Τι είναι δόγμα της Εκκλησίας, και σε
τι χρειάζεται; Σύνοδοι και
δόγματα.
χωρίς μελέτη της Αγίας Γραφής και τών πατερικών κειμένων είναι αδύνατον κάποιος να καταλάβει τί είναι η εκκλησία , τι είναι αίρεση , και τί είναι η σατανική παναίρεση του οικουμενισμού που κατέφαγε τα τελευταία 100 χρόνια τις διάφορες ορθόδοξες εκκλησίες , ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από τα δόντια του ,και να ψάξει να βρει το ΜΟΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕΛΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ !
χωρίς μελέτη της Αγίας Γραφής και τών πατερικών κειμένων είναι αδύνατον κάποιος να καταλάβει τί είναι η εκκλησία , τι είναι αίρεση , και τί είναι η σατανική παναίρεση του οικουμενισμού που κατέφαγε τα τελευταία 100 χρόνια τις διάφορες ορθόδοξες εκκλησίες , ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από τα δόντια του ,και να ψάξει να βρει το ΜΟΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕΛΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ !
Η Χριστιανική πίστη ΔΕΝ είναι
ξέφραγο αμπέλι. Δεν μπορεί ο καθένας να δηλώνει την προσωπική του γνώμη για τα
θέματα τής πίστεως, αν αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πίστη τής Εκκλησίας σε
όλους τους προηγούμενους αιώνες. Ούτε οι προσωπικές γνώμες αποτελούν δόγμα τής
Εκκλησίας.
Από την άλλη πλευρά πάλι, τα
δόγματα τής Εκκλησίας, ΔΕΝ είναι "αξιώματα" αυθαίρετα, ενός απρόσωπου
οργανισμού, αλλά ΥΠΑΡΚΤΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ενός Θεανθρώπινου οργανισμού.
Είναι ΕΜΠΕΙΡΙΑ τών αγίων τής Εκκλησίας, αποκαλυμμένη από το Άγιο Πνεύμα στις
Θεούμενες καρδιές τους. Γι' αυτό όλοι οι Θεούμενοι άγιοι τής Εκκλησίας
συμφωνούν στα δόγματα.
Όσοι από εμάς βρισκόμαστε ακόμα στο
στάδιο τής κάθαρσης, και δεν έχουμε την εμπειρία τών αγίων, οφείλουμε να
μένουμε πάντα σύμφωνοι με τα όσα μας δίδαξαν εν Αγίω Πνεύματι οι άγιοι, από την
εμπειρία τους. Γιατί η Ορθοδοξία δεν είναι "μία ακόμα θρησκεία", αλλά
Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
Οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων
απεφάνθησαν για διάφορα δογματικά και κανονικά θέματα που είχαν ανακύψει στην
εποχή τους. Τα δόγματα λέγονται όροι, διότι καθορίζουν τα όρια μεταξύ της
αλήθειας και της πλάνης και εκφράζουν την αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους
Αγίους. Η ηθική-ήθος είναι η εφαρμογή του δόγματος, είναι το βίωμα που
συνδέεται με το δόγμα και αναφέρεται στην όλη ζωή του Χριστιανού, αλλά και την ενότητα της Εκκλησίας.
Η συνοδική και ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας κατά τον Απόστολο
Παύλο και τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο
Από την εμφάνιση της η Εκκλησία παρουσιάσθηκε ως μια συγκροτημένη
Κοινότητα-Εκκλησία. Οι Απόστολοι αποτελούσαν την κορυφή της ιεραρχίας, και στη
συνέχεια καθιερώθηκαν οι Διάκονοι και οι Πρεσβύτεροι-Επίσκοποι. Όλοι είχαν
ιδιαίτερα χαρίσματα και μετείχαν της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Μετά την
κοίμηση των Αποστόλων οι Επίσκοποι κατέλαβαν τη θέση τους μέσα στην όλη
εκκλησιαστική ζωή. Εδώ θα αρκεσθώ να κάνω αναφορά στη διδασκαλία του Αποστόλου
Παύλου.
Στο προοίμιο, αλλά και στον επίλογο των επιστολών του γράφονται και τα
ονόματα των συνεργών του. Έπειτα, μνημονεύονται οι παραλήπτες που είναι τα μέλη
της Εκκλησίας, τα οποία χαρακτηρίζονται Άγιοι και έχουν την εκκλησιαστική τους
ιεραρχία. «Παύλος και Τιμόθεος, δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις εν
Χριστώ Ιησού τοις ούσιν εν Φιλίπποις συν επισκόποις και Διακόνοις»
(Φιλιππισίους Α', 1). Φαίνεται ότι στους Φιλίππους είχε διαμορφωθή ενωρίς η
εκκλησιαστική ιεραρχία, ήτοι Επίσκοποι-Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, οι οποίοι
διηύθυναν τους αγίους-μέλη της Εκκλησίας. Το ίδιο παρατηρούμε σε όλες τις επιστολές
του Αποστόλου Παύλου. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στην προς Ρωμαίους επιστολή
του, στην οποία καταγράφονται τα ονόματα των συνεργατών του και τα ονόματα των
αποδεκτών των «ασπασμών» του (Ρωμαίους ιστ', 1-23).
Το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν έχει εγκόσμια και ανθρώπινη προέλευση,
αλλά ουράνια προέλευση και έχει ως αρχέτυπο το επουράνιο πολίτευμα. «Ημών γαρ
το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν
Χριστόν» (Φιλιππισίους γ', 20). Η αναφορά του εκκλησιαστικού πολιτεύματος δεν
ευρίσκεται στη γη, αλλά στον ουρανό, όπου γίνεται η παγκόσμια συλλειτουργία της
ουράνιας Εκκλησίας, κατά το χωρίο «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α'
Κορινθίους ιε΄, 41), που λαμβάνουν δόξα από τον Χριστό. Ακόμη, το πολίτευμα της
Εκκλησίας δεν εξαντλείται σε επίγειες καταστάσεις και προσδοκίες, δεν
αναφέρεται σε εγκόσμιους σχηματισμούς, αλλά συνδέεται με τους Αγίους που είναι
οικείοι του Θεού. «Ότι δι’ αυτού έχομεν προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι
προς τον πατέρα, άρα ουν ουκέτι εστε ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των
Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β΄, 18-19). Τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν
μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της είναι συμπολίτες των Αγίων και
οικείοι του Θεού.
Η Εκκλησία δεν είναι μία ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος
Οργανισμός, το Σώμα του Χριστού. Ήδη με αυτήν τη φράση δηλώνονται τα διάφορα
χαρίσματα που ιεραρχικά λειτουργούν στον Θεανθρώπινο Οργανισμό της Εκκλησίας. Ο
Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του γράφει: «Καθάπερ γαρ εν ενί
σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, όντως οι
πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθείς αλλήλων μέλη. Έχοντες και χαρίσματα
κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα… » (Ρωμαίους ιβ', 4-8). Στην Α' προς
Κορινθίους επιστολή του καταγράφει περισσότερο αναλυτικά ότι η Εκκλησία είναι
Σώμα Χριστού και οι Χριστιανοί είναι μέλη αυτού του Σώματος. Υπάρχουν διάφορες
διαιρέσεις των χαρισμάτων, που τα χορηγεί το ένα και το αυτό Άγιον Πνεύμα,
υπάρχουν διαιρέσεις διακονιών που τις αναθέτει ο ίδιος ο Κύριος και υπάρχουν
διαιρέσεις ενεργημάτων που τις ενεργεί ο ίδιος ο Θεός (Α' Κορινθίους ιβ',
1-31). Όλα δε τα χαρίσματα πρέπει να αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας
(Α', Κορινθίους ιδ', 4-6).
Στην προς Εφεσίους επιστολή του κάνει λόγο για τα χαρίσματα των μελών
της Εκκλησίας και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, που χαρίσθηκε από τον
Θεό. «Αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς,
τους δε ποιμένας και διδασκάλους» (Εφ. δ', 11). Οι Απόστολοι, οι Προφήτες, οι
ευαγγελιστές, οι ποιμένες και διδάσκαλοι, μαζί με τους Αγίους αποτελούσαν τον
συνοδικό θεσμό και την εκκλησιαστική ιεραρχία της πρώτης Εκκλησίας. Όλοι είχαν
πνευματικά χαρίσματα, μετείχαν κατά διαφόρους βαθμούς στην άκτιστη ενέργεια του
Θεού. Δεν βλέπουμε πουθενά μια ισότητα χαρισμάτων και διακονιών.
Η εκκλησιαστική ιεραρχία αποβλέπει στην ποιμαντική των ανθρώπων για να
οδηγηθούν στην θέωση, ήτοι την μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού. Δόθηκαν οι
χαρισματικές καταστάσεις στην Εκκλησία και λειτουργούν «προς τον καταρτισμόν
των Αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. δ',
12). Δεν πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη νοοτροπία και κατάσταση, δεν
λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα στην Εκκλησία απλώς για να
συζητούν και να αποφασίζουν μεταξύ τους, αλλά για να καταρτίζονται οι Άγιοι και
να οικοδομήται το Σώμα του Χριστού.
Ο απώτερος σκοπός του συνοδικού θεσμού και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας
είναι η θέωση των πιστών. «Μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της
πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον
ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 13). Το να φθάση κανείς στην
πνευματική-ανδρική τελειότητα, στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού
δηλώνει την θέωση των πιστών Χριστιανών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική αποκτάται
η ενότητα της πίστεως και η επίγνωση του Υιού του Θεού.
Αυτή η Ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας φαίνεται εμφανέστερα στις
επιστολές του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Η ενότητα μεταξύ Επισκόπων,
Πρεσβυτέρων, διακόνων και Χριστιανών στηρίζεται σε αγιοπνευματικές και
ευχαριστιακές βάσεις.
Στην επιστολή του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους γίνεται λόγος για τον
επίσκοπο και «το αξιονόμαστον πρεσβυτέριον» που είναι «του Θεού άξιον» και το
οποίο «όντως συνήρμοσται τω Επισκόπω, ως χορδαί κιθάρα»[8]. Η ενότητα όλων των
Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, είναι εσωτερική, που συνδέεται με την ενέργεια
του Τριαδικού Θεού στο Σώμα του Χριστού και στην πραγματικότητα πρέπει να
λειτουργή ως «σύνοδος», ως συνοδοιπορία. Γράφει ο άγιος Ιγνάτιος: «Εστέ ουν και
σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι, κατά πάντα
κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»[9]. Εδώ φαίνεται ότι όσοι
αποτελούν το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι θεοφόροι, ναοφόροι,
χριστοφόροι, και κοσμούνται από τις εντολές του Χριστού.
Η ενότητα Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Χριστιανών εκφράζεται με την όλη
πνευματική ζωή. Γι’ αυτό στους Χριστιανούς της Μαγνησίας γράφει: «μηδέ
πειράσητε ευλογόντι φαίνεσθαι ιδία υμίν, αλλ’ επί το αυτό. Μία προσευχή, μία
δέησις, εις νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά τη αμώμω, ό εστίν Ιησούς
Χριστός, ον άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε Θεού, ως επί
έν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα και εις
ένα όντα και χωρήσαντα»[10].
Η όλη ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας συνδέεται με τον Τριαδικό Θεό.
Ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, οι Πρεσβύτεροι εις τύπον των Αποστόλων
και οι Διάκονοι εις τύπον και διακονίαν του Ιησού Χριστού. Τους Χριστιανούς της
Μαγνησίας ο άγιος Ιγνάτιος παρακινεί και προτρέπει: «εν ομόνοια Θεού
σπουδάζειν, προκαθημένου του Επισκόπου εις τύπον Θεού και των Πρεσβυτέρων εις
τύπον συνεδρίου των Αποστόλων και των διακόνων, των εμοί γλυκύτατων,
πεπιστευμένων διακονίαν Ιησού Χριστού». Όλοι έχουν λάβει «ομοήθειαν Θεού» [11].
Με αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να γίνεται η υποταγή αλλήλων στους ανωτέρους
τους. «Υποτάγητε τω Επισκοπώ και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα,
και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω πνεύματι. Ίνα ένωσις ή σαρκική
τε και πνευματική» [12].
Καθαρότερα αυτό εκφράζεται στην επιστολή στους Χριστιανούς των Τράλλεων
της Ασίας. «Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους Διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως
και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του Πατρός, τους δε Πρεσβυτέρους ως συνέδριον
Θεού και ως σύνδεσμον Αποστόλων. Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται»[13]. Και σε
άλλο σημείο προτρέπει: «διαμένετε εν τη ομονοία υμών και τη μετ' αλλήλων
προσευχή. Πρέπει γαρ υμίν τοις καθ' ένα εξαιρέτως και τοις Πρεσβυτέροις,
αναψύχειν τον Επίσκοπον εις τιμήν του πατρός Ιησού Χριστού και των
Αποστόλων»[14]
Το σχήμα του Αγίου Ιγνατίου είναι Πατήρ, Χριστός, Απόστολοι, και
αντιστοίχως, Επίσκοπος, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι. Όλοι δε αυτοί οι βαθμοί της
Ιερωσύνης, καθώς επίσης και η Χριστιανική ιδιότητα των λαϊκών μελών της
Εκκλησίας έχουν κοινό σημείο την εκκλησιαστική ζωή, την θεία κοινωνία κατά την
θεία ευχαριστία, την προσευχή, την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, την
ομοήθεια Θεού.
Η συνοδική διάσκεψη και διαγνώμη
Για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που παρατηρούνται στην
εκκλησιαστική ζωή συνέρχονται οι Πατέρες στις κατά τόπους Συνόδους, Τοπικές και
Οικουμενικές, και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος συζητούν και αποφασίζουν
σχετικώς.
Οι συμμετέχοντες στους συνοδικούς θεσμούς πρέπει να εκφράζουν την
εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, το πνεύμα των Πατέρων, και να γνωρίζουν τον νου
των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Ο νους τους να είναι νους Χριστού (Α'
Κορινθ. β΄, 16). Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα διασκέπτονται δεν θα απέχη
από τον τρόπο με τον οποίο προσεύχονται στον Ιερό Ναό. Η προσευχή, η βαθύτατη
αίσθηση της παρουσίας του Θεού και κοινωνίας μαζί Του, η ευπρέπεια κατά τις
συζητήσεις και ιδίως κατά τις ψηφοφορίες εκφράζει το γνήσιο συνοδικό και
ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας.
Τα κανονικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι Άγιοι Πατέρες προέρχονται
συνήθως από διαπιστώσεις που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή, δηλαδή από
το ότι υπερβαίνονται οι διακονίες που ο καθένας έχει στην Εκκλησία, από αυθαιρεσίες
στο έργο τους, αλλά και από την απώλεια της χαρισματικής καταστάσεως τους στην
Εκκλησία. Το ίδιο συμβαίνει και με τους όρους-δόγματα. Η αίρεση είναι έλλειψη
της εμπειρίας, και γι’ αυτό κυριαρχεί ο στοχασμός. Όταν κανείς μετέχη της
θεοποιού ενεργείας του Θεού, δεν μπορεί να περιπέση σε αίρεση, γιατί γνωρίζει
εκ πείρας, εκ των ενεργειών του Θεού, την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού η ακολουθεί
τους πεπειραμένους Αγίους. Η υπέρβαση των αρμοδιοτήτων των διακόνων, των
Πρεσβυτέρων, των Επισκόπων, είναι απόδειξη απώλειας της θείας Χάριτος. Η
αμαρτία των διαφόρων μελών της Εκκλησίας, δεν είναι μία ατομική πράξη και
ενέργεια, αλλά έκφραση του εσκοτισμένου νους, και γι’ αυτό με διάφορες πράξεις
πρέπει ο νους να φωτισθή για να μπορή ο άνθρωπος να συμμετάσχη στην Εκκλησία ως
πραγματικό μέλος της.
Έπειτα, κατά τις συνοδικές διασκέψεις, οι Επίσκοποι δεν μεταφέρουν
απλώς το φρόνημα του λαού, αλλά ομιλούν, φωτιζόμενοι από το Άγιον Πνεύμα, κατά
τον βαθμό της δικής τους προσωπικής πνευματικής καταστάσεως. Ο Επίσκοπος μετέχει
της Χάριτος της αρχιερωσύνης που δεν είναι μία εξωτερική προσθήκη κάποιας
ενεργείας, αλλά ειδική ενέργεια του Θεού σε εκείνον που έχει και τον ανάλογο
βαθμό πνευματικής καταστάσεως, και έτσι καθοδηγεί τον λαό του Θεού. Βέβαια,
λειτουργεί το χάρισμα της αρχιερωσύνης ανεξάρτητα από τον βαθμό της πνευματικής
του ζωής και τελούνται κανονικά τα μυστήρια, αλλά εάν ατονεί το πνευματικό
εσωτερικό χάρισμα παρατηρείται μία έλλειψη στον τρόπο καθοδήγησης των πιστών.
Αν ο λαός είναι σε μία πνευματική κατάσταση φωτισμού και Θεώσεως, μεταφέρεται η
γνώμη του στις συνοδικές διασκέψεις. Διαφορετικά, ένας εκκοσμικευμένος λόγος
του λαού δεν μπορεί να έχη θέση στις αποφάσεις των Συνόδων. Αυτός είναι ο λόγος
για τον οποίο στις Οικουμενικές Συνόδους υπήρξαν μερικές κυριαρχούσες μορφές
που καθόριζαν και τις αποφάσεις και την ορολογία.
Τα επί μέρους χαρίσματα
Μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, υπάρχουν πολλά
χαρίσματα τα οποία δίνονται από το Άγιον Πνεύμα για την οικοδομή του Σώματος
του Χριστού. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται τα χαρίσματα της θεολογίας,
της Ιερωσύνης, της διδασκαλίας, της διοικήσεως, των θαυμάτων, της Ιεραποστολής
κ. λπ.
Πέρα, όμως, από τα χαρίσματα αυτά, πρέπει να σεβόμαστε και τα λεγόμενα
πνευματικά χαρίσματα, όπως η προσευχή, η κατάνυξη, η έλλαμψη της καρδίας, ο
φωτισμός του νοός, που είναι η βάση των εκκλησιαστικών και λειτουργικών
χαρισμάτων. Γιατί χωρίς αυτά τα χαρίσματα που πρέπει να είναι κοινά σε όλα τα
μέλη της Εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν αποτελεσματική δύναμη και τα άλλα
λειτουργικά χαρίσματα.
Μια τέτοια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του Αγίου Συμεών του Νέου
Θεολόγου, επειδή στην εποχή του αμφισβητούσαν τα πνευματικά χαρίσματα της
αγιότητας, στο πρόσωπο μάλιστα του Πνευματικού Πατρός του, Συμεών τον ευλαβούς.
Σε σχετική του ομιλία αναλύει ότι είναι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος το να
ισχυρίζεται κανείς ότι δεν μπορεί κάποιος στην εποχή μας να μέθεξη του Αγίου
Πνεύματος, καθώς επίσης ότι εισάγει αίρεση στην Εκκλησία εκείνος που διαβάλλει
τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος και τις αποδίδει στον διάβολο[33].
Έχοντας υπ' όψη του τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, ότι βλασφημία του
Αγίου Πνεύματος είναι το «επιφημίζειν τας ενεργείας αυτού τω πνεύματι τω
εναντίω», γράφει ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι όταν γίνονται θαύματα
υπό του Αγίου Πνεύματος η κάποιος βλέποντας σε έναν αδελφό του κάποιο θείο
χάρισμα, όπως «κατάνυξιν η δάκρυα η ταπείνωσιν η γνώσιν θείαν η λόγον σοφίας
της άνωθεν η άλλο τι χαριζόμενον υπό θείου Πνεύματος τοις τον Θεόν αγαπώσι,
λέγει είναι τούτο από της απάτης του διαβόλου». Αλλά το ίδιο βλασφημεί το Άγιο
Πνεύμα και εκείνος που θεωρεί ότι πλανώνται από τον διάβολο εκείνοι που άγονται
ως υιοί του Θεού υπό του Αγίου Πνεύματος και πράττουν τα προστάγματα του Πατρός
αυτών[34].
Επίσης, άπιστοι και παντελώς αμύητοι των θείων μυστηρίων, είναι εκείνοι
που αποφαίνονται τολμηρώς, «σκοτιζόμενοι τους οφθαλμούς της καρδίας», ότι είναι
πλάνη δαιμόνων «καν περί ελλάμψεως θείας ακούσωσι, καν περί φωτισμού ψυχής και
νοός, καν περί θεωρίας τε και απάθειας, καν περί ταπεινώσεως και δακρύων των εξ
ενεργείας και χάριτος του Αγίου Πνεύματος εκχεομένων». Αυτό είναι «ασέβεια
μάλλον η αίρεσις». Αίρεση είναι το να παρεκκλίνη κανείς από τα υπάρχοντα
δόγματα και την ορθή πίστη. Το ίδιο αίρεση είναι και η άποψη κάποιου ότι δεν είναι
άρτιοι εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος, και
βαπτίσθηκαν σε υιούς του Θεού από αυτό και έγιναν θεοί «εν γνώσει και πείρα και
θεωρία». Αυτός «πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την
ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής
γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν»[35].
Έτσι, εκείνος που σέβεται το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της
Εκκλησίας, συγχρόνως σέβεται, εκτιμά και αναγνωρίζει όλα τα χαρίσματα που δίνει
το Άγιον Πνεύμα στα μέλη της Εκκλησίας. Διαφορετικά σέβεται μεν την εξωτερική
τυπική Συνοδικότητα, αλλά αμφισβητεί τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, και
κατ' αυτόν τον τρόπο, αφ' ενός μεν βλασφημεί το Άγιον Πνεύμα, αφ' ετέρου δε
υποπίπτει σε αίρεση.
Συνοδικός και αντισυνοδικός τρόπος ζωής
Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου του
Αγίου Όρους, σε ένα ενδιαφέρον κείμενο του με τίτλο «Η συνοδική δομή της
Εκκλησίας και η υπό των Ποιμένων συνοδική διαχείρισις των εκκλησιαστικών
πραγμάτων»[36], αναλύει διεξοδικώς, κυρίως βάσει των ιερών Κανόνων, το συνοδικό
και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Θα τονισθούν μερικά βασικά σημεία του
ενδιαφέροντος αυτού κανονικού και εκκλησιαστικού κειμένου.
Η συνοδική δομή της Εκκλησίας δεν έχει επηρεασθή απλώς από την
υπάρχουσα λειτουργία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, αλλά ερείδεται στα πρόσωπα της
Άγιας Τριάδος. Η δημιουργία του κόσμου και η αναδημιουργία του έγινε από τον
Πατέρα, δι’ Υιού, εν Πνεύματι Αγίω. Ο κδ' Αποστολικός Κανόνας ορίζει τον τρόπο
συνεργασίας του Μητροπολίτου με τον επίσκοπο, που υπάγεται σε αυτόν κατά το
πρότυπο της Άγιας Τριάδος[37].
Ο συνοδικός τρόπος ζωής της Εκκλησίας εκδηλώνεται «εις πάσαν πράξιν
κοινωνίας», αφού ολόκληρος η «Εκκλησία Θεωρείται ως μία διαρκής σύνοδος». Αυτό
γίνεται μεταξύ των Επισκόπων, μεταξύ του Μητροπολίτου και των Επισκόπων που
υπάγονται σε αυτόν, μεταξύ του Επισκόπου και του Πρεσβυτερίου, μεταξύ του
Πρεσβυτερίου και των κληρικών και λαϊκών, που απαρτίζουν την τοπική
εκκλησιαστική Κοινότητα και μεταξύ των λαϊκών. Η συνοδικώς θεωρούμενη
ιεραρχικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται και βιώνεται σε όλα τα επίπεδα της
εκκλησιαστικής ζωής[38].
Ο συνοδικός τρόπος ζωής στην Εκκλησία γίνεται μέσα στην θεολογική
έννοια της συνεργείας Θεού και ανθρώπων, αφού μέσα στην Εκκλησία ενεργεί το
Άγιον Πνεύμα[39]. Η θεολογική έννοια της συνέργειας δηλώνει την ενέργεια του
Θεού και τη συνεργεία του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν μπορεί να γίνη χωρίς την
ενέργεια του Θεού και την ελευθερία του ανθρώπου. Επομένως, η Συνοδικότητα δεν
είναι ένας κατεστημένος θεσμός, αλλά η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που
εκφράζεται πλούσια εκεί που υπάρχει ανταπόκριση εκ μέρους των ανθρώπων.
Αυτή η συνοδική δομή της Εκκλησίας εκφράζεται στις Συνόδους για την
οριοθέτηση της πίστεως και τη θέσπιση των ιερών Κανόνων, στις εκλογές και
χειροτονίες των Επισκόπων, ακόμη και στη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων
κάθε Επισκοπής[40].
Από την εκκλησιαστική ιστορία διαφαίνεται ότι όπου καταργείται ο
συνοδικός θεσμός, αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα και την αμαρτωλότητα των κληρικών
και των λαϊκών. Ο Επίσκοπος διοικεί αντισυνοδικώς, όταν χρησιμοποιή τον φόβο
και όχι την αγάπη, την πειθαρχία και όχι την υπακοή. Τον ίδιο αντισυνοδικό
τρόπο διοικήσεως μπορεί να ασκούν οι Πρεσβύτεροι στις ενορίες τους και οι
ηγούμενοι στις Μονές τους. Η Συνοδικότητα ατονεί μεταξύ των μελών της Εκκλησίας
όταν δημιουργούνται ομάδες και παρατάξεις μέσα στην Εκκλησία[41].
Ο «αντισυνοδισμός» δείχνει «εγωκεντρικήν και μη μεταμορφωθείσαν εν
Χριστώ ζωήν». Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μετάνοια για την ενεργοποίηση του
συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. «Απαιτείται μετάνοια και
κατά Θεόν αλλοίωσις του έσω ανθρώπου, δια να καταστή δυνατή η υπ' αυτού βίωσις
του μυστηρίου της Εκκλησίας εν αληθεία, ήτοι κατά τρόπον καθολικόν και
συνοδικόν. Ο αγών των γρηγορούντων και θεολογικώς βιούντων το μυστήριον της
Εκκλησίας είναι πάντοτε σαφής: Δια της μετανοίας συνοδική ζωή και διαχείρισις
των της Εκκλησίας ζητημάτων»
πηγη:oodegr.
ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ PDF
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ PDF
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου