Η ΠΡΟΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΝ ΚΑΙ ΛΥΣΙΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
ΤΟ «κοινωνικό πρόβλημα» συνιστᾶ ἰσχυρότατη πρόκληση γιά τήν χριστιανική κοινωνία1. Οἱ κοινωνικές διακρίσεις, καί μάλιστα τό πρόβλημα τῆς πείνας καί τῆς φτώχειας, δέν ἦταν δυνατό νά ἀφήσει ἀδιάφορη τήν Ἐκκλησία. Πρῶτα, γιατί ἀπό τήν ἴδια τήν φύση της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο πνευματική, ἀλλά καί κοινωνική. Δεύτερο, ὁ Χριστιανισμός δέχεται ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα καί ὁλότητα, καί σώζει ὁλόκληρη τή ζωή του, πνευματική καί σωματική, ἀφοῦ ἡ θέωση ἀναφέρεται σ᾽ ὅλο τόν ἄνθρωπο, ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό καταφάσκει ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου πνευματικά καί βιοτικά. Ἡ εἴσοδος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νοεῖται ὡς ἔνταξη ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς μέσα στήν κοινωνία τῆς Χάριτος (πρβλ, τόν λειτουργικό λόγο: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»).
Σκοπός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου εἶναι ἡ ἐν-Χρίστωση καί ἐκκλησιοποίηση ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς, ὁ ἁγιασμός ὅλων τῶν σχέσεων, σύνολης τῆς «κοινωνίας» μας.
Αὐτές οἱ ἐκκλησιολογικές συντεταγμένες χαράσσουν τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο κινήθηκε ὁ ἀπαράμμιλος ἐκκλησιολόγος, ἱερός Χρυσόστομος, πού ἀντιμετώπισε τό μόνιμο αὐτό πρόβλημα. Ἐνδιαφέρον ὅμως ἔχει τό κοινωνικό-πολιτικό κλίμα, στό ὁποῖο δρᾶ καί ἀγωνίζεται ὁ ἱ. Χρυσόστομος.
Ἡ ἐποχή του (δ´-ε´αἰ.) εἶναι περίοδος κοσμογονικῶν ἐξελίξεων. Κατ᾽ αὐτήν σημειώθηκε εἴσοδος σέ ἕνα νέο κόσμο, τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ ὁποίου εἶναι: ριζική ἀλλαγή στήν πολιτική νοοτροπία, πράγμα πού ἐπέφερε ὁ μετασχηματισμός τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ στροφή σέ μιά νέα πολιτική κονίστρα, στήν Ἀνατολή. Κοινωνική ἀνησυχία ἐπίσης, μέ τήν ἀδιάκοπη μετακίνηση καί τούς πολέμους διαφόρων βαρβαρικῶν φύλων.
Ἀστάθεια πολιτική καί κοινωνική. Ἔντονες πνευματικές ἀνησυχίες (ἐδῶ ἐντάσσονται καί οἱ δογματικές διενέξεις) καί ἀποπροσανατολισμός (αἱρέσεις, πολιτικές καί θρησκευτικές). Ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας πρός τά διάφορα αἱρετικά ρεύματα, ἀλλά καί πρός τόν ἐθνισμό, πού ἀντιστεκόταν ἀκόμη. Συγκρούσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας λόγῳ τῶν κυριαρχικῶν τάσεων τῆς τελευταίας (π.χ σύγκρουση Μ. Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου καί Ἱ. Χρυσοστόμου μέ τήν Πολιτεία γιά τά θέματα τῆς Πίστεως). Μαζική εἴσοδος στήν Ἐκκλησία προσώπων, χωρίς παράλληλη προετοιμασία καί διάθεση, ἰδιαίτερα ἀπό τίς συνήθως διεφθαρμένες «ἀνώτερες» τάξεις, μέ συνέπεια τήν πτώση τῶν ἠθῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Παράλληλη ἀναγεννητική κίνηση στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐμφάνιση, ἀνάπτυξη καί ὀργάνωση (διά τοῦ Μ. Βασιλείου) τοῦ Μοναχικοῦ Κοινοβίου, ὡς ἐκφράσεως τοῦ αὐθεντικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἀστάθεια ἔφερε τήν οἰκονομική ἀταξία. Ἡ ἄνιση κατανομή τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φτωχῶν ἀπό τούς ἰσχυρούς -κύρια θέματα στά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου-ἡ δουλεία, ἡ μετακίνηση πληθυσμῶν στά ἀστικά κέντρα (ἀστυφιλία), εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τή φτώχεια καί τή δυστυχία, ἀλλά καί τήν κοινωνική ἀκαταστασία. Αὐτά ἰσχύουν καί γιά τήν Ἀντιόχεια καί γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔδρα σε ὡς ποιμένας ὁ Ἱ. Χρυσόστομος.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά, οἱ αἰῶνες 4ος καί 5ος εἶναι αἰῶνες προγραμματικοί, ἀναπροσαρμογῆς δηλαδή τῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν ἱστορικό χῶρο. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς, μᾶς βοηθοῦν νά διακριβώσουμε τά θεμέλια, πάνω στά ὁποῖα οἰκοδομεῖται ὁ χριστιανικός βίος στή σημαντικότερη αὐτή καμπή τῆς πορείας του.
2. Ὁ Χρυσόστομος κινεῖται πάν- τοτε στό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο: «ἁγιότητα-κοινωνικότητα», ὅπως ἄλλωστε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Θεός καί ἄνθρωπος εἶναι οἱ δύο ἀμετακίνητοι πόλοι τῆς σκέψεως καί δράσεώς των. Τό χαρακτηριστικότερο κείμενο, στό ὁποῖο διατυπώνονται ἁπτά καί συγκεκριμένα, οἱ προτάσεις τοῦ ἱεροῦ Πατέρα γιά τήν ἀντιμετώπιση καί λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος εἶναι, κατά τή δική μας ἐκτίμηση, ἡ 11η ὁμιλία στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (κεφ. δ´ 32-37) (βλ. PG 60, 96-98)2 .
Σ᾽ αὐτό τό κείμενο, πού εἶναι καρπός καί ἀποτύπωση τῆς πείρας του, ὑπογραμμίζονται τά ἀκόλουθα, πού δίνουμε ἐδῶ διαγραμματικά:
Ὁ ἅγιος Πατέρας ἀναφέρεται στήν πρακτική τῆς κοινοκτημοσύνης καί ἐξαίρει τή σημασία τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ. Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἦταν - ὅπως λέγει- καρπός τῆς (ἀνιδιοτελοῦς) ἀγάπης 3.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στό νά μή ὑπάρχει ἀνέχεια, διότι ζῶντας ὡς ἀδελφοί, ἐκάλυπταν τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν. Ὄχι ὅμως ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστική μέριμνα, μέ τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους, τήν ἡγεσία -θά λέγαμε σήμερα. Ἔτσι, ἀπέφευγαν τήν κενοδοξία τῆς προσωπικῆς ἀγαθοεργίας.
Ὁ ἱερός Πατήρ, πιστεύοντας στήν διαχρονικότητα τοῦ θεσμοῦ, συμπεραίνει ὅτι, ἐάν οἱ εὔποροι Χριστιανοί κατέθεταν τήν χρηματική ἀξία τῶν περιουσιῶν τους (ἄν δηλαδή συνέπρατταν ὡς χριστιανι- κή κοινωνία στήν ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας), θά ἐκάλυπταν μέ μεγάλη ἄνεση τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν.
Κίνδυνος ἐξαντλήσεως τῶν οἰκονομικῶν ἀποθεμάτων δέν ὑπῆρχε, διότι σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση θά συνεργοῦσε πλουσιοπάροχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζει τή σημασία τῶν κοινοβιακῶν μοναστηρίων γιά τή συνέχιση τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων, ὑποσχόμενος τή συμβολή του στόν ἀγώνα γιά τήν ἀνάλογη διαμόρφωση ὅλης τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.
Τό καταπληκτικό αὐτό γιά τήν πνευματικότητα καί τήν κοινωνική πλήροτητά του κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου φανερώνει τόν τρόπο σκέψεως τοῦ ἀναγεννημένου πνευματικά Χριστιανοῦ καί μάλιστο τοῦ Χριστιανοῦ Ποιμένα, ὁ ὁποῖος συνεχίζει στόν 4/5ο αἰώνα νά ζεῖ στό κλίμα τῶν Ἀποστόλων. Τό κείμενο αὐτό, παράλληλα, ὑπογραμμίζει τήν εὐθύνη τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου σέ ἕνα πρόβλημα μακροδιακονίας, ἀλλά καί τή στάση ἑνός αὐθεντικοῦ Ποιμένα στήν ὀρθή καθοδήγηση τοῦ Ποιμνίου του καί γιά τόν «μετασχηματισμό», τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση, ἀνθρώπου καί κοινωνίας, μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ἡ κοινωνική συγκρότηση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας φανερώνεται μέ τήν καθιέρωση τοῦ «θεσμοῦ» τῆς κοινοκτημοσύνης (Πράξ. 2,42, 44-47 καί 4,23-37 πρβλ. 6,1 ἑ). Τί ἄλλο ὅμως ἦταν αὐτό ἀπό «πολιτικό μέτρο», μέ τήν ἀριστοτελική σημασία τοῦ ὅρου, ὡς ὀργάνωση τῶν κοινῶν μέσα στήν διακονία τῆς ἀγάπης; Σημασία μάλιστα ἔχει ὅτι ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει μέσα στόν τότε κόσμο ἡ ἴδια, μέ τίς δικές της δυνατότητες, τήν ἀντιμετώπιση συγκεκριμένου κοινωνικοῦ προβλήματος -ὅποια ἔξωθεν πρότυπα καὶ ἂν εἶχε στὴν ἐνέργειά της αὐτὴ (Κουμράν, ρωμαϊκὰ Κολλέγια, κ.λπ.)4. Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (49 μ.Χ.) θὰ καθιερώσει καὶ τὸν θεσμὸ τῶν «λογιῶν», ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἀπέφεραν τὰ πειράματα αὐτὰ στὸν ἐθνικό κόσμο, θὰ δώσει καὶ θεωρητικὸ προσδιορισμὸ αὐτῆς τῆς πρακτικῆς, μὲ τὴν καθαρὰ κοινωνικὴ ἀρχή, τὸ «περίσσευμά» των μὲν νὰ καλύπτει τὸ «ὑστέρημα» τῶν ἄλλων, «ὅπως γένηται ἰσότης» (Β´ Κορ. 8, 13–14). Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κοινωνικὸ ἰδανικὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν αὐθεντικότητά της 5 . Δημιουργήθηκε, ἔτσι, στὴν πράξη μία διακοινοτικὴ ἑνότητα σὲ παγχριστιανικὸ ἐπίπεδο, ὥστε ὅλη ἡ ἀνὰ τὸν κόσμο Ἐκκλησία νὰ ἐμφανίζεται ὡς μία ἐν Χριστῷ Κοινοπολιτεία, μία παγκόσμια κοινότητα ὄχι μόνο πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἀγάπης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς κοινοκτημοσύνης θεμελιώθηκε ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸσο θαυμασμό. Τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν ἔχει βέβαια τίποτε τὸ κοινὸ μὲ κοσμικὲς κοινωνικὲς θεωρίες (συστήματα). Εἶναι ὁ φυσικὸς καρπὸς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βρεῖ δυνατότητα ἐφαρμογῆς. Μένει κενὸς καὶ ἀνενεργὸς λόγος.
3. Ὁ κριτικὸς ἔλεγχος τῆς ἱστορικότητας τῆς διηγήσεως τῶν Πράξεων (κεφ. 2 καὶ 4) ἐπιχειρήθηκε πολλὲς φορὲς μέχρι σήμερα. Γιὰ μᾶς φυσικά, τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἔχουμε ζωντανὸ τὸ κοινωνικὸ αὐτὸ «μοντέλο» στὴν παράδοσή μας (κοινόβιο – κοινότητα) δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀπολύτως δυσκολία στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τῶν Πράξεων. Σημασία ὅμως ἐδῶ ἔχει τὸ πνεῦμα καὶ ἡ στοχοθεσία τοῦ ἱεροῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος δέχεται ἀπόλυτα τὴν ἀλήθεια τῆς περιγραφῆς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, καὶ συνάμα δείχνει τὴν πιστότητά του σὲ μία ἱστορικὰ βεβαιωμένη ἐμπειρία – παράδοση παλαιοτέρων του Πατέρων, τὴν ὁποία θέλει καὶ αὐτὸς νὰ ἐφαρμόσει, διασώζοντας τὴν συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Διότι ἡ πράξη τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας εἶχε συνέχεια.
Ἡ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ β´ αἰώνα, ἀποδεικνύει τὴν ἐπιβίωση τῆς ἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς —ἔστω σὲ ἄλλο ἐπίπεδο—, ἀλλὰ καὶ ἀποφάσκει κάθε ἰδέα περὶ προσωρινότητας τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινοκτημοσύνης. Λέγει λοιπὸν ἡ Διδαχή: «Συγκοινωνήσεις ἅπαντα τῷ ἀδελφῶ σου καὶ οὐκ ἐρεῖς τί ἴδιον εἶναι· εἰ γὰρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοὶ ἔστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς» (κεφ. 4, 8).
Ὅπως δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ (ἀλλ᾽ οὔτε καὶ δυνατή!) ἡ ἰδιοποίηση τῶν πνευματικῶν, τῆς Χάριτος ἄλλο τόσο δὲν ἔχει ὁ Χριστιανὸς τὸ δικαίωμα νὰ ἰδιοποιηθεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ (ἀντικαπιταλισμός) 6 . Ἡ Διδαχὴ δείχνει ὅτι τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας ἔγινε καὶ πνεῦμα τῆς πατερικῆς ποιμαντικῆς. Ἀπὸ τὴν Διδαχή, μέσῳ τοῦ Μ. Βασιλείου, φθάνουμε στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Δὲν εἶναι λοιπὸν περίεργο, ποὺ ὁ Μ. Βασίλειος ἔγινε ὀργανωτὴς τοῦ μοναστικοῦ Κοινοβίου, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ἀσκητὴς Παχώμιος. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὀργανωμένου μοναστικοῦ κινήματος συμβαίνει, μόλις ἀρχίζει νὰ γίνεται ἐπικίνδυνη ἡ ἐκκοσμίκευση μιᾶς μεγάλης μερίδας Χριστιανῶν, ὁ συσχηματισμός, πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, μὲ τὸν «κόσμο».
4. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν κοινοκτημοσύνη του ὄχισὲ ἀνθρωπίνους νομοὺς σὲ ἐξωτερικὸ δηλ. ἐξαναγκασμό,ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πράξεων στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης. Ἂν δὲν ἀποδεσμευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δεσποτεία τῶν ἀγαθῶν ΤΟΥ, δὲν ἐλευθερώνεται πραγματικά, γιὰ νὰ δεῖ τὰ ἀγαθά του «κοινά». Ἂν δὲν προηγηθεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑκούσια) ἀκτημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ κοινοκτημοσύνη. Οἱ καθαρὰ ψυχολογικὲς παρενθέσεις τοῦ χρυσοστομικοῦ λόγου: «τῷ λόγῳ, λέγω, μηδεὶς θορυβείσθω» καὶ «τῷ λόγῳ ... ἐπειδὴ ἐν ἔργοις οὐ βούλεσθε» (καὶ ἀποτείνεται σέ χριστιανούς!), δείχνει τήν συνείδηση τῆς δυσκολίας νά νικηθεῖ ἡ δυστροπία τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως -ἔστω καί ἄν τυπικά λέγεται χριστιανός- εἶναι ὑποδουλωμένος στό ἄγχος καί στό περιβάλλον, στή σωματικότητα καί τήν ὑλικότητα. «Λατρεύει τῇ κτίσει παρά τόν Κτίσαντα», μέ συνέπεια ἄμεση τήν κατάλυση τῆς αὐθεντικότητας τῶν σχέσεών του: τήν ἀτομοποίηση, τήν αὐτοθεοποίηση καί εἰδωλοποίησή του, τήν χρήση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου γιά τήν κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας καί εὐτυχίας (=θρησκεία). Πρόκειται γιά τήν ἐσωτερική διάσπαση καί ἀνισορροπία, πού ἐκφράζεται μέ τίς ποικίλες μορφές τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐσωτερική διάσπαση εἶναι τό αἴτιο καί τῆς ἐξωτερικῆς διαστάσεώς του. Με τήν ἁμαρτία, ὡς ἐσωτερικό γεγονός πρῶτα, εἰσῆλθε στή ζωή μας ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον, «τό δικό μου καί τό δικό σου, ὁ ἐπάρατος (καταραμένος) αὐτός λόγος», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ στάση πού χαρακτηρίζει τον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν ἀθεΐα τῆς αὐτονομίας του, εἶναι ἠ ἁρπακτική βουλιμία ἀπέναντι στήν ὕλη. Ἡ προέκταση δέ τῆς στάσεως αὐτῆς στό χῶρο τῆς μακροκοινωνίας δημιουργεῖ τίς διακρατικές και διηπειρωτικές ἀνισότητες, τήν κατάσταση τῆς ἀδικίας σέ παγκόσμια κλίμακα (πρβλ. Τρίτο Κόσμο, κ.λπ).
5. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀναφορά τοῦ Χρυσοστόμου στήν βοήθεια (συνέργεια) τῆς θείας Χάριτος, σε τρόπο μάλιστα, πού νά σκανδαλίζει τόν ἀπονευρωμένο Χριστιανισμό τῆς ἐποχῆς μας. Ἀναφέρεται ἔμμεσα στά θαύματα τοῦ Χριστοῦ τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων (Μτθ, 14,21) καί τετρακισχιλίων (βλ. Μτθ. 15, 32 ἑ). Μή λησμονοῦμε ὅμως ὅτι τό μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ θέρμανση τῆς ἀγάπης και ἑνότητας (γιά τήν ὁποία μιλεῖ στην συνέχεια). Δέν εἶναι συνεπῶς ἐξω- πραγματικός. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι: Ἡ ἀγάπη καί θαύματα θα μποροῦσε νά προκαλέσει ἄν ἡ γῆ μέσῳ αὐτῆς γινόταν οὐρανός! Ἡ σωτηριολογική προοπτική τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων εἶναι: «Γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»!
6. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ διασύνδεση ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος μέ τήν παράδοση τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους. Δικαιώνεται, ἑπομένως, ἡ μοναστική παράδοση, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει -μαζί μέ τούς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων- καί ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ αὐτοπαραίτηση ἀπό κάθε ἀπαίτηση πάνω στά ὁποιαδήποτε ἀγαθά εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου-κτίσεως μέσα στην πρακτική τῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης. Ἔξω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό ἀναδύονται τά ἡμίμετρα, οἱ μισές λύσεις. Ἡ πνευματική (ἀσκητικονηπτική) ζωή εἶναι ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἀπολυτοποιημένου καί ἐπαναστατημένου ΕΓΩ, καί τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν ἁγιοπνευματική ἀνιδιοτέλεια. Πρός τόν «καρπό» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Γιά τή παράδοση, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ δρόμος τῆς κοινωνικότητας περνᾶ μέσα ἀπό τόν πνευματικό-ἀσκητικό ἀγώνα. Τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, γιά τήν ἴδια παράδοση, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τήν κοινωνία, τήν κοινωνική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο:
«Πάντες οἱ ἅγιοι (θεούμενοι) ταύτην τήν τελειότητα φθάνουσιν, ὅταν τέλειοι γίνωνται καί τῷ Θεῷ ἀφομοιώνονται, ἐν τῷ ὑπερκβλύζειν τήν ἀγάπην αὐτῶν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν εἰς πάντας». Μία κοινωνικότητα χωρὶς πνευματικότητα εἶναι νόθη κατάσταση. Ἀλλὰ καὶ μία πνευματικότητα, ποὺ δὲν καταλήγει στὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία, εἶναι καὶ αὐτὴ πλαστὴ καὶ κίβδηλη.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πορεία —ἡ συμπόρευση πνευματικότητας καὶ κοινωνικότη- τας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες (ἢ καὶ τὶς στοχοθεσίες) κάθε πολιτικῆς καὶ κρατικῆς ἐξουσίας καὶ μόνον ἐν Χριστῷ εἶναι δυνατή.
Τὸ μοναστικὸ κοινόβιο παραμένει τὸ ἀμετακίνητο πρότυπο τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, τὸ συνεπέστερο «μοντέλο» τοῦ «ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ» μὲ τὴν ἀλληλοδιακονία, τὴν ἀκτημοσύνη–κοινοκτημοσύνη τὸν «κομμουνισμὸ τῆς ἀγάπης», ὅπου ὁ κάθενας ἐργάζεται καὶ προσφέρει σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις του καὶ ἀπολαμβάνει σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες του, χωρὶς κανένα κίνδυνο ἀτομικῆς συγκέντρωσης κεφαλαίου καὶ τῶν συναφῶν οἰκονομικῶν συγκρούσεων. Στὸ κοινόβιο τοῦ μοναστηριοῦ χάνεται κάθε ὑποψία ὑπεραξίας καὶ κέρδους ἢ ἐκμεταλλεύσεως. Αἵρεται ἀκόμη κάθε διάκριση διανοητικῆς καὶ σωματικῆς – χειρωνακτικῆς ἐργασίας.
Ὁ Χριστὸς — αὐτὸ ἀποδεικνύει σὲ τελευταία ἀνάλυση τὸ μοναστικὸ κοινόβιομᾶς ἕνωσε ὁλόκληρους, στὴν τεθεωμένη ἀνθρωπότητά Του, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία ὅλη ἡ ζωή μας. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἀλληλοπεριχώρηση μοναστηριοῦ καὶ κοινωνίας εἶναι μία καθημερινὴ πρακτική. Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχει χαθεῖ ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση, εἰσάγονται ξένες παραδόσεις, γιὰ νὰ ρυθμίσουν τὸν κοινωνικὸ βίο. Αἰῶνες τώρα βρισκόμαστε στὴν δουλεία τῶν κοσμικῶν συστημάτων.
Ὁ μοναχισμὸς (στὶς αὐθεντικές του διαστάσεις) εἶναι μόνιμη ἐπανάσταση, ἕνα εἶδος «ἀντικοινωνίας», «ἀναρχική» τάξη, ποὺ «χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν κοσμικὴ κοινωνία, δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἐλεύθερη καὶ ἀδέσμευτη ἀπὸ κάθε κοινωνικὴ καὶ κοσμικὴ συμβατικότητα ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου» (Γ. Μαντζαρίδης). Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἔγραφε περίλαμπρες ὁμιλίες γιὰ τὸ Ἀκατάληπτο τῆς Θείας Οὐσίας, στὶς ὁποῖες καταλήγει μὲ τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες στὸ θέμα τῆς προσευ χῆς. Ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία μία θεία Λειτουργία, ποὺ καταξιώθηκε πανορθόδοξα.
Ταυτόχρονα, ὅμως ἀντιμετώπιζε τὴν αὐτοκρατορικὴ καὶ τὴν δεσποτικὴ αὐθαιρεσία, κατέκρινε τὴν πλουτοκρατία καὶ τὴνκαταπίεση, ποὺ αὐτὴ ἀσκοῦσε στὴ φτωχολογιά, ἀμφισβητοῦσε τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὴν κληρονομία καὶ ἀνέπτυσσε σχέδιοἀναδιοργάνωσης τῆς κοινωνίας στὰ μέτρα τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου, γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ ἐξαθλίωση καὶ ἡ κοινωνικὴἀδικία. Ὁ Χρυσόστομος προέκτεινε τὸ μυστήριο τοῦ Ναοῦ στὸ μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συνανθρώπου. Ὁ κοινωνικός του ὅμως ἀγώνας συνιστοῦσε φυσικὴ ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, τῆς πληρώσεως τῆς ὕπαρξής του ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ Χάρη.
7. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καλεῖ ἔμμεσα σὲ ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ἀσυνέπεια τῶν Χριστιανῶν ἀποδίδει –μάλιστα ρητὰ καὶ καθαρὰ- τὴ μετάσταση τῶν ἀνθρωπίνων ἐλπίδων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν «κόσμο» («τὶς ἂν ἔμενεν Ἕλλην λοιπόν;» —ἄθεος ἢ ἀντίθεος θὰ λέγαμε σήμερα).
Τό κοινωνικό «μοντέλο», πού ἀποτελεῖ τό ἰδανικό τοῦ Χρυσοστόμου, ὑπογραμμίζει μία προϋποτιθέ- μενη ἀπό ἐκεῖνον πραγματικότητα, τήν ἐν Χριστῷ ἀλλαγή τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστός μέ τήν σάρκωσή Του, δέν ἔφερε ἁπλῶς μία νέα θρησκεία, ἀλλά μία νέα ζωὴ (πρβλ. «ἰδού γέγονε καινά ΤΑ ΠΑΝΤΑ», Β´ Κορ. 5,17), ἕνα «καινό» δηλ. τρόπο ὑπάρξεως. Γι᾽ αὐτό ἡ λύση τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων -καί τῶν ὑλικοβιοτικῶν- πραγματοποιεῖται μέ τήν ἔνταξη στήν κοινωνία τοῦ Σώματός Του. Ἔτσι γίνεται ὁ πιστός ἅγιος, ἀληθινά Χριστιανός δηλαδή. Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά παραλάβει στούς κόλπους της
ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, να «ἐκκλησιοποιήσει» ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Αὐτό συνεπῶς, πού προσφέρεται χριστιανικά ὡς λύση στό κοινωνικό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό σύστημα ἤ τυπικές ἠθικές ἐντολές καί κατευθύνσεις, ἀλλά μία συγκεκριμένη πράξη, μία ζωή, στό πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Σ᾽ αὐτήν τήν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστός ὅλο τόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ὡς «ζύμη», πού ζυμώνει ὅλο τό φύραμα, ὅλη τήν ἀνθρώπινη κοινωνία (Α´Κορ. 5,6). Κάτι ἀνάλογο ὑπονοεῖ ἐδῶ καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Μιλεῖ γιά τούς «ἔξωθεν», πού θά ἔσπευδαν νά συμβάλουν στήν ἐπιτυχία τοῦ προτεινόμενου ἐγχειρήματος. Μία τέτοια δηλ. κοινωνία, ὅπως ἡ αὐθεντικά χριστιανική, δέν θά ἀπέρριπτε κα- νείς, οὔτε καί αὐτοί οἱ ἄπιστοι, οἱ μη Χριστιανοί.
Ὁ Χριστός δέν ἀποκλείει ἀπό τήν κοινωνία Του κανένα. Γιατί δεν ὑπάρχει κανείς ἄνθρωπος, πού να μή ἀναζητεῖ -ἔστω καί ἀνεπίγνωστα- τόν Χριστό, ἔστω καί ἄν Τον ἀναζητεῖ σέ ἐσφαλμένη κατεύθυνση μέ ἁγνά ὅμως κίνητρα.
Ἡ ψυχή κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἀπό τήν φύση της Χριστοκεντρική (Mens naturaliter Cristiana). Ἡ λυτρωτική ἀναζήτηση σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι Χριστοκεντρική (πρβλ. Πρ. 17,27). Κάθε ἀγώνας γιά την ἀλήθεια, εἰρήνη, δικαιοσύνη, ἀδελφοσύνη, κοινωνική ἰσότητα, εἶναι (ἀνεπίγνωστα) χριστιανικός καί γι᾽ αὐτό χριστιανικά δεκτός καί καταξιωμένος. Ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὁ ζητῶν εἰρήνην Χριστόν ἐκζητεῖ, ὅτι Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη, ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ εἴτε τά ἐν οὐρανοῖς εἴτε τά ἐπί γῆς». Ἐδῶ ὅμως συγκεκριμενοποιεῖται τό πρόβλημα τῆς δικῆς μας πειστικότητας. Κατά πόσο δηλ. καλοῦμε (μέ ὅλη την ὕπαρξή μας) στόν ὅλο Χριστό ἤ συντελοῦμε μέ τήν ὅλη ζωή μας στόν νά περιφρονεῖται καί μισεῖται ὁ Χριστός (πρβλ. Ρωμ. 2,14). Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, ἄν συντε- λοῦμε στό νά βροῦν οἱ ἀγῶνες τοῦ κόσμου τόν ἀληθινό προσανατολισμό τους.
8.Θά μποροῦσε, βέβαια, νά ἐπισημανθοῦν στόν χρυσοστομικό λόγο καί μειονεκτήματα θεωρητικῆς κατοχυρώσεως. Ἡ πρόταση τοῦ Χρυσοστόμου δέν συμφωνεῖ πλήρως μέ τίς σημερινές οἰκονομικές θεωρίες. Αὐτός προτείνει ἕνα «μοντέλο», πού στηρίζεται στή συνέργεια τῆς θείας Χάρης.
Μία κοινωνία κατανάλωσης, ἐξ ἄλλου, δεν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς παραγωγή. Καί εἶναι αὐτό πράγματι τό ἰσχυρότερο -καί γι᾽ αὐτό συνηθέστερο ἐπιχείρημα, γιά νά μειώνεται ἡ σημασία τῆς κοινοκτημοσύνης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί ἑπομένως καί ἡ ἀξία της γιά τή λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, ἐνῶ ὁ ἐκ συγχρονισμός τῆς κοινοκτημοσύνης θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ μισθοδοσία ἀνάλογα μέ τίς (οἰκογενειακές) ἀνάγκες καί ὄχι μέ τό ὕψος τῆς βαθμίδας τῆς θέσης ἤ τοῦ ἀξιώματος.
Τόσο ὅμως στίς Πράξεις, ὅσο και στό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ναί μέν δέν γίνεται λόγος για παραγωγή, ἀλλά οὔτε καί φαίνεται νά ἀποκλείεται. Ἄλλωστε, τότε θεμελιωνόταν καί διαμορφωνόταν ὁ κοινωνικός τρόπος ζωῆς. Ὁ Χρυσόστομος μιλεῖ γιά τήν ἀρχική διάθεση τῆς περιουσίας (ἰδιοκτησίας), δέν ἀρνεῖται ὅμως τήν παραγωγή μέ τήν ἐργασία, ὅπως ἄλλωστε δεν τήν ἀπέκλεισε καί ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὁ τονισμός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γίνεται γιά τούς λόγους, πού ἀναφέραμε παραπάνω.
Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν Πράξεων δεν σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐργασίας, ἀλλά τῆς ἐγωκεντρικῆς ἰδιοκτησίας. Καί στήν περίπτωση Ἀνανία καί Σαπφείρας λέγει ὁ Πέτρος: «Οὐχί μένον (δηλ. μή πωλούμενο) σοι ἔμενεν καί πραθέν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχεν; (Πρ. 4,32· 5,3)». Συνεπῶς ὅλα γίνονται στά ὅρια τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἀγάπης, Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν πιστῶν ἐντοπί- ζεται στήν ἀπόρριψη τοῦ βάρους τῆς ἰδιοκτησίας, πού τόσο πνευματικά προβλήματα δημιουργεῖ (ἀντιφεουδαρχικό ἰδεῶδες). Τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν (καί εἶναι): μοναδικό μέσον πορισμοῦ τῶν προς τό ζῆν εἶναι ἡ ἐργασία (πρβλ. Πράξ. 20,34- Κολ. 4,12- Α´ Θεσσαλ. 2,9 κ.ἄ).
9.Ἔχει ὅμως ἰδιαίτερη σημασία τό γεγονός, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζει τήν διάθεση νά ὁδηγήσει τούς συγχρόνους του πιστούς στήν πραγματοποίηση τοῦ ἰδεώδους, πού περιέγραψε καί πού ταυτίζεται μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θεωροῦσε τό μέτρο αὐτό οὐτοπικό, ἀλλά ἐφαρμόσιμη και βιώσιμη λύση. Τή βεβαιότητά του δείχνουν ὅλα ὅσα γράφει σέ ἄλλο σημεῖο: «Εἰ γάρ Ἑλλήνων ὄντων τότε τῶν ἀρχόντων ταῦτα ἐνομοθέτησε, πολλῷ μᾶλλον νῦν ἐπί τῶν πιστῶν τοῦτο γίνεσθαι χρή». Ἔτρεφε τήν ἐλπίδα, ὅτι ἡ ἐκχριστιανισμένη πιά Ρωμαϊκή Πολιτεία θα ἀνελάμβανε τήν ὁλοκλήρωση τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά» (Πράξ. 6,2).
Καί αὐτό ἐν πολλοῖς ἔγινε στήν κοινωνία τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Ζητοῦσε μόνο πίστωση χρόνου («ζωήν»), ὄχι φυσικά γιά νά πεισθεῖ αὐτός, ἀλλά γιά νά πεισθοῦν οἱ ἀκροατές του, κάτι πού φανερώνει καί τό ποιόν τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του. Βέβαια, ὁ Καίσαρας φρόντισε να τοῦ στερήσει αὐτή τή δυνατότητα, ὄχι μόνο κόβοντας ἐνωρίτερα το νῆμα τῆς ζωῆς του, ἀλλά και ὁδηγῶντας σέ κοινωνικά σχήματα, ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως εἶναι τά μεταγενέστερα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, στά ὁποῖα μάθαμε νά ζοῦμε καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀπεμπολῶντας τήν πατερική παράδοσή μας. Ὅπως ὅμως ὁ ὅσιος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔχει παρατηρήσει: «Ἐάν τά σύγχρονα προβλήματα… δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τό θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως. Θα ὁδηγήσουν κατ᾽ ἀνάγκην εἰς κατα- στροφάς, εἰς σχίσματα, εἰς αἱρέσεις καί εἰς πολυποικίλους οὑμανιστικάς πλάνας, εἰς μηδενισμούς και ἀναρχισμούς».
Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν Χριστιανῶν ἤ ἡ ἀπουσία κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος (πρβλ. Ρωμ.15,5 κ.ἄ), λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, περιόρισε τήν λύση τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου στό μοναστικό κοινόβιο, πού διασώζει το αὐθεντικό πρότυπο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, καί τό συναποτελοῦν οἱ ἔχοντες τό αὐτό φρόνημα πιστοί καί ζῶντες στήν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21). Ὅσο ἐγγύτερα πρός το μοναστηριακό πρότυπο λειτουργοῦν οἱ Ἐνορίες στόν κόσμο, τόσο γνησιότερη, πνευματικά καί κοινωνικά, εἶναι ἡ χριστιανική ζωή μας.
Σημασία τελικὰ ἔχει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων της, ἔχει δώσει μόνιμη καὶ τελικὴ λύση στὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, διότι προσφέρει κοινωνία, μέσα στην ὁποία τό κοινωνικό πρόβλημα, σε ὅλες τίς ὄψεις του, γίνεται ἀνύπαρκτο. Ἀπό τὶς διαθέσεις καὶ ἐπιλογές τῶν Χριστιανῶν, μάλιστα τῶν Ὀρθοδόξων, ἐξαρτᾶται ἡ δι- αιώνιση ἢ ὄχι τῆς δυσλειτουργίας τῶν κοινωνιῶν μας. Εἶναι δὲ ἐνθαρρυντικό, ὅτι καὶ ἄνθρωποι τοῦ κό- σμου, ὅπως ὁ κοινωνιολόγος τοῦ Λευκοῦ Οἴκου Amitai Ezioni ἀνα- γνωρίζουν ὅτι ὅλα τὰ κοσμικὰ κοινωνικὰ συστήματα ἔχουν δοκιμασθεῖ καὶ ἀπογοήτευσαν.
Συνιστᾶ γι᾽ αὐτὸ τὴν στροφή πρὸς τὸν κοινοτισμό, δηλαδὴ πρὸς τὸ κοινωνικὸ «μοντέλο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας!
Σήμερα δίνεται ἡ μοναδική εὐκαιρία, μετά τήν χρεωκοπία τῶν κοινωνικοπολιτικῶν συστημάτων τοῦ κόσμου, τό κοινωνικό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας νά γίνει ὁ κοινός μας πόθος καί τό μόνιμο κήρυγμα τῶν ποιμένων καί κηρύκων μας. Θα τό τολμήσουμε;
Σημειώσεις:
1. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα συνίσταται στὸ πανανθρώπινο καὶ διαιώνιο αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν, κοινω- νικὴ ἰσότητα, ἄρση τῶν οἱωνδήποτε διακρίσεων καὶ διαφορῶν, τῆς ἐκμε- τάλλευσης ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ τῆς ἀδικίας. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα εἶναι στὴν οὐσία οἰκονομικό.
Δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Βλ´. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καὶ κοινωνικοπολιτικὴ διακονία, στὸ: Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς κοινωνίας, Ἀθήνα 1986, σ. 29-56.
2. Οἱ 55 ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὶς «Πράξεις» (ΡG 60,13-384) ἀκούστηκαν τὸ 400 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι «τὸ πρῶτο ὑπό- μνημα στὶς “Πράξεις” γιὰ τοὺς δέκα πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας». (Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α', Ἀθήνα 1999, σ.151).
3. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐκκλησιαστικὰ διάκριση πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δια- κονίας. «Κατὰ βάσιν πρόκει ται περὶ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας περὶ θεραπείας ἀναγκῶν: Ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τῆς διακονίας» (Γ. Γαλίτης).
4. «Ἡ θεοκρατικὴ ἔκφρασις τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἐγκόσμιον καὶ ἀνθρώπινον αὐτῆς χαρακτήρα, ἡ δὲ “καχὰλ Γιαχβὲ” ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν θεῖον ταύτης χαρακτήρα» (Μ. Σιώτης).
5. Εἶναι ἐπαναστατικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ κυριολεκτικὰ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἰσότης», γιὰ τὸν κοινωνικὸ χῶρο αὐτὴ τὴν ἐποχή.
6. Οἱ Δυτικοὶ Χριστιανοὶ -καὶ τὸ ἔχω ζήσει πολλὲς φορὲς- ὅταν ἀκούουν αὐτὴ τὴν διδασκαλία, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα χριστιανική, τὴν θεωροῦν μαρξιστικὴ καὶ κομμουνιστική. Καὶ πράγματι δὲν εἶναι, ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἔχουν ταυτίσει τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὸ σύστημα τῆς δικῆς τους κοινω- νίας (καπιταλισμὸ ἢ ἐλεύθερη οἰκονο- μία), στὸ ὁποῖο εἶναι αἰχμαλωτισμένοι.
"Ο. Τ"
(Ορθόδοξος Τύπος)
ΤΟ «κοινωνικό πρόβλημα» συνιστᾶ ἰσχυρότατη πρόκληση γιά τήν χριστιανική κοινωνία1. Οἱ κοινωνικές διακρίσεις, καί μάλιστα τό πρόβλημα τῆς πείνας καί τῆς φτώχειας, δέν ἦταν δυνατό νά ἀφήσει ἀδιάφορη τήν Ἐκκλησία. Πρῶτα, γιατί ἀπό τήν ἴδια τήν φύση της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο πνευματική, ἀλλά καί κοινωνική. Δεύτερο, ὁ Χριστιανισμός δέχεται ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα καί ὁλότητα, καί σώζει ὁλόκληρη τή ζωή του, πνευματική καί σωματική, ἀφοῦ ἡ θέωση ἀναφέρεται σ᾽ ὅλο τόν ἄνθρωπο, ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό καταφάσκει ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου πνευματικά καί βιοτικά. Ἡ εἴσοδος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νοεῖται ὡς ἔνταξη ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς μέσα στήν κοινωνία τῆς Χάριτος (πρβλ, τόν λειτουργικό λόγο: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»).
Σκοπός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου εἶναι ἡ ἐν-Χρίστωση καί ἐκκλησιοποίηση ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς, ὁ ἁγιασμός ὅλων τῶν σχέσεων, σύνολης τῆς «κοινωνίας» μας.
Αὐτές οἱ ἐκκλησιολογικές συντεταγμένες χαράσσουν τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο κινήθηκε ὁ ἀπαράμμιλος ἐκκλησιολόγος, ἱερός Χρυσόστομος, πού ἀντιμετώπισε τό μόνιμο αὐτό πρόβλημα. Ἐνδιαφέρον ὅμως ἔχει τό κοινωνικό-πολιτικό κλίμα, στό ὁποῖο δρᾶ καί ἀγωνίζεται ὁ ἱ. Χρυσόστομος.
Ἡ ἐποχή του (δ´-ε´αἰ.) εἶναι περίοδος κοσμογονικῶν ἐξελίξεων. Κατ᾽ αὐτήν σημειώθηκε εἴσοδος σέ ἕνα νέο κόσμο, τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ ὁποίου εἶναι: ριζική ἀλλαγή στήν πολιτική νοοτροπία, πράγμα πού ἐπέφερε ὁ μετασχηματισμός τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ στροφή σέ μιά νέα πολιτική κονίστρα, στήν Ἀνατολή. Κοινωνική ἀνησυχία ἐπίσης, μέ τήν ἀδιάκοπη μετακίνηση καί τούς πολέμους διαφόρων βαρβαρικῶν φύλων.
Ἀστάθεια πολιτική καί κοινωνική. Ἔντονες πνευματικές ἀνησυχίες (ἐδῶ ἐντάσσονται καί οἱ δογματικές διενέξεις) καί ἀποπροσανατολισμός (αἱρέσεις, πολιτικές καί θρησκευτικές). Ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας πρός τά διάφορα αἱρετικά ρεύματα, ἀλλά καί πρός τόν ἐθνισμό, πού ἀντιστεκόταν ἀκόμη. Συγκρούσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας λόγῳ τῶν κυριαρχικῶν τάσεων τῆς τελευταίας (π.χ σύγκρουση Μ. Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου καί Ἱ. Χρυσοστόμου μέ τήν Πολιτεία γιά τά θέματα τῆς Πίστεως). Μαζική εἴσοδος στήν Ἐκκλησία προσώπων, χωρίς παράλληλη προετοιμασία καί διάθεση, ἰδιαίτερα ἀπό τίς συνήθως διεφθαρμένες «ἀνώτερες» τάξεις, μέ συνέπεια τήν πτώση τῶν ἠθῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Παράλληλη ἀναγεννητική κίνηση στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐμφάνιση, ἀνάπτυξη καί ὀργάνωση (διά τοῦ Μ. Βασιλείου) τοῦ Μοναχικοῦ Κοινοβίου, ὡς ἐκφράσεως τοῦ αὐθεντικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἀστάθεια ἔφερε τήν οἰκονομική ἀταξία. Ἡ ἄνιση κατανομή τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φτωχῶν ἀπό τούς ἰσχυρούς -κύρια θέματα στά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου-ἡ δουλεία, ἡ μετακίνηση πληθυσμῶν στά ἀστικά κέντρα (ἀστυφιλία), εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τή φτώχεια καί τή δυστυχία, ἀλλά καί τήν κοινωνική ἀκαταστασία. Αὐτά ἰσχύουν καί γιά τήν Ἀντιόχεια καί γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔδρα σε ὡς ποιμένας ὁ Ἱ. Χρυσόστομος.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά, οἱ αἰῶνες 4ος καί 5ος εἶναι αἰῶνες προγραμματικοί, ἀναπροσαρμογῆς δηλαδή τῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν ἱστορικό χῶρο. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς, μᾶς βοηθοῦν νά διακριβώσουμε τά θεμέλια, πάνω στά ὁποῖα οἰκοδομεῖται ὁ χριστιανικός βίος στή σημαντικότερη αὐτή καμπή τῆς πορείας του.
2. Ὁ Χρυσόστομος κινεῖται πάν- τοτε στό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο: «ἁγιότητα-κοινωνικότητα», ὅπως ἄλλωστε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Θεός καί ἄνθρωπος εἶναι οἱ δύο ἀμετακίνητοι πόλοι τῆς σκέψεως καί δράσεώς των. Τό χαρακτηριστικότερο κείμενο, στό ὁποῖο διατυπώνονται ἁπτά καί συγκεκριμένα, οἱ προτάσεις τοῦ ἱεροῦ Πατέρα γιά τήν ἀντιμετώπιση καί λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος εἶναι, κατά τή δική μας ἐκτίμηση, ἡ 11η ὁμιλία στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (κεφ. δ´ 32-37) (βλ. PG 60, 96-98)2 .
Σ᾽ αὐτό τό κείμενο, πού εἶναι καρπός καί ἀποτύπωση τῆς πείρας του, ὑπογραμμίζονται τά ἀκόλουθα, πού δίνουμε ἐδῶ διαγραμματικά:
Ὁ ἅγιος Πατέρας ἀναφέρεται στήν πρακτική τῆς κοινοκτημοσύνης καί ἐξαίρει τή σημασία τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ. Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἦταν - ὅπως λέγει- καρπός τῆς (ἀνιδιοτελοῦς) ἀγάπης 3.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στό νά μή ὑπάρχει ἀνέχεια, διότι ζῶντας ὡς ἀδελφοί, ἐκάλυπταν τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν. Ὄχι ὅμως ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστική μέριμνα, μέ τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους, τήν ἡγεσία -θά λέγαμε σήμερα. Ἔτσι, ἀπέφευγαν τήν κενοδοξία τῆς προσωπικῆς ἀγαθοεργίας.
Ὁ ἱερός Πατήρ, πιστεύοντας στήν διαχρονικότητα τοῦ θεσμοῦ, συμπεραίνει ὅτι, ἐάν οἱ εὔποροι Χριστιανοί κατέθεταν τήν χρηματική ἀξία τῶν περιουσιῶν τους (ἄν δηλαδή συνέπρατταν ὡς χριστιανι- κή κοινωνία στήν ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας), θά ἐκάλυπταν μέ μεγάλη ἄνεση τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν.
Κίνδυνος ἐξαντλήσεως τῶν οἰκονομικῶν ἀποθεμάτων δέν ὑπῆρχε, διότι σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση θά συνεργοῦσε πλουσιοπάροχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζει τή σημασία τῶν κοινοβιακῶν μοναστηρίων γιά τή συνέχιση τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων, ὑποσχόμενος τή συμβολή του στόν ἀγώνα γιά τήν ἀνάλογη διαμόρφωση ὅλης τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.
Τό καταπληκτικό αὐτό γιά τήν πνευματικότητα καί τήν κοινωνική πλήροτητά του κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου φανερώνει τόν τρόπο σκέψεως τοῦ ἀναγεννημένου πνευματικά Χριστιανοῦ καί μάλιστο τοῦ Χριστιανοῦ Ποιμένα, ὁ ὁποῖος συνεχίζει στόν 4/5ο αἰώνα νά ζεῖ στό κλίμα τῶν Ἀποστόλων. Τό κείμενο αὐτό, παράλληλα, ὑπογραμμίζει τήν εὐθύνη τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου σέ ἕνα πρόβλημα μακροδιακονίας, ἀλλά καί τή στάση ἑνός αὐθεντικοῦ Ποιμένα στήν ὀρθή καθοδήγηση τοῦ Ποιμνίου του καί γιά τόν «μετασχηματισμό», τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση, ἀνθρώπου καί κοινωνίας, μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ἡ κοινωνική συγκρότηση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας φανερώνεται μέ τήν καθιέρωση τοῦ «θεσμοῦ» τῆς κοινοκτημοσύνης (Πράξ. 2,42, 44-47 καί 4,23-37 πρβλ. 6,1 ἑ). Τί ἄλλο ὅμως ἦταν αὐτό ἀπό «πολιτικό μέτρο», μέ τήν ἀριστοτελική σημασία τοῦ ὅρου, ὡς ὀργάνωση τῶν κοινῶν μέσα στήν διακονία τῆς ἀγάπης; Σημασία μάλιστα ἔχει ὅτι ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει μέσα στόν τότε κόσμο ἡ ἴδια, μέ τίς δικές της δυνατότητες, τήν ἀντιμετώπιση συγκεκριμένου κοινωνικοῦ προβλήματος -ὅποια ἔξωθεν πρότυπα καὶ ἂν εἶχε στὴν ἐνέργειά της αὐτὴ (Κουμράν, ρωμαϊκὰ Κολλέγια, κ.λπ.)4. Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (49 μ.Χ.) θὰ καθιερώσει καὶ τὸν θεσμὸ τῶν «λογιῶν», ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἀπέφεραν τὰ πειράματα αὐτὰ στὸν ἐθνικό κόσμο, θὰ δώσει καὶ θεωρητικὸ προσδιορισμὸ αὐτῆς τῆς πρακτικῆς, μὲ τὴν καθαρὰ κοινωνικὴ ἀρχή, τὸ «περίσσευμά» των μὲν νὰ καλύπτει τὸ «ὑστέρημα» τῶν ἄλλων, «ὅπως γένηται ἰσότης» (Β´ Κορ. 8, 13–14). Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κοινωνικὸ ἰδανικὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν αὐθεντικότητά της 5 . Δημιουργήθηκε, ἔτσι, στὴν πράξη μία διακοινοτικὴ ἑνότητα σὲ παγχριστιανικὸ ἐπίπεδο, ὥστε ὅλη ἡ ἀνὰ τὸν κόσμο Ἐκκλησία νὰ ἐμφανίζεται ὡς μία ἐν Χριστῷ Κοινοπολιτεία, μία παγκόσμια κοινότητα ὄχι μόνο πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἀγάπης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς κοινοκτημοσύνης θεμελιώθηκε ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸσο θαυμασμό. Τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν ἔχει βέβαια τίποτε τὸ κοινὸ μὲ κοσμικὲς κοινωνικὲς θεωρίες (συστήματα). Εἶναι ὁ φυσικὸς καρπὸς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βρεῖ δυνατότητα ἐφαρμογῆς. Μένει κενὸς καὶ ἀνενεργὸς λόγος.
3. Ὁ κριτικὸς ἔλεγχος τῆς ἱστορικότητας τῆς διηγήσεως τῶν Πράξεων (κεφ. 2 καὶ 4) ἐπιχειρήθηκε πολλὲς φορὲς μέχρι σήμερα. Γιὰ μᾶς φυσικά, τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἔχουμε ζωντανὸ τὸ κοινωνικὸ αὐτὸ «μοντέλο» στὴν παράδοσή μας (κοινόβιο – κοινότητα) δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀπολύτως δυσκολία στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τῶν Πράξεων. Σημασία ὅμως ἐδῶ ἔχει τὸ πνεῦμα καὶ ἡ στοχοθεσία τοῦ ἱεροῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος δέχεται ἀπόλυτα τὴν ἀλήθεια τῆς περιγραφῆς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, καὶ συνάμα δείχνει τὴν πιστότητά του σὲ μία ἱστορικὰ βεβαιωμένη ἐμπειρία – παράδοση παλαιοτέρων του Πατέρων, τὴν ὁποία θέλει καὶ αὐτὸς νὰ ἐφαρμόσει, διασώζοντας τὴν συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Διότι ἡ πράξη τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας εἶχε συνέχεια.
Ἡ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ β´ αἰώνα, ἀποδεικνύει τὴν ἐπιβίωση τῆς ἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς —ἔστω σὲ ἄλλο ἐπίπεδο—, ἀλλὰ καὶ ἀποφάσκει κάθε ἰδέα περὶ προσωρινότητας τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινοκτημοσύνης. Λέγει λοιπὸν ἡ Διδαχή: «Συγκοινωνήσεις ἅπαντα τῷ ἀδελφῶ σου καὶ οὐκ ἐρεῖς τί ἴδιον εἶναι· εἰ γὰρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοὶ ἔστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς» (κεφ. 4, 8).
Ὅπως δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ (ἀλλ᾽ οὔτε καὶ δυνατή!) ἡ ἰδιοποίηση τῶν πνευματικῶν, τῆς Χάριτος ἄλλο τόσο δὲν ἔχει ὁ Χριστιανὸς τὸ δικαίωμα νὰ ἰδιοποιηθεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ (ἀντικαπιταλισμός) 6 . Ἡ Διδαχὴ δείχνει ὅτι τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας ἔγινε καὶ πνεῦμα τῆς πατερικῆς ποιμαντικῆς. Ἀπὸ τὴν Διδαχή, μέσῳ τοῦ Μ. Βασιλείου, φθάνουμε στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Δὲν εἶναι λοιπὸν περίεργο, ποὺ ὁ Μ. Βασίλειος ἔγινε ὀργανωτὴς τοῦ μοναστικοῦ Κοινοβίου, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ἀσκητὴς Παχώμιος. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὀργανωμένου μοναστικοῦ κινήματος συμβαίνει, μόλις ἀρχίζει νὰ γίνεται ἐπικίνδυνη ἡ ἐκκοσμίκευση μιᾶς μεγάλης μερίδας Χριστιανῶν, ὁ συσχηματισμός, πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, μὲ τὸν «κόσμο».
4. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν κοινοκτημοσύνη του ὄχισὲ ἀνθρωπίνους νομοὺς σὲ ἐξωτερικὸ δηλ. ἐξαναγκασμό,ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πράξεων στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης. Ἂν δὲν ἀποδεσμευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δεσποτεία τῶν ἀγαθῶν ΤΟΥ, δὲν ἐλευθερώνεται πραγματικά, γιὰ νὰ δεῖ τὰ ἀγαθά του «κοινά». Ἂν δὲν προηγηθεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑκούσια) ἀκτημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ κοινοκτημοσύνη. Οἱ καθαρὰ ψυχολογικὲς παρενθέσεις τοῦ χρυσοστομικοῦ λόγου: «τῷ λόγῳ, λέγω, μηδεὶς θορυβείσθω» καὶ «τῷ λόγῳ ... ἐπειδὴ ἐν ἔργοις οὐ βούλεσθε» (καὶ ἀποτείνεται σέ χριστιανούς!), δείχνει τήν συνείδηση τῆς δυσκολίας νά νικηθεῖ ἡ δυστροπία τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως -ἔστω καί ἄν τυπικά λέγεται χριστιανός- εἶναι ὑποδουλωμένος στό ἄγχος καί στό περιβάλλον, στή σωματικότητα καί τήν ὑλικότητα. «Λατρεύει τῇ κτίσει παρά τόν Κτίσαντα», μέ συνέπεια ἄμεση τήν κατάλυση τῆς αὐθεντικότητας τῶν σχέσεών του: τήν ἀτομοποίηση, τήν αὐτοθεοποίηση καί εἰδωλοποίησή του, τήν χρήση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου γιά τήν κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας καί εὐτυχίας (=θρησκεία). Πρόκειται γιά τήν ἐσωτερική διάσπαση καί ἀνισορροπία, πού ἐκφράζεται μέ τίς ποικίλες μορφές τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐσωτερική διάσπαση εἶναι τό αἴτιο καί τῆς ἐξωτερικῆς διαστάσεώς του. Με τήν ἁμαρτία, ὡς ἐσωτερικό γεγονός πρῶτα, εἰσῆλθε στή ζωή μας ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον, «τό δικό μου καί τό δικό σου, ὁ ἐπάρατος (καταραμένος) αὐτός λόγος», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ στάση πού χαρακτηρίζει τον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν ἀθεΐα τῆς αὐτονομίας του, εἶναι ἠ ἁρπακτική βουλιμία ἀπέναντι στήν ὕλη. Ἡ προέκταση δέ τῆς στάσεως αὐτῆς στό χῶρο τῆς μακροκοινωνίας δημιουργεῖ τίς διακρατικές και διηπειρωτικές ἀνισότητες, τήν κατάσταση τῆς ἀδικίας σέ παγκόσμια κλίμακα (πρβλ. Τρίτο Κόσμο, κ.λπ).
5. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀναφορά τοῦ Χρυσοστόμου στήν βοήθεια (συνέργεια) τῆς θείας Χάριτος, σε τρόπο μάλιστα, πού νά σκανδαλίζει τόν ἀπονευρωμένο Χριστιανισμό τῆς ἐποχῆς μας. Ἀναφέρεται ἔμμεσα στά θαύματα τοῦ Χριστοῦ τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων (Μτθ, 14,21) καί τετρακισχιλίων (βλ. Μτθ. 15, 32 ἑ). Μή λησμονοῦμε ὅμως ὅτι τό μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ θέρμανση τῆς ἀγάπης και ἑνότητας (γιά τήν ὁποία μιλεῖ στην συνέχεια). Δέν εἶναι συνεπῶς ἐξω- πραγματικός. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι: Ἡ ἀγάπη καί θαύματα θα μποροῦσε νά προκαλέσει ἄν ἡ γῆ μέσῳ αὐτῆς γινόταν οὐρανός! Ἡ σωτηριολογική προοπτική τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων εἶναι: «Γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»!
6. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ διασύνδεση ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος μέ τήν παράδοση τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους. Δικαιώνεται, ἑπομένως, ἡ μοναστική παράδοση, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει -μαζί μέ τούς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων- καί ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ αὐτοπαραίτηση ἀπό κάθε ἀπαίτηση πάνω στά ὁποιαδήποτε ἀγαθά εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου-κτίσεως μέσα στην πρακτική τῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης. Ἔξω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό ἀναδύονται τά ἡμίμετρα, οἱ μισές λύσεις. Ἡ πνευματική (ἀσκητικονηπτική) ζωή εἶναι ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἀπολυτοποιημένου καί ἐπαναστατημένου ΕΓΩ, καί τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν ἁγιοπνευματική ἀνιδιοτέλεια. Πρός τόν «καρπό» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Γιά τή παράδοση, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ δρόμος τῆς κοινωνικότητας περνᾶ μέσα ἀπό τόν πνευματικό-ἀσκητικό ἀγώνα. Τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, γιά τήν ἴδια παράδοση, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τήν κοινωνία, τήν κοινωνική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο:
«Πάντες οἱ ἅγιοι (θεούμενοι) ταύτην τήν τελειότητα φθάνουσιν, ὅταν τέλειοι γίνωνται καί τῷ Θεῷ ἀφομοιώνονται, ἐν τῷ ὑπερκβλύζειν τήν ἀγάπην αὐτῶν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν εἰς πάντας». Μία κοινωνικότητα χωρὶς πνευματικότητα εἶναι νόθη κατάσταση. Ἀλλὰ καὶ μία πνευματικότητα, ποὺ δὲν καταλήγει στὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία, εἶναι καὶ αὐτὴ πλαστὴ καὶ κίβδηλη.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πορεία —ἡ συμπόρευση πνευματικότητας καὶ κοινωνικότη- τας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες (ἢ καὶ τὶς στοχοθεσίες) κάθε πολιτικῆς καὶ κρατικῆς ἐξουσίας καὶ μόνον ἐν Χριστῷ εἶναι δυνατή.
Τὸ μοναστικὸ κοινόβιο παραμένει τὸ ἀμετακίνητο πρότυπο τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, τὸ συνεπέστερο «μοντέλο» τοῦ «ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ» μὲ τὴν ἀλληλοδιακονία, τὴν ἀκτημοσύνη–κοινοκτημοσύνη τὸν «κομμουνισμὸ τῆς ἀγάπης», ὅπου ὁ κάθενας ἐργάζεται καὶ προσφέρει σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις του καὶ ἀπολαμβάνει σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες του, χωρὶς κανένα κίνδυνο ἀτομικῆς συγκέντρωσης κεφαλαίου καὶ τῶν συναφῶν οἰκονομικῶν συγκρούσεων. Στὸ κοινόβιο τοῦ μοναστηριοῦ χάνεται κάθε ὑποψία ὑπεραξίας καὶ κέρδους ἢ ἐκμεταλλεύσεως. Αἵρεται ἀκόμη κάθε διάκριση διανοητικῆς καὶ σωματικῆς – χειρωνακτικῆς ἐργασίας.
Ὁ Χριστὸς — αὐτὸ ἀποδεικνύει σὲ τελευταία ἀνάλυση τὸ μοναστικὸ κοινόβιομᾶς ἕνωσε ὁλόκληρους, στὴν τεθεωμένη ἀνθρωπότητά Του, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία ὅλη ἡ ζωή μας. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἀλληλοπεριχώρηση μοναστηριοῦ καὶ κοινωνίας εἶναι μία καθημερινὴ πρακτική. Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχει χαθεῖ ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση, εἰσάγονται ξένες παραδόσεις, γιὰ νὰ ρυθμίσουν τὸν κοινωνικὸ βίο. Αἰῶνες τώρα βρισκόμαστε στὴν δουλεία τῶν κοσμικῶν συστημάτων.
Ὁ μοναχισμὸς (στὶς αὐθεντικές του διαστάσεις) εἶναι μόνιμη ἐπανάσταση, ἕνα εἶδος «ἀντικοινωνίας», «ἀναρχική» τάξη, ποὺ «χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν κοσμικὴ κοινωνία, δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἐλεύθερη καὶ ἀδέσμευτη ἀπὸ κάθε κοινωνικὴ καὶ κοσμικὴ συμβατικότητα ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου» (Γ. Μαντζαρίδης). Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἔγραφε περίλαμπρες ὁμιλίες γιὰ τὸ Ἀκατάληπτο τῆς Θείας Οὐσίας, στὶς ὁποῖες καταλήγει μὲ τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες στὸ θέμα τῆς προσευ χῆς. Ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία μία θεία Λειτουργία, ποὺ καταξιώθηκε πανορθόδοξα.
Ταυτόχρονα, ὅμως ἀντιμετώπιζε τὴν αὐτοκρατορικὴ καὶ τὴν δεσποτικὴ αὐθαιρεσία, κατέκρινε τὴν πλουτοκρατία καὶ τὴνκαταπίεση, ποὺ αὐτὴ ἀσκοῦσε στὴ φτωχολογιά, ἀμφισβητοῦσε τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὴν κληρονομία καὶ ἀνέπτυσσε σχέδιοἀναδιοργάνωσης τῆς κοινωνίας στὰ μέτρα τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου, γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ ἐξαθλίωση καὶ ἡ κοινωνικὴἀδικία. Ὁ Χρυσόστομος προέκτεινε τὸ μυστήριο τοῦ Ναοῦ στὸ μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συνανθρώπου. Ὁ κοινωνικός του ὅμως ἀγώνας συνιστοῦσε φυσικὴ ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, τῆς πληρώσεως τῆς ὕπαρξής του ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ Χάρη.
7. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καλεῖ ἔμμεσα σὲ ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ἀσυνέπεια τῶν Χριστιανῶν ἀποδίδει –μάλιστα ρητὰ καὶ καθαρὰ- τὴ μετάσταση τῶν ἀνθρωπίνων ἐλπίδων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν «κόσμο» («τὶς ἂν ἔμενεν Ἕλλην λοιπόν;» —ἄθεος ἢ ἀντίθεος θὰ λέγαμε σήμερα).
Τό κοινωνικό «μοντέλο», πού ἀποτελεῖ τό ἰδανικό τοῦ Χρυσοστόμου, ὑπογραμμίζει μία προϋποτιθέ- μενη ἀπό ἐκεῖνον πραγματικότητα, τήν ἐν Χριστῷ ἀλλαγή τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστός μέ τήν σάρκωσή Του, δέν ἔφερε ἁπλῶς μία νέα θρησκεία, ἀλλά μία νέα ζωὴ (πρβλ. «ἰδού γέγονε καινά ΤΑ ΠΑΝΤΑ», Β´ Κορ. 5,17), ἕνα «καινό» δηλ. τρόπο ὑπάρξεως. Γι᾽ αὐτό ἡ λύση τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων -καί τῶν ὑλικοβιοτικῶν- πραγματοποιεῖται μέ τήν ἔνταξη στήν κοινωνία τοῦ Σώματός Του. Ἔτσι γίνεται ὁ πιστός ἅγιος, ἀληθινά Χριστιανός δηλαδή. Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά παραλάβει στούς κόλπους της
ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, να «ἐκκλησιοποιήσει» ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Αὐτό συνεπῶς, πού προσφέρεται χριστιανικά ὡς λύση στό κοινωνικό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό σύστημα ἤ τυπικές ἠθικές ἐντολές καί κατευθύνσεις, ἀλλά μία συγκεκριμένη πράξη, μία ζωή, στό πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Σ᾽ αὐτήν τήν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστός ὅλο τόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ὡς «ζύμη», πού ζυμώνει ὅλο τό φύραμα, ὅλη τήν ἀνθρώπινη κοινωνία (Α´Κορ. 5,6). Κάτι ἀνάλογο ὑπονοεῖ ἐδῶ καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Μιλεῖ γιά τούς «ἔξωθεν», πού θά ἔσπευδαν νά συμβάλουν στήν ἐπιτυχία τοῦ προτεινόμενου ἐγχειρήματος. Μία τέτοια δηλ. κοινωνία, ὅπως ἡ αὐθεντικά χριστιανική, δέν θά ἀπέρριπτε κα- νείς, οὔτε καί αὐτοί οἱ ἄπιστοι, οἱ μη Χριστιανοί.
Ὁ Χριστός δέν ἀποκλείει ἀπό τήν κοινωνία Του κανένα. Γιατί δεν ὑπάρχει κανείς ἄνθρωπος, πού να μή ἀναζητεῖ -ἔστω καί ἀνεπίγνωστα- τόν Χριστό, ἔστω καί ἄν Τον ἀναζητεῖ σέ ἐσφαλμένη κατεύθυνση μέ ἁγνά ὅμως κίνητρα.
Ἡ ψυχή κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἀπό τήν φύση της Χριστοκεντρική (Mens naturaliter Cristiana). Ἡ λυτρωτική ἀναζήτηση σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι Χριστοκεντρική (πρβλ. Πρ. 17,27). Κάθε ἀγώνας γιά την ἀλήθεια, εἰρήνη, δικαιοσύνη, ἀδελφοσύνη, κοινωνική ἰσότητα, εἶναι (ἀνεπίγνωστα) χριστιανικός καί γι᾽ αὐτό χριστιανικά δεκτός καί καταξιωμένος. Ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὁ ζητῶν εἰρήνην Χριστόν ἐκζητεῖ, ὅτι Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη, ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ εἴτε τά ἐν οὐρανοῖς εἴτε τά ἐπί γῆς». Ἐδῶ ὅμως συγκεκριμενοποιεῖται τό πρόβλημα τῆς δικῆς μας πειστικότητας. Κατά πόσο δηλ. καλοῦμε (μέ ὅλη την ὕπαρξή μας) στόν ὅλο Χριστό ἤ συντελοῦμε μέ τήν ὅλη ζωή μας στόν νά περιφρονεῖται καί μισεῖται ὁ Χριστός (πρβλ. Ρωμ. 2,14). Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, ἄν συντε- λοῦμε στό νά βροῦν οἱ ἀγῶνες τοῦ κόσμου τόν ἀληθινό προσανατολισμό τους.
8.Θά μποροῦσε, βέβαια, νά ἐπισημανθοῦν στόν χρυσοστομικό λόγο καί μειονεκτήματα θεωρητικῆς κατοχυρώσεως. Ἡ πρόταση τοῦ Χρυσοστόμου δέν συμφωνεῖ πλήρως μέ τίς σημερινές οἰκονομικές θεωρίες. Αὐτός προτείνει ἕνα «μοντέλο», πού στηρίζεται στή συνέργεια τῆς θείας Χάρης.
Μία κοινωνία κατανάλωσης, ἐξ ἄλλου, δεν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς παραγωγή. Καί εἶναι αὐτό πράγματι τό ἰσχυρότερο -καί γι᾽ αὐτό συνηθέστερο ἐπιχείρημα, γιά νά μειώνεται ἡ σημασία τῆς κοινοκτημοσύνης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί ἑπομένως καί ἡ ἀξία της γιά τή λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, ἐνῶ ὁ ἐκ συγχρονισμός τῆς κοινοκτημοσύνης θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ μισθοδοσία ἀνάλογα μέ τίς (οἰκογενειακές) ἀνάγκες καί ὄχι μέ τό ὕψος τῆς βαθμίδας τῆς θέσης ἤ τοῦ ἀξιώματος.
Τόσο ὅμως στίς Πράξεις, ὅσο και στό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ναί μέν δέν γίνεται λόγος για παραγωγή, ἀλλά οὔτε καί φαίνεται νά ἀποκλείεται. Ἄλλωστε, τότε θεμελιωνόταν καί διαμορφωνόταν ὁ κοινωνικός τρόπος ζωῆς. Ὁ Χρυσόστομος μιλεῖ γιά τήν ἀρχική διάθεση τῆς περιουσίας (ἰδιοκτησίας), δέν ἀρνεῖται ὅμως τήν παραγωγή μέ τήν ἐργασία, ὅπως ἄλλωστε δεν τήν ἀπέκλεισε καί ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὁ τονισμός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γίνεται γιά τούς λόγους, πού ἀναφέραμε παραπάνω.
Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν Πράξεων δεν σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐργασίας, ἀλλά τῆς ἐγωκεντρικῆς ἰδιοκτησίας. Καί στήν περίπτωση Ἀνανία καί Σαπφείρας λέγει ὁ Πέτρος: «Οὐχί μένον (δηλ. μή πωλούμενο) σοι ἔμενεν καί πραθέν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχεν; (Πρ. 4,32· 5,3)». Συνεπῶς ὅλα γίνονται στά ὅρια τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἀγάπης, Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν πιστῶν ἐντοπί- ζεται στήν ἀπόρριψη τοῦ βάρους τῆς ἰδιοκτησίας, πού τόσο πνευματικά προβλήματα δημιουργεῖ (ἀντιφεουδαρχικό ἰδεῶδες). Τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν (καί εἶναι): μοναδικό μέσον πορισμοῦ τῶν προς τό ζῆν εἶναι ἡ ἐργασία (πρβλ. Πράξ. 20,34- Κολ. 4,12- Α´ Θεσσαλ. 2,9 κ.ἄ).
9.Ἔχει ὅμως ἰδιαίτερη σημασία τό γεγονός, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζει τήν διάθεση νά ὁδηγήσει τούς συγχρόνους του πιστούς στήν πραγματοποίηση τοῦ ἰδεώδους, πού περιέγραψε καί πού ταυτίζεται μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θεωροῦσε τό μέτρο αὐτό οὐτοπικό, ἀλλά ἐφαρμόσιμη και βιώσιμη λύση. Τή βεβαιότητά του δείχνουν ὅλα ὅσα γράφει σέ ἄλλο σημεῖο: «Εἰ γάρ Ἑλλήνων ὄντων τότε τῶν ἀρχόντων ταῦτα ἐνομοθέτησε, πολλῷ μᾶλλον νῦν ἐπί τῶν πιστῶν τοῦτο γίνεσθαι χρή». Ἔτρεφε τήν ἐλπίδα, ὅτι ἡ ἐκχριστιανισμένη πιά Ρωμαϊκή Πολιτεία θα ἀνελάμβανε τήν ὁλοκλήρωση τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά» (Πράξ. 6,2).
Καί αὐτό ἐν πολλοῖς ἔγινε στήν κοινωνία τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Ζητοῦσε μόνο πίστωση χρόνου («ζωήν»), ὄχι φυσικά γιά νά πεισθεῖ αὐτός, ἀλλά γιά νά πεισθοῦν οἱ ἀκροατές του, κάτι πού φανερώνει καί τό ποιόν τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του. Βέβαια, ὁ Καίσαρας φρόντισε να τοῦ στερήσει αὐτή τή δυνατότητα, ὄχι μόνο κόβοντας ἐνωρίτερα το νῆμα τῆς ζωῆς του, ἀλλά και ὁδηγῶντας σέ κοινωνικά σχήματα, ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως εἶναι τά μεταγενέστερα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, στά ὁποῖα μάθαμε νά ζοῦμε καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀπεμπολῶντας τήν πατερική παράδοσή μας. Ὅπως ὅμως ὁ ὅσιος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔχει παρατηρήσει: «Ἐάν τά σύγχρονα προβλήματα… δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τό θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως. Θα ὁδηγήσουν κατ᾽ ἀνάγκην εἰς κατα- στροφάς, εἰς σχίσματα, εἰς αἱρέσεις καί εἰς πολυποικίλους οὑμανιστικάς πλάνας, εἰς μηδενισμούς και ἀναρχισμούς».
Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν Χριστιανῶν ἤ ἡ ἀπουσία κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος (πρβλ. Ρωμ.15,5 κ.ἄ), λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, περιόρισε τήν λύση τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου στό μοναστικό κοινόβιο, πού διασώζει το αὐθεντικό πρότυπο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, καί τό συναποτελοῦν οἱ ἔχοντες τό αὐτό φρόνημα πιστοί καί ζῶντες στήν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21). Ὅσο ἐγγύτερα πρός το μοναστηριακό πρότυπο λειτουργοῦν οἱ Ἐνορίες στόν κόσμο, τόσο γνησιότερη, πνευματικά καί κοινωνικά, εἶναι ἡ χριστιανική ζωή μας.
Σημασία τελικὰ ἔχει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων της, ἔχει δώσει μόνιμη καὶ τελικὴ λύση στὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, διότι προσφέρει κοινωνία, μέσα στην ὁποία τό κοινωνικό πρόβλημα, σε ὅλες τίς ὄψεις του, γίνεται ἀνύπαρκτο. Ἀπό τὶς διαθέσεις καὶ ἐπιλογές τῶν Χριστιανῶν, μάλιστα τῶν Ὀρθοδόξων, ἐξαρτᾶται ἡ δι- αιώνιση ἢ ὄχι τῆς δυσλειτουργίας τῶν κοινωνιῶν μας. Εἶναι δὲ ἐνθαρρυντικό, ὅτι καὶ ἄνθρωποι τοῦ κό- σμου, ὅπως ὁ κοινωνιολόγος τοῦ Λευκοῦ Οἴκου Amitai Ezioni ἀνα- γνωρίζουν ὅτι ὅλα τὰ κοσμικὰ κοινωνικὰ συστήματα ἔχουν δοκιμασθεῖ καὶ ἀπογοήτευσαν.
Συνιστᾶ γι᾽ αὐτὸ τὴν στροφή πρὸς τὸν κοινοτισμό, δηλαδὴ πρὸς τὸ κοινωνικὸ «μοντέλο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας!
Σήμερα δίνεται ἡ μοναδική εὐκαιρία, μετά τήν χρεωκοπία τῶν κοινωνικοπολιτικῶν συστημάτων τοῦ κόσμου, τό κοινωνικό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας νά γίνει ὁ κοινός μας πόθος καί τό μόνιμο κήρυγμα τῶν ποιμένων καί κηρύκων μας. Θα τό τολμήσουμε;
Σημειώσεις:
1. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα συνίσταται στὸ πανανθρώπινο καὶ διαιώνιο αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν, κοινω- νικὴ ἰσότητα, ἄρση τῶν οἱωνδήποτε διακρίσεων καὶ διαφορῶν, τῆς ἐκμε- τάλλευσης ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ τῆς ἀδικίας. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα εἶναι στὴν οὐσία οἰκονομικό.
Δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Βλ´. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καὶ κοινωνικοπολιτικὴ διακονία, στὸ: Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς κοινωνίας, Ἀθήνα 1986, σ. 29-56.
2. Οἱ 55 ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὶς «Πράξεις» (ΡG 60,13-384) ἀκούστηκαν τὸ 400 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι «τὸ πρῶτο ὑπό- μνημα στὶς “Πράξεις” γιὰ τοὺς δέκα πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας». (Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α', Ἀθήνα 1999, σ.151).
3. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐκκλησιαστικὰ διάκριση πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δια- κονίας. «Κατὰ βάσιν πρόκει ται περὶ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας περὶ θεραπείας ἀναγκῶν: Ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τῆς διακονίας» (Γ. Γαλίτης).
4. «Ἡ θεοκρατικὴ ἔκφρασις τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἐγκόσμιον καὶ ἀνθρώπινον αὐτῆς χαρακτήρα, ἡ δὲ “καχὰλ Γιαχβὲ” ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν θεῖον ταύτης χαρακτήρα» (Μ. Σιώτης).
5. Εἶναι ἐπαναστατικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ κυριολεκτικὰ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἰσότης», γιὰ τὸν κοινωνικὸ χῶρο αὐτὴ τὴν ἐποχή.
6. Οἱ Δυτικοὶ Χριστιανοὶ -καὶ τὸ ἔχω ζήσει πολλὲς φορὲς- ὅταν ἀκούουν αὐτὴ τὴν διδασκαλία, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα χριστιανική, τὴν θεωροῦν μαρξιστικὴ καὶ κομμουνιστική. Καὶ πράγματι δὲν εἶναι, ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἔχουν ταυτίσει τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὸ σύστημα τῆς δικῆς τους κοινω- νίας (καπιταλισμὸ ἢ ἐλεύθερη οἰκονο- μία), στὸ ὁποῖο εἶναι αἰχμαλωτισμένοι.
"Ο. Τ"
(Ορθόδοξος Τύπος)