Μελέτη περί Χριστιανικής Ιερωσύνης εν
γένει και ειδικώς
Εθέσπισεν ο Ιησούς Χριστός την ύπαρξη
Ιερέων εν τη Εκκλησία,
ή μήπως κάποιοι φιλόδοξοι και φιλοχρήματοι
σφετερίστηκαν
το αξίωμα της Ιερωσύνης, που ανήκει
«αποκλειστικά» στο Χριστόν;
Ισως εκ πρώτης όψεως μας φαίνεται
αλλόκοτον και ίσως ηχεί παράξενα κάτι τέτοιο στ' αυτιά μας ακόμη και σαν
ερώτημα. Και όμως το ερώτημα έχει τη θέση του, για τον εξής λόγον. Υπήρξαν και
υπάρχουν κάποιοι αιρετικοί, κυρίως οι λεγόμενοι Προτεστάντες, δηλαδή,
Διαμαρτυρόμενοι πλην των απίστων και καθαρά άθεων οι οποίοι και αρνούνται τη
νόμιμη ύπαρξη ιερέων στην Εκκλησία, με διάφορα βέβαια προσχήματα και
επιχειρήματα: Βασικά, δύο είναι οι δρόμοι, που οι Προτεστάντες αυτοί
ακολουθούν στην άρνησή τους αυτή και στην σχετικήν επιχειρηματολογίαν τους.
Πρώτον: Διαπιστώνουν ότι στην Καινή
Διαθήκην ποτέ και πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη "ιερεύς" να
αποδίδεται σ' αυτόν, που σήμερα ονομάζομεν ιερέα. Σκέπτονται δε οι Προτεστάντες
αυτοί ως εξής: Εφ' όσον ο όρος "ιερεύς" δεν αποδίδεται σε άτομον
ειδικής ιερατικής τάξης της χριστιανικής Εκκλησίας, εφ' όσον δηλαδή απουσιάζει
ο όρος, άρα απουσιάζει και το σημαινόμενον υπό του όρου, απουσιάζουν δηλονότι
και οι ίδιοι οι ιερείς. Άρα στην Εκκλησίαν δεν πρέπει να υπάρχουν
"Ιερείς".
Όμως, στο σημείον αυτό ο συλλογισμός των
Προτεσταντών μας χωλαίνει. Διότι είναι δυνατόν κάποιος να αποδίδη σε άλλον,
π.χ. ιατρικές ιδιότητες, να τον θεωρεί και ο περί ου ο λόγος όντως να είναι
τέτοιος Ιατρόν, χωρίς όμως και να τον ονομάζει με τον όρον "ιατρός",
αλλά να τον αποκαλή με άλλην ονομασίαν, π.χ. επιστήμονα του σώματος, ή
θεραπευτήν. Αρκεί δηλαδή σε μας το να του αποδίδη και να του αναγνωρίζη κανείς
τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες του ιατρού, κι ας μη τον ονομάζει με την
ιδίαν τη λέξη "ιατρός", για να τον δεχώμεθα και εμείς σαν ιατρόν.
Αυτό είναι δυνατό να συμβή κατά μείζονα
λόγον, όταν μάλιστα έχη κανείς και ένα πρόσθετον ειδικό λόγο να μη θέλη να
χρησιμοποιήση ειδικά τον όρον "ιατρός". Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη
χριστιανικήν "Ιερωσύνην" και τον ειδικόν όρον "ιερεύς". Η
αρχαία Εκκλησία μολονότι είχεν το "πράγμα", την
"Ιερωσύνην", απέφευγεν και δεν χρησιμοποιούσεν τον όρον
"ιερεύς", αλλά είχεν σε χρήση άλλους όρους, για το ίδιον πράγμα, για
το ίδιον πρόσωπον, όπως θα δούμεν (Απόστολοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι κλπ.),
διότι η χριστιανική Εκκλησία είχεν το λόγον της, που θα το δούμε, να μη θέλη να
χρησιμοποιή τον ίδιον τον όρον "Ιερεύς". Ο λόγος δε δια τον οποίον
απέφευγαν οι Χριστιανοί να χρησιμοποιήσουν τον όρον "Ιερεύς" είναι
επειδή τον χρησιμοποιούσαν τόσον οι ειδωλολάτρες όσον και οι Ιουδαίοι. Οι
χριστιανοί, λοιπόν, επειδή είχαν διαφορετικήν Ιερωσύνην, πνευματικήν, τελείαν,
χάρισμα του αγίου Πνεύματος, απέφευγαν ό,τι θύμιζεν την σαρκικήν και ατελή
Ιερωσύνην. Όταν όμως εξέλιπεν ο εκ των εθνικών και των Ιουδαίων κίνδυνος
σύγχυσης των εννοιών, δεν είχαν κανένα λόγο να μη χρησιμοποιούν τις λέξεις "Ιερωσύνη"
και "Ιερεύς" για να δηλώσουν λειτουργούς της Εκκλησίας.
Αυτός είναι ο ένας δρόμος, που ακολουθούν
οι Προτεστάντες για να αρνηθούν την χριστιανικήν Ιερωσύνη: λείπει ο ειδικός
όρος "ιερεύς", που δηλώνει το πρόσωπο-φορέα της Ιερωσύνης, άρα λένε
οι Προτεστάντες λείπει όχι μόνον η ονομασία, αλλά και το ίδιο το πράγμα, η
"Ιερωσύνη", ή, μάλλον, το ίδιον το πρόσωπον, ο "ιερεύς",
άσχετα αν του αποδίδωνται με άλλες λέξεις, με άλλους όρους, ιδιότητες ιερατικές
και αυτή αύτη η Ιερωσύνη σαν μόνιμη και αναφαίρετη κατάσταση και ιδιότητα.
Δεύτερον: Ο δεύτερος δρόμος
επιχειρηματολογίας, που ακολουθούν οι Προτεστάντες, είναι ο εξής: Θέλουν δήθεν
να στηριχθούν στην Ιερωσύνην του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προκείμενου να απορρίψουν την Ιερωσύνην της ειδικής τάξης
των ιερέων της Εκκλησίας.
Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι η Ιερωσύνη, που
έχει ο Χριστός είναι μοναδική, όμως με την έννοιαν ότι αυτή αύτη η ύπαρξή της
δεν επιτρέπει και άρα αποκλείει να υπάρχουν ιερείς στην Εκκλησίαν. Το δεύτερο,
δηλαδή, βασικόν επιχείρημα τους είναι ότι ακριβώς η Ιερωσύνη του Ιησού Χριστού
είναι τέτοιας φύσης και τέτοιου χαρακτήρα, ώστε είναι μοναδική και
αποκλειστική, δηλαδή ότι δήθεν αποκλείει την ύπαρξη κάθε άλλου ιερέως στην
Εκκλησίαν. Απόκειται, λοιπόν, σε μας να ερευνήσουμε θεολογικά και να δούμεν,
εάν όντως είναι η Ιερωσύνη του Ιησού Χριστού αποκλειστική μ’ αυτήν την έννοιαν,
ή με κάποιαν όλως διόλου άλλην έννοιαν, η οποία όχι μόνο δεν αποκλείει ιερείς
στην Εκκλησίαν, αλλ' αντίθετα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγον, τους προϋποθέτει. Το
αντίθετο, δηλαδή, συμπέρασμα θα βγή άπ' ό,τι συμπεραίνουν οι Προτεστάντες μας.
Το αμίμητα δε ωραίον στην υπόθεση αυτήν
είναι το εξής: Ενώ οι Προτεστάντες μας συλλογίζονται έτσι για την Ιερωσύνην του
Χριστού και για τους Ιερείς στην Εκκλησία, διαπράττουν ένα λογικό λάθος,
πέφτουν σε μια χονδροειδή αντίφαση. Μολονότι, δηλαδή, διακηρύσσουν ότι ακριβώς
η Ιερωσύνη του Ιησού Χριστού είναι μοναδική και αποκλείει ύπαρξη άλλων ιερέων,
όμως δέχονται οι Ίδιοι οι Προτεστάντες όλως αντιφατικώς την λεγομένη γενικήν
Ιερωσύνην, διδασκαλίαν που διδάσκει ότι δεν υπάρχει ειδική τάξη ιερέων στην
Εκκλησία του Χριστού, επειδή όλοι οι βαπτισμένοι είναι και ιερείς. Αλλά, πως,
λοιπόν, η Ιερωσύνη του Ιησού Χριστού αποκλείει τους ειδικούς ιερείς και δεν
αποκλείει τους της γενικής Ιερωσύνης ιερείς, αλλ' αντίθετα τους πολλαπλασιάζει;
Κι αν, δηλαδή, ακόμη ισχύη η γενική Ιερωσύνη, πως αυτή συνυπάρχει με την
Ιερωσύνην του Ιησού Χριστού, ενώ δεν μπορεί να συνυπάρχη η ειδική Ιερωσύνη της
ειδικής τάξης των ιερέων; Αυτό πρέπει και να το εξηγήσουν και να το αποδείξουν
οι Προτεστάντες. Όχι διακηρύξεις, αλλά αποδείξεις θέλομεν. Εύκολον είναι να
διακηρύσσης. Πρέπει όμως στην κάθε διακήρυξη να ακόλουθη και η απόδειξη.
Αλλά, αφού θα μας απασχόληση το θέμα της
Ιερωσύνης στην αρχαία Χριστιανικήν Εκκλησία, θα πρέπη να προσδιορίσουμεν τι θα
θεωρούμεν και σαν Ιερωσύνην, τι δηλαδή είναι η Ιερωσύνη. Θα πρέπη να γίνουμεν
ικανοί να την αναγνωρίζουμεν και από ένα βασικόν στοιχείον της. Αλλοιώς, αν
δηλαδή δεν έχουμεν την σωστήν έννοιαν της Ιερωσύνης, δεν θα μπορούμε να ξέρουμε
αν τη διδάσκη ή όχι η Καινή Διαθήκη, αν την κηρύσση υπάρχουσαν στην
καινοδιαθηκικήν Εκκλησίαν η Καινή Διαθήκη, αν τη θέσπισεν ο Χριστός στην
αρχαίαν Εκκλησίαν.
Βέβαια, όλοι γνωρίζομεν, ότι η Ιερωσύνη
δεν είναι χαρακτηριστικό μόνον της Καινής Διαθήκης. Υπάρχει και στην Παλαιά
Διαθήκην, αλλά και στα διάφορα ειδωλολατρικά έθνη. Στις διάφορες θρησκείες της
αρχαιότητας αναγνωρίζομεν το φαινόμενον και την πραγματικότητα της Ιερωσύνης.
Όσον περισσότερο μάλιστα περίπλοκη
γίνεται η θυσιαστική τελετουργία, η Ιερωσύνη εξειδικεύεται. Στην αρχήν
προωρισμένη για να έχη φορέα της τον αρχηγόν της οικογένειας, της ομάδας, της
φυλής, τελικά αποδίδεται σε ειδικά πρόσωπα, που είναι ταυτόχρονα οι φύλακες των
υποχρεωτικών τελετουργιών και του τυπικού και οι τελεστές των ιερών ακολουθιών.
Η εξέλιξη της Ιερωσύνης είναι, λοιπόν,
κυρίως τελετουργία της εξελίξεως των θυσιαστικών λειτουργιών. Αυτήν την
εξέλιξη ακολουθεί και η Ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης.
Πάντως, δηλαδή, ένα βασικόν, το και
αδιάψευστον στοιχείον της Ιερωσύνης, κάθε Ιερωσύνης, ως διαμεσολάβησης μεταξύ
Θεού και ανθρώπων, είναι η θυσία, πάσης μορφής, αιματηρά ή αναίμακτη, έτσι
ώστε οι έννοιες Ιερωσύνη και Θυσία να είναι συσχετικές: η μία δηλαδή να
προϋποθέτη την άλλην, η μια να συνεπάγηται και συνεπιφέρη την άλλην.
Αλλά αυτή η διαπίστωση μας οδηγεί στο
ζητούμενον συμπέρασμα, ότι δηλαδή: εάν έχουμε θυσίαν, έχομεν την παρουσίαν
Ιερωσύνης και αντίστροφα.
Επομένως, εάν διαπιστώσουμεν κατόπιν
αποδείξεων ότι ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου ήταν όντως θυσία, ότι ο Μυστικός
Δείπνος είχε θυσιαστικό χαρακτήρα και ότι η τελούμενη στην εκκλησιαστικήν
Σύναξη θεία Ευχαριστία αποτελεί πράγματι αναίμακτο θυσία, θα πρέπη ταυτόχρονα
να συμπεράνωμεν ότι: αφού στη χριστιανικήν Εκκλησίαν υπάρχει και τελείται θυσία
(η θεία Ευχαριστία) και αφού υπάρχει χριστιανικό θυσιαστήριον, όπως διδάσκει ο
θείος Παύλος (Εβρ. ιγ',10) άρα στη χριστιανικήν Εκκλησίαν υπάρχει νόμιμα και
χριστιανική Ιερωσύνη.
Βέβαια, οι Προτεστάντες αρνούνται αυτήν
ταύτην τη βάση του συμπεράσματος, ότι δηλαδή η θεία Ευχαριστία είναι θυσία.
Αυτό όμως είναι κάτι που θα το ερευνήσωμε διεξοδικώς, πριν αποφανθούμεν
σχετικώς.
Ο θυσιαστικός ρόλος εν τούτοις δεν είναι ο
μόνος που ασκεί η Ιερωσύνη. Ο ιερέας δεν προσφέρει μόνον τις προσφορές των ανθρώπων
στη θεότητα. Μεταφέρει και στους ανθρώπους τις άνωθεν ευλογίες: Είτε πρόκειται
κυριολεκτικά, για ευεργεσίες, υλικές ή πνευματικές, είτε πρόκειται για
διδασκαλίες ιδιαίτερες ή γενικές είτε και για διάφορες απαντήσεις, που η
θεότητα μεταβιβάζει στους πιστούς της είτε για τη χάρη της Σωτηρίας, είναι
συνηθέστατα ή πάντα η Ιερωσύνη, που χρησιμεύει ως ενδιάμεσος αγωγός αυτών των
θεϊκών ανακοινώσεων και ενεργειών.
Εν τούτοις, στο σημείον αυτό δεν υπάρχει
απόλυτη ομοιομορφία στην ιστορίαν των θρησκευμάτων: Συχνά Προφητισμός και
Ιερωσύνη αντιπαρατίθενται και αντιτίθενται. Έτσι π.χ. στο Ισραήλ οι ιερείς και
οι διδάσκαλοι του Νόμου του Μωυσή θα αποτελέσουν τελικά δύο σαφώς
διακεκριμένες κατηγορίες και το ίδιο φαινόμενον απαντά σε πολλές λίγο πολύ εξελιγμένες
θρησκείες. Να γιατί, αν θέλουμε να βρούμεν αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει το
λειτούργημα της Ιερωσύνης, πρέπει να επιμείνουμεν προ παντός στο θυσιαστικό
ρόλον της τελευταίας.
Πάντως, εάν συνέβη στην Ιστορίαν, κυρίως
των Εβραίων, αντίθεσις Προφητισμού και Ιερωσύνης, αυτό δεν σημαίνει ότι τα δύο
αυτά εκ φύσεως είναι αντίθετα. Κάθε άλλον. Σημαίνει μόνον ότι ιστορικώς συνέβη
και αντετέθησαν εκ κακής εφαρμογής ενός εκ των δύο και εκ καταχρήσεων που
συνέβησαν και εις τα δύο αυτά. Και οι ιερείς παρεξετράπησαν και ψευδοπροφήται
εμίαναν τον Προφητισμόν. Ότι δε εκ φύσεως τα δύο δύνανται να εναρμονίζωνται
φαίνεται και εκ του γεγονότος ότι μερικοί από τους προφήτες ήσαν και ιερείς,
δηλαδή συνεδύαζαν άνετα Προφητισμόν και Ιερωσύνην.
Όπως και εμείς, οι Προτεστάντες δέχονται
ότι ό Ιησούς είναι Ιερεύς, ότι έχει Ιερωσύνην. Πρέπει όμως να υπογραμμίσωμεν
ότι από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης μόνον ένα, δηλαδή μόνον η προς
Εβραίους επιστολή ονομάζει τον Ιησούν Ιερέα-Αρχιερέα και κάνει ρητώς λόγον για
την Ιερωσύνην του Χριστού. Τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης ιδίως ο Ιωάννης
του αποδίδουν μεν ιερατικές ιδιότητες, ιερατικές ενέργειες και ιερατικόν
ρόλον, αλλά δεν τον χαρακτηρίζουν και ρητώς ιερέα.
Ενώ όμως ορθόδοξοι και Προτεστάντες
δεχόμεθα τον Χριστόν ως Ιερέα, δηλαδή δεχόμεθα την Ιερωσύνην του Ιησού, εν
τούτοις, οι Προτεστάντες συμπεραίνουν (πρόκειται δηλαδή περί συμπερασμού και
μόνον) , ότι αυτή η Ιερωσύνη του Ιησού, επειδή είναι μοναδική και αποκλειστική,
αποκλείει οιονδήποτε άλλον να είναι Ιερεύς, πλην όμως κατ' απόλυτον
αποκλειστικότητα τον Ιησούν Χριστόν.
Είναι μοναδική και αποκλειστική η
Ιερωσύνη του Ιησού, αλλ’ υπό ποίαν έννοιαν; Υπό την έννοιαν του αποκλεισμού
οιουδήποτε άλλου Ιερέως;
Η αντίθεσις που εισηγείται η προς Εβραίους
δεν είναι ανάμεσα στην Ιερωσύνην του Ιησού και σ' εκείνην των χριστιανών
Ιερέων, αλλά μεταξύ της Ιερωσύνης του Χριστού και εκείνης των ιερέων της
Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό θα πρέπει να μη το λησμονούν ούτε στιγμήν οι Προτεστάντες.
Οι δε συγκρίσεις που κάνει η προς Εβραίους
ανάμεσα στις δύο αυτές Ιερωσύνες, του Ιησού άπ' την μιαν και της Παλαιάς
Διαθήκης άπ' την άλλην, είναι οι εξής :
Μόνη η προς Εβραίους ομιλεί διεξοδικά για
την Ιερωσύνην του Χριστού. Εμφανίζει τον σταυρόν σαν την εξιλαστικήν θυσίαν
(Εβρ. θ', 114, Ιδέ Ρωμ. γ', 24), ως την θυσίαν της Διαθήκης (Εβρ. θ', 1824),
του Δούλου (Εβρ. θ',28).
Αλλά η επιστολή επικεντρώνει την προσοχήν
στον προσωπικό ρόλον του Χριστού εις την προσφοράν της θυσίας αυτής. Ο Ιησούς,
όπως παλαιά ο Ααρών και πολύ καλλίτερα από κείνον, εκλήθη άπ' το Θεόν για να
μεσολάβηση υπέρ των ανθρώπων και να προσφέρη θυσίες για τα αμαρτήματά τους
(Εβρ. ε’, 1 4). Η Ιερωσύνη του προτυπώθηκε στην Ιερωσύνην του Μελχισεδέκ (Γεν.
ιδ', 18), σύμφωνα με το χρησμόν του Ψαλ. 110,4.
Ο συγγραφεύς της επιστολής προς Εβραίους
για να διαφωτίση αυτό το σημείο δίνει μια λεπτολόγον ερμηνείαν των κειμένων της
Παλαιάς Διαθήκης:
Η σιωπή της Γένεσης για τη γενεαλογίαν του
βασιλιά-ιερέα δίνει στον συγγραφέα την ένδειξη της αιωνιότητας του Υιού του
Θεού (Εβρ. ζ', 3). Η δεκάτη που προσφέρει ο Αβραάμ στον Μελχισεδέκ, δείχνει την
κατωτερότητα της λευιτικής Ιερωσύνης μπροστά σ’ αυτήν των Μελχισεδέκ-Ιησού
(Εβρ. ζ', 410) .Ο όρκος, έπειτα, του Θεού εν Ψαλ. 110,4 διακηρύσσει την αμετάβλητη
τελειότητα του οριστικού ιερέα Ιησού (Εβρ. ζ', 20-25).
Ο Ιησούς είναι ο άγιος ιερεύς, ο μοναδικός
στο είδος του (Εβρ. ζ', 26). Η Ιερωσύνη του καταργεί την αρχαίαν Ιερωσύνην.
Αυτή η Ιερωσύνη ρίχνει τις ρίζες της μέσα
του και τον καθιστά τον κατ' εξοχήν μεσίτην: ταυτόχρονα αληθινό άνθρωπο (Εβρ.
β', 10-18, έ, 7) μετέχοντα στην πτώχεια μας μέχρι και τον πειρασμόν (β', 18,
ό,15) και αληθινό γυιόν του Θεού, ανώτερον των αγγέλων (α', 1 13), είναι ο
μοναδικός στο είδος του και ο αιώνιος Ιερεύς . Ετέλεσεν τη θυσίαν του μια για
πάντα μέσα στο χρόνον (Εβρ. ζ', 27, θ',12, 25-28, ι’, 10-14). Έκτοτε είναι για
πάντα ο μεσολαβητής, ο μεσίτης της Καινής Διαθήκης (η', 6-13, ί, 12-18).
Σε ποιο σημείον ακριβώς έγκειται η
μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του ιερατικού έργου του Ιησού Χριστού ;
Πριν η προχωρήσωμεν όμως, είναι ανάγκη να
διασαφήσωμεν μερικά ζητήματα και συγκεκριμένως το της μεσιτείας και Ιερωσύνης.
Ο άνθρωπος μετά την αμαρτίαν και τας εκ ταύτης συνεπείας ήτο ανάγκη να εξιλέωση
την προσβληθείσαν άπειρον δικαιοσύνην του Θεού, και να εξασφαλίση την βοήθειαν
αυτού δια την ανόρθωσιν και σωτηρίαν του. Τούτο δεν δύναται να κατορθώση ο
Ίδιος ως πεπερασμένος.
Εν τη απείρω αγάπη του προς το πλάσμα του
ο Θεός έστειλε τον υιόν αυτού τον μονογενή (το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας
Τριάδος) εις τον κόσμον, ίνα σαρκωθή και γίνη τέλειος άνθρωπος ων εν ταυτώ και
τέλειος Θεός.
Δια της ενώσεως ταύτης της θείας και
ανθρωπινής φύσεως εις το θεανδρικόν πρόσωπον του Κυρίου επετυγχάνετο η
εξιλέωσις του Θεού, και η εξασφάλισις της συνδρομής του προς ανόρθωσιν και
σωτηρίαν.
Ο Ιησούς ως άνθρωπος αντιπροσώπευε την
ανθρωπότητα, αλλά και ως Θεός άπειρος καθιστά την αξίαν της θυσίας αυτού
άπειρον, τοιαύτην δηλονότι, ώστε άφ' ενός μεν να ικανοποιήται πλήρως ο Θεός δια
την εκ της αμαρτίας του ανθρώπου εν γένει προσβολήν, άφ’ ετέρου δε να θέση εις
την διάθεσιν αυτού την συνδρομήν του δια την ανόρθωσιν και σωτηρίαν του, ο εστί
δια την προσωπικήν οικείωσιν των εκ του σταυρού αγαθών.
Μόνος μεσίτης ο Ιησούς.
Εφ' όσον όμως δια τούτων ο άνθρωπος
έκαστος δεν εσώζετο, πρόδηλον ότι η επί του Σταυρού τελεσθείσα σωτηρία υπήρξε
μόνον αντικειμενική, ήτοι εξησφαλίσθη άπαξ δια παντός ό,τι απητείτο από μέρους
του Θεού δια την σωτηρίαν του ανθρώπου.
Εφ' όσον δε το μέγα τούτο αγαθόν ετέλεσεν
ο Ιησούς Χριστός, και εφ' όσον ετέλεσεν αυτό δια λογαριασμόν της ανθρωπότητος,
είναι προφανές ότι ύπήρξεν εν τούτω ό μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων,
ουδείς δε άλλος δύναται να οικείοποιηθή το έργον τούτο, ουδείς δηλονότι είναι
δυνατόν να παρουσιασθή και να ισχυρισθή, ότι ετέλεσεν, ή και συνήργησεν εις το
έργον τούτο. Και από της απόψεως ταύτης πολύ ορθώς η Γραφή κραυγάζει, ότι εις
εστίν ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων (Α'. Τιμ. β, 5), ή "νυν δε άπαξ επί
συντέλεια των αιώνων .......δια της θυσίας αυτού πεφανέρωται" (Εβρ. θ' 26)
και "μια προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους"
(Εβρ. γ’. 14). Οι προτεστάνται στηριζόμενοι εις τα χωρία ταύτα σκιρτώσιν εκ
χαράς και κραυγάζουσι προς ημάς. Αφού εις είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων,
πως παρεμβάλλετε σεις την Εκκλησίαν σας, το ιερατείον σας, ως μεσίτην μεταξύ
Θεού και ανθρώπων; Δεν είναι τούτο σφετερισμός του έργου του Κυρίου;
Οι προτεστάνται τίποτε περισσότερον τίποτε
ολιγώτερον δεν γνωρίζουσι, τι λέγουσι.
Ουδείς αρνείται, ότι ο εις και μόνος
Ιησούς Χριστός εμεσίτευσεν εφάπαξ εις τον Θεόν υπέρ των ανθρώπων. Τουναντίον
δε και διακηρύττομεν ημείς οι Ορθόδοξοι τούτο ως δόγμα θεμελιώδες άνευ
υπομνήσεως εκ μέρους άλλων, πλην εις τας ενστάσεις των προτεσταντών υπάρχει
μία οικτρά παρεξήγησις, αν μη και διαστροφή.
Είπομεν ανωτέρω, ότι η θυσία του Ιησού
κατειργάσθη την σωτηρίαν των ανθρώπων μόνον αντικειμενικώς, εις δε το
αντικειμενικόν τούτο απεδώκαμεν δύο στοιχεία. 1) ότι ικανοποιήθη ο Θεός δια την
εκ της αμαρτίας προσβολήν, και 2) ότι έθηκεν εις την διάθεσιν έκαστου ανθρώπου
την συνδρομήν του, (την θείαν χάριν), προς ανόρθωσιν και σωτηρίαν.
Αλλ' ενώ η ικανοποίησις είναι τι τελεσθέν
εφ' άπαξ, η συνδρομή του Θεού (θεία χάρις) δια την σωτηρίαν των προσώπων
εκάστων, αν και εξησφαλίσθη εφάπαξ κατ' αρχήν, όσον αφορά όμως την εφαρμογήν
της επί των ανθρώπων εκάστων, αυτή ως συνδεόμενη με τα πρόσωπα είναι έργον
συνεχές και μέλλει να τελήται μέχρι συντέλειας των αιώνων.
Όταν λοιπόν η Ορθόδοξος Εκκλησία λέγη,
ότι μεσιτεύει εις την σωτηρίαν των ανθρώπων, δεν εισέρχεται εις το έργον, το
οποίον ετέλεσεν ο Ιησούς, (την ικανοποίησιν του Θεού και την εξασφάλισιν της
συνδρομής του) ούτως ώστε να γεννάται ζήτημα σφετερισμού, ή προσβολής της
μεσιτείας αυτού, αλλ' εννοεί άλλο τι, το οποίον ο Ιησούς αφήκε ατέλεστον
προσωπικώς, εννοεί την εφαρμογήν της συνδρομής του Θεού (θ. χάριτος) επί των
ανθρώπων εκάστων. Η διασάφησις αύτη αποδεικνύει αμέσως, ότι οι Προτεστάνται
πάσχουσιν οικτράν σύγχυσιν, αν μη τι άλλο, εκ της χρήσεως της λέξεως μεσιτεία,
χωρίς να σκέπτωνται, ότι άλλο περιεχόμενον έχει η λέξις μεσιτεία
χρησιμοποιούμενη επί του Ιησού Χριστού, και άλλο επί της Εκκλησίας. Η ταυτότης
της λέξεως ουδέν δικαίωμα δίδει εις αυτούς να αποδίδωσιν εις ημάς και
ταυτότητα σημασίας. Θα ερωτηθώμεν ημείς, εάν με την λέξιν μεσιτεία εννοώμεν τι,
το οποίον ετέλεσεν ο Ιησούς, ή εννοώμεν άλλο τι, το οποίον αφήκε ατέλεστον,
και μόνον μετά την απάντησιν ημών θα κανονίσωσι την στάσιν των. Σπεύδουσιν όμως
πολύ πριν να μας εννοήσωσι, ή τουλάχιστον, πριν να μας ερωτήσωσιν, εις την έκφρασιν
μομφής εναντίον μας, ότι σφετεριζόμεθα την μεσιτείαν του Χριστού, του μόνου
μεσίτου μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Εις πάντας είναι γνωστόν, ότι πολλάκις αι
αύται λέξεις χρησιμοποιούνται με δύο σημασίας και εις αυτήν την
καθωμιλουμένην.
Και η Εκκλησία εφ' όσον δεν αναφέρει την
μεστιτείαν αυτής εις έργον υπό του Ιησού προσωπικώς συντελεσθέν, αλλ' εις έργον
μείναν ατέλεστον ύπ' αυτού, η όπερ ταυτό, ανεφάρμοστον επί των ανθρώπων
εκάστων, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθή ως σφετεριζομένη την μεσιτείαν του
Ιησού Χριστού, αλλά θα κριθή από της σημασίας και του περιεχομένου, τα οποία
αποδίδει εις την εαυτής μεσιτείαν.
Άλλο το ζήτημα, εάν δια την εφαρμογήν της
θείας χάριτος προς ανόρθωσιν και σωτηρίαν των ανθρώπων εκάστων δεν απαιτείται
ουδείς μεσάζων. Τούτο δύναται να συζητηθή κεχωρισμένως, θα το πραγματευθώμεν δε
κατωτέρω ειδικώς. Αλλ' η ενότης της μεσιτείας του Χριστού, θα μας είπωσιν οι
φίλοι προτεστάνται, διασπάται και πάλιν, εφ' όσον και εις αυτήν την εφαρμογήν
της θείας χάριτος επί των ανθρώπων εκάστων εισάγεται δεύτερος μεσίτης, η
Εκκλησία.
Παρέχομεν εις αυτούς την διασάφησιν, ότι
εφ' όσον η Εκκλησία δεν τελεί έργον, το οποίον ετέλεσεν ο Ιησούς, ο εις και
μόνος μεσίτης, δεν διασπά την ενότητα της μεσιτείας αυτού.
Αλλά θα προσθέσωμεν, ότι και η εφαρμογή
της θείας χάριτος επί των ανθρώπων εκάστων είναι έργον του Ιησού Χριστού και
ουχί άλλου τινός, και επομένως η παρέμβασις της Εκκλησίας φέρει διάσπασιν.
Ας παράσχωμεν λοιπόν εις αυτούς και άλλας
τινάς διασαφήσεις.
Όργανα προς εφαρμογήν της θείας χάριτος εν
τη υποκειμενική οικειώσει της σωτηρίας.
1) Η εφαρμογή της θείας χάριτος επί των
ανθρώπων εκάστων προς οικείωσιν των εκ του Σταυρού αγαθών ή γίνεται αοράτως
υπό του Θεού άπ' ευθείας εκ των ουρανών ενεργούντος, ή γίνεται ορατώς δια
πράξεων ορατών και αισθητών.
Εάν γίνεται αοράτως, βεβαίως η παρεμβολή
οργάνων αισθητών παρέλκει τελείως. Εάν όμως γίνηται ορατώς, δια πράξεων
δηλονότι ορατών και αισθητών, είναι πρόδηλος η ανάγκη της υπάρξεως και ορατού
τίνος εφαρμοστού της θείας χάριτος, και τοιούτος βεβαίως δεν δύναται αρχικώς
να είναι άλλος εκτός του Ιησού Χριστού.
2) Αλλ' ο Ιησούς Χριστός, ως γνωρίζουσι
και οι Προτεστάνται, δεν έμεινεν επί της γης, ίνα τελή το συνεχές τούτο έργον,
αλλ' ανήλθεν εις τους ουρανούς.
Εν τοιούτη δε περιπτώσει ήτο υποχρεωμένος
να αφίση όργανα ορατά προς τέλεσιν του έργου τούτου. Και ιδού η τάξις η
ιερατική απαραίτητος δια την εφαρμογήν της θείας χάριτος επί των θελόντων την
ιδίαν ανόρθωσιν και σωτηρίαν, ήτοι επί των θελόντων να οικειοποιηθώσι τα εκ του
Σταυρού αγαθά.
Το έργον της μεσιτείας αδιάσπαστον και με
την ύπαρξιν ιερατείου ο σφετερισμός αποκλείεται.
Το έργον, το οποίον τελεί η τάξις αύτη (η
κατ' εξοχήν επιλεγόμενη Εκκλησία) δεν είναι έργον ίδιον, ούτως ώστε να έχωμεν
δύο μεσιτείας, αλλά συνέχεια του έργου του Ιησού Χριστού εν τω σημείω της
εφαρμογής της θείας χάριτος επί των ανθρώπων εκάστων, το δε απολύτως σπουδαίον
και άξιον ιδιαζούσης προσοχής είναι τούτο, ότι το έργον τούτο δεν τελεί η τάξις
αύτη εξ ιδίου ονόματος, και ως αυτοτελής πηγή χάριτος, αλλ' ως απλούς
εντολοδόχος του Κυρίου ημών και ταμιούχος της θείας χάριτος.
Δι ον δε λόγον η ύπαρξις εντολοδόχων εις
οιανδήποτε υπόθεσιν ούτε την ενότητα της υποθέσεως διασπά ούτε την ενότητα του
εντολέως, δια τον αυτόν λόγον η ύπαρξις της Εκκλησίας (ιερατικής τάξεως) προς
εφαρμογήν της θείας χάριτος ούτε την ενότητα της μεσιτείας του Ιησού Χριστού
διασπά ούτε την ενότητα αυτού ως μόνου μεσίτου προσβάλλει.
Εκ των γενομένων διασαφήσεων απεδείχθη,
που αναφέρεται η μεσιτεία του Χριστού, και που η της Εκκλησίας, και ότι ούτε
διάσπασις μεσιτείας υπάρχει, ούτε σφετερισμός ξένης μεσιτείας, αλλ' απλή
εντολή προς συνέχισιν έργου, το οποίον ως εκ της φύσεώς του θα παραταθή μέχρι
συντέλειας των αιώνων. Καθ' ον δε τρόπον ο αναθέτων εν έργον εις άλλον πρέπει να
μεταβιβάση εις αυτόν και ειδικήν εξουσίαν και ικανότητα ούτω και ο Ιησούς
αναθέσας την εφαρμογήν της θείας χάριτος εις την Εκκλησίαν (ιερατικήν τάξιν)
έπρεπε να περιβάλη αυτήν με ειδικήν εξουσίαν και ικανότητα.
Δι όσων είπομεν μέχρι τούδε περί μεσιτείας
της Εκκλησίας διεσαφήσαμεν ταυτοχρόνως και το ζήτημα της Ιερωσύνης, ήτοι της
ειδικής εξουσίας και ικανότητος αυτής διότι η Ιερωσύνη είναι αναποσπάστως
συνδεδεμένη με την μεσιτείαν της Εκκλησίας εις την οικείωσιν της θείας
χάριτος.
Κατόπιν των λογικώς ακαταμάχητων τούτων
διασαφήσεων οι φίλοι προτεστάνται, ίνα αποκλείσωσι την μεσιτείαν της Εκκλησίας
και επομένως και την Ιερωσύνην ως ειδικήν εξουσίαν, εν εκ των δύο είναι
υποχρεωμένοι να πράξωσιν ή να αποδείξωσιν, ότι η παροχή της θείας χάριτος δεν
συνδέεται με πράξεις εξωτερικάς, ορατάς, αισθητάς, και επομένως και με όργανα
ορατά (ιερείς), ή εν όσω δεν δύνανται τούτο να αποδείξωσιν να παρακαλέσωσιν τον
Κύριον ημών να κατέλθη εκ των ουρανών και μείνη μεθ' ημών μέχρι συντέλειας
των αιώνων προς τέλεσιν των εξωτερικών πράξεων, βαπτίσματος κ.λπ., ήτοι ως
ορατός εφαρμοστής της θείας χάριτος επί των ανθρώπων εκάστων.
Αλλ' εάν οι Προτεστάνται δεν δύνανται το
τελευταίον να κατορθώσωσι, δεν δύνανται δε και να αποδείξωσιν, ότι η παροχή της
θείας χάριτος δεν συνδέεται με πράξεις εξωτερικάς, δυνάμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι
να αποδείξωμεν, ότι συνδέεται, ήτοι ότι η θεία χάρις αποκτάται δια της
τελέσεως εξωτερικών πράξεων;
Τούτο είναι η βάσις, την οποίαν εθέσαμεν
εξ αρχής, και εις τούτο επανερχόμεθα μετά την απαραίτητον διασαφητικήν
παρέκβασιν, την οποίαν εκάμαμεν.
Οι τελεσταί των εξωτερικών πράξεων
(μυστηρίων κ.λπ.) ειδική τάξις.
Είπομεν εν αρχή, ότι τας πράξεις τας
εξωτερικάς, εις τας οποίας έχει δοθή η ονομασία μυστήριον τόσον
δεδικαιολογημένως, ως απεδείξαμεν, δεν τας τελεί οιοσδήποτε χριστιανός, αλλά
τάξις ειδική, η οποία λέγεται ιερατείον, χωρίς να υποκλέπτη την Ιερωσύνην του
Χριστού, αλλά συνεχίζουσα αυτήν εν τω σημείω της εφαρμογής της θείας χάριτος
προς οικείωσιν της ύπ' αυτού ετοιμασθείσης σωτηρίας.
Με τούτο θέλομεν να είπωμεν, ότι η
Εκκλησία η υπό του Ιησού Χριστού ιδρυθείσα, ιδρύθη με την αρχικήν διάκρισιν
των πιστών εις ποιμένας (με γενικήν σημασίαν, ως θα ίδωμεν) και ποίμνιον εις
κεφαλήν και εις μέλη. Οι Προτεστάνται δεν παραδέχονται αρχικώς την διάκρισιν
ταύτην. Δεν παραδέχονται την Εκκλησίαν με άρχοντας και αρχόμενους, με
διοικούντας και διοικούμενους, αλλά παραδέχονται, ότι ο Ιησούς ίδρυσεν
Εκκλησίαν περιλαμβάνουσαν πιστούς ως χύμα άνευ οργανικής τίνος συναρμολογήσεως
μεταξύ των.
Πλάνη αφόρητος, αν μη διαστροφή.
Καθ' ημάς η διάκρισις των πιστών εις
ποιμένας και ποιμαινομένους είναι αρχική και στηρίζεται επί θείου δικαίου.
Δηλ. η τάξις των ποιμένων ασχέτως προς τους αναμεταξύ των βαθμούς, οι οποίοι
δεν μας ενδιαφέρουσιν αυτήν την στιγμήν, κατεστάθη άπ' ευθείας ύπ' αυτού του
Θεού, και δεν παρουσιάσθη αποτόμως τον 4ον αιώνα, ως θέλουν οι Προτεστάνται. Οι
ποιμένες δε ούτοι είναι οι επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων, χωρίς και
πάλιν να ενδιαφερώμεθα δια την λέξιν διάδοχος, αν υπάρχη, ή όχι, εν τη Γραφή,
αλλά μόνον δια το πράγμα.
Και ιδού πως. Είπομεν, ότι η
αντικειμενική σωτηρία του κόσμου ετελέσθη άπαξ επί του Σταυρού, αλλ' ότι η
οικείωσις αυτής υπό των ανθρώπων εκάστων είναι έργον συνεχές μέλλον να
διαρκέση μέχρι συντέλειας των αιώνων. Εφ' όσον όμως, ως απεδείξαμεν προ του
διαλείμματος, η οικείωσις της σωτηρίας υπό των ανθρώπων εκάστων γίνεται τη
συνδρομή της θείας χάριτος, η παροχή δε ταύτης συνδέεται προς εξωτερικάς
πράξεις, δηλαδή προς ορατάς και αισθητάς τελετάς, ήτο απαραίτητον να
εξασφαλίση ο Ιησούς την Εκκλησίαν εις το διηνεκές και με όργανα ορατά και
αισθητά προς εφαρμογήν ακριβώς της θείας χάριτος. Και τοιαύτα όργανα άφήκε τους
Αποστόλους, ουχί όμως προσωπικώς, αλλ' υπηρεσιακώς. Τούτο σημαίνει, ότι οι
Απόστολοι αφιέμενοι υπό του Ιησού δια την εκτέλεσιν ωρισμένου έργου ήσαν
υποχρεωμένοι να αφίσωσιν εις την Εκκλησίαν διαδόχους και οι διάδοχοι διαδόχους
και ούτω καθεξής.
Ότε ο Ιησούς έλεγεν εις τους Αποστόλους το
"καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ καγώ πέμπω υμάς" δεν εννόει, δεν ήτο
δυνατόν να εννοή, ότι ανέθετεν εις αυτούς μίαν αποστολήν μέλλουσαν να
τερματισθή άμα τω τέρματι του βίου αυτών. Διότι η αποστολή αυτή ως συνδεόμενη
με την προσέλκυσιν πάντων των ανθρώπων καθ' όλους τους αιώνας εις την πίστιν
του Χριστού, και με την εφαρμογήν επαυτών της θείας χάριτος προς προσωπικήν
οικείωσιν της επί του Σταυρού βεβαίως τελεσθείσης αλλ' αντικειμενικώς μόνον
σωτηρίας, έπρεπεν απαραιτήτως να εξακολουθή συνεχιζόμενη μέχρι συντέλειας των
αιώνων. Δεδομένου δε, ότι ο Κύριος δεν εχάρισεν εις τους Αποστόλους τόσω
μεγάλην μακροβιότητα, κατ' ανάγκην έπρεπε να συνεχίσωσι την αποστολήν ταύτην
άλλοι μετ' αυτούς, ειδικώς όμως εξουσιοδοτημένοι. Διότι άλλως η σωτηρία των
ανθρώπων θα ήτο ατελής, θα ήτο δώρον άδωρον, αφού οι μεν σύγχρονοι των
Αποστόλων άνθρωποι θα είχον τους οδηγούντας αυτούς εις την αλήθειαν, και την
θείαν χάριν επ' αυτών εφαρμόζοντας, οι δε μετά τους Αποστόλους άνθρωποι θα
έμενον εστερημένοι του τοιούτου σωτηριώδους αγαθού. Ότι δε η αποστολή αυτή των
Αποστόλων ήτο καθαρώς υπηρεσιακή, φαίνεται 1) εκ του χαρακτήρος, μεθ' ου
περιέβαλε την αποστολήν ταύτην ο Ιησούς· "ο ακούων υμών, είπεν, εμού
ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά
με". (Λουκ. γ’. 16 π.ρ.βλ. και παρ. 3). 2) Εκ ρητής βεβαιώσεως του Σωτήρος,
την οποίαν κάμνει εις τους Αποστόλους, ότι θα μείνη μετ' αυτών έως της
συντέλειας του αιώνος.
Αφού δηλ. αναθέτει εις αυτούς να
πορευθώσιν εις τον κόσμον, ίνα τον μαθητεύσωσι, βαπτίζοντες και διδάσκοντες
(Ματθ. κη' παρ. 19-20) προσθέτει τα εξής σημαντικώτατα. "Και ιδού εγώ μεθ'
υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος". (Ματθ. κη'.
παρ. 21). Βέβαιοι δηλ. ο Ιησούς, ότι θα μείνη μετά των Αποστόλων ως αρχής
Εκκλησιαστικής επιφορτισμένης με ωρισμένην αποστολήν, ουχί δε ως προσώπων,
αφού ταύτα απέθανον. Εάν επρόκειτο να μείνη μετ' αυτών προσωπικώς θα έλεγεν
ασφαλώς "μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας μέχρι του θανάτου υμών".[1]
Ανατροπή ενστάσεως, ότι η Ιερωσύνη
κατηργήθη.
Κατόπιν των επιχειρημάτων, τα οποία
παρατάσσομεν προς απόδειξιν των θέσεων ημών δεν πρέπει να αναμένωμεν ουδεμίαν
ένστασιν εκ μέρους των Προτεσταντών. Αλλ' επιστολή τις του κ. Κάρπου, εις την
οποίαν μοι απαντά επί διαφόρων ερωτήσεων, με υπενθυμίζει κάτι, το οποίον οι
Προτεστάνται προσάγουσι κεχωρισμένως, ίνα αποδείξωσιν, ότι μετά Χριστόν δεν
υπάρχει Ιερωσύνη, και επομένως, ότι δεν υπάρχει και τάξις ιδιαιτέρα.
Μολονότι η έννοια της Ιερωσύνης είναι
αναποσπάστως συνδεδεμένη με την έννοιαν της μεσιτείας, περί της οποίας αρκετόν
λόγον εκάμαμεν προ ολίγου, μολονότι τόσας μαρτυρίας ειδικάς παρετάξαμεν
τελευταίον, ας ίδωμεν και το επιχείρημα αυτό και ας το αναλύσωμεν. Αναγινώσκω
εκ της επιστολής.
Ως βλέπετε εκ της επιστολής, οι
Προτεστάνται δεν προσάγουσι καμίαν μαρτυρίαν, ίνα αποδείξωσιν , ότι ο Χριστός
κατήργησε την Ιερωσύνην, αλλ' εξάγουσι τούτο κατά συμπερασμόν συλλογιζόμενοι ως
εξής. Αφού ο Ιησούς μένει Ιερεύς εις τον αιώνα, τι χρειάζεται άλλος ιερεύς;
"Δεν απορρίπτομεν, λέγει το σχετικόν
μέρος της επιστολής, ημείς την Ιερωσύνην, αλλ' ο Χριστός την κατήργησε μένων
πλέον αυτός ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, και επειδή έχει
απαράβατον την Ιερωσύνην, κρίνομεν, ότι πας τις προβάλλων ως ιερεύς κατά την
περίοδον αυτήν της χάριτος, την χριστιανικήν λεγομένην περίοδον, υποκλέπτει τον
τίτλο του Χριστού". Μας παραπέμπει δε εις την προς Εβραίους Κεφ. Ζ',παρ.
24 και 17 και 25-28.
Κρίνομεν, λέγει ο κ. Κάρπος, και προσέξατε
(αναγινώσκει πάλιν το αμέσως ανωτέρω παρατεθέν μέρος της επιστολής του).
Αλλ' εν πρώτοις, ως είπομεν εν αρχή, δεν
πρόκειται περί Ιερωσύνης διεκδικούσης το έργον, το οποίον ετέλεσεν ο Ιησούς,
αλλά περί Ιερωσύνης τελούσης μέρος του έργου, το οποίον ο Ιησούς αυτός αφήκε
ατέλεστον, ως συνδεόμενον με τους ανθρώπους εκάστους, και παρατεινόμενον μέχρι
συντέλειας των αιώνων αλλά και το οποίον αυτός διέταξεν να συνεχίζηται.
"Πορευθέντες μαθητεύσατε .......βαπτίζοντες διδάσκοντες ......και ιδού
μεθ' υμών ειμί... έως της συντέλειας του αιώνος" κ.λπ. κ.λπ.
Έπειτα δε και περί τούτου του ατελέστου
υπό του Ιησού έργου προκειμένου δεν παρουσιάζομεν Ιερωσύνην αυτοτελή και
ανεξάρτητον του Χριστού, ιδίω ονόματι ασκουμένην, αλλά παρουσιάζομεν αυτήν την
Ιερωσύνην του Χριστού συνεχιζομένην μεν εις τον αιώνα, μη ασκουμένην όμως
αυτοπροσώπως, αλλ' υπό άλλων (του ιερατείου) εν ονόματι του Ιησού ενεργούντων.
Τούτο έχει μεγάλην σημασίαν, εις την
οποίαν ουδαμώς προσέχουσιν οι Προτεστάνται.
Αλλά μήπως και η προς Εβραίους επιστολή,
την οποίαν επικαλούνται, λέγει τι εναντίον ημών και υπέρ αυτών;
Η επιστολή αυτή ουδεμίαν έχει σχέσιν με
την χριστιανικήν Ιερωσύνην, με την Ιερωσύνην, την οποίαν η Χριστιανική
Ορθόδοξος Εκκλησία και εκ των λοιπών πάσαι αι μη Προτεσταντικαί ασκεί εν
αντιθέσει προς την Ιερωσύνην του Χριστού. Εάν τοιαύτη αντίθεσις υπήρχεν εν τη
προς Εβραίους επιστολή, θα είμεθα βεβαίως υποχρεωμένοι να προσέξωμεν πολύ εις
τα λεγόμενα του κ. Κάρπου. Αλλ' η προς Εβραίους επιστολή όχι μόνον εις τα μέρη,
τα οποία επεκαλέσθη ο κ. Κάρπος, αλλά και ολόκληρος, κάμνει αντίθεσιν
γενικωτάτην αποκλειστικώς μεταξύ Ιερωσύνης της Παλαιάς Διαθήκης (της του Ααρών)
και Ιερωσύνης της Νέας Διαθήκης, της του Χριστού, και αποσκοπεί να πείση τους
Εβραίους, οι οποίοι μετά φανατισμού είχοντο των παλαιών, ότι η παλαιά Ιερωσύνη
κατηργήθη, ιδρύθη δε νέα εις την οποίαν οφείλουσι να προσέλθωσι.
Κος Κάρπος. - Εις ποίον μέρος της προς
Εβραίους λέγεται, ότι ο Χριστός κατήργησε την πάλαιαν Ιερωσύνην;
Παπαγεωργιάδης.- Φαίνεται, ότι
προσπαθούμεν και πάλιν να παίξωμεν με τας λέξεις. Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει
δικαιούμαι εγώ να σας ερωτήσω. αφού αναγνώσω τα χωρίο της προς Εβραίους, τα
οποία επικαλείσθε. (αναγινώσκει).
"Ο δε (Ιησούς) δια το μένειν αυτόν
εις τον αιώνα (απαράβατον) έχει την Ιερωσύνην" (Εβρ. ζ' 24).
"Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την
τάξιν Μελχισεδέκ".
"Όθεν και σώζειν εις το παντελές
δύναται τους προσερχόμενους δι’ αυτού τω Θεώ πάντοτε ζων εις το εντυγχάνειν
υπέρ αυτών. Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος,
κεχωρισμένος, ος ουκ έχει καθ' ημέραν ανάγκην, ώσπερ οι αρχιερείς, (της Παλαιάς
Διαθήκης) πρότερον υπέρ των ιδίων αμαρτιών θυσίας αναφέρειν, έπειτα των του
λαού˙ τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ εαυτόν ανενέγκας. Ο νόμος γαρ (προφανώς ο
παλαιός) ανθρώπους καθίστησιν αρχιερείς έχοντας ασθένειαν, ο λόγος δε της
ορκομωσίας της μετά τον νόμον, υιόν εις τον αιώνα τετελειωμένον" (δηλ.
εποίησεν αρχιερέα Εβρ.ζ' 25-28).
Σας ερωτώ λοιπόν, κ. Κάρπε, εγώ. Λέγεται
εις τα αναγνωσθέντα χωρία, ότι ο Ιησούς κατήργησεν την Ιερωσύνην; (της Νέας
Διαθήκης, παρακαλώ , διότι περί αυτής πρόκειται). Οφείλετε να μας δείξητε την
έκφρασιν κατήργησε την Ιερωσύνην της χάριτος, διότι αυτό λέγετε εν τη επιστολή
σας· "ο Χριστός αυτός κατήργησε την Ιερωσύνην". Τοιούτον τι δεν
δύνασθε να ισχυρισθήτε. Δι ο και προσθέτετε, ότι το συμπεραίνετε. Ημείς δεν επιμένομεν
εις λέξεις, επιμένομεν μόνον εις τας εννοίας. Και εφ' όσον η έννοια, ότι ο
Ιησούς κατήργησε την Ιερωσύνην της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχει εν τη προς
Εβραίους επιστολή δεν μας ενδιαφέρει η λεκτική αυτής διατύπωσις.
Κεντρική ιδέα της προς Εβραίους επιστολής
είναι, ότι δια της Λευιτικής Ιερωσύνης (της Ιερωσύνης της Παλ. Διαθήκης) δεν
επήρχετο ουδεμία τελείωσις, και ότι ήτο ανάγκη να αναστήση ο Θεός έτερον ιερέα
κατά τάξιν άλλην, την τάξιν του Μελχισεδέκ, τον Ιησούν, επί τον οποίον και
μετέθηκε την Ιερωσύνην. Δεν δύναμαι αυτήν την στιγμήν να αναγνώσω ολόκληρον την
προς Εβραίους επιστολήν, αλλά και δεν δύναμαι να παραλείψω την ανάγνωσιν ενός
χωρίου αυτής, το οποίον συνοψίζει περιεκτικώτατα την κεντρικήν ταύτην ιδέαν.
"Ει μεν ουν τελείωσις της λευιτικής
Ιερωσύνης ην ο λαός γαρ επ' αυτή νενομοθέτητο τις έτι χρεία κατά την τάξιν
Μελχισεδέκ έτερον ανίστασθαι ιερέα και ου κατά την τάξιν Ααρών λέγεσθαι;
μετατιθέμενης γαρ της Ιερωσύνης εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται"
(Εβρ. ζ'. παρ. 11-12 και η' παρ. 7).
Κατήργησε λοιπόν ο Ιησούς κατά την προς
Εβραίους επιστολήν την Ιερωσύνην της Παλαιάς Διαθήκης, την Ιερωσύνην του Ααρών
και ανέλαβε την άσκησιν άλλης Ιερωσύνης τελείας κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Η
αντίθεσις εν τη προς Εβραίους επιστολή γίνεται αποκλειστικώς μεταξύ της
Ιερωσύνης της Παλαιάς Διαθήκης, της του Ααρών, ή της Λευιτικής, και της
Ιερωσύνης του Χριστού, ή της Ιερωσύνης της χάριτος. Αλλ' ότι η αντίθεσις αύτη
ουδεμίαν έχει σχέσιν προς το θέμα ημών, είναι προφανέστατον. Ποίον τω όντι
είναι το θέμα ημών; Λέγουσιν οι Προτεστάνται, ότι ο Ιησούς μένει ιερεύς εις
τον αιώνα. Λέγομεν τούτο και ημείς. Προσθέτομεν όμως, ότι ο Ιησούς ο μένων
ιερεύς εις τον αιώνα την Ιερωσύνην αυτού μετά την εις ουρανούς ανάληψιν δι εν
μέρος του έργου του, το οποίον αφήκεν ατέλεστον, δεν την ασκεί αυτοπροσώπως,
αλλά δι οργάνων ειδικών, τα οποία ονομάζονται ιερατείον.
Και προσθέτομεν, ταύτα όχι αυθαιρέτως,
αλλά στηριζόμενοι εις όσας αναφέραμεν ακαταμάχητους μαρτυρίας, ίνα εις ταύτας
περιορισθώμεν. Εάν η προς Εβραίους επιστολή έλεγεν, ότι ο Ιησούς ο μένων
Ιερεύς εις τον αιώνα ασκεί αυτοπροσώπως την Ιερωσύνην αυτού, αποκλειομένου
παντός τρίτου, έστω και εν ονόματι αυτού ενεργούντος, τότε θα έλεγε τι
σχετικόν προς το θέμα ημών, καθ' ο απαιτείται ειδική τάξις, το ιερατείον, προς
άσκησιν της Ιερωσύνης της χάριτος, της Ιερωσύνης της Νέας Διαθήκης. Ευτυχώς
όμως ότι τα μόνα ταύτα σχετικά προς το θέμα ημών δεν τα λέγει η προς Εβραίους
επιστολή, την οποίαν οι φίλοι Προτεστάνται επικαλούνται.
Αντιφάσεις Προτεσταντών
Θα ερωτήση τις όμως αμέσως. Πώς λοιπόν
αυτοί δεν εννοούσι τα τόσον απλά πράγματα και επιμένουσιν, ότι ο Ιησούς
κατήργησε την Ιερωσύνην;
Όταν τις θέση ως βάσιν ουχί την έρευναν
της αληθείας, αλλά την υπόταξιν αυτής εις προκαταλήψεις ωρισμένας, ή
προεσχηματισμένας αντιλήψεις, τότε ό,τι θέλετε λέγει, χωρίς να δίδη σημασίαν
εις το ότι ασεβεί προς την αλήθειαν, αντιφάσκει προς εαυτόν κ.λπ.
Δεν θέλουν να εννοήσουν, ότι άλλο ιερωσύνη
και πηγή αυτής, και άλλο τρόπος ασκήσεως αυτής. Επαναλαμβάνουν, ότι δεν
χρειάζονται άλλοι ιερείς, αφού ο Χριστός είναι ιερεύς εις τον αιώνα.
Θα έχη όμως την καλωσύνην ο κ. Κάρπος να
μας απαντήση δια λογαριασμό των Προτεσταντών εις την γενικήν απάντησίν του επί
των εξής.
1) Θέτοντες ως βάσιν, ότι η ύπαρξις ενός
ιερέως αποκλείει την ταυτόχρονον ύπαρξιν άλλου ιερέως, συλλογίζονται ως εξής.
Αφού ο Ιησούς είναι ιερεύς, και δη ιερεύς αιώνιος, τις η χρεία άλλων ιερέων;
Αλλ' εάν η ύπαρξις ενός ιερέως αποκλείει πράγματι την ταυτόχρονον ύπαρξιν
άλλου, είναι υποχρεωμένοι οι Προτεστάνται να μας εξηγήσουν, πως, του
Μελχισεδέκ όντος ιερέως, και δη μένοντος τοιούτου εις το διηνεκές, ως η προς
Εβραίους επιστολή ρητώς λέγει, (αναγινώσκω· Εβρ. ζ' § 1 4 ) πως, αναφαίνεται
και άλλος, ο Ιησούς, και δη ουχί υπό νέον τύπον, αλλ' ακριβώς κατά την τάξιν
Μελχισεδέκ. Εφ' όσον αποκλείουσι την ταυτόχρονον ύπαρξιν δύο ιερέων,
αντιφάσκουσιν οικτρώς παραδεχόμενοι Μελχισεδέκ ιερέα εις το διηνεκές, και
Χριστόν ιερέα εις το διηνεκές.
2) Ενώ ισχυρίζονται, ότι δεν υπάρχει
ανάγκη ιερέων, διότι ο Χριστός μένει ιερεύς εις τον αιώνα, και κατηγορούσιν
ημάς, διότι έχομεν ιερείς, αντιφάσκοντες προς εαυτούς έπλασαν μίαν θεωρίαν,
καθ' ην πάντες οι χριστιανοί είναι ιερείς (εννοείται οι Προτεστάνται). Και
επειδή πάντες ομού δεν δύνανται να τελώσιν ιερατικά καθήκοντα συνερχόμενοι επί
το αυτό αναδεικνύουσιν ένα, ή δύο, δια ψήφου, οι οποίοι εξ ονόματος πάντων
τελούσιν ιερατικά καθήκοντα.
Γνωρίζω, ότι θα αναπηδήσωσιν οι φίλοι
Προτεστάνται εξ αγανακτήσεως και θα αναφωνήσωσιν, ότι δεν έπλασαν την θεωρίαν
ταύτην αυθαιρέτως , αλλά στηρίζουσιν αυτήν εις εν κλασσικόν χωρίον της Α'
επιστολής του Πέτρου (κεφ. β', παραγρ. 9) εν τω οποίω καλούνται οι χριστιανοί
"γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον".
Δεν θα εισέλθωμεν εις συζήτησιν μετ'
αυτών, ίνα τοις αποδείξωμεν, ότι παρερμηνεύουσι φρικωδώς το εν λόγω χωρίον. Θα
σταθώμεν μόνον επί λογικού εδάφους και θα παρατηρήσωμεν εις αυτούς τα εξής.
Ο ισχυριζόμενος ότι ο Χριστός κατήργησε
την Ιερωσύνην δια την περίοδον της χάριτος (βλ. επιστολήν κ. Κάρπου) και
κατηγορών τους άλλους, διότι έχουσιν ιερείς ολίγους, ως τάξιν ειδικήν,
αντιφάκει οικτρώς, εάν πρεσβεύη, ότι πάντες οι χριστιανοί είναι ιερείς. Διότι
δεν καταργεί τους ιερείς, αλλά τους πολλαπλασιάζει. Πολύ δε θα επεθύμουν να
μας έλυε την αντίφασιν ταύτην ο κ. Κάρπος εν τη γενική απαντήσει του.
Όσα είπον και ανέπτυξα εν τη σημερινή
διαλέξει τα εστήριξα εις την Γραφήν. Αλλ' είπον και εν άλλη συζητήσει, είπον
και εν αρχή της σημερινής διαλέξεως, ότι εμείς οι Ορθόδοξοι έχομεν και την
Παράδοσιν ισόκυρον πηγήν του θείου λόγου, της οποίας δεν είναι δυνατόν να
παραιτηθώμεν κατ' αρχήν, εφ' όσον δεν μας αποδειχθή το αναξιόπιστον αυτής. Δεν
προσέτρεξα όμως εις αυτήν εν τη διεξαγωγή της σημερινής διαλέξεως, άφ' ενός μεν
διότι φρονώ, ότι πρέπει να προηγηθή αναγνώρισις του κύρους αυτής και εκ μέρους
του μετ' εμού συζητούντος κ. Κάρπου,(κατόπιν συζητήσεως εννοείται), άφ' ετέρου
δε διότι ήθελον να δείξω αναπόσπαστον και ψευδή τον Προτεσταντικόν ισχυρισμόν,
ότι τα ημέτερα δόγματα δεν στηρίζονται επί της Γραφής.
Συμπέρασμα:
Άρα ο Ιησούς Χριστός καταργεί μόνον την
Ιερωσύνην της Παλαιάς Διαθήκης και όχι την χριστιανικήν της χάριτος. Άρα,
επίσης, η Ιερωσύνη του Ιησού Χριστού δεν αποκλείει τους Ιερείς, όπως λανθασμένα
ισχυρίζονται οι Προτεστάντες και όπως κακώς συμπεραίνουν εκ της προς Εβραίους
επιστολής. Άριστα, λοιπόν, είναι δυνατόν να υπάρχουν και υπάρχουν και άλλοι
Ιερείς εκτός του Ιησού Χριστού στην εποχήν της Χάριτος.
1) Ως πρώτον αναφέρομεν τον ίδιον τον
Μελχισεδέκ (Εβρ. ζ, 11,15). Ο οποίος κατά την Καινή Διαθήκη είναι ιερεύς
"εις το διηνεκές" (Εβρ. ζ',3). Πως, τώρα, συμβιβάζεται η Ιερωσύνη του
με εκείνην του Ιησού, ας μας απαντήσουν οι Προτεστάντες.
2) Ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται εις την
προς Εβραίους ιερεύς (Εβρ. ε’ 6) αλλά και αρχιερεύς (Εβρ. δ’. 14,15, ε’ 5,10,
στ' 20, θ', 11). Αλλά και μόνη, λοιπόν, η ονομασία αυτή του Ιησού, τον
τοποθετεί επί κεφαλής και αρχηγόν πλήθους άλλων ιερέων, διότι αυτό ακριβώς
είναι ο αρχιερεύς: ο αρχηγός ιερέων. Όπως ο Ιησούς ονομάζεται ποιμήν, αλλά και
αρχιποίμην (Α' Πέτρ. ε’ 4), ως αρχηγός και επί κεφαλής των ποιμένων.
3) Ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται
"Ιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ" (Εβρ. ε’ 6,10. στ', 20), πράγμα
που ασφαλώς σημαίνει ότι ανήκει εις ολόκληρον ειδικήν τάξιν ιερέων κατά
Μελχισεδέκ.
Η ειδική τάξις η άρχουσα
"Κατόπιν της εξηγήσεως, την οποία
έκαμα περί της πέμψεως των Αποστόλων, έρχομαι να αποδείξω, ότι η Εκκλησία άμα
τη ιδρύσει της χωρίζεται εις ποιμένας και εις ποίμνιον, δεν παρουσιάζονται δε
αυτομάτως οι ποιμένες τον 4ον αιώνα.
Ο Απόστολος Πέτρος εν τη πρώτη αυτού
επιστολή κεφάλ. Ε'. παρ. 14 παραινεί τους πρεσβυτέρους των Χριστιανών, προς ους
γράφει ο συμπρεσβύτερος αυτός τα εξής· "ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του
Θεού επισκοπούντες μη αναγκαστώς αλλ’ εκουσίως". Η διάκρισις δηλ. των
πιστών εις ποιμένας και εις ποίμνιον υπάρχει από των Αποστόλων.
Κος Κάρπος.-Μήπως σας εδόθη ποτέ αφορμή να
αντιληφθήτε, ότι ημείς αρνούμεθα την ύπαρξιν των ποιμένων; Σάς πληροφορώ, ότι
ημείς δεν αρνούμεθα την ύπαρξιν των ποιμένων, τουναντίον έχομεν και ημείς
ποιμένας.
Παπαγεωργιάδης. -Δεν έχω ύπ' όψει
μονομερώς υμάς έχω ύπ' όψει τον Προτεσταντισμόν. Εάν έχητε ποιμένας, τούτο δεν
μας ενδιαφέρει ποσώς, εφ' όσον τους κατεσκευάσατε υμείς, δεν προέρχονται δε εκ
θείου δικαίου, ως πρεσβεύομεν ημείς. Έπειτα δε το περιεχόμενον της εξουσίας και
ικανώσεως των ποιμένων, καθώς και ο χαρακτήρ αυτής δεν είναι πράγματα αδιάφορα,
ως νομίζετε υμείς, αλλά λίαν ενδιαφέροντα ως θα ίδωμεν.
Ο Απόστολος παραγγέλλει εις τον Τίτον
(Τιτ. α'. 5) τα εξής.
"Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη
ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι
διεταξάμην". Απαιτεί δηλ. να υπάρχη πάντοτε μεταξύ των πιστών και η
ιδιαιτέρα τάξις, η ποιμαίνουσα, η επισκοπούσα , και ταύτης την κατάστασιν, την
δημιουργίαν, την καθιέρωσιν παραγγέλλει.
Βεβαίως οι Προτεστάνται ασμενίζονται να
ερμηνεύωσι την λέξιν πρεσβύτερος, ως γεροντότερος, ίνα αποφεύγωσι την
υποχρέωσιν να ομολογώσιν, ότι οι πρεσβύτεροι είναι τάξις ιδιαιτέρα. Αλλ' η
απόπειρά των είναι ματαία, ενταύθα δε και από την λεκτικήν διατύπωσιν της
παραγγελίας. Εάν το πρεσβύτερος σημαίνει γεροντότερος, τότε το ίνα καταστήσης
πρεσβυτέρους κατά πόλιν σημαίνει γραμματικώς, ίνα δημιουργήσης, ίνα
κατασκευάσης γεροντότερους. Δηλ. τους μη οντάς εις ηλίκιαν γεροντικήν, τους
ευρισκομένους εις ηλικίαν 25, 30, 35 ετών, να τους καταστήσης γέροντας. Τούτου
όμως όντος αδυνάτου, συγχρόνως δε και μωρού οι πρεσβύτεροι είναι τάξις
ιδιαιτέρα, και δεν είναι άλλοι, ειμή αυτοί ούτοι οι επίσκοποι, ασχέτως προς το,
εάν η λέξις επίσκοπος εν τοις αναφερομένοις χωρίοις σημαίνη τον ιερέα με την
ιδικήν μας σημερινήν ορθόδοξον σημασίαν. Ότι δε με το πρεσβύτερος εννοεί ο
Απόστολος Παύλος όχι μόνο τάξιν ιδιαιτέραν, αλλά την τάξιν των Επισκόπων,
φαίνεται από τον κατωτέρω στίχον 7 τον αιτιολογούντα τα του πρεσβυτέρου
προσόντα και καθορίζοντα το έργον αυτού. "Δει γαρ, λέγει, τον Επίσκοπον
ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον ......".
Ότι ιερατικήν σημασίαν έχει η λέξις
πρεσβύτερος φαίνεται εκ της επισήμου χρήσεως αυτής μέχρι σήμερον. Η Ορθόδοξος
Εκκλησία τον ιερέα επισήμως αποκαλεί πρεσβύτερον και τόσον επισήμως, ώστε εν
αύτη τη χειροτονία του δεν λέγει, χειροτονείται ο Α ιερεύς, αλλά πρεσβύτερος.
"Η θεία χάρις .... προχειρίζεται τον ευλαβέστατον διάκονον Α εις
πρεσβύτερον" .
Τάξις, λοιπόν, ιδιαιτέρα και δη τάξις
ιερατική, υπάρχει από των Αποστόλων εν τη Χριστιανική Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος εις την αρχήν της προς
Φιλιππησίους επιστολής, εις την οποίαν απευθύνει τον συνήθη χαιρετισμόν, εκτός
των αγίων, δηλ. των χριστιανών εν γένει, χαιρετίζει και μίαν τάξιν ιδιαιτέραν,
την των επισκόπων και διακόνων. "Παύλος και Τιμόθεος ... πάσι τοις αγίοις
τοις ούσιν εν Φιλίπποις συν επισκόποις και διακόνοις χάρις υμίν και ειρήνη παρά
Θεού κ.λπ.".
Εν τω κ' κεφαλαίω των Πράξεων παρ. 17-18
και εξ. ο Παύλος προκειμένου να μεταβή από Μιλήτου εις Ιερουσαλήμ έστειλε και
προσεκάλεσε παρ' αυτώ τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, δηλ. την ιδιαιτέραν
τάξιν την υπάρχουσαν μεταξύ των πιστών, την ιερατικήν. Είναι δυστύχημα πάλιν
δια τους Προτεστάντας, ότι αποκλείεται πραγματικώς και πολύ σαφώς πάσα ερμηνεία
του πρεσβύτερος δια του γεροντότερος, διότι τα ίδια πρόσωπα τα οποία εις την 2
παρ. καλεί ο Παύλος πρεσβυτέρους, εις την παρ. 28 ονομάζει ποιμένας και
επισκόπους. "Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το
Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν (ποιμαίνει βεβαίως ο ποιμήν) την
Εκκλησίαν του Θεού".
Ο Απόστολος Παύλος εις την Α' Τιμ. γ' παρ.
2 λέγει ότι όστις επιθυμεί να γίνη επίσκοπος καλόν έργον επιθυμεί και δίδει
οδηγίας περί των προσόντων του επισκόπου. "Ει τις επισκοπής ορέγεται καλού
έργου επιθυμεί˙ δει ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι ......νηφάλιον,
σώφρονα κλπ.".
Η διάκρισις λοιπόν των πιστών εις ποιμένας
και ποιμαινόμενους, εις επισκόπους και επισκοπούμενους, υπάρχει από της
ιδρύσεως της Εκκλησίας, θείω δικαίω ουχί δε ως συμβατικόν κατασκεύασμα,
ουδεμία δε υπό σοβαρών ανθρώπων αμφισβήτησις δύναται να εγερθή.
Και μολονότι αυτή η διάκρισις των πιστών
εις ποιμένας και εις ποίμνιον δίδει την υπεροχήν εις τους ποιμένας, δεικνύει
ότι οι ποιμένες αποτελούσι την άρχουσαν τάξιν, δεν κρίνω άσκοπον να αναφέρω και
μερικά παραδείγματα εκ της Γραφής αποδεικνύοντα, ότι η ιδιαιτέρα τάξις, η
ονομαζόμενη αδιακρίτως, ποιμένες, πρεσβύτεροι, επίσκοποι, είναι τάξις άρχουσα
εν σχέσει προς αρχόμενους.
Και πρώτον αυτοί οι Απόστολοι, ως τάξις
ιδιαιτέρα μεταξύ των πιστών, ευθύς εξ αρχής και εν συνεχεία παρουσιάζεται ως
άρχουσα.
Όταν ο Ιησούς λέγη προς αυτούς, "ο
ακούων υμών εμού ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί", δεικνύει σαφώς την
υπέροχον αυτών θέσιν απέναντι του λοιπού κόσμου, αφού την υπακοήν και την
παρακοήν του κόσμου προς αυτούς αναφέρει αμέσως εις εαυτόν (ο Ιησούς).
Ο Απόστολος Παύλος εις την Α' Κορινθ. Κεφ.
δ παραγ. 21 απειλεί τους Κορινθίους ότι δύναται να μεταβεί προς αυτούς εν
ράβδω.
"Τι θέλετε ; (λέγει) εν ράβδω έλθω
προς υμάς;"
Αλλ' ο έχων το δικαίωμα να μεταχειρισθεί
προς τον άλλον ράβδον προφανώς κατέχει την θέσιν άρχοντος απέναντί του.
"Έπειτα δε αμέσως κατωτέρω ο
Απόστολος Παύλος διατάσσει τους Κορινθίους να εφαρμόσωσιν αυστηρόν επιτίμιον
επί του αιμομείκτου συμπατριώτου των, ο οποίος συνεφθείρετο μετά της μητρυιάς
του (Α'. Κορινθίους ε’. 16 παράβαλλε και Β. Κορινθίους Κεφ. Β παρ. 5-11 ένθα
λύεται το επιτίμιον).
Ο διατάσσων και δη τόσον αυστηρόν
επιτίμιον βεβαίως κατέχει θέσιν άρχοντος απέναντι των διατασσομένων.
Ο αυτός Απόστολος εις τον Τιμόθεον γράφει
τα εξής:
"Οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι
διπλής τιμής αξιούσθωσαν, μάλιστα δε οι κοπιώντες εν λόγω και διδασκαλία"
(Α'. Τιμ. Έ. 17) όπερ σημαίνει, ότι εκτός των Αποστόλων και η ιδιαιτέρα τάξις
των πρεσβυτέρων, την οποίαν είδομεν ανωτέρω, κατείχε θέσιν υπερτέραν απέναντι
των λοιπών, θέσιν άρχοντος .
Δια να διακρίνονται οι πρεσβύτεροι υπό
των Αποστόλων εις καλώς προεστώτας, σημαίνει ότι έργον αυτών ην το προΐστασθαι,
δηλαδή το άρχειν.
Τα αναφερθέντα ανωτέρω "Προσέχετε ουν
εαυτοίς (υμείς οι πρεσβύτεροι) και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το
άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού" (Πρ. κ' παρ.
28). "Ποιμάνατε (υμείς οι πρεσβύτεροι) το εν υμίν ποίμνιον ουκ
αναγκαστώς" αλλ' εκουσίως (Α' Πετρ. ε’. Παρ. 2). αποδεικνύουσιν, ότι η
τάξις των ποιμένων, εντός της οποίας ρητώς καταλέγονται οι πρεσβύτεροι, ήτο
τάξις άρχουσα των λοιπών πιστών.
Εις τον Τιμόθεον (Α'. Κεφ. Έ παρ. 1920)
παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος να μη παραδέχηται κατηγορίας κατά πρεσβυτέρου
εική και ως έτυχεν, αλλ' επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων. Εκ της παραγγελίας
ταύτης φαίνεται, ότι ο Τιμόθεος είχε δικαστικήν εξουσίαν επί των πρεσβυτέρων.
Αλλά προφανώς ο δικαστής απέναντι του δικαζομένου είναι υπέρτερος.
Εις τον Τίτον ο Απόστολος Παύλος λέγει.
"Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και
καταστήσης (συ απ’ ευθείας, όχι κατ' εντολήν άλλου τινός των πιστών, δηλαδή της
Κοινότητος) πρεσβυτέρους κατά πόλιν ως εγώ σοι διεταξάμην". Καθόν τρόπον
εγώ ο Παύλος σε διέταξα, δυνάμει της εξουσίας, ην εγώ ο Παύλος σοι μετέδωκα. Η
υπεροχή του Τίτου υπέρ τους λοιπούς είναι προφανής.
Τίνι τρόπω εγκαθίσταται η ειδική τάξις.
Ιδόντες μέχρι τούδε, ότι η Εκκλησία των
πιστών απ’ αρχής ιδρύθη με ποιμένας και ποίμνιον, και ότι η τάξις των ποιμένων
είναι η άρχουσα, έχουσα την εξουσίαν της ταύτην ουχί παρά της Κοινότητος
ειλημμένην, αλλ' απ’ ευθείας υπό των Αποστόλων, των λαβόντων ταύτην παρά του
Ιησού Χριστού, είναι ανάγκη να ίδωμεν και τίνι τρόπω η τάξις αυτή των ποιμένων
εγκαθίσταται μεταξύ των πιστών. Και ο τρόπος της εγκαταστάσεως της τάξεως των
ποιμένων θα απόδειξη εμφανέστερον την αρχικήν και θείαν καταγωγήν αυτής, αφού
ουδεμία ψήφος των πιστών, ή δια βοής τίνος ανακήρυξις, ως επί βουλευτών,
δημάρχων, ή αγροφυλάκων παρέχει εις αυτήν (την τάξιν των ποιμένων) την
ιδιάζουσαν αυτή εξουσίαν, αλλ' αυτό το άγιον Πνεύμα δια τελετής εξωτερικής μεν
και αισθητής αλλά συνάμα και μυστηριώδους.
"Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω
ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν
του Θεού" (Πρ. κ’. 28).
Ο Απόστολος Παύλος εις τον Τιμόθεον
παραγγέλλει τα εξής: (Α' Τιμ. Ο 14). "Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο
εδόθη σοι δια της επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου".
Τελετή λοιπόν, της οποίας εξωτερική βάσις
είναι η επίθεσις των χειρών, μεταδίδει εις τον Τιμόθεον χάρισμα. Ότι δε εν τη
επιθέσει πάλιν των χειρών, βάσις ήτο ο Παύλος, το δε αναφερόμενον πρεσβυτέριον
είναι επικουρικόν, φαίνεται εκ της Β΄ Τιμόθεον Α' ο ένθα ο Παύλος ομιλών περί
του αυτού χαρίσματος του Τιμοθέου του δι’ επιθέσεως χειρών μεταδοθέντος
αναφέρει μόνον τας ιδικάς του χείρας ουχί δε τας του πρεσβυτερίου.
"Αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το
χάρισμα του Θεού ο εστίν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου". Αλλά
και εις τον Τιμόθεον έδωκε την εξουσίαν του μεταδιδόναι πνευματικήν εξουσίαν
δι’ επιθέσεως χειρών. "Χείρας ταχέως μηδενί επιτίθει". (Α' Τιμ. ε’
22).
Εις τας πράξεις των Αποστόλων κεφ. ιδ'
παρ. 23 αναγινώσκομεν, ότι ο Παύλος συν τω Βαρνάβα μέλλοντες να αναχωρήσωσιν
από Λύστρας και Ικονίου και Αντιοχείας εις Πισιδίαν και Παμφυλίαν κ.λπ.
"εχειροτόνησαν αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' Εκκλησίαν προσευξάμενοι μετά
νηστειών και παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι".
Κος Κάρπος. -Άλλο είναι η χειροτονία και
άλλο η επίθεσις των χειρών.
Παπαγεωργιάδης. -Εκείνο, το οποίον μας
ενδιαφέρει εις τα αναφερθέντα χωρία, δεν είναι η ταυτότης, ή η διαφορά
επιθέσεως χειρών και χειροτονίας αλλ' άλλο τι. Ότι τόσον δια της επιθέσεως των
χειρών, όσον και δια της χειροτονίας, πράξεων τουτέστι αμφοτέρων αισθητών και
ορατών, γίνεται απ’ ευθείας και άνευ ουδεμιάς εντολής της Κοινότητος, υπό τε
των Αποστόλων και των υπ' αυτών εξουσιοδοτηθέντων (Τίτ. Α' 5 Α'. Τιμ. Έ 22),
εγκατάστασις πρεσβυτέρων, ποιμένων, επισκόπων, και ότι ταύτα γίνονται μετά
προσευχής, δηλαδή μετά τελετής ιεράς, καθ' ην αοράτως μεταδίδεται χάρισμα, ή
εξουσία, ή ικάνωσις. Εφ' ω και η τελετή αυτή ωνομάσθη υφ’ ημών μυστήριον, ως
ωνομάσθησαν δια παρόμοιον λόγον και άλλαι τελεταί μυστήρια.
Τις η εξουσία της ειδικής τάξεως
Εάν κατόπιν πάντων των τελευταίως
ειρημένων επιθυμήτε να καθορίσωμεν και συστηματικώς το περιεχόμενον της
εξουσίας των ποιμένων, πράττομεν τούτο αμέσως.
Κατά τη Ορθόδοξον διδασκαλίαν οι ποιμένες
έχουσι την εξουσίαν 1) του διδάσκειν, 2) του τελείν τα μυστήρια, τελετουργείν
(τας εξωτερικάς πράξεις, μεθ' ων συνδέεται η παροχή του Αγίου Πνεύματος) και 3)
του ποιμαίνειν την Εκκλησίαν, δηλαδή δικάζειν και τιμωρείν τους αμαρτάνοντας,
ή ατακτούντας, και διευθετείν παν ζήτημα αναφυόμενον εν τη Εκκλησία νομοθετικώς
και εκτελεστικώς.
1) Το "πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα
τα έθνη..... Διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην" (Ματθαίος
κη' 19-20).
Το "εις ο εγώ ετέθην κήρυξ και
Απόστολος, διδάσκαλος εθνών", του Αποστόλου Παύλου (Α'. Τιμ. Β΄ 7).
Το "παράγγελνε ταύτα και
δίδασκε", και "πρόσεχε τη αναγνώσει, τη παρακλήσει, τη
διδασκαλία", τα οποία ο Παύλος απευθύνει προς τον Τιμόθεον (Α'. Τιμ. ο.
11-15) αποδεικνύουσι την διδακτικήν εξουσίαν των ποιμένων.
2) Το "βαπτίζοντες αυτούς εις το
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος" (Ματθαίος κη' 19).
Το ότι οι Απόστολοι εβάπτιζον (Πρ. ιστ'
33, ιη'. 8 και Α' Κορινθίους Α'. 15-16).
Το ότι δι’ επιθέσεως των χειρών μετέδιδον
Πνεύμα άγιον εις τους βεβαπτισμένους πιστούς (Πρ. κ'. 16-19).
Το ότι δι’ επιθέσεως των χειρών και
προσευχής εγκαθίστων διακόνους, δηλαδή όργανα ειδικής υπηρεσίας (Πρ. στ' 6-7).
Το ότι δι’ επιθέσεως των χειρών μετέδιδον
χάρισμα (Α'. Τιμ. δ. 14) και εξουσιοδοτούν και τους εις ους μετέδωκαν να
μεταδίδωση (Α'. Τιμ. ε’. 22).
Το ότι εχειροτόνουν δια προσευχών πρεσβυτέρους
(Πρ. ιδ' 23). Το ότι δι’ ελαίου, εφ' ου ανεγνώσθησαν ευχαί, μετέδιδον ίασιν
σωματικήν και άφεσιν αμαρτιών (Ιακ. ε’ 14-16).
3) Το ότι οι Απόστολοι διηυθέτουν τα της
Εκκλησίας ζητήματα (Βλέπε ολόκληρους επιστολάς προς Κορινθίους, Τιμόθεον και Τίτον)
και εξουσιοδοτούν και άλλους προς τούτο (Βλέπε επιστολ. Τιμ. Και Τίτου) και
ειδικώς τα χωρία "Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα
επιδιορθώση (Τιτ. α',5),"ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιο επισκοπούντες μη
αναγκαστώς αλλ' εκουσίως" (Α'. Πετρ. ε’ 2).
Το ότι ετίθουν επιτίμια (Α. Κοριν. ε’ 16)
και έλυον απ’ αυτών Β΄ Κορινθίους β΄. 511) Βλέπε και το "όσα αν δέσητε και
λύσητε επί της γης έσται δεδεμένα και λελυμένα εν τοις ουρανοίς" (Ιωαν. κ΄
23).
Το ότι έδιδον εξουσίαν εις τους μαθητάς
των δικάζειν, "κατά πρεσβυτέρου κατηγορίαν μη παραδέχου εκτός ει μη επί
στόματος δύο ή τριών μαρτύρων" (Α'. Τιμ. ε’19).
Το ότι συνήρχοντο εν συνόδοις και έτεμνον
οριστικώς τας γεννωμένας αμφισβητήσεις επί των αναφυομένων ζητημάτων (Βλέπε
Αποστ. Σύνοδον εν Πρ. Κεφ. ιε’ 1-29).
Ταύτα πάντα και τα τοιαύτα αποδεικνύουσι
την εξουσίαν του ποιμαίνειν, ήτοι την εξουσίαν του διοικείν, δικάζειν, και
διευθετείν νομοθετικώς και εκτελεστικώς.
Ότι δε εν και το αυτό πρόσωπον των
ποιμένων (ασχέτως προς τας μεταξύ των ιεραρχικάς διακρίσεις, περί ων ου της
παρούσης διαλέξεως), ετέλει τα τρία ταύτα είδη, περί τούτου πείθεται πας ο μετά
προσοχής αναγινώσκων πάντα τα σχετικά χωρία, εις τα οποία παραπέμπομεν, μετά
των συμφραζομένων αυτών.
Αποδείξαντες, ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος
συνδέεται με πράξεις έξωτερικάς και αίσθητάς, απεδείξαμεν συνάμα, ότι τας
πράξεις ταύτας δεν δύναται να τελέσει οιοσδήποτε, αλλ' ειδική τάξις
ονομαζόμενη ιερατείον, απ’ αρχής της συστάσεως της Εκκλησίας υφισταμένη, εις
ουδένα δε, ουδέ εις κοινότητα τινά οφείλουσα την υπόστασίν της, αλλά λαμβάνουσα
την εξουσίαν (ή την ικάνωσιν) παρά Θεού δια τελετής Ιεράς και μυστηριακής, της
χειροτονίας, και ασκούσα έργον διδακτικόν, τελετουργικόν και
ποιμαντικόν."[2]
Διακονία-αξίωμα (Εξουσία): Η υπηρεσία
εντός της Εκκλησίας ονομάζεται στην Καινή Διαθήκη "διακονία".
Υπάρχουν δε πάμπολλες τέτοιες "διακονίες", που θα μπορούσε κανείς να
τις κατατάξη σε κατηγορίες, ανάλογα με την ιδιαίτερη φύση της καθεμιάς απ’
αυτές. Μια βασική διάκρισή τους είναι αυτή σε προσωρινές ή περιστατικές
διακονίες (Πρ. ια', 29. Β΄, 25. Ρωμαίους ιε’, 31. Α' Κορινθίους ιστ', 15) και
σε μόνιμες (Β΄ Τιμόθεον δ’ 5. Α' Κορινθίους γ', 5. Α' Θεσ. γ’ 2. Α' Τιμ. δ’,6).
Συγκεκριμένα, η Ιερωσύνη είναι "διακονία" της Εκκλησίας μόνιμη, διότι
συνοδεύει τους φορείς της τουλάχιστον εφ' όρου ζωής και διότι υφίσταται όσον
υπάρχει η Εκκλησία. Οι Προτεστάντες όμως, επειδή δεν δέχονται Ιερωσύνην εν τη
Εκκλησία, ομιλούν μόνον περί διακονίας και εννοούν μ' αυτήν, την προσωρινήν
εκείνην υπηρεσίαν, που η Προτεσταντική Κοινότητα κατά την ιδίαν την ομολογίαν
τους και όχι ο Ιησούς αναθέτει σε ορισμένα πρόσωπα προκειμένου αυτά να
ποιμαίνουν τους προτεστάντες, να τους κηρύσσουν και να τελούν τις τελετές
τους.
Αν δε και προτιμούν τον όρο "διακονία",
που, όπως είπαμεν, σημαίνει υπηρεσίαν, είναι για να υποδηλώσουν ότι δεν
πρόκειται για αξίωμα, το οποίον βέβαια προϋποθέτει τον φορέα του
περιβεβλημένον εξουσίαν, αλλά περί απλού υπηρετικού ρόλου κατά ανάθεση εκ
μέρους της Κοινότητας, ρόλου όμως νοουμένου επί καθαρώς ανθρωπίνου επιπέδου
και, όπως λέμε, ανθρωπίνω δικαίω, (humano jure) και ουχί θείω δικαίω (divino
jure). Εν ολίγοις, θεωρούν αντίθετα και ασυμβίβαστα "διακονίαν" και
"αξίωμα". Βέβαια ο Χριστός δίδαξεν τους Αποστόλους του να θεωρούν το
αξίωμά τους ως διακονίαν, να έχουν εν τη ασκήσει του αξιώματος των πνεύμα
διακονίας. Αυτό όμως δεν αίρει αυτό καθ' αυτό το γεγονός και την πραγματικότητα
του αξιώματός των, δεν τους απογυμνώνει απ’ αυτό, δεν καταργεί ούτε περιορίζει
τις Εξουσίες, που αυτοί έλαβαν, διότι παρόμοια αντίληψη θα ήταν σαφώς
αντιευαγγελική και αντικαινοδιαθηκική. Διότι η Καινή Διαθήκη π.χ. θεωρεί μεν
και ονομάζει τον Ιησούν "διάκονον" και όμως αυτό δεν αποκλείει από
τον Ιησούν να έχει "πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης", ακριβώς μάλιστα
επειδή υπήρξε "διάκονος". Αλλά και οι Απόστολοι ονομάζονται στην
Καινή Διαθήκην επίσης "διάκονοι" και ταυτόχρονα εμφανίζονται ως
φορείς ποικίλων Εξουσιών, χορηγηθεισών εις αυτούς παρά του Ιησού Χριστού (π.χ.
"έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων"). Είναι, λοιπόν,
δυνατόν η "διακονία" θαυμάσια να συνδυάζεται με εξουσίαν και άρα με
αξίωμα.
Αξίωμα-χάρισμα: Οι Προτεστάντες μας
θεωρούν την Ιερωσύνην της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας σχέτον ανθρώπινον
"αξίωμα", αντιευαγγελικό, μεταγενέστερον του Χριστού και των
Αποστόλων, που δεν θεσπίστηκε., δηλαδή, από το Χριστόν, ο οποίος όπως λένε οι
ίδιοι, δεν καθιέρωσεν γενικότερον κανένα αξίωμα στην Εκκλησίαν. Αρνούνται δε
ότι στο αξίωμα της Ιερωσύνης συνυπάρχει το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης,
αρνούνται την Ιερωσύνην ως χάρισμα του αγίου Πνεύματος, παρά τη διακήρυξη του
Αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεον: "Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο
εδόθη σοι δια προφητείας…"(Α' Τιμ. δ’,14 και Β΄ Τιμόθεον α', 6).
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με μίαν
προτεσταντικήν αρχήν, η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της Ιερωσύνης
ήταν ασυμβίβαστη με το ελεύθερο χάρισμα. Αλλ' η συνήθης επιλογή για τη
γενίκευση της αρχής του κάθετου διαχωρισμού μεταξύ οικουμενικής τάξεως
χαρισμάτων και τοπικού ιερατείου δεν ευοδώνεται από τις μαρτυρίες των πηγών
της Αποστολικής και της πρώιμης μεταποστολικής εποχής ή τουλάχιστον η αρχή αυτή
δεν ισχύει για όλους τους χαρισματούχους. Το ίδιο είναι δυνατόν να υποστηριχθεί
και για τους φορείς της Ιερωσύνης, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν
από κάθε χάρισμα λόγω της χειροτονίας τους στην Ιερωσύνη. Ο Προτεστάντης Α.von
Harnack υποστήριξε την πρόταξη και την υπεροχή της χαρισματούχου τάξεως έναντι
του τοπικού ιερατείου με βάση κυρίως την Διδαχή και το χωρίο της προς Εφεσίους
επιστολής, κατά το οποίο και αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε προφήτας,
τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν των
αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, (Εφ. δ’
10-12), θεμελίωσε δε τον διαχωρισμό αυτό στην επισφαλή ταύτιση των μεν προφητών
και εύαγγελιστών προς τους αμιγείς χάρισματούχους, των δε ποιμένων και
διδασκάλων προς το τοπικόν ιερατείον.
Αλλ' οι θέσεις ενός άλλου σπουδαίου
Προτεστάντου, του R. Bultmann (Theology of the Ν.Τ.,2,203) αποκρούουν τον
εισαχθέντα από τον Harnack διαχωρισμό μεταξύ τοπικού ιερατείου και οικουμενικής
τάξεως χαρισματούχων. Ο R. Bultmann (ένθα ανωτ. 161-162) όχι μόνο απέκλεισε τη
δυνατότητα αποσυνδέσεως χαρίσματος και Ιερωσύνης, αλλά και δέχθηκε (ρητώς ότι στην
τάξη των (χαρισματούχων) προφητών υπήρχαν προφήτες, οι οποίοι είχαν λάβει
χειροτονίαν. (Βλασίου Φειδά καθηγ. Πανεπιστημίου Αθηνών, εκκλ. Ιστορία, τ. Α').
Έτσι αίρεται με προτεσταντικά όπλα ο
αποκλεισμός της Ιερωσύνης από το χάρισμα και του χαρίσματος από την Ιερωσύνην.
Καιρός τώρα είναι να εξετάσωμεν θεολογικώς
τον ισχυρισμόν των Προτεσταντών ότι τάχα η θεία ευχαριστία δεν είναι θυσία. Η
άρνηση αυτή των Προτεσταντών στοχεύει στο να μπορούν αυτοί να αρνηθούν την
ύπαρξη Ιερωσύνης. Διότι η θυσία σηματοδοτεί Ιερωσύνην.
Ο Κύριος βεβαιοί, ότι θα έλθει ημέρα, ότε
θα απορρίψη όλας τας Ιουδαϊκάς θυσίας και θα θέσει μίαν αναίμακτον θυσίαν εις
όλον τον κόσμον. (10) Η κατάργησις της Ιουδαϊκής θυσίας, "συγκλεισθήσονται
θύραι". Θα κλεισθεί ο ναός και θα σβήσει το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων
ένθα παρείχοντο υπό του Θεού αι θείαι ευεργεσίαι. "δωρεάν" "Ου
γαρ ανέξομαι μάτην (ασκόπως) θυσίας προσφέρεσθαι ουδενός εντεύθεν την όνησιν
δεχόμενου" (Θεοδώρητος). Το Εβραϊκόν αντί δωρεάν έχει "εις
μάτην". Το νόημα: "Καλλίτερον καθόλου θυσίαι, παρά τοιαύται".
"Προτιμότερον ναός κλειστός παρά μολυσμένος". Ομοίας σκέψεις ιδέ
Ησαΐας 1, 11-15, πως θα τιμωρήσει ο Θεός τους τοιούτους ιερείς; "ουκ εστί
μου θέλημα" αφαιρών την στοργήν του δι’ αυτούς. "Θυσίαν ου
προσδένομαι". Θα αφαιρέση τας θυσίας των παντός είδους. (11) Η καινή
θυσία καθ' όλην την γην, "διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών". Η
πρώτη λέξις "διότι" σημαίνει, ότι κάτι θα αντικαταστήσει τας
Ιουδαϊκάς θυσίας, περί ων ωμίλησεν ανωτέρω. Η φράσις "από ανατολών ηλίου
έως δυσμών...." σημαίνει, ότι εκείνο το οποίον θα αντικαταστήσει τας
Ιουδαϊκάς θυσίας, θα είναι όχι τοπικόν,
ως αι Ιουδαϊκαί θυσίαι, αίτινες προσεφέροντο μόνον εν τω ναώ, αλλά παγκόσμιον,
"το όνομα μου δεδόξασται εν τοις έθνεσι". Δια εκείνου, το οποίον θα
αντικαταστήσει τας Ιουδαϊκάς θυσίας θα δοξασθεί το όνομα του Θεού ενώπιον των
εθνικών.
Αμέσως κατωτέρω ορίζει ποίον θα είναι
εκείνο το οποίον θα αντικαταστήσει τας Ιουδαϊκάς θυσίας! "εν παντί τόπω θυμίαμα
προσάγεται τω ονόματί μου και θυσία καθαρά". Ρητώς αναφέρεται ενταύθα
εκείνο το οποίον θα αντικαταστήσω τας Ιουδαϊκάς θυσίας: Θυμίαμα και θυσία καθαρά. Ερμηνευταί
τίνες τονίζοντες τον ενεστώτα χρόνον του "προσάγεται" νομίζουν, ότι ο
Προφήτης ομιλεί περί συμβάντος της εποχής του και εννοεί τους προσηλύτους Ιουδαίους
(Kohler, Οreili) Evald ή τον εν Ελεφαντίνη ναόν των Ιουδαίων και άλλους ναούς
της Ιουδαϊκής Διασποράς (Marti, Duhm) ή την παρά τω εθνικώ κόσμω εμφάνισιν της
λατρείας "του Υψίστου Θεού" (Βέλλας). Το κείμενόν μας όμως ομιλεί
σαφώς περί "θυσίας καθαράς", την οποίαν αντιθέτει προς τας ακάθαρτους
"ηλισγημένας θυσίας" των Ιουδαίων. Η θυσία αυτή θα προσφέρεται προς
δόξαν Θεού εις όλον τον κόσμον. Τοιαύτη λοιπόν θυσία δεν δύναται να είναι άλλη
εκτός της προσφερόμενης εις την αγίαν Τράπεζαν, της θυσίας του Αμνού. Δια τούτο
θα πρέπει να εννοήσει τις τον ενεστώτα χρόνον "προσάγεται" εις
μέλλοντα, θα προσφέρεται.
Ούτως φρονεί η Παράδοσις της Εκκλησίας
ημών αι Αποστολικαί Διαταγαί XIV: • "... Κλάσατε άρτον ... αυτή γαρ εστίν
η ρηθείσα υπό Κυρίου εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν...
Το όνομά μου θαυμαστόν εν τοις έθνεσι".
Ιουστίνος. Διάλογος Τρυφ. 41: "Θυσία
καθαρά.... Περί δε των εν παντί τόπω υφ’ ημών των εθνών προσφερομένων θυσιών
αυτώ τουτ' εστί του άρτου της εyχαριστίας και του ποτηριού...".
Ο
Χρυσόστομος: "Φησίν ο Μαλαχίας ... Θυσία καθαρά... Πότε ταύτη εξέβη, ω
Ιουδαίε ; Πότε εν παντί τόπω θυμίαμα προσηνέχθη τω Θεώ; Πότε θυσία καθαρά;
Ουκ αν έχοις έτερον ειπείν καιρόν αλλ' η τούτον τον μετά την του Χριστού
παρουσίαν. Πόθεν τούτο δήλον; Πρώτον από του τόπου. Ου γαρ εν μια πόλει καθάπερ
επί των Ιουδαίων, αλλά από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Είτα από του τρόπου της
θυσίας˙ τω γαρ καθαράν αυτήν προειπείν έδειξεν ποίαν έλεγε. Και από των
προσώπων. Ου γαρ είπε εν τω Ισραήλ, αλλ' εν τοις έθνεσι".
Δαμασκηνός. "Εκδ. Όρθ. Πίστεως. "Αύτη
εστίν η καθαρά θυσία και αναίμακτος, ην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αυτώ
προσφέρεσθαι δια του Προφήτου ο Κύριος έφησε".
Ο Θεοδώρητος "των μεν άλογων θυμάτων
πέπαυται η σφαγή μόνος δε ο άμωμος αμνός ιερεύεται ο αίρων την αμαρτίαν του
κόσμου ως και ο Κύριος έφησε τη Σαμαρείτιδι. "Έρχεται ώρα και νυν εστίν,
ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Ιερουσαλήμ προσκυνήσετε τω Πατρί" αλλά
εν παντί τόπω.
Εν τη ευαγγελική περικοπή δεν πρόκειται
περί της προσευχής προσκυνήσεως, διότι αυτή υπήρχε εις πάντα τόπον και εις τους
Εβραίους, αλλά περί θυσίας, ομοίως φρονούν και άλλοι πατέρες.
Ειρηναίος. Κατά αιρέσεων δ', Κυπριανός
Test adv Jud 1,16. Αυγουστίνος in Psalm CVI, 1 . Εκ των ανωτέρω λεχθέντων
συνάγεται το συμπέρασμα: Ενταύθα δεν πρόκειται περί αλληγορισμού σημαίνοντος
την προσευχήν ή άλλην έννοιαν αλληγορικήν, διότι η σύγκρισις και αντίθεσις
είναι προς τας θυσίας των Ιουδαίων. "Άρα πρόκειται περί αισθητής θυσίας.
Και το κείμενον ομιλεί ως είπομεν ρητώς περί θυσίας. "προσάγεται"
Σημειώσατε τον ενεστώτα χρόνον. Σημαίνει βεβαιότητα και διάρκειαν, άρα και επί
των ναών μας.(12) "υμείς δε βεβηλούτε αυτό....." ενώ λοιπόν οι
Εβραίοι βεβηλούν το θυσιαστήριον (τονίσατε το "υμάς") θέτοντες εις
αυτό ανάπηρα και ανάξια προς θυσίαν ζώα, ώστε να δεικνύουν δια της διαγωγής
των, ότι το θυσιαστήριον (ή τράπεζα) και τα εις αυτά είναι άξια περιφρονήσεως
υπ' αυτών, τα έθνη θα προσφέρουν την καθαράν θυσίαν του Αμνού. Περί ταύτης
ομιλούν ως είπομεν, οι Πατέρες της Εκκλησίας: Ειρηναίος, Ιουστίνος,
Θεοδώρητος, Κύριλλος, Ιερώνυμος, Κυπριανός, Αυγουστίνος κ.λπ.
Η με εντολή του Θεού σε συγκεκριμένο
τόπο, το θυσιαστήριο[10], τελούμενη θυσία παρουσιάζεται με διάφορες μορφές
αιματηρού ή αναίμακτου χαρακτήρα. Στην κατηγορία της αιματηρής θυσίας ανήκουν
κυρίως το ολοκαύτωμα, η θυσία σωτηρίου και η περί αμαρτίας θυσία. Στο
ολοκαύτωμα το προσφερόμενο ζώο, που μπορούσε να είναι μόσχος[11], κριός[12],
αμνός[13], τρύγων[14], νεοσσοί περιστεράς[15], έριφος[16] και τράγος[17],
καιγόταν ολόκληρο χάριν του Θεού[18] και ως απεικόνισις ολοκληρωτικής και
αμετάκλητης προσφοράς[19]. Η θυσία σωτηρίου συνίστατο σε μερική καύση κυρίως
βοών[20],προβάτων[21] και αιγών[22] και προσφερόταν ως ευχαριστήριος
θυσία[23],ως ευχή[24] ή εκουσία προσφορά[25]. Τόσο το ολοκαύτωμα, όσον και η
θυσία σωτηρίου χαρακτηρίζονται ως "κάρπωμα" και "οσμή ευωδίας
Κυρίου"[26]. Η περί αμαρτίας θυσία είναι η σπουδαιότερη εξιλαστήριος
θυσία, πάλι με τα ίδια ζώα που είδαμε παραπάνω και κυρίως με τον χίμαρο εξ
αιγών[27]. Προσφερόταν υπέρ του κεχρισμένου αρχιερέως, όταν αυτός κατά την
επιστήμη άσκηση των καθηκόντων του "αμάρτη του τον λαόν
αμαρτείν"[28], υπέρ της κοινότητος[29],του άρχοντος [30] ή των επί μέρους
ατόμων[31], με ένα και μοναδικό σκοπό, τη συνδιαλλαγή με τον Θεό[32].
Και στις τρεις ως άνω μορφές αιματηρής
θυσίας όπου το αίμα, ως θείο στοιχείο και ο θάνατος του ιερείου έχουν μεγάλη
σημασία, το τυπικό ακολουθούσε τα εξής στάδια. Παρουσίασή του προς θυσίαν
ζώου, ραντισμός του αίματος αυτού, τεμαχισμός του ζώου, καύση του ζώου ή
ορισμένων μερών αυτού[33]. Πίσω βεβαίως από το τυπικό αυτό κρύβεται ένα
πνευματικό περιεχόμενο. Κορυφαίο παράδειγμα μιας τέτοιας θυσίας είναι η
επικύρωση της διαθήκης του Σινά, όπου οι νεανίσκοι των υιών Ισραήλ
"ανήνεγκαν ολοκαυτώματα και έθυσαν θυσίαν σωτηρίου τω θεώ μοσχάρια"[34].
Ο πασχάλιος επίσης αμνός ως το
κεντρικότερο στοιχείο της μεγάλης εορτής της απελευθέρωσης των Εβραίων από την
αιγυπτιακή δουλεία παραπέμπει[35] στο νέο αμνό[36], το Χριστό, το αληθινό
Πάσχα[37], και κατ' επέκταση στη θεία ευχαριστία, όπως θα δούμε με περισσότερα
στοιχεία στη συνέχεια. Και άλλες μορφές θυσίας, όπως π.χ. Αυτή του Μελχισεδέκ
ο οποίος δεξιώθηκε και ευλόγησε τον Αβραάμ προσφέροντας "άρτους και
οινον"[38], προτυπώνουν τη θεία ευχαριστία[39].
Γενικότερα η περί θυσίας ορολογία και
έννοια της Παλαιάς Διαθήκης βρίσκει την πληρότητά της στη μία και μοναδική
σταυρική θυσία του Χριστού της Καινής Διαθήκης. "Συγκαταβάσεως ένεκεν αι
θυσίαι των Ιουδαίων συνεχωρήθησαν'"[40] λέγουν τα κείμενα της
εκκλησιαστικής γραμματείας. Θεσπίσθηκαν όχι διότι ο Θεός "εδέετο"
τούτων σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος[41], αλλά "δι’ ένδειαν"[42] και
δια "την των Ιουδαίων ασθένειαν"[43]. Για να μη παρασυρθούν οι
Ισραηλίτες από την ειδωλολατρική λατρεία και διαρρήξουν το μετά του Θεού
σύνδεσμο[44]. Προς την κατεύθυνση αυτή, της διατήρησης δηλαδή του πνευματικού
και παιδαγωγικού χαρακτήρα των θυσιών της Παλαιάς Διαθήκης, συνέβαλαν τα
μέγιστα οι προφήτες, οι αποίοι κατεδίκασαν την ειδωλολατρική λατρεία[45],
μίλησαν για την εσωτερική θυσία[46] και τη συνέδεσαν με την ηθική καθαρότητα[47],
και την εξαγόρευση των αμαρτιών[48]. "Έλεος θέλω και ου θυσίαν και
επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα"[49] λέγει ο προφήτης Ωσηέ, θέλοντας να
τονίσει ότι η θυσία χωρίς παράλληλη άσκηση της αρετής μειονεκτεί έναντι της
ηθικής άθλησης[50]. "Μη φάγομαι κρέα ταύρων ή αίμα τράγων
πίομαι"[51] αναφέρει ο Δαβίδ. Αποκορύφωμα βεβαίως της εσωτερικής θρησκείας
στην Παλαιά Διαθήκη αποτελεί η προφητεία του Ησαΐα για τη θυσία του πάσχοντος
δούλου του Θεού, ο οποίος "ως πρόβατου επί σφαγήν ήχθη"[52].
Ο συσχετισμός του σταυρικού θανάτου του
Χριστού με τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης είναι σαφής στα κείμενα της Καινής
Διαθήκης. Ο ίδιος ο Κύριος αποδέχεται την έκφραση του Μωυσή "το αίμα της
Διαθήκης"[53], θέλοντας να τονίσει ότι, με το επί Σταυρού αίμα Του εγκαινιάζει
τη νέα εσχατολογική Διαθήκη[54], η οποία είχε ήδη προαγγελθεί από τον
Ιερεμία[55].
Αποδέχεται επίσης το ρόλο του Δούλου[56]
που έρχεται "δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών"[57]. Οι
εκφράσεις αυτές παραπέμπουν στην εξιλαστήρια θυσία του Θεού για την οποίαν
κάνει λόγο ο Ησαίας[58] και υπαινίσσονται ότι ο επικείμενος θάνατος του Ιησού
"πρόκειται ν' αντικαταστήσει τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης και να
ελευθερώσει τους ανθρώπους, όχι πια από μια εγκόσμια δουλεία, αλλά από τη
δουλεία της αμαρτίας, όπως ο Θεός το είχε απαιτήσει από το Δούλο" [59].
Στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου ο
θάνατος του Χριστού χαρακτηρίζεται ως "θυσία" και
"προσφορά"[60] και γίνεται αποδεκτή η αντίληψη της Παλαιάς Διαθήκης
περί της δια του αίματος απολυτρώσεως. Μόνο που αυτή τώρα γίνεται εν
Χριστώ[61] και με αποτέλεσμα όχι απλώς την απάλειψη των αμαρτημάτων αλλά την
είσοδο του ανθρώπου σε μία νέα και αιώνια ζωή, την οποίαν κατέστησε δυνατή ο
θάνατος και η ανάσταση του Κυρίου[62]. Ιδιαιτέρως στην προς Εβραίους Επιστολή
επισημαίνεται ο σκιώδης και προσωρινός χαρακτήρας των θυσιών της Παλαιάς
Διαθήκης[63] και εξαίρεται η μοναδικότητα της σταυρικής θυσίας του Χριστού, ο
οποίος με μία μόνο προσφορά "τετελείωκεν εις το διηνεκές τους
αγιαζομένους"[64]. Ως "αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών δια της
μείζονος και τελειοτέρας σκηνής ου χειροποίητου, τουτ' εστίν ου ταύτης της
κτίσεως, ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, δια δε του ιδίου αίματος εισήλθεν
εφάπαξ εις τα άγια, αιωνίαν λύτρωσιν εύράμενος. Ει γαρ το αίμα ταύρων και
τράγων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της
σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ος δια Πνεύματος αιωνίου
εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεώ"[65].
Το ότι ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου
αποτελεί τη μόνη πραγματική θυσία φαίνεται στα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου
της θείας ευχαριστίας. Ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο προσφέρει ξεχωριστά τον
άρτο και τον οίνο[66], κάτι που δείχνει το βίαιο χωρισμό του σώματος και του
αίματος[67]. Δίδοντας στους μαθητές τον άρτο τους διαβεβαιώνει ότι "τούτο
εστί το σώμα το υπέρ υμών διδόμενον"[68]. Το ίδιο συμβαίνει και με την
παράδοση του ποτηριού "τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της διαθήκης το
περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών"[69].
Η ορολογία είναι σαφώς θυσιαστική. Το σώμα
Του παραδίδεται ως θύμα[70] και ο επερχόμενος θάνατος παρουσιάζεται σαν μία
θυσία παρόμοια με τη θυσία του πασχάλιου αμνού στο μέτρο που ο Ιουδαϊσμός της
εποχής εκείνης τον θεωρούσαν επίσης ως θυσία[71]. Το "τούτο ποιείτε εις
την εμήν ανάμνησιν"[72] που ο Κύριος λέγει στη συνέχεια, αναφέρεται στην
πραγματική ανάμνηση του θανάτου Του[73]. "Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον
τούτον και το ποτήριον του Κυρίου πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε,
άχρις ου αν έλθη"[74]. Η θεία ευχαριστία δηλαδή κάθε φορά που θα τελείται
θα πραγματοποιεί μυστηριακά την παρουσία του Χριστού στην κατάσταση της
θυσίας του, με την οποίαν ο Κύριος χάρισε στον άνθρωπο τη σωτηρία του[75].
Ο θυτήριος χαρακτήρας της θείας
ευχαριστίας εντοπίζεται και σε άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης. Στο ερώτημα των
Κορινθίων εάν μπορούν οι Χριστιανοί να συμμετέχουν στην τράπεζα των
ειδωλολατρών και να τρώγουν ειδωλόθυτα ο Απόστολος Παύλος τους συνιστά να
αποφεύγουν την ειδωλολατρία[76]. Και αυτό θα το πετύχουν με τη μη συμμετοχή
τους στην τράπεζα των δαιμονίων, που είναι η τράπεζα της ειδωλολατρικής θυσίας,
και με τη συμμετοχή τους στην τράπεζα του Κυρίου, δηλαδή στη θεία
ευχαριστία[77]. Αυτά που θυσιάζουν οι εθνικοί στα ιερά τους τα προσφέρουν στα
δαιμόνια και όχι στον Θεό "ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων
γίνεσθαι. Ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων"[78].
Υπήρχε πολύ παλαιά αντίληψη, σύμφωνα με
την οποία όσοι τρώγουν το σφάγιο που προσφέρεται ως θυσία κοινωνούν και
ενώνονται με τον Θεό που δέχεται αυτή τη θυσία. Όπως, λοιπόν, η τράπεζα των
δαιμονίων και το ποτήριο αυτών ήσαν τράπεζα και ποτήριον θυτήρια, κατά
συνέπεια και το ποτήριον Κυρίου που μας καθιστά κοινωνούς μαζί Του και η
τράπεζα αυτού είναι και αυτά θυτήρια[79]. "Το ποτήριον της ευλογίας ο
ευλογούμεν. Ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; τον άρτον αν κλώμεν,
ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστίν;"[80]. "Κοινωνία του
αίματος του Χριστού" σημαίνει συμμετοχή στο θάνατο του Χριστού, στη
σταυρική του δηλαδή θυσία. Συμμετοχή δε στον άρτο σημαίνει συμμετοχή στο σώμα
του Χριστού και συγχρόνως πραγματοποίηση της ενότητας των πιστών σ' ένα
μυστηριακό σώμα, στο σώμα του Χριστού[81], καθόσον "εις άρτος οι πολλοί
εσμεν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν"[82]. Έτσι, λοιπόν, πραγματοποιείται
έμπρακτα η ιδεώδης θυσία, που προφήτευσε ο Μαλαχίας[83],έγκυρη για όλους και
για όλες τις εποχές[84]. Πρόκειται για τη θυσία του Χριστού, η οποία
μυστηριακά επαναλαμβάνεται στη θεία ευχαριστία και στο θυσιαστήριο "εξ ου
φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες" [85]. Είναι το
ουράνιο θυσιαστήριο της αποκαλύψεως[86], για το οποίο κάνει λόγο η θεία
Λειτουργία "και πάνω στο οποίο τα δώρα της Εκκλησίας προσφέρονται στον
Θεό, ενωμένα με τη μοναδική και τέλεια προσφορά του Χριστού"[87].
Στις πηγές της αρχαϊκής Εκκλησίας
μαρτυρείται ο θυτήριος χαρακτήρας της θείας ευχαριστίας, στα παλαιότερα μεν
κείμενα με λιγότερη σαφήνεια και στα μεταγενέστερα με περισσότερη. Φαίνεται πως
κατά τα πρώτα μετΑποστολικά χρόνια υπήρξε η τάση έξαρσης και τονισμού της
ανωτερότητος της Χριστιανικής λατρείας έναντι αυτής του Ιουδαϊσμού οπότε ό,τι
λέγεται περί θείας ευχαριστίας σχετίζεται με τις προτυπώσεις της στην Παλαιά
Διαθήκη και κινείται στο πνεύμα της προς Εβραίους Επιστολής, η οποία
αντιπαραθέτει το αίμα της θυσίας των ταύρων και των τράγων με "το αίμα
του Χριστού, ος δια Πνεύματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον
Θεώ"[88].
Έτσι λοιπόν, στο κείμενο της Διδαχής και
συγκεκριμένα στο κεφάλαιο όπου γίνεται λόγος για τις προϋποθέσεις συμμετοχής
στην ευχαριστιακή σύναξη αναφέρεται τρεις φορές η θεία ευχαριστία ως καθαρά
θυσία[89], κάτι που παραπέμπει στη σχετική προφητεία του Μαλαχία[90]. Οι Κλήμης
Ρώμης (2ος αι.) και Ιγνάτιος ο θεοφόρος (50-113) δεν κάνουν λόγο με σαφήνεια
για το θέμα αυτό. Ο δεύτερος αναφέρεται σε προτυπώσεις της θείας ευχαριστίας,
όπως αυτή του προφήτη Μαλαχία και ή για την ίαση λεπρού αναίμακτη προσφορά
σεμιδάλεως[91], την οποίαν συγκεκριμένα χαρακτηρίζει ως "τύπον του άρτου
της ευχαριστίας, ον εις ανάμνησιν του πάθους, ου έπαθεν υπέρ των καθαιρομένων
τας ψυχάς από πάσης πονηρίας ανθρώπων Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών παρέδωκε
ποιείν" [92]. Στα πλαίσια δε των εκκλησιολογικών του θέσεων κάνει λόγο για
ένα θυσιαστήριο, όπως κάνει λόγο και για μία ευχαριστία, ένα ποτήριο και έναν
επισκοπο[93].
Στην επιστολή Βαρνάβα (μέσα του 2ου αιώνα)
γίνεται ιδιαίτερος λόγος για την προσφορά δαμάλεως και μόσχου στην Παλαιά
Διαθήκη, ως τύπο του σταυρού και της σφαγής όπως αναφέρει το κείμενο, του
Ιησού[94]. Ο Ειρηναίος Λυώνος (140-202) αφού πρώτα μιλά για τον παιδαγωγικό
χαρακτήρα των αιματηρών θυσιών και των ολοκαυτωμάτων της Παλαιάς Διαθήκης στη
συνέχεια αναφέρεται στη νέα προσφορά (novam oblationem), θυσία δηλαδή, της
Καινής Διαθήκης, την οποίαν προφήτευσεν ο Μαλαχίας, συνέστησεν ο Κύριος, ο
οποίος την παρέδωσε στους Αποστόλους και δι’ αυτών στην Εκκλησία[95] .
Ο Τερτυλλιανός (155-222) είναι από τους
παλαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που αναφέρεται με θυσιαστική ορολογία
στη θεία ευχαριστία, ονομάζοντας την orationes sacrificiorum (=δεήσεις θυσιών)[96].
Ο Ωριγένης (185254) στο Κατά Κέλσου έργο του επισημαίνει την ταύτιση του
Χριστού με το ευχαριστιακό σώμα[97] και σε μία από τις ερμηνευτικές του
ομιλίες στο Λευιτικό αποδίδει εξιλαστήριο χαρακτήρα στη θεία ευχαριστία. Ο
ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας (280-340) είναι μάλλον ο πρώτος από τους Έλληνες
συγγραφείς που ονομάζει τη θεία ευχαριστία με τον όρο θυσία και όχι με άλλους
παρεμφερείς όρους, όπως π.χ. Σφαγή, προσφορά, θυσιαστήριο. Τη χαρακτηρίζει
μάλιστα ως αναίμακτη και πνευματική και ερμηνεύει ευχαριστιακά τη θυσία των
ολοκαυτωμάτων και των μόσχων της Παλαιάς Διαθήκης[98] .
Πνευματική, αναίμακτη αλλά και ιλαστήριο
θυσία ονομάζει τη θεία ευχαριστία και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (312-386).
"...Χριστόν εσφαγιασμένον υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων προσφέρομεν"
γράφει στην Πέμπτη Μυσταγωγική Κατήχησή του[99]. Εκείνος όμως από τους Πατέρες
της Εκκλησίας που μιλά περισσότερο για το θυσιαστικό χαρακτήρα της θείας
ευχαριστίας είναι ο Ιερός Χρυσόστομος (350-407). Ενδεικτικά αναφέρω ένα-δυο
παραδείγματα, όπου γίνεται λόγος για τη θεία ευχαριστία ως φρικωδέστατης
θυσίας[100] και για το θυσιαστήριο, ως της τραπέζης που έχει τον αμνό και
βλέπει κανείς το "πρόβατον εσφαγμένον"[101].
Προς την παράδοση των αρχαίων Πατέρων που
κάνουν λόγο για το θυσιαστικό χαρακτήρα της θείας ευχαριστίας συμφωνούν και τα
κείμενα των ίδιων των θείων Λειτουργιών. Στην αναφορά του Ιππολύτου (3ος αι.)
και συγκεκριμένα στην επίκληση υπάρχει ο εξής τύπος· "Et petimus ut mittas
spiritum tuum sanctum in oblationem sanctae ecclesiae" (=Και αξιούμεν σε
όπως καταπέμψης το άγιόν σου Πνεύμα επί την προσφοράν της Αγίας
Εκκλησίας)[102]. Στην ευχή πρόσφορου του Σεραπίωνος Θμούεως (4ος αι.) και
συγκεκριμένα στην προεπίκληση που βρίσκεται μετά τον επινίκιον ύμνο
σημειώνεται· "πλήρωσον και την θυσίαν ταύτην της στις δυνάμεως και της
στις μεταλήψεως· σοι γαρ προσηνεγκάμην ταύτην την ζώσαν θυσίαν την προσφοράν
την αναίμακτον" [103].
Στην αναφορά του Αγίου Ιακώβου και μετά
την επίκληση υπάρχει η φράση "προσφέρομέν σοι,δέσποτα, την φοβεράν ταύτην
και αναίμακτον θυσίαν" [104].
Η θεία Λειτουργία του Αποστόλου Μάρκου
κάνει λόγο για τη θεία ευχαριστία ως θυσία στην αρχική ευχή της προσκομιδής που
παρεμβάλλεται στα προ του επινικίου ύμνου ευρισκόμενα δίπτυχα των κεκοιμημένων
"Των προσφερόντων τας θυσίας, τας προσφοράς, τα ευχαριστήρια πρόσδεξαι, ο
Θεός, εις το άγιον και επουράνιον και νοερόν σου θυσιαστήριον"[105]. Για
πρώτη φορά ο όρος "θυσία" συνδέεται με την επίκληση στη θεία
Λειτουργία των "Αποστολικών Διαταγών". "Και αξιούμεν σε, όπως
ευμενώς επιβλέψης επί τα προκείμενα δώρα ταύτα ενώπιον σου, συ ο ανενδεής Θεός,
και ευδοκήσας εν αυτοίς εις τιμήν του Χριστού σου και καταπέμψης το άγιόν σου
Πνεύμα επί την θυσίαν ταύτην, τον μάρτυρα των παθημάτων του Κυρίου Ιησού"
[106]. Στην παλαιότατη αυτή μαρτυρία στηρίζεται προφανώς και η αντίληψη ότι ο
καθαγιασμός των τιμίων δώρων αποτελεί και το ουσιώδες σημείο της εν τη
ευχαριστία θυσίας.
Τέλος οι θείες Λειτουργίες του Μεγάλου
Βασιλείου και Ιερού Χρυσοστόμου χαρακτηρίζουν τη θεία ευχαριστία ως πνευματική[107],
λογική και αναίμακτη θυσία[108] στην ευχή της Προσκομιδής που διαβάζεται μετά
τη Μεγάλη είσοδο και την απόθεση των αγίων δώρων στην αγία Τράπεζα. Στην
Αναφορά του ιερού Χρυσοστόμου υπάρχει επιπλέον και η φράση "Έτι
προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν" [109].
Από τη μέχρι τώρα ανάπτυξη του θέματος
"Ευχαριστία και θυσία" και την παρουσίαση των σχετικών βιβλικών και
πατερικών κειμένων μπορούμε να καταλήξουμε στις παρακάτω βασικές διαπιστώσεις
όσον αφορά την ενότητα της σταυρικής θυσίας του Κυρίου και της ευχαριστιακής
θυσίας, αλλά και γενικότερα όσον αφορά την ποιότητα της ευχαριστιακής θυσίας
έναντι των θυσιών του προΧριστιανικού κόσμου.
α) Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού που
ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την αμαρτία[110] συνεχίζεται με τη θεία ευχαριστία.
Η διαφορά βρίσκεται μόνο στο ότι η επί του Σταύρου θυσία ήταν αιματηρή, ενώ η
θεία ευχαριστία είναι αναίμακτος θυσία. επί του Σταύρου ο Χριστός προσέφερε
τον εαυτό του θυσία αμέσως προς τον Πατέρα, άνευ άλλου μεσάζοντα Ιερέως, ενώ
στην ευχαριστία πάλι αυτός προσφέρει τον εαυτό του "αοράτως συνών"
και παρέχει στην Εκκλησία το θύμα, αλλά ο ίδιος δίδει και στον ιερέα την
εξουσίαν του θύειν. Η επί του Σταύρου θυσία προσφέρθηκε "άπαξ επί
συντέλεια των αιώνων εις αθέτησιν αμαρτίας" [111], ενώ η θεία ευχαριστία
συνεχίζοντας τη μοναδική εκείνη θυσία τελείται συνεχώς "άχρις ου αν
έλθη" και πάλιν ο Κύριος[112]. Δεν πρόκειται λοιπόν σε καμία περίπτωση
περί δύο θυσιών, αλλά περί μιας.
Μία είναι η θυσία, λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Και διερωτώμενος "Πώς μία, και ου πολλαί; απαντά. Επειδή άπαξ προσηνέχθη,
ώσπερ εκείνη η εις τα Άγια των Αγίων. Τούτο εκείνης τύπος εστί, και αυτή
εκείνης τον γαρ αει προσφέρομεν, ου νυν μεν έτερον πρόβατον, αύριον δε έτερον,
αλλ' αεί το αυτό ώσπερ μία εστίν η θυσία... Ώσπερ ουν πολλαχού προσφερόμενος εν
σώμα εστί και ου πολλά σώματα, ούτω και μία θυσία" [113] . Είναι η ίδια
θυσία διότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση έχουμε το ίδιο θύμα και τον
ίδιο αρχιερέα˙ "Ουδέ γαρ άνθρωπος εστίν ο ποιών τα προκείμενα γενέσθαι
σώμα και αίμα Χριστού, αλλ' αυτός ο σταυρωθείς υπέρ ημών Χριστός, σχήμα δε
πληρών έστηκεν ο Ιερεύς"[114].
Στην ίδια θεολογική γραμμή, ως προς το
θέμα αυτό, κινείται και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος σημειώνει τα
εξής. "Εν γαρ εστίν αυτού το σώμα και μίαν θυσίαν υπέρ ημών ανήνεγκε τω
Θεώ και Πατρί". Εάν δε, επιτελούμε πολλές φορές τη μυστική και αναίμακτη
θυσία, αυτό γίνεται για να μπορεί ο κάθε πιστός "εν παντί τόπω και
χρόνω" να μεταλαμβάνει του θείου σώματος και αίματος, "αλλ’ η αυτή
θυσία εστί". Διότι εάν άλλο ήταν εκείνο και άλλο τούτο "πολλαί θυσίαι
και ου μία". Αυτό άλλωστε έρχεται σε αντίθεση και με την κατά την προς
Εβραίους Επιστολή "εφάπαξ" και "εις το διηνεκές" [115]
προσφερθείσα θυσία του Κυρίου. Εάν ο ίδιος προσέφερε τον εαυτό Του πολλές
φορές, όπως ο αρχιερεύς "εισέρχεται εις τα άγια κατ' ενιαυτόν εν αίματι
αλλοτρίω" τότε θα έπρεπε να έχει σταυρωθεί πολλές φορές από καταβολής
κόσμου [116].
β) Η θυσία της θείας ευχαριστίας δεν έχει
συμβολικό χαρακτήρα, αλλά πραγματικό και ρεαλιστικό. "Το την θυσίαν ταύτην
μη εικόνα και τύπον και θυσίας" σημειώνει ο Ιερός Καβάσιλας αλλά
"θυσίαν αληθινήν το μη άρτον είναι το τεθυμένον, αλλ' αυτό του Χριστού το
σώμα" [117]. Επάνω στην αγία Τράπεζα υπάρχει ο άρτος ως αντίτυπον προ της
μεταβολής του σώματος του Χριστού[118] Η Θυσία όμως δεν είναι του άρτου, αλλά
του αμνού του Θεού [119]. Όπως το πρόβατο, συνεχίζει ο Ιερός Καβάσιλας,
θυσιάζεται πραγματικά όταν μεταβληθεί από μη σφαγμένο σε σφαγμένο, έτσι και ο
άρτος με τη μεταβολή γίνεται όχι τύπος, αλλά "πράγμα σφαγής",
"το σώμα του Κυρίου το τεθυμένον" [120].
Έτσι, λοιπόν, στο ερώτημα πότε θυσιάζονται
τα δώρα, πριν αγιασθούν ή μετά τον αγιασμό, η απάντηση είναι ότι "η θυσία
ούτε προ του αγιασθήναι τον άρτον ούτε μετά το αγιασθήναι τελείται, αλλ’ εν
αυτώ τω αγιάζεσθαι" [121].
Η μεταβολή θα λέγαμε είναι το σημείο
αναφοράς της ευχαριστιακής θυσίας, έστω και αν από αυτήν ακόμη την τελετή της
Προθέσεως, κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, "θύεται προφητικώς, ο αμνός
του Θεού υπέρ της του κόσμου ζωής" [122] ή κατ' άλλους ερμηνευτές της
θείας Λειτουργίας η ώρα της υψώσεως "εικονίζει την επί του σταυρού
ύψωσιν και τον εν αυτώ θάνατον, και αυτήν την ανάστασιν" [123], ο δε
μελισμός "του άρτου του τιμίου την σφαγήν δηλοί"[124].
Η θυσία, λοιπόν, δεν συνίσταται στην
αιματηρή επανάληψη της θυσίας του Αμνού του Θεού, αλλά στη μεταβολή του άρτου
στο σφαγιασθέν σώμα του Κυρίου, γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει ανάγκη να
επαναλαμβάνεται η όντως ανεπανάληπτη θυσία του Κυρίου. Καθώς επίσης όσες
φορές και αν προσφερθεί η θυσία της θείας Λειτουργίας, η πραγματικότητα στην
οποίαν μεταβάλλεται ο άρτος μένει πάντοτε η αυτή, το ένα σώμα και η μοναδική
και ανεπανάληπτη θυσία αυτού του σώματος[125].
γ) Η ευχαριστιακή θυσία ως μυστηριακή
επανάληψη της σταυρικής θυσίας του Κυρίου ονομάζεται ανάμνηση. "Τούτο εις
ανάμνησιν γίνεται του τότε γενομένου ... Μάλλον δε ανάμνησιν εργαζόμεθα
θυσίας" [126]. Η σημασία αυτής της έννοιας δεν περιορίζεται μόνο στη
σταυρική θυσία ως ιστορικού γεγονότος, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή του
Χριστού[127],. Γίνεται ανάμνηση και συμμετοχή στη ζωντανή πραγματικότητα του
Ιησού Χριστού, ανακεφαλαίωση όλου του μυστηρίου της σωτηρίας μας "και
πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου Αναστάσεως,
της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ένδοξου
πάλιν παρουσίας" [128].
Από το σταυρωθέν σώμα του Χριστού, με το
οποίο τρεφόμαστε όλοι, διδασκόμαστε, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,
"κοινωνείν ταις αρεταίς και τοις παθήμασιν αυτού, ίνα και αιωνίως
συζήσωμεν και συμβασιλεύσωμεν"[129]. Μ' αυτήν την έννοια η ανάμνηση της
σταυρικής θυσίας, πάλι κατά τον ίδιο Πατέρα, είναι ανάμνηση όλων "των υπ’
αυτού τελεσθέντων υπέρ ημών" [130].
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όταν κοινωνούμε
δεν κοινωνούμε το νεκρό σώμα του Κυρίου, αλλά μεταλαμβάνουμε, εις ζωήν
αιώνιον, το αναστημένο και ενωμένο με τη θεότητα σώμα Του. Στη θεία ευχαριστία
ζούμε τα πρώτα και τα έσχατα, την αρχή και το τέλος ως ταυτοχρόνως παρόντα
[131]. Ο νεκρός και αναστημένος Χριστός είναι ουσιαστικά παρών σε μία αιώνια
κατάσταση θυσίας[132].
δ) Σε σχέση με τις θυσίες κατά την
πρωτοΧριστιανική εποχή η ευχαριστιακή θυσία είναι μοναδική και υπέρτερη. Πριν
από την ενσάρκωση και παρουσία του Λόγου του Θεού στον κόσμο "τράπεζαν οι
δαίμονες τοις ανθρώποις ητοίμαζον" γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων
στην τέταρτη, περί σώματος και αίματος Χριστού, Μυσταγωγική Κατήχησή του.
Συγκρίνοντας "ην ο Θεός ημίν ητοίμασεν" λέγει ότι "εκείνη μεν
γαρ κοινωνίαν είχε δαιμόνων, αυτή δε κοινωνίαν Θεού"[133]. Μεταγενέστερος
δε ερμηνευτής της θείας Λειτουργίας αναφέρει ότι η θεία Τράπεζα στην οποίαν
"θύεται ο αμνός ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου ασυγκρίτως εστίν υψηλότερα
της παλαιάς εκείνης τραπέζης"[134].
Η θυσία και το αίμα του Κυρίου αντικατέστησε
οριστικά το ατελέσφορο αίμα των θυμάτων της Παλαιάς Διαθήκης[135]. Η
ευχαριστιακή θυσία ονομάζεται και είναι αναίμακτος "προς διαφοράν των δι’
αιμάτων προσφερομένων θυσιών", ονομάζεται και λογική πάλι "προς
διαστολήν των ποτέ θυσιών δι άλογων ζώων προσφερομένων"[136]. Θεωρείται
ακόμη πνευματική "τουτέστι μυστική, αόρατος και υπέρ την
αίσθησιν"[137]. Καλείται τέλος και είναι ευχαριστιακή θυσία φρικτή και
σωτήριος, διότι μας σώζει από την αμαρτία και το θάνατο καθιστώντας μας, όπως ακριβώς
και η θυσία του μυστικού δείπνου κοινωνούς "του θανάτου και της αναστάσεως
και της δόξης αυτού" [139].
Το θεμέλιο, λοιπόν, αυτής της καινής
θυσίας, της καθαράς και αναίμακτου, είναι ο σταυρός και η θυσία του
Κυρίου.[140]
Τέλος, αυτόν τον θάνατον, τον οποίον του
επιβάλλουν, ο ίδιος τον δέχεται και στην συνέχειαν τον προσφέρει ο ίδιος, όπως
ο Ιερεύς το θύμα. Και γι’ αυτό, απ’ αυτόν το θάνατον ο Ιησούς περιμένει να
προέλθει ο εξιλασμός των αμαρτιών, η εγκαθίδρυση της Νέας Διαθήκης, η σωτηρία
του λαού Του. Εν ολίγοις, ο Ιησούς είναι ο Ιερεύς, που προσφέρει τη δικήν Του
θυσίαν. Ο θάνατός Του στον σταυρόν είναι θυσία, καθώς και ο Μυστικός Δείπνος,
αλλά και η τελούμενη θεία ευχαριστία στην Εκκλησίαν είναι θυσία.
Η κατά την εποχήν της αρχαίας Εκκλησίας,
όπως και μέχρι σήμερον, απουσία αιματηράς θυσίας ωδήγησεν τους ειδωλολάτρες σε
κατηγορίες ότι δήθεν οι πρώτοι Χριστιανοί δεν είχαν λατρείαν δικήν τους και ότι
άρα ήσαν άθεοι. Οι Χριστιανοί απολογητές ανταπαντούσαν ότι και όμως είχαν την
"καθαράν θυσίαν" του Μαλαχίου (α',11) σαν μίαν αναφοράν εις την θείαν
ευχαριστίαν, την αναίμακτον θυσίαν. Αυτή ακριβώς ήταν η θυσία της Καινής
Διαθήκης (Ιουστίνου, Διάλ. 41,13. 117,13 και ειρην. Αιρ.4,17,5 4.18.45).
Ο Παύλος, έπειτα, σ' όλα τα γραπτά του
πλην της προς Εβραίους πουθενά δεν ονομάζει τον Ιησούν "Ιερέα". Το
ίδιο συμβαίνει με όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, πλην της προς Εβραίους
επιστολής, η οποία ρητώς ονομάζει τον Ιησούν "Ιερέα" και του Αποστόλου
Ιωάννου, ο οποίος χωρίς να ονομάζει και αυτός τον Ιησούν "Ιερέα",
είναι όμως ολιγότερον επιφυλακτικός. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή αποκαλύπτεται
Ιερεύς δια της προσφοράς της θυσίας Του και δια της διακονίας του λόγου του
Θεού.
Είδαμεν επίσης ότι αυτή η μεσιτεία-ιερωσύνη
του Ιησού Χριστού υπήρξε μοναδική στο είδος της, διότι το έργον της
απολυτρώσεως, που αντικειμενικά ετέλεσεν ο Ιησούς Χριστός είναι αποκλειστικά
προσωπικόν Του έργον. Και ένα απτότερον υλικόν παράδειγμα για το έργον, που
ετέλεσεν ο Ιησούς ως αρχιερεύς επί του σταυρού: όλοι γνωρίζομεν ότι η Λίμνη του
Μαραθώνος εξασφαλίζει την ύδρευση της Αττικής αντικειμενικά, όμως είναι
ανάγκη το νερόν να διοχετευθεί από τη λίμνη μέχρι της οικίας του καθενός, για
να υδρευθεί ο καθείς, ανάλογόν τι με το υλικόν παράδειγμα συμβαίνει και με την
Ιερωσύνην του Ιησού Χριστού. Αυτή επί του σταυρού εξασφάλισεν αντικειμενικά,
εφ' άπαξ και δια παντός την σωτηρίαν, την οποίαν όμως πρέπει να την
οικειοποιηθεί έκαστος και υποκειμενικά. Αυτό ακριβώς κάνει η Εκκλησία με τους
Ιερείς της. Ο Ιησούς δηλαδή άφησεν ατέλεστην την υποκειμενικήν εφαρμογήν επί
ενός εκάστου της αντικειμενικώς επί του σταυρού εξασφαλισθείσης υπ' αυτού
αυτοπροσώπως σωτηρίας, κι αυτό είναι έργον που τελεί μεν ο ίδιος ο Ιησούς
αοράτως, αλλά μέσω άλλων ορατών προσώπων, μέσω ορατών οργάνων Του, των Ιερέων.
Συνεπώς ο Ιησούς Χριστός καταργεί μόνον
την Ιερωσύνην της Παλαιάς Διαθήκης, γενικότερον την αρχαίαν Ιερωσύνην και όχι
φυσικά την Χριστιανικήν της χάριτος, της Εκκλησίας. Άρα η Ιερωσύνη του Ιησού
Χριστού δεν αποκλείει τους Ιερείς της Εκκλησίας, όπως λανθασμένα και κακώς
ισχυρίζονται οι Προτεστάντες κι όπως χείριστα συμπεραίνουν εκ της προς
Εβραίους επιστολής. Άριστα, λοιπόν, είναι δυνατόν να υπάρχουν και γι’ αυτό
όντως και νομίμως και Χριστιανικώτατα υπάρχουν και άλλοι Ιερείς εκτός του Ιησού
στην εποχήν της χάριτος.
Περαιτέρω είδαμεν ότι κανένα κείμενον της
Καινής Διαθήκης δεν ονομάζει ιερέα και κανένα υπεύθυνον της Εκκλησίας. Αλλ' η
επιφύλαξη του Ιησού στη χρήσει αυτού του τίτλου είναι τόσο μεγάλη, ώστε η
σιωπή να μη συμβάλλη καθόλου στην εξαγωγήν συμπερασμάτων: Διότι ο Ιησούς όντως
κάνει το λαόν Του να συμμετέχει στην Ιερωσύνην Του. Τόσον δε στην Παλαιάν
Διαθήκην όσον και στην Καινήν η συγκεκριμένη άσκηση της μαρτυρούμενης Ιερωσύνης
ασκείται αποκλειστικά από λειτουργούς που ο Θεός προσκαλεί.
Έτσι. Διαπιστώνομεν ότι ο Ιησούς κάλεσεν
τους δώδεκα για να τους εμπιστευθεί την ευθύνην της Εκκλησίας Του. Τους
προετοίμασε για τη διακονία του λόγου. Τους μετέδωσε μερικές απ’ τις Εξουσίες
Του (Ματ. Ι’, 8, 40. Ιη', 18). Τους εμπιστεύθηκεν το τελευταίο βράδυ την θείαν
ευχαριστίαν (Λουκάς κβ', 19). Πρόκειται για ειδικές συμμετοχές στην Ιερωσύνην
Του.
Οι Απόστολοι Τον καταλαβαίνουν σωστά.
Εγκαθιστούν με την σειράν τους υπευθύνους για να προεκτείνουν τη δικήν τους
δράσει.
Κάποιοι απ’ αυτούς φέρουν τον τίτλο
"Πρεσβύτεροι" (Πρ. ιδ', 23, κ', 17. Τίτ. Α', 5). Η σκέψη του Παύλου
για την Αποστολήν και τα Χαρίσματα προσανατολίζεται προς την Ιερωσύνην των
λειτουργών της Εκκλησίας. Στους υπευθύνους των κοινοτήτων δίνει τίτλους
ιερατικούς: "οικονόμοι μυστηρίων Θεού" (Α' Κορινθίους δ’1),
"διάκονοι Καινής Διαθήκης" (Β΄ Κορινθίους Γ'.,6), ορίζει το
Αποστολικό΄ν κήρυγμα ως λειτουργική διακονίαν (Ρωμ. Α' 9. ιε’, 15).
Εδώ ακριβώς είναι η αφετηρία των
μεταγενεστέρων εξηγήσεων της παράδοσης για τη μυστηριακήν Ιερωσύνην. Δεν
αποτελεί, λοιπόν, η τελευταία αυτή κάστα προνομιούχον. Και δεν προσβάλλει αυτή
ούτε τη μοναδικήν Ιερωσύνην του Χριστού, ούτε την Ιερωσύνην των πιστών.
Η αιχμή του δόρατος των αποδείξεών μας
ήταν στραμμένη στην απόδειξη του ότι εκτός της Ιερωσύνης του Χριστού υπάρχουν
Ιερείς στην Εκκλησίαν, όπως οι Απόστολοι, κ.λπ., οι οποίοι ήσαν και αρχιερείς,
διότι τους αποδίδονται ιερατικές και αρχιερατικές ιδιότητες, ενέργειες και
δραστηριότητες, ό,τι ακριβώς έχουν και οι σύγχρονοι μας αρχιερείς. Το τονίζομεν
αυτό, διότι εάν και αφού υπήρξαν την εποχήν της Καινής Διαθήκης Ιερείς, οι
πρώτοι απ’ αυτούς θα πρέπει να ήσαν οι ίδιοι οι Απόστολοι.
Σημειώνομεν εν τέλει και το εξής
συμπέρασμα: Ως προείπομεν εν τη συντόμω εισαγωγή, εφ' όσον η θεία ευχαριστία
θεωρείται και είναι ουσία, έπεται ότι η Εκκλησία έχει και πρέπει να έχει
Ιερείς, ακριβώς δια να τελούν αυτήν την θυσίαν, διότι ισχύει το αξίωμα: όπου
θρησκευτική θυσία, εκεί και Ιερωσύνη. Εξ άλλου έχομεν και τον θείον Παύλον, ο
οποίος διακηρύσσει δια λογαριασμό των Χριστιανών: "Έχομεν θυσιαστήριον, εξ
ου φαγείν εξουσίαν ουκ έχουσιν οι τη Σκηνή λατρεύοντες". (Έβρ. ιγ', 10).
Περισσότερα για τη Θεία Ευχαριστίαν ως θυσίαν, ιδέ Ν. Κατσιούλα, Η θεία
ευχαριστία ως θυσία σελ. 200-257.
Τους απαντώμεν, λοιπόν, ότι σύμφωνα με ένα
ιστορικό νόμον, την "αρχήν της συνεχείας", ή από τον β' αιώνα
εμφάνιση στα παλαιοΧριστιανικά κείμενα διαμορφωμένης ήδη και αποτετελεσμένης
και παγιωμένης της Ιερωσύνης στους τρεις γνωστούς της βαθμούς (του διακόνου,
του πρεσβυτέρου και του επισκόπου) σαν κάτι το απότομο και ξαφνικό, χωρίς την
ταυτόχρονη και παράλληλη εμφάνιση εν τη Εκκλησία αναστατώσεων, ταραχών,
εξεγέρσεων, επαναστάσεων ή ερίδων, δείχνει ότι η Ιερωσύνη και οι βαθμοί της
πρέπει να προϋπήρχαν εν σπέρματι τουλάχιστον και απλώς ανεπτύχθησαν περαιτέρω
και σταθεροποιήθησαν τον β' αιώνα. Δεν ήταν δυνατή η ξαφνική και
"αυτόματος γένεση" και εμφάνισή τους. Διότι, εάν δεν προϋπήρχεν απ’
αρχής η μαγιά και το σπέρμα το προς ανάπτυξη, θα συνέβαιναν εξεγέρσεις,
διαφωνίες και μεγάλες έριδες, όπως συνέβη με πλέον ασήμαντα γεγονότα, που
προκάλεσαν μεγάλες αναστατώσεις στην Εκκλησίαν, τις οποίες και θα εσημείωνεν η
εκκλησιαστική Ιστορία. Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν συνέβη. Άρα, δεν έννοιωσαν οι
πιστοί ότι κάποιοι ενεωτέρισαν και εκαινοτόμησαν. Δεν έννοιωσαν απειλούμενοι.
Άρα κανείς δεν ενεωτέρισεν ούτε και εκαινοτόμησεν σ' αυτό το σημείον, γιατί
απλούστατα δεν μπορούσε να το κάνη χωρίς να εγείρη θύελλαν αντιδράσεων, όπως
για ήσσονος σημασίας ζητήματα δημιουργήθηκαν στην Εκκλησίαν σφοδρές
αντιδράσεις.
Άρα Ιερωσύνη και βαθμοί της υπήρχαν
πρωτογενώς εν τη Εκκλησία του Χριστού.
1. Γεωργίου Παπαγεωργιάδου, πρ.
Μητροπολίτου Νευροκοπίου, Δογματικαί συζητήσεις, σελ. 56-60. Παραθέσαμεν
μεγαλύτερα ή μικρότερα αποσπάσματα από το έργο του σοφού ιεράρχου κυρού
Γεωργίου Παπαγεωργιάδη, διότι θεωρήσαμεν ότι αποτελεί την σαφεστέραν και
εντελεστέραν διαπραγμάτευση του θέματός μας. Πρόκειται για συζητήσεις του
ιεράρχου με τον προτεστάντην κ. Κάρπον στενογραφημένες.
2. Ένθα ανωτέρω σελίς 73-82.
10. Το θυσιαστήριο θεωρείται σημείο της
παρουσίας του Θεού (Γεν. 33,20· 35,1 7). Αυτό δείχνει και ο ραντισμός του με
αίμα κατά την τελετουργία του εξιλασμού (Λευ. 16, 18· Έξοδος 30,10). Ιδιαιτέρως
το θυσιαστήριο του Ναού των Ιεροσολύμων κατέχει ξεχωριστή θέσει στην καρδιά των
πιστών. (Ψαλμοί 25 β. 83,4).
11. Έξοδος 24,5.
12. Γεν. 15,9.
13. Έξοδος 29,38,41. Λευιτ. 9-14,19. αρ.
7,16 κ.α.
14. Γεν. 153· Λευιτ. 1,14 κ.α.
15. Γεν. 15J9 Λευιτ. 1,14 κ.α.
16. Λευιτ. 1,10· 4,32.
17. Αρ.7,17 έξ.
18. Δ.Ν. Μωραΐτη. Ο.π. Στ. 566.
19. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 495.
20.Λευυι. 3,15.
21. Λευιτ. 3,611.
22. Λευιτ. 3,12-17.
23. Λευιτ. 7,11.
24. Λευιτ. 7,16.
25. Λευιτ. 7,16. Αμώς 4,5. Βλέπε και Δ.Ν.
Μωραΐτη, ο.π. Στ. 566.
26. Έξοδος 29,18· Λευιτ. 1,9· 3,5 κ.α.
27. Λευιτ. 4,23.
28. Λευιτ. 4,3
29.Λευιτ.4,13.
30. Λευιτ 4, 22.
31. Λευιτ. 428. Βλέπε και Δ. Δόϊκου, ο.π.
Σ. 282.
32. Ο.Ν. Κατσιούλα, Η θεία ευχαριστία ως
θυσία. Αθήναι 1931, σ. 77.
33. Δ. Δόϊκου, ο.π. σσ. 287-288. Περί του
τυπικού και της σημασίας των αιματηρών θυσιών στην Παλαιά Διαθήκη βλέπε Β.Μ.
Βέλλα, Εβρ. Αρχαιολογία, εκδ. "Αποστολικής Διακονίας", Αθήναι 1984.
σσ. 176-182.
34. Έξοδος 24,58.
35. Έξοδος 12,36.
36. Ιωάνν. 129. Μάρκος 14,22-24.
37. Α' Κορινθίους 5,7.
38. Γεν. 14,20.
39. Βλέπε Jean Danielou, Αγία Γραφή και
Λειτουργία η βιβλική θεολογία των μυστηρίων και των εορτών κατά τους Πατέρες
της Εκκλησίας (Κέντρο Βιβλικών Μελετών Άρτος Ζωής), Αθήνα 1981, σσ. 154-171. Ο.
Ν. Κατσιούλα, ο.π. Σ. 197.
40. Θεοδώρου Επισκόπου Ανδίδων. Προθεωρία
Κεφαλαιώδης περί των εν τη θεία Λειτουργία γινομένων συμβόλων και Μυστηρίων. PG
140.428Α
41. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Ερμηνεία εις τον
προφήτην Ησαΐαν, PG 56,19.
42. Ιουστίνου, Προς Τρύφωνα Ιουδαίον
Διάλογος, ΒΕΠΕΣ 3,683
43. Θεοδώρητου, εις τον Ησαΐαν προφήτην
ερμηνεία κατ' εκλογήν, PG 81,225.
44. Δ. Δόϊκου, ο.π. σ. 333.
45. Ησαΐας 22,13.
46. Ψαλμοί 50,18 και εξής
47.Μαλ. 1,10· Ιωνά 2,10.
48. Ησαΐας 43,25
49. Ως. 6,6.
50. Δ. Δόϊκου, ο.π. Σ. 326.
51. Ψαλμοί 49,13.
52. Ησαΐας 53,7.
53. Μάρκος 1424.
54. Α’ Κορινθίους 11-25.
55. Ιερ.38-31 και εξής
56.Λουκάς 4,17-21.
57. Μάρκος 10,45.
58. Ησαΐας 53,7 και εξής
59. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 425.
60. Εφ. 52. Εβρ. 7,27· 9,26˙ 10,10.
61. Εφ. 1,7 : "Εν ω (τω Χριστώ)
έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού την άφεσιν των παραπτωμάτων".
62. Ι. Ο. Καραβιδοπούλου, "Θυσία (Κ.
Διαθήκη)",εν Θ.Η.Ε. 6 (1965) 567.
63. Εβρ. 10,1.
64. Εβρ. 10,14.
65. Εβρ. 9,1114.
66. Μάρκ. 14, 22-24· Ματθαίος 26, 26-29·
Λουκάς 22,14 και 19-20. Α’ Κορινθίους 11,23-24.
67. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 425.
68. Λουκάς 22,19.
69. Ματθαίος 26-28.
70. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική της
ανατολικής "Ορθοδόξου Εκκλησίας. τόμ. Γ', Αθήναι 1961, σ. 219
71. Α’ Κορινθίους 5,7. Βλέπε Και Λεξικό
Βιβλικής Θεολογίας, στ. 425.
72. Λουκάς 22,19. Α’ Κορινθίους 11-24.
73. Π. Ν. Τρεμπέλα, ο.π. Σ. 221.
74. Λουκάς 22,19. Α Κορινθίους 11,24· 26.
75. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 426.
76. Α' Κορινθίους 10,14: "Διόπερ.
Αγαπητοί μου. Φεύγετε από της ειδωλολατρίας".
77. Α' Κορινθίους 1021: "Ου δύνασθε
τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων".
78. Α’ Κορινθίους 10,20-21.
79. Π. Ν. Τρεμπέλα, ο.π. σ. 220.
80. Α' Κορινθίους 10,16.
81. Σ. Χ. Αγουρίδη, Αποστόλου Παύλου πρώτη
προς Κορινθίους Επιστολή (Ερμηνεία Καινής Διαθήκης, 7), εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 168-169).
82. Α' Κορινθίους 10,17.
83. Μαλ. 1,11: "Απ’ ανατολών ηλίου
έως δυσμών το όνομά μου δεδόξασται εν τοις έθνεσιν και εν παντί τόπω θυμίαμα
προσάγεται τω ονόματι μου και θυσία καθαρά".
84. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 498.
Γενικότερα για το θυτήριο χαρακτήρα της θείας ευχαριστίας στην Καινή Διαθήκη
βλέπε Ο.Ν. Κατσιούλα, Η θεία ευχαριστία ως θυσία, σσ. 200-257.
85. Εβρ. 13,10.
86. Αποκ. 6,9 και 83
87. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 500.
Βλέπε Και Εβρ. 10,14.
88. Εβρ. 9,14.
89. Didache, Zwolfapostellehre, Ubersetzt
und Eingeleitet von Greorg Scholigen, Herder, Freiburgbaselwienbarcelona Romnew
York 1991,σσ. 132.
90. Μαλ. 1,11.
91. Λευιτ. 14,10.
92. Ιουστίνου, Διάλογος, 41, ΒΕΠΕΣ 3 244.
93. Ιουστίνου, Διάλογος, 41, ΒΕΠΕΣ 3 244.
94. Επιστολή Βαρνάβα 8, 13, εκδ. Sources
Chritiennes 172 (1971) 136-138.
95. PG 7,1023C (Βλέπε Και Π.Ν. Τρεμπέλα,
Δογματική, τόμ. Γ',σσ. 221-222).
96. Ωριγένους, Κατά Κέλσου 8,33, PG
11,1565 Bc
97. Ωριγένους, εις Λευιτικόν 9,10, PG
12,523Bc
98. Ευσεβίου Καισαρείας, Υπόμνημα εις τους
Ψαλμούς, εις τον Ν', PG 23, 441 Β. Βλέπε Και Υπόμνημα εις τους Ψαλμούς, Ψαλμοί
Ξη', PG 23. 761 ε. Ως αναίμακτη θυσία χαρακτηρίζεται το πρώτον από τον
Αθηναγόρα, Πρεσβεία 13, ΒΕΠΕΣ 4,290.
99. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, κατήχ. Μυστ. Ε',
8, εκδ. Sources Cretiennes 126,156.
100. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης
3,4 PG 48,682.
101. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί
Ιερωσύνης3,4 PG 48,682.
102. Traditio Apostolica, Ubersetzt und Eingeleitet von Wilhelm
Greerlings, Hender, Freiburgbaselwienbarcelonaromnew York 1991, σ. 226. Η λέξη oblationem
(προσφορά) δείχνει ότι δεν είχε ακόμη επικρατήσει ο όρος θυσία στη θεία
Λειτουργία μολονότι κάποιες νεότερες μεταφράσεις της Αναφοράς του Ιππολύτου
ερμηνεύουν τον όρο oblationem, έστω και με επιφύλαξη ως "θυσία".
103. Μ.Ε. Johnson, The prayers of Saparion
of Thmuis (Orientalia Christiana Analecta, 249), Roma 1995, σ. 46. Η φράση επίσης που
υπάρχει λίγο πριν τους ιδρυτικούς λόγους, "τον άρτον προσηνέγκαμεν και
παρακαλούμεν δια της θυσίας ταύτης καταλλάγηθι πάσιν ημίν και ιλάσθητι Θεέ της
αληθεία", δείχνει τον ιλαστήριο χαρακτήρα της θείας ευχαριστίας . Βλέπε
και Π.Ν. Τρεμπέλα, Λειτουργικοί Τύποι Αιγύπτου και Ανατολής (Συμβολαί εις την
ιστορίαν της Χριστιανικής Λατρείας) εν Αθήναις 1961, σσ. 27-29.
104. Ι.Μ. Φουντούλη, Θεία Λειτουργία
Ιακώβου του Αδελφοθέου (Κείμενα Λειτουργικής, 5), Θεσσαλονίκη 1977, σ. 60.
105. Ι.Μ. Φουντούλη, Θεία Λειτουργία του
Αποστόλου Μάρκου (Κείμενα Λειτουργικής,3), Θεσσαλονίκη 1977,σ. 49.
106. Εκδ. Sources Chririennes 336,198. Σε
άλλα σημεία των "Αποστολικών Διαταγών" η θεία ευχαριστία ονομάζεται
απλώς θυσία (Βιβλ. IΙ, 57, 21, Sc 320,320. Βιβλ. V6.Sc 329,272: "Δια
τούτο ουν και υμείς, αναστάντος του Κυρίου, προσενέγκατε την θυσίαν υμών, περί
ης υμίν διετάξατο δι ημών λέγων : Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν".
Ονομάζεται ακόμη θυσία καθαρά και αναίμακτος (Βιβλ. VIII,8 46,14, Sc 336,
270-272: "Πρώτος τοίνυν τη φύσει αρχιερεύς ο μονογενής Χριστός, ουχ εαυτώ
την τιμήν αρπάσας, αλλά παρά του Πατρός κατασταθείς· ος γενόμενος άνθρωπος δι’
ημάς και την πνευματικήν θυσίαν προσφέρων τω Θεώ αυτού και Πατρί προ του
πάθους, ημίν διετάξατο μόνοις τούτο ποιείν, καίτοι όντων συν ημίν και έτερων
των εις αυτόν πεπιστευκότων άλλου πάντως πας ο πιστεύσας ήδη και ιερεύς κατέστη
η αρχιερατικής αξίας έτυχεν. Μετά δε την ανάληψιν αυτού ημείς προσενεγκότες
κατά την διάταξιν αυτού θυσίαν καθαράν και αναίμακτον, προχειρισάμεθα
επισκόπους και πρεσβυτέρους και διακόνους επτά τον αριθμόν"). Βλέπε και
ΒιβλVIII 5,7 κατά την ευχή χειροτονίας Επισκόπου "ευαρεστείν δε σοι εν
πραότητι και καθαρά καρδία ατρέπτως, αμέμπτως, ανεγκλήτως προσφέροντά σοι
καθαράν και αναίμακτον θυσίαν, ην δια Χριστού διετάξω, το μυστήριον της καινής
διαθήκης εις οσμήν ευωδίας δια του αγίου παιδός σου Ιησού Χριστού του Θεού και
σωτήρος ημών".
107. Ι. Μ. Φουντούλη, Βυζαντιναί Θ.
Λειτουργίαι Βασιλείου του Μεγάλου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Θεσσαλονίκη
1978,σ. 35 (Ευχή Προσκομιδής Μ. Βασιλείου).
108. Ι. Μ. Φουντούλη,ο.π. Σ. 35 (Ευχή
Προσκομιδής Ιερού Χρυσοστόμου).
109. Ι. Μ. Φουντούλη,ο.π. Σ. 48.
110.Ρωμαίους3,2425
111. Εβρ. 9 26
112. Α' Κορινθίους 11,26. Βλέπε Και Π.Ν.
Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Γ',σ. 228.
113. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις την προς
Εβραίους. ομιλία 17, PG 63,131 γ. Βλέπε Και Χριστόφορου Γ. Σταυροπούλου, Η Θεία
ευχαριστία Μυστήριο Μυστηρίων. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994, σσ. 108-110.
114. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις την
προδοσίαν του Ιούδα, 6, PG 49,380. Βλέπε Και Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Γ,
σ. 225.
115. Εβρ. 10,1.
116. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί του
άχραντου σώματος ου μεταλαμβάνομεν, PG 95, 405 α'. Βλέπε Και Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, εις την προς Εβραίους, ομιλία 17, PG 63,130 α': "Ει θυσίας
προσενεγκείν έδει πολλάκις, έδει πολλάκις και σταυρωθήναι".
117. Νικολάου Καβάσιλα, εις την θείαν
Λειτουργίαν, 33, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών και Ασκητικών 22, Κείμενον
μετάφρασις Σχόλια υπό Παναγιώτου Κ. Χρήστου. ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις
"Γρηγόριος ο Παλαμάς". Θεσσαλονίκη 1979, σ. 168.
118. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση της
θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου ότι ο άρτος και ο οίνος πριν τη
μεταβολή των τιμίων δώρων είναι "τα αντίτυπα του αγίου σώματος και
αίματος του Χριστού". Βλέπε Ι.Μ. Φουντούλη, Βυζαντιναί Θ. Λειτουργίαι
Βασιλείου του Μεγάλου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (Κείμενα Λειτουργικής, 12),
Θεσσαλονίκη 1978, σ. 48. Βλέπε Και Νικόδημου Σκρέπα (Αρχιμ.), Η θεία ευχαριστία
και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδ. Π.
Πουρναρά, Θρεσσαλονίκη 2004, σ. 287 και εξής
119. Νικολάου Καβάσιλα, ο.π. Σ. 168.
120. Νικολάου Καβάσιλα,ο.π. Σ. 168.
121. Νικολάου Καβάσιλα, ο.π. Σ. 166, 168.
Βλέπε και Παντελεήμονος Ροδοπούλου (Μητροπολίτου Τυρολόης και Σερεντίου), Ο
καθαγιασμός των δώρων της Θείας ευχαριστίας, (Λειτουργικά Βλατάδων,3),
Θεσσαλονίκη 2000 . Χριστόφορου Γ. Σταυροπούλου (Αρχιμ),ο.π.,σσ. 106-108.
122. Συμεών Θεσσαλονίκης. Περί της Ιεράς
Λειτουργίας, 84 PG 155, 264Β και 264D. Βλέπε Και Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Λόγος
περιέχων την εκκλησιαστικήν άπασαν Ιστορίαν και λεπτομερή αφήγησιν πάντων των
εν τη θεία Λειτουργία τελουμένων, PG 873, 396ί: "Κύριος ημών Ιησούς
Χριστός καθ' εκάστην καταθυόμενος περι της του κόσμου ζωής και σωτηρίας, ούτως
και εν τη αγία προθέσει παρά του ιερέως".
123. Θεοδώρου Επισκόπου Ανδίδων, Προθεωρία
Κεφαλαιώδης περί των εν τη θεία Λειτουργία γινομένων συμβόλων και Μυστηρίων, PG
140, 464D. Βλέπε και Ι.Β. Κογκούλης. Κ. Οικονόμου Π. Ι. Σκαλτσή, Η θεία
Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Θεία Λατρεία και Παιδεία 1), εκδ.
Ο.Χ.Α. "Λυδία, Θεσσαλονίκη 4 1995.σ. 183 Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί του
σώματος Χριστού, Ρύ 95 409ε: "Είτα υψούται εν ταις χεροί του ιερέως ως επί
σταυρού".
124. Ευτυχίου Κων/λεως, Λόγος περί του
Πάσχα και της θείας ευχαριστίας, PG 862, 2396Α. Βλ, και Ί. Β. Κογκούλης. Κ.
Οικονόμου Π. Ί. Σκαλτσή, ο.π. Σ. 185. Και άλλα σημεία της θείας Λειτουργίας,
όπως π.χ. Η Μεγάλη είσοδος, σχετίζονται ερμηνευτικά με το πάθος του Κυρίου. Το
αποδιδόμενο στον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων υπόμνημα, με τον τίτλο "Λόγος
περιέχων την εκκλησιαστικήν άπασαν Ιστορίαν...!, PG 873, 4001 Α, γράφει:
"Τα άγια από της προθέσεως έως του θυσιαστηρίου προέρχονται, εις τύπον
της του κόσμου διαγωγής του Χριστού έως της ταφής αυτού". Βλέπε Και Χ .Γ.
Σούλτς, Η Βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως και συμβολική έκφραση, Μετ.
Π. Δημήτριος Β. Τζέρπος, εκδ. "Ακρίτας". Αθήνα 1998, σσ. 233243.
Τρύφωνος Τσομπάνη, Η μεγάλη είσοδος στην Εικονογραφία (Διδακτορική Διατριβή),
Θεσσαλονίκη 2000.
125. Νικολάου Καβάσιλα, ο.π. Σ. 168-170.
Αλκιβιάδου Κ. Καλυβοπούλου, Χρόνος τελέσεως της θείας Λειτουργίας (Ανάλεκτα
Βλατάδων, 37), Θεσσαλονίκη 1982, σ. 107. Γεωργίου Ο. Μεταλληνού (Πρωτ/ρου). Η
θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής Λατρείας, εκδ. "Αρμός", Αθήνα
21996, σσ. 222-223.
126. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς
Εβραίους. ομιλία 17, PG 63, 131
127. Αλέξανδρου Σμέμαν, ευχαριστία, εκδ.
"Ακρίτας", Αθήνα 22000, σ. 283.
128. Από τη θεία Λειτουργία (Αναφορά),
βλέπε Και Χριστόφορου Γ. Σταυροπούλου (Αρχιμ.),ο.π. σσ. 93-99.
129. Γρηγορίου Παλαμά, Περί των αγίων και
φρικτών του Χριστού μυστηρίων, εκδ. Σοφοκλέους Κ. Του εξ Οικονόμων, Αθήνηση
Αωξα',σ. 211.
130. Γρηγορίου Παλαμά, ο.π.
131. Ιερομόναχου Γρηγορίου, Η θεία
Λειτουργία. Σχόλια. Άγιον Όρος 31993, σ. 273.
132. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στ. 427.
133. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατ. Mυστ.
Δ',7, Sc 126,140.
134. Θεοδώρου Επισκόπου Ανδίδων, ο.π. ΡG
140,425Β.
135. Εβρ. 9, 12 και εξής 1826· 10, 110. Λεξικό
Βιβλικής θεολογίας, στ. 426.
136. Γαβριήλ του Φιλαδέλφειας,
Συνταγμάτιον περί των αγίων και ιερών μυστηρίων, εν Χρύσανθου Νοταρά.
Συνταγμάτιον ... Εν τη κατά το Τεργόβυστον της Ούγγροβλαχίας αγιωτάτη
Μητροπόλει, Εν έτει από Θεογονίας χιλιοστώ επτακοσιοστώ δεκάτω πέμπτω κατά μήνα
Μάρτιον,σ. Ξζ'.
137. Νικόδημου του Αγιορείτου, ομολογία
πίστεως, ήτοι απολογία δικαιότατη, Βενετία 1819, σ. 81. Επεξηγώντας
περισσότερο ο άγιος Νικόδημος την έννοιαν της θυσίας ως πνευματικής γράφει ότι
"Τούτο δε νοείται διχώς. Πρώτον, δια τι το εν τω μυστηρίω σώμα και αίμα
του Κυρίου ενεργείται και τελεσιουργείται ουχί δια μέσου των όρων της φύσεως,
αλλά δια της παντοκρατορικής ενεργείας και δυνάμεως του παναγίου και
τελεταρχικού Πνεύματος.....
Δεύτερον, είναι πνευματικόν το εν τη
ευχαριστία σώμα και αίμα του Κυρίου, καθ' ότι αυτό δεν νοείται κατά τον τρόπον
του ανθρωπίνου σώματος, αλλά κατά τον τρόπον της ψυχής, ήτις πνεύμα
εστίν...." (Ομολογία πίστεως, σ. 80). Βλέπε και Νικόδημου Σκρέπα (Αρχιμ),
ο.π. σσ. 86-87.
138. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τους τα
πρώτα πάσχα νηστεύοντας, 4, PG 48, 867.
139. Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία
εκκλησιαστική και Μυστική Θεωρία, PG 98, 397C. Βλέπε Και Χριστόφορου Γ.
Σταυροπούλου (Αρχιμ.) ο.π. Σσ. 112-113.
140. Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, επικούρου
καθηγητού Α.Π.Θ., Ευχαριστία και Θυσία.
.impantokratoros.gr : Χρήστος Βασιλειάδης
Θεολόγος Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου