ΛΟΓΟΣ ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ«ΠΛΑΚΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑΙ»
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ
τον οποίον απέστειλε εις τον αββάν
Ιωάννην, καθηγούμενον της Ραϊθού.
Είναι διηρημένος εις τριάκοντα κεφάλαια,
τα οποία ωσάν βαθμίδες κλίμακος,
αναβιβάζουν όσους τα ακολουθούν
από τα χαμηλότερα εις τα υψηλότερα,
εξ ου και το βιβλίον ωνομάσθη
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ
τον οποίον απέστειλε εις τον αββάν
Ιωάννην, καθηγούμενον της Ραϊθού.
Είναι διηρημένος εις τριάκοντα κεφάλαια,
τα οποία ωσάν βαθμίδες κλίμακος,
αναβιβάζουν όσους τα ακολουθούν
από τα χαμηλότερα εις τα υψηλότερα,
εξ ου και το βιβλίον ωνομάσθη
Κ Λ Ι Μ Α Ξ
ΛΟΓΟΙ - ΕΚΤΟΣ: Περί μνήμης θανάτου & ΕΒΔΟΜΟΣ: Περί του χαροποιού πένθους
ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ
Περί μνήμης θανάτου
Πριν από κάθε λόγο προηγείται η σκέψις. Έτσι και η μνήμη του θανάτου και των αμαρτιών μας προηγείται από τα δάκρυα και το πένθος. Διά τούτο και τα ετοποθετήσαμε στην φυσική τους θέσι και σειρά του λόγου.
2. Η μνήμη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος. Και η μνήμη της εξόδου μας από την ζωή αυτή, είναι συνεχής στεναγμός.
3. Η δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου, το οποίον οφείλεται στην παρακοή του Αδάμ. Ο τρόμος όμως του θανάτου αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες για τις οποίες δεν εδείχθηκε μετάνοια.
4. Δειλιάζει ο Χριστός εμπρός στον θάνατο, αλλά δεν τρέμει, για να δείξη καθαρά τα ιδιώματα των δύο Του φύσεων, (θείας και ανθρώπινης).
5. Όπως ο άρτος είναι αναγκαιότερος από κάθε άλλη τροφή, έτσι και η σκέψις του θανάτου από κάθε άλλη πνευματική εργασία.
6. Η μνήμη του θανάτου σ΄αυτούς που ζουν στο Κοινόβιο δημιουργεί κόπους, λεπτολόγησι των αμαρτιών τους και γλυκειά υποδοχή των «ατιμιών». Ενώ στους ησυχαστάς πού ζουν μακρυά από θορύβους προξενεί απελευθέρωσι από βιοτικές φροντίδες, αδιάλειπτη προσευχή και φυλακή του νου – αρετές πού είναι και μητέρες και θυγατέρες της μνήμης του θανάτου.
7. Όπως ξεχωρίζει ο κασσίτερος από το ασήμι, όσο και αν ομοιάζουν εξωτερικά, έτσι είναι καταφανής και έκδηλη στους διακριτικούς η φυσική από την παρά φύσιν δειλία του θανάτου.
8. Αληθής απόδειξις εκείνων πού με όλη τους την καρδιά συναισθάνονται και ενθυμούνται τον θάνατο είναι η θεληματική απροσπάθεια προς κάθε κτίσμα και η τελεία απάρνησις του ιδίου θελήματος. Εκείνος πού καθημερινά περιμένει τον θάνατο είναι οπωσδήποτε δόκιμος και σπουδαίος αγωνιστής. Ενώ εκείνος πού τον επιθυμεί κάθε ώρα είναι άγιος.
9. Δεν είναι πάντοτε καλή η επιθυμία του θανάτου. Υπάρχουν βέβαια εκείνοι πού αμαρτάνουν συνεχώς παρασυρόμενοι από την κακή συνήθεια και οι οποίοι ζητούν με ταπείνωσι τον θάνατο (για να παύσουν πλέον να αμαρτάνουν). Υπάρχουν όμως και αυτοί πού δεν αποφασίζουν να μετανοήσουν και πού επικαλούνται τον θάνατο από απελπισία. Είναι ακόμη και εκείνοι πού έχουν την υπερήφανη ιδέα για τον εαυτό τους ότι έγιναν απαθείς, και άρα δεν φοβούνται πλέον τον ερχομό του θανάτου. Υπάρχουν τέλος και άλλοι -εάν βέβαια υπάρχουν τέτοιοι και στην εποχή μας- οι οποίοι επιζητούν να εκδημήσουν (προς Κύριον), διότι τους παρακινεί η μυστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
10. Μερικοί ευσεβείς έχουν την απορία και ζητούν να μάθουν, γιατί άραγε, αφού τόσο πολύ μας ευεργετεί η μνήμη του θανάτου, ο Θεός μας απέκρυψε την ώρα του, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Θεός επιτυγχάνει θαυμάσια την σωτηρία μας! Διότι κανείς δεν θα προσερχόταν αμέσως στο βάπτισμα ή στην μοναχική πολιτεία, εάν εγνώριζε την ώρα του θανάτου του. Θα περνούσε όλες τις ημέρες της ζωής του μέσα στην αμαρτία και μόνο όταν πλησίαζε η ώρα του θανάτου του θα έτρεχε προς το βάπτισμα και την μετάνοια. Εφ΄όσον όμως θα είχε ζυμωθή με την κακία, από την μακροχρόνιο συνήθεια, θα έμενε τελείως αδιόρθωτος.
11. Όταν πενθής για τις αμαρτίες σου, μην ακούσης ποτέ τον «κύνα» εκείνον, ο οποίος σου παρουσιάζει τον Θεόν φιλάνθρωπο. Διότι ο σκοπός του είναι να βγάλη από μέσα σου το πένθος και τον «άφοβον φόβο». Μην τον ακούσης, παρά μόνο όταν τυχόν ιδής τον εαυτόν σου να παρασύρεται σε βαθειά απόγνωσι.
12. Αυτός που θέλει να διατηρή πάντοτε μέσα του την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως του Θεού, ενώ συγχρόνως αφήνει τον εαυτό του να περισπάται σε φροντίδες και μέριμνες υλικές, ομοιάζει με εκείνον πού ενώ κολυμβά, θέλει ταυτόχρονα να κτυπά παλαμάκια.
13. Η ζωηρά μνήμη του θανάτου ολιγοστεύει τα φαγητά. Και όταν περικόπτωνται με ταπεινοσύνη τα φαγητά, κόπτονται μαζί και τα πάθη.
14. Η αναλγησία (σκληρότης) της καρδιάς φέρνει πώρωσι στον νου, και τα πολλά φαγητά ξηραίνουν τις πηγές των δακρύων. Η δίψα και η αγρυπνία πιέζουν την καρδιά. Και όταν πιεσθή η καρδιά, εκπηδούν τα δάκρυα.
15. Αυτά που είπαμε, στους γαστριμάργους φαίνονται σκληρά, ενώ στους οκνηρούς απίστευτα. Ο «πρακτικός» όμως άνθρωπος θα τα δοκιμάση και θα τα βρή με προθυμία. Αυτός πού θα τα βρή και θα τα γευθή, θα χαμογελάση ικανοποιημένος. Ενώ εκείνος πού ακόμη τα αναζητεί, θα σκυθρωπάση περισσότερο.
16. Οι Πατέρες ορίζουν ότι η τελεία αγάπη είναι «άπτωτος», (διότι μας προστατεύει από κάθε πτώσι). Παρόμοια και εγώ ορίζω ότι η τελεία συναίσθησις του θανάτου είναι «άφοβος», (διότι μας απαλλάσσει από κάθε άλλο φόβο).
17. Ο νους του «πρακτικού» μπορεί να ασκή πολλών ειδών εργασίες. Να σκέπτεται δηλαδή την αγάπη προς τον Θεόν, να ενθυμήται τόν Θεόν, να ενθυμήται την ουράνιο βασιλεία, να ενθυμήται τον ζήλο των Μαρτύρων, να ενθυμήται ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, όπως ο Ψαλμωδός πού έλεγε, «προωρώμην τον Κύριον» κλπ. (Ψαλμ. ιε΄ 8). Να ενθυμήται ακόμη τους αγίους αγγέλους, τον χωρισμό της ψυχής του από το σώμα, την συνάντησι με τα τελώνια του αέρος, την απόφασι του Κριτού, την κόλασι. Από μεγάλες εργασίες αρχίσαμε, (όπως είναι η αγάπη του Θεού), και καταλήξαμε σ΄αυτές που μας προστατεύουν από πτώσεις, (όπως είναι ο φόβος της κολάσεως).
18. Κάποια φορά ένα Αιγύπτιος μοναχός μού διηγήθηκε τα εξής: «Αφ΄ότου παγιώθηκε δυνατά μέσα στην καρδιά μου η μνήμη του θανάτου, (δεν είχα καθόλου όρεξι για φαγητό). Και κάποτε πού χρειάσθηκε να παρηγορήσω λίγο το πήλινο σώμα μου, η μνήμη αυτή σαν δικαστής μού το απηγόρευσε. Και το πλέον αξιοθαύμαστο είναι ότι, παρ΄όλο που προσεπάθησα, δεν κατόρθωσα να την αποδιώξω».
19. Ένας άλλος πού ασκήτευε εδώ στην περιοχή που ονομάζεται Θολάς, πολλές φορές με την σκέψι του θανάτου εγινόταν εκτός εαυτού. Και σαν λιπόθυμο ή επιληπτικό τον ανεσήκωναν, αναίσθητο σχεδόν, οι εκεί ευρισκόμενοι αδελφοί.
20. Δεν θα παραλείψω να σου παρουσιάσω και την ιστορία του Ησυχίου του Χωρηβίτου. Αυτός ζούσε αμελέστατα χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ψυχή του. Κάποτε λοιπόν συνέβη να ασθενήση βαρύτατα και να φθάση στο σημείο, ώστε επί μία ώρα ακριβώς να φαίνεται ότι απέθανε. Συνήλθε όμως πάλι, οπότε μας ικετεύει όλους να φύγωμε αμέσως. Και αφού έκτισε την πόρτα του κελιού του, έμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρίς να ομιλήση καθόλου με κανένα. Όλο αυτό το διάστημα δεν γευόταν τίποτε άλλο, εκτός από ψωμί και νερό. Καθόταν μόνο εκστατικός εμπρός σε εκείνα πού είδε στην έκστασί του. Τόσο πολύ σκεπτικός, ώστε ποτέ πλέον δεν άλλαξε η έκφρασίς του. Και πάντοτε σαν αφηρημένος, χύνοντας αθόρυβα και συνεχώς θερμά δάκρυα. Μόνο όταν πλησίασε η ώρα του θανάτου του, αποφράξαμε την πόρτα και εισήλθαμε μέσα. Και αφού πολύ τον παρακαλέσαμε, τούτο μόνο είπε: «Συγχωρήστε με, αδελφοί. Αυτός που εγνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου, δεν θα μπορέση ποτέ πλέον να αμαρτήση». Εμείς εθαυμάζαμε βλέποντας τον άλλοτε αμελέστατο να έχη μεταμορφωθή τόσο απότομα με την μακαριστή αυτή αλλαγή και μεταμόρφωσι. Και αφού τον εθάψαμε με ευλάβεια στο κοιμητήριο πού ευρίσκεται κοντά στο κάστρο, ύστερα από μερικές ημέρες αναζητήσαμε το άγιό του λείψανο, αλλά δεν τον ευρήκαμε. Με το θαυμαστό αυτό σημείο ο Κύριος επληροφόρησε πόσο ευάρεστα δέχθηκε την επιμελημένη και αξιέπαινη μετάνοιά του, όλους εκείνους πού θα απεφάσιζαν να διορθωθούν, ύστερα και από πολλή ακόμη αμέλεια.
21. Μερικοί θεωρούν ότι η θαλασσία άβυσσος δεν έχει όρια. Και την ονομάζουν περιοχή απύθμενον. Παρόμοια και η σκέψις του θανάτου δημιουργεί στην ψυχή τέτοια κατάστασι, ώστε και η αγνότης και η έν γένει πνευματική εργασία να παρουσιάζεται άφθαστος, (χωρίς τέρμα δηλαδή). Αυτό το επιβεβαιώνει και ο προηγούμενος Όσιος. Όσοι τον μιμούνται, προσθέτουν φόβο στον φόβο, ακατάπαυστα, μέχρις ότου εξαντληθή και αυτή η δύναμις των οστών τους.
22. Ας βεβαιωθούμε ότι και τούτο είναι δώρον Θεού, μέσα σε όλα τα αγαθά Του. Αρκεί να σκεφθούμε ότι πολλές φορές, αν και πλησιάζομε σε τάφους, είμαστε αδάκρυτοι και ασυγκίνητοι. Ενώ αντίθετα πολλές φορές, χωρίς να αντικρύζωμε κάτι παρόμοιο, κατανυσσόμεθα.
23. Όποιος νεκρώθηκε για όλα τα γήϊνα, αυτός ενθυμείται τον θάνατο. Εκείνος όμως πού διατηρεί μαζί τους δεσμούς δεν ευκαιρεί για κάτι τέτοιο, αφού άλλωστε με την συμπεριφορά του γίνεται ο ίδιος εχθρός του εαυτού του.
24. Μη θέλης να δείχνης σε όλους με λόγια την αγάπη σου, αλλά καλύτερα ζήτει από τον Θεόν να τους την φανερώση εκείνος με τρόπο μυστικό. Διαφορετικά δεν θα σου επαρκέση ο χρόνος και για συνομιλίες και για κατάνυξι.
25. Μην απατάσαι, ανόητε εργάτη, ότι με τον επόμενο χρόνο θα αναπληρώσης τον χρόνο πού έχασες. Διότι και της κάθε ημέρας ο χρόνος δεν επαρκεί ώστε να εκπληρώσωμε όπως πρέπει τις καθημερινές μας υποχρεώσεις προς τον Δεσπότη.
26. Δεν είναι δυνατόν, είπε κάποιος, δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευλάβεια την σημερινή ημέρα, εάν δεν την λογαριάσωμε σαν την τελευταία της ζωής μας. Και είναι αξιοθαύμαστο, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι εχαρακτήρισαν την φιλοσοφία «μελέτη θανάτου».
Βαθμίς έκτη! Όποιος την ανέβηκε, δεν πρόκειται πλέον να αμαρτήση, εφ΄ όσον ασφαλώς είναι αληθινός ο λόγος εκείνος της Γραφής: «Μιμνήσκου τά έσχατά σου, και είς τον αιώνα ού μη αμάρτης» (Σοφ. Σειράχ ζ΄ 36).
Λ
Ο Γ Ο Σ Ε Β Δ Ο Μ Ο Σ
Περί του χαροποιού πένθους
Περί του χαροποιού πένθους
Το κατά Θεόν πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεσις της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητή με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη. Και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγά και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα.
2. Ας το χαρακτηρίσωμε και έτσι: Πένθος είναι ένα χρυσό καρφί της ψυχής. Το καρφί αυτό απογυμνώθηκε από κάθε γήϊνη προσήλωσι και σχέσι, και καρφώθηκε από την ευλογημένη λύπη (στην πόρτα) της καρδιάς για να την φρουρή.
3. Κατάνυξις είναι ένας συνεχής βασανισμός της συνειδήσεως, ο οποίος με την νοερά εξομολόγησι κατορθώνει να δροσίζη την φλογισμένη καρδιά.
4. Εξομολόγησις σημαίνει το να λησμονούμε την ίδια την φύσι μας. Κάποιος εξ αιτίας της «ελησμονούσε ακόμη να φάγη τον άρτο του» (Ψαλμ. ρα΄ 5).
5. Μετάνοια είναι το να στερηθής κάθε σωματική παρηγορία, χωρίς καθόλου να λυπηθής.
6. Χαρακτηριστικό εκείνων πού προώδευσαν κάπως στο μακάριο πένθος είναι η εγκράτεια και η σιωπή των χειλέων. Εκείνων πού προώδευσαν περισσότερο, η αοργησία και η αμνησικακία. Και αυτών πού έφθασαν στην τελειότητα, η ταπεινοφροσύνη, η δίψα της ατιμίας, η εκούσια πείνα των ακουσίων θλίψεων, το ότι δεν κατακρίνουν τους αμαρτάνοντας, και το ότι αισθάνονται υπερβολική συμπάθεια προς αυτούς. Ευπρόσδεκτοι ενώπιον του Θεού οι πρώτοι. Αξιέπαινοι οι δεύτεροι. Μακάριοι όμως οι τελευταίοι πού πεινούν για θλίψι και διψούν για ατιμία. Διότι αυτοί θα χορτάσουν από τροφή πού δεν χορταίνεται.
7. Όταν κατακτήσης το πένθος, κράτα το με όλη τη δύναμί σου. Διότι προτού αποκτηθή μόνιμα και οριστικά, χάνεται εύκολα από τους θορύβους και τις μέριμνες του σώματος και την καλοπέρασι, και μάλιστα από την πολυλογία και την αστειολογία, και διαλύεται όπως το κερί από την φωτιά.
8. Ανώτερη από το βάπτισμα αποδεικνύεται η μετά το βάπτισμα πηγή των δακρύων (της μετανοίας), αν και είναι κάπως τολμηρό αυτό που λέγω. Διότι εκείνο μας καθαρίζει από τα προηγούμενά μας κακά, ενώ τούτο, το βάπτισμα των δακρύων, από τα μετέπειτα. Και το πρώτο, εφ΄όσον το ελάβαμε όλοι στην νηπιακή ηλικία, το εμολύναμε. Ενώ με το δεύτερο καθαρίζομε πάλι και το πρώτο. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν το είχε χαρίσει αυτό στους ανθρώπους, οι σωζόμενοι θα ήταν πράγματι σπάνιοι και δυσεύρετοι.
9. Οι στεναγμοί και η κατήφεια φωνάζουν δυνατά προς τον Κύριον. Τα δάκρυα πού προέρχονται από φόβο μεσιτεύουν. Και τα δάκρυα πού προέρχονται από την παναγία αγάπη μας φανερώνουν ότι η ικεσία μας έγινε δεκτή.
10. Αφού τίποτε δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο το πένθος, και τίποτε πάντως δεν είναι τόσο πολύ αντίθετό της, όσο το γέλιο.
11. Να κρατής σφικτά την μακαρία χαρμολύπη, η οποία προέρχεται από την ευλογημένη κατάνυξι και ακατάπαυστα να την καλλιεργής μέχρις ότου σε ανυψώση από τα γήϊνα και σε παρουσιάση καθαρόν εμπρός στον Χριστόν.
12. Ακατάπαυστα να αναπαριστάνης μέσα σου και να περιεργάζεσαι την άβυσσο του σκοτεινού πυρός, τους άσπλαγχνους υπηρέτες, τον Κριτή πού δεν θα συμπαθή και δεν θα συγχωρή πλέον, το απέραντο χάος με τις καταχθόνιες φλόγες, το οδυνηρό κατέβασμα στα χάσματα και στους υπογείους και φοβερούς τόπους… και όλες τις παρόμοιες εικόνες. Έτσι από τον πολύ τρόμο θα εξαφανισθή από μέσα μας η λαγνεία και θα ενωθή η ψυχή μας με την άφθαρτη αγνεία. Δηλαδή θα δεχθή μέσα μας το άφθαρτο πυρ της αγνείας, το κατά πολύ λαμπρότερο (από το πυρ των κολάσεων και) του πένθους.
13. Στάσου έντρομος όταν προσεύχεσαι και ικετεύης τον Θεόν, σαν τον κατάδικο εμπρός στον δικαστή, ώστε και με την εξωτερική εμφάνισι και με την εσωτερική στάσι να σβήσης τον θυμό του δικαίου Κριτού. Διότι δεν αντέχει να παραβλέπη την ψυχή εκείνη, η οποία σαν την χήρα της παραβολής ίσταται εμπρός Του γεμάτη οδύνη και κουράζει τον Ακούραστο (πρβλ.. Λουκ. ιη΄ 1-8).
14. Σε όποιον απέκτησε το χάρισμα του εσωτερικού δακρύου, ο κάθε τόπος είναι κατάλληλος για πένθος. Αυτός όμως που ασκεί ακόμη το εξωτερικό δάκρυ, ας μην παύση να ερευνά και να ευρίσκη τους καταλλήλους τόπους και τρόπους.
15. Ο κρυμμένος θησαυρός είναι περισσότερο ασφαλισμένος από τον εκτεθειμένο στην αγορά. Βάσει αυτής της εικόνας ας κατανοήσωμε και το προηγούμενο.
16. Μην συμπεριφέρεσαι σαν εκείνους πού μετά την ταφή των νεκρών τους άλλοτε θρηνούν γι΄ αυτούς και άλλοτε (στα νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν και) μεθούν. Αλλά να ομοιάσης με τους καταδίκους στα μεταλλεία πού τους μαστιγώνουν κάθε ώρα οι δήμιοι.
17. Εκείνος που άλλοτε επιδίδεται στο πένθος και άλλοτε στην τρυφή και στα γέλια ομοιάζει μ΄ εκείνον πού διώχνει τον «κύνα» της φιληδονίας πετροβολώντας τον με ψωμί. Έτσι εξωτερικά φαίνεται ότι τον διώχνει, ενώ στην πραγματικότητα τον προσκαλεί κοντά του.
18. Να είσαι «σύννους». Να είσαι αφιλένδεικτος, (να μην αγαπάς δηλαδή να επιδεικνύεσαι). Να παρατηρής την καρδιά σου και να είσαι στραμμένος προς αυτήν ωσάν μέσα σε κάποια έκστασι, διότι οι δαίμονες φοβούνται την «σύννοια», όπως οι κλέπτες τους σκύλους.
19. Δεν είναι εδώ, αγαπητοί μου, ο γάμος στον οποίον έχομε προσκληθή. Οπωσδήποτε λοιπόν Εκείνος πού μας εκάλεσε εδώ, μας εκάλεσε για να πενθήσωμε τους εαυτούς μας.
20. Μερικοί, ενώ δακρύζουν, δεν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ώστε να καλλιεργήσουν, κατά την ευλογημένη εκείνη ώρα, την σκέψι η οποία προκάλεσε το δάκρυ, αλλά άκαιρα και άστοχα την αντιπαρέρχονται. Και δεν συλλογίζονται ότι δάκρυ χωρίς αιτία και χωρίς έννοια δεν έχει θέσι στα λογικά πλάσματα, αλλά μόνο στα άλογα. Το δάκρυ γεννάται από ωρισμένες σκέψεις. Και οι σκέψεις έχουν ως πατέρα τον λογικό νου.
21. Η κατάκλισίς σου στο κρεββάτι, ας σου είναι προτύπωσις της κατακλίσεώς σου στον τάφο, και τότε θα κοιμηθής λιγώτερο. Και αυτή η απόλαυσις του φαγητού στην τράπεζα, ας σου υπενθυμίζη το θλιβερό εκείνο φαγητό πού θα κάνουν τα σκουλήκια το σώμα σου, και τότε λιγώτερο θα φάγης. Και όταν πίνης νερό, να μή λησμονής την δίψα στην φλόγα της κολάσεως, οπότε θα περιορίσης οπωσδήποτε την φυσική σου επιθυμία. Και όταν ο Γέροντας μας προσφέρη την τιμημένη ατιμία, την επίπληξι και την επιτίμησι, ας σκεφθούμε την φοβερή απόφασι του Κριτού, και τότε την παράλογη εκείνη λύπη και την πικρία πού εισχωρεί μέσα μας θα την κατασφάξωμε σαν με δίστομη μάχαιρα με την πραότητα και την υπομονή.
22. «Με την πάροδο του χρόνου -λέει ο Ιώβ (ιδ΄ 11)- σπανίζεται η θάλασσα» (χάνει δηλαδή τα νερά της και αποσύρεται βαθύτερα από την παραλία). Κατά παρόμοιο τρόπο, με την πάροδο του χρόνου και την υπομονή, ολίγον κατ΄ ολίγον εμφυτεύονται και τελειοποιούνται μέσα μας τα προηγούμενα.
23. Η μνήμη του αιωνίου πυρός ας κοιμηθή κάθε βράδυ μαζί σου και ας ξυπνήση πάλι μαζί σου. Με τον τρόπο αυτό δεν θα σε κυριεύση ποτέ η ραθυμία στον καιρό της ψαλμωδίας.
24. Ας σε παρακινή τουλάχιστον στην άσκησι του πένθους το μαύρο σου ένδυμα. Όλοι βέβαια όσοι θρηνούν νεκρούς, φορούν μαύρα. Εάν λοιπόν μέχρι τώρα δεν πενθής, ας πενθής για τον λόγο αυτό, (για το ότι δηλαδή φορείς μαύρα). Εάν όμως πενθής, να αυξήσης το πένθος σου και τον θρήνο, διότι εξ αιτίας των αμαρτιών σου άφησες την άνετη ζωή και αναγκάσθηκες να ασπασθής τον σκληρό (και πένθιμο μοναχικό) βίο.
25. Όπως σε όλα τα άλλα, έτσι και στην περίπτωσι των δακρύων ο καλός και δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει υπ΄όψι Του και την φυσική προδιάθεσι και δύναμι του καθενός. Είδα μικρές σταγόνες να χύνωνται με πόνο σαν αίμα. Και είδα βρύσες δακρύων πού έτρεχαν χωρίς δυσκολία. Εγώ τουλάχιστον εβαθμολόγησα τους αγωνιστές ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσόν των δακρύων. Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα τους έκρινε.
26. Σε όσους πενθούν δεν αρμόζει να θεολογούν, διότι η θεολογία συνήθως διασκορπίζει το πένθος τους. Επειδή εκείνος πού θεολογεί είναι σαν να κάθεται σε διδασκαλικό θρόνο, ενώ εκείνος πού πενθεί «επί κοπρίας και σάκκου». Και αυτό νομίζω ότι εννοούσε ο Δαβίδ, ο οποίος, αν και σοφός και διδάσκαλος, όταν θρηνούσε για τις αμαρτίες του, απαντούσε σ΄εκείνους πού τον παρακαλούσαν να ψάλη: «Πώς άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γής αλλοτρίας; δηλαδή στην γη της εμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ΄ 4).
27. Μερικά από τα κτίσματα είναι αυτό-κίνητα και μερικά ετερο-κίνητα. Το ίδιο συμβαίνει και στην κατάνυξι, (άλλοτε δηλαδή έρχεται μόνη της και άλλοτε με την ιδική μας προσπάθεια και βία). Όταν, χωρίς καμμία ιδική μας προσπάθεια και ενέργεια, κατανυχθή η ψυχή μας και υγρανθή και μαλακώση από τα δάκρυα, ας τρέξωμε (να αρπάξωμε την ευκαιρία). Διότι αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος μας επισκέφθηκε απρόσκλητος και μας έδωσε το σφουγγάρι της θεαρέστου λύπης και το δροσιστικό ύδωρ των ευλαβικών δακρύων, για να εξαλείψωμε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας. Αυτή την κατάστασι φύλαξέ την σαν κόρη οφθαλμού, μέχρις ότου υποχωρήση, διότι είναι περισσότερο δυνατή και αποτελεσματική σε σύγκρισι με εκείνη που δημιουργείται από τον ιδικό μας ζήλο και αγώνα.
28. Δεν κατέκτησε το κάλλος του πένθους εκείνος που πενθεί όταν θέλη, αλλά εκείνος πού πενθεί για τον λόγο πού θέλει. Ούτε αυτός πού πενθεί για ό,τι θέλει, αλλά αυτός που πενθεί όπως ο Θεός θέλει.
29. Πολλές φορές το κατά Θεόν πένθος αναμειγνύεται με το άχαρο δάκρυ της κενοδοξίας. Αυτό θα το αναγνωρίσωμε με τρόπο επιτυχή και ευσεβή, όταν συλλάβωμε τον εαυτό μας να πενθή και συγχρόνως να ενεργή με (κακότητα και) πονηρία.
30. Κατάνυξις στην κυριολεξία σημαίνει να έχη ο μοναχός στην ψυχή του αμετεώριστη οδύνη, χωρίς να επιτρέπη στον εαυτό του καμμία παρηγορία. Το μόνο πού συλλογίζεται συνεχώς είναι η αναχώρησίς του από την ζωή αυτή. Και εκείνο πού περιμένει σαν δροσιστικό ύδωρ είναι η παρηγορία του Θεού, ο οποίος «παρηγορεί τους ταπεινούς» (Β΄ Κορ. ζ΄ 6) μοναχούς.
31. Όσοι απέκτησαν με πραγματική καρδιακή συναίσθησι το πένθος, εμίσησαν ακόμη και αυτήν την ζωή τους, σαν αιτία κόπων και δακρύων και πόνων. Το δε σώμα τους το απεστράφησαν σαν εχθρό.
32. Όταν, σε όσους φαίνονται ότι πενθούν κατά Θεόν, διακρίνωμε οργή η υπερηφάνεια, ας θεωρήσωμε ότι τα δάκρυά τους προέρχονται από δαιμονικά πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέγει η Γραφή- φωτί προς σκότος»; (Β΄ Κορ. στ΄ 14).
33. Γέννημα της νοθευμένης κατανύξεως είναι η οίησις, ενώ της επαινετής η παράκλησις. Όπως η φωτιά καίει και εξαφανίζει την «καλαμιά», έτσι και το αγνό δάκρυ εξαφανίζει κάθε εξωτερική και εσωτερική ακαθαρσία.
34. Ο περί των δακρύων λόγος από πολλούς Πατέρες χαρακτηρίζεται ασαφής κάπως, σκοτεινός και δυσερμήνευτος, και μάλιστα όταν πρόκειται για δάκρυα των αρχαρίων. Πολλές και διάφορες, λέγουν, είναι οι αιτίες πού τα γεννούν. Προέρχονται δηλαδή, από την ιδιοσυγκρασία, από την χάρι του Θεού, από θλίψι δαιμονική, από θλίψι θεάρεστη, από κενοδοξία, από πορνεία, από αγάπη, από μνήμη θανάτου και από πολλά άλλα.
35. Με φόβο Θεού ας δοκιμάσωμε και ας διακρίνωμε τα ιδιώματα όλων αυτών των δακρύων. Και ας φροντίσωμε να καλλιεργούμε τα καθαρά και άδολα δάκρυα πού προέρχονται από την μνήμη του θανάτου μας. Σ΄αυτά τα δάκρυα δεν έχει θέσι ούτε η οίησις ούτε η κλοπή (από τον διάβολο), αλλά μάλλον η κάθαρσις, η πρόοδος στην αγάπη του Θεού, το πλύσιμο από τις αμαρτίες και η απάθεια.
36. Το να αρχίση κάποιος πού πενθεί με επαινετά δάκρυα και να καταλήξη σε άσχημα, δεν είναι και τόσο περίεργο. Το να αρχίση όμως με δάκρυα που προέρχονται από τα πάθη ή έστω από την φυσική ιδιοσυγκρασία, και να τα μεταποιήση σε πνευματικά, είναι πράγματι κάτι το αξιέπαινο. Αυτό το ζήτημα το γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ρέπουν προς την κενοδοξία.
37. Μην εμπιστεύεσαι στις πηγές των δακρύων σου πριν από την τελεία κάθαρσι. Δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ως καλόν τον οίνο πού μόλις μετά το πατητήρι τον εβάλαμε στα βαρέλια. Όλα βέβαια τα κατά Θεόν δάκρυά μας είναι ωφέλιμα. Κανείς δεν έχει αντίρρησι σ΄αυτό. Ποια όμως είναι η ωφέλειά τους, θα το γνωρίσουμε στην ώρα του θανάτου μας.
38. Όποιος περνά την ζωή του συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος, δεν παύει από του να εορτάζη καθημερινά. Εκείνον όμως πού συνεχώς πανηγυρίζει υλικά και σωματικά, τον περιμένει το αιώνιο πένθος.
39. Δεν μπορεί να έχουν χαρές οι κατάδικοι των φυλακών. Ούτε οι πραγματικοί μοναχοί πανηγύρια. Γι΄αυτό ίσως εκείνος ο καλλίπενθος έλεγε με στεναγμό: «Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα΄ 8), για να ευφρανθώ στο άρρητο και απερίγραπτο φώς σου».
40. Να γίνης σαν βασιλεύς στην καρδιά σου, καθισμένος στον υψηλό θρόνο της ταπεινοφροσύνης. Να διατάζης το γέλιο να απομακρυνθή, και αμέσως να απομακρύνεται∙ το κλάμα να έλθη, και αμέσως να έρχεται∙ και στον δούλο μας, το σώμα, πού είναι συγχρόνως και τύραννος, να επιτελέση κάποιο έργο και αμέσως να το επιτελή (πρβλ. Ματθ. η΄ 9).
41. Όποιος εφόρεσε το μακάριο και χαριτωμένο πένθος σαν νυμφική διπλοΐδα, αυτός εγνώρισε τον «πνευματικό γέλωτα» της ψυχής. Ποιος είναι άραγε ο μοναχός αυτός πού εδαπάνησε τόσο θεάρεστα τον καιρό του στην μοναχική ζωή, ώστε ούτε μία ημέρα ούτε μία ώρα ούτε μία στιγμή να μην την εξώδευσε επιζήμια, αλλά την προσέφερε στον Κύριον, με την σκέψι ότι είναι αδύνατον την ίδια ημέρα να την συναντήση δύο φορές στην ζωήν του.
42. Μακάριος είναι ο μοναχός πού έφθασε στο σημείο να αντικρύζη με τα μάτια της ψυχής τις αγγελικές δυνάμεις. Άπτωτος όμως είναι ο μοναχός πού ακατάπαυστα βρέχει το πρόσωπό του με την ροή των δακρύων του, πού αναβλύζουν από τους οφθαλμούς του με την μνήμη του θανάτου και των αμαρτιών του. Δεν δυσκολεύομαι μάλιστα να πιστεύσω, ότι από την δεύτερη αυτή κατάστασι εδιάβηκε η πρώτη.
43. Συνήντησα μερικούς επαίτες και πτωχούς πού δεν είχαν εντροπή και πού με μερικά αστεία έκαναν και τις καρδιές των βασιλέων να καμφθούν και να τους συμπαθήσουν. Και συνήντησα πάλι ανθρώπους πτωχούς από αρετές, οι οποίοι εχρησιμοποίησαν όχι αστεία, αλλά λόγια ταπεινώσεως και σκοτεινής απογνώσεως βγαλμένα από το βάθος της απελπισμένης καρδιάς τους. Με τα λόγια αυτά, χωρίς εντροπή και με επιμονή, ανέκραζαν προς τον επουράνιο Βασιλέα και κατώρθωσαν με την βία τους να παραβιάσουν την απαραβίαστη θεϊκή φύσι και ευσπλαγχνία.
44. Εκείνος που υπερηφανεύεται μέσα του για τα δάκρυά του και κατακρίνει με τον νου του όσους δεν δακρύζουν, ομοιάζει μ΄ εκείνον ο οποίος εζήτησε από τον βασιλέα όπλο εναντίον των εχθρών του και μ΄ αυτό εφόνευσε τον εαυτό του.
45. Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει ανάγκη από δάκρυα ούτε επιθυμεί να πενθή ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του, αλλά μάλλον να τον βλέπη να αγάλλεται και να ευθυμή εσωτερικά από την αγάπη του προς Αυτόν.
46. Θανάτωσε την αμαρτία, και τότε θα είναι περιττά τα δάκρυα της οδύνης στους οφθαλμούς σου. Όπου δεν υπάρχει πληγή, δεν χρειάζεται νυστέρι. Στον Αδάμ πριν από την παράβασι δεν υπήρχαν δάκρυα, όπως ακριβώς και (στους δικαίους) μετά την ανάστασι των νεκρών, εφ΄όσον θα έχη καταργηθή η αμαρτία και «θα έχη εξαφανισθή η οδύνη, η λύπη και ο στεναγμός» (Ησ. λε΄ 10).
47. Είδα σε μερικούς πένθος. Είδα και άλλους οι οποίοι πενθούσαν, διότι δεν είχαν πένθος, οι οποίοι, μολονότι στην πραγματικότητα έχουν πένθος, ζουν σαν να μην έχουν, και με την καλή αυτή άγνοια παραμένουν ασφαλισμένοι (από τον δαίμονα της κενοδοξίας). Και γι΄ αυτούς μάλλον έχει λεχθεί στην Γραφή: «Κύριος σοφοί τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε΄ 8).
48. Πολλές φορές, συνήθως στους πιο επιπολαίους, και τα δάκρυα προκαλούν έπαρσι. Γι΄αυτό και σε μερικούς δεν δίδονται, ώστε με την στέρησι και την αναζήτησί τους να ελεεινολογούν τους εαυτούς των και να τους καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμούς και κατήφεια και λύπη ψυχής και βαθειά σκυθρωπότητα και αμηχανία. Και έτσι αναπληρώνεται χωρίς κίνδυνο η έλλειψις του πένθους, έστω και αν αυτοί νομίζουν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον από αυτά.
49. Εάν προσέξωμε, θα αντιληφθούμε τους δαίμονας να μας πολεμούν με έναν γελοίο τρόπο: Όταν είμαστε χορτασμένοι, μας δημιουργούν κατάνυξι, και αντιθέτως, όταν νηστεύωμε, μας σκληρύνουν. Αυτό το κάνουν για να μας εξαπατήσουν με τα νοθευμένα δάκρυα, κι έτσι να μας ρίξουν στην τρυφή, πού είναι η μητέρα των παθών. Δεν πρέπει λοιπόν να τους ακούμε, αλλά μάλλον να κάνουμε το αντίθετο.
50. Εγώ, καθώς σκέπτομαι την ποιότητα της κατανύξεως, μένω έκθαμβος. Πώς αυτό πού ονομάζεται πένθος και λύπη είναι συμπεπλεγμένο με την χαρά και την ευφροσύνη, όπως το μελί με το κερί! Και τι διδασκόμεθα από αυτό; Ότι η κατάνυξις είναι καθ΄ εαυτό δώρο του Κυρίου. Και στην ψυχή πού κατανύσσεται υπάρχει μία αληθινή ηδονή, διότι ο ίδιος ο Θεός με μυστικό τρόπο παρηγορεί τους «συντετριμμένους τη καρδία». Για να αποκτήσωμε γνήσιο και καθαρό πένθος και οδύνη ωφέλιμη, (αφού και τα αντίθετα διδάσκουν), ας ακούσωμε μια ψυχωφελή και πολύ αξιοθρήνητη διήγησι:
Έμενε εδώ κάποιος μοναχός Στέφανος, ο οποίος είχε ασπασθή την ερημική και ησυχαστική ζωή. Αγωνίσθηκε πολλά έτη στην μοναχική παλαίστρα. Ήταν στολισμένος με νηστείες, και ιδιαιτέρως με δάκρυα και με άλλα ενάρετα κατορθώματα. Είχε το κελλί του στην κατάβασι του αγίου τούτου όρους, (κάτω από την Αγία Κορυφή), στο σημείο πού ευρίσκεται το σπήλαιο του Προφήτου Ηλιού. Αυτός λοιπόν ο αείμνηστος για πιο ακριβή και κοπιαστική μετάνοια και άσκησι, επήγε στον τόπο όπου έμεναν οι αναχωρηταί, που ονομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε εκεί μερικά χρόνια με υπερβολικές στερήσεις και σκληρή άσκησι, εφ΄ όσον ο τόπος ήταν «απαράκλητος» και αδιάβατος σχεδόν από ανθρώπους – απείχε περίπου εβδομήντα μίλια από το κάστρο. Έπειτα, γύρω στο τέλος της ζωής του, ανεβαίνει ο γέροντας αυτός στο κελλί του, κάτω από την Αγία Κορυφή. Είχε μάλιστα και δύο υποτακτικούς από την Παλαιστίνη πολύ ευλαβείς, οι οποίοι και του εφύλαγαν το κελλί πρίν επιστρέψη. Αφού επέρασαν ολίγες ημέρες έπεσε σε ασθένεια, με την οποία και ετελείωσε την ζωή του. Την παραμονή του θανάτου του περιέπεσε σε έκστασι και με τα μάτια ανοικτά παρατηρούσε δεξιά και αριστερά της κλίνης του. Σαν να τον ανέκριναν κάποιοι, απαντούσε -τον άκουγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι- και άλλοτε έλεγε: «Ναι, πράγματι, αληθινά, πλην όμως ενήστευσα τόσα έτη γι΄αυτό». Άλλοτε: «Όχι. Είναι ψέμα. Αυτό δεν το έκανα». Έπειτα από λίγο: «Αυτό ναι, αληθινά το έπραξα, αλλά έκλαυσα, έκανα διακονήματα αγάπης». Και πάλι: «Αληθινά με κατηγορείτε». Μερικές φορές για ωρισμένα απαντούσε: «Ναι, αληθινά, ναι. Γι΄ αυτά δεν έχω τι να απολογηθώ. Ο Θεός είναι ελεήμων».
Ήταν αλήθεια ένα θέαμα φρικτό και φοβερό. Ένα δικαστήριο αόρατο και χωρίς έλεος. Και το φοβερώτερο, ότι τον κατηγορούσαν και για πράγματα πού δεν είχε διαπράξει. Ο ησυχαστής αυτός και αναχωρητής για ωρισμένα πταίσματά του -αλλοίμονο!- έλεγε: «Γι΄ αυτά δεν έχω τι να ειπώ». Και είχε σαράντα περίπου έτη μοναχός, χωρίς να του λείπη και το δάκρυ! Αλλοίμονο! Και πάλι αλλοίμονο! Πού ήταν τότε η φωνή εκείνη του προφήτου Ιεζεκιήλ, για να τους ειπή: «Εν ώ εύρω σε, εκεί και κρίνω σε, είπεν ο Θεός» (πρβλ. Ιεζ. λγ΄ 12-16). Αλλά δεν κατώρθωσε να χρησιμοποιήση μία τέτοια απολογία. Γιατί άραγε; Άγνωστον. Ας έχη δόξα ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει. (Ας σημειωθή και τούτο): Ο μοναχός αυτός -μου το διηγήθηκαν αψευδείς μάρτυρες- στην έρημο (είχε τόσο χάρι), ώστε να τρέφη με τα χέρια του και λεοπάρδαλι. Και ενώ συνεχιζόταν η αυστηρά αυτή δικαστική ανάκρισις, αποχωρίσθηκε το σώμα του, χωρίς να αφήση καμμία ένδειξι για την κρίσι ή το πόρισμα ή την απόφασι και το τέλος της δίκης.
51. Η χήρα που έχασε τον άνδρα της και έμεινε με το μονάκριβο παιδί της, αυτό έχει σαν μόνη παρηγορία της μετά τον Κύριον. Παρόμοια και για την ψυχή που αμάρτησε δεν υπάρχει άλλη καμμία παρηγορία την ώρα του θανάτου εκτός από τους κόπους του λαιμού, (την νηστεία δηλαδή), και τα δάκρυα. Όσοι πενθούν έτσι, δεν θα ψάλουν ποτέ ούτε θα ξεσπάσουν σε αλαλαγμούς ύμνων, διότι όλα αυτά αφανίζουν το πένθος. Εάν επιχειρής με αυτά να αποκτήσης το πένθος, γνώριζε ότι ευρίσκεσαι μακρυά από τον σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχής και μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου σε μία φλογισμένη (από θεϊκή αγάπη) ψυχή. Σε πολλούς το πένθος υπήρξε πρόδρομος της μακαρίας απαθείας, διότι προευτρέπισε την ψυχή και εσάρωσε και έκαψε το υλικό των αμαρτιών και των παθών.
52. Κάποιος «δόκιμος εργάτης» του επαινετού αυτού πένθους μου ανέφερε το εξής: «Πολλές φορές πού επήγαινα να παρασυρθώ στην κενοδοξία ή στην οργή ή στην γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ο λογισμός του πένθους και μου ψιθύριζε: «Μην κενοδοξήσης, γιατί σε εγκαταλείπω». Παρόμοια και για τα άλλα πάθη. Και εγώ του απαντούσα: «Δεν θα σε παρακούσω μέχρις ότου με οδηγήσης εμπρός στον Χριστόν».
53. Η άβυσσος του πένθους αντικρύζει την (εκ μέρους του Θεού) παράκλησι. Και η καθαρότης της καρδίας δέχεται την (θεία) έλλαμψι. Έ λ λ α μ ψ ι ς σημαίνει απερίγραπτη ενέργεια, η οποία κατανοείται χωρίς να κατανοήται και βλέπεται χωρίς να βλέπεται. Π α ρ ά κ λ η σ ι ς σημαίνει ανάψυξις της ψυχής ενός πονεμένου ανθρώπου, ο οποίος σαν νήπιο την ώρα αυτή και κλαυθμυρίζει μέσα του και φωνάζει χαρούμενα. Α ν τ ί λ η ψ ι ς σημαίνει ανανέωσις της ψυχής πού κατέπεσε από την λύπη, με θαυμαστή μεταβολή των δακρύων του πόνου σε δάκρυα ανώδυνα.
54. Τα δάκρυα του θανάτου γεννούν τον φόβο. Ο φόβος γεννά την αφοβία, και έτσι προβάλλει η χαρά. Και όταν λήξη η χαρά πού δεν λήγει, προβάλλει το άνθος της ευλογημένης αγάπης.
55. Όταν έρχεται στην ψυχή σου χαρά, να την διώχνης με το χέρι της ταπεινοφροσύνης. Διότι δεν πρέπει να είσαι «ευπαράδεκτος», μήπως και αντί βοσκό υποδεχθής λύκο.
56. Μη βιάζεσαι να φθάσης την θεωρία, ενώ δεν ήλθε ακόμη η ώρα της. Άφησε καλύτερα να κυνηγήση εκείνη και να φθάση το κάλλος της ταπεινώσεώς σου, οπότε και θα ενωθή μαζί σου με αιώνιο πάναγνο γάμο.
57. Στις αρχές, καθώς το νήπιο αντικρύζει τον πατέρα του, γεμίζει όλο από χαρά. Όταν όμως ο πατέρας απουσιάση ωρισμένο καιρό σκόπιμα και έπειτα επιστρέψη, τότε το παιδί είναι γεμάτο και από χαρά και από λύπη. Από χαρά, διότι είδε αυτόν που ποθούσε, και από λύπη, διότι τόσο καιρό στερήθηκε την καλλονή του προσώπου του.
58. Μερικές φορές κρύπτεται η μητέρα από το βρέφος της, και ενώ αυτό την αναζητεί κλαίοντας, εκείνη χαίρεται. Μ΄ αυτόν τον τρόπο το μαθαίνει να προσκολλάται πάντοτε κοντά της, και αναφλέγει έντονα την αγάπη και το φίλτρο που έχει γι΄αυτήν. (Αυτά έχουν κάποιο μυστικό νόημα). «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω» (Ματθ. ια΄ 15), λέγει ο Κύριος.
59. Εκείνος που άκουσε την καταδικαστική απόφασι του θανάτου του, δεν θα ενδιαφερθή πλέον για προγραμματισμούς θεατρικών παραστάσεων. Και εκείνος πού πενθεί πραγματικά, δεν θα σκεφθή ποτέ την τρυφή ή την δόξα ή τον θυμό και την έξαψι της οργής.
60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάστασις οδύνης στην ψυχή που μετανοεί. Η οδύνη αυτή γεννά καθημερινά οδύνη επάνω στην οδύνη, σαν γυναίκα «τίκτουσα και ωδίνουσα».
61. Ο Κύριος είναι δίκαιος και όσιος. Και σε όποιον ασκείται κανονικά στην ησυχία, ανάλογα του χαρίζει κατάνυξι. Και όποιον ασκείται στην υποταγή κανονικά, κάθε ημέρα τον ευφραίνει. Όποιος όμως δεν ζή καθαρά και ανόθευτα την μία από τις δύο αυτές ασκήσεις στερείται το πένθος.
62. Διώξε τον εκείνον τον «κύνα» που πλησιάζει, όταν πενθής υπερβολικά για τις αμαρτίες σου, και σου ψιθυρίζει ότι ο Θεός είναι άσπλαγχνος και ασυμπαθής. Διότι, εάν προσέξης την τακτική του, θα διαπιστώσης ότι πριν από την αμαρτία σου παρουσιάζει τον Θεόν ευσπλαγχνικό και συγχωρητικό.
63. Η επίμονος απασχόλησις και άσκησις (στο πένθος) δημιουργεί την συνεχή καλλιέργειά του. Η συνεχής καλλιέργεια οδηγεί στην γεύσι του. Και εκείνο που γευόμεθα και συναισθανόμεθα την αξία του είναι δύσκολο να μας το αφαιρέσουν.
64. Οσονδήποτε υψηλή και αν είναι η ασκητική μας ζωή, εάν δεν υπάρχη πόνος στην καρδιά μας, αποβαίνει νοθευμένη και ανωφελής.
65. Πρέπει, πρέπει οπωσδήποτε, για να το ειπώ έτσι, όσοι εμολύνθηκαν και μετά το βάπτισμα, να αφαιρέσουν την πίσσα από τα χέρια τους, με φωτιά και με λάδι, με την ακατάπαυστη δηλαδή φλόγα της καρδιάς τους και με το λάδι της θεϊκής ευσπλαγχνίας.
66. Είδα εγώ σε μερικούς ένα ακρότατο όριο πένθους. Να βγάζουν δηλαδή από το στόμα τους αίμα, πού προερχόταν από την πικραμένη και πληγωμένη καρδιά τους. Και ενθυμήθηκα τα λόγια του Ψαλμωδού: «Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδιά μου» (Ψαλμ. ρα΄ 5).
67. Τα δάκρυα του φόβου (του Θεού) περιέχουν μέσα τους τον τρόμο και την προφύλαξι. Τα δάκρυα όμως της αγάπης, πριν από την κατάκτησι της τελείας αγάπης, είναι κάπως εκτεθειμένα σε κίνδυνο, εκτός εάν το ευλογημένο πύρ της αγάπης τον καιρό της ενεργείας του πυρακτώση πολύ την καρδιά. Είναι δε αξιοθαύμαστο, ότι τα δάκρυα του φόβου, ο οποίος είναι ταπεινότερο και κατώτερο πράγμα, είναι ασφαλέστερα στον καιρό τους από τα δάκρυα της αγάπης.
68. Υπάρχουν ουσίες που ξηραίνουν τις πηγές των δακρύων μας, και άλλες πού επί πλέον δημιουργούν μέσα στις πηγές βόρβορο και γεννούν θηρία. Και παράδειγμα του ενός είναι ο Λώτ πού συνευρέθη παράνομα με τις θυγατέρες του, ενώ του άλλου ο διάβολος πού εξέπεσε από την αγγελική του κατάστασι.
69. Είναι μεγάλη η κακία των εχθρών μας: Τις μητέρες των αρετών τις μετατρέπουν σε μητέρες κακιών! Και τις αιτίες της ταπεινώσεως τις κάνουν αιτίες υπερηφανείας.
70. Πολλές φορές οδηγεί τον νου μας σε κατάνυξι και η τοποθεσία που μένομε και η θέα που έχει. Ας σε πείσουν γι΄αυτό ο Κύριος, ο Ηλίας και ο Ιωάννης, οι οποίοι προσεύχονταν κατά μόνας (σε διαλεγμένους ερημικούς τόπους).
71. Συνήντησα πολλές φορές μέσα στον θόρυβο των πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν από δαιμονική συνεργία). Ήταν για να μας σπρώξουν προς τον κόσμο, με την ιδέα ότι δεν βλαπτόμεθα καθόλου από τον θόρυβο. Σ΄ αυτό αποσκοπούσαν οι πονηροί δαίμονες.
72. Ένας λόγος πολλές φορές υπήρξε ικανός να διασκορπίση το πένθος. Είναι δε αξιοθαύμαστο, εάν ένας λόγος μπόρεσε να το συγκεντρώση πάλι.
73. Δεν θα κατηγορηθούμε, αγαπητοί μου, δεν θα κατηγορηθούμε την ώρα του θανάτου μας, διότι δεν εθαυματουργήσαμε ή διότι δεν εθεολογήσαμε ή διότι δεν εγίναμε θεωρητικοί. Οπωσδήποτε όμως θα δώσωμε λόγο στον Θεόν διότι δεν επενθήσαμε συνεχώς.
Βαθμίς εβδόμη! Όποιος αξιώθηκε να την ανεβή, ας βοηθήση κι εμένα.
Διότι αυτός πλέον εβοηθήθηκε, αφού με την εβδόμη βαθμίδα έπλυνε τις κηλίδες της παρούσης ζωής. Αμήν.