Eγκώμιον
εις την κοίμησιν της Αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου
14/8 κατά το Ορθόδοξο ημερολόγιο προεόρτια της κοιμήσεως τής Θεοτόκου
Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπό
ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς
αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿ ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται
προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ
παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο
καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς
διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ
συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς
καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τήν πρόθεσι.
Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες
καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια
καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης
τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί
στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς
Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι
φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό
Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ.
Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ
νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί αἰώνια. Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ
τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν
πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας.
Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια
σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ
θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά
προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν
θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).
Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς ἡ
Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί μεγάλους φωστῆρες
πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ
τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος
λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ
συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν
Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί
φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας
της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε
τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά,
δέν παύει νά φυλάττη τά κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι
μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς
δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν Κύριο.
Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε
καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε
καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ᾿ ὅπου τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἄς
χαρῆ λοιπόν τό γυναικεῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ
Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο
τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας
ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.
Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα
εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής ρίζα τοῦ Ἰεσσαί,
ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος
λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου
καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός θρόνος τοῦ Παμβασιλέως,
ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ
φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ
καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό,
ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό μυστήριό
σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε
νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό καί ἀνώτερο γιά κάθε
διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα
πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό
τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ
εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα, καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον.
Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο
νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη
παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο
κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις
δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).
Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας.
Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου.
Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς μεταστάσεως. (Καί πόσα
περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς,
ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;)
Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς
προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;
«Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας
μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου,
Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν
κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν
μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες
ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού
βρίσκονται διεσπαρμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου
σου. Κι ἄν ἐσύ εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό,
γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα
πρός ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί
παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ ἐθαυματούργησες,
ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ
στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό
θελήσης;»
Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού κατέφθασε καί ἡ
δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας, σάν σύννεφα
σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν κοντά στή
νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά πολλά, τά μεγάλα
ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα της καί ἀντικρύζοντας
αὐτούς πού ζητοῦσε;
«Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο καί αὐτό θά
γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς.
Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς
οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο
μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος
οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ
κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς.
Δέν θά μελετήσει πιά ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου
παραλογισμό. Δέν θά ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ
φονεύση τό συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ
τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους,
γιατί τούς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους,
ὅπου δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά ἀντικρύσω
τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ παμφώτεινος ναός
Του». Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά
τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν προφητῶν;
«Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί φτάνεις στόν
οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος πρός τούς οὐρανούς
τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´ 12).
Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπό τήν ὁποία
ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε,
δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ. Ἔξ. γ´ 2-3).
Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια
δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς´
38).
Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου (βλ. Ψαλμ. μζ´
3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ. μζ´ 5-6) μαζί μέ
τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.
Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε
ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου
«αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´ 1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ
θειότατος.
Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε
ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ. Ἀββακ. γ´ 3).
Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό τήν ὁποία ἔλαμψε
στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10) τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς
Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ. δ´ 2).
Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου
σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί παντοῦ
προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α´ 11).
Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ
Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).
Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καί ὁ
νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστά ὅσα ἀρέσουν
στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´ 13).
Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καί
Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ.
μδ´ 2 κ. ἑξ).
Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου καί ὑψηλότατο ὄρος,
ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ.
Δαν. β´ 34, 45).
Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος νά ἀφηγηθῆ ὅσα
ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς
ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν
δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν
λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν ὑμνῳδοί τῆς θείας
μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καί ὁ
χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου καθώς σκιαγραφεῖ
τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες,
Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές καί Σεραφικές, ἀποστόλους,
μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται,
ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους
νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν
Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ.
λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός
λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός
γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα
τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι
παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι
μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς βάζω στό
μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθώς ἀναλογίζομαι
τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθώς πάει νά διηγηθῆ τό
μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια
«νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου» (Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά
θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα
μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά
λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν,
διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿ αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται
ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις,
ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ
λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα
κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.
Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ
πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ μετάστασίς σου! Πόσο
ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού
πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν
φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´ 5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης
πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς
καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της· κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν
γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε
τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν
Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός
ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν:
«Διότι νά πού ἀπό τώρα, εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48). Ἐπειδή
λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό
μένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι
τήν ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν
δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό
πατέρα μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ
ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν
παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Ἀμήν.
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Τώρα λοιπόν, ενώ έκλεισε τους αισθητούς οφθαλμούς η
Θεοτόκος, υψώνει για χάρη μας τους νοητούς, σαν λαμπρούς και μεγάλους φωστήρες
που ποτέ ως τώρα δεν βασίλεψαν, για να αγρυπνούν και να εξιλεώνουν τον Θεό υπέρ
της σωτηρίας του κόσμου. Τώρα, ενώ στα θεοκίνητα χείλη της σίγησε ο έναρθρος
λόγος, αείλαλο ανοίγει το πρεσβευτικό της στόμα υπέρ όλου του γένους. Τώρα, ενώ
συνέστειλε τις σωματικές και θεοφόρες της παλάμες, τις υψώνει άφθαρτες
προς το Δεσπότη υπέρ ολόκληρης της οικουμένης. Τώρα,
ενώ μας απέκρυψε τα ηλιοειδή και φυσικά χαρακτηριστικά της, ακτινοβολεί διά
μέσου της σκιαγραφίας της εικόνας της και την παρέχει στο λαό προς ασπασμό
ευεργετικό και σχετική προσκύνηση, είτε το θέλουν οι αιρετικοί είτε όχι. Ενώ
λοιπόν πέταξε επάνω η πάναγνη περιστερά, δεν παύει να φυλάττει τα κάτω. Ενώ
εξήλθε του σώματος, με το πνεύμα της είναι μαζί μας. Ενώ οδηγήθηκε στους
ουρανούς, εξοστρακίζει από ανάμεσα μας τους δαίμονες μεσιτεύοντας προς τον
Κύριο.
Κάποτε, μέσω της προμήτορος Εύας ο θάνατος εισήλθε
και κυρίευσε τον κόσμο· τώρα όμως συναντώντας την μακάρια θυγατέρα εκείνης
αποκρούστηκε και κατανικήθηκε από το ίδιο εκείνο μέρος απ’ όπου του είχε δοθεί
η εξουσία. Ας χαρεί λοιπόν το γυναικείο φύλο, που αντί ντροπής αποκομίζει δόξα.
Ας χαρεί και η Εύα, διότι δεν είναι πια καταραμένη, αλλά έχει να επιδείξει
απόγονο της ευλογημένο την Μαρία. Ας σκιρτήσει η κτίση ολόκληρη, καθώς αντλεί
μυστικά τα νάματα της αφθαρσίας από την παρθενική πηγή και απαλλάσσεται έτσι
από την θανατηφόρα δίψα.
Τέτοια είναι η εορτή που έχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα
είναι τα γεγονότα που υμνολογούμε. Αυτά μας χαρίζει η χριστοανθής ρίζα του
Ιεσσαί, η ιερόβλαστη ράβδος του Ααρών, ο νοητός παράδεισος του ξύλου της ζωής,
ο έμψυχος λειμώνας των παρθενικών αρωμάτων, το ανθισμένο θεογεώργητο αμπέλι του
ώριμου και ζωογόνου σταφυλιού, ο υψηλός και επηρμένος χερουβικός θρόνος του
Παμβασιλέα, ο οίκος ο γεμάτος από τη δόξα Κυρίου, το άγιο καταπέτασμα του
Χριστού, ο φωτεινότατος τόπος της ανατολής, αυτά μας χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε
σήμερα ειρηνικά και δίκαια. Λέω κοιμήθηκε, όχι όμως και πέθανε. Πέρασε από την
γη στον ουρανό, όμως δεν εγκατέλειψε την υπεράσπιση του ανθρώπινου γένους.
Με ποια λόγια λοιπόν να παραστήσουμε το μυστήριο
σου; Αδυνατούμε να το σκεφθούμε· είμαστε ασθενείς για να το εκφράσουμε· μας
πιάνει ίλιγγος να το περιγράψουμε. Διότι είναι παράξενο και υψηλό και ανώτερο
για κάθε διάνοια. Δεν σχετίζεται και δεν ταιριάζει με κάτι άλλο, όπως συμβαίνει
με τα υπόλοιπα πράγματα, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να δώσουμε πρόχειρα τις
αποδείξεις από τα γύρω μας πράγματα. Αντίθετα, από τα υπερβατικά και ανώτερα
μας κατανοούμε με ευλάβεια όσα αναφέρονται σε σένα, και σε σένα μόνη
παραδίδουμε τα υπέρ άνθρωπο. Διότι άλλαξες τη φύση κατά την άρρητη γέννηση. Που
άλλου άκουσε κανείς παρθένο να συλλαμβάνει ασπόρως! Ω θαύμα! Τη μητέρα και
λεχώνα τη βλέπουμε άφθορη παρθένο, επειδή Θεός ήταν αυτό που γέννησε. Το ίδιο
λοιπόν και στη ζωηφόρο κοίμησή σου: με το να είσαι διαφορετική από τους
υπολοίπους, μόνη εσύ κατέχεις δικαιολογημένα την αφθαρσία και των δύο (ψυχής
δηλ. και σώματος).
Ας μας αφηγηθεί όμως η Σιών τα παράδοξα εκείνης της
ημέρας. Είχε λοιπόν συμπληρωθεί το όριο της ζωής. Είχε φθάσει η ώρα του
θανάτου. Προγνώρισε σαν μητέρα Θεού η Παναγία τον καιρό της μεταστάσεως. Όταν
λοιπόν τα αισθάνθηκε αυτά και τα κατάλαβε, τι μας λέει η παράδοση πως
προσευχόταν και παρακαλούσε;
«Έφθασε η ήμερα της εξόδου μου· έφθασε ο χρόνος της
εκδημίας μου προς εσένα. Ας παρευρεθούν εδώ αυτοί που θα υπηρετήσουν στον
ενταφιασμό μου, Δέσποτα· είθε να σταθούν στο προσκέφαλό μου οι λειτουργοί που
θα τελέσουν την κηδεία μου. Και στα μεν χέρια σου να αφήσω το πνεύμα μου, στα
δε χέρια των μαθητών σου, για να το ενταφιάσουν, το άψαυστο και θεοδόχο σώμα
μου, από όπου ανέτειλες εσύ η αθανασία. Ας παρασταθούν κοντά μου να μου δώσουν
χαρά αυτοί που βρίσκονται διεσπαρμένοι στα πέρατα της γης, οι κήρυκες και
υπηρέτες του ευαγγελίου σου. Κι αν εσύ ευδόκησες να μετατεθεί ζωντανός ακόμη ο
δίκαιος Ενώχ στον ουρανό, γιατί έτσι έπρεπε, και ο Θεσβίτης Ηλίας φανερά να
ανυψωθεί με πύρινο άρμα προς άγνωστες χώρες, για να αναμένουν και οι δύο το
χρόνο της φρικτής και παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, και αν πάλι για μια
ανάγκη του Δανιήλ θαυματούργησες, ώστε μέσα σε μια στιγμή ο προφήτης Αββακούμ
να μεταφερθεί από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα και πάλι να επιστρέψει, τότε τι
σου είναι αδύνατο και μόνο αν το θελήσεις;»
Αυτά μόλις είπε η πανύμνητος, να που κατέφθασε και η
δωδεκάδα των αποστόλων, από διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, σαν σύννεφα
σπρωγμένα από τις πτέρυγες του Πνεύματος, που ήλθαν και στάθηκαν κοντά στη
νεφέλη του φωτός. Τί λέγει λοιπόν εκείνη που έχει τα θεϊκά, τα πολλά, τα μεγάλα
ονόματα, φέρνοντας, καθώς ήταν ξαπλωμένη, ένα γύρο το βλέμμα της και
αντικρίζοντας αυτούς που ζητούσε;
«Ας αγαλλιάσει η ψυχή μου για τον Κύριο και αυτό θα
γίνει για μένα ευφροσύνη και αίνεση και μεγαλείο εκ μέρους όλων των εθνών της
γης. Διότι μου συγκέντρωσε τα θεμέλια της Εκκλησίας, μου συνάθροισε τους
άρχοντες της οικουμένης, τους θαυμαστούς υπηρέτες της κηδείας μου. (Ω
μεγαλοφυές θαύμα! Ω έργο μητρικής αφοσιώσεως προς τον υιό! Ω δώρο υιικής
σχέσεως προς τη μητέρα!). Σαν άλλος ουρανός μου φάνηκε το δωμάτιο, με το να
περικλείει μέσα του τους φωστήρες του κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε η οροφή, που
έφερε κοντά μου τους θείους μύστες και Ιερουργούς. Δεν θα μελετήσει πια η συμμορία
των Ιουδαίων να πραγματοποιήσει τον εναντίον μου παραλογισμό. Δεν θα οπλίσει
πια εναντίον μου το θρασύ του χέρι, για να με φονεύσει το συνέδριο των ιερέων.
(Διότι κάποτε το είχαν σχεδιάσει και , μαζί με τον Υιό, θα φόνευαν οι
αιμοχαρείς και τη Μητέρα, αλλά απέτυχαν στο σκοπό τους, γιατί τους εμπόδισε
άνωθεν η θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σε τόπους κατοικίας απαραβίαστους, όπου
δεν μπορεί ο εχθρός να εισαγάγει τις παγίδες της κακίας· όπου θα μπορώ να
αντικρύσω την τερπνότητα του Κυρίου και να επισκεφθώ το Ναό, εγώ ο παμφώτεινος
ναός Του». Και τί είπαν τότε προς αυτήν οι μακάριοι απόστολοι με λόγια είτε
δικά τους είτε διαλεγμένα από τα στόματα των προφητών;
«Χαίρε κλίμαξ, που στηρίζεσαι στη γη και φτάνεις
στον ουρανό, μέσω της οποίας έγινε η κάθοδος σε μας και η άνοδος προς τους
ουρανούς του Κυρίου, κατά το μεγάλο πατριάρχη Ιακώβ».
Χαίρε βάτε με την τόσο παράδοξη μορφή, από την οποία
εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου σε μορφή πύρινης φλόγας και την οποία ενώ η φωτιά
έκαιγε, δεν την κατέκαιε, κατά το μεγάλο θεόπτη Μωϋσή.
Χαίρε ο θεοδέγμων πόκος, από τον όποιο στράγγισε η
ουράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τον θαυμασιώτατο Γεδεών.
Χαίρε πόλις του βασιλέως του μεγάλου, την οποία
θαυμάζουν και μεγαλύνουν οι βασιλείς μαζί με τον ασματογράφο Δαυίδ.
Χαίρε η νοητή Βηθλεέμ, ο οίκος του Εφραθά, απ’ όπου
εξήλθε ο βασιλιάς της δόξας, για να καταστεί άρχοντας στο λαό του Ισραήλ, του
οποίου «αι έξοδοι απ’ αρχής εξ ήμερων αιώνος», όπως λέει ο Μιχαίας ο θειότατος.
Χαίρε το κατάσκιο παρθενικό όρος, από το οποίο
εμφανίστηκε ο άγιος του Ισραήλ, κατά τον θεόφωνο Αββακούμ.
Χαίρε λυχνία ολόχρυση και φωτοφόρε, από την οποία
έλαμψε στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενους» το απρόσιτο φως της
Θεότητος, κατά τη ρήση του θεσπέσιου Ζαχαρία.
Χαίρε το παγκόσμιο ιλαστήριο των ανθρώπων , διά του
οποίου σε ανατολή και δύση δοξάζεται στα έθνη το όνομα του Κυρίου και παντού
προσφέρεται θυμίαμα στο όνομά Του κατά τον αγιότατο Μαλαχία.
Χαίρε νεφέλη ανάλαφρη, πάνω στην οποία κάθισε ο
Κύριος κατά τον ιεροφωνότατο Ησαΐα.
Χαῖρε η ιερά βίβλος των προσταγμάτων του Κυρίου και
ο νεοχάρακτος νόμος της Χάριτος, χάριν της οποίας μας έγιναν γνωστά όσα αρέσουν
στον Θεό, κατά τον πολυθρήνητο Ιερεμία.
Χαίρε η κλεισμένη πύλη, διά της οποίας ο Κύριος και
Θεός του Ισραήλ εισήλθε και εξήλθε κατά τον μεγάλο θεόπτη Ιεζεκιήλ .
Χαίρε το αλατόμητο από χέρι ανθρώπου και υψηλότατο
όρος, από το οποίο αποκόπηκε ο ακρογωνιαίος λίθος, κατά τον θεολογικότατο
Δανιήλ.
Και ποιος νους να χωρέσει ή ποιος λόγος να αφηγηθεί
όσα εκεί έψαλλαν, όσα είπαν, όσα μακάρισαν οι θεολόγοι; Όταν λοιπόν ιερούργησαν
ιερώς όσα ταίριαζε και επιτέλεσαν τα άγια αγίως, να που έφθασε και ο Κύριος με
τη δόξα της δυνάμεως του και όλη τη στρατιά του ουρανού. Και αόρατα μεν
λειτουργούσαν οι ασώματοι, σωματικά δε γίνονταν υμνωδοί της θείας μεγαλειότητας
οι απόστολοι. Σύμμεικτη ήταν, αδελφοί μου, η πανήγυρις και ο χορός ουράνιος
μαζί και επίγειος — κι ας μη ξενίσει ο λόγος μου καθώς σκιαγραφεί τα θεοπρεπή
γεγονότα —αποτελούμενος από Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Αρχές,
Εξουσίες, Δυνάμεις, τις Χερουβικές και Σεραφικές, αποστόλους, μάρτυρες,
δικαίους, άλλους να προτρέχουν, άλλους να προϋπαντούν, άλλους να ηγούνται,
άλλους να προηγούνται, άλλους να ακολουθούν και άλλους να παρακολουθούν, και
όλους να φωνάζουν χαρμόσυνα με ένα στόμα: «Άσατε τω Κυρίω», «αινέσατε τον
Κύριον», «ευλογημένος Κύριος επί δίκαιον όρος το άγιον αυτού» και «ανυψωθήτω ο
ουρανός εις το μετέωρον». Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ στον αιώνα τέτοιο εξόδιο,
φιλόχριστοι αδελφοί; Ποιος γνώρισε την προπομπή μιας τέτοιας κηδείας; Ποιος κατάλαβε
ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβαση, σαν κι αυτή που αξιώθηκε η Μητέρα του Κυρίου
μου; Και δεν είναι παράξενο. Γιατί ακριβώς και κανένας δεν φάνηκε ποτέ
υπέρτερος από αυτήν, που είναι μεγαλύτερη από όλους τους ανθρώπους.
Φρίττει το πνεύμα μου, ω Παρθένε, καθώς βάζω στο
μυαλό μου το μεγαλείο της μεταστάσεώς σου. Μένει έκπληκτος ο νους μου, καθώς
αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεως σου. Δένεται η γλώσσα μου, καθώς πάει να
διηγηθεί το μυστήριο της παλινζωΐας σου. Διότι ποιος είναι εκείνος που θα
μπορούσε επάξια «να κάνει γνωστούς όλους τους ύμνους σου» ή «να εξιστορήσει όλα
τα θαυμάσια σου»; Ποιος νους υψηγόρος θα ρητορεύσει, ποιά γλώσσα μεγαλόστομη θα
μιλήσει, θα έξαγγείλει και θα παραστήσει τα κατά σε, θα αποδώσει τα λόγια σου ή
θα σταθεί αντάξια των δικών σου θαυμάσιων, τελετών, πανηγύρεων, εορτών,
διηγήσεων, εγκωμίων; Γι’ αυτό και επί του παρόντος μυστηρίου η γλώσσα μας
αποδεικνύεται αδύνατη, άτονη, αποτυχημένη, αποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι
υπερέχεις, υπερβάλλεις, υπερτερείς ασυγκρίτως, σε ύψος και μέγεθος από τον
ανώτατο ουρανό· σε λαμπρότητα αγνείας, από το ηλιακό φως- σε απόκτηση
παρρησίας, από το αγγελικό αξίωμα κάθε άυλης και λογικής υπάρξεως των νοητών
και νοερών δυνάμεων.
Αλλά τι επίσημη και λαμπρή— με αγαλλίαση το λέω—η
πανήγυρίς σου! Πόσο σημειοφόρος και θαυματουργική η μετάστασή σου! Πόσο
ζωοπάροχος και αφθαρτοδώρητος ο ενταφιασμός σου, μητέρα του φωτός! Τώρα όμως
που πέρασες τα σύννεφα και ανέβηκες στον ουρανό και μπήκες στα άγια των αγίων
«εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως», αξίωσε, Θεοτόκε, να ευλογήσεις πλούσια
τα πέρατα της οικουμένης. Με τις πρεσβείες σου κάνε εύκρατους τους καιρούς-
χάριζε τη βροχή στην ώρα της· κατεύθυνε σωστά τους ανέμους· κάνε τη γη να
καρποφορεί· δώρισε την ειρήνη στην Εκκλησία· κράτυνε την Ορθοδοξία· φύλαγε την βασιλεία·
απόκρουε τις επιθέσεις των βαρβάρων σκέπαζε ολόκληρο το γένος των Χριστιανών
τέλος δε συγχώρησε και τη δική μου τόλμη. Διότι δικός σου είναι αυτός ο λόγος,
Μητέρα του Θεού, και συ προφήτευσες μελωδικά εκείνο που θα γινόταν: «Διότι να
που από τώρα, είπες, θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές» (Λουκ. α’ 48). Επειδή
λοιπόν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ψευδής ο θειος σου λόγος, δέξου κι από
μένα τον ανάξιο δούλο σου, αυτή την κατά δύναμη προσφώνηση και «δος μου πάλι
την αγαλλίαση που μου χαρίζει, η σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. 50,14). Με τη
δύναμη των πρεσβειών σου στήριξε με μαζί με το συγγενή μου και πνευματικό
πατέρα μου και με το ποίμνιο που μου έχουν εμπιστευθεί- εν Χριστώ Ιησού τω
Κυρίω ημών, στον οποίον ανήκει η δόξα και η τιμή και το κράτος μαζί με τον
παντοκράτορα Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου