Περί τὴς ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ καὶ ΘΕΟΥ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, τὴς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τῆς ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, τοῦ ΕΝΟΣ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΥ ΘΕΟΥ, ὅστις ἐστὶ ΚΕΦΑΛΗ καὶ τῆς ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ καὶ τῆς ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΗΣ ΜΙΑΣ ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΥΤΟΥ.
Τι είναι η Εκκλησία
«’Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή καί υμείς τά κλήματα…»
(’Ιωάν. ΙΕ΄1-8)
Συμβολική εικών της ’Εκκλησίας
’Εννοιολογικώς καί ’Ετυμολογικώς:
Η
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ως Θεοσύστατος, είναι ο μοναδικός ζών οργανισμός, χάριν τής οποίας
έλαβεν ύπαρξιν, ζωήν καί νόημα ο παρών κόσμος. Τά όριά Της επεκτείνονται, πέραν
αυτού εις τόν αόρατον πνευματικόν καί μεταφυσικόν κόσμον, η δέ σημασία Της
είναι ανάλογος μέ τήν διάστασιν Αυτής.
’Άν
καί περί « ’Εκκλησίας » έχουν γραφή αμέτρητοι τόμοι, διά νά αποδώσουν τήν
έννοιαν, τήν σημασίαν, τήν αξίαν, το έργον, τόν σκοπόν καί τήν αποστολήν Της,
παρ’όλα ταύτα διά τού παρόντος, θά προσπαθήσωμεν καί ημείς νά αποδοθούν αι
ανωτέρω έννοιαι, όσο τό δυνατόν πληρέστερον, αρχόμενοι από τήν λέξιν «ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
εννοιολογικώς καί ετυμολογικώς.
‘Η
λέξις εκκλησία προέρχεται εκ τής αρχαίας κλασσικής ελληνικής γλώσσης καί η
ετυμολογία της ανάγεται εις τό ρήμα εκκαλέω – ώ.
‘Η
ονομασία της εχρησιμοποιήθη από τούς αρχαίους συγγραφείς, Πλάτωνα, ’Αριστοτέλη,
Θουκιδίδη, Πολύβιον, Πλούταρχον κ.λπ. ’Εσήμαινε δέ, τήν συνέλευσιν ή
συγκέντρωσιν τών πολιτών, τήν υπό τών αρχόντων συγκαλουμένην διά πολιτικούς,
στρατιωτικούς, θρησκευτικούς κ.λπ. σκοπούς ή τήν κατόπιν εντυπωσιακού τινός
γεγονότος συγκροτουμένην συνέλευσιν τού λαού. ‘Η ούτω γενομένη συνέλευσις
εκαλείτο «’Εκκλησία τού Δήμου».
‘Η
λέξις ’Εκκλησία συναντάται εις τήν Παλαιαν Διαθήκην (96)
φορές και η αντίστοιχος εβραϊκή λέξις είναι gahal.
Εις
τήν Καινήν Διαθήκην συναντάται (114) φορές. ’Ιδιαιτέρως τήν ονομασίαν αυτήν
εχρησιμοποίησεν ο Θεάνθρωπος ‘Ιδρυτής Της Ιησούς Χριστός λέγων: «…καί
οικοδομήσω μου τήν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής…» (Ματθ.
ΙΣΤ’18).
Οι
Πατέρες μάς εξηγούν ότι η ’Εκκλησία, «ουκ αφ’εαυτής αύτη συνήχθη,
αλλ’ άλλος ταύτην εις τούτο εκάλεσεν, ός εστίν, ο είς εν Τριάδι Θεός».
Η Προϊστορία και η Ιστορία της Εκκλησίας
’Αρχή, ‘΄Yπαρξις καί ’Αποκάλυψις τής ’Εκκλησίας κατά
τήν Πεντηκοστήν
Περί «’Εκκλησίας», υπό τήν έννοιαν τού ‘Ιερού Ευαγγελίου, διδασκόμεθα από τόν Κ.Η.Ι. Χριστόν, (Ματθ. ΙΣΤ΄,18), καί από τούς ‘Αγίους ’Αποστόλους καθώς καί από τάς ερμηνείας τών Θεοφόρων Πατέρων.
Δέν
είναι εύκολο νά δοθή ακριβής ορισμός περί Αυτής. Διότι είναι ένα Μυστήριο, τό
οποίον είναι δύσκολον νά περιγραφή μέ ανθρώπινα λόγια, επειδή δέν είναι μόνον
υλικός οργανισμός αλλά ένωσις υλικού καί αuλου κόσμου. Είναι, «τό
μυστήριον τό αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών», κατά τόν ’Απ.
Παύλον. (Κολασ. Α΄, 26).
Καθώς
είναι μυστήριον: η ενανθρώπισις καί σάρκωσις τού Χριστού, τό Τρισυπόστατον τής
Θεότητος –η ‘Αγία Τριάς-, έτσι μυστήριον είναι καί η ’Εκκλησία, αφού δρά εντός
Αυτής τό Πανάγιον Πνεύμα. (Μυστήρια είναι καί αι τελεταί τής ’Εκκλησίας εις τάς
οποίας ενεργεί η χάρις του Παναγίου Πνεύματος χωρίς νά γίνεται αντιληπτή μέ τάς
αισθήσεις μας).
‘Ημείς
εγνωρίσαμε τήν ’Εκκλησίαν κατά τήν ημέραν τής ‘Ιδρύσεώς
της, τής θεμελιώσεως της ή τών εγκαινίων της, ήτοι τήν ημέραν τής Πεντηκοστής,
όπου διά τής καθόδου τού Παναγίου καί Τελεταρχικού Πνεύματος, εγκαθιδρύεται
επισήμως ο Θεοσύστατος, Θεοϋπόστατος καί Θεανθρώπινος Αυτός ’Οργανισμός.
’Αλλά
η ’Εκκλησία πρό τής Πεντηκοστής δέν υπήρχεν; Τότε εδημιουργήθη; Ή εάν
προϋπήρχε, από πότε προϋπήρχε; Καί πού;
‘Η
‘Αγία Γραφή δέν δίδει σαφή ορισμόν περί τής ’Εκκλησίας, αλλά μόνον
εικόνας καί περιγραφάς δι’ αυτήν.
Οι
‘Άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν αυτάς τάς ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΣ
ΕΙΚΟΝΑΣ καί περιγραφάς διά
νά μάς βοηθήσουν νά σχηματίσωμεν μία «ιδέα», κατά το ανθρώπινον δυνατόν.
‘Ο
ίδιος ο Χριστός, ομιλών περί ’Εκκλησίας, εχρησιμοποίησεν παραβολικάς
εικόνας ως Σύμβολα, διά νά μάς ομιλήση περί Αυτής. Τό ίδιο
έπραξαν καί οι ’Απόστολοι, καί πολλοί ‘Άγιοι.
Περί
αυτών τών παραβολικών εικόνων ως Συμβόλων, θά αναφερθώμεν εκτενέστερον, εις
άλλο κεφάλαιον τού παρόντος.
‘Ως
συνηθέστερον καί επικρατέστερον συμβολισμόν περί
’Εκκλησίας, οι ‘Άγιοι Πατέρες εχρησιμοποίησαν τόν, τού ’Αποστόλου Παύλου, «καί
αυτός εστιν η ΚΕΦΑΛΗ τού ΣΩΜΑΤΟΣ τής ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…»,
(Κολασ. Α΄, 18).
’Αφού
η ’Εκκλησία είναι τό ΣΩΜΑ τού
Χριστού καί Αυτός είναι η ΚΕΦΑΛΗ αυτής,
άρα είναι Αύτη ηνωμένη μετά τού αιωνίου Υιού καί Λόγου τού Θεού. Έχει δέ, ούτω,
εν Αυτώ καί δι’ Αυτού η ’Εκκλησία αιωνίαν ύπαρξιν, καί δι’αυτό δύναται νά
χαρακτηρισθή καί Θεοϋπόστατος.
Προϋπήρχε λοιπόν εξ αϊδίου η ’Εκκλησία, οιονεί κεκρυμμένη εν τώ Θεώ, ως
τό πρό τών αιώνων απόκρυφον Μυστήριον.
Προϋπήρχεν,
εν τή σοφία καί τή προνοία τού Θεού ως πνευματική ’Εκκλησία μέσα εις τήν ΑΓΙΑΝ
ΤΡΙΑΔΑΝ, εις τήν ένωσιν τών Τριών Θείων Προσώπων, τού Πατρός, του Υιού καί του
‘Αγίου Πνεύματος.
Διότι προαιωνίως
είχεν ο Θεός εν τώ νώ καί τή βουλήσει Αυτού τό σχέδιον καί τήν
βουλήν περί τής ’Εκκλησίας ομού μετά τής περί σωτηρίας τού κόσμου, καθώς ο
προφητάναξ Δαυΐδ λέγει: «‘Ο δέ Θεός, βασιλεύς ημών, πρό αιώνων
ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω τής γής», (Ψαλ. 73ος). ’Επίσης ο Μέγας
’Αθανάσιος διδάσκει: «‘Η ’Εκκλησία πρότερον κτισθείσα, μετά ταύτα
γεννάται εκ Θεού», (PG26, 1004/5).
‘Επομένως
η ’Εκκλησία, περιληφθείσα εις τήν προαιώνιον περί δημιουργίας καί σωτηρίας τού
κόσμου θείαν βουλήν, προϋπήρχε πάντοτε εις τόν συνάναρχον
καί ανάρχως προϋπάρχοντα αιώνιον Λόγον καί Υιόν τού Θεού. Κατόπιν δέ
συμπεριέλαβεν, πρότερον μέν, τα αγγελικά τάγματα εν τώ ουρανώ, βραδύτερον δέ,
εν χρόνω τούς ανθρώπους επί τής γής, καί τέλος ετελειώθη καί απεκαλύφθη
εις τόν κόσμον, διά τής ενανθρωπίσεως, τού θανάτου καί τής ’Αναστάσεως
τού Χριστού καί τής, κατά τήν Πεντηκοστήν, αποστολής υπ’Αυτού, τού Παναγίου
Πνεύματος.
Κατά
ταύτα, η αρχή, η ρίζα καί η ύπαρξις τής ’Εκκλησίας,
ευρίσκεται εις τόν Τριαδικόν καί Τρισυπόστατον Θεόν τήν Παναγίαν Τριάδαν καί
δέν είναι «ανθρώπινον κατασκεύασμα».
Είναι
λοιπόν υπερφυσική καί ουράνιος, καί ουχί φυσική καί επίγειος.
‘Η
Εκκλησία είναι αυτή η βασιλεία τού Θεού, ήτις ουκ έστι εκ τού κόσμου τούτου
(’Ιωαν. ΙΗ΄, 36), τής οποίας η αρχή, ως είπομεν, είναι
προχρονική, προϊστορική, υπερφυσική καί υπερκόσμιος). Εισήλθεν, όμως διά τής
δημιουργίας τού κόσμου εις τήν ιστορίαν τής ανθρωπότητος καί
απεκαλύφθη ως ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Κατά
συνέπειαν η ’Εκκλησία έχει διπλήν ύπαρξιν, ουράνιον καί επίγειον,
ως ελθούσα, από τόν ουρανόν εις τήν γήν καί επανερχομένη από τήν γήν εις τόν
ουρανόν, όπου οδηγεί τά πιστά καί άγια μέλη Αυτής. Αυτή δέ υπάρχει έξω
καί υπεράνω χρόνου καί χώρου.
Βάσει
τών ανωτέρω δυνάμεθα νά παρακολουθήσωμεν τρείς διαδοχικάς εμφανίσεις, (ή φάσεις),
τής ’Εκκλησίας, τής εν τή ‘Αγία Τριάδι προαιωνίως υπαρχούσης αϊδίως.
Πρώτη: τήν,
μετά τών ’Αγγελικών, ασωμάτων καί ουρανίων δυνάμεων ενωθείσαν, δηλαδή: Τού
Τρισυποστάτου Τριαδικού Θεού, μετά τών ’Αγγέλων.
Δευτέρα: τήν
ένωσιν τών Πρωτοπλάστων εις τόν Παράδεισον, μετά τού Τριαδικού Θεού καί τών
’Αγγελικών δυνάμεων, καί,
Τρίτη: τήν,
κατά τήν Πεντηκοστήν, ένωσιν, τών πιστευσάντων εις τόν Χριστόν ως Θεόν καί
Σωτήρα τού κόσμου καί διά τού Θείου Βαπτίσματος εισελθόντων καί
πολιτογραφηθέντων εν τή ’Εκκλησία Αυτού, μετά τών απ’ αιώνων κεκοιμημένων
πιστών δικαίων καί μετά τών ’Αγγελικών, μετά τών αποτελούντων δηλαδή τό
ουράνιον τμήμα τής ενιαίας ’Εκκλησίας τήν λεγομένην Θριαμβεύουσαν.
Κατά
τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, δηλαδή, ιδρύεται καί γεννάται τό επίγειον τμήμα
Αυτής, τών ζώντων εν τώ κόσμω τούτω καί συγκροτούντων τήν λεγομένην Στρατευομένην ’Εκκλησίαν,
εκ τής οποίας μεταφυτεύονται καί μεταγράφονται οι εκλεκτοί καί άγιοι διά τού
θανάτου, (ή κοιμήσεως), εις τήν ουράνιον ’Εκκλησίαν, εις τήν οποίαν αενάως καί
συνεχώς μεθίσταται το επίγειον τμήμα Αυτής.
‘Η
’Εκκλησία λοιπόν είναι ΜΙΑ καί ΕΝΙΑΙΑ καί
ταυτοχρόνως αποτελείται από τήν ένωσιν θριαμβευούσης καί στρατευομένης. Τήν
ένωσιν δηλαδή τού αοράτου καί αΰλου μετά τού ορατού καί υλικού κόσμου.
Η Πεντηκοστή
‘Η Τρίτη εμφάνησις (ή φάσις) τής ’Εκκλησίας.
«Καί έσται εν ταίς εσχάταις ημέραις, λέγει ο Θεός εκχεώ από του
Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, καί προφητεύουσιν οι υιοί καί αι θυγατέρες
υμών…καί οράσεις όψονται…» (Πράξ. Β΄, 17), (’Ιωήλ Β΄, 28).
«‘Υμείς δέ βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι ‘Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας
ημέρας» (Πράξ. Α΄, 5).
Καί ιδού εγώ αποστέλλω τήν επαγγελίαν τού Πατρός μου εφ’ υμάς, υμείς δέ
καθίσατε εν τή πόλει ‘Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ.
ΚΔ΄, 49).
«ίνα…γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως» (Β΄ Πέτρ. Α΄, 4)
’Επειδή δι’ ημάς τούς ανθρώπους η ’Εκκλησία έγινεν γνωστή κατά
τήν ημέραν τής Πεντηκοστής εις τό υπερώον τής ‘Ιερουσαλήμ δι’ αυτό κρίνεται
σκόπιμον όπως γίνη αναφορά εις τήν τρίτην αυτήν «φάσιν» ή εμφάνισιν τής
’Εκκλησίας.
‘Η τρίτη αυτή ενέργεια ή εμφάνισις της ’Εκκλησίας σκοπόν ειχεν τήν επανένωσιν του Θεού μετά της εκπεσούσης «εκκλησίας» ή του ανθρώπου, κατόπιν της παραβάσεώς του, καί της εξορίας του.
Εις τήν Δευτέραν «φάσιν» ή ενέργειαν ο Θεός συμπεριέλαβεν εις τήν ’Εκκλησίαν Του καί τούς πρωτοπλάστους όταν ευρίσκοντο εις τόν παράδεισον.
‘Ο εχθρός όμως του ανθρώπου, ο διάβολος, διά του όφεως τόν επλάνησεν καί παρέβη τήν εντολήν του Θεου καί ούτω εχωρίσθη η ψυχή του από Αυτόν. Αυτός ειναι ο πρώτος θάνατος του ανθρώπου. Θάνατος ψυχής λοιπόν ίσον χωρισμός από τόν Θεόν, καί εκδίωξις εκ της ’Εκκλησίας Του.
Η εκπεσούσα ανθρώπινος φύσις των ’Αδάμ, Εύας ’Αβελ, Νώε, ’Αβραάμ, ’Ισαάκ, ’Ιακώβ, Δικαίων, Πατριαρχών, προφητών, Μελχισεδέκ, κ.λπ. περιεπλανάτο, εις τόν κόσμον αυτόν. Αυτή ειναι η εκπεσούσα εκκλησία καθώς ψάλεται εις τήν υμνολογίαν¨ «’Ελευθέρα μέν η κτίσις γνωρίζεται…η πρίν τάλαινα τών εθνών παγκληρία», (καταβασία τής εορτής τών Θεοφανείων).
‘Ο Θεός όμως εν τώ απείρω αυτού ελέει «μή θέλων τόν θάνατον τού αμαρτωλού ως τού επιστρέψαι καί ζείν αυτόν», έδωσε τήν ευκαιρίαν εις τόν εκπεσόντα άνθρωπον (τήν ανθρωπότητα) νά μετανοήση καί επιστρέψη πρός Αυτόν.
Δι’αυτό ενηνθρώπησε καί έγινεν Θεάνθρωπος, διά τήν αποκατάστασιν τής εκπεσούσης εκκλησίας, διά νά γίνη ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν.
‘΄Ολον αυτό τό Μυστήριον τής ’Ενανθρωπίσεως, τού Υιού καί Λόγου τού Θεού, η Γέννησις, η Βάπτισις, τά Θαύματα, τό Κήρυγμα, τά Πάθη, η Σταύρωσις, ο Θάνατος, η ’Ανάστασις, η ’Ανάληψις ολοκληρούται καί τελειούται κατά τήν ημέραν τής Πεντηκοστής κατά τήν οποίαν αποκαλύπτεται, η ’Εκκλησία εν τώ κόσμω πρός οριστικήν πλέον συμφιλίωσιν καί ένωσιν Θεού καί ανθρώπου.
’΄Ελαβεν τήν ανθρώπινον φύσιν –σάρκα- καί εθέωσεν αυτήν. Καί ως αντάλλαγμα μας έδωσεν το Πανάγιον Πνεύμα ίνα μένη μεθ’ημών αιωνίως, διά νά είμεθα πάντοτε ενσωματωμένοι καί θεοποιημένοι εντός καί διά τής ’Εκκλησίας.
Αυτός ειναι ο τελικός σκοπός τής ιδρύσεως, οικοδομήσεως καί θεμελιώσεως τής ’Εκκλησίας κατά τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, ή ΘΕΩΣΙΣ. ‘Η ένωσις ή επανένωσις τού ανθρώπου μετά τού Θεού. ‘Η ενσωμάτωσίς του εις τό Σώμα τού Χριστού, τήν ’Εκκλησίαν.
Εις τόν παράδεισον έγινεν ο χωρισμός ψυχής από Θεού καί επήλθεν ο ψυχικός θάνατος καί η εξορία.
Εις τήν Πεντηκοστήν έγινεν η επανένωσις Θεού μέ τάς ψυχάς καί επήλθεν η ’Ανάστασις τών ψυχών, η ενσωμάτωσις καί η Θέωσις, καί ούτω επετεύχθη, ο τελικός σκοπός τής πλάσεως καί δημιουργίας τού ανθρώπου.
Διά τής Πεντηκοστής ο Θεός μάς έκανε εαυτόν Του, Σώμα Του: «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς…ίνα ώσιν έν καθώς ημείς», «έν εσμέν» (’Ιωάν. ΙΖ΄, 11), «…‘΄Ινα πάντες έν ώσι, καθώς σύ Πάτερ, εν εμοί κα’γώ εν σοί, ίνα καί αυτοί εν ημίν έν ώσιν…», (’Ιωάν. ΙΖ΄, 21).
‘Η ’Εκκλησία εις τήν πρώτην εμφάνισίν της συμπεριέλαβε ως μέλη της τά δέκα ’Αγγελικά τάγματα, κατά τόν ‘΄Αγιον Διονύσιον τόν ’Αρεοπαγίτην, εκ τών οποίων τό έν εξέπεσεν καί εχωρίσθη όταν ο ‘Εωσφόρος, ο αρχηγός τών ’Αγγέλων, θέλησε νά θέση τόν θρόνον του ίσον μέ τού Θεού όπως αναφέρει ο προφ. ’Ησαίας: «Πώς εξέπεσεν εκ τού ουρανού ο εωσφόρος…συνετρίβη εις τήν γήν…είπεν εν τή διανοία του…αναβήσομαι επάνω τών αστέρων τού ουρανού θήσω τόν θρόνον μου…έσομαι όμοιος τώ υψίστω. Νύν δέ εις τόν άδην καταβήση καί εις τά θεμέλια τής γής», (’Ησαίας ΙΔ’, 12-15), καί ο Χριστός βεβαιώνει: «εθεώρουν τόν σατανάν ως αστραπήν εκ τού ουρανού πεσόντα», (Λουκ. Ι΄, 18).
Περί των αγγέλων μάς λέγει ο Θεός εις τόν ’Ιώβ: «ότε εγενήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί μου», (’Ιώβ ΛΗ΄, 7). ’Απόδειξις ότι οι άγγελοι προuπήρχον τής δημιουργίας τού κόσμου τούτου.
’Εξέπεσεν ο ‘Εωσφόρος καί τό ένα τάγμα μαζί του διότι οι άγγελοι ήσαν τρεπτοί, (άν μέν ήθελον έμενον άγγελοι, άν δέν ήθελον όχι), καί ούτω παρέσυρεν καί ένα τάγμα αγγέλων. Κατά τήν πτώσιν ο ’Αρχάγγελος Μιχαήλ είπεν: «Στώμεν καλώς Στώμεν μετά Φόβου» καί εσταμάτησεν αύτη. Τώρα οι άγγελοι δέν είναι τρεπτοί. Αυτά συνέβησαν εις τήν πρώτην «φάσιν» τής ’Εκκλησίας.
Ο Μυστηριακός Χαρακτήρ της Εκκλησίας
‘Η Φύσις καί αι Συμβολικαί ’Εξεικονίσεις Αυτής.
‘Η
’Εκκλησία καθώς είδομεν, είναι «…τό ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ τό
αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών»,
(’Απόστ. Παύλος, Κολασ. Α΄, 26), καί η αρχή, η γένεσις καί ύπαρξις
Αυτής, προϋπήρχεν εις τήν Παναγίαν Τριάδαν καί εις τήν Θείαν Βουλήν Αυτής.
Ως
εκ τούτου καί η φύσις Αυτής είναι Θεϊκή,
προϋπάρχουσα εν τώ Θεώ αϊδίως καί προαιωνίως, αποκαλυφθείσα δέ επ’εσχάτων
χρονικώς καί εισελθούσα εις τήν ιστορίαν του κόσμου τούτου, ενωθείσα μετ’αυτού
καθ’όν τρόπον οίδε καί γνωρίζει μόνον ο Τρισυπόστατος Θεός. ‘Ηνώθη μυστηριακώς
μετά τού ανθρώπου ο Θεός όπως είχεν ενωθή πρωτίστως μετά τών αγγελικών δυνάμεων
ασωμάτων, συμπεριλαβών καί θεώσας τόν αγγελικόν καί ανθρώπινον κόσμον καί
αποτελέσας ούτω, τήν ΜΙΑΝ ΕΝΙΑΙΑΝ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
‘Η
ούτω δημιουργηθείσα ΕΚΚΛΗΣΙΑ αποτελείται ταυτοχρόνως από τήν ‘΄Ενωσιν τού
’Αοράτου καί ορατού κόσμου εις ΕΝ ΕΝΙΑΙΟΝ καί ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΝ ΣΩΜΑ μέ
ΚΕΦΑΛΗΝ τόν Τριαδικόν καί Τρισυπόστατον Θεόν, αφού ο Υιός καί Λόγος
τού Θεού Πατρός, καί ενανθρωπίσας Θεάνθρωπος ’Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος τώ
Πατρί καί τώ ‘Αγίω Πνεύματι, καθώς μάς διδάσκει:
«’Εγώ
καί ο Πατήρ έν έσμέν», (’Ιωάν. Ι΄, 30). «’Εγώ εν
τώ Πατρί καί ο Πατήρ εν εμοί εστί», (’Ιωάν. ΙΔ΄10). «‘Ο
εωρακώς εμέ εώρακε τόν Πατέρα», (’Ιωάν. ΙΔ΄, 9). «…ο δέ
Πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τά έργα…»(’Ιωάν. ΙΔ΄, 10).
‘Η
ένωσις αύτη εν τή ’Εκκλησία είναι αρμονική, καί εγένετο, ασυγχύτως,
αχωρίστως, ατρέπτως, αδιαιρέτως καί αναλλοιώτως. ‘Ηνώθη τό
Θείον μετά τού ανθρωπίνου, τό ουράνιον μετά τού επιγείου, τό αόρατον μετά τού
ορατού, τό αιώνιον μετά τού προσκαίρου καί παροδικού, ο
Θεός μετά τού ανθρώπου, διά νά γίνη καί ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν καί
επανακτήση τήν Θέωσιν, τήν οποίαν απώλεσεν διά τής παραβάσεώς του εις τόν
παράδεισον.
’Εκ
τών ανωτέρω συνάγεται καί συμπεραίνεται ότι η ’Εκκλησία μετά
τήν ένωσίν της δέν διαιρείται εις αόρατον καί ορατήν, διότι κατέστη ΜΙΑ
καί ΜΟΝΟΝ ΜΙΑ εις έν ενιαίον Σώμα, καί αποτελείται εκ δύο
αδιασπάστως καί ασυγχύστως, συνηνωμένων στοιχείων καί φύσεων, δηλαδή του θείου,
πνευματικού, μεταφυσικού καί αοράτου αφ’ενός, καί αφ’ετέρου τού ανθρωπίνου,
υλικού, φυσικού καί ορατού.
‘Η
ένωσις αύτη εγένετο καθ’όν ακριβώς τρόπον εις τόν Θεάνθρωπον ’Ιησούν Χριστώ
ηνώθησαν ασυγχύστως καί ατρέπτως, η θεία καί η ανθρωπίνη φύσις.
Μικρά
εικών αυτής τής ενώσεως είναι καί η ένωσις τού ανθρωπίνου σώματος μετά τής
ψυχής, κατά τόν άγιον Μάξιμον.
‘Ο
‘Άγιος Μάξιμος ο ‘Ομολογητής υπήρξεν ένας από τούς μεγάλους Πατέρες τής
’Εκκλησίας ο οποίος ησχολήθη μέ τό Μυστήριον «’Εκκλησία» συνοψίσας
τήν εκκλησιολογίαν τών πρό αυτού Πατέρων.
‘Ο
Θεός κατά τόν Μάξιμον τόν ‘Ομολογητήν, μέ τό δημιουργηκόν Του έργον ίδρυσε τήν
’Εκκλησίαν, αι διαστάσεις τής οποίας επεκτείνονται εις όλην τήν δημιουργίαν καί
διαπερνούν τά σύμπαντα, τά οποία δέν νοούνται άλλως, άνευ τής παρουσίας αυτής.
τούτο βεβαίως σημαίνει τήν ίδιαν κυριαρχίαν τού Θεού επί σύμπαντος τού κόσμου.
‘Ο
‘΄Αγιος Μάξιμος δέχεται τήν ’Εκκλησίαν κατά τήν θεολογικήν, αλλά καί
πραγματικήν της έννοιαν, ως Σύμβολον, τύπον, καί εικόνα
τού ιδίου τού Θεού.
Διότι
όπως ο Θεός συνέχει άπασαν τήν δημιουργίαν εις μίαν τελειωτικήν ενότητα, ούτω
καί η ’Εκκλησία, ως ενοποιός δύναμις συνέχει καί επενεργεί εις όλον τόν κόσμον.
Δεχόμενος
ο ‘΄Αγιος Μάξιμος τήν ομοιότητα τής ’Εκκλησίας πρός τόν Θεόν, αναγνωρίζει τόν
Θεόν εις τήν ένωσίν Του μεθ’ όλης τής δημιουργίας. ‘΄Οπως δηλαδή εντός τής
’Εκκλησίας υπάρχει ένωσις τών πιστών μετά τού Θεού, ούτως υπάρχει ένωσις όλης
τής δημιουργίας μετά τού Θεού, αφού ο Θεός είναι πανταχού παρών καί η παρουσία
Του είναι διάχυτος καί καλύπτει τά σύμπαντα καί επεκτείνεται πέραν αυτών εις τό
άπειρον.
‘Ο
‘Άγιος Μάξιμος παρουσιάζει ακόμη τήν ’Εκκλησίαν –Ναόν- καί ως εικόνα τού
ανθρώπου, διότι, όπως αύτη αποτελείται εκ τού ναού καί τού ιερατείου, ούτω καί
ο άνθρωπος αποτελείται εκ τού σώματος ως ναού καί τής ψυχής ως ιερατείου, τά
οποία συνδέονται, όπως καί εκείνα οργανικώς μεταξύ των, καί ενοποιούνται υπό
τής ψυχής εις μίαν οργανικήν ενότητα (Μαξ. P.G. 91, 672 A΄).
Εκ
τούτων διαπιστούται ότι ο χαρακτήρ καί η υπόστασις τής ’Εκκλησίας κατά
τήν Καινήν Διαθήκην είναι στενώς συνδεδεμένα και συνυφασμένα πρός τό πρόσωπον
καί τό έργον του Θεανθρώπου, δι’ αυτό δυνάμεθα νά χαρακτηρίσωμεν τήν
’Εκκλησίαν Θεοϋπόστατον.
‘Η
’Εκκλησία είναι αυτός ούτος ο ’Ιησούς παρατεινόμενος, πρός ολοκλήρωσιν τού
απολυτρωτικού έργου Του εις τήν ‘Ιστορίαν καί
εφ’όσον εν τή ’Εκκλησία ενούται ο Θεός μετά τού ανθρώπου, η ’Εκκλησία
καθίσταται Θεανθρώπινος οργανισμός.
Ούτως
η ’Εκκλησιά είναι ταυτοχρόνως θεία καί ανθρώπινος, ορατή καί αόρατος. Καί είναι
θείον δημιούργημα καί καθίδρυμα ώς ιδρυθείσα υπό τού Θεού καί συγκροτηθείσα υπό
τού ’Ιησού Χριστού διά τού Παναγίου Πνεύματος, τό οποίον ενοικεί εν Αυτή ως
ψυχή.
Τοιουτοτρόπως
η ’Εκκλησία είναι καί Θεοσύστατος ζών Οργανισμός.
ΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ΕΞΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τήν
’Εκκλησίαν καθώς είπομεν προηγουμένως, ούσαν στενώς συνηνωμένην μετά τής
υποστάσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού δυνάμεθα νά τήν ονομάσωμεν Θεοϋπόστατον.
’Επίσης
ως έχουσα Κεφαλήν τόν Χριστόν καί ούσαν ταύτην Σώμα Αυτού, καθίσταται Θεανθρώπινος
ζών οργανισμός.
‘Η
ένωσις αύτη είναι Θεϊκή καί ανθρώπινος, αόρατος καί ορατή, άϋλος καί υλική,
εγκόσμιος καί υπερκόσμιος.
’Επειδή
ακριβώς η ’Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός καί “μυστήριον
αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών”, (Κολασ. Α΄, 26),
δι’αυτό, λόγω τής φύσεώς της δέν υπάρχει ακριβής ορισμός ούτε εις τούς ‘Αγίους
Πατέρας ούτε εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν.
Κάθε
ορισμός λοιπόν περί τής ’Εκκλησίας, όπως προείπωμεν, είναι ελλειπής καί
περιγραφικός.
‘Η
‘Αγία Γραφή δέν δίδει ακριβή ορισμόν περί τής ’Εκκλησίας αλλά μόνον
εικόνας, συμβολισμούς καί περιγραφάς.
Οι Πατέρες λαμβάνουν ορισμένας συμβολικάς εικόνας από
τήν ‘Αγίαν Γραφήν μέ τάς οποίας όσο τό δυνατόν, ανθρωπίνως, μάς βοηθούν νά
καταλάβουμε περί τής ουσίας καί τού έργου τής ’Εκκλησίας.
‘Ο
Χριστός ομιλών περί τής ’Εκκλησίας εχρησιμοποίησεν παραβολάς, ήτοι συμβολικάς
εικόνας κατά τό: “’Ανοίξω εν παραβολαίς τό στόμα μου”,
(Ματθ. ΙΓ΄, 35), (Ψαλμ. 77, 2).
Τοιαύται συμβολικαί
εικόνες, εκ τών οποίων ορισμέναι καταχωρούνται
εις τήν συνέχειαν, περί ’Εκκλησίας έχουν αναφερθή υπό τού Χριστού παραβολικώς:
Βασιλεία
ουρανών: (Ματθ. ΙΑ΄, 12).
Οικοδομή: (Ματθ.
ΙΣΤ΄, 18).
Πανδοχείον: (Λουκ.
Ι΄, 34).
Σαγήνη: (Ματθ.
ΙΓ΄, 47).
Ζύμη: (Ματθ.
ΙΓ΄, 33).
Θησαυρός: (Ματθ.
ΙΓ΄, 44).
Κόκκος
Σινάπεως: (Ματθ. ΙΓ΄, 31)
Οικία: “Εν
τή οικία τού Πατρός μου μοναί πολλαί εισί” (’Ιωάν.
ΙΔ΄, 2).
Μαργαρίτης: (Ματθ.
ΙΔ΄, 45).
Οι
Γάμοι τού Υιού τού Βασιλέως: (Ματθ. ΚΒ΄, 2-14).
‘Ο
Δείπνος τού Βασιλέως: (Λουκ. ΙΔ΄, 16-24).
‘Η
παραβολή τών μυρίων ταλάντων: (Ματθ. ΙΗ΄, 23-35).
‘Ο
οικοδεσπότης όστις εφύτευσεν αμπελώνα: (Ματθ. ΚΑ΄, 33-46).
‘Η
’Άμπελος: “’Εγώ ειμί η ’Άμπελος η ’Αληθινή υμείς τά
κλήματα καί ο Πατήρ μου ο Γεωργός εστί”: (’Ιωάν.
ΙΕ΄, 1-8).
‘Η
παραβολή τού Ασώτου: (Λουκ. ΙΕ΄, 11-32).
‘Ο
οικοδεσπότης όστις εμίσθωσεν εργάτας εις τόν αμπελώνα: (Ματθ.
Κ΄, 1-16).
Οι
άγιοι ’Απόστολοι μιμούμενοι τόν Χριστόν ωμίλησαν καί αυτοί μέ Συμβολικάς
εικόνας διά τήν ’Εκκλησίαν:
Σώμα
Χριστού: (Κολ. Α΄, 18), (Ρωμ. ΙΒ΄, 4),
(’Εφέσ. Α΄, 23) ο ’Απόστ. Παύλος.
Κιβωτός: (Α΄
Πέτρου Γ΄, 20).
Πλοίο
ή Ναύς: (Α΄ Πέτρου Γ΄, 20).
Οικοδομή: (Α΄
Κορ. 3, 9, 11, ’Εφεσ. Β΄, 2) κ.λπ, ο ’Απ. Παύλος.
Λαός
περιούσιος τού Θεού: (Τίτ. Β΄, 14) ο ’Απ. Παύλος.
’Άνω
‘Ιερουσαλήμ: (’Αποκ. ΚΑ΄, 1-27), Ευαγγ.
’Ιωάννης.
’Ακόμη
καί οι άγιοι Πατέρες ομιλούν περί τού ιδίου θέματος μέ
περιγραφικόν καί μέ συμβολικόν τρόπον: Βασιλεία,
ποίμνη, ναός, οίκος, πόλις Θεού, άνω ‘Ιερουσαλήμ, άμπελος, οικοδομή, λαός τού
Θεού, μήτηρ, νύμφη, παρθένος, κ.λπ.
Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού
‘Ενιαίον καί ’Αδιάσπαστον
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ είναι η ένωσις
τού ορατού μετά τού αοράτου κόσμου εις έν ενιαίον καί αδιάσπαστον ΣΩΜΑ. Καί ως
παράδειγμα ανεφέραμεν τόν άνθρωπον ο οποίος είναι η ένωσις πνεύματος καί ύλης,
αοράτου καί ορατού, ψυχής καί σώματος, εις ΕΝ Ενιαίον Σώμα.
Καί ο άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα Θεού» (Γένεσις Α’
26).
’Έτσι, λοιπόν καί η ’Εκκλησία είναι ένωσις Θείου καί
ανθρωπίνου, ουρανίου καί επιγείου κόσμου.
‘Η ’Εκκλησία είναι
ταυτοχρόνως ορατή καί αόρατος. Τά μέλη τής ’Εκκλησίας.
‘Η ’Εκκλησία ως σύνολον αποτελείται από ΜΕΛΗ. Ποία
είναι αυτά;\
Μέλη υπάρχουν καί εις τά δύο τμήματα τής ’Εκκλησίας.
Τό ’Αόρατο τμήμα
είναι εκείνο τό οποίον δέν γίνεται μέν αντιληπτό μέ τάς αισθήσεις μας, αλλά
είναι πραγματικόν. ’Αόρατος ο ’Αρχηγός της, ο ’Ιησούς Χριστός αόρατον είναι τό
‘Άγιον Πνεύμα αόρατη η αγιάζουσα θεία χάρις αόρατοι οι άγιοι ’Άγγελοι αόρατοι
οι άγιοι αόρατοι αι ψυχαί τών κεκοιμημένων.
Εις τό αόρατο, δηλαδή δι’ημάς, τμήμα υπάρχει: ‘Ο
Τρισυπόστατος καί Τριαδικός Θεός, τά τάγματα τών ασωμάτων ’Αγγέλων, οι ‘Άγιοι
καί πάντες οι σεσωσμένοι καί ζώντες
εις τήν θέωσιν, δηλαδή τήν αιωνίαν
ένωσίν των μετά τού Θεού.
‘Ορατόν λέγεται
τό τμήμα τής ’Εκκλησίας τό οποίον αποτελείται από τούς πιστεύοντας εις τόν
Χριστόν καί βεβαπτισμένους εις τό όνομα τής ‘Αγίας Τριάδος, κεχρισμένους δι’
‘Αγίου Μύρου, κοινωνούντας τών ’Αχράντων Θείων Μυστηρίων, τού Τιμίου Σώματος
καί τού Τιμίου Αίματος τού Χριστού καί ζώντας Μυστηριακή ζώήν.
Αυτοί όλοι δύνανται νά είναι μέλη Της, ανεξαρτήτως,
φυλής, έθνους, κράτους, γένους, (άνδρες ή γυναίκες), ιδιότητος (Κληρικοί,
Μοναχοί ή Λαϊκοί), εφ’ όσον κατέχουν τάς βασικάς προϋποθέσεις όπου προείπομεν,
καί έχουν ενσωματωθή διά τών ‘Αγίων Μυστηρίων εις τό Σώμα Αυτής.
‘Η Διοίκησις:
‘Η Διοίκησίς της ενεργείται δι’ ορατών οργάνων. Εις τά
Μυστήρια χρησιμοποιούνται ορατά υλικά μέσα, διά τήν διοχέτευσιν τής αοράτου
Θείας Χάριτος.
Τήν διάκρισιν αυτήν τήν επισημαίνομεν. Δέν πρέπει νά
μάς διαφεύγη η ύπαρξις τής αοράτου ’Εκκλησίας. ’΄Ετσι δέν θά υποβιβάζομεν τήν
’Εκκλησίαν εις ανθρώπινον οργανισμόν καί δέν θά απελπιζόμεθα από τήν
αμαρτωλότητα καί αναξιότητα τού ορατού τμήματός της.
Θριαμβεύουσα –
Στρατευομένη:
‘Η ’Εκκλησία, επαναλαμβάνομεν, αποτελείται από αόρατον
καί ορατόν τμήμα. Τό μέν αόρατον λέγεται Θριαμβεύουσα ’Εκκλησία τό
δέ ορατόν Στρατευομένη ’Εκκλησία.
Εις τήν Θριαμβεύουσαν ευρίσκονται
όσαι από τούς πιστούς ως στρατιώται Χριστού επολέμησαν εναντίον τών τριών
εχθρών, κόσμου, σαρκός καί διαβόλου καί ενίκησαν.
Κοιμηθέντες μετέστησαν εις τήν θριαμβεύουσαν καί ευρίσκονται εις τήν Θέωσιν
ήτοι ηνωμένοι μετά τού Θεού αιωνίως.
Εις τήν Στρατευομένην ευρίσκονται
όλοι οι επί γής ζώντες ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι οποίοι αποτελούν μέλη τού
ορατού Αυτής τμήματος. Καί λέγεται Στρατευομένη διότι
όλοι οι Χριστιανοί είναι στρατιώται ’Ιησού Χριστού. Οι Χριστιανοί αγωνίζονται
καί πολεμούν τόν διάβολον, τήν αμαρτίαν καί τόν κόσμον.
Μεταξύ ορατής καί αοράτου, στρατευομένης
καί θριαμβευούσης ’Εκκλησίας υπάρχει ενότης καί επικοινωνία. Οι
‘Άγιοι τής θριαμβευούσης εκκλησίας πρεσβεύουν διά τήν σωτηρίαν τών Χριστιανών
καί τούς βοηθούν διά θαυμάτων. Οι ’Άγγελοι συμπαρίστανται ως βοηθοί καί
φύλακες. Οι δέ πιστοί τής στρατευομένης ’Εκκλησίας επικαλούνται τάς πρεσβείας
τών ‘Αγίων καί τήν θαυματουργικήν παρέμβασίν των καί μέ τά μνημόσυνα
επίκοινωνούν μέ τούς κεκοιμημένους καί προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως τών ψυχών
των αι οποίαι είναι εις τό αόρατο τμήμα τής εκκλησίας. Καί κεκοιμημένοι ακόμη
δέν παύουν νά αποτελούν μέλη τής ’Εκκλησίας. ‘Ο θάνατος σ’ αυτήν
τήν περίπτωσην δέν χωρίζει. Καί ο θάνατος μέσα εις τήν ’Εκκλησίαν
έχει χάσει τήν διαχωριστικήν του εξουσία, διότι έχει καταργηθή από τόν
’Αναστάντα Κύριον. Εις τήν πραγματικότητα ο θάνατος είναι όπως η είσοδος από τό
ένα δωμάτιο εις τό άλλο τής αυτής οικίας, καί εν προκειμένω τής
’Εκκλησίας. Δηλαδή από τήν
Στρατευομένην εις τήν Θριαμεβεύουσαν.
‘Η θαυμαστή ενότης ορατής καί αοράτου, στρατευομένης
καί θριαμβευούσης ’Εκκλησίας φαίνεται εις τό μυστήριον τής Θ. Ευχαριστίας. Κατά
τήν προσκομιδήν επάνω εις τόν ‘Άγιον
Δισκάριον είναι παρών ο Χριστός μέ τό Σώμα του, δηλαδή,
τήν ’Εκκλησία, τήν Παναγία, όλους τούς ‘Αγίους, τά τάγματα τών ’Αγγέλων, τούς
ζώντας ’Αρχιερείς τής ‘Ι. Συνόδου, τούς ‘Ιερείς, Διακόνους, Μοναχούς καί
Λαϊκούς, καί πάντας τούς κεκοιμημένους εν τή Γνησία ’Ορθοδοξία. Δηλαδή ολόκληρος η ΕΚΚΛΗΣΙΑ Στρατευομένη καί Θριαμβεύουσα ως
ΕΝΑ ΣΩΜΑ, ευρίσκεται επάνω εις τό ‘Άγιον Δισκάριον.
’Εκκλησία λοιπόν δέν είναι μόνο οι ’Επίσκοποι καί οι
‘Ιερείς – αυτό είναι αίρεσις – αλλά άπαν τό πλήρωμα τών ορθοδόξων πιστών,
Κληρικών, – ‘Ιερωμένων -, Μοναχών καί Λαϊκών, ανεξαρτήτως, γένους, φυλής καί
εθνότητος, αρκεί νά έχουν ενσωματωθή διά τών ‘Αγίων Μυστηρίων, εις
τό Σώμα τού Χριστού.
Αυτά πρέπει νά εννοούμεν όταν αναφερώμεθα περί τής
’Εκκλησίας καί τών Μελών Της, ως Θριαμβευούσης καί ως Στρατευομένης.
Αι ιδιότηται τησ Εκκλησίας
’Αΐδιος, Μία, ‘Αγία, Καθολική καί ’Αποστολική.
‘Η ’Ιδιότης είναι τό ιδιαίτερον γνώρισμα, προσόν, ή
χαρακτηριστικόν εκάστου προσώπου, πράγματος ή καταστάσεως. Αι κυριώτεραι
ιδιότητες – φυσικά γνωρίσματα – τής ’Εκκλησίας είναι: ‘Η αϊδιότης, η ‘Ενότης, η Μοναδικότης, η ‘Αγιότης, η
Καθολικότης, η ’Αποστολικότης, κ.λπ.
Αΐδιος: ‘Η ’Εκκλησία
είναι αΐδιος ήτοι αιώνιος καί παντοτεινή, ως προϋπάρχουσα καί έχουσα τήν αρχήν,
τήν ύπαρξιν καί τήν ζωήν Αυτής, εις τόν προαιωνίως υπάρχοντα Τριαδικόν Θεόν.
‘Η ‘Ενότης: ‘Η ενότης
τής ’Εκκλησίας έχει ως βάσιν τήν αδιάσπαστον ενότητα η
οποία υπάρχει εις τήν Τριασυπόστατον Θεότητα τήν Παναγίαν Τριάδα. Εις αυτήν τήν
ενότητα ο Χριστός θέλων νά συμπεριλάβη καί τόν άνθρωπον, εύχεται κατά τήν
’Αρχιερατικήν Προσευχήν Του πρός τόν ουράνιον Πατέρα του, ολίγον πρό τού
Σταυρικού Του θανάτου:
«ου περί τούτων δέ ερωτώ μόνον, αλλά καί
περί τών πιστευόντων διά τού λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες έν ώσιν, καθώς σύ,
Πάτερ, εν εμοί κα’γώ εν σοί, ίνα καί αυτοί εν ημίν ώσιν» (’Ιωάν.
ΙΖ΄, 20-21).
‘Ο χρυσορρήμων άγιος τής ’Εκκλησίας μας, συνιστά, η
ενότης τών πιστευόντων εις τόν Χριστόν νά είναι ανάλογος πρός τήν ενότητα τού
Χριστού πρός τόν Πατέρα του. (’Ιωάν. Χρυσοστ. PG 61, 164).
‘Η δέ μετ’ αλλήλων ενότης τών πιστών, έχει ως βασικήν
προϋπόθεσιν τήν μετά τού Θεού ένωσίν των. (Α΄ ’Ιωάν. Α΄, 6-7).
‘Ως αρχή τής ενότητος τής ’Εκκλησίας θεωρείται, κατά
τόν άγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, τό ‘Άγιον Πνεύμα, τό οποίον καί τήν
πραγματοποιεί, κατά τό: «όλον συγκροτεί
τόν θεσμόν τής ’Εκκλησίας» (Τροπάριον ’Εσπερινού
Πεντηκοστής).
Συνεπώς τήν ενότητα τής ’Εκκλησίας, επιβάλλουν η
ενότης τού Χριστού ως Κεφαλή, μετά τών μελών τής ’Εκκλησίας εις έν Σώμα, τό
οποίον εμψυχούται υπό τού ‘Αγίου Πνεύματος.
Περί τών άλλων ιδιοτήτων τής ’Εκκλησίας διδασκόμεθα
από τό ‘Ιερόν Σύμβολον τής Πίστεώς μας: «Πιστεύω…….. εις ΜΙΑΝ
ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ….».
Πιστεύω … εις ΜΙΑΝ ’Εκκλησίαν.
Διά τής φράσεως αυτής δηλούται ότι η ’Εκκλησία είναι
ΜΙΑ καί όχι πολλές.
Περί τού ότι είναι ΜΙΑ μάς τό είπεν ο ίδιος ο
Θεάνθρωπος ‘Ιδρυτής Αυτής: «…καί οικοδομήσω μου τήν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ…»,
(Ματθ. ΙΣΤ΄, 18). Μάς είπεν ότι θά οικοδομήση «ΤΗΝ» εκκλησίαν,
δηλαδή ΜΙΑΝ καί όχι πολλές.
Καί ενώ η ΜΙΑ ’Εκκλησία
ιδρύθη καί εγκαινιάσθη τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, αι άλλαι αιρετικαί εκκλησίαι
έγιναν πολύ αργότερον, αφού απεκόπησαν από τήν ΜΙΑΝ
’Εκκλησίαν.
Είναι ΜΙΑ η ’Εκκλησία, συμφώνως πρός τήν ‘Ομολογίαν
τής Πίστεώς μας, ως έχουσα ΜΙΑΝ ΚΕΦΑΛΗΝ τόν Κύριον ημών ’Ιησούν Χριστόν, ΕΝ Πνεύμα
‘Άγιον, αγιάζον καί ζωοποιούν Αυτήν, καί έν Βάπτισμα διά τήν σωτηρίαν τών
ανθρώπων.
«…έν Σώμα καί έν Πνεύμα… είς Κύριος, μία
Πίστις, έν Βάπτισμα είς Θεός καί Πατήρ πάντων…», (’Εφεσ. Δ΄,
4-6).
«…καί Αυτός εστίν η ΚΕΦΑΛΗ τού
ΣΩΜΑΤΟΣ τής ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…», (Κολασ. Α΄, 18).
‘Ο Χριστός καί οι ’Απόστολοι μάς ομιλούν περί ΜΙΑΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ καί όχι περί πολλών.
Διότι τότε θά είχωμεν περισσοτέρας κεφαλάς εις έν σώμα
ή περισσότερα σώματα εις μίαν κεφαλήν, όπερ αφύσικον καί
τερατόμορφον, περί τού οποίου δέν ωμίλησεν ο Χριστός, ούτε οι
’Απόστολοι καί Θεόπνευστοι Πατέρες, ανέφερόν τι.
‘Η ’Εκκλησία ως Θεανθρώπινος
καί Θεοϋπόστατος ‘Οργανισμός είναι ΜΙΑ, ως έχουσα Κεφαλήν
τόν Χριστόν καί ίσταται υπεράνω καί έξω χρόνου καί τόπου περιλαμβάνει δέ ως
μέλη της τούς ζώντας, οι οποίοι καί αποτελούν τό επί γής
στρατευόμενον τμήμα αυτής, καί τούς απελθόντας εκ τού κόσμου τούτου,
οι οποίοι αποτελούν τό εν ουρανοίς θριαμβεύον τμήμα αυτής,
δεδομένου ότι καί οι μέν καί οι δέ είναι μέλη τού ενός ενιαίου,
αδιασπάστου καί αδιαιρέτου Σώματος τού Χριστού.
Σκοπός τής
’Εκκλησίας είναι νά ενωθούν όλοι οι άνθρωποι: «ίνα πάντες έν ώσιν»,
κατά τό πρότυπον τής ‘Αγίας Τριάδος. ‘Όπως η ‘Αγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα,
αλλά ένας Θεός, κατά τό δόγμα τής αλληλοπεριχωρήσεως, έτσι καί η ’Εκκλησία αποτελείται
από μυριάδες πρόσωπα, αλλά είναι ως είς άνθρωπος, έχων καθώς η πρώτη
εκκλησία, «ψυχή καί καρδία μία» (Πράξ. Δ΄, 32).
Πιστεύω … εις ΑΓΙΑΝ ’Εκκλησίαν.
‘Αγία είναι η ’Εκκλησία, διότι ‘Άγιος είναι ο
Τριαδικός καί Τρισυπόστατος Θεός ημών.
‘Αγία η Κεφαλή τής ’Εκκλησίας ο Χριστός, ‘Άγιον τό
Πνεύμα, η ψυχή τής ’Εκκλησίας, ‘Άγιος καί ο σκοπός τής ’Εκκλησίας. Σκοπός της η
αγιότης των χριστιανών.
«‘Ο Χριστός ηγάπησεν τήν ’Εκκλησίαν καί εαυτόν
παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση, καθαρίσας τώ λουτρώ τού ύδατος εν
ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον τήν ’Εκκλησίαν, μή έχουσα σπίλον ή
ρυτίδα ή τι τών τοιούτων, αλλ’ ίνα ή ‘Αγία καί άμωμος» (’Εφεσ. Ε΄, 25-27), καί
«διό καί ο ’Ιησούς, ίνα αγιάση διά τού ιδίου αίματος τόν λαόν, έξω τής πύλης
έπαθε», (‘Εβρ. ΙΓ΄, 12).
Σκοπός τής
’Εκκλησίας είναι ο αγιασμός τών ανθρώπων, η Θέωσις, όπως λέγει ο ’Απ.
Πέτρος: «…ίνα διά τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως…»,
(Β΄ Πέτρ. Α΄, 4)., «τούτο γάρ εστί τό θέλημα τού Θεού ο αγιασμός
ημών», (Α΄ Θεσσ, Δ΄, 3), καί: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ
άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρ. Α΄, 16), (Λευιτ. Κ΄, 7). «Κατά
τόν καλέσαντα ημάς ‘Άγιον καί αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε» (Α΄
Πετρ. Α΄, 15).
Δι’ αυτούς τούς λόγους οι χριστιανοί εις τήν Πρώτην
’Εκκλησίαν ονομάζονται άγιοι. (’Εφεσ. Δ΄, 22).
‘Η ενσωμάτωσις μας εις τό Σώμα τής ’Εκκλησίας σκοπόν
έχει τόν αγιασμόν μας, τήν αναγέννησιν, τήν μεταμόρφωσιν, τήν
ανάστασίν μας, τήν θέωσίν μας εν Χριστώ.
‘Η αμαρτωλότης μας δέν βλάπτει καθόλου τήν ’Εκκλησίαν,
άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός της, νά αγιάζη καί θεώνη τά
αμαρτωλά μέλη Της. ‘Η ’Εκκλησία δέν προσλαμβάνει αγίους, αλλά αμαρτωλούς, κατά
τόν λόγον τού Χριστού, «ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά
αμαρτωλούς εις μετάνοιαν», (Ματθ. Θ΄, 13).
‘Η αποστολή λοιπόν αυτού τού «θεϊκού
εργαστηρίου» είναι η μεταβολή τών
αμαρτωλών εις αγίους, η μεταμόρφωσίς των εις «θεούς» κατά χάριν. «’Εγώ
είπα θεοί εστε καί υιοί ‘Υψίστου πάντες, (Ψαλμ. 81,6).
«’΄Εσεσθε ούν υμείς τέλειοι ώσπερ ο
Πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς τέλειος εστίν» λέγει
Κύριος (Ματθ. Ε΄, 48).
‘Η ‘Αγιότης επιτυγχάνεται διά τής συμμετοχής ημών εις
τά μυστήρια τής ’Εκκλησίας καί δή τού Βαπτίσματος καί τής υπακοής εις τό θέλημα
τού Θεού, εις τήν ζωήν μας.
Ούτω καθιστάμεθα «καινή κτίσις εν Χριστώ» (Β΄
Κορ. Ε΄, 17), καί (Γαλ. ΣΤ΄, 15), καί τό ‘Άγιον Πνεύμα συντελεί εις τήν Θέωσιν τών
μελών τής ’Εκκλησίας.
‘Αγίασον ημάς Χριστέ τή δυνάμει Σου.
Πιστεύω … εις ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ’Εκκλησίαν.
Διά τού χαρακτηρισμού τής ’Εκκλησίας ως Καθολικής,
εννοούμεν τήν επέκτασιν αυτής εις άπαντα τόν κόσμον καί τήν διάδοσιν αυτής εις
άπαντας τούς λαούς, απανταχού τής γής.
‘Η ’Εκκλησία είναι Καθολική, ως διαδεδομένη εις άπαντα τόν
κόσμον άνευ τοπικών περιορισμών καί χρονικών ορίων καί ως καλούσα, αδιακρίτως
φυλών, εθνών καί κρατών, πάντας τούς ανθρώπους, πρός επίγνωσιν τού ’Αληθινού
Θεού καί σωτηρίαν αυτών.
‘Η αποστολή της είναι διαχρονική,
παγκόσμιος καί πανανθρώπινος, διά κάθε εποχή καί κάθε άνθρωπον.
‘Η Εκκλησία συνεστήθη καί ιδρύθη πρός σωτηρίαν
ολοκλήρου τού οποθενδήποτε τής γής ευρισκομένου ανθρωπίνου γένους, από τού
’Αδάμ καί τής Εύας έως τής συντελείας τών αιώνων.
‘Η εξάπλωσις τής ’Εκκλησίας αύτη, δέν είναι μόνον
τοπική αλλά καί χρονική καί ως πρός τούτο, η καθολικότης είναι εξωτερική.
’Εκ τούτων συνάγεται ότι εν δυνάμει καθολικότης,
η ενυπάρχουσα εν τή ’Εκκλησία από τής συστάσεως αυτής, καθίσταται βαθμιδόν
καί εν ενεργεία, διά
τής διαδόσεως τού Ευαγγελίου καθ’ άπασαν τήν οικουμένην.
Γίνεται δέ τούτο συμφώνως πάντοτε πρός τήν εντολήν τού
Χριστού: «καί κηρυχθήσεται τούτο τό Ευαγγέλιον τής Βασιλείας εν
όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοίς έθνεσιν», καθώς καί τήν
προτροπήν αυτού εις τούς μαθητάς Του: «πορευθέντες ούν μαθητεύσατε
πάντα τά έθνη», (Ματθ. ΚΔ΄, 14-ΚΗ΄, 19).
Κατά δέ τόν ’Απ. Παύλον, «εις πάσαν τήν
γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών καί εις τά πέρατα τής οικουμένης τά ρήματα αυτών»,
(Ρωμ. Ι΄, 18 εκ τού ψαλμού ΙΗ΄ 5).
Είναι επίσης Καθολική, ως
συνεχίζουσα η Αυτή πάντοτε, πανταχού καί κατ’ αδιάκοπον συνέχειαν τήν
ορθήν περί πίστεως διδασκαλιάν έναντι τών αιρετικών.
‘Ο ‘Άγιος ’Ιγνάτιος γράφει: «όπου άν ή
Χριστός, εκεί η Καθολική ’Εκκλησία», (’Επιστ. Σμυρν. 8, 2 ΒΕΠ 2, 281).
Τά αυτά περίπου αναφέρονται καί εις τό Μαρτύριον
τού Πολυκάρπου, όπου ο ’Ιησούς Χριστός καλείται «ποιμήν
τής κατά τήν οικουμένην Καθολικής ’Εκκλησίας», ήτοι τής ’Ορθοδόξου.
(Μαρτύριον 19,2 ΒΕΠ 3,26 καί 16,2 κ.λπ.).
‘Ο ‘Άγιος Κύριλλος ‘Ιεροσολύμων περί τής εννοίας τής
Καθολικότητος τής ’Εκκλησίας γράφει περίπου:
Καθολική ονομάζεται διότι είχε εξαπλωθή
εις πάσαν τήν οικουμένην από περάτων τής γής έως περάτων καί διότι διδάσκει
καθολικώς καί ανελλιπώς άπαντα, τά εις γνώσιν ανθρώπων ελθείν οφείλοντα, περί
τής πίστεως Δόγματα, περί τών ορατών καί αοράτων πραγμάτων, επουρανίων καί
επιγείων καί πρός παν γένος ανθρώπων, αρχόντων, αρχομένων, λογίων τε, ιδιωτών,
δούλων καί καθολικώς ιατρεύειν καί θεραπεύειν κάθε είδος αμαρτίας είτε διά τής
ψυχής ή διά τού σώματος επιτελουμένων.
Κατά τόν άγιον Γρηγόριον Νύσσης, η
Καθολική ’Εκκλησία είναι μία πανανθρώπινος κοινωνία η οποία περιλαμβάνει εν
αυτή πάντας τούς απ’ αιώνων πιστούς ανεξαρτήτως φυλής ή γλώσσης καί ο σωτήριος
λόγος της κηρυχθήσεται κατά πάσαν τήν οικουμένην απ’ άκρον έως άκρου τού
ουρανού.
‘Ο Μέγας ’Αθανάσιος γράφει: «λέγεται Καθολική διότι καθ’ όλου τού κόσμου
κεχυμένη υπάρχει», (Μεγ. ’Αθαν. PG 28).
Τό «Καθολική ’Εκκλησία» είναι
συνώνυμον καί ταυτόσημον μέ τό «’Ορθόδοξος ’Εκκλησία». ’Αλλά η Καθολική ’Εκκλησία είναι τό κριτήριο τής ’Ορθοδοξίας
καί όχι ορθοδοξία κριτήριο τής Καθολικής ’Εκκλησίας.
‘Η καθολικότης λοιπόν, δέν είναι ούτε υπόθεσις
γεωγραφίας ούτε αριθμών. ‘Η ’Εκκλησία τού Χριστού δέν ήταν λιγότερο καθολική
τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, όταν ολόκληρος ήταν κλεισμένη μέσα εις τό υπερώον,
τό μικρό δωμάτιο τής ‘Ιερουσαλήμ.
‘Η καθολικότης τής ’Εκκλησίας ξεπερνά τίς διαστάσεις
τού παρόντος κόσμου καί επεκτείνεται εις τήν αιώνιον απεραντωσύνην τού αΰλου
μεταφυσικού καί πνευματικού τοιούτου καθ’ ότι η Θεοσύστατος συγκρότησίς
Της ως Θεανθρωπίνου οργανισμού έχει παγκοσμίους καί υπερπαγκοσμίους μεταφυσικάς
διαστάσεις όσας καί τά μέλη τού θριαμβεύοντος τμήματος
Αυτής.
‘Ο όρος Καθολική προέρχεται από τό «καθολικός» ήτοι
από τήν ένωσιν τού «κατά» καί τού «όλον» = καθόλον καί
τά παράγωγά του: καθολικότης, καθολική, καθόλου, κ.λπ.
Είναι καθαρά γνησία ‘Ελληνική λέξις καί συνδεομένη μέ
τήν ’Εκκλησία ως «Καθολική ’Εκκλησία» σημαίνει τήν
παγκόσμιον διάστασιν, προέκτασιν καί επικράτησιν τής ’Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου
οργανισμού μέ όλα του τά χαρακτηριστικά, τόν σκοπόν, τό απολυτρωτικόν έργον καί
τήν διάδοσιν τού Ευαγγελίου, τήν επικράτησιν τής Βασιλείας τού Θεού, τήν
συνέχισιν τής ’Αποστολικής Διαδοχής κ.λπ.
Πιστεύω … εις ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ’Εκκλησίαν
‘Η ’Εκκλησία είναι προσέτι ’Αποστολική, ως ιδρυθείσα υπό τού
Χριστού καί θεμελιωθείσα υπό τών ‘Αγίων ’Αποστόλων καί διατηρηθείσα διά μέσου
τών αιώνων μέχρι σήμερον κατά τό:
«’Εποικοδομηθέντες επί τώ θεμελίω τών
’Αποστόλων καί προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού ’Ιησού Χριστού, εν ώ πάσα η
οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω», (’Εφεσ. Β΄,
20-21), (Α΄ Πέτρ. Β΄, 6), «καί τό τείχος τής πόλεως έχον θεμελίους
δώδεκα, καί επ’ αυτών δώδεκα ονόματα τών δώδεκα ’Αποστόλων τού Αρνίου»,
(’Αποκ. ΚΑ΄, 14).
‘Η ’Αποστολικότης τής ’Εκκλησίας
διακρίνεται, αφ’ ενός μέν εις ’Αποστολικότητα
Διδασκαλίας ή Πίστεως, αφ’ ετέρου δέ εις ’Αποστολικότητα Διαδοχής τών επισκόπων,
προερχομένων διά Κανονικής απ’ ευθείας διαδοχικής χειροτονίας εκ τών
’Αποστόλων, παρά τών οποίων έλαβον τήν ‘Ιερωσύνην καί εδέχθησαν τήν
εγκατάστασιν καί παρέλαβον τήν εξουσίαν τής τελέσεως τών Μυστηρίων εν τή
Εκκλησία, ήτοι τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ καί τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΠΙΣΤΙΝ.
‘Όμως δέν είναι αρκετή μόνον η διαφύλαξίς της, διά
Κανονικής χειροτονίας, ’Αποστολικής Διαδοχής, αλλ’ απαιτείται προσέτι καί η
συνύπαρξις μετ’ αυτής καί τής μετ’ ακριβείας διαφυλαχθείσης ’Αποστολικής
Διδασκαλίας ή Πίστεως.
Διότι η μή τήρησις ή η απώλεια
τού ενός εκ τούτων συνεπάγεται τήν απώλειαν καί τού ετέρου, κατά τούς Πατέρας. (Ειρηναίος
’Επιστολή 84).
Κατά συνέπειαν αμφότερα ταύτα, δηλαδή η διατήρησις τής ’Αποστολικής
Διαδοχής, όσον καί τής ’Αποστολικής Πίστεως ή Διδασκαλίας,
αποτελούν μίαν βασικήν προϋπόθεσιν διά τήν
εσωτερικήν αδιάσπαστον ενότητα. Καί τούτο διότι οι ’Απόστολοι ως «στύλοι» καί «θεμέλια» τής
’Εκκλησίας, είναι οι γνήσιοι φορείς τής Διδασκαλίας τού Χριστού, η οποία πρέπει
νά διοχετεύεται ανόθευτος, αμιγής καί απαραχάρακτος εις
τά νέα μέλη, μέχρι συντελείας τών αιώνων.
‘Υπό τήν έννοιαν αυτήν η ’Εκκλησία λέγεται καί ’Αποστολική ως
διατηρούσα ακεραίαν τήν ’Αποστολικήν
Πίστιν καί Διδασκαλίαν, καί αδιάκοπον τήν λεγομένην ’Αποστολικήν Διαδοχήν, διά τής οποίας η χάρις
τού Παναγίου Πνεύματος μεταδίδεται εις αυτήν κατά τήν στιγμήν τής χειροτονίας.
Εις τό παρόν κεφάλαιον πρέπει νά τονισθή ότι ο Χριστός δέν άφησε διαδόχους,
διότι ο ’΄Ιδιος είναι ΚΕΦΑΛΗ τού Σώματος. Οι ’Απόστολοι άφησαν διαδόχους καί
δι’ αυτό ομιλούμε περί ’Αποστολικής Διαδοχής.
‘Άρα ο Χριστός ουσιαστικώς συνεχίζει
ο ίδιος τό ’Απολυτρωτικόν Του έργον μέ τήν ’Εκκλησίαν Του, η οποία είναι τό
Σώμα Του καί Αυτός η Κεφαλή Αυτής, ημείς δέ μέλη Αυτού, χάριτι Θεού.
’Επειδή λοιπόν, δέν άφησεν διαδόχους,
χρησιμοποιεί διά τήν σωτηρίαν τού ανθρώπου, ως συνεργούς,
τά ορατά καί αόρατα μέλη Του, καθώς ο ’΄Ιδιος είπεν: «Καί ιδού εγώ
μεθ’ υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως τής συντελείας τού αιώνος…» (Ματθ.
ΚΗ΄, 20).
Κατά τά ανωτέρω λοιπόν καθίσταται φανερόν ότι η έννοια
τής ’Αποστολικότητος τής ’Εκκλησίας συνδέεται τόσον πρός τήν ενότητα, όσον καί
πρός τό αλάθητον αυτής, θέμα μέ τό οποίον θά ασχοληθή τό επόμενον κεφάλαιον.
Το αλάθητον τησ Εκκλησίας
Εκφράζεται διά τής
απολύτου συμφωνίας
Θριαμβευούσης καί Στρατευομένης
μέ βασικήν προϋπόθεσιν
τήν ’Αποστολικήν
Διαδοχήν,
τήν ’Αποστολικήν
Πίστιν,
λειτουργούντος καί τού
Συνοδικού Θεσμού Διοικήσεως Αυτής.
«‘Όταν δέ έλθη εκείνος τό ΠΝΕΥΜΑ
ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ οδηγήση υμάς εις ΠΑΣΑΝ
ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ…» (’Ιωάν. ΙΣΤ΄, 13).
«…καί ’Άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα
μένη μεθ’ υμών εις τόν αιώνα, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ…»
(’Ιωάν. ΙΔ΄, 16-17).
«’Εγώ ειμί η ‘Οδός καί η’Αλήθεια καί
η Ζωή…» (’Ιωάν. ΙΔ΄, 6).
‘Η
’Εκκλησία τού Χριστού μεταξύ τών άλλων θεϊκών
χαρισμάτων: μέ τά οποία είναι προικισμένη καί στολισμένη καί ηνωμένη
μετά τού Θεού, είναι κάτοχος καί φορεύς τής
αληθείας.
‘Ο
άνθρωπος μετά τήν πτώσιν του, διά τής παραβάσεώς του, εχώρισεν τήν ψυχήν του
από τόν Θεόν καί αμαύρωσε μέ τήν αμαρτίαν του τό «κατ’
εικόνα», τόν νούν του, τό λογικόν του, τό επιθυμητικόν του, τό
βουλητικόν του. ’Επί πλέον παρασύρεται, καί επηρεάζεται από τάς
επιθυμίας του, από τό περιβάλλον του, από τάς σχέσεις του κ.λπ.
Αυταί
αι δυσμενείς προϋποθέσεις έχουν καί δυσμενή αποτελέσματα. ’΄Ετσι ο
άνθρωπος, δέν δύναται νά κρίνη πάντοτε αντικειμενικά, σωστά καί
δίκαια. Καί βεβαίως ούτε νά νομοθετή δίκαια καί ορθά.
Δι’
αυτόν τόν λόγον καί οι ανθρώπινοι νόμοι δέν είναι αιώνιοι καί μόνιμοι καθώς δέν
είναι τέλειοι. ’Επειδή λοιπόν είναι ελλειπείς καί ανεπαρκείς δέν
τούς αποδέχονται όλοι καί δι’αυτό, αλλάζουν διαρκώς.
Δέν
συμβαίνει όμως τό ίδιο μέ τόν θεοσύστατον
καί θεανθρώπινον οργανισμόν τής ’Εκκλησίας τού Χριστού. Διότι
εντός Της κατοικεί η ΑΛΗΘΕΙΑ, τό
Πνεύμα τό ‘Άγιον, τό οποίον παραμένει ενωμένο μετά τής ’Εκκλησίας
αιωνίως (’Ιωάν. 14, 16-17).
Καί
δέν θά παραμένη απλώς αλλά «θά οδηγή (τήν ’Εκκλησίαν), εις Πάσαν τήν
ΑΛΗΘΕΙΑΝ», (’Ιωάν.
16, 13).
’Εκτός
αυτού η ’Εκκλησία, όπως προείπομεν, έχει ΚΕΦΑΛΗΝ τόν ΧΡΙΣΤΟΝ, (Κολασ. Α΄, 18),
(’Εφεσ. Ε΄, 23), όστις είναι Αυτή «η ΑΛΗΘΕΙΑ καί η ζωή…»,
(’Ιωάν. ΙΔ΄, 6). Καί η ’Αλήθεια εις τήν προκειμένην περίπτωσιν είναι «Πρόσωπον», τό Θεανδρικόν Πρόσωπον
τού Χριστού, καί δέν είναι μία απλή έννοια.
Αύτη
λοιπόν, ως έχουσα καί κατέχουσα τήν ΑΥΤΟΑΛΗΘΕΙΑΝ εντός
Της, τόν Χριστόν καί τό Πανάγιον Πνεύμα είναι κατά τόν ’Απ. Παύλον «στύλος
καί εδραίωμα τής ’Αληθείας» (Α΄
Τιμ. Γ΄, 15) καί κατά συνέπειαν είναι ΑΛΑΘΗΤΟΣ.
Αυτός
λοιπόν ο Θεανθρώπινος οργανισμός, η Μία ‘Αγία Καθολική καί ’Αποστολική
’Εκκλησία, όταν εκφράζεται ως σύνολον εκφράζεται ΑΛΑΘΗΤΩΣ, διότι
έχει κεφαλήν τόν Χριστόν. Καί αφού ο Χριστός, ως Θεός είναι ’Αλάθητος, έπεται ότι καί η
’Εκκλησία Του – τό Σώμα Του – ως
σύνολο έχει τό ’Αλάθητο, καί είναι ’Αλάθητος, καθώς εκφράζει τάς
Θείας καί αιωνίας ’Αληθείας περί τών όντων τού ορατού καί αοράτου κόσμου.
’΄Ετσι
καταλήγομεν εις τό συμπέρασμα, ότι επάνω εις τήν γήν, καί εις ολόκληρον τήν
οικουμένην, ο Μόνος ’Αλάθητος Νομοθέτης Διδάσκαλος
καί Κριτής είναι η ’Εκκλησία.
Πότε
όμως η ’Εκκλησία εκφράζεται αλαθήτως ως σύνολον; ‘΄Οταν αποφαίνεται
καί αποφασίζει «εν οικουμενική
Συνόδω».
Καί
πότε μία Οικουμενική Σύνοδος εκφράζει τό σύνολον ολοκλήρου τής ’Εκκλησίας,
αοράτου καί ορατής, εφ’ όσον όπως είπομεν, εις τήν ’Εκκλησίαν, η ένωσις είναι αδιάσπαστος καί ασύγχυτος εις
ενιαίον Σώμα τού αοράτου μετά τού ορατού κόσμου;
Αυτό
τό θέμα εξηγείται εις τήν συνέχειαν συμφώνως με ‘Άγιογραφικάς καί
‘΄Αγιοπατερικάς ερμηνείας.
‘Όταν
εις τήν ζωήν τής ’Εκκλησίας ποροκύψη κάποιο ζήτημα ή πρόβλημα παρίσταται ανάγκη
η ’Εκκλησία νά αποφανθή περί τούτου, διά τής συγκροτήσεως οικουμενικής Συνόδου,
ήτοι τής συνάξεως τών επισήμων εκπροσώπων τής, τών Κανονικών ’Αποστολικών
διαδόχων, δηλαδή τών επισκόπων, κάθε Τοπικής ’Εκκλησίας.
Μία
Οικουμενική Σύνοδος συγκροτείται από όλους τούς ’Οορθοδόξους ’Αποστολικούς
Διαδόχους καί ‘Ιεράρχας τής ’Εκκλησίας, τούς ‘Ιεράρχας δηλ. πού έχουν επισκοπή
– πλήρωμα. Αυτοί αντιπροσωπεύουν τούς ζώντας χριστιανούς τής επισκοπής καί
επαρχίας των καί όλοι μαζί αντιπροσωπεύουν τό σύνολον τής επί γής «στρατευομένης
καί αγωνιζομένης» ’Εκκλησίας τού ορατού τμήματος
δηλ. Αυτής.
’Αλλά
αυτοί οι ιεράρχαι διά νά αποτελούν Οικουμενικήν Σύνοδον καί νά εκπροσωπούν όλη
τήν ’Εκκλησίαν, πρέπει νά εκπροσωπούν όχι μόνο τούς ζώντας χριστιανούς, αλλά
καί τούς απελθόντας τούς κεκοιμημένους. Πρέπει μέ άλλα λόγια νά
εκπροσωπούν καί τήν «εν ουρανοίς» θριαμβεύουσαν ’Εκκλησίαν. ’Αλλά
πώς θά καταστή αυτό δυνατόν; Αυτό ασφαλώς πραγματοποιείται, όταν οι επίσκοποι
αυτοί εκπροσωπούν τή γνώμη καί τών μεταστάντων καί εν ουρανοίς
εδρευόντων. ’Ακόμη καλλίτερον: ‘Όταν συμφωνούν μέ τήν
γνώμην των, όταν συμφωνούν μέ τή γνώμη τής θριαμβευούσης ’Εκκλησίας, τής
αοράτου ’Εκκλησίας, η οποία γνώμη είναι τό Α καί το Ω διά τήν «στρατευομένην» ’Εκκλησίαν, άνευ
τής οποίας δέν θά ισχύση καμμία άλλη γνώμη. Καί η γνώμη αυτή της
θριαμβευούσης ’Εκκλησίας μπορούμε νά πούμε μέ βεβαιότητα, ότι εκφράζεται πάλι
εις τάς Οικουμενικάς Συνόδους. Εις τάς προγενεστέρας, φυσικά,
Οικουμενικάς Συνόδους.
‘Επομένως
η γνώμη μιάς Οικουμενικής Συνόδου, διά νά είναι γνώμη ολοκλήρου τής ’Εκκλησίας,
πρέπει νά συμφωνή καί μέ τάς αποφάσεις τών προηγουμένων της Οικουμενικών
Συνόδων. Δέν μπορεί νά διαφωνή μέ αυτάς, εφ’ όσον θέλη νά εκπροσωπή όλην
τήν ’Εκκλησίαν, θριαμβεύουσαν καί στρατευομένην, αόρατον καί ορατή καί
νά παραμείνη ηνωμένη.
’Εδώ
δυνάμεθα νά επιμείνωμεν ολίγον ακόμη καί νά τονίσωμεν. Κάθε
μεταγενεστέρα Οικουμενική Σύνοδος είναι υποχρεωμένη νά συμφωνή μέ τάς
προγενεστέρας. Τό αντίθετον δέν μπορούμε νά τό απαιτήσωμεν, διότι
απλούστατα δέν μπορεί νά επιτευχθή. ‘Η θριαμβεύουσα ’Εκκλησία έχει
φύγει από τή ζωήν αυτήν εδώ πάνω εις τήν γήν. ‘Ότι είχε νά πή, τό
είπε καί δέν αλλάζει πιά γνώμη. ‘Επομένως η στρατευομένη ’Εκκλησία, δηλ.
η κάθε νεωτέρα καί μεταγενεστέρα Οικουμενική Σύνοδος, είναι υποχρεωμένη νά
προσαρμώζεται καί νά συμφωνή μέ τάς αποφάσεις τών προηγούμενων Οικουμενικών
Συνόδων.
’Εξ
άλλου θά ηδυνάμεθα νά προσδιορίσωμεν καί νά είπωμεν, ότι μία Σύνοδος, διά νά
είναι Οικουμενική καί επομένως αλάθητος, πρέπει νά έχη δύο ιδιότητας: α)
Καθολικότητα κατά βάθος, β) κατά πλάτος ή οριζοντίως ή «εν τόπω».
‘Η πρώτη σημαίνει,
ότι πρέπει νά εκπροσωπή όλους τούς χριστιανούς, οι οποίοι έζησαν καί έδρασαν
κατά τούς προηγουμένους αιώνας μέσα εις τήν ’Εκκλησίαν, καί νά τούς εκπροσωπή,
όπως αυτοί έχουν εκφρασθή εις τάς αποφάσεις τών προγενεστέρων Οικουμενικών
Συνόδων.
Καί η δεύτερη ιδιότητα
σημαίνει, ότι πρέπει νά εκπροσωπή καί τό σύγχρονο πλήρωμα τής ’Εκκλησίας, τό
οποίο ζεί εις όλα τά πλάτη τής γής, δι’ αυτό λέγομεν «κατά πλάτος – οριζοντίως
– εν τόπω».
Δέν
αρκεί όμως ούτε αυτό. ’Αλλά πρέπει η Οικουμενική Σύνοδος νά
αναγνωρισθή ως Οικουμενική καί από τό πλήρωμα τής στρατευομένης
’Εκκλησίας. Αι αποφάσεις αυτής νά γίνουν ως αλάθητοι αποδεκταί (έστω
σιωπηρώς) από όλην τήν επί γής ζώσαν ’Εκκλησίαν. Καί ακόμη
περισσότερον: ’Ασφαλέστερον θά είναι αυτό τό αποτέλεσμα, όταν μία μεταγενεστέρα
Οικουμενική Σύνοδος, αφού διαπιστώσει τήν ορθότητα τών αποφάσεων αυτών καί από
τήν ομόφωνον καί πάνδημον αποδοχήν των από τήν Συνείδησιν τής ’Εκκλησίας,
επικυρώση αυτάς. ’Έτσι η Οικουμενική Σύνοδος αποβαίνει ο
αλάθητος νομοθέτης, ο αυθεντικός κριτής.
‘Η
αρχή αυτή παρελήφθη διαδοχικώς από τούς ‘Αγίους ’Αποστόλους.
Οι
‘Άγιοι ’Απόστολοι θέλοντες, αυτό πού θά αποφανθούν νά μήν είναι γνώμη δική των
αλλά τής «Κεφαλής» των,
ήτοι τού Χριστού, κατά τό: «πειθαρχείν
δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», (Πράξ. Ε΄, 29), συνήρχοντο όλοι μαζί
εις Σύνοδον – ’Αποστολικήν Σύνοδον –
καί προσευχόμενοι εζήτουν τήν χάριν τού Παναγίου Πνεύματος νά τούς φωτίση καί
εμπνεύση, ώστε αυτά τά οποία θά αποφασίσουν νά είναι «γνώμη» τού ‘Αγίου Πνεύματος,
λέγοντες: «ως έδοξεν τώ ‘Αγίω Πνεύματι καί ημίν», (Πράξ.
ΙΕ΄, 28). Καί τούτο διότι ησθάνοντο ηνωμένοι ως έν Σώμα μετά τού Χριστού καί
τού ‘Αγίου Πνεύματος.
Μέ
τό αυτό πνεύμα συνεχίζοντες καί οι ’Αποστολικοί διάδοχοι – οι κατά τόπους
ποιμένοντες τό ποίμνιον τής ’Εκκλησίας – οι ’Επίσκοποι, όταν συνήρχοντο εις
Σύνοδον πρίν αποφασίσουν δι’ οιονδήποτε θέμα είχον τήν συνείδησιν ότι αποτελούν έν Σώμα μέ τούς απελθόντας ’Αποστόλους
καί λοιπούς Πατέρας τής ’Εκκλησίας.
Καί
θέλοντες νά είναι σύμφωνοι κατά
πάντα μετ’ αυτών οι οποίοι τούς ενεπιστεύθησαν τήν ποίμνην τού Χριστού ήρχιζον
τήν συνεδρίασιν λέγοντες:
«‘Επόμενοι τοίς ‘Αγίος
Πατράσι».
Δηλαδή
ακολουθούμεν καί μένομεν πιστοί εις
όσα απεφάσισαν εν ‘Αγίω Πνεύματι καί μάς παρέδωσαν καί
ενεπιστεύθησαν οι ‘Άγιοι ’Απόστολοι κάι οι ‘Άγιοι Πατέρες.
‘Ως
πρός τό αλάθητον η καθολικότης τής ’Εκκλησίας, συνίσταται εις τήν διατύπωσιν
τών ήδη αποκαλυφθεισών αληθειών καί ανάπτυξιν αυτών ως παρακαταθήκην τής θείας
αποκαλύψεως, υπό τήν προϋπόθεσιν πάντοτε τής διατηρήσεως απ’ αρχής τής
αποστολικής παραδόσεως αναλλοιώτου καί τού αποστολικού χαρακτήρος ακεραίου.
’Επιπλέον,
η αλάθητος ’Εκκλησία, διά τής ενοικούσης εις Αυτήν χάριτος τού ‘Αγ. Πνεύματος,
δύναται νά καθορίζη καί ερμηνεύη Δογματικάς ’Αληθείας, ως περί ’Εκκλησίας,
Μυστηρίων, θείας χάριτος κ.λπ., νά διατηρή αυτάς αναλλοιώτους καί νά τάς
μεταδίδη εις τά μέλη αυτής αμεταβλήτους. Περί τού αλαθήτου τής
’Εκκλησίας δέον νά λεχθή ότι, αύτη είναι «αλάθητος
ως όλον, ως πλήρωμα», τό οποίον αποτελούν άπαντες οι κληρικοί,
μοναχοί καί πιστοί λαϊκοί, ότι, «ως
όργανον εκφράσεως τού αλαθήτου αυτής, χρησιμοποιεί μόνον τήν οικουμενικήν σύνοδον», η
οποία μόνη ως υπερτάτη αυθεντία
δύναται αλαθήτως νά διατυπώνη τά δόγματα. «Τό όλον λοιπόν ή
τό πλήρωμα ή τό σώμα τής ’Εκκλησίας λογίζεται εν τή ’Ορθοδοξία ως
φορεύς τού αλαθήτου, ενώ ως όργανον εκφράσεως αυτού καί οιονεί ως στόμα τής
’Εκκλησίας η Οικουμενική Σύνοδος, εις
τήν οποίαν αντιπροσωπεύεται τό εκκλησιαστικόν πλήρωμα διά τών επισκόπων οι
οποίοι δογματίζουν εις Αυτήν υπό
τήν επίπνοιαν καί επιστασίαν τού ‘Αγίου Πνεύματος, τό οποίον
ποδηγετεί τήν ’Εκκλησίαν καί τήν καθοδηγεί «εις
πάσαν τήν ’Αλήθειαν».
Ούτε
η ’Εκκλησία καθίσταται ο ’Αλάθητος Φορεύς καί ‘Ερμηνευτής καί
Διδάσκαλος, τής χριστιανικής ’Αληθείας, τήν
οποίαν διεφύλαξεν καί διακατέχει αμιγή καί
απαραχάρακτον.
Τό ’Αλάθητον συνεπώς
είναι γνώρισμα ολοκλήρου τής ’Εκκλησίας είναι μία ιδιότης τού Θεού, η οποία
μεταδίδεται υπ’ αυτού εις όλους, όσοι δέχονται τήν χάριν καί τήν διδασκαλίαν
Του καί η ζωή των εκφράζει τό θέλημά Του.
Βασική
προϋπόθεσις όλων τών ανωτέρω είναι, οι συμμετέχοντες εις τάς οικουμενικάς
Συνόδους, εν ενεργεία επίσκοποι, νά έχουν τήν
’Αποστολικήν Διαδοχήν καί τήν ’Αποστολικήν Πίστιν Γνησίαν καί απαραχάρακτον.
Διότι
εάν λείπη τό έν εκ τών δύο αυτομάτως καί τό άλλο δέν υφίσταται.
Ευκόλως
λοιπόν γίνεται αντιληπτόν ότι, εάν επίσκοπος χωρίς ’Αποστολικήν διαδοχήν ή
’Αποστολικήν Πίστιν δύναται νά είναι φορεύς τής χάριτος τού ‘Αγίου Πνεύματος
καί ερμηνευτής τών θείων ’Αληθειών, τότε πρός τί η ίδρυσις τής ’Εκκλησίας η
ενανθρώπισις τού Υιού καί Λόγου τού Θεού καί όλον αυτό τό Μυστήριον;
Συμφώνως
πρός τά ανωτέρω, στόμα τής ’Εκκλησίας ως όργανον εκφράσεως είναι η οικουμενική Σύνοδος, διά τήν
οποίαν απαραίτητος όρος είναι, αι
αποφάσεις της νά συμφωνούν μέ τό ουράνιον πλήρωμα, τήν «θριαμβεύουσαν»
’Εκκλησίαν, διά νά είναι ’Αλάθητοι.
‘Ο Συνοδικός Θεσμός Διοικήσεως.
‘Η
όλη συγκρότησις τής ’Εκκλησίας εδημιούργησεν τήν ανάγκην δημιουργίας, εξ αρχής
τού ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ακόμη από τούς ’Αποστολικούς
χρόνους. Ούτω έχομεν τάς πρώτας Συνόδους τάς ’Αποστολικάς.
Εις
τήν ’Ορθόδοξον ’Εκκλησίαν δέν «προεξέχει» καμμία «κεφαλή», επισκόπου,
’Αρχιεπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου, ακόμη καί ’Αποστόλου.
Οι
επίσκοποι εις τάς συνεδριάσεις είναι ίσοι μεταξύ των. Αυτό τό οποίον «όλον
συγκροτεί τόν θεσμόν τής ’Εκκλησίας». (Τροπάριον
εσπερινού τής Πεντηκοστής).
‘Ένας
άγιος τής ’Εκκλησίας μάς λέγει: Δέν υπάρχουν πολλαί
Οικουμενικοί Σύνοδοι, αλλά μία, διότι αυτό τό οποίον καθοδηγούσε καί ενέπνεε
τούς ‘Αγίους Πατέρας εις όλας τάς οικουμενικάς καί τοπικάς Συνόδους ήτο τό
Πανάγιον Πνεύμα.
’Ιδού
διατί ολόκληρος η ’Εκκλησία ως ενιαίον Σώμα τού ορατού καί αοράτου κόσμου
μέ ΚΕΦΑΛΗΝ Τόν Χριστόν καί τήν ΑΓΙΑΝ ΤΡΙΑΔΑΝ είναι
ΑΛΑΘΗΤΟΣ.
Η Εκκλησία και η Αγία Γραφή
‘Η Θεοπνευστία τής
‘Αγίας Γραφής και ο συγγραφεύς αυτής.
«’Ερευνάτε τάς Γραφάς ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν καί εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού» (’Ιωάν. Ε΄, 39).
«Πάσα Γραφή Θεόπνευστος καί ωφέλιμος πρός διδασκαλίαν…» (Β΄ Τιμ. Γ΄, 16).
Εις τό Κεφάλαιον περί τών ιδιοτήτων τής ’Εκκλησίας καί εις τό τμήμα περί «Καθολικής καί ’Αποστολικής» εννοείται καί η διδασκαλία Αυτής «καθολική» η οποία διεδόθη παγκοσμίως ήτοι εις όλον τόν κόσμον.
Ποία όμως είναι η «Διδασκαλία» τής ’Εκκλησίας; ‘Η «Διδασκαλία» είναι τό περιεχόμενον τής ‘Αγίας Γραφής. Καί εφ’όσον η ’Εκκλησία προϋπήρχεν τής ‘Αγίας Γραφής, προαιωνίως, μέ τήν λέξιν «Διδασκαλία» εννοούμε ολόκληρον τήν ‘Αγίαν Γραφήν, Παλαιάν καί Καινήν Διαθήκην, τήν οποίαν παρέδωσεν Αύτη.
’Εκκλησία καί ‘Αγία Γραφή
‘Η ‘Αγία Γραφή ανήκει εις τήν ’Εκκλησίαν. Καί η ’Εκκλησία γνωρίζει τήν σωστήν ερμηνείαν της. ‘Η ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία διεκδικεί τήν μοναδικότητα εις τήν ερμηνείαν τής ‘Αγίας Γραφής. ’Εκτός ’Εκκλησίας η ‘Αγ. Γραφή καθίσταται επικίνδυνος διά παρερμηνείας καί αιρέσεις. ‘Η σωστή τοποθέτησις εις τά επόμενα τρία θέματα μάς θέτει σωστά απέναντι εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν.
1. ‘Η ’Εκκλησία προϋπήρξεν τής ‘Αγίας Γραφής.
‘Η ’Εκκλησία ήρχισεν νά δρά μέ τήν εμφάνισιν τού Κυρίου εις τό δημόσιον έργον Του καί τήν δημιουργίαν τού πρώτου πυρήνος, αποτελουμένου από τούς 12 ’Αποστόλους. ’Επισήμως όμως, ημέρα ιδρύσεως τής ’Εκκλησίας είναι η ημέρα τής Πεντηκοστής το 33 μ.Χ. Τά βιβλία τής Καινής Διαθήκης ήρχισαν νά γράφωνται πολλά χρόνια μετά τήν ’Ανάληψιν τού Κυρίου. Τό πρώτο πού γράφτηκε ήταν η Α΄ πρός Θεσσαλονικείς επιστολή τό 54 μ.Χ. καί τό τελευταίο η ’Αποκάλυψις τού ’Ιωάννου γύρω στό 95 μ.Χ. ’Επισήμως, ποιά είναι τά βιβλία τής ‘Αγίας Γραφής καθωρίστηκε από τήν ’Εκκλησία. Πρώτος καθώρισε τά βιβλία ο Μ. Αθανάσιος εις τήν 39ην εορταστικήν επιστολήν του, καί η εν Λαοδικεία Σύνοδος τόν 4ο αιώνα.
’ Από τήν ’Ανάληψιν τού Κυρίου μέχρι τή συγγραφή όλων τών βιβλίων τής Καινής Διαθήκης υπήρχεν τό ’Αποστολικό κήρυγμα, η προφορική παράδοσις. Οι συγγραφείς τών βιβλίων τής Καινής Διαθήκης δέν κάνουν τίποτε άλλο, από τό νά καταγράφουν επακριβώς τό κήρυγμα τής ’Εκκλησίας. ‘Ότι ήκουαν εις τούς τόπους λατρείας υπό τών ’Αποστόλων καί τών άλλων χαρισματούχων, τούτο καί κατέγραφον. ‘Ο συγγραφεύς τής ‘Αγίας Γραφής λοιπόν είναι η ’Εκκλησία. Καί πρώτα υπάρχει η ’Εκκλησία καί μετά η ‘Αγία Γραφή. ‘Η ’Εκκλησία καί μόνο αυτή καθορίζει τήν ‘Αγία Γραφή.
2. ‘Η ’Εκκλησία καθορίζει τήν ‘Αγία Γραφή.
Πουθενά μέσα εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν δέν υπάρχει γραμμένο ότι αποτελείται αυτή από 76 βιβλία.
Αυτό τό καθώρισεν η ’Εκκλησία. Εις τούς πρώτους αιώνας κυκλοφορούσαν μαζί μέ τα γνήσια βιβλία καί τά λεγόμενα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα. Σήμερα μάς είναι γνωστά 70 περίπου. ‘Υπήρχαν απόκρυφα Ευαγγέλια, Πράξεις, ’Επιστολές, ’Αποκαλύψεις. Αυτά είχαν γραφή από αιρετικούς ή άλλους μυθομανείς καί φαντασιοκόπους, πού τά κυκλοφόρησαν ως γνήσια. ‘Η ’Εκκλησία ήταν αυτή πού τά απεμάκρυνε, τά κατεδίκασε καί τά αναθεμάτισεν. Αυτή μάς είπε, ότι η Παλαιά έχει 49 καί η Καινή 27 βιβλία. Αυτή ενέκρινε ότι είναι Θεόπνευστα. Κανένα βιβλίο τής ‘Αγίας Γραφής δέν μάς καθορίζει πόσα πρέπει νά είναι όλα τά βιβλία τής Παλαιάς ή τής Καινής Διαθήκης.
Αυτό τό έκανε η ’Εκκλησία (4) αιώνας αργότερον, ξεχωρίζοντας τά Γνήσια από τά νόθα ψευδεπίγραφα καί απόκρυφα ευαγγέλια.
Καί εγνώριζε νά τά ξεχωρίση, διότι η ‘Αγία Γραφή φυλασσόταν επάνω εις τήν ‘Αγίαν Τράπεζαν τών ναών ως λειτουργικόν κείμενον καί εχρησιμοποιείτο πρός ανάγνωσιν κατά τάς ώρας τής κοινής λατρείας. Κάθε τι ψεύτικο τό απέβαλε.
Τά πρωτότυπα χειρόγραφα έχουν χαθή. Σώζεται όμως ολόκληρος η ‘Αγία Γραφή σέ μετέπειτα χειρόγραφα, πού φυλάσσονται μέ περισσή φροντίδα εις τούς ναούς καί εις τά μοναστήρια μάς. ‘Υπάρχουν χειρόγραφα τής Κ.Δ. από τά μέσα τού 2ου αιώνος μ.Χ.
Εις ερώτησιν πρός αιρετικόν: «Πού βρήκε τήν ‘Αγία Γραφή, η απάντησις ήτο αφελής, «ότι τήν βρήκε εις τό βιβλιοπωλείο»!
Διά νά φθάση όμως εις τό βιβλιοπωλείο καί νά κυκλοφορήση, α) αντεγράφη από τά χειρόγραφα τών μοναστηριών καί β) Τήν κυκλοφόρησε η ’Εκκλησία ή άλλος εκδότης μέ τήν άδεια τής ’Εκκλησίας. Αι άγιαι Γραφαί, πού κυκλφορούν, είναι σωσταί εφ’ όσον έχουν τήν έγκρισιν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου τής Κων/πόλεως, (εννοείται πρό τού 1924). ‘Η ’Εκκλησία δηλ. εγκρίνει, βεβαιώνει, ότι πράγματι αυτή είναι η σωστή ‘Αγία Γραφή.
Πάντοτε εις τάς ‘Αγίας Γραφάς υπάρχει εμπρός ένα γράμμα τής ‘Ι. Συνόδου τού Πατριαρχείου ή τής Αυτοκεφάλου ’Εκκλησίας, η οποία εγκρίνει τήν κυκλοφορία των. ‘Όταν η έγκρισις λείπει, πρέπει νά απομακρύνεται αυτό τό βιβλίο.
Συμπερασματικώς αναφέρομεν, ότι η ’Εκκλησία:
1.
Προϋπήρχε τής ‘Αγίας
Γραφής,
2.
είναι ανωτέρα αυτής,
3.
είναι Συγγραφεύς τής
‘Αγίας Γραφής
4.
Αυτή αριθμεί τά βιβλία
τής ‘Αγ. Γραφής εις 76,
5.
Αυτή έδωσε πρώτη Θεοπνευστία εις
τά βιβλία τής ‘Αγ. Γραφής, καί
6.
Αυτή ξεχώρισε τά νόθα
καί τά κατέστρεψεν.
‘Η ’Εκκλησία ερμηνεύει σωστά τήν ‘Αγία Γραφή.
Τήν σωστήν ερμηνείαν εις τήν ‘Αγ. Γραφήν τήν δίδει η ’Εκκλησία. Διότι η ‘Αγία Γραφή ανήκει εις τήν ’Εκκλησίαν. Γνωρίζει νά τήν ερμηνεύη μόνον αυτός, πού τήν έγραψε. Τήν έγραψαν βεβαίως οι ’Απόστολοι, αλλά τήν παρέδωσαν εις τήν ’Εκκλησίαν. Καί επί πλέον δέν γράφουν κάτι, πού δέν τό ξέρει η ’Εκκλησία. Καταγράφουν τό κήρυγμα τής ’Εκκλησίας. Καί η ’Εκκλησία, όταν διδάσκει κάτι, ξέρει καί τί σημαίνει, τί εννοεί. Γνωρίζει τήν ερμηνεία του διότι Αυτή τό έγραψεν.
Τήν σωστή ερμηνεία τής ‘Αγ. Γραφής κατέγραψαν τά πιστά τέκνα της, οι Πατέρες, εις τά συγγράμματά των καί εις τάς αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων.
Οι αιρετικοί δέν δικαιούνται νά συνδιαλέγωνται μέ τούς ’Ορθοδόξους – τά γνήσια μέλη τής ’Εκκλησίας – βαστάζοντες τήν ‘Αγίαν Γραφήν εις τάς χείρας τών εφ’ όσον αρνούνται τήν ύπαρξιν τής ’Εκκλησίας.
Βαστάζοντες τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί πιστεύοντες αυτήν ως ιερόν καί θεόπνευστον βιβλίον, αυτομάτως πρέπει νά αναγνωρίζουν καί μή θέλοντες τήν ΥΠΑΡΞΙΝ καί τήν ΑΥΘΕΝΤΙΑΝ τής ’Εκκλησίας. ’Άλλως εμμένοντες χαρακτηρίζονται παράφρονες, διότι λογικώς δέν είναι δυνατόν νά δέχωνται τό έργον τής ’Εκκλησίας, δηλαδή τήν ‘Αγ. Γραφήν ως θεόπνευστον καί όχι τό Συγγραφέα αυτής, τήν ’Εκκλησίαν.
‘Ο Τερτυλλιανός (160-220 μ.Χ.) δέν εννούσε νά συζητή τά αμφισβητούμενα θέματα τής πίστεως, μέ τούς αιρετικούς επί Βιβλικής βάσεως. Διατί; Διότι η ‘Αγ. Γραφή – έλεγε – ανήκει εις τήν ’Εκκλησίαν. Τό νά προσφεύγουν οι αιρετικοί εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν, ενώ δέν αναγνωρίζουν τήν ’Εκκλησίαν η οποία είναι ο συγγραφεύς της, θεωρείται αδιανόητον. Δέν είχον δικαίωμα εις «ξένην περιουσίαν».
‘Ο ίδιος παρατηρεί, ότι εφ’ όσον ο αιρετικός αρνείται τήν ύπαρξιν τής ’Εκκλησίας, αυτομάτως αρνείται καί απορρίπτει καί τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί είναι παράλογος κάθε συζήτησις μαζί του επί τής ‘Αγίας Γραφής.
Εκκλησιαστικοποίησις
Νά αποκτήσωμεν
φρόνημα, συνείδησιν
καί κριτήρια εκκλησιαστικά.
‘Ως
μέλη συνειδητά τής ’Εκκλησίας τού Χριστού, οφείλομεν νά αποκτήσωμεν πνεύμα,
φρόνημα, συνείδησιν καί ήθος εκκλησιαστικόν. Αυτό μάς λείπει..
’Απόκτησις
εκκλησιαστικού ήθους καί πνεύματος σημαίνει:
α) Νά
φρονούμε τά τής ’Εκκλησίας. ‘Ό, τι λέγει η
’Εκκλησία νά τό λέγομεν καί νά τό πιστεύωμεν καί ημείς. ‘Ότι δέν
δέχεται η ’Εκκλησία, δέν τό δεχόμεθα ούτε καί ημείς.
β) ‘Υπακοή
εις τήν ’Εκκλησίαν. ‘Ό, τι μάς διδάσκει
η ’Εκκλησία νά τό εκτελούμε καί νά τό εφαρμόζωμεν. Τό τί θέλει η
’Εκκλησία, είναι γραμμένο εις τήν ‘Αγία Γραφήν, εις τάς αποφάσεις τών
Οικουμενικών Συνόδων, καί εις τά συγγράμματα τών Πατέρων τής ’Εκκλησίας.
γ) ‘Υπακοή
εις τούς Κληρικούς. Αυτό είναι
αποτέλεσμα τής υπακοής εις τήν ’Εκκλησίαν. ‘Υπακοή πρώτον εις τήν
‘Ιεραρχίαν τής ’Εκκλησίας. ‘Υπακοή εις τόν επίσκοπον. ‘Υπακοή εις
τόν πνευματικόν. ‘Υπακοή εις τόν ‘Ιερέα καί πνευματικόν τής
’Ενορίας μας.
δ) Συνειδητή,
πνευματική καί μυστηριακή ζωή. ‘Η εξομολόγησις, η
Θ. Κοινωνία, ο εκκλησιασμός, η προσευχή, η ανάγνωσις τής ‘Αγίας Γραφής, η
ελεημοσύνη, αποτελούν ενωτικούς δεσμούς μέ τήν ’Εκκλησίαν.
ε) Σχέσις
μέ τόν ’Επίσκοπον – τήν ενορία – τόν ‘Ιερέαν. Νά
προσεύχεται ο χριστιανός διά τόν επίσκοπό του. Νά έχη σεβασμό. Νά
σέβεται τόν ‘Ιερέα τής ενορίας του. Νά καταφεύγη εις τάς δυσκόλους
στιγμάς καί νά τόν συμβουλεύεται.
Νά
βοηθά εις τό έργον τής Μητροπόλεως καί τής ενορίας του. Νά συμμετέχη
εις κάποιο από τά συμβούλια μέ χαρούμενη διάθεσιν. Νά βοηθά εις τόν
εξωραϊσμόν τού ναού εις τήν προσέλκυσιν εκκλησιαζομένων προτροπή διά
εξομολόγησιν καί άλλων εις τήν άσκησιν φιλανθρωπίας εις τήν καλήν λειτουργίαν
τών κατηχητικών εις τήν επιστροφήν τών αιρετικών εις τήν διάλυσιν συκοφαντιών
εναντίον τής ’Εκκλησίας καί του ‘Ιερέως. Νά εξυπηρετή τόν ιερέα του,
τά ιεραποστολικά πρόσωπα, ιεροκήρυκας, κατηχητάς.
’Εκκλησιαστικοποίησις, σημαίνει,
αδελφέ εν Χριστώ, νά πονάς διά τήν εκκλησίαν καί νά εργάζεσαι δία τήν εξάπλωσιν
τής βασιλείας τού Θεού εις τόν κόσμον, αφού είσαι μέλος Της.
’Εκκλησιαστικοποίησις
σημαίνει κάθε κτύπος τής καρδιάς σου, νά είναι κτύπος καί παλμός διά τόν
Χριστόν καί διά τήν ’Εκκλησίαν, εφ’ όσον είσαι μέλος Αυτής. Τά
προβλήματα καί όλη η ζωή τής ’Εκκλησίας νά είναι καί ιδικά σου.
Δέν είσαι άλλο εσύ καί άλλο η ’Εκκλησία, είσαι
μέλος καί κύτταρο πνευματικό εις αυτό τό Σώμα, τό οποίον λέγεται ’Εκκλησία
Χριστού.
Καί
ο σκοπός είναι νά παραμείνης αιωνίως μέλος τής Αυτής ’Εκκλησίας αφού από τό
Στρατευμένον τμήμα Τής θά μεταβής εις τό θριαμβεύον τοιούτον όπου θά ζής
αιωνίως ενωμένος μετά τού Θεού, τών ’Αγγέλων καί όλων τών ‘Αγίων εις μίαν
διαρκή καί αιώνιον Θέωσιν.
Αυτό
λέγεται πλήρης καί συνειδητή ’Εκκλησιαστικοποίησις, η ενσωμάτωσις μετά τής
’Εκκλησίας.
Αι «εκκλησίαι» τού αντιχρίστου
«…ει εμέ εδίωξαν καί
υμάς διώξουσιν, ει τόν λόγον μου ετήρησαν καί τόν υμέτερον τηρήσουσιν» (’Ιωάν.
ΙΕ΄, 20).
καί «εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα τού αποσπάν τούς μαθητάς οπίσω αυτών», (Πράξ. Κ΄, 30).
«αλλά καί εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ΑΝΘΕΜΑ έστω…καί άρτι πάλιν λέγω, ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρελάβατε, ΑΝΑΘΕΜΑ έστω», (Γαλ. Α΄, 8,9).
Τό όλον θέμα περί ’Εκκλησίας είναι
πολύπλευρον καί πολυδιάστατον καί δι’ αυτό παρίσταται ανάγκη νά εξετασθή όσο
τόν δυνατόν γενικώτερον ή όπως λέγεται «πιό
σφαιρικά» διά νά σχηματισθή μία γενική εικών.
’Έτσι
λοιπόν μία άλλη πτυχή τού αυτού θέματος είναι καί αι αντιεκκλησίαι τού διαβόλου, αι
οποίαι θέλουν νά εμφανισθούν ως ’Εκκλησίαι Χριστού, ενώ είναι τού αντιχρίστου,
καί νά πολεμήσουν τό απολυτρωτικόν έργον τής ’Εκκλησίας. ‘Ο πόλεμος αυτός
ήρχισε από τά βάθη τών αιώνων καί είναι τόσο παλαιός όσον καί ο άνθρωπος.
Καί
η πρώτη αντιεκκλησία ή αίρεσις εμφανίζεται μέσα εις τόν
παράδεισον όπου ο διάβολος πείθει τούς πρωτοπλάστους νά παραβούν τήν εντολήν
τού Θεού πιστεύοντες ότι τρώγωντες τόν απηγορευμένο καρπό θά εγίνοντο θεοί!!!
‘Ο
ίδιος πόλεμος όμως συνεχίζεται καί κατά τού άλλου «παραδείσου», τής ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τού ΧΡΙΣΤΟΥ, από τόν ίδιον τόν
διάβολον πάλιν καί τούς οπαδούς του οι οποίοι μέ τάς ιδικάς των «εκκλησίας»
παραπλανούν καί εκβάλλουν ψυχάς από
τόν σημερινόν παράδεισον, τήν Εκκλησίαν ή δέν τάς αφήνουν νά εισέλθουν.
Αι
«εκκλησίαι» αύται είναι αι διάφορες αιρέσεις τάς οποίας εδημιούργησαν άνθρωποι
τού διαβόλου οι οποίοι δέν ηθέλησαν νά υποταχθούν εις τήν ’Εκκλησίαν τού
Χριστού.
Τί είναι Αίρεσις καί Αιρετικοί.
Αίρεσις
είναι τό αντίθετον τής ’Αληθείας.
‘Η
’Αλήθεια είναι ο Χριστός καί η διδασκαλία Του, η οποία υπάρχει εις τήν ‘Αγίαν
Γραφήν.
‘Η
αίρεσις είναι γέννημα τού εγωϊσμού καί τής υπερηφανείας καί ο πατήρ αυτής είναι
ο διάβολος. Καί όπως ο διάβολος δέν ηθέλησεν νά υποταχθή εις τό
θέλημα τού Θεού, έτσι προσπαθεί νά παραπλανήση καί τούς ανθρώπους μέ τά ιδικά
του ψεύδη, τά οποία διαδίδουν οι οπαδοί του, οι αιρετικοί.
‘Η αίρεσις διαστρέφει τήν ’Αλήθειαν, λίγο ή πολύ, αναλόγως τής τακτικής της
‘Η αίρεσις βλασφημεί τόν Θεόν αρνουμένη τάς θείας καί αιωνίους αληθείας τής ‘Αγίας Γραφής.
‘Η αίρεσις είναι κακοδοξία, ψευδοδοξία καί ετεροδοξία. ’Εργάζεται διά τήν κατάργησιν τής ’Εκκλησίας.
Αίρεσις
είναι κάθε απόκλισις από τήν ορθήν διδασκαλίαν τής ορθοδόξου Χριστιανικής
Πίστεως.
’Εάν
η αποδοχή τής ’Ορθής Πίστεως οδηγή εις τήν ’Εκκλησίαν, η αποδοχή τής ψευδούς
πίστεως εξάγει απ’ αυτήν.
Εάν
κάποιος θελήση νά αναγάγη εις δόγμα σωτηρίας πράγμα δευτερεύον, έστω καί καλόν,
καθίσταται αυτομάτως αιρετικός. Αι περισσότεραι σύγγρονοι
προτεσταντικαί αιρέσεις απολυτοποιούν
ένα μέρος. Π.χ. οι προτεστάνται τήν ‘Αγία Γραφή, οι
πεντηκοστιανοί τήν γλωσσολαλία, οι ’Ατβεντισταί τό Σάββατο, οι Βαπτισταί τό
βάπτισμα, οι φωτισμένοι τά οράματα, άλλοι τό κήρυγμα κ.λπ., κ.λπ.
’Από
τήν πρώτην εμφάνισιν τής ’Εκκλησίας ήρχισεν ο πόλεμος κατ’ Αυτής. Δι’ αυτό ο
Χριστός είπεν: «ει τόν λόγον μου
ετήρησαν καί τόν υμέτερον τηρήσουσιν», (’Ιωάν. ΙΕ΄, 20).
‘Ο
’Απ. Παύλος μέ ’Ανάθεμα απειλεί
τούς διαστροφείς τού Ευαγγελίου, οποιοιδήποτε καί άν είναι αυτοί, γράφων: «…ει
τίς υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε καί ευαγγελισάμεθα υμίν κάν ημείς κάν
άγγελος εξ ουρανού ΑΝΑΘΕΜΑ έστω». (Γαλ. Α΄,
8-9). ‘Ο Ευαγγ. ’Ιωάννης λέγει: «’Αγαπητοί,
μή παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα, ει εκ τού Θεού
εστίν…», (Α’ ’Ιωάν. Δ΄, 1).
Μέ αυτά καί
μέ περισσότερα άλλα, οι ’Απόστολοι, προφυλάσσουν τά πιστά μέλη τής ’Εκκλησίας
από τούς οπαδούς τού διαβόλου, οι οποίοι έρχονται μέ ένδυμα προβάτου αλλά είναι «λύκοι, βαρείς μή φειδόμενοι τού ποιμνίου», (Πράξ.
Κ΄, 29).
‘Η
’Εκκλησία επολεμήθη από τόν διάβολον όστις εχρησιμοποίησεν, δι’ αυτόν τόν
πόλεμον τρείς μεγάλους εχθρούς.
Πρώτος, ήταν οι ‘Εβραίοι, οι
οποίοι εσταύρωσαν τόν Χριστόν, εδίωξαν τούς Χριστιανούς μέ οιονδήποτε τρόπον
ηδυνήθησαν, όπως καί τόν πρωτομάρτυρα Στέφανον, κ.λπ.
Δεύτερος, ήταν οι ειδωλολάτραι,
οι οποίοι, μέ τούς επί τρισήμισι αιώνας διωγμούς καί τά απάνθρωπα μαρτύρια,
έχυσαν ποταμούς αιμάτων, σφαγιάζοντες εκατομμύρια αγίους μάρτυρας τού Χριστού.
Τρίτος, ήταν καί είναι οι
διάφοροι Αιρετικοί ανά
τούς αιώνας, οι οποίοι εν πολλοίς ήσαν εφάμιλλοι τών δύο προηγουμένων καί
μάλιστα ξεπέρασαν αυτούς.
Τέτοιες
αιρέσεις καί αιρετικοί υπήρχαν πάρα πολλοί, οι κυριώτεροι εξ αυτών ήσαν:
1) Αυτοί
οι οποίοι μαζί μέ τό βάπτισμα έκαναν καί περιτομή. (Γαλάτ. ΣΤ΄, 12-14).
2) Οι Νικολαίται.
3) Αυτοί
οι οποίοι δέν εδέχοντο τόν ’Απ. Παύλον ως Απόστολον τού Χριστού.
4) ‘Ορισμένοι
εκ τών Γαλατών οι οποίοι διέστρεφον τό Ευαγγέλιον διά τούς οποίους γράφει ο
’Απ. Παύλος: «Ει μή τινές
εισίν οι ταράσσοντες υμάς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό Ευαγγέλιον τού Χριστού», (Γαλ.
Α΄, 7).
5) Οι Γνωστικοί, οι Κυαροί, οι Νοβατιανοί, οι
Μελιτιανοί, οι Δοκιτήται, οι Μανιχαίοι, οι Μαρκιωνισταί, κ.λπ.
’Αργότερον οι ’Αρειανοί οι οποίοι ηρνούντο τήν
θεότητα τού Χριστού.
Οι Μακεδονιανοί, ηρνούντο τήν
υπόστασιν καί Θεότητα τού ‘Αγίου Πνεύματος.
Οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίται, οι Μονοθεληταί.
Τόν
όγοδοον αιώνα (726 – 843) οι
Εικονομάχοι.
Τόν
ενδέκατον, 1054 η αίρεσις τού παπισμού.
Τόν
δέκατον τ΄ταρτον αιώνα οι
Βααρλαμίται επί Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, (1341 – 1341).
Τόν
δέκατον πέμπτον αιώνα 1439 οι
λατινόφρονες τής Φερράρας καί Φλωρεντίας επί Αγίου Μάρκου, τής
Εφέσου τού Ευγενικού.
Τόν
δέκατον έκτον αιώνα η αίρεσις τού Προτεσταντισμού, 1516. Σήμερον αριθμεί (300) καί πλέον «εκκλησίες».
Τέλη
τού 16ου αιώνος 1594 [1] περίπου
εμφανίζεται τό «παρακλάδι» τού
παπισμού οι αιρετικοί Ουνίται, μεγάλοι
αιρετικοί καί προβατόσχημοι λύκοι, οι οποίοι μέχρι σήμερον πολλά δεινά επέφερον
εις τήν Εκκλησίαν καί
εις τούς Ορθοδόξους λαούς, ιδιαίτερα εις τό έθνος μας.
Εις
τόν αιώνα μας όμως όλαι αι Αιρέσεις ηνώθησαν
εις μίαν, τήν Παναίρεσιν τού Αθέου
καί Αντιχρίστου Οικουμενισμού, ο οποίος είναι η ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑ ή η εκκλησία τού Διαβόλου.
Δόγμα
τού Οικουμενισμού είναι, ότι η Εκκλησία τού Χριστού δέν υπάρχει
σήμερον, αλλά θά ανασυσταηύ όταν καί άν ενωυούν όλαι αι αιρετικαί
εκκλησίαι. Αυτή η αιρεστική θεωρία λέγαται θεωρία τών κλάδων, (BRANCH – THEORY).
Οι
οικουμενισμός συνελήφθη ως ιδέα πρό δεκάδων ετών καί ήρχισε νά υλοποιείται μέ
τήν Αιρετικήν Εγκύκλιον τού
Οικουμενικού Πατριαρχείου τού 1920.
Ήρχισεν
νά εφαρμόζεται μέ τό Ληστρικόν καί Αντορθόδοξον συνέδριον τού
Αρχιμασσώνου Μελετίου Μεταξάκη τό
1923. Καί η πρώτη εφαρμογή ήτο η παράνομος εισαγωγή τού νέου παπικού Γρηγοριανού Ημερολογίου τήν
10,3,1924.
Έλαβεν
σάρκα καί οστά η παναίρεσις αύτη ιδρθυείσα τό 1948, εις τό Άμστερνταμ τής
Ολλανδίας. (Από 22 Αυγούστου – 4 Σεπτεμβρίου τού 1948).
Ιδρυταί
αυτής ήσαν: Αι περισσότεραι προτεσταντικαί αιρετικαί
εκκλησίαι καί τά περισσότερα «ορθόδοα» Πατριαρχεία καί αυτοκέφαλοι εκκλησίαι.
Σήμερον αριθμεί πάνω από (370) «εκκλησίας».
Μέλη
λοιπόν τής αντιχρίστου αυτής παναιρέσεως καί ιδρυτικά μάλιστα, είναι καί οι
λεγόμενοι ορθόδοξοι νεσημερολοίται καί όσοι συλλειτουργούν καί έχουν
εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετ΄αυτών, ή έλαωον εξ αυτών τήν «νεοημερολογίτικην διαδοχήν», οι
οποίοι πολεμούν τήν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ καί ούτω καθίστανται αυτόχρημα εκκλησιομάχοι.
Περί τού
οικουμενισμού αναφέρομεν καί εις άλλα κεφάλαια τού παρόντος. Είναι η θρησκεία ή πανθρησκεία τού αντιχρίστου
καί προετοιμάζει τόν ερχομόν του.
Άλλη αίρεσις
εις τόν αιώνα μας η οποία έχει προέλευσιν καί βάσιν προτεσταντική είναι η Νεοεικονομαχική αίρεσις, η οποία
διά τών αιρετικών αιρετικών θεωριών τής, καταργεί καί καταστρέφει εις πρώτιν κίνησίν της τό 90% τών
Ιερών Εικόνων.
Αυτή η
αίρεσις ενεφανίσθη κατά τό διάστημα (1975 – 1995) καί κατεδικάσυη καί ανθεματίυη υπό τής Γνησίας
Ορθοδόξου Εκκλησίας δί’ επισήμων Συνοδικών Εγκυκλίων, 1977, 1978, 1983, 1991,
1992, 1993 καί άλλωνπολλών.
Η
αίρεσις αύτη καταστρέφει καί πλεμά τάς εικόνασς: 1) Τής Αγίας Τριάδος, 2) τής Αναστάσεως τού Χριστού εκ τού Τάφου, 3) εικόνας μέ τέματα από τάς οράσεις προφητών, κ.λπ. Δηλαδή αρνούνται τάς Ακτίστους Ενεργείας τού Θεού, καί
εμμέσως τάς καταργούν, 4) όλας
τάς κλασσικάς, καθώς κάι άλλας πολλάς, χαρακτηρίζοντες αυτάς είδωλα, αιρετικάς, παγανισμό καί τούς
προσκυνούντας, ειδωλολάτρας καί αιρετικους, παγανιστάς, πλυθεϊστάς κ.λπ.
Μία
εκ τών θεωριών της είναι ότι: «εκτός
τής σαρκώσεως ουδεμία εικόνισις» επιτρέπεται (Μαξίμου
Αιρεσιάρχου).
Αιρέσεις
υπήρξαν εκατοντάδες, ημείς παρεθέσαμεν μόνον ωρισμένας εξ αυτών τάς κυριωτέρας.
Η
ανάγκη αντιμετωπίσεως καί καταπολεμήσεως τών αιρέσεωνέγινε αιτία αναζητήσεως
καί διαφυλάξεως τής ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ καί τής ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ήδη από
τάς αρχάς τού δευτέρου αιώνος μ.Χ.
Έτσι
διεσώθη η ελέω Θεού Γνησία ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ, διά τής ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ καί
δι’ αυτής διοχετεύεται η Γνησία
Διδασκαλία τού Χριστού, μέσω τών
Αγίων Αποστόλων καί Αγίων καί Θεοπνεύστων Πατέρων. Καί
ούτω διατηρηθείσα καί διαφυλαχθείσα αμιγής καί απαραχάρακτος ανά
τούς αιώνας έφθασεν μέχρις ημών, Χάριτι Θεού. Διότι απωλεσθείσης τής
μιάς, αυτομάτως απωλείται
καί η ετέρα κατά τήν θεόπνευστον γνώμην τών αγίων.
Άς
μή Θεομαχούν καί
Εκκλησιομαχούν ματαιοπονούντες οι αιρετικοί, διότι η Κεφαλή τής
Εκκλησίας, ο Χριστός, τήν κατέστησεν απρόβλητον, ούτως ώστε, «καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής», καί «σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν». (Πράξ.
ΚΣΤ’ 14)
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπό τού Αγ. Πνεύματος εμπνευσθείς, διά τήν Θεϊκήν δύναμιν τής ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ μάς
διδάσκει: «Πόσοι επολέμησαν
τήν Εκκλησίαν καί οι πολεμήσαντες απώλοντο. Αυτή δέ υπέρ τόν ουρανόν
αναβέβηκε. Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία, πολεμουμένη νικά,
επιβουλευομένη περιγίγνεται, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται, δέχεται τραύματα
καί ου καταπίπτει, υπό τών ελκών κλυδωνίζεται αλλ’ ου καταποντίζεται,
χειμάζεται αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει, παλαιεί αλλ’ ουχ ηττάται, πυκτεύει αλλ’
ου νικάται». (Ι. Χρυσόστομος ΕΠ Migne 52, 397 –
398).
[1] Η αρχή
εγένετο τό 1215
Πηγή : https://egoch.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου