xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΒΑΣΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΑ ΤΑ 7 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΒΑΣΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΑ 
   ΤΑ 7 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ





                                                                   ΤΑ 12 ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

1) Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράττων.
2) Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων·
3) Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ Οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
4) Τὸν δι’ ημᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, καί ἐνανθρωπήσαντα.
5) Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα, καὶ ταφέντα.
6) Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατὰ τὰς Γραφάς.
7) Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοῦς οὐρανούς, καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· Οὗ τῆς βασιλεῖας οὐκ ἔσται τέλος.
8) Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν.
9) Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν, καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
10) Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
11) Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
12) Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
ΤΑ 7 ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1) Τὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος Δόγμα. 2) Ἡ Θεότης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 3) Ἡ Ἔνσαρκος Οἰκονομία. 4) Ἡ Παρθενία τῆς Θεοτόκου. 5) Ἡ προσκύνησις τῶν Ἁγίων Εἱκόνων. 6) Ἡ Ἀθανασία τῆς ψυχῆς. 7) Ἡ μέλλουσα ζωή.

                                                                              ΟΙ 10 ΕΝΤΟΛΕΣ

1. Ἐγὼ εἴμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δούλειας. Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.
2. Οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῆ γῆ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς, ἐγὼ γὰρ εἴμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδίδους ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοὶς μισοῦσί με καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
3. Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω, οὐ γὰρ μὴ κα-θαρίση Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίω.
4. Μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. Ἐξ ἡμέρας ἐργᾶ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῆ δὲ ἡμέρα τῆ ἑβδόμη σάββατα Κυρίω τῶ Θεῶ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγατήρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁ βούς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνος σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί. Ἐν γὰρ ἐξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε τῆ ἡμέρα τὴν ἑβδόμην καὶ ἠγίασεν αὐτήν.
5. Τίμᾳ τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ μακροχρόνιος γένη ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
6. Οὐ μοιχεύσεις.
7. Οὐ κλέψεις.
8. Οὐ φονεύσεις.
9. Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρία ψευδῆ.
10. Οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου, οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστίν.

                                                                 ΤΑ 7 ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΥΠΕΡΗΦΑΝΙΑ Ἀνυποταξία, Καταγέλασις, Ὑποκρισία, Πεῖσμα, Φιλοτιμία, Οἴησις, Καύχησις, Κενοδοξία.
ΦΘΟΝΟΣ Καταλαλιὰ, Λύπη ἐπὶ τῶν καλῶν τοῦ φθονουμένου, Χαιρεκακία, Ἐπιβουλὴ, Ἀπάτη, Προδοσία, Ἔχθρα, Φιλονικεία, Ἀχαριστία, Φόνος.
ΘΥΜΟΣ Φιλονικεία - Ὕβρις - Βλασφημία - Ἐπιορκία - Κατάρα - Μῖσος - Μνησικακία - Ἐκδίκησις - Διαπληκτισμὸς - Μάχη - Φόνος.
ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ Πλεονεξία - Ἀνελεημοσύνη - Σκληρότης - Κλεψιὰ - Ἁρπαγὴ - Ἀδικία – Τοκογλυφία - Ψεῦδος - Ἐπιορκία - Δολιότις – Σιμωνία - Ἱεροσυλία - Ἀπιστία.
ΑΣΕΛΓΕΙΑ Ἀναίδεια - Αὐνανισμὸς - Συγκυλισμὸς - Παρθενοφθορία - Πορνεία - Μοιχεία - Παιδοφθορία - Ἀρσενοκοιτία - Αἱμομιξία -Κτηνοβατία - Τύφλωσις τοῦ νόος - Αθεοφοβία.
ΑΚΗΔΙΑ Θηλυπρέπεια – Μικροψυχία – Προφάσεις ἐν ἁμαρτίες - Νοθρώτις – Ἔλλειψις καλῶν ἔργων – Ἀπόγνωσις – Ἀπιστία.
ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑ Λαιμαργία - Μέθη - Καρηβαρία - Ἀκηδία - Ἀσωτία – Λαγνεία. Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου σελ. 15

                                                                      ΟΙ 12 ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

1ος Βαθμὸς εἶναι, ὅταν κάνει κάποιος τὸ καλό, ὄχι δὲ καλῶς, ἀλλὰ σμίγει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό.
2ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ τελεία ἀργία τοῦ καλοῦ.
3ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ προσβολὴ τοῦ κακοῦ στὸ λογισμό.
4ος Βαθμὸς εἶναι, ὁ συνδιασμός, ἤ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό.
5ος Βαθμὸς εἶναι ἡ πάλη ποὺ γίνεται πρὶν τὴν ἁμαρτία.
6ος Βαθμὸς εἶναι ἡ συγκατάθεση νὰ γίνει ἡ ἁμαρτία.
7ος Βαθμὸς εἶναι ἡ κατὰ διάνοια ἁμαρτία ποὺ γίνεται πρὸ τοῦ ἔργου ὅπου ὁ ἄνθρωπος τυπώνει εἰς τὸν νοῦν του τὴν ἁμαρτία τόσο παστρικὰ ὠσὰν νὰ τὴν κάνει μὲ τὸ ἔργον.
8ος Βαθμὸς εἶναι, αὐτὴ ἡ πράξη καὶ κατ’ ἐνέργεια ἁμαρτία.
9ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ συνήθεια ὅταν γίνεται ἡ ἁμαρτία συχνά.
10ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μὲ βία καὶ δυναστεία ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἁμαρτάνει θέλοντα καὶ μὴ θέλοντα.
11ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἀπόγνωσις ποὺ κυριεύει τὸν ἁμαρτωλόν.
12ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ αὐτοκτονία, δηλαδὴ θανατώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑαυτοῦ του μὲ τὸ νὰ κυριεύθει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. [Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου σελ. 19-20]

ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ
1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ 2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ 3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ

1) Θανάσιμα εἶναι τὰ προαιρετικά ἐκείνα ἁμαρτήματα, ὄπου φθεῖρουν, ἢ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην μόνην, ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ὁμοῦ καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀποκατασταίνουν ἐκείνον ὄπου τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως. Ταύτα τὰ καθολικώτερα εἶναι : Ἡ ὑπερηφάνια, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ γαστριμαργία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ακηδία ἤτοι ἀμέλεια. Τῆς μὲν ὑπερηφανίας ἐνέργειαι καὶ ἀποτελέσματα εἶναι ταύτα : Κενοδοξία, καύχησις, οἴησις, φιλοτιμία, ἀνυποταξία, καταγέλασις, ὑπόκρισις, τὸ πεῖσμα καὶ ἄλλα. Τῆς δὲ φιλαργυρίας ταῦτα : Πλεονεξία, ἀνε-λεημοσύνη, σκληρότης τῆς καρδίας, κλεψιά, ἀρπαγή, ψεύδος, ἀδικία, δολιότης, ἐπιορκία, σιμωνία, ἰεροσυλία, ἀπιστία, καὶ τὸ διάφορον τῶν ἄσπρων. Τῆς πορνεῖας ταύτα : Μοιχεία, ἀρσενοκοιτία, κτηνοβατία, αἰμομιξία, παιδοφθορία, παρθενοφθορία, συγκυλισμός, μαλακία, ἀναίδεια, τύφλωσις τοῦ νοός καὶ ἀθεοφοβία. Τοῦ φθόνου ταύτα : Ἐπιβουλή, ἔχθρα, χαιρεκακία, φιλονεικία, καταλαλιά, ἀπάτη, προδοσία, φόνος, ἀχαριστία, λύπη ἐπὶ τοῖς καλοῖς τοῦ φθόνουμένου. Τῆς γαστρίμαργίας ταύτα : Λαιμαργία, μέθη, ἀσωτεία, καρηβαρία, λαγνεία, ἀκηδία καὶ ἄλλα. Τοῦ θυμοῦ ταύτα : Βλασφημία, μίσος, μνησικακία, φιλονεικία, ἐπιορκία, κατάρα, ὔβρις, μάχη, διαπληκτισμός καὶ φόνος. Τῆς ἀκηδίας ταύτα : Μικροψυχία, θηλυπρέπεια, λύπη καὶ ἀγανάκτησις διὰ τὸ καλό ποὺ ἔχει νὰ κάνει, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀπόγνωσις, ἀπιστία καὶ νοθρώτης καὶ ἔλειψις τῶν καλῶν ὄπου ἐδύνατο νὰ πράξει. Σημείωσε δέ καὶ τούτο, ὅτι τὰ θανάσιμα ταύτα νοούνται ὡσάν πάθη τινὰ καὶ ἔξεις ἐριζωμέναι εἰς τὴν ψυχήν, ἀφ’ ὥν βλαστάνουν τὰ ἀνωτέρω ἀποτελέσματα. Καὶ ὅτι, ἄλλα ἐξ, αὐτῶν εἶναι μεγαλύτερα, καὶ ἄλλα μικρότερα· ἄλλα εἶναι αἴτια τῶν ἄλλων, καὶ ἄλλα αἰτιατά, ὡς εἶδες, ὅτι ἀπὸ τὴν γαστριμαργία γεννάται ἡ λαγνεία, καὶ ἡ ἀκηδία· καὶ ὅτι ἄλλα ἐξ αὐτῶν γεννοῦν διάφορα ἀποτελέσματα, καὶ ἄλλα γεννοῦν τὰ αὐτά, καθῶς ὁ φθόνος καὶ ὁ θυμὸς γεννοῦν τὸν φόνο καὶ τὴν φιλονεικία. (Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου – σελ.15)
2) Συγγνωστὰ δὲ εἶναι ἐκείνα τὰ προαιρετικά ἁμαρτήματα, ὅπου δὲν φθεῖρουν τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην, μηδὲ κατασταίνουν τὸν ἄνθρωπον ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, εἰς τὰ ὁποία εἶναι ὑποκείμενοι καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, κατὰ τὸ ρητὸν τοῦ ἀδελφοθέου ''Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἄπαντες'' ( Ἰάκ-3,2). Καὶ τὸ τοῦ Ἰωάννου «Ἐὰν εἴπωμεν, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἐαυτοὺς πλανώμεν» (Α΄-Ἰωάν. 1,8) καὶ κατὰ τὸν ρκέ, ρκστ', ρκζ', κανόνα τῆς ἐν Καθαργενή. Ταύτα δέ εἶναι κατὰ τὸν Κορέσιον καὶ τὸν Χρύσανθον, ὁ ἀργὸς λόγος, ἡ πρώτη κίνησις καὶ ταραχή τοῦ θυμοῦ, ἡ πρώτη κίνησις τῆς ἐπιθυμίας, ἡ πρώτη κίνησις τοῦ μίσους, τὸ παιγνιώδες ψεύδος, ὁ κατὰ πάροδον φθόνος, ἤτοι ὁ κοινῶς λεγόμενος ζῆλος, ὅστις εἶναι λύπη μικρὰ διὰ τὰ καλὰ τοῦ πλησίον, καὶ τὰ ὅμοια. Συγγνωστὰ δὲ γίνονται τὰ ἀνήκοντα εἰς τὸ σῶμα θανάσιμα ἀμαρτήματα, ὄταν ἔλθουν εἰς μόνην τὴν διάνοιαν καὶ τὸν λόγον· δηλ. ἡ θανάσιμος πορνεία, ὅταν συλληφθή ἐν τῆ ἐπιθυμία καὶ διανοία ἢ καὶ λαληθεῖ δι’ αἰσχρολογίας εἶναι συγγνωστή· διὸ καὶ ὁ Ἀδελφόθεος εἶπεν ''Η ἐπιθυμία συλλαβούσα, τίκτει ἁμαρτίαν, (συγγνωστὴν δηλαδὴ) ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθείσα (διὰ τοῦ σῶματος καὶ τοῦ ἔργου) ἀποκυεῖ θάνατον''. Ὁμοίως καὶ ἡ τῷ λόγῳ ἀνήκουσα θανάσιμος ἐὰν γίνει μόνον μὲ τὸν νοῦν, εἶναι συγγνωστὴ· δηλ. ἡ θανάσιμος βλασφημία, ὅταν γίνεται ἐν μόνω τὸ νοῒ ἁκουσίως, εἶναι συγγνωστή. Καὶ ἀπλῶς εἰπεῖν, τὰ γινόμενα θανάσιμα εἰς τὰ κατώτερα καὶ χονδρότερα μέρη, ὅταν γίνονται εἰς τὰ ἀνώτερα καὶ λεπτότερα μέρη, εἶναι συγγνωστά. (Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου – σελ.17)
3) Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως ὁνομάζονται ἐκεῖνα τὰ καλὰ ἔργα, ἢ λόγια, ἢ νοήματα, ὅπου ἐδύνατο τινὰς νὰ κάνει ἢ νὰ νοήσει, ὅμως ἀμέλησε καὶ δὲν τὰ ἔκανε, οὕτε τὰ εἶπε, οὕτε τὰ ἐννόησε. Ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως λέγονται, καὶ ὅσα κακὰ ἐδύναντο καὶ εἴχαν τὸν τρόπον νὰ ἐμποδίσουν τινές, λόγω, ἢ ἔργω, καὶ δὲν τὰ ἐμπόδισαν· διὰ τούτο καὶ ἐπιτιμώνται παρομοίως μὲ ἐκείνους, ὅπου τὰ κάνουν, κατὰ τὸν κέ. Κανόνα τῆς ἐν Ἁγκύρα, τὸν οά. Κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου, καὶ τὸν κέ. Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ. Ἡξεύρω πολὺ καλά, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ταύτα τῆς ἐλλείψεως, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ γνωρίζουν πῶς εἶναι ὅλως ἁμαρτήματα· διότι ὁλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, ὅπου στοχάζονται διὰ ἁμαρτίαν ἄν δὲν ἔκαμαν τὴν τάδε ἐλεημοσύνη, ὅπου ἐδύναντο νὰ δώσουν εἰς τὸν πλησίον, ἢ νὰ κάνουν τὴν τόσην προσευχήν, ἡ ἄλλην ἀρετήν. Ἀλλ' ὅμως καὶ τούτο ἡξεύρω καλώτατα, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ διὰ αὐτὰ ἔχει νὰ ζητήσει λογαρια-σμὸν ἐν ἡμέρα κρίσεως. Ποιὸς μᾶς βεβαιώνει; Τὸ παράδειγμα τοῦ ὁκνηροῦ ἐκεῖνου δούλου, ὅπου εἴχε τὸ ἔνα τάλαντον, καὶ τὸ ἔχωσεν εἰς τὴν γῆ, ὁ ὁποίος κατεδικάσθει, ὅχι διατὶ ἔκαμε καμμίαν ἁμαρτίαν, ἢ ἀδικίαν εἰς τοῦτο· ἀλλ' ὅτι δυνάμενος νὰ τὸ αὐξήσει, ἀμέλησε καὶ δὲν τὸ αὔξησεν. Μᾶς βεβαιώνει καὶ τὸ παράδειγμα τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, αἱ ὀποίαι κατεκρίθησαν ὅχι δι' ἄλλο, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἐλαίου. Καὶ ἡ παράστασις τῶν ἐξ ἀριστερῶν ἐστῶτων ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποίοι ἔχουν νὰ κατακριθοῦν, ὅχι διατὶ ἕκαμαν καμμία ἁμαρτία, ἀλλὰ διατὶ ἔλειψαν καὶ δὲν ἡλέησαν τὸν ἀδελφὸν τους «Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν'' (Ματθ-25,42) (Ἐξομολογητάριον Ἀγ.Νικοδήμου σελ. 19)

                                      ΤΑ 7 ΚΑΚΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΥ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

1ον κακὸν εἶναι ἡ στέρησις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς προκαταρτικῆς, λέγω καὶ δραστικῆς, καὶ δικαιούσης, καὶ ἁπλῶς τῆς διὰ πίστεως γενικῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι μαργαρίτης τόσο πολύτιμος ὅπου ἐξόδευσε ὁ Κύριος ὄλον τοῦ τὸ αἷμα, διὰ νὰ σοῦ τὸν ἐξαγοράσει, τὸν ὁποῖον ἐσὺ ταλαίπωρε, ἀλλάζεις μὲ ἕνα οὐδέν, καὶ κάνεις ἀφρονέστερα ἀπὸ ἕνα νήπιον, ὅπου ἀλλάζει ἕνα διαμάντι μὲ ἕνα μόνον καρύδι. Χωρὶς αὐτὴν τὴν χάριν ἡ ψυχή σου, μένει τόσον ἄσχημος, ὅπου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν δεῖ κάποιος, καθὼς εἶναι, καὶ νὰ μὴν ἀποθάνει.
2ον κακόν της θανασίμου ἁμαρτίας εἶναι, τὸ νὰ ὑστερεῖ τὴν ψυχή σου, ἁμαρτωλέ, ἀπὸ τὴν θείαν υἱοθεσίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία εἰδικὴ καὶ ξεχωριστῆ δωρεά, καὶ ἕνα τόσον ὑψηλὸν χάρισμα, ὅπου κάνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ κατοικεῖ εἰς ἐσὲ μὲ μίαν ἰδιαιτέραν καὶ διαφορετικὴν ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους τόπους παρουσίαν του καὶ ἐνέργειαν. Αὐτὴ σὲ κάνει υἱὸν Θεοῦ, καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας του, καὶ αὐτὴ κατασταίνει τὰ ἔργα σου ἄξια τόσου μεγάλου μισθοῦ, ὥστε ὅπου ἡ πλέον μικρά σου πρᾶξις εἶναι τόσης πολλῆς τιμῆς ἄξια, ὅσης εἶναι καὶ ὅλος ὁ Παράδεισος· ἀλλ’ εὐθὺς ὅπου χάσεις αὐτὴν τὴν χάριν τί γίνεσαι; ἀλλοίμονον! υἱὸς τοῦ διαβόλου, παρόμοιος μὲ ἐκεῖνον διὰ τὴν ἁμαρτίαν, καθὼς καὶ ὁ υἱὸς παρομοιάζει μὲ τὸν πατέρα τοῦ διὰ τὴν φύσιν.
3ον κακόν της ἁμαρτίας εἶναι τὸ νὰ σὲ ὑστερεῖ, ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν αἰώνιον κληρονομιὰν τοῦ Παραδείσου, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἑτοιμασμένην νὰ σοῦ δώσει ὁ οὐράνιος σου Πατήρ. Δὲν δύναται κάποιος νὰ πεῖ πόσον εἶναι μωρός, πόσον καταγελᾶται ἀπὸ ὅλους ἕνας, ὅπου ἤθελε πωλήσει τὰ πρωτοτόκιά του, καὶ τὴν κληρονομίαν τοῦ διὰ ἕνα ὀλίγον, ὡς ὁ Ἠσαὺ τὰ ἐπώλησε διὰ ὀλίγην φακήν. Σύγκρινε τώρα ἐσὺ ἁμαρτωλέ, τὸν οὐρανὸν μὲ τὴν γῆν, τὴν κληρονομίαν τῆς ἀφθάρτου βασιλείας, ὅπου ἔχασες, μὲ τὰ πρωτοτόκια τοῦ Ἠσαύ, καὶ μὲ τὴν ἐπίγειον κληρονομίαν τῆς φθαρτῆς βασιλείας, καὶ θὰ καταλάβεις, πόσον ἀξιογελαστότερος & μωρότερος εἶσαι.
4ον κακὸν ὅπου κάνει ἡ ἁμαρτία, εἶναι τὸ νὰ σὲ ὑστερεῖ, ἀπὸ ὅλους τους μισθοὺς ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, ὅπου ἔκανες πρὸ τῆς ἁμαρτίας· χάριν παραδείγματος. Ἐὰν ἐσὺ ἐδοκιμάζες σκληραγωγίαν εἰς 60 χρόνους μένωντας ὁλόγυμνος, καὶ τὸ μὲν θέρος συγκαιόμενος ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου, τὸν δὲ χειμῶνα, πηγνύμενος ἀπὸ τὸ ψῦχος, ὡσὰν τὸν Ὀνούφριον, καὶ Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην· ἂν βάσταζες εἰς τὸν λαιμόν σου μίαν σιδηρᾶν ἁλυσσίδα 20 ἔτη, ὡσὰν τὸν Ἅγιον Εὐσέβιον· ἂν κατοικοῦσες μέσα εἰς ἕναν τάφον 14 ἔτη, ὡσὰν τὸν Ὅσιον Ἰάκωβον· ἂν στεκόσουν 40 ἔτη, ἐπάνω εἰς ἕνα στῦλον, ὡσὰν τὸν Ἅγιον Συμεὼν τὸν Στυλίτην· ἄν ἐπέστρεφες εἰς τὴν πίστην περισσότερα ἔθνη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους· ἂν ἤθελες λάβει περισσοτέρας ἀποκαλύψεις ἀπὸ τοὺς Προφῆτες· ἂν ἤθελες χύσει περισσότερον αἷμα ἀπὸ ὅλους τους Μάρτυρες· καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἔπρατες μίαν μόνον θανάσιμον ἁμαρτίαν ἀφανίζονται παρευθὺς ἀπὸ αὐτὴν ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρῶτα σου καλὰ καὶ οἱ μισθοί, καὶ ἀποθνῄσκοντας ἐν τὴ ἁμαρτία, δὲν ἤθελες ὠφεληθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὸ οὐδέν. Ἔτσι ἀποφασίζει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διὰ τὸν δίκαιον ὅπου ἁμαρτήσει, πῶς δὲν θέλουν ἐνθυμηθοῦν αἱ προτεραὶ τοῦ δικαιοσύναι . (Ἰεζ-33,13)
5ον κακὸν ὅπου προξενεῖ ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ νὰ σὲ ὑστερεῖ ἀπὸ τὰς ἐξαιρέτους βοηθείας τοῦ Θεοῦ· διατί, καθὼς μία φιλόστοργος μήτηρ ἀγαπᾷ καὶ προνοεῖται ἀπὸ καρδίας διὰ τὸ τέκνον τῆς πάντοτε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς διὰ τὴν ψυχήν σου προνοεῖται, ὅταν εἶναι χωρὶς ἁμαρτία θανάσιμον. Αὐτὸς τὴν βοηθεῖ, τὴν κυβερνᾷ, τὴν κρατεῖ εἰς τᾶς ἀγκάλας του, τῆς γλυκαίνει τὴν καρδίαν, τῆς φωτίζει τὸν νοῦν, τῆς θερμαίνει τὴν θέλησιν, καὶ τῆς δίδει μία δραστικὴν δύναμιν, διὰ νὰ ἐργάζεται εὐκόλως τὴν σωτηρίαν της. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσὺ ἁμαρτήσεις θανασίμως ἐὰν καὶ νὰ μὴν σὲ παραιτεῖ παντελῶς ὁ Θεός, ὅμως δὲν διαχέει εἰς τὴν ψυχή σου τὰς πρότερας ἐπιρροᾶς καὶ βοηθείας τῆς χαριτός του· ὅθεν μὲ τὸ νὰ ὑστερῆσαι αὐτῶν τῶν βοηθειῶν, γίνεται εἰς ἐσὲ δυσκολωτέρα ἡ σωτηρία σου. Ἐπειδὴ τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς ψυχῆς σου ἀδυνατίζει καὶ δυναμώνει καὶ ὑπερνικᾷ τὸ κατώτερον καὶ παθητικόν, καὶ ἔτσι μεταπίπτωντας ἀπὸ μίαν εἰς ἄλλην ἁμαρτίαν, καταντᾷς τελευταῖον εἰς μίαν ἄβυσσον τῶν κακῶν.
6ον κακόν, ὅπου προξενεῖ ἡ ἁμαρτία εἰς ἐσένα ἀδελφέ, εἶναι τὸ νὰ σὲ κάνει ἔνοχόν της αἰωνίου κολάσεως· διατὶ εὐθὺς ὅπου ἁμαρτήσεις θανασίμως, ἐξαλείφεται τὸ ὄνομά σου ἀπὸ τὴν βίβλον τῆς ζωῆς, καὶ γίνεσαι ὑπόδικος εἰς ἐκείναι τὰ τρομερά του ᾅδου βασανιστήρια, διὰ νὰ τιμωρῆσαι αἰωνίως.
7ον κακόν της ἁμαρτίας εἶναι τὸ τελευταῖον, ὅπου ἀκολουθεῖ μετὰ τὸν θάνατον διατὶ ἂν δὲν μετανοήσεις πρὸ τοῦ θανάτου σου μὲ μίαν ἀληθινὴν καὶ τελείαν μετάνοιαν καὶ διόρθωσιν, καταβαίνει ἐμπράκτως ἡ ψυχή σου μέσα εἰς ἐκείνας τὰς φυλακὰς τοῦ ᾅδου, εἰς τόπον ὀδυνηρόν, εἰς τόπον σκοτεινόν, προσμένουσα ἕως ὅτου νὰ γίνει ἡ κοινὴ ἀνάστασις νὰ ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα σου, διὰ νὰ λάβεις καὶ τὸ τέλειον τῆς κολάσεως. [Εξομολογητάριον Αγ.Νικοδήμου Αγιορείτου σελ. 228-232]

                  ΟΙ 7 ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

1η εἶναι, ποὶος εἶναι ὁ πράξας, 2η τί ἁμαρτίαν ἔπραξε, 3η διατὶ τὴν ἔπραξε, 4η μὲ ποιὸν τρόπον τὴν ἔπραξε, 5η εἰς ποιὸν καιρὸν τὴν ἔπραξε, 6η εἰς ποιὸν τόπον τὴν ἔπραξε, 7η πόσες φορὲς τὴν ἔπραξε.

Εἰς τὸ ποὶος ἐξεταζόμενον τὸ ἁμάρτημα, γίνεται μεγαλύτερον ἢ μικρότερον· λόγου χάριν, μεγαλήτερον εἶναι τὸ σφάλμα τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ Βασιλέως, τοῦ Ἄρχοντος, διὰ τὸ κακὸ παράδειγμα ὅπου δίδουν εἰς τὸν λαόν, παρὰ τὸ αὐτὸ σφάλμα ἑνὸς ὑπηκόου. Ὁμοίως ἕνας Καλόγερος, καὶ φιλόσοφος, καὶ γέρων περισσότερον ἁμαρτάνει ἂν καλλωπίζεται, παρὰ ἕνας κοσμικός, ἕνας ἀπαίδευτος, ἕνας νέος καλλωπι-ζόμενος. Εἰς τὸ ποίος, ἀναφέρεται καὶ ἡ κατάστασις τοῦ προσώπου, μὲ τὸ ὁποῖον ἤμαρτεν ὁ ἐξομολο-γούμενος· ἂν αὐτὸ δηλαδὴ εἶναι ἱερωμένον, ἢ λαϊκόν, καὶ τὰ ὅμοια· ὄχι δὲ καὶ νὰ φανερώνει καὶ τὸ κύριόν του ὄνομα.
Εἰς τό, τί, ἐξεταζόμενον τὸ ἁμάρτημα γίνεται μεγαλήτερον, ἢ μικρότερον· καθότι τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα εἶναι μεγαλήτερα ἀπὸ τὰ συγγνωστά. Καὶ πάλιν ἀπὸ τὰ θανάσιμα ὁ φόνος εἶναι μεγαλήτερον ἀπὸ τὴν εἰς τὰ κεφαλαιώδη κλεψιάν, καὶ ἀπὸ ὅλα, ἡ ἄρνησις καὶ ἡ ἀσέβεια. Εἰς ταύτην τὴν περίστασίν του, τί, ἀναφέρονται καὶ ἐξετάξονται καὶ τὰ ἁμαρτήματα τῆς ἐλλείψεως, ὅσα δηλαδὴ καλὰ ἐδύνατο νὰ κάνει κανείς, ἢ νὰ πεῖ, ἢ νὰ νοήσει, καὶ δὲν τὰ ἔκανε, ἢ δὲν τὰ εἶπε, ἢ δὲν τὰ ἐνόησε· καὶ ὅσα κακὰ ἐδύνατο νὰ ἐμποδίσει λόγω ἢ ἔργω καὶ δὲν τὰ ἐμπόδισεν. Εἰς ταύτην τὴν περίστασιν ἐξετάζεται τὸ γένος τῆς ἁμαρτίας, ἤτοι ἂν εἶναι ἔργον, ἢ λόγος, ἢ νόημα καὶ λογισμὸς· ὁμοίως καὶ τὸ εἶδος της· δηλαδὴ ποῖον ἔργον· μοιχεία, ἢ πορνεῖα, ἢ φόνος· καὶ ποὶος λόγος· ἀργολογία, ἢ ἐπιορκία, ἢ ψευδομαρτυρία, ἢ βλασφημία· καὶ ποὶος λογισμὸς . ὑπερηφάνεια, ἢ αἵρεσις, ἢ βλασφημία κατὰ νοῦν· καὶ ἢ προσβολή, ἢ συνδιασμός, ἢ συγκατάθεσις, καὶ τὰ ἄλλα.
Εἰς τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἤμαρτεν ὁ ἄνθρωπος, ἐξεταζόμενο τὸ ἁμάρτημα, αὐξάνει ἡ ὀλιγοστεύει τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Δηλαδὴ ἂν κάποιος ἐφόνευσε τὸν τύραννον διὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν πόλη ἀπὸ τὴν τυραννίαν του ἢ ἔκλεψε διὰ νὰ ἐλεήσει πτωχοὺς· ἢ ἐκτύπησε τὸν βιαστὴν διὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν κόρη, ὅπου ἐβίαζεν, λιγότερον βάρος ἔχει ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅπου φονεύσει, ἢ κλέψει ἢ κτυπήσει διὰ τὰ κακὰ τέλη του. Καὶ ἁπλῶς κάθε ἁμαρτία ἀπὸ τὸ τέλος καὶ τὸν σκοπὸν τῆς κρίνεται.
Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον γίνεται ἡ ἁμαρτία, αὐξάνει ἢ ὀλιγοστεύει τὸ βάρος της· δήλ. ἐκεῖνος ὅπου ἁμαρτήσει ἐν γνώσει, ἢ μὲ μελέτην, ἢ μὲ δόλον, ἢ μὲ κακὴν προαίρεσιν, βαρύτερα ἁμαρτάνει ἀπὸ τὸν ἁμαρτήσαντα τὸ αὐτὸ ἁμάρτημα ἐν ἀγνοῖᾳ, ἀκουσίως, κατὰ συναρπαγὴν καὶ περίστασιν, ἀπὸ κουφότητα καὶ ἀκακίαν. Εἰς τὸν τρόπον ἀναφέ-ρεται καὶ κάθε ὄργανον, μὲ τὸ ὁποῖον ἁμαρτάνει κάποιος· δήλ. τὸ ξύλον, ἢ τὸ μαχαῖρι, μὲ τὸ ὁποῖον ἐφόνευσεν, ἢ οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὸ μέσον καὶ τὴν βοήθεια τῶν ὁποίων ἔπραξε τὴν ἁμαρτίαν.
Ὁ καιρός, καθ’ ὂν ἤμαρτε κάποιος, ὄλιγοστευει, ἢ αὐξάνει τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας· δήλ. ἂν κάποιος ἐν καιρῷ ἀνάγκης καὶ πείνας κλέψει ψωμί, ἢ σῖτον, λιγώτερο ἁμαρτάνει ἀπὸ τὸν χωρὶς τῆς τοιαύτης ἀνάγκης κλέψαντα. Καὶ ὅσοι μετὰ τὴν χάρη τοῦ Εὐαγγελίου ἁμαρτάνουν βαρύτερον κρῖμα ἔχουν ἀπὸ τοὺς ἐν νόμῳ ἁμαρτήσαντας. Καὶ οἱ γυναῖκες, ὅπου λαμβάνουν τὰ θανατηφόρα βότανα μετὰ τὴν σύλληψιν τοῦ παιδιοῦ, βαρύτερα ἁμαρτάνουν ἀπὸ τᾶς λαμβάνουσας ταῦτα πρὸ τῆς συλλήψεως.
 Καὶ εἰς τὰ ἄλλα ὁμοίως ἀκολουθεῖ.
Ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον γίνεται τὸ ἁμάρτημα λιγοστεύει ἢ αὐξάνει τὸ βάρος του· δήλ. ἐὰν φονεύσει κάποιος, ἢ κλέψει ἐν τὴ Ἐκκλησία, βαρύτερα ἁμαρτάνει τοῦ φονεύσαντος, ἢ κλεψαντος ἐν τῷ οἴκῳ, καθότι ὁ ἐν Ἐκκλησίᾳ ταῦτα ποιήσας, διπλὰ ἁμαρτάνει κάνωντας ἐνταυτῶ φόνον καὶ δείχνωντας πρὸς τὸν Θεὸν ἀσέβεια καὶ ἀπιστία καὶ κάνοντας ἐν ταυτῷ κλεψιὰν καὶ ἱεροσυλίαν.Καὶ ὁ ἁμαρτήσας ἐν ἐρήμῳ, βαρύτερα ἁμαρτάνει τοῦ ἐν κόσμῳ. Ὁ ἐν μοναστηρίῳ, τοῦ ἐν πόλει. Ὁ ἐν πολιτείᾳ ἔχων πολλὰ παραδείγματα ἀρετῆς, τοῦ ἐν χωρίω, καὶ ἐν μῇ τοιάυτη πολιτεία ἁμαρτήσαντος. Ὁ ἐν φανερῷ βαρύτερα ἁμαρτάνει τοῦ ἐν κρυπτῷ.
Τὸ πόσες φορὲς ἔγινε ἡ ἁμαρτία αὐξάνει ἢ ὀλιγοστεύει τὸ βάρος της· διότι ἐκεῖνος, ὅπου μίαν, ἢ καὶ δυὸ φορὲς ἁμαρτήσει, λιγότερο ἐπιτίμιον ἔχει, ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅπου ἔκανε τὴν αὐτὴν ἁμαρτίαν ὄχι μίαν ἢ δυὸ ἢ τρεῖς φορὲς ἀλλὰ πολλὲς φορὲς· (βλέπε καὶ τὸν 8ον Κανόνα τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Τόπ. Συνόδου).
[Εξομολογητάριον Αγίου Νικοδήμου 31-34]

6 ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ

1ον προφυλακτικόν εἶναι ἠ ενθύμησις τῶν αμαρτιών, τὸ νὰ μὴν λησμονήσεις, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὶς ἁμαρτίες ὅπου ἔπραξες. Ἔτσι σὲ προστάζει ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἠσαϊου «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ, καὶ τᾶς ἁμαρτίας σου, καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι· σὺ δὲ μνήσθητι, καὶ κριθῶμεν» (Ἤσ. 43,25). Τοῦτο δὲ νὰ κάνεις δήλ. νὰ ἐνθυ-μῆσαι τᾶς ἁμαρτίας σου, ὄχι διὰ νὰ βασανίζεις τὸν λογισμόν σου, ἀλλὰ διὰ νὰ παιδεύεις τὴν ψυχήν σου νὰ μὴν σκιρτᾷ εἰς τὰ πάθη, καὶ νὰ μὴν πίπτει πάλιν εἰς τὰ ἴδια. Διὰ νὰ γνωρίζεις μὲ τὴν ἐνθύμησιν τὴν μεγάλην χάριν, ὅπου ἔλαβες παρὰ Θεοῦ, τὸ νὰ σοῦ συγχωρήσει τόσες ἁμαρτίες. Καθὼς καὶ ὁ Παῦλος ἐνθυμεῖτο πάντοτε πὼς ἐδίωξε τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ δείξει τὸ μέγεθος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διὰ νὰ συντρίβεις τὴν καρδίαν σου, καὶ νὰ κατανύγεις τὴν ψυχήν σου. Καὶ τελευταῖον, διὰ νὰ ταπεινώνεσαι, καὶ νὰ ἔχεις τὸν εὐατόν σου ἀνάξιον καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς.
2ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου, τὸ νὰ φεύγεις τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ κατὰ τοὺς φιλοσοφικοὺς Κανόνας τὰ αὐτὰ αἴτια κάνουν πάντοτε καὶ τὰ αὐτὰ αἰτιατὰ καὶ ἀποτελέσματα. Φεῦγε λοιπὸν ἀδελφέ, τὰς κακὰς θεωρίας τὰς κακὰς συνομιλίας καὶ συναναστροφᾶς τῶν ἀτάκτων, καὶ μάλιστα φεῦγε τὰς συνομιλίας καὶ φιλίας τῶν προσώπων ἐκείνων, τὰ ὁποία ἤμαρτες σαρκικῶς· διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, ἢ ἐσὺ πρέπει νὰ φύγεις ἀπὸ αὐτά, ἢ αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ μακρύνεις ἀπὸ λόγου σου καὶ νὰ τὰ διώξεις ἂν τὰ ἔχεις εἰς τὸ σπίτι σου, κὰν δούλη εἶναι, κὰν δοῦλος, καὶ ἁπλῶς, κὰν ἐδικός σου, καὶ φίλος. Περὶ τούτων εἶπεν ὁ Κύριος «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σέ, ἔξελε αὐτόν, καὶ βάλε ἀπό σου· συμφέρει γὰρ σοὶ ἵνα ἀπόλλυται ἓν τῶν μελῶν σου, καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῆ εἰς γέενναν» (Μάτθ. 5,29). Καὶ μὴ πιστεύσεις ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, λέγωντᾶς· ἐγὼ μπορῶ νὰ συναναστρέφομαι μὲ τὰ βλάπτοντα πρόσωπα καὶ νὰ μὴν βλάπτωμαι. Πεπλανημένος λογισμὸς εἶναι αὐτός, ἐπειδὴ εἶναι γεγραμμένον «Μὴ πιστεύσεις τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σειράχ. 12,10).
3ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου, τὸ νὰ ἐξομολογήσαι συνεχώς, εἰς τρόπον ὅτι, ὄχι μόνον ὅταν πράξης κάθε θανάσιμον καὶ μεγάλον ἁμάρτημα, παρευθὺς νὰ τρέχεις εἰς τὸν Πνευματικὸν· ἀλλὰ καὶ ὅταν πράξης κάθε μικρὸν καὶ συγγνωστόν, ἂν εἶναι δυνατόν. Διατί, καθὼς οἱ πληγὲς ὅταν φανερωθοῦν εἰς τὸν Ἰατρόν, δὲν αὐξάνουν, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτίες, ὅταν ἐξομολογοῦνται, δὲν πηγαίνουν εἰς αὔξησιν. Τὰ λελέκια ἔχουν μίαν συνήθειαν, καὶ ὅπου τοὺς χαλοῦν τὶς φωλιές τους, ἐκεῖ πλέον δὲν πηγαίνουν, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες ἀναχωροῦν ἀπὸ ἐκεῖνον ὅπου συχνὰ ἐξομολογεῖται· διατὶ μὲ τὴν συχνὴ ἐξομολόγηση χαλᾷ τὶς φωλιές τους καὶ τὰ δίκτυά τους, καθὼς τὸ εἶπαν οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες εἰς ἕναν ἐνάρετον ἄνδρα. Πρὸς τούτοις εἶπον καὶ τοῦτο· πῶς ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἀνεξομολόγητος, ἔχουν ὅλα τὰ μέλη του σὰν δεμένα μὲ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μποροῦν νὰ κινηθοῦν εἰς τὸ νὰ κάνει τὸ καλόν, καὶ ὅταν ἐξομολογηθεῖ, παρευθὺς λύνονται.
4ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου ἀδελφέ, τὸ νὰ ἐνθυμῆσαι τὰ ὑστερινὰ σου, δηλ. νὰ μελετᾷς παντοτεινὰ τὸν θανατόν σου, τὴν φοβερὰν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ τὴν αἰώνιον ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου διατὶ ἡ ἐνθύμησις καὶ ὁ φόβος τούτων τῶν τεσσάρων γίνεται εἰς του λόγου σου, ὡσὰν ἕνα δυνατὸν χαλινάρι, τὸ ὁποῖον δὲν σὲ ἀφήνει νὰ ἁμαρτήσεις, καθὼς λέγει διὰ τοῦ Σειρὰχ (7,36) τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον «Μιμνήσκου, τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἁμαρτήσεις».
5ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου ἀδελφέ, τὸ νὰ γνωρίσεις καλά, τί κακὸν πρᾶγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία, καὶ μάλιστα ἡ θανάσιμος· ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διὰ τοῦτο κάνουν τὴν ἁμαρτίαν, διατὶ δὲν ἠξεύρουν πόσον μεγάλον κακὸν εἶναι. Διὸ καὶ εἰς πολλὰ μέρη τῆς θείας Γραφῆς οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀνομάζονται ἄφρονες καὶ ἄγνωστοι.
6ον προφυλακτικόν εἶναι ἡ προσευχὴ. Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάνει ἐκεῖνο ὅπου δύναται, καὶ νὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκεῖνο ὅπου δὲν δύναται. Διὰ τοῦτο καὶ ἠμεῖς, ἀφοῦ σου ἐδώσαμεν ἀδελφὲ τὰ προρρηθέντα προφυλακτικά, διὰ νὰ μὴν μεταπίπτεις εἰς τὴν ἁμαρτίαν, τὰ ὁποία δύνασαι νὰ τὰ κάνεις ἀπὸ λόγου σου μὲ τὴν δικήν σου δύναμιν καὶ προαίρεσιν, τελευταῖον σου δίδομεν καὶ ἕνα ἕκτον προφυλακτικόν, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἱερὰ Προσευχή. Μὴν παύεις λοιπὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἀφιερώνεις τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παράκαλεῖς θερμότατα νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀσθένειάν σου, καὶ νὰ στερεώσει τὴν θελησίν σου εἰς τὴν ἀπόφασιν ταύτην, ὅπου ἔκαμες, μὲ τὴν ἐξ ὕψους χάριν του καὶ βοήθειαν, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ σὲ εἰσακούσει διὰ τὴν μεγάλην του ἐλεημοσύνην, ὡς τὸ ὑπόσχεται μόνος του. «Ἐὰν καταβοήση πρὸς μέ, εἰσακούσομαι αὐτοῦ, ἐλεήμων γὰρ εἰμί» (Ἐξ. 22,27). [Βλέπε περισσότερα στο Εξομολογητάριον Αγ.Νικοδήμου σελ. 206-236]

         ΟΙ 3 ΠΑΙΔΕΙΕΣ ΟΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η ΑΜΑΡΤΙΑ

1ον, εἰς τοὺς Ἀγγέλους, 2ον, εἰς τοὺς ἀνθρώπους, 3ον, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἐπαίδευσε τὴν ἁμαρτία εἰς τοὺς Ἀγγέλους ὁ Θεὸς, καὶ διὰ ἕνα μόνον ὑπερήφανον καὶ ἀποφασιστικὸν λογισμόν τους, ἐκρήμνισεν εἰς τὸν ἄδην ἕνα ἀναρίθμητον πλῆθος ἀπὸ αὐτούς, καὶ δὲν τοὺς ἐψήφισε πὼς ἤσαν πνεύματα ἄϋλα εἰς τὴν φύσιν, ἀθάνατοι εἰς τὸ εἶναι, σοφώτεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων, δυνατώτεροι ἀπὸ ὅλα τὰ κατώτερα κτίσματα, δὲν ἐψήφισεν οὔτε τὴν εὐγένειάν τους, οὔτε τὸν λεπτότατον νοῦν τους, οὔτε τὴν ἄϋλον γνῶσιν τους· ἀλλὰ τοὺς καταδίκασε νὰ παιδεύωνται αἰωνίως μὲ τὰ πλέον χειρότερα παιδευτήρια τοῦ ᾅδου, διὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ γνωρίσουμεν πόσον μισεῖ ἐνταυτῶ καὶ παιδεύει τὴν ἁμαρτίαν. «Ἀγγέλους τὲ τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχή, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας, δεσμοὶς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν» (Ἰουδ. 6). Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶπεν «Ὁ Θεὸς Ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο· ἀλλὰ σειραὶς ζόφον ταρταρώσας, παρέδωκεν εἰς κρίσιν τετηρημένους» (Β-Πετρ. 2,4).
Ἐπαίδευσε τὴν ἁμαρτίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διατὶ τὸν πρῶτον ἄνθρωπόν, τὸν Ἀδάμ, εὐθὺς ὅπου παρήκουσε τὴν ἐντολήν του, τὸν ἐξώρισεν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, καὶ καταδίκασε αὐτόν, καὶ ἠμᾶς ὅλους τοὺς ἀπόγόνους του νὰ ζῶμεν εἰς τὴν κατηραμένην ταύτην γῆν μὲ πτωχείας, μὲ ἀσθενείας, πόνους, ἀναστεναγμούς, δυστυχίας, καὶ τελευταῖον νὰ δοκιμάζωμεν ἕνα παρὰ φύσιν καὶ ὀδυνηρὸν θάνατον. Ἐπαίδευσε τὴν ἁμαρτίαν, διατὶ τοὺς ἐπὶ Νῶε ἀνθρώπους ἁμαρτήσαντας κατέπνιξε μὲ ἕναν παγκόσμιον κατακλυσμὸν ἀπὸ νερὸν· διατὶ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορα κατέκαυσε μὲ ἕναν ἄλλον κατακλυσμὸν ἀπὸ θειάφι καὶ φωτιὰν· καὶ τελευταῖον, διότι κατεδίκασε τοὺς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλοὺς νὰ κατάκαίωνται αἰωνίως μέσα εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, τῶν ὁποίων δὲν θέλουν κουρασθεῖ ποτὲ οἱ βασανιστὲς τοὺς δαίμονες, καὶ ὁ Θεὸς δὲν θέλει συμπονέσει ποτὲ τὴν συμφορά τους, δὲν θέλει ἀκούσει ποτὲ τὰ κλάματά τους, ἀλλὰ μᾶλλον θέλει τοὺς πολεμεῖ, καὶ θέλει τοὺς μισεῖ αἰωνίως· διατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος λαὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Μαλαχίας «Λαός, ἐφ’ ὂν παρατέτακται Κύριος ἕως αἰῶνος» (Μαλαχ. 1,4). Σοὺ φαίνονται, ἀδελφέ μου, μεγάλες αὐτὲς οἱ παιδεῖες τῆς ἁμαρτίας; ἀλλὰ ἤξευρε, πὼς κάθε ἁμαρτία δὲν παιδεύεται ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν κατ’ ἀξίαν, ἀλλὰ πάντοτε μὲ εὐσπλαγχνίαν· καὶ ἕνας ἁμαρτωλός, ἀγκάλα καὶ νὰ κολάζεται αἰωνίως, ὅμως κολάζεται ὀλιγώτερον ἀπὸ ὅτι τοῦ πρέπει. Καὶ ἠμπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ εἰπῇ ἐκεῖνο τοῦ Ἰωβ· «Οἴα συνετέλουν, καὶ οὐκ ἄξια ἤτασε μὲ ἥμαρτον»
Ἐπαίδευσεν ὁ Θεὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὰ μὲ τόσην σκληρᾶν παιδείαν, ὥστε ὅπου ὄλαις οἱ ἄνω εἰρημέναις παιδεῖες συγκρινόμενες μὲ αὐτήν, φαίνονται ὡσὰν ἴσκιος· διότι μία μοναχὴ καὶ ἐλαφρὰ πληγῆ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μία ἀγκίδα ἀπὸ τᾶς ἀκάνθας του, μία μόνη μαστίγωσίς του εἶναι μεγαλητέρα παιδεία, παρὰ ἂν ὁ Θεὸς ἤθελε χαλάσει ὄλον τὸν κόσμον, καὶ νὰ γκρεμίσει ἀνθρώπους, Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, καὶ κάθε ἄλλο κτίσμα, μέσα εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ἐπειδή, τί ἔχει νὰ κάνει ἡ παιδεία ὅλων τῶν κτισμάτων, μὲ τὴν μικροτέρα βάσανον τοῦ Κτίστου, τοῦ ἀθωοτάτου, τοῦ ἁγιωτάτου, τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ; Καὶ ὅμως ὁ οὐράνιός του Πατὴρ δὲν εὐχαριστήθει νὰ πάθει ὁ Υἱὸς τοῦ μίαν ὀλίγην βάσανον, διὰ νὰ χαλάσει τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ μίαν ὑπερβολὴν τῶν βασάνων. Θέλεις νὰ τὸ καταλάβεις ἁμαρτωλέ; Γύρισε καὶ ἰδὲ τὸν Ἰησοῦν πὼς πάσχει διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου! Προδίδεται, ἐξορκίζεται, ἐμπαίζεται, σέρνεται εἰς τὰ κριτήρια ὡς κατάδικος. Ἰδέ, πὼς οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ εἶναι καταπληγωμένοι ἀπὸ τοὺς γρονθισμοὺς καὶ τοὺς κονδύλους! πὼς τὸ πρόσωπόν του εἶναι γεμάτον ἀπὸ ἐμπτυσύματα! πὼς τὰ μαγουλὰ τοῦ εἶναι ὁλόμαυρα ἀπὸ τὰ ραπίσματα! πὼς ὁ λαρυγγὰς τοῦ εἶναι ξεραμένος ἀπὸ τὴν δίψαν! πὼς ἡ κεφαλὴν τοῦ εἶναι κατατρυπημένη ἀπὸ τὰ σκληρότατα ἀγκάθια! πὼς οἱ βραχίονες καὶ οἱ σφυγμοὶ τοῦ εἶναι σφιχτοδεμένοι μὲ δυνατὰ σχοινία! πὼς οἱ ὦμοι τοῦ εἶναι καταδαμασμένοι ἀπὸ τὸ βαρύτατον βάρος τοῦ Σταυροῦ! πὼς τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ εἶναι καρφωμένα μὲ ὀξύτατα καρφιά! Ἰδέ, ἁμαρτωλὲ πὼς οἱ φλέβες τοῦ εἶναι ἄδειες ἀπὸ αἷμα! πὼς ἡ πλευρὰ τοῦ εἶναι λογχευμένη! πὼς τὰ ἄρθρα τοῦ ὅλα εἶναι κατάκεκομμένα ἀπὸ τὸ σφοδρότατο τάνυσμα τοῦ Σταυροῦ! καὶ πὼς ἐπάνω εἰς τὰ σκληρὰ καρφιὰ κρεμάμενος, παρέδωκε τὸ πνεῦμα! Ἰδέ, πὼς ὅλον του τὸ σῶμα ἔγινε μία ὁλόκληρος πληγῆ χωρὶς εἶδος, χωρὶς κάλλος ἀνθρώπινον! Πέρασε τώρα καὶ μὲ τὸν νοῦ σου εἷς τὸ ἐσωτερικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰησοῦ διὰ νὰ δεῖς ἐκεῖ μέσα, πόσον ἀσυγκρίτως ἔπαθε περισσότερον μὲ τὴν ψυχήν, παρὰ ποῦ ἔπαθε μὲ τὸ σῶμα, λυπούμενος σφοδρότατα διὰ τόσες ἁμαρτίες, διὰ τόσες ὕβρεις; καὶ διὰ τόσην μεγάλην καταφρόνησιν, ὅπου ἔμελλον νὰ κάνουν εἰς τὴν μεγαλειότητά του καὶ εἷς τὰ πάθη του, οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι οἱ ἁμαρτωλοί, τοῦ ὁποίους διὰ νὰ σώσει τόσα πολλὰ ἔπαθε.
[Εξομολογητάριον Αγίου Νικοδήμου σελ. 233-235]


ΟΙ 3 ΒΛΑΒΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΞΕΝΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΝ

1η βλάβη εἶναι, πὼς αὐτὲς σὲ ἔκαναν νὰ χάσεις τᾶς ὑπερφυσικᾶς χάριτας, ὅπου σου ἐχάρισεν ὁ Θεὸς εἰς ταύτην τὴν ζωὴν· τὴν χάριν τῆς δικαιώσεως, τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας, τῆς διαμονῆς, καὶ τὰς λοιπὰς ἄλλας, τῶν ὁποίων ἕνας καὶ μόνος βαθμὸς εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ ὅλες τὶς εὐγένιες, ἀπὸ ὅλες τὶς σοφίες, ἀπὸ ὅλες τὶς ὡραιώτητες, καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις· ἐν συντομίᾳ, ἀπὸ ὅλα ὁμοὺ τὰ χαρίσματα τῆς φύσεως, καὶ τὰ πλέον πολύτιμα καλὰ τοῦ κόσμου, ὡς λέγει ὁ Σολομῶν· «Ὁ πᾶς χρυσὸς ἐν ὄψει αὐτῆς ψάμμος ὀλίγη» (Σοφ.Σολομ. 7,9).
2η βλάβη εἶναι, ὅτι αὐτὲς σὲ ἔκαναν νὰ χάσεις ὅλην τὴν αἰώνιον μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, τὴν τοῦ Θεοῦ ἀπόλαυσιν καὶ θεωρίαν, τὴν θεωρίαν τῆς γλυκυτάτης Θεοτόκου, τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ Μητρὸς ὅλων τῶν Χριστιανῶν, τὴν τῶν Ἀγγέλων ἕνωσιν, τὴν τῶν ἁγίων συντροφιάν, τὴν ἀνεκλάλητον χαράν, τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν παντοτινὴν ἀνάπαυσιν, τὸ αἰώνιον φῶς καὶ ἁπλῶς ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα οὔτε ὀφθαλμὸς εἶδεν, οὔτε αὐτὶ ἄκουσεν, οὔτε νοῦς ἀνθρώπου ἠμπορεῖ νὰ καταλάβει· καὶ σὲ ἐκατάστησαν νὰ ἀλλάξεις ὅλα ταῦτα μὲ μίαν ὀλίγην, μὲ μίαν πικρᾶν καὶ συγχαμερᾶν ἡδονὴν· καὶ νὰ τὰ ἐξουθενήσεις ὅλα ὡς οὐδέν, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι οἱ σκολιοὶ Ἰουδαῖοι, ἐξουθένησαν τὴν ἀντίτυπον τοῦ Παραδείσου Ἱερουσαλήμ. «Καὶ ἐξουδένωσαν γῆν ἐπιθυμητήν» (Ψαλμ. ρε. 24).
3η βλάβη εἶναι, πὼς οἱ ἁμαρτίες σου αὐτές σου προξένησαν τὴν αἰώνιον κόλασιν, τὸ ἄσβεστον ἐκεῖνο πῦρ, τὸν βρυγμὸν τῶν ὀδόντων, τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον, τὸν βασανισμὸν ὅλων τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, καὶ ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς σου, ἡ ὁποία θὰ ἔχει πάντοτε ἐκεῖνο ὅπου μισεῖ καὶ δὲν θὰ ἔχει ποτὲ ἐκεῖνο ὅπου ἐπιθυμεῖ. Ἐκεῖ δὲν θὰ ἀπολαύσεις ποτὲ καμίαν ἡδονήν, δὲν θὰ ἰδεῖς πλέον κανένα σου φίλον, δὲν θὰ μιλήσεις πλέον σὲ κανένα σου συγγενῆ, δὲν θὰ λάβεις ὕπνον ποτέ, δὲν θὰ βρεῖς καμμίαν ἀνάπαυσιν οὐδὲ μίαν μοναχὴν στιγμήν, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς δημίους δαίμονες, ὅπου θὰ σὲ βασανίζουν, καὶ ἁπλῶς συλλογίσου πὼς οἱ ἁμαρτίες σὲ ἔκαναν νὰ κερδίσεις μίαν αἰωνιώτητα τῶν ἀπείρων ἐκείνων βασάνων τῆς κολάσεως, τῆς ὁποίας μία μοναχὴ στιγμή, ὕστερα ἀπὸ τόσας μυριάδας χρόνων, θὰ εἶναι ὅση εἶναι ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ὅσοι εἶναι οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ὅσες εἶναι οἱ σταλαγματιὲς τῆς βροχῆς, ὅσα εἶναι τὰ φύλλα τῶν δένδρων, καὶ τὰ ἄτομα τοῦ ἀέρος, δὲ θὰ περάσει δήλ. ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποτὲ ποτέ. «Καὶ βασανισθήσονται ἐν πυρὶ καὶ θείω … καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν ἀναβαίνει εἰς αἰῶνες αἰώνων» (Αποκ. 14,10-11). [Εξομολογητάριον Αγίου Νικοδήμου σελ. 186-187]


ΟΙ 3 ΒΛΑΒΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΞΕΝΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

1η βλάβη εἶναι, ὅτι ἐσὺ μὲ τᾶς ἁμαρτίας σου ὕβρισες καὶ ἀτίμασες τὸν Ὕψιστον ἐκεῖνον καὶ μέγαν Θεὸν· ἐσὺ ὁ σκώληξ, ἕναν Παντοδύναμον· ἐσὺ ὁ πηλός, ἕναν Δημιουργόν του παντός· ἐσὺ τὸ οὐδέν, ἕνα ἄπειρον ὂν· ἐπειδὴ καὶ παρέβεις τὸν νόμον τοῦ «Διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις» (Ρωμ-2,21).
2η βλάβη εἶναι, ὅτι ἐσὺ μὲ τᾶς ἁμαρτίας σου ἐφάνεις ἀχάριστος δοῦλος καὶ υἱός, εἰς τέτοιον πανάγαθον Δεσπότην καὶ φιλοστοργότατόν σου Πατέρα, ὁ ὁποῖος σὲ ἠγάπησεν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, ὄχι διὰ καμμίαν ἀξιότητα ἐδικήν σου ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἐδικήν του ἀγαθότητα, καὶ ἀπεφάσισεν εἰς τὴν θεαρχικὴν τοῦ ἰδέαν νὰ σὲ δημιουργήσει ἐκεῖ ὅπου ἐδύνατο νὰ δημιουργήσει ἄλλους ἀντὶ ἐσένα. Διατὶ ἐσὺ ἐφάνεις ἀχάριστος εἰς τέτοιον Δεσπότην, ὁ ὁποῖος σου ἐχάρισε τόσες εὐεργεσίες, τῆς φύσεως, τῆς χάριτος, κοινᾶς, μερικᾶς, κρυφᾶς, φανερᾶς, καὶ τὸ φοβερώτερον ἀπὸ ὅλα, ὅτι εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν ὅπου ἐλάμβανες ὄλας ἐτούτας τᾶς χάριτας, ἐσὺ τὸ ἀχάριστο κτίσμα ἔμπροσθεν εἰς τὰ ὀμμάτιά του, ἐτόλμας καὶ τοῦ ἔδιδες διὰ ἀνταμοιβὴν τᾶς κακίας σου.
3η βλάβη εἰς τὸν Θεὸν εἶναι, ὅτι μὲ τὶς ἁμαρτίες σου ἔκανες μίαν ἀνήκουστον ἀδικίαν καὶ καταφρόνησιν, ἐναντίον εἰς τὴν λύτρωσιν, ὅπου σου ἔκαμεν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ τὸν ἔβαλες εἰς τὸν σταυρὸν καὶ δευτέραν φορᾶν, κατεπάτησες τὴν ἀγάπην του, ἐβεβήλωσες τὸ Πανάγιον Αἷμα του, ὕβρισες τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός του, τοῦ ἄνοιξες τὰς πληγᾶς, τοῦ ἀνακαινούργωσες τὰ ἐπτύσματα, τὰ ραπίσματα, τὸν ἀκάνθινον στέφανον, τᾶς μαστιγώσεις, τὰ καρφιά, τὴν λόγχην, καὶ ὅλα τὰ πάθη καὶ τοὺς ὀνειδισμούς, διατὶ ἔπραξες τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία ἐστάθη ἡ αἰτία τῆς σταυρώσεώς του. «Ἀνασταυρούντας ἐαυτοὶς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ παραδειγματίζοντας» λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐν τὴ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ κέφ. 6. [Εξομολογητάριον Αγίου Νικοδήμου σελ. 183-185]

Μὲ τρία πράγματα ἁμαρτάνουν οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὸν νοῦν, μὲ τὸν λόγον, καὶ μὲ τὸ ἔργον.
Τὸ πρώτον ὅπου εἶναι ὁ νοῦς, γίνεται αἰτία εἰς ὅλα ἐκεῖνα ὅπου ἁμαρτάνουν τὰ ἄλλα δύο, ἤγουν ὁ λόγος, καὶ τὸ ἔργον· ὅμως δὲν δύναται νὰ τελειώσῃ ἁμαρτίαν ὁ νοῦς, ἀλλὰ ὁ λόγος, καὶ τὸ ἔργον τελειώνουν ὅσα ἐφευρίσκει ὁ νοῦς. Λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία ποῖον εἶναι ἀναγκαιότερον νὰ ἰατρεύση ὁ Χριστός; φανερὸν εἶναι ὅτι τὸ πρῶτον, ἤγουν τὸν νοῦν. Καὶ ὁπόταν ὁ νοῦς ἀγιασθῇ, καὶ ἰατρευθῇ, καὶ ἔλθη εἰς καλήν κατάστασιν, καὶ δὲν ὐποφέρῃ νὰ εἰπῇ, μήτε νὰ κάμη τίποτε, ἔξω ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου εἶναι ἀρεστὸν εἰς τὸν Θεόν, τότε κάθε ψυχή φυλάττεται ἀναμάρτητος. Καὶ ἀγκαλά ἡ ἁμαρτία ὅπου κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἔργον, γίνεται μὲ ἀργοπορίαν καὶ ἠ ἁμαρτία ὅπου κάνει με τὸν λόγον, γίνεται ὀγλιγωρότερα· ἡ δὲ ἁμαρτία ὅπου κάνει μὲ τὸν νοῦν γίνεται πολλὰ ὀγλιγωρότερα, καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Πλὴν ἡ ἁμαρτία τοῦ νοὸς μένει ἄπρακτος, ἀνίσως λείψῃ ὁ λόγος, ἢ τὸ ἔργον. Τὸ λοιπὸν πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμεν ὅσον δυνάμεθα διὰ νὰ ἁγιασθῇ ἀπὸ τὸν Χριστὸν ὁ νοῦς μας, καὶ νὰ λάβῃ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅτι διὰ τούτο καὶ μόνον ὁ Χριστός, Θεὸς ὤν ἔγινεν Ἄνθρωπος, καὶ διὰ αὐτὸ ἐσταυρώθη, καὶ ἀπέθανε, καὶ ἀνέστη. Καὶ τούτο ἤγουν ὁ ἁγιασμός τοῦ νοός, εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς ὅπου λαμβάνει εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν αὐτὴν τὴν θείαν, καὶ ὐπὲρ φύσιν ἀνάστασιν εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, καὶ τὰ σώματα τῶν ψυχῶν, ὅπου ἀξιώθησαν νὰ ἀναστηθοῦν ἐδώ.
Πρέπει λοιπόν νὰ διορθώσωμεν πρῶτον τὸν νοῦν μας, νὰ στέκῃ ὅταν προσεύχεται, καὶ ὅταν διαβάζη, καὶ ὅταν διδάσκεται τὰ θεία λόγια. Εἰδὲ καὶ δὲν διορθώσωμεν τὸν νοῦν, ὅλα τὰ ἄλλα ματαίως γίνονται, καὶ δὲν θέλει λάβῃ προκοπὴν ποτὲ ἡ ψυχή μας. Μερικοὶ δὲ ὄπου ὀνομάζονται μόνον χριστιανοὶ ἀμὴ δὲν εἶναι τῆ ἀληθεία, μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζουν αὐτὸ τὸ μέγα, καὶ φοβερὸν πάθος ὅπου ἔχουν εἰς τὴν ψυχήν τους, πίπτουν εἰς κενοδοξίαν, εἰς καπνοὺς καὶ φαντασίας, καὶ λογιάζουν πῶς εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, καὶ ὐψηλοφρονοῦν, ὐπερηφανεύονται, καὶ καταφρονοῦν τοὺς ἄλλους ὁμογενεῖς ἀνθρώπους, καὶ δὲν ἰξεύρουν ὅτι τὸ πάθος τούτο εἶναι κοινόν εἰς ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καθὼς εἶναι κοινὰ εἰς ὅλους καὶ ἡ φθορά, καὶ ὁ θάνατος. Τὸ ὁποῖον πάθος ταῖς περισσότεραις φοραῖς μάλιστα ἰατρεύεται ὀγλιγωρότερα εἰς τοὺς ἀπλουστέρους, καὶ ἀμαθεστέρους, παρὰ εἰς τοὺς μαθηματικούς, καὶ σοφούς.
Ὅθεν καὶ μὲ τὸ νὰ θεραπεύωνται ὀγλιγωρότερα οἰ ἀπλούστεροι εἶναι καλλίτεροι ἀπὸ τοὺς σοφούς, καὶ πλέον πλησιέστεροι εἰς τὸν Θεόν, καὶ γνωρίζονται, ἤτοι φωτίζονται πρῶτον αὐτοὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὕστερα γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ τὸν Θεόν· πλὴν κατὰ τὸ μέτρον τῆς διορθώσεως τοῦ νοός, δίδεται εἰς κάθε ἕνα καὶ τὸ μέτρον τῆς γνώσεως, καὶ ἐπιγνώσεως τοῦ ἐαυτοῦ του, καὶ τοῦ Θεοῦ· δηλ. ὅσον διορθώνεται, ἤτοι ἁγιάζεται, φωτίζεται ὀ νοῦς τοῦ καθ' ἑνὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, τόσον γνωρίζει καὶ τὸν ἐαυτόν του, καὶ τὸν Θεόν· ὧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου σελ. 63-64
                
                    ΟΙ 3 ΤΡΟΠΟΙ ΠΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.

Ὁ μέγας Βασίλειος κατὰ τρεῖς τρόπους λέγει, ὅτι συγκοινωνεῖ τινας εἰς τὴν κακίαν τοῦ ἄλλου.
 Ἢ κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν μὲ τὸν αὐτὸν σκοπὸν συνεργῇ καὶ συμβοηθῇ αὐτὸν εἰς τὸ κακὸν· ἥ κατὰ τὴν γνώμην ὅταν συγκατατεθῇ μὲ τὴν διάθεσιν καὶ τὸν τρόπον τοῦ ἁμαρτάνοντος καὶ συναρέσκεται εἰς αὐτήν. Εἶναι δέ καὶ ἄλλη τρίτη συγκοινωνία, τὴν ὁποίαν οἱ μὲν πολλοὶ δὲν ἠξεύρουν, μαρτυρεῖ δὲ ὅμως ταύτην ἡ ἀκριβολογία τῆς θείας Γραφῆς. Αὕτη δὲ εἶναι, ὅταν τινὰς καὶ χωρὶς νὰ γένη συνεργός μὲ τὸ ἔργον, καὶ χωρὶς νὰ συγκατατεθῇ εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ ἀμαρτάνοντος, γνωρίσῃ δὲ μόνον τὴν κακίαν τῆς γνώμης τοῦ ἁμαρτάνοντος καὶ ἐφησυχάση, ἤτοι σιωπήση, καὶ δὲν ἐλέγξη αὐτόν.
Ὁ τρόπος δὲ οὗτος τῆς συγκοινωνίας δηλοῦται καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ταύτα ἐποίησας καὶ ἐσίγησα, ὐπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἐσομαί σοι ὅμοιος, ἤτοι συγκοινωνὸς τῆς κακίας σου». Διὸ ταύτην τὴν ὑπόνοιαν ἀναιρῶν ὁ Θεὸς λέγει· «ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου.» Ἀλλὰ δὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου λέγει ὁ Παύλος ἐλέγχωντας τοὺς Κορινθίους διὰ τί ἠσύχασαν, καὶ δὲν ἤλεγξαν τὸν πορνεύσαντα μὲ τὴν μητρυιάν του· «ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστὲ, καὶ οὐχὶ μάλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας κτλ.» (α΄. Κορ. κεφ. ε΄,2).
Διὸ καὶ ὁ Νηστευτὴς ἐν τῷ κε΄ Κανόνι αὐτοῦ λέγει, ὅτι ἡ μοναχὴ ὅπου ἠξεύρει πῶς μοιχεύονται, ἢ φθείρονται οἱ ἄλλαις συναδελφαῖς της Καλογραίαις, καὶ δὲν τὸ φανερώση εἰς τὴν προεστώσαν, νὰ κανονίζεται παρόμοια, καθὼς καὶ αἱ πράττουσαι ταῦτα. Ἀλλὰ καὶ Ἠλίας ὁ Κρήτης Μητροπολίτης λέγει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ δέχωνται οἱ ἱερεῖς τὰς προσφορὰς ἐκεῖνου τοῦ πατρός, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν εἴδησιν πορνεύουσιν οἱ ὑπεξούσιοι υἱοί του· ἐπειδὴ δυνάμενος αὐτὸς νὰ τοὺς ἐμποδίση ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ τοὺς ὑπανδρεύσει νομίμως, ὅλον τὸ ἐναντίον τοὺς ἀφήνει νὰ ἁμαρτάνουν...
 (Ὑποσημείωσις κε΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀγκύρα τοπ. Συνόδου Πηδάλιον σελ. 383).
Μεγ. Βασιλείου. Αὐτὸς ποὺ ἀνέχεται τὸν ἄλλον ποὺ ἀμαρτάνει, εἶναι συνένοχός του. Αὐτὸ τὸ κρίμα εἶναι φανερὸν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Πιλάτο· «Αὐτὸς ποὺ μὲ παρέδωσε σὲ σένα ἔχει μεγαλύτερη ἁμαρτία».
Τοῦ Αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πιλᾶτος ἀνεχόμενος τῶν παραδεδωκότων, ἁμαρτίαν εἶχε, εἰ καὶ ἐλάττονα. Παρίστησι δὲ τοῦτο φανερῶς καὶ ὁ Άδάμ ἀνασχόμενος τῆς Εὔας καὶ ἡ Εὔα ἀνασχομένη τοῦ ὄφεως· οὐδείς γὰρ αὐτῶν ὡς ἀθῶος ἀτιμώρητος ἀφείθη...»
Τοῦ Αὐτοῦ. Κακία γὰρ σιωπηθεῖσα νόσος ὕπουλός ἐστιν ἐν τῇ ψυχῇ...
 Τὸ κρύπτειν ἁμαρτίαν, συγκατασκευάζειν ἐστί τῷ νοσοῦντι τὸν θάνατον...
 Μήτε οὖν ἄλλος ἄλλω συγκρυπτέτω, ἵνα μὴ ἀδελφοκτόνος ἀντί φιλαδέλφου γένηται... Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, ΕΠΕ 9,64-68

                                                   ΟΙ 4 ΤΡΟΠΟΙ ΠΟΥ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
                                                         Ἑκουσίως, ἀκουσίως, ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοῖᾳ.
Ἑκουσίως, δήλ. θεληματικῶς εἶναι, ὅταν γνωρίζει τὸ κακὸν μὲ βεβαιότητα, πὼς εἶναι κακόν, τὸ ὁποῖον στέκεται εἰς τὸ θέλημά του, ἢ νὰ τὸ κάνει, ἢ νὰ μὴ τὸ κάνει, καὶ ἐκεῖνος θέλωντας τὸ κάνει.
Ἀκουσίως, δήλ. χωρὶς τὸ θέλημά του, εἶναι, ὅταν κάποιος βιάζεται ἀπὸ καμμίαν ἀνάγκην καὶ κάνει τὸ κακό, μὴ θέλοντας, καθὼς πολλοὶ μάρτυρες διὰ τὰ βάσανα ὅπου τοὺς ἔκαναν, ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό. Ἢ κατὰ ἄλλον τρόπον, μὴ ξέρωντας κάποιος καὶ μὴ θέλωντας κάνει τὸ κακό, καθὼς πολλοὶ ἔριξαν σαΐταν, διὰ νὰ φονεύσουν κανένα θηρίον, καὶ ἐφόνευσαν ἄνθρωπον χωρὶς νὰ τὸ θέλουν.
Ἐν γνώσει, εἶναι ὅταν γνωρίζει ὅτι εἶναι κακό, ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ταλαίπωρος ἡ ψυχή, τὸ κάνει, καὶ χωρὶς νὰ θέλει, μὲ τὸ νὰ μὴ δύναται νὰ ἀντισταθεῖ εἰς τὸν πόλεμον καὶ εἰς τὴν δυναστείαν ὅπου τῆς κάνει τὸ ἁμάρτημα διὰ νὰ τὸ κάνει, ἡ ὁποία κάνει τὸ κακὸ ὅμως δὲν συγκατανεύει εἰς αὐτὸ μὲ τὸ θέλημά της· καὶ εἰς τοῦτο μάλιστα γνωρίζεται κοντὰ εἰς τοὺς πιστοὺς ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅποτε δύνανται, νὰ μὴν κάνουν ἐκεῖνο ὅπου μισοῦν, καὶ ἐκεῖνο ὅπου δὲν θέλουν, τότε γνωρίζουν πὼς ἔχουν τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Ἐν ἀγνοῖᾳ, εἶναι ὅταν κάποιος κάνει τὸ κακὸν μὲ τὸ νὰ μὴ ξέρει πῶς εἶναι κακόν, ἀλλὰ νὰ τὸ νομίζει ὡς καλόν.
Τὰ ἑκούσια ἁμαρτήματα εἶναι λίγα καὶ τὶς περισσότερες φορὲς φανερὰ καὶ σὰν φανερὰ καὶ γνωρισμένα κεντοῦν ἐκεῖνον ὅπου τὰ κάνει καὶ τὸν παρακινοῦν εἰς μετάνοιαν.
Τὰ δὲ λοιπὰ δήλ. τὰ ἀκούσια, τὰ ἐν γνώσει καὶ τὰ ἐν ἀγνοῖᾳ, ὄχι μόνο εἶναι πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀγνώριστα καὶ κρυπτά, καὶ ἐκεῖνον ὅπου τὰ κάνει παρόλο ποὺ εἶναι τόσα πολλὰ δὲν τὸν κεντοῦν, οὔτε τὸν παρακινοῦν τελείως εἰς μετάνοιαν, ὡσὰν ὅπου δὲν τὰ στοχάζεται διὰ ἁμαρτήματα, οὔτε τὰ ξέρει. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν περισσότερον διὰ αὐτά, παρὰ διὰ τὰ ἐκούσια καὶ φανερά. [Αγ.Συμεών του Νέου Θεολόγου τα ευρισκόμενα σελ. 84-85]

                                              ΤΑ 6 ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
                            Ἀπὸ ἄνω καὶ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, καὶ ἀπὸ ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν.
Καὶ ἄνω μὲν εἶναι, οἱ ὑπὲρ τὴν δυναμή μας ὑπερβολὲς ὅπου κάνουμε εἰς τὴν ἀρετήν.
Κάτω δέ, οἱ ἐκ τῆς ἀμελείας μας ἐλλείψεις, ὅπου παθαίνουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἀρετήν.
Καὶ δεξιὰ μέν, λέγεται ὅταν οἱ δαίμονες μὲ δεξιὰ αἰτίαν καὶ πρόφασιν τοῦ καλοῦ μας ρίπτουν εἰς τὸ κακόν.
Ἀριστερὰ δέ, ὅταν ἀπὸ φανερᾶν αἰτίαν τοῦ κακοῦ μας κάνουν νὰ ἁμαρτάνουμε.
Καὶ ἔμπροσθεν μέν, εἶναι ὅταν οἱ δαίμονές μας πολεμοῦν μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐνθυμήσεις τῶν πραγμάτων ὅπου μέλλουν νὰ ἔλθουν.
Ὄπισθεν δέ, ὅταν μας πολεμοῦν μὲ τᾶς ἐνθυμήσεις καὶ προλήψεις τῶν περασμένων πραγμάτων.
[Αόρατος Πόλεμος Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου σελ.135]

Κάθε πόλεμος τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας ὀφείλεται γενικῶς σὲ 3 αἰτίες :Ἤ στὴν ἀμέλεια, ἢ στὴν ὑπερηφάνεια ἢ στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς αἰτίες μόνο ἡ τρίτη εἶναι μακαρία ! [Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος – Κλίμαξ σελ. 282]
Τὰ συμβαίνοντα εἰς ἠμᾶς λυπηρά, πρὸς παίδευσίν μας συμβαίνουν,
α) ἢ πρὸς παρελθόντων ἁμαρτημάτων ἀναίρεσιν, β) ἢ πρὸς ἐνεστώσης ἀμέλειας διόρθωσιν,
γ) ἢ πρὸς μελλόντων ἁμαρτημάτων ἀνακοπήν. [Άγιος Μάξιμος – Ευεργετινός Γ τομ. σελ. 418]
Διὰ 5 αἰτίες λέγουν παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πολεμούμεθα ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
1η αἰτία λέγουν ὅτι εἶναι νὰ διακρίνουμε τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὴν κακίαν πολεμοῦντες καὶ ἀντιπολεμούμενοι.
2η αἰτία διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν μὲ κόπο τὴν ἀρετήν, ὥστε νὰ ἔχουμε αὐτὴν βεβαίαν καὶ σταθεράν.
3η αἰτία διὰ νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσωμεν, ὅταν θὰ προκόπτωμεν εἰς τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ νὰ μάθωμεν νὰ εἴμεθᾳ ταπεινοί.
4η αἰτία διὰ νὰ μισήσωμεν ὁλοκληρωτικὰ τὴν κακίαν, ἀφοῦ τὴν δοκιμάσωμεν.
5η αἰτία διὰ νὰ μὴν λησμονήσωμεν τὴν ἀδυναμίαν μας, οὔτε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ πού μας βοήθησεν διὰ νὰ φθάσωμεν στὴν ἀπάθεια. [Άγιος Μάξιμος – Ευεργετινός Α τομ. σελ. 426]

                                       ΤΑ 5 ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

1ον Καθὼς τὰ δένδρα, ὅπου μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν μποροῦν νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὶς κακὲς συνήθειες καὶ ἕξεις τῆς ἁμαρτίας δὲν τὶς ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὲς εἰς τὴν καρδιὰ τοῦ συνεχῶς ἐξομολογούμενου· ἢ μᾶλλον εἰπείν, καθὼς ἕνα παλαιὸ καὶ μεγάλο δένδρο δὲ μπορεῖ νὰ κοπεῖ μὲ μίαν βαρεματιὰ· ἔτσι καὶ μία παλαιὰ κακὴ συνήθεια, ἢ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελής, ὅπου ἔδειξε ὁ μετανοῶν στὴν ἐξομολόγηση, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐκριζώσει, καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψει τελείως.
2ον Ὅποιος συνεχῶς ἐξομολογῆται, ἔχει μεγάλη εὐκολία εἰς τὸ νὰ ἐξετάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν συνείδησή του, καὶ νὰ εὑρίσκει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ τὸ νὰ ξελαφρώνεται συνεχῶς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του μὲ τὴν συχνὴ ἐξομολόγηση, μένουν πάντα αὐτὲς λιγότερες. Διὰ τοῦτο καὶ εὐκολότερα δύναται αὐτὸς νὰ τὶς εὑρίσκει, καὶ νὰ τὶς θυμᾶται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, διὰ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπου συμμαζεύεται εἰς αὐτόν, οὔτε μὲ ἀκρίβεια δύναται νὰ τὰς εὕρει, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθεῖ, ἀλλὰ ἀλησμονεῖ πολλὲς φορὲς πολλὲς καὶ βαριὲς ἁμαρτίες του, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγητες, ἀκολούθως μένουν καὶ ἀσυγχώρητες. Ὅθεν ὁ διάβολος ἔχει νὰ τοῦ τὶς ἐνθυμίσει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τόσο θέλει νὰ τὸν στεναχωρήσει, ὅπου νὰ χύσει διὰ αὐτᾶς ἕνα θανατηφόρον ἱδρῶτα, καὶ νὰ κλαύσει ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ χωρὶς καμία διαφορά, διατὶ τότε πλέον δὲν δύναται νὰ τὶς ἐξομολογηθεῖ.
3ον Ὅποιος ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν πράξει ποτέ, εὐθὺς ὅμως ὅπου ἐξομολογηθεῖ, ἐμβαίνει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, τοῦ γίνονται πλέον ἄξια ζωῆς αἰωνίου. Ἐκεῖνος ὅπου δὲν ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν πράξει καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴ θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξει παρευθὺς νὰ τὴν ἐξομολογηθεῖ, ἐν ὄσῳ καιρῶ εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνο στερεῖται τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες κι ἄλλα τέτοια, δὲν τοῦ γίνονται ἄξια μισθοῦ καὶ ζωῆς αἰωνίου, διατὶ εἶναι στερημένα ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν πρὸς σωτηρίαν ἔργων.
4ον Ἐκεῖνος ὅπου συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος νὰ τὸν εὕρει ὁ θάνατος εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ οὕτω νὰ σωθεῖ. Καὶ ὁ διάβολος ὅπου εἶναι πάντοτε συνηθισμένος νὰ πηγαίνει εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, νὰ δεῖ ἂν εὕρει τίποτε, θὰ ὑπάγει καὶ σὲ αὐτόν, ἀλλὰ δὲν θέλει εὕρει τίποτε, διατὶ αὐτὸς ἐπρόλαβε, καὶ ἔχει καθαρούς τους λογαριασμούς του καὶ ἐξισωμένα τὰ καταστιχὰ τοῦ διὰ τῆς συχνῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος εἶναι πιθανώτατον, ὅτι θέλει ἀποθάνει ἀνεξομολόγητος καὶ οὕτω νὰ ἀπολεσθεῖ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτει εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ ἐξομολογῆται καὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ θάνατος ἄδηλος.
5ον δὲ καὶ τελευταῖον καλὸν ποὺ προξενεῖ ἡ συνεχὴς ἐξομολόγηση, εἶναι τὸ νὰ ἐμποδίζει καὶ νὰ χαλινώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· διατὶ ὁ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, ὅταν ἐνθυμιθεῖ, πὼς μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔχει νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἂν ἔχει καὶ γνώμη νὰ ἁμαρτήσει, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ὅπου ἔχει νὰ λάβει, ὅταν τὴν ἐξομολογηθεῖ καὶ τὸν ἐλεγμὸν ὅπου μέλει νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Πνευματικόν. [Εξομολογητάριον Αγ.Νικοδήμου σελ. 212-214]

                                ΟΙ 3 ΖΗΜΙΕΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΒΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Ἡ 1η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἁμαρτάνοῦν μὲ ἐλπίδα μετανοίας, εἶναι ἡ ποσότης καὶ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν. Διότι αὐτοὶ ἔχοντες εὔκολον τὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ κάποιαν ὀλίγην κατάνυξιν, καὶ νομίζοντες πὼς εἰς τοῦτο στέκει ὅλη τους ἡ μετάνοια, διὰ τὴν εὐκολίαν αὐτὴν καὶ τὴν ψεύτικην ἐλπίδα, πίπτουν ἔπειτα οἱ ταλαίπωροι εἰς τὰ πάθη, καὶ ἀφοῦ πέσουν μίαν φορᾶν, ἀφήνουν πλέον τὸ χαλινάρι τοῦ λογικοῦ καὶ τῆς προσοχῆς καὶ τρέχουν σὰν ἄλογα ζῷα εἰς τὴν στράταν τῆς ἀπωλείας. Ὅθεν ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀπαριθμήσει τὰ πεσίματα ὅπου κάνουν; Ὅσες φορὲς εὕρουν τρόπον καὶ τόπον ἁρμόδιον, εὐθὺς πίπτουν εἰς τὴν ἁμα-ρτίαν· ὅσες φορὲς θελήσει ἡ κακὴ τῶν ὄρεξις, εὐθὺς πίπτουν· ὅσες φορὲς τοὺς ἔλθη ὁ κακὸς λογικός, εὐθὺς πίπτουν καὶ εἰς τὸ ἔργον· χάριν ὅμως περιεργείας, ἂς κάνουμεν ἕναν καθαρὸν λογαριασμόν, διὰ νὰ ἰδοῦμεν πόσον εἶναι αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν. Πολλοὶ ἀπὸ τούτους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπου ἔχουν διὰ εὔκολην τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν τους μὲ τὴν ἐξομολόγησιν, εἰς κάθε ἡμέραν μίαν μὲ τὴν ἄλλην ἠμποροῦν νὰ πράξουν δέκα ἁμαρτίες, τόσον μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα τους, ὅσον καὶ μὲ τὶς κακές τους ἐπιθυμίες, καὶ μὲ τὶς ἀφύλακτες συνομιλίες τους, καὶ μὲ τὶς ἀπρεπεῖς ἡδονές τους· ἐξαιρέτως δὲ μάλιστα μὲ τὰ σκάνδαλα ὅπου δίδουν εἰς τους ἄλλους καὶ θανατώνουν τὰς ψυχᾶς τῶν. Ὅθεν κατὰ τὸ μέτρον αὐτό, ὁ λογαριασμὸς τῶν ἁμαρτιῶν τοὺς εἰς ἕνα μήνα θέλει φθάσει εἰς τριακόσιας ἁμαρτίας· καὶ ἀκολούθως εἰς ἕναν χρόνον θέλουν κάμνει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς χιλιάδας ἁμαρτίας· ὥστε ὅπου κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς τιούτους, εἰς ἕναν χρόνον θέλει χτυπήσει περισσότερον ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες φορὲς τὶς πόρτες τοῦ ᾅδου. Τώρα τί δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀνοίξει μία φορᾶν εἰς ἕναν τοιοῦτον ἁμαρτωλὸν τᾶς πόρτας τοῦ ᾅδου καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πέσει μέσα εἰς ἐκείνην τὴν ἄβυσσον;
Ἡ 2η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἁμαρτάνουν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας, εἶναι ἡ ποιότης καὶ ἡ ὑπερβολὴ τῶν ἁμαρτιῶν ὅπου κάνουν, διότι αὐτοὶ μὲ τὸν ψεύτικον λογαριασμὸν ὅπου κάνουν, λέγοντες «θὰ ἐξομολογηθῶ» μὲ τοῦτο λέγω ἁμαρτάνουν χωρὶς κανέναν φόβον καὶ συστολὴν· βυθίζονται εἰς τὰ βάθη καὶ εἰς τὴν πλέον ἀκαθαρτοτέραν λάσπην τῆς ἁμαρτίας. Πράτουν ἀδιάντροπα ἐκεῖνα τὰ κακὰ ὅπου δὲν τὰ κάνουν οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι, καὶ κυλιόνται μέσα εἰς τὸν βόρβορον ἐκεῖνον καὶ εἰς τὰς ἀκαθαρσίας, εἰς τὰς ὁποίας δὲν κυλιόνται οὐδὲ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα. Ἀλλὰ τί τοὺς κάμνει καὶ ὁ Θεός; Δὲν λησμονεῖ τὴν πονηρὶα τοὺς αὐτήν, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς τὴν παιδεύει, καθὼς τὸ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη Ὠσηὲ «μνησθήσεται τῶν ἀδικιῶν αὐτῶν καὶ ἐκδικήσει τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ωσηέ 9,9).
Ἡ 3η ζημία ὅπου προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτόν τους, οἱ μὲ ἐλπίδα μετανοίας ἁμαρτάνοντες, εἶναι ἡ ἐν γνώσῃ καταφρόνησις ὅπου αὐτοὶ κάνουν εἰς τὴν σωτηρίαν τους καὶ εἰς ὄλας τᾶς ἐντολᾶς τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἁμαρτίαν· διότι κατὰ τὸν Σολομώντα «ὅταν ἔλθει ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ» Παροιμ. (18,3). Αὐτοὶ ὅταν φθάσουν εἰς τὰ ἔσχατά της πονηρῖας πωρώνεται ὁ νοῦς τους, σκληρύνεται ἡ καρδία τους, καὶ δὲν μετροῦν πλέον τὴν ἁμαρτίαν γιὰ τίποτε. Κάποιοι δὲ ἀπὸ αὐτοὺς πηγαίνουν ἀκόμη παρεμπρός, καὶ ὄχι μόνο κατάφρονουν ἀλλὰ καὶ ἀρέσκονται εἰς τὰ σφάλματά τους καὶ εὐφραίνονται εἰς αὐτά, καὶ καύχωνται σὰν σὲ μεγάλα τους κατορθώματα, ὡς λέγει ὁ Σολομῶν «ὤ, οἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ κακοίς, καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφὴ κακή» (Παροιμ. 2,14) καὶ ὁ Ἠσαΐας «τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν, καὶ ἐνεφάνισαν» (Ησ. 3,9). Καὶ αὐτοὶ ὅπου πρότερον ἔλεγον ἂς ἁμαρτήσω καὶ ἐλπίζω ὅτι θέλω ἐξομολογηθῶ καὶ μετανοήσω· καταντοῦν εἰς ἕναν βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φτάσουν εἰς τὸ βάθος τῶν κακῶν, δὲν θέλουν πλέον οὔτε νὰ ἐξομολογηθοῦν, οὔτε νὰ μετανοήσουν· καὶ οἱ τοιοῦτοι Χριστιανοὶ ὅπου φθάσουν εἰς τὰ ἔσχατά της πονηρῖας, ἂν τύχει καμμίαν φορᾶν καὶ θελήσουν, δὲν ἠμποροῦν διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις, καὶ ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσὰν φύσις, καὶ ἐσκλήρυνεν ὡσὰν πέτραν τὴν καρδιά τους, καὶ τὴν ἔκανεν ἀναίσθητον καὶ ἀνεπίδεκτον μετανοίας καὶ διορθώσεως· καὶ οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι, ἀδιόρθωτοι καὶ ἀμετανόητοι. Καὶ εἶναι θαῦμα μεγάλον πὼς κρατούν καὶ τὴν πίστιν τους, καὶ δὲν τὴν ἀρνοῦνται· μολονότι καὶ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν ἀφήνουν ἀπὸ τὰς χεῖρας των φεῦ ! καὶ αὐτὴν τὴν ὁλοϋστερινὴν ἄγκυραν τῆς πίστεως· διότι ὁ βίος ὁ πονηρὸς γεννᾷ καὶ δόγματα πονηρὰ ὡς λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Βλέπεις ἀδελφέ, πόσας ζημίας καὶ ποταπὴν ἀπώλειαν προξενοῦν εἰς τὸν ἑαυτὸν τους ἐκεῖνοι οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ ὅπου ἁμαρτάνουν μὲ τὴν ψεύτικην ἐλπίδα, πὼς ἔχουν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν; Διὰ τοῦτο σοφώτατα εἶπεν ὁ Ἄγ. Ἰσαάκ, ὅτι, ὅποιος μὲ ἐλπίδα μετανοίας πίπτει εἰς δεύτερα ἁμαρτήματα, αὐτὸς πονηρὶαν μεταχειρίζεται μὲ τὸν Θεόν, καὶ ἀνελπίστως θέλει ἀποθάνει, χωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ μετανοίας καθὼς ἤλπιζεν. [Πνευματικά Γυμνάσματα Αγίου Νικοδήμου σελ. 357-360]
                                                
                                                    ΤΑ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

1ον εἶναι τὸ νὰ δίνουμε στὸν πεινασμένο νὰ φάει, καθὼς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐπείνασα γάρ, κι ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν» δήλ. σὲ πτωχοὺς καὶ ἀδύνατους ὅπου δὲν μποροῦν μὲ τὸν δικό τους κόπο νὰ τραφοῦν· καὶ τοῦτο πρέπει νὰ δίδεται ἀπὸ τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὅπου θὰ ἀποκτήσει κάποιος μὲ τὴν τιμή του καὶ μὲ τὸν ἴδιον καὶ δίκαιον τοῦ κόπον, κατὰ τὴν Γραφὴν τὴν λέγουσα «τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων πόνων, καὶ ἀπάρχου αὐτῶ ἀπὸ σῶν καρπῶν δικαιοσύνης» (Πάρ-3,9). Καὶ δὲν πρέπει νὰ δίδεται ἡ ἐλεημοσύνη μόνον εἰς ἐκείνους τοὺς πτωχούς, ὅπου συνεχῶς παρακαλούσιν εἰς τὸ δημόσιον, ἢ εἰς ἐκεῖνους ὅπου κείτουνται εἰς τὰ ξενοδοχεῖα, μὰ ἀκόμη καὶ εἰς ἐκείνους ὅπου διὰ ἐντροπήν τους δὲν μποροῦν νὰ ζητήσουν ἐλεημοσύνη.
2ον εἶναι τὸ νὰ ποτίσουμε τὸν διψασμένο, δηλ. ἐκεῖνον ὅπου διὰ τὴν πενίαν καὶ τὴν ἀσθενειάν του δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει νὰ σβύσει τὴν δίψα του· εἰς τὸν ὁποῖον λόγον περισφαλίζεται κάθε εἶδος ποτοῦ, εἰς καιρὸν δίψης, τὴν ὁποίαν ἂν θαραπεύσει κανεὶς μὲ ἕνα ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος εἰς ἕνα διψώντα, θὰ ἀποκτήσει τὴν μακαριότητα κατὰ τὰ λόγια του Σωτῆρος ἠμῶν, ὅπου λέγει εἰς τὴν Γραφὴν «ὃς γὰρ ἂν ποτίση ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμίν, οὐ μὴ ἀπολέση τὸν μισθὸν αὐτοῦ».
3ον εἶναι τὸ νὰ ἐνεδύσουμε τὸν γυμνὸν· τὸν μακαρισμὸν ἀποκτοῦν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φιλανθρω-πευσάμενοι εἰς τὸν πλησίον τους, βοή-θούσι τῆς χρείας του, ἐνδύοντες τὴν γυμνοτητά του· εἰς τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ἀνταποδώσει τὴν πληρωμὴν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως λέγων «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Εἰς τοῦτο περικλείονται ὄχι μόνον ἐκεῖνοι, ὅπου εἶναι ὅλοι γυμνοί, μὰ καὶ ἐκεῖνοι ὅπου καὶ ἂν ἔχουν ροῦχον δὲν τοὺς φθάνει νὰ διώξουν τὴν ψύχραν, ἢ καὶ ἀλλιῶς βασανίζονται, καὶ μετὰ βίας σωτηρεύονται ἀπὸ τὸ λείψιμον τῶν ρούχων· διατὶ ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς τοιούτους πρέπει νὰ δείχνει ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος κάποιον ἔργον φιλανθρωπίας, δίδωντάς τους τίποτες ὠφέλιμον πρὸς τὸ νὰ ἀντιπαλαίουσιν εἰς τὰς ψύχρας τοῦ καιροῦ.
4ον εἶναι νὰ πηγαίνουμε νὰ ἐπισκεπτώμαστε τὸν φυλακισμένον· τοῦτο τὸ ἔργον δὲν χρωστεῖ νὰ ἐρευνᾷ τὴν ἀφορμήν, διὰ τὴν ὁποίαν φυλακίσθηκε κάποιος, ἡ τὸ πρόσωπο τὸ φυλακισμένο· διατὶ ὅτι λογὴς πρόσωπον καὶ ἂν εἶναι, καὶ διὰ ὅποιαν ἄσχημην κακουργίαν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμά, διὰ τὸν Χριστὸν τὸν Κύριον ἠμῶν εἴμαστε χρεωφειλέται νὰ πηγαίνουμε, νὰ τὸν ἐπισκεπτώμεθα καὶ νὰ τὸν παρηγοροῦμεν.
5ον εἶναι νὰ ἐπισκεπτώμαστε τοὺς ἀρρώστους· νὰ τοὺς παρηγορούμε διὰ στόματος συμπονώντας τὴν θλῖψιν τους ἀπὸ καρδίας· ἐπίσης νὰ νουθετοῦμε τὸν ἄρρωστο νὰ ὑποφέρει μὲ ὑπομονετικὴν καρδίαν αὐτὴν τοῦ τὴν θλῖψιν καὶ νὰ μὴ σηκώνει μὲ λύπην τῆς καρδίας τοῦ ταύτην τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν γογγύζει, μάλιστα, μὲ γλῶσσαν καὶ καρδίαν νὰ εὐλογεῖ τὸν Θεόν, ὅπου δείχνει εἰς ἐκεῖνον τούτην τὴν θέλησίν του, καὶ νὰ ἀποθέτει τὴν ἐλπίδα τοῦ βεβαίαν εἰς τὴν φιλανθρωπίαν του, πὼς θὰ τὸν ἰατρεύσει. Καὶ τόυτον πρέπει νὰ παρακινήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξιν τῆς καρδίας του, διὰ τὰ ἁμαρτήματα ὅπου ἔκαμεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ νὰ μεταλάβει τὰ ἄχραντα Μυστήρια, νὰ κάνει εὐχέλαιον κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας· διατὶ τὰ μυστήρια αὐτὰ δὲν ὀφελοῦν μόνον εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ σωμάτων· καὶ τέλος πάντων νὰ κάνει προσευχὲς συνεχεῖς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν συστήσει καὶ εἰς τὰς δημοσίας δεήσεις ὅλης της Ἐκκλησίας.
6ον εἶναι νὰ δεχόμαστε εἰς τὴν οἰκία μας τὸν ξένον, καὶ ἐκείνους μάλιστα τοὺς ξένους πρέπει νὰ συνάγουμε εἰς τὴν οἰκίαν μας, οἱ ὁποῖοι ὑπάγοντες εἰς ἁγίους τόπους, νὰ προσκυνήσουσι κατὰ τὸ ταξιμό τους, καταλύουσι, δήλ. κονεύουσι εἰς τᾶς πόλεις. Τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ προσκυνητάδες, καὶ οἱ πτωχοὶ εἰς τὴν χρείαν τῶν ὁποίων πρέπει νὰ βοηθᾷ, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ κληρονομήσει τὴν τοιαύτην μακαριότητα, κατὰ τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει καὶ πλέον ξέχωρα πρέπει νὰ περνοῦνται μέσα εἰς τὴν οἰκίαν, ὅσοι κείτουνται ἄρρωστοι εἰς τὰ παζάρια καὶ εἰς τους δρόμους ζητιάνοι.
7ον εἶναι νὰ θάπτουμε τοὺς νεκροὺς τοῦτο τὸ ἔργον πρέπει νὰ τὸ κάνει καθένας μὲ προθυμίαν· μάλιστα εἰς ἐκείνους ὅπου ἀναπαύθησαν εἰς ἔσχατην πενίαν, φέρωντας εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς ταφὴν ἐπιτήδεια, κατὰ τὸ ἔθος τῶν χριστιανὸν καθὼς ἔκανε ὁ Τωβίας (Τωβ. β’). [Βλέπε περισσότερα εἰς τὴν Ὀρθόδοξο Ὁμολογία σελ.136-141]
                                                       
                                                     ΤΑ 7 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

1ον εἶναι νὰ παρακινήσουμε τὸν ἁμαρτωλὸν νὰ λείψει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ νὰ τὸν μεταφέρουμε εἰς μίαν ζωὴν καλύτερη, καθὼς ἡ Γραφὴ μαρτυρᾷ «Ἀδελφοί, ἐὰν τὶς ἐν ὑμῖν πλανηθῆ ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψη τὶς αὐτόν, γινωσκέτω, ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ, σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου, καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰάκωβ 5,19). Τοῦτον τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας εἶναι τὸ πρώτον καὶ ἐξαίρετον, ὅπου παρακινὰ τὸν ὀρθόδοξον εἰς νὰ εὐσπλᾳγχνισθῆ τὸν πλησίον του· διατὶ δὲν περιέχει εἰς αὐτὸ ἀγαθὰ πρόσκαιρα ἀλλὰ αἰώνια· μὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέχει ὅταν κάνει αὐτὸ τὸ ἔργον νὰ μὴν τύχει καὶ φέρει τὸν ἁμαρτωλὸν διὰ καμμίαν τοῦ ἀπροσεξίαν εἰς ἀπόγνωσιν ἢ εἰς πολὺ θάρρος τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίας· διατὶ μὲ τὰ δύο ταῦτα, πλειότερα θὰ βλάψει τὸν ἁμαρτωλόν, παρὰ θὰ τὸν ὠφελήσει· πρέπει λοιπὸν νὰ κρατεῖ τὸ μέσον μὲ φρόνησιν.
2ον εἶναι νὰ διδάσκουμε τὸν ἀμαθῆ καὶ ἄγνωστον· καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κάνει ἄξια ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ διδάξει τὸν ἄγνωστον, πὼς πρέπει νὰ πιστεύει εἰς ἕναν Θεὸν τρισυπόστατον, ὑποθέτωντας νὰ εἶναι τοῦτος ἐπιτήδειος πρὸς διδασκαλίαν· ἀλλιῶς νὰ βρίσκει ἄλλον σοφώτερόν του καὶ ἐμπειρότερον, διὰ νὰ μὴν τύχει καὶ συμβεῖ τό, «τυφλὸν ὁ τυφλὸς ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Μὰτθ 15,14). Ἐπίσης πρέπει νὰ διδάσκει τὸν ἀνήξευρον πὼς νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεόν, καὶ μὲ ποίαν μέθοδον τῆς προσευχῆς νὰ κάνει πρὸς τὸν Θεὸν τὰς δεήσεις του· ἔτι δὲ καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ προστάγματα νὰ τοῦ μάθει, μὲ τρόπο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ φυλάτει εὔκολα.
3ον εἶναι νὰ συμβουλεύσει κάποιος ὀρθῶς, ἐκεῖνον ποὺ χρειάζεται συμβουλὴν, τοῦτο τὸ ἔργον γίνεται ὁπόταν κάποιος ἐπιστρέφει τοὺς ἀνθρώπους ὅπου εἶναι κακοῦ βίου, εἰς καλύτερον λογαριασμὸν τῆς ζωῆς, μὲ εὐσεβεῖς καὶ χριστιανικὲς νουθεσίες καὶ μὲ λαλὲς συμβουλές. Ἀκόμη ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται εἰς καμμίαν θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν, ὅπου νὰ μὴν ἠξέρουν νὰ βροῦν τρόπο νὰ βοηθηθοῦν, τότε πρέπει νὰ προσφέρεται εἰς αὐτοὺς τοῦτο τὸ φάρμακο τῆς συμβουλῆς μετὰ χαρᾶς διὰ νὰ λυτρώνουν τὴν ζωὴν ἢ τὴν τιμή τους. Εἷς τοῦτο ἀκόμη περισφαλίζεται τό, νὰ δίδει λόγον κάποιος εἰς τὸν πλησίον τοῦ διὰ κανένα κίνδυνον, ὅπου στέκεται ἀπάνω τοῦ ἢ τῆς ζωῆς ἢ τῆς τιμῆς του, καὶ δὲν τὸ ξέρει μὰ μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἀνάμεσα εἰς αὐτὰ τὰ πρόσωπα νὰ μὴν γεννηθοῦν ἔχθραις, καὶ κίνδυνοι χειρότεροι.
4ον εἶναι νὰ παρακαλεῖ κάποιος τὸν Θεὸν διὰ τὸν πλησίον του· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς φιλανθρωπίας ἐπίκειται πρώτον εἰς τους πνευματικοὺς καὶ πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, ἔπειτα καὶ εἰς τοὺς κοσμικούς.
5ον εἶναι νὰ παρηγορεῖ κάποιος τὸν λυπημένον· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης διὰ τοῦτο γίνεται, διὰ νὰ μὴν κάνουμεν κανένα νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ πειραχθεῖ εἰς ἠμᾶς, μήτε νὰ τοῦ δώσουμε ἀφορμὴν νὰ λυπηθεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολον ὅπου λέγει «εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ἠμῶν, μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες· μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες ἀγαπητοί· ἀλλὰ δότε τόπον τὴ ὀργή· γέγραπται γάρ, ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» Ρωμ-12,18. Καὶ τοῦτο πρέπει νὰ λέγεται, ὁπόταν κάποιος εἶναι βαρυνόμενος ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἢ πολὺ ἄρρωστος ἢ ἀπὸ θλῖψιν καὶ συμφορὰν μεγάλιν πιέζεται· τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους χρωστοῦμεν νὰ παρηγοροῦμεν.
6ον εἶναι νὰ ὑποφέρουμε τὶς ὕβρεις μὲ ὑπομονήν. Τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης γίνεται, ὅταν μέλλωμεν νὰ πάθωμεν τίποτε διὰ τὸν Χριστόν, τότε χρεωστοῦμεν νὰ τὸ κάνουμεν μὲ ὑπομονὴν χαίροντες· ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μεγαλυτέρας ὕβρεις ἔπαθε δι’ ἠμᾶς, κατὰ τὰ εἰρημένα «ὅτι Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἠμῶν, ἠμὶν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσεται τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α Πετρ-4,21). Ἔπειτα δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμεν κακὰ εἰς ἐκείνους ὅπου μας ἐπηρεάζουν καὶ τυρανοῦν, μήτε νὰ ἀνταποδίδωμεν κακὸν ἀντὶ κακοῦ κατὰ τὸ Ἀπόστολον λέγοντα «Μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδίδοντες». Μάλιστα ὁπόταν πάσχωμεν τί ἀδίκως, πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε διὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἐχθρῶν μας.
7ον εἶναι νὰ συγχωροῦμεν τὰ σφάλματα, ὅπου σφάλουσιν εἰς ἠμᾶς οἱ ἄλλοι· τοῦτο τὸ ἔργον τῆς ἐλεημοσύνης τότε τὸ ἀπολαμβάνομεν, ὁπόταν ἀφήνομεν τῶν ἐχθρῶν μας τᾶς ἀδικίας ὅπου κάνουν, ὅτι λογῆς καὶ ἂν εἶναι· μάλιστα καὶ μὲ τὴν εἰρημένην προσευχήν, καὶ τὴν συγχώρησιν τοῦ βλάψαντός μας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄφεσις πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μόνον καθ’ ἡμέραν μίαν φορᾶν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν ἐβδομηκοντάκις ἑπτὰ· καθὼς ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἐδίδαξε τὸν Πέτρον ἐρωτήσαντα, εἰπων «οὐ λέγω σοὶ ἕως ἑπτάκις, ἀλλ’ ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ-12,22). [Βλέπε περισσότερα στην Ορθόδοξο Ομολογία σελ. 141-145]
7 ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1ον Τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα μᾶς γεννᾷ ἐκ δευτέρου μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ ἀπωλέσαμεν τὴν πρώτη μας ἀπαθῆ γέννησιν καὶ ἡ σύλληψίς μας ἔγεινεν ἐν ἀνομίας καὶ ἐγέννησεν ἕκαστον ἐξ ἠμῶν ἡ μήτηρ του ἐν ἁμαρτίας, καθὼς ψάλλει ὁ Δαβίδ.
2ον Τὸ Ἅγιον Χρῖσμα. Τὸ χρῖσμα βάλλει εἰς ἠμᾶς τὴν πρώτη σφραγῖδα, καὶ τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλάσιν μας, τὰ ὁποία διὰ παρακοὴν τὰ ἀπολέσαμεν· πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ θεῖον φύσημα εἰς τὴν ψυχήν μας τότε ἐλάβαμε διὰ τοῦτο καὶ τὴν δύναμιν ἔχει τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν εὐωδίαν τοῦ πλουτεῖ.
3ον Ἡ Ἁγία Κοινωνία. Ἡ Ἁγία Κοινωνία μᾶς ἑνώνει μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιον Δεσπότην μας Χριστόν, καὶ μεταλαμβάνομεν τὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα του, καὶ ἐπειδὴ διὰ φαγητὸν ἀπεθάναμεν καὶ ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ μέσου τῆς Ἁγίας Κοινωνίας ἀπόλαμβανομεν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ ἀπορρίπτοντες τὴν φθοράν, ἐνούμεθα μὲ τὸν ἀθάνατον ὅστις ἔγεινε θνητὸς εἰς τὴν σάρκαν διὰ τὴν σωτηρία μας.
4ον Ἡ Ἱερωσύνη, ἢ Χειροτονία Ἱερέων. Ἡ χειροτονία μᾶς δίδει τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ δημιουργοῦ καὶ πλάστου μας· καὶ ἐπειδὴ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔγινε χωρὶς αὐτόν, οὕτω καὶ αὐτὸς ἦλθε διὰ νὰ μᾶς φέρει εἰς τὸ καλὸν εἶναι μας· τὴν δυναμὶν τοῦ αὐτὴν ἀναδεχόμενος ἀπὸ ἠμᾶς, μᾶς τὴν ἔδωκε διὰ μέσου τῆς Ἱερωσύνης του, καὶ διὰ μέσου αὐτῆς ἐνεργοῦνται εἰς ἠμᾶς ὄλαι αἰ ἱεροπραξίαι καὶ τὰ μυστήρια, καὶ κανένα ἅγιον δὲν γίνεται χωρὶς ἱερέα. Προσέτι δὲ καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστᾶς τῶν φενομένων μας κατέστησε, πάλιν καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος καλλίτερόν μας ἀποκαθιστᾷ ἄρχοντας μὲ τὸ μέσον τῆς Ἱεροσύνης. Διὰ τοῦτο ὁ Δαβὶδ λέγει «καταστήσεις αὐτοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Διότι τοῦ οὐρανοῦ τὰ κλειδιὰ εἰς ἠμᾶς (τοὺς Ἱερεῖς) τὰ παρέδωκε.
5ον Ὁ Γάμος. Ὁ γάμος δέ, εἶναι ἕνα συγκαταβατικὸν χάρισμα τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν τεκνοποιΐαν, ἐν ὄσῳ τοῦτο τὸ πᾶν ἵσταται μὲ τὴν φθοράν, ὡσὰν ὅσα ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἠμεῖς μέσα εἰς τὸν ἑαυτόν μας τὴν βδελυρὰν τῶν ἀλόγων ζῴων σύστασιν τὴν γενομένην ἀπὸ ρεύσεως· ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἠμεῖς θεληματικῶς τὸν ψυχικὸν ἀπεθάνομεν θάνατον, ἄφηκε τὴν διαδοχὴν τοῦ γένους νὰ ἐνεργῇ, καθὼς καὶ εἰς τὰ ἄλογα ζῷα, διὰ νὰ γνωρίσωμεν εἰς τί κατεστάθημεν, καὶ τοῦτο ἕως οὗ νὰ ἀναστήσει καὶ νὰ κάνει ἀθάνατον τὴν φύση ὁ ἄφθαρτος, ὅστις δι’ ἠμᾶς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, ὅθεν καὶ εὐλογεῖ τὸν γάμον αὐτὸς διὰ νὰ μὴν εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ζωῆς μας χωρὶς εὐλογία.
6ον Ἡ Ἐξομολόγηση καὶ Μετάνοια. Ἡ μετάνοια, τὸ ἀπὸ τὴν πτῶσιν τῆς ἁμαρτίας μας ἀνασήκωμα ἠμῶν πάλιν ἐνεργεῖ, καὶ ἐπειδὴ μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι ἄλλη ἀνάκλησις, μήτε κατὰ χάριν καὶ δωρεάν, μήτε χωρὶς ἀγῶνας καὶ πόνους, παρὰ μόνο διὰ μέσου ἐπιστροφῆς καὶ δακρύων, καὶ διὰ μέσου ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ ἀποχῆς τῶν κακῶν, διὰ τοῦτο καὶ μᾶς ἐδόθη αὐτὸ τὸ χάρισμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμβαίνει καὶ τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν, ἐπειδὴ εἶναι τῆς μετανοίας ἐνέχυρον.
7ον Τὸ Ἅγιον Ἔλαιον. Τὸ Ἅγιον Ἔλαιόν μας παραδόθη ὡς μία ἅγια ἱερουργία καὶ τύπος τῆς θείας εὐσπλαγχνίας, τὸ ὁποῖον δίδεται εἰς τοὺς μετανοοῦντας διὰ λύτρωσιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν· ὅθεν καὶ ἁμαρτήματα λύει, καὶ ἀσθενείας θεραπεύει, καὶ ἁγιάζει πληρέστατα. Ὅλα δὲ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοῦ μαθηταὶ μὲ τὴν δύναμιν αὐτοῦ μας τὰ παρέδωκαν. Δι’ ὅτι καθὼς ἠμεῖς ἤμεθα διπλοί, ἀπὸ ψυχὴν καὶ σῶμα συντεθειμένοι, διπλὰ καὶ αὐτά μας τὰ ἔδωκεν, ὅτι διπλοὺς ἀληθινὰ καὶ αὐτὸς δι’ ἠμᾶς ἔγινε, Θεὸς ὧν ἀληθινός, καὶ ἄνθρωπος ἀληθῶς χρηματίσας, ὥστε μὲ τὴν χάριν μὲν τοῦ πνεύματος νοητῶς νὰ ἁγιάζει τᾶς ψυχᾶς μας, μὲ τὰ αἰσθητὰ δὲ ὕδατα καὶ Ἔλαιον καὶ Ἄρτον καὶ Ποτήριον, καὶ τὰ ἐπίλοιπα, ὅσα ὑπὸ τοῦ Πνεύματος ἁγιάζονται, νὰ καθαγιάζει καὶ τὰ σώματά μας, καὶ νὰ δίδει σωστὴν κατὰ πάντα τὴν σωτηρίαν. [Άπαντα Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης σελίδες 68-69.]

                                           ΟΙ 7 ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΝΥΚΤΙΟΥ
1) Μεσονυκτικόν, 2) Ὅρθρος μετὰ τῆς 1ης ώρας, 3) 3η ὤρα, 4) 6η ὤρα, 5) 9η ὤρα, 6) Ἑσπερινός, 7) Ἀπόδειπνον.
Τὸ Μεσονυκικόν, διὰ τὸ ἄγρυπνον τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν ἀσίγητον αἴνεσιν καὶ διὰ τὸ ἠσύχιον καὶ εἰρηνικόν του νοὸς περὶ τὴν θείαν δοξολογίαν καὶ ἀνάστασιν· «ὀψὲ γὰρ Σαββάτων ἐξηγέρθη ὁ Κύριος». Ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν, τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πιστοὶ προσμένομεν καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν θέλει μας ἐξυπνήσει ὡς ἀπὸ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου. Αὐτὸς δὲ ὁ νυμφίος τῶν ψυχῶν θέλει ἔλθει, ὡς εἶπεν, ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός, καὶ πρέπει νὰ ἤμεθᾳ ἠμεῖς ἐγρήγοροι καὶ ἔξυπνοι.
Τὸν Ὄρθρον, διότι ἔρχεται ἡ ἡμέρα, καὶ εἰς εὐχαριστίαν τοῦ Θεοῦ, ὅστις παρήγαγε τὸ φῶς, ἔλυσε τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ μᾶς προξένησε τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας· διὰ τοῦτο καὶ ἡ δοξολογία τῆς πρώτης ὥρας ἑνώνεται μὲ τὸν Ὄρθον ἐπειδὴ εἶναι καὶ αὐτὴ ἀπαρχὴ τῆς ἡμέρας καὶ προσφέρεται μὲ τὸν Ὄρθον εἰς τὸν Θεὸν ὡς δῶρον καὶ θυσία αἰνέσεως, καὶ ἐπειδὴ ἐφωτίσθησαν μὲ τὸ φῶς τῆς εὐσεβίας ὅλα τὰ κτίσματα, δι’ αὐτὸ προσκαλοῦμεν καὶ αὐτὰ τὰ κτίσματα μὲ τοὺς ἀγγέλους εἰς αἶνον τοῦ Θεοῦ.
Τὴν Τρίτην ὥραν, ὑμνοῦμεν εἰς τιμὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ διότι παρῆλθε τὸ τέταρτον μέρος τῆς ἡμέρας τούτου τοῦ ἐκ τεσσάρων στοιχείων κόσμου καὶ διότι κατ’ αὐτὴν τὴ ὥραν ἔγινε ἡ ἀπόφασις κατὰ τοῦ Σωτῆρος. Καὶ διότι κατὰ τὴν τρίτην ὥραν κατῆλθεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἐν ὢ οἱ τῆς οἰκουμένης πιστοὶ ἐφωτίσθημεν.
Τὴν ἕκτην ὥραν, ὁμοίως ὑμνωδοῦμεν τὴν δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος· διότι παρήγαγε τὸ πᾶν καὶ διότι παρῆλθε καὶ ἄλλο τέταρτόν της ἡμέρας τοῦ τετραμεροῦς κόσμου εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα τῶν τριῶν ὡρῶν καὶ εἶναι τὸ μεσαίτατον αὐτῆς τῆς ἡμέρας ἐκβαλομένης κατὰ τὴν ἰσημερίαν, καὶ καθότι συνέβη εἰς αὐτὴν τὴν ὥραν ἡ Σταύρωσις τοῦ Κυρίου καὶ τὸ σκότος ἐπὶ τὴν γῆν, ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἔπασχε κατὰ τὴν σάρκα.
Τὴν Ἐννάτην ὥραν, καθότι ἔρχεται πρὸς τὸ τέλος ἡ ἡμέρα καὶ διὰ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, καθότι τρισσῶς τὰ ἐννέα τὴν κηρύτουσι καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν παρέδωκεν ὁ Σωτὴρ τὴν θείαν τοῦ ψυχὴν εἰς τὸν Πατέρα καὶ ἔγινε τελεία ὑπὲρ ἠμῶν ἡ θυσία καὶ προσηνέχθη δι’ ὅλους ψυχὴ τὲ καὶ σώματι εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, ὄτε καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἠνεώχθησαν εἰς προοίμιον τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν, διότι ὁ θάνατος μὲ τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου ἐνεκρώθη καὶ οἱ ἐν ᾅδῃ ἐλευθερώθησαν, ἐπειδὴ προσηνέχθη ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα καὶ ἐδόθη ἡ σὰρξ ἑκουσίως εἰς θυσίαν διὰ τοῦ Σταυροῦ, ἐλευθερώθησαν οἱ ψυχαὶ ἠμῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ διαβόλου καὶ τὰ σώματα ἠμῶν μὲ τὴν ἀναστασὶν τοῦ ἔγιναν ἀθάνατα. Εὐχαριστοῦμεν λοιπὸν τῷ ἀποθανόντι δι’ ἠμᾶς σαρκί, ὅστις διὰ τῆς ἁγίας αὐτοῦ ψυχῆς προσήνεγκε τὰς ψυχὰς ἠμῶν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Πατρὸς καὶ μὲ τὸν θάνατόν του μᾶς ἀνέζησεν.
Ὁ Ἑσπερινὸς ὕμνος, δηλοὶ ὅτι δοξολογοῦμεν τὸν Κτίστην ἠμῶν, διότι ἐφθάσαμεν εἰς τὴν ἑσπέραν, ἠγοῦν εἰς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας καὶ ἀφιερώσαμεν τὸ περισσότερον μέρος αὐτῆς εἰς τὸν Θεὸν· τῷ εὐχαριστοῦμεν δι’ αὐτὰ καὶ διὰ τὴν ζωὴν ἠμῶν καὶ τροφήν, διὰ τᾶς ἐννοίας, διὰ τοὺς λόγους καὶ διὰ τᾶς πράξειςι παρακαλοῦμεν δὲ νὰ διαπεράσωμεν καὶ τὴν νύκτα εἰρηνικήν, ἀναμάρτητον καὶ ἀσκανδάλιστον, καὶ αὐτὴ ὡς προοίμιον τοῦ τέλους τῆς ζωῆς ἠμῶν εἶναι, διότι ὁ θάνατος καθὼς ἡ νῦξ ἔρχεται.
Τὸ Ἀπόδειπνον, εὐχαριστία εἶναι πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τῆς νυκτὸς τὴν ἀνάπαυσιν ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ διὰ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ θανάτου καὶ εἶναι ὡς μία ἀπαρχὴ τῆς νυκτὸς· καὶ αὐτὴ ἡ νῦξ εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ κτισμάτων τοῦ δι’ ἠμᾶς καὶ τὴν ἐπίλοιπον κτίσιν. Εἶναι τὸ ἀπόδειπνον μία δέησις διὰ νὰ πέρασωμεν αὐτὴν τὴν νύκτα χωρὶς πειρασμῶν ἀπὸ μέρους τῶν ἐπηρεαστικῶν φθονερῶν, σκοτεινῶν καὶ ζοφοδεστάτων δαιμόνων, ἀπὸ τῶν ὁποίων εἴθε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς λυτρώσει διὰ παντός! [Άπαντα Αγ.Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης σελ. 243-244]

ΟΙ 7 ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΠΑΝΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ.

Ὁ 1ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν τὸ «Πάτερ ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι…», μὲ τὸν ὁποῖον λόγον ὑπερβολὴν ἀγάπης καὶ ἀνεξικακίας ὁ Κύριος δείχνωντας, δὲν κάνει νὰ σχισθεῖ ἡ γῆ καὶ νὰ καταπιεῖ τοὺς σταυρωτᾶς του, ἀλλὰ μάλιστα παρακαλεῖ τὸν πατέρα του νὰ συγχωρήσει τὸ σφάλμα τους. Καὶ βέβαια αὐτὸ θὰ συγχωρούταν ἂν αὐτοὶ δὲν ἔμεναν εἰς τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ πίστευαν καὶ μετανοοῦσαν. Ἀπὸ τὸν λόγον τοῦτον ἔμαθε ὁ Στέφανος νὰ εἰπῇ διὰ τοὺς λιθοβολιστᾶς του, «Κύριε μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ὡς μιμηταὶ Χριστοῦ ἀπὸ τοῦτον τὸν λόγον ἔμαθον νὰ συγχωροῦν τοὺς ἐχθρούς τους. 

Ὁ 2ος λόγος ἦταν αὐτὸς πρὸς τὸν εὐγνώμονα λῃστή. «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἓν τῷ παραδείσῳ» μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος κάνει κληρονόμον τοῦ παραδείσου τὸν φονέαν καὶ κλέπτην! Πόσοι καὶ πόσες φορὲς λέγουν τὸν λόγον ὅπου εἶπε ὁ λῄστης πρὸς τὸν Χριστὸν «Μνήσθητί μου Κύριε ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου», ἀλλὰ δὲν ἀξιῶνονται νὰ ἀκούσουν καὶ τὸν λόγο τοῦτον ὅπου εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν λῃστήν, διότι δὲν τὸν λέγουν μὲ τὴν αὐτὴν διάθεσην καὶ μὲ τὴν αὐτὴν καρδίαν τοῦ λῃστοῦ καὶ διότι αὐτοὶ μὲν λέγουν, ἀφ’ πιστεύουν πὼς εἶναι Θεὸς ὁ Χριστός, ὁ δὲ λῃστὴς χωρὶς νὰ πιστεύσει πὼς εἶναι Θεὸς ὁ Χριστὸς καὶ χωρὶς νὰ δεῖ θαύματα, ἐξεφώνησε τοιοῦτον λόγον πρὸς ἕνα συγκατάδικόν του καὶ πρὸς ἕνα ἐσταυρωμένον, ἔσωθεν ἐμπνευσθεῖς ὑπὸ τῆς χάριτος, κατὰ τὸν Ἅγιον Λέοντα, διὰ τὴν καλὴν γνώμην καὶ αὐτομεμψίαν ὅπου ἔδειξε λέγοντας «καὶ ἠμεῖς μὲν δικαίως ἄξια γὰρ ὢν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε».

Ὁ 3ος λόγος ἦταν ἐκεῖνος ὅπου εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὴν ἁγιωτάτην μητέραν του καὶ τὸν ἀγαπημένον τοῦ μαθητὴν Ἰωάννην, οἱ ὁποῖοι ἐπαρέστεκαν εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ «Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου», μὲ τὸν ὁποῖον τοῦτον λόγον φρόντισε διὰ μόνην τὴν μητέραν καὶ μὲ ὄλον ὅπου ἐπαρέστεκαν ἐκεῖ καὶ ἄλλες γυναῖκες παραδίδωντας τὴν παρθένον εἰς τὸν παρθένον, τὴν ἀγάπη-μένην εἰς τὸν ἀγαπημένον, καὶ τὴν καθαρὰν εἰς τὸν καθαρὸν μαθητὴν διὰ νὰ τὴν προστατεύει καὶ διδάσκει καὶ ἠμᾶς νὰ φροντίζωμεν διὰ τοὺς γονεῖς μας μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς, ὅταν αὐτοὶ δὲν μᾶς ἐμποδίζουν στὴ θεοσέβεια καὶ ἀρετήν.

Ὁ 4ος λόγος εἶναι τὸ «Θεέ μου Θεέ μου ἶνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» τὸν ὁποῖον τοῦτον λόγον ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέγει ὅτι τὸν εἶπε ὁ Κύριος τυπώνωντας εἰς τοῦ λόγου του τὸ ἰδικόν μας καὶ ἀναδεχόμενος εἰς τὸ ἰδικὸν τοῦ πρόσωπον τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ ὅπου ἔπαθεν ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύσις, καθὼς ἀνεδέχθη καὶ τὴν ἀφροσύνην καὶ τᾶς πλημμελείας τὰς ἰδικᾶς μας ὅπου περιέχει ὁ εἰς τὸν Χριστὸν ἀναφερόμενος 21ος ψαλμός.

Ὁ 5ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν τὸ «διψῶ». Οἱ αἰτίες δὲ διὰ τὶς ὁποῖες εἶπε τοῦτον τὸν λόγον ἦταν τρεῖς, σωματική, ψυχικὴ καὶ ἀλληγορική.Ἡ σωματικὴ αἰτία ἦταν διότι μὲ τὸ νὰ ἔχυσε ὁ Κύριος εἰς τὸν κῆπον τόσους αἱματωμένους ἱδρῶτας καὶ τόσα αἵματα εἰς τὴν φρικτὴν μαστίγωσιν καὶ σταύρωσίν του καὶ μὲ τὸ νὰ ἔλαβε τόσους κόπους καὶ πάθη, ἔμεινε τὸ πανάγιον σῶμα τοῦ χωρὶς τὴν φυσική του ὑγρότητα καὶ φυσικῶς ἐβασάνιζε τὸν Κύριον μὲ μίαν φλογερὰν δίψα. Ἡ ψυχικὴ αἰτία ἦταν διότι μὲ τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἐπιθυμία ὁ Κύριος ἐδίψα καὶ ἐπεθύμει νὰ πάθει διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀλληγορικὴ αἰτία τῆς δίψης τοῦ Κυρίου ἦταν ὡς λέγει ὁ Ἱεροσολύμων Κύριλλος, ὅτι κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ μὲν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τελειώνει, ἡ δὲ δίψα καὶ ἐπιθυμία του δὲν τελειώνει.

Ὁ 6ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν τὸ «τετέλεσται», μὲ τοῦτον τὸν λόγον ἔδειξε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐτελειώθησαν ὅλες οἱ προφητεῖες ὅπου εἶπον περὶ αὐτοῦ οἱ Προφῆται, ὅτι ἐτελειώθει τὸ ἔργον καὶ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ὅτι ἐτελειώθησαν οἱ δυνάμεις τοῦ σωματός του καὶ περισσότερον νὰ βαστάσει δὲν ἠμπορεῖ. Καὶ ἁπλῶς ἔδειξε μὲ τὸν λόγον τοῦτον ὁ Κύριος ὅτι ἐτελειώθει ὅλη ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία του καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν λείπει.

Ὁ 7ος λόγος ὅπου εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν σταυρὸν ἦταν «Πάτερ εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου». Διὰ νὰ δείξει, ὅτι μετ’ ἐξουσίας ἀφήνει τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ Σταυροῦ εἶπεν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους «Ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχή μου, ἵνα πάλι λάβω αὐτήν».Ἔκλινε δὲ τὴν κεφαλὴ καὶ μετὰ παρέδωκε τὸ πνεῦμα διὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἀποθνῄσκει χωρὶς τὴν θελησὶν τοῦ ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ὅπου πρῶτον ἀποθνῄσκουν καὶ μετὰ κλίνουσιν τὴν κεφαλήν, ὁ δὲ Χριστὸς ἐπειδὴ ἐθελουσίως ἀπέθνῃσκε πρώτον ἔκκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ μετὰ παρέδωκεν τὸ πνεῦμα. [Πνευματικά Γυμνάσματα Αγ.Νικοδήμου σελ. 265-268] - [Συναξαριστῆς Τριωδίου σελ. 602]

 
ΟΙ 3 ΦΥΣΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

* Λέγονται φυσικές, διότι μὲ αὐτὰς γεννᾶται καὶ τρέφεται καὶ αὐξάνει ὁ ἄνθρωπος.
1η εἶναι ἡ γεννητικὴ δύναμις, ἤτοι ὅπου γεννᾶται πᾶς ἄνθρωπος καὶ χωρὶς νὰ ἦτο γίνεται καὶ ὑπάρχει.
2η εἶναι ἡ θρεπτικὴ δύναμις, ἤτοι ὅπου τρέφεται ὁ ἄνθρωπος.
3η εἶναι ἡ αὐξητικὴ δύναμις, δηλαδὴ ὅπου αὐξάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔχει τὸ φυσικὸν νὰ ἀνατρέφεται ἀπὸ λίγο εἰς πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸς νὰ γίνεται μέγας.
* Αὐτὰς τὰς δυνάμεις τὰς ἔχουν καὶ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ τὰ φυτά, διότι καὶ αὐτὰ γίνονται καὶ τρέφονται καὶ αὐξάνονται.

ΟΙ 4 ΖΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

* Λέγονται ζωτικές, διότι μὲ αὐτᾶς ζεῖ καὶ ἀναζωούται ὁ ἄνθρωπος.
1η εἶναι ἡ βούλησις. Βούλησις δὲ εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅλως διόλου βούλεται καὶ θέλει τὸ καλόν.
2η εἶναι ἡ προαίρεσις, ὅταν διαλέγει τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν, ἢ τὸ κακὸν ἀπὸ τὸ καλόν. Διὰ τὸν Χριστὸν λέγομεν ὅτι μόνον βούλησιν εἶχε· διότι δὲν ἤθελε ἐκεῖνος ποτὲ τὸ κακὸν ἀλλὰ πάντοτε τὸ καλὸν ἐζήτει καὶ ἠγάπα.
3η εἶναι ὁ θυμός, ἤτοι καθὼς ὁρίζει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, νὰ θυμώνουμε κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἐναντίον αὐτοῦ νὰ ἔχομεν τὸν θυμό μας, ἐκεῖνον νὰ ὑβρίζομεν, ἐκείνου νὰ κάνουμε κακὸν διότι αὐτός μας κατήντησεν εἰς ταύτην τὴν κατηραμένην γῆν δι’ ἐκεῖνον μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν θυμόν· ὄχι διὰ τὸν ἄνθρωπο ὅστις εἶναι πλάσμα Θεοῦ· ὄχι διὰ τὸν Χριστιανόν, ὁ ὁποῖος ἔχει μίαν πίστιν μὲ ἠμᾶς, ὄχι νὰ ὀργιζόμεθᾳ κατὰ τίνος χωρὶς ἀφορμὴ ἢ ἔστω καὶ μὲ ἀφορμὴ· δι’ αὐτό μας ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν θυμόν.
4η εἶναι ἡ ἐπιθυμία· ἤτοι νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ καλόν, νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν πρώτη μας πατρίδα, ἤτοι τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. [Θησαυρός Δαμασκηνού σελ. 32] - [Συναξαριστής Δεκεμβρίου σελ. 648-649]                                                                                                                                      

ΟΙ 5 ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
* Λέγονται γνωστικαὶ διότι μὲ αὐτὰς γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ κάθε τί.

1η ἡ αἴσθησις, 2η ἡ φαντασία, 3η ἡ δόξα, 4η ἡ διάνοια, 5η ὁ νοῦς.

1) Αἴσθησις εἶναι τὰ ἑξῆς : ὅρασις, ὄσφρησις, ἀκοή, γεῦσις καὶ ἁφή. Καὶ ὅρασις εἶναι ἡ ἱκανότης νὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὸ κάθε τί καὶ νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται· ἀκοὴ εἶναι, ὅταν καὶ χωρὶς νὰ δεῖ κάτι, ἀλλὰ τὸ ἀκούει ἀπὸ ἄλλου ἀνθρώπου λόγον ἢ ἀπὸ φωνὴ ἐκείνου τοῦ πράγματος παρευθὺς γνωρίζει τί εἶναι· ὄσφρησις εἶναι, ὅταν ὀσφραίνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ καταλαβαίνει τί εἶναι ἐκεῖνο, ἢ δυσῶδες, ἢ εὐῶδες· γεῦσις εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει μὲν κάτι τί εἶναι, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνει, ἐὰν εἶναι πικρὸν ἢ γλυκύ, εἰμὴ μόνον ὅταν τὸ γευθεῖ μὲ τὸ στόμα· ἁφὴ εἶναι ὅταν πιάνεις κάτι, καὶ καταλαβαίνεις ἐὰν εἶναι ὑγρόν, ἢ ξηρόν, ψυχρὸν ἢ ζεστόν, βαρὺ ἢ ἐλαφρόν, σκληρὸν ἢ μαλακὸν κ.τ.λ.
2) Φαντασία εἶναι, ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας ὅτι καὶ ἂν δεῖ ὁ ἄνθρωπος, μετὰ μίαν ἢ δυὸ ἢ περισσότερες ἡμέρες τὸ ἐνθυμεῖται καὶ τὸ φαντάζεται· αὐτὴ ἡ φαντασία ἐνεργεῖ καὶ εἰς τὰ ὄνειρα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν λόγον αὐτοῦ τὸν ἐνδιάθετον, διότι ὁ ἄνθρωπος δυὸ λόγους ἔχει, ἕνα τὸν προφορικόν, αὐτὸν δηλαδὴ διὰ τοῦ ὁποίου ὁμιλοῦμε, καὶ ἀκούει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· καὶ δεύτερον τὸν ἐνδιάθετον, καὶ εἶναι ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁποῖον μόνος του ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι καὶ ἂν λέγει· μὲ αὐτὸν τὸν λόγον καὶ τὴν φαντασίαν βλέπει καὶ ὁμιλεῖ εἰς τὸν ὕπνο του ὅτι καὶ ἂν δεῖ.
3) Ἡ δόξα εἶναι διπλή, ἢ μὲ ἀπόδοσιν ἢ χωρὶς ἀπόδοσιν· ἤτοι ἄκουσε κάποιος ὅτι ἔγινε ἔκλειψις τοῦ ἡλίου, ὅμως δὲν γνωρίζει ἀπὸ τί ἔγινεν ἡ ἔκλειψις τότε αὐτὸ λέγεται ἄλογος δόξα, ἤτοι χωρὶς λόγου ἀπόδοσιν· μὲ ἀπόδοσιν δὲ εἶναι ἡ δόξα, ὅταν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος διατὶ ἔγινεν ἔκλειψις τοῦ ἡλίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ σελήνη διῆλθεν ὑποκάτω τοῦ ἡλίου καὶ ἀπέκρυψεν τὴν λάμψιν τοῦ διὰ τοῦτο γίνεται αὐτὴ ἡ ἔκλειψις· αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα.
4) Διάνοια εἶναι, ὅταν ἐπὶ παραδείγματι ἀκούων κάποιος ὅτι ἕνας βασιλεὺς δυνατὸς μὲ πολὺ στράτευμα ἐνικήθει ἀπὸ ἄλλον βασιλέα ὀλιγιδύναμον, καὶ ἵσταται καὶ συλλογίζεται, ἐὰν ἐτοῦτο εἶναι ἀληθὲς ἢ ψευδὲς· αὐτὴ ἡ συλλογὴ ὀνομάζεται διάνοια.
5) Πάντα ὅσα κάνουν οἱ ἕνδεκα αὐτὲς δυνάμεις, ὅλα διὰ τῆς προσταγῆς του νόος τὰ κάνουν καὶ εἶναι ὁ νοῦς ὡς βασιλεὺς ἐπάνω εἰς αὐτάς. Αὐτὸς ὁ νοῦς εἶναι ἡ δωδέκατη δύναμη τῆς ψυχῆς. Μόνο ὅμως εἰς τὰ φανερὰ καὶ ὁμολογούμενα πράγματα, τὰ ὁποῖα περιέπεσαν εἰς τὴν ἀντίληψίν του διὰ τῶν αἰσθήσεων εἰς αὐτὰ περιπατεῖ ὁ νοῦς, ἤτοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, ὅτι ὁ ἥλιος λάμπει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητὸς καὶ τὰ τοιαῦτα. Θησαυρός Δαμασκηνού σελ. 32-33 - Συναξαριστής Δεκεμβρίου σελ. 649-650

ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
1ον Ἡδονὲς φυσικὲς καὶ συγχρόνως ἀπαραίτητες, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀδύνατον νὰ ζεῖ κανείς, ὅπως εἶναι οἱ τροφὲς ποῦ ἀναπληρώνουν τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ ἀπαραίτητα ἐνδύματα.
2ον Ἡδονὲς φυσικὲς ὄχι ὅμως καὶ ἀπαραίτητες, ὅπως εἶναι οἱ φυσικὲς καὶ νόμιμες σαρκικὲς ἐπαφὲς ποὺ συντελοῦν στὴν διατήρησιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι καὶ ἀπαραίτητες διότι εἶναι δυνατὸν νὰ ζεῖ κανεὶς καὶ παρθενικὸν βίον μακριὰ ἀπὸ αὐτές.
3ον Ἡδονὲς ποὺ δὲν εἶναι οὔτε φυσικὲς οὔτε ἀπαραίτητες, ὅπως ἡ μέθη, ἡ ἀκολασία καὶ ὁ χορτασμὸς ποὺ ξεπερνᾷ τὴν φυσικὴν ἀνάγκη. Διότι οὔτε εἰς τὴν διατήρησιν τῆς ζωῆς μας συντελοῦν, οὔτε εἰς τὴν συνέχιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀντιθέτως προξενοῦν καὶ βλάβη.
ΤΑ 4 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
Ἡ κατάθλιψις, ὅπου εἶναι ἡ λύπη πού μας ἀφαιρεῖ τὴν φωνήν.
Ἡ στενοχωρία, ὅπου εἶναι ἡ λύπη ποὺ βαραίνει τὴν ψυχήν.
Ἡ συμπάθεια, ὅπου εἶναι ἡ λύπη διὰ τὴν ξένη δυστυχίαν.
Ὁ φθόνος, ὅπου εἶναι λύπη διὰ τὴν ξένη εὐτυχίαν.
ΤΑ 6 ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ
Ὁ δισταγμός, ὅπου εἶναι ὁ φόβος ὅπου ἔχουμεν διὰ κάτι ποὺ πρόκειται νὰ κάνουμε.
Ἡ ἐντροπή, ὅπου εἶναι ὁ φόβος εἰς τὴν περίπτωσιν ὅπου ἀναμένουμεν κάποια κατηγορίαν.
Ἡ αἰσχύνη, ὅπου εἶναι ὁ φόβος διὰ κάποιον κακὸν ὅπου ἔχουμε πράξει.
Ἡ κατάπληξις, ὅπου εἶναι ὁ φόβος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ μεγάλη φανταστικὴ ἐντύπωση.
Ἡ ἔκπληξις, ὅπου εἶναι ὁ φόβος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ ἀσυνήθιστη φανταστικὴ ἐντύπωση.
Ἡ ἀγωνία, ὅπου εἶναι ὁ φόβος πτώσεως ἢ ἀποτυχίας φοβόμαστε δήλ. μήπως ἀποτύχουμε.
ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
Ἡ ὀργὴ ποὺ λέγεται χολὴ & χόλος. Διότι ὁ θυμός, ποὺ ἔχει ἀρχὴ καὶ κίνησιν ὀνομάζεται ὀργὴ καὶ χολὴ & χόλος. Ἡ μῆνις ὅπου εἶναι ἡ χολὴ ποὺ ἐξακουλουθεῖ νὰ μένει, δηλαδὴ ἡ μνησικακία.
Ὁ κότος ὅπου ὀνομάζεται ἡ ὀργὴ ποὺ παραφυλάτει τὴν εὐκαιρίαν πρὸς ἐκδίκησιν.
ΟΙ 5 ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
1η αἴσθηση εἶναι ἡ ὅραση. Αἰσθητήρια ὄργανα εἶναι τὰ νεῦρα ποῦ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο καὶ οἱ ὀφθαλμοί.
2η αἴσθηση εἶναι ἡ ἀκοή. Αἰσθητήρια ὄργανα εἶναι τὰ μαλακὰ νεῦρα τοῦ ἐγκεφάλου & ἡ κατασκευὴ τῶν αὐτιῶν.
3η αἴσθηση εἶναι ἡ ὄσφρηση. Ὅπου παράγεται μέσῳ τῶν ρωθώνων ποὺ στέλνουν ἀναπνοὲς στὸν ἐγκέφαλον.
4η αἴσθηση εἶναι ἡ γεύση. Ἀσθητήρια ὄργανα εἶναι ἡ γλῶσσα καὶ ἡ ὑπερῴα ὅπου τὴν λέγουν καὶ οὐρανίσκον.
5η αἴσθηση εἶναι ἡ ἁφή. Ὅπου παράγεται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο μὲ τὴν διακλάδωση τῶν νεύρων σὲ ὅλο τὸ σῶμα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΝ ΚΑΙ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Τὸ φανταστικὸν εἶναι ἱκανότης τῆς ἀλόγου ψυχῇς, ποὺ ἐνεργεῖ μὲ τὴν βοήθεια τῶν αἰσθητηρίων. Τὸ φανταστὸν δὲ καὶ αἰσθητὸν εἶναι αὐτὸ ὅπου ὑποπίπτει εἰς τὴν φαντασίαν καὶ τὴν αἴσθησιν.
Ἡ φαντασία εἶναι ἰσχυρὸν αἴσθημα τῆς ἀλόγου ψυχῇς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ κάτι φανταστόν. Τὸ φάντασμα δὲ εἶναι ἰσχυρὸν αἴσθημα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς, κενὸν περιεχομένου ποὺ δὲν προκαλεῖται ἀπὸ κάτι φανταστόν. Ὄργανον δὲ τοῦ φανταστικοῦ εἶναι ἡ ἐμπρόσθεια κοιλότης τοῦ ἐγκεφάλου.
ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟΝ
Εἰς τὸ διανοητικὸν ἀνήκουν οἱ κρίσεις καὶ οἱ συγκαταθέσεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν πρᾶξιν, καὶ οἱ αἰτίες καὶ οἱ ἀποφυγὲς τῆς πράξεως· ἰδιετέρως μάλιστα ἀνήκουν εἰς αὐτὸ ἡ νόησις τῶν νοητῶν καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ ἐπιστῆμες καὶ οἱ θεωρίες τῶν τεχνῶν καὶ τὸ βουλευτικὸν καὶ τὸ προαιρετικόν.
ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΙΚΟΝ
Τὸ μνημονευτικὸν εἶναι ἡ αἰτία καὶ τὸ ταμεῖον τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀναμνήσεως· ἡ μνήμη δηλαδὴ εἶναι φαντασία ποὺ ἔχει μείνει ἐντός μας ἀπὸ κάποια αἴσθησιν ἢ νόησιν, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται ἐνεργητικῶς, ἢ εἶναι διατήρησις τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς νοήσεως. Ὅταν ἡ ψυχὴ διατηρεῖ τὶς μορφὲς ποὺ ἐφαντάσθει καὶ ἐνόησε λέγεται ὅτι ἐνθυμεῖται. Ὄργανον τοῦ μνημονευτικοῦ εἶναι ἡ ὀπίσθια κοιλότης τοῦ ἐγκεφάλου. [Ακριβής έκδοσις της Ορθοδόξου πίστεως Αγ.Ιωάννου Δαμασκηνού σελ. 223-233]
                                                                                                
ΤΑ 5 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ

Α) Ὁ καιρός, Β) Ἡ ποσότης,  Γ) Ἡ ποιότης,  Δ) Ὁ τρόπος, Ε) Ἡ φροντίς.

Πρώτον μᾶς πειράζει καὶ παρακινὰ νὰ προλάβουμεν τὸν καιρὸν χωρὶς ἀνάγκην, ἢ χρείαν τινά· δήλ. νὰ φάγωμεν προτήτερα ἀπὸ τὴν πρέπουσαν ὤραν. Κράτησον οὒν τῆς γαστρός, ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι ἄνθρωπος, καὶ φυλάγου ἐπιμελῶς, νὰ μὴν νικηθῆς εἰς τὸ ἀ’ εἶδος τῆς γαστριμαργίας, δήλ. νὰ μὴ προλάβης τὴν διατεταγμένην ὤραν, οὔτε νὰ τρώγῃς πάρεξ δυὸ φορὲς τὴν ἡμέραν, γεῦμα καὶ δεῖπνον, ὅταν δηλονότι εἶναι ἡμέραις ἀπολυταὶς (ἀμὴ τᾶς Τεσσαρακοστᾶς, τᾶς Τετράδας, καὶ Παρασκευᾶς, καὶ παραμονᾶς τῶν Ἑορτῶν, μίαν φορᾶν μόνον) καὶ ἔξω ἀπὸ τᾶς δυὸ φορᾷς μὴν τολμήσεις νὰ φάγης.

Τὸ δεύτερον εἶναι ἡ ποσότης, δήλ. νὰ φάγης περισσότερον ἀπὸ τὴν χρείαν τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κάνει χρεία νὰ φυλάγεσαι περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα, ὅτι τοῦτο εἶναι πολλὰ ἐπικίνδυνον ἡ γὰρ πλησμονὴ τοῦ οἴνου καὶ τῶν βρωμάτων σκοτίζει τὸ λογικόν, καὶ βγαίνεις ἀπὸ τᾶς φρένας σου. Ἔχεις καρδίαν πασίχαρον, τραγουδᾷς, χαίρεσαι, σκιρτᾷς, καὶ ἀγάλλεσαι, καὶ μὲ ρυπαροὺς πορνικοὺς διαλογισμοὺς μολύνεσαι, τὰ ὁποία δὲν κάνεις ὅταν ἔχεις μόνον τὸ ἀρκετόν σου φαγομένον. Πρόσεχε λοιπὸν ἀπὸ ταῦτα, μὴ βαρυνθεῖ ἡ καρδία σου ἐν κρεπάλῃ καὶ μέθη, διὰ νὰ δυνηθεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ὀργὴν καὶ ζημίαν, ὅπου γεννᾶται ἀπὸ τοῦτο τὸ πάθος.

Τὸ τρίτον εἶναι ἡ ποιότης, δήλ. νὰ ξετρέχεις ὀρεκτικὰ καὶ εὔμορφα βρώματα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον φυλάγου περισσότερον, καὶ τρῶγε τοιαῦτα φαγιὰ ὅπου νὰ μὴν εἶναι ἡδονικά, οὔτε νὰ δίδουσι τῆς σαρκός σου πολλὴν σπατάλην, εἰμὴ μόνον νὰ σὲ διαφυλλάτουν εἰς τὴν ζωὴν· καὶ ἄν σου φαίνονται ἄνοστα, νὰ σοῦ ἑρμηνεύσω μίαν ἀρτισίαν γλυκυτάτην καὶ πολλὰ νόστιμον, νὰ τρώγῃς μόνον ἄρτον ξηρὸν μετ’ αὐτῆς καὶ νὰ σοῦ φαίνεται ζάχαρη· δήλ. ἅφες νὰ περάσει ἡ θ’ ὥρα τῆς ἡμέρας, νὰ πεινάσεις καλὰ καλά, καὶ τότε τρῶγε, νὰ δεῖς γλυκύτητα ὅπου ἔχει τὸ φαγητόν, ἐὰν ἦτον τὸ ἀνοστότερον. Καὶ θύμου τὴν πολλὴν ἐγκράτειαν τῶν ὁσίων Πατέρων, ὅπου ἔτρωγαν μόνον ἄρτον ξηρὸν μετὰ ὕδατος, καὶ μαγείρεμα ποτὲ τοὺς δὲν ἐδοκίμαζον.

Τὸ τέταρτον εἶναι ὁ τρόπος, ὅταν ἐσθίης μὲ πολλὴν ἐπιθυμίαν ἁρπακτικά, καὶ κυττάζεις μὲ προσοχὴν τὰ βρώματα, καὶ βιάζεσαι νὰ τρώγεις ὀγλίγωρα. Καὶ τοῦτο εἶναι μία ἀταξία χοιρώδης, καὶ πρᾶξις τῶν κτηνῶν, καὶ ὄχι ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ φυλάγεσαι, καὶ νὰ ἔχεις τὸν νοῦν σου εἰς τὴν ἀνάγνωσιν. Εἰ δὲ καὶ δὲν γίνεται ἀνάγνωσις νὰ ὑψώνῃς τὸν λογισμόν σου πρὸς τὸν Θεὸν μελετῶν αὐτοῦ τὸ σωτήριον πάθος, καὶ προσευχόμενος νοερῶς, διὰ νὰ τρέφεται καὶ ἡ ψυχὴ σὺν τῷ σώματι καὶ νὰ μὴν εἶσαι ὅλος δοσμένος εἰς τὰ ψυχοβλαβὴ τὲ καὶ γήϊνα.

Τὸ πέμπτον  εἶναι ἡ περισσὰ φροντὶς καὶ περισπασμός, νὰ ξετρέχης μὲ τόσην μέριμναν εὔμορφα καὶ διάφορα βρώματα· τὸ ὁποῖον ἐὰν δὲν μισήσεις ὡς ψυχοβλαβές, θέλεις εἶσαι ὅμοιος ἐκείνων ὅπου ἔχουσι κατὰ τὸν Παῦλον, Θεὸν τὴν κοιλίαν τους, τῆς ὁποίας δουλεύουν μὲ τοιαύτην σπουδήν, καὶ ἐπιμέλειαν τόσην, ὅσην ἔπρεπε νὰ ἔχουν εἰς τὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δούλευσιν. [Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία σελ. 72-74]

ΟΙ 5 ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ

1ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν ἔχεις μερικὰ ἀγαθά, καὶ δὲν ἀναγνωρίζεις ὅτι  εἶναι ἐκ Θεοῦ, ἀλλὰ θαρρεῖς ὅτι τὰ ἔχεις ἀφ’ ἑαυτοῦ σου.
2ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν γνωρίζεις πὼς ἔχεις μερικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ ὄχι ὡς χαρισμένα, ἀλλὰ διατί σου πρέπουν καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ τὰ ἔχεις.
3ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν θαρρεῖς πὼς ἔχεις κάποια ἀγαθά, ὅπου δὲν τὰ ἔχεις.
4ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν καταφρονεῖς τοὺς ἄλλους καὶ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ τιμοῦν ὡς ἀξιότερον ἀπὸ ἐκείνους.
5ος βαθμὸς εἶναι, ὅταν καταφρονεῖς τοὺς ἱεροὺς νόμους, καὶ δὲν  ὑποτάσσεσαι εἰς αὐτούς, καθὼς οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐνομοθέτησαν, ὅπως εἰς τὴν νηστείαν καὶ εἰς πᾶσαν Ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν.
* Γνώριζε ὅτι μερικὰ ἀγαθὰ λέγονται πνευματικά, δήλ. ἡ χάρις, ἡ προφητεία, τὸ ποιεὶν σημεῖα, καὶ ἕτερα ὅμοια. Ἄλλα εἶναι τῆς φύσεως, ὅπως ἡ γνῶσις, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δύναμις. Ἄλλα τῆς τύχης (αὐτὰ ποὺ θὰ χαρίσει ὁ Θεὸς σὲ ὅποιον θέλει, καθὼς θέλει καὶ ὅσον θέλει) δήλ. πλοῦτος, τιμὲς καὶ ἄλλα τέτοια.

ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ 12

Περιέργεια, Ἀλαζονεία, Κενοδοξία, Καύχησις, Ἰδιορρυθμία, Αὐθάδεια, Ἀπόνοια, Πρόφασις, Προσποιούμενη Ἐξομολόγησις, Ἀποστασία ἢ παράβασις Ἐλευθερίας ἄδεια, καὶ τὸ ὕστερον ἡ τῆς ἁμαρτίας συνήθεια, ἤτις περιέχει μίαν τινὰ καταφρόνησιν τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
* Αὐτὰ τὰ 12 ἐγκλήματα αὐξάνουσι πολλὰ τὴν μητέρα τους, καὶ ἐὰν ποθεῖς νὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ ταύτην, φεῦγε καὶ μίσα ὅμοιες πράξεις.

* Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ρίζα καὶ πηγὴ πάσης ἁμαρτίας.
* Τὸ κυριώτερόν της εἶναι νὰ καταφρονεῖ τὴν ὑπακοήν.
* Ὁ πρῶτος ποὺ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὁ ὕστερος νὰ ἐπιστρέψει εἶναι ὁ ὑπερήφανος.
* Ἡ ὑπερηφάνεια ἔκανε τοὺς Ἀγγέλους δαίμονες, καὶ ἡ ταπείνωση κάνει Θεὸν τὸν ἄνθρωπον.
* Οἱ ὑπερήφανοι εὑρίσκονται εἰς φόβους, καὶ κινδύνους πολλούς, εἰς φιλονικείας καὶ μάχας, διατὶ συνερίζονται μὲ τοὺς ὁμοίους αὐτῶν καὶ συζηλώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
* Ὁ ὑπερήφανος περνιέται γιὰ μεγάλος καὶ ἂν δὲν τὸν τιμήσουν ταράσσεται καὶ θλίβεται ἔσωθεν.
* Οἱ ὑπερήφανοι οὐ μόνο παρὰ Θεοῦ ἐχθρεύονται, ἀλλὰ καὶ στὴ ζωὴν αὐτὴν τοὺς μισοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὅτι ἄλλον δὲν συγχένονται τόσον, ὅσον τὸν ὑπερήφανον, ὁ ὁποῖος μὴ ἔχων ἐδῶ φίλους καρδιακούς, ἔχει θλίψεις πολλᾶς εἰς τὰς ἐργασίας.                       [Αμαρτωλών Σωτηρία σελ. 39-44]

Η ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ

Κενοδοξία εἶναι μία ἄτακτος ὄρεξις, νὰ ἐπιδείχνῃς, καὶ νὰ φανερώνεις τὴν ἀξία σου καὶ εὐγένιαν,
ἢ κάποια ἀγαθοεργίαν, διὰ νὰ λάβεις ἔπαινον, ἢ τιμή, ἢ φήμη, ἢ δόξα, ἢ εὐλάβεια.
Ἔπαινος εἶναι νὰ ἐγκωμιάζεις κάποιον μὲ ἀγαθὰ λόγια, διὰ τὴν ἀρετήν του.
Τιμὴ εἶναι νὰ τὸν προσέχεις καὶ νὰ τὸν εὐλαβεῖσαι εἰς σημεῖον τῆς αὐτοῦ ἐκλεκτότητος.
Φήμη εἶναι μία φανέρωσις καὶ μαρτυρία τοῦ λαοῦ σὲ κάποιο ἔργο τιμημένο.
Δόξα εἶναι μία καθαρὰ ἐπίγνωσις τῆς ἀξιότητος τῶν ἄλλων, ἑνωμένη μὲ ἔπαινον.
Εὐλάβεια εἶναι μία πρᾶξις μὲ τὴν ὁποίαν τιμᾷς πρεπόντως τοῦ πλησίον τὴν ἀγαθότητα.

ΟΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ ΕΙΝΑΙ 7

α) Ἡ καύχησις, ὅταν ὑψώνεις τοῦ λόγου σου μὲ λόγια περισσότερον, ἀπὸ ὅσον εἶναι εἰς τὴν εὐγένειαν, ἢ εἰς τὴν γνῶσιν, ἢ πλοῦτον κ.ἅ. β) Ἡ εὕρεσις καινῶν πραγμάτων, ὡσὰν νὰ εἴπωμεν, νὰ εὕρης νέαν μέθοδον νὰ κάνεις φαγητά, φορέματα καὶ ἕτερα καὶ νὰ κάνεις τοὺς ἄλλους νὰ σὲ θαυμάζουσιν.
γ) Ἡ ὑποκρισία, ὅταν ὑποκρίνεσαι καὶ προσποιεῖσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐναρετότερος, τὸ ὁποῖον ἂν κάνεις διὰ νουθεσία ἄλλων ἁμαρτάνεις.  δ) Ἡ δυσπείθεια, δηλ. τὸ πεῖσμα. ε) Ἡ ἀσυμφωνία.  στ) Ἡ φιλονικεία.  ζ) Ἡ παρακοή. Αὐτὰ τὰ ἑπτὰ εἶναι ἁμαρτήματα ἄπρεπα, ἀμὴ ὄχι θανάσιμα· ἔξω νὰ τὸ κάνει κάποιος διὰ καταφρόνησιν τοῦ Θείου νόμου, ἢ πολὺ σκάνδαλον τοῦ πλησίον. Κάνε αὐτὰ τὰ 3 μὲ ὅσην ἔχεις δύναμιν διὰ νὰ φύγεις παντελῶς τὴν κενοδοξία.
Α) Ἔχε κρυφὲς τὶς ἀγαθοεργίες καὶ ἀρετές σου, νὰ μὴν τὶς γνωρίσει κανείς.
Β) Ὅταν σὲ ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι, συλλογίσου τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ἔχε πόνον καὶ λύπην καρδίας εἰς τὸν ἔπαινον ὅπου σου δίδουσι διὰ τὴν ὀλίγην ἀρετὴν ὅπου βλέπουσι ἀλλὰ τὶς ἁμαρτίες σου δὲν ἠξεύρουν.
Γ) Πρόσφερε καὶ δίδε τῷ εὐεργέτῃ Θεῶ κάθε σου ἔπαινον ὅτι αὐτὸς εἶναι αἰτία παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ αὐτῶ  πρέπει πάσα δόξα καὶ εὐχαριστία διότι ὅσον καλὸν καὶ ἂν ἔπραξες δὲν πρέπει νὰ καυχηθεῖς οὔτε νὰ κενοδοξήσης, ὅτι ἄνευ τῆς θείας βοηθείας καὶ χάριτος, τίποτα δὲν κατώρθωνες ἀπὸ λόγου σου. Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσει οἶκον τῶν ἀρετῶν μάτην κοπιῶμεν. [Αμαρτωλών Σωτηρία σελ. 45-47]

ΤΑ 7 ΘΑΥΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΛΕΙΨΙΝ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΑΣ 3 ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ἐπειδή, ὅτε ὁ Κύριος ἡμῶν ἐσταυρώθη ἰσημερία ἦν ἐαρινή, ἤτοι 12ωρος ἡ ήμερα, καὶ 12ωρος ἡ νύξ κατὰ τὰς διαταγὰς τῶν Ἀγ. Ἀποστόλων, (Βιβλ. ε΄. κεφ. ιζ') καὶ κατὰ πάντας τοὺς πασχαλιολόγους· καὶ ἐπειδὴ ὁ ἥλιος, οὐχί παρ’ ἑαυτοῦ ἐσκοτίσθη, ὠς ὁ Ὠριγένης ὑπέλαβεν, ἀλλ’ ἡ σελήνη, ἂν καὶ ἦτο πανσέληνος, καὶ τεσσαρεσκαιδεκαταία κατὰ τὴν θείαν Γραφήν, (Ἐξοδ. ιβ'. 6) ὑπελθοῦσα τὸν ἥλιον καὶ συνοδεύσασα, ἐσκότασεν αὐτόν, καθὼς ὁ θεῖος Διονύσιος ὁ Αρεοπαγίτης, καὶ εἶδε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν του τὴν σύνοδον ταύτην καὶ ἐπισκότησιν, ἐν Ἠλιουπόλει τῆς Αἰγύπτου εὐρισκόμενος σὺν τῷ Ἀπολλοφάνει, καὶ φανερῶς γράφει περὶ αὐτῆς ἐν τῇ πρὸς Πολύκαρπον ἐπιστολῆ· τούτων, λέγω, οὕτω προεγνωσμένων, ὅρα πόσα ἠκολούθησαν θαύματα, καὶ πόσοι νόμοι τῆς φύσεως μετεβλήθησαν ἐν τῇ ὑπερφυσικῇ ταύτη ἐκλείψει.
Α'. Ὅτι κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἐν καιρῷ πανσελήνου ἀδύνατον εἶναι νὰ συνοδεύσῃ ὁ ἥλιος μετὰ τῆς σελήνης· ἐπειδή τότε εὐρίσκονται οἱ δύο φωστήρες κατὰ διάμετρον, ἤτοι, ἐὰν ὁ ἥλιος εὐρίσκηται εἰς τὸν ἐπάνω τῆς γῆς μεσημβρινόν, καὶ εἰς τὸ κατὰ κο-ρυφὴν μέσον σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ, τὸ καλούμενον ζενίθ, ἠ σελήνη εὐρίσκεται ἐπ’ εὐθείας κατὰ διάμετρον, εἰς τὸ ὑποκάτω τῆς γῆς μέσον σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ, τὸ καλούμενον ναδίρ· καὶ ἀντιστρόφως· ὁμοίως, καὶ ἐὰν ὁ ἥλιος εὐρίσκηται ἐν τῇ δύσει, ἡ σελήνη εὐρί-σκεται ἐν τῆ ἀνατολῇ· καὶ ἀντιστρόφως· ἐν τῇ σταυρώσει ὅμως τοῦ Κυρίου οἱ φυσικοί οὗτοι νόμοι μετεβλήθησαν, καὶ ἔγινε σύνοδος ἡλίου καὶ σελήνης ὑπερφυσική, καὶ παράδοξος· ὅθεν ἔγραφε τῷ Πολυκάρπῳ ὁ προρρηθείς Μεγ.Διονύσιος· «Εἰπέ δὲ αὐτῷ (τῷ Ἀπο-λλοφάνει μείναντι ἐν τῇ ἀπιστία) τὶ λέγεις περὶ τῆς ἐν τῷ σωτηρίω σταυρῷ γεγονοίας ἐκλείψεως; ἀμφοτέρω γὰρ τότε κατὰ Ἠλιού-πολιν, ἄμα παρόντες τε, καὶ συνεστῶτες, παραδόξως τῷ ἡλίῳ τὴν σελήνην ἐμπίπτουσαν ἐωρῶμεν, οὐ γὰρ συνόδου καιρός ἦν».
Β΄. Ὅτι ἡ σελήνη προεπόδισεν ἔμπροσθεν, καὶ εἰς μίαν στιγμὴν ἐπήρε 12 ὁλοκλήρους ὥρας. Ἐν τῆ στιγμῇ γὰρ ἐκείνη, καθ’ ἥν ἔπρεπε νὰ εὐρεθῇ ἐν τῷ ὑποκάτω τῆς γῆς ναδίρ, αὐτῆ εὐρέθη ἐν τῷ ὑπεράνω τῆς γῆς ζενίθ· ἐπειδὴ τρέξασα μετ’ ἀρρήτου, καὶ σχεδὸν ἀνεννοήτου ταχύτητος, κάτωθεν ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ὑπὸ γῆν ἡμισφαιρίου, ἕως εἰς τὸ ἄλλο ὑπὲρ γῆν ἡμισφαίριον, ἔφθασε τὸν ἥλιον κατὰ τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, ἐν τῇ ἔκτη ὥρα τῆς ἡμέρας ἔν ἧ ἐσταυρώθη ὁ Κύριος, καὶ οὕτω συνώδευσε μετ’ αὐτοῦ.
Γ΄. Ὅτι ἡ σελήνη ἀφ’ οὗ συνώδευσε μετὰ τοῦ ἡλίου, τὸ πρὸς ἡμᾶς ἐστραμμένον μέρος αὐτῆς, ἤτοι ὁ τεσσαρεσκαιδεκαταῖος ὁλόκληρος δίσκος αὐτῆς ἔμεινε τελείως ἀφώτιστος, στερηθείς, οὐ μόνον τοῦ ἐκ τοῦ ἡλίου ξένου φωτός, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱδίου. Ἔχει γὰρ καὶ ἡ σελήνη φῶς ἴδιον, σῶμα οὗσα ἠμιδιαφανές, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην τῶν τε παλαιῶν, καὶ νεωτέρων ἀστρονόμων. Ὥσπερ οὗν ἐν ταῖς νουμηνίαις ὁρᾶται τὸ ἴδιον τῆς σελήνης φῶς, διότι τότε ὑπὸ τὸν ἥλιόν ἐστιν, ὡς οἱ ἀστρονόμοι φασίν· οὕτως ἔπρεπε καὶ ἐπὶ τῆς σταυρώσεως, τουλάχιστον νὰ ὁρᾶται τὸ ἴδιον τῆς σελήνης φῶς, ὑπὸ τὸν ἡλιόν ἀμέσως οὔσης· τότε ὅμως ἡ σελήνη καὶ τοῦ ἰδίου φωτὸς στερηθεῖσα, περισσότερον ἐσκοτίσθη καὶ ἐζοφώθη, παρὰ ὅσον σκοτίζεται καὶ ζοφοῦται, ὅταν φυσικῶς ἐκλείπη μὲ κεντρικὴν ἔκλειψιν, τοῦ ἡλίου ὑπὸ γῆν ὄντος, καὶ τῆς κωνοειδοῦς σκιᾶς τῆς γῆς ἐμπιπτούσης εἰς αὐτήν· καὶ μὲ ὅλον ὅπου τότε, δὲν ἦτο κἀνέν τοιούτον αἴτιον, ὅπερ νὰ προξενῇ εἰς τὴν σελήνην τὴν βαθεῖαν ἐπισκότησιν ταύτην.
Δ΄. Ὅτι ἡ σελήνη, πανσέληνος μὲν οὖσα, ἀφώτιστος δέ, ἐσκέπασεν ὅλον τὸν δίσκον τοῦ ἥλιου ὅθεν ἔχάθη σχεδὸν καὶ ἀφανής ἐγένετο τότε ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ὀρώντων ὁ ἥλιος· ἐφάνησαν πάντα σχεδὸν τὰ ἄστρα καὶ ἡ λαμπρὰ μεσημβρία τῆς μεγάλης Παρασκευῆς ἔγινε βαθύτατον μεσονύκτιον καὶ ἀκολούθως ἠ ἐπισκότησις αὐτὴ τοῦ ἥλίου ἔγινε παγκόσμιος, καὶ οἱκουμενική τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἀκολουθεῖ, ὅταν γίνηται ἡ φυσικὴ σύνοδος τοῦ ἡλίου μετὰ τῆς σελήνης, οὗσης μηνοειδοῦς διὰ τοῦτο εἶπον συμφώνως ὁμοῦ καὶ οἱ 3 εὐαγγελισταί· ὁ Ματθαίος· «Καὶ σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν», (κζ' 45), ὁ Μᾶρκος· «Σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν», (ιε'. 33) καὶ ὁ Λουκᾶς· «Καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν» (κγ'. 44).
Ε΄. Ὅτι ἡ σελήνη, ἀφ’ οὗ ἐσκέπασεν ὅλον τὸν δίσκον τοῦ ἡλίου, ἡκολούθησε μετ’ αὐτοῦ πρὸς τὴν δύσιν, σκεπάζουσα αὐτὸν τρεῖς ὁλοκλήρους ὥρας ἕως τῆς ἐνάτης ὥρας, ὡς οἱ θεῖοι λέγουσιν Εὐαγγελισταί· (Ματθ. κζ',45, Μᾶρκος ιε',33, Λουκ. κγ'.44) δηλ. οὐχί κατ’ ὀλίγον ὀλίγον σκεπάζουσα αὐτόν, ἡ ἀποσκεπάζουσα, καθὼς ἀκολουθεῖ εἰς τὰς φυσικὰς ἐκλείψεις· ἀλλ’ ἐπίσης ὅλον αὐτὸν σκεπάζουσα ἐν ταῖς τρισίν ὥραις ταύταις, ὅπερ ἐστίν ὑπερφυές καὶ παράδοξον.
ΣΤ΄. Ὅτι, ἀφ’ οὗ ἡ σελήνη τρεῖς ὥρας ἐσκέπασε τὸν ἥλιον, πάλιν τὸν ἐξεσκέπασεν, ἐναντίον ὅμως τῆς φυσικῆς τάξεως· διότι ὅταν γίνηται σύνοδος φυσική, καὶ ἐπισκότησις τοῦ ἡλίου, τὸ μὲν πρώτον σκοτισθὲν τοῦ ἡλίου μέρος, ἐκεῖνο πρώτον πάλιν φωτίζεται· τότε δέ, τὸ μὲν πρῶτον μέρος ὅπερ ἐσκοτίσθη τοῦ ἡλίου, ἐκεῖνο ὑστερον ἐφωτίσθη, καὶ πάλιν τὸ ὕστερον μέρος ὅπερ ἐσκοτίσθη, ἐκεῖνο πρῶτον έφωτίσθη· ὅθεν ἔγραφε πρὸς Πολύκαρπον ὁ αὐτὸς θεῖος Διονύσιος περὶ τούτου, λέγων· «Καὶ αὖθις οὐκ ἐκ τοῦ αὐτοῦ καὶ τὴν ἔμπτωσιν, καὶ τὴν ἀνακάθαρσιν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κατὰ διάμετρον ἐναντίου γεγενημένην».
Ζ΄. Ὅτι, ἀφ’ οὗ ἡ σελήνη ἠκολούθησε μετὰ τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν δύσιν, σκεπάζουσα αὐτὸν τρεῖς ὥρας ἕως τῆς 9ης ὥρας τῆς ἡμέρας, δὲν τὸν ἠκολούθησε περισσότερον, οὐδέ συνεβασίλευσε μετ’ αὐτοῦ, ὄχι· ἀλλὰ ἀνεπόδισε καὶ ἐγύρισεν εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ ἕως ὅτου νὰ πέραση ὁ ἥλιος τῶν τριῶν ὡρῶν τὸ διάστημα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἔμεινεν ἕως νὰ τελείωση ἡ ἡμέρα, καὶ νὰ βασιλεύση, ἡ σελήνη ἐτάχυνε, καὶ τὰς ἐννέα ὥρας, τὰς ἔτρεξεν εἰς τρεῖς ὥρας· καὶ οὕτως, ὅτε ὁ ἥλιος εὐρέθη εἰς τὸ ἄκρον τῆς δύσεως, ἡ σελήνη εὐρέθη κατὰ διάμετρον εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς ἀνατολῆς, καὶ οὕτως ἀπεκατεστάθησαν πάλιν οἱ δύο φωστήρες, καὶ ἐπα-νήλθαν εἰς τὴν φυσικὴν τάξιν των· ὅθεν καὶ περὶ τούτου ἔγραφε τῷ Πολυκάρπω τὸ πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ ὁ Διονύσιος· «Αὖθις τε αὐτὴν (τὴν σελήνην δηλ.) ἐωρῶμεν, ἀπὸ τῆς 9ης ὥρας ἄχρι τῆς ἑσπέρας, εἰς τὸ τοῦ ἡλίου διάμετρον ὑπερφυῶς ἀντικαταστασαν. Ἀνάμνησον δὲ τι καὶ ἕτερον αὐτόν, (τὸν Ἀπολλοφάνη δηλ.) οἶδε γὰρ ὅτι καὶ τὴν ἔμπτωσιν αὐτὴν ἐξ ἀνατολῶν ἐωράκαμεν ἀρξα-μένην, καὶ μέχρι τοῦ ἡλιακοῦ πέρατος ἐλθοῦσαν, εἶτα ἀναποδίσασαν». Ὥστε διὰ νὰ συμπεράνωμεν τὰ προρρηθέντα πάντα ἐπὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ἡ σελήνη 15 ὥρας προεμπόδισεν, ἤτοι ὑπῆγεν ἔμπροσθεν τοῦ φυσικοῦ δρόμου καὶ διαστήματος της· 12 μέν, ἕως οὗ ἦλθε κάτωθεν, ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου σημείου τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔφθασε τὸν ἥλιον εἰς τὸ τῆς μεσημβρίας σημεῖον τοῦ αὐτοῦ οὐρανοῦ· 3 δὲ ὥρας, ἐν αἷς ἠκολούθησε τὸν ἥλιον πρὸς δυσμάς, σκεπάζουσα αὐτόν, καὶ 9 ὥρας ἡ αὐτή σελήνη ἀνεπόδισε, γυρίσασα  ὁπίσω  εἰς  τὴν  ἀνατολήν.  Καὶ  λοιπὸν    σελήνη  τὸ  ἐν  νυχθήμερον  αὐτής  ἐποίησε  τότε εἰς ὥρας  ὁλοκλήρους 42· 6 μὲν ὥρας, ἂς εἶχε λάβη ἀπὸ τῆς φυσικῆς αὐτῆς δύσεως, ἕως οὗ ἦλθεν εἰς τὸ μέσον τοῦ ὑπὸ γῆν ἡμισφαιρίου· 24 δέ, προποδίσασα, ὡς εἴπομεν, καὶ πάλιν ἀναποδίσασα· 12 δὲ ὥρας, κινηθείσα ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως εἰς τὴν ἄλλην δύσιν της, καὶ πληρώσασα τὸ τῆς νυκτὸς διάστημα κατὰ τὴν φυσικὴν της τάξιν καὶ κίνησιν.      Συμβουλευτικὸν Ἐνχειρίδιον Ἀγ. Νικοδημου. Σελ. 307-311

ΤΑ 7 ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

(Ησ-11,2) «Καὶ ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτὸν Πνεῦμα Κυρίου· Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως· Πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχῦος· Πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· καὶ ἐμπλήσει αὐτὸν Πνεῦμα φόβου Θεοῦ».

1ον  χάρισμα εἶναι ἡ σοφία· δηλ. ἡ ἄνωθεν σοφία, διὰ τὴν ὁποίαν  λέγει ὁ Ἀπόστολος «ἡ ἄνωθεν σοφία πρώτον μὲν ἁγνὴ ἔστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν· ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος» (Ἰακ-3,17). Εἰς τὴν σοφίαν τούτην ἐναντιοῦται ἡ σαρκικὴ σοφία, κατὰ τὸν Ἀπόστολον τὸν λέγοντα «ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρίνεια Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκική, ἀλλ’ ἐν χάριτι Θεοῦ, ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ»

2ον εἶναι τὸ χάρισμα τῆς συνέσεως ἢ κατανοήσεως τῶν ἀπορρήτων & τῆς θείας θελήσεως περί τῆς ὁποίας ἡ Γραφὴ διδάσκει λέγουσα «καὶ πᾷς σοφὸς τὴ διανοία, ὢ ἐδόθη σοφία καὶ ἐπιστήμη ἐν αὐτοῖς, σινιέναι ποιεῖν πάντα τὰ ἔργα τὰ καλὰ τὰ ἅγια καθήκοντα· κατὰ πάντα ὅσα συνέταξε Κύριος» (Ἐξ-36,1). Καὶ εἰς τοὺς περὶ τὸν Δανιὴλ (Κέφ-1,17) «καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς σύνεσιν καὶ φρόνησιν, ἐν πάσῃ γραμματικὴ καὶ σοφία· καὶ Δανιὴλ συνῆκεν ἐν πάσῃ ὀράσει καὶ ἐνυπνίοις».

3ον χάρισμα εἶναι ἡ βουλὴ, ἡ ὁποία συντρέχει πρὸς τὴν θεία δόξαν καὶ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καὶ εἶναι συμφωνισμένη μὲ τὴν δικαιοσύνην, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ Γραφὴ λέει «οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγείλαι ὑμὶν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ-20,27). Εἰς αὐτὴν εἶναι ἐνάντια ἡ βουλὴ τῶν ἀσεβῶν διὰ τὴν ὁποίαν λέει ὁ ψαλμῳδὸς (Ψάλ-1,1) «μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν».

4ον χάρισμα εἶναι ἡ ἰσχὺς, διατί φυλάττοντες πᾶσαν σταθερότητα καὶ ἀνδρείαν εἰς τὴν πίστιν, πρέπει νὰ ἀντιστέκωμεν εἰς ὅλους τους πειρασμοὺς· περὶ ταύτης ἡ Γραφὴ λέγει «γρηγορῆτε, στήκετε ἐν τῆ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α Κορ-16,13) καὶ ἀλλαχοῦ «στῆτε οὒν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθεῖᾳ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης· καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης· ἐπὶ πάσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ὢ δυνήσασθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὃ ἔστι ρῆμα Θεοῦ» (Εφ-6,14).

5ον χάρισμα εἶναι ἡ γνῶσις, τὴν ὁποίαν ὁ ἱερὸς ψάλτης ἑρμηνεύει, λέγων «ὁ παιδεύων ἔθνη, οὐχὶ ἐλέγξει; ὁ διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν» καὶ ὁ Ἱερεμίας (Κεφ-3,15) λέει «καὶ δώσω ὑμὶν ποιμένας κατὰ τὴν καρδίαν μου καὶ ποιμανούσιν ὑμᾶς, ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης» δήλ. γνώσεως. Τούτη ἡ γνῶσις καὶ ἐπιστήμη πρέπει νὰ ἁπλώνεται εἰς τὸ νὰ γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ νόμου του· εἰς αὐτὴν ἐναντιώνεται ἡ ἄγνοια τοῦ νόμου καὶ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ.  

6ον χάρισμα εἶναι ἡ εὐσέβεια· ἡ ὁποία μὲ τὴν ὀρθὴν πίστιν θεμελιώνεται εἰς τὴν ἐκτενῆ προσευχὴν καὶ εἰς τὰ ἀγαθὰ ἔργα· διὰ τὴν ὁποίαν λέει ὁ Ἀπόστολος «ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμος ἐστιν, ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς, τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α Τιμ-4,8). Καὶ βέβαια εὐσεβεῖς λέγονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κάνοντες συνεχεῖς προσευχὲς πρὸς τὸν Θεόν, φεύγουσιν ὅλες τὶς ἀσέβειες καὶ ἁμαρτίες.

7ον χάρισμα εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὅπως ἐκεῖνος ὅπου ἔχουν τὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς πατέρες τους, καὶ ὄχι ὅπως ἐκεῖνος, ὅπου ἔχουν οἱ δοῦλοι πρὸς τοὺς δεσπότές τους· καὶ περὶ τοῦ πρώτου λέει ὁ ψαλμῳδὸς «φοβηθῆτε τὸν Κύριον πάντες οἱ ἅγιοι αὐτοῦ· ὅτι οὐ ἐστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν» (Ψαλ-34,10). Περὶ δὲ τοῦ δευτέρου λέγει ὁ Ἀπόστολος «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τὴ ἀγάπη· ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλει τὸν φόβον· ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει· ὁ δὲ φοβούμενος, οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπη» (Α Ιωαν-4,18). [Βλέπε περισσότερα εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ὀμολογία σελ. 76-80]

ΤΑ 3 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

Ἐρώτησις : Πόσον εἰδῶν εἶναι ἡ θεία χάρις, ὅπου συνδράμει εἰς τὸ νὰ κάμη ὁ Ἄνθρωπος τὴν ἀρετήν ;
Ἀπόκρισις : Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅπου συνδράμει εἰς τὸ νὰ κάμῃ ὁ Ἄνθρωπος τὴν ἀρετήν, εἶναι τριῶν εἰδῶν· χάρις προκαταρκτική· χάρις ἀρκτική· καὶ χάρις τελειωτική.
Ἐρώτησις : Ἡ χάρις ἡ προκαταρκτική ποία εἶναι; καὶ τὶ εἴδους εἶναι; κοινή ; ἢ μερική;
Ἀπόκρισις : Ἡ χάρις ἡ προκαταρκτική εἶναι ἐκεῖνη ἡ ἔμφυτος ὁρμή, ὅπου μᾶς παρακινεῖ εἰς τὸ νὰ ἀρχίσωμεν τὸ καλόν· αὕτη δὲ ἡ χάρις εἶναι ὠς ἄλλος τις πολύφωτος ἥλιος, ὅπου λάμπει ἐπίσης κοινῶς εἰς ὅλους, εἰς δικαίους καὶ ἀδίκους, πονηροὺς τε καὶ ἀγαθούς, καὶ μᾶς φέγγει διὰ νὰ κρίνωμεν τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν, καὶ μᾶς ὠθεῖ (τρόπον τινὰ) εἰς τὴν ἔναρξιν τοῦ κάλου, καὶ φροντίζει νὰ μᾶς ἀποσπάση ἀπὸ τὴν ἐργασίαν τοῦ κακοῦ, καὶ αὕτη εἶναι ἡ ἑκάστου συνείδησις.
Ἐρώτησις : Ἡ χάρις ἡ ἀρκτικὴ ποία εἶναι; καὶ τὶ εἴδους εἶναι αὕτη; κοινή; ἢ μερική;
Ἀπόκρισις : Ἡ χάρις ἡ ἀρκτικὴ εἶναι ἐκεῖνη ἠ σπουδή, καὶ προθυμία, ὅπου μᾶς ἔκαμε, καὶ ἀρχίσαμεν τὸ καλὸν μὲ ἐλπίδα καλὴν αὕτη δὲ εἶναι μερική, καὶ ὅχι κοινή ὡς τὴν πρώτην, ἐπειδὴ ὅλοι ὡθοῦνται, (τρόπον τινὰ) εἰς τὴν ἔναρξιν τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὴν πρώτην χάριν, ὅπου εἶναι τὸ συνειδός· πλὴν ὅλοι δὲν ἀξιώνονται νὰ ἔλθουν εἰς τὴν δευτέραν, ἤγουν εἰς τὴν ἔναρξιν τοῦ καλοῦ, ἀλλὰ πολὺ ὁλίγοι, κατὰ τό, «πολλοὶ εἰσι κλητοί, ὁλίγοι δὲ ἐκλεκτοί».
Ἐρώτησις : Καὶ ποίοι δὲν ἀξιώνονται;
Ἀπόκρισις : Ὅσοι κατεφρόνησαν, ἢ μάλλον εἰπεῖν κατεπάτησαν τὴν πρώτην χάριν τῆς συνειδήσεως, ὑπὸ τῆς πονηρᾶς αὐτῶν κινούμενοι προαιρέσεως.
Ἐρώτησις : Ἡ δὲ χάρις ἡ τελειωτικὴ ποία εἶναι; καὶ τὶ εἴδους εἶναι καὶ αὕτη; μερικὴ ὡς τὴν δευτέραν; ἢ ὄχι;
Ἀπόκρισις : Ἡ χάρις ἡ τελειωτικὴ εἶναι ἐκεῖνη ἡ δύναμις, καὶ συνδρομή, καὶ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅπου μᾶς ἐδυνάμωσε, καὶ ἐτελειώσαμεν τὸ καλὸν αὕτη δὲ εἶναι πλέον μερικὴ ἀπὸ τὴν δευτέραν χάριν, ἐπειδὴ ὁλίγοι ἀρχίζουν τὸ καλὸν πλὴν ὁλιγώτεροι τὸ τελειώνουν.
Ἐρώτησις : Διὰ τί νὰ ἀρχίζουν ὁλίγοι τὸ καλόν, καὶ ὁλιγώτεροι νὰ τὸ τελειώνουν;
Ἀπόκρισις : Ὅσοι ἀρχίσουν τὸ καλὸν μὲ καλόν, καὶ θεάρεστον σκοπὸν χωρὶς νὰ ἀποβλέπουν ἢ εἰς ἀνθρωπαρέσκειαν, ἢ εἰς σωματικὴν ὡφέλειαν, ἐκεῖνοι καὶ ἀξιώνονται παρὰ Θεοῦ τῆς τρίτης χάριτος ταύτης τῆς τελειωτικής· ὅσοι ὅμως μὲ σκοπὸν ἐναντίον, οὖτοι δὲν ἀξιώνονται νὰ τελειώσουν τὸ καλόν, ὅπου ἤρχισαν «ἐπειδὴ τὸ καλόν, ἐὰν μὴ καλῶς γένηται, οὐκ ἔστι καλόν».
Ἐρώτησις : Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰς τὰς τρεῖς χάριτας εἶναι καὶ ἄλλαι;
Ἀπόκρισις : Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰς τὰς τρεῖς χάριτας, ὅπου εἴπομεν, εἶναι ἀκόμη καὶ ἄλλαι δύο αἱ πλέον ἐξαίρετοι, ἡ χάρις ἡ συντηρητική, καὶ ἡ χάρις ἡ δοξαστική.
Ἐρώτησις : Ποία εἶναι ἡ χάρις ἡ συντηρητική;
Ἀπόκρισις : Ἡ χάρις ἡ συντηρητικὴ εἶναι ἐκεῖνη ἡ δύναμις, καὶ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ὅπου μᾶς συντηρεῖ, καὶ μᾶς διαφυλάττει νὰ μένωμεν ἀκίνητοι, ἀδιάσειστοι, καὶ ἀμετασάλευτοι, εἰς τὸ καλόν, ὅπου ἐτελειώσαμεν εἶναι δὲ αὕτη ἡ χάρις πλέον μερικωτέρα ἀπὸ τὴν τρίτην τὴν τελειωτικήν, ἐπειδὴ ὁλιγώτεροι μὲν τελειώνουν τὸ καλὸν ὅπου ἤρχισαν, ὁλιγώτατοι δὲ ἀξιώνονται νὰ τὸ συντηρῶσι, καὶ νὰ τὸ φυλάτωσιν ἀμετάτρεπτον ἐὼς τῆς ἐσχάτης τῶν ἀναπνοῆς ἀπὸ τὰς συνεχεῖς τῶν δαιμόνων ἐπιβουλάς, καὶ ἐνέδρας τῆς οἰήσεως καὶ κενοδοξίας.
Ἐρώτησις : Καὶ πῶς εἰμποροῦμεν νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν χάριν ταύτην τὴν συντηρητικήν, ὅπου νὰ μᾶς συντηρῇ, καὶ νὰ μᾶς φυλάττῃ τὸ καλὸν ὅπου ἐτελειώσαμεν;
Ἀπόκρισις : Ἄλλο δὲν μᾶς κάμνει ἀξίους τῆς χάριτος ταύτης τῆς συντηρητικής, παρὰ μόνη ἡ ἁγία καὶ μακαρία ταπείνωσις, ἡ ὁποία λέγεται Πνεύμα Ἅγιον ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρας.
Ἐρώτησις : Καὶ πῶς δύναμαι νὰ ἀποκτήσω, τὴν ἁγίαν καὶ μακαρίαν ταύτην ταπείνωσιν;
Ἀπόκρισις : Ὅταν κατορθώσῃς πολλὰ καὶ μεγάλα ἔργα, καὶ στοχάζεσαι τὸν ἐαυτὸν σου ἀεί, καὶ πάντοτε, ἐὼς τῆς ἐσχάτης σου ἀναπνοῆς, ὅτι εἶσαι ἄμοιρος καὶ ἐστερημένος παντὸς ἀγαθοῦ ἔργου, καὶ τίποτε δὲν ἔπραξες συχνολέγων μέσα εἰς τὴν διάνοιάν σου καὶ τό, «ἐγὼ εἰμὶ σκώληξ, καὶ οὐκ Ἄνθρωπος, ὄνειδος Ἀνθρώπων, καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.»
Ἐρώτησις : Ποία δὲ εἶναι, ἡ χάρις ἡ δοξαστική;
Ἀπόκρισις : Ἡ χάρις ἡ δοξαστικὴ εἶναι ἐκεῖνη, ὅπου ἀμέσως δοξάζει, καὶ μεγαλύνει, καὶ τιμᾶ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἐκεῖνων ὅπου ἠξιώθησαν μὲ τὴν ἁγίαν ταπείνωσιν νὰ ἀποκτήσουν τὴν χάριν τὴν συντηρητικήν. Ἀποστολικὴ Σαγήνη σελ. 236-238

ΟΙ 8 ΛΟΓΙΣΜΟΙ

Ὀκτὼ εἶναι ὅλοι οἱ γενικώτατοι λογισμοί, μέσα στοὺς ὁποίους περιλαμβάνονται ὅλοι οἱ λογισμοί. Πρῶτος εἶναι ὁ λογισμὸς τῆς γαστριμαργίας, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ὁ τῆς πορνείας, τρίτος τῆς φιλαργυ-ρίας, τέταρτός τῆς λύπης πέμπτος τῆς ὀργῆς, ἕκτος τῆς ἀκηδίας, ἕβδομός τῆς κενοδοξίας καὶ ὄγδοός τῆς ὑπερηφανείας. Τὸ νὰ ἐνοχλοῦν ἢ νὰ μὴν ἐνοχλοῦν ὅλοι αὐτοὶ τὴν ψυχὴ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς, τὸ νὰ μένουν ὅμως πολὺ χρόνο ἢ νὰ μὴν μένουν, ἢ νὰ κινοῦν ἢ νὰ μὴν κινοῦν πάθη, ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς.

1) Ὁ λογισμὸς τῆς γαστριμαργίας ἐπιφέρει γρήγορα στὸν μοναχὸ διακοπῆ τῆς ἀσκήσεως, προβάλλο-ντας τὸ στομάχι ἢ τὸ συκῶτι, τὴ σπλῆνα καὶ τὴν ὑδρωπικία, καθὼς καὶ μακροχρόνια ἀρρώστια, ἔλλειψη τῶν ἀπαραίτητων καὶ τῶν γιατρῶν. Τοὺς θυμίζει μάλιστα πολλὲς φορὲς καὶ κάποιους ἀδελφοὺς ποὺ ἔπεσαν στὰ πάθη αὐτά. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀκόμα καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πάθει τοὺς μεταπείθει νὰ συγκριθοῦν μὲ τοὺς ἐγκρατευόμενους καὶ νὰ διηγηθοῦν τὶς δικές τους συμφορὲς καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ ἔπαθαν ἀπὸ τὴν ἄσκηση.

2) Ὁ δαίμονας τῆς πορνείας τοὺς ἀναγκάζει νὰ ἐπιθυμοῦν διάφορα σώματα καὶ ἐπιτίθεται στοὺς ἐγκρατευόμενους δυνατώτερα, γιὰ νὰ παύσουν τὴν ἐγκράτεια, ἐπειδὴ τάχα δὲν ὠφελοῦνται καθόλου. Μιλώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν στὴν ψυχή, τὴν πείθει νὰ ἐνδώσει σὲ ἐκεῖνες τὶς πράξεις, κάνοντας τὴν νὰ λέγει ἡ ἴδια μερικὰ λόγια, καὶ πάλι νὰ ἀκούει, σὰν νὰ βλέπει δῆθεν καὶ νὰ εἶναι παρὼν τὸ πρᾶγμα.

3) Ἡ φιλαργυρία ὑποβάλει τὴν ἰδέα τῶν μακρῶν γηρατειῶν, τὴν ἀδυναμία τῶν χεριῶν νὰ ἐργασθοῦν, τοὺς λιμοὺς ποὺ θὰ ἔρθουν καὶ τὶς ἀρρώστιες ποὺ θὰ συμβοῦν, τὶς πικρίες τῆς φτώχειας, καὶ ὅτι εἶναι μεγάλη ντροπὴ τὸ νὰ δέχεται κανεὶς ἀπὸ ἄλλους αὐτὰ ποὺ ἔχει ἀνάγκη.

4) Ἡ λύπη ἄλλοτε συμβαίνει κατὰ τὴ στέρηση τῶν ἐπιθυμιῶν, καὶ ἄλλοτε ἀκολουθεῖ τὴν ὀργή. Κατὰ τὴν στέρηση λοιπὸν τῶν ἐπιθυμιῶν ἐκδηλώνεται ὡς ἑξῆς· ὁρισμένοι λογισμοὶ προφθάνοντας κάνουν τὴν ψυχὴ νὰ θυμηθεῖ τὸ σπίτι καὶ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν προηγούμενη ζωή της. Καὶ ὅταν δοῦν ὅτι αὐτὴ δὲν ἀντιστέκεται, ἀλλὰ τοὺς ἀκολουθεῖ καὶ παραδίνεται στὶς ἡδονὲς τοῦ νοῦ της, τότε τὴν παίρνουν καὶ τὴν βυθίζουν στὴν λύπη, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βέβαια τὰ προηγούμενα πράγματα, οὔτε ἄλλωστε μποροῦσαν νὰ ὑπάρξουν ἐξαιτίας τοῦ τωρινοῦ βίου. Καὶ ἡ ταλαίπωρη ψυχὴ ὅσο περισσότερο παρα-δίνεται στοὺς προηγούμενους λογισμούς, τόσο περισσότερο λυπᾶται ταπεινωμένη μὲ τοὺς δεύτερους.

5) Ἡ ὀργὴ εἶναι πάθος πολὺ ἰσχυρό. Γι’αὐτὸ ἄλλωστε γίνεται λόγος γιὰ ἄναμα καὶ κίνηση θυμοῦ ἐναντίον κάποιου ποὺ ἀδίκησε ἢ θεωρεῖται ὅτι ἀδίκησε. Αὐτὴ ἐξαγριώνει ὅλη τὴν ἡμέρα τὴν ψυχή, ἰδιαίτερα ὅμως κατὰ τὶς προσευχές, ἁρπάζει βίαια τὸν νοῦ τοῦ προσευχομένου, προβάλλοντας μπροστὰ τοῦ τὸ πρόσωπο ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε. Μερικὲς φορὲς μάλιστα διαρκεῖ πολὺ χρονικὸ διάστημα καὶ μεταβάλλεται σὲ σφοδρὴ ὀργὴ προκαλώντας τὴ νύχτα ταραχὲς καὶ λιώσιμο τοῦ σώματος καὶ κιτρινάδα καὶ ἐπιθέσεις φαρμακερῶν φιδιῶν. Αὐτὰ τὰ 4 ποὺ συμβαίνουν μετὰ τὴν ὀργή, μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ κανεὶς νὰ ἀκολουθοῦν περισσότερους λογισμούς.

6) Ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας, ποὺ ὀνομάζεται καὶ μεσημβρινός, εἶναι πιὸ βαρὺς ἀπὸ ὅλους τους δαίμονες. Αὐτὸς ἐμφανίζεται στὸν μοναχὸ κατὰ τὴν τέταρτη ὥρα, καὶ κυκλώνει τὴν ψυχὴ τοῦ μέχρι τὴν ὀγδόη ὥρα. Καὶ στὴν ἀρχὴ κάνει τὸν ἥλιο νὰ φαίνεται ἀργοκίνητος ἢ ἀκίνητος καὶ τὴν ἡμέρα νὰ διαρκεῖ πενήντα ὧρες. Ἔπειτα τὸν ἀναγκάζει συνεχῶς νὰ κοιτάζει στὰ παράθυρα καὶ νὰ πηδᾷ ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί, καὶ νὰ βλέπει τὸν ἥλιο, πόσο ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐννάτη ὥρα, καὶ νὰ κοιτάζει τριγύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μήπως φανεῖ κανένας ἀδελφός… Ἐπίσης ἐκφράζεται μὲ μῖσος γιὰ τὸν τόπο καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γιὰ τὴν χειρονακτικὴ ἐργασία, ὅτι χάθηκε ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἡ ἀγάπη καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ τὸν παρηγορήσει. Τὸν ὁδηγεῖ ἐπίσης καὶ στὴν ἐπιθυμία ἄλλων τόπων, στοὺς ὁποίους μπορεῖ εὔκολα νὰ βρεῖ αὐτὰ ποὺ χρειάζεται, καὶ νὰ κάνει μία τέχνη πιὸ εὔκολη καὶ προοδευτική, καὶ προσθέτει, ὅτι ἡ εὐαρέστηση τοῦ Κυρίου δὲν συνδέεται μὲ τὸν τόπο. Γιατί λέγει παντοῦ μπορεῖ νὰ προσκυνεῖται ὁ Θεός. Σ’ὅλα αὐτὰ ἐπισυνάπτει καὶ τὴν θύμιση τῶν δικῶν του καὶ τῆς προηγούμενης ζωῆς του, περιγράφει τὸν μακρὸ χρόνο τῆς ζωῆς, φέροντας μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ τὶς ταλαιπωρίες τῆς ἄσκησης, καὶ ὅπως λέγεται, κινητοποιεῖ κάθε μηχανοραφία, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει ὁ μοναχὸς τὸ κελλὶ καὶ νὰ ἀποφύγει τὸ στάδιο τῆς ἄσκησης. Στὸν δαίμονα αὐτὸν δὲν ἀκολουθεῖ ἄλλος δαίμονας ἀμέσως, ἀλλὰ τὴν ψυχὴ μετὰ τὸν ἀγῶνα ἐναντίον του τὴν διαδέχεται μία εἰρηνικὴ κατάσταση καὶ ἀνεκλάλητη χαρά.

7) Ὁ λογισμὸς τῆς κενοδοξίας εἶναι πάρα πολὺ λεπτὸς καὶ ὑπάρχει σ’αὐτοὺς ποὺ πετυχαίνουν εὔκολα τὰ κατορθώματά τους, θέλοντας νὰ δημοσιεύει τοὺς ἀγῶνες τους καὶ ἐπιδιώκοντας τὶς τιμὲς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων . ἐμφανίζει στὴν φαντασία τοὺς δαίμονες ποὺ κραυγάζουν, καὶ γυναῖκες ποὺ θαραπεύονται καὶ κάποιο πλῆθος νὰ ἀγγίζει τὰ ροῦχα του. Τοῦ προλέγει ἀκόμα καὶ τὴν ἱερωσύνη, καὶ παρουσιάζει στὴν πόρτα τοῦ ἀνθρώπους ποὺ τὸν ζητοῦν, καὶ ὅποιος τυχὸν δὲν θέλει τὸν πηγαίνει δεμένον, καὶ ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τοῦ σηκώσει ψηλὰ τὰ μυαλά του μὲ τὶς ψεύ-τικες ἐλπίδες, ἀπομακρύνεται, ἐγκαταλείποντας τὸν ἢ στὸ δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας γιὰ νὰ τὸν πειράξει, ἢ στὸν δαίμονα τῆς λύπης, ὁ ὁποῖος τοῦ προσθέτει καὶ λογισμοὺς ποὺ εἶναι ἀντίθετοι πρὸς τὶς ἐλπίδες. Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες παραδίνει στὸν δαίμονα τῆς πορνείας τὸν πρὶν ἀπὸ λίγο σεβάσμιο καὶ ἅγιο ἱερέα.

8) Ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφάνειας προκαλεῖ φοβερὴ πτώση στὴν ψυχή. Γιατί τὴν μεταπείθει νὰ ὁμολογεῖ ὅτι δὲν εἶναι ὁ Θεὸς βοηθός της, νὰ νομίζει ὅτι αὐτὴ εἶναι ποὺ κατορθώνει τὴν ἐνάρετη ζωή, καὶ νὰ ἐπαίρεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν ὅτι εἶναι ἀνόητοι, ἐπειδὴ δὲν τὸ γνωρίζουν ὅλοι αὐτὸ γι’ αὐτήν. Ἐπακολουθεῖ σὲ αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ὀργὴ καὶ λύπη καὶ τὸ τελευταῖο κακό, καταπληξία καὶ μανία, καὶ πλῆθος δαιμόνων ποὺ ἐμφανίζονται στὸν ἀέρα. [Φιλοκαλία Αγ.Ευάγριου του ασκητού τόμος 11Α  σελ. 87-93]

ΟΙ 8 ΝΟΗΤΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

1η εἶναι, ἡ γνώση τῶν θλίψεων καὶ τῶν πειρασμῶν τοῦ βίου τούτου, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, καὶ ἡ λύπη γιὰ κάθε ζημιὰ ποὺ ἔπαθε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

2η εἶναι, ἡ γνώση τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων καὶ τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Ἄγ.Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς πατέρες.

3η εἶναι, ἡ γνώση τῶν πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τῶν μετὰ τὸν θάνατον δεινῶν, ὅπως λέγεται στὶς θεῖες Γραφές.

4η εἶναι, ἡ κατανόησις τῆς διαγωγῆς στὸν κόσμο τοῦτον τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν μαθητῶν του, καθὼς καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων τῶν ἄλλων Ἁγίων, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων πατέρων.

5η εἶναι ἡ γνώση τῆς φύσης καὶ τῆς ἀλλοίωσης τῶν πραγμάτων, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι πατέρες, ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Δαμασκηνός.

6η εἶναι, ἡ θεωρία τῶν ὄντων, δηλαδὴ ἡ γνώση καὶ ἡ κατάνόηση τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ.

7η εἶναι, ἡ κατανόηση τῶν νοητῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ.

8η εἶναι, ἡ περὶ Θεοῦ γνῶσις, ἡ λεγόμενη Θεολογία.
Αὐτὲς εἶναι λοιπὸν οἱ 8 θεωρίες. Οἱ τρεῖς ταιριάζουν σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμη πρακτικός, γιὰ νὰ μπορέσει μὲ τὰ πολλὰ καὶ πικρὰ δάκρυα νὰ καθαρίσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπ’ ὅλα τὰ πάθη, καὶ κατὰ χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸν τὶς ὑπόλοιπες.
Οἱ ἄλλες πέντε ταιριάζουν στὸν θεωρητικό, δηλαδὴ στὸν γνωστικό, ἐπειδὴ φυλάγει καὶ ἐκτελεῖ καλὰ πάντοτε καὶ τὶς σωματικὲς καὶ τὶς ἠθικὲς πράξεις, δηλαδὴ τὶς ψυχικές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες καταξιώνεται νὰ γνωρίσει αὐτὲς μὲ σαφήνεια καὶ νοερά. Γιατί ἀπὸ τὴν πρώτη ὁ πρακτικὸς λαμβάνει τὴν ἀρχὴ τῆς γνώσης, καὶ στὴν συνέχεια φροντίζει τὴν ἐργασία καὶ μελετᾷ τὰ νοήματα ποὺ τοῦ δίνονται καὶ προκόβει σ’ αὐτά, μέχρι νὰ φθάσει στὴν κατοχή τους, καὶ ἔτσι αὐτόματα ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ ἄλλη γνώση. Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες θεωρίες. [Φιλοκαλία Αγ.Πέτρου Δαμασκηνου τόμ. 17 σελ. 85-87]

 
ΟΙ 7 ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Πρώτη εἶναι ἡ ἡσυχία, δηλαδὴ ἡ ἀπερίσπαστη ζωή, ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ μπορέσει κανεὶς μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν προσκόληση στὰ βιοτικὰ νὰ ἀποφύγει τὸ θόρυβο καὶ τὸν διάβολο, ποὺ σὰν λιοντάρι ὠρίεται καὶ τριγυρίζει γιὰ νὰ βρεῖ κάποιον νὰ τὸν καταπιεῖ μὲ τὶς συναναστροφὲς καὶ τὶς μέριμνες τοῦ βίου, καὶ γιὰ νὰ ἔχει μία μέριμνα, πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸν καὶ νὰ προετοιμάσει τὴν ψυχή του νὰ εἶναι ἀκατάκριτη τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ μάθει μὲ προσοχὴ τὰ τεχνάσματα τῶν δαιμόνων καὶ τὰ δικά του σφάλματα, ποὺ εἶναι πρισσότερα ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης.

Δεύτερη εἶναι ἡ μετρημένη νηστεία, δηλαδὴ τὸ νὰ τρώει κανεὶς μία φορᾷ κάθε μέρα καὶ νὰ μὴν χορταίνει· νὰ τρώει ἕνα εἶδος ἀπὸ τὶς εὐτελεῖς τροφὲς ποὺ βρίσκονται χωρὶς ἰδιαίτερη προσπάθεια, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή, ἂν βέβαια δὲν ὑπάρχει κάτι ἄλλο, γιὰ νὰ νικήσει τὴ γαστριμαργία, τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἐπιθυμία καὶ νὰ ζεῖ χωρὶς βιοτικὲς μέριμνες· συγχρόνως γιὰ νὰ μὴν ἀπέχει ἐντελῶς ἀπὸ κάποιο εἶδος ἀπορρίπτοντας κακῶς ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Θεὸν καλὰ λίαν, οὔτε νὰ τὰ καταπίνει ὅλα μαζὶ μὲ ἀκράτεια καὶ φιληδονία, ἀλλά, τρώγοντας κάθε εἶδος, νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀπέχει ἀπὸ κανένα ἐπειδὴ τὸ θεωρεῖ κακό, ὅπως κάνουν οἱ καταραμένοι αἱρετικοί. Τὸ κρασὶ νὰ χρησιμοποιεῖται τὸν κατάλληλο καιρό. Γιατί στὰ γερατειά, στὴν ἀσθένεια καὶ στὸ ψῦχος εἶναι πολὺ χρήσιμο, ἀλλὰ καὶ τότε νὰ εἶναι λιγοστὸ· στὴ νεότητα ὅμως καὶ στὴ ζέστη καὶ στὴν ὑγεία τὸ νερὸ εἶναι καλύτερο, ἀλλὰ καὶ αὐτό, ὅσο εἶναι δυνατό, νὰ εἶναι λίγο, γιατί ἡ δίψα εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς σωματικὲς πράξεις.

Τρίτη εἶναι ἡ μετρημένη ἀγρυπνία, δηλαδὴ νὰ ἔχει κανεὶς τὴν μισὴ νύχτα γιὰ ὕπνο καὶ τὴν ἄλλη μισῇ γιὰ ψαλμῳδία καὶ πρόσευχή, γιὰ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα, ὥστε μὲ τὴν μετρημένη νηστεία καὶ ἀγρυπνία τὸ σῶμα νὰ γίνει ὑπάκουο στὴν ψυχή, ὑγιὲς καὶ ἕτοιμο γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθό, ἐνῷ ἡ ψυχὴ νὰ λάβει ἀνδρεία καὶ φώτιση γιὰ νὰ βλέπει καὶ νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ πρέπει.

Τέταρτη εἶναι ἡ ψαλμῳδία, δηλαδὴ ἡ σωματικὴ προσευχὴ μὲ ψαλμοὺς καὶ γονυκλισίες, γιὰ νὰ καταπονηθεῖ τὸ σῶμα καὶ νὰ ταπεινωθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ φύγουν οἱ ἐχθροί μας δαίμονες, καὶ νὰ ἔρθουν οἱ σύμμαχοι ἄγγελοι, καὶ νὰ γνωρίσει καλὰ κανεὶς ἀπὸ ποὺ παίρνει βοήθεια, μήπως ἀγνοώντας ἐπαρθεῖ, νομίζοντας ὅτι εἶναι δικά του τὰ ἔργα, καὶ ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν γιὰ νὰ γνωρίσει τὴν ἀσθένειά του.

Πέμπτη εἶναι ἡ πνευματικὴ προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ τὸν νοῦ καὶ εἶναι μακριὰ ἀπὸ κάθε ἔννοια. Στὴν προσευχὴ αὐτὴ ὁ νοῦς, σταματώντας στὰ λόγια καὶ προσπίπτοντας στὸν Θεὸν μὲ ἀνέκφραστη συντριβή, ζητεῖ μόνο νὰ γίνει τὸ θεῖο θέλημα, σὲ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὰ νοήματά του, χωρὶς νὰ δέχεται καθόλου λογισμὸ ἢ σχῆμα ἢ χρῶμα ἢ φῶς ἢ πῦρ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν βλέπει ὁ Θεὸς καὶ μὲ αὐτὸν μόνο συνομιλεῖ, γίνεται ἄμορφος καὶ ἀσχημάτιστος. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχὴ ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτὸν ποὺ ἀκόμη εἶναι πρακτικός, ἐνῷ στὸν θεωρητικὸ ταιριάζουν ἄλλα πράγματα μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά.

Ἕκτη εἶναι ἡ ἀνάγνωση καὶ τῶν λόγων καὶ τῷ βίων τῶν Πατέρων, χωρὶς νὰ ἀκούει καθόλου γιὰ δόγματα ξένα ἢ κάποιων ἄλλων καὶ μάλιστα τῶν αἱρετικῶν, γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ ἀπὸ τὴν διάκριση τῶν Πατέρων, πὼς νὰ νικήσει τὰ πάθη καὶ νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετές. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει ὁ νοῦς του ἀπὸ λόγια του Ἀγ.Πνεύματος καὶ νὰ ξεχάσει τὰ προηγούμενα ἀπρεπῆ λόγια καὶ νοήματα, τὰ ὁποῖα ἄκουσε ὅταν ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί του, καὶ γιὰ νὰ σκέπτεται ἀπὸ τὴν συχνὴ διδασκαλία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀνάγνωσης καλὲς ἔννοιες.

Ἕβδομη εἶναι ἡ ἐρώτηση στοὺς ἔμπειρους γιὰ κάθε λόγο καὶ ἔργο, ὥστε νὰ μὴν φθάνει, ἀπὸ ἀπειρία ἢ αὐταρέσκεια ἄλλα ἀντὶ ἄλλων νοῶν καὶ ποιῶν, νὰ πλανᾶται πολλὲς φορὲς καὶ νὰ πέφτει σὲ οἴησιν, νομίζοντας ὅτι ξέρει κάτι σωστά, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν τὸ ξέρει ἀκόμη σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο. (Α΄ Κορ. 8,2).  [Φιλοκαλία Αγ.Πέτρου Δαμασκηνού τόμος 17 σελ. 49-53]

ΟΙ 7 ΗΛΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

1) Ἡ πρώτη ἡλικία ἡ βρεφική, γιὰ νὰ φωτιστεῖς ἀμέσως μὲ τὸ βάπτισμα, γιατί τὸ φῶς ἔγινε τὴν πρώτη ἡμέρα.

2) Ἡ δεύτερη ἡλικία, ἡ παιδική, γιὰ νὰ στερεωθεῖς στὰ
οὐράνια λόγια, γιατί τὸ στερέωμα ἔγινε τὴν δεύτερη ἡμέρα.

3) Ἡ τρίτη ἡλικία ἡ ἐφηβική, γιὰ νὰ ξηραίνεις μὲ τὴν ἁγνότητα τὴν ὑγρασία τῶν παθῶν, γιατί τὴν τρίτη ἡμέρα ὁ Θεὸς χώρισε τὴν ξηρὰν ἀπὸ τὴν θάλασσαν.

4) Ἡ τέταρτη ἡλικία, ἡ νεανική, γιὰ νὰ φορεῖς σὰν ἄστρα τὶς τέσσερις ἀρετές, καὶ νὰ φέγγεις στὸν κόσμο σὰν φωστῆρας.

5) Ἡ πέμπτη ἡλικία τοῦ μεσήλικα, γιὰ νὰ χαλιναγωγεῖς τὰ πέντε ζῷα τῶν αἰσθήσεών σου, γιὰ νὰ μὴν πηδήσουν στὴν ἁμαρτία, γιατί τὰ ζῷα ἔγιναν τὴν πέμπτη ἡμέρα.

6) Ἡ ἕκτη ἡλικία, τοῦ πρεσβύτου, γιὰ νὰ ἀσφαλίζεις, ὡς ἄνθρωπος, τὴν ἀρχική σου κίνηση μὲ τὸν λόγο, καὶ νὰ διαπλάθεις τὸν πηλὸ τοῦ σώματος καὶ νὰ τὸν ρυθμίζεις μὲ τὶς ἀρετές, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε τὴν ἕκτη ἡμέρα.

7) Ἡ ἕβδομη ἡλικία ἡ γεροντικὴ ἀσπρόμαλλη διαγωγή, ἀνάπαύοντας σὲ μὲ τὴν εὐσέβεια στὴ γῆ, τότε ποὺ σὰν ἀσπροντυμένο στάχυ καὶ ὥριμο σιτάρι θὰ πᾷς στὸν τάφο, ἀποθηκευόμενος γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο καὶ ἀναπαυόμενος. Γιατί ὁ Κύριος  τὴν 7η ἡμέρα σταμάτησε τὰ εὐαγγελικά του ἔργα στὸν τάφο.

Κατὰ τὴ ὄγδοη λοιπὸν ἡλικία νὰ περιμένεις τὴν ἔξοδό σου ἀπὸ τὴν σκηνὴ καὶ τὴν ἀναχώρησή σου ἀπὸ τὸν τάφο. Γιατί τὴν ὄγδοη ἡμέρα, λέγει εἶναι ἡμέρα τῆς ἐκφορᾶς . «Πᾶν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσεται ἐν αὐτῇ» (Λευϊτ. 23,7). Γιατί ὅμως κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπαγόρευσε νὰ προσφέρουμε λατρεῖες καὶ θυσίες; Ἐπειδὴ τὴν ὀγδόη θὰ σαλπίσει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καὶ κατὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν δὲν θὰ γίνονται θυσίες ἢ λατρευτικὲς τελετὲς ἢ προσφορὲς γιὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν . «ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου. Ἐν δὲ τῷ ᾅδῃ τὶς ἐξομολογήσεται σοι;». Γι’αὐτὸ διέταξε τὶς ἑπτὰ ἡμέρες τῆς Σκηνοπηγίας νὰ προσφέρεις θυσίες ὥστε, ὅσο ζεῖς καὶ μένεις στὴν σάρκα σὰν σὲ σκηνή, νὰ προσφέρεις θυσίες σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο «Τέκνον, ἕως ζεῖς, ἀξίως πρόσφερε προσφορᾶς τῷ Κυρίῳ σου. Μνήσθητι, ὅτι ὁ θάνατος οὗ χρονεῖ, καὶ διαθήκη ᾅδου οὐκ ὑπεδείχθη σοι» (Σόφ.Σείρ. 14,11). Κατὰ τὴν ὀγδόη λοιπὸν ἡμέρα, μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅταν βγαίνουμε μέσα ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ τὸν τάφο, σὰν μέσα ἀπὸ καλύβα καὶ σκηνή, δὲν μᾶς μένει καιρὸς θυσίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά μας περιμένει φοβερὴ κρίση καὶ φωτιά, ποὺ θὰ καταφάει ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν. Τότε «Ἐξελέυσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ πονήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φάυλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰωάν. 5,29).  [Φιλοκαλία Αγίου Αναστασίου Σιναϊτου τόμος 13β σελ. 83-85]

ΟΙ 3 ΤΡΟΠΟΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

Κάθε ἁμαρτία γίνεται ἢ ἀπὸ φιληδονία ἢ ἀπὸ φιλαργυρία ἢ ἀπὸ φιλοδοξία.
Ὁμοίως καὶ τὸ ψεῦδος ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία πάθη γίνεται· ψεύδεται κανεὶς ἢ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ καὶ ταπεινωθεῖ ἢ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει ἐπιθυμία, ἢ γιὰ νὰ κερδίσει ἀγαθά.
Ὑπάρχουν δὲ τρεῖς τρόποι ψεύδους· εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοιαν, ὁ ψευδόμενος ἐν λόγῳ καὶ ὁ ψευδόμενος μὲ τὸν βίον του.

Ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοιαν εἶναι ἐκεῖνος ὅπου δέχεται ὑπόνοιες. Ἐὰν αὐτὸς δεῖ κάποιον νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὑποπτεύται καὶ λέγει ὅτι γιὰ μένα μιλοῦν. Κι ἂν διακόψουν τὴν ὁμιλία, πάλι ὑποπτεύεται ὅτι γι’αὐτὸν διέκοψαν. Ἐὰν πεῖ κανεὶς λόγο, ὑποπτεύεται ὅτι τὸν εἶπε γιὰ νὰ τὸν θλίψει, καὶ γενικῶς σὲ κάθε πρᾶγμα, ὑποπτεύεται ἔτσι τὸν πλησίον λέγοντας, «γιὰ μένα τὸ ἔκανε τοῦτο, γιὰ μένα τὸ εἶπε τοῦτο, γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπὸν τὸ ἔκανε τοῦτο». Αὐτὸς εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοια. Διότι δὲν λέγει τίποτε ἀληθινό, ἀλλὰ ὅλα ἀπὸ ὑποψία. Ἀπὸ αὐτὸ λοιπὸν προέρχονται οἱ περιέργιες, οἱ καταλαλιές, τὸ κρυφάκουσμα, τὸ μάχεσθαι, ἡ κατάκρισις.

Ὁ ψευδόμενος ἐν λόγῳ  εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποθετικά, βαριέται νὰ σηκωθεῖ στὴν ἀγρυπνία καὶ δὲν λέγει, συγχωρεσὲ μέ, ποὺ βαρέθηκα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ λέγει, εἶχα πυρετό, εἶχα σκοτοδίνη, δὲν μπόρεσα νὰ σηκωθῶ, εἶχα ἀτονία, καὶ λέγει δέκα λόγους ψευδεῖς, γιὰ νὰ μὴν  βάλει μία μετάνοια καὶ ταπεινωθεῖ. Ἐὰν δέ, τὸν κατηγορήσει κανεὶς γιὰ κάτι, ἐπιμένει νὰ ἀλλάξει καὶ νὰ τρόποποιεί τοὺς λόγους του, γιὰ νὰ μὴν βαστάξει τὴν κατηγορίαν. Ὁμοίως ἐὰν συμβεῖ νὰ ἔχει κάποια δυσαρέσκεια μὲ τὸν ἀδελφό, δὲν παύει νὰ δικαιολογήται καὶ νὰ λέγει, «ἀλλὰ ἐσὺ εἶπες, ἀλλὰ ἐσὺ ἔκανες, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶπα, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶπε», ἀλλὰ τοῦτο, ἀλλὰ ἐκεῖνο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν ταπεινωθεῖ.

Ὁ ψευδόμενος μὲ τὸν βίον του εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνῷ εἶναι ἄσωτος, προσποιεῖται ἐγκράτεια, ἢ ἐνῷ εἶναι πλεονέκτης ὁμιλεῖ περὶ ἐλεημοσύνης καὶ ἐπαινεῖ τὴν συμπάθεια, ἢ ἐνῷ εἶναι ὑπερήφανος θαυμάζει τὴν ταπεινοφροσύνη. Καὶ δὲν τὴν θαυμάζει διότι θέλει νὰ ἐπαινέσει τὴν ἀρετή. Διότι ἂν εἶχε αὐτὸν τὸν σκοπό, πρῶτα θὰ ὁμολογοῦσε τὴν ἀδυναμία τοῦ λέγοντας «ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, ποὺ εἶμαι ἄδειος ἀπὸ κάθε ἀγαθό». Καὶ μετὰ τὴν ὁμολογία τῆς ἀδυναμίας τοῦ τότε θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει καὶ νὰ ἐπαινέσει τὴν ἀρετή. Ἀλλὰ δὲν ἐγκωμιάζει τὴν ἀρετὴ οὔτε μὲ σκοπὸ νὰ μὴ σκανδαλίσει κανένα· διότι καὶ τότε ὀφείλει νὰ σκεφθεῖ, «ναὶ ἐγὼ εἶμαι ἄθλιος καὶ ἐμπαθής, γιατί νὰ σκανδαλίσω καὶ ἄλλον; γιατί νὰ βλάψω καὶ ἄλλη ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιβάλω στὸν ἑαυτό μου κι ἄλλο βάρος;». Τότε θὰ μποροῦσε, ἂν καὶ καθ’ εὐατὸν ἁμαρτωλός, τουλάχιστον νὰ ἐγγίσει τὸ ἀγαθό. Διότι εἶναι γνώρισμα ταπεινώσεως τὸ νὰ ταλανίζει τὸν ἑαυτό του καὶ συμπαθείας τὸ νὰ λυπῆται τὸν πλησίον. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ψεύστης δὲν θαυμάζει τὴν ἀρετὴ κατὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἀλλὰ προβάλει τὸ ὄνομα τῆς ἀρετῆς ἢ γιὰ νὰ παρουσιάσει καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐνάρετο ὁμιλώντας γι’αὐτήν, ἢ γιὰ νὰ σκεπάσει τὴν δική του ντροπή, ἢ πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ βλάψει καὶ νὰ δελεάσει. [Φιλοκαλία Αββά Δωρόθεου τομ. 12 σελ. 435-449]

ΟΙ 3 ΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.

Τρεῖς εἶναι αἱ τάξεις καὶ καταστάσεις τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον·
ἄλλοι μὲν εἶναι ὡς δοῦλοι, ὅσοι ἀπὸ τὸν φόβον τῆς κολάσεως δὲν κάμνουσι τὸ κακόν· ἄλλοι δὲ εἶναι ὡς μισθωτοί, ὅσοι διὰ τὸν μισθὸν καὶ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐργάζωνται τὸ καλὸν καὶ ἄλλοι εἶναι ὡς υἱοί, ὅσοι διὰ τὸ καλὸν αὐτὸ καὶ διὰ μόνην τὴν ἀγάπην τοῦ αὐθέντου τῶν χαίροντες κάμνουσι τὸ ἀγαθόν.
Τώρα ἡμεῖς βλέπομεν, ὅτι καὶ οἱ τρεῖς καταστάσεις αὐτὲς χρεωστοῦσι νὰ φυλάττουν ὅλας τοῦ Κυρίου τὰς προσταγάς· διότι ἄν εἶναι τινὰς Χριστιανὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν δούλων, καὶ φοβεῖται νὰ μὴ παιδευθῇ καὶ κολασθῇ, ἀναγκάζεται διὰ νὰ φυλάττῃ ὅλας τὰς προσταγὰς τοῦ αὐθέντου του, καὶ νὰ μὴν ἀμελήσῃ οὐδὲ τὴν παραμικράν του ἐντολήν, ἄν θέλῃ διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν κόλασιν. Ἄν εἶναι τινὰς εἰς τὴν τάξιν τῶν μισθίων, καὶ αὐτὸς παρομοίως χρεωστεῖ νὰ φυλάξῃ ὅλα ὅσα τὸν προστάζῃ ἐκεῖνος ὅπου τὸν ἐμίσθωσεν εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ, διότι ἄν δὲν τὰ φυλάξῃ δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ τὸν μισθόν του ὁλόκληρον. Ἄν εἶναι τινὰς εἰς τὴν τάξιν τῶν υἱῶν, ἔχει χρέος νὰ φαίνηται ὑπήκοος καὶ εὐάρεστος εἰς τὸν Πατέρα του κατὰ πάντα καὶ νὰ μὴ τὸν λυπῇ οὐδὲ εἰς τὸ παραμικρότατον. «Οὐ τοίνυν ἐστὶ τῶν φοβουμένων τὸ παριέναι τι τῶν ἐντεταλμένων, ἤ ἀμελῶς ποιεῖν· ἀλλ’ οὐδὲ ὁ μισθωτὸς παραβῆναί τι τῶν διατεταγμένων αἱρήσεται· πῶς γὰρ κομίσεται τὸν μισθὸν τῆς ἐργασίας τοῦ ἀμπελῶνος, μὴ πάντα πληρώσας τὰ συμπεφωνημένα;.. τὶς δὲ υἱὸς σκοπὸν ἔχων τὴν τοῦ Πατρὸς εὐαρέστησιν, ἐπὶ τοῖς μείζοσιν αὐτὸν εὐφραίνων, τῶν μικροτάτων ἕνεκεν λυπεῖν αἱρήσεται;» (Προοίμ. τῶν κατὰ πλάτος ὅρων).                    (Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν σελ. 331)

ΟΙ 3 ΤΑΞΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ

Ἡ 1η τάξις εἶναι ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ὅπου τὸν ἀκολουθοῦν μὲ τὸν λογισμὸν μόνον, οἱ ὁποῖοι στεκόμενοι ἀπὸ μακρὰν θαυμάζουσι μὲ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ τοῦ πολέμου, ἀλλὰ δὲν κάνουν ποτὲ ἀπόφασιν νὰ πιάσουν τὰ ἅρματα διὰ νὰ πολεμήσουν καὶ αὐτοὶ καὶ νὰ νικήσουν. Δηλαδὴ δὲν θέλουν νὰ μεταχειριστοῦν τὰ μέσα ἐκείναι καὶ ὄργανα ὅπου εἶναι ἀναγκαῖα, διὰ νὰ μιμηθοῦν τὰ παραδείγματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθὼς αὐτὸς ζητεῖ, νικώμενοι ἀπὸ τὴν ἀργίαν.

Ἡ 2η τάξις εἶναι ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ὅπου πιάνουν μὲν τὰ ἅρματα καὶ βγαίνουν εἰς τὸν κάμπον, ἀλλὰ θέλουν νὰ πολεμοῦν καθὼς τοὺς ἀρέσει, μεταχειριζόμενοι ἐκεῖνα τὰ μέσα καὶ ὄργανα ὅπου εἶναι κατὰ τὸ θελημά τους καὶ ὄχι ἐκεῖνα ὅπου εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θέλοντες νὰ πηγαίνουν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Κύριον, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, δήλ. θέλουν νὰ πολεμοῦν τὰ πάθη τους καὶ τὸν διάβολον ἀλλὰ μὲ ἀναπαυτικὴν ζωὴν καὶ μὲ ἰδιορρυθμίαν καὶ ὑπερηφάνειαν.

Ἠ 3η τάξις εἶναι ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι βεβαιωμένοι, ὅτι ὄλον τὸ καλόν της ψυχῆς τους καὶ ὅλη ἡ δόξα ὅπου μποροῦν νὰ δώσουν εἰς τὸν Θεόν, στέκεται εἰς τὸ νὰ μιμοῦνται τὰ παραδείγματα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀφιερώνονται εἰς αὐτόν, διὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ ἐκεῖνος καθὼς θέλει· μὲ ὅλον τοῦτο πάλιν οἱ εὐλογημένοι δὲν κινοῦνται ἀφ’ ἑαυτοῦ τῶν εἰς τὸν πόλεμον, ἀλλὰ μὲ συμβουλὴν πνευματικῶν πατέρων μεταχειρίζονται τὰ μέσα, καὶ μὲ τελείαν ἐκκοπὴν τοῦ θεληματὸς τῶν. Ὅθεν εἶναι ἑτοιμασμένοι διπλῶς διὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον εἰς τὸν πόλεμον κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν διὰ μέσῳ ἐκείνης τῆς στράτας ὅπου ὁ Κύριος θέλει νὰ τὸν ἀκολουθοῦν.

Ἡ 1η τάξις εἶναι ψυχρὰ καὶ ἀργῇ. Ἡ 2η τάξις εἶναι χλιαρὰ καὶ ὀκνηρή. Ἡ 3η τάξις εἶναι θερμὴ καὶ ἐπιμελής. [Πνευματικά Γυμνάσματα Αγ.Νικοδήμου σελ. 209]


ΟΙ 8 ΤΑΞΕΙΣ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ἀπολωλότες, αἰχμάλωτοι, πεπλανημένοι, κατεραγμένοι,
καταπίπτοντες, στήκοντες, περιπατοῦντες καὶ τέλειοι.

Οἱ ἀπολωλότες, δηλ. οἱ χαμένοι χρειάζονται προσευχὴ γιὰ νὰ τοὺς ζητήσει, καὶ νὰ τοὺς εὕρει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι φανερὰ καὶ ὁ ᾅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.

Οἱ αἰχμάλωτοι, δηλ. οἱ σκλαβωμένοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει μὲ τὴν θείαν τοῦ δύναμη, ὅπου κρατεῖ καὶ κυριεύει τὰ πάντα· διότι ὁ σκλαβωμένος δὲν δύναται νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ λόγου του.

Οἱ πεπλανημένοι, γιὰ νὰ τοὺς φωτίσει ἡ θεία χάρις καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας.

Οἱ κατεραγμένοι, δηλ. οἱ συντετριμμένοι γιὰ νὰ τοὺς ἰατρεύσει, καὶ νὰ τοὺς σηκώσει ὁ Κύριος.
Ὅτι κανένας συντετριμμένος δὲν δύναται νὰ ἰατρευθεῖ καὶ νὰ σηκωθεῖ, μὲ τὴν δική του δύναμη.

Οἱ καταπίπτοντες, δηλ. ἐκεῖνοι ποὺ πίπτουν εἰς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ τοὺς δυναμώσει ἡ μεγαλοδύναμος δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ νὰ μὴ πίπτουν.

Οἱ στήκοντες, δηλ. ἐκεῖνοι ὅπου ἔπαψαν τὰς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ στερεωθοῦν ἀπὸ τὴν θείαν χάριν νὰ μὴν κρεμνίζονται πλέον.

Οἱ περιπατοῦντες, δηλ. ἐκεῖνοι ὅπου ἀγωνίζονται εἰς τὴν ἀρετήν, γιὰ νὰ περιπατοῦν χωρὶς νὰ σκοντάπτουν καὶ νὰ βγάζει Ἄγγελος Κυρίου τὶς πέτρες καὶ τὰ ἐμπόδια ἀπὸ τὴν μακρινὴ καὶ στενὴ στράτα τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴ ταλαιπωροῦνται περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμή τους.

Οἱ τέλειοι, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται καὶ νομίζουν πὼς εἶναι καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ λυποῦνται πὼς εἶναι κάτωτεροι ἀπὸ τοὺς ἐναρετωτέρους τους, καὶ νὰ μαθαίνουν πόσο τοὺς λείπει ἀκόμη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀληθινὸ ὕψος, ὅπου εἶναι ὑψηλότερο ἀπὸ ὅλα. [Αγ.Συμεών του Νέου Θεολόγου τά ευρισκόμενα σελ. 91]

ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΙΣΤΕΩΣ

1ον Ἡ ἀληθὴς πίστις πληροφορεῖ μυστικῶς τὸν πιστεύοντα περὶ τοῦ θείου χαρακτήρος τῆς ἐαυτοῦ πίστεως.
2ον Κατευθύνει τὰ διαβήματα αὐτοῦ ἐν τῇ ὁδὸ τῆς ἀληθείας μυστικῶς ποδηγετούσα αὐτὸν καὶ διδάσκουσα αὐτὸν ποιεῖν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον.
3ον Ἅγει εἰς τὴν μακαριότητα καὶ διδάσκει, ὅτι ἔν τῇ ἀγάπη τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον εὔρηται τὸ πλήρωμα τοῦ ἐπιποθουμένου ἀγαθοῦ.
4ον Πληρεῖ τὸν πιστὸν ἐλπίδος αϊδίου, ἀμειώτου, καθαρᾶς παντὸς πάθους, ἐχοῦσης ἐν ἐαυτῆ τὸ πλήρωμα τῆς εὐδαιμονίας.
5ον Πληρεῖ τὴν καρδίαν τοῦ πιστοῦ ἀγάπης θερμῆς, ἀγάπης ἀφάτου, ἀνεκφράστου, μυστικῆς, ἀπείρου, ἀγνὴς, ἀγίας, ἐκχεομένης καὶ κατακλυζούσης τὰ πάντα καὶ κατακυριευούσης ἐν αὐτή.
6ον Πληρεῖ τὴν καρδίαν τοῦ πιστοῦ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγ.Πνεύματος· ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακρόθυμία, ἡ χρηστότης, ἡ ἀγαθοσύνη, ἐβραβεύσαν αὐτὴ ὑπὸ τοῦ ἀγιάσαντος αὐτὴν Ἁγ. Πνεύματος.
7ον Δίδωσι τά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Το Πνεύμα το Ἅγιον ἐπιφοιτήσαν ἐφώτισε τὸν νοὺν τοῦ πιστοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῶ τὴν σοφίαν, τὴν σύνεσιν, τὴν βουλήν, τὴν γνώσιν, τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸν ἀγνὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
8ον Ἁναπλάτει τὸν ὑπὸ τῆς ἀμαρτίας διαφθαρέντα ἄνθρωπον καὶ ἐπανάγει εἰς τὸ ἀρχαίον κάλλος.
9ον Ἁγιάζει αὐτὸν καὶ μύρον εὐωδίας ἐπιχέει ἐπ’ αὐτὸν καὶ ἀνάγει εἰς τελειότητα.
10ον Διανοίγει τοὺς ὁφθαλμοὺς τῆς διανοίας του ὁρὰν τὰ ἀθέατα, καὶ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια.
11ον Χορηγεῖ σθένος ἡθικόν, χαρίζεται τὴν ἡθικὴν ἀνδρείαν τοῦ μὴ πτοείσθαι ἐκ τῶν δεινῶν τοῦ βίου καὶ δαψιλεύει τὴν ἰσχύν, τὸ θάρρος, τὴν καρτερίαν, τὴν μεγαλοφροσύνην, τὴν μεγαλοψυχίαν, τὴν ἐλεημοσύνην καὶ ὅλην τὴν πληθὺν τῶν χριστιανικὼν ἀρετῶν.
12ον Δίδωσι τὴν σωφροσύνην, τὴν ἀγνείαν, τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὸ κάλλος τῆς παρθενίας.
13ον Ἁναβιβάζει τὸν πιστὸν ὑπεράνω τῶν νόμων τῆς φύσεως καὶ δίδει δύναμιν νὰ νικὰ φύσεως τάξιν.
14ον Ἡ ἀληθῆς εἰς Χριστὸν πίστις καθιστὰ τὸν πιστὸν εἰκόνα Θεοῦ καὶ ἐξομοιεῖ πρὸς αὐτὸν. [Αγίου Νεκταρίου Γνώθι σ’αυτόν σελ. 24-25]


ΟΙ 11 ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ

1ον Νὰ μὴν ἔχει τὸ ἀνδρόγυνο καμμιᾶς λογῆς συγγένειαν, εἴτε σαρκικήν, εἴτε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τὴν ὁποίαν ἐμποδίζουν οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας.

2ον Νὰ θελήσουν καὶ νὰ συμφωνήσουν εἰς τὸν γάμον οἱ γονεῖς ἐκείνων ὅπου μέλλουν νὰ ὑπανδρευθοῦν· διότι οἱ χωρὶς τὸ θέλημα τῶν γονέων γινόμενοι γάμοι, ὡς πορνείαι εἶναι κατὰ τὸν 38ο κανόνα τοῦ Μέγ.Βασιλείου καὶ εἰς 3 χρόνους κανονίζονται ἀφοῦ οἱ γονεῖς διαλαγοῦν.

3ον Νὰ συμφωνήσουν ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ εἰς τὸν γάμον καὶ νὰ θέλει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

4ον Νὰ γίνει ἀρραβὼν καὶ μνηστεία μὲ ἱερολογία καὶ μὲ τὸ συνηθισμένον φίλημα ὅπου δίδουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ἀρραβονιζόμενοι. Τὸ δὲ νὰ γίνονται ἀρραβῶνες μόνο μὲ λόγια καὶ μὲ δῶρα, αὐτοὶ ἀρραβῶνες καὶ μνηστεῖες, οὔτε εἶναι οὔτε ὀνομάζονται. Σημείωσαι ὅμως ὅτι καὶ χωρὶς ἀρραβῶνα γίνεται γάμος, κατὰ τὴν Συνοδικὴν διάγνωσιν τοῦ Πατριάρχου Νικολάου.

5ον Νὰ φυλάττουν παρθενίαν οἱ ἀρραβωνιασμένοι χωρὶς νὰ φθείρουν τὰς ἀρραβωνιαστικὰς των πρὸ τοῦ γάμου· διότι ὡς πόρνοι κανονίζονται καὶ ἐπιτιμῶνται ἀπὸ τὸν 26ον κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· ἤτοι ἑπτὰ χρόνους νὰ μὴν μεταλάβουν.

6ον Νὰ ἐξομολογηθοῦν εἰς τὸν Πνευματικὸν ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς νὰ στεφανωθοῦν, καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦν μὲ κάποιαν προετοιμασίαν νηστείας καὶ προσευχῆς, διὰ νὰ μεταλάβουν.

7ον Ὅταν ἔχουν νὰ στεφανωθοῦν, πρέπει πρώτον ὁ ἱερεὺς ποὺ θὰ τοὺς στεφανώσει νὰ παίρνει καιρὸν διὰ νὰ λειτουργήσει καὶ ἀφοῦ κάμει τὴν ἱερὰν προσκομιδὴν εἰς τὴν  ἁγίαν Πρόθεσιν, νὰ εὐγαίνει ἔξω τοῦ βήματος, οὕτω καθὼς εἶναι φορεμένος, μὲ ὅλην τὴν ἱερατικὴν στολὴν καὶ φέρνοντας τὸ ἀνδρόγυνον ἐν τῷ μέσω τοῦ Ναοῦ, ἐκεῖ νὰ τοὺς στεφανώνει κατὰ τὴν διάταξιν τοῦ Εὐχολογῖου· πλὴν νὰ μὴν γεμίζει ποτήριον μὲ κρασὶ καὶ ψωμὶ κοινὸν καὶ τοὺς δίδει καὶ πίνουν, καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τὸ Εὐχολόγιον· διότι αὐτὸ εἶναι συνήθεια νεοτερική, τὴν ὁποίαν μερικοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀνόητοι ἐπρόσθεσαν εἰς τὸ Εὐχολόγιον ἀντὶ τῆς θείας μεταλήψεως, ὅπου πρέπει νὰ λαμβάνουν οἱ νεόνυμφοι, ὅταν δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιον κανονικόν.

8ον Ἀφοῦ δὲ στεφανώσει τὸ ἀνδρόγυνον ὁ ἱερεύς, διορίζει αὐτοὺς νὰ στέκωνται εἰς ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ καὶ οἱ δυὸ καὶ ἔπειτα ἐμβαίνωντας εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, ἀρχίζει τὴν θεία λειτουργία.

9ον Ὅταν δὲ εὔγει ὁ ἱερεὺς καὶ ἐκφωνήσει τὸ μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε, τότε ἔρχεται καὶ τὸ ἀνδρόγυνον καὶ μεταλαμβάνουν καὶ οἱ δὺο.

10ον Μετὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν ὑπάγει τὸ ἀνδρόγυνον εἰς τὸν οἶκον τους, συνοδευόμενον ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ κληρικοὺς καὶ τοὺς καλεσμένους λαϊκοὺς καὶ οὕτω κάθονται εἰς τὴν τράπεζαν καὶ τρώγουν καὶ πίνουν καὶ εὐθυμοῦν καὶ χαίρουν μὲ σεμνότητα καὶ εὐταξίαν, εἰς δόξαν Θεοῦ.

11ον Πρέπει νὰ φυλάττωνται οἱ νεόνυμφοι νὰ μὴν κοιμηθοῦν μαζὶ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, διότι ἐκοινώνησαν τὰ θεία μυστήρια· ἀλλὰ τὴν ἐρχομένην ἄλλην ἑσπέραν.

Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξις ἀδελφοί, ὅπου διορίζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ γίνεται εἰς τοὺς γάμους τῶν Χριστιανῶν, τὴν ὁποίαν ἀλλοίμονον! ἀλλοίμονον! ὤ! καὶ πῶς νὰ τὸ εἰπῶ χωρὶς δάκρυα; παραβαίνουν καὶ δὲν τὴν φυλάττουν τὴν σήμερον οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τοῦτο καὶ δὲν βλέπουν προκοπήν, οὔτε σωματικήν, οὔτε πολλῶ μᾶλλον ψυχικὴν· οὔτε αὐτοί, οὔτε τὰ τέκνα τους. [Χρηστοήθεια των Χριστιανών σελ. 45-46]

ΤΑ 3 ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Τρία μέρη εἶναι τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μέρη ὀνομάζεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τριμερής· εἶναι δὲ τὸ λογικόν, τὸ θυμικόν, καὶ τὸ ἐπιθυμητικόν. Αὐτὰ τὰ τρία δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ὅπου νὰ μὴν τὰ ἔχῃ, ὅτι εἶναι φυσικὰ καὶ ἐνδιάθετα τῆς ψυχῆς τοῦ καθ’ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἀπ’ αὐτὰ χωρίζει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα· ἀπὸ τὸ θυμητικόν, καὶ ἐπιθυμητικόν, χωρίζει ἀπὸ τὰ ἄψυχα· ἀπὸ δὲ τὸ λογικόν, χωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα· καὶ λογικὸν μὲν εἶναι, ὅτι ὁ καθεὶς ἄνθρωπος ἀνάγκη εἶναι νὰ ἔχῃ καὶ λόγον. Ὁ λόγος δὲ εἶναι διπλοῦς· λέγεται λόγος προφορικός, λέγεται καὶ λόγος ἐνδιάθετος· προφορικὸς μὲν εἶναι αὐτὸς ὅπου συντυχαίνομεν, καὶ ἀκούει ἕνας τοῦ ἄλλου τοὺς λόγους καὶ τὰ νοήμα-τα· ἐνδιάθετος δὲ εἶναι αὐτός, ὅπου συλλογίζεται ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὸν νοῦν του, καὶ ἄλλος δὲν δύνεται νὰ καταλάβῃ, μηδὲ νὰ ἀκούσῃ· αὐτός, ὅπου συντυχαίνει καὶ ὅταν κοιμώμεσθεν· αὐτὸς ὁ λόγος ὁ ἐνδιάθετος εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικὸν ὡς λέγουσιν οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἐλλήνων· ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ὁμολογοῦσι· διότι λέγουσιν ἔτζι μὲ συλλογισμόν. Ὁ ἐνδιάθετος λόγος εἶναι χρησιμώτερος ἀπὸ τὸν προφο-ρικὸν· ἤγουν περισσότερον ἐνεργεῖ ὁ ἐνδιάθετος λόγος, παρὰ τὸν προφορικὸν· ὅτι μερικαῖς φοραῖς μὲ τὸ στόμα δὲν συντυχαίνομεν, ἀμὴ μέσα μας ὁμιλοῦμεν, καὶ εἶναι ὁ ἐνδιάθετος λόγος δυνατώτερος καὶ πολυχρονιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικόν· πᾶν δὲ πολυχρονιώτερον εἶναι καὶ τιμιώτερον· ὥστε ὁ ἐνδιάθετος λόγος εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικόν· καὶ μάθετὲ το μὲ παράδειγμα εὔκολον. Εἶναι δύο σανίδια, καὶ τὸ ἕνα εἶναι σαπημένον καὶ ὁλιγοβάστακτον, τὸ ἄλλο εἶναι γερὸν καὶ πολυβάστακτον· ποῖον σὲ φαίνεται τιμιώτερον; τιμιώτερον φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πολυβάστακτον. Ἔτζι εἶναι καὶ οἱ δύο λόγοι τοῦ ἀνθρώπου· τὸν μὲν προφορικὸν λόγον πολλαῖς φοραῖς τὸν χάνει ὁ ἄνθρω-πος, καὶ γίνεται βωβός· τὸν δὲ ἐνδιάθετον δὲν εἶναι δυνατόν νὰ τὸν χάσῃ ὁ ἄνθρωπος ἕως οὖ ζῇ· καὶ ἐπειδὴ τιμιώτερος εἶναι ὁ ἐνδιάθετος, διὰ τοῦτο εἶναι καὶ τιμιώτερος ἀπὸ τὸν προφορικόν· ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἐνδιάθε­τον λόγον λέγεται ὁ ἄνθρωπος λογικός, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν προφορικόν· ὅτι, ἂν ἐλέγετο ἀπὸ τὸν προφορικόν, δὲν ἤθελαν λέγεσθαι λογικοί ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι βωβοί, ἀλλὰ μηδὲ ἄνθρωποι ἤθελαν εἶναι ὅτι τὸν ἄνθρωπον αὐτὸ τὸ λογικὸν τὸν χωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, καθὼς προεῖπα. Ἐμάθετε ποῖον εἶναι τὸ λογικόν.
Θυμικόν δὲ ὀνομάζεται, ὅτι ἀνάγκη εἶναι πᾶς ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ καὶ θυμόν· τὶ δὲ εἶναι ὁ θυμός; ἄκουσον τῶν Φιλοσόφων, ὅπου λέγουσι· Θυμὸς ἐστὶ ζέσις τοῦ περικαρδίου αἵμα-τος, δι’ ὄρεξιν ἀντιλυπήσεως· ἤγουν, ὀλόγυρα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἶμα συμμαζωμένον, καὶ ὅταν σκανδαλίσῃ τίποτε τὸν ἄνθρωπον, τὸ αἶμα ἐκεῖνο τῆς καρδίας ἀνάφτει, καὶ βράζει, καὶ ἀνακατώνει τὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀντιλυπήσῃ ἐκεῖνον ὅπου τὸν ἐλύπησεν. Ἔχει δὲ ὁ ἄνθρωπος τὸν θυμόν, διὰ νὰ θυμώνεται κατὰ τοῦ ὅφεως, δηλονότι τοῦ διαβόλου, ὡς τὸ ὁρίζει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, εἰς αὐτὸν νὰ εὐγάλωμεν τὸν θυμόν μας, αὐτὸν νὰ ὐβρίζωμεν, αὐτὸν νὰ κάμνωμεν κακόν· ὅτι αὐτὸς μας ἔκαμε παροίκοους, αὐτὸς μᾶς εὔγαλεν ἀπὸ τὸν Παράδεισον, αὐτὸς μᾶς κατήντησεν εἰς ἐτούτην τὴν γῆν τὴν κατηραμένην. Διὰ αὐτὸν γοῦν ἔχει ὁ ἄνθρωπος τὸν θυμόν, ὄχι διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου εἶναι πλάσμα Θεοῦ, καὶ ὄχι διὰ τὸν Χριστιανόν, ὅπου ἔχει μίαν πίστιν μὲ αὐτόν· ὄχι νὰ ὀργίζεται τινὰ χωρὶς ἀφορμήν, ἢ καὶ μὲ ἀφορμήν. Λοιπόν ἠκούσατε καὶ τὸν θυμὸν τις εἶναι, καὶ πόθεν γίνεται;
Ἐπιθυμία δὲ εἶναι, ὅτι ἀνάγκη καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιθυμῇ τίποτες, ἢ καλόν, ἢ κακόν, ἢ ὁρατόν, ἢ ἀόρατον, ἢ ἐπίγειον, ἢ οὐράνιον· διὰ τούτο λέγουσι καὶ οἱ Φιλόσοφοι, ὅτι ἐπιθυμία ἐστὶν ὄρεξις τινὸς πράγματος· ἔχει δὲ τὴν ἐπιθυμίαν ὁ ἄνθρωπος ἐκ Θεοῦ, ὄχι νὰ ἐπιθυμῇ κάλλος μάταιον καὶ φθαρτόν, ἢ τὰ γήϊνα ταύτα καὶ πρόσκαιρα, ἀλλὰ νὰ ἐπιθυμῇ τὰ αἰώνια παντοτινά; τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ, τὴν λαμπρότητα τοῦ προσώπου του, τὴν δόξαν τὴν μέλλουσαν, τὴν οὐράνιον τιμήν, τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ὅσα εἶναι θεϊκά πράγματα.                                       Θησαυρὸς Δαμασκηνοῦ σελ. 81-82

ΤΑ 5 ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ

1ον εἶναι, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κανένα ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα, ὅσα βλέπονται ἢ λέγονται, ἢ νοοῦνται.
2ον εἶναι, ὅτι κάθε πρᾶγμα ὅπου βλέπεται, ἢ λέγεται, ἢ νοεῖται, ἔγινεν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ πρὸ τοῦ νὰ γένη δὲν ἦτον.
3ον εἶναι, ὅτι ὁ Θεὸς ἔκαμεν ὅλα τὰ πάντα, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, ὄχι διατὶ ἐχρειάζετο κανένα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἀγαθότητά του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ μάλιστα τὴν δόξαν του, καὶ τὴν δυναμίν του, καὶ νὰ διαμένουν πάντοτε μὲ αὐτόν.
4ον εἶναι, ὅτι εἶναι φυσικὰ ἀγαθός, καὶ θέλει κάθε ἀγαθόν, καὶ καλόν, καὶ μισεῖ κάθε πονηρὶαν καὶ κακίαν.
5ον εἶναι, ὅτι κάθε πολιτεία, καὶ ζωὴ ἐνάρετος, καὶ θεοπρεπὴς κα-τορθώνεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι κατὰ ἄλλον τρόπον. [Αγ.Συμεών του Νέου Θεολόγου τα ευρισκόμενα σελ. 150-151]

ΟΙ 3 ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ ΘΕΟΣΕΒΕΙΑΣ

1ος τρόπος εἶναι, τὸ νὰ κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἁμαρτήσει.
2ος τρόπος εἶναι, τὸ νὰ ὑπομένει αὐτὸς ποὺ ἁμάρτησε, τὰ θλιβερὰ ἐπακόλουθα της ἁμαρτίας του.
3ος τρόπος εἶναι, τὸ νὰ πενθεῖ, αὐτὸς ποὺ ἁμάρτησε καὶ δὲν ἔχει ὑπομονή, διὰ τὴν ἔλλειψιν αὐτὴν τῆς ὑπομονῆς, δεδομένου, ὅτι ἐφ’ὅσον δὲν διορθωθεῖ ὁ ἁμαρτήσας εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν διὰ τῶν καταλλήλων παιδαγωγιῶν, κατ’ ἀνάγκην θὰ τιμωρηθεῖ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, ἐκτὸς ἐὰν μᾶς δεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔχωμεν ταπεινωθεῖ καὶ νὰ θλιβώμεθᾳ διὰ τὴν ἔλλειψιν αὐτὴν τῆς ὑπομονῆς, ὁπόταν ἐκεῖνος γνωρίζει, μὲ τὴν Παντοδύναμον Χάριν Του, θὰ ἐψαλείψει τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν. [Αγ.Μάρκου Ερημήτου Ευεργετινός Γ’ τόμος σελ. 412]

ΤΑ 3 ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΑ ΥΓΡΑ ΨΥΧΗΣ & ΣΩΜΑΤΟΣ

Ἐπειδὴ γὰρ διὰ τοῦ ὑγροῦ τοῦ σώματος ἤγουν τῆς ἐμπαθοῦς καὶ ἐνηδόνου ρεύσεως τοῦ σπέρματος, τὸ σῶμα ὁμοῦ καὶ ἡ ψυχὴ μολύνεται, πάλιν διὰ τῶν ὑγρῶν τοῦ σώματος, αὐτὸ σὺν ψυχὴ καθαρίζεται· καὶ Α΄ μὲν ὑγρὸν εἶναι τὸ αἶμα ὅπερ ἐν καιρῶ ἀνάγκης χεόμενον ὑπέρ τῆς πίστεως, λουτρὸν καὶ βάπτισμα γίνεται τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.
Β΄ ὑγρὸν εἶναι τὰ δάκρυα ἐκ τοῦ αἵματος ἐξατμιζόμενα· ὅθεν καὶ ἱδρώτα καρδίας ὁ Αὐγουστῖνος ταύτα ὁνόμασε.
Γ΄ δὲ ὑγρὸν εἶναι οἱ ἐκ τῶν κόπων καὶ μόχθων ἱδρῶτες ὅλου τοῦ σώματος·  ὅποιος λοιπὸν δὲν δύναται νὰ νὰ χύσῃ αἶμα διὰ νὰ καθαρισθῇ πρέπει νὰ χύσῃ κἄν δάκρυα· εἰδὲ καὶ ταύτα νὰ χύσῃ δὲν δύναται τὸ ἐλάχιστον πρέπει νά χύνῃ ἱδρώτας ὑπέρ τῶν εὐατοῦ ἁμαρτιών καὶ τῆς ἀρετῆς. (Πν.Γυμνάσματα-71)

ΟΙ 4 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ
   ΤΑ   4   Ε Ι Δ Η   Τ Η Σ   Σ Ο Φ Ι Α Σ

1η εἶναι, ἡ φρόνηση, δηλαδή, ἡ γνώση καὶ τῶν πρακτέων καὶ τῶν μὴ πρακτέων, καὶ ἡ ἐγρήγορση τοῦ νοὺ.
2η εἶναι, ἡ σωφροσύνη, δηλαδή, τὸ νὰ γίνει σώο τὸ φρόνημα ὤστε νὰ μπορέσει νὰ κρατήσει τὸν ἐαυτὸν του μακριὰ ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο ποῦ δὲν ἀρέσει στὸν Θεό.
3η εἶναι, ἡ ἀνδρεία, δηλαδή, ἡ δύναμη καὶ ἡ καρτερία στοὺς κατὰ Θεὸν κόπους καὶ πειρασμούς.
4η εἶναι, ἡ δικαιοσύνη, δηλαδή, ἡ διανομή ποῦ παρέχει τὸ ἴσον σὲ ὅλα αὐτά.

Αὐτὲς οἱ 4 γενικὲς ἀρετὲς γεννιούνται ἀπὸ τὶς 3 δυνάμεις τῆς ψυχὴς κατὰ τὸν ἐξῆς τρόπο.

* Ἀπὸ τὸν λογισμό, δηλαδή, τὸν νού, γεννιούνται δύο, ἡ φρόνηση καὶ ἡ δικαιοσύνη, δηλαδή, ἡ διάκριση.
* Ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ γεννιέται ἡ σωφροσύνη.
* Ἀπὸ τὸ θυμικὸ γεννιέται ἡ ἀνδρεία.

Κάθε μία βρίσκεται ἀνάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη.

* Ἡ φρόνηση, ἄνω μὲν ἀπὸ τοῦ ὑπερφρονεὶν, κάτω δὲ ὑπὸ ἀφροσύνης.
* Ἡ σωφροσύνη, ἄνω μὲν ὑπὸ ἡλιθιότητος, κάτω δὲ ἀπὸ ἀκολασίας.
* Ἡ ἀνδρεία, ἄνω μὲν ἀπὸ θρασύτητος, κάτω δὲ ἀπὸ δειλίας.
* Ἡ δικαιοσύνη, ἄνω μὲν ἀπὸ μειονεξίας, κάτω δὲ ἀπὸ πλεονεξίας.
Καὶ οἱ 4 ἀρετὲς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, ἐνὼ τὰ 8 πάθη τοῦ γήϊνου. [Φιλοκαλία Αγ.Πέτρου Δαμασκηνού τομ. 17 σελ. 70-71]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου