Λόγος στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (Ἁγίου Θεοδώρου του Στουδίτη)
Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ὑπάρχουσα, καὶ τῶν Χερουβὶμ ἐνδοξοτέρα, καὶ πάσης κτίσεως τιμιωτέρα, ἡ δι' ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα, τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη, ἐν ταῖς τοῦ Υἱοῦ χερσί, σήμερον τὴν παναγίαν παρατίθεται ψυχήν, καὶ σὺν αὐτῇ πληροῦται τὰ σύμπαντα χαρᾶς, καὶ ἡμῖν δωρεῖται τὸ μέγα ἔλεος.Τώρα λοιπόν, ἐνῷ ἔκλεισε τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιὰ χάρη μας τοὺς νοητούς, σὰν λαμπροὺς καὶ μεγάλους φωστῆρες ποὺ ποτὲ ὡς τώρα δὲν βασίλεψαν, γιὰ νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ ἐξιλεώνουν τὸν Θεὸ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῷ στὰ θεοκίνητα χείλη της σίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τὸ πρεσβευτικό της στόμα ὑπὲρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῷ συνέστειλε τὶς σωματικὲς καὶ θεοφόρες της παλάμες, τὶς ὑψώνει ἄφθαρτες πρὸς τὸ Δεσπότη ὑπὲρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῷ μᾶς ἀπέκρυψε τὰ ἠλιοειδῆ καὶ φυσικὰ χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διὰ μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καὶ τὴν παρέχει στὸ λαὸ πρὸς ἀσπασμὸ εὐεργετικὸ καὶ σχετικὴ προσκύνηση, εἴτε τὸ θέλουν οἱ αἱρετικοὶ εἴτε ὄχι. Ἐνῷ λοιπὸν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνη περιστερά, δὲν παύει νὰ φυλάττει τα κάτω. Ἐνῷ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μὲ τὸ πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῷ ὁδηγήθηκε στοὺς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπὸ ἀνάμεσα μᾶς τοὺς δαίμονες μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Κύριο.
Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὖας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καὶ κυρίευσε τὸν κόσμο· τώρα ὅμως συναντῶντας τὴν μακάρια θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καὶ κατανικήθηκε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ’ ὅπου τοῦ εἶχε δοθεῖ ἡ ἐξουσία. Ἂς χαρεῖ λοιπὸν τὸ γυναικεῖο φῦλο, ποὺ ἀντὶ ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἂς χαρεῖ καὶ ἡ Εὔα, διότι δὲν εἶναι πιὰ καταραμένη, ἀλλὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀπόγονο τῆς εὐλογημένο τὴν Μαρία. Ἂς σκιρτήσει ἡ κτίση ὁλόκληρη, καθὼς ἀντλεῖ μυστικὰ τὰ νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπὸ τὴν παρθενικὴ πηγὴ καὶ ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπὸ τὴν θανατηφόρα δίψα.
Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτὴ ποὺ ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τὰ γεγονότα ποὺ ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μας χαρίζει ἡ χριστοανθὴς ρίζα του Ἰεσσαί, ἡ ἰερόβλαστη ράβδος του Ἀαρών, ὁ νοητὸς παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμῶνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, τὸ ἀνθισμένο θεογεώργητο ἀμπέλι τοῦ ὥριμου καὶ ζωογόνου σταφυλιοῦ, ὁ ὑψηλὸς καὶ ἐπηρμένος χερουβικὸς θρόνος του Παμβασιλέα, ὁ οἶκος ὁ γεμᾶτος ἀπὸ τὴ δόξα Κυρίου, τὸ ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μας χαρίζει, καθὼς κοιμήθηκε σήμερα εἰρηνικὰ καὶ δίκαια. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καὶ πέθανε. Πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, ὅμως δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ὑπεράσπιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Μὲ ποιά λόγια λοιπὸν νὰ παραστήσουμε τὸ μυστήριο σου; Ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσουμε· μᾶς πιάνει ἴλιγγος νὰ τὸ περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καὶ ὑψηλὸ καὶ ἀνώτερο γιὰ κάθε διάνοια. Δὲν σχετίζεται καὶ δὲν ταιριάζει μὲ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ δώσουμε πρόχειρα τὶς ἀποδείξεις ἀπὸ τὰ γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπὸ τὰ ὑπερβατικὰ καὶ ἀνώτερα μᾶς κατανοοῦμε μὲ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σὲ σένα, καὶ σὲ σένα μόνη παραδίδουμε τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπο. Διότι ἄλλαξες τὴ φύση κατὰ τὴν ἄρρητη γέννηση. Ποὺ ἄλλου ἄκουσε κανεὶς παρθένο νὰ συλλαμβάνει ἀσπόρως! Ω θαῦμα! Τὴ μητέρα καὶ λεχώνα τὴ βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδὴ Θεὸς ἦταν αὐτὸ ποὺ γέννησε. Τὸ ἴδιο λοιπὸν καὶ στὴ ζωηφόρο κοίμησή σου: μὲ τὸ νὰ εἶσαι διαφορετικὴ ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, μόνη ἐσὺ κατέχεις δικαιολογημένα τὴν ἀφθαρσία καὶ τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καὶ σώματος).
Ἂς μᾶς ἀφηγηθεῖ ὅμως ἡ Σιὼν τὰ παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπὸν συμπληρωθεῖ τὸ ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σὰν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τὸν καιρὸ τῆς μεταστάσεως. Ὅταν λοιπόν τα αἰσθάνθηκε αὐτὰ καὶ τὰ κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοση πὼς προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε;
«Ἔφθασε ἡ ἥμερα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρὸς ἐσένα. Ἂς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν στὸν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νὰ σταθοῦν στὸ προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοὶ ποὺ θὰ τελέσουν τὴν κηδεία μου. Καὶ στὰ μὲν χέρια σου νὰ ἀφήσω τὸ πνεῦμα μου, στὰ δὲ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, τὸ ἄψαυστο καὶ θεοδόχο σῶμα μου, ἀπὸ ὅπου ἀνέτειλες ἐσὺ ἡ ἀθανασία. Ἂς παρασταθοῦν κοντά μου νὰ μοῦ δώσουν χαρὰ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται διεσπαρμένοι στὰ πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καὶ ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἂν ἐσὺ εὐδόκησες νὰ μετατεθεῖ ζωντανὸς ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνὼχ στὸν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καὶ ὁ Θεσβίτης Ἠλίας φανερὰ νὰ ἀνυψωθεῖ μὲ πύρινο ἅρμα πρὸς ἄγνωστες χῶρες, γιὰ νὰ ἀναμένουν καὶ οἱ δύο τὸ χρόνο τῆς φρικτῆς καὶ παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καὶ ἂν πάλι γιὰ μιὰ ἀνάγκη τοῦ Δανιὴλ θαυματούργησες, ὥστε μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴ Βαβυλῶνα καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψει, τότε τὶ σοῦ εἶναι ἀδύνατο καὶ μόνο ἂν τὸ θέλησεις;»
Αὐτὰ μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νὰ ποὺ κατέφθασε καὶ ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ διαφορετικὴ κατεύθυνση ὁ καθένας, σὰν σύννεφα σπρωγμένα ἀπὸ τὶς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἦλθαν καὶ στάθηκαν κοντὰ στὴ νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπὸν ἐκείνη ποὺ ἔχει τὰ θεϊκά, τὰ πολλά, τὰ μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθὼς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γῦρο τὸ βλέμμα της καὶ ἀντικρίζοντας αὐτοὺς ποὺ ζητοῦσε;
«Ἂς ἀγαλλιάσει ἡ ψυχή μου γιὰ τὸν Κύριο καὶ αὐτὸ θὰ γίνει γιὰ μένα εὐφροσύνη καὶ αἴνεση καὶ μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τοὺς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τοὺς θαυμαστοὺς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ω μεγαλοφυὲς θαῦμα! Ω ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν υἱό! Ω δῶρο ὑιικὴς σχέσεως πρὸς τὴ μητέρα!). Σὰν ἄλλος οὐρανός μου φάνηκε τὸ δωμάτιο, μὲ τὸ νὰ περικλείει μέσα του τοὺς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναὸς Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, ποὺ ἔφερε κοντά μου τοὺς θείους μύστες καὶ Ἱερουργούς. Δὲν θὰ μελετήσει πιὰ ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νὰ πραγματοποιήσει τον ἐναντίον μου παραλογισμό. Δὲν θὰ ὁπλίσει πιὰ ἐναντίον μου τὸ θρασύ του χέρι, γιὰ νὰ μὲ φονεύσει τὸ συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τὸ εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζὶ μὲ τὸν Υἱό, θὰ φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καὶ τὴ Μητέρα, ἀλλὰ ἀπέτυχαν στὸ σκοπό τους, γιατί τοὺς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σὲ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δὲν μπορεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ εἰσαγάγει τὶς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θὰ μπορῶ νὰ ἀντικρύσω τὴν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ Ναό, ἐγὼ ὁ παμφώτεινος ναός Του». Καὶ τί εἶπαν τότε πρὸς αὐτὴν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μὲ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπὸ τὰ στόματα τῶν προφητῶν;
«Χαῖρε κλῖμαξ, ποὺ στηρίζεσαι στὴ γῆ καὶ φτάνεις στὸν οὐρανό, μέσῳ τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος σὲ μᾶς καὶ ἡ ἄνοδος πρὸς τοὺς οὐρανοὺς τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ».
Χαῖρε βάτε μὲ τὴν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σὲ μορφὴ πύρινης φλόγας καὶ τὴν ὁποία ἐνῷ ἡ φωτιὰ ἔκαιγε, δὲν τὴν κατέκαιε, κατὰ τὸ μεγάλο θεόπτη Μωϋσή.
Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπὸ τὸν ὅποιο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατὰ τὸν θαυμασιώτατο Γεδεών.
Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου, τὴν ὁποία θαυμάζουν καὶ μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀσματογράφο Δαυίδ.
Χαῖρε ἡ νοητὴ Βηθλεέμ, ὁ οἶκος του Ἐφραθά, ἀπ’ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλιᾶς τῆς δόξας, γιὰ νὰ καταστεῖ ἄρχοντας στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἥμερων αἰῶνος», ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.
Χαῖρε τὸ κατάσκιο παρθενικὸ ὅρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τὸν θεόφωνο Ἀββακούμ.
Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καὶ φωτοφόρε, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαμψε στοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθήμενους» τὸ ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατὰ τὴ ρήση τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία.
Χαῖρε τὸ παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διὰ τοῦ ὁποίου σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση δοξάζεται στὰ ἔθνη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στὸ ὄνομά Του κατὰ τὸν ἁγιότατο Μαλαχία.
Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στὴν ὁποία κάθισε ὁ Κύριος κατὰ τὸν ἱεροφωνότατο Ἠσαΐα.
Χαῖρε ἡ ἱερὰ βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καὶ ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστὰ ὅσα ἀρέσουν στὸν Θεό, κατὰ τὸν πολυθρήνητο Ἰερεμία.
Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθε κατὰ τὸν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ .
Χαῖρε τὸ ἀλατόμητο ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου καὶ ὑψηλότατο ὅρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποκόπηκε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατὰ τὸν θεολογικότατο Δανιήλ.
Καὶ ποιός νοῦς νὰ χωρέσει ἢ ποιός λόγος νὰ ἀφηγηθεῖ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα μακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπὸν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καὶ ἐπιτέλεσαν τὰ ἅγια ἁγίως, νὰ ποὺ ἔφθασε καὶ ὁ Κύριος μὲ τὴ δόξα τῆς δυνάμεως τοῦ καὶ ὅλη τὴ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἀόρατα μὲν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικὰ δὲ γίνονταν ὑμνωδοὶ τῆς θείας μεγαλειότητας οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καὶ ὁ χορὸς οὐράνιος μαζὶ καὶ ἐπίγειος , κι ἂς μὴ ξενίσει ὁ λόγος μου καθὼς σκιαγραφεῖ τὰ θεοπρεπῆ γεγονότα ἀποτελούμενος ἀπὸ Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τὶς Χερουβικὲς καὶ Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νὰ προτρέχουν, ἄλλους νὰ προϋπαντοῦν, ἄλλους νὰ ἡγοῦνται, ἄλλους νὰ προηγοῦνται, ἄλλους νὰ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλους νὰ παρακολουθοῦν, καὶ ὅλους νὰ φωνάζουν χαρμόσυνα μὲ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίω», «αἰνέσατε τὸν Κύριον», «εὐλογημένος Κύριος ἐπὶ δίκαιον ὅρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ» καὶ «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανὸς εἰς τὸ μετέωρον». Ποιός λοιπὸν ἄκουσε ποτὲ στὸν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τὴν προπομπὴ μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτὲ μέχρι τώρα τέτοια μετάβαση, σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καὶ δὲν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καὶ κανένας δὲν φάνηκε ποτὲ ὑπέρτερος ἀπὸ αὐτήν, ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Φρίττει τὸ πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθὼς βάζω στὸ μυαλό μου τὸ μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθὼς ἀναλογίζομαι τὸ θαῦμα τῆς κοιμήσεως σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθὼς πάει νὰ διηγηθεῖ τὸ μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μποροῦσε ἐπάξια «νὰ κάνει γνωστοὺς ὅλους τοὺς ὕμνους σου» ἢ «νὰ ἐξιστορήσει ὅλα τὰ θαυμάσια σου»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θὰ ρητορεύσει, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θὰ μιλήσει, θὰ ἔξαγγείλέί καὶ θὰ παραστήσει τα κατὰ σέ, θὰ ἀποδώσει τὰ λόγια σου ἢ θὰ σταθεῖ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμάσιων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σὲ ὕψος καὶ μέγεθος ἀπὸ τὸν ἀνώτατο οὐρανὸ· σὲ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπὸ τὸ ἡλιακὸ φῶς- σὲ ἀπόκτηση παρρησίας, ἀπὸ τὸ ἀγγελικὸ ἀξίωμα κάθε ἄϋλης καὶ λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν δυνάμεων.
Ἀλλὰ τί ἐπίσημη καὶ λαμπρὴ μὲ ἀγαλλίαση τὸ λέω η πανήγυρίς σου! Πόσο σημειοφόρος καὶ θαυματουργικὴ ἡ μετάστασή σου! Πόσο ζωοπάροχος καὶ ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως ποὺ πέρασες τὰ σύννεφα καὶ ἀνέβηκες στὸν οὐρανὸ καὶ μπῆκες στὰ ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως», ἀξίωσε, Θεοτόκε, νὰ εὐλογήσεις πλούσια τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μὲ τὶς πρεσβεῖες σοῦ κάνε εὔκρατους τοὺς καιρούς- χάριζε τὴ βροχὴ στὴν ὥρα της· κατεύθυνε σωστὰ τοὺς ἀνέμους· κάνε τὴ γῆ νὰ καρποφορεῖ· δώρισε τὴν εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία· κράτυνε τὴν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τὴν βασιλεία· ἀπόκρουε τὶς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων σκέπαζε ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν τέλος δὲ συγχώρησε καὶ τὴ δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ σὺ προφήτευσες μελωδικὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γινόταν: «Διότι νὰ ποὺ ἀπὸ τώρα, εἶπες, θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεὲς» (Λούκ. α’ 48). Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδειχθεῖ ψευδὴς ὁ θειος σου λόγος, δέξου κι ἀπὸ μένα τὸν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή την κατὰ δύναμη προσφώνηση καὶ «δός μου πάλι τὴν ἀγαλλίαση ποὺ μοῦ χαρίζει, ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψάλμ. 50,14). Μὲ τὴ δύναμη τῶν πρεσβειῶν σου στήριξε μὲ μαζὶ μὲ τὸ συγγενῆ μου καὶ πνευματικὸ πατέρα μου καὶ μὲ τὸ ποίμνιο ποὺ μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθεῖ- ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἡμῶν, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ τὸ κράτος μαζὶ μὲ τὸν παντοκράτορα Πατέρα καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου