοῦ δυνάμει καὶ χάριτι
και απόστολοι του Κυρίου, αφού έγιναν σοφοί από το Πανάγιο Πνεύμα και
τὰς θεοσημίας ἐργαζόμενοι τῇ τῶν θαυμάτων σαγήνῃ πρὸς τὸ φῶς
με τη δύναμη και τη χάρη του έκαναν θεία σημεία, αιχμαλώτισαν τους
τῆς θεογνωσίας ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας αὐτοὺς ζωγροῦντες
ανθρώπους με τα δίχτυα των θαυμάτων και τους ανέσυραν από το σκοτάδι
ἀνῆγον.
της άγνοιας στο φως της θείας γνώσεως.
῾Ομοίως καὶ οἱ τούτων τῆς χάριτος καὶ τῆς ἀξίας διάδοχοι, ποιμένες
Το ίδιο και οι διάδοχοι τους στη χάρη και την αξία, οι πατέρες και δάσκαλοι,
τε καὶ διδάσκαλοι, τὴν φωτιστικὴν τοῦ Πνεύματος χάριν δεξάμενοι τῇ
αφού δέχθηκαν τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, φώτιζαν αυτούς που
τε τῶν θαυμάτων δυνάμει τῷ τε λόγῳ τῆς χάριτος τοὺς ἐσκοτισμένους
βρίσκονταν στην άγνοια και επανέφεραν στην αλήθεια τους πλανεμένους με τη
ἐφώτιζον καὶ τοὺς πεπλανημένους ἐπέστρεφον. ῾Ημεῖς δὲ οἱ μηδὲ
δύναμη των θαυμάτων και με τα λόγια της χάριτος. Εμείς όμως, οι οποίοι δεν
τὸ τῶν θαυμάτων μηδὲ τὸ τῆς διδασκαλίας δεξάμενοι χάρισμα
αποκτήσαμε ούτε το χάρισμα των θαυμάτων ούτε αυτό της διδασκαλίας -διότι
(ἀναξίους γὰρ ἑαυτοὺς τῇ πρὸς τὰς ἡδονὰς προσπαθείᾳ πεποιήκαμεν)
γίναμε ανάξιοι εξαιτίας της προσκολλήσεώς μας στις ηδονές-
φέρε ὀλίγα τῶν παραδεδομένων ἡμῖν ὑπὸ τῶν ὑποφητῶν τῆς χάριτος
ας αναπτύξουμε λίγα από εκείνα που μας έχουν παραδώσει οι ερμηνευτές της
περὶ τούτου διαλεξώμεθα τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα
θείας χάριτος για το θέμα αυτό, αφού ζητήσουμε τη βοήθεια του Πατέρα,
τὸ Ἅγιον ἐπικαλεσάμενοι.
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ ἄκτιστα. Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως
Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι
καὶ τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ
και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή,
ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα.
αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική
Εἰ δὲ ἄκτιστα, κατὰ τὸν τῆς ἀκολουθίας λόγον, πάντως καὶ ἄτρεπτα·
αλλοίωση. Εάν όμως είναι άκτιστα, σύμφωνα με λογική ακολουθία, θα είναι
ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἐναντίον, τούτων καὶ ὁ τοῦ πῶς εἶναι λόγος ἐναντίος,
οπωσδήποτε και αμετάβλητα. Διότι αυτά που έχουν το είναι αντίθετο, αντίθετο
ἤγουν αἱ ἰδιότητες. Τίς οὖν οὐ συνθήσεται πάντα τὰ ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν
έχουν και τον τρόπο υπάρξεως, δηλαδή τις ιδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δεν θα
ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι
συμφωνήσει ότι όλα τα όντα, όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, ακόμη και οι
καὶ πολυτρόπως κινεῖσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι;
άγγελοι, μεταβάλλονται και αλλοιώνονται και με ποικίλους τρόπους κινούνται;
Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας, κατὰ προαίρεσιν
Διότι τα νοητά όντα –εννοώ τους αγγέλους, τις ψυχές και τους δαίμονες-
τήν τε ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν,
κινούνται προαιρετικά είτε στην πρόοδο του καλού είτε στην απομάκρυνση
ἐπιτεινομένην τε καὶ ὑφιεμένην, τὰ δὲ λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ φθορὰν
απ’ αυτό, η οποία άλλοτε αυξάνει κι άλλοτε ελαττώνεται. Τα υπόλοιπα όμως όντα
αὔξησίν τε καὶ μείωσιν καὶ τὴν κατὰ ποιότητα μεταβολὴν καὶ τὴν
μεταβάλλονται με τη γέννηση, τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, με τη
τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ τοίνυν ὄντα πάντως καὶ κτιστά. Κτιστὰ δὲ
μεταβολή στην ποιότητα και την κίνηση στο χώρο. Όντας λοιπόν μεταβλητά,
ὄντα πάντως ὑπό τινος ἐδημιουργήθησαν. Δεῖ δὲ τὸν δημιουργὸν
είναι σίγουρα και κτιστά. Και εφόσον είναι κτιστά, είναι βέβαιο ότι από κάποιον
ἄκτιστον εἶναι· εἰ γὰρ κἀκεῖνος ἐκτίσθη, πάντως ὑπό τινος ἐκτίσθη, ἕως
δημιουργήθηκαν. Πρέπει όμως ο δημιουργός να είναι άκτιστος· εάν κι εκείνος
ἂν ἔλθωμεν εἴς τι ἄκτιστον. ῎Ακτιστος οὖν ὢν ὁ δημιουργὸς πάντως καὶ
δημιουργήθηκε, από κάποιον δημιουργήθηκε, έως ότου φθάσουμε σε κάποιο ον
ἄτρεπτός ἐστι. Τοῦτο δὲ τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ Θεός;
άκτιστο. Όντας λοιπόν άκτιστος ο δημιουργός, οπωσδήποτε είναι και
αμετάβλητος. Αυτό το άκτιστο ον τί άλλο θα είναι παρά ο Θεός;
Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ τῆς κτίσεως συνοχὴ καὶ συντήρησις καὶ κυβέρνησις
Η συνοχή, η συντήρηση και η διακυβέρνηση της κτίσεως μας διδάσκει
διδάσκει ἡμᾶς, ὅτι ἔστι Θεὸς ὁ τόδε τὸ πᾶν συστησάμενος καὶ συνέχων
ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε σο σύμπαν, το συγκρατεί, το
καὶ συντηρῶν καὶ ἀεὶ προνοούμενος· πῶς γὰρ ἂν αἱ ἐναντίαι φύσεις,
συντηρεί και πάντοτε προνοεί γι’ αυτό. Διότι, πώς είναι δυνατόν αντίθετα
πυρὸς λέγω καὶ ὕδατος, ἀέρος καὶ γῆς, εἰς ἑνὸς κόσμου συμπλήρωσιν
στοιχεία της φύσεως, όπως η φωτιά και το νερό, ο αέρας και η γη, εάν δεν
ἀλλήλοις συνεληλύθασι καὶ ἀδιάλυτοι μένουσιν, εἰ μή τις παντοδύναμος
τα συνέχει μια πανίσχυρη δύναμη που τα κρατά αδιάσπαστα πάντοτε, να
δύναμις ταῦτα καὶ συνεβίβασε καὶ ἀεὶ τηρεῖ ἀδιάλυτα;
ενώνονται μεταξύ τους για ν’ αποτελέσουν μια αρμονία και να μείνουν αδιάλυτα;
Τί τὸ τάξαν τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια, ὅσα τε δι᾿ ἀέρος καὶ ὅσα καθ᾿
Ποιά δύναμη είναι αυτή που έφερε την τάξη στα ουράνια και τα επίγεια, σε
ὕδατος, μᾶλλον δὲ τὰ πρὸ τούτων, οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ ἀέρα καὶ
όσα πετούν στον αέρα και όσα είναι μέσα στο νερό, και κυρίως σε όσα υπήρχαν
φύσιν πυρός τε καὶ ὕδατος; Τίς ταῦτα ἔμιξε καὶ ἐμέρισε; Τί τὸ ταῦτα
πριν απ’ αυτά, δηλαδή τον ουρανό, τη γη, τον αέρα και στη φύση της φωτιάς και
του νερού; Ποιός τα ανέμιξε και τα διαίρεσε; Ποιά δύναμη τα έθεσε σε κίνηση
κινῆσαν καὶ ἄγον τὴν ἄληκτον φορὰν καὶ ἀκώλυτον; ῏Αρ᾿ οὐχ ὁ τεχνίτης
και κατευθύνει την αδιάκοπη και ανεμπόδιστη κίνησή τους; Άραγε δεν είναι ο
τούτων καὶ λόγον ἐνθεὶς πᾶσι, καθ᾿ ὃν τὸ πᾶν φέρεταί τε καὶ διεξάγεται;
δημιουργός τους που τους έδωσε τον προορισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο το
Τίς δὲ ὁ τεχνίτης τούτων; ῏Αρ᾿ οὐχ ὁ πεποιηκὼς ταῦτα καὶ εἰς τὸ εἶναι
καθένα κινείται και κατευθύνεται; Ποιός είναι ο δημιουργός τους; Δεν είναι αυτός
παραγαγών; Οὐ γὰρ τῷ αὐτομάτῳ δώσομεν τοιαύτην δύναμιν. ῎Εστω
που τα κατασκεύασε και τα έφερε στην ύπαρξη; Διότι δεν θα θεωρήσουμε ότι η
γὰρ τὸ γενέσθαι τοῦ αὐτομάτου· τίνος τὸ τάξαι; Καὶ τοῦτο, εἰ δοκεῖ,
τύχη έχει τέτοια δύναμη. Κι έστω ότι δημιουργήθηκαν από τύχη. Τίνος έργο
δῶμεν· τίνος τὸ τηρῆσαι καὶ φυλάξαι καθ᾿ οὓς πρῶτον ὑπέστη λόγους;
είναι η τάξη τους; Τίνος έργο είναι η διατήρηση και η διαφύλαξή τους,
σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό τους;
῾Ετέρου δηλαδὴ παρὰ τὸ αὐτόματον. Τοῦτο δὲ τί ἄλλο ἐστὶν εἰ μὴ Θεός;
Εννοείται κάποιου άλλου και όχι της τύχης. Κι τί είναι αυτό το άλλο παρά ο Θεός;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Περὶ τοῦ τί ἐστι Θεός; ὅτι ἀκατάληπτον
Για το τί είναι ο Θεός; Ότι δηλαδή είναι ακατάληπτος.
῞Οτι μὲν οὖν ἔστι Θεός, δῆλον. Τί δέ ἐστι κατ᾿ οὐσίαν καὶ φύσιν,
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τελείως ακατάληπτο
ἀκατάληπτον τοῦτο παντελῶς καὶ ἄγνωστον. ῞Οτι μὲν γὰρ
και άγνωστο τί είναι στην ουσία και τη φύση του. Επίσης, είναι φανερό
ἀσώματον, δῆλον. Πῶς γὰρ σῶμα τὸ ἄπειρον καὶ ἀόριστον καὶ
ότι είναι ασώματος. Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άπειρος (Θεός), ο αόριστος, ο
ἀσχημάτιστον καὶ ἀναφὲς καὶ ἀόρατον καὶ ἁπλοῦν καὶ ἀσύνθετον;
ασχημάτιστος, ο αψηλάφητος, ο αόρατος, ο απλός και ασύνθετος να είναι σώμα;
Πῶς γὰρ ἄτρεπτον, εἰ περιγραπτὸν καὶ παθητόν; Καὶ πῶς ἀπαθὲς
Κι αν μπορεί να περιγραφεί και να πάθει, πώς μπορεί να είναι και αμετάβλητος;
τὸ ἐκ στοιχείων συγκείμενον καὶ εἰς αὐτὰ πάλιν ἀναλυόμενον;
Και αυτό που αποτελείται από στοιχεία και διαλύεται σ’ αυτά, πώς θα είναι και
Σύνθεσις γὰρ ἀρχὴ μάχης, μάχη δὲ διαστάσεως, διάστασις δὲ λύσεως·
απαθές. Διότι η σύνθεση είναι αιτία διαμάχης, η διαμάχη χωρισμού και ο
λύσις δὲ ἀλλότριον Θεοῦ παντελῶς.
χωρισμός αιτία της διασπάσεως. Και η διάσπαση είναι τελείως ξένη προς το Θεό.
Πῶς δὲ καὶ σταθήσεται τὸ "διὰ πάντων ἥκειν καὶ πληροῦν τὰ πάντα
Πώς όμως θα έχει ισχύ ο λόγος της Γραφής «ότι ο Θεός είναι μέσα σ’ όλα και
Θεόν", ὥς φησιν ἡ Γραφή· "Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ,
όλα τα γεμίζει». «Λέει ο Κύριος: δεν είμαι εγώ που γεμίζω όλο τον ουρανό και
λέγει Κύριος"; ᾿Αδύνατον γὰρ σῶμα διὰ σωμάτων διήκειν μὴ τέμνον καὶ
τη γη;». Διότι είναι αδύνατο το σώμα να περνά μέσα από σώματα χωρίς να τα
τεμνόμενον καὶ πλεκόμενον καὶ ἀντιπαρατιθέμενον, ὥσπερ ὅσα τῶν
τέμνει ούτε το ίδιο να τέμνεται ή να συντίθεται και να αντιπαρατίθεται, όπως
ὑγρῶν μίγνυται καὶ συγκιρνᾶται.
ακριβώς συμβαίνει με τα υγρά που αναμειγνύονται και αποτελούν ένα κράμα.
Εἰ δὲ καί τινές φασιν ἄυλον σῶμα, ὡς τὸ παρὰ τοῖς τῶν ῾Ελλήνων σοφοῖς
Και εάν πάλι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει άϋλο σώμα, όπως αυτό που οι
πέμπτον σῶμα λεγόμενον, ὅπερ ἀδύνατον, κινούμενον ἔσται πάντως,
Έλληνες σοφοί το ονόμαζουν πέμπτο σώμα -πράγμα που είναι αδύνατο-, σίγουρα
ὥσπερ ὁ οὐρανός· τοῦτον γὰρ πέμπτον σῶμά φασι. Τίς οὖν ὁ τοῦτον
όμως αυτό θα κινείται όπως ο ουρανός. Διότι αυτός είναι το πέμπτο σώμα. Και
κινῶν; Πᾶν γὰρ κινούμενον ὑφ᾿ ἑτέρου κινεῖται. Κἀκεῖνον τίς; Καὶ τοῦτο
ποιός είναι αυτός που το κινεί; Διότι καθετί που κινείται, από άλλον κινείται. Και
ἐπ᾿ ἄπειρον, ἕως ἂν καταντήσωμεν εἴς τι ἀκίνητον· τὸ γὰρ πρῶτον
εκείνον ποιός τον κινεί; Κι έτσι θα πάμε ώς το άπειρο, έως ότου φθάσουμε σε
κινοῦν ἀκίνητον, ὅπερ ἐστὶ τὸ θεῖον. Πῶς δὲ οὐκ ἐν τόπῳ περιγραπτὸν
κάτι ακίνητο. Αυτό είναι το πρώτο ακίνητο που κινεί, και είναι το θείον. Και πώς
τὸ κινούμενον; Μόνον οὖν τὸ θεῖον ἀκίνητον, δι᾿ ἀκινησίας τὰ πάντα
πάλι αυτό που κινείται δεν περιορίζεται σε τόπο; Επομένως, μόνο το θείον είναι
κινοῦν. ᾿Ασώματον τοίνυν ὑποληπτέον τὸ θεῖον.
ακίνητο και κινεί με την ακινησία του τα πάντα. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε
το θείο ασώματο.
᾿Αλλ᾿ οὐδὲ τοῦτο τῆς οὐσίας παραστατικόν ἐστιν ὥσπερ οὐδὲ τὸ
Αλλά ούτε αυτό (η ακινησία) μπορεί να παραστήσει την ουσία του, όπως ούτε
ἀγέννητον καὶ τὸ ἄναρχον καὶ τὸ ἀναλλοίωτον καὶ τὸ ἄφθαρτον
η έννοια αγέννητος, άναρχος, αναλλοίωτος, άφθαρτος και όσα λέγονται για το
καὶ ὅσα περὶ Θεοῦ ἢ περὶ Θεὸν εἶναι λέγεται· ταῦτα γὰρ οὐ τὸ τί ἐστι
Θεό ή σχετικά με το Θεό. Διότι αυτά δεν φανερώνουν τί είναι ο Θεός, αλλά τί
σημαίνει, ἀλλὰ τί οὐκ ἔστι. Χρὴ δὲ τὸν βουλόμενον τήν τινος οὐσίαν
δεν είναι. Πρέπει βέβαια αυτός που θέλει να ορίσει την ουσία κάποιου όντος
εἰπεῖν, τί ἐστι, φράσαι, οὐ τό τί οὐκ ἔστι· ὅμως ἐπὶ Θεοῦ, τί ἐστιν, εἰπεῖν
να πει τί είναι, και όχι τί δεν είναι. Όμως, για το Θεό είναι αδύνατο να πούμε τί
ἀδύνατον κατ᾿ οὐσίαν. Οἰκειότερον δὲ μᾶλλον ἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως
είναι στην ουσία του. Είναι περισσότερο εύκολο να μιλήσουμε με την αφαίρεση
ποιεῖσθαι τὸν λόγον· οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων ἐστὶν οὐχ ὡς μὴ ὤν, ἀλλ᾿ ὡς
όλων των ιδιωμάτων του· επειδή δεν ταυτίζεται με κανένα από τα όντα· όχι ότι
ὑπὲρ πάντα τὰ ὄντα καὶ ὑπὲρ αὐτό τὸ εἶναι ὤν. Εἰ γὰρ τῶν ὄντων αἱ
τάχα δεν υπάρχει, αλλά διότι ξεπερνά όλα τα όντα και αυτήν ακόμη την έννοια της
γνώσεις, τὸ ὑπὲρ γνῶσιν πάντως καὶ ὑπὲρ οὐσίαν ἔσται, καὶ τὸ ἀνάπαλιν
υπάρξεως. Διότι, αν στα όντα ανήκουν οι γνώσεις, αυτό που ξεπερνά τη γνώση
τὸ ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ὑπὲρ γνῶσιν ἔσται.
είναι καί πάνω από την ουσία· και το αντίστροφο, αυτό που είναι πάνω από την
ουσία, είναι και πάνω από τη γνώση.
῎Απειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ
Επομένως, το θείο είναι απεριόριστο και ακατάληπτο· το μόνο που
καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία. ῞Οσα δὲ λέγομεν ἐπὶ Θεοῦ
καταλαβαίνουμε γι’ αυτό είναι το απεριόριστο και ακατάληπτό του. Και όσα
καταφατικῶς, οὐ τὴν φύσιν ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν δηλοῖ. Κἂν ἀγαθόν,
λέμε καταφατικά για το Θεό, δεν φανερώνουν τη φύση του, αλλά τα σχετικά μ’
κἂν δίκαιον, κἂν σοφόν, κἂν ὅ τι ἂν εἴπῃς, οὐ φύσιν λέγεις Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ
αυτήν. Η έννοια αγαθός, δίκαιος, σοφός κι ό,τι άλλο πούμε, δεν αναφέρονται στη
περὶ τὴν φύσιν. Εἰσὶ δὲ καί τινα καταφατικῶς ἐπὶ Θεοῦ λεγόμενα δύναμιν
φύση του Θεού αλλά στα σχετικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν και ορισμένες καταφατικές
ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα, οἷον σκότος λέγοντες ἐπὶ Θεοῦ οὐ σκότος
έννοιες που λέγονται για το Θεό με καθαρή αρνητική έννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι
νοοῦμεν, ἀλλ᾿ ὅτι οὐκ ἔστι φῶς ἀλλ᾿ ὑπὲρ τὸ φῶς· καί φῶς ὅτι οὐκ ἔστι
για το Θεό, δεν εννοούμε σκοτάδι, αλλά ότι δεν υπάρχει φώς που ξεπερνά το δικό
σκότος.
Του φως· και λέγοντας φως, εννοούμε ότι δεν είναι σκοτάδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ᾿Απόδειξις, ὅτι εἷς ἐστι θεὸς καὶ οὐ πολλοί.
Απόδειξη, ότι ένας είναι ο Θεός και όχι πολλοί.
῞Οτι μέν ἐστι Θεός, ἱκανῶς ἀποδέδεικται, καὶ ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν
Αποδείξαμε ικανοποιητικά ότι υπάρχει ο Θεός και ότι η ουσία του είναι
ἡ αὐτοῦ οὐσία. ῞Οτι δὲ εἷς ἐστι καὶ οὐ πολλοί, τοῖς μὲν τῇ θείᾳ
ακατάληπτη. Επίσης, όσοι πιστεύουν στην Αγία Γραφή, δεν αμφισβητούν
πειθομένοις Γραφῇ οὐκ ἀμφιβάλλεται. Φησὶ γὰρ ὁ Κύριος ἐν τῇ τῆς
ότι ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Διότι το λέει ο Κύριος στην αρχή του
νομοθεσίας ἀρχῇ· "᾿Εγὼ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ γῆς
Νόμου (στο Μωϋσή): «Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου που σ’ έβγαλα από
Αἰγύπτου. Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ", καὶ πάλιν· "῎Ακουε,
τη γη της Αιγύπτου. Δεν θα λατρεύεις άλλους θεούς εκτός από μένα». Και
᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεός σου Κύριος εἷς ἐστι". Καὶ διὰ ῾Ησαΐου τοῦ
πάλι λέει: «Άκουσε, λαέ του Ισραήλ· ο Κύριος και Θεός σου είναι ένας».
προφήτου· "᾿Εγὼ γάρ, φησί, Θεὸς πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ
Το λέει και με τον προφήτη Ησαΐα: «Εγώ είμαι ο πρώτος Θεός, εγώ και ο
πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός. ῎Εμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς
μετέπειτα και κανένας άλλος εκτός από μένα. Δεν υπήρξε άλλος Θεός πριν
καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται καὶ πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι". Καὶ ὁ Κύριος δὲ ἐν
από μένα, ούτε θα υπάρξει μετά και εκτός από μένα». Και στα ιερά
τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις οὕτω φησὶ πρὸς τὸν Πατέρα· "Αὕτη ἐστὶν ἡ
Ευαγγέλια ο Κύριος λέει τα εξής προς τον Πατέρα: «Αυτή είναι η αιώνια
αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν".
ζωή, να γνωρίσουν εσένα, το μοναδικό αληθινό Θεό».
Τοῖς δὲ τῇ θείᾳ Γραφῇ μὴ πειθομένοις οὕτω διαλεξόμεθα. Τὸ θεῖον
Με όσους, όμως, δεν πιστεύουν στην Αγία Γραφή, θα συζητήσουμε ως εξής.
τέλειόν ἐστι καὶ ἀνελλιπὲς κατά τε ἀγαθότητα κατά τε σοφίαν κατά
Το θείο είναι τέλειο και δεν του λείπει τίποτε ούτε στην αγαθωσύνη ούτε στη
τε δύναμιν, ἄναρχον, ἀτελεύτητον, ἀίδιον, ἀπερίγραπτον καὶ ἁπλῶς
σοφία και τη δύναμη· είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιο, απεριόριστο και
εἰπεῖν κατὰ πάντα τέλειον. Εἰ οὖν πολλοὺς ἐροῦμεν θεούς, ἀνάγκη
γενικά τέλειο σε όλα. Εάν, λοιπόν, παραδεχθούμε πολλούς θεούς, υποχρεωτικά
διαφορὰν ἐν τοῖς πολλοῖς θεωρεῖσθαι. Εἰ γὰρ οὐδεμία διαφορὰ ἐν
δεχόμαστε διαφορά ανάμεσα στους πολλούς. Κι αν δεν υπάρχει καμιά διαφορά
αὐτοῖς, εἷς μᾶλλόν ἐστι καὶ οὐ πολλοί. Εἰ δὲ διαφορὰ ἐν αὐτοῖς, ποῦ
μεταξύ τους, τότε ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Αν πάλι υπάρχει διαφορά,
ἡ τελειότης; Εἴτε γὰρ κατὰ ἀγαθότητα, εἴτε κατὰ δύναμιν, εἴτε κατὰ
πού είναι η τελειότητα; Διότι, αν υστερεί από την τελειότητα σε κάτι, είτε στην
σοφίαν, εἴτε κατὰ χρόνον, εἴτε κατὰ τόπον ὑστερήσει τοῦ τελείου,
αγαθωσύνη ή τη δύναμη ή τη σοφία ή το χρόνο ή τον τόπο, τότε δεν μπορεί
οὐκ ἂν εἴη Θεός.
να είναι Θεός.
῾Η δὲ διὰ πάντων ταυτότης ἕνα μᾶλλον δείκνυσι καὶ οὐ πολλούς.
Η ταύτιση όμως σε όλα αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι μάλλον ένας και όχι
Πῶς δὲ καὶ πολλοῖς οὖσι τὸ ἀπερίγραπτον φυλαχθήσεται; ῎Ενθα γὰρ
πολλοί. Κι αν μάλιστα είναι πολλοί, πώς θα διατηρηθεί το απεριόριστο; Διότι
ἂν εἴη ὁ εἷς, οὐκ ἂν εἴη ὁ ἕτερος. Πῶς δὲ ὑπὸ πολλῶν κυβερνηθήσεται
όπου θα είναι ο ένας, δεν θα βρίσκεται ο άλλος. Και πώς οι πολλοί θεοί θα
ὁ κόσμος καὶ οὐ διαλυθήσεται καὶ διαφθαρήσεται μάχης ἐν τοῖς
διευθύνουν τον κόσμο και δεν θα τον διαλύσουν και καταστρέψουν, εφόσον
κυβερνῶσι θεωρουμένης; ῾Η γὰρ διαφορὰ ἐναντίωσιν εἰσάγει. Εἰ δὲ
θα έχουν πόλεμο μεταξύ τους οι κυβερνήτες; Διότι η διαφορά οδηγεί στην
εἴποι τις, ὅτι ἕκαστος μέρους ἄρχει, τί τὸ τάξαν καὶ τὴν διανομὴν
έχθρα. Κι αν κάποιος υποστηρίξει ότι ο καθένας κυβερνά ένα μέρος του
αὐτοῖς ποιησάμενον; ᾿Εκεῖνο γὰρ ἂν εἴη μᾶλλον Θεός. Εἷς τοίνυν ἐστὶ
κόσμου, ποιός είναι αυτός που έβαλε αυτή την τάξη και έκανε τη διανομή;
Θεός, τέλειος, ἀπερίγραπτος, τοῦ παντὸς ποιητὴς συνοχεύς τε καὶ
Εκείνος θα είναι ασφαλώς ο Θεός. Επομένως, ένας είναι ο Θεός, τέλειος,
κυβερνήτης, ὑπερτελὴς καὶ προτέλειος. Πρὸς δὲ καὶ φυσικὴ ἀνάγκη
απεριόριστος, δημιουργός, προνοητής και κυβερνήτης του σύμπαντος, πριν
μονάδα εἶναι δυάδος ἀρχήν.
και πάνω απ’όλα τέλειος. Επιπλέον, αποτελεί και φυσικό νόμο, η μονάδα να
είναι η βάση της δυάδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Περὶ Λόγου Θεοῦ.
Για το Λόγο του Θεού.
Οὗτος τοίνυν ὁ εἷς καὶ μόνος Θεὸς οὐκ ἄλογός ἐστι. Λόγον δὲ ἔχων
Αυτός λοιπόν ο ένας και μοναδικός Θεός δεν είναι άλογος. Εφόσον έχει Λόγο,
οὐκ ἀνυπόστατον ἕξει, οὐκ ἀρξάμενον τοῦ εἶναι οὐδὲ παυσόμενον·
δεν θα είναι χωρίς υπόσταση, ούτε θα έχει αρχή και τέλος η ύπαρξή του. Διότι,
οὐ γὰρ ἦν, ὅτε ἦν ποτε ὁ Θεὸς Λόγος. ᾿Αεὶ δὲ ἔχει τὸν ἑαυτοῦ Λόγον
δεν υπήρχε χρόνος, που να μην υπήρχε ο Θεός Λόγος. (Ο Θεός) έχει πάντοτε
ἐξ αὐτοῦ γεννώμενον, οὐ κατὰ τὸν ἡμέτερον λόγον ἀνυπόστατον καὶ
το Λόγο του, γεννημένο απ’ Αυτόν· δεν είναι ανυπόστατος και σκορπισμένος
εἰς ἀέρα χεόμενον, ἀλλ᾿ ἐνυπόστατον, ζῶντα, τέλειον, οὐκ ἔξω αὐτοῦ
στον αέρα όπως ο δικός μας λόγος, αλλά είναι ενυπόστατος, ζωντανός, τέλειος.
χωροῦντα, ἀλλ᾿ ἐν αὐτῷ ἀεὶ ὄντα· ποῦ γὰρ ἔσται ἔξω αὐτοῦ γινόμενος;
Δεν προχωρεί έξω απ’ Αυτόν, αλλά είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του. Διότι, πού
θα είναι, αν βγει έξω απ’ Αυτόν;
᾿Επειδὴ γὰρ ἡ ἡμετέρα φύσις ἐπίκηρός ἐστι καὶ εὐδιάλυτος, διὰ τοῦτο
Επειδή, δηλαδή, η δική μας φύση είναι θνητή και φθαρτή, γι’ αυτό και ο λόγος
καὶ ὁ λόγος ἡμῶν ἐστιν ἀνυπόστατος. ῾Ο δὲ Θεὸς ἀεὶ ὢν καὶ τέλειος ὢν
μας είναι ανυπόστατος. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αιώνιος και τέλειος, θα έχει
τέλειον καὶ ἐνυπόστατον ἕξει τὸν ἑαυτοῦ Λόγον καὶ ἀεὶ ὄντα καὶ
και το Λόγο του τέλειο και ενυπόστατο, αιώνιο, ζωντανό και κάτοχο όλων
ζῶντα καὶ πάντα ἔχοντα, ὅσα ὁ γεννήτωρ ἔχει. ῞Ωσπερ γὰρ ὁ ἡμέτερος
όσων κατέχει και ο γεννήτοράς του. Διότι, όπως ακριβώς ο δικός μας λόγος
λόγος ἐκ τοῦ νοῦ προερχόμενος οὔτε δι᾿ ὅλου ὁ αὐτός ἐστι τῷ νῷ οὔτε
προέρχεται από το νου αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτόν και ούτε είναι
παντάπασιν ἕτερος —ἐκ τοῦ νοῦ μὲν γὰρ ὢν ἄλλος ἐστὶ παρ᾿ αὐτόν,
σε όλα διαφορετικός —διότι, αν και προέρχεται από το νου είναι κάτι άλλο
αὐτὸν δὲ τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐμφανὲς ἄγων οὐκέτι παντάπασιν ἕτερός ἐστι
απ’ αυτόν· και παρόλο που φανερώνει το νου, δεν είναι σε όλα διαφορετικός
παρὰ τὸν νοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴν φύσιν ἓν ὢν ἕτερόν ἐστι τῷ ὑποκειμένῳ—
από το νου· αλλά, όντας κατά τη φύση όμοιος, είναι διαφορετικός στην υπόσταση—
οὕτω καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τῷ μὲν ὑφεστάναι καθ᾿ ἑαυτὸν διῄρηται
έτσι και ο Λόγος του Θεού, με τη δική του υπόσταση είναι διαφορετικός μ’
πρὸς ἐκεῖνον, παρ᾿ οὗ τὴν ὑπόστασιν ἔχει, τῷ δὲ ταῦτα δεικνύειν ἐν
Εκείνον (γεννήτορα), από τον οποίο έλαβε την υπόσταση· επειδή όμως δείχνει
ἑαυτῷ, ἃ περὶ τὸν Θεὸν καθορᾶται, ὁ αὐτός ἐστι κατὰ τὴν φύσιν ἐκείνῳ·
τα ίδια που βλέπουμε στο Θεό (Πατέρα), είναι ο ίδιος στη φύση μ’ εκείνον.
ὥσπερ γὰρ τὸ ἐν ἅπασι τέλειον ἐπὶ τοῦ Πατρὸς θεωρεῖται, οὕτως καὶ
Διότι, όπως βλέπουμε τον Πατέρα να είναι τέλειος σε όλα, το ίδιο βλέπουμε
ἐπὶ τοῦ ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένου Λόγου θεωρηθήσεται.
και στο Λόγο που γεννήθηκε απ’ Αυτόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συλλογιστική ἀπόδειξις.
Λογική απόδειξη για το Άγιο Πνεύμα.
Δεῖ δὲ τὸν Λόγον καὶ Πνεῦμα ἔχειν· καὶ γὰρ καὶ ὁ ἡμέτερος λόγος οὐκ
Πρέπει, επίσης, ο Λόγος να έχει και Πνεύμα. Ακόμη και ο δικός μας λόγος
ἄμοιρός ἐστι τοῦ πνεύματος. ᾿Αλλ᾿ ἐφ᾿ ἡμῶν μὲν τὸ πνεῦμα ἀλλότριον
δεν στερείται πνεύμα. Σε μας, όμως, το πνεύμα είναι ξένο στη φύση μας·
τῆς ἡμετέρας ἐστὶν οὐσίας· τοῦ ἀέρος γάρ ἐστιν ὁλκὴ καὶ φορὰ
διότι πρόκειται για εισπνοή και κίνηση του αέρα, ο οποίος εισέρχεται
εἰσελκομένου καὶ προχεομένου πρὸς τὴν τοῦ σώματος σύστασιν, ὅπερ
και διασκορπίζεται στο σώμα, για να του δώσει ζωή. Αυτό, στη διάρκεια της
ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐκφωνήσεως φωνὴ τοῦ λόγου γίνεται τὴν τοῦ λόγου
ομιλίας, γίνεται φωνή του λόγου, που φανερώνει μέσα της τη δύναμη του λόγου.
δύναμιν ἐν ἑαυτῇ φανεροῦσα. ᾿Επὶ δὲ τῆς θείας φύσεως τῆς ἁπλῆς καὶ
Στη θεία όμως φύση, που είναι απλή και ασύνθετη, πρέπει να ομολογήσουμε
ἀσυνθέτου τὸ μὲν εἶναι Πνεῦμα Θεοῦ εὐσεβῶς ὁμολογητέον διὰ τὸ μὴ
με σεβασμό ότι υπάρχει το Πνεύμα του Θεού. Διότι ο Λόγος του Θεού
εἶναι τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον ἐλλιπέστερον τοῦ ἡμετέρου λόγου, οὐκ ἔστι
δεν είναι πιο ελλιπής από το δικό μας λόγο· και δεν είναι ευσεβές να θεωρούμε
δὲ εὐσεβὲς ἀλλότριόν τι ἔξωθεν ἐπεισερχόμενον τῷ Θεῷ τὸ Πνεῦμα
ότι το Πνεύμα εισέρχεται στο Θεό απέξω σαν κάτι το ξένο, όπως συμβαίνει
λογίζεσθαι ὡς καὶ ἐφ᾿ ἡμῶν τῶν συνθέτων.
σε μας που είμαστε σύνθετοι.
᾿Αλλ᾿ ὥσπερ Θεοῦ Λόγον ἀκούσαντες οὐκ ἀνυπόστατον οὐδὲ ἐκ
Αλλά, όπως ακριβώς όταν ακούσαμε για το Λόγο του Θεού, δεν τον
μαθήσεως προσγινόμενον οὐδὲ διὰ φωνῆς προφερόμενον οὐδὲ εἰς
θεωρήσαμε χωρίς υπόσταση ούτε ότι είναι αποτέλεσμα της μαθήσεως ή
ἀέρα χεόμενον καὶ λυόμενον ᾠήθημεν, ἀλλ᾿ οὐσιωδῶς ὑφεστῶτα
προφέρεται με φωνή και διασκορπίζεται στον αέρα και χάνεται, αλλά
προαιρετικόν τε καὶ ἐνεργὸν καὶ παντοδύναμον, οὕτω καὶ Πνεῦμα
θεωρήσαμε ότι υφίσταται με ουσία, ελεύθερη βούληση, ενέργεια και
μεμαθηκότες Θεοῦ τὸ συμπαρομαρτοῦν τῷ Λόγῳ καὶ φανεροῦν αὐτοῦ
παντοδυναμία· έτσι, όταν μάθαμε και για το Πνεύμα του Θεού, το οποίο
τὴν ἐνέργειαν οὐ πνοὴν ἀνυπόστατον ἐννοοῦμεν —οὕτω γὰρ ἂν
συμμαρτυρεί για το Λόγο και φανερώνει την ενέργειά του, δεν το θεωρήσαμε
σαν κάποια πνοή χωρίς υπόσταση —διότι έτσι εξευτελίζουμε τη
καθαιρεῖται πρὸς ταπεινότητα τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας φύσεως, εἰ καθ᾿
μεγαλοπρέπεια της θείας φύσεως, εφόσον θεωρούμε το Πνεύμα του Θεού
ὁμοιότητα τοῦ ἡμετέρου πνεύματος καὶ τὸ ἐν αὐτῷ Πνεῦμα ὑπονοοῖτο—
σχεδόν όμοιο με το δικό μας πνεύμα.
ἀλλὰ δύναμιν οὐσιώδη, αὐτὴν ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἐν ἰδιαζούσῃ ὑποστάσει
Αντίθετα, το θεωρήσαμε δύναμη με ουσία, που έχει δική της ιδιαίτερη
θεωρουμένην, ἐκ τοῦ Πατρὸς προερχομένην καὶ ἐν τῷ Λόγῳ
υπόσταση· προέρχεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στο Λόγο,
ἀναπαυομένην καὶ αὐτοῦ οὖσαν ἐκφαντικήν, οὔτε χωρισθῆναι τοῦ
τον οποίο και αποκαλύπτει. Δεν είναι δυνατόν να χωριστεί από το Θεό στον
Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐστι, καὶ τοῦ Λόγου, ᾧ συμπαρομαρτεῖ, δυναμένην οὔτε
οποίο κατοικεί, ούτε από το Λόγο τον οποίο συνοδεύει· ούτε βαδίζει προς
πρὸς τὸ ἀνύπαρκτον ἀναχεομένην, ἀλλὰ καθ᾿ ὁμοιότητα τοῦ Λόγου
την ανυπαρξία, αλλά είναι υποστατική δύναμη όμοια με το Λόγο,
καθ᾿ ὑπόστασιν οὖσαν, ζῶσαν, προαιρετικήν, αὐτοκίνητον, ἐνεργόν,
ζωντανή, με θέληση, αυτοκινούμενη και ενεργητική·
πάντοτε τὸ ἀγαθὸν θέλουσαν καὶ πρὸς πᾶσαν πρόθεσιν σύνδρομον
επιθυμεί πάντοτε το αγαθό και η δύναμή της συνοδεύει τη θέληση για κάθε
ἔχουσαν τῇ βουλήσει τὴν δύναμιν, μήτε ἀρχὴν ἔχουσαν μήτε τέλος.
καλό σκοπό· δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Διότι ποτέ ο Λόγος
Οὔτε γὰρ ἐνέλειψέ ποτε τῷ Πατρὶ Λόγος οὔτε τῷ Λόγῳ Πνεῦμα.
δεν απουσίασε από τον Πατέρα ούτε το Πνεύμα από το Λόγο.
Οὕτως διὰ μὲν τῆς κατὰ φύσιν ἑνότητος ἡ πολύθεος τῶν ῾Ελλήνων
Έτσι, από τη μια, με την ενότητα της φύσεως, εξαφανίζεται η πλάνη της
ἐξαφανίζεται πλάνη, διὰ δὲ τῆς τοῦ Λόγου παραδοχῆς καὶ τοῦ
πολυθεΐας των Ελλήνων, κι από την άλλη, με την ομολογία της υπάρξεως
Πνεύματος τῶν ᾿Ιουδαίων καθαιρεῖται τὸ δόγμα, ἑκατέρας τε
του Λόγου και του Πνεύματος, ανατρέπεται η πίστη των Ιουδαίων. Και
αἱρέσεως παραμένει τὸ χρήσιμον, ἐκ μὲν τῆς ᾿Ιουδαϊκῆς ὑπολήψεως
από τις δύο αιρετικές αποκλίσεις παραμένει η ωφέλεια: από την ιουδαϊκή
ἡ τῆς φύσεως ἑνότης, ἐκ δὲ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ ἡ κατὰ τὰς ὑποστάσεις
αντίληψη έχουμε την ενότητα της ουσίας, ενώ από την ελληνική τη
διάκρισις μόνη.
διάκριση των υποστάσεων.
Εἰ δὲ ἀντιλέγοι ὁ ᾿Ιουδαῖος πρὸς τὴν τοῦ Λόγου παραδοχὴν καὶ τοῦ
Εάν όμως οι Ιουδαίοι έχουν αντίρρηση στην παραδοχή της υπάρξεως του
Πνεύματος, ὑπὸ τῆς θείας Γραφῆς ἐλεγχέσθω τε καὶ ἐπιστομιζέσθω.
Λόγου και του Πνεύματος, η Αγία Γραφή θα τους ελέγξει και αποστομώσει.
Περὶ μὲν γὰρ τοῦ Λόγου φησὶν ὁ Δαυίδ· "Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος
Διότι για το Λόγο λέει ο Δαβίδ: «Ο Λόγος σου, Κύριε, θα μένει αιώνια στον
σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ", καὶ πάλιν· "᾿Απέστειλε τὸν λόγον αὐτοῦ
ουρανό». Και αλλού πάλι λέει: «Έστειλε το Λόγο του και τους θεράπευσε».
καὶ ἰάσατο αὐτούς". Λόγος δὲ προφορικὸς οὐκ ἀποστέλλεται οὐδὲ εἰς
Αν πρόκειται για λόγο προφορικό, αυτός ούτε αποστέλλεται ούτε μένει
τὸν αἰῶνα διαμένει. Περὶ δὲ τοῦ Πνεύματος ὁ αὐτὸς Δαυίδ·
αιώνια. Ο ίδιος ο Δαβίδ ομιλεί και για το Πνεύμα:
"᾿Εξαποστελεῖς τὸ Πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται", καὶ πάλιν·
«Θα στείλεις το Πνεύμα σου και θα δημιουργηθούν»· και αλλού πάλι λέει:
"Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ πνεύματι τοῦ
«Οι ουρανοί σχηματίσθηκαν με το Λόγο του Κυρίου· όλη η δύναμή τους είναι
στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν", καὶ ὁ ᾿Ιώβ· "Πνεῦμα θεῖον
στο Πνεύμα του στόματός του». Ο Ιώβ, επίσης, λέει: «Με δημιούργησε το
τὸ ποιῆσάν με, πνοὴ δὲ παντοκράτορος ἡ συνέχουσά με." Πνεῦμα δὲ
θείο Πνεύμα και με συγκρατεί η πνοή του παντοκράτορα». Και το Πνεύμα που
ἀποστελλόμενον καὶ ποιοῦν καὶ στερεοῦν καὶ συνέχον οὐκ ἄσθμα ἐστὶ
αποστέλλεται, δημιουργεί, σταθεροποιεί και συγκρατεί δεν είναι ένας αέρας
λυόμενον, ὥσπερ οὐδὲ σωματικὸν μέλος τὸ τοῦ Θεοῦ στόμα· ἀμφότερα
που χάνεται, όπως και το στόμα δεν είναι μέλος του σώματος του Θεού· διότι
γὰρ θεοπρεπῶς νοητέον.
και τα δύο πρέπει να τα εννοήσουμε με θεοπρεπή τρόπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος
Για την Αγία Τριάδα
Πιστεύομεν τοιγαροῦν εἰς ἕνα Θεόν, μίαν ἀρχὴν ἄναρχον, ἄκτιστον,
Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο,
ἀγέννητον ἀνόλεθρόν τε καὶ ἀθάνατον, αἰώνιον, ἄπειρον,
αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο,
ἀπερίγραπτον, ἀπεριόριστον, ἀπειροδύναμον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον,
απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο,
ἀσώματον, ἄρρευστον, ἀπαθῆ, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἀόρατον,
ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που
πηγὴν ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης, φῶς νοερόν, ἀπρόσιτον, δύναμιν
είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που
οὐδενὶ μέτρῳ γνωριζομένην, μόνῳ δὲ τῷ οἰκείῳ βουλήματι
ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα
μετρουμένην —πάντα γάρ, ὅσα θέλει, δύναται— πάντων κτισμάτων
—διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα
ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικὴν καὶ
τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί
συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατοῦσαν καὶ
και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα,
ἄρχουσαν καὶ βασιλεύουσαν ἀτελευτήτῳ καὶ ἀθανάτῳ βασιλείᾳ,
με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε
μηδὲν ἐναντίον ἔχουσαν, πάντα πληροῦσαν, ὑπ᾿ οὐδενὸς
δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται,
περιεχομένην, αὐτὴν δὲ μᾶλλον περιέχουσαν τὰ σύμπαντα καὶ
και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι
συνέχουσαν καὶ προέχουσαν· ἀχράντως ταῖς ὅλαις οὐσίαις
ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο
ἐπιβατεύουσαν καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ πάσης οὐσίας ἐξῃρημένην
ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον,
ὡς ὑπερούσιον καὶ ὑπὲρ τὰ ὄντα οὖσαν, ὑπέρθεον, ὑπεράγαθον,
επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη,
ὑπερπλήρη, τὰς ὅλας ἀρχὰς καὶ τάξεις ἀφορίζουσαν καὶ πάσης ἀρχῆς
υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από
καὶ τάξεως ὑπεριδρυμένην ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ζωὴν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν,
κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα·
αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωήν, αὐτοουσίαν ὡς μὴ παρ᾿
είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν
ἑτέρου τὸ εἶναι ἔχουσαν ἤ τι τῶν ὅσα ἐστίν, αὐτὴν δὲ πηγὴν οὖσαν τοῦ
δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η
εἶναι τοῖς οὖσι, τοῖς ζῶσι τῆς ζωῆς, τοῖς λόγου μετέχουσι τοῦ λόγου,
αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία
τοῖς πᾶσι πάντων ἀγαθῶν αἰτίαν· πάντα εἰδυῖαν πρὶν γενέσεως αὐτῶν·
κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν.
μίαν οὐσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ἐνέργειαν,
Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια,
μίαν ἀρχήν, μίαν ἐξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν βασιλείαν, ἐν τρισὶ
μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε
τελείαις ὑποστάσεσι γνωριζομένην τε καὶ προσκυνουμένην μιᾷ
σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως
προσκυνήσει πιστευομένην τε καὶ λατρευομένην ὑπὸ πάσης λογικῆς
προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις
κτίσεως ἀσυγχύτως ἡνωμέναις καὶ ἀδιαστάτως διαιρουμέναις· ὃ καὶ
τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα.
παράδοξον· εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, εἰς ἃ καὶ
Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό
βεβαπτίσμεθα· οὕτω γὰρ ὁ Κύριος τοῖς ἀποστόλοις βαπτίζειν
και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος
ἐνετείλατο· "Βαπτίζοντες αὐτούς", φάσκων, "εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς
στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Εἰς ἕνα Πατέρα, τὴν πάντων ἀρχὴν καὶ αἰτίαν, οὐκ ἔκ τινος
(Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος
γεννηθέντα, ἀναίτιον δὲ καὶ ἀγέννητον μόνον ὑπάρχοντα,
δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και
πάντων μὲν ποιητήν, ἑνὸς δὲ μόνου Πατέρα φύσει τοῦ
αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του
μονογενοῦς Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν
μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού,
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ προβολέα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καὶ εἰς ἕνα
ο οποίος και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό,
Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν,
μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που
τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, φῶς
γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το
ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα,
φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν
ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα.
"Πρὸ πάντων τῶν αἰώνων" λέγοντες δείκνυμεν, ὅτι ἄχρονος καὶ
Λέγοντας "προ πάντων των αιώνων" δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι
ἄναρχος αὐτοῦ ἡ γέννησις· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι
άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία
παρήχθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης, ὁ χαρακτὴρ
στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της
τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως, ἡ ζῶσα σοφία καὶ δύναμις, ὁ λόγος
υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος
ὁ ἐνυπόστατος, ἡ οὐσιώδης καὶ τελεία καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ ἀοράτου
λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν
Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἦν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἀιδίως καὶ ἀνάρχως
πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν
ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· οὐ γὰρ ἦν ποτε ὁ Πατήρ, ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός,
προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον
ἀλλ᾿ ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱὸς ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· Πατὴρ γὰρ ἐκτὸς
Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως·
Υἱοῦ οὐκ ἂν κληθείη. Εἰ δὲ ἦν μὴ ἔχων Υἱόν, οὐκ ἦν Πατήρ, καὶ εἰ μετὰ
διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας·
ταῦτα ἔσχεν Υἱόν, μετὰ ταῦτα ἐγένετο Πατὴρ μὴ ὢν πρὸ τούτου
κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι
Πατὴρ καὶ ἐτράπη ἐκ τοῦ μὴ εἶναι Πατὴρ εἰς τὸ γενέσθαι Πατήρ,
πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση
ὅπερ πάσης βλασφημίας ἐστὶ χαλεπώτερον. ᾿Αδύνατον γὰρ τὸν Θεὸν
να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι
εἰπεῖν ἔρημον τῆς φυσικῆς γονιμότητος· ἡ δὲ γονιμότης τὸ ἐξ αὐτοῦ
αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η
ἤγουν ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὅμοιον κατὰ φύσιν γεννᾶν.
γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση.
᾿Επὶ μὲν οὖν τῆς τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως ἀσεβὲς λέγειν χρόνον μεσιτεῦσαι
Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό
ἢ μετὰ τὸν Πατέρα τὴν τοῦ Υἱοῦ γενέσθαι ὕπαρξιν. Ἐξ αὐτοῦ γὰρ,
διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα. Διότι
ἤγουν τῆς τοῦ Πατρὸς φύσεώς φαμεν τὴν τοῦ Υἱοῦ γέννησιν.
ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν
Καὶ εἰ μὴ ἐξ ἀρχῆς δῶμεν τὸν Υἱὸν συνυπάρχειν τῷ Πατρὶ ἐξ αὐτοῦ
δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο
γεγεννημένον, τροπὴν τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως παρεισάγομεν·
και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι,
ὅτι μὴ ὢν Πατὴρ ὕστερον ἐγένετο Πατήρ· ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ
δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση
ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος
να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον
εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται
δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του·
τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας
έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει
τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν,
προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα
κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος
στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι
καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς.
απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο.
᾿Επὶ μὲν οὖν τοῦ μόνου ἀπαθοῦς καὶ ἀναλλοιώτου καὶ ἀτρέπτου
Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχοντος Θεοῦ καὶ τὸ γεννᾶν καὶ τὸ κτίζειν ἀπαθές·
και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία
φύσει γὰρ ὢν ἀπαθὴς καὶ ἄρρευστος ὡς ἁπλοῦς καὶ ἀσύνθετος,
είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση
οὐ πέφυκεν ὑπομένειν πάθος ἢ ῥεῦσιν οὔτε ἐν τῷ γεννᾶν οὔτε ἐν τῷ
του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή
κτίζειν οὐδέ τινος συνεργίας δεῖται, ἀλλ᾿ ἡ μὲν γέννησις ἄναρχος καὶ
μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια
ἀίδιος φύσεως ἔργον οὖσα καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ προάγουσα, ἵνα
από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της
τροπὴν ὁ γεννῶν μὴ ὑπομείνῃ καὶ ἵνα μὴ Θεὸς πρῶτος καὶ Θεὸς
φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται
ὕστερος εἴη καὶ προσθήκην δέξηται. ῾Η δὲ κτίσις ἐπὶ Θεοῦ θελήσεως
μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί
ἔργον οὖσα οὐ συναΐδιός ἐστι τῷ Θεῷ, ἐπειδὴ οὐ πέφυκε τὸ ἐκ τοῦ
προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια
μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγόμενον συναΐδιον εἶναι τῷ ἀνάρχῳ καὶ
ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να
ἀεὶ ὄντι.
είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο.
῞Ωσπερ τοίνυν οὐχ ὁμοίως ποιεῖ ἄνθρωπος καὶ Θεός —ὁ μὲν γὰρ
Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι
ἄνθρωπος οὐδὲν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει, ἀλλ᾿ ὅπερ ποιεῖ
ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει
ἐκ προϋποκειμένης ὕλης ποιεῖ, οὐ θελήσας μόνον ἀλλὰ καὶ
από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού
προεπινοήσας, καὶ ἐν τῷ νῷ ἀνατυπώσας τὸ γενησόμενον, εἶτα καὶ
σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα
χερσὶν ἐργασάμενος καὶ κόπον ὑπομείνας καὶ κάματον, πολλάκις δὲ
το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές
καὶ ἀστοχήσας μὴ ἀποβάντος, καθὰ βούλεται τοῦ ἐπιτηδεύματος· ὁ δὲ
απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με
Θεὸς θελήσας μόνον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα παρήγαγεν—
τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν,
οὕτως οὐδὲ ὁμοίως γεννᾷ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος.
῾Ο μὲν γὰρ Θεὸς ἄχρονος ὢν καὶ ἄναρχος καὶ ἀπαθὴς καὶ ἄρρευστος
Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος,
καὶ ἀσώματος καὶ μόνος καὶ ἀτελεύτητος ἀχρόνως καὶ ἀνάρχως καὶ
ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς
ἀπαθῶς καὶ ἀρρεύστως γεννᾷ καὶ ἐκτὸς συνδυασμοῦ· καὶ οὔτε ἀρχὴν
και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή
ἔχει ἡ ἀκατάληπτος αὐτοῦ γέννησις, οὔτε τέλος. Καὶ ἀνάρχως μὲν
του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος·
διὰ τὸ ἄτρεπτον, ἀρρεύστως δὲ διὰ τὸ ἀπαθὲς καὶ ἀσώματον· ἐκτὸς δὲ
γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς
συνδυασμοῦ διά τε τὸ ἀσώματον πάλιν καὶ ἕνα μόνον εἶναι Θεὸν
συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς
ἀπροσδεῆ ἑτέρου· ἀτελευτήτως δὲ καὶ ἀκαταπαύστως διά τε τὸ
να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι
ἄναρχον καὶ ἄχρονον καὶ ἀτελεύτητον καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχειν·
άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του
τὸ γὰρ ἄναρχον ἀτελεύτητον, τὸ δὲ χάριτι ἀτελεύτητον οὐ πάντως
χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος
ἄναρχον ὥσπερ οἱ ἄγγελοι.
δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους.
Γεννᾷ τοίνυν ὁ ἀεὶ ὢν Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ Λόγον τέλειον ὄντα ἀνάρχως
Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι
καὶ ἀτελευτήτως, ἵνα μὴ ἐν χρόνῳ τίκτῃ Θεὸς ὁ χρόνου ἀνωτέραν
τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και
ἔχων τήν τε φύσιν καὶ τὴν ὕπαρξιν. ῾Ο δὲ ἄνθρωπος δῆλον ὡς
την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά
ἐναντίως γεννᾷ ὑπὸ γένεσιν τελῶν καὶ φθορὰν καὶ ῥεῦσιν καὶ
με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός
πληθυσμὸν καὶ σῶμα περικείμενος καὶ τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ ἐν τῇ φύσει
και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό
κεκτημένος· ἐνδεὲς γὰρ τὸ ἄρρεν τῆς τοῦ θήλεος βοηθείας. ᾿Αλλ᾿ ἵλεως
και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του
εἴη ὁ πάντων ἐπέκεινα καὶ πᾶσαν νόησιν καὶ κατάληψιν ὑπερκείμενος.
θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και
ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη.
Διδάσκει οὖν ἡ Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἅμα
Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως
Πατέρα καὶ ἅμα τὸν μονογενῆ αὐτοῦ Υἱὸν ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένον
ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός
ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς καὶ ἀκαταλήπτως, ὡς μόνος
χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει
ὁ τῶν ὅλων οἶδε Θεός. ῞Ωσπερ ἅμα τὸ πῦρ καὶ ἅμα τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς,
μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει
καὶ οὐ πρῶτον τὸ πῦρ καὶ μετὰ ταῦτα τὸ φῶς ἀλλ᾿ ἅμα· καὶ ὥσπερ
ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά
τὸ φῶς ἐκ τοῦ πυρὸς ἀεὶ γεννώμενον ἀεὶ ἐν αὐτῷ ἐστι μηδαμῶς
ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί
αὐτοῦ χωριζόμενον, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννᾶται
της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα
μηδαμῶς αὐτοῦ χωριζόμενος, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἐν αὐτῷ ἐστιν. ᾿Αλλὰ τὸ μὲν
χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως
φῶς ἐκ τοῦ πυρὸς γεννώμενον ἀχωρίστως, καὶ ἐν αὐτῷ ἀεὶ μένον
όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε
οὐκ ἔχει ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὸ πῦρ —ποιότης γάρ ἐστι φυσικὴ
μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι
τοῦ πυρός—, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἐκ Πατρὸς γεννηθεὶς
φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που
ἀχωρίστως καὶ ἀδιαστάτως καὶ ἐν αὐτῷ μένων ἀεὶ ἔχει ἰδίαν
γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε
ὑπόστασιν παρὰ τὴν τοῦ Πατρός.
ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα.
Λόγος μὲν οὖν καὶ ἀπαύγασμα λέγεται διὰ τὸ ἄνευ συνδυασμοῦ καὶ
Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι
ἀπαθῶς καὶ ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀχωρίστως γεγεννῆσθαι
γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο,
ἐκ τοῦ Πατρός, Υἱὸς δὲ καὶ χαρακτὴρ τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως
αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της
διὰ τὸ τέλειον καὶ ἐνυπόστατον καὶ κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ
υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και
εἶναι πλὴν τῆς ἀγεννησίας, μονογενὴς δέ, ὅτι μόνος ἐκ μόνου τοῦ
είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας.
Πατρὸς μόνως ἐγεννήθη. Οὐδὲ γὰρ ὁμοιοῦται ἑτέρα γέννησις τῇ
Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο.
Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γεννήσει, οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού.
Εἰ γὰρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἀλλ᾿
Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα
οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. ῎Αλλος τρόπος ὑπάρξεως οὗτος
αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως,
ἄληπτός τε καὶ ἄγνωστος, ὥσπερ καὶ ἡ τοῦ Υἱοῦ γέννησις.
ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού.
Διὸ καὶ πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, αὐτοῦ εἰσι πλὴν τῆς ἀγεννησίας,
Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την
ἥτις οὐ σημαίνει οὐσίας διαφορὰν οὐδὲ ἀξίωμα, ἀλλὰ τρόπον
αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον
ὑπάρξεως· ὥσπερ καὶ ὁ ᾿Αδὰμ ἀγέννητος ὤν –πλάσμα γάρ ἐστι Θεοῦ–
τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι
καὶ ὁ Σὴθ γεννητός –υἱὸς γάρ ἐστιν τοῦ ᾿Αδάμ– καὶ ἡ Εὔα ἐκ τῆς τοῦ
τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η
᾿Αδὰμ πλευρᾶς ἐκπορευθεῖσα –οὐ γὰρ ἐγεννήθη αὕτη– οὐ φύσει
Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί
διαφέρουσιν ἀλλήλων –ἄνθρωποι γάρ εἰσιν–, ἀλλὰ τῷ τῆς ὑπάρξεως
δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά
τρόπῳ.
διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως.
Χρὴ γὰρ εἰδέναι, ὅτι τὸ ἀγένητον διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ γραφόμενον τὸ
Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη "αγένητο" που γράφεται με ένα "ν"
ἄκτιστον, ἤτοι τὸ μὴ γενόμενον σημαίνει· τὸ δὲ ἀγέννητον διὰ τῶν
σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη "αγέννητο" με δύο
δύο Νῦ γραφόμενον δηλοῖ τὸ μὴ γεννηθέν. Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον
"ν" σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης
σημαινόμενον διαφέρει οὐσία οὐσίας· ἄλλη γὰρ οὐσία ἡ ἄκτιστος, ἤτοι
λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο,
ἀγένητος διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ, καὶ ἄλλη ἡ γενητὴ, ἤτοι κτιστή. Κατὰ δὲ
δηλαδή το αγένητο μ’ ένα "ν", και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό.
τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐ διαφέρει οὐσία οὐσίας· παντὸς γὰρ
Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία
εἴδους ζῴων ἡ πρώτη ὑπόστασις ἀγέννητός ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀγένητος·
από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη
ἐκτίσθησαν μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ τῷ Λόγῳ αὐτοῦ
δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην
παραχθέντα εἰς γένεσιν, οὐ μὴν ἐγεννήθησαν μὴ προϋπάρχοντος
ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε
ἑτέρου ὁμοειδοῦς, ἐξ οὗ γεννηθῶσι.
κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν.
Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον σημαινόμενον κοινωνοῦσιν αἱ τρεῖς τῆς
Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες
ἁγίας θεότητος ὑπέρθεοι ὑποστάσεις· ὁμοούσιοι γὰρ καὶ ἄκτιστοι
υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες.
ὑπάρχουσι. Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐδαμῶς· μόνος γὰρ
Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι
ὁ Πατὴρ ἀγέννητος· οὐ γὰρ ἐξ ἑτέρας ἐστὶν αὐτῷ ὑποστάσεως τὸ
μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη
εἶναι. Καὶ μόνος ὁ Υἱὸς γεννητός· ἐκ τῆς τοῦ Πατρὸς γὰρ οὐσίας
υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή
ἀνάρχως καὶ ἀχρόνως γεγέννηται. Καὶ μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι
ἐκπορευτὸν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, οὐ γεννώμενον ἀλλ᾿
εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο.
ἐκπορευόμενον. Οὕτω μὲν τῆς θείας διδασκούσης Γραφῆς, τοῦ δὲ
Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της
τρόπου τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως ἀκαταλήπτου ὑπάρχοντος.
εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.
Καὶ τοῦτο δὲ ἰστέον, ὡς οὐκ ἐξ ἡμῶν μετηνέχθη ἐπὶ τὴν μακαρίαν
Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και
θεότητα τὸ τῆς πατρότητος καὶ υἱότητος καὶ ἐκπορεύσεως ὄνομα·
της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας
τοὐναντίον δὲ ἐκεῖθεν ἡμῖν μεταδέδοται, ὥς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος·
κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος
"Διὰ τοῦτο κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐξ οὗ πᾶσα
Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον
πατριὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς".
οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη».
Εἰ δὲ λέγομεν τὸν Πατέρα ἀρχὴν εἶναι τοῦ Υἱοῦ καὶ μείζονα, οὐ
Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος,
προτερεύειν αὐτὸν τοῦ Υἱοῦ χρόνῳ ἢ φύσει ὑποφαίνομεν, "δι᾿ αὐτοῦ
δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι
γὰρ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν", οὐδὲ καθ᾿ ἕτερόν τι, εἰ μὴ κατὰ τὸ αἴτιον,
«μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται
τουτέστιν ὅτι ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐγεννήθη καὶ οὐχ ὁ Πατὴρ ἐκ τοῦ
σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον
Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ αἴτιός ἐστι τοῦ Υἱοῦ φυσικῶς, ὥσπερ οὐκ ἐκ τοῦ
Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην
φωτὸς τὸ πῦρ φαμεν προέρχεσθαι, ἀλλὰ τὸ φῶς μᾶλλον ἐκ τοῦ πυρός.
ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη
φωτιά.
῞Οτε οὖν ἀκούσωμεν ἀρχὴν καὶ μείζονα τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα, τῷ
Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και
αἰτίῳ νοήσωμεν. Καὶ ὥσπερ οὐ λέγομεν ἑτέρας οὐσίας τὸ πῦρ καὶ
μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι
ἑτέρας τὸ φῶς, οὕτως οὐχ οἷόν τε φάναι ἑτέρας οὐσίας τὸν Πατέρα
είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να
καὶ τὸν Υἱὸν ἑτέρας, ἀλλὰ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς. Καὶ καθάπερ φαμὲν
πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι
από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε
διὰ τοῦ ἐξ αὐτοῦ προερχομένου φωτὸς φαίνειν τὸ πῦρ καὶ οὐ τιθέμεθα
ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το
ὄργανον ὑπουργικὸν εἶναι τοῦ πυρὸς τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς, δύναμιν δὲ
φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως
μᾶλλον φυσικήν, οὕτω λέγομεν τὸν Πατέρα πάντα, ὅσα ποιεῖ,
φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει
διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ ποιεῖν οὐχ ὡς δι᾿ ὀργάνου
με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό
λειτουργικοῦ, ἀλλὰ φυσικῆς καὶ ἐνυποστάτου δυνάμεως.
όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα).
Καὶ ὥσπερ λέγομεν τὸ πῦρ φωτίζειν καὶ πάλιν φαμὲν τὸ φῶς τοῦ
Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει,
πυρὸς φωτίζειν, οὕτω «πάντα, ὅσα ποιεῖ ὁ Πατήρ, ὁμοίως καὶ ὁ
κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός».
Υἱὸς ποιεῖ». ᾿Αλλὰ τὸ μὲν φῶς οὐκ ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὸ πῦρ
Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός
κέκτηται, ὁ δὲ Υἱὸς τελεία ὑπόστασίς ἐστι τῆς πατρικῆς ἀχώριστος
αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα,
ὑποστάσεως, ὡς ἀνωτέρω παρεστήσαμεν. ᾿Αδύνατον γὰρ εὑρεθῆναι
όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση
ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τὸν τρόπον τῆς Ἁγίας
εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση
Τριάδος παραδεικνύουσαν. Τὸ γὰρ κτιστὸν καὶ σύνθετον καὶ ῥευστὸν
της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό,
καὶ τρεπτὸν καὶ περιγραπτὸν καὶ σχῆμα ἔχον καὶ φθαρτόν, πῶς
το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει
σαφῶς δηλώσει τὴν πάντων τούτων ἀπηλλαγμένην ὑπερούσιον θείαν
τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό
οὐσίαν; Πᾶσα δὲ ἡ κτίσις δῆλον ὡς τοῖς πλείοσι τούτων ἐνέχεται καὶ
ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της
πᾶσα κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν τῇ φθορᾷ ὑπόκειται.
εξουσιάζεται από τη φθορά.
῾Ομοίως πιστεύομεν καὶ εἰς ἓν Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον καὶ
Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό,
ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ
το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό·
ἀναπαυόμενον, τὸ τῷ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ
το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό
συνδοξαζόμενον ὡς ὁμοούσιόν τε καὶ συναΐδιον, τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα,
επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές,
τὸ εὐθές, τὸ ἡγεμονικόν, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, Θεὸν
που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και
σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ ὑπάρχον καὶ προσαγορευόμενον, ἄκτιστον,
το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες,
πλῆρες, δημιουργόν, παντοκρατορικόν, παντουργόν, παντοδύναμον,
δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο·
ἀπειροδύναμον, δεσπόζον πάσης τῆς κτίσεως οὐ δεσποζόμενον,
που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει
πληροῦν οὐ πληρούμενον, μετεχόμενον οὐ μετέχον, ἁγιάζον οὐχ
χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και
ἁγιαζόμενον, παράκλητον ὡς τὰς τῶν ὅλων παρακλήσεις δεχόμενον,
δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων·
κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, ἐκ τοῦ Πατρὸς
είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα,
ἐκπορευόμενον καὶ δι᾿ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καὶ μεταλαμβανόμενον
μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση.
ὑπὸ πάσης τῆς κτίσεως καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ κτίζον καὶ οὐσιοῦν τὰ
Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει
σύμπαντα καὶ ἁγιάζον καὶ συνέχον, ἐνυπόστατον ἤτοι ἐν ἰδίᾳ
και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση,
ὑποστάσει ὑπάρχον, ἀχώριστον καὶ ἀνεκφοίτητον Πατρὸς καὶ Υἱοῦ
αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει
καὶ πάντα ἔχον, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, πλὴν τῆς ἀγεννησίας
και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου
καὶ τῆς γεννήσεως.
και του γεννητού.
῾Ο μὲν γὰρ Πατὴρ ἀναίτιος καὶ ἀγέννητος –οὐ γὰρ ἔκ τινος· ἐξ
Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από
ἑαυτοῦ γάρ τὸ εἶναι ἔχει, οὐδέ τι τῶν ὅσα περ ἐξ ἑτέρου ἔχει, αὐτὸς δὲ
κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από
μᾶλλόν ἐστιν ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ εἶναι καὶ τοῦ πῶς εἶναι φυσικῶς τοῖς
άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων
πᾶσιν. ῾Ο δὲ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ
των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο
αὐτὸ μὲν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. Καὶ ὅτι
Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη
μὲν ἔστι διαφορὰ γεννήσεως καὶ ἐκπορεύσεως, μεμαθήκαμεν· τίς δὲ
μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως
ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς, οὐδαμῶς. ῞Αμα δὲ καὶ ἡ Υἱοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς
είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν
γέννησις, καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκπόρευσις.
γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί
η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Πάντα οὖν, ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἔχει καὶ
Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και
αὐτὸ τὸ εἶναι. Καὶ εἰ μὴ ὁ Πατήρ ἐστιν, οὐδὲ ὁ Υἱός ἐστιν οὐδὲ τὸ
την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός
Πνεῦμα. Καὶ εἰ μὴ ὁ Πατὴρ ἔχει τι, οὐδὲ ὁ Υἱὸς ἔχει, οὐδὲ τὸ Πνεῦμα.
ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός,
Καὶ διὰ τὸν Πατέρα, τουτέστιν διὰ τὸ εἶναι τὸν Πατέρα, ἔστιν ὁ Υἱὸς
ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας,
καὶ τὸ Πνεῦμα. Καὶ διὰ τὸν Πατέρα ἔχει ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πάντα,
υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα
ἃ ἔχει, τουτέστι διὰ τὸ τὸν Πατέρα ἔχειν αὐτά, πλὴν τῆς ἀγεννησίας
έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την
καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως. Ἐν ταύταις γὰρ μόναις ταῖς
ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες
ὑποστατικαῖς ἰδιότησι διαφέρουσιν ἀλλήλων αἱ ἅγιαι τρεῖς ὑποστάσεις
τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές
οὐκ οὐσίᾳ, τῷ δὲ χαρακτηριστικῷ τῆς οἰκείας ὑποστάσεως ἀδιαιρέτως
ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την
διαιρούμεναι.
ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως.
Φαμὲν δὲ ἕκαστον τῶν τριῶν τελείαν ἔχειν ὑπόστασιν, ἵνα μὴ ἐκ τριῶν
Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση,
ἀτελῶν μίαν σύνθετον φύσιν τελείαν γνωρίσωμεν, ἀλλ᾿ ἐν τρισὶ
για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις
τελείαις ὑποστάσεσι μίαν ἁπλῆν οὐσίαν, ὑπερτελῆ καὶ προτέλειον·
ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή
ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα.
πᾶν γὰρ ἐξ ἀτελῶν συγκείμενον σύνθετον πάντως ἐστίν, ἐκ δὲ τελείων
Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ
ὑποστάσεων, ἀδύνατον σύνθεσιν γενέσθαι. ῞Οθεν οὐδὲ λέγομεν τὸ εἶδος
είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η
ἐξ ὑποστάσεων, ἀλλ᾿ ἐν ὑποστάσεσιν. ᾿Ατελῶν δὲ εἴπομεν τῶν μὴ
ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και
σῳζόντων τὸ εἶδος τοῦ ἐξ αὐτῶν ἀποτελουμένου πράγματος. Λίθος
ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που
μὲν γὰρ καὶ ξύλον καὶ σίδηρος, ἕκαστον καθ᾿ ἑαυτὸ τέλειόν ἐστι κατὰ
αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα
τὴν ἰδίαν φύσιν, πρὸς δὲ τὸ ἐξ αὐτῶν ἀποτελούμενον οἴκημα ἀτελὲς
είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι
ἕκαστον αὐτῶν ὑπάρχει· οὐδὲ γάρ ἐστιν ἕκαστον αὐτῶν καθ᾿ ἑαυτὸ
που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο
οἶκος.
του δεν είναι σπίτι.
Τελείας μὲν οὖν τὰς ὑποστάσεις φαμέν, ἵνα μὴ σύνθεσιν ἐπὶ τῆς θείας
Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία
νοήσωμεν φύσεως· "σύνθεσις γὰρ ἀρχὴ διαστάσεως". Καὶ πάλιν ἐν
φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι
ἀλλήλαις τὰς τρεῖς ὑποστάσεις λέγομεν, ἵνα μὴ πλῆθος καὶ δῆμον θεῶν
λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος
εἰσαγάγωμεν. Διὰ μὲν τῶν τριῶν ὑποστάσεων τὸ ἀσύνθετον καὶ
και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο,
ἀσύγχυτον, διὰ δὲ τοῦ ὁμοουσίου καὶ ἐν ἀλλήλαις εἶναι τὰς ὑποστάσεις
ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την
καὶ τῆς ταυτότητος τοῦ θελήματός τε καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς
ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως,
δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κινήσεως, ἵν᾿ οὕτως εἴπω,
της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε
τὸ ἀδιαίρετον καὶ τὸ εἶναι ἕνα Θεὸν γνωρίζομεν. Εἷς γὰρ ὄντως Θεὸς
ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας,
ὁ Θεὸς καὶ ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ.
ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του.
Χρὴ δὲ εἰδέναι, ὅτι ἕτερόν ἐστι τὸ πράγματι θεωρεῖσθαι καὶ ἄλλο τὸ
Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση,
λόγῳ καὶ ἐπινοίᾳ. ᾿Επὶ μὲν οὖν πάντων τῶν κτισμάτων ἡ μὲν τῶν
και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των
ὑποστάσεων διαίρεσις πράγματι θεωρεῖται· πράγματι γὰρ ὁ Πέτρος
δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι
τοῦ Παύλου κεχωρισμένος θεωρεῖται. ῾Η δὲ κοινότης καὶ ἡ συνάφεια
ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα
καὶ τὸ ἓν λόγῳ καὶ ἐπινοίᾳ θεωρεῖται. Νοοῦμεν γὰρ τῷ νῷ, ὅτι
κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη.
ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος τῆς αὐτῆς εἰσι φύσεως καὶ κοινὴν μίαν ἔχουσι
Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια,
φύσιν· ἕκαστος γὰρ αὐτῶν ζῷόν ἐστι λογικὸν θνητόν, καὶ ἕκαστος
μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα
σάρξ ἐστιν ἐμψυχωμένη ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ. Αὕτη οὖν ἡ κοινὴ
με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει
φύσις τῷ λόγῳ ἐστὶ θεωρητή.
αντιληπτή με τη λογική.
Οὐδὲ γὰρ αἱ ὑποστάσεις ἐν ἀλλήλαις εἰσίν· ἰδίᾳ δὲ ἑκάστη καὶ
Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται
ἀναμέρος, ἤγουν καθ᾿ ἑαυτὴν κεχώρισται, πλεῖστα τὰ
ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά
διαιροῦντα αὐτὴν ἐκ τῆς ἑτέρας ἔχουσα· καὶ γὰρ καὶ τόπῳ
αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην
διεστήκασι καὶ χρόνῳ διαφέρουσι καὶ γνώμῃ μερίζονται καὶ ἰσχύι
απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και
καὶ μορφῇ, ἤγουν σχήματι καὶ ἕξει καὶ κράσει καὶ ἀξίᾳ καὶ
τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την
ἐπιτηδεύματι καὶ πᾶσι τοῖς χαρακτηριστικοῖς ἰδιώμασι· πλέον δὲ
αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο
πάντων τῷ μὴ ἐν ἀλλήλαις ἀλλὰ κεχωρισμένως εἶναι. ῞Οθεν καὶ
όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και
δύο καὶ τρεῖς ἄνθρωποι λέγονται καὶ πολλοί.
λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι.
Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ πάσης ἔστιν ἰδεῖν τῆς κτίσεως. ᾿Επὶ δὲ τῆς Ἁγίας
Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην
καὶ ὑπερουσίου καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ ἀλήπτου Τριάδος τὸ
Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το
ἀνάπαλιν. ᾿Εκεῖ γὰρ τὸ μὲν κοινὸν καὶ ἓν πράγματι θεωρεῖται διά τε
αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά,
τὸ συναΐδιον καὶ τὸ ταυτὸν τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ
επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και
θελήματος καὶ τὴν τῆς γνώμης σύμπνοιαν τήν τε τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς
θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως
δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητος ταυτότητα –οὐκ εἶπον ὁμοιότητα,
και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε,
ἀλλὰ ταυτότητα– καὶ τὸ ἓν ἔξαλμα τῆς κινήσεως· μία γὰρ οὐσία,
δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία
μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία θέλησις, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία,
αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία
μία καὶ ἡ αὐτὴ οὐ τρεῖς ὅμοιαι ἀλλήλαις, ἀλλὰ μία καὶ ἡ αὐτὴ κίνησις
και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους.
τῶν τριῶν ὑποστάσεων.
῝Εν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτόν,
Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’
τουτέστιν ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον
ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα
Πνεῦμα πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως·
σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση
ἐπινοίᾳ δὲ τὸ διῃρημένον. ῞Ενα γὰρ Θεὸν γινώσκομεν, ἐν μόναις δὲ
όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις
ταῖς ἰδιότησι τῆς τε πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος καὶ τῆς
ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε
ἐκπορεύσεως κατά τε τὸ αἴτιον καὶ αἰτιατὸν καὶ τὸ τέλειον τῆς
τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της
ὑποστάσεως, ἤτοι τὸν τῆς ὑπάρξεως τρόπον τὴν διαφορὰν ἐννοοῦμεν.
υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως.
Οὔτε γὰρ τοπικὴν διάστασιν ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν δυνάμεθα ἐπὶ τῆς
Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική
ἀπεριγράπτου λέγειν θεότητος–ἐν ἀλλήλαις γὰρ αἱ ὑποστάσεις εἰσίν,
απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν,
οὐχ ὥστε συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον·
όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια
"᾿Εγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί", φήσαντος οὔτε θελήματος
του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»·
διαφορὰν ἢ γνώμης ἢ ἐνεργείας ἢ δυνάμεως ἤ τινος ἑτέρου, ἅτινα τὴν
ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή
πραγματικὴν καὶ δι᾿ ὅλου ἐν ἡμῖν γεννῶσι διαίρεσιν.
δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική
διαίρεση.
Διὸ οὐδὲ τρεῖς Θεοὺς λέγομεν τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον
Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και
Πνεῦμα, ἕνα δὲ μᾶλλον Θεόν, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, εἰς ἓν αἴτιον Υἱοῦ καὶ
το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός
Πνεύματος ἀναφερομένων, οὐ συντιθεμένων οὐδὲ συναλειφομένων
και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται,
κατὰ τὴν Σαβελλίου συναίρεσιν –ἑνοῦνται γάρ, ὡς ἔφημεν, οὐχ ὥστε
σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε,
συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων· καὶ τὴν ἐν ἀλλήλαις
ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την
περιχώρησιν ἔχουσι δίχα πάσης συναλοιφῆς καὶ συμφύρσεως– οὐδὲ
αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν
ἐξισταμένων ἢ κατ᾿ οὐσίαν τεμνομένων κατὰ τὴν ᾿Αρείου διαίρεσιν.
έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής
᾿Αμέριστος γὰρ ἐν μεμερισμένοις, εἰ δεῖ συντόμως εἰπεῖν, ἡ θεότης καὶ
του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και
οἷον ἐν ἡλίοις τρισὶν ἐχομένοις ἀλλήλων καὶ ἀδιαστάτοις οὖσι μία τοῦ
χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός
φωτὸς σύγκρασίς τε καὶ συνάφεια.
σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους.
῞Οταν μὲν οὖν πρὸς τὴν θεότητα βλέψωμεν καὶ τὴν πρώτην αἰτίαν
Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα,
καὶ τὴν μοναρχίαν καὶ τὸ ἓν καὶ ταὐτὸν τῆς θεότητος, ἵν᾿ οὕτως εἴπω,
στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της
κίνημά τε καὶ βούλημα καὶ τὴν τῆς οὐσίας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνεργείας
θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της
καὶ κυριότητος ταυτότητα, ἓν ἡμῖν τὸ φανταζόμενον. ῞Οταν δὲ πρὸς
δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία
τὰ ἐν οἷς ἡ θεότης, ἤ, τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἃ ἡ θεότης καὶ τὰ ἐκ
μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για
τῆς πρώτης αἰτίας ἀχρόνως ἐκεῖθεν ὄντα καὶ ὁμοδόξως καὶ
να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’
αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και
ἀδιαστάτως, τουτέστι τὰς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος,
χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος,
τρία τὰ προσκυνούμενα.
τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε.
Εἷς Πατὴρ ὁ Πατὴρ καὶ ἄναρχος, τουτέστιν ἀναίτιος· οὐ γὰρ ἔκ τινος.
Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι
Εἷς Υἱὸς ὁ Υἱὸς καὶ οὐκ ἄναρχος, τουτέστιν οὐκ ἀναίτιος· ἐκ τοῦ
δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς
Πατρὸς γάρ. Εἰ δὲ τὴν ἀπὸ χρόνου λάβοις ἀρχήν, καὶ ἄναρχος·
αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως
υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος·
ποιητὴς γὰρ χρόνων οὐχ ὑπὸ χρόνον. ῝Εν Πνεῦμα τό Ἅγιον Πνεῦμα,
διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι
προϊὸν μὲν ἐκ τοῦ Πατρός, οὐχ υἱϊκῶς δὲ ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς· οὔτε τοῦ
το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά
Πατρὸς ἐκστάντος τῆς ἀγεννησίας, διότι γεγέννηκεν, οὔτε τοῦ Υἱοῦ
εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο
τῆς γεννήσεως, ὅτι ἐκ τοῦ ἀγεννήτου· πῶς γάρ; Οὔτε τοῦ Πνεύματος
Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι
ἢ εἰς Πατέρα μεταπίπτοντος ἢ εἰς Υἱόν, ὅτι ἐκπεπόρευται καὶ ὅτι
δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό,
Θεός· ἡ γὰρ ἰδιότης ἀκίνητος. ῍Η πῶς ἂν ἰδιότης μένοι, κινουμένη καὶ
επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα
μεταπίπτουσα; εἰ γὰρ Υἱὸς ὁ Πατήρ, οὐ Πατὴρ κυρίως· εἷς γὰρ
μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο
κυρίως Πατήρ. Καὶ εἰ Πατὴρ ὁ Υἱός, οὐ κυρίως Υἱός· εἷς γὰρ κυρίως
Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι
Υἱὸς καὶ ἓν Πνεῦμα Ἅγιον.
Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία
ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα.
Χρὴ γινώσκειν, ὅτι τὸν Πατέρα οὐ λέγομεν ἔκ τινος· λέγομεν δὲ αὐτὸν
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον·
τοῦ Υἱοῦ Πατέρα. Τὸν δὲ Υἱὸν οὐ λέγομεν αἴτιον οὐδὲ Πατέρα·
λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν
λέγομεν δὲ αὐτὸν καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱὸν τοῦ Πατρός. Τὸ δὲ
είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς λέγομεν καὶ Πνεῦμα Πατρὸς
είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από
ὀνομάζομεν. Ἐκ τοῦ Υἱοῦ δὲ τὸ Πνεῦμα οὐ λέγομεν. Πνεῦμα δὲ Υἱοῦ
τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα
ὀνομάζομεν· "εἴ τις γὰρ Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει", φησὶν ὁ θεῖος
προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος
ἀπόστολος, "οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ". Καὶ δι᾿ Υἱοῦ πεφανερῶσθαι
απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει
καὶ μεταδίδοσθαι ἡμῖν ὁμολογοῦμεν· "Ἔνεφύσησε" γὰρ, φησί, καὶ εἶπε
σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· "Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον"· ὥσπερ ἐκ τοῦ ἡλίου
ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως
μὲν ἥ τε ἀκτὶς καὶ ἡ ἔλλαμψις –αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ πηγὴ τῆς τε ἀκτῖνος
ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η
καὶ τῆς ἐλλάμψεως–, διὰ δὲ τῆς ἀκτῖνος ἡ ἔλλαμψις ἡμῖν μεταδίδοται
πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη
καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ φωτίζουσα ἡμᾶς καὶ μετεχομένη ὑφ᾿ ἡμῶν. Τὸν δὲ
και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια,
Υἱὸν οὔτε τοῦ Πνεύματος λέγομεν οὔτε μὴν ἐκ τοῦ Πνεύματος.
ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου