xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)


Περί των αθέων αιρετικών
Δια τούτο πολλάκις υμάς υπέμνησα περί των αθέων αιρετικών, και τα νύν παρακαλώ, του μη συγκαταβήναι αυτοίς εν τινι πράγματι, μη εν βρώμασιν, ή εν πόμασιν, ή φιλία ή σχέσει, ή αγάπη ή ειρήνη. Ο γαρ εν τούτοις απατώμενος, και συγκαταβαίνων αυτοίς, αλλότριον εαυτόν καθίστησι της καθολικής Εκκλησίας. Ο δε αληθινός και άδολος μαθητής του Θεού μετά παρρησίας κράζει: ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ΄ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω.
(άγιος I. Χρυσόστομος).

Εχθρούς γαρ Θεού ο άγιος Χρυσόστομος, ου μόνον τους αιρετικούς αλλά και τους κοινωνούντας με αυτούς μεγάλη και πολλή τη φωνή ονόμασαι.                      
(άγιος Θεόδωρος Στουδίτης).


Η καθολική εκκλησία είναι κεκριμένη αίρεσης
Μας λέγει ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός

«Την μεν αιτίαν του σχίσματος εκείνοι δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ήν υπ’ οδόντα πρότερον έλεγον· ημείς δε αυτοίς εσχίσθημεν πρότεροι, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Διότι ειπέ μοι: Πότερον, ως ορθήν έχοντας δόξαν ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντας; Και τις αν τούτο είποι, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; αλλά ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποθήσαντας. Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτοίς εχωρίσθημεν... αιρετικοί εισιν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν»



Απόστολικοί κανόνες 45ος και 65ος:


Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρήσθω» και «Ει τις κληρικός ή λαϊκός εισέλθοι, εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω και αφοριζέσθω.

Οι παπικοί, είναι αιρετικοι, όπως ερμηνευει
και ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης:

«Ο δε ξε΄ Απόστολικός λέγει, ότι όποιος έμβη εις συναγωγήν αιρετικών δια να προσευχηθή, Κληρικός μεν ων, ας καθαίρηται, Λαϊκός δε, ας άφορίζηται. Η δε εν Λαοδικεία, κατά μεν τον ς΄ αυτής, δεν συγχωρεί να εμβαίνουν οι αιρετικοί εις την έκκλησίαν, κατά δε τον λβ΄ δεν πρέπει, λέγει να λαμβάνη τινάς τας παρά των αιρετικών ευλογίας, ή οποίαις είναι αλογίαις, και όχι εύλογίαις, αλλ' ουδέ πρέπει να συμπροσεύχηταί τινας με αιρετικούς ή σχισματικούς κατά τον λγ΄ τής αυτής. Ο δε λδ΄ αναθεματίζει τους αφήνοντας τους μάρτυρας του Χριστού και πορευομένους εις τους ψευδομάρτυρας των αιρετικών. Ο δε Ο΄ Τιμοθέου δεν συγχωρεί να στέκωνται παρόντες αιρετικοί εν τω καιρώ της θείας λειτουργίας, ΕΞΩ ΜΟΝΟΝ ΑΝ ΥΠΟΣΧΩΝΤΑΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ, ΚΑΙ ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ.

Αλλά και ο Ο΄ τής εν Λαοδικεία αφορίζει τους Χριστιανούς όπου πηγαίνουν εις τα κοιμητήρια, ή μαρτύρια των αιρετικών δια να προσευχηθούν, ή χάριν ιατρείας των ασθενών αυτών. αλλ ούτε πρέπει να συνεορτάζη κανείς Χριστιανός με αιρετικούς, ούτε να δέχηται τα παρ αυτών πεμπόμενα εις αυτόν δώρα της εορτής των, κατά τον λζ΄ τής αυτής εν Λαοδικεία».

Γιατί λοιπόν αδιαφορείτε για τις εντολές τον Αγίων πατέρων μας ;

Τα αναθέματα υπάρχουν, και θα βαρύνουν εσάς αλλά και τούς πιστούς που σας ακολουθούν, μέχρι να εφαρμόσετε κατά γράμμα τις συνοδικές αποφάσεις και τις εντολές των Αγίων πατέρων.


Η καθολική εκκλησία είναι κεκριμένη αίρεσης
Μας λέγει ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός

«Την μεν αιτίαν του σχίσματος εκείνοι δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ήν υπ’ οδόντα πρότερον έλεγον· ημείς δε αυτοίς εσχίσθημεν πρότεροι, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Διότι ειπέ μοι: Πότερον, ως ορθήν έχοντας δόξαν ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντας; Και τις αν τούτο είποι, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; αλλά ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποθήσαντας. Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτοίς εχωρίσθημεν... αιρετικοί εισιν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν»



Απόστολικοί κανόνες 45ος και 65ος:


Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρήσθω» και «Ει τις κληρικός ή λαϊκός εισέλθοι, εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω και αφοριζέσθω.

Οι παπικοί, είναι αιρετικοι, όπως ερμηνευει
και ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης:

«Ο δε ξε΄ Απόστολικός λέγει, ότι όποιος έμβη εις συναγωγήν αιρετικών δια να προσευχηθή, Κληρικός μεν ων, ας καθαίρηται, Λαϊκός δε, ας άφορίζηται. Η δε εν Λαοδικεία, κατά μεν τον ς΄ αυτής, δεν συγχωρεί να εμβαίνουν οι αιρετικοί εις την έκκλησίαν, κατά δε τον λβ΄ δεν πρέπει, λέγει να λαμβάνη τινάς τας παρά των αιρετικών ευλογίας, ή οποίαις είναι αλογίαις, και όχι εύλογίαις, αλλ' ουδέ πρέπει να συμπροσεύχηταί τινας με αιρετικούς ή σχισματικούς κατά τον λγ΄ τής αυτής. Ο δε λδ΄ αναθεματίζει τους αφήνοντας τους μάρτυρας του Χριστού και πορευομένους εις τους ψευδομάρτυρας των αιρετικών. Ο δε Ο΄ Τιμοθέου δεν συγχωρεί να στέκωνται παρόντες αιρετικοί εν τω καιρώ της θείας λειτουργίας, ΕΞΩ ΜΟΝΟΝ ΑΝ ΥΠΟΣΧΩΝΤΑΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ, ΚΑΙ ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ.

Αλλά και ο Ο΄ τής εν Λαοδικεία αφορίζει τους Χριστιανούς όπου πηγαίνουν εις τα κοιμητήρια, ή μαρτύρια των αιρετικών δια να προσευχηθούν, ή χάριν ιατρείας των ασθενών αυτών. αλλ ούτε πρέπει να συνεορτάζη κανείς Χριστιανός με αιρετικούς, ούτε να δέχηται τα παρ αυτών πεμπόμενα εις αυτόν δώρα της εορτής των, κατά τον λζ΄ τής αυτής εν Λαοδικεία».

Γιατί λοιπόν αδιαφορείτε για τις εντολές τον Αγίων πατέρων μας ;

Τα αναθέματα υπάρχουν, και θα βαρύνουν εσάς αλλά και τούς πιστούς που σας ακολουθούν, μέχρι να εφαρμόσετε κατά γράμμα τις συνοδικές αποφάσεις και τις εντολές των Αγίων πατέρων.

ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟ 1924 Η ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ, ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΑΠΙΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 1924


ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟ 1924

Η ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ, ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΑΠΙΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 1924



 Ἡ φρικτή Ἀπόφασις τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ κατά τῆς Ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου κατεπατήθη κακοβούλως ὑπό πονηρῶν ἐπιβούλων τῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἠγνοήθη ὑπό σκοτεινῶν χαρακτήρων, ὑπεσκάφθη ὑπό ἀνδρεικέλων, τυφλῶν ἐντολοδόχων καί μελῶν τῆς Ἑβραιοσιωνιστικῆς Μασσωνίας, ὅπως ἦσαν ὁ προσκυνητής τοῦ Προτεσταντισμοῦ Προύσσης Δωρόθεος, καί ὁ τρίς καθαιρεθείς καί καθῃρημένος ὤν ἀναρριχηθείς εἰς τόν Θρόνον Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Μεταξάκης, καθώς καί ὁ δι᾽ ἀριστίνδην Συνόδου, ἀντικανονικῶς, ὑπό πραξικοπηματικῆς Κυβερνήσεως ἐπιβληθείς ἐπί τοῦ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, Μητροπολίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.

 Οὕτω τόν Ἰανουάριον τοῦ 1920, ἐπί Προύσσης Δωροθέου, τοποτηρητοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐξηγγέλθη δημοσίως ἡ Ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου ὡς προοπτική Ἑνώσεως μετά τῶν Δυτικῶν.

 Ἐξεδόθη τότε ἡ Διαβόητος Αἱρετική καί ΟἰκουμενιστικήἘγκύκλιος ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, μέ τίτλον, «Πρός τάς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ », διά τῆς ὁποίας αἱ Ἀντίχριστοι Αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀναγνωρίζονται καί ἀναφέρονται ὡς «Ἐκκλησίαι Χριστοῦ», «μή πλέον ξέναι καί ἀλλότριαι ἀλλά συγγενεῖς καί οἰκεῖαι ἐν Χριστῷ»,«συγκληρονόμοι καί σύσσωμοι τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ».

 Ἡ Αἱρετική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 περιλαμβάνει ἕνδεκα ἄρθρα, ἐξ ὧν τό πρῶτον καθορίζει «τήν παραδοχήν ἑνιαίου ἡμερολογίου πρός ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων Χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν », ἤτοι τήν ἐφαρμογήν τοῦ Καταδικασμένου Παπικοῦ, Νέου Ἡμερολογίου.

 Διά τήν Ἱστορίαν θά πρέπει νά ἀναφερθῇ ὅτι, ὁ Προύσσης Δωρόθεος, μετά τήν ὑπογραφήν τῆς Ἐγκυκλίου αὐτῆς, μετέβη εἰς τήν Ἀγγλίαν, ὅπου ἔγινε δεκτός μέ τιμάς Ἀρχηγοῦ Κράτους, ὑπό Ὑπουργῶν καί Λόρδων καί ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Γεωργίου Ε´. Τοῦ ἡτοιμάσθη μάλιστα καί εἰδική τελετή Βραβεύσεως, μέ τήν ἀπονομήν τοῦ τίτλου τοῦ Τιμητικοῦ Ἀντιπροέδρου τῆς Παγκοσμίου Συνελεύσεως διά τήν Φιλίαν τοῦ Κόσμου μέσῳ τῶν Ἐκκλησιῶν. Τό συγκλονιστικόν ὅμως συνέβη τήν 6ην Μαρτίου 1921 εἰς τήν ἕδραν τῶν Ἀγγλικανῶν, εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Ἀγγλικανοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Καντερβουργίας Randall Thomas Davidson, ὅπου ἐνῶ ὁ Δωρόθεος τοῦ προσέφερεν ἐπισκοπικόν ἐγκόλπιον μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀπέθανεν ἐξαίφνης ἔμπροσθέν του ἀπό καρδιακήν προσβολήν.

 Ὁ Προύσσης Δωρόθεος, ὁ μεταθέσας ὅρια αἰώνια, ἐξέψυξεν εἰς τάς ἀγκάλας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῶν Προτεσταντῶν Ἀγγλικανῶν. Ἠκολούθησε τά πρός Δυσμάς ἴχνη τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσήφ, ὅστις εἰς τήν Φλωρεντίαν τῆς Ἰταλίας τό 1439 ὑπέγραψε τόν ἐπαίσχυντον Ὅρον Ἑνώσεως μετά τῶν Παπικῶν καί ἔλαβε ἐκεῖ παρά Θεοῦ τήν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, ἀποθανών μέ φρικτόν τρόπον καί Θεοσημείαν.

 Παρόμοιον γεγονός συνέβη καί μέ τόν Νικόδημον τοῦ Λένινγκραντ, ὁ ὁποῖος ἀνεγνώρισε ὡς Ὀρθοδόξους καί μή Αἱρετικούς τούς Παπικούς. Οὗτος ἀπέθανε γονυπετής εἰς τούς πόδας τοῦ ἐκπλήκτου Πάπα Ἰωάννου Παύλου Α´εἰς τό Βατικανόν τήν 5- 9-1978.

 Ἡ Αἱρετική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, κατά τήν ὁμολογίαν τῶν Νεοημερολογιτῶν ἐπισκόπων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἀποτελεῖ τόν Καταστατικόν Χάρτην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό Ἀρχιτεκτονικόν Σχέδιον διά τήν ἐκ μερῶν ἀναδόμησιν τῆς Ἐκκλησίας, διότι δι᾽ αὐτούς δέν ὑπάρχει σήμερον ἡ Μία Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί πρέπει νά «ξανακτισθῇ».Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή ἀποτελεῖ τό «Ὅραμα» τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐπί τῆς ἀντιθέου καί ἀντιχρίστου βάσεως τῆς «Θεωρίας τῶν Κλάδων», BRANCH THEORY.

 Κατά τήν βλάσφημον θεωρίαν αὐτήν, ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι, Ὀρθόδοξοι καί μή, ὅλαι αἱ Ὁμολογίαι καί Αἱρέσεις, ἀποτελοῦν κλάδους τοῦ Χριστιανικοῦ δένδρου, ἔχουν μέρος τῆς Ἀληθείας καί οὐδεμία κατέχει τό ὅλον τῆς Ἀληθείας. Βάσει τῆς Θεωρίας τῶν Κλάδων, τά Νεοημερολογιτικά καί Παλαιοημερολογιτικά Πατριαρχεῖα ἵδρυσαν μετά τῶν Προτεσταντῶν τήν Ἀντίχριστον Παναίρεσιν καί Πανθρησκείαν τοῦ Ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ, ἵνα ἐν τέλει τούς πάντας εἰς χεῖρας τοῦ Πάπα παραδώσωσιν καί εἰς τόν Ἀντίχριστον καθυποτάξωσιν. Οὕτω ἐργάζονται νά ξανακτίσουν τήν Μίαν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ,ἡ ὁποία κατ᾽ αὐτούς σήμερον δέν ὑπάρχει. Κατά τούς Οἰκουμενιστάς, ὅταν ἑνωθοῦν ὅλαι αἱ «ἐπί μέρους»Ἐκκλησίαι τότε θά ξαναγίνῃ ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία ἕως τότε δέν θά ὑπάρχῃ.

 Ὁ Χριστός βεβαιοῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του μένει εἰς τόν αἰῶνα, «καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ΙΣΤ/ 18), ἐνῶ οἱ Οἰκουμενισταί ψευδόμενοι εἰς ἑαυτούς, ἀντιστρατευόμενοι τόν Χριστόν καί συκοφαντοῦντες τήν Ἐκκλησίαν, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἀλλά θά προκύψῃ διά τῶν ἰδίων αὐτῶν προσπαθειῶν. Οὕτω μόνοι των ὁμολογοῦν ὅτι ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

 Ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει ἀκόμη, οἱ Οἰκουμενισταί μόνοι των ὁμολογοῦν ὅτι ΔΕΝ εὑρίσκονται ἐντός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀλλ᾽ ΕΚΤΟΣ αὐτῆς.

 Πολλοί μεγαλόσχημοι κληρικοί τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅπως παλαιότερον ὁ Ἐλβετίας Δαμασκηνός καί ὁ Ἀλεξανδρείας Παρθένιος διεκήρυττον πώς ἐργάζονται διά τήν ἀναδόμησιν τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκόμη ὅτι ὅλαι αἱ θρησκεῖαι εἶναι ἠθελημέναι παρά Κυρίου ὁδοί Σωτηρίας διά τούς ἀνθρώπους.

 Ἐφ᾽ ὅσον πιστεύουν εἰς τήν Θεωρίαν τῶν Κλάδων καί ὅτι δέν ὑπάρχει σήμερον ἡ Μία Ἐκκλησία, ἀλλά θά γίνῃ εἰς τό μέλλον, μόνοι των οἱ ἴδιοι διακηρύσσουν καί ὁμολογοῦν ὅτι δέν ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ὁ χῶρος εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκονται καί τόν ὁποῖον ἀποκαλοῦν «ἐκκλησίαν», δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἀντιχρίστου.

 Διά τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 αἱ ζυμώσεις διά τήν Ἡμερολογιακήν Πειρατείαν καί Παπικήν Ἀπαγωγήν τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβον ἐντατικούς ρυθμούς.Τήν 16ην Ἰανουαρίου 1923,ἡ Ἔκθεσις τῆς πενταμελοῦς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε συσταθῆ ὑπό τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἀπεφάνθη μεταξύ ἄλλων ὅτι: «οὐδεμία (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) δύναται νά χωρισθῇ τῶν λοιπῶν καί ἀποδεχθῇ Νέον Ἡμερολόγιον, χωρίς νά καταστῇ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ἀπέναντι τῶν ἄλλων» (ΦΕΚ/24/Α/25-1-1923, σελ. 159-161).

 Τήν 25ην Ἰανουαρίου 1923, τό Βασιλικόν Διάταγμα περί τοῦ Νέου Πολιτικοῦ Ἡμερολογίου Ν.Δ. 25/1923/ΦΕΚ/24/Α/25-1-1923, τό ὁποῖον ἰσχύει μέχρι σήμερον καί δέν ἔχει ἀνακληθῆ ὑπό ἄλλου Νομοθετικοῦ Διατάγματος, ἐθέσπισεν ὅτι: «διατηρεῖται ἐν ἰσχύϊ τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον ὅσον ἀφορᾷ ἐν γένει τήν Ἐκκλησίαν καί τάς Θρησκευτικάς Ἑορτάς. . . Ἡ Ἐθνική Ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου καί πᾶσαι αἱ κατά τούς κειμένους νόμους ἑορτάσιμοι καί ἐξαιρετέαι ἡμέραι ρυθμίζονται κατά τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον.» Τό 1923 (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου), ὁ Μασσῶνος Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης συνεκάλεσεν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν Πανορθόδοξον Συνέδριονπαρωδίαν, ἕνα κατ᾽ οὐσίαν Ληστρικόν, Οἰκουμενιστικόν καί Μασσωνικόν Συνέδριον, εἰς τό ὁποῖον δέν συμμετεῖχε οὐδέν Ὀρθόδοξον Πατριαρχεῖον.Συμμετεῖχεν εἷς καθηγητής Μαθηματικῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, εἷς Ρουμάνος Γερουσιαστής, κάποιοι ἀπεσταλμένοι τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου, καί ὁ Ἀγγλικανός Ἐπίσκοπος Γκόρ.Ὑπό αὐτοῦ τοῦ Μασσωνικοῦ Συμβουλίου ἀπεφασίσθη νά εἰσαχθῇ καί εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τό Παπικόν Γρηγοριανόν Νέον Ἡμερολόγιον, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν 1ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1923.

 Ἡ ἀπόφασις αὐτή ὅμως ἠγνοήθη ὑπό ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί δέν ἐξετελέσθη, ὡς μή οὖσα Ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἠγνοήθη ὑπό πάντων, διότι δέν ἦτο Ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνεδρίου, ὡς ἐπιμένουν τινές κομψευόμενοι, ἀλλά ἦτο χάλκευμα Τεκτονικῆς Στοᾶς. Τόν Μάρτιον τοῦ 1924, ἐπί Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ζ´(Ζερβουδάκη), κατόπιν ἐντόνων Μασσωνικῶν παρασκηνιακῶν ἐνεργειῶν καί ἐπεμβάσεων τῆς Στρατιωτικῆς Κυβερνήσεως ἐν Ἑλλάδι, ἡ 10η Μαρτίου ὠνομάσθη 23η Μαρτίου.

 Οὕτως, ἄνευ τελετῆς καί ἐπισημότητος, μέ σκαιότατον τρόπον, βιαίως καί βαναύσως, μέ τήν φονικήν χεῖρα τοῦ Κάϊν, «ἐδιώρθωσαν» οἱ Μασσῶνοι Σατανολάτραι τό Ἡμερολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καί οὕτω ἔσχισαν τόν ἄραφον χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, παραδίδοντες νεκρούς εἰς τάς χεῖρας τοῦ Σατανᾶ πάντας τούς ἀκολουθοῦντας αὐτούς. Διά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ, ὑπό Τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων Καταδικασθέντος, Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου, ἐγένετο ἡ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΕΝ ΙΣΧΥΕΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀλλαγή αὐτή δέν ἐγένετο ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀλλ᾽ ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, κατ᾽ ἐντολήν τῆς Ἑβραιοσιωνιστικῆς Μασσωνίας, πρός πνευματικόν θάνατον πολλῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

 Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου ἐπεβλήθη ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, καί οὕτω αὕτη ἀπό Ὀρθόδοξος κατέστη Κακόδοξος.

 Ἡ Ἐκκλησία δέν ἤλλαξε τό Ἡμερολόγιον. Ἡ Ἐκκλησία Κατεδίκασεν, Ἀναθεμάτισε καί Ἀπέβαλε τοῦ Σώματός της τόσον τούς δράστας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου ὅσον καί τούς ἀκολουθήσαντας ἤ δεχθέντας τήν ἀλλαγήν. Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, κατά παραχώρησν Θεοῦ, ἐγένετο χωρίς Ἀπόφασιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄνευ Πανορθοδόξου Συνόδου, διότι ἀκριβῶς εἶχε προηγηθῆ ἐπί τοῦ θέματος ἡ Ἀρνητική Ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά Πανορθοδόξων Συνόδων. Οὕτω, διά τῆς ἐλλείψεως πάσης ἐξωτερικῆς νομιμοφανείας, γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή ἡ Παρανομία.

 Διά τῆς ἐλλείψεως τοῦ ἐξωτερικῶς ἐμφανοῦς στοιχείου τῆς Συνοδικότητος εἰς τήν διαδικασίαν τῆς Ἡμερολογιακῆς Ἀλλαγῆς γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή ἡ Ἀντικανονικότης αὐτῆς τῆς Ἀλλαγῆς. Ἀκόμη καί διά Πανορθοδόξου Συνόδου νά εἶχον κάνει τήν Ἀλλαγήν, αὐτήθά ἦτο βεβαίως καί πάλιν παράνομος καί Ἀντιεκκλησιαστική, ὡς ἀντιβαίνουσα εἰς τάς προηγηθείσας Πανορθοδόξους Ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.

 Ἄς σημειωθῇ παρενθετικῶς ὅτι ἡ Ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου συνετελέσθη εἰς μίαν περίοδον Ἐθνικῆς ἀκαταστασίας, ὀλίγον μετά τήν Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Διά νά καταδειχθῇ δέ ὅτι ὄχι μόνον νηφάλιος δέν ἦτο ἡ Ἀλλαγή αὐτή, ἀλλά μάλιστα ἐπεβλήθη ὑπό ἀνωμάλων καί διεστραμμένων ἐγκεφάλων, ἀρκεῖ νά κυττάξῃ κανείς πότε ἔγινε. Κατά τήν περίοδον τῶν τελευταίων μόνον διεργασιῶν διά τήν Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου, τό πεντάμηνον Νοεμβρίου 1923 - Μαρτίου 1924. ἡ Ἑλλάς ὡς κράτος μετῆλθεν, ἀφ᾽ ἑνός, ΔΥΟ Ἀρχηγούς Κράτους, τόν Βασιλέα Γεώργιον Β´ καί τόν Πρόεδρον Παῦλον Κουντουριώτην, καί ἀφ᾽ ἑτέρου, ΠΕΝΤΕ Πρωθυπουργούς, τόν Κροκιδᾶν, τόν Γονατᾶν, τόν Βενιζέλον, τόν Καφαντάρην καί τόν Παπαναστασίου.

 Ὅλα τά ἄλλα προβλήματα τά εἶχον λύσει αἱ Ἀρχαί τοῦ Κράτους καί τό μόνον τό ὁποῖον ἐναπέμεινεν ἦτο τό ἀνύπαρκτον πρόβλημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, τῆς ἀκριβεστέρας μετρήσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, ἡ «διόρθωσις» τοῦ Λειτουργικοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ Ἐθνική ἀκαταστασία δέν ἦτο πρόβλημα διά τό Ἑλληνικόν Κράτος. Ἡ Διαφορά τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν Παπικήν καί τάς Προτεσταντικάς Συναγωγάς ἦτο τό κύριον Κρατικόν πρόβλημα!

 Μόλις τό ἔλυσαν αὐτό οἱ σοφοί Ἄρχοντες τά πάντα εὗρον τήν ὁμαλήν των ροήν! Ἡ Ἐθνική ἀκαταστασία ἦτο σκόπιμον κατασκεύασμα σκοτεινῶν Δυνάμεωνδιά νά διευκολυνθῇ ἡ ἐπίθεσις κατά τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐπιτευχθῇ ὁ διχασμός καί ἡ δημιουργία Σχίσματος, διά τῆς προωθήσεως τοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου καί τῆς ἐπιβολῆς του ἐπί ἑνός ἐξουθενωμένου λαοῦ.

 Διά τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ΕΦΡΑΓΚΕΨΑΝ καί ἀφωμοιώθησαν μέ τούς Αἱρετικούς Δυτικούς.Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποί των ἠκολούθησαν τήν ἐξωσυνοδικῶς ἐπιβληθεῖσαν Ἀντιεκκλησιαστικήν, Καινοτόμον, Τελεσιδίκως Καταδικασμένην καί Ἀναθεματισμένην Μεταρρύθμισιν καί Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου. Δέν δύνανται δέ νά ἀπαλλαγοῦν αὐτοῦ τοῦ ἄγους ὑπό μελλούσης Συνόδου, διότι οὐδεμία Σύνοδος εἰς τό μέλλον δύναται νά τροποποιήσῃ τάς Ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Πανορθοδόξων Συνόδων καί νά θεωρῆται Ὀρθόδοξος.

 Ἀποφάσεις ληφθεῖσαι μέ τήν ἔμπνευσιν καί καθοδήγησιν τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος εἶναι Θεόπνευστοι. Τροποποίησις Ἀποφάσεως Πανορθοδόξου Συνόδου σημαίνει κατάργησις καί ἀσέβεια κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 Οἱαδήποτε μέλλουσα Σύνοδος ἤθελε προκύψῃ καί ἀντιγνωμοδοτήσῃ ἔναντι τῶν Ἀποφάσεων προηγουμένων Θεοπνεύστων Πανορθοδόξων Συνόδων, εἴτε περί τοῦ Ἡμερολογίου εἴτε περί οἱουδήποτε ἄλλου θέματος, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΗ.

 Ἐάν παρ᾽ ἐλπίδα δέν ἰσχύουν καί δέν εἶναι Τελεσίδικοι καί Ὁριστικαί αἱ Ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Πανορθοδόξων Συνόδων κατά τοῦ Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου, μέ τήν ἰδίαν λογικήν ΔΕΝ θά πρέπει νά ἰσχύουν ἤ νά εἶναι Τελεσίδικοι καί Ὁριστικαί αἱ Ἀποφάσεις τῶν μελλοντικῶν, αἱ ὁποῖαι θά δύνανται καί αὐταί μέ τήν σειράν των νά τροποποιοῦνται ὑπό ἄλλων.Συμφώνως πρός τούς Ἱερούς Κανόνας καί τήν αἰωνόβιον Πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ Εἰσαγωγή τοῦ ἤδη Καταδικασμένου Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, ὡς διατείνονται ἐκκλησιαστικοί διπλωμάται, ὑπόδικος εἰς μίαν μελλοντικήν Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἀλλά εἶναι ἤδη Ὁριστικῶς, Ἀμετακλήτως καί Τελεσιδίκως Προδεδικασμένη καί Καταδικασμένη.

 Ἡ εἰσαγωγή τοῦ ΝΕΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΠΡΟΕΚΑΛΕΣΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΧΙΣΜΑ.Ὅσοι ἠκολούθησαν τήν Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου καί ὅσοι ἐδέχθησαν εἰς πνευματικήν ἐπικοινωνίαν τούς ἀκολουθήσαντας τήν Ἡμερολογιακήν Ἀλλαγήν, ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι ἀκολουθοῦν τό Παλαιόν Ἡμερολόγιον, ἀπεκόπησαν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὑπόκεινται εἰς τά αὐτά Ἐπιτίμια, Ἀράς καί Ἀναθέματα μετά τῶν ἀκολουθούντων τό Νέον Παπικόν Ἡμερολόγιον, ὡς ἀπειθήσαντες εἰς τάς Ἀποφάσεις τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ καί εἰς τάς Ἐντολάς τοῦ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.

 Δέν εἶναι παράνομος μόνον ὁ κλέπτης ἀλλά καί ὁ κλεπταποδόχος. Ὄχι μόνον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ διά τῶν Συνοδικῶν της Ἀποφάσεων, ἀλλά καί αὐτό ἀκόμη τό Ἑλληνικόν Κράτος διά τοῦ Συντάγματός του, θέτει τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν ΕΚΤΟΣ νόμου. Διότι προβλέπει εἰς σχετικόν ἄρθρον ὅτι Ὀρθόδοξος εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ ἔχουσα Κεφαλήν της τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ τηροῦσα ἀπαρασαλεύτως τούς Ἱερούς Ἀποστολικούς καί Συνοδικούς Κανόνας καί φυλάττουσα τάς Ἱεράς Παραδόσεις (Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, Μέρος Πρῶτον, Βασικαί Διατάξεις, Ἄρθρον 3, Παράγραφος 1).
 Ἡ Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή τήν ὁποίαν προστατεύει τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, διότι δέν ἐσεβάσθη τούς ΣΥΝΟΔΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ καί τάς ΙΕΡΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ αἱ ὁποῖαι ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ τό Νέον Παπικόν Ἡμερολόγιον.

 Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία εἶναι καί ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Εἶναι λοιπόν καί Ἐκκλησιαστικῶς καί Πολιτικῶς ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ.

 Εἶναι ἡ πρώτη φορά εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ὁποίαν ἕν Ἐκκλησιαστικόν Σχίσμα δέν προκαλεῖται ἐκ τῶν ἔσω, ἀλλά ἐπιβάλλεται ἐκ τῶν ἔξω. Δι᾽ αὐτό καί ἡ συνείδησις τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ ἀπεδοκίμασεν τήν ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου, μέ τήν ρῆσιν, «Φραγκέψαμε. Μᾶς Ἐφράγκεψαν.»

 Ἡ Ἡμερολογιακή ἐπίθεσις κατά τῆς Ἐκκλησίας δέν προκαλεῖ μόνον ἕν γιγάντιον Σχίσμα, ἀλλ᾽ ἐκφράζει καί τήν οὐσίαν ὅλων τῶν Αἱρέσεων. Διότι ἡ μέν Ἐκκλησία ἔχει ὑπέρχρονον καί οὐράνιον ἀρχήν, αἱ δέ Αἱρέσεις ἐγκόσμιον καί χρονικήν. Τί δέ πλέον Αἱρετικόν ἀπό τό νά στήνεται Νέα Ἐκκλησία ἐπί τῆς προλήψεως τῆς ἀκριβεστέρας μετρήσεως τοῦ χρόνου;

Αγιότης μαρτυρουμένη
18 Δεκεμβρίου, 2012

Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός


Η πρόσφατη αθρόα κατάταξη νέων Αγίων στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξου Εκκλησίας τόσο στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και στην Εκκλησία της Ρωσίας, προκάλεσε τις επόμενες σκέψεις πάνω σε μια ουσιώδη πτυχή της διαδικασίας της «αναγνωρίσεως» Αγίων στην ορθόδοξη παράδοση.

1. Η ορθοδοξοπατερική παράδοση αποδίδει τον χαρακτηρισμό του Αγίου στα πρόσωπα εκείνα, τα οποία έχουν φθάσει στη θ έ ω σ η και συνιστούν τους μάρτυρές της μέσα στην Ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τιμούμε τους Αγίους «ως ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον και τη τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, όπερ αυτός έστι φύσει». Άγιοι είναι «οι έμψυχοι ναοί του Θεού, τα έμψυχα του Θεού σκηνώματα», διότι «διά του νου τοις σώμασιν αυτών ενώκησεν ο Θεός».

Ένα από τα περισσότερο ανησυχητικά συμπτώματα της εποχής μας -καρπός της μακράς αλλοιώσεως των θεολογικών μας κριτηρίων- είναι η θεώρηση της σωτηρίας, και συνεπώς και της αγιότητας, σε πλαίσια ηθικά, στα όρια της ηθικής προσπάθειας και βελτιώσεως του ανθρώπου. Λόγω της βαθμιαίας επικρατήσεως ουμανιστικών και ηθικολογικών κριτηρίων νοείται και η θέωση ως ηθικό και όχι οντολογικό γεγονός, δηλαδή ως «κατά χάριν» αλλοίωση της φύσεως και σύνολης της υπάρξεως του ανθρώπου. Κατά την ορθόδοξη, όμως, παράδοση «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντας αυτής «ακτίστους, ανάρχους και απερίγραπτους [...], καίτοι διά την οικείαν φύσιν εξ ουκ όντων γεγονότας». Διά της θεώσεως, της εν χάρτιτι ενώσεως με τον Θεό, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «όλος έν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι Άγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν». Η απώλεια, όμως, η αδρανοποίηση των ησυχαστικών κριτηρίων οδήγησε στην αντικατάσταση της πνευματικότητας με την ηθικολογία και της αγιότητας με την ουμανιστική αρεταλογία.

2. Έχει ήδη τεκμηριωμένα αποσαφηνισθεί, ότι στην ορθόδοξη παράδοση «η αναγνώρισις των υπό του Θεού δεδοξασμένων προσώπων, των ευαρεστησάντων αυτώ και η κατάταξις αυτών εις τον χορόν των Αγίων εγίνετο, γίνεται και οφείλει να γίνεται [...] υπό της γενικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ποιμένων τε και ποιμαινομένων άνευ άλλης πρωτοβουλίας και επισήμου επεμβάσεως της εκκλησιαστικής αρχής». Είναι, όμως, εξίσου γεγονός, ότι η αυθόρμητη και σύσσωμη αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη, ούτε στηρίχθηκε στην καλή φήμη ή την ηθικότητα, αλλά σε απτά και αισθητά μαρτύρια, τεκμηριωμένα δηλαδή και άνωθεν προερχόμενα δείγματα της πραγματικότητας της θεώσεως. Ο μέγας θεολόγος των νεωτέρων χρόνων Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806) λέγει χαρακτηριστικά για την αναγνώριση των Αγίων: «Ευλογητός ο Θεός, ως ουκ αμάρτυρον επί γης αφίησι την αλήθειαν αυτού» (Πρβ. Πράξ. 14, 17). Τόσο δε ο Βούλγαρις, όσο και άλλοι πριν από αυτόν θεολόγοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου περί της αναγνωρίσεως Αγίων επικαλούνται τον λόγο του Απ. Παύλου: «ου γαρ ο εαυτόν συνιστών εκείνος έστιν δόκιμος, αλλ’ ον ο Κύριος συνίστησι» (Β΄ Κορ. 10,18). Σύμφωνα με τη μακραίωνη εκκλησιαστική πράξη, οι Άγιοι δεν αναγνωρίζονται με ηθικολογικά, κοινωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά κατόπιν της φανερώσεως της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία.

Ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος σε ειδική μελέτη του έχει συνοψίσει τις καθιερωμένες στην πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας προϋποθέσεις αναγνωρίσεως των Αγίων, οι οποίες είναι: α) Η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας («διά του αγίου βαπτίσματος»), β) το μαρτύριον υπέρ της χριστιανικής πίστεως, γ) ο άγιος κατά πάντα βίος, δ) «εξέχουσαι όλως υπηρεσίαι προς την χριστιανικήν θρησκείαν και την Εκκλησίαν» (π.χ, ο Μ, Κωνσταντίνος) και ε) «η μαρτυρία διενεργηθέντων και διενεργουμένων θαυμάτων υπό του Θεού τη μεσιτεία του αγίου προσώπου, είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατον». Οι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στο σκεπτικό όλων των περιπτώσεων αναγνωρίσεως Αγίων στις τελευταίες δεκαετίες.

Ήδη, όμως, ο Ευγένιος Βούλγαρις έθεσε το ζήτημα, αν τα κριτήρια παλαιοτέρων εποχών είναι δυνατόν να εφαρμόζονται αμετάβλητα στους νεωτέρους χρόνους. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε. Εδώ πρέπει να παρατηρηθεί, ότι πέρα από την περίπτωση του όντως «υπέρ Χριστού» μαρτυρίου, το οποίο συνιστά καθ’ αυτό φανέρωση της θεώσεως, «ο άγιος κατά πάντα βίος» ως στοιχείο αγιότητας μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο με τη μαρτυρία εκείνων, οι οποίοι ευρίσκονται στην κατάσταση αγιοπνευματικού φωτισμού, διότι «ο πνευματικός ανακρίνει τα πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ, 2,14). Οι «πνευματικοί», οι έχοντες δηλαδή τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, έχουν τη δύναμη να διακρίνουν τους πνευματοφόρους και συνεπώς να διαπιστώσουν την αγιότητα της καρδίας, και δεν αρκεί γι’ αυτό η απλή εξωτερική εκτίμηση ή η λαϊκή, με τη σύγχρονη αντίληψη, ετυμηγορία.

Το περισσότερο, όμως, αδύνατο, αλλά συνάμα και επικίνδυνο, κριτήριο στην αναγνώριση της αγιότητος είναι οι «εξέχουσες υπηρεσίες» προς την Εκκλησία, το οποίο είναι δυνατόν, ερμηνευόμενο κατάλληλα, να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων. Η επιμονή της Ελλαδικής και Κυπριακής Εκκλησίας να κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ Μαρτύρων της Πίστεως και Εθνομαρτύρων είναι επιβεβαίωση των υπερβολών ή και καταχρήσεων, στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου, υπερτονιζομένου μάλιστα εις βάρος των άλλων.

3. Αγιοπατερική. συνεχής και αμετάβλητη, συνείδηση είναι, ότι η αγιότητα αναγνωρίζεται με βάση τη φανέρωσή της από τον ίδιο τον Θεό, μέσω της διενεργείας (αυθεντικών) θαυμάτων. Αυτό το κριτήριο είναι εκκλησιαστικά το ασφαλέστερο και επικρατέστερο στον χώρο της ορθόδοξης Αγιολογίας. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669) παραδίδει συνοπτικά τη σχετική εκκλησιαστική εμπειρία. «Τρία θεωρούνται -γράφει- μαρτυρούντα την αληθή (υπογράμμιση δική μας) εν ανθρώποις αγιότητα· πρώτον ορθοδοξία άμωμος· αρετών κατόρθωσις απασών, εν αις έπεται η περί την πίστιν μέχρις αίματος προς την αμαρτίαν αντικατάστασις και, τέλος, η παρά Θεού επίδειξις σημείων υπερφυών και θαυμάτων. Το πρώτον έστι και εις σωτηρίαν αναγκαιότατον. Το δεύτερον εις αγιωσύνης χαρακτήρα. Αλλά και το τρίτον αναγκαιότατον και αυτόν εις απόδειξιν». Το κείμενο αυτό, γραμμένο μετά από δεδομένη δυτική πρόκληση και διεπόμενο από τη σαφή βούληση να διασταλεί η ορθόδοξη πράξη από τη δυτική παραχάραξη, είναι σημαντικότατο για τη θεολογική πληρότητα και σαφήνειά του. Διαφοροποιεί αφ’ ενός την αληθή από την υποτιθεμένη («σεσοφισμένη», πρβ. Β΄ Πέτρου 1,16) αγιότητα και αφ’ ετέρου εντοπίζει την πιστοποίηση της αγιότητος στη θεία και όχι στην ανθρώπινη πλευρά.

Προϋποθέτοντας τη διατύπωση αυτή του Πατριάρχου Νεκταρίου, επανέρχεται στο θέμα ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809), δίδοντας κατά τη γνώμη μας την τελική διατύπωση της εκκλησιαστικής πράξεως στο Νέον Μαρτυρολόγιόν του. «Είναι γνώμη -γράφει- των διδασκάλων της Εκκλησίας μας, ότι των μεν Οσίων τα λείψανα δεν προσκυνούνται ως άγια. αν ο Θεός δεν αποδείξη δι’ αυτών θαύματα, ή το ολιγώτερον τα τίμηση διά της ευωδίας με το να μην είναι αποδεδειγμένα εις τους ανθρώπους η εν κρύπτω πίστις και αγάπη αυτών εις τον Θεόν». Είναι η τοποθέτηση τού Αγίου στο παραπάνω κριτήριο του «αγίου κατά πάντα βίου». Συνεχίζει όμως: «Των δε Μαρτύρων τα λείψανα προσκυνούνται ως άγια και χωρίς θαυμάτων και ευωδίας με το να γίνεται φανερά εις όλους διά της εμπράκτου αποδείξεως του μαρτυρίου ή εις Θεόν τελεία πίστις και τελεία αγάπη αυτών· των οποίων τούτων προηγουμένως, και φανερώς ευρισκομένων εις τους Μάρτυρας, ως παρακολουθήματα είναι πλέον τα θαύματα, και σχεδόν λογίζονται, όσον εις απόδειξιν, περιττά». Δεν παύουν, δηλαδή, τα θαύματα να θεωρούνται άμεσα συνδεδεμένα με την αγιότητα, μολονότι στην περίπτωση της τιμής των Μαρτύρων δεν έχουν πρωταρχική αποδεικτική σημασία («σχεδόν περιττά»), αφού το μαρτύριο καθ’ αυτό συνιστά βεβαίωση του γεγονότος της θεώσεως. Άλλωστε, τα αληθή λείψανα των όντως Αγίων συνιστούν μόνιμο θαύμα, με την υπέρβαση της φυσικής φθοράς και την αναστολή της φυσικής διαλύσεως του κυτταρικού συστήματος.

4. Η πράξη και έξαρση της «παρά Θεού δόξης» στη φανέρωση της αγιότητας, συνιστά συνεχή παράδοση της Εκκλησίας μας, εκφραζόμενη διαχρονικά στη θεολογική της γραμματεία. Θα περιορισθούμε σε χαρακτηριστικά δείγματα:

α) Ο ιστορικός Σωκράτης (5ος αι.), αναφερόμενος στην αγιότητα του Τριμυθούντος Σπυρίδωνος, παρατηρεί: «…Ού την αρετήν επιδείξαι, την έτι κρατούσαν περί αυτού φήμην αρκείν ηγούμαι, την δε δι’ αυτού συν θεία ροπή γενομένην, τα μεν πλείστα, ως γε εικός, οι επιχώριοι ίσασιν». Αλλά και για τον άγιο Δονάτο της Ευροίας Ηπείρου γράφει: «…ω δη πολλά τε και άλλα τεθαυματουργήσθαι μαρτυρούσιν οι επιχώριοι».

β) Η πράξη αυτή, που ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο στα χρόνια της Εικονομαχίας, συνεχίζεται στους μεταγενέστερους αιώνες. Έτσι, στην περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, η εις Αγιον αναγνώρισή του δεν περιορίζεται στη θαυμαστή θεολογική προσφορά του ή στην ασκητική βιοτή του, αλλά συγκεκριμένα στα θαύματά του. Σημειώνει ο μαθητής και βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος (Οικουμενικός Πατριάρχης, 1354/55,1364/70): «…Και στέργω και τιμώ τούτον ως άγιον από των θαυμάτων αυτού, α μετά την ενθέδε προς Θεόν εκδημίαν ειργάσατο, ιαμάτων πηγήν τον ίδιον αναδείξας τάφον».

γ) Αλλά και μετά την Άλωση συνεχίζεται η ίδια στάση. Παρατηρείται δε επίταση της εμφάσεως στο κριτήριο των θαυμάτων. Έτσι, στην περίπτωση της αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας, η πατριαρχική πράξη αναγνωρίσεως της εκκλησιαστικής τιμής της σημειώνει: «Επειδή της ημών μετριότητος συνοδικώς προκαθημένης εδηλώθη ασφαλώς, ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης [...] ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσιν ασθενέσι τε και δεομένοις θεραπείας την ίασιν δίδωσιν [...], εδοξεν ημίν.,.». Για τον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας, η πατριαρχική πράξη παρατηρεί: «…Και εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις ευδόκησεν ο Θεός, οσίως και θεαρέστως βιώσαντα τον [...] θείον Γεράσιμον, τύπον γενέσθαι του κατά Χριστόν πολιτεύματος και θείας αρετής χαρακτήρα, ούπερ αι έν βίω αρεταί τε και κατορθώματα, ου μόνον υπ’ ανθρώπων θαυμάζονται και πανταχού κηρύττονται παρά των ειδότων, αλλά και υπό Θεού πολλώ μάλλον επιβεβαιούνται και επισφραγίζονται καθ’ εκάστην τοις θαύμασιν, όσα εις ωφέλειαν των δεομένων και καταφυγόντων εις το θείον αυτού τέμενος η μεγαλόδωρος του αγαθαρχικού Πνεύματος απεργάζεται χάρις…». Το ίδιο ίσχυσε και στην περίπτωση του αγίου Διονυσίου Ζακύνθου.

δ) Για να έλθουμε δε στην εποχή μας, στην πατριαρχική πράξη ανακηρύξεως του αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, δηλώνεται μεταξύ των άλλων: «…και ζων δε και μετά θάνατον του χαρίσματος της των θαυμάτων ενεργείας παρά Θεού αξιωθείς…». Και: «…υπ’ όψιν λαβόντες τον άγιον βίον και την αγίαν τελευτήν του Οσίου τούτου ανδρός. άμα δε και τα δι’ αυτού ενεργηθέντα και νυν δ’ έτι ενεργούμενα θαύματα». Για τον όσιο Ευγένιο τον Αιτωλό (1982),η πατριαρχική πράξη αιτιολογεί ως έξης την απόφασή της: «…πολλά δείγματα οσιότητος παρασχών» και «επιδόντες προς την οσίαν και θεάρεστον βιοτήν και πολιτείαν και τας εξαιρέτους υπηρεσίας αυτού προς την Μητέρα Εκκλησίαν και την Ορθοδοξίαν». Είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις, στις οποίες ο λόγος δεν είναι περί θαυμάτων, αλλά περί των υπηρεσιών προς την Εκκλησία. Βέβαια, το περιεχόμενο αυτών των υπηρεσιών πρέπει να σχετίζεται με την παρατήρηση του ιδίου κειμένου: «συντελέσας τα μάλιστα εν τη αναδείξει πολλών νεομαρτύρων». Πολύ όμως περισσότερο από τις αποδείξεις των «επιστημόνων», τις οποίες επικαλείται η εξ Ελλάδος «γνωμοδότησις», ισχύει, πιστεύουμε, η μαρτυρία του μοναχού και μαθητού εν ασκήσει του Οσίου Αναστασίου Γορδίου: «εγώ δε και προορατικού τούτον ισχυρισαίμην αν μετέχειν χαρίσματος», η οποία όμως παραδόξως απουσιάζει από το πατριαρχικό κείμενο.

Η ίδια έμφαση δίνεται στα θαύματα και στην περίπτωση του αγίου Παναγή (Μπασιά) ,του αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, αλλά και του αγίου Μαξίμου του Γραικού, για τον οποίο το σχετικό έγγραφο – πρόταση του μακαριστού Άρτης Ιγνατίου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σημειώνει: «ανεδείχθη ομολογητής και εδοξάσθη εν θαύμασιν».

5. Το κριτήριο τής παροχής «εξεχουσών υπηρεσιών» προς την Εκκλησία δεν απομονώνεται ποτέ στην εκκλησιαστική πράξη. Αυτό αποδεικνύει το ασίγητο στόμα της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, η ορθόδοξη Λατρεία. Αντίθετα, και στην περίπτωση αυτή η εκκλησιαστική συνείδηση δεν παύει να αναζητεί την άνωθεν επιβεβαίωση της αγιότητας του συγκεκριμένου προσώπου. Η χαρακτηριστικότερη παρόμοια περίπτωση είναι ο Μ. Κωνσταντίνος. Σύμφωνα με την υμνογραφία της εορτής του, εκείνο που ουσιαστικά βάρυνε την κατάταξή του μεταξύ των Αγίων είναι η θεοπτική του εμπειρία (το όραμα του σταυρού), η οποία δήλωνε την εκ μέρους του Θεού εκλογή του: «τύπον σταυρού εν ούρανώ κατοπτεύσας…, όθεν δεξάμενος την γνώσιν του Πνεύματος». Και «ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος». Παράλληλα δε προβάλλονται και τα απτά τεκμήρια της αγιότητός του: «ου η λάρναξ ιάσεις βρύει».

Ανάλογα ισχύουν και για την αγία Θεοδώρα, σύζυγο του αυτοκράτορος Θεοφίλου, της οποίας το άφθαρτο Ιερό λείψανο είναι τεθησαυρισμένο στον μητροπολιτικό Ναό τής Κερκύρας. Η ένταξή της στον χορό των Αγίων δεν στηρίζεται μόνο στη σημαντική φιλορθόδοξη ενέργειά της του 843, ούτε στα οσιακά τέλη της. αλλά και στην ενοικούσα στο ιερό λείψανό της χάρη, φανέρωση της οποίας είναι η αφθαρσία και τα θαύματά του: «η θήκη, θεόστεπτε, των σων αγίων λειψάνων, πλήρης ούσα χάριτος, καταφλέγει δαίμονας», σημειώνεται στην ακολουθία της.

Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι η πίστη στη φανέρωση της αγιότητας μέσω των θαυμάτων έχει αναπτύξει ιστορικά μια σθεναρά δυναμική στον χώρο της λαϊκής θρησκευτικότητας, η οποία, ως γνωστόν, διασώζει αποτυπωμένα στην ιστορική της μνήμη, αλλά και στις πρακτικές της, πολλά ησυχαστικά στοιχεία. Είναι, έτσι, ευρύτατα διαδεδομένη στον ορθόδοξο λαό η πίστη, ότι «ο Άγιος, αν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται». Πρόκειται για παροιμία, η οποία σε διάφορες παραλλαγές απαντά -τόσο στην κυριολεκτική όσο και στη μεταφορική της σημασία – όχι μόνο στον ελληνικό. αλλά και στους άλλους ορθοδόξους λαούς, όπως ακόμη και στη Δύση, κάτι που βεβαιώνει την αρχαιότητα αυτής της πεποιθήσεως και το βαθύρριζό της.

6. Συμπερασματικά, θα παρατηρήσουμε ότι η αισθητή αλλοίωση των εκκλησιαστικών κριτηρίων στους τελευταίους αιώνες. λόγω των συνεχών και ισχυρών έξωθεν επιρροών, δικαιώνει τη στάση του Ιεροσολύμων Νεκταρίου στο θέμα της αναγνωρίσεως της αγιότητας. Η θεολογική δε τοποθέτησή του βρίσκει και την απόλυτη κατάφαση του μεγάλου Ευγενίου Βουλγάρεως. Απαραίτητη προϋπόθεση για την παραδοχή της αγιότητας θεωρούν και οι δύο τα θαύματα, «την των σημείων επίδειξιν», εξηγούν δε τον λόγο: «Καίτοι τοις πάλαι, ειλικρινέστερον κατά Θεόν πολιτευομένοις, ου πάνυ τούτο αντεξητάζετο, αλλά τοις καθ’ ημάς χρόνοις της πονηρίας, ήδη και τα θαύματα παραπλαττούσης και τας αρετάς τη υποκρίσει μάλλον κιβδηλευούσης, και λίαν θηρεύομέν τε και απαιτούμεν και εις κρίσιν καλούμεν». Με βάση δε αυτή την προϋπόθεση -κυρίως- τόσο ο Πατριάρχης Νεκτάριος, όσο και ο Βούλγαρις, απορρίπτουν τα δυτικά λείψανα, αρνούμενοι συνάμα την ύπαρξη αληθινής αγιότητας στη Δύση μετά το σχίσμα. Αυτό, όμως, τί άλλο σημαίνει παρά άρνηση της δυνατότητας υπάρξεως αγιότητας εκεί, όπου χάνονται τα ορθά κριτήρια της, ο αγιοπνευματικός φωτισμός και η θέωση;

Π. Γεωργίου Α. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα». -Αφιέρωμα, εκδ. Ακρίτας, σ.45-53

Ο Θεός ως "πυρ" και "φως"


Ο Θεός ως "πυρ" και "φως"
                Κάποιοι στη Δύση, πιστεύουν σε έναν θεό σαδιστή, που βασανίζει τους ανθρώπους αιώνια σε μια κόλαση. Οι Χριστιανοί όμως στην Ανατολή, πάντοτε γνώριζαν τη σημασία τών αναφορών τής Αγίας Γραφής για την κόλαση και για τον Παράδεισο. Ποτέ δεν πίστεψαν σε έναν σαδιστή Θεό. Και πράγματι, οι άγιοι Πατέρες, μας λένε ότι ο Θεός είναι και Παράδεισος και Κόλαση, ανάλογα με τη δικαιοσύνη τού καθενός. Γιατί ο Θεός τους αγαπάει όλους, και όλους θα τους αγκαλιάσει. Όμως δεν θα τον βιώσουν όλοι ως φως. Κάποιοι δεν θα αντέχουν την αγάπη και θα κολάζονται, γιατί έμαθαν μόνο να μισούν.

ΦΤΑΙΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΣΕΒΩΝ;

ΦΤΑΙΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΣΕΒΩΝ;
Ο άνθρωπος από τη μία "θέλει" να είναι ευτυχισμένος, και από την άλλη "δεν θέλει" τον ΜΟΝΑΔΙΚΟ τρόπο ευτυχίας, που είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Μα πώς θα είναι ευτυχισμένος αν δεν ελευθερωθεί από τα πάθη του; Αν δεν τον βασανίζουν τα αμαρτωλά "θέλω", μόνο τότε μπορεί να έχει ελευθερία. Γιατί δεν νοείται ευτυχία όταν βρίσκεσαι υπό ζυγόν δουλείας. Η ευτυχία είναι αλληλένδετη με την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. 
Κάποιος μπορεί να πει: « Άρα ο Θεός βάζει τον άνθρωπο στο δίλλημα: ή με ακολουθείς ή βασανίζεσαι».
Όχι "ή με ακολουθείς"!!! Το δίλημμα είναι: "Ή ακολουθείς τον τρόπο απελευθέρωσης, ή παραμένεις υποδουλωμένος σε πράγματα που θα σε βασανίζουν". Εκτός αν έφτιαχνε ο Θεός ένα άλλο "σύμπαν" γι' αυτούς που δεν τον θέλουν, και να ζουν εκεί ευτυχισμένοι. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, θα "έτρωγαν" ο ένας τον άλλο από την κακία τους. Σε ένα σύμπαν χωρίς τον τρόπο ζωής τού Θεού, θα βασίλευε το μίσος. Πώς θα ήταν και πάλι ευτυχισμένοι; Θα έκανε ο ένας τον άλλον δυστυχισμένο.
 Στην Αγία Γραφή γράφει: "Και αν ελεηθεί ο ασεβής, δεν θέλει μάθει δικαιοσύνη. Εν τη χώρα τής ευθύτητος θέλει πράξει αδίκως" (Ησαίας κς 10). Αυτό δίνει απάντηση στο τι θα γινόταν αν γινόταν ανεκτή η κακία τους. Αν δηλαδή ο Θεός τους επέτρεπε να ζουν με ικανοποίηση τών παθών και τής επιθυμίας τους για κακία. Τότε, θα συνέχιζαν να γίνονται αιτία δυστυχίας για τους δικαίους, όπως τώρα.
 Ακόμα και αν ζούσαν απομονωμένοι μόνο οι κακοί, θα έκαναν δυστυχισμένο ο ένας τον άλλο, λόγω τού μίσους τους. Η ζωή τους θα ήταν "κόλαση"!
 Ας υποθέσουμε τώρα ότι τους κάνει κάποια "ανακατασκευή" που να βιώνουν ο ένας την κακία τού άλλου ως "ευτυχία" !!! Μα και τότε δυστυχισμένοι θα ήταν, γιατί από την κακία τους θα ήθελαν να κάνουν τους άλλους δυστυχισμένους, αλλά οι άλλοι θα ήταν... χαρούμενοι !!! Πάλι κόλαση! Να μην μπορείς να κάνεις κακό στον άλλο; Στέρηση τής ελευθερίας τους να κάνουν κακό; Δυστυχία!
 Ή έπρεπε να τους απομονώσει τον καθένα μόνο του για να μην ενοχλεί τους άλλους; Άραγε θα το ήθελαν αυτό; Μα και η μοναξιά πάλι "κόλαση" είναι. Ο Αδάμ ούτε στον Παράδεισο δεν ήταν ευτυχισμένος μόνος. Και πάλι κόλαση!
 Ή έπρεπε να τους ανακατασκευάσει, ώστε να βιώνουν την μοναξιά τους ως "ευτυχία"; Κατ' αρχήν τότε θα ήταν "κάτι άλλο", και όχι "άνθρωποι". Γιατί οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα. Ας πούμε όμως ότι το έκανε. Τότε πώς οι κακοί θα μπορούσαν να κάνουν το κακό σε άλλους για να είναι ευτυχισμένοι; Πάλι θα έπρεπε να τους ανακατασκευάσει, και μάλιστα ΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥΣ. Μα αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να τους προγραμματίσει να κάνουν το καλό. Η ελευθερία τους πάει περίπατο. Και πάλι όμως, ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά, και ας πούμε ότι το κάνει, χωρίς να στερεί (με κάποιο μαγικό τρόπο) την ελευθερία τους. Και νιώθουν ευτυχισμένοι ολομόναχοι. Τότε, όταν κάποιος δει συγκριτικά τη ζωή αυτών, με τη ζωή τών δικαίων, θα τη χαρακτηρίσει "κόλαση". ΄Αρα πάλι κόλαση!!!
 Έτσι δεν είναι; Ανέφερα ΟΛΕΣ τις πιθανές περιπτώσεις. Μήπως ξέχασα κάποια πιθανή λύση; Είναι παράλογη η επιθυμία να είναι κάποιος ευτυχισμένος ζώντας με μίσος, κακία και ΕΞΑΡΤΗΣΗ από πάθη. Απλώς δεν γίνεται!!!

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΟΤΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΕΙ Τί μάς διδάσκει το εκκλησιαστικό παρελθόν σχετικώς με την υπακοή στον Πνευματικό μας Πατέρα, όταν πρόκειται περί θέματος Πίστεως

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΟΤΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΕΙ Τί μάς διδάσκει το εκκλησιαστικό παρελθόν σχετικώς με την υπακοή στον Πνευματικό μας Πατέρα, όταν πρόκειται περί θέματος Πίστεως, δογματικό ή σχετικό με τους ιερούς Κανόνες; Οφείλουμε αδιάκριτη υπακοή όταν ο Πνευματικός αντιτεθεί προς την Παράδοση της Εκκλησίας ή όχι; Παίρνουμε επάνω μας έναντι Θεού την ευθυνη της «ανυπακοής» ή μάς καλύπτει η υπακοή στον Χριστό βάσει της αλαθήτου Παραδόσεως της Εκκλησίας; Σε τούτα τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές απαντήσεις.

Εισαγωγή

Το θέμα της υπακοής στον Πνευματικό Πατέρα, όσον αφορά στα θέματα Πίστεως, θέμα ιδιαιτέρως λεπτό και άγνωστο, περιλαμβάνεται στο γενικότερο θέμα της υπακοής στον Επίσκοπο, διότι η σχέση Πνευματικού-Εξομολόγου και πιστού δεν νοείται χωριστά από τη σχέση του χριστιανού με τον Επίσκοπο της Εκκλησιαστικής Κοινότητος· ο Πνευματικός δεν καθοδηγεί ιδίω δικαίω τους πιστούς βάσει της Ιερωσύνης του, αλλά με ενταλτήριο γράμμα του οικείου Επισκόπου, καθώς ορίζουν οι ιεροί Κανόνες και πλέον φανερά ο 50ος (46) της εν Καθαγένη αγίας Τοπικής Συνόδου1. Έτσι, εν πολλοίς ισχύει και περί του Πνευματικού Πατρός, ό,τι ήδη έχουμε ειπή σε αναφορά προς τον Επίσκοπο και την ανάμειξη των λαϊκών στα θέματα Πίστεως σε προηγούμενες ενότητες.

Εάν δηλαδή οι πιστοί έχουν το δικαίωμα βάσει του παραδείγματος των Αγίων στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και βάσει των ιερών Κανόνων, να απειθούν σε αιρετίζοντες Επισκόπους και να αποχωρίζονται από την κοινωνία (και την κοινότητά) των (όπως ορίζουν κυρίως οι ιεροί Κανόνες 31ος Αποστολικός και 15ος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου), πολλώ μάλλον πρέπει να διαχωρίζονται από Πνευματικούς οι οποίοι αναπτύσσουν χωρίς μεταμέλεια ετερόδοξα φρονήματα.

Αν ο Επίσκοπος, στη θέση του οποίου ενεργεί ο Πνευματικός το Μυστήριον της προς Θεόν καθοδηγήσεως των πιστών, Μυστήριον Μετανοίας και Εξομολογήσεως, δεν είναι "ex officio" («εκ του αξιώματος») αλάθητος, πολύ περισσότερο ο Πνευματικός, ο οποίος μετέχει της χάριτος της Ιερωσύνης σε βαθμό μικρότερο από τον Επίσκοπο, δεν είναι οπωσδήποτε αλάθητος.

1. Ο Πνευματικός μας πρέπει να είναι ο καλύτερος δυνατός, από πάσης απόψεως

Πολύ συχνά οι Προεστώτες της Εκκλησίας υπενθυμίζουν το καθήκον της υπακοής στους Επισκόπους και Πρεσβυτέρους και στα εντάλματά τους, αλλά στο Ποίμνιο είναι μόνον ολίγο γνωστό τί είδους άνθρωποι οφείλουν να είναι και οι Κληρικοί, οι οποίοι δίνουν κατευθύνσεις.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο ψυχωφελέστατο έργο του Πνευματικά Γυμνάσματα, γράφει τα εξής, παραπέμποντας και στο Μέγα Βασίλειο : «Εξέτασαι την επιμέλειαν όπου βάνεις εις το να εύρης ένα καλόν πνευματικόν· διότι ποία άλλη μεγαλειτέρα ανάγκη είναι εις εσέ, ωσάν το να εύρης ένα καλόν οδηγόν εις μίαν οδοιπορίαν όπου έχεις να κάμης τόσον κινδυνώδη, καθώς είναι το να πορευθής εις τον ουρανόν; [...] Τώρα στοχάσου αγαπητέ εις ποταπόν κίνδυνον ευρίσκεσαι, ανίσως όχι μόνον δεν γυρεύης τοιούτον πνευματικόν άξιον δια να σε οδηγήση ορθώς εις την σωτηρίαν σου και να σε ιατρεύση καλώς από τα πάθη και τας αμαρτίας σου, αλλά και αποφεύγης αυτόν [...] Όθεν και ο μέγας Βασίλειος (Όροι κατ' επιτομήν σκθ΄)2 λέγει· "όπως λοιπόν τα πάθη του σώματος, δεν τα ξεσκεπάζουν οι άνθρωποι σε όλους, ούτε σε τυχαίους, αλλά σε εκείνους που είναι έμπειροι για τη θεραπεία τους· έτσι και η εξαγόρευσις των αμαρτημάτων οφείλει να γίνεται σε αυτούς που μπορούν να τα θεραπεύσουν, κατά το γεγραμμένον, εσείς οι δυνατοί να βαστάζετε τα ασθενήματα των αδυνάτων [Ρωμ. 15, 1], δηλαδή δια της επιμελείας σηκώνετέ τα"»3.
Ερμηνεύει σχετικώς ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης· «Βέβαια ο πνευματικός πατήρ οφείλει να ευρίσκεται ήδη στην κατάστασι του φωτισμού, ώστε να μπορή να εισάγη και άλλους σ' αυτήν την κατάστασι του φωτισμού και να τους οδηγή προς το Βάπτισμα και του ύδατος (δηλαδή της αφέσεως των αμαρτιών), αλλά και του Πνεύματος, που είναι η επίσκεψις του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του βαπτιζομένου και η φώτισις της καρδίας του ανθρώπου»4.
Αν λοιπόν ο Γέρων - Πνευματικός - Εξομολόγος πρέπει να είναι ο καλύτερος κατά το δυνατόν σε βίο και διδαχή, πόσο περισσότερο πρέπει να έχει το ελάχιστον, την «αλφα-βήτα», δηλαδή ακραιφνή την Ορθοδοξία.

2. Ο Πνευματικός επειδή είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», δεν μπορεί να αποδέχεται αιρέσεις

Το πόση σημασία έχει η αποτροπή και καταπολέμηση της αιρέσεως, συνάγεται από το γεγονός ότι ολόκληρη η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας διαμορφώθηκε όχι ως φιλοσοφικός στοχασμός, αλλά κατά αντιπαράθεση προς τις αιρέσεις οι οποίες απειλούσαν την οδό της Ορθοδοξίας, που θεραπεύει την ανθρώπινη φύση από την αμαρτία: «Οι Πατέρες άλλαζαν ορολογία από καιρό σε καιρό και έκαναν προσαρμογή της ορολογίας τους, για να βρουν τους σωστούς όρους ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Αυτό το έκαναν, όχι για να κατανοήσουν καλύτερα την διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά για να χτυπήσουν τις αιρέσεις που ανεφύοντο. Διότι η κατανόησις της διδασκαλίας της Εκκλησίας έρχεται από τον φωτισμό και την θέωσι και όχι απο φιλοσοφική ή φιλολογική διεργασία ή από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω σε αυτήν την διδασκαλία. Ο σκοπός του δόγματος, που διατυπώνουν οι Πατέρες, δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η δια του δόγματος ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό»5.
Η αποδοχή λοιπόν της αιρέσεως από τον Κληρικό καταστρέφει την θεραπευτική Ποιμαντική του. «Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπή να θεραπεύη, έτσι και στην Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να επιτραπή σε έναν αιρετικό να θεραπεύη τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύη»6. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για ένα Κληρικό που δεν δύναται ή αδιαφορεί να διακρίνει μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως, δηλ. πνευματικής «ιατρικής και κομπογιαννιτισμού», διότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου και μεθοδείας των πονηρών πνευμάτων να πέσει σε πλάνη κι αυτός και τα πνευματικο-παίδια του. Λέγει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Μπριαντσιανίνωφ «Με την αποδοχή ψευδοδιδασκαλιών (δηλ. εσφαλμένων σκέψεων για το Θεό), με την παραμόρφωση της δογματικής και ηθικής διδασκαλίας, που μας αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός, συντελείται-χάρις στην επίδραση και παρέμβαση των ψευδοδιδασκαλιών-η φθορά του πνεύματος. Και έτσι ο άνθρωπος καταντάει υιος του διαβόλου»7.
Αν λοιπόν η σχέση Πνευματικού-Εξομολόγου και πιστού, αποσκοπεί στο να εικονίσει πραγματικώς τη σχέση Χριστού-πιστού, όπως λέγει σχετικώς και η «Κλίμαξ» του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου («Μη το θεωρήσης ανάξιο να εξομολογηθής τις αμαρτίες σου στον βοηθό σου, [στον Γέροντά σου δηλαδή], με ταπείνωση και συντριβή ωσάν στον ίδιον τον Θεόν»)8 , τότε η διάρρηξη της σχέσεως του Πνευματικού με τον Χριστό λόγω της αιρέσεως του Πνευματικού, υποχρεώνει τον πιστό είτε να βρή άλλον Πνευματικόν, ορθοφρονούντα, είτε - αν νομίζει ο πιστός ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα διορθώσεως του Πνευματικού του - τουλάχιστον να μη υπακούει στις περί Πίστεως εσφαλμένες τοποθετήσεις και συμβουλές του Πνευματικού. Κατά τον Άγιον Γρηγόριον Νύσσης, όποιος «αιρετίζει» (αναπτύσσει αιρετικό φρόνημα) αποκόπτεται από τη μυστική κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστό «οπωσδήποτε αυτός που αποκόπηκε από την σώζουσα Πίστη είναι ακέφαλος, όπως ο Γολιάθ με το ίδιο του το ξίφος, το οποίο ακόνησε κατά της αληθείας, χωριζόμενος από την αληθινή Κεφαλή»9. Πως ένας τέτοιος Πνευματικός θα διδάξη σε άλλους τη σωτηρία;
Μη λησμονούμε ότι η μετάδοση της Ορθοδοξίας είναι ο πρώτιστος σκοπός ενός Γέροντος, κατά την Κλίμακα του Οσίου Ιωάννου, καθώς λέγει στις προτροπές του προς τον Ποιμένα: «Την ακεραία πίστη και τα ευσεβή δόγματα ας αφήσης πριν από όλα σαν κληρονομία στα τέκνα σου, ώστε όχι μόνο τα τέκνα σου, αλλά και τους εγγονούς σου να οδηγήσης στον Κύριον δια της οδού της Ορθοδοξίας»10.
Αν ο αιρετίζων Πνευματικός αποδιώξει τότε τον ορθοφρονούντα πιστό, είναι εύλογο, ότι η ευθύνη πίπτει στον κακώς φρονούντα Γέροντα και Πνευματικό, διότι η Εκκλησία μάς διδάσκει ότι η υπακοή μας στους Γέροντες πρέπει να αποσκοπεί στον Χριστό.

3. Απαγορεύεται η αδιαφορία η η σιωπή περί των αιρέσεων εκ μέρους του Πνευματικού

ΦΟΒΕΡΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΟΒΕΡΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Περὶ μετανοίας - Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


Περὶ μετανοίας - Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου



∆ιαγράψωμεν, ἀγαπητοὶ, τὰ τῆς μετανοίας φάρμακα,
ἵνα τῷ τῆς σωτηρίας λιμένι προσδράμωμεν.
Ἐτρώθημεν τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἰαθῶμεν τῇ μετανοίᾳ·
διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ διάβολος ἔτρωσε·
διὰ τῆς μετανοίας ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσεν·
ἐκεῖνος διὰ τῆς ἁμαρτίας τὰς ῥίζας κατεβάλετο·
ὁ Κύριος πρόῤῥιζον τὴν ἁμαρτίαν τῇ ἀξίνῃ τῆς μετανοίας ἐξέτεμεν.