ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ,ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ , ΛΟΓΟΣ. Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ
Όταν ο μεγάλος μεταξύ των Αγίων Βασίλειος έφυγε από την
παρούσα ζωή
προς το Θεό, αποτέλεσε ο θάνατός του την αφορμή για γενικό
πένθος στις
Εκκλησίες. Ζούσε τότε ακόμη η αδελφή και δασκάλα μου
(Μακρίνα) και πήγα
κοντά της για να μετάσχω μαζί της στη συμφορά του θανάτου
του αδελφού μας.
Η ψυχή μου ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή πονούσε γι’ αυτή τη
μεγάλη απώλεια·
ζητούσα κάποιον που θα έχυνε δάκρυα μαζί μου και θα σήκωνε
το ίδιο
βάρος της θλίψεως. Μόλις συναντηθήκαμε, η παρουσία της
δασκάλας μου
αναζωπύρωσε τη θλίψη μου· διότι ήδη και εκείνη υπέφερε από
θανατηφόρα
ασθένεια.
Εκείνη τότε, αφού υποχώρησε, μιμούμενη τους δασκάλους της
ιππικής τέχνης,
και παραδόθηκε μαζί μου στο πάθος της θλίψεως, στη συνέχεια
προσπάθησε
με το λόγο της να με σταματήσει· σαν χαλινάρι χρησιμοποίησε
τη σκέψη της,
για να ηρεμήσει την ταραγμένη ψυχή μου. Ανέφερε το λόγο του
Αποστόλου,
ότι δεν πρέπει να λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους· διότι
αυτό το πάθος
(της λύπης) χαρακτηρίζει μόνον όσους δεν έχουν ελπίδα (στον
Κύριο).
Εγώ τότε, επειδή η θλίψη πλάκωνε την καρδιά μου, είπα: «Πώς
είναι δυνατόν
να το πετύχουν αυτό (να μην λυπούνται) οι άνθρωποι, αφού
όλοι αισθάνονται
φυσική απέχθεια προς το θάνατο; Και δεν μπορούν ν’ αντέξουν
εύκολα στη θέα
αυτών που είναι ετοιμοθάνατοι· αλλά, και όσοι συμβαίνει να
τους πλησιάζει
ο θάνατος, τον αποφεύγουν όσο μπορούν. Ακόμη και οι
ισχύοντες νόμοι
θεωρούν το θάνατο ως τη μεγαλύτερη αδικία και την έσχατη
τιμωρία.
Με ποιό τρόπο, λοιπόν, όταν έλθει ο θάνατος, θα θεωρήσουμε
την αναχώρηση
από την παρούσα ζωή ως ένα τίποτε, έστω και για ένα ξένο
πρόσωπο; Και πολύ
περισσότερο για συγγενικό μας πρόσωπο;
Και συνέχισα: «Παρατηρούμε άλλωστε ότι όλος ο ανθρώπινος
μόχθος
αποβλέπει σ᾿ αυτό, πώς δηλαδή θα διατηρηθούμε στη ζωή. Γι᾿
αυτό το λόγο
έχουμε επινοήσει και τα σπίτια για διαμονή, για να μην
καταπονείται το σώμα
είτε από την ψύχρα είτε από τη ζέστη.
»Η γεωργία τί άλλο είναι παρά η μέριμνα για τη ζωή; Και η
φροντίδα πάλι για
τη ζωή γίνεται σίγουρα από φόβο για το θάνατο. Εξάλλου, για
ποιό λόγο
εκτιμούν οι άνθρωποι την ιατρική επιστήμη; Δεν είναι επειδή
καταπολεμεί με
τις μεθόδους της το θάνατο;
»Και για ποιό λόγο χρησιμοποιούμε τους θώρακες, τους
θυρεούς, τις κνημίδες,
τα κράνη και τα αμυντικά όπλα; Για ποιό λόγο γίνονται τα
τείχη γύρω από τις
πόλεις, οι σιδερόφρακτες πόρτες, οι ασφαλείς τάφροι και τα
παρόμοια; Για τί
άλλο γίνονται, αν όχι για το φόβο του θανάτου; Έτσι, λοιπόν,
ενώ είναι από τη
φύση του φοβερός ο θάνατος, πώς είναι εύκολο να μας πείσει
εκείνος που μας
προτρέπει να μη λυπούνται οι επιζώντες για τους
πεθαμένους;».
Και η δασκάλα απάντησε: «Γιατί σου φαίνεται ιδιαίτερα λυπηρό
αυτό καθ᾿
αυτό το γεγονός του θανάτου; Διότι δεν μπορεί η συνήθεια των
χαμηλής
νοημοσύνης ανθρώπων ν᾿ αποτελεί κριτήριο για τη στάση
απέναντι στο θάνατο».
Και εγώ είπα προς αυτήν: «Πώς δεν είναι άξιο λύπης, όταν
βλέπουμε αυτόν
που προηγουμένως ήταν ζωντανός και μιλούσε, να μένει ξαφνικά
χωρίς πνοή,
άφωνος και ακίνητος; Να σταματούν οι φυσικές του αισθήσεις;
Να μην ενεργεί
ούτε η όραση ούτε η ακοή ούτε τίποτε άλλο απ᾿ αυτά που
αντιλαμβάνονται τα
αισθητήρια;
Κι αν αγγίξεις το σώμα του με φωτιά ή με σίδερο ή αν το
κόψεις
με το ξίφος ή το ρίξεις σε σαρκοφάγα θηρία, ακόμη κι αν το
παραχώσεις
στο χώμα, απέναντι σ᾿ όλα αυτά ο νεκρός αντιδρά το ίδιο
(μένει αναίσθητος).
»Όταν, λοιπόν, παρουσιάζεται σ’ αυτά τέτοια αλλαγή, και το
αίτιο της ζωής
–ο,τιδήποτε είναι αυτό– φτάσει απότομα στην αφάνεια και την
εξαφάνιση,
όπως συμβαίνει με σβησμένο λυχνάρι που η φλόγα του, που
άναβε πριν, τώρα
ούτε στο φυτίλι δεν διατηρείται ούτε αλλού βρίσκεται, αλλά
παντελώς χάνεται,
πώς είναι δυνατόν μια τέτοια μεταβολή να μην προκαλέσει
καθόλου λύπη
σε κανέναν, που δεν έχει προφανώς και που να στηριχθεί;
»Διότι ακούσαμε να βγαίνει η ψυχή από το σώμα και βλέπουμε
να μένει το
πτώμα· δεν γνωρίζουμε αυτό που έφυγε, ούτε τί ήταν στη φύση
του ούτε πού
πήγε. Και κανένα από τα στοιχεία του κόσμου μας –ούτε η γη
ούτε ο αέρας
ούτε το νερό– δείχνει να δέχτηκε μέσα του τη δύναμη που
έφυγε από το σώμα·
αυτήν, που με την έξοδό της άφησε νεκρό το υπόλοιπο μέρος
του ανθρώπου
(το σώμα) και έτοιμο να διαλυθεί».
Ενώ έλεγα αυτά, η δασκάλα κούνησε το χέρι της και μου είπε:
«Μήπως σε τρομάζει και κυριαρχεί στη σκέψη σου ένας τέτοιος
φόβος,
ότι η ψυχή δεν ζει αιώνια, αλλά διαλύεται μαζί με το σώμα;».
Εγώ τότε, επειδή ο λογισμός ήταν βυθισμένος στο πάθος της
θλίψεως,
απάντησα με κάποια θρασύτητα, χωρίς να σκεφτώ τι λέω.
Είπα ότι οι θείες φωνές μοιάζουν σαν διαταγές που μας
αναγκάζουν να
πιστέψουμε ότι η ψυχή ζει πάντοτε· σ’ αυτή την πίστη όμως
δεν καταλήξαμε
με τη λογική. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο νους δέχεται την
άποψη αυτή
από μέσα του, επειδή φοβάται σαν δούλος· δεν συγκατατίθεται
στα λεγόμενα
με τη θέλησή του.
Γι’ αυτό το λόγο και η λύπη μας για τους νεκρούς γίνεται πιο
βαρειά, επειδή
δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, εάν εξακολουθεί να υφίσταται
ακόμη αυτή η αιτία
της ζωής (η ψυχή), και πού είναι, και πώς είναι· ούτε πάλι,
αν δεν υπάρχει
πουθενά καθόλου. Η αβεβαιότητα αυτή για την πραγματική
κατάσταση
εξισώνει τις αντιλήψεις για την κάθε άποψη (αν υπάρχει ή δεν
υπάρχει η ψυχή).
Άλλοι πιστεύουν τη μία άποψη κι άλλοι την άλλη. Και μερικοί
Έλληνες, που
έχουν μεγάλη φήμη στη φιλοσοφία, είναι που τα σκέφτηκαν και
εξέφρασαν
άποψη γι’ αυτά.
«Άφησε, μου είπε, τις ανοησίες των εχθρών (ειδωλολατρών), με
τις οποίες πολύ
πιθανά ο εφευρέτης του ψεύδους (διάβολος) επινοεί τις
απατηλές φιλοσοφίες,
για να προσβάλλει την αλήθεια. Συ πρόσεξε το εξής, ότι μια
τέτοια άποψη για
την ψυχή δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά απομάκρυνση από την
αρετή και
προσκόλληση στην ηδονή του παρόντος· σημαίνει απόρριψη της
ελπίδας για
την αιώνια ζωή, στην οποία κυριαρχεί μόνον η αρετή».
«Και πώς, απάντησα, θα έχουμε σταθερή και αμετάβλητη πίστη
ότι η ψυχή
παραμένει και μετά το θάνατο; Διότι αντιλαμβάνομαι κι εγώ ο
ίδιος ότι, εάν
δεν κυριαρχήσει μέσα μας χωρίς αμφιβολία η πίστη γι’ αυτό
(αιωνιότητα
ψυχής), τότε ο βίος των ανθρώπων χάνει το καλύτερό του στη
ζωή, την αρετή.
Διότι, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει αρετή εκεί που η ύπαρξη
περιορίζεται
«Λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε, λέει η δασκάλα, ποιό είναι
το κατάλληλο
σημείο, για ν’ αρχίσει η συνομιλία μας. Και αν θέλεις,
μπορείς να
υπερασπιστείς τα αντίθετα επιχειρήματα· διότι, παρατηρώ ότι
η σκέψη σου
προς αυτά γέρνει. Έπειτα, μετά την έκθεση των αντίθετων
επιχειρημάτων,
θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια.
Επειδή εκείνη έδωσε αυτή την εντολή, την παρακάλεσα να μην
νομίζει
ότι θεωρούσα τις αντιρρήσεις ως αληθείς· αλλά χρησιμοποιούσα
τις απόψεις
των αντιτιθεμένων σκόπιμα, για να αποδειχθεί απόλυτα στέρεο
το δόγμα
για την αθανασία της ψυχής.
«Στ’ αλήθεια, ρώτησα, όσοι δέχονται τις αντίθετες απόψεις
δεν λένε ότι το
σώμα είναι σύνθετο και διαλύεται οπωσδήποτε στα μέρη από τα
οποία
συνίσταται;
Και όταν το σώμα διαλυθεί στα συστατικά του στοιχεία, το
καθένα
πηγαίνει προς το όμοιό του σύμφωνα με τη φυσική του ροπή και
αποδίδει το
όμοιο στο όμοιο με βάση τον φυσικό προσανατολισμό του. Η
θερμότητα π.χ.
του δικού μας (σώματος) θα ενωθεί πάλι με τη θερμότητα, και
το γήϊνο στοιχείο
με τα στερεά στοιχεία· και τα υπόλοιπα στοιχεία θα ενωθούν
με τα συγγενικά
τους.
»Η ψυχή, όμως, μετά τη διάλυση, πού θα είναι; Εάν κάποιος
πει ότι είναι με τα
στοιχεία, τότε υποχρεωτικά θα έχει την ίδια σύσταση μ’ αυτά.
Διότι δεν μπορεί
να γίνει ανάμειξη δύο διαφορετικών στη φύση τους στοιχείων·
και αν γίνει
μεταξύ αυτών, τότε η ψυχή θα φανεί να έχει ποικιλία στη φύση
της, διότι θα
είναι αναμειγμένη με πολλά αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία·
και το ποικίλο δεν
είναι απλό, αλλά σύνθετο σε κάθε περίπτωση. Και κάθε σύνθετο
αναγκαστικά
διαλύεται· και η διάλυση αποτελεί τη φθορά του συνθέτου
όντος.
»Και ό,τι φθείρεται δεν είναι αθάνατο. Διαφορετικά, και το
σώμα θα ήταν
αθάνατο, εφόσον ως σύνθετο θα διαλύονταν στα στοιχεία του.
Εάν όμως
υπάρχει κάτι άλλο εκτός απ’ αυτά (τα διαλυόμενα στοιχεία),
δηλαδή η ψυχή,
πού θα τη βάλει να υπάρχει η σκέψη μας; Διότι, μέσα στα
στοιχεία, λόγω της
ανομοιότητας της φύσεώς της, δεν είναι δυνατό να υπάρχει.
Δεν υπάρχει επίσης
τίποτε άλλο στον κόσμο, στο οποίο μέσα να μπορεί να ζήσει η
ψυχή σύμφωνα
με τη φύση της. Και εκείνο που δεν υπάρχει πουθενά, δεν
υφίσταται και καθόλου.
Και η δασκάλα, ακούγοντας αυτά, αφού αναστέναξε απάντησε
ήρεμα: «Ίσως
αυτά και παρόμοια μ’ αυτά έλεγε η σύναξη των Στωϊκών και οι
Επικουρείων
στον Απόστολο (Παύλο) στην Αθήνα. Διότι ακούω
ότι ο Επίκουρος υποστήριζε αυτές τις θεωρίες,
ότι δηλαδή η φύση των όντων δημιουργήθηκε αυτόματα και
τυχαία και ότι
καμία πρόνοια δεν μεριμνά για τα πράγματα. Γι’ αυτό το λόγο,
ως συνέπεια
αυτής της θεωρίας, θεωρούσε την ανθρώπινη ζωή σαν μια φούσκα
από αέρα·
θεωρούσε το σώμα ως περιτύλιγμα κάποιου πνεύματος, για να
κρατάει καλά
ως περιέχον το πνεύμα· και όταν ο όγκος του σώματος θα
κατέρρεε,
κι αυτό που υπήρχε μέσα (περιεχόμενο) χανόταν.
»Γι’ αυτόν (τον Επίκουρο) βάση της φύσεως των όντων
αποτελούσε το
φαινόμενο· και μέτρο της κατανοήσεως όλων ήταν η αίσθηση.
Είχε κλείσει εξ
ολοκλήρου τα αισθητήρια της ψυχής και γι’ αυτό δεν μπορούσε
να δει κανένα
νοητό ή ασώματο ον· όπως αυτός που είναι κλεισμένος σ’ ένα
σπιτάκι και δεν
μπορεί να δει κανένα από τα ουράνια θαύματα, διότι τον
εμποδίζουν οι τοίχοι
και η οροφή να δει προς τα έξω. Όλα τα αισθητά που φαίνονται
είναι σαν
γήϊνοι τοίχοι, οι οποίοι εμποδίζουν τους πιο μικρόψυχους να
δουν με τον
εαυτό τους τη θεωρία των νοητών.
»Ο Επίκουρος βλέπει μόνο γη, νερό, αέρα και φωτιά. Από
μικροψυχία όμως
δεν μπορεί να δει από που προέρχεται το καθένα ή σε τί είναι
ή από ποιό
κρατιέται γύρω γύρω. Και όταν δει κάποιος ένα ρούχο,
σκέφτεται τον
υφαντουργό που το έκανε· και με το πλοίο σκέφτεται τον
ναυπηγό· με τη θέα
πάλι του οικοδομήματος, έρχεται στο νου όσων το βλέπουν το
χέρι του
οικοδόμου.
»Αλλά αυτοί, ενώ βλέπουν προς τον κόσμο, κλείνουν τα μάτια
προς Αυτόν τον
οποίο φανερώνουν τα πάντα· έτσι παρουσιάζονται αυτά τα δήθεν
σοφά και
έξυπνα δόγματα από εκείνους που διδάσκουν ότι η ψυχή
χάνεται· λένε ότι το
σώμα είναι από τα στοιχεία και τα στοιχεία από το σώμα· ότι
δεν μπορεί η ψυχή
να υπάρξει από μόνη της, εάν δεν είναι ένα από τα στοιχεία ή
μέσα σ’ αυτά.
»Διότι, εάν νομίζουν οι αντιρρησίες ότι δεν υπάρχει πουθενά
η ψυχή, εφόσον
δεν έχει την ίδια φύση με τα στοιχεία, πρέπει αυτοί πρώτα
πρώτα να δεχτούν
ότι και η ζωή του σώματος είναι άψυχη. Διότι το σώμα δεν είναι
τίποτε άλλο
παρά σύνθεση στοιχείων. Ας μη λένε, λοιπόν, ότι η ψυχή
υπάρχει μέσα στα
στοιχεία και ότι από μόνη της δίνει τη ζωή στο σύνθετο σώμα·
διότι εάν, όπως
νομίζουν, δεν είναι δυνατό μετά (τη διάλυση) να υπάρχει η
ψυχή, εφόσον
υπάρχουν μόνο τα στοιχεία, τότε οι ίδιοι αποδεικνύουν ότι η
ζωή μας είναι
νεκρή.
Εάν όμως δεν αμφιβάλλουν ότι υπάρχει τώρα η ψυχή μέσα στο
σώμα, τότε πώς
διδάσκουν την απώλειά της, ενώ το σώμα διατηρείται στα
στοιχεία; Εξάλλου,
πρέπει στη συνέχεια να τολμήσουν να πουν τα ίδια και για τη
φύση του Θεού.
Διότι πώς θα πουν ότι η νοερή, άϋλη και αιώνια Φύση εισχωρεί
στα υγρά, τα
μαλακά και τα σκληρά, για να δίνει συνοχή στα όντα, ενώ ούτε
συγγενεύει μ’
αυτά που έρχεται σε επαφή, αλλά ούτε και αδυνατεί να είναι
μέσα σ’ αυτά με
οποία διαφέρει στη φύση. Λοιπόν, ας πετάξουν έξω από το
πιστεύω τους και
το Θεό, ο οποίος κυβερνά όλα τα όντα».
«Αυτό ακριβώς, είπα εγώ, θέλω να μάθω: πώς είναι δυνατόν
αυτοί που έχουν
αντιρρήσεις να πιστέψουν χωρίς αμφιβολία ότι ο Θεός έκανε τα
πάντα;
Να πιστέψουν ότι Αυτός όλα τα κυβερνά και ότι γενικά υπάρχει
Θεός, ο οποίος
ξεπερνά τη φύση των δημιουργημάτων;».
Εκείνη απάντησε: «Είναι προτιμότερο να σιωπά κανείς σ’ αυτές
τις
αντιρρήσεις· ν’ απαξιεί ν’ απαντά σε ανόητες και ασεβείς
απόψεις, επειδή και
ο θείος λόγος δεν επιτρέπει ν’ απαντάμε στην ανοησία ενός
ανόητου·
διότι, σύμφωνα με τον Προφήτη, είναι ανόητος όποιος λέει ότι
δεν υπάρχει
Θεός.
»Επειδή, όμως, πρέπει κι σ’ αυτό να απαντήσω, θα σου πω όχι
δικό μου λόγο
ούτε κάποιου άλλου ανθρώπου· διότι θα ήταν πολύ λίγος,
όποιος κι αν ήταν.
Θα σου πω λόγο που διηγείται η δημιουργία των κτισμάτων με
τα θαύματά της·
θα σου πω για τα φαινόμενα που βλέπει το μάτι και γι’ αυτά που
ηχούν με
σοφία και καλλιτεχνία μέσα στην καρδιά. Διότι η δημιουργία
φωνάζει καθαρά
για το δημιουργό της· όπως λέει ο Προφήτης, ο ίδιος ο
ουρανός με ανείπωτες
φωνές διηγείται τη δόξα του Θεού (Ψαλμ. 18,2).
»Διότι, ποιός βλέπει την αρμονία του σύμπαντος και τα
θαύμασια φαινόμενα
του ουρανού και της γης; Ότι δηλαδή, ενώ τα στοιχεία τους
είναι από τη φύση
αντίθετα μεταξύ τους, όμως όλα συνδέονται με αδιάσπαστη
ενότητα μεταξύ
τους για τον ίδιο σκοπό; Ποιός δεν βλέπει ότι το καθένα
συνεισφέρει τη δική
του δύναμη για τη συντήρηση του σύμπαντος; Ποιός δεν βλέπει
ότι δεν
χωρίζονται οι άμικτες και ακοινώνητες ατομικές ιδιότητες του
ενός από το
άλλο; Αλλά ούτε διαλύονται το ένα μέσα στο άλλο με την
ανάμιξη αντίθετων
ιδιοτήτων; Διότι συμβαίνει, όσα η φύση τους τα οδηγεί προς
τα πάνω να
πηγαίνουν προς τα κάτω, όπως η ηλιακή θερμότητα που πέφτει
προς τα κάτω
με τις ακτίνες του ήλιου. Τα βαριά πάλι σώματα ανυψώνονται
με την
ελαφρύτητα των ατμών, όπως το νερό που αντίθετα στη φύση του
ανεβαίνει
προς τα πάνω και το σπρώχνει ο αέρας με τα σύννεφα. Η φωτιά
επίσης, που
είναι αέρας, γίνεται γήϊνο σώμα, για να μη μένει το βάθος
γης χωρίς θερμότητα.
Από την άλλη, η υγρασία που πέφτει στη γη με τις βροχές, ενώ
έχει μία φυσική
ιδιότητα, προκαλεί μυριάδες είδη διαφορετικών φυτών,
προσφέροντας στο
καθένα την κατάλληλη συνθήκη αναπτύξεως. Βλέπει ακόμη κανείς
την
ταχύτατη περιστροφή του πόλου και την αντίστροφη κίνηση μέσα
στους
αστρικούς κύκλους, τις εκλείψεις, τις συνδρομές και τις
αρμονικές αποστάσεις
των αστέρων.
»Αυτός που τα βλέπει αυτά με το νοερό οφθαλμό της ψυχής του,
άραγε δεν
μαθαίνει ξεκάθαρα από τα φαινόμενα, ότι υπάρχει κάποια θεία
δύναμη,
δημιουργική και σοφή, που φανερώνεται στα όντα; Μια δύναμη
που διαπερνά
όλα τα μέρη ώστε να συναπαρτίζουν το όλο, και συμπληρώνει το
όλο με τα
μέρη; Δεν μαθαίνει ότι μια δύναμη τα συγκρατεί όλα; Ότι όλα
μένουν στον
εαυτό τους και κινούνται γύρω του· δεν σταματούν ποτέ την
κίνηση και δεν
αλλάζουν τόπο πέρα απ’ αυτόν που βρίσκονται;».
«Και πώς, ρώτησα, η πίστη στο Θεό αποδεικνύει ταυτόχρονα και
την ύπαρξη
της ανθρώπινης ψυχής; Διότι η ψυχή δεν είναι κάτι το ίδιο με
το Θεό ώστε,
εάν ομολογηθεί ότι υπάρχει το ένα, να παραδεχτούμε
οπωσδήποτε ότι υπάρχει
και το άλλο».
Εκείνη τότε μου απάντησε: «Λένε οι σοφοί ότι ο άνθρωπος
είναι ένας
μικρόκοσμος καθώς περιέχει μέσα του στοιχεία από τα οποία
αποτελούνται τα
όντα. Αν ο λόγος αυτός, όπως φαίνεται, είναι αληθινός, τότε
δεν θα
χρειαζόμασταν καμμιά επιπλέον απόδειξη για να βεβαιώσουμε
αυτό που
πιστεύουμε για την ψυχή.
»Πιστεύουμε ότι η ψυχή υπάρχει καθ’ εαυτή με φύση ιδιαίτερη
και
διαφορετική από την παχύτητα του σώματος. Διότι, όπως
αντιλαμβανόμαστε
όλο τον κόσμο με τις αισθήσεις, με την ίδια
την ενέργεια των αισθητηρίων οδηγούμαστε στη γνώση της
υπεραισθητής
και νοητής πραγματικότητας· τότε γίνεται το μάτι μας
ερμηνευτής της παντοδύναμης σοφίας (του Θεού), την οποία
θεωρούμε στο
κάθε ον και η οποία μας φανερώνει Εκείνον που συγκρατεί το
σύμπαν.
Με τον ίδιο τρόπο κι εμείς, βλέποντας τον εσωτερικό μας
κόσμο,
δεν έχουμε και λίγες αφορμές να στοχαστούμε μέσα από τα
φαινόμενα
αυτό που κρύβεται από πίσω. Και κρύβεται εκείνο το οποίο,
όντας από τον
εαυτό του νοητό και αόρατο, ξεφεύγει από την κατανόηση των
αισθήσεων».
Είπα κι εγώ: «Σίγουρα είναι δυνατόν να δεχθούμε με το
συλλογισμό τη σοφία
που ξεπερνά κάθε ον, με τη θεωρία των σοφών και
καλλιτεχνικών ιδιοτήτων
που υπάρχουν στη φύση των όντων και αποτελεί την αρμονική
διακόσμησή
τους. Ποιά όμως γνώση της ψυχής είναι δυνατόν να προέλθει
από τις σωματικές
ιδιότητες σ’ αυτούς που ψάχνουν να βρουν τι κρύβεται πίσω
από τα φαινόμενα;».
«Βέβαια, λέει η παρθένα, για εκείνους που, σύμφωνα με το
σοφό παράγγελμα,
επιθυμούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους, η ίδια η ψυχή γίνεται
δασκάλα για
τα ζητήματα της ψυχής· διότι, ενώ είναι άϋλη και ασώματη,
ενεργεί και κινείται ανάλογα στη φύση της
και με τα όργανα του σώματος μαρτυρεί τις κινήσεις της.
»Η κατασκευή αυτή των οργάνων του σώματος διατηρείται το ίδιο
και σ’ αυτούς που έχουν ήδη πεθάνει· μένει όμως ακίνητη και
ανενέργητη,
διότι δεν υπάρχει μέσα της η δύναμη της ψυχής. Τότε μόνον
κινείται, όταν
υπάρχουν οι αισθήσεις στα σωματικά όργανα και μέσω των
αισθήσεων
διαπερνά η νοητική δύναμη (της ψυχής) με την ορμή της και
κινεί τις
σωματικές αισθήσεις εκεί που θέλει».
«Τί, λοιπόν, είναι η ψυχή; ρώτησα. Είναι δυνατόν με κάποια
λόγια να
περιγραφεί η φύση της, ώστε να μπορούμε με τον λεκτικό
ορισμό ν’
αντιληφθούμε τί είναι;».
Και η δασκάλα απάντησε: «Προσπάθησαν πολλοί, με διαφορετικό
τρόπο ο
καθένας, σύμφωνα με την αντίληψη τους, να ορίσουν τον ορισμό
της· ο δικός
μας ορισμός γι’ αυτήν είναι ο εξής: Η ψυχή είναι κτιστή
ουσία, ζώσα, νοερή
που μεταδίδει από μόνη της στα όργανα και τις αισθήσεις του
σώματος δύναμη
ζωής και αντίληψη των αισθητών, έως εκεί που φτάνει η
συνεκτική φύση τους».
Και ενώ έλεγε αυτά, δείχνει με το χέρι το γιατρό που καθόταν
δίπλα της για τη
τη θεραπεία του σώματός της και είπε: «Η απόδειξη των όσων λέμε
είναι
μπροστά μας. Πές μου, πώς αυτός (ο γιατρός) ακουμπώντας με
τα δάχτυλα την
αρτηρία, ακούει κατά κάποιο τρόπο με την αίσθηση της αφής
τον οργανισμό να του φωνάζει και να του διηγείται τις
ασθένειές του;
Να διηγείται δηλαδή ότι η αρρώστια βρίσκεται σε έξαρση στο
σώμα και
ξεκίνησε από το τάδε σπλάγχνο και για τόσο καιρό θα
παραταθεί η κρίση του
πυρετού;
»Εξίσου μ’ αυτά ο γιατρός διδάσκεται και από το μάτι,
παρατηρώντας από τη
μια το σχήμα της κατακλίσεώς του κι από την άλλη την
αδυναμία του σώματος.
Παρατηρεί την εσωτερική κατάσταση του σώματος, το είδος του
χρώματός του,
αν αν είναι ωχρό ή πρασινωπό, και το βλέμμα των οφθαλμών,
που αυτόματα
φανερώνει τη λύπη και τον πόνο.
Αλλά και η ακοή διδάσκει το γιατρό για παρόμοια πράγματα·
κάνει
διάγνωση της νόσου με την πυκνότητα της αναπνοής και με το
στεναγμό που
βγαίνει ταυτόχρονα μ’ αυτήν. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι
ούτε η όσφρηση του
επιστήμονα μένει αχρησιμοποίητη στη διάγνωση της ασθένειας·
με την
ποιότητα της αναπνοής βρίσκει την αρρώστεια που κρύβεται στα
σπλάγχνα
του σώματος.
»Άρα, λοιπόν, αν δεν ήταν παρούσα σε κάθε αισθητήριο μια
δύναμη νοητική,
τί θα μπορούσε να μας διδάξει από μόνο του το χέρι, αφού δεν
θα καθοδηγούσε
η νόηση την αφή στη γνώση του υποκειμένου; Σε τί, επίσης, θα
συνέβαλε στη
γνώση του ζητουμένου η ακοή, εφόσον ήταν ξέχωρα από τη
νόηση, ή το μάτι
ή η μύτη ή κάποια άλλη αίσθηση, εάν η καθεμιά ενεργούσε από
μόνη της;
Αλλά, το πιο αληθινό είναι εκείνο το οποίο αναφέρουν ότι
είπε κάποιος από
τους μορφωμένους της κοσμικής (έξω, θύραθεν) παιδείας· ότι,
δηλαδή, ο νους
είναι εκείνος που βλέπει και ακούει.
»Και εάν κανείς δεν δεχόταν ότι αυτό είναι αλήθεια, πές μου,
πώς εσύ,
βλέποντας τον ήλιο, όπως σου έμαθε να τον βλέπεις ο δάσκαλός
σου, θα έλεγες
ότι αυτός στο μέγεθος της περιφέρειάς του δεν είναι τόσο
μεγάλος όσο
νομίζουν οι πολλοί, αλλά ξεπερνά σε πολλαπλάσιο αριθμό το
μέγεθος όλης
της γης; Δεν ισχυρίζεσαι με αυτοπεποίθηση ότι έτσι είναι τα
πράγματα, διότι
μελέτησες με τη νόηση τα φαινομένα, την οποιαδήποτε κίνηση,
τα χρονικά και
τοπικά διαστήματα και τις αιτίες των εκλείψεων;
»Και όταν βλέπεις την έλλειψη ή το γέμισμα της σελήνης,
διδάσκεσαι άλλες
αλήθειες από τα φαινόμενα του σχήματος της σελήνης· ότι στη
φύση της είναι
είναι αφεγγής (ετερόφωτη) και περιφέρεται γύρω από τη γη·
λάμπει με το φως
που δέχεται από τις ακτίνες του ήλιου –όπως συμβαίνει με
τους καθρέφτες που
δέχονται πάνω τους τον ήλιο και δεν εκπέμπουν δικό τους φως,
αλλ’ αντανακλούν προς τα πίσω το ηλιακό φως εξαιτίας τη
λείας και στιλπνής
επιφάνειάς τους. Αυτοί όμως που βλέπουν τα πράγματα χωρίς να
τα εξετάσουν
καλά, πιστεύουν ότι το φως προέρχεται από την ίδια τη
σελήνη.
»Αποδεικνύεται βέβαια ότι η σελήνη δεν έχει δικό της φως από
το ότι, όταν
βρίσκεται εκ διαμέτρου αντίθετα στον ήλιο, φωτίζεται σ’ όλο
της τον κύκλο
που βλέπουμε εμείς· επειδή όμως το διάστημα που περιφέρεται
είναι μικρότερο,
κάνει πιο γρήγορα τον κύκλο του εαυτού της, προτού ο ήλιος
κάνει το δικό του
»Γι’ αυτό συμβαίνει να μην είναι γεμάτη πάντα με φως η
σελήνη· διότι η θέση
της δεν διατηρείται συνεχώς απέναντι στον ήλιο λόγω της
ταχείας περιστροφής
της. Ενώ ο ήλιος κάνει πολύ χρόνο να περιστραφεί γύρω από
τον εαυτό του, η
σελήνη κάνει πολύ λίγο και περιστρέφεται πολλές φορές. Έτσι,
όπως η θέση
ακριβώς απέναντι από τον ήλιο, κάνει να φωτίζεται από τις
ακτίνες του όλο το
μέρος της σελήνης που βλέπουμε εμείς, έτσι και όταν
βρίσκεται στα πλάγια
του ήλιου, τότε το ημισφαίριο της σελήνης που βρίσκεται
απέναντι από τον
ήλιο δέχεται τις ακτίνες του, ενώ το στραμμένο σε μας
αναγκαστικά
βρίσκεται στη σκιά· η λαμπρότητα αφαιρείται από το μέρος
εκείνο της
σελήνης που δεν μπορεί να βλέπει προς τον ήλιο καί δίνεται
σ’εκείνο το μέρος
που είναι πάντα απέναντι από τον ήλιο· έως ότου η σελήνη
περάσει κατευθείαν
απέναντι στον ήλιο και δεχθεί τις ακτίνες του στο νότιο
μέρος της, οπότε
φωτίζεται το πάνω απ’ αυτό ημισφαίριο και γίνεται αόρατο το
δικό μας, διότι
από τη φύση του το δεύτερο είναι χωρίς φως. Το φαινόμενο
αυτό λέγεται
ολική μείωση του σώματος της σελήνης.
Εάν πάλι περάσει τον ήλιο στη
διαδρομή της κινήσεώς της και δεχθεί πλάγια τις ακτίνες του,
τότε αυτό που
πριν λίγο ήταν αφώτιστο αρχίζει να λάμπει, διότι οι ακτίνες
πέφτουν από το
φωτισμένο στο πρώην αφώτιστο μέρος της.
»Βλέπεις πόσα πράγματα σου διδάσκει η όραση; Μόνη της δεν θα
σου
πρόσφερε τη γνώση όλων αυτών, εάν δεν υπήρχε κάτι που βλέπει
με τα μάτια·
αυτό χρησιμοποιεί τα δεδομένα των αισθήσεων σαν κάποιο οδηγό
ώστε να
να εισέλθει μ’ αυτά που βλέπει σ’ αυτά που δεν βλέπει.
Πρέπει ακόμη να
προσθέσουμε τις γεωμετρικές μεθόδους, οι οποίες με τα
φαινομενικά σχήματα
μας οδηγούν στα υπεραισθητά· και πέρα απ’ αυτές μύρια άλλα,
τα οποία αποδεικνύουν ότι με τις σωματικές μας ενέργειες
κατανοούμε
την κρυφή μέσα μας νοερή ουσία».
«Τί, είπα εγώ, εάν όπως είναι κοινό στοιχείο στη φύση των
αισθητών η ύλη
αλλά και η διαφορά της ύλης σε κάθε είδος είναι μεγάλη
εξαιτίας της
ιδιαιτερότητας των χαρακτηριστικών του και η κίνησή τους
παρουσιάζει
αντιθέσεις, διότι άλλο πάει προς τα πάνω, άλλο πάλι πάει
προς τα κάτω και το
είδος τους δεν είναι το ίδιο και η ποιότητά τους
διαφορετική, θα μπορούσε να
πει κάποιος ότι η δύναμή τους είναι συσσωματωμένη σύμφωνα με
το λόγο τους
και ενεργεί τις νοητικές αυτές φαντασίες και κινήσεις από τη
φυσική ιδιότητα
και δύναμη των στοιχείων;
»Παραδείγματα τέτοια βλέπουμε πολλά να κάνουν οι μηχανικοί,
οι οποίοι με
τη τεχνική τους κάνουν την ύλη να μιμείται τη φύση. Δεν
δείχνει την
ομοιότητα μόνο στο σχήμα αλλά και σε άλλα· διότι και
κινείται
και παράγει κάποιο φθόγγο, ο οποίος ηχεί στο φωνητικό μέρος
του μηχανήματος και πουθενά στα γινόμενα δεν φανταζόμαστε
κάποια
νοητική δύναμη που στο καθένα να δημιουργεί το σχήμα, το
είδος,
τον ήχο και την κίνηση.
»Κι αν αυτά λέμε ότι συμβαίνουν στα μηχανικά όργανα της
φύσεώς μας,
χωρίς να υπάρχει καμιά νοητική ουσία που να είναι
συνυφασμένη με τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της· αλλά με το να υπάρχει στη φύση
των στοιχείων
μας κάποια δύναμη που δίνει κίνηση, και αποτέλεσμα της
ενέργειάς της είναι
τίποτε άλλο παρά μια κίνηση ορμητική που ενεργεί για να
γνωρίσει
τα πράγματα που ερευνά· με αυτό τί θα αποδεικνύονταν
περισσότερο, ότι η
νοητή εκείνη και ασώματη ουσία της ψυχής υπάρχει αφ’ εαυτού
της
ή ότι δεν υπάρχει καθόλου;».
Εκείνη είπε: «Το παράδειγμά σου ταιριάζει με τα επιχειρήματά
σου, αλλά
όλη η επιχειρηματολογία της αντιρρήσεως στα δικά που
παρουσιάζεται, θ’
αποτελέσει μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών μας».
«Πώς ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;».
«Διότι, απαντά εκείνη, το να γνωρίζεις να χρησιμοποιείς και
να διαθέτεις την
άψυχη ύλη κάπως έτσι, ώστε η τέχνη που συγκροτεί τα
μηχανήματα να έχει
σχεδόν τη θέση της ψυχής στην ύλη και να δημιουργεί μ’ αυτά
κίνηση,
ήχο, σχήματα και τις παρόμοιες απομιμήσεις, αυτό αποτελεί
απόδειξη ότι κάτι
τέτοιο υπάρχει και στον άνθρωπο. Μ’ αυτό παρουσιάζεται ο
άνθρωπος, με τη
θεωρητική και εφευρετική δύναμή του, να επινοεί μέσα του και
να
προκατασκευάζει με τη σκέψη τα μηχανήματα· έπειτα, με την
τέχνη, τα θέτει
σε ενέργεια και υλοποιεί εκείνο που είχε στο νου του.
»Και πρώτα αντιλήφθηκε ότι είχε ανάγκη από αέρα για να
δημιουργήσει την
εκφώνηση. Έπειτα, για να παράγει αέρα με το μηχάνημα,
εξέτασε πρώτα με τη
σκέψη και ερεύνησε τη φύση των στοιχείων· βρήκε ότι δεν
υπάρχει κανένα
κενό στα όντα, αλλά το ελαφρύτερο θεωρείται κενό μόνο σε
σύγκριση με το
βαρύτερο. Διότι, και ο ίδιος ο αέρας στην ιδιαίτερη
ιδιοσυστασία του
είναι γεμάτος και πλήρης. Καταχρηστικά μάλιστα λέμε ότι το
δοχείο είναι
άδειο. Κι όταν είναι άδειο από το υγρό περιεχόμενό του, ο
μορφωμένος
άνθρωπος πάλι θα πει ότι είναι γεμάτο, από αέρα.
»Απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι, όταν ρίξουμε έναν
αμφορέα στη λίμνη,
να μη γεμίζει αμέσως νερό αλλά στην αρχή να επιπλέει· διότι
ο περιεχόμενος
αέρας συγκρατεί το κοίλο δοχείο προς τα πάνω, έως ότου
πιεστεί ο αμφορέας
από το χέρι αυτού που αντλεί νερό· έτσι βυθίζεται, και τότε
γεμίζει νερό από
το στόμιο. Μ’ αυτά αποδεικνύεται ότι το δοχείο δεν είναι
κενό πριν γεμίσει με
νερό.
Στο στόμιο του δοχείου γίνεται ένα είδος μάχης μεταξύ των
δύο στοιχείων· το
νερό από τη μια σαν βαρύτερο πιέζεται προς τα κάτω και ρέει
μέσα στο δοχείο·
κι από την άλλη ο αέρας που βρίσκεται μέσα στο δοχείο,
επειδή πιέζεται από
το νερό, ανεβαίνει προς το ίδιο στόμιο με ορμή και εμποδίζει
την είσοδο του
νερού· γι’ αυτό, με τη δύναμή του ο αέρας, κάνει το νερό να
φουσκώνει και
ν’ αφρίζει.
»Όλα αυτά, λοιπόν, τα κατανόησε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό
επινόησε τρόπο πώς,
με τα στοιχεία της φύσεως, θα εισέρχεται ο αέρας στο
μηχάνημα. Κατασκεύασε
ένα κοίλωμα από στερεή ύλη και περιόρισε απ’ όλες τις
πλευρές τον αέρα, να
μην μπορεί να βγει έξω. Έπειτα, έχυσε νερό από το στόμιο στο
κοίλωμα, αφού
το μέτρησε να είναι στην απαιτούμενη ποσότητα· κατόπιν,
δίνει με τον
παρακείμενο αυλό διέξοδο στον αέρα από την αντίθετη πλευρά·
και ο αέρας με την πίεση του νερού γίνεται δυνατός άνεμος, ο
οποίος
εξερχόμενος παράγει ήχο με την κατασκευή του αυλού.
»Αποδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από τα φαινόμενα ότι
υπάρχει μέσα
στον άνθρωπο νους, διαφορετικός από τα ορατά· ο νους, με την
αόρατη και
νοερή φύση του, προκατασκευάζει με την σκέψη του αυτά (τα
φαινόμενα) και
στη συνέχεια με την ύλη παρουσιάζει προς τα έξω εκείνα που
σχεδίασε με
το νου του. Έτσι δεν είναι;
»Διότι, εάν, σύμφωνα με όσα λένε οι αντιτιθέμενοι, ήταν
δυνατόν αυτά τα
θαυμαστά γεγονότα να τ’ αποδώσουμε στη φύση των στοιχείων,
τότε από μόνα
τους θα δημιουργούνταν τα μηχανήματα. Δεν θα περίμενε ο
χαλκός την τέχνη
για να σχηματίσει άγαλμα, αλλά ευθύς από τη φύση του θα
γινόταν. Ούτε ο
αέρας θα χρειαζόταν τον αυλό για να παράγει ήχο, αλλά
πάντοτε από μόνος
του θα τον παρήγε με την ρέουσα κίνησή του. Ούτε πάλι το
νερό, για νά τρέξει
προς τα πάνω, θα πιέζονταν από σωλήνα με τεχνική πίεση που
σπρώχνει
το νερό να κινηθεί με τρόπο που ξεπερνά τη φύση του· αλλά,
από μόνο του θ’ ανέβαινε το νερό προς το μηχάνημα, γιατί θα
το έσπρωχνε
προς τα πάνω η ίδια η φύση του.
»Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν
ενεργεί από τα ίδια
τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με
τη θέληση, με
τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που
ενεργεί για κάποιο
σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και
ενέργεια του νου·
επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα
δικά μας, ότι
ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)».
«Κι εγώ παραδέχομαι, είπα, ότι έτσι έχουν τα πράγματα·
δηλαδή, το μη
φαινόμενο δεν είναι το ίδιο με το φαινόμενο. Όμως δεν βρίσκω
στο επιχείρημα
αυτό την απάντηση που ζητώ. Διότι δεν μου είναι ακόμη
ξεκάθαρο, τί είναι
εκείνο που πρέπει να θεωρούμε ως μη φαινόμενο. Ότι δεν είναι
ύλη, το έμαθα
απ’ όσα λέχθηκαν. Δεν έμαθα όμως ακόμη τί ακριβώς πρέπει να
λέω γι’ αυτό.
Και θα επιθυμούσα πολύ περισσότερο να μάθω το εξής, τί είναι
ακριβώς
και όχι τί δεν είναι».
Κι εκείνη απάντησε: «Μαθαίνουμε πολλά για πολλά πράγματα με
τον εξής
τρόπο· εξηγούμε ότι υπάρχει το ζητούμενο, χωρίς να λέμε ποτέ
ότι αυτό
ακριβώς είναι η ουσία του ζητουμένου. Όταν π.χ. λέμε κάποιον
απόνηρο τον
παρουσιάζουμε ως αγαθό· λέγοντας κάποιον άνανδρο τον
χαρακτηρίζουμε ως
δειλό· και πολλά παρόμοια παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε.
Με αυτά
ή παρουσιάζουμε την πιο ορθή έννοια με αποφατικό τρόπο
(αναφέρουμε τι δεν
είναι) ή πάλι παρουσιάζουμε τις κακές έννοιες και δείχνουμε
το κακό με την
μη αναφορά των καλών.
»Έτσι, λοιπόν, και στον παρόντα λόγο εάν κανείς κατανοήσει
έτσι τα πράγματα,
δεν θα πέσει έξω στην ορθή έννοια αυτού που ψάχνει. Και
ψάχνει τί πρέπει να
πιστεύουμε ότι είναι ο νους στην ουσία του. Εκείνος λοιπόν
που δεν
αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτός (ο νους) για τον οποίο συζητάμε
και το στηρίζει
στην ενέργεια που δείχνει σε μας· αλλά επιπλέον να μάθει τί
ακριβώς είναι, θα
ικανοποιούνταν εάν μάθαινε ότι δεν είναι αυτό που γίνεται
αντιληπτό με τις
αισθήσεις, ότι δεν είναι χρώμα ή σχήμα ή σκληρό ή βάρος ή
ποιότητα ή
τρισδιάστατο, μήτε καταλαμβάνει χώρο, μήτε γενικά μπορεί να
γίνει αντιληπτό
με τα χαρακτηριστικά της ύλης ή είναι κάτι άλλο πέρα αυτά».
Εγώ τότε, ενώ συνέχιζε αυτή να μιλάει, πετάχτηκα και είπα:
«Δεν γνωρίζω πώς
είναι δυνατόν, εάν όλα αυτά αφαιρεθούν από τον ορισμό (του
νου), να μην
γίνεται να εξαλειφθεί και αυτό που ζητάμε. Διότι, χωρίς
αυτά, που θα βασιστεί
η αντιληπτική ικανότητα; Πουθενά δεν βλέπω εγώ, σύμφωνα με
την αντίληψή
μου. Διότι παντού, στην αναζήτηση των όντων με την ερευνητική
ικανότητα
της διάνοιας, σχετικά με το ζητούμενο, όπως οι τυφλοί
πιανόμαστε στους
τοίχους, για να βρούμε την πόρτα· έτσι κι εδώ ακουμπάμε σ’
ένα από
αναφερθέντα στοιχεία, είτε είνα χρώμα είτε σχήμα είτε
ποιότητα είτε κάτι άλλο
απ’ αυτά που απαρίθμησες παραπάνω. Όταν λοιπόν λέμε ότι το
ζητούμενο δεν
είναι κανένα απ’ αυτά, τότε από μικροψυχία οδηγούμαστε να
πιστεύουμε ότι
αυτό (ο νους) δεν είναι απολύτως τίποτε».
Εκείνη στενοχωρήθηκε και στο μέσο του λόγου μου είπε: «Τί
ανοησία! Σε ποιό
επίπεδο πέφτει η στενόμυαλη και χαμηλή αυτή αντίληψη για τα
όντα!
Διότι, αν αφαιρεθεί από τα όντα κάθε τι που δεν γίνεται
αντιληπτό με τις
αισθήσεις, τότε εκείνος που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο πρέπει
να παραδεχτεί ότι
δεν υπάρχει ούτε αυτή η δύναμη (Θεός) που επιστατεί και
συγκρατεί τα όντα.
Αλλά, αφού μάθει ότι η θεία φύση είναι ασώματη και αόρατη,
θα συμπεράνει
σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική ότι δεν υπάρχει και καθόλου.
Εάν όμως εκεί
(στο Θεό), το ότι δεν υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν
σημαίνει ότι και
Αυτός δεν υπάρχει, πώς ο νους του ανθρώπου αποκλείεται να
υπάρχει σαν να
χάνεται μαζί με τις σωματικές ιδιότητες που αποκλείστηκαν»;
«Λοιπόν, είπα, με τη σειρά αυτή των επιχειρημάτων πηγαίνουμε
από άτοπο σε
άτοπο. Διότι τα επιχειρήματα του λόγου μας στρέφονται γύρω
από την ταύτιση
και του δικού μας νου με τη θεία φύση, αφού νοούμε και τον
ένα και την άλλη
με την αφαίρεση των ιδιοτήτων των αισθήσεων».
Και η δασκάλα απάντησε: «Μη λές ότι ταυτίζονται (ο νους και
ο Θεός)· αυτός
ο λόγος είναι ασέβεια. Αλλά, όπως σε δίδαξε η Αγία Γραφή, να
λές οτι αυτός
(ο νους) είναι όμοιος μ’ εκείνον (το Θεό). Διότι εκείνο που
δημιουργήθηκε κατ’
εικόνα έχει ομοιότητα σε όλα με το αρχέτυπο: το νοερό με το
νοερό, το
ασώματο με το ασώματο· είναι απαλλαγμένο από κάθε όγκο όπως
εκείνο· και
δεν μετριέται με καμμία μέτρηση πάλι όπως εκείνο (αρχέτυπο)·
αλλά στη φύση
του είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο.
»Διότι, αν ήταν σε όλα ίδιο μ’ εκείνο, δεν θα ήταν εικόνα
του· αλλά, όπως στις
ιδιότητες της ακτίστου φύσεως βλέπουμε εκείνο (το κτιστό),
παρόμοια και η
κτιστή φύση δείχνει αυτό (άκτιστο). Και όπως πολλές φορές
συμβαίνει σε μικρό
γιάλινο κατασκεύασμα, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του
ήλιου, βλέπουμε
όλο το δίσκο του ήλιου, όχι βέβαια στο πραγματικό του
μέγεθος αλλ’ όσο το
μικρό μέγεθος του αντικειμένου επιτρέπει τη θέα του ηλιακού
δίσκου· έτσι
γίνεται να καθρεφτίζονται στα μικρά όρια της δικής μας
φύσεως εκείνες οι
ανείπωτες ιδιότητες του Θεού· γίνεται έτσι, ώστε η σκέψη να
καθοδηγείται
απ’ αυτές (θείες ιδιότητες) και να μην αστοχεί να κατανοήσει
το νου στην
ουσία του, επειδή καθαρίζεται στην πορεία της έρευνάς της
από τις σωματικές
ιδιότητες. Ούτε πάλι να εξισώνει τη μικρή και πρόσκαιρη
(ανθρώπινη) φύση
με την αόρατη και καθαρή (θεία) φύση· αλλά, να θεωρεί ότι (ο
νους) έχει νοητή
ουσία. Επειδή όμως αυτός αποτελεί εικόνα νοητής ουσίας, να
μην λέει ότι
ταυτίζεται η εικόνα με το αρχέτυπο.
»Συμβαίνει, λοιπόν, όπως με την άρρητη σοφία του Θεού που
φαίνεται παντού·
δεν αμφιβάλλουμε ότι η θεία φύση και δύναμη βρίσκεται μέσα
σ’ όλα τα όντα,
για να διατηρούνται αυτά στην ύπαρξη. Βέβαια, αν απαιτούσες
τον ορισμό της
θείας φύσεως, η ουσία του Θεού απέχει άπειρα από κάθε
φαινόμενο και
νοούμενο της κτίσεως. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όλοι δέχονται ότι
αυτό που
διαφέρει στη φύση (άκτιστο) βρίσκεται μέσα σ’ αυτά (κτιστά).
»Έτσι, δεν είναι καθόλου απίστευτο ότι και η ουσία της ψυχής
–η οποία
οτιδήποτε κι αν υποθέτουμε ότι είναι, είναι κάτι άλλο καθ’
εαυτήν–, να μη
συναντά εμπόδια υπάρξεως· παρόλο που, όσα στοιχειωδώς
παρατηρούνται στον
κόσμο, δεν συμβαίνουν και στη δική της φύση. Ούτε στα
ζωντανά σώματα στα
οποία, όπως είπαμε παραπάνω, η υπόσταση προέρχεται από τη
σύγκραση των
στοιχείων, υπάρχει από την πλευρά της ουσίας κάποια κοινωνία
της απλής και
χωρίς μορφή ψυχής με την παχύτητα του σώματος. Όμως, δεν
υπάρχει καμιά
αμφιβολία ότι και σ’ αυτά (τα σώματα) βρίσκεται η ζωτική
ενέργεια της ψυχής,
η οποία αναμίχθηκε μ’ αυτά με τρόπο που ξεπερνά την
ανθρώπινη αντίληψη.
»Επομένως, ούτε όταν διαλυθούν μεταξύ τους τα στοιχεία που
αποτελούν το
σώμα, δεν χάνεται αυτό που τα συνδέει με τη ζωτική ενέργεια.
Αλλ’ όπως,
όταν το συγκρότημα που αποτελείται από τα στοιχεία παίρνει
τη σύστασή του,
τότε και το κάθε στοιχείο του σώματος παίρνει τη δύναμη της
ψυχής· διότι η
ψυχή εξίσου και με όμοιο τρόπο εισέρχεται
σε όλα τα μέρη που συναποτελούν το σώμα· και κανείς δεν
μπορεί να πει (για
την ψυχή) ούτε ότι είναι στερεή και σκληρή καθώς είναι
ενωμένη με τα γεώδη
στοιχεία, ούτε ότι είναι υγρή ή ψυχρή ή ποιότητα αντίθετη
στην ψυχρότητα·
κι όλα αυτά, παρόλο που βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά (τα
στοιχεία) και
μεταδίδει στο καθένα τη ζωτική της δύναμη.
Έτσι, κι όταν διαλυθεί η σύνθεση του σώματος και τα στοιχεία
του πηγαίνουν
όπου ανήκουν, είναι εύλογο να θεωρούμε ότι, και μετά τη
διάλυση, εκείνη η
απλή και ασύνθετη φύση (της ψυχής) βρίσκεται σε κάθε
διαλυόμενο μέρος.
Και είναι εύλογο να θεωρούμε ότι (η ψυχή), που συνδέθηκε
άπαξ με τρόπο
απερίγραπτο με τα συστατικά στοιχεία του σώματος, θα
παραμένει για πάντα
μ’ αυτά που αναμίχθηκε, χωρίς ν’ αποσπάται με κανένα τρόπο
με τη μία και
μοναδική ένωσή της (με το σώμα). Διότι δεν συμβαίνει, επειδή
διαλύεται η
σύσταση των σωματικών στοιχείων, να κινδυνεύει να διαλυθεί
ταυτόχρονα
μαζί με το σύνθετο και το άμικτο και ασύνθετο (της ψυχής)».
Κι εγώ είπα: «Κανείς βέβαια δεν αντιλέγει ότι τα στοιχεία
ενώνονται μεταξύ
τους και πάλι χωρίζονται, και αυτό αποτελεί τη σύσταση αλλά
και τη διάλυση
του σώματος. Επειδή μάλιστα αυτά απέχουν πολύ
μεταξύ τους και διαφέρουν το ένα απο το άλλο και σχετικά
με τη θέση τους στο χώρο και με τη διαφορετική και ιδιαίτερη
ποιότητά τους·
όταν, λοιπόν, συγκεντρωθούν μεταξύ τους όλα τα στοιχεία στο
υποκείμενο,
είναι επόμενο να έχουν σύμφυτη προς αυτή την ενότητα την
ίδια τη νοερή
και αδιαίρετη φύση, την οποία την ονομάζουμε ψυχή.
»Όταν όμως αυτά τα στοιχεία χωριστούν μεταξύ τους και πάει
το καθένα εκεί
που η φύση το οδηγεί, τότε τί θα πάθει η ψυχή που το όχημά
της (το σώμα)
σκορπίσει σε πολλά σημεία; Συμβαίνει ό,τι μ’ ένα ναύτη, που
διαλύεται το
πλοίο του σε ναυάγιο· αδυνατεί να κολυμπάει συγχρόνως σε όλα
τα μέρη του
πλοίου που σκόρπισαν σε πολλά σημεία του πελάγους· θα πιάσει
εκείνο που θα
τύχει μπροστά του και τα υπόλοιπα θα τ’ αφήσει στην τύχη των
κυμάτων. Κατά
τον ίδιο τρόπο και η ψυχή, επειδή από τη φύση της δεν μπορεί
να διασπαστεί
ανάλογα με τα στοιχεία, αλλά και επειδή δεν μπορεί ν’
αποχωριστεί το σώμα,
πάντως σίγουρα θα προσδεθεί σ’ ένα από τα στοιχεία και θα
χωριστεί από τα
υπόλοιπα. Μάλιστα, η λογική δεν επιτρέπει να πιστεύουμε ότι
η ψυχή γίνεται
λιγότερο αθάνατη επειδή ζει σ’ ένα στοιχείο, αλλά ούτε κι
ότι γίνεται θνητή
επειδή δεν ζει σε περισσότερα στοιχεία.
«Αλλά, λέει εκείνη, το νοητό και αδιάστατο ούτε συστέλλεται
ούτε
διαστέλλεται –διότι η συστολή και η διαστολή είναι
χαρακτηριστικό των
σωμάτων· καθόσον (η ψυχή), σύμφωνα με την αΐδιο και ασώματη
φύση της,
παραβρίσκεται εξίσου και στη σύσταση των στοιχείων γύρω στο
σώμα και στη
διάλυσή τους· ούτε στενοχωρείται όταν τα στοιχεία συνθέτουν
το σώμα ούτε
όταν διαλύονται στα οικεία τους και γυρίζουν στη φύση απ’
όπου προήλθαν·
παρά το ότι θεωρείται πολύ μεγάλη η απόσταση μεταξύ των
στοιχείων, λόγω
της ετερότητας της φύσεώς τους.
»Διότι, πράγματι, είναι μεγάλη η διαφορά του ελαφρού και
άδειου από το
βαρύ και στέρεο· του θερμού από το ψυχρό, του υγρού από το
αντίθετό του.
Καμιά δυσκολία όμως δεν υπάρχει στο να βρίσκεται η νοερή
φύση σε καθένα
απ’ αυτά, με τα οποία μια και μοναδική φορά ενώθηκε με μίξη,
και δεν
κομματιάζεται εξαιτίας της αντίθεσης των στοιχείων μεταξύ
τους.
»Δηλαδή, επειδή θεωρείται ότι τα στοιχεία απέχουν μεταξύ
τους πολύ και
τοπικά και ποιοτικά, γι’ αυτό δεν κουράζεται η αχώριστη φύση
να συνδέεται
μ’ αυτά που απέχουν τοπικά μεταξύ τους. Επειδή και τώρα
επιτρέπεται στο νου
να θεωρεί και τον ουρανό αλλά και να επεκτείνεται στα πέρατα
του κόσμου με
την πολυπραγμοσύνη του· και παρ’ όλ’ αυτά, η θεωρητική
δύναμη της ψυχής
μας, με την επέκτασή της σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, δεν
διασπάται.
»Επομένως, κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει στην ψυχή να
παραβρίσκεται εξίσου
στα στοιχεία του σώματος, και όταν συγκροτούν τη σύνθεση και
όταν
σκορπίζουν με τη διάλυση. Όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν
λειώνουν μαζί το
χρυσάφι και το ασήμι· υπονοείται ότι υπάρχει κάποια τεχνική
δύναμη που
έλιωσε τις δύο ύλες. Κι όταν πάλι μετά το λιώσιμο η μία ύλη
χωριστεί από την
άλλη, η δύναμη της τεχνικής διατηρείται εξίσου και στις δύο·
η ύλη, λοιπόν,
χωρίστηκε, ενώ η τεχνική δεν ακολούθησε το χωρισμό των υλών.
Διότι, πώς θα
διαιρεθεί το αδιαίρετο;
»Κατά τον ίδιο τρόπο και η νοερή φύση της ψυχής συνυπάρχει
με τα στοιχεία
που ενώνονται (στο σώμα)· κι όταν αυτά διαλυθούν, δεν
διασπάται αλλά
διατηρείται σ’ αυτά· μετά το χωρισμό τους, επεκτείνεται μαζί
τους χωρίς να
διακόπτει την επαφή μ’ αυτά, και χωρίς να κομματιάζεται σε
μικρά τεμάχια
ανάλογα με τον αριθμό των στοιχείων. Διότι η διαίρεση
αποτελεί
χαρακτηριστικό γνώρισμα της σωματικής και διαιρετής φύσεως·
ενώ η νοερή
και αχώριστη φύση δεν επιδέχεται τις ιδιότητες της
διαίρεσης.
»Υπάρχει, επομένως, η ψυχή μέσα σ’ αυτά, που μία και
μοναδική φορά εισήλθε·
και καμιά δύναμη δεν την αποσπά από την ένωσή της μ’ αυτά.
Ποιό σκοτεινό
σημείο, λοιπόν, υπάρχει σ’ αυτά; Ότι το αόρατο ανταλλάσσεται
με το ορατό;
Γιατί έχει επηρεαστεί τόσο αρνητικά ο νους σου προς το
θάνατο;».
Εγώ τότε, αφού έλαβα υπόψη μου τον ορισμό για την ψυχή που
εκείνη
προηγουμένως είχε πει, απάντησα: «τα επιχειρήματά σου δεν
μου απέδειξαν
επαρκώς τις δυνάμεις που θεωρούμε ότι κατέχει η ψυχή. Ο
ορισμός λέει ότι η
ψυχή είναι νοερή ουσία και ότι εισάγει στον οργανισμό του
σώματος δύναμη
ζωής για να ενεργούν οι αισθήσεις. Διότι η ενέργεια της
ψυχής δεν
περιορίζεται μόνο στην επιστημονική και θεωρητική έρευνα,
εργαζόμενη μόνο
στα όρια της νοερής ουσίας της· ούτε πάλι χρησιμοποιεί τις
αισθήσεις για να
ενεργεί με αυτές σύμφωνα με τα όρια της φύσεως. Αλλά,
παρατηρείται στη
φύση μεγάλη ενεργοποίηση τόσο του επιθυμητικού όσο και του
θυμικού της
ψυχής. Επειδή και οι δύο (ενέργεια επιθυμητικού και θυμικού)
υπάρχουν
γενικά μέσα μας, παρατηρούμε την κίνηση τους να προχωρεί σε
ενέργειες με
πολλές και ποικίλες διαφορές.
»Διότι βλέπουμε πολλές ενέργειες στις οποίες αίτιο είναι το
επιθυμητικό·
πολλές πάλι έχουν σαν αιτία το θυμικό· ούτε όμως το ένα ούτε
το άλλο είναι
σώμα. Το ασώματο πάντως είναι νοερό· και ο ορισμός
χαρακτήρισε την ψυχή
νοερό πράγμα. Επομένως, σύμφωνα με το συλλογισμό, από τα δύο
άτοπα
ισχύει το ένα: ή το θυμικό και το επιθυμητικό αποτελούν
άλλες ψυχές μέσα
μας και έχουμε αντί μία πολλές ψυχές ή ότι δεν πρέπει να
θεωρούμε και το
διανοητικό μας ως ψυχή. Διότι, εάν εφαρμόσουμε σε όλα εξίσου
το νοερό,
ή θ’ αποδείξει ότι όλα αυτά είναι ψυχές ή το καθένα απ’ αυτά
θα εξαιρεθεί
εξίσου από την ιδιότητα της ψυχής».
Εκείνη απάντησε: «Κι άλλοι πολλοί ήδη είχαν θέσει αυτό το
ζήτημα· τώρα
το κάνεις και συ· δηλαδή, τί τάχα πρέπει να θεωρούμε ότι
είναι αυτά, το
επιθυμητικό και το θυμικό· ή έχουν την ίδια ουσία με την
ψυχή και αμέσως με
τη δημιουργία της συνυπάρχουν μ’ αυτήν ή είναι κάτι άλλο έξω
απ’ αυτήν και
ύστερα προστίθενται σε μας (στην ψυχή μας).
»Όλοι βέβαια παραδέχονται ότι αυτά φαίνονται να συνυπάρχουν
στην ψυχή.
Δεν έχει βρει όμως ακόμη η λογική σκέψη τί πρέπει να
πιστεύουμε γι’ αυτά,
έτσι ώστε να έχουμε αποκρυσταλωμένη την αντίληψη τους. Διότι
οι
περισσότεροι αμφιταλαντεύονται ακόμη σε πλανεμένες και
διαφορετικές γι’
αυτά αντιλήψεις.
»Εάν για μας αρκούσε για απόδειξη της αλήθειας η κοσμική
φιλοσοφία, η
οποία εξετάζει όλα αυτά μεθοδικά, θα ήταν ίσως περιττό να
θέτουμε για
συζήτηση το θέμα της ψυχής. Σ’ εκείνους όμως η θεωρία για
την ψυχή προήλθε
ελεύθερα, όπως τους φαινόταν ορθό· εμείς όμως δεν έχουμε μια
τέτοιου είδους
εξουσία ελευθερίας, να λέμε δηλαδή ό,τι θέλουμε· διότι
χρησιμοποιούμε
ως κανόνα και νόμο κάθε δόγματος την Αγία Γραφή.
Υποχρεωτικά ανατρέχουμε σ’ αυτήν· και δεχόμαστε μόνον ό,τι
είναι σύμφωνο
με τον σκοπό όσων αυτή καταγράφει.
»Παραμερίζουμε, λοιπόν, το πλατωνικό άρμα και την
υποζευγμένη σ’ αυτό
δυάδα των αλόγων, τα οποία δεν έχουν ορμές το ένα έναντι του
άλλου ούτε
έχουν τον αρματηλάτη πάνω σ’ αυτά· είναι όλα εκείνα με τα
οποία αυτός
(ο Πλάτων) φιλοσοφεί παραβολικά για την ψυχή.
»Ας παραμερίσουμε, επίσης, τις αρχές που εφαρμόζει ο μετά
από εκείνον (τον
Πλάτωνα) φιλόσοφος (εννοεί, τον Αριστοτέλη), που
παρακολουθεί μεθοδικά τα
φαινόμενα και εξετάζει με επιμέλεια το προκείμενο θέμα μας·
βάσει αυτών
αποφάνθηκε ότι η ψυχή είναι θνητή. Ας παραμερίσουμε και
όλους τους
φιλοσόφους, τους πριν και μετά απ’ αυτούς, που φιλοσόφησαν
είτε με πεζό
λόγο είτε με ποιητικό, με ρυθμό και μέτρο. Ας θέσουμε
κριτήριο του λόγου μας
τη θεόπνευστη Αγία Γραφή, η οποία αποφαίνεται ότι δεν
υπάρχει καμία
εξαιρετική ιδιότητα της ψυχής που να μην είναι και ιδιότητα
της φύσεως του
Θεού.
»Εκείνος μάλιστα που είπε ότι η ψυχή αποτελεί ομοίωμα του
Θεού, διακήρυξε
επίσης ότι, ό,τι είναι ξένο προς το Θεό, αυτό βρίσκεται και
έξω από την ψυχή.
Διότι, όπου υπάρχει παραλλαγή, δεν διατηρείται η ομοιότητα.
Επειδή, λοιπόν,
δεν βλέπουμε να υπάρχει κανένα απ’ αυτά στη φύση του Θεού,
μπορεί κανείς
να συμπεράνει ότι αυτά ούτε και με την ουσία της ψυχής
συνυπάρχουν.
»Η έρευνα των δικών μας δογμάτων, με τη διαλλεκτική μέθοδο
της επιστήμης
του συλλογισμού και της αναλύσεως, αποτελεί σαν τέτοιο είδος
συλλογισμού
σαθρό και ύποπτο μέσο για απόδειξη της αλήθειας, και θα την
αφήσουμε στην
άκρη. Διότι είναι σε όλους φανερό ότι η διαλλεκτική μέθοδος
έχει ίση
ικανότητα και στα δύο, τόσο για ν’ ανατρέπει την αλήθεια,
όσο και για να
καταδικάζει το ψέμα. Γι’ αυτό πολλές φορές,
όταν η ίδια η αλήθεια αποδεικνύεται με μια τέτοια μέθοδο,
την υποψιαζόμαστε, διότι αυτή η φοβερή μεθοδολογία
εξαπατά τη διάνοιά μας και την κάνει να χάνει την αλήθεια.
»Εάν πάλι κάποιος μας παρουσίαζε απλό και αστόλιστο
συλλογισμό,
θ’ απαντήσουμε παρουσιάζοντας κατά το δυνατόν, σύμφωνα με τη
διδασκαλία
της Αγίας Γραφής, την θεωρία γι’ αυτά. Τί εννοούμε μ’ αυτό
που λέμε;
Ότι το λογικό αυτό ον, ο άνθρωπος, είναι δεκτικός και της
νόησης και της
επιστήμης· μας το βεβαιώνουν οι φιλόσοφοι της κοσμικής
σοφίας.
Και δεν θα όριζε έτσι τη φύση μας ο ορισμός (της ψυχής),
εάν θεωρούσε το θυμικό και το επιθυμητικό και όλα τα
παρόμοια
συνουσιωμένα στη φύση μας. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να δοθεί
ορισμός
κάποιου υποκειμένου, εάν το κοινό χαρακτηριστικό οριζόταν
σαν ιδιαίτερο.
»Επειδή, λοιπόν, και το επιθυμητικό και το θυμικό υπάρχουν
εξίσου τόσο στην
άλογη όσο και στη λογική φύση, δεν θα ήταν εύλογο να
θεωρήσει κάποιος το
κοινό χαρακτηριστικό ως ιδιαίτερο. Και ό,τι είναι περιττό
και απορριπτέο για
ορισμό της φύσεως, πώς παρουσιάζεται ως μέρος της φύσεως και
ισχύει
ανατρέποντας τον ορισμό; Διότι, κάθε ορισμός της φύσεως
αναφέρεται στο
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του υποκειμένου. Και ό,τι δεν είναι
ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό, βγαίνει έξω από τον ορισμό σαν ξένο.
Και βέβαια, όλοι παραδέχονται ότι η ενέργεια του θυμικού και
επιθυμητικού
είναι κοινή και στην άλογη και στη λογική φύση. Και κάθε
κοινό δεν ταυτίζεται
με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι επομένως ορθό, αυτά
(τα δύο) να μην
προσμετρώνται στα διακριτικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν
την ανθρώπινη
φύση. Αλλά, όπως ακριβώς όταν δει κανείς στη φύση μας το
χαρακτηριστικό
της αισθήσεως, της θρέψεως και της αυξήσεως δεν καταργεί μ’
αυτά τον ορισμό
της ψυχής (ότι τάχα δεν συμπεριλαμβάνονται) –διότι δεν
σημαίνει ότι, επειδή
κάποιο υπάρχει στην ψυχή, το άλλο δεν υπάρχει–·
έτσι, κι όταν κατανοήσει τις σχετικές με το θυμικό και
επιθυμητικό
κινήσεις της φύσεώς μας, δεν θα ήταν εύλογο ν’ αρνηθεί τον
ορισμό, ότι τάχα
ορίζει ελλειπώς τη φύση της ψυχής μας».
Ρώτησα τότε κι εγώ στη δασκάλα: «Τί, λοιπόν, πρέπει να
γνωρίζουμε γι’ αυτά;
Διότ δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω, πώς είναι δυνατόν να
δεχθώ ως ξένα
στη φύση μας εκείνα τα οποία υπάρχουν μέσα μας».
«Βλέπεις, μου απάντησε εκείνη, ότι υπάρχει μάχη του νου προς
αυτά και
προσπάθεια ν’ απομονωθεί, όσο είναι δυνατόν, η ψυχή απ’
αυτά. Και υπάρχουν
ορισμένοι που (το) κατόρθωσαν (την απομόνωση), όπως ακούμε
π.χ. για το
Μωϋσή, ότι ήταν εκείνος ανώτερος και του θυμού και της
επιθυμίας. Και τα
δύο τα μαρτυρεί γι’ αυτόν ιστορία, ότι δηλαδή ήταν πράος
περισσότερο από
κάθε άνθρωπο –με την πραότητα μάλιστα η αοργησία δείχνει και
την αποχή
από το θυμό– και ότι, επίσης, δεν επιθύμησε τίποτε απ’ όσα
βλέπουμε στους
περισσότερους ανθρώπους να κινεί το επιθυμητικό.
»Κι αυτό δεν θα γινόταν, εάν αυτά ήταν ίδια της φύσεως και
υπαγόταν στην
ουσία του ανθρώπου. Διότι δεν μπορεί αυτός που βγήκε έξω από
τη φύση να
παραμένει και στην ύπαρξη. Επομένως, εάν ο Μωϋσής ήταν στην
ύπαρξη αλλά
δεν ήταν μέσα σ’ αυτά, αυτό σημαίνει ότι αυτά είναι κάτι
άλλο και όχι φύση.
Διότι, εάν πράγματι φύση είναι αυτό με το οποίο κατανοείται
η ύπαρξη της
ουσίας, ενώ η αποξένωση από εκείνα (θυμό και επιθυμία)
εξαρτάται από τη
διάθεσή μας, τότε ο αφανισμός τους δεν είναι μόνον έλλειψη
ζημίας αλλά και
κέρδος για τη φύση.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι αυτά τα πάθη της φύσεως έρχονται
απέξω
και δεν είναι ουσία της. Διότι ουσία είναι εκείνο το οποίο
υπάρχει.
»Πολλοί θεωρούν ότι ο θυμός είναι αποτέλεσμα εξάψεως του
αίματος γύρω
από την καρδιά. Άλλοι πάλι νομίζουν ότι είναι ένστικτο
άμυνας στη λύπη
που προκαλεί πρώτος ο άλλος.
Και όπως εμείς πιστεύουμε, θυμός είναι η ορμή για κακοποίηση
εκείνου που
μας εξόργισε. Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν συμφωνεί με τον
ορισμό της ψυχής.
»Κι αν δώσουμε με τη σειρά της τον ορισμό της επιθυμίας, θα
λέγαμε ότι είναι
αναζήτηση εκείνου που λείπει, ή πόθος για απόλαυση ηδονών, ή
λύπη για την
κατοχή των επιθυμητών, ή κάποια σχέση με το ευχάριστο από το
οποίο όμως
απουσιάζει η απόλαυση. Όλα αυτά και τα παρόμοια φανερώνουν
βέβαια τον
ορισμό της επιθυμίας, αλλά δεν συνδέονται με τον ορισμό της ψυχής.
»Αλλά και όσα άλλα παρατηρούνται στην ψυχή και βρίσκονται σε
αντίθεση
μεταξύ τους, όπως η δειλία και το θάρρος, η λύπη και η
ηδονή, ο φόβος και
η αφοβία και όλα τα παρόμοια, που το καθένα φαίνεται να έχει
σχέση με το
επιθυμητικό ή το θυμικό, παρουσιάζουν τη φύση τους με
ιδιαίτερο ορισμό.
»Διότι το θάρρος και η αφοβία δηλώνουν κάποια ένταση της
ορμής του θυμού·
ενώ η σχέση που βασίζεται στη δειλία και το φόβο παρουσιάζει
ελάττωση και
ύφεση της ορμής του ίδιου (θυμού). Η λύπη πάλι έχει το
περιεχόμενό της και
από τα δύο. Διότι η ατονία του θυμού σ’ αυτόν που αδυνατεί
να εκδικηθεί
όσους τον λύπησαν καταντά λύπη· το ίδιο και οι ανεκπλήρωτες
επιθυμίες
και η στέρηση των ποθητών δημιουργεί στην ψυχή τη γνωστή
σκυθρωπή
διάθεση. Και το αντίθετο της λύπης, εννοώ την έννοια της
ηδονής,
μοιράζεται εξίσου κι αυτή ανάμεσα στο θυμό και την επιθυμία.
Διότι η ηδονή εξουσιάζει το καθένα απ’ αυτά εξίσου.
»Όλα αυτά και έχουν σχέση με την ψυχή, και ψυχή δεν είναι·
αλλά είναι σαν
κάποιες μυρμηγκιές που φυτρώνουν στο διανοητικό μέρος της
ψυχής.
Θεωρούνται βέβαια μέρη της ψυχής, επειδή εμφανίζονται μ’
αυτήν· πλην
όμως, δεν είναι εκείνο το οποίο είναι η ψυχή στην ουσία
της».
Ανταπαντώ τότε στην παρθένο: «Κι όμως βλέπουμε ότι η
συνεισφορά αυτών
(θυμού και επιθυμίας) για την πρόοδο των εναρέτων δεν είναι
μικρή. Στόν
Δανιήλ, για παράδειγμα, η επιθυμία έγινε έπαινος· και ο
Φινεές με το θυμό
εξιλέωσε το Θεό. Μάθαμε ακόμη ότι ο φόβος αποτελεί την αρχή
της σοφίας·
και ακούσαμε από τον Παύλο ότι το τέρμα της κατά Θεόν λύπης
είναι η
σωτηρία. Το Ευαγγέλιο, επίσης, μας νουθετεί να περιφρονούμε
τα δεινά
Και το να μη φοβόμαστε την περιφρόνηση τίποτε άλλο δεν το
εξασφαλίζει από
το θάρρος, το οποίο η Σοφία το κατατάσσει ανάμεσα στα αγαθά.
Φανερώνει,
λοιπόν, ο λόγος μ’ αυτά τα παραδείγματα ότι δεν πρέπει να
θεωρούμε αυτά (το
θυμό και την επιθυμία) ως πάθη· διότι τα πάθη δεν συντελούν
στην επιτυχία
της αρετής».
Και η δασκάλα μου είπε: «Μου φαίνεται ότι εγώ είμαι η
υπεύθυνη για τη
σύγχυση που παρουσιάζουν οι σκέψεις σου· διότι, δεν έκανα
διάκριση στο
λόγο μου γι’ αυτά, ώστε να μπει κάποια τάξη στην έκθεση της
θεωρίας.
Τώρα όμως, όσο είναι δυνατό, πρέπει να βάλουμε κάποια τάξη
στη συζήτηση,
ώστε να προχωρεί με συνέπεια η θεωρία και να μην
προβάλλονται πλέον
τέτοιες αντιθέσεις στις θέσεις μας.
»Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι η θεωρητική, διακριτική και
εποπτική των όντων
δύναμη της ψυχής είναι οικεία και φυσική ιδιότητά της· και
με τη θεία χάρη,
διατηρεί με αυτές (τις δυνάμεις) μέσα της την εικόνα (του
Θεού). Επειδή και το
Θεό –ό,τι κι αν είναι στη φύση του–, τον στοχάζεται ο νους
να υπάρχει με
αυτές (τις δυνάμεις): να εποπτεύει, δηλαδή, το σύμπαν και να
διακρίνει το
καλό από το κακό.
»Όσα πάλι βρίσκονται στο σύνορο της ψυχής, έχουν από τη φύση
τους τη
ροπή προς κάθετι το αντίθετο. Και η χρήση τους φέρνει
αποτέλεσμα ή προς το
καλό ή προς το κακό· για παράδειγμα, ο θυμός, ο φόβος ή
κάποιο άλλο
παρόμοιο. Όλα αυτά αποτελούν κινήσεις της ψυχής· χωρίς αυτές
δεν μπορούμε
να θεωρήσουμε ότι υπάρχει ανθρώπινη φύση. Πιστεύουμε ότι
αυτές εισήλθαν
απέξω στην ψυχή· διότι, η αρχέτυπη ομορφιά (ο Θεός) δεν έχει
μέσα της
καμιά τέτοια ιδιότητα. Ο λόγος, λοιπόν, γι’ αυτά όλα ας
θεωρηθεί
ως άσκηση, που θα ξεφεύγει από τις επιρροές όσων ακούν
κακοπροαίρετα, για
να συκοφαντούν.
»Η Αγία Γραφή διηγείται ότι ο Θεός προχώρησε στη δημιουργία
του ανθρώπου
με μέθοδο και συνεπή τάξη. Αφού δημιουργήθηκε το σύμπαν,
όπως το
διηγείται η ιστορία, δεν παρουσιάζεται ευθύς αμέσως ο
άνθρωπος στη γη· αλλά
προηγήθηκε απ’ αυτόν η δημιουργία της φύσεως των ζώων· και
πριν από
εκείνα, τα φυτά. Μ’ αυτή τη σειρά δείχνει, νομίζω, ο λόγος
ότι η ζωτική
δύναμη ενώνεται με τη σωματική φύση με ορισμένη διαβάθμιση:
πρώτα
παρουσιάζεται σ’ όσα δεν έχουν αισθήσεις, έπειτα προχωρεί σ’
όσα έχουν
(αισθήσεις) και, τέλος, ανεβαίνει στα νοερά και λογικά όντα.
»Επομένως, από τα όντα άλλα είναι σωματικά και άλλα νοερά·
και από τα σωματικά άλλα είναι έμψυχα και άλλα άψυχα. Έμψυχα
εννοώ
αυτά που μετέχουν στη ζωή· κι από τα ζωντανά άλλα έχουν
αισθήσεις κι άλλα
στερούνται. Απ’ όσα πάλι έχουν αισθήσεις, άλλα είναι λογικά
και άλλα
άλογα.
»Επειδή όμως η ζωή των αισθήσεων δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς
την ύλη, ούτε
ο νους με άλλο τρόπο στο σώμα παρά εάν συνυπάρχουν και οι
αισθήσεις,
γι’ αυτούς τους λόγους περιγράφεται τελευταία η δημιουργία
του ανθρώπου·
διότι αυτός συμπεριλαμβάνει όλες τις βαθμίδες της ζωής που
παρατηρούνται
και στα φυτά αλλά και στα άλογα όντα. (Ο άνθρωπος έχει) τη θρεπτική
και
αυξητική δύναμη από τη ζωή των φυτών· διότι μπορεί να δούμε
τις δυνάμεις
αυτές και στα φυτά, που παίρνουν την τροφή από τις ρίζες και
την αποβάλλουν
με τους καρπούς και τα φύλλα. Την αισθητική δύναμη την έχει
(ο άνθρωπος)
από τα ζώα. Η διανοητική όμως και η λογική δύναμη, που είναι
μοναδικές
ιδιότητες, παρατηρούνται μόνον σ’ αυτήν την (ανθρώπινη)
φύση.
»Αλλά η φύση έχει και την ελκυστική επιθυμία για τα
απαραίτητα της υλικής
ότι ανήκει στη βαθμίδα της φυτικής ζωής. Διότι και στα φυτά
μπορεί να δούμε
ένα είδος ορμών που ενεργούν με τρόπο φυσικό, για να
ικανοποιήσουν τον
εαυτό τους και να οργιάζουν από βλάστηση. Έτσι, και όσα
χαρακτηρίζουν
την άλογη φύση αναμειγνύονται και με τη νοερή φύση της
ψυχής.
»Άλλα, λέει (η δασκάλα) έχουν θυμό, άλλα φόβο και άλλα όλες
τις υπόλοιπες
αντιθέσεις που ενεργούν μέσα μας, εκτός από τη λογική και
διανοητική
δύναμη· διότι μόνον αυτή, όπως είπαμε, είναι το εξαιρετικό
γνώρισμα της
ζωής μας και αποτελεί στον εαυτό μας μίμηση των ιδιοτήτων
του Θεού.
Αλλά επειδή, σύμφωνα με το επιχείρημα που αναφέρθηκε
προηγουμένως, δεν
μπορούσε με άλλο τρόπο η λογική δύναμη να συνδεθεί με τη ζωή
του σώματος,
παρά μόνον μέσω των αισθήσεων· γι’ αυτό οι αισθήσεις
προϋπήρχαν στη φύση
των ζώων. Έτσι, υποχρεωτικά μέσω του ενός εκπληρώνεται η
κοινωνία της
ψυχής μας και με όλα όσα έχουν συνδεθεί μ’ αυτό.
»Κι αυτά (που συνδέονται μέσω του ενός με την ψυχή) είναι τα
λεγόμενα πάθη
μας, τα οποία πάντως δεν συνάφθηκαν με την ανθρώπινη ζωή για
κάποιο κακό
σκοπό. Διότι πράγματι τότε, εάν τα σφάλματα υποχρεωτικά ήταν
από κει
συνδεδεμένα με τη φύση, αίτιος των κακών θα ήταν ο
Δημιουργός. Αντίθετα
όμως, αυτές οι κινήσεις της ψυχής γίνονται όργανα της αρετής
ή της κακίας
ανάλογα με τη χρήση της προαιρέσεως (ελευθερία βουλήσεως).
»Όπως ακριβώς, όταν το σίδερο διαμορφώνεται σύμφωνα με τη
γνώμη του
τεχνίτη, παίρνει το σχήμα που συνέλαβε η φαντασία του
τεχνίτη και γίνεται
ή ξίφος ή κάποιο γεωργικό εργαλείο. Έτσι ακριβώς συμβαίνει,
εάν η λογική,
η οποία αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φύσεώς μας,
ηγεμονεύει σε
όσα εισχωρούν μέσα μας απέξω· αποφθεγματικά μάλιστα το
δηλώνει ο λόγος
της Αγίας Γραφής, όταν μας δίνει την εντολή να κυριαρχούμε
σε όλα τα
άλογα. Τότε καμία απ’ αυτές τις κινήσεις δεν θα ενεργούσε
μέσα μας, για να
υπηρετεί την κακία· ο φόβος θα γεννούσε υπακοή, ο θυμός
ανδρεία,
η δειλία ασφάλεια και η ορμή της επιθυμίας θα μας προξενούσε
τη θεϊκή και αγία ηδονή.
»Εάν όμως η λογική χάσει τα χαλινάρια, γίνεται σαν τον
αρματηλάτη που
μπλέκεται κάτω από το άρμα· και τον σέρνει αυτό οπουδήποτε
τον οδηγεί το
ακυβέρνητο τρέξιμο των υποζυγίων. Τότε οι ορμές καταντούν
πάθη, όπως
ακριβώς μπορούμε να δούμε ότι συμβαίνει στα άλογα ζώα.
»Διότι, επειδή η λογική δεν διευθύνει την κίνηση που υπάρχει
από τη φύση
σ’ αυτά, τα πιο θυμώδη από τα ζώα αλληλοσκοτώνονται
καθοδηγούμενα
από το θυμό· τα παχύσαρκα πάλι και τα πιο δυνατά ζώα, δεν
ωφελούνται
καθόλου από τη δύναμή τους, διότι λόγω ελλείψεως λογικότητας
γίνονται
υπόδουλα σ’ όποιον έχει λογική· και η ενέργεια της επιθυμίας
και της ηδονής
δεν στρέφεται σε κανένα από τα σπουδαία· ούτε καμμία άλλη
ενέργειά τους
αποβαίνει με τη χρήση της λογικής σε κάποια ωφέλεια.
»Ετσι και σε μας, εάν οι κινήσεις αυτές δεν οδηγούνται από
τη λογική εκεί που
πρέπει, αλλά αντίθετα τα πάθη καταδυναστεύουν το νου, τότε ο
άνθρωπος από
τη λογικότητα και την ομοιότητα προς το Θεό μεταβαίνει προς
την αλογία και
την ανοησία, και με την ορμή τέτοιων παθών αποκτηνώνεται».
Εγώ τότε συγκινήθηκα πολύ απ’ όσα άκουσα και είπα: «Τα τόσο
απλά και
ξεκάθαρα επιχειρήματά σου είναι αρκετά, για κάθε άνθρωπο που
διαθέτει
στοιχειώδη λογική, για να πεισθεί ότι είναι ορθά και σε
κανένα σημείο δεν
ξεφεύγουν από την αλήθεια. Διότι, γι’ αυτούς που έχουν
μελετήσει τη
διαλεκτική τέχνη των επιχειρημάτων, ο συλλογισμός αρκεί για
να πεισθούν.
Εμείς όμως, απ’ όλα τα πορίσματα της διαλεκτικής τέχνης,
θεωρούμε πιο
αξιόπιστο αυτό που προκύπτει από τη διδασκαλία της Αγίας
Γραφής.
Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει ν’ αναζητήσουμε για όσα έχουν
λεχθεί, εάν η
θεόπνευστη διδασκαλία συμφωνεί μ’ αυτά».
Και εκείνη λέει: «Και ποιός θα είχε αντίρρηση ότι η αλήθεια
υπάρχει μόνον
εκεί όπου τίθεται η σφραγίδα της μαρτυρίας της Αγίας Γραφής;
Εάν, λοιπόν, χρειάζεται ν’ αναφερθεί και κάτι από τη
διδασκαλία του
Ευαγγελίου για επιβεβαίωση αυτής της πίστεως, δεν θα ήταν
ανεπίκαιρη η
η διδασκαλία για την παραβολή των ζιζανίων.
Ο οικοδεσπότης έσπειρε εκεί τον καλό σπόρο· εμείς πάντως
αποτελούμε τους
ένοικους του σπιτιού. Ο εχθρός παραφύλαξε και, όταν οι
ένοικοι κοιμόταν,
έσπειρε μέσα στον καλό και τον άχρηστο σπόρο· έριξε τα
ζιζάνια μέσα στο
στάρι. Και όλα τα σπέρματα, καλά και κακά, βλάστησαν μαζί.
Διότι, δεν ήταν
δυνατό ο σπόρος, που σπάρθηκε μαζί με το στάρι, να μη
βλαστήσει μαζί
μ’ εκείνο. Ο επιστάτης μάλιστα της καλλιέργειας εμποδίζει
τους εργάτες να
ξεχορταριάσουν τα άχρηστα, διότι στη ρίζα είχαν φυτρώσει και
τα χρήσιμα·
και μαζί με το άχρηστο θα ξερρίζωνε και το φαγώσιμο στάρι.
»Νομίζουμε ότι η παραβολή υπονοεί με τον καλό σπόρο εκείνες
τις ορμές της
ψυχής που η καθεμιά, εάν καλλιεργούνταν μόνο προς το καλό,
σίγουρα θα απόδιδε σε μας τον καρπό της αρετής.
Επειδή όμως σπάρθηκε ανάμεσα σ’ αυτά και η σύγχυση για τη
διάκριση του
καλού, αυτό το όντως καλό από την ίδια του τη φύση
επισκιάστηκε από
το απατηλό βλαστάρι που φύτρωσε παράλληλα. Διότι η επιθυμία
δεν φύτρωσε
και αυξήθηκε χάρη στον από τη φύση του καλό σπόρο, εξαιτίας
του οποίου
βλάστησε μέσα μας, αλλά μετάτρεψε το βλαστό προς τη κτηνωδία
και την
ανικανότητα να διακρίνει το καλό, αφού η επιθυμία οδηγούσε
την ορμή (της
ψυχής) σε κάτι τέτοιο.
»Παρόμοια και ο σπόρος του θυμού δεν οδήγησε στην ανδρεία,
αλλά εξόπλισε
τους ανθρώπους για πόλεμο εναντίον των ομοφύλων τους. Και η
δύναμη της
αγάπης απομακρύνθηκε από τα νοητά, διότι επιδόθηκε με
υπέρμετρη μανία
στην απόλαυση των αισθητών. Και οι υπόλοιποι σπόροι, με τον
ίδιο τρόπο,
έβγαλαν τους χειρότερους βλαστούς αντί τους καλύτερους.
»Εξαιτίας αυτού ο σοφός γεωργός αφήνει τα ζιζάνια που
φύτρωσαν
μαζί με το φυτό να παραμένουν, από φόβο μήπως ξεριζωθεί μαζί
με τους
άχρηστους βλαστούς εξ ολοκλήρου η επιθυμία, και στερηθούμε
εμείς και τα
καλύτερα. Διότι, αν πάθει η φύση μας κάτι τέτοιο, τί θα
υπάρχει που θα μας
οδηγεί στη σχέση με τα επουράνια; Ή, εάν αφαιρέσουμε την
αγάπη, με ποιό
τρόπο θα ενωθούμε με το Θεό; Εάν πάλι ξεθύμαινε τελείως ο
θυμός, ποιό όπλο
θα έχουμε ενάντιο σ’ αυτόν (διάβολο)που μας πολεμά;
»Αφήνει, λοιπόν, μέσα μας τα άχρηστα σπέρματα ο γεωργός, όχι
για να
κυριαρχήσουν για πάντα στον καλό σπόρο· αλλά, για να
μπορέσει η γη –έτσι
μεταφορικά ονομάζει την καρδιά μας–, με τη φυσική δύναμη που
διαθέτει
–κι αυτή (για την καρδιά μας) είναι το λογικό–, άλλα από τα
βλαστήματα να
ξεράνει και άλλα να τα βοηθήσει να μεγαλώσουν και καρπίσουν.
Κι αν δεν
γίνει αυτό, με τη φωτιά ξεχωρίζει τα γεωργικά προϊόντα.
»Επομένως, εάν κανείς χρησιμοποιήσει αυτές (τις δυνάμεις)
όπως πρέπει: εάν
δηλαδή αυτός κυριαρχεί σ’ εκείνες κι όχι εκείνες σ’ αυτόν·
και αν τις
χρησιμοποιεί σαν συνεργούς, όπως ο βασιλιάς την εργασία των
υπηκόων του,
εύκολα θα πετύχει εκείνο που επιδιώκει η αρετή.
»Εάν όμως υποδουλωθεί σ’ αυτές, όπως οι δούλοι επαναστάτησαν
εναντίον
του κυρίου τους, και αιχμαλωτισθεί υποκύπτοντας υποτιμητικά
στις επιθυμίες
των δούλων και γίνει υποχείριο εκείνων που είναι από τη φύση
στις διαταγές
του, τότε αναγκαστικά θα ξεπέσει προς τα εκεί που θα τον
εκβιάζει
η εντολή αυτών που θα τον υποτάξουν.
»Εάν αυτή είναι κατάσταση αυτών, δεν θεωρούμε καθ’ εαυτές
μήτε αρετή
μήτε κακία αυτές τις δυνάμεις της ψυχής που βρίσκονται κάτω
από την εξουσία
όσων τις χρησιμοποιούν για να ενεργούν ή καλά ή άσχημα. Όταν
η κίνησή τους
χρησιμοποιείται για το καλύτερο, γίνεται αντικείμενο
επαίνων· όπως συνέβη
με την επιθυμία στο Δανιήλ, με το θυμό στο Φινεές και με τη
λύπη σ’ εκείνον
που πενθεί κατά Θεόν. Εάν όμως η ορμή χρησιμοποιείται προς
το χειρότερο,
τότε οι κινήσεις αυτές γίνονται και λέγονται πάθη».
Ενώ έλεγε αυτά, μόλις διέκοψε για λίγο το λόγο της,
εγώ συγκέντρωσα το νου μου σε όσα ειπώθηκαν
και έφερα τη σκέψη μου στην προηγούμενη συζήτηση, στην οποία
είχε
υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν η ψυχή, όταν διαλυθεί το
σώμα,
να παραμένει στα στοιχεία του σώματος.
Και ρώτησα τότε τη δασκάλα: «Πού είναι εκείνο το
πολυθρύλλητο όνομα
του Άδη; Το όνομα που αναφέρεται πολλές φορές και στην
καθημερινότητα
της ζωής και στα συγγράμματα της κοσμικής και χριστιανικής
παιδείας; Και
στον οποίο όλοι νομίζουν ότι οι ψυχές από εδώ μεταφέρονται
σαν δοχείο;
Δεν πιστεύω να έλεγες, βέβαια, "άδη" τα στοιχεία
του σώματος!».
Και η δασκάλα μου απάντησε: «Είναι φανερό ότι δεν πρόσεξες
πολύ όσα είπα.
Διότι όταν αναφέρθηκα στην μετάσταση της ψυχής από τα ορατά
στα αιώνια,
νομίζω ότι δεν παρέλειψα τίποτε σχετικό με το ζήτημα του
άδη.
Διότι, το όνομα αυτό του άδη, στον οποίο λένε ότι πηγαίνουν
οι ψυχές, τίποτε
άλλο δεν μου φαίνεται ότι σημαίνει, τόσο στην κοσμική σοφία
όσο και στην
Αγία Γραφή, παρά την αναχώρηση της ψυχής για το αιώνιο και
αόρατο».
«Και πώς, ρώτησα, ορισμένοι πιστεύουν ότι ονομάζεται έτσι
εκείνος ο υπόγειος
χώρος που φιλοξενεί τις ψυχές τους; Και ότι μοιάζει σαν
τόπος κατάλληλος
να δέχεται τραβώντας προς τον εαυτό του τις ψυχές που ήδη
έφυγαν
από τη ζωή των ανθρώπων».
Απάντησε η δασκάλα: «Σε τίποτε το δόγμα μας δεν θα βλαφτεί
από μια τέτοια
άποψη. Διότι, εάν είναι αλήθεια εκείνο που είπες, ότι δηλαδή
ο ουράνιος
πόλος είναι συνεχής καθ’ εαυτόν και αδιάσπαστος και με τον
κύκλο του
περικλείει τα πάντα και ότι στο μέσον αιωρείται η γη και οι
δορυφόροι της
και ότι η κίνηση γενικά όλων των περιφερομένων γίνεται γύρω
από το
σταθερό και πάγιο αυτό κέντρο· εάν συμβαίνουν όλα αυτά,
υποχρεωτικά ό,τι
συμβαίνει στα στοιχεία που βρίσκονται στο πάνω μέρος της
γης, αυτό πρέπει
να γίνεται και στο κάτω, αφού η μία και ίδια ουσία
περιτρέχει κυκλικά όλο τον
όγκο της.
»Και όπως όταν ο ήλιος φανεί πάνω από τη γη, η σκιά του
σχήματος της
σφαίρας του πέφτει στο κάτω μέρος της γης· διότι αυτό δεν
είναι δυνατόν να
περιληφθεί ολόκληρο στον κύκλο της ακτίνας της γης· αλλά, ο
ήλιος,
ο οποίος συγκεντρώνεται σ’ ένα σημείο, σε όποιο μέρος της
γης
ρίχνει τις ακτίνες του, το διαμετρικά αντίθετο μέρος της γης
προς την άλλη πλευρά, θα είναι σκοτεινό.
Και έτσι, πάντοτε με την πορεία της ηλιακής ακτινοβολίας
συμπορεύεται και
το σκοτάδι του μέρους εκείνου της γης που βρίσκεται αντίθετα
στο φωτιζόμενο·
ώστε, εξίσου και το πάνω μέρος και το κάτω μέρος της γης,
πότε βρίσκεται στο
φως και πότε στο σκοτάδι. Είναι, επομένως, εύλογο να μην
αμφιβάλλουμε ότι
εκείνο που συμβαίνει στο ένα ημισφαίριο της γης, το ίδιο θα
συμβαίνει και στο
άλλο.
»Αφού είναι μία η σύσταση των στοιχείων σε κάθε μέρος της
γης,
νομίζω ότι δεν πρέπει ούτε να διαφωνούμε ούτε να συμφωνούμε
μ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να θεωρήσουμε ή το
πάνω μέρος ή το
μέρω της γης ως τον τόπο όπου τοποθετούνται οι ψυχές μετά
την φυγή από το
σώμα. Εφόσον η θεωρία αυτή δεν αντιτίθεται στην πίστη που
προηγουμένως
είπαμε, ότι δηλαδή οι ψυχές υπάρχουν μετά το θάνατο, δεν θα
διαφωνήσει η
δική μας επιχειρηματολογία για τον τόπο· διότι μόνον τα
σώματα έχουν την
ιδιότητα να καταλαμβάνουν θέση στο χώρο. Η ψυχή είναι
ασώματη και δεν
έχει καμιά ανάγκη από τη φύση της να εγκαθίσταται σε
τόπους».
«Και τί θ’ απαντήσεις, ρώτησα, εάν ο αντιρρησίας παρουσιάσει
τον Απόστολο
που λέει ότι όλη η λογική κτίση, όταν θ’ αποκατασταθούν τα
πάντα, θ’
αποβλέπει σ’ εκείνον που θα κυριαρχεί σε όλα; Και μεταξύ των
άλλων μάλιστα,
στην επιστολή στους Φιλιππησίους, μνημονεύει και κάποια κάτω
μέρη της γης
(καταχθόνια), λέγοντας: "σ’ Αυτόν θα γονατίσουν
(υποταχθούν) τα επουράνια,
τα επίγεια και τα καταχθόνια;"».
«Εμείς, απάντησε η δασκάλα, θα επιμείνουμε στη διδασκαλία
μας, κι αν ακόμη
ακούμε να λένε αυτά· διότι, για το ότι ζει η ψυχή μετά
θάνατο, έχουμε
σύμφωνο και τον αντίπαλο· σχετικά πάλι με τον τόπο που πάει
η ψυχή, όπως
είπαμε παραπάνω, δεν θα διαφωνήσουμε».
«Και τί θα έλεγε κανείς, ρώτησα, σ’ εκείνους που επιθυμούν
να μάθουν την
έννοια αυτής της αποστολικής φράσεως, ακόμη κι αν εσύ
παραμερίζεις την
τοπική σημασία της λέξεως;».
Εκείνη απάντησε: «Δεν νομίζω ότι ο θείος Απόστολος διακρίνει
τοπικά τη
νοερή ουσία (της ψυχής) και ονομάζει ένα μέρος της
επουράνιο, άλλο επίγειο
κι άλλο υπόγειο (καταχθόνιο). Αλλά το λέει, επειδή είναι
τρεις οι καταστάσεις
της φύσεώς μας: στην αρχή εξασφαλίσαμε την ασώματη ζωή, που
την
αποκαλούμε αγγελική· έπειτα, αυτήν που συμπλέκεται με τη
σάρκα την
ονομάζουμε ανθρώπινη· και τέλος, αυτή που διαλύεται, μετά το
θάνατο της
σάρκας.
»Νομίζω, λοιπόν, ότι ο θείος Απόστολος βλέπει, με τον πλούτο
της σοφίας του,
αυτό που παρατηρείται στις ψυχές. Δηλώνει τη συμφωνία όλων
των λογικών
όντων με το αγαθό, που θα γίνει στο μέλλον. Γι’ αυτό
ονομάζει επουράνια την
αγγελική και ασώματη κατάσταση· επίγεια την κατάσταση που
συμφύρεται με
το σώμα· και καταχθόνια αυτήν που ήδη έχει χωριστεί από το
σώμα. Εάν πάλι,
εκτός απ’ όσα είπαμε, πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει κάποια
άλλη λογική φύση,
είτε δαίμονες είτε πνεύματα είτε οτιδήποτε παρόμοιο όνομα
θέλει κάποιος να
δώσει, δεν θα διαφωνήσουμε.
»Διότι, από την κοινή λογική και την παράδοση των Γραφών,
πιστεύουμε ότι
υπάρχει κάποια άλλη φύση έξω από τα ανθρώπινα σώματα·
αυτή συμπεριφέρεται ενάντια στο καλό και προσπαθεί να βλάψει
τους
ανθρώπους. Απομακρύνθηκε με τη θέλησή της από την καλύτερη
κατάσταση.
Και με την απομάκρυνση από το καλό έγινε προσωποποίηση του
εχθρικού
προς αυτό. Αυτήν ακριβώς τη φύση, λένε ότι, καταριθμεί στα
καταχθόνια ο
Απόστολος. Με τη φράση του εκείνη εννοεί ότι, όταν κάποτε,
με την πάροδο
πολλών αιώνων, εξαφανιστεί η κακία, τίποτε δεν θα μείνει
μακριά από το
αγαθό. Τότε η ομολογία της κυριαρχικής εξουσίας του Χριστού
θα γίνει και
από εκείνη (την εχθρική φύση) ομόφωνα.
»Ενώ, λοιπόν, έτσι είναι τα πράγματα, κανείς δεν μας
υποχρεώνει με το όνομα
"καταχθόνια" να εννοούμε τον τόπο κάτω από τη γη
(υπόγειο)· διότι ο αέρας
από παντού περιβάλλει τη γη και κανένα μέρος της γης δεν
μένει έξω από το
περιβάλλον του».
Αφού ανάπτυξε αυτά η δασκάλα, διστάζοντας για λίγο, είπα:
«Δεν κατάλαβα καλά το ζήτημα· ακόμη η σκέψη μου έχει
αμφιβολίες για όσα
είπες, και σε παρακαλώ πάλι η συζήτηση να επανέλθει στο ίδιο
θέμα,
εκτός φυσικά από εκείνα που συμφωνήσαμε.
»Διότι νομίζω ότι, με όσα ειπώθηκαν, όσοι δεν είναι
φανατικοί αντιρρησίες
θα πεισθούν ικανοποιητικά να μην οδηγούν την ψυχή σε
καταστροφή και
ανυπαρξία, μετά τη διάλυση του σώματος· ούτε να θεωρούν ότι
πουθενά, σε
κανένα ον, δεν μπορεί να βρίσκεται η ψυχή, διότι έχει
διαφορετική ουσία από
την (υλική) ουσία των (σωματικών) στοιχείων. Επειδή, κι αν
ακόμη αυτά δεν
έχουν νοερή και άϋλη φύση, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο το να
βρίσκεται η
(νοερή φύση-ψυχή) μέσα σ’ αυτά·
»Η άποψή μας αυτή αποδεικνύεται από δύο γεγονότα: πρώτα από
την παρούσα
ζωή· η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα, αν και στην ουσία είναι
κάτι άλλο από
την ουσία του σώματος· κι έπειτα, από το ότι η θεία φύση,
όπως απέδειξε η
επιχειρηματολογία μας, αν και είναι κάτι άλλο από την
αισθητική και υλική
φύση, όμως βρίσκεται σε καθένα από τα όντα και με την
ανάμιξη μαζί τους τα
συγκρατεί στην ύπαρξη. Επομένως, σύμφωνα μ’ αυτά, μήτε να
θεωρούμε
ότι η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όντα· αλλά, μετατίθεται από
την θεωρούμενη
υλική ζωή στην αιώνια κατάσταση.
»Αλλά, ρώτησα, πώς θα συμβεί αυτό, όταν τα στοιχεία που
συστήνουν το σώμα,
με τη μίξη μεταξύ τους, πάρουν άλλη μορφή από εκείνη με την
οποία έχει
εξοικειωθεί η ψυχή; Διότι, με τη διάλυση των σωματικών
στοιχείων, είναι
εύλογο να χαθεί μαζί και η μορφή. Τότε η ψυχή ποιό σημάδι θ’
ακολουθήσει,
αφού χάθηκε αυτό που της ήταν γνωστό (η μορφή);».
Εκείνη τότε προβληματίστηκε για λίγο, και είπε μετά: «Ας μου
επιτραπεί να
πω ένα υποθετικό παράδειγμα, για ν’ αποσαφηνίσω το ζήτημα,
αν κι αυτό
που θα πω φαίνεται εξωπραγματικό. Ας υποθέσουμε ότι στη
ζωγραφική είναι
δυνατόν ο ζωγράφος, όχι μόνον ν’ αναμιγνύει τα αντίθετα
(συμπληρωματικά)
χρώματα, όπως συνήθως γίνεται για να πετύχει την προσομοίωση
της μορφής
που ζωγραφίζει· αλλά, ότι είναι δυνατόν ο ζωγράφος να
χωρίσει και τα μίγματα
και ν’ αποδώσει στο κάθε χρώμα τη φυσική του βαφή.
Έτσι, λοιπόν, το λευκό, το μαύρο, το κόκκινο, το χρυσό ή
όποιο άλλο χρώμα
αναμίχθηκε για ν’ αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται το χρώμα
του εικονιζομένου,
εάν πάλι χωριστεί από τη μίξη του με το άλλο χρώμα και
απομονωθεί,
πιστεύουμε ότι ο ζωγράφος το ίδιο με πρώτα θ’ αναγνωρίσει
αυτό το είδος του
χρώματος. Με τίποτε δεν θα ξεχάσει ούτε το κόκκινο χρώμα
ούτε το μαύρο,
ακόμη κι όταν, αφού έδωσαν μετά τη μίξη τους ένα άλλο χρώμα,
επανέλθουν πάλι στη φυσική τους βαφή.
Ο ζωγράφος θυμάται τον τρόπο με τον οποίο ανέμιξε τα
χρώματα.
Γνωρίζει ποιό αναμίχθηκε με ποιό και απέδωσε το τάδε χρώμα,
και πώς, όταν σβήστηκε το ένα με τη διάλυση του άλλου, πάλι
επανήλθε στην
αρχική του βαφή. Γνωρίζει επίσης ότι, κι αν πάλι χρειαστεί
με τη μίξη να
ξαναφτιάξει το ίδιο (μεικτό) χρώμα, η εργασία τώρα γίνεται
πιο εύκολη, επειδή
την είχε μελετήσει στην προηγούμενη μίξη.
»Ήδη, πρέπει εμείς να εξετάσουμε, είπε (η δασκάλα), εάν το
παράδειγμα αυτό
έχει εφαρμογή στο θέμα μας. Αντί για την τέχνη της
ζωγραφικής ας τεθεί
για συζήτηση το θέμα της ψυχής· και αντί για τα χρώματα της
ζωγραφικής ας
σκεφτούμε τη φύση των στοιχείων (του σώματος)· η ανάμιξη
πάλι των
πολύχρωμων χρωμάτων και η υποθετική επανασύστασή τους στα
πρωταρχικά
χρώματα, ας υπονοεί από τη μια τη σύνθεση των στοιχείων του
σώματος κι από
την άλλη τη διάλυσή τους.
Όπως, λοιπόν, στο παράδειγμα λέμε ότι ο ζωγράφος δεν ξεχνά
τη βαφή του
χρώματος, όταν μετά την ανάμιξη επανέλθει στην αρχική της
μορφή,
αλλά αναγνωρίζει καλά και το κόκκινο χρώμα και το μαύρο καί
όποιο άλλο,
το οποίο δημιούργησε με την ανάμιξή του με άλλο χρώμα·
γνωρίζει, δηλαδή,
τί είδους χρώμα έγινε με τη μίξη, τί είδους είναι τώρα στη
φυσική του
κατάσταση και τί πάλι θα γίνει, εάν τα χρώματα με τον ίδιο
τρόπο αναμιχθούν
μεταξύ τους.
»Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή, στο σώμα που βρίσκεται,
γνωρίζει τη φυσική
ιδιότητα των στοιχείων που συνενώνονται για τη σύστασή του
ακόμη και μετά
τη διάλυσή τους. Όταν, δηλαδή, η φύση απομακρύνει (με το
θάνατο) το ένα
(στοιχείο) από το άλλο για τις υπάρχουσες αντιθέσεις και
εμποδίζει το καθένα
ν’ αναμιχθεί με το αντίθετό του, η ψυχή όμως εξίσου θα
βρίσκεται στο καθένα·
με τη γνωστική της δύναμη προσεγγίζει τα δικά της και
παραμένει στο καθένα,
έως ότου γίνει πάλι η σύνθεση των χωρισμένων στοιχείων για
ανασύσταση του
διαλυθέντος σώματος, πράγμα το οποίο θα είναι η ανάσταση καί
έτσι ονομάζεται».
Και εγώ είπα: «Μου φαίνεται ότι με όσα είπες άριστα
υποστηρίζεις
την ιδέα της αναστάσεως. Διότι με τα επιχειρήματά σου είναι
δυνατόν οι
αντιτιθέμενοι να πλησιάσουν σιγά σιγά να δεχθούν την πίστη,
και να μη
θεωρούν ότι είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν πάλι τα στοιχεία
και να
ξαναφτιάξουν τον άνθρωπο».
Και η δασκάλα είπε: «Αλήθεια το λες. Διότι είναι δυνατόν ν’
ακούσουμε
τους αντίθετους στα επιχειρήματά μας να λένε ότι, αφού τα
στοιχεία
διαλυθούν, και πάει το καθένα στο στοιχείο με το οποίο
συγγενεύει, τότε με
ποιο τρόπο το θερμό, που υπάρχει και αναμιγνύεται έπειτα με το
καθόλου
θερμό, μπορεί πάλι να χωριστεί από το συγγενικό του στοιχείο
και να συστήσει
ξανά τον άνθρωπο που ανασταίνεται; Διότι, αν δεν επανέλθει
ακριβώς το ίδιο,
αλλά ληφθεί κάτι παρόμοιο και όχι το ακριβώς ίδιο, τότε θα
βγεί άλλος
άνθρωπος στη θέση άλλου. Κι αυτό δεν θα είναι ανάσταση, αλλά
πλάσιμο
καινούργιου (άλλου) ανθρώπου. Εάν όμως πρέπει ο ίδιος
άνθρωπος ν’
αναστηθεί, τότε πρέπει ολόκληρος να επανέλθει στον εαυτό του
και να πάρει
την αρχική φύση του με όλα τα επιμέρους στοιχεία».
«Επομένως, είπα, αυτή η αντίληψη για την ψυχή θα ήταν αρκετή
για
αντίκρουση της ενστάσεως· ότι, δηλαδή, η ψυχή με όσα
στοιχεία συνυφάνθηκε
στην αρχή (που δημιουργήθηκε), μ’ αυτά παραμένει και μετά τη
διάλυση. Έτσι
καθίσταται σαν φύλακας των δικών της (σωματικών στοιχείων)·
και με την
ανάμιξή της με τα ίδιου γένους δεν εγκαταλείπει τα δικά της
με την λεπτή και
και ευκίνητη νοερή δύναμή της· δεν ξεγελιέται σε καμιά
λεπτομέρεια των
στοιχείων, αλλά διαλύεται μαζί με τα δικά της στοιχεία που
πηγαίνουν προς τα
συγγενή τους (στοιχεία)· και δεν δυσκολεύεται να ενωθεί και
πάλι μ’ αυτά,
ενώνονται σε ένα σύνολο (ανασταίνονται). Μένει πάντοτε μαζί
τους, όπου
είναι, και όπως η φύση τα συγκροτεί.
»Κι όταν η δύναμη που οικονομεί τα πάντα (Θεός) δώσει την
εντολή να
συγκεντρωθούν πάλι τα διαλυθέντα στοιχεία, τότε συμβαίνει,
όπως ακριβώς με
τα διάφορα σχοινιά που είναι δεμένα από το ίδιο σημείο· με
τη δύναμη που τα
τραβάει, ενώνονται όλα μαζί. Έτσι, και με τη δύναμη της μιας
ψυχής, που
ελκύει όλα μαζί τα διαφορετικά στοιχεία, με μιας με τη
σύνθεση των
στοιχείων της ψυχής, συγκροτείται η δομή του σώματός μας
μέσω της ψυχής·
διότι, το κάθε στοιχείο της ψυχής συνδέεται κατάλληλα με το
παλιό και
συνηθισμένο στοιχείο του σώματος και συνάπτεται με το γνωστό
του».
«Αλλά κι αυτό το παράδειγμα, πρόσθεσε η δασκάλα,
δικαιολογημένα θα
μπορούσε να προστεθεί στα όσα είπαμε· για ν’ αποδειχθεί ότι
η ψυχή δεν
δυσκολεύεται πολύ να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία το δικό
της
από το ξένο. Για παράδειγμα, ας προσφέρουμε σ’ ένα κεραμέα
πηλό,
και μάλιστα να του δώσουμε πολύ, από τον οποίο ένα μέρος ήδη
έχει
χρησιμοποιηθεί για κατασκευή σκευών, και το υπόλοιπο στο
μέλλον. Και τα
σκεύη ας μην έχουν το ένα με το άλλο το ίδιο σχήμα· άλλο να
είναι πιθάρι,
άλλο αμφορέας ή πινάκιο ή τριβλίο ή κάτι άλλο απο τα
αναγκαία στην
καθημερινή χρήση· ας υποθέσουμε ακόμη ότι όλα αυτά δεν
ανήκουν σ’ έναν,
αλλά το καθένα έχει τον κάτοχό του.
»Αυτά, λοιπόν, τα σκεύη όσο διατηρούνται, οι κάτοχοί τους τα
αναγνωρίζουν·
και να σπάσουν όμως πάλι, οι κτήτορές τους θα τ’
αναγνωρίσουν στον ίδιο
βαθμό από τα κομμάτια τους· θα δείχνουν ποιό ανήκει στο
πιθάρι και ποιό
είναι κομμάτι του ποτηρίου. Κι αν κάτι αναμιχθεί με τον
ακατέργαστο πηλό,
τότε η αναγνώριση του ήδη κατεργασμένου πηλού γίνεται
αλάνθαστα από τον
ακατέργαστο.
»Έτσι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το σκεύος·
πλάστηκε από τη συνδρομή των στοιχείων της κοινής ύλης, αλλά
με την
ιδιαίτερη μορφή του παρουσιάζει μεγάλη διαφορά προς τους
ομογενείς του.
Όταν το ανθρώπινο σκεύος διαλυθεί, η ψυχή που κατέχει το
σκεύος (σώμα) το
αναγνωρίζει και από τα λείψανά του· διότι δεν απομακρύνεται
από το δικό της
σκεύος ούτε στη διάλυση των κομματιών του ούτε αν αναμιχθεί
με την
ακατέργαστη ύλη των στοιχείων· αλλά, πάντοτε (η ψυχή) αναγνωρίζει
το δικό
της σκεύος όπως ήταν ενωμένο σε ενιαία μορφή· ακόμη και μετά
διάλυσή του
δεν λαθεύει στην αναγνώριση του δικού της σκεύους, διότι την
οδηγούν τα
εναπομείναντα σημάδια στα λείψανά του.
Αφού αποδέχτηκα εγώ όσα είπε, ότι εξυπηρετούν απόλυτα και
ορθά το ζήτημα
που εξετάζουμε, είπα: «αυτά πράγματι είναι καλό έτσι να τα
λέμε και
να τα πιστεύουμε. Εάν όμως κάποιος φέρει ως αντίλογο τη
διήγηση του
Κυρίου στο Ευαγγέλιο σχετικά με τον άδη, και υποστηρίξει ότι
δεν συμφωνεί
με τα αποτελέσματα της συζητήσεως, ποιά απάντηση θα πρέπει
να δώσουμε
σ’ αυτόν;».
Η δασκάλα απάντησε: «Ο λόγος παρουσιάζει την ευαγγελική
διήγηση πιο
υλιστική· αφήνει όμως πολλές υπόνοιες, με τις οποίες
προσκαλεί τον γνώστη
ερευνητή σε υψηλότερη θεωρία. Διότι εκείνος που χωρίζει με
μεγάλο χάσμα
το κακό από το αγαθό, και κάνει τον άνθρωπο που υποφέρει να
επιθυμεί μια
σταγόνα νερού που θα του δοθεί με το δάχτυλο, και
παρουσιάζει τον τόπο του
πατριάρχη ως τόπο αναπαύσεως για τον ταλαιπωρημένο στην
παρούσα ζωή
και διηγείται πρώτα απ’ όλα το θάνατο και την ταφή τους (του
πλούσιου και
του φτωχού Λαζάρου), αυτός (με όλα αυτά) οδηγεί το συνετό
ακροατή πολύ
πιο πέρα από έναν επιπόλαιο προβληματισμό.
»Διότι ποιά μάτια σηκώνει ψηλά στον άδη ο πλούσιος, αφού
άφησε ήδη τα
σωματικά μέσα στον τάφο; Πώς πάλι η ασώματη ύπαρξη
αισθανόταν φωτιά;
Ποιά γλώσσα, επίσης, επιθυμεί να δροσίσει με τη σταγόνα του
νερού, αφού
δεν έχει πλέον σάρκινη γλώσσα; Ποιό δάχτυλο υπάρχει για να
του φέρει τη
σταγόνα (του νερού); Ποιός πάλι είναι αυτός ο κόλπος της
αναπαύσεως;
»Διότι, αφού τα σώματα είναι στους τάφους, και η ψυχή δεν
είναι ούτε στο
σώμα ούτε συνίσταται σε μέρη, είναι αδύνατον ν’
ανταποκριθούν στην αλήθεια
τα στοιχεία της διηγήσεως, εάν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα.
Εκτός εάν
εξηγήσει κανείς το καθένα με αλληγορική σημασία· έτσι, χάσμα
νοείται όχι
απόσταση γης, αλλά αυτό που εμποδίζει την επαφή των
αντιθέτων· διότι, ποιά
δυσκολία εμποδίζει την ασώματη και νοερή ύπαρξη να διαβεί το
χάσμα, όσο
μεγάλο κι αν είναι; Καθόσον αυτό που είναι νοερό στη φύση
του, βρίσκεται
όπου θέλει αχρόνως».
«Τί είναι, λοιπόν, ρώτησα, η φωτιά, το χάσμα και τα υπόλοιπα
της διηγήσεως,
εάν δεν είναι εκείνα που λέγονται;».
«Μου φαίνεται, απάντησε εκείνη, ότι με το καθένα απ’ αυτά
δηλώνει το
Ευαγγέλιο κάποια δόγματα για τα ζητήματα της ψυχής.
Διότι, όταν ο πατριάρχης είπε πρώτα στον πλούσιο, ότι
απόλαυσες στην επίγεια
ζωή σου το μερίδιο των αγαθών, και για το φτωχό είπε το
ίδιο, ότι δηλαδή
και αυτός στην επίγεια ζωή του ξεπλήρωσε το καθήκον της
δοκιμασίας
των θλίψεων· κι έπειτα, όταν φέρνει το λόγο για το χάσμα,
ότι δηλαδή μεταξύ
τους χωρίζονται με αγεφύρωτη απόσταση, νομίζω ότι με όλα
αυτά τα λόγια
υπονοεί κάποιο σπουδαίο δόγμα.
»Και κατά τη δική μου αντίληψη, το δόγμα είναι το εξής: η
ζωή των ανθρώπων
ήταν μονόπλευρη· μονόπλευρη εννοώ ότι ήταν στραμμένη μόνο
στο αγαθό,
και δεν είχε καμία ανάμιξη με το κακό. Την αλήθεια αυτή την
αποδεικνύει
ο πρώτος νόμος του Θεού· αυτός έδινε εντολή στον άνθρωπο
στον παράδεισο να γεύεται όλα τα αγαθά·
απαγόρευε μόνον εκείνο τον καρπό, ο οποίος ήταν μικτός στη
φύση του,
αποτελούμενος και από το κακό και από το καλό. Στον παραβάτη
επέβαλε
ως τιμωρία το θάνατο.
»Ο άνθρωπος, βέβαια, ελεύθερα με την αυτεξούσια θέλησή του
εγκατέλειψε
την απείραχτη από το κακό κατάστασή του και διάλεξε την
ανάμικτη ζωή από
τα αντίθετα. Η θεία πρόνοια όμως δεν άφησε αδιόρθωτη την
απερισκεψία
μας. Αλλά, επειδή για τους παραβάτες του νόμου επακολούθησε
υποχρεωτικά
ο θάνατος που ορίστηκε ως τιμωρία· και χώρισε στα δύο την
ανθρώπινη ζωή,
σ’ εκείνη μέσα στο σώμα και σ’ αυτήν έξω από το σώμα, που
ακολουθεί μετά·
(ο Θεός όμως) τη χρονική διάρκεια (των δύο καταστάσεων) δεν
την όρισε ίση,
αλλά την πρώτη (επίγεια ζωή) την όρισε να διαρκεί πολύ
σύντομο χρόνο· την
άλλη όμως την παρέτεινε στην αιωνιότητα. Από αγάπη για τον
άνθρωπο έδωσε
την εξουσία ώστε, εάν κάποιος θέλει, να εκλέγει το ένα από
τα δύο, εννοώ το
καλό και το κακό· να ζήσει, δηλαδή, ή τη σύντομο και
προσωρινή παρούσα ζωή
ή αυτήν που πάει στους απέραντους αιώνες και δεν έχει τέλος.
»Επειδή όμως το καλό και το κακό λέγονται με την ίδια
ονομασία,
και το καθένα από τα δύο έχει διπλή έννοια, την νοητική και
την αισθητική,
ορισμένοι θεωρούν ως αγαθό αυτό που φαίνεται ευχάριστο στις
αισθήσεις.
Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αγαθό είναι και καλείται αυτό το
οποίο θεωρεί
ως αγαθό μόνον ο νους.
Όσοι, λοιπόν, έχουν απαίδευτο το λογισμό τους, διότι δεν
σκέφτεται
το αγαθό, αυτοί από λαιμαργία ξοδεύουν στην παρούσα ζωή τους
τα καλά αγαθά που αναλογούν στη φύση τους· δεν αποταμιεύουν
τίποτε
για την άλλη ζωή. Αντίθετα, εκείνοι που εξοικονομούν τη ζωή
τους με
διάκριση και σωφροσύνη, ενοχλούνται στην σύντομη παρούσα ζωή
από τις λυπηρές εμπειρίες των αισθήσεων· αποταμιεύουν όμως
τα αγαθά
για τη μέλλουσα ζωή, ώστε η καλύτερη τύχη να παρατείνεται
γι’ αυτούς μαζί
με την αιωνιότητα.
»Αυτό είναι, λοιπόν, σύμφωνα με την άποψή μου, το χάσμα, το
οποίο δεν
σχηματίζεται επειδή χωρίζεται στα δύο η γη, αλλά το
δημιουργεί η επιλογή της
ζωής που διαιρείται σε αντίθετες προτιμήσεις. Εκείνος που
διάλεξε εφάπαξ την
απόλαυση στην παρούσα ζωή και δεν μετανόησε για να
θεραπεύσει την
απερισκεψία του, έκανε απροσπέλαστο για τον εαυτό του τον
τόπο των αγαθών
στην άλλη ζωή· δημιούργησε σε βάρος του την αξεπέραστη αυτή
κατάσταση,
σαν κάποια αχανή και αδιάβατη χαράδρα.
»Γι’ αυτό, μου φαίνεται ότι και την αγαθή κατάσταση της
ψυχής την ονομάζει
ο (εαυγγελικός) λόγος κόλπο του Αβραάμ, στον οποίο
αναπαύεται ο αθλητής
της υπομονής. Διότι πρώτος απ’ όλους τους ανθρώπους αυτός ο
πατριάρχης
λέγεται ότι προτίμησε την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών αντί
για την
απόλαυση των παρόντων. Αυτός στερήθηκε όλα τα αγαθά που είχε
στην αρχή
της ζωής του, και ζούσε ανάμεσα σε ξένους· εξασφάλισε έτσι,
με την
κακοπάθεια της παρούσης ζωής, τη μελλοντική μακαριότητα.
»Όπως ακριβώς, λοιπόν, ονομάζουμε καταχρηστικά ένα ορισμένο
μέρος της
θάλασσας κόλπο, έτσι, μου φαίνεται, ο (ευαγγελικός) λόγος με
το όνομα του
κόλπου υπονοεί τα αμέτρητα εκείνα αγαθά. Διότι στον κόλπο,
όλοι όσοι
διακινδυνεύουν με την άσκηση των αρετών την παρούσα ζωή,
όταν θα φύγουν
απ’ αυτήν, θ’ αράξουν τις ψυχές τους στον κόλπο των αγαθών,
σαν ασφαλές
λιμάνι. Για τους υπόλοιπους, όμως, αυτή η στέρηση των αγαθών
που υπάρχουν
εκεί (στον κόλπο) γίνεται φλόγα που καίει την ψυχή τους·
έχει ανάγκη (η ψυχή
τους) κάποια σταγόνα από το πέλαγος των αγαθών που
κατακλύζουν τους
δικαίους, για να παρηγορηθεί· αλλά δεν το πετυχαίνει.
»Ακούοντας, επίσης, στον (ευαγγελικό) λόγο για τα ασώματα,
ονόματα όπως
γλώσσα, οφθαλμός, δάχτυλο και την παρόμοια σχετική ορολογία
για το
σώμα, θα παραδεχθείς ότι αυτά – εάν εξετάσεις την έννοια των
ονομάτων–
συμφωνούν με όσα στοχαστήκαμε για το θέμα της ψυχής. Διότι,
όπως η
συνδρομή όλων των στοιχείων του σώματος συγκροτεί την ουσία
του,
έτσι είναι εύλογο η ίδια αιτία (συνδρομή) να ολοκληρώνει τη
φύση των μερών,
που αποτελούν το σώμα.
»Εάν, λοιπόν, παραβρίσκεται η ψυχή στα στοιχεία του σώματος,
τα οποία
αναμίχθηκαν με το σύμπαν (μετά θάνατο), τότε όχι μόνο θα
γνωρίσει όλο το
πλήθος των στοιχείων που συνέθεσαν το σώμα, και θα βρίσκεται
σ’ αυτά· αλλά,
θα γνωρίσει και την ιδιαίτερη σύσταση κάθε μέρους του
συνόλου, δηλαδή με
ποιά μόρια των στοιχείων σχηματίστηκαν τα μέλη του σώματός
μας. Δεν είναι,
λοιπόν, παράδοξο η ψυχή, που βρίσκεται σ’ όλο το σύνολο της
συνθέσεως των
στοιχείων, να βρίσκεται και σε κάθε μόριο. Έτσι, βλέποντας
κανείς τα στοιχεία,
στα οποία μέσα υπάρχουν δυνάμει τα ιδιαίτερα μέλη του
σώματος, δεν θα
κάνει σφάλμα να εννοήσει ότι η Γραφή για αυτά ομιλεί όταν
αναφέρεται, μετά
τη διάλυση του σώματος, σε δάχτυλο, οφθαλμό, γλώσσα και σ’
όλα τα
υπόλοιπα μέλη.
»Εάν, λοιπόν, η εξέταση του καθένα (στοιχείου) μεταφέρει το
νου μακριά από
σωματική εκδοχή της διηγήσεως, είναι εύλογο και η αναφορά
τώρα σε άδη,
να μην υπονοεί κάποιον τόπο που έχει αυτό το όνομα, αλλά να
εννοεί μια
κατάσταση βίου, αιώνια και ασώματη· σ’ αυτήν, μας διδάσκει η
Γραφή, ζει
η ψυχή.
»Αλλά, στη διήγηση για τον πλούσιο και το φτωχό (Λάζαρο),
καί κάποιο άλλο
δόγμα μαθαίνουμε, το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα με όσα
εξετάσαμε.
Παρουσίασε (η διήγηση) εκείνο τον εμπαθή και φιλόσαρκο
(πλούσιο), όταν
είδε ότι η καταδίκη του ήταν αναπόφευκτη, να φροντίζει για
τους συγγενείς του
που ήταν στη γη, ώστε να κάμουν το ορθό· και ο Αβραάμ
απάντησε ότι ο Θεός
δεν άφησε αφρόντιστη την επίγεια ζωή των ανθρώπων· αλλά
μπορούν, εάν
θέλουν,να γνωρίσουν την ορθή ζωή από τη διδασκαλία του νόμου
και των
προφητών. (Ο πλούσιος) όμως εξακολουθεί να παρακαλεί τον
δίκαιο (Αβραάμ),
λέγοντας ότι η διδασκαλία θα έχει αποτέλεσμα μόνο με τρόπο
θαυματουργικό,
εάν δηλαδή κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους
διδάξει».
«Ποιό δόγμα, λοιπόν, ρώτησα, υπάρχει σ’ αυτή τη διήγηση;».
«Η ψυχή του Λαζάρου, απάντησε εκείνη, δεν ενδιαφέρεται για
τα παρόντα
και δεν επιστρέφει σε τίποτε απ’ όσα άφησε πίσω της στη γη·
ο πλούσιος όμως
είναι προσκολλημένος σαν ιξός στη σαρκική ζωή ακόμη και μετά
το θάνατο·
απ’ αυτήν δεν απαλλάχτηκε τελείως κι όταν έπαψε να ζει, αλλά
ακόμη
φροντίζει για τη σάρκα και το αίμα·
αφού παρακαλεί ν’ απαλλαγούν οι συγγενείς του από τα κακά,
είναι φανερό
ότι δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί από τις γήϊνες φροντίδες. Με
όλες αυτές τις
διηγήσεις, θεωρούμε ότι ο Κύριος θεμελιώνει το εξής δόγμα:
αυτοί που
ζουν ακόμη τη σαρκική ζωή πρέπει, με την ενάρετη βιοτή τους,
ν’ απομακρύνονται κάπως και να ξεφεύγουν από τη σχέση με τη
σάρκα,
ώστε μετά το θάνατο να μην έχουν ανάγκη από κάποιον άλλο
θάνατο, ο οποίος
θα καθαρίσει τα υπολείμματα της σαρκικής ζωής. Αλλά, όπως
έσπασαν τα
δεσμά της ψυχής, να της γίνει εύκολος και άνετος ο δρόμος
προς το αγαθό
και κανένα σωματικό βάρος να μην την αποσπά.
»Όποιος γίνει εντελώς σαρκικός στη σκέψη του και αφιερώνει
κάθε κίνηση
και ενέργεια της ψυχής στα θελήματα της σάρκας, αυτός, κι
όταν ακόμη βγει
έξω από τη σάρκα του, δεν αποχωρίζεται τα πάθη της. Όπως
εκείνοι που έχουν
μείνει αρκετό καιρό στους πιο βρωμερούς τόπους, ακόμη κι
όταν φύγουν από
κει και έλθουν στον καθαρό αέρα, δεν απαλλάσσονται από τη
δυσοσμία της
βρώμας, την οποία συνήθισαν λόγω της μακράς διαμονής τους σ’
αυτήν.
»Έτσι, όταν γίνει η μεταφορά προς την αιώνια και αόρατη ζωή,
δεν είναι
δυνατόν αυτοί που αγαπούν τη σάρκα να μην ελκύονται με
οποιονδήποτε τρόπο
από τη δυσοσμία της σαρκικής ζωής. Απ’ αυτό η οδύνη τους
γίνεται βαρύτερη,
επειδή η ψυχή απ’ αυτήν την κατάσταση γίνεται περισσότερο
υλόφρονη.
Νομίζω μάλιστα ότι συμφωνεί μ’ αυτή την άποψή μου αυτό που
λένε ορισμένοι,
ότι δηλαδή πολλές φορές εκεί που βρίσκονται τα σώματα
(τάφοι) φαίνονται
σκιές φαντασμάτων των νεκρών.
»Εάν πράγματι γίνεται κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται έτσι η
προσκόλληση της
ψυχής στην σαρκική ζωή περισσότερο από το πρέπον· έτσι ώστε,
κι όταν βγει
από τη σάρκα, να μη θέλει ν’ αποχωριστεί καθαρά απ’ αυτήν,
ούτε να δέχεται
την ολοκληρωτική αλλαγή της στην κατάσταση της αιωνιότητας·
αντίθετα, να παραμένει ακόμη, και μετά τη διάλυση, στη
σωματική μορφή
και, ενώ είναι ήδη έξω από το σώμα, να περιφέρεται με
νοσταλγία στους
τόπους της υλικής ζωής και εκεί να αναστρέφεται».
Εγώ τότε, αφού συλλογίστηκα για λίγο και σκέφτηκα την έννοια
των λόγων
της, είπα: «Μου φαίνεται, με όσα ειπώθηκαν, προκύπτει κάποια
αντίφαση
στα θέματα που συζητήθηκαν για τα πάθη. Διότι, νομίσαμε ότι
αυτά
τα κινήματα των παθών, τα οποία απαρίθμησες στην προηγούμενη
συζήτησή μας, όπως ο θυμός, ο φόβος, η ηδονή, η επιθυμία και
τα παρόμοια,
ενεργούν στην ψυχή μας εξαιτίας της συγγένειάς της με τα
άλογα. Παράλληλα
όμως είπες ότι η καλή χρήση τους (των παθών) είναι αρετή,
ενώ η σφαλερή
κακία· και πρόσθεσες ακόμη στη συζήτηση ότι και κάθε άλλο
(πάθος)
συμβάλλει στον ενάρετο βίο, διότι με την επιθυμία
ανεβαίνουμε προς το Θεό,
σαν να αναρριχόμαστε προς Αυτόν με μια αλυσίδα κάτω
από τη γη. ΝοΝομίζω,
λοιπόν, ότι τα επιχειρήματα (του λόγου σου) αντιφάσκουν με
το συμπέρασμα».
«Πώς το λες αυτό;», με ρώτησε εκείνη.
«Αφού με την κάθαρση, απάντησα, σβήνει μέσα μας κάθε άλογη
κίνηση,
είναι επόμενο ότι δεν υφίσταται καθόλου ούτε η επιθυμία· κι
αφού δεν υπάρχει
αυτή, δεν υπάρχει επιθυμία ούτε για τα καλύτερο (αγαθό)·
διότι δεν έμεινε
στην ψυχή καμιά κίνηση (πάθος), που να την διεγείρει να
επιθυμεί τα αγαθά».
«Στην αντίρρηση αυτή, είπε εκείνη, απαντάμε το εξής: η
θεωρητική και
διακριτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα της θεοείδειας της
ψυχής· διότι και το
Θεό με αυτές τον αντιλαμβανόμαστε. Εάν, λοιπόν, είτε με τον
πνευματικό
αγώνα της παρούσης ζωής είτε με την κάθαρση μετά απ’ αυτήν,
ελευθερωθεί
η ψυχή από την εξάρτησή της από τα άλογα πάθη, τότε τίποτε
δεν την
αποκλείει από τη θεωρία του καλού. Διότι το καλό από τη φύση
του ελκύει
καθέναν που προσβλέπει σ’ αυτό. Εάν, λοιπόν, η ψυχή
καθαριστεί από κάθε
κακία, σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στο καλό. Και καλό στη φύση
του είναι το
Θείο, στο οποίο η ψυχή θα προσδένεται με την καθαρότητά της
όπως
συνδέεται με συγγενή της.
»Εάν, λοιπόν, γίνει αυτό, τότε δεν θα μας χρειάζεται πλέον η
λειτουργία της
επιθυμίας, για να μας οδηγήσει στο καλό. Μόνον όποιος
βρίσκεται στο
σκοτάδι, αυτός επιθυμεί το φως. Εάν όμως βρεθεί στο φως, την
επιθυμία
διαδέχεται η απόλαυση· και η κυριαρχία της απολαύσεως θα
καταστήσει
αργή και άχρηστη την επιθυμία.
»Καμία, λοιπόν, ζημία δεν θα έχει η ψυχή στη μετοχή της στο
αγαθό,
εάν απελευθερωθεί από τέτοια κινήματα (των παθών)· θα
επανέλθει πάλι
στον εαυτό της και θα δει ακριβώς την ύπαρξή της, ποιά
ακριβώς είναι·
και, σαν σε καθρέφτη που απεικονίζει, θα βλέπει με το δικό
της κάλλος
το αρχέτυπό της.
»Πράγματι, σ’ αυτό ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι
αποτυπώνεται η ακριβής
ομοίωση με το Θεό· να μιμείται δηλαδή, όσο γίνεται, η δική
μας ψυχή την
ανωτέρή μας ύπαρξη. Διότι η φύση (του Θεού), που υπάρχει
πάνω από κάθε
(κατα)νόηση, βρίσκεται μακριά από τις δικές μας αντιλήψεις·
διάγει τη ζωή της
με διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως εμείς ζούμε την παρούσα
ζωή. Διότι εμείς
οι άνθρωποι, επειδή η φύση μας βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση,
πηγαίνουμε εκεί
που μας οδηγεί η ορμή της προαιρέσεώς μας· η ψυχή όμως, θα
έλεγε κανείς,
δεν διάγει το επόμενο στάδιο της υπάρξεώς της όπως και το
προηγούμενο.
»Διότι η ελπίδα καθοδηγεί (την ψυχή) στην κίνησή της προς τα
μπρος, ενώ η
μνήμη διαδέχεται την ελπίδα, όταν προχωρήσει η κίνηση προς
τα μπρος. Αλλά,
εάν βέβαια η ελπίδα οδηγεί την ψυχή σ’ αυτό που είναι καλό
από τη φύση του,
τότε η κίνηση της προαιρέσεως χαράσσει στη μνήμη ίχνος
ευχάριστο. Εάν
όμως ο άνθρωπος αποτύχει στην επιδίωξη του καλύτερου, επειδή
η ελπίδα
ξεγέλασε την ψυχή με ψεύτικο κάλλος, η μνήμη, που ακολουθεί
τα γεγονότα,
γίνεται αιτία ντροπής. Και έτσι γίνεται μέσα στην ψυχή
εμφύλιος πόλεμος· η
μνήμη μάχεται ενάντια στην ελπίδα, επειδή έγινε κακός οδηγός
της προαιρέσεως.
Τέτοια πράγματι έννοια έχει σαφώς το πάθος της ντροπής,
όταν η ψυχή πληγώνεται από το αποτέλεσμα· χρησιμοποιεί τη
μετάνοια
σαν μαστίγιο εναντίον της αθέλητης ορμής και προκαλεί σε
συμμαχία
τη λησμονιά ενάντια στη λύπη. Αλλά σε μας βέβαια η φύση,
επειδή είναι
φτωχή από το καλό, πάντοτε τρέχει προς αυτό που της λείπει·
και αυτός ο
πόθος του ελλείποντος αποτελεί την ίδια την επιθυμητική
διάθεση της φύσεώς
μας· η οποία, είτε σφάλλει από απειρία να φτάσει το όντως
καλό, είτε
πετυχαίνει εκείνο που είναι καλό.
»Η φύση πάλι (Θεός) που ξεπερνά κάθε έννοια του αγαθού και
κάθε δύναμη,
επειδή δεν έχει ανάγκη κανένα από εκείνα που θεωρούνται
αγαθά,
αποτελεί η ίδια την πληρότητα όλων των αγαθών. Δεν βρίσκεται
στο καλό
γιατί μετέχει σε κάποιο καλό, αλλά η ίδια είναι η φύση του
καλού,
οτιδήποτε κι αν υποθετεί ο νους ότι είναι το καλό. Αυτή η
φύση δεν δέχεται για
τον εαυτό της την κίνηση της ελπίδος –διότι η ελπίδα
κινείται μόνον προς αυτό
που δεν υπάρχει· "αυτό όμως που το έχει κάποιος, γιατί
να το ελπίζει;", λέει ο
Απόστολος. Ούτε πάλι χρειάζεται την ικανότητα της μνήμης για
να γνωρίζει
ακριβώς τα όντα· διότι αυτό που βλέπει, δεν έχει ανάγκη να
το θυμάται.
»Επειδή, λοιπόν, η θεία φύση είναι πέρα από κάθε αγαθό –και
το αγαθό βέβαια
αγαπά το αγαθό–, γι’ αυτό βλέποντας μέσα της και ό,τι έχει
θέλει και ό,τι θέλει
έχει· δεν δέχεται τίποτε απέξω για τον εαυτό της, ενώ έξω
απ’ αυτήν δεν
υπάρχει τίποτε εκτός από την κακία, η οποία –όσο κι αν είναι
παράδοξο να το
πούμε– έχει την ύπαρξή της στην ανυπαρξία. Διότι τίποτε άλλο
δεν γεννά την
κακία παρά η στέρηση του όντος. Και αυτό που όντως είναι ον
(ύπαρξη) είναι
η φύση του αγαθού. Και ό,τι δεν βρίσκεται στην ύπαρξη (δεν
είναι ον),
βρίσκεται στην ανυπαρξία.
»Όταν, λοιπόν, και η ψυχή πετάξει από πάνω της όλα τα
διάφορα κινήματα
(πάθη) της φύσεως και γίνει όμοια με τη θεία φύση· όταν
ξεπεράσει την
επιθυμία και βρίσκεται εκεί που προηγουμένως την οδηγούσε η
επιθυμία· τότε,
δεν επιτρέπει πλέον τίποτε στον εαυτό της, ούτε την ελπίδα
ούτε τη μνήμη, διότι
κατέχει αυτό που ελπίζει. Η ασχολία πάλι για την απόλαυση
των αγαθών
αποβάλλει τη μνήμη από το νου. Και έτσι μιμείται την
υπεροχική ζωή που έχει
αποτυπωθεί από τις ιδιότητες της θείας φύσεως· ώστε, τίποτε
άλλο να μην
επιδιώκει παρά μόνον την αγάπη, η οποία από τη φύση της
βλαστάνει
μαζί με το αγαθό. Διότι αγάπη είναι το εξής, η εσωτερική
σχέση
προς το επιθυμητό.
»Όταν, λοιπόν, η ψυχή γίνει απλή και έχει μόνο ένα πάθος
(αγάπη) και είναι
περίπου όμοια με τη θεία φύση, θα βρει πράγματι ένα απλό και
άϋλο αγαθό,
που είναι το μόνο αγαπητό και επιθυμητό. Ενώνεται και
αναμειγνύεται
(η ψυχή), με την αγαπητική διάθεση και ενέργειά της, μ’ αυτό
(αγαθό=Θεός)·
εκτυπώνει την μορφή της σύμφωνα μ’ αυτό, που πάντοτε νοείται
και υπάρχει.
Γίνεται, με την ομοίωση του αγαθού, ό,τι ακριβώς είναι η
φύση αυτού στο
οποίο μετέχει. Επειδή εκείνο (το αγαθό=Θεός) δεν έχει καμιά
επιθυμία, διότι
δεν του λείπει κανένα από τα αγαθά, είναι επόμενο και η ψυχή
να γίνεται
κι αυτή ανενδεής· διώχνει από πάνω της την επιθυμητική
κίνηση και
διάθεση, η οποία τότε μόνον υφίσταται, όταν απουσιάζει το
αντικείμενο του
πόθου.
»Στο δόγμα αυτό μας οδηγεί και ο θείος Απόστολος (Παύλος),
ο οποίος προανήγγειλε παύση και καταστολή όλων των
ενεργημάτων που
υπάρχουν τώρα μέσα μας και μας κατευθύνουν στο αγαθό· μόνο
για την αγάπη
δεν υπάρχει τέλος. Διότι, είπε, οι προφητείες θα καταργηθούν
και τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς θα σταματήσουν· η αγάπη
όμως ποτέ δεν
πέφτει· πράγμα που σημαίνει ότι (η αγάπη) πάντοτε μένει η
ίδια. Αλλά,
λέγοντας ότι θα παραμείνουν μαζί με την αγάπη η πίστη και η
ελπίδα, πάλι
αυτήν, δικαιολογημένα, τοποθετεί επικεφαλής. Διότι η ελπίδα
ενεργεί μέχρις
ότου δεν έχει έλθει η απόλαυση των ελπιζομένων· και η πίστη
παρόμοια
γίνεται στήριγμα της αβεβαιότητας των ελπιζομένων. Γι’ αυτό
και έδωσε τον
ορισμό της, λέγοντας: "πίστη είναι υπόσταση
(πραγμάτωση) όσων ελπίζουμε".
»Όταν όμως εκπληρωθεί αυτό που ελπίζουμε και όλες οι άλλες
(αρετές)
καταργούνται, τότε μένει μόνον η ενέργεια της αγάπης, χωρίς
να βρίσκει
διάδοχό της. Γι’ αυτό και (η αγάπη) είναι πρώτη σ’ όλα τα
επιτεύγματα
των αρετών και των εντολών του (θείου) νόμου.
Εάν, λοιπόν, φτάσει κάποτε η ψυχή σ’ αυτό το τέρμα, τότε δεν
θα έχει ανάγκη
τις άλλες αρετές, επειδή θα έχει πραγματώσει τον ανώτατο
σκοπό των όντων
και μόνη της θα φαίνεται ότι διατηρεί μέσα της τα
χαρακτηριστικά της θείας
μακαριότητας.
»Διότι η ζωή της άνω (θείας) φύσεως είναι αγάπη· επειδή το
καλό είναι
αγαπητό σ’ εκείνους που το γνωρίζουν, και ο Θεός πάλι
γνωρίζει τον εαυτό του·
γι’ αυτό, και η γνώση αυτή είναι αγάπη. Διότι, είναι καλό
από τη φύση του
αυτό που γνωρίζεται· και το αληθινά καλό δεν το αγγίζει η
ύβρις του
χορτασμού. Εφόσον, λοιπόν, ο χορτασμός δεν διακόπτει τη
σχέση της αγάπης
προς το καλό, πάντοτε η θεία ζωή θα ενεργεί με την αγάπη, η
οποία είναι από
τη φύση της καλή, και αγαπά αυτό που από τη φύση του είναι
καλό·
η ενέργεια της αγάπης δεν έχει όριο, διότι ούτε του καλού
υπάρχει τέρμα,
ώστε η αγάπη να τερματίζει στο τέρμα του καλού.
Διότι το καλό σταματά μόνον από το αντίθετό του. Όπου όμως η
φύση δεν
αποδέχεται το κακό, τότε το αγαθό θα προχωρεί στό ατελείωτο
και απεριόριστο.
»Επειδή, λοιπόν, κάθε φύση ελκύει τα συγγενή της –και ο
άνθρωπος συγγενεύει
κάπως με το Θεό, διότι αποτελεί ο εαυτός του εικόνα (μίμηση)
του αρχετύπου–,
υποχρεωτικά η ψυχή έλκεται προς το θείο και συγγενικό της
(Ον).
Πρέπει βέβαια οπουδήποτε και οπωσδήποτε να αποδοθεί στο Θεό
το δικό του.
Εάν, λοιπόν, η ψυχή είναι ελαφριά και απλή, χωρίς να την
πιέζει κανένα
σωματικό βάρος, τότε η προσκόλλησή της προς αυτό που την
ελκύει γίνεται
ευχάριστη και εύκολη.
»Εάν, όμως, (η ψυχή) είναι προσηλωμένη στα υλικά με τα
καρφιά των βιωτικών
φροντίδων, τότε παθαίνει κάτι ανάλογο με τα σώματα τα
καταπλακωμένα από
χώματα στην περίπτωση των σεισμών. Και ας υποθέσουμε ότι τα
σώματα δεν
έχουν μόνο πάνω τους το βάρος των συνεπειών του σεισμού,
αλλά ορισμένα
έχουν τρυπηθεί κιόλας με βέλη και ξύλα που ήταν μέσα στα
χώματα· κάτι
τέτοιο είναι φυσιολογικό να συμβαίνει στα σώματα που
βρίσκονται σ’ αυτή την
κατάσταση και τα ανασύρουν οι συγγενείς τους, για να τα
θάψουν. Τα σώματα
αυτά σίγουρα θα φανούν και θα κομματιαστούν και θά πάθουν
κάθε τι το
φοβερό, διότι τα ξεσχίζουν τα χώματα και τα καρφιά, καθώς
ανασύρονται με
δύναμη.
»Από κάποιο τέτοιο πάθος, νομίζω, υποφέρει και η ψυχή, όταν
η δύναμη του
Θεού από αγάπη ελκύει εκείνο που της ανήκει από τις
παράλογες και
υλιστικές καταστάσεις. Διότι ο Θεός, που απαιτεί και ελκύει
προς τον εαυτό
του κάθε τι που αυτός το δημιούργησε, δεν επιφέρει, σύμφωνα
με τη γνώμη
μου, αυτές τις οδυνηρές διαθέσεις στους αμαρτωλούς, από
μίσος και τιμωρία
για την κακή τους ζωή. Αλλά, για καλύτερο σκοπό ελκύει Αυτός
την ψυχή
προς τον εαυτό του, που αποτελεί την πηγή κάθε ευτυχίας.
η οδυνηρή όμως διάθεση είναι φυσιολογικό να συμβαίνει σε
κάθε ελκυόμενο.
»Καί όπως όσοι καθαρίζουν με φωτιά την ύλην που αναμίχθηκε
με το χρυσό,
δεν λειώνουν μόνο το ψεύτικο στοιχείο, αλλά αναγκαστικά
μαζί με το κίβδηλο λειώνουν και το καθαρό, κι όταν το
κίβδηλο κατακαεί,
μένει μόνο αυτό (το καθαρό)· έτσι κι όταν η κακία λειώνει
στην ακοίμητη
φωτιά της καθάρσεως, υποχρεωτικά βρίσκεται στη φωτιά και η
ψυχή που είναι
ενωμένη μαζί της· έως ότου η διεσπαρμένη απατηλή, υλιστική
και κίβδηλη
κατάσταση (της κακίας) κατακαεί με την αιώνια φωτιά.
»Και όπως ακριβώς όταν ένα σχοινί περιτυλιχθεί από παχύ
στρώμα κολλώδους
λάσπης και, στη συνέχεια, η αρχή του σχοινιού περάσει από
μια στενή τρύπα
και το τραβάει κάποιος με δύναμη από την άκρη του μέσα απ’
αυτήν,
υποχρεωτικά το σχοινί ακολουθεί το τράβηγμα· ενώ η λάσπη που
το περιβάλλει
από το δυνατό τράβηγμα αποξύνεται και μένει έξω από την
τρύπα που περνάει
το σχοινί· η λάσπη γίνεται αιτία να μην περνάει εύκολα το
σχοινί την τρύπα,
αλλά να υφίσταται βίαιο τέντωμα από το τράβηγμα.
Κάτι τέτοιο, νομίζω, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι παθαίνει και
η ψυχή, που έχει
τυλιχθεί με τα γήϊνα και υλιστικά πάθη· υποφέρει και
κουράζεται, επειδή ο
Θεός ελκύει προς τον εαυτό του ό,τι είναι δικό του· και ό,τι
ξένο έχει κολλήσει
πάνω της, αποξύνεται με βία και δημιουργεί στην ψυχή οξείς
και ανυπόφορους πόνους».
«Έτσι, λοιπόν, είπα εγώ, όπως φαίνεται απ’ όσα λέχθηκαν
προηγουμένως, δεν
τιμωρεί με την κόλαση τους αμαρτωλούς η κρίση του Θεού,
αλλά, όπως
απέδειξαν τα επιχειρήματα, ενεργεί μόνο για να ξεχωρίσει το
αγαθό και να
τραβήξει την ψυχή στην κοινωνία της μακαριότητος· το
ξεχώρισμα όμως των
συνυφασμένων στοιχείων (ψυχής και παθών) προκαλεί πόνο στην
ελκόμενη
(ψυχή)».
«Αυτή είναι και η δική μου άποψη, είπε η δασκάλα. Μέτρο του
πόνου είναι η
ποσότητα της κακίας που υπάρχει στον καθέναν. Διότι δεν
είναι δίκαιο, αυτός
που πέφτει σε τόσα πολλά απαγορευμένα κακά και αυτός που
έχει διαπράξει
ελαφρά πλημμελήματα, να υποστούν την ημέρα της κρίσεως την
ίδια τιμωρία
για την κακή τους συνήθεια. Αλλά, εκείνη η φλόγα που
προκαλεί οδύνη θα
κάψει ανάλογα με την ποσότητα της κακίας, λίγο ή πολύ, έως
ότου υπάρχει
υλικό που την τρέφει.
»Σ’ όποιον, λοιπόν, είναι πολύ το φορτίο της υλοφροσύνης, εξ
ανάγκης και η
η φωτιά που θα τον κατακαίει θα είναι μεγάλη και θα διαρκεί
πολύ. Σ’ όποιον
όμως το υλικό που έχει αναμιχθεί για να καεί είναι λιγότερο,
τόσο πιο χαμηλή
σε ένταση και δριμύτητα θα είναι η φωτιά που θα τιμωρεί
(κόλαση)· θα
ελαττώνεται ανάλογα με την ποσότητα της κακίας του
υποκειμένου (ανθρώπου).
»Διότι πρέπει εξάπαντος και με οποιοδήποτε τρόπο να βγεί
κάποτε το κακό από
το ον (ύπαρξη)· και όπως είπαμε παραπάνω, να μην υπάρχει
καθόλου το μη
ον (κακό). Επειδή, πράγματι, η κακία έχει τη φύση της έξω
από την
προαίρεση (θέληση), όταν κάθε προαίρεση είναι με το Θεό,
τότε η κακία θ’
αφανιστεί εντελώς, διότι δεν θα της απομείνει καμιά ψυχή να
τη δεχθεί».
«Αλλά, ρώτησα, ποιό είναι το κέρδος αυτής της καλής ελπίδος
για εκείνον
που σκέφτεται πόσο μεγάλο είναι το κακό, να υποστεί την
οδύνη του και για
ένα μόνο χρόνο; Κι αν, βέβαια, η ανυπόφορη εκείνη οδύνη
παραταθεί στην
αιωνιότητα, ποιά παρηγοριά μένει για την μετέπειτα ελπίδα σ’
εκείνον που
η κόλαση διαρκεί για την αιωνιότητα;».
«Ώστε, λοιπόν, πρέπει να φροντίσουμε ή να διατηρήσουμε την
ψυχή μας
καθαρή και αμόλυντη από τις προσβολές της κακίας ή, εάν αυτό
είναι
παντελώς αδύνατο, εξαιτίας της εμπαθούς φύσεώς μας, να
προσέξουμε τα
λάθη της απομακρύνσεώς μας από την αρετή να είναι, κατα το
δυνατόν,
ασήμαντα και να θεραπεύονται εύκολα.
»Διότι η διδασκαλία του Ευαγγελίου αναφέρει οφειλέτες μυρίων
ταλάντων, πεντακοσίων δηναρίων, πενήντα δηναρίων και ενός
κοδράντη,
ο οποίος είναι το μικρότερο νόμισμα. Η δικαιοσύνη όμως του
Θεού
τους κρίνει όλους (τους οφειλέτες), και επιβάλλει
υποχρεωτικά την εξόφληση
ανάλογα με το ποσό της οφειλής, χωρίς να παραβλέπει και το
μικρότερο χρέος.
»Η αποπληρωμή της οφειλής, διηγείται το Ευαγγέλιο, δεν
γίνεται με την
επιστροφή των χρεωστουμένων χρημάτων, αλλά ο οφειλέτης
παραδίνεται
στους βασανιστές, έως ότου ξοφλήσει όλο το χρέος. Αυτό
σημαίνει ότι με
τα βασανιστήρια εξοφλείται το υποχρεωτικό χρέος, δηλαδή με
την τιμωρία
να γευθεί οδύνες και λύπες· αυτές, δηλαδή, που χρεώθηκε στη
διάρκεια του
βίου του, επειδή προτίμησε, από απερισκεψία, την ασύδοτη και
άμετρη ηδονή
του αντιθέτου (κακού). Και έτσι, αφού αποθέσει κάθε τι το
ξένο προς τον εαυτό
του, την αμαρτία δηλαδή, και αποβάλει την ντροπή των χρεών,
θα βρεθεί πάλι ελεύθερος και άφοβος.
»Ελευθερία πάλι είναι η εξομοίωση με την ανεξαρτησία και την
αυτονομία·
ο Θεός στην αρχή μας δώρησε την ελευθερία, αλλά με τις
ντροπές των
χρεών των αμαρτιών μας την καταχωνιάσαμε. Και κάθε μορφή
ελευθερίας μία
είναι στην ουσία της και βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό
της. Επομένως,
κάθε τι το ελεύθερο ταιριάζει με το όμοιό του. Και μόνον η
αρετή είναι
ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη όμως είναι και η ελευθερία και θα
συναφθεί με την
(ανεξάρτητη) αρετή. Και, βέβαια, αιτία κάθε αρετής είναι η
θεία φύση.
Επομένως, όσοι έχουν απαλλαγεί από την κακία θα ενωθούν μ’
αυτήν (τη θεία
φύση), για να είναι ο Θεός το παν για τα πάντα, όπως λέει ο
Απόστολος.
»Αυτά τα λόγια, νομίζω, πιστοποιούν τη σκέψη που είχαμε
εκθέσει
προηγούμενα και λέει, ότι ο Θεός θα γίνει τα πάντα και θα
είναι σε όλα.
Διότι, η παρούσα ζωή βιώνεται με πολλούς και διάφορους
τρόπους και είναι
πολλά αυτά στα οποία μετέχουμε, όπως ο χρόνος, ο αέρας και ο
τόπος,
η βρώση και πόση, τα σκεπάσματα, ο ήλιος, το λυχνάρι και
άλλα πολλά
απαραίτητα για τη ζωή των πολλών, από τα οποία όμως κανένα
δεν είναι ο
Θεός. Αντίθετα, η προσδοκώμενη μακαριότητα (της αιώνιας
ζωής) δεν έχει
ανάγκη από τίποτε, διότι θα τα αντικαταστήσει όλα για χάρη
μας η θεία φύση,
επιμερίζοντας κατάλληλα τον εαυτό της, για να καλύψει κάθε
ανάγκη της ζωής
εκείνης.
»Και αυτό το βεβαιώνουν τα λόγια της Αγίας Γραφής, ότι
δηλαδή ο Θεός
γίνεται για τους αξίους και τόπος, και οικία, και ένδυμα,
και τροφή, και πόση,
και φως, και πλούτος, και βασιλεία, και κάθε έννοια και
όνομα απ’ όσα
συναπαρτίζουν την αγαθή (αιώνια) ζωή μας. Και Αυτός που
γίνεται τα πάντα,
θα είναι και σε όλα. Μ’ αυτή τη φράση, μου φαίνεται, η Γραφή
εννοεί την
ολοκληρωτική εξαφάνιση της κακίας. Διότι, εάν ο Θεός θα
είναι σε όλα τα
όντα, τότε η κακία δεν μπορεί να βρίσκεται σ’ αυτά. Εάν
κανείς υποθέσει ότι
και εκείνη βρίσκεται εκεί, τότε πώς θα σωθούν (τα όντα) από
το Θεό που
βρίσκεται σε όλα αυτά; Διότι, η εξαίρεση εκείνης (να βρίσκεται
και η κακία
στα όντα), κάνει ελλιπή την συμπερίληψη όλων των όντων (στο
Θεό).
Αυτός που θα είναι σε όλα, δεν θα είναι στα μη όντα (κακία).
«Τί, λοιπόν, ρώτησα, πρέπει να λέω σ’ εκείνους που
συμπεριφέρονται με
γογγυσμό στις συμφορές;».
«Θα τους πούμε, απάντησε η δασκάλα, ότι μάταια
δυσανασχετείτε,
φίλοι μας, και παραπονείσθε για τη σειρά της αναγκαίας ροής
των πραγμάτων (στη ζωή)· αγνοείτε το σκοπό τον οποίο
εξυπηρετεί το κάθετι στο σύμπαν, ότι δηλαδή όλα,
ακολουθώντας κάποια τάξη
και συνέπεια σύμφωνα με το σχέδιο του σοφού καθοδηγητή,
πρέπει να
οικειωθούν τη θεία φύση. Γι’ αυτό το σκοπό δημιουργήθηκε η
λογική φύση,
για να μη μένει ανεκμετάλλευτος ο πλούτος των θείων αγαθών.
Αλλά είναι,
σαν να κατασκεύασε η θεία Σοφία, που έφτιαξε τα πάντα, τα
δοχεία των ψυχών
ως αγγεία προαιρετικά, στα οποία υπάρχει χώρος για να
δεχτούν τα αγαθά· και
ο οποίος (χώρος) συνέχεια αυξάνει με την προσθήκη
εισερχομένων αγαθών.
»Τέτοια είναι η μετοχή στα αγαθά του Θεού, ώστε αυτόν που
μετέχει να τον
καθιστά μεγαλύτερο και πιο δεκτικό· προσθέτει δύναμη και
μέγεθος σ’ αυτόν
που τα δέχεται (τα αγαθά), με αποτέλεσμα να αυξάνεται αυτός
που τρέφεται
μ’ αυτά και να μην σταματά ποτέ η αύξηση. Διότι, καθώς η
πηγή των αγαθών
είναι αστείρευτη, η φύση του μετέχοντος σ’ αυτά, επειδή
τίποτε απ’ όσα
λαμβάνει δεν είναι σκουπίδι και άχρηστο και όλο όσο
εισέρχεται
προστίθεται στο μέγεθος του, γίνεται πιο ελκυστική για το
αγαθό
και περισσότερο ευρύχωρη. Διότι και τα δύο ενισχύονται
το ένα από το άλλο: και η δύναμη που τρέφεται με την αφθονία
των αγαθών συντελεί στην αύξηση, και η χορηγία που τρέφει
μεγαλώνει κι
αυτή μαζί με την επίδοση των μετεχόντων που αυξάνουν. Και
είναι εύλογο να
φτάσει σε τέτοιο μέγεθος (η φύση μας), επειδή δεν υπάρχει
κανένα όριο να
σταματήσει την αύξησή της.
»Αφού, λοιπόν, υπάρχουν μπροστά μας τέτοια αγαθά,
αγανακτείτε για την
πορεία που έχει χαραχθεί στη φύση μας, για να βαδίσει προς
το σκοπό της;
Διότι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος να βαδίσουμε προς εκείνα (τα
αγαθά), αν
αυτό το βάρος μας, εννοώ το βαρύ και γήϊνο φορτίο μας, δεν
ξεφορτωθεί
από την ψυχή μας· κι αν δεν καθαρθούμε με μεγαλύτερη
επιμέλεια από την
προσκόλλησή μας σ’ αυτό, που την αποκτήσαμε στην παρούσα
ζωή,ώστε με
την καθαρότητα να μπορέσουμε να πλησιάσουμε στο όμοιό μας (Θεό).
»Εάν πάλι είσαι πολύ δεμένος με το σώμα αυτό και σε
στενοχωρεί ο χωρισμός
από το αγαπημένο σου, μην απελπίζεσαι γι’ αυτό. Διότι θα
δεις
αυτό το σωματικό περίβλημα, που τώρα το διαλύει ο θάνατος,
να υφαίνεται πάλι με τα ίδια υλικά· όχι βέβαια για να δώσι
την ίδια παχιά και
βαρειά μορφή, αλλά με κλώσιμο του νήματος για να υφάνει πιο
λεπτή και
αέρινη μορφή. Έτσι, και θα είναι κοντά σου το αγαπημένο
(σώμα) και θα έχει
αποκαταστασθεί αυτό σε καλύτερη και ωραιότερη ομορφιά».
«Αλλά μου φαίνεται, είπα, ότι κατά κάποιο τρόπο η συζήτησή
μας κύλησε
σιγά σιγά προς το δόγμα της αναστάσεως. Και νομίζω ότι από
τη διδασκαλία
των Γραφών αυτό αποδεικνύεται αληθινό και παραδεκτό, ώστε
κανείς να μην
αμφιβάλλει. Επειδή, όμως, η αδυναμία του νου του ανθρώπου
αναζητεί
περισσότερο, για να πιστέψει, λογικά επιχειρήματα, θα ήταν
καλό να μην
αφήσουμε ανεξέταστο κι αυτό το θέμα. Ας σκεφθούμε, λοιπόν,
τί πρέπει να
πούμε γι’ αυτό».
Και η δασκάλα είπε: «Οι στοχαστές όχι της δικής μας
φιλοσοφίας διατύπωσαν
ο καθένας διαφορετική θεωρία για κάποιο μέρος του δόγματος
της αναστάσεως·
οι θεωρίες τους ούτε συμφωνούν ακριβώς με τη δική μας ούτε
όμως
απομακρύνονται τελείως από μια τέτοια ελπίδα (της
αναστάσεως). Διότι
ορισμένοι εξευτελίζουν την ανθρώπινη φύση, καθώς
παραδέχονται ότι η ίδια
ψυχή πότε ανήκει σε άνθρωπο και πότε σε άλογο ζώο·
μετασαρκώνεται και
κάθε φορά μεταβαίνει από το σώμα του ανθρώπου σ’ αυτό που
της αρέσει, είτε
(στο σώμα) πτηνού ή θαλάσσιου ζώου ή ζώου της ξηράς· και στο
τέλος μετά
απ’ αυτά, επανέρχεται στην ανθρώπινη φύση. Άλλοι πάλι
επεκτείνουν αυτή
την ανόητη πίστη μέχρι και τους θάμνους· θεωρούν ότι και η
ζωή των δένδρων
είναι κατάλληλη και ταιριαστή γι’ αυτήν (τη μετενσάρκωση).
»Άλλοι τέλος νομίζουν ότι αυτό (μετενσάρκωση) γίνεται μόνον
από άνθρωπο
σε άνθρωπο· έτσι ώστε ο βίος των ανθρώπων να συνεχίζεται
πάντοτε από τις
ίδιες ψυχές, οι οποίες συνεχώς εισέρχονται τώρα σ’ αυτά τα
σώματα και
κατόπιν σε άλλα. Εμείς όμως, ξεκινώντας από την πίστη της
Εκκλησίας,
ισχυριζόμαστε ότι είναι καλό να δεχθούμε από τις αντιλήψεις
των μη
χριστιανών φιλοσόφων τόσο μόνο, ώστε να δείξουμε ότι
συμφωνούν κι αυτοί
κατά κάποιο τρόπο με το δόγμα της αναστάσεως. Καθώς, το να
λένε αυτοί ότι,
μετά τη διάλυση του σώματος, εισέρχεται πάλι η ψυχή σε άλλα
σώματα,
δεν αντίκειται πολύ από την δική μας ελπιζόμενη ανάσταση.
Διότι και η δική
διδασκαλία λέει ότι το σώμα συνίσταται, και τώρα και μετά
απ’ αυτή τη ζωή,
από τα στοιχεία του κόσμου.
»Και συμφωνεί με τους εκτός χριστιανισμού σοφούς. Διότι δεν
μπορούν να
επινοήσουν άλλο τρόπο συστάσεως της φύσεως του σώματος εκτός
από τη
συνδρομή των στοιχείων. Η διαφορά μας είναι τόση, όσο λέμε
εμείς ότι το ίδιο
σώμα συγκροτείται πάλι γύρω από την ψυχή και αποτελείται από
τα ίδια
στοιχεία. Εκείνοι βέβαια πιστεύουν ότι η ψυχή ξεπέφτει σε
κάποια άλλα
σώματα, είτε λογικά είτε άλογα είτε χωρίς αισθήσεις.
Παραδέχονται ότι τα
σώματα συνίστανται από τα στοιχεία του κόσμου, αλλά διαφωνούν
στο ότι δεν
πιστεύουν ότι τα (αναστημένα) σώματα γίνονται πάλι από τα
ίδια στοιχεία που
ενώθηκαν με την ψυχή στην επίγεια ζωή. Επομένως, το ότι δεν
είναι
απίθανο να εισέλθει η ψυχή πάλι στο σώμα, το βεβαιώνει η
κοσμική
φιλοσοφία. Και τώρα είναι καιρός να διαλύσουμε το ασύστατο
της δικής τους
πίστεως και να φανερώσουμε την αλήθεια, όσο είναι δυνατόν,
με τα
επιχειρήματα που προκύπτουν εύλογα από τη συνέχεια της
συζητήσεώς μας.
»Ποιά είναι, λοιπόν, τα επιχειρήματά μας γι’ αυτό; Εκείνοι
που τοποθετούν την
ψυχή σε διάφορα σώματα, μου φαίνεται ότι συγχέουν τις
φυσικές ιδιότητες.
Αναμειγνύουν και μπερδεύουν όλα τις ιδιότητες μεταξύ τους,
την αλογία, τη
λογικό, τις αισθήσεις, την έλλειψη αισθήσεων· εφόσον αυτές
ανακατεύονται
η μία με την άλλη, δεν ταξινομούνται μεταξύ τους σύμφωνα με
κάποια φυσική
σειρά.
Διότι, δέχονται ότι πρώτα η ψυχή, με την περιβολή του τάδε
μορφής σώματος,
γίνεται λογική και έχει νου· στη συνέχεια όμως, ζει στις
φωλιές των
ερπετών ή ζει στην αγέλη αρπακτικών ή γίνεται ζώο αχθοφόρο
ή σαρκοβόρο ή θαλάσσιο· ή πέφτει στην κατάσταση αυτών που
δεν έχουν
αισθήσεις, δηλαδή φυτό με ρίζες ή χωρίς αυτές, ή βλαστός που
βγάζει
κλαδιά κι απ’ αυτά βγαίνουν άνθη ή αγκάθια ή καρπός καλός
ή δηλητηριώδης· όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά ότι
όλα
ταυτίζονται και ότι όλα τα όντα έχουν μία φύση που βρίσκεται
σε κατάσταση
συγχύσεως και αδιάκριτης κοινωνίας με τον εαυτό της, αφού
καμιά ιδιότητα
της δεν ξεχωρίζει το ένα ον από το άλλο.
»Εκείνος που λέει ότι το ίδιο ον γίνεται και όλα τα άλλα,
δηλώνει ότι θέλει όλα
να είναι ένα· αφού η εμφανής διαφορά των όντων δεν εμποδίζει
σε τίποτε την
ανάμιξη εκείνων που δεν αναμειγνύονται. Δείχνει ότι είναι
ανάγκη, ακόμη κι
αν δει ένα δηλητηριώδες ή σαρκοφάγο ζώο, να το θεωρεί
ομόφυλο και
συγγενικό με τον εαυτό του. Αυτός που έχει αυτές τις απόψεις
ούτε το κώνειο
θεωρεί σαν ξένο στη φύση του. Εάν πιστεύει ότι ο άνθρωπος
γίνεται και φυτό,
ακόμη και τα σταφύλια, που τα καλλιεργεί για τις ανάγκες της
ζωής του, θα τα
υποψιάζεται! Διότι και αυτός από τα φυτά προέρχεται· φυτά,
επίσης, είναι
και τα γεννήματα των σιτηρών, με τα οποία τρεφόμαστε.
»Πώς, λοιπόν, θα πάρει το δρεπάνι για να θερίσει τα στάχυα;
Πώς θα πατήσει
τα σταφύλια ή θα ξερριζώσει τ’ αγκάθια από το χωράφι ή θα κόψει
τα άνθη
ή θα κυνηγήσει πουλιά ή θ’ ανάψει φωτιά με ξύλα, αφού δεν
γνωρίζει αν το
χέρι του υψώνεται για να σκοτώσει κάποιον συγγενή ή πρόγονο
ή ομόφυλό του;
Δεν γνωρίζει αν ανάβει φωτιά ή γεμίζει το ποτήρι ή ετοιμάζει
φαγητό με το
σώμα κάποιου απ’ αυτούς;
»Διότι, εφόσον δέχεται ότι, μέσα από το καθένα απ’ αυτά, η
ψυχή του
ανθρώπου γίνεται φυτό ή ζώο και δεν υπάρχουν σημάδια
αναγνώρισης ποιό
φυτό ή ζώο κατάγεται από άνθρωπο και ποιό προέρχεται από
άλλη αιτία,
αναγκαστικά αυτός που δέχεται αυτή τη θεωρία πρέπει σ’ όλα
να δείχνει ίδια
συμπεριφορά. Υποχρεωτικά, ή θα συμπεριφέρεται με αγένεια
προς όλους
όσοι είναι άνθρωποι από τη φύση τους, ή, εάν έχει μέσα του
φυσική αγάπη
για τους ομοφύλους του, θα δείχνει ίδια συμπεριφορά σε κάθε
έμψυχο ον,
είτε ερπετό είτε άγριο θηρίο.
Αλλά, κι αν εκείνος που δέχεται αυτή τη θεωρία έλθει σε
δάσος από δένδρα,
θα νομίσει τα δένδρα ως πλήθος από ανθρώπους. Τί είδους ζωή
θα είναι αυτή,
όταν ή θα τα σέβεται όλα ως ομόφυλα ή θα συμπεριφέρεται
σκληρά προς τους
ανθρώπους, αφού δεν θα βλέπει διαφορά τους με τα άλλα όντα.
Η θεωρία,
λοιπόν, αυτή απ’ όσα είπαμε είναι αβάσιμη, καθώς και πολλοί
άλλοι λόγοι
συνηγορούν για την απόρριψή της.
Διότι άκουσα απ αυτούς που ασπάζονται αυτές τις θεωρίες, ότι
πλήθος ψυχών,
πριν τη σωματική ζωή (επίγεια), ζουν σε κάποια ιδιαίτερη
πολιτεία· με την
λεπτή και ευκίνητη φύση τους περιφέρονται, πετώντας μαζί με
τη κίνηση του
σύμπαντος· αλλά, εξαιτίας κάποιας ροπής των ψυχών προς την
κακία, χάνουν
τις πτέρυγές τους και μπαίνουν μέσα σε σώμα. Στην αρχή,
εισέρχονται σε
σώματα ανθρώπων· έπειτα όμως, μετά το τέλος της ανθρώπινης
ζωής,
επειδή μετέχουν στα άλογα πάθη, αποκτηνώνονται, και από κει
πέφτουν σ την αναίσθητη φυσική κατάσταση της ζωής. Έτσι, η
από τη
φύση της λεπτή και ευκίνητη ψυχή πρώτα γίνεται βαρειά και
πέφτει
προς τα κάτω, επειδή λόγω της κακίας εισέρχεται στα
ανθρώπινα σώματα.
Έπειτα, όταν χαθεί η λογική της δύναμη, ζει ανάμεσα στα
άλογα ζώα.
Και από κει, αφού της αφαιρεθεί κι αυτή η χάρη των
αισθήσεων,
μεταβαίνει στη ζωή των φυτών, που δεν έχουν ούτε αισθήσεις.
Τέλος, κι απ’ αυτή την κατάσταση ανεβαίνει πάλι τις ίδιες
βαθμίδες της ζωής,
και αποκαθίσταται στον τόπο του ουρανού.
»Αυτή η διδασκαλία, και για εκείνους που έχουν μέτρια κρίση
(λογική),
αποδεικνύεται ότι δεν έχει μέσα της καμία βάση. Διότι, εάν η
ψυχή
κατρακυλά εξαιτίας της κακίας από την ουράνια ζωή στη ζωή
των φυτών,
και απ’ αυτή, μέσω της αρετής, ανεβαίνει πάλι στα ουράνια,
τότε ο νους τους βρίσκεται σε αμηχανία, τί να θεωρεί
προτιμότερο, τη φυτική
ή την ουράνια ζωή!
Διότι γίνεται μια κυκλική πορεία από όμοιες καταστάσεις· και
η ψυχή, όπου
κι αν είναι, βρίσκεται σε αστάθεια. Εάν, δηλαδή, πέφτει η
ψυχή από την
ασώματη στη σωματική ζωή, απ’ αυτήν στην αναίσθητη, και από
κει πάλι
ανεβαίνει στην ασώματη, όλα αυτά τίποτε άλλο δεν σημαίνουν,
γι’αυτούς που
τα δέχονται, παρά αδυναμία διακρίσεως των κακών από τα
αγαθά, και σύγχυση.
Διότι, ούτε η ουράνια ζωή μπορεί να παραμείνει ευτυχισμένη,
εφόσον
η κακία επηρεάζει όσους ζουν εκεί· ούτε τα δένδρα θα είναι
αμέτοχα στην
αρετή, επειδή πιστεύουν ότι απ’ αυτήν τη (φυτική) ζωή
αρχίζει πάλι η ψυχή να
επιστρέφει στο αγαθό, ενώ από κει αρχίζει τη ζωή της κακίας.
»Εάν, πράγματι, η ψυχή περιφερόμενη στον ουρανό συνδέεται με
την κακία, και εξαιτίας της κακίας πάλι, ενώ έχει παρασυρθεί
στην υλόφρονα
ζωή, ανεβαίνει από κάτω προς την υψηλή ζωή, είναι επόμενο
εκείνοι να έχουν
αντίθετη πίστη (με μας): η υλική ζωή (γι’ αυτούς) αποτελεί
στάδιο καθάρσεως
από την την κακία, ενώ η ζωή στον ουρανό γίνεται για τις
ψυχές πρωταίτια της
κακίας. Διότι, (οι ψυχές) από την παρούσα ζωή με την αρετή
βγάζουν φτερά
και ανεβαίνουν στον ουρανό, ενώ από κει (ουρανό) με την
κακία χάνουν τα
φτερά τους, προσγειώνονται χαμηλά στη γη και ανακατεύονται
με την
παχύτητα της υλικής φύσεως.
Και δεν σταματά μέχρις εδώ η αντίφαση αυτών των θεωριών,
στην
αντιστροφή δηλαδή των δογμάτων προς το αντίθετο. Ακόμη, κι
αυτή τους η
άποψη δεν μένει σταθερή σε όλα έως το τέλος. Διότι, εάν
θεωρούν άτρεπτη
την ουράνια φύση, πώς εισχωρεί πάθος στο άτρεπτο; Και εάν
είναι
εμπαθής η επίγεια φύση, πώς είναι δυνατόν μέσα στο πάθος να
κατορθώνεται
η απάθεια; Αλλά αυτοί αναμειγνύουν τα άμικτα και ενώνουν τα
ακοινώνητα·
αποδίδουν στο πάθος το άτρεπτο, και αντίθετα στο τρεπτό την
απάθεια.
Ούτε μένουν σταθεροί σ’ αυτές τις απόψεις για πάντοτε. Αλλά,
απ’ όπου
εξόρισαν την ψυχή με την κακία, εκει πάλι την εγκαθιστούν,
από την υλική
στην ασφαλή και απείραχτη ζωή· σαν να λησμόνησαν ότι απο κει
πήγασε η
κακία και αναμείχθηκε με την κατώτερη φύση.
»Τόσο, λοιπόν, η κατάκριση της παρούσης ζωής όσο και ο
έπαινος της
επουράνιας συγχέονται μεταξύ τους και μπερδεύονται· διότι,
σύμφωνα με την
άποψή τους, ο κατακριτέος (επίγειος βίος) οδηγεί στο καλό·
ενώ αυτός
που θεωρείται αφορμή για το καλύτερο, παρέχει στην ψυχή ροπή
προς το
χειρότερο.
»Γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί από την αληθινή διδασκαλία
της πίστεως κάθε
πλανεμένη και αβάσιμη θεωρία γι’ αυτά τα θέματα. Ούτε θα
θεωρήσουμε
αληθινές τις ιδέες εκείνες που υποστηρίζουν ότι οι ψυχές
μεταβαίνουν από τα
γυναικεία σώματα στην ανδρική ζωή· και το αντίστροφο, οι
ψυχές που έφυγαν
από ανδρικά σώματα πηγαίνουν σε γυναίκες, ή μεταβαίνουν από
άνδρες σε
άνδρες και από γυναίκες σε άλλες γυναίκες.
»Πράγματι, η πρώτη θεωρία αποδοκιμάστηκε όχι μόνον ως
αβάσιμη
και πλανερή –διότι περιέχει μέσα της αντιφάσεις–, αλλά
είναι και ασεβής, διότι διδάσκει ότι κανένα ον δεν
δημιουργείται,
εάν η κακία δεν δώσει την αρχή της φύσεως του καθενός.
Εάν, λοιπόν, ούτε οι άνθρωποι ούτε τα φυτά ούτε τα ζώα δεν
γεννιούνται,
αν δεν εκπέσει από τα πάνω προς αυτά κάποια ψυχή· κι αν η
πτώση της ψυχής
έχει αιτία την κακία, άρα αυτοί θεωρούν ότι η κακία αποτελεί
τη συστατική
αρχή των όντων.
»Και πώς συμβαίνει να γίνονται ταυτόχρονα και τα δύο, δηλαδή
και ο
άνθρωπος να γεννιέται από το γάμο και η έκπτωση της ψυχής να
γίνεται
σύγχρονα με το γάμο; Και το ακόμη πιο παράλογο, εάν τα
περισσότερα από
τα άλογα ζώα συνέρχονται την άνοιξη, άραγε είναι δυνατόν να
πει κανείς ότι
η άνοιξη συντελεί στο να φυτευθεί η κακία και σ’ αυτά που βρίσκονται
στον
ουρανό; Ώστε, να συμβαίνει ταυτόχρονα και οι ψυχές γεμάτες
από κακία να
πέφτουν από τον ουρανό και οι κοιλιές των ζώων να
κυοφορούν;»
»Και τί να πει κανείς για το γεωργό που φυτεύει στη γη τα
βλαστάρια των
φυτών; Πώς γίνεται το χέρι του μαζί με το βλαστάρι να
φυτεύει και την
ανθρώπινη ψυχή, η οποία έχασε τα φτερά της ακριβώς τη στιγμή
που
ο άνθρωπος φυτεύει; Ο ίδιος παραλογισμός παρουσιάζεται και
στην άλλη
θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι ψυχές παρακολουθούν τις
συνευρέσεις
των συζύγων ή προσέχουν τις γέννες, για να εισέλθουν στα
δημιουργούμενα
σώματα.
»Κι αν ο άνδρας αρνείται το γάμο και η γυναίκα θέλει να ζει
ελεύθερα από
τους πόνους της γέννας, στις περιπτώσεις αυτές δεν θα κάνει
η κακία την ψυχή
να εκπέσει (από τον ουρανό); Επομένως, ο γάμος δίνει την
άδεια στην ουράνια
κακία να δράσει εναντίον των ψυχών ή και χωρίς το γάμο η
κακία επηρεάζει
την ψυχή; Και ακόμη, η ψυχή δεν θα περιπλανιέται σαν άστεγη
και αλήτισσα,
αφού ξέπεσε από τα επουράνια, αλλά δεν πέτυχε εδώ κάτω να
βρει σώμα που
να την υποδεχθεί;
»Έπειτα, μετά απ’ αυτά, πώς θα ισχυριστούν ότι ο Θεός
προνοεί για τα όντα,
όταν τη γένεση της ανθρώπινης ζωής την εξαρτούν απ’ αυτή την
τυχαία και
παράλογη έκπτωση των ψυχών; Διότι είναι υποχρεωτικό να
συμφωνεί κάθε
αρχή (γένεση) και μ’ αυτά που θ’ ακολουθήσουν. Εάν, λοιπόν,
η ζωή κάποιου
άρχισε τυχαία, τότε τυχαία θα είναι και ολόκληρη η ζωή του.
»Και μάταια αυτοί, εφόσον θεωρούν ότι τα πράγματα του κόσμου
δεν
δημιουργήθηκαν από το θέλημα του Θεού, λένε ότι τα όντα
εξαρτώνται από τη
θεία δύναμη· ανάγουν την αρχή των όντων σε κάποια πονηρή
συντυχία, σαν να
μην αποκτούσε σύσταση η ανθρώπινη ζωή, εάν η κακία δεν έδινε
το δικαίωμα
στη ζωή. Εάν, λοιπόν, η αρχή της ζωής είναι τέτοια, είναι
φανερό ότι και τα
μετέπειτα θα εξελιχθούν σύμφωνα με την αρχή της. Δεν είναι
δυνατόν να
ισχυρίζεται κάποιος ότι το καλό προέρχεται από το κακό ούτε
το κακό από το
αγαθό, αλλά σύμφωνα με το σπόρο περιμένουμε και τους
καρπούς. Επομένως,
σ’ όλη τη ζωή κυριαρχεί η αυτόματη και τυχαία κίνηση και
καμιά πρόνοια
δεν φτάνει μέχρι τα δημιουργήματα.
»Ολοκληρωτικά άχρηστη θα είναι και η ύπαρξη της λογικής.
Η αρετή δεν προσφέρει κανένα κέρδος, και η απομάκρυνση από
το κακό δεν
έχει καμιά αξία. Διότι όλα οπωσδήποτε θα γίνονται τυχαία και
η ζωή σε τίποτε
δεν θα διαφέρει από τα ανερμάτιστα πλοία, αφού τυχαία, σαν
τα κύματα,
θα πηγαίνει κάθε φορά σε διαφορετική συνάντηση άλλοτε καλών
κι άλλοτε
κακών.
»Διότι για εκείνους, που η φύση τους έχει ως αρχή την κακία,
δεν μπορεί να
προέλθει κέρδος από την αρετή. Εάν η ζωή μας ρυθμίζεται από
το Θεό,
τότε παραδεχόμαστε ότι η κακία δεν αποτελεί την αρχή της
ζωής μας. Εάν
όμως μας δημιουργεί η κακία, τότε σίγουρα θα ζήσουμε σύμφωνα
μ’ αυτήν.
Και απ’ αυτά θ’ αποδειχθούν ανοησίες η μετά την παρούσα ζωή
κρίση, η
κατ’ αξία ανταπόδοση και όσα άλλα λέγονται και πιστεύονται
για να
απαλλαχθούμε από την κακία.
»Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, που γεννήθηκε από την
κακία, να βρεθεί
έξω απ’ αυτήν; Πώς θ’ αποκτήσει ο άνθρωπος το ιδίωμα της
προαιρέσεως για
τήν ενάρετη ζωή, αφού η φύση του, όπως λένε, έχει την αρχή
της στην κακία;
Όπως δεν προσπαθεί κανένα ζώο να μιλήσει ανθρώπινα, αλλά
χρησιμοποιεί
τη δική του φυσική φωνή και καθόλου δεν θεωρεί τη στέρηση
του ανθρώπινου
λόγου ως έλλειψη, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί που θεωρούν
την κακία ως
αρχή και αιτία της ζωής, δεν μπορούν με τίποτε να
επιθυμήσουν την αρετή,
διότι είναι έξω από τη φύση τους. Πλην όμως, όσοι έχουν
καθαρίσει
την ψυχή με τη λογική τους, αυτοί επιθυμούν και αγωνίζονται
για
την ενάρετη ζωή.
»Επομένως, απ’ αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, ότι η κακία δεν
είναι πιο
μεγάλη από τη ζωή, ούτε η φύση έχει τη δημιουργική της αρχή
απ’ αυτήν,
αλλά η σοφία του Θεού κυβερνά τη ζωή μας και προνοεί για το
καθετί.
Όταν η ψυχή δημιουργηθεί, σύμφωνα με τον αρεστό στο
Δημιουργό της τρόπο,
τότε η ίδια επιλέγει ελεύθερα αυτό που κατά τη γνώμη της
είναι ορθό και
γίνεται, σύμφωνα με τη δύναμη της προαιρέσεώς της, ό,τι
εκείνη θέλει.
προέρχεται από τη φύση, ενώ η τύφλωση από την προαίρεση ή το
πάθος.
Είναι δυνατόν βέβαια καμιά φορά να συμβεί το παρά φύσιν αντί
για το φυσικό,
όταν κάποιος με τη θέλησή του κλείσει τα μάτια ή από πάθος
χάσει το φως του.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ψυχή, η οποία έχει τη
σύστασή της από το
Θεό· επειδή καμιά κακία δεν αποδίδεται στο Θεό, βρίσκεται
(και η ψυχή) έξω
απ’ αυτή την αναγκαιότητα. Έχοντας, λοιπόν, δημιουργηθεί
έτσι, οδηγείται με
τη δική της γνώμη σ’ αυτό που θέλει: ή κλείνει θεληματικά τα
μάτια της στο
καλό, ή από προσβολή του εχθρού (διαβόλου), που συγκατοικεί
στη ζωή μας,
παθαίνει ζημιά στα μάτια και ζει στο σκοτάδι της πονηρίας· ή
και το αντίθετο
πάλι· βλέποντας καθαρά την αλήθεια, απομακρύνεται από τα
σκοτεινά πάθη.
»Θα ρωτήσει, λοιπόν, κάποιος: πότε και πώς γεννιέται η ψυχή;
Αλλά το θέμα
για το πώς έγινε το καθένα, πρέπει ν’ αποκλειστεί τελείως
από τη συζήτησή
μας. Διότι ακόμη και τα θέματα που είναι εύκολα στην
κατανόησή τους και τα
αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, δεν θα μπορούσε αυτός που
τα ερευνά με
τη λογική να κατανοήσει πώς δημιουργήθηκε το φαινόμενο (της
ψυχής).
Άλλωστε θεωρούμε ότι αυτό δεν το κατανόησαν ούτε οι θεοφόροι
και άγιοι
Πατέρες.
»"Με την πίστη κατανοούμε", λέει ο Απόστολος,
"ότι έχουν δημιουργηθεί οι
αιώνες με το λόγο του Θεού, ώστε να έχουν γίνει αυτά που
βλέπονται από
εκείνα που δε φαίνονται"· και δεν νομίζω ότι θα το
έλεγε αυτό (ο Απόστολος), εάν θεωρούσε ότι το ζήτημα είναι
κατανοητό με τη
λογική. Ο Απόστολος λέει, ότι πιστεύει απόλυτα ότι αυτός ο
κόσμος και όσα
Εκείνος έκαμε –οτιδήποτε κι αν είναι αυτός ο κόσμος, στον
οποίο
συμπεριλαμβάνεται κάθε ορατό και αόρατο κτίσμα–, όλα έχουν
δημιουργηθεί
από το θέλημα του Θεού· το πώς δημιουργήθηκαν, δεν το
ερευνά.
»Και δεν νομίζω ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο στους
ερευνητές, καθώς αυτό το
θέμα παρουσιάζει μπροστά μας πολλές δυσκολίες. Πώς προήλθε,
για
παράδειγμα, από την ακίνητη φύση το κινούμενο, από την απλή
και αδιάστατη
το διαστηματικό και σύνθετο; Μήπως από την ίδια την ανώτερη
(θεία) ουσία;
Αλλά δεν συμφωνεί μ’ αυτό το γεγονός ότι τα όντα έχουν άλλη
φύση μ’ εκείνη.
Και από πού αλλού; Και όμως η λογική δεν βλέπει τίποτε έξω
από τη θεία
φύση. Πράγματι θα διαιρεθεί σε πολλές θεωρίες το ζήτημα, εάν
θεωρήσουμε
κάτι έξω από τη δημιουργική αιτία (του Θεού), από το οποίο η
σοφία της
τέχνης λαμβάνει τις μεθόδους της δημιουργίας.
»Το αίτιο, λοιπόν, των όντων είναι ένα, αλλά δεν έχουν την
ίδια με τη θεϊκή
φύση τα όντα που δημιουργούνται απ’ αυτήν. Εξίσου
απορριπτέες είναι και οι
δύο θεωρίες, τόσο ότι η κτίση προέρχεται από τη φύση του
Θεού, όσο και το
ότι όλα έχουν δημιουργηθεί από κάποια άλλη φύση. Δηλαδή, ή
θα νοηθεί το
θείο με τις ιδιότητες της κτίσεως, εφόσον τα δημιουργήματα
έχουν την ίδια
φύση με το Θεό· ή κάποια άλλη υλική φύση θα εισαχθεί απέξω
στη θέση του
Θεού και θα εξισωθεί μ’ Αυτόν στην ιδιότητα του αγεννήτου
μέσω της
αιωνιότητας των κτισμάτων. Κάτι τέτοιο φαντάσθηκαν και οι Μανιχαίοι,
το αποδέχθηκαν και ορισμένοι Έλληνες φιλόσοφοι και έκαναν
δόγμα πίστεως
τη φανταστική αυτή θεωρία.
»Για ν’ αποφύγουμε, λοιπόν, κατά το δυνατόν, το αβάσιμο
καθεμιάς απ’ αυτές
τις θεωρίες για τη δημιουργία των όντων, δεν θα εξετάσουμε
το ζήτημα, το τί
και το πώς της γενέσεως, σύμφωνα με το παράδειγμα του
Αποστόλου·
τόσο μόνο θα σημειώσουμε, ότι η ορμή της θείας βουλήσεως,
όταν θέλει,
πραγματώνεται, και η θέληση γίνεται ουσία και αμέσως
σχηματίζει φύση.
Καθόσον η παντοδύναμη εξουσία (του Θεού), οτιδήποτε
σχεδιάσει με σοφία
και καλλιτεχνία, δεν αφήνει το θέλημά της ανυπόστατο.
Διότι η ύπαρξη του θελήματος είναι ουσία.
»Και καθώς τα όντα διαιρούνται σε δύο είδη, στα νοερά και τα
σωματικά, η
δημιουργία των νοερών δεν φαίνεται εντελώς ασύμφωνη με τη
δημιουργία της
ασώματης φύσεως· αλλά δείχνει από κοντά τις ιδιότητες του
αΐδιου, άϋλου και
αδιάστατου. Αυτές, δεν θα κάνει λάθος κάποιος, να τις
αποδώσει και στην
ανώτερη (θεϊκή) φύση. Η σωματική πάλι φύση θεωρείται ότι
έχει
ιδιότητες ακοινώνητες (ξένες) προς το Θείο·
και μάλιστα προκαλεί μεγάλη αδυναμία στη λογική, διότι δεν
μπορεί να
καταλάβει πώς προέρχεται από το αόρατο το ορατό, από το άϋλο
το στερεό και σκληρό, από το αόριστο το συγκεκριμμένο,
από το αμέτρητο και αχώρητο (πώς προέρχεται) αυτό που χωρεί
μέσα σε
μέτρα και ποσά.
»Και το καθένα απ’ αυτά που κατατάσσονται στη φύση των
σωμάτων, για τα
οποία τόσο πολύ ισχυριζόμαστε ότι κανένα απ’ αυτά που
αποδίδονται στις
ιδιότητες του σώματος δεν είναι σώμα, ούτε σχήμα, ούτε χρώμα,
ούτε βάρος,
ούτε διάστημα, ούτε μέγεθος, ούτε κάτι άλλο απ’ όσα ανήκουν
στην ποιότητα,
αλλά το καθένα απ’ αυτά είναι λόγος· μόνον η συνδρομή και η
ένωση όλων
αυτών μεταξύ τους αποτελεί το σώμα. Επειδή, λοιπόν, οι
ιδιότητες που
συναπαρτίζουν το σώμα, κατανοούνται με το νου και όχι με τις
αισθήσεις, και
νοερός είναι ο Θεός, ποιά δυσκολία έχει ο νοητός να
κατασκευάσει τα νοητά,
των οποίων η συνένωση συγκρότησε τη φύση του σώματός μας;
»Αλλά αυτά βέβαια εξετάστηκαν, ενώ είναι έξω από το θέμα
μας. Το
ζητούμενο, λοιπόν, ήταν, εάν προϋπάρχουν οι ψυχές από τα
σώματα, πότε και
πώς γίνονται. Η συζήτησή μας πάντως άφησε ανεξέταστο το θέμα
πώς
γεννιούνται οι ψυχές, επειδή είναι απλησίαστο. Μένει για
συζήτηση το θέμα,
που έχει σχέση με τα προλεχθέντα, πότε οι ψυχές έχουν την
αρχή τους.
»Εάν πράγματι γίνει δεκτό ότι η ψυχή ζει σε ιδιαίτερη
κατάσταση πριν από τη
γένεση του σώματος, υποχρεωτικά θα δεχθούμε ότι είναι
έγκυρες εκείνες
οι απαράδεκτες θεωρίες οι οποίες εισάγουν τις ψυχές μέσα στα
σώματα
εξαιτίας της κακίας τους. Αλλά, βέβαια, κανένας από τους
λογικούς ανθρώπους
δεν πιστεύει ότι οι ψυχές είναι υστερόχρονες στη δημιουργία
και νεότερες
στη γέννηση από τα σώματα· διότι είναι σ’ όλους φανερό ότι
κανένα άψυχο
δεν έχει από τον εαυτό του δύναμη να κινηθεί και αυξηθεί.
Και κανείς
δεν αμφιβάλλει ότι ακόμη και τα νήπια και μεγαλώνουν και
κινούνται
τοπικά.
»Μένει, λοιπόν, να δεχθούμε την ταυτόχρονη αρχή της
συστάσεως της ψυχής
και του σώματος. Και όπως η γη, αφού δέχθηκε τη ρίζα του
φυτού από τους
γεωργούς, την έκανε δένδρο, χωρίς να βάζει μέσα στο
τρεφόμενο (φυτό) τη
δύναμη της αυξήσεως, αλλά παρείχε στο φύτευμα μόνο τις
αφορμές για
αύξηση· έτσι παρόμοια ισχυριζόμαστε ότι και αυτό που
αποσπάται από τον
άνθρωπο για να γεννηθεί άλλος άνθρωπος, είναι κι αυτό, κατά
κάποιο τρόπο,
έμψυχο ον που προέρχεται από άλλο έμψυχο, και τρέφεται από
κάποιο που και
εκείνο τρέφεται.
»Δεν είναι καθόλου παράξενο, εάν ένα τόσο μικρό κομμάτι
περιέχει όλες τις
ενέργειες και κινήσεις της ψυχής. Διότι ούτε ο σπόρος του
σταριού από την
αρχή δεν φαίνεται σαν στάχυς –διότι πώς είναι δυνατόν ένα
τόσο μεγάλο να
χωρέσει σ’τόσο μικρό; Καθώς η γη τον τρέφει με τις
κατάλληλες τροφές,
ο σπόρος του σταριού γίνεται στάχυς, χωρίς να μεταβάλλει
μέσα στο χώμα τη
φύση του, αλλά αναπτύσσει τον εαυτό του και τον τελειοποιεί
με την ενέργεια
της τροφής.
»Όπως ακριβώς, λοιπόν, στους σπόρους των φυτών η αύξηση
προχωρεί λίγο
λίγο προς την τελείωση, με τον ίδιο τρόπο και στη σύσταση
του ανθρώπου,
η δύναμη της ψυχής σχηματίζεται αναλογικά με την σωματική
ποσότητα.
Πρώτα εμφανίζεται (η ψυχή) να ενεργεί με την θρεπτική και
αυξητική ιδιότητα
στα έμβρυα, που πλάθονται μέσα στην κοιλιά· έπειτα,
προσφέρει τη δωρεά των
αισθήσεων σε όσους έλθουν στο φως (γεννηθούν)· τέλος
παρουσιάζει, σαν
καρπό ενός φυτού που μεγάλωσε, τη δύναμη της λογικής, όχι
ολοκληρωμένη
αμέσως, αλλά βαθμιαία, να αυξάνεται σε αναλογία με το
μεγάλωμα του φυτού.
»Επειδή, λοιπόν, αυτό που αποσπάται από έμψυχο (στοιχείο)
για να
συστήσει ένα έμψυχο ον, δεν μπορεί να είναι νεκρό –διότι η
νεκρότητα
προέρχεται από την απουσία ψυχής· και η απουσία ψυχής δεν
παίρνει μορφή–,
απ’ αυτά καταλαβαίνουμε ότι η σύσταση του ανθρώπου γίνεται
από την
κοινή συνύπαρξη και των δύο (ψυχής και σώματος)· ούτε το ένα
προηγείται
ούτε το άλλο ακολουθεί.
»Υποχρεωτικά το δόγμα μας προβλέπει ότι κάποτε θα σταματήσει
η αύξηση
ψυχών, για να μην αυξάνεται διαρκώς η ανθρώπινη φύση· καθώς
με τα
νεογέννητα θα κινείται προς τα εμπρός και ποτέ δεν θα
σταματά.
Νομίζουμε πως η αιτία ότι πρέπει να σταματήσει κάποτε την
κίνησή της και η
δική μας φύση είναι η εξής, ότι όπως κάθε νοητή φύση
βρίσκεται στο
πλήρωμά της, είναι φυσιολογικό και η ανθρώπινη φύση να
φτάσει στο τέρμα
της –διότι ούτε αυτό είναι ξένο προς τη νοητή φύση–,
ώστε να μη θεωρείται ότι πάντοτε ζει με έλλειψη.
Διότι, η συνεχής προσθήκη των νεογέννητων αποτελεί
κατηγορία,
ότι η φύση είναι ελλιπής.
»Όταν, λοιπόν, το ανθρώπινο γένος έρθει στο πλήρωμά του, θα
σταματήσει
οπωσδήποτε αυτή η ρευστή κίνηση της φύσεώς μας, αφού έφθασε
στο
αναγκαίο τέρμα. Και κάποια άλλη κατάσταση θα διαδεχθεί αυτή
τη ζωή,
διαφορετική από την παρούσα, που βρίσκεται στη γένεση και τη
φθορά. Διότι,
αν δεν υπάρχει γένεση, υποχρεωτικά δεν θα γίνει ούτε αυτό
που θα φθαρεί.
Εάν η σύνθεση αρχίζει πριν από τη διάλυση –και σύνθεση
εννοούμε την
εμφάνιση με τη γέννηση–, είναι επόμενο, εάν δεν προηγηθεί η
σύνθεση,
δεν θ’ ακολουθήσει ούτε η διάλυση. Επομένως, η ζωή μετά την
παρούσα
προμηνύεται οπωσδήποτε σταθερή και αδιάλυτη, χωρίς να
αλλοιώνεται
ούτε από τη γένεση ούτε από τη φθορά».
Αφού η δασκάλα είπε αυτά και επειδή πολλοί που άκουγαν
νόμισαν ότι
η συζήτηση έφτασε στο τέλος της, εγώ, αντίθετα, φοβήθηκα
ότι, εάν η δασκάλα
πάθει κάτι λόγω της αρρώστιας της, όπως και έγινε, μήπως δεν
θα υπάρχει
αυτός ο οποίος θα αντικρούσει τις θεωρίες των εχθρών μας
σχετικά με την
ανάσταση. Γι’ αυτό είπα: «η συζήτησή μας δεν έθιξε ακόμη το
σπουδαιότερο
μέρος του δόγματος (της αναστάσεως). Διότι λέει η θεόπνευστη
Αγία Γραφή,
και η Καινή και η Παλαιά διδασκαλία, ότι όταν κάποτε θα
φθάσει η φύση μας
με τάξη και συνοχή στο τέλος αυτής της παροδικής χρονικής
κινήσεώς της,
τότε θα σταματήσει αυτή η χρονική ροή που δημιουργείται από
τη διαδοχή
των γενεών· και το σύνολο του πληρώματος δεν θα δέχεται
πλέον καμιά
επιπλέον αύξηση. Τότε όλο το σύνολο των ψυχών θα επιστρέψει
πάλι από την
κατάσταση που ήταν αόρατο και σκορπισμένο, στην κατάσταση να
έχει μορφή
και να φαίνεται· τα ίδια στοιχεία, με την ίδια τάξη. θα
συνδράμουν πάλι όλα
μαζί, το ένα με το άλλο, (και θα συστήσουν τον άνθρωπο).
Αυτή η (νέα)
κατάσταση της ζωής λέγεται από τη διδασκαλία της Αγίας
Γραφής
ανάσταση· με το όνομα αυτό, μαζί με την αναγέννηση του
γηΐνου, εννοείται
και όλη η κίνηση και συνδρομή των στοιχείων».
«Ποιό, λοιπόν, απ’ αυτά, είπε εκείνη, δεν ειπώθηκε στη
συζήτησή μας;».
«Αυτό, λέω, το δόγμα της αναστάσεως».
«Και όμως, απάντησε, πολλά, που ειπώθηκαν με κάθε
λεπτομέρεια, σ’ αυτό
το θέμα μας οδηγούν».
«Δεν γνωρίζεις, ρώτησα, πόσο πλήθος επιχειρημάτων
επιστρατεύουν οι
αντιτιθέμενοι σ’ αυτή μας την ελπίδα;». Και επιχειρούσα
ταυτόχρονα
να εκθέσω τις αντιρρήσεις που οι εριστικοί μας αντίπαλοι
εφευρίσκουν
εναντίον της αναστάσεως.
Μου απάντησε εκείνη: «Μου φαίνεται ότι πρέπει πρώτα να
αναφέρουμε με
συντομία όσα διάσπαρτα αναφέρει η Αγία Γραφή γι’ αυτό το
δόγμα, για να
έχουμε επικεφαλίδα του λόγου μας εκείνη (Αγ. Γραφή). Άκουσα,
λοιπόν, τον
Δαβίδ να υμνολογεί στις θεόπνευστες ωδές του, και να έχει ως
περιεχόμενο
του ύμνου του, στον εκατοστό τρίτο Ψαλμό, το στολισμό του
σύμπαντος·
Λέει το εξής προς το τέλος του ψαλμού: "Θ’ αφαιρέσεις
το πνεύμα τους
και θα πεθάνουν· και θα επιστρέψουν πάλι στο χώμα (της
προελεύσεώς) τους.
Θα ξαναστείλεις το Πνεύμα σου και θα ζήσουν· και θα
αναγεννήσεις όλα τα
πρόσωπα της γης". Εννοεί, μ’ αυτά τα λόγια, τη δύναμη
του Πνεύματος που
ενεργεί και δίνει ζωή σε όλους όσους επισκέπτεται, ενώ
αφαιρεί τη ζωή
απ’ όσους αποχωρεί.
»Επειδή, λοιπόν, λέει ότι με την αναχώρηση του πνεύματος
έχουμε το θάνατο
των ζώντων, ενώ με την παρουσία του έχουμε την αναγέννηση
των νεκρών,
σύμφωνα με τη λογική σειρά, προηγείται ο θάνατος αυτών που
θα
ξαναγεννηθούν. Νομίζουμε ότι στον ψαλμό του εκείνο ο Δαβίδ,
με το προφητικό του χάρισμα, προαναγγέλλει το μυστήριο της
αναστάσεως
που η Εκκλησία κηρύττει.
»Αλλά και κάπου αλλού ο ίδιος προφήτης λέει ότι ο Θεός του
σύμπαντος,
ο Κύριος όλων των όντων, "φανερώθηκε σε μας και
συνέστησε τη γιορτή
με τους πυκασμούς". Με τη λέξη "πυκασμό"
εννοεί την εορτή της Σκηνοπηγίας,
η οποία, καθώς νομίζω, καθιερώθηκε παλαιά από την παράδοση
του Μωϋσή·
μ’ αυτήν ο νομοθέτης προαναγγέλλει τα μέλλοντα να συμβούν·
αυτή
(Σκηνοπηγία) γίνεται πάντοτε (συμβολικά), αλλά δεν έχει
γίνει ακόμη
(πραγματικά).
»Προαγγελόταν, βέβαια, η αλήθεια τυπολογικά, με τα σύμβολα
όσων γίνονταν,
η αληθινή όμως σκηνοπηγία δεν γινόταν ακόμη. Αλλά, ακριβώς
για το γεγονός
αυτό, σύμφωνα με το λόγο του προφήτη, ο Θεός και Κύριος του
σύμπαντος
φανερώθηκε σε μας, για να συσταθεί στην ανθρώπινη φύση η
σκηνή της
διαλυμένης οικίας μας, που θα σχηματισθεί πάλι σε σώμα από
τη συνδρομή
των στοιχείων. Διότι η λέξη "πυκασμός" δηλώνει με
έμφαση την ένδυση και το
στολισμό της (της ανθρώπινης φύσεως).
»Και τα λόγια του Ψαλμού έχουν ως εξής: "Ο Θεός Κύριος
φανερώθηκε σε μας, για να συστήσει εορτή με το στολισμό έως
τα κέρατα
του θυσιαστηρίου". Μου φαίνεται ότι αυτό προαναγγέλλει
συμβολικά
ότι θα συστηθεί μια γιορτή όλης της λογικής δημιουργίας,
στην οποία
θα συμπανηγυρίζουν τα κατώτερα μα τα ανώτερα στοιχεία με τη
συνοδία
των αγαθών.
Επειδή στην περίπτωση του κανονισμού του Ναού (του
Σολομώντα), δεν
επιτρεπόταν σε όλους που βρισκόταν απέξω να εισέλθουν μέσα,
αλλά
απαγόρευαν την είσοδο στους ειδωλολάτρες και ξένους· και
επίσης, οι
εισερχόμενοι δεν είχαν όλοι το ίδιο δικαίωμα να προχωρήσουν
στα ενδότερα,
εάν δεν εξαγνιζόταν με καθαρότερη νηστεία και ραντισμούς·
και πάλι, για
εκείνους τους ίδιους δεν ήταν προσβάσιμος ο εσωτερικός ναός
σε όλους, αλλά
επιτρεπόταν μόνον στους ιερείς να επιτελούν τις αναγκαίες
ιερουργίες μέσα
στο καταπέτασμα· και το απόκρυφο και απροσπέλαστο μέρος του
Ναού, στο
βρισκόταν το θυσιαστήριο στολισμένο με κέρατα σαν προβόλους,
ήταν άβατο
και για τους ίδιους τους ιερείς· εκτός από έναν που
προεξήρχε των ιερέων και
ο οποίος μια φορά το χρόνο, την ορισμένη ημέρα από το Νόμο,
μόνος του
έμπαινε μέσα για να προσφέρει την πιο απόκρυφη και μυστική
ιερουργία.
»Εάν, λοιπόν, υπήρχε τόση διαφορά στα μέρη του Ναού εκείνου,
ο οποίος ήταν
μιμητική απεικόνιση της νοητής καταστάσεως, ο εξωτερικός και
μόνο
συμβολισμός διδάσκει το εξής: δεν είναι δυνατόν να πλησιάσει
όλη η λογική
φύση το Θεό, δηλαδή να πιστέψει και ομολογήσει τον αληθινό
Θεό,
αλλά οι πλανεμένοι σε ψευδείς θεωρίες βρίσκονται έξω από το
θείο περίβολο·
από εκείνους πάλι, που με την ομολογία της πίστεως εισήλθαν
μέσα (στο Ναό),
προτιμώνται περισσότερο όσοι καθαρίζονται με ραντισμούς και
αγνισμούς·
και απ’ αυτούς τέλος πλεονεκτούν οι αφιερωμένοι,
ώστε να αξιώνονται την εσωτερική μυσταγωγία.
»Και εάν κάποιος εξηγήσει πιο φανερά αυτή την αλληγορία,
θα καταλάβει τα εξής από τη διήγηση: από τις λογικές
δυνάμεις ορισμένες
βρίσκονται μέσα στο άγιο θυσιαστήριο, εγκαταστημένες στο
άδυτο
της θεότητος· άλλες πάλι απ’ αυτές εξέχουν και προβάλλονται
σαν κέρατα,
και άλλες βρίσκονται γύρω από εκείνες με καθορισμένη τάξη
στην πρώτη
και δεύτερη σειρά· το ανθρώπινο όμως γένος, εξαιτίας της
κακίας
που εισήλθε μέσα του, εξορίστηκε έξω από το θείο περίβολο·
όταν όμως
καθαρισθεί με το ραντιστήριο λουτρό (βάπτισμα), πάλι
εισέρχεται μέσα.
Αλλά επειδή πρόκειται κάποτε να καταργηθούν οι εσωτερικές
περιφράξεις,
με τις οποίες η κακία μας έβγαλε έξω από το εσωτερικό του καταπετάσματος,
όταν η φύση μας θα ανακαινισθεί με την ανάσταση και θα
εξαφανισθεί όλη
η φθορά των όντων που προήλθε από την κακία, τότε θα
συστηθεί κοινή
γιορτή γύρω από το Θεό από εκείνους που θα είναι στολισμένοι
με την
ανάσταση. Και έτσι όλοι θα γεύονται την ίδια χαρά και
ευφροσύνη,
και καμία διαφορά δεν θα ξεχωρίζει τις λογικές φύσεις από το
να μετέχουν
εξίσου· αλλά και αυτοί που τώρα βρίσκονται έξω (από το
καταπέτασμα)
εξαιτίας της κακίας, θα εισέλθουν κάποτε μέσα στα άδυτα της
θείας ευτυχίας
και θα συνενωθούν με τα κέρατα του θυσιαστηρίου, δηλαδή με
τις
σπουδαιότερες υπερκόσμιες (αγγελικές) δυνάμεις.
»Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος (Παύλος) όταν περιγράφει
τη συμφωνία
όλων προς το αγαθό, ότι, δηλαδή, μπροστά του "θα
γονατίσουν οι επουράνιες,
οι επίγειες και οι καταχθόνιες δυνάμεις, και κάθε γλώσσα θα
δοξολογήσει
ότι αυτός είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, η δόξα του Θεού
Πατέρα".
Αντί για κέρατα αναφέρει τις αγγελικές και επουράνιες
δυνάμεις, ενώ με τις
υπόλοιπες ορολογίες εννοεί τη μετά από τους αγγέλους
δημιουργία, δηλαδή
εμάς, για τους οποίους όλους θα στηθεί μία αρμονική γιορτή.
Και γιορτή είναι
η ομολογία και επίγνωση του αληθινού Θεού.
»Είναι δυνατόν, συνέχισε, να επιλεγούν και άλλα πολλά χωρία
της Αγίας
Γραφής για τη στήριξη του δόγματος της αναστάσεως. Πράγματι
και ο Ιεζεκιήλ,
ξεπερνώντας με το προφητικό του πνεύμα όλο τον ενδιάμεσο
χρόνο και το
αντίστοιχο διάστημα, σταματά ακριβώς στη στιγμή της
αναστάσεως· και
βλέποντας με την προγνωστική του δύναμη αυτό που θα έλθει,
ήδη ως παρόν,
το αναπαριστά με τη διήγησή του.
»Είδε, λοιπόν, μια απέραντη πεδιάδα να απλώνεται, γεμάτη από
πολλούς
σωρούς με οστά, που ήταν πεταμένα άλλα από δω κι άλλα από
κει.
Έπειτα, με τη θεία δύναμη, το κάθε οστό κινούνταν προς το
συγγενικό του
και ενώνονταν μ’ αυτό αρμονικά· στη συνέχεια, καλύφθηκαν (τα
οστά) με
νεύρα, σάρκα και δέρμα (το οποίο ο Ψαλμός το ονομάζει
στολισμό)· και τέλος
το πνεύμα έδωσε ζωή και ανάστησε όλο το πλήθος των οστών που
ήταν
πεταμένα εκεί.
»Και ποιός να πει τη διήγηση του Αποστόλου σχετικά με το
θαυμαστό γεγονός
της αναστάσεως, αφού είναι πασίγνωστη στους αναγνώστες;
Ότι, δηλαδή, όπως διηγείται ο λόγος, με κάποιο πρόσταγμα και
ήχο σαλπίγγων,
ακαριαία όλο μαζί το πλήθος των νεκρών και πεθαμένων,
θα μεταλλαγεί στην κατάσταση της αθανάτου φύσεως; Θα
αφήσουμε στην
άκρη επίσης και τις ευαγγελικές διηγήσεις, διότι όλοι τις
γνωρίζουν.
Κι αυτό διότι ο Κύριος δεν διδάσκει μόνο με το λόγο ότι οι
νεκροί
θ’ αναστηθούν, αλλά και έμπρακτα ανασταίνει, αρχίζοντας τα
θαύματα από τα
πιο κοντινά σε μας και λιγότερο αμφισβητήσιμα.
»Πρώτα, δηλαδή, δείχνει τη ζωοποιό δύναμή του στα θανατηφορά
νοσήματα,
απομακρύνοντας τις αρρώστιες με το πρόσταγμα και το λόγο του.
Έπειτα,
ανασταίνει ένα πρόσφατα πεθαμένο παιδί. Κατόπιν, ανασταίνει
ένα νέο την
ώρα που μετέφεραν τη σορό του στον τάφο και τον παραδίδει
στη μητέρα του.
Μετά απ’ αυτό, βγάζει ζωντανό από τον τάφο το νεκρό Λάζαρο,
που ήταν ήδη
πεθαμένος τέσσερις ημέρες, και ανασταίνει το νεκρό με φωνή
και προσταγή.
Τέλος, τον εαυτό του, που τον είχαν τρυπήσει με καρφιά και
λόγχη, τον
ανασταίνει από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα, για να φέρνει
ως απόδειξη της
αναστάσεως τα σημάδια των καρφιών και τη λογχισμένη πληγή.
Νομίζω ότι
δεν χρειάζεται να τα πω αυτά διεξοδικά, διότι δεν μένει
καμιά αμφιβολία σ’
όσους παραδέχονται τα γραπτά του Ευαγγελίου».
«Αλλά το ζητούμενο, είπα εγώ, δεν ήταν αυτό. Τό ότι κάποτε
θα γίνει
η ανάσταση και ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στην αδέκαστη κρίση
του Θεού,
οι περισσότεροι ακροατές θα συμφωνήσουν ότι αυτά
αποδεικνύονται
και από την Αγία Γραφή και απ’ όσα ήδη αναφέραμε.
Μένει να εξετάσουμε, εάν η μελλοντική κατάσταση θα είναι
όπως και
η παρούσα. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα έλεγα ότι δεν
συμφέρει στους
ανθρώπους να ελπίζουν σε ανάσταση. Διότι, εάν τα ανθρώπινα
σώματα
αποκατασταθούν πάλι στην κατάσταση που ήταν στο τέλος της
ζωής τους,
τότε οι άνθρωποι προσδοκούν με την ανάσταση μια συμφορά
δίχως τέλος.
»Διότι, ποιό θέαμα είναι πιο τρισάθλιο από τα σώματα που στα
βαθιά
γεράματα έχουν συρρικνωθεί και έχουν πάρει μια απαίσια και
άσχημη μορφή,
καθώς η σάρκα έχει μαραζώσει από το χρόνο, ενώ το ροζιασμένο
δέρμα
κολλάει πάνω στα κόκαλα; Καθώς, επίσης, τα νεύρα κάνουν
συσπάσεις,
επειδή δεν διατηρούνται σε φυσική ικμάδα, και γι’ αυτό όλο
το σώμα
καμπουριάζει και παρουσιάζει ένα άθλιο και ελεεινό θέμα.
Ακόμη, το κεφάλι πέφτει στα γόνατα, ενώ τα χέρια πέφτουν από
δω
κι από κει· αδυνατούν να κάμουν τις ενέργειες της φύσεως,
τρέμουν
χωρίς τη θέλησή τους και κουνιούνται συνεχώς.
»Ποιά είναι πάλι τα σώματα αυτών που λιώνουν σε χρόνια
νοσήματα; Αυτά
τόσο διαφέρουν από τα απογυμνωμένα οστά, ώστε φαίνονται σαν
να έχουν
καλυφθεί μ’ ένα λεπτό και φθαρμένο δέρμα. Ποιά είναι,
επίσης, τα σώματα
εκείνων που έχουν φουσκώσει από την υδρωπικία; Ποιά λόγια να
πει κανείς,
για να περιγράψει την απαίσια λέπρα όσων προσβλήθηκαν από
την ιερή νόσο;
Πώς, δηλαδή, η σήψη προχώρησε σιγά σιγά και κατατρώει όλα τα
μέλη, και τα
όργανα και τα αισθητήριά τους; Και τί να πει κάποιος για
τους
ακρωτηριασμένους από σεισμούς ή πολέμους ή από κάποια άλλη
αιτία, που
ζουν πολλά χρόνια πριν πεθάνουν μ’ αυτή την αναπηρία; Ή τί
να πει για
εκείνους που από τη γέννησή τους είχαν κάποια ανωμαλία στο
σώμα και
μεγάλωσαν με αναπηρία στα μέλη τους;
»Και τι πρέπει να σκεφθούμε για τα νεογέννητα νήπια, όσα
εκτίθενται,
όσα πνίγονται και όσα πεθαίνουν αμέσως;
Εάν αυτά επανέλθουν στη ζωή, άραγε θα μείνουν στη νηπιότητα;
Και τί είναι πιο ελεεινό απ’ αυτό; Θα φθάσουν στο άκρο της
ηλικίας;
Με τί είδους γάλα πάλι θα τ’ αναθρέψει η φύση;
»Ώστε, εάν αναστηθεί το σώμα μας πάλι στην ίδια σε όλα
κατάσταση,
το προσδοκώμενο θα είναι συμφορά. Εάν πάλι δεν είναι το ίδιο
σώμα,
τότε ο αναστημένος θα είναι άλλος και όχι εκείνος που
πέθανε. Πράγματι, εάν
πέθανε παιδί και ανασταίνεται τέλειος άνθρωπος, και το
αντίστροφο, τότε πώς
μπορούμε να πούμε ότι αναστήθηκε ο πεθαμένος, αφού ο
πεθαμένος άλλαξε
ηλικία; Διότι, όταν κανείς βλέπει αντί για παιδί ώριμο
άνθρωπο
και αντί για γέρο νέο και αντί για ανάπηρο βλέπει αρτιμελή
και αντί για λιπόσαρκο εύσωμο και τα υπόλοιπα κατά παρόμοιο
τρόπο
–για να μη πολυλογεί κανένας αναφέροντας με λεπτομέρειες τα
καθέκαστα–,
τότε βλέπει άλλο άνθρωπο στη θέση άλλου.
»Εάν όμως δεν αναστηθεί το σώμα πάλι όπως ήταν όταν
παραχώθηκε στη γη,
τότε δεν θα αναστηθεί ο πεθαμένος, αλλά θα πλασθεί από το
χώμα άλλος
άνθρωπος. Τι θα με ωφελήσει, λοιπόν, η ανάσταση, εάν αντί
για μένα κάποιος
άλλος θ’ αναστηθεί; Πώς θ’ αναγνώριζα εγώ τον εαυτό μου,
βλέποντας στον
εαυτό μου όχι τον εαυτό μου; Διότι δεν θα ήμουν αληθινά εγώ,
εάν δεν ήμουν
σε όλα ίδιος με τον εαυτό μου.
»Όπως, λοιπόν, στην παρούσα ζωή, εάν έχω στη μνήμη μου τα
χαρακτηριστικά
κάποιου, και αυτός είναι, για παράδειγμα, φαλακρός,
μεγαλόχειλος, πλακομύτης, λευκός, γαλανομάτης, λευκότριχος
και
με ρυτίδες στο σώμα· κι έπειτα, ενώ ζητώ αυτόν, βρίσκω (μετά
την ανάσταση)
ένα νέο, τριχωτό, γαμψομύτη, μελαχροινό και σ’ όλα τ’ άλλα
με διαφορετικά
χαρακτηριστικά. Άραγε, βλέποντας αυτόν, θα νομίσω ότι είδα
εκείνον;
Αλλά, γιατί χρονοτριβώ σ’ αυτές τις μικρές αντιρρήσεις για
την ανάσταση και
αφήνω τη σπουδαιότερη; Ποιός δεν γνωρίζει ότι η ανθρώπινη
φύση μοιάζει
με ρεύμα, προχωρώντας από τη γέννηση στο θάνατο πάντοτε με
μια κίνηση,
η οποία τότε σταματά, όταν παύει και η ύπαρξη;
»Και η κίνηση αυτή δεν είναι τοπική μετάσταση –διότι δεν
βγαίνει από τον
εαυτό της η φύση–, αλλά προχωρεί με αλλοίωση. Και αλλοίωση
σημαίνει αυτό που λέει το όνομά της, δεν μένει δηλαδή ποτέ
στα ίδια
(διότι πώς αυτό που αλλοιώνεται θα παραμένει στην ταυτότητά
του;)· αλλά,
όπως η φλόγα του φυτιλιού φαίνεται ότι είναι πάντοτε η ίδια
(διότι η συνεχής κίνησή της κάνει τη φλόγα να φαίνεται
πάντοτε αδιάσπαστα
ενωμένη με τον εαυτό της), ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν
μένει η ίδια,
διότι διαδέχεται η ίδια τον εαυτό της· (η ύλη που βγαίνει
από τη θερμότητα
γίνεται φλόγα και με την καύση γίνεται καπνός,
και πάντοτε η κίνηση της φλόγας ενεργεί με τη δύναμη της
αλλοιώσεως
μεταβάλλοντας το ενεργούμενό της σε καπνό)· όπως, λοιπόν, αν
κάποιος
αγγίξει δύο φορές στο ίδιο σημείο τη φλόγα, δεν είναι δυνατό
να αγγίξει δύο
φορές την ίδια φλόγα (διότι η ταχύτητα της αλλαγής δεν
περιμένει αυτόν που
την αγγίζει πάλι για δεύτερη φορά, όσο γρήγορα κι αν το
κάμει), αλλά πάντοτε
η φλόγα γίνεται καινούργια και νωπή, και πάντοτε διαδέχεται
τον εαυτό της
και ποτέ δεν μένει στο ίδιο σημείο. Κάτι παρόμοιο γίνεται
και με τη φύση
του σώματός μας.
»Διότι η ροή και η απορροή της φύσεώς μας προχωρεί πάντοτε
με την
κίνηση της αλλοιώσεως· και τότε παύει να κινείται, όταν
λήξει
και η ζωή. Όσο χρόνο όμως ζει, δεν σταματά καθόλου· διότι ή
γεμίζει
ή αδειάζει ή πάντοτε κινείται με συνδυασμό και των δύο
καταστάσεων.
Εάν, λοιπόν, κανείς δεν είναι ίδιος με το χθεσινό εαυτό του,
αλλά με την
αλλοίωση γίνεται διαφορετικός, όταν η ανάσταση θα επαναφέρει
πάλι το
σώμα μας στη ζωή, ο ένας θα γίνει πλήθος ανθρώπων, για να
μην απουσιάζει
από τον αναστημένο τίποτε, το βρέφος, το νήπιο, το παιδί, ο
έφηβος, ο άνδρας,
ο πατέρας, ο γέροντας και όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις της
ηλικίας.
»Εφόσον όμως και η σωφροσύνη και η ακολασία γίνονται με τη
σάρκα, πώς
είναι δυνατόν στην Κρίση ν’ αποδοθεί το δίκαιο τόσο σ’
εκείνους που
υπομένουν τις οδυνηρές τιμωρίες για την ευσέβεια, όσο και σ’
εκείνους που τις
αποφεύγουν από φιλοσαρκία; Καθώς και οι δύο κατηγορίες
(ανθρώπων)
δείχνουν τη διαγωγή τους με τις αισθήσεις του σώματος; Ή,
στην περίπτωση
του ανθρώπου, που τώρα αμαρτάνει και κατόπιν με τη μετάνοια
καθαρίζεται,
αν τύχει να πέσει πάλι ο ίδιος σε σφάλμα, οπότε το σώμα θα
έχει γευθεί,
σύμφωνα με την ροή της φύσεως, και την κατάσταση της
ακολασίας και της
καθαρότητος, χωρίς καμία από τις δύο να καταφέρει να
διαρκέσει για πάντα,
τότε ποιό σώμα θα τιμωρηθεί για την ακολασία; Αυτό που
ζάρωσε στα
γεράματα, λίγο πριν το θάνατο; Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό
απ’ αυτό που
διέπραξε την αμαρτία. Μήπως αυτό που μολύνθηκε από το πάθος;
Και πού θα
είναι τότε ο γέρος άνθρωπος; Διότι, ή δεν θ’ αναστηθεί
αυτός, οπότε δεν θα έχει
γενική ισχύ η ανάσταση· ή θα αναστηθεί αυτός, αλλά θα
ξεφύγει από την
τιμωρία αυτός (ο νέος) που την διέπραξε.
»Ας αναφέρω και κάτι άλλο απ’ όσα λένε αυτοί που δεν
δέχονται τη
διδασκαλία μας (για την ανάσταση). Η φύση, λένε, κανένα
μόριο του σώματος
δεν έπλασε, για να είναι άπραγο. Ορισμένα (μόρια) έχουν την
αιτία και τη
δύναμη της ζωής μέσα μας, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να
υπάρξει η ζωή του
σώματος· για παράδειγμα, η καρδιά, το συκώτι, ο εγκέφαλος,
τα πνευμόνια, το
στομάχι και τα άλλα σπλάγχνα. Άλλα μόρια έχουν αποστολή να
λειτουργούν
τις αισθήσεις, άλλα είναι για να ενεργούν τις πράξεις και
κινήσεις και άλλα
είναι αρμόδια για την αναπαραγωγή των απογόνων.
»Εάν, λοιπόν, η μετέπειτα ζωή μας θα συνίσταται στην ίδια
αποστολή (με την
παρούσα), τότε η ανάσταση δεν ωφελεί καθόλου. Εάν όμως είναι
αλήθεια
–όπως και είναι–, ότι στη ζωή μετά την ανάσταση δεν έχει
θέση ο γάμος,
ούτε η ζωή συντηρείται από το φαγητό και το πιοτό, τότε ποιά
ανάγκη θα
υπάρχει για τα μόρια του σώματος, αφού στην άλλη ζωή δεν θα
χρειάζονται
για όσα τώρα αυτά τα μέλη χρησιμεύουν; Πράγματι, εάν χάρη
στο γάμο
υπάρχουν τα σχετικά με το γάμο, όταν εκείνος δεν θα
υφίσταται, δεν θα
χρειαζόμαστε τίποτε από τα σχετικά γάμου. Παρόμοια, δεν θα
είναι αναγκαία
τα χέρια για την εργασία, τα πόδια για το δρόμο, το στόμα
για τη λήψη τροφής,
τα δόντια για να τη μασήσουν, τα σπλάγχνα για την πέψη και
οι διεξοδικοί
πόροι για την αποβολή των αχρήστων. Όταν, λοιπόν, οι
λειτουργίες εκείνες
δεν υπάρχουν, πώς και γιατί να υπάρχουν τα όργανα τα οποία
τις εκτελούν;
»Είναι, επομένως, ανάγκη, εάν δεν θα υπάρχουν στο σώμα τα
μόρια που δεν
πρόκειται να συμβάλλουν στη ζωή εκείνη, ούτε όσα είναι
συμπληρωματικά
στο τωρινό μας σώμα (διότι η ζωή συνίσταται από άλλα), και
κανείς αυτό να
μην το ονομάσει ανάσταση, αφού δεν συγκροτούν το σώμα καθένα
από τα
μέλη του λόγω της αχρησίας τους σ’ εκείνη τη ζωή; Εάν όμως
σε όλα τα μέλη
του σώματος θα συμβεί η ανάσταση, τότε αυτός που ενεργεί την
ανάσταση θα
δημιουργήσει για εκείνη τη (μέλλουσα) ζωή μάταια και ανώφελα
μέλη.
Αλλ’ όμως, πρέπει να πιστέψουμε ότι και η ανάσταση θα γίνει
και δεν είναι
άσκοπη. Γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε στο ζήτημα, μέ ποιό
τρόπο θα
διασωθεί στο δόγμα το ορθό».
Αφού, λοιπόν, είπα εγώ αυτά, μου λέει η δασκάλα: «με
δεξιότητα και σύμφωνα
με την καλούμενη ρητορική τέχνη, παρουσίασες το δόγμα της
αναστάσεως·
κατοχύρωσες την αλήθεια με πειστικά ανασκευαστικά
επιχειρήματα,
ώστε εκείνοι που δεν γνωρίζουν καλά το μυστήριο αυτό της
αλήθειας,
να επηρεασθούν σοβαρά από τα επιχειρήματά σου
και να πιστέψουν ότι η απορία για τα λεγόμενα δεν είναι έξω
από το δέον.
»Η αλήθεια, όμως, δεν είναι αυτή, αν και δεν θα μπορούσαμε
να τα
αναιρέσουμε αυτά με την ίδια ρητορική δύναμη. Η αλήθεια γι’
αυτά είναι
αποταμιευμένη στους απόκρυφους θησαυρούς της σοφίας· και
τότε θα
εμφανισθεί, όταν έμπρακτα θα μάθουμε το μυστήριο της
αναστάσεως· οπότε
δεν θα μας χρειάζονται λόγια για να φανερώσουμε όσα
ελπίζουμε.
Αλλά, όπως ακριβώς τη νύχτα, όσοι ξαγρυπνούν, λένε πολλά για
τη λάμψη
του ήλιου, πώς (φαντάζονται ότι) είναι· μόλις όμως
εμφανισθεί η χάρη της
ακτίνας του ήλιου, καταργεί κάθε περιγραφή των λόγων· έτσι,
όταν το
προσδοκώμενο αποκτηθεί με την πείρα, θ’ αποδείξει χωρίς
καμιά αξία
κάθε συλλογισμό ο οποίος στοχάζεται τη μέλλουσα κατάσταση.
Επειδή, όμως, δεν πρέπει να αφήσουμε ολοκληρωτικά
ανεξέταστες τις
ενστάσεις που υπέβαλαν σε μας, γι’ αυτό θα συζητήσουμε τα
επιχειρήματα
αυτά.
»Πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ποιός είναι ο σκοπός του
δόγματος της
αναστάσεως και για χάρη τίνος έχει λεχθεί αυτό από την αγία
φωνή και έγινε
πιστευτό. Λοιπόν, για να το ορίσουμε, αφού το βάλουμε σε
συγκεκριμένες
συντεταγμένες, λέμε το εξής: ανάσταση είναι η αποκατάσταση
της φύσεώς μας
(στο αρχαίο κάλλος της). Αλλά, στην αρχική ζωή που μας
έπλασε ο Θεός,
δεν υπήρχαν, όπως ήταν φυσικό, ούτε γεράματα, ούτε νηπιακή
ηλικία,
ούτε τα βάσανα των πολύμορφων ασθενειών, ούτε τίποτε άλλο
από την
καταστάσεις ο Θεός)· αλλά η ανθρώπινη φύση ήταν κάτι το
θείο, προτού
ορμήσει στην ανθρωπότητα το κακό. Και όλα αυτά ήλθαν σε μας
με την
έλευση της κακίας. Επομένως, ο βίος που είναι χωρίς κακία,
δεν θα έχει
καμιά ανάγκη να γεύεται τις συνέπειες της κακίας.
»Συμβαίνει ό,τι μ’ αυτόν που πεζοπορεί στην παγωνιά και
αισθάνεται το ψύχος
στο σώμα του, ή ό,τι μ’ αυτόν που βαδίζει κάτω από τις
θερμές ακτίνες του
ήλιου και μαυρίζει το δέρμα του· και όταν κάποιος
απομακρυνθεί και από τα
δύο αυτά, θα απαλλαγεί σίγουρα και από το μαύρισμα και από
την ψύξη· διότι,
όταν δεν υπάρχει η αιτία, κανείς δεν δικαιολογείται να ζητεί
το αποτέλεσμά
της. Έτσι και η φύση μας, όταν έγινε εμπαθής, αναγκαστικά
υπέστη όσα
συνεπάγεται η ζωή των παθών. Όταν όμως επιστρέψει πάλι στην
απαθή
μακαριότητα, τότε δεν θα φέρει μαζί της τις συνέπειες της
κακίας.
Επειδή, λοιπόν, όσα από την άλογη ζωή αναμίχθηκαν στην
ανθρώπινη φύση,
δεν ανήκαν σε μας προτού πέσουμε στα πάθη με την κακία,
σίγουρα,
όταν καθαρισθούμε από τα πάθη, θα εγκαταλείψουμε μαζί και
όλα τα
συνακόλουθά τους. Επομένως, δεν είναι ορθό σ’ εκείνη τη ζωή
(της
αναστάσεως) να ζητάει κανείς όσα συνέβησαν σε μας εξαιτίας
των παθών.
»Όπως όταν κάποιος έχοντας ξεσχισμένο χιτώνα τον πετάξει από
πάνω του,
δεν θα βλέπει πλέον στον εαυτό του την ασχήμια του πεταμένου
ρούχου,
έτσι όταν κι εμείς θα απεκδυθούμε από πάνω μας εκείνο τον
νεκρό και απαίσιο
χιτώνα, που μας επιβλήθηκε από τα άλογα δέρματα (όταν ακούω
δέρμα εννοώ
τη μορφή της αλόγου φύσεως, την οποία φορέσαμε αφού
εξοικειωθήκαμε
με τα πάθη), τότε μαζί με την έκδυση του δέρματος θα
αποβάλλουμε
και όλα όσα ήταν γύρω με το δέρμα της αλόγου φύσεως.
»Και αυτά που πήραμε από το άλογο δέρμα είναι η γαμική μίξη,
η σύλληψη,
η γέννηση, η ακαθαρσία, ο θηλασμός, η τροφή, η αποβολή των
ακαθαρσιών,
η βαθμιαία αύξηση προς το τέλειο, η νεότητα, τα γεράματα, η
ασθένεια, ο
θάνατος. Εάν, λοιπόν, δεν θα έχουμε πάνω μας εκείνο (το δέρμα),
πώς θα
μείνουν σε μας εκείνα που προέρχονται απ’ αυτό; Επομένως,
αφού ελπίζουμε
στη μέλλουσα ζωή μια άλλη κατάσταση, είναι μάταιος κόπος να
αντιδρούν στο
δόγμα της αναστάσεως με στοιχεία που δεν έχουν καμιά σχέση
μ’ αυτήν. Διότι,
τί κοινό έχει το ζάρωμα και η παχυσαρκία, η αδυναμία και η
πληθωρικότητα
και ό,τι άλλο αφορά στη ρευστή φύση των σωμάτων με τη ζωή
εκείνη, η οποία
είναι ξένη με τη ρευστή και παροδική διαγωγή της παρούσης
ζωής;
»Ένα μόνο ζητάει το δόγμα της αναστάσεως, άνθρωπο που προήλθε
από γέννηση, ή καλύτερα, όπως λέει το Ευαγγέλιο, "εάν
γεννήθηκε
άνθρωπος στον κόσμο"· το αν υπήρξε μακρός ή βραχύς ο
βίος του
ή ο θάνατός του συνέβη με τον άλφα ή βήτα τρόπο, είναι
μάταιο να
συνεξετάζεται με το δόγμα της αναστάσεως. Όπως κι αν
υποθέσουμε ότι
έγιναν αυτά, είναι σχεδόν το ίδιο, και από τη διαφορά αυτή
δεν προκαλείται ούτε δυσκολία ούτε ευκολία στην ανάσταση.
Εκείνος που άρχισε να ζει, πρέπει πάντως να ζήσει, αφού
διορθωθεί με την
ανάσταση η διάλυσή του, που στο μεταξύ έφερε ο θάνατος.
Το πώς και το πότε γίνεται η διάλυση, τί σχέση έχει με την
ανάσταση;
»Η εξέταση γι’ αυτό (το δόγμα της αναστάσεως) λαμβάνει υπόψη
της άλλη
προϋπόθεση, αν δηλαδή έζησε κανείς με απολαύσεις ή με
στερήσεις, με αρετή
ή κακία, επαινετά ή με ενοχές, αν πέρασε τη ζωή του ελεεινά
ή ευτυχισμένα.
Διότι όλα αυτά και τα παρόμοια βρίσκονται από το μάκρος και
το είδος της
παρούσης ζωής. Και έτσι, όταν θα γίνει η κρίση για όσα έζησε
(ο άνθρωπος),
υποχρεωτικά ο κριτής θα ερευνήσει το πάθος, την πληγή, την
ασθένεια, τα
γεράματα, τη νεότητα, τον πλούτο, τη φτώχεια· πώς ο καθένας
συμπεριφέρθηκε
στην ανάλογη κατάσταση, αν πέρασε το βίο που του έλαχε καλώς
ή κακώς,
εάν δέχθηκε πολλά αγαθά ή κακά σε μεγάλο χρονικό διάστημα,
ή μήπως δεν δοκίμασε κανένα απ’ αυτά, διότι έπαυσε να ζει
προτού καν ωριμάσει; Όταν, λοιπόν, ο Θεός επαναφέρει
τη φύση του ανθρώπου στην πρώτη της κατάσταση,
θα ήταν άσκοπο να συζητάει κανείς τέτοια, και να πιστεύει
ότι με αυτές τις
αντιρρήσεις θα εμποδίσει τη δύναμη του Θεού να φθάσει στον
σκοπό της.
»Και ο σκοπός του (Θεού) είναι ένας· όταν το πλήρωμα όλης
της φύσεώς μας
τελειωθεί με αυτά που αφορούν στον κάθε άνθρωπο, αφού άλλοι
ευθύς αμέσως
από την παρούσα ζωή θα έχουν καθαρθεί από την κακία, ενώ
άλλοι θα
γιατρευθούν με το πυρ στο μέλλον στα αναγκαία χρόνια, και
τέλος άλλοι
που δεν γνώρισαν στον παρόντα βίο τη γεύση ούτε του καλού
ούτε του κακού,
(σκοπός του Θεού είναι) σ’ όλους να προσφέρει τη συμμετοχή
στα αγαθά του,
τα οποία, όπως λέει η Αγία Γραφή, μήτε οφθαλμός τα είδε μήτε
αυτί τα άκουσε
μήτε σκέψη τα διανοήθηκε.
»Και αυτό, σύμφωνα με την αντίληψή μου, δεν σημαίνει τίποτε
άλλο, παρά το
να είναι μέσα στην ύπαρξη του Θεού. Διότι το αγαθό που
ξεπερνά την ακοή,
την όραση και τη σκέψη, είναι αυτό(ς) (ο Θεός) που βρίσκεται
πάνω απ’ όλα.
Και η διαφορά μεταξύ του εναρέτου και αμαρτωλού βίου στη
μέλλουσα ζωή
θα φανεί περισσότερο στο εξής, στη γρήγορη ή αργή (χρονικά)
συμμετοχή
στην προσδοκώμενη μακαριότητα. Διότι ο χρόνος της θεραπείας
θα εξαρτηθεί
σίγουρα από το ποσό της κακίας που έχει ο καθένας. Και
θεραπεία της ψυχής
εννοείται η κάθαρση από την κακία. Αυτή δεν είναι δυνατόν να
κατορθωθεί
χωρίς πόνο, όπως το αναφέραμε προηγουμένως.
»Αλλά, οπωσδήποτε, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πόσο
περιττές και
ανάρμοστες είναι οι αντιρρήσεις, εάν ενδιατρίψει στο βάθος
της σοφίας των
Αποστόλων. Πράγματι ο Απόστολος εξηγεί το μυστήριο αυτό
στους Κορινθίους,
οι οποίοι πιθανόν είχαν τις ίδιες αντιρρήσεις, όπως ακριβώς
έχουν όσοι τώρα
προσπαθούν να ανατρέψουν την πίστη στο δόγμα της αναστάσεως.
Λέει τα
εξής (ο Απόστολος), για να κόψει με τη γνώση του το θράσος
της δικής τους
αμάθειας: "Θα μου πεις· πώς θ’ αναστηθούν οι νεκροί; Με
ποιό σώμα θα
έλθουν; Ανόητε", λέει, "εσύ αυτό που σπέρνεις δεν
φυτρώνει, αν δεν σαπίσει·
και δεν σπέρνεις το φυτό που θα φυτρώσει, αλλά σπέρνεις ξερό
σπόρο σταριού
ή κάποιου άλλου φυτού· ο Θεός όμως είναι που δίνει το σώμα
(του φυτού),
όπως ο ίδιος θέλει".
»Εδώ, νομίζω, αποστομώνει αυτούς που δεν γνωρίζουν τα
πραγματικά όρια
της φύσεώς μας και ερευνούν τη θεία δύναμη σύμφωνα με τη
δική τους
αντίληψη· πιστεύουν ότι ο Θεός έχει τόση μόνο δυνατότητα,
όση
αντιλαμβάνεται ο νους του ανθρώπου· και ότι αυτό που είναι
πάνω από τις
δικές μας δυνατότητες, ξεπερνά και τη δύναμη του Θεού.
Βέβαια, αυτός που
ρώτησε τον Απόστολο, "πώς θ’ αναστηθούν οι
νεκροί", πιστεύει ότι είναι
αδύνατο τα σκορπισμένα στοιχεία του σώματα να συγκροτηθούν
και πάλι.
Και αφού αυτό είναι αδύνατο, και άλλο σώμα δεν γίνεται
εκτός από τη συνδρομή των στοιχείων, καταλήγει στο εξής, που
το συμπέρανε
μ’ ένα υποθετικό συλλογισμό, όπως κάνουν οι ικανοί
συζητητές:
εάν το σώμα αποτελεί συνδρομή στοιχείων και η συνδρομή αυτών
για δεύτερη
φορά δεν είναι δυνατή, τότε ποιό σώμα θα έχουν οι
αναστημένοι;
»Αυτό το συμπέρασμα, το οποίο βγήκε από ένα φιλοσοσφικό
τέχνασμα,
το ονόμασε (ο Απόστολος) ανοησία εκείνων που δεν είδαν στην
υπόλοιπη
δημιουργία την υπεροχή της θείας δυνάμεως. Πράγματι, άφησε
στην άκρη τα
σπουδαιότερα θαύματα του Θεού, με τα οποία θα μπορούσε να
φέρει σε
αμηχανία τον ακροατή του –για παράδειγμα, τί είναι το σύμπαν
και από πού
έρχεται, τί είναι ο ήλιος, η σελήνη ή το φαινόμενο των
άστρων, ο αιθέρας,
ο αέρας, το νερό, η γη;–, (αφήνοντας όλα αυτά) ελέγχει την
απερισκεψία των
αντιρρησιών με κοινά και κοντινά μας παραδείγματα.
»Διότι, δεν σε διδάσκει η γεωργία, ρωτάει (ο Απόστολος), ότι
ματαιοπονεί
όποιος μετράει την ανώτερη δύναμη του Θεού με τα δικά του
μέτρα; Από πού
προέρχονται τα σώματα που φυτρώνουν γύρω στους σπόρους; Τί
γίνεται πριν
βλαστήσουν; Δεν γίνεται ο θάνατος, εφόσον θάνατος είναι η
διάλυση των
συστατικών στοιχείων; Διότι ο σπόρος δεν πρόκειται να
φυτρώσει, εάν δεν
διαλυθεί στο χώμα και δεν γίνει αραιός και πορώδης, ώστε ν’
αναμιχθεί η ουσία
του με την υγρασία του περιβάλλοντος, και έτσι να δώσει ρίζα
και βλαστό·
και ούτε εκεί θα μείνει, αλλά θα μεταποιηθεί σε καλαμιά που
θα έχει
πάνω της, σαν να είναι ζωσμένη με συνδέσμους, τα ενδιάμεσα
γόνατα,
για να μπορεί να σηκώσει το στάχυ σε όρθια στάση, όταν θα
είναι γεμάτο από
καρπό. Πού ήταν αυτά στο στάρι, προτού από τη διάλυση του
σπόρου
στο χώμα; Και βέβαια, από κει είναι όλα αυτά. Διότι, αν δεν
υπήρχε εκείνο
προηγουμένως, ούτε το στάχυ θα γινόταν.
»Όπως, λοιπόν, το σώμα του στάχυ φυτρώνει από τον σπόρο,
επειδή
η θεία δύναμη το επιμελείται για να γίνει απ’ αυτόν (σπόρο)
εκείνο (στάχυ)·
και δεν είναι απόλυτα όμοιο με το σπόρο αλλά ούτε και
διαφορετικό σε όλα·
κατά τον ίδιο τρόπο, λέει, και το μυστήριο της αναστάσεως
σού έχει
προτυπωθεί με τα θαυμαστά συμβάντα των σπόρων. Διότι, η θεία
δύναμη,
με την πολλή της εξουσία, δεν σου αποδίδει μόνο εκείνο που
έχει διαλυθεί,
αλλά σου προσθέτει και άλλα μεγάλα και καλά σ’ αυτό,
με τα οποία η ανθρώπινη φύση σου παρουσιάζεται πιο
μεγαλοπρεπής.
"Σπείρεται", λέει, "στη φθορά, ανασταίνεται
σε κατάσταση αφθαρσίας·
σπείρεται ασθενικό, ανασταίνεται δυνατό· σπείρεται άτιμο και
ανασταίνεται ένδοξο· σπείρεται (πεθαίνει) σώμα ψυχικό και
ανασταίνεται
σώμα πνευματικό".
»Όπως ο σπόρος του σταριού, μετά τη διάλυσή του στο χώμα,
αφήνει τη
μικρή του ποσότητα και την ποιοτική ιδιότητα της μορφής του,
αλλά δεν
αφήνει την ταυτότητά του, παρά μένοντας στον εαυτό του
γίνεται στάχυς και
πολύ διαφέρει από τον εαυτό του στο μέγεθος, την ομορφιά,
την ποικιλία,
το σχήμα. Κατά παρόμοιο τρόπο, και η ανθρώπινη φύση αφήνει
με το θάνατο
όλες τις ιδιότητές της, τις οποίες απόκτησε με την εμπαθή
της διάθεση,
και εννοώ την ατιμία, τη φθορά, την ασθένεια, τη διαφορά
κατά ηλικία,
χωρίς όμως να εγκαταλείπει τον εαυτό της· αλλά, σαν στάχυ,
μεταφέρεται
στην αφθαρσία, τη δόξα, την τιμή, τη δύναμη και την
τελειότητα σε όλα.
Η ζωή της δεν ρυθμίζεται πλέον από τις ιδιότητες της φύσεως,
αλλά έχει εισέλθει σε κάποια πνευματική και απαθή κατάσταση.
Αυτή είναι ακριβώς η ιδιότητα του ψυχικού σώματος,
το να αλλοιώνεται διαρκώς με συνεχή ροή και κίνηση και να
μεταβάλλεται
από την κατάσταση που είναι σε κάτι άλλο. Απ’ αυτά, λοιπόν,
τα οποία δεν
τα βλέπουμε μόνο στους ανθρώπους αλλά και στα φυτά και τα
ζώα,
τίποτε δεν θα μείνει στην άλλη ζωή.
»Μου φαίνεται ότι και με όλα αυτά συμφωνεί ο λόγος του
Αποστόλου με τη
αντίληψή μας για την ανάσταση· και φανερώνει αυτό που
περιέχει
ο δικός μας ορισμός, που λέει ότι ανάσταση δεν είναι τίποτε
άλλο
παρά η αποκατάσταση στην αρχαία φύση μας. Επειδή διδαχθήκαμε
από την
Αγία Γραφή το εξής, ότι στην πρώτη δημιουργία πρώτα βλάστησε
η γη
βοτάνη από χόρτα, όπως το λέει το κείμενο, και έπειτα από το
βλαστό
έγινε ο σπόρος, ο οποίος, όταν πέσει στο χώμα, φυτρώνει πάλι
το ίδιο είδος του δένδρου που φυτεύθηκε αρχικά· αυτό
γίνεται,
λέει ο θείος Απόστολος, και με την ανάσταση.
»Και δεν διδασκόμαστε μόνον αυτό απ’ αυτόν, ότι δηλαδή το
ανθρώπινο
γένος μετακομίζει σε πιο μεγαλοπρεπή κατάσταση, αλλά και ότι
αυτό που
ελπίζουμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που ήταν αρχικά.
Επειδή όμως
αρχικά δεν προήλθε ο στάχυς από το σπόρο αλλά ο σπόρος από
το στάχυ,
και κατόπιν ο στάχυς βλαστάνει γύρω από το σπόρο, η σειρά
του
παραδείγματος δείχνει με σαφήνεια ότι όλη η μακαριότητα,
που ξεπηδά από την ανάσταση, μας επαναφέρει στην πρωταρχική
χάρη.
»Και εμείς στην αρχή ήμασταν κατά κάποιο τρόπο στάχυς. Αφού,
όμως,
ξεραθήκαμε από τον καύσωνα της κακίας και μας παρέλαβε η γη
μετά τη
διάλυση του θανάτου, πάλι η άνοιξη της αναστάσεως θα
αναδείξει
το γυμνό αυτό κόκκο του σώματος σε στάχυ μεστωμένο, πλούσιο
και
όρθιο· να εκτείνεται σε ουράνιο ύψος, και αντί για καλάμη ή
ανθέρικο
να είναι στολισμένο (το σώμα) με την αφθαρσία και τις
υπόλοιπες θεοπρεπείς
ιδιότητες. "Διότι πρέπει το φθαρτό σώμα να ντυθεί την
αφθαρσία".
»Η αφθαρσία πάλι, η δόξα, η τιμή και η δύναμη, κατά κοινή
ομολογία,
αποτελούν ιδιότητες της θείας φύσεως· αυτές προηγουμένως
ανήκαν στον
κατ’ εικόνα Θεού (άνθρωπο) και ελπίζεται ότι θα ανήκουν
πάλι. Διότι ο πρώτος
στάχυς ήταν ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ. Αλλά, αφότου με την
είσοδο της
κακίας η φύση τεμαχίστηκε σε πολλά κομμάτια, όπως συμβαίνει
με τον καρπό
του στάχυος, έτσι και ο καθένας μας που γυμνωθήκαμε από το
είδος εκείνου
του στάχυος και αναμιχθήκαμε με τη γη, στην ανάσταση θα
ξαναγεννηθούμε
πάλι στο πρώτο κάλλος, και θα γίνουμε στη θέση του πρώτου
στάχυος άπειρες
μυριάδες στάχεις των αγρών.
»Ο ενάρετος βίος πάλι αυτή τη διαφορά έχει από την κακία,
ότι όσοι στην παρούσα ζωή καλλιέργησαν τον εαυτό τους με την
αρετή,
ευθύς αμέσως φυτρώνουν σαν τέλειοι στάχεις. Όσοι πάλι στον
παρόντα βίο
έκαναν τη δύναμη της ψυχής σαν ξεθωριασμένο και ανεμοδαρμένο
σπόρο,
τότε οι γνώστες αυτών των πραγμάτων λένε ότι γίνονται σαν τα
ονομαζόμενα κεράσβολα. Το ίδιο κι αυτοί, παρόλο που θα
φυτρώσουν
με την ανάσταση, θα υποστούν μεγάλη επιτίμηση από τον Κριτή,
επειδή δεν μπορούν να βλαστήσουν σαν το είδος του στάχυος
και να
γίνουν όπως ήμασταν πριν από την πτώση στη γη.
»Η θεραπεία πάλι την οποία προσφέρει ο επιστάτης είναι η
συλλογή των
ζιζανίων και των αγκαθιών, τα οποία φύτρωσαν μαζί με το
σπόρο· διότι, όλη
η δύναμη που τρέφει τη ρίζα, πήγε στα παράσιτα και εξαιτίας
τους
ο καλός σπόρος έμεινε ατροφικός και άγονος, αφού τον έπνιξαν
οι παρά
φύσιν βλαστοί. Όταν, λοιπόν, κάθε παράσιτο και ξένο βλαστάρι
χωριστεί από το καλό φυτό και οδηγηθεί στον αφανισμό με την
καταστροφή του από την παρά φύσιν φωτιά, τότε και σ’ αυτούς
(τους ανθρώπους) θ’ αναπτυχθεί η φύση και θα δώσει καρπό
χάρη σ’ αυτήν τη
φροντίδα· θ’ αποκτήσει πάλι, μετά μακρύ χρονικό διάστημα, το
αρχικό κοινό
είδος, που μας έδωσε ο Θεός. Και ευτυχισμένοι είναι πράγματι
εκείνοι στους
οποίους το τέλειο κάλλος των στάχυων φυτρώνει αμέσως με την
ανάσταση.
»Και λέμε αυτά, όχι διότι τάχα θα υπάρχει κάποια σωματική
διαφορά κατά την
ανάσταση στους ενάρετους από τους αμαρτωλούς, ώστε να
νομίζει κανείς ότι ο
ένας είναι ατελής στο σώμα και ο άλλος τέλειος. Αλλά, όπως
στον παρόντα βίο
ο φυλακισμένος και ο ελεύθερος έχουν βέβαια και οι δύο
ομοιότητα στο
σώμα, υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά μεταξύ τους σχετικά με την
ευχαρίστηση
και τη λύπη, παρόμοια νομίζω πρέπει να θεωρούμε τη διαφορά
μεταξύ των
αγαθών και των κακών στη μέλλουσα κατάσταση.
»Διότι η τελείωση των αναστημένων από τη φθορά σωμάτων
φανερώνεται, όπως λέει ο Απόστολος, στην αφθαρσία, τη δόξα,
την τιμή
και τη δύναμη. Η μείωση αυτών των ιδιοτήτων δεν σημαίνει
κάποια αναπηρία
του αναστημένου σώματος, αλλά στέρηση και αλλοτρίωση καθενός
από τα νοητά αγαθά (της αναστάσεως). Επειδή, λοιπόν, το ήθος
του ανθρώπου
ένα από τα δύο αντίθετα πρέπει να το διακρίνει, ή το αγαθό ή
το κακό,
είναι φανερό ότι, όταν λέμε ότι κάποιος δεν βρίσκεται μέσα
στο αγαθό,
δείχνουμε ότι σίγουρα βρίσκεται μέσα στο κακό. Και βέβαια
στην κακία δεν
υπάρχει ούτε τιμή, ούτε δόξα, ούτε αφθαρσία, ούτε δύναμη.
»Υποχρεωτικά, λοιπόν, δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε ότι σ’
όποιον δεν
υπάρχουν αυτά, υπάρχουν τα αντίθετά τους, δηλαδή ασθένεια,
ατιμία, φθορά
και όσα ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Αυτά, όπως είπαμε στη
συζήτησή μας
παραπάνω, αποτελούν τα πάθη της κακίας για την ψυχή που
δύσκολα
διώχνονται, διότι αναμειγνύονται και φυτρώνουν μαζί, και
γίνονται ένα
μ’ αυτήν. Αφού, όμως, αυτά (τα πάθη) με τη θεραπεία της
φωτιάς (της κρίσεως)
καθαρισθούν και χαθούν, θα έλθει στη θέση τους καθένα από τα
θεωρούμενα
αγαθά, δηλαδή η αφθαρσία, η ζωή, η τιμή, η χάρη, η δόξα, η
δύναμη και
οτιδήποτε άλλο παρόμοιο φανταζόμαστε ότι υπάρχει τόσο στο
Θεό όσο και
στην εικόνα Του, που είναι η ανθρώπινη φύση».
πηγη:users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου