ΔΙΑ ΠΟΙΑΝ ΑΙΤΙΑ ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΘΛΙΨΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΑΡΤΑΝΟΝΤΕΣ ΑΝΕΣΙΝ
Μὴ θαυμάζεις εἰς τοῦτο ὦ ἄνθρωπε, να ζηλεύεις εἰς τὸ
πονηρόν, καὶ να προκρίνεις τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν μερίδα, νομίζοντας τάχα ὅτι, πὼς νὰ
εἶναι καλότυχοι, τοὺς ἀγάπα ὁ κόσμος, καὶ τοὺς δίδει πλοῦτον καὶ μακαριότητα
πρόσκαιρον.
Ὁ Θεὸς δεν δίδει τὰς θλίψεις τοῖς ἀνόμοις ἔδω, διὰ να τοὺς
κολάσει αἰώνια, καὶ παιδεύει τοὺς φίλους του, διὰ να τιμηθοὺν πλέον εἰς τὴν Οὐράνιον
Βασιλείαν, να λάβουν ἀξιώτερον στέφανον.
Τὰ βόδια ὅπου μελετοὺν να σφάξουν εἰς τὸ μακελλεῖον, ἀφήνουν
νὰ βόσκουν ὅπου θέλουν, διὰ νὰ παχύνουν, ἀλλὰ τὰ καματερὰ ὅπου φυλάττουν διὰ τὴν
δούλευσιν, κρατοῦν σιμὰ τοὺς καὶ βασανίζουν. Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἀφήνει εἰς τὴν ζωὴν
ταύτην, καὶ παχαίνουν οἱ ἄτυχοι καὶ μοχθηροὶ εἰς τάς ἡδονὰς τῆς σαρκὸς καὶ ἀπολαύσεις
διατὶ εἶναι προωρισμένοι τῆς αἰωνίου κολάσεως· καὶ τοὺς δικαίους πειράζει καὶ
βασανίζει, διὰ να τοὺς ἔχει πάντοτε εἰς τὸ παλάτιον αὐτοῦ τὸ οὐράνιον.
Τὰ κάρπιμα δένδρα, ὅπου δίδωσιν ὄφελος καὶ διάφορον, τὰ ῥαβδίζουν
οἱ ἄνθρωποι κάθε χρόνο καὶ μαστιγώνουσι, καὶ τσακίζουσι τὰ κλωνάρια τοὺς, διὰ
να τοὺς δώσουσι τὸν καρπόν, τὰ δὲ ἄκαρπα, ὅπου δὲν δίδουν κάποια ὠφέλειαν ἂν καὶ
δὲν τὰ ῥαβδίζουν σὰν τὰ εὔκαρπα, ἀλλ’ ὅμως ἀφ’ οὗ τραφοὺν καὶ μεγαλώσουν, τὰ
κόπτουν καὶ τὰ ξεριζώνουν παντελῶς, καὶ τὰ καίουν ὡς ἀνωφέλευτα· οὕτω καὶ οἱ ἐνάρετοι,
ὅπου δίδουν ὤφελος μὲ τὰ ἔργα τοὺς, λαμβάνουν εἰς τὸν κόσμον θλίψεις καὶ
μάστιγας· τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς δὲν παιδεύει ἔδω ὁ δίκαιος Κριτής, ἀλλὰ τοὺς
φυλάττει να τοὺς καταναλύσει τελευταῖον εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως.
Ὅσον εἶχε ὁ ἄσωτος υἱὸς τὸν πατρικὸν πλοῦτον, ἐξόδευε, ἔτρωγε,
ἔπινε, ἔκανε τὰ θελήματα τοῦ, καὶ δὲν ἤρχετό ποτε εἰς μετάνοιαν, ὅταν ὅμως τὸν ἔκαυσεν
ὁ πάνσοφος ἰατρὸς μὲ τὸ πῦρ τῆς πενίας, τοῦ λιμοῦ, καὶ τῆς ἄλλης ταλαιπωρίας, ἄφησε
τάς ἡδονάς τῆς σαρκός, καὶ ἔδραμεν εἰς τὸν πατρικὸν οἶκον σωφρονισμένος.
Ὅσοι ἔχουν φῶς παραμικρὸν καὶ φόβον Θεοῦ, πιστεύουν, ὅτι ὅλον
ἐκεῖνο που τοὺς συμβαίνει, ἔρχεται ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἄνομοι δὲν θὰ εἴχαν
εἷς τοὺς δικαίους καμμία ἐξουσία ἐὰν δὲν ἦτον Θεοῦ παραχώρησις, καθὼς εἶπεν ὁ
Κύριος τῷ Πιλάτῳ «Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν ἐν ἐμοί, εἰμὴ ἢν σοὶ δεδομένον ἄνωθεν».
Τοῦτο γινώσκωντες οἱ πιστοί, βιάζουν τοῦ λόγου τοὺς, νὰ
νικήσουν τὸν πειρασμὸν μὲ τὴν Θείαν δύναμιν, καὶ δὲν παραπονούνται τοῦ μέσου, ὅπου
τοὺς θλίβει, οὔτε κοιτάζουν τὸ ὄργανον ὅπου τοὺς δίδει τὴν ζημίαν. Δὲν λέγουν
τύχην ἣ ῥιζικόν, ἀλλὰ τὰ πάντα ὑποδέχονται εὐχαρίστως ἀπὸ χειρὸς Κυρίου πρὸς τὸ
συμφέρον οἰκονομούμενα.
Καθὼς καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ ὅταν ἔπαθε τόσας ζημίας, δὲν εἶπεν,
αὐτὰ τὰ ἀγαθά μου τὰ ἔδωσαν οἱ γονεῖς, αὐτὰ τὰ τέκνα τὰ ἐγέννησεν ἡ ὁμόζυγός
μου, καὶ οἱ κακοὶ ἄνθρωποι, τὸ πῦρ, ἡ ταραχὴ τῶν ἀνέμων, καὶ οἱ δαίμονες μὲ ὑστέρησαν,
ἀλλὰ εἶπεν : «Ὁ Κύριός μου τὰ ἔδωσεν, ὁ Κύριός μου τὰ ἐπῆρε. Καθὼς ἐφάνη τοῦ
Κυρίου οὕτως ἐγένετω. Εὐλογημένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ». Ὁμοίως καὶ ὅταν ἦτον ἀσθενημένος
καὶ ὅλος πληγωμένος ἔλεγε : «Τὰ καλὰ ἐδέχθημεν ἐκ χειρὸς Κυρίου, καὶ τὰ κακὰ νὰ
μὴν ὑπομείνωμεν»; [Βλέπε περισσότερα Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία σελ. 101-104]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου