Ο Μύθος περί ξένων επιδράσεων σε έργα τού Άγιου Νικοδήμου Αγιορείτου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
1. Γίνεται λόγος για έμμεσες επιδράσεις
στον άγιο Νικόδημο, με αναφορά στα έργα του «Εξομολογητάριον» (1794) και
«Χρηστοήθεια» (1803)[2]. Στη διάρκεια τής δουλείας κυκλοφορούσαν διάφορα
«Εξομολογητάρια» (Οδηγός Εξομολόγου και Εξομολογουμένου), Ελληνικά και Ξένα
[3]. Στα δεύτερα ανήκαν και τα μεταφρασμένα από τα ιταλικά έργα τού Paolo
Segneri «Ο Μετανοών διδασκόμενος» [4] και «Ο Πνευματικός διδασκόμενος»[5], που
θεωρήθηκαν ως πηγή τού Νικοδήμου. Αναδύεται όμως το κρίσιμο ερώτημα: Το
«Εξομολογητάριον» συνετάχθη μετά την ενασχόληση τού Νικοδήμου με τα συγγράμματα
τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου [6], άρα σε κλίμα καθαρά
ησυχαστικό-φιλοκαλικό, στο οποίο μόνιμα εκινείτο ο Άγιος. Γιατί, λοιπόν, να
καταφύγει σε παπικής προελεύσεως πηγές;
2. Γίνεται όμως λόγος και για άμεσες
επιδράσεις, σχετικά με τα έργα τού Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» (1795) [7] και
«Γυμνάσματα Πνευματικά» (1800) [8], που θεωρούνται αντιγραφή ομοτίτλων δυτικών
προτύπων. Η περί ιταλικών προτύπων εκδοχή, τα οποία μάλιστα επέλεξε ο ίδιος ο
Νικόδημος, οδήγησε σε τερατώδεις υποθέσεις στο παρελθόν. Η θέση όμως αυτή έχει
πια ξεπεραστεί. Αυτό δε οφείλεται στην οριακή παρέμβαση τού έγκριτου
ιστορικού-φιλολόγου κ. Εμμανουήλ Φραγκίσκου [9], ο οποίος εξέτασε εκτενώς το
πρόβλημα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι «η σχηματισμένη ως τώρα εικόνα για
τη σχέση τού Νικοδήμου Αγιορείτη με κείμενα τών Scupoli και Pinamonti και πέρα
από αυτό, για την επίδραση τού καθολικισμού στο έργο του, έρχεται να αλλάξει
ριζικά. Είναι φανερό, ότι η σχέση αυτή υπήρξε τελικά έμμεση [10]. Αλλά και το
επίθετο «έμμεση» έχει την εξήγησή του.
Πρώτο σημαντικό δεδομένο είναι ότι ο Άγιος
δεν γνώριζε ιταλικά. Τα δύο ιταλικά έργα μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον
«καγκελλάριο»-Γραμματέα τής Κοινότητας τής Πάτμου, Εμμανουήλ ή Μανουήλ
Ρωμανίτη, κριτικής καταγωγής, που πέθανε μετά το 1758 ή 1762. Ο Άγιος Μακάριος
(1741-1805), εκ τών πρωταγωνιστών τής Κολλυβαδικής Ομάδος και «εργοδιώκτης» τού
αγίου Νικοδήμου, βρίσκοντας ενδιαφέροντα, από πλευράς θεμάτων, τα έργα αυτά,
θεώρησε καλό να δώσει αντίγραφα τών μεταφράσεων τού Ρωμανίτη στον Νικόδημο, ως
ταλαντούχο Θεολόγο τού Κολλυβαδικού Κινήματος [11], για να εμπνευσθεί ανάλογες
συγγραφές για το Ορθόδοξο Πλήρωμα.
Ο Νικόδημος, παίρνοντας αφορμή από τις
μεταφράσεις τού Ρωμανίτη, συνέγραψε τα ομότιτλα έργα του, κατά πολύ εκτενέστερα
τών μεταφράσεων, και το σημαντικότερο προσφέροντας στη θέση εκείνων έργα
ορθόδοξα. Ό,τι προσλαμβάνει από τον Ρωμανίτη ορθοδοξοποιείται, φέροντας την
σφραγίδα τής πατερικότητας, διότι πάντα καταφεύγει σε πατερικές πηγές [12]. Το
«Εξομολογητάριον» λ.χ. στηρίζεται ιδιαίτερα στους 38 Κανόνες τού πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Δ΄ τού Νηστευτού (+595) [13] και στα 17 Επιτίμιά
του, που είχαν σωθεί σε αγιορείτικα χειρόγραφα. Το πολυσχολιαζόμενο όμως
σχολαστικό ύφος τού έργου τού Νικοδήμου δεν οφείλεται τόσο στη δυτική επίδραση,
κάτι που ήταν σύμπτωμα γενικότερα τής εποχής, όσο στο έργο τού Ιωάννου
Νηστευτού, που επηρέαζε την ορθόδοξη ποιμαντική πράξη, κυρίως δε στη διάρκεια
τής δουλείας.
3. Ας έλθουμε όμως ειδικότερα στη γλώσσα
τού Νικοδήμου. Έχουν διατυπωθεί δύο θέσεις, η μία τού π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη
[14] και η άλλη τού Καθηγητή Χρήστου Γιανναρά [15], διαμετρικά αντίθετες μεταξύ
τους. Για τον αγιορείτη Μοναχό ο Νικόδημος είναι «εξομολόγος, ούτινος το
τάλαντον σπανιώτατον», «δεινός ερμηνευτής Επιτιμίων τών ιερών Κανόνων,
πατρικώτατος κήρυξ τής μετανοίας, γλυκύς και κατανυκτικός εν τη αναπτύξει τού
περί μετανοίας, εξομολογήσεως και συγγνώμης μυστηρίου» [15]. Ο κ. Γιανναράς,
αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο Άγιος συντελεί στο «να διαρρηγνύει (πλήθος
ανθρώπων) τη σχέση του με την Εκκλησία, ύστερα από μία και μόνη έστω εμπειρία
τραυματικής εξομολογήσεως με τις προδιαγραφές τής δικανικής συναλλαγής». Ο Θεός
τού Αυγουστίνου –συνεχίζει- τού Ανσέλμου και τού Νικοδήμου, ο τρομοκράτης Θεός
τών σαδιστικών απαιτήσεων δικαιοσύνης δεν ενδιαφέρει τον άνθρωπον» [16].
Η γλώσσα τού αγίου Νικοδήμου
χαρακτηρίζεται σχολαστική και ευσεβιστική, κάτι που σε μεγάλο βαθμό είναι
αισθητό. Ο ιστορικός αναχρονισμός όμως, η αντιμετώπιση δηλαδή με σημερινά
κριτήρια θεμάτων τού παρελθόντος, δεν οδηγεί σε ορθά συμπεράσματα. Τα έργα τού
αγίου Νικοδήμου είναι και αυτά τέκνα τής εποχής τους, γλωσσικά και υφολογικά.
Δεν παύουν όμως να είναι πνευματικά και ποιμαντικά. Ο Άγιος καταφεύγει στον
Ιωάννη Νηστευτή, που έδωσε ένα νέο μέτρο στην διαδικασία τής Μετανοίας,
συντομεύοντας την διάρκεια τής αποχής από το Μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας και
τονίζοντας περισσότερο τον ασκητικό κανόνα.
Αυτό προβάλλει και ο Νικόδημος για να
βοηθήσει τους πιστούς, ώστε να μη απομακρυνθούν και αποκοπούν από το Μυστήριο.
Άλλες οι προϋποθέσεις τής χριστιανικής αρχαιότητας με τις τάξεις τών
«μετανοούντων» και «προσκλαιόντων», και άλλες εκείνες τής εποχής τού Νικοδήμου.
Προσφέρει, συνεπώς την ποιμαντική τής πατερικής παράδοσης με τα μέσα τής εποχής
του. Άλλωστε, απευθύνεται στο ευρύ λαϊκό στρώμα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την
δεκτικότητά του. Κάτι ανάλογο γίνεται και σήμερα. Η αποκρουστική για κάποιους
«περιπτωσιολογία» τού Νηστευτή και τού Νικοδήμου βοηθεί τον ελάχιστα κατηχημένο
πιστό να αντιληφθεί τις διαστάσεις και την δυναμική τής αμαρτίας. Αυτό το
αντιμετωπίζουμε ως Κληρικοί και σήμερα.
Η πνευματική δε κατάσταση τότε τού
ελληνικού λαού ήταν πολύ χαμηλή, όπως αναπτύσσει ο Άγιος στην «Χρηστοήθεια».
Δεν χάνεται όμως η πατερική προοπτική στην ποιμαντική τού Νικοδήμου. Και
συγκεκριμένα: Ο όρος «ικανοποίηση» (Satisfactio τού Ανσέλμου, +1109) [17]
απαντά συχνά στον Νικόδημο και γι’ αυτό παρασύρει σε ακρισίες. Η συστηματική
όμως μελέτη τών κειμένων του αποδεικνύει, ότι ο όρος αυτός δεν σημαίνει την
«εκδικητική διάθεση κάποιου άτεγκτου Θεού», αλλά συνδέεται με τον «Κανόνα» τού
μετανοούντος και την εκπλήρωσή του. Ο όρος «ικανοποίηση» δεν αναφέρεται σε
κάποια «σαδιστική αυθεντία», αλλά δηλώνει την «ευαρέστηση» και την «χαρά» τού
Θεού ως «ιατρού τών ψυχών και τών σωμάτων ημών» [18] για την λήψη τών πνευματικών
φαρμάκων από τον μετανοούντα. Την αποδοχή, δηλαδή, και εκτέλεση τής συνταγής
τού θεράποντος ιατρού του, τού Πνευματικού, και στην ουσία τού Θεού.
Η δυτική «Satisfactio» δηλώνει την
εκδικητική και τιμωρητική στάση τού Θεού απέναντι στον αμαρτωλό για την
τρωθείσα αξιοπρέπειά του. Στον Νικόδημο, αντίθετα, είναι η φανέρωση τής αγάπης
τού Θεού και ευαρέστησής του για τη θεραπεία τού τέκνου του. Ταυτίζεται, έτσι,
με τους όρους ευαρεστείν και ευαρέστηση, κατά το Εβρ. 11,5-6 [19]: «χωρίς τής
πίστεως (τής πλήρους δηλαδή παραδόσεως τού ανθρώπου στον Θεό) αδύνατον
ευαρεστήσαι». (Πρβλ. Ρωμ. 14, 18). Η Ικανοποίηση» δε κατά τον Νικόδημο είναι
διπλή, σωματική και πνευματική. Σωματική είναι η νηστεία, οι γονυκλισίες, η
ελεημοσύνη. Πνευματική δε η «κατανυκτική προσευχή» (η «Ευχή»).
Η σχέση, λοιπόν, τού Νικοδήμου με την
δυτική δικανική θεωρία είναι μόνο λεκτική και αυτό κατ’ ανάγκη, διότι οι όροι
αυτοί είχαν εισέλθει στο λεξιλόγιο τών Ελλήνων. Και είναι γεγονός ότι στα
κείμενά του απαντούν φράσεις, όπως «άπειρος ύβρις», «άπειρος πληρωμή», «οργή
τού Θεού». Έχουν όμως ορθόδοξο νόημα. Αν απομονωθούν, νοούνται δικανικά,
ανατρέποντας την λειτουργία τής θείας αγάπης, κατά τα Ιω. 3,16 και Ρωμ. 5,8,
την οποία όμως υπονοεί πάντοτε ο Νικόδημος. Ο Θεός τού Νικοδήμου δεν είναι άτεγκτος
κριτής, προβολή τών ηγεμόνων τής φραγκικής φεουδαρχίας, αλλά Πατέρας πλήρης
οικτιρμών και φιλανθρωπίας. Ο στόχος τού Νικοδήμου είναι να μισήσει ο άνθρωπος
και να σιχαθεί την αμαρτία, και το «μοτίβο» τής «προσβολής» τού Θεού είναι πολύ
βοηθητικό σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η χρήση, εξ άλλου, τών κανόνων τού Νηστευτού
στοχεύει στο να βοηθηθεί ο πιστός να συλλάβει την έκταση και πολυπλοκότητα τής
αμαρτίας και την βαρύτητά της ως ψυχικής ασθενείας. Ο Νηστευτής στα επιτίμιά
του είναι επιεικέστερος και λέγει ο Νικόδημος: «Σε εκανόνισα κατά τον
συγκαταβατικόν Νηστευτήν», συμπληρώνοντας όμως: «Τον οποίον εδέχθη και δέχεται
όλη κοινώς η Εκκλησία τών Ορθοδόξων». Τα επιτίμια κατά τον Νικόδημο είναι
«φάρμακα» για την θεραπεία τού πιστού. Και, όπως γράφει, οι Πνευματικοί είναι
«οι ιατροί εκείνοι και πανδοχείς, τους οποίους εκατάστησεν ο Θεός εις το
Πανδοχείον τής Εκκλησίας, δια να επιμελώνται τους ασθενείς, ήτοι τους
αμαρτωλούς εκείνους, που πληγώνονται από τους νοητούς ληστάς, δαίμονας» [20].
Το ίδιο πνεύμα διέπει και τη χρήση και τών
άλλων σχολαστικών όρων. Ο όρος «εξιλέωσις» σημαίνει ότι καλείται ο άνθρωπος να
γίνει δεκτικός τού θείου ελέους και έτσι δεκτός από τον Θεό με τον πνευματικό
του αγώνα. Το πρόβλημα, συνεπώς, βρίσκεται στον άνθρωπο και όχι στον Θεό [21].
Ο Θεός τού Νικοδήμου είναι πάντα ίλεως, συγκαταβατικός και σπλαγχνικός. Στον
δυτικό νομικισμό ο αμαρτωλός στέκεται «μόνος και ένοχος απέναντι σε έναν
αμείλικτο δικαιοκρίτη και τιμωρό Θεό, που διψάει ακόρεστα ικανοποίηση, τής
προσβεβλημένης από την ανθρώπινη αμαρτία δικαιοσύνης του» [22]. Ο Θεός εκεί
απαιτεί «την τιμωρία τού αμαρτωλού», κινούμενος από τη «σαδιστική αμετρία τού
πληγωμένου εγωϊσμού του» [23]. Τα επιτίμια, έτσι, είναι στη Δύση ποινές, το
λύτρο που «πρέπει να πληρώσει ο αμαρτωλός» [24].
Ουδεμία σχέση έχει μ’ αυτά η ποιμαντική
τού Νικοδήμου. Η γλώσσα τού Εξομολογηταρίου είναι η συνήθης γλώσσα τής εποχής,
η σημαντική της όμως είναι πατερική. Ο Νικόδημος, όπως πιστεύουμε, θέλει να
εντάξει στο ορθόδοξο πλαίσιο τις επικρατούσες στην εποχή του απόψεις, «συνδυάζοντας
τις υπάρχουσες τάσεις» [25]. Μερικά παραδείγματα: Λέγει ο Νικόδημος, ότι η
αμαρτία «βεβηλώνει» το αίμα τού Χριστού και «υβρίζει» την Χάρη Του. Αναπαράγει
όμως το Εβρ. 10,29: «Πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον Υιόν τού
Θεού καταπατήσας και το αίμα τής διαθήκης κοινόν ηγησάμενος και το πνεύμα τής
χάριτος ενυβρίσας»; Γράφοντας για την αμαρτία, ότι συγχωρείται «με την άπειρον
ικανοποίησιν» τής θυσίας τού Χριστού, αποδίδει πιστά το Τίτ. 3,5: «Ουκ εξ έργων
τών εν δικαιοσύνη, ά εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά το αυτού έλεος έσωσεν ημάς δια
λουτρού παλιγγενεσίας». (Πρβλ. Α΄ Ιω. 1,7).
Οι όροι επίσης «τιμωρία», «εχθρός τού
Θεού», «οργή τού Θεού», «ένοχος», είναι στον Νικόδημο απαλλαγμένοι από κάθε
δικανική σημασία. Το υπόβαθρό του είναι πάντα αγιογραφικό και πατερικό.
Παραπέμπει λ.χ. στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Ώσπερ τον μισθόν λήψεται, καθώς
φησίν ο Απόστολος (πρβλ. Α΄ Κορ. 3,3), κατά τον ίδιον κόπον έκαστος, ούτω
πάντως και την τιμωρίαν επί τών κατά δύναμιν πόνων ολιγωρία» [26]. Αλλά και ο
ι. Χρυσόστομος διδάσκει: «Τούτους και ημείς μάθωμεν τής φιλανθρωπίας τους
νόμους... Και γαρ ίππον, αν ίδης κατά κρημνόν φερόμενον, χαλινόν εμβάλλεις, και
αναχαιτίζεις μετά σφοδρότητος, και μαστίζεις πολλάκις, καίτοι γε τούτο κόλασίς
εστιν. Αλλ’ η κόλασις αύτη σωτηρίας μήτηρ εστί. Ούτω και επί τών αμαρτανόντων
ποίησον’ δήσον τον πλημμελήσαντα, έως αν εξιλεώση τον Θεόν, μη αφής λελυμένον,
ίνα μη πλέον δεθή τη τού Θεού οργή... Μη ωμότητος νόμιζε το τοιούτο και
απανθρωπίας, αλλά τής άκρας ημερότητος και αρίστης ιατρείας και πολλής
κηδεμονίας» [27]. Αυτή είναι η ποιμαντική θεραπευτική τής αυθεντικής
χριστιανικότητας, και αυτής τής παράδοσης είναι φορέας και ο Νικόδημος.
Δύο λόγια μόνο και για την «Χρηστοήθεια»
[28]. Αντιμετωπίσθηκε όπως το Εξομολογητάριο, με βάση τα ισχύοντα στη
σχολαστική Δύση. Και στην περίπτωση αυτή πάλι συγκρούονται οι Φιλοσοφούντες και
Μεταφυσικοί με τους εντεταγμένους στην πατερική παράδοση τής άσκησης και
κάθαρσης.
Π.χ. ο Ιησουίτης Podskalsky [29] δείχνει
τουλάχιστον έκπληξη, όταν λέγει ο Νικόδημος, ότι ο Χριστός «δεν εγέλασε ποτέ»
[30]. Ο Νικόδημος όμως άλλα εννοεί. Ο Χριστός δεν εκάγχασε, διακωμωδώντας τον
συνάνθρωπο. Γράφει ο Νικόδημος: «Εντραπήτε, αδελφοί, από την ζωήν και το
παράδειγμα, όπου μάς αφήκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, διότι αυτός εις όλην
την περίοδον τής επί γης αυτού πολιτείας δεν φαίνεται εις κανέν μέρος τών αγίων
Ευαγγελίων γεγραμμένον ότι εγέλασε». Παραπέμπει όμως εις τον Μ. Βασίλειον:
«Κατά τον Μέγαν Βασίλειον λέγοντα και ο Κύριος, τα μεν αναγκαία (=αδιάβλητα)
πάθη τής σαρκός υπομείνας φαίνεται..., γέλωτα δε μηδαμού παραδεξάμενος, όσον εκ
τής τών Ευαγγελίων ιστορίας» [31]. Συνεχίζει δε ο Νικόδημος: «Τους δε γελώντας,
εξ εναντίας, εταλάνισε και εθρήνησεν ειπών: ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι
πενθήσετε και κλαύσετε» (Λουκ. 6,25). Ο Χριστός, συμπληρώνει, μολονότι
αναμάρτητος, έκλαυσε, ενώ ημείς που είμαστε αμαρτωλοί γελάμε».
«Ει δε Χριστός, συνεχίζει, δεν εχοράτευεν,
ούτε εγέλασε ποτέ εις όλην του την ζωήν, πώς εσείς ασύνετοι δεν εντρέπεσθε να
γελάτε και να χορατεύετε;». Πάλιν όμως παραπέμπει στον Χρυσόστομο [32]. Οι
γέλωτες που καυτηριάζει ο Νικόδημος πατερικά, είναι η «ευτραπελία», οι
«χορατάδες», κ.τ.λ.[33]. Eίναι οι γέλωτες, που προέρχονται από μία μη καθαρμένη
καρδία. Προτρέπει όμως να γελά ο χριστιανός, αλλά χωρίς να ευτελίζει τον άλλο.
Γράφει: «Και τούτο δε το χαμόγελο να το κάμνετε, για να δείξετε με αυτό την
χαροποιάν διάθεσιν τής καρδίας σας και να πληρώσετε το γεγραμμένον εκείνο, ότι:
|καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει"» (Παρ. 15,14) [34].
Ο Νικόδημος θέλει να δείξει, ότι όποιος
δεν συμπεριφέρεται φυσικά και αβίαστα κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδεικνύει ότι δεν
έχει φθάσει ακόμη στο εν Χριστώ ήθος και συνεπώς καλείται να συνειδητοποιήσει
το έλλειμμά του. Η πατερικοτητα τού Νικοδήμου φαίνεται και από το ότι
καταγράφει και την πατερική ερμηνεία τών όρων «γέλως» και «γελώ», επικαλούμενος
τον Μ. Βασίλειο: «Τα ονόματα ταύτα δηλούσιν όχι τον καγχασμόν τούτον και
απαίδευτον γέλωτα, αλλά την χαράν τής ψυχής και φαιδράν διάθεσιν» [35].
Όλα αυτά όμως αποκαλύπτουν το πόσο
πρόχειρα και επιφανειακά αντιμετωπίζεται ο Άγιος Νικόδημος, ο οποίος δεν
προσφέρει ηθικολογικές εντολές, αλλά προσπαθεί να οδηγήσει στο εν Χριστώ ήθος,
που είναι ο καρπός τού ενοικούντος στον αληθινό Χριστιανό αγίου Πνεύματος (Γαλ.
5,22).
Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση"
Σεπτεμβρίου 2018. Τεύχος 266.
Αναδημοσίευση από:
http://www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου