ΦΟΒΕΡΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΟΒΕΡΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(Ἀπὸ Σιναΐτικο Χειρόγραφο τοῦ 15-16ου αἰῶνα)
Ἐπὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ στὰ χρόνια 886-911 ὑπῆρχεν ὁ ὅσιος Βασίλειος ὁ Νέος, ὁ ὁποῖος εἶχεν μαθητήν του κάποιον Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ λογισμούς, πίστευε ὅτι οἱ ἑβραῖοι ποὺ τηροῦν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θὰ εἶναι δεκτοὶ στὸν Θεὸν τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὅπως οἱ Προπάτορες, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
Ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιφρονοῦσε σ᾿ αὐτὸ λέγοντας πρὸς τὸν νεαρόν:
«Ὁ Κύριος λέγει τέκνον μου στὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιο, ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται (Ἰωάν. 10,8) καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν τέκνον μου νὰ σωθοῦν οἱ ἑβραῖοι ποὺ εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν βλασφημοῦν κάθε ἡμέραν;»
Καὶ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος στὸν Θεὸ νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὸν νεαρὸ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, ἀπέστειλεν ὁ Πανάγαθος Θεὸς θεῖον Ἄγγελον καὶ ἐξήγησεν στὸν Γρηγόριον περὶ τούτου, καὶ λέγει μιὰ νύκτα ἐνῷ κοιμόμουν, ξύπνησα γιὰ προσευχή, κατὰ συνήθεια καὶ εἶδα σὲ ὅραμα ὅτι βρέθηκα σὲ μία πεδιάδα γεμάτη ποικίλων δέντρων καὶ λουλουδιῶν, καὶ ξαφνικὰ φάνηκε ἕνας νέος ψηλὸς καὶ ὡραῖος με πύρινη στολὴ ἐξαστράπτων καὶ μοῦ λέγει:
«Γρηγόριε, οἱ εὐχὲς τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Βασιλείου σὲ ἔφεραν ἐδῶ γιὰ νὰ μάθῃς, νὰ πεισθῇς καὶ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐπιθυμοῦσες.»
Καὶ ἀρπάζοντάς με ὁ Νέος ἀπὸ τὸ χέρι βαδίζαμεν καὶ νεφέλη φωτεινὴ μᾶς ἀνέβασεν σὲ ἄπειρον ὕψος, καὶ ὑπερθαύμαστον κόσμον, καὶ βλέποντας ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου, καὶ εὐθὺς βρεθήκαμεν στὴν πεδιάδα τῆς ὁποίας τὸ ἔδαφος ἦταν ὑάλλειο, καὶ μέσα στὴν πεδιάδα ὑπῆρχεν ἄπειρον πλῆθος πυρινόμορφων νέων καὶ ἀκούονταν ὑμνωδίαις καὶ ᾄσματα μελίρρητα καὶ ὑπερθαύμαστα.
Προχωρώντας εἴδαμεν ἄλλον τόπον πύρινον, ὁ ὁποῖος φαινόταν ὅτι φλεγόταν καὶ δὲν καιγόταν, ὅπου ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ διηγηθῇ. Καὶ ὁ τόπος αὐτὸς μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου Ἄγγελος ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Πόλις ἡ Ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς ὁποίας Δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός, καὶ εἶναι ἡ πόλις τῶν Ἁγίων καὶ πάντων τῶν Δικαίων, τῶν εὐαρεστησάντων τὸν Θεόν.
Καὶ καθὼς μοῦ τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Ἄγγελος, βλέπω ὑπεράνω τῆς Ἁγίας Πόλεως αἰωρούμενον τὸν Τίμιον Σταυρόν, ὑπεραστράπτοντα περισσότερο ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες,
καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω πλῆθος Ἀγγέλων, κρατώντας θρόνον φρικώδη, καὶ τεράστιον καὶ φωνὴ βροντώδης καὶ φοβερὴ ἐξακούετο λέγουσα:
«Ἰδοὺ ὁ Μέγας καὶ φοβερὸς Κριτὴς ἔρχεται νὰ κρίνῃ τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς νεκρούς, καὶ νὰ ἀποδώσῃ στὸν κάθε ἕνα ἄνθρωπο κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. Καὶ αὐτὰ ὅλα γίνονται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφὰτ τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, καθὼς γράφτηκε στὶς Γραφές.»
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ βλέπω ἄλλους Ἀγγέλους κατέχοντας πύρινες σάλπιγγες, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Κριτῆ σάλπισαν, καὶ ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια της γῆς, καὶ νὰ ἀνοίχτηκαν οἱ τάφοι τῶν ἀπὸ ὅλων τῶν αἰώνων νεκρῶν, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τῆς ἐσχάτης ἡμέρας.
Καὶ εὐθὺς ὤ! φρικτὸν θέαμα ἀνέβαιναν ἀπὸ τοὺς τάφους, τὰ ὀστᾶ γυμνωμένα τῶν νεκρῶν τῶν αἰώνων, καὶ ἐνδύνονταν σάρκες, νεῦρα καὶ δέρμα, καὶ ἦταν ἄπειρο τὸ πλῆθος ὡς ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας, γυμνοὶ καὶ τρομαγμένοι, ὅλοι σε μία ἡλικία, σὰν νὰ ἦταν 33 χρονῶν καὶ φαίνονταν κάθε ἕνας μὲ διαφορετικὴ μορφή.
Καὶ στὸν κάθε ἕνα ἦταν γεγραμμένο στὸ μέτωπώ του, αὐτὸς εἶναι προφήτης, σὲ ἄλλους δὲ αὐτὸς εἶναι Ἱεράρχης, σὲ ἄλλους Ὅσιοι, καὶ σ᾿ ἄλλους ἐλεήμονες, καὶ ἁπλὰ κάθε ἑνὸς ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ζωή του στὴ γῆ ἦταν γεγραμμένη στὸ πρόσωπό του.
Ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους γραφόταν στὸ μέτωπό τους οἱ πράξεις καθ᾿ ἑνός• αὐτὸς εἶναι φονιᾶς, σὲ ἄλλον αὐτὸς εἶναι πόρνος, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι κτηνοβάτης, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι αἱμομίκτης, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι βλάσφημος, καὶ σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι φιλοκατήγορος, καὶ σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι κοιλιόδουλος κλπ.,
καὶ ὅλοι ἔκλαιγαν μὲ θρῆνο ἀπαρηγόρητοι καὶ ἔλεγαν:
«Αὐτὰ ὅλα τὰ ἀκούαμεν στὶς Γραφὲς καὶ δὲν πιστεύσαμεν»
καὶ ὅλα τὰ ἔθνη ἀγαρηνοί, ἑβραῖοι, ἐθνικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄπιστοι ἔκλαιαν καὶ ὠδύρονταν τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐαυτοῦ τους,
καὶ ἰδίως οἱ Ἰουδαῖοι ἔλεγαν:
«Ἐὰν αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ φοβερὸς Κριτὴς τὸν ὁποῖον ἐσταυρόσαμεν, χαθήκαμεν ὅλοι».
Τότε ὁ συνοδός μου Ἄγγελος μοῦ λέγει:
«Βλέπεις τοὺς Ἰουδαίους πῶς τρέμουν βλέποντας αὐτὰ ποὺ γίνονται.»
Καὶ εὐθὺς ὁ Ἄγγελος μοῦ λέγει:
«Ἰδοὺ ὁ φοβερὸς καὶ μέγας Θεὸς παραγίνεται, φόβος καὶ τρόμος λαμβάνουν τὰ πάντα.»
Καὶ ἰδοὺ πλῆθος ἀναρίθμητον οὐρανίων Ἀγγέλων κατήρχετο ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ παρασταθέντες ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ θρόνου, προσκύνησαν, καὶ πάραυτα ἀκούονταν κρότοι καὶ βροντὲς φοβερὲς μαζὶ μὲ κτύπους, καὶ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἔτρεμε, καὶ ὅλα τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν, παραστάθησαν σὲ κύκλον γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ μὲ πολλὴ τάξη καὶ φόβο.
Τότε ὅλοι οἱ δίκαιοι φώναξαν:
«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα σὲ Προσκυνοῦμεν.»
Καὶ ἀκόυγοντας αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι, αἱρετικοὶ καὶ ἄπιστοι, ἔτρεμαν καὶ ἔμειναν ἄφωνοι.
Τότε ὁ φοβερὸς Κριτὴς ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν Οὐρανό, καὶ τρομάζοντας ὁ Οὐρανὸς χάθηκε. Ὁμοίως βλέποντας τὴ γῆ εὐθὺς καὶ αὐτὴ ἐξαφανίστηκε, καὶ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια χάθηκαν σὰν κερί, τὸ ἴδιο καὶ ἡ θάλασσα ξηράθηκε ὅλη καὶ μεταποιήθηκε σὲ φωτιά, καὶ ἔγινεν πύρινος ποταμός, καὶ βρίσκοταν μπροστὰ στὸν Θεϊκὸ Θρόνο.
Καὶ εὐθὺς μὲ κάλεσμα τοῦ Κριτῆ, διεχωρίσθησαν τὰ ἄπειρα ἐκεῖνα πλήθη τῶν ἀνθρώπων σὲ δυό• καὶ στάθηκε τὸ ἕνα στὰ δεξιά του Κριτῆ καὶ τὸ ἄλλο στὰ ἀριστερά.
Καὶ βλέποντας ὁ Κριτὴς τοὺς βρισκομένους στὰ δεξιά του, τοὺς εἶπε μὲ γλυκυτάτη φωνή:
«Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου νὰ κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένην γιὰ ἐσᾶς βασιλεία.» (Ματθ. 25,34)
Ἔπειτα βλέποντας καὶ αὐτοὺς στὰ ἀριστερά του, τοὺς λέγει μὲ ὀργή:
«Ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, ἡ ὁποία ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του»
Ἡ Παναγία
Καὶ ὅταν αὐτὰ ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸν Κριτή, καὶ ἀφοῦ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀδύρθησαν ἀνώφελα, ξαφνικὰ βλέπω τὴν ὑπερθαύμαστην ἐκείνη πόλη ἀπέναντι τοῦ Κριτῆ νὰ στέκεται, καὶ νὰ ἡ κατὰ τὴν δύση πόλη ἀνοίχθηκε βλέπω μία γυναῖκα ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Κριτοῦ στεκόμενη ἀστράπτοντας περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιον, πρὸς τὴν ὁποία λέγει ὁ Κριτής• εἴσελθε Μητέρα μου στὴν βασιλεία μου, καὶ ἀφοῦ τὴν ὑποδέχθησαν στρατοὶ Ἀγγέλων εἰσῆλθαν στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Οἱ Ἅγιοι 12 Ἀπόστολοι
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω 12 ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ 12 Ἀπόστολοι φορώντας στολὲς πυρίμορφες προσκύνησαν τὰ πόδια τοῦ Κριτοῦ καὶ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοὶ στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Οἱ 70 Ἀπόστολοι
Ἔπειτα χωρίσθησαν ἄλλοι 70 ἄνδρες ἀπὸ τὸ ἄπειρο πλῆθος ποὺ βρισκόταν δεξιά του Κριτῆ καὶ αὐτοὶ ἦσαν οἱ 70 Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι προσκυνώντας καὶ αὐτοί, εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες
Ἔπειτα διεχωρίσθησαν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς δεξιᾶς μερίδας πλῆθος ἀνδρῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα σπινθηροβολοῦσαν, καὶ ἄστραπταν οἱ στολές τους περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Οἱ Ἱεράρχες
Μετὰ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα ἄστραπταν περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ οἱ στολές τους περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ προσκυνόντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ Διδάσκαλοι
Μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ τῶν θείων Διδασκάλων τῶν ὁποίων σπινθηροβολοῦσαν τὰ πρόσωπά τους καὶ ἀφοῦ προσκύνησαν τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ ἀσκητὲς Ὅσιοι Πατέρες
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλύθος ἀναρίθμητο, οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ τῶν βουνῶν Μοναχοί, καὶ εὐαρεστησάμενοι τὸν Κριτήν, καὶ ἀφοῦ ἐπαινέθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, προσκυνῆσαν καὶ αὐτοὶ καὶ εἰσῆλθαν στὸν Πόλη.
Οἱ παρθένοι καὶ ἐλεήμονες
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, ἀστράπτοντας σὰν τὴν ἀστραπὴ προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ εἰλικρινῶς μετανοημένοι
Ἔπειτα διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον, οἱ εἰλικρινῶς στὸν κόσμο μετανοημένοι καὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοὶ στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες
Μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθησαν ἄλλοι 15 ἄνδρες ὡραιότατοι καὶ ἀστράπτοντες σὰν τὸ φῶς, οἱ Ἅγιοι προπάτορες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τοῦ Χριστοῦ Προφῆτες
Ἔπειτα διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγὴ οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τὸν Χριστὸ Δίκαιοι καὶ Προφῆτες περὶ τῶν ὁποίων εἶπεν ὁ Κύριος• «Οἱ πρῶτοι θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι πρῶτοι»• καὶ αὐτοὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ διὰ τὸν Χριστὸν Σαλοί
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, οἱ διὰ τὸν Χριστὸ Σαλοί, καὶ αὐτοὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ τοῦ γάμου ἄμωμοι
Καὶ ἀμέσως ἀπεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, οἱ τοῦ γάμου ἄμωμοι καὶ ἀμόλυντοι, ντυμένοι στολὴ Βασιλικὴ καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν δεδοξασμένα, προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη,
καὶ ἔλειψαν οἱ στὰ δεξιά του Κριτῆ Δίκαιοι, καὶ ἔμειναν μόνο οἱ στὰ ἀριστερά του Κριτῆ ἁμαρτωλοί με καταντροπιασμένα τὰ πρόσωπα, ὀδυρόμενοι, βλέποντας αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν• ἦσαν δὲ πλῆθος ἄπειρον, τρέμοντας καὶ μὲ φόβο στέκοντας ἀνάμεναν τὴν φοβερὴ ὥρα τῆς καταδίκης τους.
Καὶ γυρνώντας τὸ βλέμμα πρὸς αὐτοὺς ὁ Κριτής, διεχωρίσθηκε μεγάλη συναγωγὴ σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας, καὶ καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτής, τοὺς ἔρριψαν στὸν πύρινον ποταμὸν ὀδυρώμενους καὶ κλαίοντας.
Ὅλοι οἱ ἀβάπτιστοι καὶ Αἱρετικοί
Καὶ καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἀναρίθμητη τοὺς ἔρριψαν στὸν πύρινον ποταμόν, νὰ καίγωνται αἰωνίως.
Οἱ αὐτόκτονες
Ἔπειτα μὲ νεῦμα στοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτής, ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἀναρίθμητη, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν κοχλάζουσαν θάλασσαν τοῦ πυρός.
Οἱ φονιάδες, οἱ φαρμακοί-μάγοι
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο μὲ νεῦμα ὁ Κριτὴς στοὺς Ἀγγέλους ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ τοὺς φονιάδες-φαρμακοὺς καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ἔβαλαν στὴν σπινθηροβολοῦσαν ἐκείνη θάλασσα.
Οἱ μοιχοὶ καὶ αἱμομῖκτες
Καὶ καλώντας τοὺς Ἀγγέλους του ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγή, τοὺς μοιχοὺς καὶ τοὺς αἱμομῖκτες, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν πυρανάπτουσαν θάλασσα.
Οἱ ἀρσενοκοίται
Καὶ πάλιν νεύοντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη μεγάλη συναγωγὴ τοὺς ἀρρενομανοῦντας καὶ βίαια τοὺς ἔσπροξαν καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴ λίμνη ἐκείνη τῆς φωτιᾶς.
Οἱ κτηνοβάτες
Καὶ πάλιν ὁ Κύριος καλώντας τοὺς Ἀγγέλους διεχώρησαν ἄλλη συναγωγή, τῶν κτηνοβατῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα ὑπῆρχαν σὰν τὰ κτήνη καὶ μὲ ὀργὴ τοὺς ἔρριψαν στὸν ποταμὸ τῆς φωτιᾶς.
Ὅσοι μὲ βότανα καὶ φάρμακα σκότωσαν βρέφη
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους διαχώρισαν ἄλλη συναγωγή, αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν βρέφη, καὶ μὲ βίαια ὁρμὴ τοὺς ἔρριψαν στὸν ποταμὸ τῆς φωτιᾶς.
Οἱ κλέφτες καὶ οἱ ἅρπαγες
Καὶ πάλι καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς διεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς ἅρπαγες καὶ τραβώντας τους μὲ βία, τοὺς ἔρριψαν στὴν πύρινη θάλασσα.
Οἱ βλάσφημοι καὶ ἐπίορκοι
Καὶ διεχώρησαν οἱ Ἄγγελοι ἄλλη συναγωγή, πλῆθος ἄπειρον καὶ τὴν ἔρριψαν στὴν παφλάζουσαν καὶ σπινθηροβολοῦσαν θάλασσα τοῦ πυρός.
Οἱ ψεῦτες καὶ ψευδομάρτυρες
Καὶ διεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ ποὺ ἔβγαζε βρόμα ἀπὸ τὸ στόμα, τοὺς ἔρριψαν βίαια στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Οἱ κατήγοροι-κατάλαλοι
Καὶ πάλι καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἄπειρο πλῆθος καὶ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ στόμα αὐτῶν αἷμα καὶ φίδια τεράστια, κρέμονταν στὶς γλῶσσες τους, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν κατώδυνη λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Οἱ φθονεροὶ καὶ μνησίκακοι
Καὶ χωρίζοντας ἄλλη συναγωγὴ οἱ Ἄγγελοι τοὺς μνησίκακους καὶ φθονεροὺς σπρώχνοντας, καὶ φέρνοντάς τους, τοὺς ἔρριψαν βίαια στὴν λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Ὅσοι ὀργίζονται καὶ θυμώνουν
Καὶ πάλι καλώντας ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ αὐτοὺς ποὺ θυμώνουν καὶ ὀργίζωνται, καὶ τοὺς ἔρριξαν αὐτοὺς στὸν ποταμὸ ἐκεῖνο τῆς φωτιᾶς.
Οἱ ἁμαρτωλοὶ Ἱερεῖς καὶ Μοναχοί
Καὶ μὲ τὸ κάλεσμα τοῦ Κριτῆ οἱ Ἄγγελοι χώρισαν ἄλλη συναγωγή, τοὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν (καὶ δὲν μετανόησαν), πολὺ πλῆθος, καὶ ἔρριψαν ἄλλους στὸν Τάρταρο τοῦ ᾍδη, ἄλλους στὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο καὶ ἄλλους στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, νὰ κολάζονται αἰώνια.
Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἔχθρα πρὸς ἄλλους καὶ κοινωνοῦν
Ἔπειτα ξεχώρισαν ἄλλη, συναγωγή, τῶν μνησικάκων καὶ σπρώχνοντας αὐτοὺς σκληρὰ τοὺς ἔρριψαν στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς τὴν καιομένη.
Οἱ μέχρι θανάτου ἀμετανόητοι Χριστιανοί
Ἔπειτα ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον• οἱ Ἄγγελοι σπρώχνοντας καὶ τραβώντας βιαίως τους ἔρριξαν σὲ διάφορες κολάσεις ἀνάλογα τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Οἱ ἐλεήμονες Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν μετανόησαν
Καὶ πάλι μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτῆ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ ἄπειρο πλῆθος κλαίγοντας πικρὰ καὶ στενάζοντας ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς πυρίνους Ἄγγελους, γιὰ νὰ ριφθοῦν στὴν παφλάζουσαν ἐκείνη θάλασσα τῆς φωτιᾶς.
Βλέποντας αὐτοὺς ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κριτοῦ βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη, τρέχει σπουδαῖα καὶ φθάνοντας τοὺς φοβεροὺς ἐκείνους Ἀγγέλους εἶπε:
«Στὸ ὄνομα τῆς Τρισηλίου Θεότητος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου, νὰ μὴ κολασθεῖ αὐτὴ ἡ συναγωγή, καὶ προσελθοῦσα στὸν Κριτή, προσκύνησε τὰ ἄχραντά Του πόδια καὶ εἶπε•
Υἱέ μου καὶ Θεέ, λυπήσου αὐτὴ τὴ συναγωγή, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ξεφώνησες ἀπὸ τὸ ἴδιό σου τὸ στόμα λέγοντας•
Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. (Ματθ. 6,7)
Καὶ ἀποκρινόμενος ὁ Κριτὴς λέγει:
Ὦ Μητέρα μου γιὰ τὴν μὲν ἐλεημοσύνη ποὺ ἐποίησαν κατακρατῶ καὶ λυτρώνω αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κόλαση, γιὰ δὲ τοῦ ὅτι ἁμάρτησαν καὶ δὲν μετενόησαν, δὲν θὰ εἰσέλθουν στὴν πόλιν τῶν Ἁγίων μου, οὔτε θὰ δοῦν τὴν Βασιλεία μου.
Καὶ προστάζοντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους, νὰ πάρουν αὐτοὺς μακριὰ τῆς πόλεως τῶν Ἁγίων, σὲ ἕνα τόπο ἀμέτοχον κάθε θλίψεως καὶ κολάσεως.
Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους στὴν Ἁγία Πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγεῖ.
Τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν
Καὶ ἀπεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ οἱ Ἄγγελοι μπροστὰ στὸν Κριτή, τὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων ἦσαν σκοτεινὰ καὶ τυφλά, καὶ λέγουν στὸν Κριτή. Κύριε ἐμεῖς εἴμαστε τέκνα Χριστιανῶν, καὶ ἡ τομὴ τοῦ θανάτου δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ζήσουμε νὰ βαπτισθοῦμεν καὶ νὰ σὲ εὐαρεστήσουμεν• ὁ Κριτὴς διέταξε τοὺς Ἀγγέλους νὰ τοὺς πάρουν μακριὰ τῆς πόλεως τῶν Ἁγίων, νὰ ἀπολαμβάνουν μικρὴ ἀπόλαυση• δὲν ἦσαν οὔτε νήπια, οὔτε γέροντες, οὔτε γυναῖκες ἀλλὰ ὅλοι ἄνδρες νεαροὶ μιᾶς ἡλικίας.
Ὁ Ἄρειος, Μακεδόνιος καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ
Καὶ καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους, ἔφεραν ἄλλη μικρὴ συναγωγὴ τῶν Αἱρετικῶν καὶ κρέμουνταν στὶς γλῶσσες τοὺς ἔχιδνες (φίδια),
καὶ γυρνώντας ὁ Κύριος εἶπε:
«Πῶς ἐτολμήσατε, νὰ σχίσετε τὸν χιτῶνα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας μου καὶ νὰ ἀπωλέσετε ἄπειρο πλῆθος ψυχῶν ἀνθρώπων;
Τότε ἀρπάζοντας τοὺς οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔρριψαν στὴν πύρινη ἐκείνη θάλασσα.
Ὁ Διοκλητιανός, Νέρων καὶ ὅλοι οἱ τύραννοι Βασιλιᾶδες
Καὶ μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτῆ ἔβγαλαν ἄλλη συναγωγή, ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ὁποίων ἔτρεχεν αἷμα βρώμερο καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὅλοι οἱ τύραννοι Βασιλιᾶδες, ποὺ βασάνιζαν τοὺς χριστιανούς, καὶ σπρώχνοντάς τους οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔρριψαν στὸν τάρταρον τοῦ Ἅδη.
Οἱ Ἰουδαῖοι
Καὶ πάλιν καλώντας ὁ Κριτὴς ἔβγαλαν οἱ Ἄγγελοι ἄλλη συναγωγή, ἄπειρον πλῆθος τῶν ἑβραίων καὶ ἔστησαν μπροστὰ τοῦ Κριτοῦ, καὶ ὀδυρώμενοι ἔκλαιγαν καὶ φώναξαν:
«Ἀλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, ὅτι πέσαμεν στὰ χέρια τοῦ Ναζωραίου ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐλατρεύαμεν. Ποῦ εἶναι ὁ Μωυσῆς ποὺ μᾶς εἶπεν νὰ μὴν λατρεύουμεν ἄλλο Θεόν; Νὰ ἔλθῃ νὰ μᾶς λυτρώσει;»
Καὶ εὐθὺς στάθηκε μπροστά τους ὁ Μωυσῆς λέγοντας:
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ σᾶς ἔγραψα στὸ νόμο• ὅτι θὰ ἀναστήσῃ ὁ Κύριος ὁ Θεός μας προφήτην ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας σὰν ἐμένα, καὶ ὅποιος δὲν ἀκούσῃ αὐτοῦ τοῦ προφήτη θὰ ἐξωλοθρευθῇ. Τώρα ἀλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς διότι δὲν πιστεύσατε σὲ Αὐτόν.»
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ὁ Μωυσῆς τοὺς ἄφησε καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἁγία Πόλη• οἱ Ἰουδαῖοι ὀδυρόμενοι μὲ στεναγμοὺς σπάραζαν κλαίγοντας, καὶ εὐθὺς ἀστραπὴ φαβερὴ ἄστραψε καὶ οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔβαζαν πολλοὺς μαζὶ στὸν ποταμὸ ἐκεῖνον τῆς φωτιᾶς, καὶ ἔλειψαν ὅλοι οἱ ἀπὸ ἀριστερὰ ἁμαρτωλοί, βαλμένοι σὲ ὅλες τὶς κολάσεις, ὁ τόπος τῆς κολάσεως ἦταν μία μέγιστη κοιλάδα μεταξὺ δυὸ ὁροσειρῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέρχετο κλάμα καὶ ἀναστεναγμοί, καὶ ἀνέβαιναν μέχρι τὸ ὕψος τῆς Πόλεως τῶν Ἁγίων• γιὰ νὰ μὴν ἀκούουν οἱ δίκαιοι καὶ ἔτσι νὰ λυποῦνται καὶ νὰ στενάζουν, μὲ προσταγὴ τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, ὅταν ἅπλωσε τὸ χέρι Του τὸ Δεξί, ἔπεσαν καὶ τὰ δυὸ ὄρη καὶ κατακάλυψαν τὴν κοιλάδα ἐκείνη τοῦ κλάματος, καὶ δὲν ἀκουώταν πλέον ὁ θρῆνος τῶν ἁμαρτωλῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ συνάχθησαν ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα ἀναπέμποντας δοξαλογίες μεγάλυναν τὴν Τρισυπόστατον Θεότητα, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.
Καὶ εἰσρχόμενος ὁ Δίκαιος Κριτὴς καθησμένος στὸν θρόνο τῆς δόξας στὸν ἀέρα συνοδευόμενος ἀπὸ ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα εἰσῆλθεν στὴν Πόλιν τῶν Ἁγίων, καὶ παρέστησε μπροστὰ Του τὴν Πανυπέραγνον Αὐτοῦ Μητέρα, ἀπὸ τὴν ὁποία σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὅλους τοὺς Δίκαιους καὶ Ἅγιους ὅλων τῶν αἰώνων οἱ ὁποῖοι Τὸν εἶχαν εὐαρεστήσει, τοὺς στεφάνωσε μὲ στεφάνια ἀμάραντα δόξης, καὶ ἐφώναξεν σ᾿ αὐτούς, τὴν μακαρία ἐκείνη φωνή:
«Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου τὰ ὁποῖα ἑτοίμασα πρὶν νὰ χτιστῇ ὁ κόσμος».
Καὶ εὐθὺς εἰσῆλθαν ὅλοι οἱ δίκαιοι στὸν Παράδεισον, ὁ ὁποῖος ἦταν στὴ μέση της Ἁγίας ἐκείνης Πόλης, ὅπου δὲν ὑπάρχει νύκτα, οὔτε λύπη, οὔτε στεναγμὸς πόνου, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εὐσεβῶς, χριστιανοί, καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου περιέπεσαν σὲ ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετενόησαν ὅπως καὶ τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τῶν χριστιανῶν, βρίσκονται στὴ γῆ τῶν πράων, καὶ στεροῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ αἰωνίου φωτὸς καὶ τῆς συναυλίας τῶν Ἀγγέλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ Δικαίων.
Οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ αὐτοὶ ποὺ κληρωνόμησαν τὶς αἰώνιες κολάσεις, καθὼς μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου Ἄγγελος, στερούμενοι κάθε ἀγαθοῦ, κληρωνόμησαν τὴν αἰώνια φωτιά, σκοτάδι ἀσταμάτητο, σκουλήκι ἀκοίμητο, στέρηση ἀπαρίθμητη, θλίψεις καὶ πόνους ἀσταμάτητους, στοὺς ἀπέραντους καὶ ἀτελείωτους αἰῶνες.
Μετὰ ποὺ εἶδα ὅλα αὐτὰ γύρισε σ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος με ἱλαρὸ καὶ γαλήνιο πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ᾖλθα μαζὶ μὲ τὸν συνοδό μου Ἄγγελο, προσκυνήσαμεν μὲ φόβο καὶ τρόμο τὰ ἄχραντα πόδια Του καὶ ἀφοῦ σηκωθήκαμε, μοῦ λέγει μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο:
«Νά, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ θεραπευτῆ μου Ἁγίου Βασιλείου εἶδεν τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον στὸ μέλλον θὰ γίνει ἡ φοβερή μου Κρίση, καὶ πληροφορήθηκες περὶ τῶν ἀχάριστων Ἰουδαίων ὅπως ζητοῦσες νὰ μάθῃς περὶ τῆς σωτηρίας τους.
Τότε μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτοῦ μὲ παρέλαβεν ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἄγγελος καὶ μὲ ἔφερε στὸν τόπο ἀπὸ ὅπου μὲ εἶχεν παραλάβει. Καὶ μὲ σηκωμένη τὴ σκέψη γι᾿ αὐτὰ ποὺ εἶδα, μὲ φόβο καὶ τρόμο, διηγούμουν σὲ ὅλους αὐτὰ καὶ δόξασα τὸν Κύριον, στὸν ὁποῖον πρέπει ὅλη ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ἀγαθὸ αὐτοῦ Πνεῦμα, Τὸν Θεὸ τῆς Τριάδος σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
(Ἀπὸ Σιναΐτικο Χειρόγραφο τοῦ 15-16ου αἰῶνα)
Ἐπὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ στὰ χρόνια 886-911 ὑπῆρχεν ὁ ὅσιος Βασίλειος ὁ Νέος, ὁ ὁποῖος εἶχεν μαθητήν του κάποιον Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ λογισμούς, πίστευε ὅτι οἱ ἑβραῖοι ποὺ τηροῦν τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θὰ εἶναι δεκτοὶ στὸν Θεὸν τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὅπως οἱ Προπάτορες, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
Ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιφρονοῦσε σ᾿ αὐτὸ λέγοντας πρὸς τὸν νεαρόν:
«Ὁ Κύριος λέγει τέκνον μου στὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιο, ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται (Ἰωάν. 10,8) καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν τέκνον μου νὰ σωθοῦν οἱ ἑβραῖοι ποὺ εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν βλασφημοῦν κάθε ἡμέραν;»
Καὶ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος στὸν Θεὸ νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὸν νεαρὸ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, ἀπέστειλεν ὁ Πανάγαθος Θεὸς θεῖον Ἄγγελον καὶ ἐξήγησεν στὸν Γρηγόριον περὶ τούτου, καὶ λέγει μιὰ νύκτα ἐνῷ κοιμόμουν, ξύπνησα γιὰ προσευχή, κατὰ συνήθεια καὶ εἶδα σὲ ὅραμα ὅτι βρέθηκα σὲ μία πεδιάδα γεμάτη ποικίλων δέντρων καὶ λουλουδιῶν, καὶ ξαφνικὰ φάνηκε ἕνας νέος ψηλὸς καὶ ὡραῖος με πύρινη στολὴ ἐξαστράπτων καὶ μοῦ λέγει:
«Γρηγόριε, οἱ εὐχὲς τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Βασιλείου σὲ ἔφεραν ἐδῶ γιὰ νὰ μάθῃς, νὰ πεισθῇς καὶ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐπιθυμοῦσες.»
Καὶ ἀρπάζοντάς με ὁ Νέος ἀπὸ τὸ χέρι βαδίζαμεν καὶ νεφέλη φωτεινὴ μᾶς ἀνέβασεν σὲ ἄπειρον ὕψος, καὶ ὑπερθαύμαστον κόσμον, καὶ βλέποντας ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου, καὶ εὐθὺς βρεθήκαμεν στὴν πεδιάδα τῆς ὁποίας τὸ ἔδαφος ἦταν ὑάλλειο, καὶ μέσα στὴν πεδιάδα ὑπῆρχεν ἄπειρον πλῆθος πυρινόμορφων νέων καὶ ἀκούονταν ὑμνωδίαις καὶ ᾄσματα μελίρρητα καὶ ὑπερθαύμαστα.
Προχωρώντας εἴδαμεν ἄλλον τόπον πύρινον, ὁ ὁποῖος φαινόταν ὅτι φλεγόταν καὶ δὲν καιγόταν, ὅπου ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ διηγηθῇ. Καὶ ὁ τόπος αὐτὸς μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου Ἄγγελος ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Πόλις ἡ Ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς ὁποίας Δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός, καὶ εἶναι ἡ πόλις τῶν Ἁγίων καὶ πάντων τῶν Δικαίων, τῶν εὐαρεστησάντων τὸν Θεόν.
Καὶ καθὼς μοῦ τὰ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Ἄγγελος, βλέπω ὑπεράνω τῆς Ἁγίας Πόλεως αἰωρούμενον τὸν Τίμιον Σταυρόν, ὑπεραστράπτοντα περισσότερο ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες,
καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω πλῆθος Ἀγγέλων, κρατώντας θρόνον φρικώδη, καὶ τεράστιον καὶ φωνὴ βροντώδης καὶ φοβερὴ ἐξακούετο λέγουσα:
«Ἰδοὺ ὁ Μέγας καὶ φοβερὸς Κριτὴς ἔρχεται νὰ κρίνῃ τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς νεκρούς, καὶ νὰ ἀποδώσῃ στὸν κάθε ἕνα ἄνθρωπο κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. Καὶ αὐτὰ ὅλα γίνονται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφὰτ τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, καθὼς γράφτηκε στὶς Γραφές.»
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ βλέπω ἄλλους Ἀγγέλους κατέχοντας πύρινες σάλπιγγες, καὶ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Κριτῆ σάλπισαν, καὶ ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια της γῆς, καὶ νὰ ἀνοίχτηκαν οἱ τάφοι τῶν ἀπὸ ὅλων τῶν αἰώνων νεκρῶν, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τῆς ἐσχάτης ἡμέρας.
Καὶ εὐθὺς ὤ! φρικτὸν θέαμα ἀνέβαιναν ἀπὸ τοὺς τάφους, τὰ ὀστᾶ γυμνωμένα τῶν νεκρῶν τῶν αἰώνων, καὶ ἐνδύνονταν σάρκες, νεῦρα καὶ δέρμα, καὶ ἦταν ἄπειρο τὸ πλῆθος ὡς ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας, γυμνοὶ καὶ τρομαγμένοι, ὅλοι σε μία ἡλικία, σὰν νὰ ἦταν 33 χρονῶν καὶ φαίνονταν κάθε ἕνας μὲ διαφορετικὴ μορφή.
Καὶ στὸν κάθε ἕνα ἦταν γεγραμμένο στὸ μέτωπώ του, αὐτὸς εἶναι προφήτης, σὲ ἄλλους δὲ αὐτὸς εἶναι Ἱεράρχης, σὲ ἄλλους Ὅσιοι, καὶ σ᾿ ἄλλους ἐλεήμονες, καὶ ἁπλὰ κάθε ἑνὸς ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ζωή του στὴ γῆ ἦταν γεγραμμένη στὸ πρόσωπό του.
Ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους γραφόταν στὸ μέτωπό τους οἱ πράξεις καθ᾿ ἑνός• αὐτὸς εἶναι φονιᾶς, σὲ ἄλλον αὐτὸς εἶναι πόρνος, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι κτηνοβάτης, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι αἱμομίκτης, σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι βλάσφημος, καὶ σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι φιλοκατήγορος, καὶ σὲ ἄλλους αὐτὸς εἶναι κοιλιόδουλος κλπ.,
καὶ ὅλοι ἔκλαιγαν μὲ θρῆνο ἀπαρηγόρητοι καὶ ἔλεγαν:
«Αὐτὰ ὅλα τὰ ἀκούαμεν στὶς Γραφὲς καὶ δὲν πιστεύσαμεν»
καὶ ὅλα τὰ ἔθνη ἀγαρηνοί, ἑβραῖοι, ἐθνικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄπιστοι ἔκλαιαν καὶ ὠδύρονταν τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐαυτοῦ τους,
καὶ ἰδίως οἱ Ἰουδαῖοι ἔλεγαν:
«Ἐὰν αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ φοβερὸς Κριτὴς τὸν ὁποῖον ἐσταυρόσαμεν, χαθήκαμεν ὅλοι».
Τότε ὁ συνοδός μου Ἄγγελος μοῦ λέγει:
«Βλέπεις τοὺς Ἰουδαίους πῶς τρέμουν βλέποντας αὐτὰ ποὺ γίνονται.»
Καὶ εὐθὺς ὁ Ἄγγελος μοῦ λέγει:
«Ἰδοὺ ὁ φοβερὸς καὶ μέγας Θεὸς παραγίνεται, φόβος καὶ τρόμος λαμβάνουν τὰ πάντα.»
Καὶ ἰδοὺ πλῆθος ἀναρίθμητον οὐρανίων Ἀγγέλων κατήρχετο ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ παρασταθέντες ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ θρόνου, προσκύνησαν, καὶ πάραυτα ἀκούονταν κρότοι καὶ βροντὲς φοβερὲς μαζὶ μὲ κτύπους, καὶ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἔτρεμε, καὶ ὅλα τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν, παραστάθησαν σὲ κύκλον γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ μὲ πολλὴ τάξη καὶ φόβο.
Τότε ὅλοι οἱ δίκαιοι φώναξαν:
«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα σὲ Προσκυνοῦμεν.»
Καὶ ἀκόυγοντας αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι, αἱρετικοὶ καὶ ἄπιστοι, ἔτρεμαν καὶ ἔμειναν ἄφωνοι.
Τότε ὁ φοβερὸς Κριτὴς ἔστρεψε τὸ βλέμμα στὸν Οὐρανό, καὶ τρομάζοντας ὁ Οὐρανὸς χάθηκε. Ὁμοίως βλέποντας τὴ γῆ εὐθὺς καὶ αὐτὴ ἐξαφανίστηκε, καὶ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια χάθηκαν σὰν κερί, τὸ ἴδιο καὶ ἡ θάλασσα ξηράθηκε ὅλη καὶ μεταποιήθηκε σὲ φωτιά, καὶ ἔγινεν πύρινος ποταμός, καὶ βρίσκοταν μπροστὰ στὸν Θεϊκὸ Θρόνο.
Καὶ εὐθὺς μὲ κάλεσμα τοῦ Κριτῆ, διεχωρίσθησαν τὰ ἄπειρα ἐκεῖνα πλήθη τῶν ἀνθρώπων σὲ δυό• καὶ στάθηκε τὸ ἕνα στὰ δεξιά του Κριτῆ καὶ τὸ ἄλλο στὰ ἀριστερά.
Καὶ βλέποντας ὁ Κριτὴς τοὺς βρισκομένους στὰ δεξιά του, τοὺς εἶπε μὲ γλυκυτάτη φωνή:
«Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου νὰ κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένην γιὰ ἐσᾶς βασιλεία.» (Ματθ. 25,34)
Ἔπειτα βλέποντας καὶ αὐτοὺς στὰ ἀριστερά του, τοὺς λέγει μὲ ὀργή:
«Ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, ἡ ὁποία ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του»
Ἡ Παναγία
Καὶ ὅταν αὐτὰ ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸν Κριτή, καὶ ἀφοῦ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀδύρθησαν ἀνώφελα, ξαφνικὰ βλέπω τὴν ὑπερθαύμαστην ἐκείνη πόλη ἀπέναντι τοῦ Κριτῆ νὰ στέκεται, καὶ νὰ ἡ κατὰ τὴν δύση πόλη ἀνοίχθηκε βλέπω μία γυναῖκα ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Κριτοῦ στεκόμενη ἀστράπτοντας περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιον, πρὸς τὴν ὁποία λέγει ὁ Κριτής• εἴσελθε Μητέρα μου στὴν βασιλεία μου, καὶ ἀφοῦ τὴν ὑποδέχθησαν στρατοὶ Ἀγγέλων εἰσῆλθαν στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Οἱ Ἅγιοι 12 Ἀπόστολοι
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω 12 ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ 12 Ἀπόστολοι φορώντας στολὲς πυρίμορφες προσκύνησαν τὰ πόδια τοῦ Κριτοῦ καὶ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοὶ στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Οἱ 70 Ἀπόστολοι
Ἔπειτα χωρίσθησαν ἄλλοι 70 ἄνδρες ἀπὸ τὸ ἄπειρο πλῆθος ποὺ βρισκόταν δεξιά του Κριτῆ καὶ αὐτοὶ ἦσαν οἱ 70 Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι προσκυνώντας καὶ αὐτοί, εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες
Ἔπειτα διεχωρίσθησαν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς δεξιᾶς μερίδας πλῆθος ἀνδρῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα σπινθηροβολοῦσαν, καὶ ἄστραπταν οἱ στολές τους περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγίαν Πόλιν.
Οἱ Ἱεράρχες
Μετὰ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα ἄστραπταν περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ οἱ στολές τους περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ προσκυνόντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ Διδάσκαλοι
Μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ τῶν θείων Διδασκάλων τῶν ὁποίων σπινθηροβολοῦσαν τὰ πρόσωπά τους καὶ ἀφοῦ προσκύνησαν τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ ἀσκητὲς Ὅσιοι Πατέρες
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλύθος ἀναρίθμητο, οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ τῶν βουνῶν Μοναχοί, καὶ εὐαρεστησάμενοι τὸν Κριτήν, καὶ ἀφοῦ ἐπαινέθηκαν ἀπὸ Αὐτόν, προσκυνῆσαν καὶ αὐτοὶ καὶ εἰσῆλθαν στὸν Πόλη.
Οἱ παρθένοι καὶ ἐλεήμονες
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, ἀστράπτοντας σὰν τὴν ἀστραπὴ προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ εἰλικρινῶς μετανοημένοι
Ἔπειτα διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον, οἱ εἰλικρινῶς στὸν κόσμο μετανοημένοι καὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν καὶ αὐτοὶ στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες
Μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθησαν ἄλλοι 15 ἄνδρες ὡραιότατοι καὶ ἀστράπτοντες σὰν τὸ φῶς, οἱ Ἅγιοι προπάτορες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τοῦ Χριστοῦ Προφῆτες
Ἔπειτα διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγὴ οἱ ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τὸν Χριστὸ Δίκαιοι καὶ Προφῆτες περὶ τῶν ὁποίων εἶπεν ὁ Κύριος• «Οἱ πρῶτοι θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι πρῶτοι»• καὶ αὐτοὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴν εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ διὰ τὸν Χριστὸν Σαλοί
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο διεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, οἱ διὰ τὸν Χριστὸ Σαλοί, καὶ αὐτοὶ προσκυνώντας τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη.
Οἱ τοῦ γάμου ἄμωμοι
Καὶ ἀμέσως ἀπεχωρίσθηκε ἄλλη μικρὴ συναγωγή, οἱ τοῦ γάμου ἄμωμοι καὶ ἀμόλυντοι, ντυμένοι στολὴ Βασιλικὴ καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν δεδοξασμένα, προσκυνώντας καὶ αὐτοὶ τὸν Κριτὴ εἰσῆλθαν στὴν Ἁγία Πόλη,
καὶ ἔλειψαν οἱ στὰ δεξιά του Κριτῆ Δίκαιοι, καὶ ἔμειναν μόνο οἱ στὰ ἀριστερά του Κριτῆ ἁμαρτωλοί με καταντροπιασμένα τὰ πρόσωπα, ὀδυρόμενοι, βλέποντας αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν• ἦσαν δὲ πλῆθος ἄπειρον, τρέμοντας καὶ μὲ φόβο στέκοντας ἀνάμεναν τὴν φοβερὴ ὥρα τῆς καταδίκης τους.
Καὶ γυρνώντας τὸ βλέμμα πρὸς αὐτοὺς ὁ Κριτής, διεχωρίσθηκε μεγάλη συναγωγὴ σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας, καὶ καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτής, τοὺς ἔρριψαν στὸν πύρινον ποταμὸν ὀδυρώμενους καὶ κλαίοντας.
Ὅλοι οἱ ἀβάπτιστοι καὶ Αἱρετικοί
Καὶ καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἀναρίθμητη τοὺς ἔρριψαν στὸν πύρινον ποταμόν, νὰ καίγωνται αἰωνίως.
Οἱ αὐτόκτονες
Ἔπειτα μὲ νεῦμα στοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτής, ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἀναρίθμητη, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν κοχλάζουσαν θάλασσαν τοῦ πυρός.
Οἱ φονιάδες, οἱ φαρμακοί-μάγοι
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο μὲ νεῦμα ὁ Κριτὴς στοὺς Ἀγγέλους ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ τοὺς φονιάδες-φαρμακοὺς καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ἔβαλαν στὴν σπινθηροβολοῦσαν ἐκείνη θάλασσα.
Οἱ μοιχοὶ καὶ αἱμομῖκτες
Καὶ καλώντας τοὺς Ἀγγέλους του ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγή, τοὺς μοιχοὺς καὶ τοὺς αἱμομῖκτες, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν πυρανάπτουσαν θάλασσα.
Οἱ ἀρσενοκοίται
Καὶ πάλιν νεύοντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη μεγάλη συναγωγὴ τοὺς ἀρρενομανοῦντας καὶ βίαια τοὺς ἔσπροξαν καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴ λίμνη ἐκείνη τῆς φωτιᾶς.
Οἱ κτηνοβάτες
Καὶ πάλιν ὁ Κύριος καλώντας τοὺς Ἀγγέλους διεχώρησαν ἄλλη συναγωγή, τῶν κτηνοβατῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα ὑπῆρχαν σὰν τὰ κτήνη καὶ μὲ ὀργὴ τοὺς ἔρριψαν στὸν ποταμὸ τῆς φωτιᾶς.
Ὅσοι μὲ βότανα καὶ φάρμακα σκότωσαν βρέφη
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους διαχώρισαν ἄλλη συναγωγή, αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν βρέφη, καὶ μὲ βίαια ὁρμὴ τοὺς ἔρριψαν στὸν ποταμὸ τῆς φωτιᾶς.
Οἱ κλέφτες καὶ οἱ ἅρπαγες
Καὶ πάλι καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς διεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς ἅρπαγες καὶ τραβώντας τους μὲ βία, τοὺς ἔρριψαν στὴν πύρινη θάλασσα.
Οἱ βλάσφημοι καὶ ἐπίορκοι
Καὶ διεχώρησαν οἱ Ἄγγελοι ἄλλη συναγωγή, πλῆθος ἄπειρον καὶ τὴν ἔρριψαν στὴν παφλάζουσαν καὶ σπινθηροβολοῦσαν θάλασσα τοῦ πυρός.
Οἱ ψεῦτες καὶ ψευδομάρτυρες
Καὶ διεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ ποὺ ἔβγαζε βρόμα ἀπὸ τὸ στόμα, τοὺς ἔρριψαν βίαια στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Οἱ κατήγοροι-κατάλαλοι
Καὶ πάλι καλώντας τοὺς Ἀγγέλους ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ ἄπειρο πλῆθος καὶ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ στόμα αὐτῶν αἷμα καὶ φίδια τεράστια, κρέμονταν στὶς γλῶσσες τους, καὶ τοὺς ἔρριψαν στὴν κατώδυνη λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Οἱ φθονεροὶ καὶ μνησίκακοι
Καὶ χωρίζοντας ἄλλη συναγωγὴ οἱ Ἄγγελοι τοὺς μνησίκακους καὶ φθονεροὺς σπρώχνοντας, καὶ φέρνοντάς τους, τοὺς ἔρριψαν βίαια στὴν λίμνη τῆς φωτιᾶς.
Ὅσοι ὀργίζονται καὶ θυμώνουν
Καὶ πάλι καλώντας ὁ Κριτὴς ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ αὐτοὺς ποὺ θυμώνουν καὶ ὀργίζωνται, καὶ τοὺς ἔρριξαν αὐτοὺς στὸν ποταμὸ ἐκεῖνο τῆς φωτιᾶς.
Οἱ ἁμαρτωλοὶ Ἱερεῖς καὶ Μοναχοί
Καὶ μὲ τὸ κάλεσμα τοῦ Κριτῆ οἱ Ἄγγελοι χώρισαν ἄλλη συναγωγή, τοὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν (καὶ δὲν μετανόησαν), πολὺ πλῆθος, καὶ ἔρριψαν ἄλλους στὸν Τάρταρο τοῦ ᾍδη, ἄλλους στὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο καὶ ἄλλους στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, νὰ κολάζονται αἰώνια.
Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἔχθρα πρὸς ἄλλους καὶ κοινωνοῦν
Ἔπειτα ξεχώρισαν ἄλλη, συναγωγή, τῶν μνησικάκων καὶ σπρώχνοντας αὐτοὺς σκληρὰ τοὺς ἔρριψαν στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς τὴν καιομένη.
Οἱ μέχρι θανάτου ἀμετανόητοι Χριστιανοί
Ἔπειτα ἅρπαξαν ἄλλη συναγωγὴ πλῆθος ἄπειρον• οἱ Ἄγγελοι σπρώχνοντας καὶ τραβώντας βιαίως τους ἔρριξαν σὲ διάφορες κολάσεις ἀνάλογα τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Οἱ ἐλεήμονες Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν μετανόησαν
Καὶ πάλι μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτῆ διεχωρίσθηκε ἄλλη συναγωγὴ ἄπειρο πλῆθος κλαίγοντας πικρὰ καὶ στενάζοντας ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς πυρίνους Ἄγγελους, γιὰ νὰ ριφθοῦν στὴν παφλάζουσαν ἐκείνη θάλασσα τῆς φωτιᾶς.
Βλέποντας αὐτοὺς ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κριτοῦ βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη, τρέχει σπουδαῖα καὶ φθάνοντας τοὺς φοβεροὺς ἐκείνους Ἀγγέλους εἶπε:
«Στὸ ὄνομα τῆς Τρισηλίου Θεότητος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου, νὰ μὴ κολασθεῖ αὐτὴ ἡ συναγωγή, καὶ προσελθοῦσα στὸν Κριτή, προσκύνησε τὰ ἄχραντά Του πόδια καὶ εἶπε•
Υἱέ μου καὶ Θεέ, λυπήσου αὐτὴ τὴ συναγωγή, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ξεφώνησες ἀπὸ τὸ ἴδιό σου τὸ στόμα λέγοντας•
Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. (Ματθ. 6,7)
Καὶ ἀποκρινόμενος ὁ Κριτὴς λέγει:
Ὦ Μητέρα μου γιὰ τὴν μὲν ἐλεημοσύνη ποὺ ἐποίησαν κατακρατῶ καὶ λυτρώνω αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κόλαση, γιὰ δὲ τοῦ ὅτι ἁμάρτησαν καὶ δὲν μετενόησαν, δὲν θὰ εἰσέλθουν στὴν πόλιν τῶν Ἁγίων μου, οὔτε θὰ δοῦν τὴν Βασιλεία μου.
Καὶ προστάζοντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους, νὰ πάρουν αὐτοὺς μακριὰ τῆς πόλεως τῶν Ἁγίων, σὲ ἕνα τόπο ἀμέτοχον κάθε θλίψεως καὶ κολάσεως.
Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους στὴν Ἁγία Πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγεῖ.
Τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν
Καὶ ἀπεχώρισαν ἄλλη συναγωγὴ οἱ Ἄγγελοι μπροστὰ στὸν Κριτή, τὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων ἦσαν σκοτεινὰ καὶ τυφλά, καὶ λέγουν στὸν Κριτή. Κύριε ἐμεῖς εἴμαστε τέκνα Χριστιανῶν, καὶ ἡ τομὴ τοῦ θανάτου δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ζήσουμε νὰ βαπτισθοῦμεν καὶ νὰ σὲ εὐαρεστήσουμεν• ὁ Κριτὴς διέταξε τοὺς Ἀγγέλους νὰ τοὺς πάρουν μακριὰ τῆς πόλεως τῶν Ἁγίων, νὰ ἀπολαμβάνουν μικρὴ ἀπόλαυση• δὲν ἦσαν οὔτε νήπια, οὔτε γέροντες, οὔτε γυναῖκες ἀλλὰ ὅλοι ἄνδρες νεαροὶ μιᾶς ἡλικίας.
Ὁ Ἄρειος, Μακεδόνιος καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ
Καὶ καλώντας ὁ Κριτὴς τοὺς Ἀγγέλους, ἔφεραν ἄλλη μικρὴ συναγωγὴ τῶν Αἱρετικῶν καὶ κρέμουνταν στὶς γλῶσσες τοὺς ἔχιδνες (φίδια),
καὶ γυρνώντας ὁ Κύριος εἶπε:
«Πῶς ἐτολμήσατε, νὰ σχίσετε τὸν χιτῶνα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας μου καὶ νὰ ἀπωλέσετε ἄπειρο πλῆθος ψυχῶν ἀνθρώπων;
Τότε ἀρπάζοντας τοὺς οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔρριψαν στὴν πύρινη ἐκείνη θάλασσα.
Ὁ Διοκλητιανός, Νέρων καὶ ὅλοι οἱ τύραννοι Βασιλιᾶδες
Καὶ μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτῆ ἔβγαλαν ἄλλη συναγωγή, ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ὁποίων ἔτρεχεν αἷμα βρώμερο καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὅλοι οἱ τύραννοι Βασιλιᾶδες, ποὺ βασάνιζαν τοὺς χριστιανούς, καὶ σπρώχνοντάς τους οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔρριψαν στὸν τάρταρον τοῦ Ἅδη.
Οἱ Ἰουδαῖοι
Καὶ πάλιν καλώντας ὁ Κριτὴς ἔβγαλαν οἱ Ἄγγελοι ἄλλη συναγωγή, ἄπειρον πλῆθος τῶν ἑβραίων καὶ ἔστησαν μπροστὰ τοῦ Κριτοῦ, καὶ ὀδυρώμενοι ἔκλαιγαν καὶ φώναξαν:
«Ἀλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, ὅτι πέσαμεν στὰ χέρια τοῦ Ναζωραίου ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐλατρεύαμεν. Ποῦ εἶναι ὁ Μωυσῆς ποὺ μᾶς εἶπεν νὰ μὴν λατρεύουμεν ἄλλο Θεόν; Νὰ ἔλθῃ νὰ μᾶς λυτρώσει;»
Καὶ εὐθὺς στάθηκε μπροστά τους ὁ Μωυσῆς λέγοντας:
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ σᾶς ἔγραψα στὸ νόμο• ὅτι θὰ ἀναστήσῃ ὁ Κύριος ὁ Θεός μας προφήτην ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας σὰν ἐμένα, καὶ ὅποιος δὲν ἀκούσῃ αὐτοῦ τοῦ προφήτη θὰ ἐξωλοθρευθῇ. Τώρα ἀλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς διότι δὲν πιστεύσατε σὲ Αὐτόν.»
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ὁ Μωυσῆς τοὺς ἄφησε καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἁγία Πόλη• οἱ Ἰουδαῖοι ὀδυρόμενοι μὲ στεναγμοὺς σπάραζαν κλαίγοντας, καὶ εὐθὺς ἀστραπὴ φαβερὴ ἄστραψε καὶ οἱ Ἄγγελοι τοὺς ἔβαζαν πολλοὺς μαζὶ στὸν ποταμὸ ἐκεῖνον τῆς φωτιᾶς, καὶ ἔλειψαν ὅλοι οἱ ἀπὸ ἀριστερὰ ἁμαρτωλοί, βαλμένοι σὲ ὅλες τὶς κολάσεις, ὁ τόπος τῆς κολάσεως ἦταν μία μέγιστη κοιλάδα μεταξὺ δυὸ ὁροσειρῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέρχετο κλάμα καὶ ἀναστεναγμοί, καὶ ἀνέβαιναν μέχρι τὸ ὕψος τῆς Πόλεως τῶν Ἁγίων• γιὰ νὰ μὴν ἀκούουν οἱ δίκαιοι καὶ ἔτσι νὰ λυποῦνται καὶ νὰ στενάζουν, μὲ προσταγὴ τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, ὅταν ἅπλωσε τὸ χέρι Του τὸ Δεξί, ἔπεσαν καὶ τὰ δυὸ ὄρη καὶ κατακάλυψαν τὴν κοιλάδα ἐκείνη τοῦ κλάματος, καὶ δὲν ἀκουώταν πλέον ὁ θρῆνος τῶν ἁμαρτωλῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ συνάχθησαν ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα ἀναπέμποντας δοξαλογίες μεγάλυναν τὴν Τρισυπόστατον Θεότητα, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.
Καὶ εἰσρχόμενος ὁ Δίκαιος Κριτὴς καθησμένος στὸν θρόνο τῆς δόξας στὸν ἀέρα συνοδευόμενος ἀπὸ ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα εἰσῆλθεν στὴν Πόλιν τῶν Ἁγίων, καὶ παρέστησε μπροστὰ Του τὴν Πανυπέραγνον Αὐτοῦ Μητέρα, ἀπὸ τὴν ὁποία σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὅλους τοὺς Δίκαιους καὶ Ἅγιους ὅλων τῶν αἰώνων οἱ ὁποῖοι Τὸν εἶχαν εὐαρεστήσει, τοὺς στεφάνωσε μὲ στεφάνια ἀμάραντα δόξης, καὶ ἐφώναξεν σ᾿ αὐτούς, τὴν μακαρία ἐκείνη φωνή:
«Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου τὰ ὁποῖα ἑτοίμασα πρὶν νὰ χτιστῇ ὁ κόσμος».
Καὶ εὐθὺς εἰσῆλθαν ὅλοι οἱ δίκαιοι στὸν Παράδεισον, ὁ ὁποῖος ἦταν στὴ μέση της Ἁγίας ἐκείνης Πόλης, ὅπου δὲν ὑπάρχει νύκτα, οὔτε λύπη, οὔτε στεναγμὸς πόνου, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εὐσεβῶς, χριστιανοί, καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου περιέπεσαν σὲ ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετενόησαν ὅπως καὶ τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τῶν χριστιανῶν, βρίσκονται στὴ γῆ τῶν πράων, καὶ στεροῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ αἰωνίου φωτὸς καὶ τῆς συναυλίας τῶν Ἀγγέλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ Δικαίων.
Οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ αὐτοὶ ποὺ κληρωνόμησαν τὶς αἰώνιες κολάσεις, καθὼς μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου Ἄγγελος, στερούμενοι κάθε ἀγαθοῦ, κληρωνόμησαν τὴν αἰώνια φωτιά, σκοτάδι ἀσταμάτητο, σκουλήκι ἀκοίμητο, στέρηση ἀπαρίθμητη, θλίψεις καὶ πόνους ἀσταμάτητους, στοὺς ἀπέραντους καὶ ἀτελείωτους αἰῶνες.
Μετὰ ποὺ εἶδα ὅλα αὐτὰ γύρισε σ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος με ἱλαρὸ καὶ γαλήνιο πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ᾖλθα μαζὶ μὲ τὸν συνοδό μου Ἄγγελο, προσκυνήσαμεν μὲ φόβο καὶ τρόμο τὰ ἄχραντα πόδια Του καὶ ἀφοῦ σηκωθήκαμε, μοῦ λέγει μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο:
«Νά, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ θεραπευτῆ μου Ἁγίου Βασιλείου εἶδεν τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον στὸ μέλλον θὰ γίνει ἡ φοβερή μου Κρίση, καὶ πληροφορήθηκες περὶ τῶν ἀχάριστων Ἰουδαίων ὅπως ζητοῦσες νὰ μάθῃς περὶ τῆς σωτηρίας τους.
Τότε μὲ προσταγὴ τοῦ Κριτοῦ μὲ παρέλαβεν ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἄγγελος καὶ μὲ ἔφερε στὸν τόπο ἀπὸ ὅπου μὲ εἶχεν παραλάβει. Καὶ μὲ σηκωμένη τὴ σκέψη γι᾿ αὐτὰ ποὺ εἶδα, μὲ φόβο καὶ τρόμο, διηγούμουν σὲ ὅλους αὐτὰ καὶ δόξασα τὸν Κύριον, στὸν ὁποῖον πρέπει ὅλη ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ἀγαθὸ αὐτοῦ Πνεῦμα, Τὸν Θεὸ τῆς Τριάδος σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.