Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Φωτοπούλου
εφ. του Ιερού Ναού Αγ. Παρασκευής Αττικής.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει εκ μέρους των Αποστόλων: «Ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον...ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών˙ και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του Πατρός και του Υιού αυτού Ιησού Χριστού...» (Α΄ Ιωαν. 1, 1-3). Παραδίδει εδώ ο Ευαγγελιστής στους χριστιανούς την πίστη εις τον Ιησούν Χριστόν, ως ζωήν αιώνιον. Τους καλεί όχι να πιστεύσουν αφηρημένα στον Χριστό. Τους καλεί στην Εκκλησία, στην κοινωνία των Αποστόλων που εγνώρισαν τη αληθεία και εμπειρία τον Χριστό, τη διδασκαλία Του, τα θαύματά Του, το πάθος και την ανάστασή Του που ήσαν, όπως γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «αυτόπται και υπηρέται του Λόγου» (Λουκ. 1, 1-2).
Η παράδοσις της πίστεως γίνεται από γενεά σε γενεά κατά την αποστολική διαδοχή. Πρόκειται για την πολύτιμη παρακαταθήκη, η οποία παραδίδεται από τους Αποστόλους στους μαθητές τους: «Την καλήν παραθήκην φύλαξον δια Πνεύματος Αγίου του ενοικούντος εν ημίν» ( Β΄ Τιμ. 1, 14). Κι αυτοί με τη σειρά τους την παραδίδουν στους χριστιανούς αλλά και στους διαδόχους τους επισκόπους κατά τη χειροτονία.
Η παράδοσις της πίστεως όμως δεν είναι μια απλή μετάδοσις διδασκαλίας και αρχών περί του προσώπου του Χριστού. Συνδέεται κατ’ απόλυτο τρόπο με την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών» (Ρωμ. 4, 25). Παρεδόθη εις θάνατον και ταυτόχρονα παρέδωσε σε μας δια των Αποστόλων τον Εαυτό του, το Σώμα του και το Αίμα Του, κατά την παράδοση του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας.
Γράφει ο Απ. Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή εκφρά ζοντας την πίστη και εμπειρία των λοιπών παρόντων στο Μυστικό Δείπνο Αποστόλων: «Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου , ό και πα ρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός εν τη νυκτί η παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· λάβετε φάγετε· τούτό μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον˙....ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων ˙ τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι» ( Α΄Κορ. 11).
Πιστεύει κανείς στο Χριστό κοινωνώντας το Σώμα και το Αι μα Του και κοινωνεί αληθινά εις ζωήν αιώνιον πιστεύοντας και ομο λογώντας τη Θεότητα του Χριστού, την Ανάσταση, την Ανάληψη, τη Δευτέρα Του Παρουσία. Γι’ αυτό γράφει ο απ. Παύλος: «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη» (Α΄ Κορ. 11, 26). Όμως η θεία Ευχαριστία δεν τελείται κατά τυχαίο τρόπο. Ακόμη και προ της διαμορφώσεως της τάξεως της Θ. Λειτουργίας υπάρχουν στοιχεία της τελέσεώς της τα οποία είναι παραδεδομένα α γ ρ ά φ ω ς από τους Αποστόλους και τους διαδόχους τους. Και όχι μόνο τα σχετικά με τη Θ. Λειτουργία, αλλά και όσα είναι συνημμένα με τη Θ. Ευχαριστία, με το Άγιο Βάπτισμα, με την προσευχή και εν γένει την ορθόδοξη Λατρεία. Αυτό το βεβαιώνει ο Μ. Βασίλειος, όταν γράφει προς τον Αμφιλόχιον Ικονίου :
«Ποιος δίδαξε εγγράφως να σφραγίζονται με τον τύπο του Σταυρού όσοι ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού; Το να στρεφόμαστε προς ανατολάς κατά την προσευχή, που είναι γραμμένο; Τους λόγους που λέγομε κατά την αγία αναφορά ποιος άγιος μας τα κατέλιπε εγγράφως; ..... Ευλογούμε το νερό του βαπτί σματος και το έλαιο της χρίσεως και αυτόν που βαπτίζουμε. Από ποια έγγραφα τα μάθαμε αυτά; δεν τα έχουμε από τη σιωπηρή και μυστική παράδοση; Το πως να χρίουμε τον βαπτιζόμενο, το να τον βαπτίζουμε τρεις φορές στο νερό, το να αποτάσσεται τον Σατανά και τους αγγέ λους του και όσα άλλα περιλαμβάνει το μυστήριο του Βαπτίσματος, από που τα έχουμε; Δεν τα έχουμε από την αδημοσίευτη και απόρ ρητη διδα σκα λία, την οποία οι Πατέρες μας φύλαξαν μέσα σε σιγή χω ρίς πολυ πρα γ μοσύνη και χωρίς να την περιεργάζονται»;
Αυτά λέγει ο Μ. Βασίλειος και καταλήγει: «Δε θα μου φθάσει η ημέρα για να διη γηθώ τα μυστήρια της Εκκλησίας».
Έτσι όλη η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας έχοντας την αρχή της στην Αγία Γραφή, ολοκληρώνεται με την παραδεδομένη υπό των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων Παράδοση. Κατά την τέλεση των Μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας δίδεται και η ομολογία της πίστεως. Εκεί βρίσκεται επομένως και η ρίζα της Θεολογίας. Και αυτή η ομολογία υπάρχει εξ αγράφου παραδόσεως. Λέει πάλι ο Μ. Βασίλειος :
«Την ομολογία της πίστεως, δηλ. το να πιστεύουμε στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, από ποια συγγράμματα την έχουμε; αν επί τη βάσει της παραδόσεως του βαπτίσματος ... όπως βαπτιζόμεθα, έτσι οφείλουμε και να πιστεύουμε, τότε ας μας επιτρέψουν από συ νέπεια στην ευσέβεια να προσφέρουμε την δοξολογία κατά όμοιο με την πίστη τρόπο». Τα τρία αυτά, Βάπτισμα, Ομολογία Πίστεως και Δοξολογία, κύρια συστατικά της ζωής της Εκκλησίας βασίζονται στην άγραφη παράδοση των Αποστόλων και των διαδόχων τους. Κι έχει τόση δύναμη ώστε, αν επιχειρήσουμε, κατά τον Μ. Βασίλειο να εγκαταλείψουμε τα άγραφα έθη θα ζημιώσουμε στα καίρια σημεία το Ευαγγέλιο μάλλον θα καταντήσει η πίστη κενή περιεχομένου. Έτσι και η έγγραφη διδασκαλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και η άγραφη παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων, «αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν».
Πέραν της λατρείας, μάλλον σαν προέκτασή της και συνέπειά της και προβολή της, όλη η ζωή της Εκκλησίας, η διοίκησή της, το ήθος των κληρικών, λαϊκών και μοναχών η άσκησή τους η μετοχή τους στα Μυστήρια, το Βάπτισμα, ο Γάμος, η στάσις έναντι των αιρετικών, ο Κανόνας της Αγίας Γραφής και άλλα πολλά ζητήματα έχουν ως οδηγό και ρυθμιστή τους την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Απ. Παύλος ζητεί από τους χριστιανούς: «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις , ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής υμών» (Β΄ Θεσ.). Τους επαινεί διότι όπως γράφει «καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις, ούτω κατέχετε». Και ψέγει αυτούς οι οποίοι παρά την παράδοση των αποστόλων δεν εργάζονται (Β΄ Θεσ 3, 6). Αυτή η Παράδοση είναι η εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία της Εκκλησίας, όπως παρεδόθη από τους Αποστόλους, όπως βιώθηκε υπό του Σώματος της Εκκλησίας και καταγράφηκε υπό των αγίων Πατέρων, ιδία των αγίων επισκόπων οι οποίοι ήσαν «εκείνοι, που με την επισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθεί το βέβαιον χάρισμα της αληθείας» qui cum episcopatus successione charisma veritatis certum acceperunt, κατά τον Άγιο Ειρηναίο.
Ορισμός της Παραδόσεως. Η θέση της και η λειτουργία της μέσα στην Εκκλησία
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να ορίσουμε καλλίτερα και επιστημονικότερα την Παράδοση της Εκκλησίας. Πολλά έχουν ειπωθεί ως ορισμός της Παραδόσεως στην προσπάθεια των θεολόγων να εμβαθύνουν στο νόημά της (η και στην προσπάθειά τους να την καταστήσουν ένα εργαλείο κατάλληλο για «ανανέωση» της εκκλησιαστικής ζωής η υπονομεύσεως του περιεχομένου της), όπως βιώνεται από την Εκκλησία. Έτσι για τον Λόσκυ Παράδοσις είναι «η ζωή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, μεταδίδοντος εις παν μέλος του Σώματος του Χριστού να εννοήση, δεχθη και γνωρίση την Αλήθειαν εν τω ιδίω Αυτής Φωτί ... και ουχί κατά το φυσικόν φως της ανθρωπίνης λογικής». Για τον π. Γ. Φλωρόφσκυ Παράδοσις είναι: «η σταθερή παραμονή, η συνεχής ενοίκηση του Πνεύματος και όχι η μνήμη των λέξεων, δεν είναι ιστορική αλλά «χαρισματική» αρχή. ...δεν είναι η συνέχεια της ανθρώπινης μνήμης ή η διατήρηση ηθών και εθίμων, είναι η συνέχεια της θείας συμπαραστάσεως, η διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος που κινεί την Εκκλησία σε ολοένα και πληρέστερη κατανόηση της θείας αλήθειας «από δόξης εις δόξαν» ... Για τον π. Δημ. Στανιλοάε «Παράδοση είναι η ζωή της Εκκλησίας, είναι ο όρος δια του οποίου αύτη διατηρείται ζώσα και αναλλοίωτος». Απ’ όλες αυτές τις γνώμες περί της παραδόσεως κι άλλες περισσότερες προτιμούμε αυτήν του αγίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς. Γράφει:
«Τι είναι «αι παραδόσεις ημών»; Πάντα όσα ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Ίδιος και δια του Αγίου Πνεύματος, έδωσε εντολήν να κρατώμεν και κατ’ αυτά να ζώμεν˙ παν ό,τι παρέδωκεν εις την Εκκλησίαν Του, εν τη οποία κατοικεί διαρκώς ο ίδιος μετά του Αγίου Πνεύματός Του ... «Αι παραδόσεις» μας είναι η νέα ζωή της Χάριτος εν Αγίω Πνεύματι ... Πάντα όσα παρεδόθησαν εις τους Αποστόλους υπό του Σωτήρος Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν ακριβώς «την Παράδοσιν», την Αγίαν Παράδοσιν, δηλ. όλην την διδασκαλίαν του Σωτήρος και όλας τας ζωοποιούσας ενεργείας δια την πραγμάτωσιν της διδασκαλίας ταύτης εις την ζωήν των ανθρώπων. Ταύτα πάντα παρέδωσαν εις ημάς «είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής». Η παράδοσις είναι εν μέρει γεγραμμένη, ενώ κατά το πλείστον παρεδόθη προφο ρι κώς, αλλ’ όμως όλα μαζί αποτελούν την Θείαν Αποκάλυψιν, δηλ. το Ευαγγέλιον του Χριστού, το Ευαγγέλιον της σωτηρίας, το παραδοθέν υπό του Θεού εις την Εκκλησίαν δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους «από του νυν έως του αιώνος» ... Το γραπτόν Ευαγγέλιον συμπληρώνεται με το άγραφον Ευαγγέλιον της Εκκλησίας και υπ’ αυτού ερμηνεύεται δια της ενεργείας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος του κατοικούντος εν τη Εκκλησία. Όντως όλα αυτά εν τη Εκκλησία αποτελούν μίαν ολότητα, εν ζων πνευματικόν σώμα, η γραπτή δηλαδή και άγραφος παράδοσις. Διο και ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Παράδοσις εστί, μηδέν πλέον ζήτει» (P.G. 62, 488), διότι εν αυτή ευρίσκεται παν ό, τι είναι αναγκαίον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και δια την αιώνιόν των ζωήν, εν τω παρόντι και εν τω μέλλοντι αιώνι ... Με μίαν λέξιν, η θεία, η θεανθρωπίνη Παράδοσις είναι το παραδίδειν δια μέσου των αιώνων και των γενεών αυτόν τούτον τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, μετά πασών των θείων α ληθειών και των εντολών, των χαρίτων (των μυστηρίων) και των αρετών Αυτού, ως ζώντα Θεόν και Σωτήρα, εν τη Εκκλησία και ως Εκκλησίαν...» ( Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σ. 201-202).
Αυτή η «ολότητα ... η γραπτή και άγραφος παράδοσις» φυλάσσεται από την Εκκλησία ως θησαυρός πολυτίμητος και καθοδηγεί την Εκκλησία, το Σώμα των πιστών και ως προς την πίστη και ως προς το ήθος και την καθόλου ζωή. Όμως εξ αρχής, η Εκκλησία ως θεανθρώπινος οργανισμός αντιμετώπισε προβλήματα ως προς την πίστη, τη λατρεία, το ήθος και την εν γένει ποιμαντική της εξ αιτίας αμφισβητήσεως από μέρους κάποιων χριστιανών και εξ αιτίας των αιρέσεων και άλλων αναφυομένων πρακτικών ζητημάτων τα οποία απαιτούσαν επείγουσα λύση. Έτσι οι ποιμένες, οι Απόστολοι κατ’ αρχάς και οι διάδοχοί τους, οι Άγιοι Πατέρες και επί μέρους αλλά και εν Συνόδω έλυναν τα ζητήματα της Πίστεως με Όρους και τα υπόλοιπα θέματα με αποφάσεις τους, με Κανόνες προφορικούς στην αρχή και γραπτούς στη συνέχεια. Αντλούσαν για όλες τις αποφάσεις τους από την ακένωτη πηγή της εγγράφου και αγράφου παραδόσεως. Οι Απόστολοι ελάμβαναν πάντοτε υπ’ όψιν τους το πνεύμα, τον «νουν» των θείων Γραφών, την προφορική διδασκαλία του Κυρίου· οι διάδοχοι τους, οι Αποστολικοί Πατέρες, την Αγία Γραφή, την προφορική διδασκαλία και την πρακτική των Αποστόλων και τους Κανόνες τους· και οι μετ’ αυτούς Πατέρες πλην των ανωτέρω, τους προ αυτών Πατέρες και τους Κανόνες των τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Ελάμβαναν υπ’ όψιν επίσης και οι Απόστολοι και οι Πατέρες την αδυναμία των ανθρώπων, τον τόπο και τον χρόνο, τη συνήθεια που επικρατούσε. Όλα όμως τα αποφάσιζαν με την επιστασία, το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την Παράδοση. Δεν διεχώριζαν, ως πράγμα αδύνατο, την Πίστη από το ήθος και τα προβλήματα, τα οποία ετίθεντο ενώπιόν τους ζητούντα επιτακτική λύση. Έτσι επλουτίζετο η Παράδοσις, η εμπειρία της Εκκλησίας.
Η άγραφη παράδοση βασικός παράγοντας διαμορφώσεως των θεσμών της Εκκλησίας
Εδώ θέλουμε να επιμείνουμε στην άγραφη παράδοση, ως ένα εκ των πλέον καθοριστικών παραγόντων για την διαμόρφωση της Θ. Λατρείας, τον τρόπο τελέσεως των μυστηρίων αλλά και τη θέσπιση των γραπτών Κανόνων υπό των επί μέρους Πατέρων και των Συνόδων. Οι άγιοι Πατέρες δεν δημιούργησαν τη Θ. Λατρεία εκ του μη όντος, δεν κατέγραψαν στα ευχολόγια τον τρόπο τελέσεως του Βαπτίσματος και της Θ. Ευχαριστίας (το είδαμε αυτό στα λεχθέντα του Μ. Βασιλείου) εκ του ευσεβούς λογισμού τους αλλά άρμοσαν όλη τη λατρεία επί τη βάσει των παραδόσεων των Αποστόλων. Και οι διάδοχοί τους με φόβο Θεού προσέθεταν τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος πάνω στο θεμέλιο αυτό πολύ αργά και προσεκτικά προς ωφέλεια και πνευματική προκοπή των πιστών άλλους πολύτιμους λίθους που δοκιμάζονταν από το Σώμα της Εκκλησίας για τη σταθερότητα, την τελειότητα, την ομορφιά, την αρτιότητα, το δέσιμό τους με την υπόλοιπη οικοδομή, η οποία ηύξανε εν Κυρίω. Αντιστοίχως δε νομοθετούσαν, όπως οι σημερινοί κοσμικοί νομοθέτες δηλ. αυθαίρετα κατά την γνώμη και κρίση τους, η τη γνώμη των αρχόντων, η κολακεύοντας τους αρχομένους κλπ. Εθέσπιζαν κατά το πνευματικό συμφέρον των πιστών, της Εκκλησίας, έχοντας κατά νουν την αγία Γραφή, αλλά και την εμπειρία του Σώματος της Εκκλησίας, αυτό το οποίο εβίωναν ανέκαθεν οι χριστιανοί, ως ορθό, θεάρεστο, συμβατό με το λόγο του Θεού και ωφέλιμο για τον καθένα και για όλους («εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, (οι Πατέρες) ώρισαν τα συμφέροντα», κατά τον Α΄Κανόνα της Ζ΄Οικουμ. Συνόδου) ή σε κάποιες περιπτώσεις αυτό που η τοπική εκκλησία ζούσε. Έτσι οι Αποστολικοί Κανόνες, οι οποίοι παρεδόθησαν, κατά τον Β΄ Κανόνα της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου «ονόματι των αγίων ... Αποστόλων», καταγράφουν τη διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά και την εμπειρία της Εκκλησίας. Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της Παραδόσεως, εγγράφου και αγράφου στη διδασκαλία του Κυρίου, των Αποστόλων και στους αποστολικούς Κανόνες οικοδόμησαν οι Άγιοι Πατέρες το αρχιτεκτόνημα του συνόλου των Ι. Κανόνων. Δεν υπάρχει αυθαιρεσία στις αποφάσεις τους. Κι όταν «τέμνουν» μια διαφορά μεταξύ επισκόπων η τοπικών εκκλησιών, όταν λύνουν μια αμφισβήτηση, όταν καθιερώνουν μια πρακτική, πάντοτε πυξίδα τους είναι η ιερά Παράδοσις. Γι’ αυτό και το Σώμα των Ι. Κανόνων έγινε και γίνεται δεκτό από την Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν έχει ανάγκη για να ρυθμίσει τη ζωή της από έναν Codex Juris Canonici (Κώδικα κανονικού δικαίου), όπως οι παπικοί, ένα ασφυκτικό νομοθέτημα κατά τα πρότυπα του κοσμικού δικαίου αλλά έχει μέσα στη ζωή της την εμπειρία της Εκκλησίας, την εμπειρία των Αγίων αποκρυσταλλωμένη στους ιερούς Κανόνες. Εκεί μπορούν και πρέπει να εντρυφούν οι ποιμένες, Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι, Μητροπoλίτες Πατριάρχες και Σύνοδοι και να αγάλλονται «ως αν τις εύροι σκύλα πολλά», (Β΄Κανών της Στ΄) δηλ. πολλά και πολύτιμα λάφυρα και να ρυθμίζουν ασφαλώς τα της Εκκλησίας.
Είναι τόση η δυναμική της ιεράς Παραδόσεως, ως εμπνεόμενη από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ώστε δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει πάντοτε στους ιερούς Κανόνες τις γραπτές ρίζες και την αφετηρία τους. Για παράδειγμα ο Κ΄ Κανών της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, ο Ϟ΄ της Στ΄, ο ΙΕ΄ του Πέτρου Αλεξανδρείας και ο Ϟα΄ του Μ. Βασιλείου επιτάσσουν να μην κλίνουμε γόνυ την Κυριακή. Υπόβαθρο όλων αυτών των αποφάσεων ει ναι η ζώσα παράδοση που θεμελιώνεται στη ζώσα πίστη του Σώματος του Χριστού στην Ανάσταση και την μέλλουσα βασιλεία. Αυτήν την παράδοση επικαλούνται όλοι οι ανωτέρω Κανόνες. Ο Κ΄ της Α΄ λέγει: «Επειδή τινες εισιν εν τη Κυριακή γόνυ κλίνοντες και εν ταις της Πεντηκοστής ημέραις, υ π έρ τ ο ύ π α ν τ α ε ν π α σ η π α ρ ο ι κ ί α φ υ λ α τ τ ε σ θ α ι, εστώτας έδοξε τη αγία Συνόδω τας ευχάς αποδιδόναι τω Θεώ». Ζητεί η Σύνοδος να φυλάττωνται σε κάθε εκκλησιαστική σύναξη όλες οι παραδόσεις, μεταξύ των οποίων η ορθία στάση προσευχής κατά την Κυριακή. Ο 90ος της Στ΄: «Ταις Κυριακαίς μη γόνυ κλίνειν εκ των θεοφόρων ημών πατέρων κανονικώς παρελάβομεν...». Επικαλείται για την υποστήριξη της απαγορεύσεως της γονυκλισίας κατά την Κυριακή την παράδοση των Πατέρων. Ποιοί είναι αυτοί; Είναι ο ιερομάρτυς Πέτρος ο Αλεξανδρείας, ο οποίος γράφει: «την δε Κυριακήν χαρμοσύνης ημέραν άγομεν, δια τον αναστάντα εν αυτή, εν η ουδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν». Και ο Άγιος Πέτρος λοιπόν λέγει ότι έχουμε παραλάβει να μην κλίνουμε γόνυ την Κυριακή. Είναι και ο Μ. Βασίλειος ο οποίος στην επιστολή του προς τον Αμφιλόχιον Ικονίου που προαναφέραμε, μέρος της οποίας συγκροτεί δύο Κανόνες του, τον 91ο και τον 92ο, περιλαμβάνει στα άγραφα της Παραδόσεως «τα εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα» το γεγονός ότι «ορθοί ποιούμεν τας ευχάς τη μια των Σαββάτων (δηλ. την Κυριακή)». Έτσι λοιπόν η επίκλησις των θεοφόρων πατέρων, η των Αποστόλων, ή η εντολή «του πάντα φυλάσσεσθαι» η το απλό «παρειλήφαμε» δηλ. έχουμε παραλάβει, δηλώνουν κατά τη γνώμη μας την εμπειρία, τη ζωή, την πρακτική όλης της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε δια της προφορικής η γραπτής διδασκαλίας των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων.
Η επίκλησις υπό των Κανόνων της εκκλησιαστικής «συνηθείας». Καλή και «πονηρά» συνήθεια
Συχνά λοιπόν στους Κανόνες γίνεται επίκληση της Παραδόσεως με ποικίλους τρόπους και όρους. Ένας τρόπος είναι η επίκλησις του παλαιάς εκκλησιαστικής συνηθείας με τους όρους «αρχαίο έθος», «αρχαίος τύπος», «αρχαία συνήθεια» η «αρχαία παράδοσις». Έτσι ο ΝΗ΄ της εν Καρθαγένη περί της χειροτονίας επισκόπων επιτάσσει: «Ο αρχαίος τύπος φυλαχθήσεται, ίνα μη ήττονες τριών των ορισθέντων εις χειροτονίαν Επισκόπων αρκέσωσι». Μ’ αυτά τα λόγια ανανεώνει τον Αποστολικό Κανόνα, την αρχαία παράδοση που εδώ είναι τ ύ π ο ς δηλ. συγκεκριμένη εκκλησιαστική πρακτική.
«Τα αρχαία έθη κρατείτω» λέγει ο Στ΄ Κανών της Α' Οικουμ. προκειμένου να κατοχυρώσει την ποιμαντική εξουσία του Πατριάρχου Αλεξανδρείας επί των Μητροπόλεων της Αιγύπτου. Κι εδώ υπονοεί την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, ο οποίος επιτάσσει ότι οι επίσκοποι κάθε έθνους πρέπει να αναγνωρίζουν έναν ως πρώτον και τίποτε να μην πράττουν χωρίς τη γνώμη του. Γράφει και ο Άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο ότι κάποιος επίσκοπος της Αιγύπτου με κάποια παρανομία του «έδωκε αιτίαν εις την Σύνοδον ταύτην να εκθέσουν τον παρόντα Κανόνα και να διωρίσουν όχι κανένα νέον, αλλά μόνον να επικυρώσουν τας τάξεις οπού εσώζοντο εκ παλαιάς συνηθείας όχι μόνον εις τους Πατριάρχας, αλλά και εις τους Μητροπολίτας κλπ». Βλέπουμε εδώ τη δύναμη της Παραδόσεως, η οποία δια της παλαιάς εκκλησιαστικής συνηθείας επιβεβαιωνει, ανανεώνει, ενεργοποιεί και καθιστά συγκεκριμένη την εφαρμογή του Αποστολικού Κανόνος. Έτσι γράφει ο άγιος Νικόδημος: «... η Σύνοδος ανανέωσε το αρχαίο έθος και πάλι επεσφράγισε». Το ίδιο και ο Η΄ Κανών της Γ ΄ Οικουμ. επιτάσσει οι κατά Κύπρον προεστώτες (δηλ. οι αρχιεπίσκοποι) να τελούν αυτοί μόνοι τους με τη Σύνοδό τους τις εκλογές και χειροτονίες των Επισκόπων της Κύπρου χωρίς την ανάμιξη του Πατριάρχου Αντιοχείας. Και επικαλείται ο Κανόνας «τους Κανόνας των οσίων Πατέρων και την αρχαίαν συνήθειαν» και διακηρύσσει ότι σε κάθε εκκλησιαστική επαρχία πρέπει να τηρείται η παλαιά τάξις «κατά το πάλαι κρατήσαν έθος». Το ίδιο συμβαίνει και για τα δίκαια, δηλ τη δικαιοδοσία, του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων («συνήθεια κεκράτηκε και παράδοσις αρχαία» λέγει ο Ζ΄ της Α΄ Οικουμενικής) ...
Όπως παρατηρούμε η επίκλησις του έθους η της συνηθείας είναι ισχυρό επιχείρημα. Αν και η συνήθεια είναι ανώνυμη δηλ. δεν ταυτίζεται με κάποιο πρόσωπο έχει μεγάλη δύναμη γιατί δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε ανθρώπινη συνήθεια αλλά για τη θεανθρώπινη παράδοση της Εκκλησίας, για το έθος που έγινε με την επιστασία του αγίου Πνεύματος καθολικά αποδεκτό. Λέγει και ο άγιος Νικόδημος «ότι ένθα ουκ έστι κανών η έγγραφος νόμος, κρατεί η καλή συνήθεια, η ορθώ λόγω και πολλοίς έτεσι δοκιμασθείσα και μη εγγράφω κανόνι η νόμω εναντιουμένη, τάξιν κανόνος και νόμου επέχουσα» (Πηδάλιον σ. ιθ΄). Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Άγιος Βικέντιος ο εκ Λειρίνου, όταν λέγει: «teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est».
Βέβαια δεν επικρατεί στην Εκκλησία ως ευλογημένη πρακτική, οποιαδήποτε κακή συνήθεια. Και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Άγιος Αυγουστίνος όταν λέει: «In Evangelio Dominus, Ego sum, inquit, veritas. Non dixit, Ego sum consuetudo » δηλ. στο Ευαγγέλιο ο Κύριος είπε: «Εγώ είμαι η αλήθεια», δεν είπε «Εγώ είμαι η συνήθεια», και ο άγιος Κυπριανός όταν λέει: «η αρχαιότης (δηλ. η αρχαία συνήθεια) χωρίς αλήθεια είναι ένα παμπάλαιο σφάλμα». Μ’ αυτά που λέγουν οι Πατέρες εννοούν ότι υπάρχουν κακές συνήθειες που δεν μπορούν να ισχύσουν μέσα στην Εκκλησία εις βάρος της Αληθείας.
Ο Α΄ κανόνας της εν Σαρδική τοπικής Συνόδου λέγει: «Ου τοσούτον η φαύλη συνήθεια, όσον η βλαβερωτάτη των πραγμάτων διαφθορά εξ αυτών των θεμελίων εστίν εκριζωτέα...». Αυτόν σχολιάζοντας ο άγιος Νικόδημος λέγει ότι «πρέπει να ανατρέπεται μεν κάθε κακή και ψυχοβλαβής συνήθεια, ....να στερεώνεται δε και να φυλάττεται κάθε συνήθεια καλή και ωφέλιμος». Έτσι οι Κανόνες λειτουργούν διπλά: επικυρώνουν η ανανεώνουν δηλ. κάμουν ενεργή κάθε συνήθεια της Εκκλησίας, τη ζωντανή της Παράδοση που είναι συμβατή με την αγία Γραφή και τη διδασκαλία των Πατέρων, και ακυρώνουν και εκριζώνουν, ως καταστροφική της αληθείας και της ενότητος της Εκκλησίας, κάθε βλαβερή η πονηρά συνήθεια των ανθρώπων, συμβατή με την φιλαυτία και τα πάθη.
Η μη επίκληση της Παραδόσεως υπό των Κανόνων δένσημαίνει αυθαιρεσία αποφάσεων εκ μέρους των Πατέρων
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η απουσία της επικλήσεως της συνηθείας από τους περισσοτέρους Κανόνες δεν σημαίνει αυθαιρεσία στη λήψη άποφάσεως υπό των Πατέρων. Άλλοι Κανόνες μνημονεύουν την προϋπάρχουσα παράδοση, τη συνήθεια, ή τους πατέρες ή τους κανονικούς θεσμούς ή τας «εκκλησιαστικάς παραδόσεις ή τα παραδεδομένα» και άλλοι όχι.
Έτσι εκριζώνει η Εκκλησία δια του Α΄ Κανόνος της εν Σαρδική την «φαύλη συνήθεια» να μετατίθεται ο Επίσκοπος από μικρή σε μεγαλύτερη επαρχία, ο Ε΄ της Ζ΄ Οικουμ. την «πονηρά συνήθεια» να χειροτονούνται κληρικοί «δια δόσεως χρυσίου», ο ΛΒ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. την κακή συνήθεια των Αρμενίων να μην αναμιγνύουν ύδωρ με τον οίνο κατά τη Θεία ευχαριστία, μια συνήθεια που «καινίζει τα παραδεδομένα» και είναι αντίθετη από τη «θεόσδοτο τάξη» η οποία «κρατεί» στην Εκκλησία, ο 90ος της ΣΤ΄ Οικουμ. την κακή συνήθεια κάποιων χριστιανών να γονατίζουν την Κυριακή, ο 99οςς της ΣΤ΄ την ιουδαϊκή συνήθεια να προσφέρουν οι Αρμένιοι χριστιανοί μέσα στο άγιο Βήμα ψημένα κρέατα, ο ΠΑ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. την συνήθεια να προσθέτουν στον Τρισάγιο Ύμνο μετά το «άγιος αθάνατος» τη φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς», ο Ε΄ Αποστολικός, τη συνήθεια κάποιων κληρικών «προφάσει ευλαβείας» να διώχνουν τις συζύγους τους, ο ΞΔ΄ την κακή συνήθεια της νηστείας του Σαββάτου ο ΞΒ΄ τη συνήθεια να φορούν οι χριστιανοί κωμικά προσωπεία τη Μ. Τεσσαρακοστή κ.λ.π.
Από την άλλη ο ΙΒ΄ Κανών της ΣΤ΄ Οικουμενικής επισφραγίζει τη συνήθεια της αγαμίας των επισκόπων, αποβλέπων στην ωφέλεια των πιστών. Ο Ζ΄ της Β΄ Οικουμ. κατοχυρώνει κατά γράμμα την εκκλησιαστική πράξη της χρίσεως με το Άγιο Μύρο «σφραγιζομένους... τω Αγίω Μύρω, το τε μέτωπον και τους οφθαλμούς, και τας ρίνας και το στόμα και τα ώτα και σφραγίζοντες αυτούς λέγομεν Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου και των εξορκισμών: εξορκίζομεν αυτούς μετά το εμφυσάν τρίτον εις το πρόσωπον και εις τα ώτα». Μαζί μ’ αυτά, με διασταλτική ερμηνεία ο Κανόνας αυτός κατοχυρώνει και όλη την υπό των Αγίων Αποστόλων και Πατέρων διαμορφωθείσα εν αγίω Πνεύματι Λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Ζ΄ της Ζ΄ Οικουμ. ανανεώνει το έθος των εγκαινίων των Ναών δια της καταθέσεως μαρτυρικών λειψάνων και μ’ αυτή την αφορμή ορίζει να ανανεωθούν τα εκκλησιαστικά έθη και να «κρατούν» δηλ. να ισχύουν «κατά την έγγραφον και άγραφον θεσμοθεσίαν». Την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος από την αταξία των συμψαλλόντων αναδεικνύει ο ΙΕ΄ της εν Λαοδικεία ο οποίος, αντίθετα από την δια της βίας σήμερα επιβαλλομένης συμψαλμωδίας, επιτάσσει να ψάλλουν στην Εκκλησία μόνον οι κανονικοί ψάλτες και μάλιστα «από διφθέρας» δηλ. μέσα από τα λειτουργικά και μουσικά τους βιβλία. Ο ΚΖ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. επικυρώνει το εκ παραδόσεως έθος οι ιερείς να ενδύοντα όχι ενδύματα ανάρμοστα αλλά «στολαίς κεχρήσθω ταις ήδη τοις εν κλήρω καταλεγομένοις απονεμηθείσαις». Είναι πάλι αδιανόητο στην Εκκλησία να εξισώνονται κληρικοί και λαϊκοί. Γι’ αυτό απαγορεύεται η είσοδος των λαϊκών στο άγιο θυσιαστήριο, πολλώ μάλλον η μετάδοσις των αχράντων Μυστηρίων εντός αυτού κατά τον ΞΘ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. και τον ΙΘ΄ της εν Λαοδικεία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι ιεροί Κανόνες επιτελούν και μια άλλη λειτουργία. Αναδεικνύουν την υπάρχουσα ευ ρύτερη παράδοση. Έτσι επί τη βάσει του εν λόγω Κανόνος, ο οποίος ομιλεί περί του αβάτου του αγίου θυσιαστηρίου, είναι ανεπίτρεπτο να τελείται η Θ. Λειτουργία εκτός του αγίου Βήματος σε κοινή θέα θεατρικού τύπου, πάνω σε τραπεζάκια, όπως τελείται σήμερα η Θ. Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, δήθεν αρχαιοπρεπώς, έχοντας υποστεί ποικίλες διορθώσεις - λέγε διαστρεβλώσεις (βλ. π. Βασιλείου Σπηλιοπούλου Η λεγομένη Λειτουργία του Ιακώβου, ο Δούρειος Ίππος της «Λειτουργικής αναγεννήσεως», ww.orthros .org).
Η επανάληψη των Ι. Κανόνων δηλώνει τη σταθερή και βεβαία παράδοση της Εκκλησίας.
Υπάρχουν ιεροί Κανόνες οι οποίοι επανέρχονται στα ίδια θέματα και επιτάσσουν τα ίδια, όπως οι Κανόνες που απαγορεύουν τις συμπροσευχές. 13 Κανόνες τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και επί μέρους Πατέρων απαγορεύουν τις συμπροσευχές (π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου Η Συμπροσευχή με αιρετικούς). Σ’ αυτές διακρίνει κανείς το φρόνημα όλης της Εκκλησίας η οποία από τους λόγους τους Κυρίου «προσέχετε από των ψευδοπροφητών», των αγίων Αποστόλων «εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου» και «ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε» και των Αγίων Πατέρων μέχρι την αποχώρηση των ιερέων και λαϊκών κατά τη μνημόνευση του Πάπα στην Κων/πολη μετά την ψευδο-ένωση Φερράρας – Φλωρεντίας, έχει τη συνείδηση ότι είναι αδύνατο οντολογικώς, αυτοί που δεν συνάπτονται με τον Κύριο σε ένα Σώμα δια του αγίου βαπτίσματος να συνάπτονται με τους ορθοδόξως βαπτισμένους σε κοινή προσευχή είτε κατ’ οίκον είτε επ’ εκκλησίας. Γι’ αυτό είναι αστασίαστη, δηλ. ενιαία, η διδασκαλία των αγίων Πατέρων και των Συνόδων για την απαγόρευση των συμπροσευχών.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα κωλύματα της ιερωσύνης. Οκτώ Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν τη χειροτονία όσων υπέπεσαν σε θανάσιμα αμαρτήματα (ΚΕ΄ ,ΞΑ΄ Αποστ., Θ΄ της Α΄ Οικουμ., Νεοκαισ. Θ΄ Ι΄ Θεοφίλου Γ΄, Ε΄ ΣΤ΄ Οικουμ) ή απαιτεί την καθαίρεση αν υπέπεσαν μετά τη χειροτονία σ’ αυτά η τα ομολόγησαν μετά. Κι αυτό γιατί αυτή ει ναι η συνείδηση της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρει ο Θ΄ της Α΄ Οικουμ.: «το γαρ ανεπίληπτον εκδικεί η Καθολική Εκκλησία». Αυτή η συνείδησις τη διαρκή παρουσία του αγίου Πνεύματος παραμένει στην Εκκλησία η αυτή, σταθερή και αμετακίνητη. Είναι αδύνατο να αποδεχθεί το σώμα της Εκκλησίας, ως αληθείς ποιμένες όσους επέδειξαν μεμολυσμένο κι ακάθαρτο βίο έστω και πρόσκαιρα, διότι πρέπει να είναι καθαρός σε όλα, «ανεπίληπτος» κατά τον Απόστολο, όποιος τελεί την αναίμακτη ιερουργία αλλά και τα άλλα μυστήρια και έχει την ποιμαντική φροντίδα του λαού.
Παρόμοιες είναι οι περιπτώσεις της απαγορεύσεως μεταθέσεως των επισκόπων και της καθαιρέσεως των δια χρημάτων χειροτονηθέντων. Όλα εκφράζουν τη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, όπως παραδίδεται δια μέσου των γενεών δια της χειροτονίας και της αυθεντικής διδασκαλίας των αγίων Πατέρων.
Η Παράδοσις, ως ζώσα εμπειρία και διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, επεκτείνει σε βάθος και πλάτος το πνεύμα των Ιερών Κανόνων.
Ερχόμαστε τώρα σε μια άλλη πολύ λεπτή πτυχή της εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Η Παράδοσις, η οποία, όπως είπαμε, αφορά και αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, δια των Ιερών Κανόνων επικυρώνεται, συγκεκριμενοποιείται και λύνει κάθε παρανόηση και παρεξήγηση των μελών της Εκκλησίας. Όμως η δυναμική της δεν περιορίζεται στους ιερούς Κανόνες. Μιλήσαμε για την άγραφη παράδοση ως βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση των Κανόνων. Η Ζ΄ Οι κουμ. Σύνοδος λέγει ότι πρέπει να τηρείται στην Εκκλησία η «έγγραφος και άγραφος θεσμοθεσία». Πολλές φορές ένας μεταγενέστερος Κανόνας φανερώνει μια προϋπάρχουσα στη ζωή της Εκκλησίας παράδοση, μάλιστα στη ρύμη του λόγου, όπως οι ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) οι οποίοι αναφέρουν ρητώς ως υποχρεωτική τη μνημόνευση του επισκόπου κατά τη Θ. Λειτουργία (πλην των περιπτώσεων αποτειχίσεώς του). Αυτό γινόταν ανέκαθεν, αλλά αναφέρεται τώρα γραπτώς επειδή παρέστη ανάγκη. Όλη επίσης η λειτουργική ζωή, η δομή των ναών, τα άμφια των κληρικών, η αγιοκατάταξη κλπ. δεν ρυθμίζονται από Κανόνες, παρά μόνο περιστασιακά σε περίπτωση αμφισβητήσεως. Πολλές φορές πάλι κάποιος Κανόνας φέρων εν εαυτώ τη σχετική Παράδοση αποτελεί τη βάση την πυξίδα για διεύρυνση της παραδόσεως είτε με θέσπιση άλλου Κανόνος είτε όχι. Έτσι ο ΞΘ΄ Αποστολικός και άλλοι Κανόνες ομιλούν περί της νηστείας Τετάρτης, Παρασκευής και Μ. Τεσσαρακοστής. Όμως η Εκκλησία έχει πλέον σταδιακά φέρει μέσα στη ζωή της και αποτελεί καθολική παράδοση, την Τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων, την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου και τη νηστεία των αγίων Αποστόλων. Στον Ε΄ Αποστολικόν φαίνεται ότι υπήρχαν έγγαμοι επίσκοποι. Στον ΙΓ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. καθιερώνεται η αγαμία των επισκόπων, που υπήρχε σχεδόν ως καθολική παράδοση (και φαίνεται αυτό από προσεκτική ανά γνωση του Κανόνος) αλλά το κάμει η ΣΤ΄ Οικουμ. Σύνοδος αποβλέπο ντας στην προκοπή των χριστιανών και γιατί, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος, έβλεπε «προκόπτουσαν την εκκλησίαν, και ανθούσαν την πολιτείαν των Χριστιανών εις τας αρετάς». Άλλο παράδειγμα: Σύμφωνα με τον Ζ΄ αποστ. Κανόνα το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία και να μην συμπίπτει ο εορτασμός του με το Πάσχα των Ιουδαίων. Όμως η εκκλησιαστική παράδοση καθιέρωσε και άλλες δύο προυποθέσεις: α) να τελείται το Πάσχα ύστερα από την πρώτη πανσέληνο του Μαρτίου που θα τύχει μετά την ισημερία και β) να τελείται την π ρ ώ τ η Κυριακή μετά την πανσέληνο. Η παράδοσις αυτή δηλ. η έγγραφος του Κανόνος και η άγραφος υπό των Πατέρων τηρείται και πρέπει να τηρείται. Το Κανόνιο του Πάσχα, ο τρόπος για να ευρίσκεται το Πάσχα είναι καθιερωμένο από την Α΄ Οικουμ. Σύνοδο και δεν δικαιούται κανείς να το παραβεί, ούτε να καθιερώσει σταθερή ημέρα εορτασμού του Πάσχα για να το γιορτάζουμε μαζί με τους αιρετικούς, όπως για πολλές δεκαετίες προσπαθούν να το επιβάλλουν οι οικουμενιστές. Κι άλλο παράδειγμα: ο ΝΔ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. ομιλεί περί των αθέσμων και εμποδισμένων γάμων και απαγορεύει τους γάμους μέχρι δ΄ βαθμού εξ αίματος και εξ αγχιστείας. Η παράδοσις της Εκκλησίας επεξέτεινε τον Κανόνα εμποδίζοντας τους γάμους μέχρι και τον ζ΄ βαθμό. Και ο Άγιος Νικόδημος συνέταξε ειδική διδασκαλία περί συνοικεσίων δηλ. περί των επιτρεπομένων και απαγορευμένων γάμων.
Στο θέμα των εν αφέδρω γυναικών, επειδή υπάρχει πολεμική για τη θέση τους στη λατρεία από το φεμινιστικό και τον νεοεποχήτικο λειτουργιολογικό χώρο, ας γνωρίζουμε ότι έχουμε τη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Διαμαρτύρονται οι μοντέρνοι θεολόγοι για τι η Εκκλησία επιβάλλει στις γυναίκες που έχουν τα καταμήνια να μη κοινωνούν, να μην ασπάζονται τις εικόνες κλπ. και γιατί διαβάζουμε ευχές στις λεχώνες την α' ημέρα και κατά το σαραντισμό. Λέγουν ότι είναι ευχές μεταγενέστερες σύμφωνα με τα χειρόγραφα. Δεν θέλουμε εδώ να ασχοληθούμε με τη δεοντολογία της αναγνώσεως, αλλά μόνο με την παράδοση της Εκκλησίας, η οποία έρχεται από την πρώτη Εκκλησία. Ο Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας, ιερομάρτυς, εν μέσω διωγμών (περί το 240 μ.Χ) ερωτηθείς αν μπορούν να εισέρχονται στο ναό οι γυναίκες που ευρίσκονται στην έμμηνο ρύση απαντά ότι «είναι περιττό και να ρωτά κανείς γιατί, νομίζω» γράφει «ότι αυτές από μόνες τους αν είναι πιστές και ευλαβείς, όταν βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση δεν θα τολμήσουν να πλησιάσουν στην αγία τράπεζα ή να μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια». Και είναι αυτά που γράφει ο Β΄ Κανόνας του επικυρωμένα από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Δεν είναι δύσκολο κανείς να καταλάβει ότι ο Άγιος μεταφέρει εδώ, μάλιστα με τη φράση «πιστάς ούσας και ευλαβείς», όλη τη ζώσα παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας και όχι, όπως λένε και γράφουν οι ανόσιοι και αδαείς, ιουδαϊκές προκαταλήψεις. Παρόμοια λέγει και ο Άγιος Τιμόθεος Αλεξανδρείας, ένας εκ των Πατέρων της Β΄ Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος λέγει επιπλέον ότι η γυναίκα όταν βρίσκεται στην κατάσταση αυτή έστω κι αν έχει κατηχηθεί και ετοιμάζεται να βαπτισθεί πρέπει να αναβάλλει τη βάπτισή της μέχρι να καθαρισθεί. Η Εκκλησία μας λοιπόν στην γυναίκα που γέννησε, την ταλαιπωρημένη από τη λοχεία και τη ρύση αίματος, προσφέρει τις ευχές της και την πρώτη μέρα της γεννήσεως του παιδιού και στα σαράντα, μόλις παύσει αυτή η λειτουργία και νοιώθει ότι ανακτά τις δυνάμεις της και ζητά από τον Θεό την ίαση και την κάθαρσή της από «το σωματικό ρύπο» και τον «σπίλο της ψυχής». Ζητά τη σκέπη των αγίων Αγγέλων. Και βλέπουμε εδώ τη συνέχεια και την επέκταση της παραδόσεως, που στηρίζεται στους κανόνες των αγίων Πατέρων και δεν αφήνει έτσι τις μητέρες και απλώνει δράση ευεργετική της θείας Χάριτος στα νεογνά και τις μητέρες τους. Και για όποιους δεν μπορούν πράγματι η δεν θέλουν να καταλάβουν παραθέτουμε τα λόγια του αγίου Νικοδήμου: «ημείς ένα χρέος απαραίτητον έχομεν να υπακούωμεν και να ακολουθούμεν εις τους Κανόνας με αδιάκριτον υπακοήν και όχι να καθήμεθα κριταί και εξετασταί των υπό του Πνεύματος προστεταγμένων, δια τι τούτο, και δια τι εκείνο λέγοντες, ίνα μη υποπέσωμεν εις τα φρικωδέστατα επιτίμια των παραβαινόντων τους Κανόνας».
Τελευταίο παράδειγμα ισχύος της αγράφου παραδόσεως είναι η νηστεία προ της Θ. Κοινωνίας. Υπάρχει η μοντέρνα, καταφρονητική της Παραδόσεως των αγίων Πατέρων, διδασκαλία και τακτική να μην προηγείται νηστεία πριν κοινωνήσουμε! Αν και δεν υπάρχει ιερός Κανόνας σχετικός, όλοι γνωρίζουμε από την καθολικά αποδεκτή παράδοση της απανταχού ορθοδοξίας ότι απαιτείται τουλάχιστον μία ημέρα νηστείας και εγκρατείας, ως προετοιμασία για τη θεία Μετάληψη ακόμη κι αν νηστεύει κανείς όλες τις καθιερωμένες νηστείες.
Το εύρος της Παραδόσεως. Οι Ι. Κανόνες πυξίδες ασφαλείς για την ευταξία της Καθόλου Εκκλησίας και την εν Χριστώ ζωή των πιστών
Με όσα είπαμε γίνεται κατανοητό ότι η εκκλησιαστική Παράδοσις, η ζωή της Εκκλησίας, καλύπτει ένα τεράστιο χρονικό άνυσμα που ξεκινά από την Π.Δ. τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων στην Κ.Δ. διαπερνά δηλ. την Αγία Γραφή, τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, τους ιερούς Κανόνες και εκτείνεται με βάση αυτούς με αναλογική και διασταλτική ερμηνεία πέρα απ’ αυτούς εκβάλλοντας στην καθημερινή εκκλησιαστική ζωή και γινόμενη αποδεκτή από το Σώμα της Εκκλησίας ως σήμερα. Η Παράδοση έχει επίσης ένα βάθος και ποιότητα λεπτή που σχετίζεται με τις μεθόδους θεραπείας της ψυχής και την κατά Θεόν, ευαγγελική ειρήνευση των τοπικών Εκκλησιών και ένα πλάτος που εκτείνεται σε όλες τις πτυχές της προσωπικής εν Χριστώ ζωής αλλά και του εκκλησιαστικού βίου, στην ποιμαντική, στην οργάνωση και τη λατρεία της Εκκλησίας και δι’αυτής μεταφέρεται, για να θυμηθούμε τον π. Ιουστίνο, «παν ό,τι είναι αναγκαίον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και δια την αιώνιόν των ζωήν, εν τω παρόντι και εν τω μέλλοντι αιώνι....». Και όλα αυτά τα «αναγκαία» διασώζονται ακέραια και ασφαλή και ερμηνεύονται στην πράξη δια του Αγίου Πνεύματος για να θυμηθούμε τον Λόσκυ («Παράδοσις είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, μεταδίδοντος εις παν μέλος του Σώματος του Χριστού να εννοήση, δεχθή και γνωρίση την Αλήθειαν εν τω ιδίω Αυτής Φωτί...») και τον Φλωρόφσκυ («παράδοσις είναι η διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος που κινεί την Εκκλησία σε ολοένα και πληρέστερη κατανόηση της θείας αλήθειας από δόξης εις δόξαν»). Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί με σαφήνεια σε σχέση με τους Κανόνες είναι ότι αυτοί μαζί με τους δογματικούς Ό ρους σύμφωνα με τον άγιο Νεκτάριο περιχαρακώνουν τις ιερές αλήθειες από τα σοφίσματα των κακοδόξων. Κάνουν ορατή, συγκεκριμένη την Ιερά Παράδοση, την εμπειρία της Εκκλησίας, αποτυπώνουν στο χαρτί, στη μνήμη του εκκλησιαστικού Σώματος και στην καρδιά εκάστου των Ορθοδόξων την πίστη και το ήθος της Εκκλησίας. Οι Ιεροί Κανόνες διαλύουν κάθε αμφιβολία περί του πρακτέου, περί του αληθούς «νού» και του σκοπού της αγίας Γραφής ειδικά σε σοβαρά, κομβικά θέματα και αποτελούν πυξίδες που χαράζουν πορεία για την αντιμετώπιση και άλλων μερικοτέρων θεμάτων και λυδία λίθο για να εξετάζεται η γνησιότητα των παραδόσεων. Οι λύσεις, η πρακτική που ακολουθείται για τα θέματα αυτά έστω κι αν δεν καταγράφεται σε Κανόνες έχει καθολική ισχύ στη συνείδηση της Εκκλησίας. Αυτό το επιτυγχάνουν επειδή έχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες αρχές, ωρισμένη «φιλοσοφία», το νού, τις αρχές και τη φιλοσοφία του Σώματος του Χριστού.
Ο σκοπός των Ι. Κανόνων είναι ταυτόσημος με το σκοπό του Ευαγγελίου, δηλ. η σωτηρία του ανθρώπου μέσω της ορθής πίστεως στον Κύριο Ιησού Χριστό και την Αγία Τριάδα και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Ο Σταυρός του Χριστού είναι το φάρμακο της σωτηρίας. Όποιος θέλει να σωθεί πρέπει να άρη τον σταυρό του και να ακολουθήσει το Χριστό. Ποιμένες και ποιμαινόμενοι πρέπει να ακολουθούν τον νόμο του Ευαγγελίου, χωρίς προφάσεις, όπως ερμηνεύεται υπό της Παραδόσεως των αγίων. Όποιος δεν ακολουθεί παρά τις συστάσεις των ποιμένων νουθετείται και επιτιμάται. Εδώ υπεισέρχεται η λειτουργία των Ιερών Κανόνων. Αν ο χριστιανός επιμένει στο δικό του θέλημα και την αμαρτία, προς καιρόν απομακρύνεται από την κοινωνία της Εκκλησίας και εάν μένει αδιόρθωτος εκβάλλεται από την ποίμνη του Χριστού, ώστε να μην βλάψει και τα υπόλοιπα λογικά πρόβατα. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την Καινή Διαθήκη θα δούμε τη στάση του Κυρίου προς τους αποστόλους και των αποστόλων προς αλλήλους και προς τους πιστούς, και θα κατανοήσουμε ότι οι Ι. Κανόνες ακολουθούν την ίδια πορεία.
Η σύγχρονη προσπάθεια αθετήσεως της Παραδόσεως και των Ι. Κανόνων
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, όπως και έχουν, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει η σημερινή η μάλλον η από το 1923 με το λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο αρξαμένη προσπάθεια ανατροπής της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Έγινε τότε, γίνεται και τώρα προσπάθεια καταργήσεως η ακυρώσεως πολλών κανόνων, τροποποιήσεως κλπ. Για ποιούς λόγους; Διότι, λέγουν οι θιασώτες της ανατροπής, συγκεκριμένα ο συγγραφεύς του βιβλίου «Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων»: «Η Εκκλησία εφ’ όσον μετεβλήθησαν εν πολλοίς αι ανάγκαι των τέκνων αυτής, όχι μόνον δύναται αλλά και οφείλει να προσαρμόση προς τας νέας ταύτας ανάγκας την νομοθεσίαν αυτής, αφ’ ενός μεν τροποποιούσα η και καταργούσα τους εις αχρηστίαν περιελθόντας και ανεφαρμόστους καταστάντας κανόνας, αφ’ ετέρου δε προβαινουσα εις την θέσπισιν νέων κατά τας σημερινάς ανάγκας των πιστών» (Οικουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου «Περί την κωδικοποίησιν των Ιερών Κανόνων σ. 19). Πρόκειται για μια λάθος απ’ αρχής έως τέλους τοποθέτηση. Πουθενά ο Ευαγγελικός λόγος δεν ομιλεί για «προσαρμογές» σύμφωνα με την μεταβολή αναγκών. Πουθενά οι Ιεροί Κανόνες δεν ομιλούν για κατάργηση και τροποποίηση προγενεστέρων τους Κανόνων, Κανόνων που έχουν τη σφραγίδα των Οικουμενικών Συνόδων, ούτε για νομοθεσία της Εκκλησίας που θεσπίζει νέους κανόνες για νέες ανάγκες, αντίθετες από τις έως τώρα. Οι τυχόν καινούργιες ανάγκες, ανάγκες για την καλλίτερη κανονική οργάνωση και διαποίμανση αν ποτέ χρειασθεί να ρυθμισθούν, όπως έγινε και παλαιότερα, πρέπει να έχουν ως θεμέλιο τους προ αυτών Ιερούς Κανόνες και την ζώσα παράδοση. Προφανώς ο συγγραφεύς δεν έχει κατανοήσει ότι όσα θεσπίζουν οι Ι. Κανόνες δεν είναι «νομοθεσία» κοσμική, αλλά απόσταγμα της εν Αγίω Πνεύματι εμπειρίας, των Αποστόλων, των Αγίων και του καθόλου Σώματος του Χριστού και ότι αθετώντας αυτούς, αθετούμε την Παράδοση της Εκκλησίας, δηλ. την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Οι Ιεροί Κανόνες επί της ουσίας τους βασίζονται στην ορθόδοξη ανθρωπολογία και σωτηριολογία. Έχουν ως υπόβαθρο τη διδασκαλία περί δημιουργίας, πτώσεως και υποταγής του ανθρώπου στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο και επίσης την αποκατάσταση εν Χριστώ της ανθρωπίνης φύσεως και τη σωτηρία δια των μυστηρίων, της τηρήσεως των εντολών του Χριστού και της ασκήσεως. Ο άνθρωπος και η αμαρτία παραμένουν ίδια, αλλά και η σωτηρία και τα θεραπευτικά φάρμακα, όπως τα εβίωσε στην Παραδοσή της και τα θεσμοθέτησε στους Κανόνες της η Εκκλησία παραμένουν τα αυτά. Ίδιες οι αρρώστειες, ίδια και τα φάρμακα. Γι’ αυτό οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν καθόλου μα καθόλου, επαναλαμβάνω όσον αφορά τον πυρήνα τους, το ουσιαστικό τους περιεχόμενο καιρικό χαρακτήρα.
Επειδή στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε απόψεις επισκόπων θέλουμε να εξηγήσουμε ότι αυτό δε γίνεται προς έλεγχο των ιδίων, αλλά προς έλεγχο των απόψεών τους σύμφωνα με όσα λέγει ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ο οποίος συνιστά την αποφυγή ελέγχου των επι σκόπων και καταλήγει: «Το πράγμα, βεβαίως, αλλάσσει όταν πρόκειται περί παραβάσεως Ι. Κανόνων και όταν ο έλεγχος ασκήται με αγάπην γνώσιν και διάκρισιν» (Αθωνικά Άνθη σ. 262). Για να αποδείξουμε λοιπόν τα προλεχθέντα παραθέτουμε τη γνώμη κληρικού που συμμετείχε σε πανορθόδοξες διασκέψεις για το θέμα των συμπροσευχών: «... δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των ορθοδόξων χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ην στιγμήν αύτη δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν» (Συνοδικά VII, Ορθ. Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Σαμπεζί Γενεύης 1994, σ. 73). Ποια είναι άραγε η καινούργια «ανάγκη» που προέκυψε στους πιστούς και επιβάλλει την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, όταν σύμπασα η Εκκλησία από την εποχή των Αποστόλων ως σήμερα τη θεωρεί αδιανόητη; Η παρανομία των συμπροσευχομένων με αιρετικούς αντί να ελεγχθεί υπό των Κανόνων και των τεταγμένων προς τήρηση των Κανόνων οργάνων, πρέπει να γίνει νόμος και να ποδοπατηθούν οι Κανόνες των Αποστόλων, των Πατέρων και των Συνόδων; Δεν πρόκειται λοιπόν για αλλαγή αναγκών αλλά για αλλαγή νοοτροπίας που εκκλίνει προς άμβλυνση της ορθοδόξου συνειδήσεως.
Αυτές οι αντορθόδοξες, αθεολόγητες απόψεις δεν γράφονται μόνο στα βιβλία και τα περιοδικά, αλλά διατυπώνονται από επισκόπους απεσταλμένους στα κατασκευασμένα θεσμικά όργανα, όπως πχ. είναι οι επιτροπές και οι λεγόμενες προσυνοδικές διασκέψεις που προετοιμάζουν τη λεγομένη Μεγάλη και αγία Σύνοδο. Σ’ αυτήν σκοπεύουν εκτός από τη λύση διοικητικών ζητημάτων, όπως της κανονικής οργανώσεως της Διασποράς να επιβάλλουν και την κατεδάφιση των νηστειών, των κωλυμάτων γάμου, του Πασχαλίου κλπ. Αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα από τη Β΄ προσυνοδική διάσκεψη (1982). Κατ’ αυτήν ο μητροπολίτης Χ διαμαρτύρεται για την προηγηθείσα εισήγηση: « Εκ της υποβληθείσης... εισηγητικής εκθέσεως καταφαίνεται ότι ουδέν νέον επετεύχθη, αλλ’ ότι επανερχόμεθα εις τους εν ισχύϊ, κατά πάντας σεβαστούς Κανόνας. Εάν δε ήλθομεν δια να επαναλάβω μεν τα ίδια, διατί ήλθομεν; ... Δικαιολογούμεθα ότι υπάρχει η κοινή γνώμη, το πλήρωμα , όμως και ημείς πρέπει να έχωμεν το θάρρος... να είπωμεν εις τον λαόν τι πιστεύομεν» (Συνοδικά VII Γενεύη 1994, σ.131) και πιο κάτω, ο ίδιος: «Ο γάμος μετά την χειροτονίαν των κληρικών είναι θέμα, το οποίον ουδείς δύναται να εμποδίση την Εκκλησίαν να το εξετάση. Και θεολογικώς ακόμη. Βεβαίως θα παραβώμεν τους Κανόνας. ‘Υπάρχει μία παράδοσις, αλλ’ αύτη, νομίζω, δεν στηρίζεται επί του δόγματος» (ως άνω). Και άλλος επίσκοπος Ψ σε σχέση με την εισήγηση περί αναπροσαρμογής των διατάξεων περί νηστείας, επειδή πολλοί επίσκοποι αντέδρασαν στην τροποποιήση των νηστειών είπε: «Τυγχάνει παγκοίνως γνωστό ότι πλείστοι λαϊκοί δεν εφαρμόζουν τας περί νηστείας διατάξεις. Και όχι μόνον αυτοί αλλά και πολλοί κληρικοί και επίσκοποι ακόμη. Διατί να μην έχωμεν το θάρρος να το ομολογήσωμεν παρά να ακολουθώμεν την τακτικήν της στρουθοκαμήλου; Ενώπιον τοιούτων διαγραφομένων τάσεων (δηλ. εννοεί περί μη αλλαγής της παραδόσεως των νηστειών) επαναλαμβάνω και εγώ ότι σήμερον δυστυχώς η Εκκλησία οδηγείται εις νέον μεσαίωνα» (ως άνω σ. 169). Και τρίτος επίσκοπος Ω: «Η εκκλησία είναι υπεράνω της Βίβλου, υπεράνω της Παραδόσεως, υπεράνω των Κανόνων. Το παν είναι η Εκκλησία. Ως εκ τούτου δύναται να αναθεωρήση τους περί νηστείας κανόνας, εφ’όσον αύτη ηκολούθησεν μίαν εξελικτικήν επί τα πρόσω πορείαν. Ό, τι ισχύει δια την χρονικήν επέκτασιν της νηστείας, τούτο εξ αντιθέτου, ισχύει και δια την σμίκρυνσιν της διαρκείας αυτής» (σ. 176). Αντιλαμβάνεται κανείς εκ των ανωτέρω ότι οι εν λόγω επίσκοποι έχουν εσφαλμένη αντίληψη περί Εκκλησίας, Παραδόσεως και Κανόνων. Θεωρούν εαυτούς και μόνον, ούτε καν όλους τους επισκόπους, ως Εκκλησία· την Παράδοση ως ένα σύνολο συνηθειών που μεταφέροντες ως αναγκαστικό βάρος από γενιά σε γενιά και τους Ιερούς Κανόνες ως ανθρώπινα-θρησκευτικά νομοθετήματα που μπορούν να υποκατασταθούν από άλλα πιο βολικά, πιο συμβατά όχι με το Ευαγγέλιο αλλά με τη νοοτροπία και τις ψευδο-ανάγκες του εκκοσμικευμένου ανθρώπου.
Καταλαβαίνω την αγωνία των επισκόπων αυτών, οι οποίοι επιθυμούν να προσφέρουν με τη συνοδική τους συμβολή το καλλίτερο για την Εκκλησία. Θα πρότεινα να ξανακοιτάξουν τις προτάσεις του π. Ιουστίνου Πόποβιτς για μια μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, δηλ. το θέμα της Διασποράς, που είναι θέμα προς συζήτηση και το θέμα: «Οικουμενισμός». «Το θέμα τούτο» γράφει ο μακαριστός γέροντας «όπως εξ άλλου και το θέμα της Διασποράς είναι εις την πραγματικότητα ε κ κ λ η σ ι ο λ ο γ ι κ ό ν θ έ μ α, καθ ότι αναφέρεται εις την Εκκλησίαν ως ένα και ενιαίον και μοναδικόν θεανθρώπινον οργανισμόν, τον οποίον ο συγκρητισμός του συγχρόνου οικουμενισμού θέτει υπό αμφισβήτησιν». Στα θέματα αυτά θα μπορούσε να προστεθεί η πρόταση για καταδίκη της λεγομένης «Λειτουργικής αναγεννήσεως» που μεθοδεύει την αλλοίωση όλης της λειτουργικής Παραδόσεως, της λειτουργικής γλώσσας, του τρόπου αναγνώσεως των ευχών, της ιερατικής αμφιέσεως την κατάργηση του ιερού τέμπλου κ.λ.π. Δείκτης προς αυτή την κατεύθυνση το πνεύμα του Ζ΄ Κανόνος της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος απαιτεί να ανανεωθούν τα εκκλησιαστικά έθη και να «κρατούν» δηλ. να ισχύουν «κατά την έγγραφον και άγραφον θεσμοθεσίαν». Μπορούν επίσης κατά το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, να προτείνουν θεσμοθέτηση Κανόνος που να επισφραγίζει την ως τώρα κυρίαρχη άγραφη παράδοση των νηστειών Χριστουγέννων, Αγίων Αποστόλων και Δεκαπενταυγούστου.
Επικαιροποίηση της Ιεράς Παραδόσεως και των Κανόνων. Συμπεράσματα για τη ζωή των χριστιανών.
Υπάρχει μεγάλη αποστασία των ανθρώπων από το θέλημα του Θεού, δείγμα των εσχατολογικών χρόνων μας. Αυτό το πνεύμα διαποτίζει όλη την πολιτική, την κοινωνική ζωή, τα ΜΜΕ και γίνεται βίωμα αποδεκτό από πάρα πολλούς ανθρώπους. Εισέρχεται και στους ανθρώπους της Εκκλησίας και προβληματίζει κι αυτούς αν βαδίζοντας στη ζωή τους σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και την παραδεδομένη από την Εκκλησία ζωή βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Aυτό εκμεταλλεύονται οι δυνάμεις της Ν. Εποχής που εισχώρησαν στην Εκκλησία με δικούς της ανθρώπους σε όλα τα επίπεδα και τους χώρους. Αυτοί ενσπείρουν αμφιβολίες μέσω μιας ψευδοεπιστήμης και προσπαθούν να δώσουν δικές τους αντιευαγγελικές και αντορθόδοξες ερμηνείες αντίθετες από το ορθόδοξο ήθος που είναι αποθησαυρισμένο στην Εκκλησία και το οποίο ακολουθούν οι χριστιανοί που επιθυμούν τη σωτηρία τους. Τα μηνύματα των νεοεποχιτών και τα επιχειρήματά τους είναι απλά και χονδροειδή καθώς απευθύνονται στους πολλούς και δεν θέλουν να τους προβληματίζουν. Μηνύματα για αλλαγή της Εκκλησίας προς τα έξω: «άνοιγμα» της Εκκλησίας για να αγκαλιάσει τον κόσμο. Κάτω η απομόνωση! Σεβασμός όχι μόνο στα πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων αλλά και στα πιστεύματά τους. Διάλογος για να τα βρούμε. Μηνύματα για αλλαγή προς τα μέσα: Κατανόηση της αδυναμίας του ανθρώπου και «αγάπη». Κάτω οι απαγορεύσεις στην αμαρτία, οι πολλές νηστείες και οι πολλές προσευχές, ναί στους γάμους των κληρικών και των μοναχών και ερωτοτροπία με ιδέες που προωθούν τη χειροτονία γυναικών. Μέθοδος: Κάτω η παράδοση και η κριτική σκέψη. Και το κυριώτερο «αγάπη προς όλους». Έχει εδώ πολύ ενδιαφέρον η κατάργηση της σκέψεως και η καλλιέργεια της λεγομένης «συναισθηματικής νοημοσύνης» μια μέθοδος της Ν. Εποχής η οποία αφήνει στην άκρη τον λόγο, ο οποίος επεξεργάζεται κάθε πρόταση και ερέθισμα και βομβαρδίζει το θυμικό, το συναισθηματικό μέρος της ψυχής με άνευ ορίων ανοχή, ψευδοαγάπη προς όλους και όλα, συνεργασία προς κάθε κέλευσμα της Ν. Εποχής. (βλ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Νέα Εποχή) Όπλα: Κατασκευή συλλογικών οργάνων που προωθούν αυτές τις απόψεις, τρομοκράτηση και κατασυκοφάντηση των αντιφρονούντων καθώς και περιοδικά, συνέδρια, ΜΜΕ άφθονα για την προπαγάνδα τους.
Μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα νοιώθει κανείς ότι κλυδωνίζεται το σκάφος της Εκκλησίας, ότι όλα χάνονται. Έχουμε όμως και εμείς οι ορθόδοξοι όπλα ακαταμάχητα, αμυντικά και επιθετικά, αρκεί να μένουμε σταθεροί και να τα έχουμε εύκαιρα στον αγώνα μας: Το Ευαγγέλιο, τους Αποστόλους, τους Αγίους, την Παράδοση της Εκκλησίας και τους Ιερούς Κανόνες, όπως τους ερμηνεύει ο Άγιος Νικόδημος στο «Πηδάλιό» του. Πρέπει να βεβαιωνόμαστε κάθε στιγμή για την κατά το δυνατόν ταύτιση της πίστεώς μας, των ιδεών μας, των πράξεων και των λόγων μας με αυτά. Αν θεωρούμε εαυτούς χριστιανούς τότε πιστεύουμε ότι το Άγιο Πνεύμα οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν», σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου. Και αυτό το κάνει για κάθε θέμα πίστεως και ήθους δια των Αποστόλων, των Πατέρων και των Συνόδων. Χρησιμοποιώντας τον ορθό λόγο που είναι δώρο του Θεού, αναβαπτισμένο όμως στην ευαγγελική διδασκαλία διαπιστώνουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση, όπως αυτό βιούται στην Παράδοση στη σάρκα της Εκκλησίας, στο Σώμα του Χριστού. Αυτή η εμπειρία της Εκκλησίας είναι η Παράδοση που άλλοτε καταγράφεται και σφραγίζεται δια των Ιερών Κανόνων και άλλοτε παραμένει άγραφη στη μνήμη της Εκκλησίας δηλ. στη ζωή των πιστών. Κι αυτή η άγραφη παράδοση, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, μαζί με την έγγραφη «την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν...», και κανείς, συνεχίζει, δεν μπορεί να πεί το αντίθετο, αν βέβαια έχει έστω και την παραμικρή πείρα των εκκλησιαστικών θεσμών. Αυτή την ευσέβεια προς την Παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες πρέπει να τηρούμε ως θεμέλιο της εν Χριστώ ζωής, για να αποφύγουμε τη σύγχυση περί την αλήθεια που προκύπτει από τον καταιγισμό αντιχρίστων και αντορθοδόξων ιδεών, που δυστυχώς διαχέονται σήμερα με απεριόριστο θράσος στην αυλή της Εκκλησίας.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Φωτοπούλου
εφ. του Ιερού Ναού Αγ. Παρασκευής Αττικής.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει εκ μέρους των Αποστόλων: «Ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον...ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών˙ και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του Πατρός και του Υιού αυτού Ιησού Χριστού...» (Α΄ Ιωαν. 1, 1-3). Παραδίδει εδώ ο Ευαγγελιστής στους χριστιανούς την πίστη εις τον Ιησούν Χριστόν, ως ζωήν αιώνιον. Τους καλεί όχι να πιστεύσουν αφηρημένα στον Χριστό. Τους καλεί στην Εκκλησία, στην κοινωνία των Αποστόλων που εγνώρισαν τη αληθεία και εμπειρία τον Χριστό, τη διδασκαλία Του, τα θαύματά Του, το πάθος και την ανάστασή Του που ήσαν, όπως γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «αυτόπται και υπηρέται του Λόγου» (Λουκ. 1, 1-2).
Η παράδοσις της πίστεως γίνεται από γενεά σε γενεά κατά την αποστολική διαδοχή. Πρόκειται για την πολύτιμη παρακαταθήκη, η οποία παραδίδεται από τους Αποστόλους στους μαθητές τους: «Την καλήν παραθήκην φύλαξον δια Πνεύματος Αγίου του ενοικούντος εν ημίν» ( Β΄ Τιμ. 1, 14). Κι αυτοί με τη σειρά τους την παραδίδουν στους χριστιανούς αλλά και στους διαδόχους τους επισκόπους κατά τη χειροτονία.
Η παράδοσις της πίστεως όμως δεν είναι μια απλή μετάδοσις διδασκαλίας και αρχών περί του προσώπου του Χριστού. Συνδέεται κατ’ απόλυτο τρόπο με την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών» (Ρωμ. 4, 25). Παρεδόθη εις θάνατον και ταυτόχρονα παρέδωσε σε μας δια των Αποστόλων τον Εαυτό του, το Σώμα του και το Αίμα Του, κατά την παράδοση του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας.
Γράφει ο Απ. Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή εκφρά ζοντας την πίστη και εμπειρία των λοιπών παρόντων στο Μυστικό Δείπνο Αποστόλων: «Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου , ό και πα ρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός εν τη νυκτί η παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· λάβετε φάγετε· τούτό μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον˙....ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων ˙ τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι» ( Α΄Κορ. 11).
Πιστεύει κανείς στο Χριστό κοινωνώντας το Σώμα και το Αι μα Του και κοινωνεί αληθινά εις ζωήν αιώνιον πιστεύοντας και ομο λογώντας τη Θεότητα του Χριστού, την Ανάσταση, την Ανάληψη, τη Δευτέρα Του Παρουσία. Γι’ αυτό γράφει ο απ. Παύλος: «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη» (Α΄ Κορ. 11, 26). Όμως η θεία Ευχαριστία δεν τελείται κατά τυχαίο τρόπο. Ακόμη και προ της διαμορφώσεως της τάξεως της Θ. Λειτουργίας υπάρχουν στοιχεία της τελέσεώς της τα οποία είναι παραδεδομένα α γ ρ ά φ ω ς από τους Αποστόλους και τους διαδόχους τους. Και όχι μόνο τα σχετικά με τη Θ. Λειτουργία, αλλά και όσα είναι συνημμένα με τη Θ. Ευχαριστία, με το Άγιο Βάπτισμα, με την προσευχή και εν γένει την ορθόδοξη Λατρεία. Αυτό το βεβαιώνει ο Μ. Βασίλειος, όταν γράφει προς τον Αμφιλόχιον Ικονίου :
«Ποιος δίδαξε εγγράφως να σφραγίζονται με τον τύπο του Σταυρού όσοι ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού; Το να στρεφόμαστε προς ανατολάς κατά την προσευχή, που είναι γραμμένο; Τους λόγους που λέγομε κατά την αγία αναφορά ποιος άγιος μας τα κατέλιπε εγγράφως; ..... Ευλογούμε το νερό του βαπτί σματος και το έλαιο της χρίσεως και αυτόν που βαπτίζουμε. Από ποια έγγραφα τα μάθαμε αυτά; δεν τα έχουμε από τη σιωπηρή και μυστική παράδοση; Το πως να χρίουμε τον βαπτιζόμενο, το να τον βαπτίζουμε τρεις φορές στο νερό, το να αποτάσσεται τον Σατανά και τους αγγέ λους του και όσα άλλα περιλαμβάνει το μυστήριο του Βαπτίσματος, από που τα έχουμε; Δεν τα έχουμε από την αδημοσίευτη και απόρ ρητη διδα σκα λία, την οποία οι Πατέρες μας φύλαξαν μέσα σε σιγή χω ρίς πολυ πρα γ μοσύνη και χωρίς να την περιεργάζονται»;
Αυτά λέγει ο Μ. Βασίλειος και καταλήγει: «Δε θα μου φθάσει η ημέρα για να διη γηθώ τα μυστήρια της Εκκλησίας».
Έτσι όλη η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας έχοντας την αρχή της στην Αγία Γραφή, ολοκληρώνεται με την παραδεδομένη υπό των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων Παράδοση. Κατά την τέλεση των Μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας δίδεται και η ομολογία της πίστεως. Εκεί βρίσκεται επομένως και η ρίζα της Θεολογίας. Και αυτή η ομολογία υπάρχει εξ αγράφου παραδόσεως. Λέει πάλι ο Μ. Βασίλειος :
«Την ομολογία της πίστεως, δηλ. το να πιστεύουμε στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, από ποια συγγράμματα την έχουμε; αν επί τη βάσει της παραδόσεως του βαπτίσματος ... όπως βαπτιζόμεθα, έτσι οφείλουμε και να πιστεύουμε, τότε ας μας επιτρέψουν από συ νέπεια στην ευσέβεια να προσφέρουμε την δοξολογία κατά όμοιο με την πίστη τρόπο». Τα τρία αυτά, Βάπτισμα, Ομολογία Πίστεως και Δοξολογία, κύρια συστατικά της ζωής της Εκκλησίας βασίζονται στην άγραφη παράδοση των Αποστόλων και των διαδόχων τους. Κι έχει τόση δύναμη ώστε, αν επιχειρήσουμε, κατά τον Μ. Βασίλειο να εγκαταλείψουμε τα άγραφα έθη θα ζημιώσουμε στα καίρια σημεία το Ευαγγέλιο μάλλον θα καταντήσει η πίστη κενή περιεχομένου. Έτσι και η έγγραφη διδασκαλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και η άγραφη παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων, «αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν».
Πέραν της λατρείας, μάλλον σαν προέκτασή της και συνέπειά της και προβολή της, όλη η ζωή της Εκκλησίας, η διοίκησή της, το ήθος των κληρικών, λαϊκών και μοναχών η άσκησή τους η μετοχή τους στα Μυστήρια, το Βάπτισμα, ο Γάμος, η στάσις έναντι των αιρετικών, ο Κανόνας της Αγίας Γραφής και άλλα πολλά ζητήματα έχουν ως οδηγό και ρυθμιστή τους την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Απ. Παύλος ζητεί από τους χριστιανούς: «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις , ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής υμών» (Β΄ Θεσ.). Τους επαινεί διότι όπως γράφει «καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις, ούτω κατέχετε». Και ψέγει αυτούς οι οποίοι παρά την παράδοση των αποστόλων δεν εργάζονται (Β΄ Θεσ 3, 6). Αυτή η Παράδοση είναι η εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία της Εκκλησίας, όπως παρεδόθη από τους Αποστόλους, όπως βιώθηκε υπό του Σώματος της Εκκλησίας και καταγράφηκε υπό των αγίων Πατέρων, ιδία των αγίων επισκόπων οι οποίοι ήσαν «εκείνοι, που με την επισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθεί το βέβαιον χάρισμα της αληθείας» qui cum episcopatus successione charisma veritatis certum acceperunt, κατά τον Άγιο Ειρηναίο.
Ορισμός της Παραδόσεως. Η θέση της και η λειτουργία της μέσα στην Εκκλησία
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να ορίσουμε καλλίτερα και επιστημονικότερα την Παράδοση της Εκκλησίας. Πολλά έχουν ειπωθεί ως ορισμός της Παραδόσεως στην προσπάθεια των θεολόγων να εμβαθύνουν στο νόημά της (η και στην προσπάθειά τους να την καταστήσουν ένα εργαλείο κατάλληλο για «ανανέωση» της εκκλησιαστικής ζωής η υπονομεύσεως του περιεχομένου της), όπως βιώνεται από την Εκκλησία. Έτσι για τον Λόσκυ Παράδοσις είναι «η ζωή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, μεταδίδοντος εις παν μέλος του Σώματος του Χριστού να εννοήση, δεχθη και γνωρίση την Αλήθειαν εν τω ιδίω Αυτής Φωτί ... και ουχί κατά το φυσικόν φως της ανθρωπίνης λογικής». Για τον π. Γ. Φλωρόφσκυ Παράδοσις είναι: «η σταθερή παραμονή, η συνεχής ενοίκηση του Πνεύματος και όχι η μνήμη των λέξεων, δεν είναι ιστορική αλλά «χαρισματική» αρχή. ...δεν είναι η συνέχεια της ανθρώπινης μνήμης ή η διατήρηση ηθών και εθίμων, είναι η συνέχεια της θείας συμπαραστάσεως, η διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος που κινεί την Εκκλησία σε ολοένα και πληρέστερη κατανόηση της θείας αλήθειας «από δόξης εις δόξαν» ... Για τον π. Δημ. Στανιλοάε «Παράδοση είναι η ζωή της Εκκλησίας, είναι ο όρος δια του οποίου αύτη διατηρείται ζώσα και αναλλοίωτος». Απ’ όλες αυτές τις γνώμες περί της παραδόσεως κι άλλες περισσότερες προτιμούμε αυτήν του αγίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς. Γράφει:
«Τι είναι «αι παραδόσεις ημών»; Πάντα όσα ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Ίδιος και δια του Αγίου Πνεύματος, έδωσε εντολήν να κρατώμεν και κατ’ αυτά να ζώμεν˙ παν ό,τι παρέδωκεν εις την Εκκλησίαν Του, εν τη οποία κατοικεί διαρκώς ο ίδιος μετά του Αγίου Πνεύματός Του ... «Αι παραδόσεις» μας είναι η νέα ζωή της Χάριτος εν Αγίω Πνεύματι ... Πάντα όσα παρεδόθησαν εις τους Αποστόλους υπό του Σωτήρος Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν ακριβώς «την Παράδοσιν», την Αγίαν Παράδοσιν, δηλ. όλην την διδασκαλίαν του Σωτήρος και όλας τας ζωοποιούσας ενεργείας δια την πραγμάτωσιν της διδασκαλίας ταύτης εις την ζωήν των ανθρώπων. Ταύτα πάντα παρέδωσαν εις ημάς «είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής». Η παράδοσις είναι εν μέρει γεγραμμένη, ενώ κατά το πλείστον παρεδόθη προφο ρι κώς, αλλ’ όμως όλα μαζί αποτελούν την Θείαν Αποκάλυψιν, δηλ. το Ευαγγέλιον του Χριστού, το Ευαγγέλιον της σωτηρίας, το παραδοθέν υπό του Θεού εις την Εκκλησίαν δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους «από του νυν έως του αιώνος» ... Το γραπτόν Ευαγγέλιον συμπληρώνεται με το άγραφον Ευαγγέλιον της Εκκλησίας και υπ’ αυτού ερμηνεύεται δια της ενεργείας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος του κατοικούντος εν τη Εκκλησία. Όντως όλα αυτά εν τη Εκκλησία αποτελούν μίαν ολότητα, εν ζων πνευματικόν σώμα, η γραπτή δηλαδή και άγραφος παράδοσις. Διο και ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Παράδοσις εστί, μηδέν πλέον ζήτει» (P.G. 62, 488), διότι εν αυτή ευρίσκεται παν ό, τι είναι αναγκαίον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και δια την αιώνιόν των ζωήν, εν τω παρόντι και εν τω μέλλοντι αιώνι ... Με μίαν λέξιν, η θεία, η θεανθρωπίνη Παράδοσις είναι το παραδίδειν δια μέσου των αιώνων και των γενεών αυτόν τούτον τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, μετά πασών των θείων α ληθειών και των εντολών, των χαρίτων (των μυστηρίων) και των αρετών Αυτού, ως ζώντα Θεόν και Σωτήρα, εν τη Εκκλησία και ως Εκκλησίαν...» ( Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σ. 201-202).
Αυτή η «ολότητα ... η γραπτή και άγραφος παράδοσις» φυλάσσεται από την Εκκλησία ως θησαυρός πολυτίμητος και καθοδηγεί την Εκκλησία, το Σώμα των πιστών και ως προς την πίστη και ως προς το ήθος και την καθόλου ζωή. Όμως εξ αρχής, η Εκκλησία ως θεανθρώπινος οργανισμός αντιμετώπισε προβλήματα ως προς την πίστη, τη λατρεία, το ήθος και την εν γένει ποιμαντική της εξ αιτίας αμφισβητήσεως από μέρους κάποιων χριστιανών και εξ αιτίας των αιρέσεων και άλλων αναφυομένων πρακτικών ζητημάτων τα οποία απαιτούσαν επείγουσα λύση. Έτσι οι ποιμένες, οι Απόστολοι κατ’ αρχάς και οι διάδοχοί τους, οι Άγιοι Πατέρες και επί μέρους αλλά και εν Συνόδω έλυναν τα ζητήματα της Πίστεως με Όρους και τα υπόλοιπα θέματα με αποφάσεις τους, με Κανόνες προφορικούς στην αρχή και γραπτούς στη συνέχεια. Αντλούσαν για όλες τις αποφάσεις τους από την ακένωτη πηγή της εγγράφου και αγράφου παραδόσεως. Οι Απόστολοι ελάμβαναν πάντοτε υπ’ όψιν τους το πνεύμα, τον «νουν» των θείων Γραφών, την προφορική διδασκαλία του Κυρίου· οι διάδοχοι τους, οι Αποστολικοί Πατέρες, την Αγία Γραφή, την προφορική διδασκαλία και την πρακτική των Αποστόλων και τους Κανόνες τους· και οι μετ’ αυτούς Πατέρες πλην των ανωτέρω, τους προ αυτών Πατέρες και τους Κανόνες των τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Ελάμβαναν υπ’ όψιν επίσης και οι Απόστολοι και οι Πατέρες την αδυναμία των ανθρώπων, τον τόπο και τον χρόνο, τη συνήθεια που επικρατούσε. Όλα όμως τα αποφάσιζαν με την επιστασία, το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την Παράδοση. Δεν διεχώριζαν, ως πράγμα αδύνατο, την Πίστη από το ήθος και τα προβλήματα, τα οποία ετίθεντο ενώπιόν τους ζητούντα επιτακτική λύση. Έτσι επλουτίζετο η Παράδοσις, η εμπειρία της Εκκλησίας.
Η άγραφη παράδοση βασικός παράγοντας διαμορφώσεως των θεσμών της Εκκλησίας
Εδώ θέλουμε να επιμείνουμε στην άγραφη παράδοση, ως ένα εκ των πλέον καθοριστικών παραγόντων για την διαμόρφωση της Θ. Λατρείας, τον τρόπο τελέσεως των μυστηρίων αλλά και τη θέσπιση των γραπτών Κανόνων υπό των επί μέρους Πατέρων και των Συνόδων. Οι άγιοι Πατέρες δεν δημιούργησαν τη Θ. Λατρεία εκ του μη όντος, δεν κατέγραψαν στα ευχολόγια τον τρόπο τελέσεως του Βαπτίσματος και της Θ. Ευχαριστίας (το είδαμε αυτό στα λεχθέντα του Μ. Βασιλείου) εκ του ευσεβούς λογισμού τους αλλά άρμοσαν όλη τη λατρεία επί τη βάσει των παραδόσεων των Αποστόλων. Και οι διάδοχοί τους με φόβο Θεού προσέθεταν τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος πάνω στο θεμέλιο αυτό πολύ αργά και προσεκτικά προς ωφέλεια και πνευματική προκοπή των πιστών άλλους πολύτιμους λίθους που δοκιμάζονταν από το Σώμα της Εκκλησίας για τη σταθερότητα, την τελειότητα, την ομορφιά, την αρτιότητα, το δέσιμό τους με την υπόλοιπη οικοδομή, η οποία ηύξανε εν Κυρίω. Αντιστοίχως δε νομοθετούσαν, όπως οι σημερινοί κοσμικοί νομοθέτες δηλ. αυθαίρετα κατά την γνώμη και κρίση τους, η τη γνώμη των αρχόντων, η κολακεύοντας τους αρχομένους κλπ. Εθέσπιζαν κατά το πνευματικό συμφέρον των πιστών, της Εκκλησίας, έχοντας κατά νουν την αγία Γραφή, αλλά και την εμπειρία του Σώματος της Εκκλησίας, αυτό το οποίο εβίωναν ανέκαθεν οι χριστιανοί, ως ορθό, θεάρεστο, συμβατό με το λόγο του Θεού και ωφέλιμο για τον καθένα και για όλους («εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, (οι Πατέρες) ώρισαν τα συμφέροντα», κατά τον Α΄Κανόνα της Ζ΄Οικουμ. Συνόδου) ή σε κάποιες περιπτώσεις αυτό που η τοπική εκκλησία ζούσε. Έτσι οι Αποστολικοί Κανόνες, οι οποίοι παρεδόθησαν, κατά τον Β΄ Κανόνα της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου «ονόματι των αγίων ... Αποστόλων», καταγράφουν τη διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά και την εμπειρία της Εκκλησίας. Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της Παραδόσεως, εγγράφου και αγράφου στη διδασκαλία του Κυρίου, των Αποστόλων και στους αποστολικούς Κανόνες οικοδόμησαν οι Άγιοι Πατέρες το αρχιτεκτόνημα του συνόλου των Ι. Κανόνων. Δεν υπάρχει αυθαιρεσία στις αποφάσεις τους. Κι όταν «τέμνουν» μια διαφορά μεταξύ επισκόπων η τοπικών εκκλησιών, όταν λύνουν μια αμφισβήτηση, όταν καθιερώνουν μια πρακτική, πάντοτε πυξίδα τους είναι η ιερά Παράδοσις. Γι’ αυτό και το Σώμα των Ι. Κανόνων έγινε και γίνεται δεκτό από την Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν έχει ανάγκη για να ρυθμίσει τη ζωή της από έναν Codex Juris Canonici (Κώδικα κανονικού δικαίου), όπως οι παπικοί, ένα ασφυκτικό νομοθέτημα κατά τα πρότυπα του κοσμικού δικαίου αλλά έχει μέσα στη ζωή της την εμπειρία της Εκκλησίας, την εμπειρία των Αγίων αποκρυσταλλωμένη στους ιερούς Κανόνες. Εκεί μπορούν και πρέπει να εντρυφούν οι ποιμένες, Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι, Μητροπoλίτες Πατριάρχες και Σύνοδοι και να αγάλλονται «ως αν τις εύροι σκύλα πολλά», (Β΄Κανών της Στ΄) δηλ. πολλά και πολύτιμα λάφυρα και να ρυθμίζουν ασφαλώς τα της Εκκλησίας.
Είναι τόση η δυναμική της ιεράς Παραδόσεως, ως εμπνεόμενη από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ώστε δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει πάντοτε στους ιερούς Κανόνες τις γραπτές ρίζες και την αφετηρία τους. Για παράδειγμα ο Κ΄ Κανών της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, ο Ϟ΄ της Στ΄, ο ΙΕ΄ του Πέτρου Αλεξανδρείας και ο Ϟα΄ του Μ. Βασιλείου επιτάσσουν να μην κλίνουμε γόνυ την Κυριακή. Υπόβαθρο όλων αυτών των αποφάσεων ει ναι η ζώσα παράδοση που θεμελιώνεται στη ζώσα πίστη του Σώματος του Χριστού στην Ανάσταση και την μέλλουσα βασιλεία. Αυτήν την παράδοση επικαλούνται όλοι οι ανωτέρω Κανόνες. Ο Κ΄ της Α΄ λέγει: «Επειδή τινες εισιν εν τη Κυριακή γόνυ κλίνοντες και εν ταις της Πεντηκοστής ημέραις, υ π έρ τ ο ύ π α ν τ α ε ν π α σ η π α ρ ο ι κ ί α φ υ λ α τ τ ε σ θ α ι, εστώτας έδοξε τη αγία Συνόδω τας ευχάς αποδιδόναι τω Θεώ». Ζητεί η Σύνοδος να φυλάττωνται σε κάθε εκκλησιαστική σύναξη όλες οι παραδόσεις, μεταξύ των οποίων η ορθία στάση προσευχής κατά την Κυριακή. Ο 90ος της Στ΄: «Ταις Κυριακαίς μη γόνυ κλίνειν εκ των θεοφόρων ημών πατέρων κανονικώς παρελάβομεν...». Επικαλείται για την υποστήριξη της απαγορεύσεως της γονυκλισίας κατά την Κυριακή την παράδοση των Πατέρων. Ποιοί είναι αυτοί; Είναι ο ιερομάρτυς Πέτρος ο Αλεξανδρείας, ο οποίος γράφει: «την δε Κυριακήν χαρμοσύνης ημέραν άγομεν, δια τον αναστάντα εν αυτή, εν η ουδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν». Και ο Άγιος Πέτρος λοιπόν λέγει ότι έχουμε παραλάβει να μην κλίνουμε γόνυ την Κυριακή. Είναι και ο Μ. Βασίλειος ο οποίος στην επιστολή του προς τον Αμφιλόχιον Ικονίου που προαναφέραμε, μέρος της οποίας συγκροτεί δύο Κανόνες του, τον 91ο και τον 92ο, περιλαμβάνει στα άγραφα της Παραδόσεως «τα εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα» το γεγονός ότι «ορθοί ποιούμεν τας ευχάς τη μια των Σαββάτων (δηλ. την Κυριακή)». Έτσι λοιπόν η επίκλησις των θεοφόρων πατέρων, η των Αποστόλων, ή η εντολή «του πάντα φυλάσσεσθαι» η το απλό «παρειλήφαμε» δηλ. έχουμε παραλάβει, δηλώνουν κατά τη γνώμη μας την εμπειρία, τη ζωή, την πρακτική όλης της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε δια της προφορικής η γραπτής διδασκαλίας των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων.
Η επίκλησις υπό των Κανόνων της εκκλησιαστικής «συνηθείας». Καλή και «πονηρά» συνήθεια
Συχνά λοιπόν στους Κανόνες γίνεται επίκληση της Παραδόσεως με ποικίλους τρόπους και όρους. Ένας τρόπος είναι η επίκλησις του παλαιάς εκκλησιαστικής συνηθείας με τους όρους «αρχαίο έθος», «αρχαίος τύπος», «αρχαία συνήθεια» η «αρχαία παράδοσις». Έτσι ο ΝΗ΄ της εν Καρθαγένη περί της χειροτονίας επισκόπων επιτάσσει: «Ο αρχαίος τύπος φυλαχθήσεται, ίνα μη ήττονες τριών των ορισθέντων εις χειροτονίαν Επισκόπων αρκέσωσι». Μ’ αυτά τα λόγια ανανεώνει τον Αποστολικό Κανόνα, την αρχαία παράδοση που εδώ είναι τ ύ π ο ς δηλ. συγκεκριμένη εκκλησιαστική πρακτική.
«Τα αρχαία έθη κρατείτω» λέγει ο Στ΄ Κανών της Α' Οικουμ. προκειμένου να κατοχυρώσει την ποιμαντική εξουσία του Πατριάρχου Αλεξανδρείας επί των Μητροπόλεων της Αιγύπτου. Κι εδώ υπονοεί την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, ο οποίος επιτάσσει ότι οι επίσκοποι κάθε έθνους πρέπει να αναγνωρίζουν έναν ως πρώτον και τίποτε να μην πράττουν χωρίς τη γνώμη του. Γράφει και ο Άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο ότι κάποιος επίσκοπος της Αιγύπτου με κάποια παρανομία του «έδωκε αιτίαν εις την Σύνοδον ταύτην να εκθέσουν τον παρόντα Κανόνα και να διωρίσουν όχι κανένα νέον, αλλά μόνον να επικυρώσουν τας τάξεις οπού εσώζοντο εκ παλαιάς συνηθείας όχι μόνον εις τους Πατριάρχας, αλλά και εις τους Μητροπολίτας κλπ». Βλέπουμε εδώ τη δύναμη της Παραδόσεως, η οποία δια της παλαιάς εκκλησιαστικής συνηθείας επιβεβαιωνει, ανανεώνει, ενεργοποιεί και καθιστά συγκεκριμένη την εφαρμογή του Αποστολικού Κανόνος. Έτσι γράφει ο άγιος Νικόδημος: «... η Σύνοδος ανανέωσε το αρχαίο έθος και πάλι επεσφράγισε». Το ίδιο και ο Η΄ Κανών της Γ ΄ Οικουμ. επιτάσσει οι κατά Κύπρον προεστώτες (δηλ. οι αρχιεπίσκοποι) να τελούν αυτοί μόνοι τους με τη Σύνοδό τους τις εκλογές και χειροτονίες των Επισκόπων της Κύπρου χωρίς την ανάμιξη του Πατριάρχου Αντιοχείας. Και επικαλείται ο Κανόνας «τους Κανόνας των οσίων Πατέρων και την αρχαίαν συνήθειαν» και διακηρύσσει ότι σε κάθε εκκλησιαστική επαρχία πρέπει να τηρείται η παλαιά τάξις «κατά το πάλαι κρατήσαν έθος». Το ίδιο συμβαίνει και για τα δίκαια, δηλ τη δικαιοδοσία, του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων («συνήθεια κεκράτηκε και παράδοσις αρχαία» λέγει ο Ζ΄ της Α΄ Οικουμενικής) ...
Όπως παρατηρούμε η επίκλησις του έθους η της συνηθείας είναι ισχυρό επιχείρημα. Αν και η συνήθεια είναι ανώνυμη δηλ. δεν ταυτίζεται με κάποιο πρόσωπο έχει μεγάλη δύναμη γιατί δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε ανθρώπινη συνήθεια αλλά για τη θεανθρώπινη παράδοση της Εκκλησίας, για το έθος που έγινε με την επιστασία του αγίου Πνεύματος καθολικά αποδεκτό. Λέγει και ο άγιος Νικόδημος «ότι ένθα ουκ έστι κανών η έγγραφος νόμος, κρατεί η καλή συνήθεια, η ορθώ λόγω και πολλοίς έτεσι δοκιμασθείσα και μη εγγράφω κανόνι η νόμω εναντιουμένη, τάξιν κανόνος και νόμου επέχουσα» (Πηδάλιον σ. ιθ΄). Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Άγιος Βικέντιος ο εκ Λειρίνου, όταν λέγει: «teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est».
Βέβαια δεν επικρατεί στην Εκκλησία ως ευλογημένη πρακτική, οποιαδήποτε κακή συνήθεια. Και σ’ αυτό έχει δίκιο ο Άγιος Αυγουστίνος όταν λέει: «In Evangelio Dominus, Ego sum, inquit, veritas. Non dixit, Ego sum consuetudo » δηλ. στο Ευαγγέλιο ο Κύριος είπε: «Εγώ είμαι η αλήθεια», δεν είπε «Εγώ είμαι η συνήθεια», και ο άγιος Κυπριανός όταν λέει: «η αρχαιότης (δηλ. η αρχαία συνήθεια) χωρίς αλήθεια είναι ένα παμπάλαιο σφάλμα». Μ’ αυτά που λέγουν οι Πατέρες εννοούν ότι υπάρχουν κακές συνήθειες που δεν μπορούν να ισχύσουν μέσα στην Εκκλησία εις βάρος της Αληθείας.
Ο Α΄ κανόνας της εν Σαρδική τοπικής Συνόδου λέγει: «Ου τοσούτον η φαύλη συνήθεια, όσον η βλαβερωτάτη των πραγμάτων διαφθορά εξ αυτών των θεμελίων εστίν εκριζωτέα...». Αυτόν σχολιάζοντας ο άγιος Νικόδημος λέγει ότι «πρέπει να ανατρέπεται μεν κάθε κακή και ψυχοβλαβής συνήθεια, ....να στερεώνεται δε και να φυλάττεται κάθε συνήθεια καλή και ωφέλιμος». Έτσι οι Κανόνες λειτουργούν διπλά: επικυρώνουν η ανανεώνουν δηλ. κάμουν ενεργή κάθε συνήθεια της Εκκλησίας, τη ζωντανή της Παράδοση που είναι συμβατή με την αγία Γραφή και τη διδασκαλία των Πατέρων, και ακυρώνουν και εκριζώνουν, ως καταστροφική της αληθείας και της ενότητος της Εκκλησίας, κάθε βλαβερή η πονηρά συνήθεια των ανθρώπων, συμβατή με την φιλαυτία και τα πάθη.
Η μη επίκληση της Παραδόσεως υπό των Κανόνων δένσημαίνει αυθαιρεσία αποφάσεων εκ μέρους των Πατέρων
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η απουσία της επικλήσεως της συνηθείας από τους περισσοτέρους Κανόνες δεν σημαίνει αυθαιρεσία στη λήψη άποφάσεως υπό των Πατέρων. Άλλοι Κανόνες μνημονεύουν την προϋπάρχουσα παράδοση, τη συνήθεια, ή τους πατέρες ή τους κανονικούς θεσμούς ή τας «εκκλησιαστικάς παραδόσεις ή τα παραδεδομένα» και άλλοι όχι.
Έτσι εκριζώνει η Εκκλησία δια του Α΄ Κανόνος της εν Σαρδική την «φαύλη συνήθεια» να μετατίθεται ο Επίσκοπος από μικρή σε μεγαλύτερη επαρχία, ο Ε΄ της Ζ΄ Οικουμ. την «πονηρά συνήθεια» να χειροτονούνται κληρικοί «δια δόσεως χρυσίου», ο ΛΒ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. την κακή συνήθεια των Αρμενίων να μην αναμιγνύουν ύδωρ με τον οίνο κατά τη Θεία ευχαριστία, μια συνήθεια που «καινίζει τα παραδεδομένα» και είναι αντίθετη από τη «θεόσδοτο τάξη» η οποία «κρατεί» στην Εκκλησία, ο 90ος της ΣΤ΄ Οικουμ. την κακή συνήθεια κάποιων χριστιανών να γονατίζουν την Κυριακή, ο 99οςς της ΣΤ΄ την ιουδαϊκή συνήθεια να προσφέρουν οι Αρμένιοι χριστιανοί μέσα στο άγιο Βήμα ψημένα κρέατα, ο ΠΑ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. την συνήθεια να προσθέτουν στον Τρισάγιο Ύμνο μετά το «άγιος αθάνατος» τη φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς», ο Ε΄ Αποστολικός, τη συνήθεια κάποιων κληρικών «προφάσει ευλαβείας» να διώχνουν τις συζύγους τους, ο ΞΔ΄ την κακή συνήθεια της νηστείας του Σαββάτου ο ΞΒ΄ τη συνήθεια να φορούν οι χριστιανοί κωμικά προσωπεία τη Μ. Τεσσαρακοστή κ.λ.π.
Από την άλλη ο ΙΒ΄ Κανών της ΣΤ΄ Οικουμενικής επισφραγίζει τη συνήθεια της αγαμίας των επισκόπων, αποβλέπων στην ωφέλεια των πιστών. Ο Ζ΄ της Β΄ Οικουμ. κατοχυρώνει κατά γράμμα την εκκλησιαστική πράξη της χρίσεως με το Άγιο Μύρο «σφραγιζομένους... τω Αγίω Μύρω, το τε μέτωπον και τους οφθαλμούς, και τας ρίνας και το στόμα και τα ώτα και σφραγίζοντες αυτούς λέγομεν Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου και των εξορκισμών: εξορκίζομεν αυτούς μετά το εμφυσάν τρίτον εις το πρόσωπον και εις τα ώτα». Μαζί μ’ αυτά, με διασταλτική ερμηνεία ο Κανόνας αυτός κατοχυρώνει και όλη την υπό των Αγίων Αποστόλων και Πατέρων διαμορφωθείσα εν αγίω Πνεύματι Λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Ζ΄ της Ζ΄ Οικουμ. ανανεώνει το έθος των εγκαινίων των Ναών δια της καταθέσεως μαρτυρικών λειψάνων και μ’ αυτή την αφορμή ορίζει να ανανεωθούν τα εκκλησιαστικά έθη και να «κρατούν» δηλ. να ισχύουν «κατά την έγγραφον και άγραφον θεσμοθεσίαν». Την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος από την αταξία των συμψαλλόντων αναδεικνύει ο ΙΕ΄ της εν Λαοδικεία ο οποίος, αντίθετα από την δια της βίας σήμερα επιβαλλομένης συμψαλμωδίας, επιτάσσει να ψάλλουν στην Εκκλησία μόνον οι κανονικοί ψάλτες και μάλιστα «από διφθέρας» δηλ. μέσα από τα λειτουργικά και μουσικά τους βιβλία. Ο ΚΖ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. επικυρώνει το εκ παραδόσεως έθος οι ιερείς να ενδύοντα όχι ενδύματα ανάρμοστα αλλά «στολαίς κεχρήσθω ταις ήδη τοις εν κλήρω καταλεγομένοις απονεμηθείσαις». Είναι πάλι αδιανόητο στην Εκκλησία να εξισώνονται κληρικοί και λαϊκοί. Γι’ αυτό απαγορεύεται η είσοδος των λαϊκών στο άγιο θυσιαστήριο, πολλώ μάλλον η μετάδοσις των αχράντων Μυστηρίων εντός αυτού κατά τον ΞΘ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. και τον ΙΘ΄ της εν Λαοδικεία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι ιεροί Κανόνες επιτελούν και μια άλλη λειτουργία. Αναδεικνύουν την υπάρχουσα ευ ρύτερη παράδοση. Έτσι επί τη βάσει του εν λόγω Κανόνος, ο οποίος ομιλεί περί του αβάτου του αγίου θυσιαστηρίου, είναι ανεπίτρεπτο να τελείται η Θ. Λειτουργία εκτός του αγίου Βήματος σε κοινή θέα θεατρικού τύπου, πάνω σε τραπεζάκια, όπως τελείται σήμερα η Θ. Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, δήθεν αρχαιοπρεπώς, έχοντας υποστεί ποικίλες διορθώσεις - λέγε διαστρεβλώσεις (βλ. π. Βασιλείου Σπηλιοπούλου Η λεγομένη Λειτουργία του Ιακώβου, ο Δούρειος Ίππος της «Λειτουργικής αναγεννήσεως», ww.orthros .org).
Η επανάληψη των Ι. Κανόνων δηλώνει τη σταθερή και βεβαία παράδοση της Εκκλησίας.
Υπάρχουν ιεροί Κανόνες οι οποίοι επανέρχονται στα ίδια θέματα και επιτάσσουν τα ίδια, όπως οι Κανόνες που απαγορεύουν τις συμπροσευχές. 13 Κανόνες τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και επί μέρους Πατέρων απαγορεύουν τις συμπροσευχές (π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου Η Συμπροσευχή με αιρετικούς). Σ’ αυτές διακρίνει κανείς το φρόνημα όλης της Εκκλησίας η οποία από τους λόγους τους Κυρίου «προσέχετε από των ψευδοπροφητών», των αγίων Αποστόλων «εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου» και «ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε» και των Αγίων Πατέρων μέχρι την αποχώρηση των ιερέων και λαϊκών κατά τη μνημόνευση του Πάπα στην Κων/πολη μετά την ψευδο-ένωση Φερράρας – Φλωρεντίας, έχει τη συνείδηση ότι είναι αδύνατο οντολογικώς, αυτοί που δεν συνάπτονται με τον Κύριο σε ένα Σώμα δια του αγίου βαπτίσματος να συνάπτονται με τους ορθοδόξως βαπτισμένους σε κοινή προσευχή είτε κατ’ οίκον είτε επ’ εκκλησίας. Γι’ αυτό είναι αστασίαστη, δηλ. ενιαία, η διδασκαλία των αγίων Πατέρων και των Συνόδων για την απαγόρευση των συμπροσευχών.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα κωλύματα της ιερωσύνης. Οκτώ Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν τη χειροτονία όσων υπέπεσαν σε θανάσιμα αμαρτήματα (ΚΕ΄ ,ΞΑ΄ Αποστ., Θ΄ της Α΄ Οικουμ., Νεοκαισ. Θ΄ Ι΄ Θεοφίλου Γ΄, Ε΄ ΣΤ΄ Οικουμ) ή απαιτεί την καθαίρεση αν υπέπεσαν μετά τη χειροτονία σ’ αυτά η τα ομολόγησαν μετά. Κι αυτό γιατί αυτή ει ναι η συνείδηση της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρει ο Θ΄ της Α΄ Οικουμ.: «το γαρ ανεπίληπτον εκδικεί η Καθολική Εκκλησία». Αυτή η συνείδησις τη διαρκή παρουσία του αγίου Πνεύματος παραμένει στην Εκκλησία η αυτή, σταθερή και αμετακίνητη. Είναι αδύνατο να αποδεχθεί το σώμα της Εκκλησίας, ως αληθείς ποιμένες όσους επέδειξαν μεμολυσμένο κι ακάθαρτο βίο έστω και πρόσκαιρα, διότι πρέπει να είναι καθαρός σε όλα, «ανεπίληπτος» κατά τον Απόστολο, όποιος τελεί την αναίμακτη ιερουργία αλλά και τα άλλα μυστήρια και έχει την ποιμαντική φροντίδα του λαού.
Παρόμοιες είναι οι περιπτώσεις της απαγορεύσεως μεταθέσεως των επισκόπων και της καθαιρέσεως των δια χρημάτων χειροτονηθέντων. Όλα εκφράζουν τη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, όπως παραδίδεται δια μέσου των γενεών δια της χειροτονίας και της αυθεντικής διδασκαλίας των αγίων Πατέρων.
Η Παράδοσις, ως ζώσα εμπειρία και διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, επεκτείνει σε βάθος και πλάτος το πνεύμα των Ιερών Κανόνων.
Ερχόμαστε τώρα σε μια άλλη πολύ λεπτή πτυχή της εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Η Παράδοσις, η οποία, όπως είπαμε, αφορά και αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, δια των Ιερών Κανόνων επικυρώνεται, συγκεκριμενοποιείται και λύνει κάθε παρανόηση και παρεξήγηση των μελών της Εκκλησίας. Όμως η δυναμική της δεν περιορίζεται στους ιερούς Κανόνες. Μιλήσαμε για την άγραφη παράδοση ως βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση των Κανόνων. Η Ζ΄ Οι κουμ. Σύνοδος λέγει ότι πρέπει να τηρείται στην Εκκλησία η «έγγραφος και άγραφος θεσμοθεσία». Πολλές φορές ένας μεταγενέστερος Κανόνας φανερώνει μια προϋπάρχουσα στη ζωή της Εκκλησίας παράδοση, μάλιστα στη ρύμη του λόγου, όπως οι ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) οι οποίοι αναφέρουν ρητώς ως υποχρεωτική τη μνημόνευση του επισκόπου κατά τη Θ. Λειτουργία (πλην των περιπτώσεων αποτειχίσεώς του). Αυτό γινόταν ανέκαθεν, αλλά αναφέρεται τώρα γραπτώς επειδή παρέστη ανάγκη. Όλη επίσης η λειτουργική ζωή, η δομή των ναών, τα άμφια των κληρικών, η αγιοκατάταξη κλπ. δεν ρυθμίζονται από Κανόνες, παρά μόνο περιστασιακά σε περίπτωση αμφισβητήσεως. Πολλές φορές πάλι κάποιος Κανόνας φέρων εν εαυτώ τη σχετική Παράδοση αποτελεί τη βάση την πυξίδα για διεύρυνση της παραδόσεως είτε με θέσπιση άλλου Κανόνος είτε όχι. Έτσι ο ΞΘ΄ Αποστολικός και άλλοι Κανόνες ομιλούν περί της νηστείας Τετάρτης, Παρασκευής και Μ. Τεσσαρακοστής. Όμως η Εκκλησία έχει πλέον σταδιακά φέρει μέσα στη ζωή της και αποτελεί καθολική παράδοση, την Τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων, την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου και τη νηστεία των αγίων Αποστόλων. Στον Ε΄ Αποστολικόν φαίνεται ότι υπήρχαν έγγαμοι επίσκοποι. Στον ΙΓ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. καθιερώνεται η αγαμία των επισκόπων, που υπήρχε σχεδόν ως καθολική παράδοση (και φαίνεται αυτό από προσεκτική ανά γνωση του Κανόνος) αλλά το κάμει η ΣΤ΄ Οικουμ. Σύνοδος αποβλέπο ντας στην προκοπή των χριστιανών και γιατί, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος, έβλεπε «προκόπτουσαν την εκκλησίαν, και ανθούσαν την πολιτείαν των Χριστιανών εις τας αρετάς». Άλλο παράδειγμα: Σύμφωνα με τον Ζ΄ αποστ. Κανόνα το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία και να μην συμπίπτει ο εορτασμός του με το Πάσχα των Ιουδαίων. Όμως η εκκλησιαστική παράδοση καθιέρωσε και άλλες δύο προυποθέσεις: α) να τελείται το Πάσχα ύστερα από την πρώτη πανσέληνο του Μαρτίου που θα τύχει μετά την ισημερία και β) να τελείται την π ρ ώ τ η Κυριακή μετά την πανσέληνο. Η παράδοσις αυτή δηλ. η έγγραφος του Κανόνος και η άγραφος υπό των Πατέρων τηρείται και πρέπει να τηρείται. Το Κανόνιο του Πάσχα, ο τρόπος για να ευρίσκεται το Πάσχα είναι καθιερωμένο από την Α΄ Οικουμ. Σύνοδο και δεν δικαιούται κανείς να το παραβεί, ούτε να καθιερώσει σταθερή ημέρα εορτασμού του Πάσχα για να το γιορτάζουμε μαζί με τους αιρετικούς, όπως για πολλές δεκαετίες προσπαθούν να το επιβάλλουν οι οικουμενιστές. Κι άλλο παράδειγμα: ο ΝΔ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. ομιλεί περί των αθέσμων και εμποδισμένων γάμων και απαγορεύει τους γάμους μέχρι δ΄ βαθμού εξ αίματος και εξ αγχιστείας. Η παράδοσις της Εκκλησίας επεξέτεινε τον Κανόνα εμποδίζοντας τους γάμους μέχρι και τον ζ΄ βαθμό. Και ο Άγιος Νικόδημος συνέταξε ειδική διδασκαλία περί συνοικεσίων δηλ. περί των επιτρεπομένων και απαγορευμένων γάμων.
Στο θέμα των εν αφέδρω γυναικών, επειδή υπάρχει πολεμική για τη θέση τους στη λατρεία από το φεμινιστικό και τον νεοεποχήτικο λειτουργιολογικό χώρο, ας γνωρίζουμε ότι έχουμε τη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Διαμαρτύρονται οι μοντέρνοι θεολόγοι για τι η Εκκλησία επιβάλλει στις γυναίκες που έχουν τα καταμήνια να μη κοινωνούν, να μην ασπάζονται τις εικόνες κλπ. και γιατί διαβάζουμε ευχές στις λεχώνες την α' ημέρα και κατά το σαραντισμό. Λέγουν ότι είναι ευχές μεταγενέστερες σύμφωνα με τα χειρόγραφα. Δεν θέλουμε εδώ να ασχοληθούμε με τη δεοντολογία της αναγνώσεως, αλλά μόνο με την παράδοση της Εκκλησίας, η οποία έρχεται από την πρώτη Εκκλησία. Ο Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας, ιερομάρτυς, εν μέσω διωγμών (περί το 240 μ.Χ) ερωτηθείς αν μπορούν να εισέρχονται στο ναό οι γυναίκες που ευρίσκονται στην έμμηνο ρύση απαντά ότι «είναι περιττό και να ρωτά κανείς γιατί, νομίζω» γράφει «ότι αυτές από μόνες τους αν είναι πιστές και ευλαβείς, όταν βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση δεν θα τολμήσουν να πλησιάσουν στην αγία τράπεζα ή να μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια». Και είναι αυτά που γράφει ο Β΄ Κανόνας του επικυρωμένα από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Δεν είναι δύσκολο κανείς να καταλάβει ότι ο Άγιος μεταφέρει εδώ, μάλιστα με τη φράση «πιστάς ούσας και ευλαβείς», όλη τη ζώσα παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας και όχι, όπως λένε και γράφουν οι ανόσιοι και αδαείς, ιουδαϊκές προκαταλήψεις. Παρόμοια λέγει και ο Άγιος Τιμόθεος Αλεξανδρείας, ένας εκ των Πατέρων της Β΄ Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος λέγει επιπλέον ότι η γυναίκα όταν βρίσκεται στην κατάσταση αυτή έστω κι αν έχει κατηχηθεί και ετοιμάζεται να βαπτισθεί πρέπει να αναβάλλει τη βάπτισή της μέχρι να καθαρισθεί. Η Εκκλησία μας λοιπόν στην γυναίκα που γέννησε, την ταλαιπωρημένη από τη λοχεία και τη ρύση αίματος, προσφέρει τις ευχές της και την πρώτη μέρα της γεννήσεως του παιδιού και στα σαράντα, μόλις παύσει αυτή η λειτουργία και νοιώθει ότι ανακτά τις δυνάμεις της και ζητά από τον Θεό την ίαση και την κάθαρσή της από «το σωματικό ρύπο» και τον «σπίλο της ψυχής». Ζητά τη σκέπη των αγίων Αγγέλων. Και βλέπουμε εδώ τη συνέχεια και την επέκταση της παραδόσεως, που στηρίζεται στους κανόνες των αγίων Πατέρων και δεν αφήνει έτσι τις μητέρες και απλώνει δράση ευεργετική της θείας Χάριτος στα νεογνά και τις μητέρες τους. Και για όποιους δεν μπορούν πράγματι η δεν θέλουν να καταλάβουν παραθέτουμε τα λόγια του αγίου Νικοδήμου: «ημείς ένα χρέος απαραίτητον έχομεν να υπακούωμεν και να ακολουθούμεν εις τους Κανόνας με αδιάκριτον υπακοήν και όχι να καθήμεθα κριταί και εξετασταί των υπό του Πνεύματος προστεταγμένων, δια τι τούτο, και δια τι εκείνο λέγοντες, ίνα μη υποπέσωμεν εις τα φρικωδέστατα επιτίμια των παραβαινόντων τους Κανόνας».
Τελευταίο παράδειγμα ισχύος της αγράφου παραδόσεως είναι η νηστεία προ της Θ. Κοινωνίας. Υπάρχει η μοντέρνα, καταφρονητική της Παραδόσεως των αγίων Πατέρων, διδασκαλία και τακτική να μην προηγείται νηστεία πριν κοινωνήσουμε! Αν και δεν υπάρχει ιερός Κανόνας σχετικός, όλοι γνωρίζουμε από την καθολικά αποδεκτή παράδοση της απανταχού ορθοδοξίας ότι απαιτείται τουλάχιστον μία ημέρα νηστείας και εγκρατείας, ως προετοιμασία για τη θεία Μετάληψη ακόμη κι αν νηστεύει κανείς όλες τις καθιερωμένες νηστείες.
Το εύρος της Παραδόσεως. Οι Ι. Κανόνες πυξίδες ασφαλείς για την ευταξία της Καθόλου Εκκλησίας και την εν Χριστώ ζωή των πιστών
Με όσα είπαμε γίνεται κατανοητό ότι η εκκλησιαστική Παράδοσις, η ζωή της Εκκλησίας, καλύπτει ένα τεράστιο χρονικό άνυσμα που ξεκινά από την Π.Δ. τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων στην Κ.Δ. διαπερνά δηλ. την Αγία Γραφή, τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, τους ιερούς Κανόνες και εκτείνεται με βάση αυτούς με αναλογική και διασταλτική ερμηνεία πέρα απ’ αυτούς εκβάλλοντας στην καθημερινή εκκλησιαστική ζωή και γινόμενη αποδεκτή από το Σώμα της Εκκλησίας ως σήμερα. Η Παράδοση έχει επίσης ένα βάθος και ποιότητα λεπτή που σχετίζεται με τις μεθόδους θεραπείας της ψυχής και την κατά Θεόν, ευαγγελική ειρήνευση των τοπικών Εκκλησιών και ένα πλάτος που εκτείνεται σε όλες τις πτυχές της προσωπικής εν Χριστώ ζωής αλλά και του εκκλησιαστικού βίου, στην ποιμαντική, στην οργάνωση και τη λατρεία της Εκκλησίας και δι’αυτής μεταφέρεται, για να θυμηθούμε τον π. Ιουστίνο, «παν ό,τι είναι αναγκαίον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και δια την αιώνιόν των ζωήν, εν τω παρόντι και εν τω μέλλοντι αιώνι....». Και όλα αυτά τα «αναγκαία» διασώζονται ακέραια και ασφαλή και ερμηνεύονται στην πράξη δια του Αγίου Πνεύματος για να θυμηθούμε τον Λόσκυ («Παράδοσις είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, μεταδίδοντος εις παν μέλος του Σώματος του Χριστού να εννοήση, δεχθή και γνωρίση την Αλήθειαν εν τω ιδίω Αυτής Φωτί...») και τον Φλωρόφσκυ («παράδοσις είναι η διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος που κινεί την Εκκλησία σε ολοένα και πληρέστερη κατανόηση της θείας αλήθειας από δόξης εις δόξαν»). Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί με σαφήνεια σε σχέση με τους Κανόνες είναι ότι αυτοί μαζί με τους δογματικούς Ό ρους σύμφωνα με τον άγιο Νεκτάριο περιχαρακώνουν τις ιερές αλήθειες από τα σοφίσματα των κακοδόξων. Κάνουν ορατή, συγκεκριμένη την Ιερά Παράδοση, την εμπειρία της Εκκλησίας, αποτυπώνουν στο χαρτί, στη μνήμη του εκκλησιαστικού Σώματος και στην καρδιά εκάστου των Ορθοδόξων την πίστη και το ήθος της Εκκλησίας. Οι Ιεροί Κανόνες διαλύουν κάθε αμφιβολία περί του πρακτέου, περί του αληθούς «νού» και του σκοπού της αγίας Γραφής ειδικά σε σοβαρά, κομβικά θέματα και αποτελούν πυξίδες που χαράζουν πορεία για την αντιμετώπιση και άλλων μερικοτέρων θεμάτων και λυδία λίθο για να εξετάζεται η γνησιότητα των παραδόσεων. Οι λύσεις, η πρακτική που ακολουθείται για τα θέματα αυτά έστω κι αν δεν καταγράφεται σε Κανόνες έχει καθολική ισχύ στη συνείδηση της Εκκλησίας. Αυτό το επιτυγχάνουν επειδή έχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες αρχές, ωρισμένη «φιλοσοφία», το νού, τις αρχές και τη φιλοσοφία του Σώματος του Χριστού.
Ο σκοπός των Ι. Κανόνων είναι ταυτόσημος με το σκοπό του Ευαγγελίου, δηλ. η σωτηρία του ανθρώπου μέσω της ορθής πίστεως στον Κύριο Ιησού Χριστό και την Αγία Τριάδα και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Ο Σταυρός του Χριστού είναι το φάρμακο της σωτηρίας. Όποιος θέλει να σωθεί πρέπει να άρη τον σταυρό του και να ακολουθήσει το Χριστό. Ποιμένες και ποιμαινόμενοι πρέπει να ακολουθούν τον νόμο του Ευαγγελίου, χωρίς προφάσεις, όπως ερμηνεύεται υπό της Παραδόσεως των αγίων. Όποιος δεν ακολουθεί παρά τις συστάσεις των ποιμένων νουθετείται και επιτιμάται. Εδώ υπεισέρχεται η λειτουργία των Ιερών Κανόνων. Αν ο χριστιανός επιμένει στο δικό του θέλημα και την αμαρτία, προς καιρόν απομακρύνεται από την κοινωνία της Εκκλησίας και εάν μένει αδιόρθωτος εκβάλλεται από την ποίμνη του Χριστού, ώστε να μην βλάψει και τα υπόλοιπα λογικά πρόβατα. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την Καινή Διαθήκη θα δούμε τη στάση του Κυρίου προς τους αποστόλους και των αποστόλων προς αλλήλους και προς τους πιστούς, και θα κατανοήσουμε ότι οι Ι. Κανόνες ακολουθούν την ίδια πορεία.
Η σύγχρονη προσπάθεια αθετήσεως της Παραδόσεως και των Ι. Κανόνων
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, όπως και έχουν, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει η σημερινή η μάλλον η από το 1923 με το λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο αρξαμένη προσπάθεια ανατροπής της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Έγινε τότε, γίνεται και τώρα προσπάθεια καταργήσεως η ακυρώσεως πολλών κανόνων, τροποποιήσεως κλπ. Για ποιούς λόγους; Διότι, λέγουν οι θιασώτες της ανατροπής, συγκεκριμένα ο συγγραφεύς του βιβλίου «Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων»: «Η Εκκλησία εφ’ όσον μετεβλήθησαν εν πολλοίς αι ανάγκαι των τέκνων αυτής, όχι μόνον δύναται αλλά και οφείλει να προσαρμόση προς τας νέας ταύτας ανάγκας την νομοθεσίαν αυτής, αφ’ ενός μεν τροποποιούσα η και καταργούσα τους εις αχρηστίαν περιελθόντας και ανεφαρμόστους καταστάντας κανόνας, αφ’ ετέρου δε προβαινουσα εις την θέσπισιν νέων κατά τας σημερινάς ανάγκας των πιστών» (Οικουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου «Περί την κωδικοποίησιν των Ιερών Κανόνων σ. 19). Πρόκειται για μια λάθος απ’ αρχής έως τέλους τοποθέτηση. Πουθενά ο Ευαγγελικός λόγος δεν ομιλεί για «προσαρμογές» σύμφωνα με την μεταβολή αναγκών. Πουθενά οι Ιεροί Κανόνες δεν ομιλούν για κατάργηση και τροποποίηση προγενεστέρων τους Κανόνων, Κανόνων που έχουν τη σφραγίδα των Οικουμενικών Συνόδων, ούτε για νομοθεσία της Εκκλησίας που θεσπίζει νέους κανόνες για νέες ανάγκες, αντίθετες από τις έως τώρα. Οι τυχόν καινούργιες ανάγκες, ανάγκες για την καλλίτερη κανονική οργάνωση και διαποίμανση αν ποτέ χρειασθεί να ρυθμισθούν, όπως έγινε και παλαιότερα, πρέπει να έχουν ως θεμέλιο τους προ αυτών Ιερούς Κανόνες και την ζώσα παράδοση. Προφανώς ο συγγραφεύς δεν έχει κατανοήσει ότι όσα θεσπίζουν οι Ι. Κανόνες δεν είναι «νομοθεσία» κοσμική, αλλά απόσταγμα της εν Αγίω Πνεύματι εμπειρίας, των Αποστόλων, των Αγίων και του καθόλου Σώματος του Χριστού και ότι αθετώντας αυτούς, αθετούμε την Παράδοση της Εκκλησίας, δηλ. την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Οι Ιεροί Κανόνες επί της ουσίας τους βασίζονται στην ορθόδοξη ανθρωπολογία και σωτηριολογία. Έχουν ως υπόβαθρο τη διδασκαλία περί δημιουργίας, πτώσεως και υποταγής του ανθρώπου στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο και επίσης την αποκατάσταση εν Χριστώ της ανθρωπίνης φύσεως και τη σωτηρία δια των μυστηρίων, της τηρήσεως των εντολών του Χριστού και της ασκήσεως. Ο άνθρωπος και η αμαρτία παραμένουν ίδια, αλλά και η σωτηρία και τα θεραπευτικά φάρμακα, όπως τα εβίωσε στην Παραδοσή της και τα θεσμοθέτησε στους Κανόνες της η Εκκλησία παραμένουν τα αυτά. Ίδιες οι αρρώστειες, ίδια και τα φάρμακα. Γι’ αυτό οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν καθόλου μα καθόλου, επαναλαμβάνω όσον αφορά τον πυρήνα τους, το ουσιαστικό τους περιεχόμενο καιρικό χαρακτήρα.
Επειδή στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε απόψεις επισκόπων θέλουμε να εξηγήσουμε ότι αυτό δε γίνεται προς έλεγχο των ιδίων, αλλά προς έλεγχο των απόψεών τους σύμφωνα με όσα λέγει ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ο οποίος συνιστά την αποφυγή ελέγχου των επι σκόπων και καταλήγει: «Το πράγμα, βεβαίως, αλλάσσει όταν πρόκειται περί παραβάσεως Ι. Κανόνων και όταν ο έλεγχος ασκήται με αγάπην γνώσιν και διάκρισιν» (Αθωνικά Άνθη σ. 262). Για να αποδείξουμε λοιπόν τα προλεχθέντα παραθέτουμε τη γνώμη κληρικού που συμμετείχε σε πανορθόδοξες διασκέψεις για το θέμα των συμπροσευχών: «... δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των ορθοδόξων χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ην στιγμήν αύτη δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν» (Συνοδικά VII, Ορθ. Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Σαμπεζί Γενεύης 1994, σ. 73). Ποια είναι άραγε η καινούργια «ανάγκη» που προέκυψε στους πιστούς και επιβάλλει την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, όταν σύμπασα η Εκκλησία από την εποχή των Αποστόλων ως σήμερα τη θεωρεί αδιανόητη; Η παρανομία των συμπροσευχομένων με αιρετικούς αντί να ελεγχθεί υπό των Κανόνων και των τεταγμένων προς τήρηση των Κανόνων οργάνων, πρέπει να γίνει νόμος και να ποδοπατηθούν οι Κανόνες των Αποστόλων, των Πατέρων και των Συνόδων; Δεν πρόκειται λοιπόν για αλλαγή αναγκών αλλά για αλλαγή νοοτροπίας που εκκλίνει προς άμβλυνση της ορθοδόξου συνειδήσεως.
Αυτές οι αντορθόδοξες, αθεολόγητες απόψεις δεν γράφονται μόνο στα βιβλία και τα περιοδικά, αλλά διατυπώνονται από επισκόπους απεσταλμένους στα κατασκευασμένα θεσμικά όργανα, όπως πχ. είναι οι επιτροπές και οι λεγόμενες προσυνοδικές διασκέψεις που προετοιμάζουν τη λεγομένη Μεγάλη και αγία Σύνοδο. Σ’ αυτήν σκοπεύουν εκτός από τη λύση διοικητικών ζητημάτων, όπως της κανονικής οργανώσεως της Διασποράς να επιβάλλουν και την κατεδάφιση των νηστειών, των κωλυμάτων γάμου, του Πασχαλίου κλπ. Αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα από τη Β΄ προσυνοδική διάσκεψη (1982). Κατ’ αυτήν ο μητροπολίτης Χ διαμαρτύρεται για την προηγηθείσα εισήγηση: « Εκ της υποβληθείσης... εισηγητικής εκθέσεως καταφαίνεται ότι ουδέν νέον επετεύχθη, αλλ’ ότι επανερχόμεθα εις τους εν ισχύϊ, κατά πάντας σεβαστούς Κανόνας. Εάν δε ήλθομεν δια να επαναλάβω μεν τα ίδια, διατί ήλθομεν; ... Δικαιολογούμεθα ότι υπάρχει η κοινή γνώμη, το πλήρωμα , όμως και ημείς πρέπει να έχωμεν το θάρρος... να είπωμεν εις τον λαόν τι πιστεύομεν» (Συνοδικά VII Γενεύη 1994, σ.131) και πιο κάτω, ο ίδιος: «Ο γάμος μετά την χειροτονίαν των κληρικών είναι θέμα, το οποίον ουδείς δύναται να εμποδίση την Εκκλησίαν να το εξετάση. Και θεολογικώς ακόμη. Βεβαίως θα παραβώμεν τους Κανόνας. ‘Υπάρχει μία παράδοσις, αλλ’ αύτη, νομίζω, δεν στηρίζεται επί του δόγματος» (ως άνω). Και άλλος επίσκοπος Ψ σε σχέση με την εισήγηση περί αναπροσαρμογής των διατάξεων περί νηστείας, επειδή πολλοί επίσκοποι αντέδρασαν στην τροποποιήση των νηστειών είπε: «Τυγχάνει παγκοίνως γνωστό ότι πλείστοι λαϊκοί δεν εφαρμόζουν τας περί νηστείας διατάξεις. Και όχι μόνον αυτοί αλλά και πολλοί κληρικοί και επίσκοποι ακόμη. Διατί να μην έχωμεν το θάρρος να το ομολογήσωμεν παρά να ακολουθώμεν την τακτικήν της στρουθοκαμήλου; Ενώπιον τοιούτων διαγραφομένων τάσεων (δηλ. εννοεί περί μη αλλαγής της παραδόσεως των νηστειών) επαναλαμβάνω και εγώ ότι σήμερον δυστυχώς η Εκκλησία οδηγείται εις νέον μεσαίωνα» (ως άνω σ. 169). Και τρίτος επίσκοπος Ω: «Η εκκλησία είναι υπεράνω της Βίβλου, υπεράνω της Παραδόσεως, υπεράνω των Κανόνων. Το παν είναι η Εκκλησία. Ως εκ τούτου δύναται να αναθεωρήση τους περί νηστείας κανόνας, εφ’όσον αύτη ηκολούθησεν μίαν εξελικτικήν επί τα πρόσω πορείαν. Ό, τι ισχύει δια την χρονικήν επέκτασιν της νηστείας, τούτο εξ αντιθέτου, ισχύει και δια την σμίκρυνσιν της διαρκείας αυτής» (σ. 176). Αντιλαμβάνεται κανείς εκ των ανωτέρω ότι οι εν λόγω επίσκοποι έχουν εσφαλμένη αντίληψη περί Εκκλησίας, Παραδόσεως και Κανόνων. Θεωρούν εαυτούς και μόνον, ούτε καν όλους τους επισκόπους, ως Εκκλησία· την Παράδοση ως ένα σύνολο συνηθειών που μεταφέροντες ως αναγκαστικό βάρος από γενιά σε γενιά και τους Ιερούς Κανόνες ως ανθρώπινα-θρησκευτικά νομοθετήματα που μπορούν να υποκατασταθούν από άλλα πιο βολικά, πιο συμβατά όχι με το Ευαγγέλιο αλλά με τη νοοτροπία και τις ψευδο-ανάγκες του εκκοσμικευμένου ανθρώπου.
Καταλαβαίνω την αγωνία των επισκόπων αυτών, οι οποίοι επιθυμούν να προσφέρουν με τη συνοδική τους συμβολή το καλλίτερο για την Εκκλησία. Θα πρότεινα να ξανακοιτάξουν τις προτάσεις του π. Ιουστίνου Πόποβιτς για μια μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, δηλ. το θέμα της Διασποράς, που είναι θέμα προς συζήτηση και το θέμα: «Οικουμενισμός». «Το θέμα τούτο» γράφει ο μακαριστός γέροντας «όπως εξ άλλου και το θέμα της Διασποράς είναι εις την πραγματικότητα ε κ κ λ η σ ι ο λ ο γ ι κ ό ν θ έ μ α, καθ ότι αναφέρεται εις την Εκκλησίαν ως ένα και ενιαίον και μοναδικόν θεανθρώπινον οργανισμόν, τον οποίον ο συγκρητισμός του συγχρόνου οικουμενισμού θέτει υπό αμφισβήτησιν». Στα θέματα αυτά θα μπορούσε να προστεθεί η πρόταση για καταδίκη της λεγομένης «Λειτουργικής αναγεννήσεως» που μεθοδεύει την αλλοίωση όλης της λειτουργικής Παραδόσεως, της λειτουργικής γλώσσας, του τρόπου αναγνώσεως των ευχών, της ιερατικής αμφιέσεως την κατάργηση του ιερού τέμπλου κ.λ.π. Δείκτης προς αυτή την κατεύθυνση το πνεύμα του Ζ΄ Κανόνος της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος απαιτεί να ανανεωθούν τα εκκλησιαστικά έθη και να «κρατούν» δηλ. να ισχύουν «κατά την έγγραφον και άγραφον θεσμοθεσίαν». Μπορούν επίσης κατά το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, να προτείνουν θεσμοθέτηση Κανόνος που να επισφραγίζει την ως τώρα κυρίαρχη άγραφη παράδοση των νηστειών Χριστουγέννων, Αγίων Αποστόλων και Δεκαπενταυγούστου.
Επικαιροποίηση της Ιεράς Παραδόσεως και των Κανόνων. Συμπεράσματα για τη ζωή των χριστιανών.
Υπάρχει μεγάλη αποστασία των ανθρώπων από το θέλημα του Θεού, δείγμα των εσχατολογικών χρόνων μας. Αυτό το πνεύμα διαποτίζει όλη την πολιτική, την κοινωνική ζωή, τα ΜΜΕ και γίνεται βίωμα αποδεκτό από πάρα πολλούς ανθρώπους. Εισέρχεται και στους ανθρώπους της Εκκλησίας και προβληματίζει κι αυτούς αν βαδίζοντας στη ζωή τους σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και την παραδεδομένη από την Εκκλησία ζωή βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Aυτό εκμεταλλεύονται οι δυνάμεις της Ν. Εποχής που εισχώρησαν στην Εκκλησία με δικούς της ανθρώπους σε όλα τα επίπεδα και τους χώρους. Αυτοί ενσπείρουν αμφιβολίες μέσω μιας ψευδοεπιστήμης και προσπαθούν να δώσουν δικές τους αντιευαγγελικές και αντορθόδοξες ερμηνείες αντίθετες από το ορθόδοξο ήθος που είναι αποθησαυρισμένο στην Εκκλησία και το οποίο ακολουθούν οι χριστιανοί που επιθυμούν τη σωτηρία τους. Τα μηνύματα των νεοεποχιτών και τα επιχειρήματά τους είναι απλά και χονδροειδή καθώς απευθύνονται στους πολλούς και δεν θέλουν να τους προβληματίζουν. Μηνύματα για αλλαγή της Εκκλησίας προς τα έξω: «άνοιγμα» της Εκκλησίας για να αγκαλιάσει τον κόσμο. Κάτω η απομόνωση! Σεβασμός όχι μόνο στα πρόσωπα των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων αλλά και στα πιστεύματά τους. Διάλογος για να τα βρούμε. Μηνύματα για αλλαγή προς τα μέσα: Κατανόηση της αδυναμίας του ανθρώπου και «αγάπη». Κάτω οι απαγορεύσεις στην αμαρτία, οι πολλές νηστείες και οι πολλές προσευχές, ναί στους γάμους των κληρικών και των μοναχών και ερωτοτροπία με ιδέες που προωθούν τη χειροτονία γυναικών. Μέθοδος: Κάτω η παράδοση και η κριτική σκέψη. Και το κυριώτερο «αγάπη προς όλους». Έχει εδώ πολύ ενδιαφέρον η κατάργηση της σκέψεως και η καλλιέργεια της λεγομένης «συναισθηματικής νοημοσύνης» μια μέθοδος της Ν. Εποχής η οποία αφήνει στην άκρη τον λόγο, ο οποίος επεξεργάζεται κάθε πρόταση και ερέθισμα και βομβαρδίζει το θυμικό, το συναισθηματικό μέρος της ψυχής με άνευ ορίων ανοχή, ψευδοαγάπη προς όλους και όλα, συνεργασία προς κάθε κέλευσμα της Ν. Εποχής. (βλ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Νέα Εποχή) Όπλα: Κατασκευή συλλογικών οργάνων που προωθούν αυτές τις απόψεις, τρομοκράτηση και κατασυκοφάντηση των αντιφρονούντων καθώς και περιοδικά, συνέδρια, ΜΜΕ άφθονα για την προπαγάνδα τους.
Μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα νοιώθει κανείς ότι κλυδωνίζεται το σκάφος της Εκκλησίας, ότι όλα χάνονται. Έχουμε όμως και εμείς οι ορθόδοξοι όπλα ακαταμάχητα, αμυντικά και επιθετικά, αρκεί να μένουμε σταθεροί και να τα έχουμε εύκαιρα στον αγώνα μας: Το Ευαγγέλιο, τους Αποστόλους, τους Αγίους, την Παράδοση της Εκκλησίας και τους Ιερούς Κανόνες, όπως τους ερμηνεύει ο Άγιος Νικόδημος στο «Πηδάλιό» του. Πρέπει να βεβαιωνόμαστε κάθε στιγμή για την κατά το δυνατόν ταύτιση της πίστεώς μας, των ιδεών μας, των πράξεων και των λόγων μας με αυτά. Αν θεωρούμε εαυτούς χριστιανούς τότε πιστεύουμε ότι το Άγιο Πνεύμα οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν», σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου. Και αυτό το κάνει για κάθε θέμα πίστεως και ήθους δια των Αποστόλων, των Πατέρων και των Συνόδων. Χρησιμοποιώντας τον ορθό λόγο που είναι δώρο του Θεού, αναβαπτισμένο όμως στην ευαγγελική διδασκαλία διαπιστώνουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση, όπως αυτό βιούται στην Παράδοση στη σάρκα της Εκκλησίας, στο Σώμα του Χριστού. Αυτή η εμπειρία της Εκκλησίας είναι η Παράδοση που άλλοτε καταγράφεται και σφραγίζεται δια των Ιερών Κανόνων και άλλοτε παραμένει άγραφη στη μνήμη της Εκκλησίας δηλ. στη ζωή των πιστών. Κι αυτή η άγραφη παράδοση, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, μαζί με την έγγραφη «την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν...», και κανείς, συνεχίζει, δεν μπορεί να πεί το αντίθετο, αν βέβαια έχει έστω και την παραμικρή πείρα των εκκλησιαστικών θεσμών. Αυτή την ευσέβεια προς την Παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες πρέπει να τηρούμε ως θεμέλιο της εν Χριστώ ζωής, για να αποφύγουμε τη σύγχυση περί την αλήθεια που προκύπτει από τον καταιγισμό αντιχρίστων και αντορθοδόξων ιδεών, που δυστυχώς διαχέονται σήμερα με απεριόριστο θράσος στην αυλή της Εκκλησίας.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com