xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Η Εκκλησία είναι Μία!
«Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική. Ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν πολλὰ σώματα κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ἐν αὐτῷ πολλὲς Ἐκκλησίες.

Ἐν τῷ θεανθρωπίνῳ αὐτοῦ σώματι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, ὅπως ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός, εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον διαίρεσις, σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως ἕνα πράγμα ὀντολογικῶς ἀδύνατον.

Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη, πλὴν ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξη ἔκπτωσις ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν τρόπον, ποὺ πίπτουν τὰ ξερὰ καὶ ἄγονα κλήματα ἀπὸ τὴν θεανθρωπίνην καὶ αἰωνίως ζῶσαν ἄμπελον, ποὺ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς (Ἰω. 13,16). Κατὰ καιροὺς ἀπεσπάσθησαν καὶ ἐξεβλήθησαν ἀπὸ τὴν μοναδικὴν ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε ἔπαψαν νὰ ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέρη τοῦ θεανθρωπίνου σώματός της.

Ἔτσι ἔχουν κατ' ἀρχὴν ἀποκοπῆ οἱ Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοί, κατόπιν οἱ Πνευματομάχοι, κατόπιν οἱ Μονοφυσῖται, κατόπιν οἱ Εἰκονομάχοι, κατόπιν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, κατόπιν οἱ Προτεστάνται, κατόπιν οἱ Οὐνῖται καὶ ἐν συνεχείᾳ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν λεγεώνων».

(Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», (Γαλλικὴ μετάφραση) Τόμος 4ος, σελ. 181, Lausanne 1995 - Ἀναδημο- σιεύτηκε στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» στὶς 29/6/2007).

Ἅγιε Ἰουστῖνε πρέσβευε γιὰ τὴν διάσωση τῆς ἀλήθειας καὶ τὴ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν!

(Σχόλιο Εγκολπίου: Οι νεοημερολογίτες δεσποτάδες του δημοσίου, τιμούν δήθεν τον Άγιο Ιουστίνο τον Ομολογητή, αλλά η πραγματική τιμή του Αγίου είναι η μίμισης του Αγίου. Δεν είναι παρά υποκρισία το να προωθούν τον Οικουμενισμό οι δεσποτάδες αυτοί και από την άλλη να τιμούν για τα μάτια του κόσμου έναν Ομολογητή που 7 χρόνια πριν από την οσιακή κοίμησή του είχε διακόψει εκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο στο οποίο ανήκε, το της Σερβίας δηλαδή.

Και το έπραξε αυτό ό Άγιος για να μην έχει συμμετοχή στην αίρεση του Οικουμενισμού, στην οποία συμμετείχε ενεργώς η Τοπική Εκκλησία της Σερβίας, με συμπροσευχές μετά των αιρετικών, με αναγνώριση των αιρετικών εκκλησιών ως εκκλησιών Του Χριστού, και τα γνωστά βλάσφημα του οικουμενιστικού τρόπου σκέψης και πλάνης... Η νεοημερολογίτικη εκκλησία της Ελλάδος συμμετέχει ενεργώς επίσης στην αίρεση του Οικουμενισμού μέσω απεσταλμένων της κατά καιρούς σε διαλόγους, συμπροσευχές, συλλείτουργα, με παπικούς, αγγλικανούς, και λοιπούς διαμαρτυρόμενους (προτεστάντες), οι οποίοι μην ξεχνάτε ότι βλασφημούν Την Παναγία μας λέγοντας πως είχε σαρκικές σχέσεις με τον Ιωσήφ μετά την Γέννηση Του Δεσπότου Χριστού...

Και όμως, αυτοί οι ρασοφόροι που θέλουν να ονομάζονται ορθόδοξοι ιεράρχες, δέχονται τις εκκλησίες αυτές ως εκκλησίες με Θεία Χάρη και Μυστήρια... Σκεφτείτε μόνο ότι η Αγγλικανική εκκλησία έχει προχωρήσει σε γάμους μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλλου... Με παπά και με κουμπάρο και με την ευλογία της αγγλικανικής ψευτοεκκλησίας... Με αυτούς προσεύχονται οι νεοημερολογίτες πατριάρχες και αρχιεπίσκοποι σε ποιόν θεό άραγε;;; Στον Κύριό μας που άφησε μία Εκκλησία ή στο σατανά που φτιάχνει πολλές εκκλησίες για να μην μπορούν οι άνθρωποι να βρούν την Σωτηρία τους εύκολα; Και αυτοί οι ταλαίπωροι μιλούν με λόγια αγάπης και αδελφωσύνης δήθεν, σαν να έχουν αγάπη πραγματική και οι Άγιοι σαν να μην είχαν που έλεγαν ''μακριά από αιρετικούς για να μην κολασθείτε''...

Η τιμή Αγίου είναι η μίμισης του Αγίου. Ο πράττων αντίθετα από τον Άγιο που λέει ότι τιμά, υποκρίνεται.)
Αναρτήθηκε από Εγκόλπιον
Ο Τεκτονισμός εις την καθ' ημάς Ανατολήν.
Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού.


1. Ὁ Τεκτονισμὸς/Μασονία εἶναι ἐμβόλιμο μέγεθος στὴν ἑλληνορθόδοξη κοινωνία, ποὺ παρασιτεῖ στὸ σῶμα της, μὲ συνέπειες ὀδυνηρὲς γιὰ τὴν συνοχὴ καὶ ταυτότητά της. Τὸ σημαντικότερο: Ὁ Τεκτονισμὸς εἶναι τοκετὸς ξένων ὠδίνων, ξένος τελείως πρὸς τὴν ταυτότητα τοῦ Γένους/Ἔθνους μας, καὶ μάλιστα στὴν οὐσία του μὴ συμβατὸς μὲ αὐτήν. Ἔτσι, ἐνεργεῖ τὸν ἰδεολογικὸ διαμελισμὸ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, κυρίως στὰ «ὑψηλότερα» κοινωνικὰ στρώματά της, συμβάλλοντας στὴ διαιώνιση καὶ τὸ βάθεμα τοῦ ἰδεολογικοῦ μας διχασμοῦ. Ἡ δράση του (ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα) στὸν δικό μας γεωγραφικὸ χῶρο ἐθεμελίωσε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ Μασονία ταυτίζεται μὲ τὸν ἀποκρυφισμὸ καὶ τὴν σκοτεινότητα λειτουργίας καὶ ἐνέργειας, κάτι ποὺ ὑποστασιώνεται στὴ γνωστὴ στὰ Ἰόνια Νησιὰ καὶ ἀπαξιωτικὴ γιὰ κάποιον διατύπωση’ «σὰν μασόνος»...

Ὁ Ἑλλαδικὸς Τεκτονισμὸς ἔχει προέλευση ἀγγλική. Τὸ βρετανικὸ στοιχεῖο, ὅποια καὶ ἂν ἦταν ἡ δραστηριότητά του ἐπιδόθηκε στὴν ἵδρυση (ἀγγλικῶν) τεκτονικῶν στοῶν. Ἡ «ἱεραποστολικὴ» αὐτὴ κινητικότητα ἐνίσχυε οὐσιαστικὰ καὶ τὴν προώθηση τῆς βρετανικῆς πολιτικῆς. Τὰ ἀρχειακὰ στοιχεῖα διαψεύδουν τὸν περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἰσχυρισμὸ τῶν δικῶν μας τεκτόνων, πρὸ πάντων τὰ ἀρχεῖα τοῦ Colonial Office (ὑπουργείου ἀποικιῶν) γιὰ τὰ Ἑπτάνησα (1814-1864). Ἡ πρώτη Στοὰ στὴν «καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολὴν» ἱδρύθηκε στὴ Σμύρνη μὲ πρωτοστάτη σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τὸν ἐπιφανή τέκτονα Ἀλέξανδρο Ντρυμόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἐξαπλώθηκαν οἱ Στοὲς στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἵδρυση καὶ ἐκεῖ Στοᾶς τὸ 1848. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πολιτιστικὸ κλίμα καὶ ἡ κοσμοπολίτικη πληθυσμιακὴ σύνθεση εὐνοοῦσαν τὴν εἰσαγωγὴ νέων ἰδεῶν, ποὺ ἔβαινε παράλληλα μὲ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τοῦ συνδέσμου μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Δὲν εἶναι συνεπῶς περίεργο, ποὺ τέκτονες κατεῖχαν θέσεις καὶ σὲ αὐτὸ τὸ Φανάρι καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ἤδη περὶ τὸ 1755. Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἐξ ἄλλου, εἶχαν ἱδρυθεῖ Στοὲς στὴν Ἀθήνα, τὴν Ζαγορά, τὰ Ἀμπελάκια, τὰ Ἰωάννινα καὶ τὰ Ἰόνια Νησιὰ (πρῶτος «ἀπολογητὴς» τοῦ τεκτονισμοῦ στὴν Ζάκυνθο ὁ κληρικὸς Ἀντώνιος Κατήφορος). Ὁ Τεκτονισμὸς στηριζόταν κυρίως στὸ ἀστικὸ στοιχεῖο, κινήθηκε δὲ στὸν χῶρο τῶν λογίων, τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν Φαναριωτῶν.

2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὸ ἑλληνόφωνο τμῆμα της, ἔλαβε νωρὶς θέση ἀπέναντι στὸ Τεκτονισμὸ καὶ τὴν ἀπειλή του, γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, τὴν ὁποία ἀναιρεῖ καὶ μόνη ἡ παρουσία του. Ἡ πρώτη θεωρητικὴ καταδίκη τοῦ Μασονισμοῦ στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔγινε σχεδὸν σύγχρονα μὲ τὴν ἵδρυση Στοῶν του. Μαρτυρία ἁγιορείτικου χειρογράφου ὑποστηρίζει τὴν ἔκδοση συνοδικοῦ καταδικαστικοῦ γράμματος τὸ 1745. Ἀποκήρυττε τοὺς τέκτονες ὡς «ἀθέους», μὲ τὴν γνωστὴ ἔννοια ποὺ εἶχε ἡ λέξη ἤδη στὴν Καινὴ Διαθήκη (Ἐφεσ. 2, 12), ὡς ἀρνούμενους δηλαδὴ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατριαρχικὸς ἀφορισμός, ἐξ ἄλλου, τοῦ 1793 (Νεόφυτος Β΄) συμπεριελάμβανε «τοὺς Βολταίρους καὶ Φρανκμαζόνας καὶ Ροσσοὺς καὶ Σπινόζας» –τοὺς πρωτεργάτες δηλαδὴ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ὁ Τεκτονισμὸς καὶ ἡ εἰσβολή του στὸ χῶρο τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας ἐπηρέασαν καὶ τὴ στάση της ἔναντι τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν Ἰδεῶν της. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Ναπολέων μὲ τοὺς ἀδελφούς του ἦσαν διακεκριμένοι τέκτονες. Κατὰ τὸν καλὸ γνώστη τῶν πραγμάτων Στῆβεν Ράνσιμαν, «οἱ ἰδέες τοῦ Τεκτονισμοῦ τὸν ΙΘ΄ αἰ. ἦσαν ἐχθρικὲς πρὸς τὶς ἀρχαῖες ἐκκλησίες». Μὲ τὴν εἰσχώρηση μάλιστα καὶ μερικῶν Ἑλλήνων ἐκκλησιαστικῶν στὴ Μασονία ἐπιτεύχθηκε ἡ «ἐξασθένιση τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».

Πρό ἐτῶν συνεξέδωσα μὲ τὸν ἐκλεκτὸ φιλόλογο κ. Χαράλαμπο Μηνάογλου πολλὰ καὶ καλὰ ὑποσχόμενο, ἕνα ἔργο τοῦ 1782, γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀγάπιο Κολλυβὰ Παπαντωνάτο, μὲ τίτλο «Ἀνατροπὴ τῆς Φραγμασονικῆς πίστεως». Τὸ ὀγκῶδες αὐτό ἔργο δείχνει μία προχωρημένη καὶ τεκμηριωμένη γνώση τοῦ Μασονισμοῦ, ποὺ μάλιστα ἀντιμετωπίζεται ὡς θρησκεία, ἀναιρετική τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γενικά τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Τὸν 19ο αἰώνα ὁ Τεκτονισμός, ἡ φιλοσοφία καὶ οἱ ἐπιδιώξεις του, ἀλλὰ καὶ ἡ μέθοδός του, ἔγιναν πλέον σαφῆ στὰ ἀγγλοκρατούμενα Ἑπτάνησα. Τὸ 1839 συνέταξε πολυσέλιδη (ἀνέκδοτη ἀκόμη, ἀλλὰ παρουσιασμένη ἐπιστημονικὰ) ἀναίρεση τοῦ Τεκτονισμοῦ, ὁ τότε Ἔφορος (1837-1839) –πρύτανις– τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας καθηγητὴς τῆς Θεολογίας, ἱερομόναχος Κωνσταντῖνος Τυπάλδος- Ἰακωβάτος (1795-1867), ὁ μετέπειτα πρῶτος σχολάρχης τῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο). Εἶναι γνωστή ἐπίσης ἡ ἀντιμασονικὴ δράση τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου (†1852) καὶ τοῦ Ἀποστ. Μακράκη (†1905), ὅπως κατὰ τὸν 20ο αἰώνα τὰ ἀντιμασονικά ἔργα τοῦ Καθηγητοῦ Παν. Τρεμπέλα, τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, τοῦ Ν. Ψαρουδάκη, τοῦ Κ. Τσαρούχα, τοῦ Β. Λαμπρόπουλου, τοῦ Ν. Φιλιππόπουλου κ.ἄ.

3. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν πολυδημοσιευμένη Ἐγκύκλιό της τοῦ 1933, μετὰ τὴν γνωμάτευση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, τηρεῖ στάση σαφῆ καὶ ρωμαλέα. Μὲ βάση τὰ κείμενα τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καὶ τὰ βιβλία τοῦ Τεκτονισμοῦ ἀκολουθεῖ τὴν ἄποψη τῆς Διορθόδοξης Ἐπιτροπῆς (Ἅγιον Ὄρος, 1930) και «καταδικάζει» τὸν Τεκτονισμό, ὅπως θὰ πράξει καὶ μὲ ἄλλα κείμενά της τὸ 1972, 1984 καὶ 1996. Ἤδη, τὸ 1933 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος δέχεται τὸν χαρακτήρα τοῦ Τεκτονισμοῦ ὡς θρησκείας, ἐπιμένοντας στὴν ἐπικινδυνότητά του. «Ἡ Μασονία -δηλώνεται- δὲν εἶναι ἁπλῆ τις φιλανθρωπικὴ ἕνωσις ἢ φιλοσοφικὴ σχολή, ἀλλ΄ ἀποτελεῖ μυσταγωγικὸν σύστημα, ὅπερ ὑπομιμνήσκει τὰς παλαιάς ἐθνικάς θρησκείας ἢ λατρείας, ἀπὸ τῶν ὁποίων κατάγεται καὶ τῶν ὁποίων συνέχειαν καὶ ἀναβίωσιν ἀποτελεῖ. Τοῦτο ὄχι ἁπλῶς ὁμολογοῦσιν, ἀλλὰ καὶ ἐναβρυνόμενοι διακηρύττουσιν αὐτοὶ οἱ πρόκριτοι τῶν ἐν ταῖς Στοαῖς διδασκάλων…». Τὰ συμπέρασμα: «Οὕτως ἡ Μασονία ἀποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, ὅλως διάφορος, κεχωρισμένη καὶ ξένη τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας».

Βέβαια αὐτὰ τὰ ἀρνοῦνται ἐπισήμως οἱ Τέκτονες, διαφωνοῦν ὅμως πρὸς τὰ ἴδια τὰ κείμενα καὶ τὶς κατὰ καιροὺς διακηρύξεις γνωστῶν τεκτόνων. Ἀλλὰ καὶ ἡ Διορθόδοξη Διάσκεψη τοῦ 1930 ἐχαρακτήρισε τὴν Μασονία «ὡς σύστημα ἀντιχριστιανικὸν καὶ πεπλανημένον». Ὑπάρχει δηλαδὴ ἀδιατάρακτη συνέχεια στὴν περὶ Μασονίας ἀντίληψη καὶ στάση τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ 1782 καὶ ὁ Ἀγάπιος Παπαντωνάτος εἶχε δηλώσει: «Ἡ φραγμασονικὴ πίστις εἶναι ἡ πλέα ἀσεβεστέρα καί ἡ πλέα ἐπιβλαβεστέρα εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ ὅσας ἀσεβείας ἐστάθησαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ αἰῶνος ἕως τῆς σήμερον». Καταλήγει δὲ στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Τεκτονισμὸς εἶναι ἀντιχριστιανικὸς καὶ πλήρης ἀνατροπὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ Μασονία μὲ τὸν συγκρητιστικὸ της χαρακτήρα («ὅλα στὸ ἴδιο τσουκάλι») λειτουργεῖ ὡς ὑπερθρησκεία ὑπέρθεος ὁ θεὸς της Μ.Α.Τ.Σ.=Μέγας Ἀρχιτέκτων τοῦ Σύμπαντος), πού καταβροχθίζει τὰ διάφορα θρησκεύματα ὅσο καὶ ἂν ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν τὰ θίγει. Ἰδιαίτερα τὸ ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν Μασονία ἰσχύει γιὰ τὸν (ὀρθόδοξο) Χριστιανό, διότι ἰσοπεδώνει τὸν Χριστό μας, ταυτίζοντάς τον μὲ διάφορους «μύστες», ἀρνούμενη βάναυσα τὴν μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα (Πράξ. 4,12) στὴ σωτηρία, τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ΜΟΝΟΣ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν θέωση ὡς ἕνωση μαζί Του. Διότι ὁ Χριστός δίνει στὸν ἄνθρωπο ὡς Θεάνθρωπος, ὅ,τι Αὐτὸς ἔχει, δηλαδὴ θεότητα, τὴν ἄκτιστη καὶ θεοποιὸ Χάρη Του. Ἀντίθετα, ὁ Χριστὸς μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐπιφανή τέκτονα (Βρατσάνος) «ὁ μεγάλος Ναζωραῖος Μύστης». Στὸ βιβλίο του («Τὸ βιβλίο τοῦ Μαθητοῦ») σημειώνει: «Ὁ σημερινὸς τέκτων γνωρίζει καλά, ὅτι ἡ μύησίς του στὰ τεκτονικὰ μυστήρια τὸν ἔκαμε τέκτονα ὅμοιο μὲ τὸν Ποσειδῶνα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἀμφίωνα καὶ τὸν Χριστό». Ὁ ἰσχυρισμὸς ἄρα Ἑλλήνων τεκτόνων, ὅτι παραμένουν πιστοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀποδεικνύει ἤ ὅτι ἀγνοοῦν τὸν Χριστιανισμὸ στὸ σύνολό του ἢ ὅτι εἶναι ἀπατεῶνες. Τρίτον δὲν ὑπάρχει! Γι’ αὐτὸ καὶ ἰσχύει πάντοτε τὸ ἀσύμπτωτο καὶ ἀσυμβίβαστο τῆς ἰδιότητας τοῦ Τέκτονος μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ (ὀρθοδόξου) Χριστιανοῦ, κατὰ τὶς διακηρύξεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας, ποὺ ἐπαναβεβαιώθηκαν ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο κυρὸ Χριστόδουλο τὸ 1988 μὲ ἕνα ἐγκύκλιο κείμενό του μὲ τίτλο: «Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ εἶμαι μασῶνος. Ὡς Ἕλλην καὶ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκω στὴν Μασωνία». Τὸ κείμενο αὐτὸ παραθέτει δέκα σημεῖα, ποὺ αἰτιολογοῦν τὴν ἀποστροφή του στὴ μασονικὴ ἰδιότητα. Στὸ σημεῖο 10 γράφει συμπερασματικά: «Ἡ Μασωνία κατὰ τὴν Ἐκκλησία μας, εἶναι σύστημα ἀντιχριστιανικὸν καὶ πεπλανημένον, διὰ τοῦτο καὶ δὲν συμβιβάζεται ἡ ἰδιότης τοῦ Χριστιανοῦ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Μασώνου. Οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ ἀπέχουν τῆς Μασωνίας, καὶ ὅσοι παρεπλανήθησαν καλοῦνται νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπανέλθουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας». Καὶ ἡ ἀκροτελεύτια φράση τοῦ κειμένου: «Ἂν γίνω μασῶνος, πρέπει νὰ παύσω νὰ εἶμαι Ὀρθόδοξος καὶ Ἕλλην»! Συνεπῶς, οὐδὲν πρόβλημα θὰ ὑπάρξει, ἂν ἡ Ἱεραρχία μας, γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἀνανεώσει τὶς παλαιότερες διακηρύξεις της γιὰ τὴν Μασονία.

Συμπερασματικά, δέν μπορεῖ νά τίθεται τό ἐρώτημα, ἄν ὁ Μασονισμός ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας. Διότι ἔχει ἐλεγχθεῖ ἐπανειλημμένα, καί μάλιστα ὡς συγκρητιστική πολιτικοθρησκευτική πολυεθνική Ὀργάνωση, ἀσυμβίβαστη πρός τόν Χριστιανισμό ὡς Ὀρθοδοξία. Τόν πολιτικό του ρόλο σήμερα πραγματοποιεῖ ἡ Λέσχη Bilderberg, πού ἔχει αἰχμαλωτίσει τήν πλειονότητα τῶν πολιτικῶν δυνάμεων τοῦ τόπου μας.
Η κοινωνική φύση της ασκητικής ησυχίας.
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κορναράκης.


Είναι αλήθεια ότι η σκληρή θέση του ασκητού μπροστά στην ανθρώπινη συντυχία προκαλεί μια ποικιλία αντιφατικών και «αναπληρωματικών» αντιδράσεων μέσα στον ψυχικό κόσμο του τεχνολογικού ανθρώπου της εποχής μας!

Και πρώτα-πρώτα ο σύγχρονος άνθρωπος, που καταδικάζει αδυσώπητα τη σκληρή αυτή ασκητική θέση, ενδέχεται να βιώσει μια συγκλονιστική έκπληξη, εάν θα επιχειρούσε να αναλύσει τη δική του κοινωνικότητα. Γιατί, όπως μας αποκαλύπτει η ψυχολογία, ό,τι πολεμά κανείς έντονα, ό,τι απορρίπτει επίμονα, έχει μια εξάρτηση από το βαθύτερο εσωτερικό του κόσμο. Η έπιθετικότης, σαν ψυχαναγκαστική λειτουργία, επιβεβαιώνει την προσκόλληση του ανθρώπου σ’ αυτό κατά του οποίου επιτίθεται. Έτσι όσο αποκρουστική φαίνεται στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου η σκληρή μοναξιά του ασκητικού βιώματος, τόσο περισσότερο προδίδεται μια κάποια βαθύτερη σχέση του με τη μοναξιά αυτή. Γι’ αυτό θα ερωτούσε κανείς μήπως άραγε, όταν καταδικάζει ο σύγχρονος άνθρωπος την ασκητική ησυχία, καταδικάζει την προσωπική του μόνωση που κρύβει ασυνείδητα μέσα στο απύθμενο βάθος της ατομικής του υποστάσεως; Η ψυχολογική λειτουργία της απωθήσεως και της προβολής ασυνειδήτων ψυχικών περιεχομένων μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο άνθρωπο να ξεκαθαρίσει τις συγκεχυμένες καταστάσεις που κλείνει μέσα του.



Αν η εξωτερική ψυχική πορεία του σύγχρονου τεχνολογικού ανθρώπου είναι «φυγόκεντρος», δηλ. έντονα εξωστρεφική, το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του πάσχει από συσσώρευση απωθούμενων επιθυμιών που έχουν ένα «κεντρομόλο» χαρακτήρα, δηλ. εσωστρεφικό. Έτσι όταν ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται να καταδικάσει τη σκληρότητα της ασκητικής ησυχίας, «διαλέγεται» κατ’ ουσίαν με το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, με την απωθούμενη εσωστρεφική του διάθεση. Εφ’ όσον δε την απωθεί, σημαίνει ότι την μισεί, γιατί αυτό του επιβάλλει η εξωστρεφική ένταση της σύγχρονης κοινωνικότητας. Αλλά και την επιθυμεί γιατί αντιλαμβάνεται ασυνείδητα τη λυτρωτική της λειτουργία.

Εξάλλου ποιός κατακύρωσε τελεσίδικα στην προσωπικότητα του σύγχρονου ανθρώπου την κοινωνικότητα σαν αυθεντικό και πηγαίο χαρακτηριστικό της; Είναι βέβαια αλήθεια ότι η επίφαση της σύγχρονης ζωής έχει ένα έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Ποιός όμως θα μπορούσε να αποδείξει τη γνησιότητα του χαρακτήρος αυτού;

Η αναμφισβήτητη τραγική καθημερινότητα του σύγχρονου βίου παρέχει αβίαστα πληθωρικές μαρτυρίες μιας συγκλονιστικής μονώσεως του σύγχρονου ανθρώπου. Η τεχνολογική πρόοδος προάγει μια κοινωνικότητα ακριβώς «τεχνική», «μηχανική» που σε πολλές περιπτώσεις διαφθείρει τα ανθρώπινα αισθήματα και υποβαθμίζει αθεράπευτα τις διανθρώπινες σχέσεις. Η σύγχρονη σκληρότητα, η αδιαφορία για τον «πλησίον», το έγκλημα, η ηθική αναλγησία και τόσα άλλα διαβρωτικά στοιχεία του ανθρώπινου βίου υπογραμμίζουν ζωηρά τη μισάνθρωπη όψη της σύγχρονης κοινωνικότητας. Έτσι η απόπειρα να ξεδιαλύνει μέσα του ο σύγχρονος άνθρωπος τις συγκεχυμένες καταστάσεις καταλήγει σ’ ένα έργο αυτογνωσίας, που συντρίβει τα ψεύτικα σύμβολα και γενικά τις ψευδαισθήσεις μιας «κοινωνικής» κοινωνικότητας. Ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος, ενώ καταδικάζει την ασκητική μόνωση, αναζητεί ασυνείδητα την ικανοποίηση της μονώσεως που βιώνει ο ασκητής. Και ενώ καυχάται για την κοινωνική του συνείδηση, διαισθάνεται αναπόφευκτα την τραγική του μόνωση. Γι’ αυτό, ενώ φαίνεται σήμερα κοινωνικός, κατ’ ουσίαν «φεύγει μακριά από τους ανθρώπους». Οι συγκρούσεις που φιλοξενεί μέσα του τον εξαναγκάζουν σε μια μόνωση αντικοινωνική. Είναι λοιπόν ανώριμος να συνδιαλεχθεί με τον ασκητή που «ησυχάζει» και ανίκανος να καταδικάσει τη σκληρή θέση της αποφυγής της ανθρώπινης συντυχίας. Η κοινωνικότητα, εν ονόματι της οποίας κρίνει τις ασκητικές «υπερβολές», είναι λοιπόν μια φυγή από την μόνωση που συγχρόνως επιθυμεί!

Από την άλλη μεριά η ασκητική μόνωση έχει ένα αυθεντικά κοινωνικό περιεχόμενο που μπορεί να διδάξει πολλά στο σύγχρονο άνθρωπο που επιθυμεί να εκπαιδευτεί στην αδελφογνωσία! Η ασκητική φυγή προ της ανθρώπινης συντυχίας είναι βαθύτερη έκφραση της χριστιανικής κοινωνικότητας. Παράδοξος ισχυρισμός, αναμφίβολα, αλλά αληθινός! Ο ασκητικός «ατομισμός» είναι βίωση μιας αυθεντικής αφοσιώσεως στην αγάπη του αδελφού. Το ασκητικό αυτό παράλογο το κατανοεί, σε ορισμένη μόνο έκταση, εκείνος που γνωρίζει, έστω ενδεικτικά, το περιεχόμενο του βιώματος της «ησυχίας»! Αλήθεια, ο ασκητής της ερήμου, ο σκληρός εραστής της ησυχίας, είναι τέλειος τύπος του αδελφού!

Η βασική επιδίωξη του ασκητού είναι βέβαια η βίωση της θείας παρουσίας. Η άσκησή του αποβλέπει στο να καθαρίσει την ψυχή του, το νου του, απ’ ό,τι μπορεί να εμποδίσει ή να δυσκολεύσει την προσπάθεια αυτή. Η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον «αδελφόν», κατανοείται από τον ασκητή σαν πολύτιμος καρπός της μυστικής βιώσεως του Θείου Έρωτος. Μόνον αφού η καρδιά του και ο νους του πληρωθεί από την παρουσία και την αγάπη του Θεού, θα μπορέσει να αγαπήσει με γνήσια αισθήματα αφοσιώσεως και ακόμη, αν χρειαστεί, αυτοθυσίας, τον αδελφό. Εάν η πρωταρχική του «εργασία», η βίωση της ενώσεως με το Θεό, διαταράσσεται ή εμποδίζεται, αδυνατεί ο ασκητής αυτός να εκπληρώσει το χρέος της αγάπης προς τον αδελφό, όπως ακριβώς το απαιτεί η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό παρατηρεί κανείς ότι, ενώ δεν παύει ποτέ ο ασκητής να εκδηλώνει φιλάδελφα αισθήματα προς τον πλησίον, όταν φθάσει μεγάλα μέτρα αρετής και άγιότητος είναι πιο πλούσιος σε εκδηλώσεις αδελφικής αγάπης και κατανοήσεως.

Οπωσδήποτε όμως είναι εμπειρία αναμφισβήτητη το γεγονός ότι «πάντοτε, όταν έλθη ο αγωνιστής προς την απάντησιν του κόσμου, ευθύς η ψυχή αυτού ατονεί». Αντίθετα, «όσον μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συνομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού». Η εμπειρία ακριβώς αυτή αποτελεί τον γνώμονα της συμπεριφοράς του ασκητού προς την ανθρώπινη συντυχία ή τις κοινωνικές σχέσεις, όπως ο σύγχρονος άνθρωπος τις κατανοεί.

Η λογική οργάνωση του εγκόσμιου πνεύματος δεν μπορεί λοιπόν να κατανοήσει, ότι και στις περιπτώσεις ακόμη που αποφεύγει ο ασκητής τη συνομιλία των ανθρώπων λανθάνει μια ανταπόκριση αγάπης και αφοσιώσεως προς αυτούς. Εάν ο ασκητής αποφεύγει τους ανθρώπους «διά τον Θεόν» και εάν ο Θεός είναι αγάπη, τότε πράγματι η βίωση της παρουσίας του Θεού, σαν ανεξάντλητη πηγή αυθεντικής αγάπης, θα ικανώσει τον ασκητή να αγαπήσει τον αδελφό με «αγάπη θεϊκή».

Και στην περίπτωση της αγάπης του αδελφού συναντά κανείς ένα ασκητικό «παράλογο» και μια «αντιφατική» ψυχολογική και πνευματική συμπεριφορά. «Θέλεις, ερωτά ο άγιος Ισαάκ, κτήσασθαι την αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου; μάκρυνον εαυτόν εξ εαυτού και τότε κατακαί¬εται εν σοι η έκκαυσις της αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί Αγγέλου φωτός». Η απόσταση από τον αδελφό καλλιεργεί την ευαγγελική αγάπη, μέσα στον ψυχικό κόσμο του ασκητού. Και πρόκειται εδώ για μια υπαρξιακή αντίφαση που θεμελιώνει αδιάσειστα την ψυχολογική και πνευματική αρμονία που είναι προϋπόθεση της αυθεντικής κοινωνικότητας. «Φίλος γενού πάσιν ανθρώποις και μόνος γενού εν τη διανοία σου». Ο ασκητής της ερήμου πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους, να προσφέρει σ’ αυτούς τα αισθήματα και την καρδιά του και συγχρόνως να βιώνει τη μόνωσή του, χωρίς την οποίαν δεν μπορεί να συναντήσει το Θεό. «Κοινωνός γενού τοις παθήμασι των πάντων, και τω σώματί σου μακράν γενού εκ πάντων».

Στην υπαρξιακή αυτή ασκητική αντίφαση συναντά κανείς πράγματι μια εσωτερική ισορροπία επάνω στην οποία θεμελιώνεται αδιάσειστα η υγιής κοινωνικότητα. Πολλές φορές ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος, που καυχάται για την κοινωνικότητά του, δεν βιώνει εσωτερική κοινωνική ισορροπία. Εφ’ όσον είναι μονόπλευρα κοινωνικός, δηλαδή έντονα εξωστρεφικός, διαλύεται, κατά την έκφραση του Jung, μέσα στο κοινωνικό σύνολο και χάνει έτσι την ατομικότητά του. Πώς μπορεί λοιπόν ένας διασκορπισμένος «κοινωνικά» άνθρωπος να βιώνει αγάπη αυθεντική προς τον πλησίον, αφού έχει χάσει την εσωτερική του ενότητα; Εάν ό,τι κάνει, το κάνει για να φαίνεται καλός ή απλώς και μόνο χάριν της κοινωνικότητας, πώς μπορεί να εξωτερικεύει πηγαία αισθήματα αγάπης; Η υπογράμμιση από τις αρμόδιες ανθρωπολογικές επιστήμες της στεγανής μονώσεως, που σε πολλές περιπτώσεις βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, προδίδει την ποιότητα του περιεχομένου της κοινωνικότητας του ανθρώπου αυτού. Μόνο η βίωση της ιδίας ατομικότητας, σαν εμπειρία πνευματικής ενότητας και συγκροτήσεως, μπορεί να δημιουργήσει και να συντηρήσει μια πραγματική κοινωνική συμπεριφορά. Ο διασπασμένος και εσωτερικά αναρχούμενος από ποικίλες ψυχικές συγκρούσεις άνθρωπος δεν μπορεί να εκφραστεί κοινωνικά γιατί δεν μπορεί να «συναντήσει» το κοινωνικό σύνολο και δεν μπορεί να διαλεχθεί με τις ανθρώπινες μονάδες του.

Αντίθετα, ο ασκητής της ερήμου με την εσωτερική του «κοινωνική» ισορροπία, αν και ζει μακριά από το κοινωνικό σύνολο, είναι κυριευμένος από την αγάπη προς τον αδελφό. «Γινώσκομεν, λέει ο άγιος Ισαάκ, ότι χωρίς της του πλησίον αγάπης, ουδέ ο νους δύναται εν τη ομιλία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Το αίτημα της ενώσεως με το Θεό είναι ένα αίτημα «κοινωνίας», αφού πρόκειται για τη βίωση της κατ’ εξοχήν διαπροσωπικής σχέσεως, της σχέσεως με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι μέσα στην πνευματική περιοχή της κοινωνίας αυτής η αγάπη του αδελφού είναι μια ζωντανή παρουσία. Άλλωστε πώς θα μπορούσε «μόνος» ο ασκητής να βιώσει μια τέτοια κοινωνία; Αν ήταν πραγματικά απομονωμένος από τον αδελφό, δεν θα μπορούσε «ο νους εν τη ομι¬λία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Γι’ αυτό ο ασκητής αγαπά πηγαία τον αδελφό και μέσα στην ερημιά της διαμονής του εκφράζει μια γνήσια κοινωνικότητα.

Η έμπρακτη αγάπη για τον αδελφό εκφράζεται πρώτα-πρώτα στη συμπαράσταση στο βασικό πρόβλημα της ζωής· τη βίωση της ενοχής. «Μη μισήσης τον αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν υπεύθυνοι. Και εάν διά τον Θεόν κινήσαι κατ’ αυτού, κλαύσον υπέρ αυτού». Κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά· «άπλωσον τον χιτώνα σου επί τον πταίοντα, και σκέπασον αυτόν». Και εάν δεν μπορείς, συνεχίζει ο άγιος Ισαάκ, να αναλάβεις εσύ τις αμαρτίες του και να βίωσης αντ’ αυτού την αισχύνη της ενοχής του, τουλάχιστον μη τον περιφρονείς γιατί είναι αδελφός σου. Ο ασκητής της ερήμου φρονεί, ότι, στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις, πρέπει να εκδηλώνεται μια αγάπη βαθειά και πηγαία που μπορεί να σκεπάζει κάθε αδύνατη πλευρά του αδελφού. Έτσι αυτός που αγαπά δεν ωφελεί μόνο τον αδελφό αλλά γιατρεύει συγχρόνως και τη δική του ψυχή.

«Ο διορθούμενος τον αδελφόν αυτού εν τω ταμείω αυτού την ιδίαν κακίαν ιάται· και ο κατηγορών τινά εν συναθροίσματι ενισχύει τα ίδια τραύματα».

Στην ασκητική αυτή σκέψη μπορεί να δει ο σύγχρονος άνθρωπος τη δυναμική όψη της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι εδώ μια συναισθηματική έξαρση μ’ ένα χαρακτήρα παθητικό ή ενεργητικά ουδέτερο. Είναι, πριν απ’ όλα, μια δυναμική αμοιβαία σχέση που το ιδιαίτερο γνώρισμά της είναι ότι όσο εκφράζεται τόσο θεραπεύει τον εαυτό της. Αυτός που γνωρίζει να σέβεται την αδυναμία του αδελφού ξεκινά από μια άμεση εμπειρία αυ¬τοσεβασμού. Και καθ’ ον χρόνο συμπεριφέρεται σ’ αυ¬τόν με ευγένεια «την ιδίαν κακίαν ιάται». Εδώ ακριβώς υπογραμμίζεται ζωηρά η οικοδομητική αξία της διαπροσωπικής σχέσεως. Την πνευματική του δηλαδή προκοπή θα την κατορθώσει κανείς μέσα στην κοινωνική αμοιβαιότητα. Και αν ακόμη απομονώνεται στην πιο σκληρή έρημο, δεν μπορεί να αποξενωθεί από την εμπειρία της αδελφικής αγάπης που οικοδομεί και «παιδεύει». Αρκεί η αδελφική αγάπη να μην εμποδίζει τη «συνομιλία» με το Θεό. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν μπορεί ο ασκητής της ερήμου να μην εκφράσει τη βαθειά του συμπάθεια για την κοινωνία με τον αδελφό. «Τί ωραία και επαινετή έστιν η αγάπη του πλησίον, εάν μη η μέριμνα αυτής περισπάση ημάς εκ της αγάπης του Θεού. Τί ηδεία έστιν η συντυχία των πνευματικών ημών αδελφών, εάν δυνηθώμεν φυλάξαι μετ’ αυτής και την μετά του Θεού!».

Η θέση του ασκητού έναντι της αδελφικής αγάπης δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία για τους άλλους. Ο ασκητής της ερήμου δεν εκθειάζει την αγάπη αυτή για να προτρέψει τους άλλους να τη ζήσουν, ενώ αυτός παραμένει περιτειχισμένος μέσα στην απόλυτη «ησυχία» του. «Πολλοί εξ αυτών (των ασκητών) τοις θηρίοις, και τω ξίφει, και τω πυρί παρέδωκαν τα σώματα εαυ¬τών διά τον πλησίον». Δεν δίστασε ο ασκητής της ερήμου, όπου χρειάστηκε, να θυσιάσει την «ησυχία» του, αλλά και τη ζωή του χάριν της αγάπης του αδελφού. Έτσι σε πολλές ασκητικές διηγήσεις μάς παραδίδεται ένας απερίγραπτος και συγκλονιστικός πλούτος ζωντανής αδελφικής αγάπης.

Ο άββάς Αγάθων είχε διακριθεί πολύ στην εκδήλωση της αδελφικής αγάπης και δεν ησύχαζε αν δεν έκανε, όταν μπορούσε, κάτι καλό για τον πλησίον. «Ουκ έφερε μη αναπαύσαι τον πλησίον αυτού». Φροντίζοντας δε πάντα να ξεπεράσει τον εαυτό του σε έκφραση αγάπης, έλεγε· «Ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού, και δούναι το εμόν». «Είδες αγάπην τελείαν»;

Κάποτε, διηγούνται οι ασκητικοί πατέρες, ο άγιος Μακάριος επισκέφθηκε ένα ασθενή αδελφό και, κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλησίον του, τον ερώτησε αν είχε ανάγκη από κανένα πράγμα. Ο ασθενής απήντησε·«ολίγου τρυφερού άρτου». Στη μοναχική αδελφότητα του ασθενούς αδελφού έψηναν μια φορά το χρόνο το ψωμί όλης της χρονιάς. Κι’ ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε φαίνεται να τραφεί με τόσο σκληρό παξιμάδι. Αμέσως τότε «αναστάς ο αξιομακάριστος εκείνος ανήρ, καίπερ τυγχάνων ετών ενενήκοντα», ξεκίνησε από τη σκήτη του ασθενούς αδελφού και επορεύθη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί, αφού «ηλλάξατο τους ξηρούς άρτους εις απαλούς, τους έφερε, πάλιν πεζοπορών, στον ασθενή μοναχό». Στην αδελφική αυτή πράξη βλέπει κανείς ασφαλώς το γνήσιο κοινωνικό περιεχόμενο της ασκητικής ησυχίας.

Για τον αββά Αγάθωνα, που υπήρξε «ανήρ εμπειρότατος πάντων των κατ’ εκείνον τον καιρόν Μοναχών, και την σιωπήν και την ησυχίαν υπέρ πάντας τιμών», διηγούνται και τα εξής.

Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ένα πανηγύρι σε μια κοντινή στη σκήτη του πόλη, επήγε ο άγιος να πουλήσει το εργόχειρό του για να αγοράσει τα παξιμάδια της χρονιάς. Αλλά συνέβη να συναντήσει στην αγορά «ξένον τινά ερριμένον και ασθενούντα». Τότε δεν χάνει την ευκαιρία να εκδηλώσει και στην περίπτωση αυτή την πλούσια αδελφική του αγάπη. Αναλαμβάνει υπό την προστασία του τον εγκαταλελειμμένο και άρρωστο αδελφό. Μισθώνει οικία και τον στεγάζει, φροντίζοντας να κάνει το παν για να αναρρώσει το συντομότερο. Συγχρόνως εργάζεται «ταις ιδίαις χερσίν» για να πληρώνει τα έξοδα αυτής της συμπαραστάσεώς του στον ασθενή. Έτσι σε έξη μήνες έγινε ο ξένος υγιής και ο άγιος επέστρεψε στην ησυχία του. «Αύτη εστίν η τελεία αγάπη».

Τέλος σε μια επιστολή του υπενθυμίζει ο άγιος Ισα¬άκ ότι κάποιος από τους ασκητικούς πατέρες δίδαξε πως τίποτε άλλο δεν μπορεί να λυτρώσει τον Μοναχό από τον δαίμονα της υπερηφάνειας και της πορνείας εκτός από την άσκηση μιας «κοινωνικής» αποστολής. Δηλ. ο Μοναχός που περιποιείται ασθενείς και «κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός» αναπληρώνει πολλές πνευματικές προσπάθειες, που θα εχρειάζετο να καταβάλλει, για να απαλλαγεί από τις ενοχλήσεις του πονηρού.

Αλλά και πολλές άλλες διηγήσεις και περιστατικά της μοναχικής πολιτείας δείχνουν πως η ασκητική τελειότητα εκφράζεται θαυμάσια στην αγάπη για τον αδελφό. Μάλιστα η αγάπη αυτή, σαν έμπρακτη βίωση, είναι κριτήριο της τελειότητας. «Των δε φθασάντων την τελειότητα τούτο εστί το τεκμήριον. Εάν καθ’ ημέραν δεκάκις εις καύσιν παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτων» .

Έτσι η επιφανειακή αντικοινωνική μόνωση του ασκητικού βίου είναι το ταπεινό εξωτερικό ένδυμα που καλύπτει μια ασύγκριτη πνευματική ομορφιά. Το πνευματικό βάθος της ασκήσεως, και στη πιο σκληρή μορφή της «ακρότατης μονώσεως», είναι βίωση της αδελφικής αγάπης που γεννάται από τη μυστική ένωση με το Θεό, την απόλυτη και άπειρη Αγάπη!

(Ιωαν.Κορναράκη, «Ανταύγειες της Πατερικής ερήμου μέσα στο σύγχρονο κόσμο», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 41-50)
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
ΚΑΙ  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ  
Πολλοί εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι «μυημένοι» εἰς προστάγματα-ἐντολάς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀποροῦν διατί κατά τάς συμπροσευχάς Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων μέ πλανεμένους Χριστιανούς (Παπικούς, Προτεστάντας κ.λπ) ὁμιλοῦμεν περί καταφρονήσεως τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων ἀπό ἐκείνους (τούς Ἁρχιερεῖς καί Πατριάρχας), οἱ ὁποῖοι ὤφειλον νά τούς ὑπερασπίζωνται. Δέν αὐθαιρετοῦμεν εἰς τήν κριτικήν μας. Στηριζόμεθα εἰς τόν 45ον Ἱερόν Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Οὗτος ὁρίζει:
«Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω».
Πολλοί Πατριάρχαι, Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι καταφρονοῦν τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἀποστολικοῦ αὐτοῦ Κανόνος περί ἀφορισμοῦ καί συμπροσεύχονται ἱεροφοροῦντες μετά πλείστων αἱρετικῶν, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Λουθηρανῶν, Ἀγγλικανῶν κ.λπ κλονίζοντες τήν πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων,
πρός τούς ὁποίους λέγουν ὅτι τήν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως δέν ἐκφράζει μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀλλά ὅτι ὅλαι αἱ «Ἐκκλησίαι» ἐκφράζουν τήν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως καί σώζουν. Πῶς νά ἐνισχυθῆ τό Ὀρθόδοξον φρόνημα τῶν πιστῶν, ὅταν αἱ κεφαλαί τῆς Ἐκκλησίας μας καταφρονοῦν τούς Ἱερούς Κανόνας καί συμπορεύονται μετά τῶν αἱρετικῶν Χριστιανῶν, ἐξισώνοντες τήν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τό σκότος καί τήν πλάνην τῶν Προτεσταντῶν, τῶν Παπικῶν, τῶν Ἀγγλικανῶν; Οἱ τελευταῖοι χειροτονοῦν «παπαδίνας» καί «ἱερολογοῦν» ὁμοφυλοφιλικούς γάμους. Ἐάν οἱ Πατριάρχαι καί οἱ Μητροπολῖται μας θεωροῦν ἑαυτούς ὡς διαδόχους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, διατί ἀγωνίζονται νά ἀποδείξουν ὅτι δέν σέβονται τάς διδαχάς των;

Τό βάπτισμα

Τόν τελευταῖον καιρόν πληθαίνουν οἱ Σεβ. Μητροπολῖται τῆς Ἑλληνοφώνου Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ὑπακούοντες εἰς τά κελεύσματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύσσουν ὅτι τό βάπτισμα, τό τελούμενον ὑπό τῶν αἱρετικῶν χριστιανῶν, εἶναι ἔγκυρον, ἐπειδή αὐτό γίνεται εἰς τό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Φαίνεται πώς ἡ αἵρεσις τοῦ Φιλιόκβε ἤ τό ράντισμα τοῦ βαπτιζομένου ἀντί τοῦ βαπτίσματος δέν ἔχει οὐδεμίαν σημασίαν διά τούς Σεβ. Μητροπολίτας καί τούς κληρικούς ὀπαδούς των. Τί ὁρίζει ὅμως ὁ 46ος Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων; Οὗτος ὁρίζει ὅτι:
«Ἐπίσκοπον ἤ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προτάσσομεν, τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
Εἰς ἁπλᾶ Ἑλληνικά ὁ Κανών ὁρίζει ὅτι «ὅποιος ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤθελεν ἀποδεχθῆ ὡς ὀρθόν καί ἀληθινόν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἤ τήν παρ᾽ αὐτῶν προσαγομένην θυσίαν, ὁ τοιοῦτος
προστάζομεν νά καθαιρεθῆ. Ἐπειδή ποίαν συμφωνίαν ἔχει ὁ Χριστός μέ τόν διάβολον ἤ ποίαν μερίδα ἔχει ὁ πιστός μέ τόν ἄπιστον;». Ποῖος ὅμως νά καθαιρέση ποῖον, ὅταν τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διά συγκεκριμένων Σεβ. Μητροπολιτῶν ἡγεῖται τῆς παραβιάσεως- καταφρονήσεως καί τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος αὐτοῦ; Εἶναι δυνατόν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί οἱ Σεβ. Μητροπολῖται (ὄχι ὅλοι) νά διακηρύσσουν μέ τάς θεωρίας καί τάς πράξεις των ὅτι εἶναι ὑπερ άνω τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι δυνατόν νά συμπεριφέρωνται ὡς οἱ Πάπαι, οἱ ὁποῖοι μέ βάσιν τήν Α´ Βατικάνιον Σύνοδον εἶναι ἀλάθητοι καί δύνανται νά διορθώσουν ἀκόμη καί τόν… Θεόν;


ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 1962
Αναρτήθηκε από ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. στις 1:54 π.μ. 0 σχόλια
Ετικέτες ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΒΑΙΝΟΜΕΝ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΝ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ;(2ο ΜΕΡΟΣ)

Tί διδάσκουν οἱ Πατέρες

Παραλείπουμε ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς, καθὼς καὶ πολλὲς μαρτυρίες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐπιστολὴ Bαρνάβα, τὰ «Kλημέντια», τὸν «Ποιμένα» τοῦ Ἑρμᾶ, τὸν Ἰουστῖνο καὶ τὶς Διδαχὲς τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖες σαφῶς μαρτυροῦν περὶ καταδύσεως, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τί διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τί ὁρίζουν οἱ ἱεροὶ Kανόνες της. Ὁ M. Bασίλειος γράφει: «Ἐν τρισὶ καταδύσεσι καὶ ἰσαρίθμοις ταῖς ἐπικλήσεσι τὸ μέγα μυστήριον τοῦ βαπτίσματος τελειοῦται, ἵνα καὶ ὁ τοῦ θανάτου τύπος ἐξεικονισθῇ καὶ τῇ παραδόσει τῆς θεογνωσίας τὰς ψυχὰς φωτισθῶσιν οἱ βαπτιζόμενοι».9 Kατὰ τὸν μέγα φωστῆρα τῆς Kαισαρείας καὶ οἰκουμενικὸ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας τὸ Mυστήριο τοῦ Bαπτίσματος δὲν τελειοῦται ἄνευ τῶν τριῶν καταδύσεων.
Ἀπὸ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Nύσσης τὸ βάπτισμα, ποὺ τελεῖται μὲ τριττὴ κατάδυση, χαρακτηρίζεται «μίμησις τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Kυρίου».10
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης γράφει: «Tὸν οὖν ἱερῶς βαπτιζόμενον ἡ συμβολικὴ διδασκαλία μυσταγωγεῖ, ταῖς ἐν τῷ ὕδατι τρισὶ καταδύσεσι, τὸν θεαρχικὸν τῆς τριημερονύκτου ταφῆς Ἰησοῦ τοῦ ζωοδότου μιμεῖσθαι θάνατον». Kαὶ ἀλλοῦ: «Oἰκείως ἡ δι᾽ ὕδατος ὁλικὴ κάλυψις εἰς τὴν τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τῆς ταφῆς ἀειδοῦς εἰκόνα παρείληπται». Kαὶ ἀλλοῦ: «Tρὶς μὲν οὖν αὐτὸν (τὸν κατηχούμενο) ὁ Ἱεράρχης βαπτίζει ταῖς τρισὶ τοῦ τελουμένου καταδύσεσι καὶ ἀναδύσεσι, τὴν τριττὴν τῆς θείας μακαριότητος ἐπιβοήσας ὑπόστασιν».11
Ὁ ἅγιος Kύριλλος Ἱεροσολύμων στοὺς Kατηχητικοὺς Λόγους του γράφει: «Kαθάπερ ὁ Σωτὴρ ἡμῶν τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς γῆς ἐποίησεν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ πρώτῃ ἀναδύσει, τὴν πρώτην ἐμιμεῖσθε τοῦ Xριστοῦ ἐν τῇ γῇ ἡμέραν, ἐν δὲ τῇ καταδύσει, τὴν νύκτα. Kαὶ πάλιν, ὥσπερ ὁ Ἰησοῦς τὰς οἰκουμενικὰς ἁμαρτίας ἀναλαβὼν ἀπέθανεν, ἵνα θανατώσας τὴν ἁμαρτίαν ἀνα στήσῃ σε ἐν δικαιοσύνῃ, οὕτω καὶ σὺ καταβὰς εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ τρόπον τινὰ συνταφεὶς ὥσπερ ἐκεῖνος ἐν τῇ πέτρᾳ, ἐγείρεσαι ἐν καινότητι ζωῆς περιπατῶν. Kαὶ αὖθις ἐπὶ τὴν ἁγίαν τοῦ θείου βαπτίσματος ἐχειραγωγεῖσθε κολυμβήθραν, ὡς ὁ Xριστὸς ἀπὸ τοῦ ἐπὶ τὸ προκείμενον μνῆμα. Kαὶ πάλιν ὥσπερ ὁ Xριστὸς ἐν τῷ Ἰορδάνῃ λουσάμενος ποταμῷ, καὶ τῶν φώτων τῆς Θεότητος μεταδοὺς τοῖς ὕδασιν, ἀνέβαινεν ἐκ τούτων, καὶ Πνεύματος ἁγίου ἐπιφοίτησις οὐσιώδης αὐτῷ ἐγένετο, τῷ ὁμοίῳ ἐπαναπαυομένου τοῦ ὁμοίου, οὕτω καὶ ἡμῖν ἀναβεβηκόσιν ἀπὸ τῆς κολυμβήθρας τῶν ἱερῶν ναμάτων, ἐδόθη χρῖσμα τὸ ἀντίτυπον, οὗ ἐχρίσθη Xριστός».11
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἑρμηνεύοντας τὸ Ἀποστολικὸ «σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ», γράφει: «Σύμφυτοι γεγόναμεν, ἤγουν μέτοχοι, ὥσπερ τὸ σῶμα τὸ Δεσποτικὸν ταφὲν ἐν τῇ γῇ, ἔφυσε σωτηρίαν τῷ κόσμῳ, οὕτω καὶ τὸ ἡμῶν σῶμα ταφὲν ἐν τῷ Bαπτίσματι ἔφυσε δικαιοσύνην ἡμῖν αὐτοῖς. Tὸ δὲ ὁμοίωμα οὕτως ἔχει. Ὥσπερ ὁ Xριστὸς ἀπέθανε, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν τῷ βαπτίσματι θνῄσκοντες ἀνιστάμεθα. Tὸ γὰρ καταδῦσαι τὸ παιδίον ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ τρίτον καὶ ἀναδῦσαι, τοῦτο δηλοῖ τὸν θάνατον καὶ τὴν τριήμερον ἀνάστασιν τοῦ Xριστοῦ».11 Tὰ αὐτὰ διδάσκει καὶ ὁ ἱερὸς Xρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ ἄλλοι Πατέρες τῶν ὀκτὼ πρώτων αἰώνων, ἀλλὰ καὶ μεταγενέστεροι Πατέρες.
Ὁ Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως Ἰερεμίας B΄ (1573-81), ἀπαντώντας στοὺς Λουθηρανοὺς θεολόγους τῆς Tυβίγγης, γράφει γιὰ τὸν τύπο τοῦ κανονικοῦ βαπτίσματος: «Tῆς Tριάδος ἐπαδομένης, τρισὶ καταδύσεσιν, ἀλλὰ μὴ ἐπιχύσει τρισσῇ χρώμενοι. Ἐβάπτιζον γὰρ οἱ πάλαι οὐ χερσὶν οἰκείαις τὸ ὕδωρ ἐπιρραντὶζοντες τοῖς βαπτιζομένοις, ἀλλὰ διὰ τριῶν καταδύσεων, τοῖς θείοις εὐαγγελίοις ἑπόμενοι».12
Ὁ Mητροφάνης Kριτόπουλος στὴν ὁμολογία του τονίζει καὶ αὐτὸς τὴν ἀνάγκη τῶν τριῶν καταδύσεων ὡς ἑξῆς: «Tοὺς βαπτιζομένους καταδύεσθαι χρὴ τρὶς ἐν τῷ ὕδατι, ἐπεὶ καὶ ὁ Σωτὴρ κατέδυ εἰς τὸ ὕδωρ ὑπὲρ ἡμῶν… Ἔτι τὸ βάπτισμά ἐστιν εἰκὼν καὶ ὁμοίωμα τοῦ Σωτῆρος θανάτου… Ὁμοιωθησόμεθα δὲ τῷ θανάτῳ ἐκείνου πῶς ἄλλως, εἰ μὴ κρυβῶμεν τρὶς ἐν τῷ ὕδατι, ὥσπερ ἐκεῖνος τριήμερος ἐν τῇ γῇ; “Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος“, τουτέστι κρυβέντες ἐν τῷ ὕδατι συνετάφημεν τῷ Kυρίῳ».13
Ὁ ἅγ. Nικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁμιλώντας γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων, γράφει: «Tὸ βάπτισμα αὐτῶν ψεύδεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Kαὶ οὐχ ὅλως ἐστὶ βάπτισμα, ἀλλὰ ράντισμα μόνον ψιλόν… Tὸ λατινικὸν ράντισμα, τῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων ὂν ἔρημον, ἀκολούθως ἔρημον καὶ τοῦ τύπου τοῦ τριημερονυκτίου θανάτου καὶ τῆς ταφῆς καὶ Ἀναστάσεως τοῦ Kυρίου ὑπάρχει. Ἐκ δὲ τούτων, δῆλόν ἐστι καὶ ὁμολογούμενον, ὅτι καὶ ἔρημον πάσης χάριτός ἐστι καὶ ἁγιασμοῦ καὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. Eἰ δὲ οἱ Λατῖνοι ἀνθίστανται, ὅτι τὸ ἑαυτῶν ράντισμα διὰ τῶν ἐπικλήσεων τῆς ἁγίας Tριάδος παρεκτικόν ἐστιν ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος, ἂς μάθωσιν, ὅτι δὲν τελειοῦται τὸ βάπτισμα διὰ μόνον τῶν τῆς Tριάδος ἐπικλήσεων, ἀλλὰ δεῖται ἀναγκαίως καὶ τοῦ τύπου τοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς καὶ ἀναστάσεως τοῦ Kυρίου. Ἐπειδὴ οὔτε μόνη ἡ εἰς τὴν Tριάδα πίστις σῴζει τὸν βαπτιζόμενον, ἀλλὰ σὺν αὐτῇ ἀναγκαία ὑπάρχει καὶ ἡ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Mεσσίου πίστις καὶ οὕτω δι᾽ ἀμφοτέρων ἐντὸς τῆς σωτηρίας καὶ μακαριότητος γίνεται οὗτος».14 Σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο ὁ ἱερὸς Πατὴρ τονίζει:
«Ἓν τοῦτο ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖον, τόσο εἶναι ἰσχυρὸν καὶ ἀναντίρρητον, ὅσον εἶναι ἰσχυροὶ καὶ ἀναντίρρητοι οἱ Kανόνες τοῦ μεγάλου Bασιλείου καὶ τοῦ ἱερομάρτυρος Kυπριανοῦ, ὡσὰν ὁποῦ ἔλαβον, καὶ ἔχουν μάλιστα τὸ κῦρος ἀπὸ τὴν ἁγίαν καὶ Oἰκουμενικὴν στ΄ σύνοδον (β΄ καν.) οἱ Λατῖνοι εἶναι ἀβάπτιστοι, διατὶ δὲν φυλάττουσι τὰς τρεῖς καταδύσεις εἰς τὸν βαπτιζόμενον, καθὼς ἄνωθεν ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων παρέλαβεν… Λοιπὸν ἀβάπτιστοι οἱ Λατῖνοι, διατὶ δὲν κάνουσι τὰς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις, κατὰ τὴν Ἀποστολικὴν παράδοσιν. Περὶ τούτων τῶν τριῶν καταδύσεων πόσον εἶναι ἀναγκαῖαι καὶ ἀπαραίτητοι εἰς τελείωσιν τοῦ βαπτίσματος, δὲν λέγομεν. Ὅποιος ἀγαπᾷ, ἂς ἀναγνώσῃ, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην ἂς ἀναγνώσῃ τὸ ἐγχειρίδιον τοῦ πολυμαθεστάτου καὶ σοφωτάτου Eὐστρατίου τοῦ Ἀργέντου».15
Tέλος, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ὑπὲρ τῶν τριῶν καταδύσεων ὁμιλοῦν καὶ οἱ Kανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ N΄ Kανόνας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἀπαιτεῖ ρητῶς «τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως», δηλαδὴ τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις, ἐνῷ ὁ Z΄ Kανόνας τῆς B΄ Oἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφερό μενος στὸ βάπτισμα τῶν Eὐνομιανῶν (ἄκρων Ἀρειανῶν), ὁρίζει:
«Eὐνομιανοὺς τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους… θέλοντας προστίθεσθαι τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ὡς
ἕλληνας δεχόμεθα».16 Ὁ ἀείμνηστος καὶ σοφὸς καθηγητὴς Xρ. Ἀνδροῦτσος, σχολιάζοντας αὐτὸν τὸν Kανόνα, γράφει: «Tὸ χωρίον, κατὰ γράμμα λαμβανόμενον, θεσπίζει προφανῶς καὶ τὴν τριττὴν κατάδυσιν ὡς κριτήριον τοῦ ἐγκύρου βαπτίσματος».

Ἡ εὐθύνη ποιμένων
καὶ ποιμαινομένων

Θὰ μποροῦσε νὰ γραφῇ ὁλόκληρο βιβλίο, ἐὰν θέλαμε νὰ συμπεριλάβουμε ὅλες τὶς ἀδιάψευστες πηγές, ποὺ περιέχει ἡ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες μαρτυροῦν ὅτι οἱ τρεῖς καταδύσεις
καὶ ἀναδύσεις εἶναι μαζὶ μὲ τὴν κανονικότητα τοῦ κληρικοῦ, ποὺ τελεῖ τὴν βάπτιση καὶ τὴν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Tριάδος, βασικώτατο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ Bαπτίσματος, δίχως τὸ ὁποῖο τὸ Mυστήριο εἶναι ἀτελές, ἐλλειματικό, πολὺ δὲ φοβούμεθα καὶ ἄκυρο. Θεωροῦμε ὅμως, ὅτι τὰ στοιχεῖα, ποὺ παρουσιάσαμε, εἶναι ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, τὸ μέγεθος τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐγκλήματος (διότι περὶ ἐγκλήματος πρόκειται), τὸ ὁποῖο καθ᾽ ἕξιν, κατ᾽ ἐξακολούθηση καὶ κατὰ συρροή, διαπράττεται μέσα στοὺς ἑλληνορθοδόξους ναοὺς τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἐξωτερικοῦ. Ὅπως εἴδαμε, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ξεκάθαρη στὸ θέμα αὐτό. Ἄνευ τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων τὸ βάπτισμα δὲν τελειοῦται. Aὐτὴ δὲ ἡ ἀτέλεια συνεπάγεται πνευματικές, ἀλλὰ καὶ ψυχοσωματικὲς συνέπειες γιὰ τὸν βαπτιζόμενο, ἀλλὰ καὶ τὸν κληρικό, ποὺ εὐθύνεται γι᾽ αὐτή. Kαὶ ὁ μὲν N΄ Kανόνας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων παραγγέλλει νὰ καθαιρῆται ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, ποὺ τελεῖ τὸ βάπτισμα μὲ μία μόνο κατάδυση καὶ ἀνάδυση. Ποιά ὅμως Σύνοδος θὰ ἐπιληφθῇ τῆς ἐπιδημικῶν διαστάσεων ἀντορθοδόξου καὶ αἱρετικῆς τακτικῆς ἑκατον τάδων συγχρόνων ἐπισκόπων καὶ πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι τελοῦν ἀναρίθμητες κατ᾽ ἔτος βαπτίσεις ἄνευ οὐδεμιᾶς καταδύσεως, ἔχοντες ἀντικαταστήσει ὅλως αὐθαιρέτως, παρανόμως καὶ ἀντικανονικῶς τὸ ὀρθόδοξοBάπτισμα μὲ τὴν Παπικῷ τῷ τρόπῳ ἀνίερη ἐπίχυση ὕδατος στὸ κεφάλι καὶ τὸ σῶμα τῶν βαπτιζομένων; Ὢ καὶ νὰ ἐγνώριζαν οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ τί λόγο θὰ δώσουν στὸν Θεὸ γι᾽ αὐτὴ καὶ ἄλλες ἀνεπίτρεπτες καινοτομίες τους! Ὁ Θεὸς τοὺς κατέστησε ὑπηρέτες του καὶ «οἰκονόμους», διαχειριστὲς τῶν μυστηρίων του, αὐτοὶ ὅμως κινδυνεύουν νὰ εὑρεθοῦν ὑπόδικοι γιὰ ἀλλοίωση τοῦ θεοπαραδότου χαρακτῆρος τῶν ἱερῶν αὐτῶν μυστηρίων. Ποῖος ποτὲ φανταζόταν ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικά μας πράγματα θὰ ἔφθαναν σὲ τοιαύτη κατάπτωση, ὥστε νὰ χρειασθῇ νὰ ἀντλήσουμε ἐπιχειρήματα ἀπ᾽ αὐτά, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποίησε κατὰ καιροὺς ἐναντίον τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, γιὰ νὰ ἀφυπνίσουμε καὶ εὐαισθητοποιή σουμε ὄχι αἱρετικούς, ἀλλὰ τοὺς ὀρθοδόξους τῶν ἐσχάτων τούτων καιρῶν καὶ νὰ ἐλέγξουμε τὴν ἐπικίνδυνη αὐτὴ καινοτομία καὶ αὐθαιρεσία!
Γνωρίζουμε ὅτι κάποιοι παπόφιλοι, δυτικόπληκτοι καὶ ἀθεόφοβοι οἰκουμενιστὲς κληρικοί, δὲν θὰ διορθωθοῦν, ἀλλὰ θὰ συνεχίσουν νὰ τελοῦν ἀντικανονικὲς καὶ ἀτελεῖς βαπτίσεις. Eἴμεθα βέβαιοι ὅμως, ὅτι θὰ ὑπάρξουν καὶ κάποιοι καλοπροαίρετοι καὶ θεοφοβούμενοι λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου, ποὺ θὰ προβληματισθοῦν μὲ τὰ γραφόμενά μας καὶ θὰ ἀλλάξουν τακτική. Ὁ τύπος καὶ τρόπος τοῦ βαπτίσματος δὲν εἶναι παρωνυχίδα, ἀλλὰ ὑψίστης σημασίας ζήτημα, ποὺ ἅπτεται τῆς Πίστεώς μας καὶ τῆς σωτηρίας μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀσχολήθηκε διεξοδικὰ μὲ αὐτόν, καὶ ὥρισε τὰ πρέποντα καὶ «συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι λαϊκοὶ διαβάζουν αὐτὲς τὶς γραμμὲς εἶναι ἀνάγκη νὰ εὐαισθητοποιηθοῦν καὶ ν᾽ ἀναλάβουν μιὰ θεάρεστη καὶ ἐπιβεβλημένη ἐκστρατεία ἐνημερώσεως τῶν φίλων καὶ συγγενῶν τους. Nαί, ἀδελφοί, ἐνημερώσετε, διαφωτίσετε, προειδοποιήσετε, τοὺς συνανθρώπους μας, ὅτι οἱ συνέπειες τῶν ἀντικανονικῶν βαπτίσεων, ποὺ τελοῦνται ἀπὸ πλείστους κληρικούς, εἶναι ὀλέθριες, καὶ ἡ εὐθύνη ὅσων λαϊκῶν ἀπαιτοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τέτοιες βαπτίσεις ἢ ὅσων ἱερέων τὶς τελοῦν εἶναι μεγάλη ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ βαπτιζομένου προσώπου. Tόσο μεγάλη, ὥστε ὁ ἱερομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος Kοσμᾶς ὁ Aἰτωλὸς προειδοποιοῦσε τότε τοὺς σκλαβωμένους προγόνους μας, προειδοποιεῖ καὶ σήμερα ὅλους ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς:
«Nὰ βαπτίζετε ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας σας μὲ τὴν γνώμην καὶ σκοπὸν τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀνατολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Nὰ τὰ βουτᾶτε μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν· νὰ ἔχετε μέσα πολὺ νερὸ καὶ νὰ κάμνετε τρεῖς ἀνα δύσεις καὶ τρεῖς καταδύσεις λέγοντας τὰ ὀνόματα τῆς Ἁγίας Tριάδος… Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾷ ὁποὺ νὰ μὴν μείνῃ ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ Διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶναι καλὰ βαπτισμένα»!17
Ἀλήθεια, ἀναρωτηθήκαμε ποτέ, μήπως πολλὰ ἀπὸ τὰ «ψυχολογικὰ προβλήματα» τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων μας σήμερα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν πραγματικὴ μάστιγα στὴν ἐποχή μας, ὀφείλονται στὶς ἀτελεῖς αὐτὲς βαπτίσεις; Ἔχουμε ἄδικο λοιπόν, χαρακτηρίζοντας τὴν κατάσταση αὐτὴ ἐγκληματική; Ἂς μὴ παίζουμε ἑπομένως ἐν οὐ παικτοῖς, ἀλλ᾽ ἂς σημάνουμε συναγερμὸ καὶ ἂς ἀναλάβουμε ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, τὶς εὐθῦνες μας. Ἐμεῖς, ἀπ᾽ αὐτὴ ἐδῶ τὴν ἔπαλξη, καλοῦμε καὶ
παρακαλοῦμε ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιληφθοῦν δίχως καθυστέρηση τοῦ θέματος μὲ ἱερατικὲς συνάξεις καὶ διαφωτιστικὲς ποιμαντικὲς ἐγκυκλίους, τοὺς δὲ γονεῖς καὶ ἀναδόχους ν᾽ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ βάζουν στὴν κολυμβήθρα ἀρκετὸ νερὸ καὶ νὰ τελοῦν τὸ βάπτισμα μὲ τρεῖς πλήρεις καταδύσεις, κανονικῶς καὶ ὀρθοδόξως, καὶ ὄχι ὅπως ἐπιβάλλει τὸ κοσμικὸ καὶ ἀντίχριστο πνεῦμα τῶν χαλεπῶν τούτων καιρῶν. Eἴθε μὲ τὴν συνεργασία ὅλων μας ἡ σύγχρονη αὐτὴ ἐπιδημία τῶν ἀντικανονικῶν βαπτίσεων νὰ περιορισθῇ καὶ συντόμως νὰ ἐκλείψῃ.

Ὑποσημειώσεις:

1. EΠE 3, 86. BEΠEΣ 55, 122
2. Ὀρθόδοξος Tύπος, 11.7.2008, σελ. 3
3.Mατθ. 28, 19
4. Σπυρίδωνος Mπιλάλη, Ὀρθο-
δοξία καὶ Παπισμός, Tόμ. B΄, ἐκδ.
Ὀρθ. Tύπου, Ἀθῆναι 1969, σελ. 193
5. Mατθ. 3, 16 & Mάρκ. 1, 9-11
6. Nικολάου Σωτηροπούλου, Tὸ
Eὐαγγέλιο τοῦMατθαίου, «Σταυρός»,
Ἀθῆναι 1994, σελ. 39 (ἡ ὑπογράμμιση
δική μας).
7.Πράξ. 8, 38-39
8. Ῥωμ. 6, 3-5
9. M. Bασιλείου, Περὶ Ἁγίου
Πνεύματος, 15, 35. PG 32, 132A
10. Γρηγορίου Nύσσης, Eἰς τὴν
ἡμέραν τῶνΦώτων, PG 46, 585AB
11. Ἰω. Kαρμίρη, Tὰ Δογματικὰ καὶ
Συμβολικὰ Mνημεῖα, B΄ σ. 459
12. Ἰω. Kαρμίρη, Tὰ Δογματικὰ καὶ
Συμβολικὰ Mνημεῖα, B΄ σ. 530, 531
13. Nικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδά -
λιον, σελ. 59, 64. Ἀθῆναι 1886
14. Nικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδά -
λιον, σελ. 55, ἐκδ. Παπαδημητρίου,
Ἀθῆναι 1998
15. Πηδάλιο, Ἀθῆναι 1998, σελ. 62,
163
16. Πηδάλιο, Ἀθῆναι 1998, σελ. 63-
64
17. Aὐγουστίνου Kαντιώτου, Kο -
σμᾶς ὁ Aἰτωλός, «Σταυρός», Ἀθῆναι
1977, σελ. 221, 265.

ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ.ΦΥΛ. 1962




 ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ  
«κατά τόν ὡς εἴρηται Ν΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχοντος ἐπικύρωσιν ὑπό Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων συστατικόν στοιχεῖον ἀπαραίτητον τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τυγχάνει ἡ τρισσή κατάδυσις καί ἀνάδυσις ἐντός ἡγιαμένου ὕδατος» (Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ)

«Οι τρεις καταδύσεις στο νερό γίνονται μεν για τη σωστική επίκληση της ζωαρχικής Τριάδος, εικονίζουν δε τη τριήμερη ταφή του Κυρίου. Δηλώνουν συνάμα και την ανάσταση του τριμερούς της ψυχής από την αμαρτία και την επάνοδο του νου, της ψυχής και του σώματος μαζί, προς την αφθαρσία. Ώστε μέσα στο θείο βάπτισμα και ο θάνατος να βλέπεται και η ζωή, η ταφή και η ανάσταση μαζί. Αφού με το θείο βάπτισμα πεθάναμε στην αμαρτία και οφείλουμε να ζούμε με την αρετή για το Θεό». (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά).

«Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ ὁποὺ νὰ μὴν μείνη ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶνε καλὰ βαπτισμένα» (ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ).

Εις τις ημέρες μας, δυστυχώς, βλέπουμε την αλλοίωση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος εις αρκετές Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπου τελείται το Βάπτισμα όχι επι τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου, αλλά δι΄ επίχυση η ράντισμα εις την κεφαλή του ιδίου. Τούτο είναι αντικανονικό και ασεβές, διότι κατά τους λόγους των Πατέρων υπάρχει κίνδυνος ο βαπτιζόμενος να παραμείνει αβάπτιστος!!!
Θα ξεκινήσουμε μια σειρά άρθρων δια το Μυστήριο του Βαπτίσματος εξηγώντας το Μυστήριο αλλά και τις Προυποθέσεις δια το Ορθόν ή μάλλον Ορθόδοξο Βάπτισμα, ελπίζωντας οι Ιερείς να σταματήσουν να επιτελούν το Βάπτισμα δια της κακώς γενομένης επιχύσεως και ραντίσματος.
Το Μυστήριον του Βαπτίσματος

Τό "Αγιον Βάπτισμα είναι τό Μυστήριον όπου μας εισαγάγει στην Κιβωτό της Σωτηρίας, την Εκκλησία του Χριστού καί είναι δώρον της άγάπης του Θεού προς τόν άνθρωπο.
Ό σκοπός του Βαπτίσματος είναι ή άναγέννηση του άνθρωπου, ή υιοθεσία καί σωτηρία του.
Τό άγιον Βάπτισμα επέχει την πρώτη θέση, έφ' όσον χωρίς αυτό, κανένα άλλο, άπό τά υπόλοιπά Μυστήρια, δέν μπορεί νά τελεσθεί.
Τό "Αγιον Βάπτισμα μας γεννά έκ δευτέρου με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος επειδή χάσαμε τήν πρώτη μας άπαθή γέννηση καί ή σύλληψη μας έγινε «έν άνομίαις» καθώς ψάλλει ό Προφητάναξ Δαβίδ.
Ή πρώτη λοιπόν πράξη, γιά νά αφήσει ό άνθρωπος τόν κόσμο της φθοράς καί της δουλείας καί νά εισέλθει στό Βασίλειον της θείας Χάριτος, είναι τό "Αγιον Βάπτισμα.
Τό Μυστήριον αυτό καλείται άπό τόν Άπόστολο Παύλο «Λουτρόν Παλιγγενεσίας καί όνακαινώσεως πνεύματος Αγίου». «Παρέχει εις τόν βαπησθέντα τήν νέαν ζωήν έν Χριστώ καί διανοίγει εις αυτόν τήν θύραν της εισόδου εις τήν Έκκλησίαν καί της συμμετοχής καί εις τους λοιπούς μυστηριακούς θησαυρούς της».
Ή σπουδαιότητα του Μυστηρίου τούτου καταφαίνεται καί άπό τήν Δεσποτικήν έντολήν του Κυρίου μας, όπου, ολίγον πρό της αναλήψεως αύτου, παράγγειλε στους μαθητές του: «ίνα ευαγγελιζόμενοι τόν κόσμον άπαντα βαπτίζωσι τους πιστεύοντας έπί τω όνόματι της Αγίας Τριάδος, άπειλήσαντος δε κατάκρισιν κατά παντός άπιστήσαντος καί μή βαπτισθέντος».

Προϋποθέσεις απαραίτητοι διά τό 'Έγκυρον βάπτισμα

1. Ή Όρθόδοξη Πίστη καί ομολογία του υποψηφίου προς Βάπτιση ενηλίκου ή διά βρέφος η νήπιον του ανάδοχου, που αυτονόητα θα είναι ορθόδοξος καί ευσεβής.
2. Ό Ιερεύς νά έχει κανονικήν ίερωσύνη.
3. Το αγιασμένον ύδωρ
4. Ή τριττή κατάδυση καί ανάδυση όλοκλήρου του σώματος του βαπτιζομένου εις τό άγιασμένον ύδωρ.
5. Ή επίκληση των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος (του Πατρός καί του Υιού καί του 'Αγίου Πνεύματος), σέ κάθε μία από τίς τρείς καταδύσεις.
6. «Χρίσις» του βεβαπτισμένου αμέσως μετά τό Βάπτισμα, μέ τό Άγιον Μύρο, που έχει κατασκευασθεί απο σύνοδο ορθοδόξων αρχιερέων.
Στίς παραπάνω προϋποθέσεις, θά αναφέρομε καί κάποιες άλλες παραμέτρους, πού άν καί είναι αυτονόητες δέν έκτελούνται όπως πρέπει.
1. Ή όλική έπάλλειψη του σώματος με το Λεγόμενο «έπορκιστόν έλαιον», πού έχει προορισμό να τονώσει τον μυούμενο εν όψει των αγώνων του κατά των δαιμόνων.
Θωρακίζει τόν μυούμενο μέ τό λάδι ως ασπίδα διά νά αντιμετωπίζει τά βέλη του έχθρού.'Αποτελεί προετοιμασία διά τό μεγάλο Μυστήριον πού ακολουθεί.
Κατά τίς Αποστολικές Διαταγές, ή «χρίσις» μέ τόν "Αγιον έπορκιστόν έλαιον γίνεται «εις τύπον τοΰ Πνευματικού Βαπτίσματος».
2. Ή προσεκτική ανάγνωση των ευχών τών εξορκισμών καί τών λοιπών ευχών καί μή παράλειψη αυτών διά τό σύντομον.
3. Ή προετοιμασία του λειτουργού ιερέως (τήν οποίαν οφείλει πρό κάθε τελετουργίας) διά προσευχής, νηστείας, έγκρατείας κ.λπ. όπως διδάσκει ό "Αγιος Συμεών ό Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Εις Κύριος, Μία Πίστις, Έν Βάπτισμα

Τό απόλυτο κέντρο γύρω άπό τό όποιον πρέπει νά συγκροτείται ή θεολογική συνείδηση είναι τό Έφεσ. 4,5: «Είς Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα» καί κατά συνέπειαν μία Εκκλησία μέσα στην οποία καί μόνον τά Μυστήρια είναι έγκυρα καί λυτρωτικά.
Ή Εκκλησία αυτή είναι ή ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ.
Οί Αποστολικοί Κανόνες (46, 47, 50 καί 68) πού ρυθμίζουν οριστικά τό Μυστήριον του Βαπτίσματος έχουν ύπεροχικό καί άπαρασάλευτο κύρος. Δέν είναι άρα δυνατόν νά υπάρξει εκκλησιαστική απόφαση πού νά αντιτίθεται στους Αποστολικούς Κανόνες, τόν Κανόνα του Αγίου Κυπριανού, αλλά καί εκείνους του Μεγάλου Βασιλείου (α' καί μζ'), οί όποιοι έχουν προσλάβει, επίσης, διά του β' της Πενθέκτης, κύρος οικουμενικό.
Ειδικότερα, ως προς το Μυστήριον του Βαπτίσματος, κατά τό Έφεσ. 4, 5 καί τό ίερό σύμβολο, ένα καί μόνο Βάπτισμα υπάρχει, τό Βάπτισμα της Μιας Καθολικής Εκκλησίας, ήτοι της Όρθοδόξου.
Τό Κυριολεκτικώς «Βάπτισμα»

Έκείνο δε είναι κυριολεκτικώς «Βάπτισμα», πού τελείται διά τριών καταδύσεων καί αναδύσεων, καθ' όσον ό όρος «Βάπτισμα» τούτο και μόνο σημαίνει.
Βαπτίζω έκ τού ρήματος βύπτω=βουτώ, καί όχι ραντίζω η επιχύνω - επιχέω.
Τό διά τριών καταδύσεων καί αναδύσεων Βάπτισμα είναι «Θεοδίδακτον» καί «Θεοπαράδοτον», όπως βεβαιώνεται άπό τους Αποστολικούς, Συνοδικούς καί Πατερικούς Κανόνες.
Ή αναγκαιότητα τής τριπλής καταδύσεως γιά τήν υπόσταση τού Μυστηρίου ανταποκρίνεται στην δογματική του φύση.
Κατά τόν Άγιο Νικόδημο, δέν πρόκειται περί απλού συμβολισμού, αλλά περί πραγματικότητος, διότι «αυτός έν ταυτώ ενεργεί τόν του Κυρίου θάνατον, ό άνθρωπος. Τουτέστιν αυτός ό βαπτιζόμενος αποθνήσκει καί συνθάπτεται τώ Χριστώ τώ ύδατι του Βαπτίσματος» (πρβλ. Ρωμ. 6,9).
Χωρίς τίς καταδύσεις είναι «αδύνατον να γέννηται εις ημάς τό ομοίωμα του θανάτου του Χριστού καί τής τριημέρου ταφής».
Το Όρθόδοξον Βάπτισμα είναι, όμως, συνάμα τύπος καί τής «εις Άδου καταβάσεως τής ψυχής» του Κυρίου.
"Ετσι «διά μέν του τύπου του τής ταφής του Χριστού» θεουργείται τό σώμα τού βαπτιζομένου, «διά δέ τού τύπου τής εις Άδου καταβάσεως» θεούται ή ψυχή του.
"Ετσι συνοψίζει τήν σχετική Πατερική διδασκαλία ό Άγιος Νικόδημος: Γνωρίζω ότι ή 'Εκκλησία «έχει δύο κυβερνήσεις καί διορθώσεις», τήν ακρίβεια καί τήν οικονομία.
'Ενώ «οί Απόστολοι» καί οί αρχαιότερες Συνόδοι και Πατέρες εφάρμοσαν την ακρίβεια.
Ή οικονομία, καθώς είναι καρπός ποιμαντικής καί θεραπευτικής διακονίας τής Εκκλησίας, εφαρμόστηκε γιά λόγους καιρικούς - ιστορικούς.
Ή οικονομία όμως δέν αποτελεί κανόνα γιά τήν Όρθοδοξία καί τήν απορρέουσα σωτηρία μας.
«Βάπτισμα» δέν νοείται ή οποιαδήποτε είσοδος στην Εκκλησία, ράντισμα ή έπίχυση, αλλά κατά τόν συγκεκριμένο αποστολικό τρόπο (διά τών τριών καταδύσεων) ένταξη σ' αυτήν.
«Οικονομητέον γάρ ένθα μή παρανομητέον» είπε άποφθεγματικά ό "Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Έπί τήν Αγίαν τού θείου Βαπτίσματος έχειραγωγείσθε κολυμβήθραν... καί ώμολογήσατε τήν σωτήριον όμολογίαν, καί κατεδύετε τρίτον εις τό ύδωρ» (Άγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων).
«Τίνος ένεκεν δί ύδατος ή κάθαρσις; καί προς ποίαν χρείαν αί τρεις καταδύσεις παραλαμβάνονται;... καί τρίτον τούτο ποιήσαντες, τήν τριήμερον έαυτοίς τής Αναστάσεως χάριν έξεικονίζομεν» ('Αγ. Γρηγορίου Νύσσης).
«Τόν ουν ίερώς βαπτιζόμενον ή συμβολική διδασκαλία μυσταγωγεί ταίς έν τώ ύδατι ΤΡΙΣΙ ΚΑΤΑΔΥΣΕΣΙ τόν Θεαρχικόν τής τριημερονύκτου ταφής Ιησού τού Ζωοδότου ΜΙΜΕΙΣΘΑΙ ΘΑΝΑΤΟΝ». ('Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου).
Ή οικονομία πού εφαρμόστηκε άπό τήν Β' Οικουμενική Σύνοδο, γιά κανένα λόγο δέν αίρει τήν ακρίβεια τής Εκκλησίας.
Κατά τόν Άγιο Νικόδημο «ή οικονομία, όπου προς καιρόν έμεταχειρίσθησαν τινές Πατέρες ούτε νόμος, ούτε παράδειγμα δύναται νά νομισθή».
"Αλλωστε καθαρότερα διατυπώνει τήν ίδια θέση ό Κων/νος Οικονόμος ό έξ Οικονόμων γράφοντας: Οι Οικουμενικές Σύνοδοι δέν «ήκύρωσαν τους έπ' ακριβεία νομοθετηθέντας (κανόνας), εί τίνες βούλοιντο τούτοις άκολουθείν προς τελείαν ήσυχίαν τής συνειδήσεως αυτών καί κατά τό παρ αυτής κεκρατηκός αρχαίον έθος».
Ή απόρριψη τού μονοκαταδύτου Βαπτίσματος των ευνομιανών, που κατατάσσονταν μεταξύ τών εντελώς άβαπτίστων, δείχνει τήν καταδίκη άπό τή Σύνοδο, καί συνεπώς άπό τήν Καθολική Εκκλησία, κάθε αλλοιώσεως στην μορφή του Μυστηρίου τού Βαπτίσματος, ή οποία αρκεί γιά νά καταστεί εντελώς αδύνατη η εφαρμογή της οικονομίας.
Στην περίπτωση αυτή κατά τόν Οικονόμο:
«Ό κίνδυνος περί τών όλων ού γάρ έγεννήθησαν έξ ύδατος καί Πνεύματος, ουδέ συνετάφησαν τώ Χριστώ διά τού Βαπτίσματος εις τόν θάνατον».
Είναι δηλαδή άβάπτιστοι καί συνεπώς άμοιροι τής έν Χριστώ αναγεννήσεως.
Ούτε ή «έπίχυση» είναι ποτέ δυνατόν νά θεωρηθεί Βάπτισμα, όπως δυστυχώς γίνεται, κατά κανόνα, ούτε ο ραντισμός.
Στό επιχείρημα ότι ή έπίχυση ή τό ράντισμα «διά τών επικλήσεων τής 'Αγίας Τριάδος περιεκτικόν εστί αγιασμού καί Χάριτος» απαντά ό Άγιος Νικόδημος, ότι, «δέν τελειούται τό Βάπτισμα διά μόνων τών τής ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ επικλήσεων, αλλά δείται άναγκαίως καί τού τύπου τού θανάτου καί τής ταφής καί τής Αναστάσεως του Κυρίου».
Ή πίστη στην 'Αγία Τριάδα καί όταν είναι ορθή, πρέπει νά συμπληρώνεται ύπό τής «είς θάνατον του Μεσσία Πίστεως».
Ό Ν' κανών τών 'Αγίων Αποστόλων λέγει: «Τρία βαπτίσματα μιας μυήσεως έπιτελείν»· τρείς δηλαδή καταδύσεις έν ενί Βαπτίσματι, καί έν εκάστη τών καταδύσεων έν όνομα τής 'Αγίας έπιτελείσθαι Τριάδος.
Ό Ν' κανών τών 'Αγίων Αποστόλων περί τής τριττής καταδύσεως τών βαπτιζομένων ρητώς αποφαίνεται λέγων: «Εί τις Επίσκοπος ή πρεσβύτερος μή τρία βαπτίσματα επιτελέσει αλλ' έν Βάπτισμα τό είς τόν θάνατον τού Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω».
Ό Τερτυλλιανός στό σύγγραμμα του «Adversus Praxeam» λέγει τά εξής περί τού Αγίου Βαπτίσματος: «Ού άπαξ αλλά τρίς καταδυόμεθα βαπτιζόμενοι έν έκάστω ονόματι είς τά ίδια πρόσωπα».
Ό "Αγιος Ίουστίνος ό φιλόσοφος καί μάρτυς στην «Απολογία» του, ονομάζει τό Βάπτισμα λουτρόν λέγοντας: «Επ' όνόματι τού Πατρός τών όλων καί Δεσπότου Θεού, καί τού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καί Πνεύματος Αγίου, τό έν τώ ύδατι τότε λουτρόν ποιούντες».
Ό Κων/νος Οίκονόμος: «Καί απλώς ή έπίχυσις ούκ έχει ούδαμή ουδαμώς τό ομοίωμα τού θανάτου τού Χριστού, ουδέ σύμφυτος αυτώ γίνεται ο επιχεόμενος».
Ό Μέγας Αθανάσιος: «...ώστε καί τόν ροντιζόμενον παρ αυτών ρυπαίνεσθαι μάλλον έν ασέβεια ή λυτρούσθαι».
"Εωλο θεωρούν επίσης, οί Πατέρες τής Έκκλησίας καί τό επιχείρημα, ότι τό ΧΡΙΣΜΑ θεραπεύει τήν περί τήν πράξη «ατέλεια» τού Βαπτισματος.
Ό μή κανονικώς βαπτισθείς, άρα, καί άναγεννηθείς δέν είναι δυνατόν νά γίνει «μέτοχος Χριστού έν μόνω τώ Χρίσματι», καθ' όσον ή αναγέννηση τού άνθρωπου δέν συντελείται διά τού Χρίσματος, άλλα διά τού Βαπτίσματος, τό όποιον ακριβώς «σύμφυτον ποιεί (αυτόν) τού ομοιώματος καί τού θανάτου τού Χριστού» (Ρωμ. 6, 5).

Ευχόμεθα καί προσευχόμεθα άπό μέσης καρδίας, οί αμαρτωλοί, όπως ό Κύριος φωτίζει τους Ποιμένες νά όρθοτομούν καί όρθοπράττουν τά θεσπιθέντα ύπό τής Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Καθηγητής Βυζαντινής Μουσικής



 ΤΟ ΜΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΔΙ΄ ΑΠΛΗΣ ΕΠΙΧΥΣΕΩΣ Η ΡΑΝΤΙΣΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΔΙ΄ ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΣΕΩΣ

Τί διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ἡ ἀλλοίωσις τοῦ Βαπτίσματος πρός χάριν τῆς Ἑνώσεως μετά τῶν Παπικῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν. Καταργεῖται τό Ἱερόν Μυστήριον. Ἀνατρέπεται ὁ θεσμός τῆς τριπλῆς καταδύσεως μέ σκοπόν τήν μεθοδευμένην κατάργησιν τοῦ Ἱ. Μυστηρίου.

Ὑπό τοῦ κ. Χρήστου Λιβανοῦ

«Ἀνατέτραπται μὲν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγμα
τα, συγκέχυνται δὲ Ἐκκλησίας θεσμοί… Ἠμαύρωται κανόνων ἀκρίβεια, ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή», ἔγραφε τὸν 4ο μ.X. αἰῶνα ὁ M.Bασίλειος σὲ ἐπιστολή του «Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους» διεκτραγῳδώντας τὴν οἰκτρὰ τότε, λόγῳ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας.1 Ἆραγε τί θὰ ἔλεγεν ὁ μέγας φωστὴρ τῆς Kαισαρείας, ἐὰν ζοῦσε σήμερα καὶ ἔβλεπε τὰ ὅσα συμβαίνουν στὴν Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τῆς παναιρέσεως τοῦ Oἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐξ ἴσου αἱρετικῆς ἐκκοσμικεύσεως κλήρου καὶ λαοῦ; Tί θὰ ἔλεγε, ἐὰν ἔβλεπε «ὀρθοδόξους» ἐπισκόπους νὰ ἀποδέχωνται τὶς προτεσταντικὲς θεωρίες τῶν Kλάδων καὶ τῆς BαπτισματικῆςΘεολογίας, τὴνMεταπατερικὴ λεγομένηΘεολογία, τὴν δολίως κεκαλυμμένη ψευδοένωση μὲ τοὺς Mονοφυσῖτες, τοὺς μικτοὺς γάμους, τὴ χρήση νεοελληνικῶν μεταφράσεων στὴν θ. Λατρεία, τὸν γυναικεῖο γυμνισμὸ μέσα στοὺς ναούς, τὰ σωρηδὸν ἐκδιδόμενα ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς διαζύγια, καὶ γενικῶς τὴν γενικευμένη ἀποστασία τῶν ἐσχάτων τούτων καιρῶν;
Mέσα στὴ φοβερὴ αὐτὴ πνευματικὴ λαίλαπα τῶν καιρῶν μας ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, ποὺ ἀνατρέπονται, εἶναι καὶ τὸ ἱερὸ Mυστήριο τοῦ Bαπτίσματος, ἡ δὲ ἐγκληματικὴ πνευματικῶς ἀδιαφορία, ἀφωνία καὶ ἀπραξία τῶν ὑπευθύνων εἶναι πολὺ πιὸ ἐξοργιστικὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνατροπὴ καὶ σταδιακὴ κατάργηση αὐτοῦ τούτου τοῦ ἱεροῦ Mυστηρίου.
Πῶς ὅμως ἀνατρέπεται ὁ θεσμὸς καὶ καταργεῖται τὸ ἱ. Mυστήριο; Mὲ τὴν ἀνατροπὴ καὶ κατάργηση τοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου βαπτίσματος, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἐνσυνείδητη ἢ ἀσυνείδητη κατάργηση ἐκ μέρους πολλῶν κληρικῶν τῆς τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως τοῦ βαπτιζομένου προσώπου. Διὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦμε δὲ ὑπερβολικοί, καλοῦμε καὶ προκαλοῦμε ὁποιονδήποτε ἀναγνώστη ἀμφισβητεῖ τὰ γραφόμενά μας, νὰ εἰσέλθῃ σὲ ὁποιονδήποτε ὀρθόδοξο ναὸ τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται βάπτιση καὶ νὰ παρακολουθήσῃ ἀπὸ κοντὰ τὸν τρόπο τελέσεώς της. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις θὰ διαπιστώσῃ, ὅτι τὸ νερὸ δὲν καλύπτει οὔτε τὸ ἕνα τρίτο τῆς κολυμβήθρας, ὁ δὲ ἱερέας, ἀντὶ νὰ βυθίσῃ τρεῖς φορὲς ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ βαπτιζομένου βρέφους μέσα στὸ νερό, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ δισχιλιετὴς Παράδοση καὶ Kανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, λαμβάνει νερὸ μὲ τὴ χούφτα του καὶ τὸ ἐπιχύνει στὸ κεφάλι καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ βαπτιζομένου, ἔχοντας ἥσυχη τὴν συνείδησή του, ὅτι ἐτέλεσε Mυστήριο!

Oἱ ἐμπειρίες
ἑνὸς θεολόγου

Eἴμεθα βέβαιοι, ὅτι πολλοὶ ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἔχουν διαπιστώσει ἰδίοις ὄμμασι τὴ νεοφανῆ αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀταξία καὶ ἀνησυχοῦν. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ὁ θεολόγος κ. Θεόδωρος Γεωργόπουλος, ἔγραφε πρὸ τετραετίας στὸν «Ὀρθόδοξο Tύπο» τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά:
«Στὸ χωριό μου στὴ Mάνη εἴχαμε ἕνα πολὺ εὐλαβῆ καὶ προσεκτικὸν ἱερέα. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι τελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία μὲ ἐξαιρετικὴ προσοχὴ καὶ μὲ τέλεια ἀκρίβεια τὰ Ἱερὰ Mυστήρια. Ὅταν π.χ. ἐβάπτιζε τὰ βρέφη, τὰ βουτοῦσε στὸ ἁγιασμένο νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ τὸ νερὸ τὰ σκέπαζε ὁλόκληρα. Δὲν ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ Bαπτίσματος οὔτε “σὰν τὸ μάτι τοῦ ψύλλου“, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Kοσμᾶς ὁ Aἰτωλός. Τριττὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ δυνατὰ οἱ λόγοι: “Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Yἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν“. Kαταλάβαινες ὅτι ἡ τριττὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση σὲ ἁγιασμένο νερὸ καὶ ἡ ταυτόχρονη ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Tριάδος εἶναι τὰ συστατικὰ τοῦ Bαπτίσματος. Aὐτὰ μένουν αἰωνίως σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα, γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρο τὸ Bάπτισμα. Ἀργότερα συμμετεῖχα στὴ Bάπτιση τοῦ υἱοῦ ἑνὸς συναδέλφου μου. Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὸ παιδάκι καθιστὸ στὴν κολυμβήθρα. Tὸ νερὸ ἔφθανε μέχρι τὴ μέση τοῦ βρέφους. Ἔπειτα ὁ ἱερεὺς μὲ τὴ χούφτα του ἔρριξε λίγο νερὸ στὸ κεφάλι τοῦ μωροῦ τρεῖς φορὲς καὶ τὸ σήκωσε καὶ τὸ παρέδωσε στὸν ἀνάδοχο. Aὐτὸ ἦταν τὸ βάπτισμα ὁλόκληρο, ὁ ἱερεὺς δὲν εἶπε λέξη, ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Tριάδος δὲν ἀκούστηκε ἀπὸ κανένα.
Tοῦ παρετήρησα χαμηλόφωνα:
– Πάτερ, δὲν εἴπατε τίποτε…
Kαὶ ἡ ἀπροσδόκητη ἀπάντηση τοῦ ἱερέως:
– Aὐτὰ τὰ λέμε μέσα μας!
Διερωτῶμαι: Aὐτὸ τὸ Bάπτισμα εἶναι ἔγκυρο; Tὸ παιδὶ αὐτὸ εἶναι βαπτισμένο ὀρθοδόξως;
Ἀπὸ τότε πολλὲς βαπτίσεις ἔχω ἰδεῖ. Λίγοι κληρικοὶ βαπτίζουν κανονικὰ καὶ ὀρθόδοξα. Oἱ λοιποὶ ἱερεῖς, ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχες, καθίζουν τὸ παιδὶ μέσα στὴν κολυμβήθρα, τὸ νερὸ φθάνει μέχρι τὴ μέση τοῦ παιδιοῦ, καὶ μὲ τὸ δεξί τους χέρι ρίχνουν νερὸ τρὶς στὸ κεφάλι τοῦ βαπτιζομένου μὲ ταυτόχρονη ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Tριάδος. Ἡ δικαιολογία τους: Φοβοῦνται, μήπως πνίξουν τὸ παιδί, ἂν τὸ βυθίσουν ὅλο στὸ νερό! Ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ μου καὶ ὅσοι ἄλλοι σήμερα βαπτίζουν κανονικὰ δὲν ἔπνιξαν κανένα παιδί. Oἱ δικαιολογίες, ἂν τὶς ἀναζητήσωμε, εἶναι ἀτελείωτες, ἀλλὰ τελείως ἀδικαιολόγητες.
Πρὶν μερικὰ χρόνια συμμετεῖχα στὴ Bάπτιση ἑνὸς νεαροῦ Bορειοηπειρώτου σὲ κεντρικὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ κολυμβήθρα, ἀπὸ κάποιο μεταλλικὸ βαρέλι, ἦταν τελείως ρηχὴ καὶ συνεπῶς τελείως ἀκατάλληλη γιὰ τὴ βάπτιση ἑνὸς ἐνηλίκου. Ὁ νεαρὸς Bορειοηπειρώτης, γυμνὸς μ᾽ ἕνα ἐσώρουχο σὰν θαλασσινὸ μαγιώ, μπῆκε στὴν κολυμβήθρα ὄρθιος. Tὸ νερὸ μέχρι τὰ σφυρά. Ὁ προεξάρχων ἱερεὺς ἐπῆρε μ᾽ ἕνα μικρὸ κανάτι ἁγιασμένο νερὸ καὶ τὸ ἔχυσε τρὶς στὸ κεφάλι τοῦ βαπτιζομένου. Σταγόνες νεροῦ ἐκύλησαν σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ γυμνοῦ σώματος. Mὲ τρία κανάτια νερὸ καὶ τὴν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Tριάδος τὸ βάπτισμα ἐτελείωσε.
Kαὶ διερωτᾶται ὁ ἑωρακώς: Tί διαφέρει ἕνα τέτοιο βάπτισμα ἀπὸ τὸ βάπτισμα τῶν παπικῶν;
Πολλοὶ κληρικοί μας, ἐνῷκηρύττουν ἐναντίον τῶν παπικῶν καὶ τονίζουν τὶς διαφορές μας στὴν τέλεση τῶν Ἑπτὰ Mυστηρίων, δὲν καταλαβαίνουν, ὅτι μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαπτίζουν οἱ ἴδιοι εἰσάγουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ βάπτισμα τῶν παπικῶν; Ποία ὀρθόδοξη σύνοδος θὰ ἐπιληφθῇ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος καὶ θὰ ἐπαναφέρῃ στὴν τάξη τοὺς παπίζοντας κληρικούς;».2

Tὰ αἴτια τοῦ κακοῦ

Ἀπὸ συζητήσεις μὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς συμπεραίνουμε ὅτι τὰ αἴτια τῆς Bαπτισματικῆς αὐτῆς καινοτομίας καὶ ἀταξίας εἶναι τὰ ἑξῆς:

1) Ὁ φόβος ἀπίστων, ὀλιγοπίστων καὶ κοσμικῶν γονέων καὶ ἀναδόχων μήπως πνιγῇ τὸ παιδί!
Πολλοὶ γονεῖς ὑποδεικνύουν ἐκ τῶν προτέρων στὸν ἱερέα νὰ τελέσῃ τὴ βάπτιση μὲ τὸν ἀντικανονικὸ αὐτὸ τρόπο, ὁ δὲ ἱερέας, προκειμένου νὰ μὴ δοθῇ σὲ ἄλλον ἱερέα ἡ τέλεση τοῦ Mυστηρίου καὶ χάσῃ… τὰ τυχερά, ὑποκύπτει στὶς πιέσεις καὶ συμμορφώνεται πρὸς τὶς ὑποδείξεις, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε, ἐὰν εἶχε συνείδηση τῆς σπουδαιότητος καὶ ἱερότητος τοῦ Mυστηρίου, νὰ ἀρνηθῇ, ἐξηγώντας συγχρόνως καὶ τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν δύναται νὰ τελέσῃ τοιοῦτο ἀνοσιούργημα, καθὼς καὶ τὶς συνέπειες, ποὺ αὐτὸ θὰ ἔχῃ στὸ βαπτιζόμενο βρέφος.

2) Ὁ φόβος ὀλιγοπίστων καὶ κοσμικῶς φρονούντων ἱερέων, μήπως πνίξουν τὸ παιδί.

3) Ὁ φόβος ὡρισμένων ἱερέων, μήπως, ἐὰν ἀρνηθοῦν, πέσουν στὴ δυσμένεια καὶ δεχθοῦν ἐπίπληξη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους, ὁ ὁποῖος τελεῖ βαπτίσεις κατὰ τὸν ἴδιο ἀντικανονικὸ τρόπο.

4) Ἡ ὑποβάθμιση τῆς ἐκπαιδεύσεως, ποὺ παρέχουν οἱ Θεολογικὲς καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Σχολές, καὶ

5) Tὸ Oἰκουμενιστικὸ καὶ φιλοπαπικὸ πνεῦμα καὶ φρόνημα, ποὺ ἔχει διεισδύσει στὴν Ἐκκλησία καὶ
φθείρει καὶ ἀλλοιώνει πλέον ἐπικίνδυνα ἀκόμη καὶ τὸν χαρακτῆρα τῶν ἱερῶν Mυστηρίων της.


Tί διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή

Ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς γιὰ τὸν τρόπο τοῦ βαπτίσματος εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Ὁ ὀρθόδοξος τύπος τοῦ βαπτίσματος, ποὺ σεβάστηκαν τόσοι αἰῶνες, εἶναι βασισμένος στὴν ἐντολὴ τοῦ Kυρίου πρὸς τοὺς Ἀποστόλους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Yἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».3 Ὁ Xριστὸς δὲν εἶπε στοὺς Ἀποστόλους νὰ ἐπιχύνουν ὕδωρ ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους ἢ νὰ τοὺς ραντίζουν, ὅπως πράττουν οἱ Παπικοί, ἀλλὰ νὰ βαπτίζουν αὐτούς. Ἑλληνικὸ ρῆμα εἶναι τὸ «βαπτίζω» καὶ σημαίνει βυθίζω καὶ ὄχι ἐπιχέω ἢ ραντίζω. Σύμφωνα μὲ τὸν μακαριστὸ ἀρχιμανδρίτη Σπυρίδωνα Mπιλάλη: «ὑπὲρ τοῦ βαπτίσματος τῆς τριττῆς καταδύσεως μαρτυρεῖ καὶ τὸ βάπτισμα, τὸ τελούμενον ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Bαπτιστοῦ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν. Tὸ Ἰωάννειον βάπτισμα, τὸ προεικονίζον τὸ χριστιανικὸν Bάπτισμα, ἐγίνετο διὰ καταδύσεως ἐν τῷ ὕδατι, οὕτω πως δὲ ἐξηγεῖται, διατὶ ὁ Ἰωάννης ἐβάπτιζεν εἰς περιοχήν, ἔχουσαν ὕδατα πολλά (Ἰωάν. 3, 22)».4
Γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Kυρίου στὸν Ἰορδάνη ρητῶς οἱ εὐαγγελιστὲς μαρτυροῦν: «Kαὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος».5 Tὸ ρῆμα «ἀνέβη» εἶναι συνώνυμο τοῦ «ἀνεδύθη» καὶ σημαίνει βγῆκε ἀπὸ τὸ νερό, στὸ ὁποῖο εἶχε καταβῆ, βυθισθῆ γιὰ ὀλίγα δευτερόλεπτα ὁ Kύριος καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο εὐθέως, ἀμέσως, ὡς ἀναμάρτητος καὶ μὴ ἔχων τίποτε νὰ ἐξομολογηθῇ στὸν Ἰωάννη, βγῆκε δίνοντας καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα νὰ βαπτιζώμεθα καὶ ὄχι νὰ ραντιζώμεθα ἢ νὰ λουζώμεθα μὲ νερό. Ἑρμηνεύοντας δὲ τὸ σχετικὸ μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου κεφάλαιο ὁ γνωστὸς θεολόγος καὶ δόκιμος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν Nικόλαος Σωτηρόπουλος ἀναφέρει: «Ὁ Ἰωάννης σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ βάπτιζε τοὺς Ἰουδαίους μέσα στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου. Mὲ τὸ βάπτισμα ὁ Ἰωάννης εἶνε σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ἦταν ἀκάθαρτοι λόγῳ ἁμαρτιῶν καὶ εἶχαν ἀνάγκη καθάρσεως. Oἱ Ἰουδαῖοι ἔμπαιναν μέσα στὸ νερὸ μέχρι τὸ λαιμό, ἐξωμολογοῦντο ἐκεῖ τὶς ἁμαρτίες τους, καὶ στὸ τέλος βουτοῦσαν καὶ τὸ κεφάλι τους στὸ νερό. Tὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου δὲν εἶχε τὴ δύναμι νὰ ἐξαλείψῃ ἁμαρτίες. Ἁπλῶς ἦταν βάπτισμα μετανοίας, ποὺ προπαρασκεύαζε τὶς ψυχές, γιὰ νὰ δεχθοῦν ἔπειτα τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, ποὺ ἐξαλείφει τὶς ἁμαρτίες».6 Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», περιγράφοντας τὸ βάπτισμα τοῦ εὐνούχου τῆς βασιλίσσης Kανδάκης ἀπὸ τὸν Φίλιππο, ἀναφέρει: «Kατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ», ἔπειτα δὲ «ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος».7 Ἡ βύθιση στὸ νερὸ εἶναι καὶ ἐδῶ σαφεστάτη. Oὐδεὶς λόγος γίνεται περὶ ἐπιχύσεως ὕδατος ἢ ραντισμοῦ.
Ὡς γνωστόν, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα συμβολίζει τὸ θάνατο καὶ τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἀνάσταση τοῦ Kυρίου μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφῶς ὁμιλεῖ γιὰ τὸν μυστικὸ αὐτὸ συμβολισμὸ τῆς τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως, γράφοντας: «Ἢ ἀγνοεῖτε, ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Xριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Xριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Eἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα».

AI inspirational KATADIKASTIKAI DECISIONS OF THE ONE,, holy water, CATHOLIC AND APOSTOLIC CHURCH ORTHODOX IN THE NEW CALENDAR Not None Ecclesiastes kaί no reason Ecclesiastical aitίas, katά the first tέtarton 20th century proέkypsen calendar kaί Schίsma problem in the body of one, Hagia, Catholic, Apostolic Church kaί Christ.The Orthodox Church, already from the 16th century, the Ecumenical diά kύrous Orthodox Synod of 1583, of 1587 kaί of 1593, he condemned tήn Since 1582 by the Pope Gregory XIII kainotomίan change Imerologίou kaί had a tradition in ANATHEMA tήn tropopoίisin With both of Paschalίou kaί of Minologίou.Parά However, metά than 350 years tήn decades of the 1920 evrέthisan achreioitinέs tolmitίai kaί antichristitai (formerly katά characterization of the Ecumenical Patriarch of trans Ieremίou B), organ of the lurking Evraiomassonίas kaί of Satan, who anomos kaί eknomos unlawfully kaί athέsmos, irregularly kaί Praxiopimatikos, eisήgagon the daίmona kaί aftomάtos of the Pope, not gradually or in stages, but as astrapή, exited the Sώmatos the Church of God. Katepάtisan tάs Theopneύstous Apofάseis the Church and so apeschίsthisan thereof. Efήrmosan Anathematismέnon Nέon the papal calendar kaί so proekάlesan Mέga kaί Atherάpefton Schίsma which exelίchthi in heresy.The decision of the Pan-Orthodox Synod of 1583 expressly provlέpei kaί categorically that:"Whoever dέn sequence tά ethima (sic) of the Church, kathώs century Eptά Oikoumenikaί holy Synod ethέspisan kaί Mount Pάscha kaί the almanac Welcome enomothέtisan nά akolouthomen, kaί thέlei nά follow the neoefeύreton Paschάlion, kaί Nέon almanac of astronomy athέon Pope, kaί enantiώnetai aftά at all, kaί thέlei nά anatrέpsῃ kaί nά chalάsῃ tά patroparάdota doctrine kaί ethima (sic) of the Church, let us echi anathema, kaί OUT of Christ Church and the faithful omigύreos so be it.You dέ kaί orthodoxy pious Christians, in mέnete ois emάthete kaί egennήthite kaί anetrάfite kaί kalέsῃ when the weather kaί chreίa, kaί this blood you nά chύnete diά nά fylάxete tήn patroparάdoton Pίstin kaί Omologίan your kaί fylάgesthe Apo toioύton, kaί prosέchete. INA kaί son Lord Jesus Christ helps the AMA kaί efchή of our Humility Lin metά all things YOU. Amήn. "The Chάris of God, the blessing kaί Efchaί century the Church synodeύoun whoever diafylάssoun tά Ierά thespίsmata perί of Imerologίou, keep tήn patroparάdoton Pίstin kaί Omologίan, kaί aspάzontai whatsoever century Eptά holy Synod Oikoumenikaί kathώrisan.Re enantίas, those violating tάs Entolάs the Church of God follows the kaί Nέon papal calendar, attract epί the head of these horrible anathema exorίzontai of God's kingdom, chorίzontai from tήn Agίan Triάda, cuts Sώmatos of the Church of Christ, in kaί tέlei deprived of Divine Chάritos of salvation makarίou kaί Aionίou of life.Aftή is the friktή Apofasis the 1583 calendar katά Latin Kainotomίas. The aftή friktή Apofasis of 1583 ekyrώthi in epanάlipsin synodically kaί Pan-Orthodox, in 1587, in 1593, in 1722, the 1756, 1836, 1848, 1895, kaί 1904. Therefore recommends that recipients universally church rules, Orion eternal kaί Ametάtheton. Dέn is merely Collector axίas archaioprepέs keimήlion, as old coinage. Neither, from enantίas, constitutes parochimέnin myopikήn prokatάlipsin. The perί Imerologίou Cleric inspirational thέspisma dέn an historic kathίzima. Consists Pneύmatos Agίou Nomothέtima.The aftή friktή Apofasis katά change imerologίou ypegrάfi under toioύtou anastήmatos ecclesiastical men of Constantinople as it was Ieremίas B C Tran (1572-1595), the Alexandreίas Sίlvestros (1566-1590), the Jerusalem Sophronius D (1579-1608), kaί later elsewhere Alexandreίas kaί epί dietίan Epitiritήs the throne of Constantinople, Meletios Pegas son (1590-1601).Ai Apofάseis aftaί the Orthodox synod is ORISTIKAI, irrevocable, final and KATADIKASTIKAI DI ALL PARAVATAS. Dέn dύnatai oudemίa other mellontikή Synod nά tropopoiήsῃ or alloiώsῃ aftάs. The Kaί paravaίnontes aftάs dέn is Detainees at mellontikήn • Synod already Prodedikasmέnoi kaί Katadedikasmέnoi.Prέpei nά gnorίzῃ kάthe Orthodox Christians that symfώnos to the normal kaί ECCLESIASTICAL law of the Orthodox Church of Christ, kάthe Apofasis the Orthodox Ecumenical Synod is THEOPNEFSTOS. Through him, to be issued tῇ epineύsei kaί kathodigήsei of Panagίou Pneύmatos, is eternal kaί Ametάthetos, dέn epidέchetai no Anairέseos or Alloiώseos, kaί constitutes Pigήn Dikaίou rules.I went canon law diά tήn Orthodox Church, tήn Mίan, Agίan, Katholikήn kaί Apostolikήn Church are:The Hagia Grafή, Palaiά kaί Kainή Testament,The Ierά Parάdosis, Graptή kaί Proforikή,The Apostolikoί rules,The rules of the Ecumenical Councils kathώs kaί all who rule local Synod Fathers or saints recognized by Oikoumenikάs Escorts, kaίApofάseis century of Orthodox Synod.Dέn dύnatai oudemίa Oikoumenikή or other Orthodox Synod in mέllon nά tropopoiήsῃ, or allάxῃ alloiώsῃ mίan proigoumέnin, rather whether or nά antistrέpsῃ akyrώsῃ or athetήsῃ aftήn, because in toiaύti periptώsei thά antifέreto in itself was the Spirit who spoke Panάgion diά of logῳ Synod.Ischύs of the Orthodox Ecumenical kaί Ecclesiastes nomothetimάton dέn is parodikή.Dέn legislature or the Orthodox Church of God as Al kosmikaί politeiai, katά way cachet nά epidέchetai mellontikήn anatheώrisin kaί anatropήn. Dέn thά pointless nά nomothetῇ diά kάti which dέn thά echῃ continuous ischύn kaί thά dύnatai mίa epomέni Synod nά the allάxῃ.Nomothetei in Pneύmati Agίῳ kaί dέn meaningful nor thέsin or treptotis in tάs Apofάseis it. Oudέn differently temporary or anίschyron in toύs Theopneύstous Law of the Church of God. Pasha Apofasis the Orthodox Ecumenical Synod is Oristikή, Ametάklitos, Telesίdikos kaί Desmeftikή diά toύs Pistoύs. Tά mέli the Church of God is ypochreomέna nά ypakoύoun kaί discipline in aftήn.In enantίan perίptosin, the apeithountes kaί mή peitharchoutes subjected in tάs Arάs kaί tά Epitίmia session the opoίa tήn exέdoken. Subject epίsis kaί in tά epivlithέnta anathema of the Church universally, one kingdom of God, embrace opoίa She has delivered decision in Pasang toiaύtin tήn genikήn Nomothesίan this kaί She has thespίsei toύs ypάrchontas normally diά tήn metά unity of God. The enantioύmenoi in tάs perί Pίsteos Apofάseis of the Church is dέn Detainees diά nά barley in Mέllon under another session. Already kέkrintai kaί already katάdikoi as a preconceived views.His apokefalistheίs dέn ekpnέei when he kaί eάn ypάrxῃ mellontikή iatrikή gnomάtefsis that apέthanen. Already dead when tῇ sfagῇ of kaί dέn chreiάzetai gnomάtefsis diά nά choristhῇ from the body or the psychή. Dέn dynάmei is dead until ekdothῇ gnomάtefsis but is Truly Dead kaί prίn tήn ekdosίn from it.His paravaίnon Theopneύstous Apofάseis Orthodox Synod apothnήskei spiritually kaί ecclesiastically AMA tῇ paravάsei. Parάvasis of Orthodox Apofάseon dέn simaίnei ypodikίa. Simaίnei exosis from tήn Church, separation from God kaί apώleia Aionίou life. The Saint Amfilohije Ikonίou kάthe warns Christians that the ypopίpton in ecclesiastical ANATHEMA yfίstatai tήn directly apώleian Chάritos the Divine: "As gάr vaptistheίs at Christos Christou enedύso so apodimήsas from the Church exedύso christs" (Katά cashiered or Gemelliton 7)

 6 ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ

 1ον προφυλακτικόν εἶναι ἠ ενθύμησις τῶν αμαρτιών, τὸ νὰ μὴν λησμονήσεις, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὶς ἁμαρτίες ὅπου ἔπραξες. Ἔτσι σὲ προστάζει ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἠσαϊου «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ, καὶ τᾶς ἁμαρτίας σου, καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι· σὺ δὲ μνήσθητι, καὶ κριθῶμεν» (Ἤσ. 43,25). Τοῦτο δὲ νὰ κάνεις δήλ. νὰ ἐνθυ-μῆσαι τᾶς ἁμαρτίας σου, ὄχι διὰ νὰ βασανίζεις τὸν λογισμόν σου, ἀλλὰ διὰ νὰ παιδεύεις τὴν ψυχήν σου νὰ μὴν σκιρτᾷ εἰς τὰ πάθη, καὶ νὰ μὴν πίπτει πάλιν εἰς τὰ ἴδια. Διὰ νὰ γνωρίζεις μὲ τὴν ἐνθύμησιν τὴν μεγάλην χάριν, ὅπου ἔλαβες παρὰ Θεοῦ, τὸ νὰ σοῦ συγχωρήσει τόσες ἁμαρτίες. Καθὼς καὶ ὁ Παῦλος ἐνθυμεῖτο πάντοτε πὼς ἐδίωξε τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ δείξει τὸ μέγεθος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διὰ νὰ συντρίβεις τὴν καρδίαν σου, καὶ νὰ κατανύγεις τὴν ψυχήν σου. Καὶ τελευταῖον, διὰ νὰ ταπεινώνεσαι, καὶ νὰ ἔχεις τὸν εὐατόν σου ἀνάξιον καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς.
 2ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου, τὸ νὰ φεύγεις τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ κατὰ τοὺς φιλοσοφικοὺς Κανόνας τὰ αὐτὰ αἴτια κάνουν πάντοτε καὶ τὰ αὐτὰ αἰτιατὰ καὶ ἀποτελέσματα. Φεῦγε λοιπὸν ἀδελφέ, τὰς κακὰς θεωρίας τὰς κακὰς συνομιλίας καὶ συναναστροφᾶς τῶν ἀτάκτων, καὶ μάλιστα φεῦγε τὰς συνομιλίας καὶ φιλίας τῶν προσώπων ἐκείνων, τὰ ὁποία ἤμαρτες σαρκικῶς· διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, ἢ ἐσὺ πρέπει νὰ φύγεις ἀπὸ αὐτά, ἢ αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ μακρύνεις ἀπὸ λόγου σου καὶ νὰ τὰ διώξεις ἂν τὰ ἔχεις εἰς τὸ σπίτι σου, κὰν δούλη εἶναι, κὰν δοῦλος, καὶ ἁπλῶς, κὰν ἐδικός σου, καὶ φίλος. Περὶ τούτων εἶπεν ὁ Κύριος «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σέ, ἔξελε αὐτόν, καὶ βάλε ἀπό σου· συμφέρει γὰρ σοὶ ἵνα ἀπόλλυται ἓν τῶν μελῶν σου, καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῆ εἰς γέενναν» (Μάτθ. 5,29). Καὶ μὴ πιστεύσεις ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, λέγωντᾶς· ἐγὼ μπορῶ νὰ συναναστρέφομαι μὲ τὰ βλάπτοντα πρόσωπα καὶ νὰ μὴν βλάπτωμαι. Πεπλανημένος λογισμὸς εἶναι αὐτός, ἐπειδὴ εἶναι γεγραμμένον «Μὴ πιστεύσεις τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σειράχ. 12,10).
 3ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου, τὸ νὰ ἐξομολογήσαι συνεχώς, εἰς τρόπον ὅτι, ὄχι μόνον ὅταν πράξης κάθε θανάσιμον καὶ μεγάλον ἁμάρτημα, παρευθὺς νὰ τρέχεις εἰς τὸν Πνευματικὸν· ἀλλὰ καὶ ὅταν πράξης κάθε μικρὸν καὶ συγγνωστόν, ἂν εἶναι δυνατόν. Διατί, καθὼς οἱ πληγὲς ὅταν φανερωθοῦν εἰς τὸν Ἰατρόν, δὲν αὐξάνουν, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτίες, ὅταν ἐξομολογοῦνται, δὲν πηγαίνουν εἰς αὔξησιν. Τὰ λελέκια ἔχουν μίαν συνήθειαν, καὶ ὅπου τοὺς χαλοῦν τὶς φωλιές τους, ἐκεῖ πλέον δὲν πηγαίνουν, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες ἀναχωροῦν ἀπὸ ἐκεῖνον ὅπου συχνὰ ἐξομολογεῖται· διατὶ μὲ τὴν συχνὴ ἐξομολόγηση χαλᾷ τὶς φωλιές τους καὶ τὰ δίκτυά τους, καθὼς τὸ εἶπαν οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες εἰς ἕναν ἐνάρετον ἄνδρα. Πρὸς τούτοις εἶπον καὶ τοῦτο· πῶς ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἀνεξομολόγητος, ἔχουν ὅλα τὰ μέλη του σὰν δεμένα μὲ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μποροῦν νὰ κινηθοῦν εἰς τὸ νὰ κάνει τὸ καλόν, καὶ ὅταν ἐξομολογηθεῖ, παρευθὺς λύνονται.
 4ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου ἀδελφέ, τὸ νὰ ἐνθυμῆσαι τὰ ὑστερινὰ σου, δηλ. νὰ μελετᾷς παντοτεινὰ τὸν θανατόν σου, τὴν φοβερὰν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ τὴν αἰώνιον ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου διατὶ ἡ ἐνθύμησις καὶ ὁ φόβος τούτων τῶν τεσσάρων γίνεται εἰς του λόγου σου, ὡσὰν ἕνα δυνατὸν χαλινάρι, τὸ ὁποῖον δὲν σὲ ἀφήνει νὰ ἁμαρτήσεις, καθὼς λέγει διὰ τοῦ Σειρὰχ (7,36) τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον «Μιμνήσκου, τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἁμαρτήσεις».
 5ον προφυλακτικόν μεταχειρίζου ἀδελφέ, τὸ νὰ γνωρίσεις καλά, τί κακὸν πρᾶγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία, καὶ μάλιστα ἡ θανάσιμος· ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διὰ τοῦτο κάνουν τὴν ἁμαρτίαν, διατὶ δὲν ἠξεύρουν πόσον μεγάλον κακὸν εἶναι. Διὸ καὶ εἰς πολλὰ μέρη τῆς θείας Γραφῆς οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀνομάζονται ἄφρονες καὶ ἄγνωστοι.
 6ον προφυλακτικόν εἶναι ἡ προσευχὴ. Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάνει ἐκεῖνο ὅπου δύναται, καὶ νὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκεῖνο ὅπου δὲν δύναται. Διὰ τοῦτο καὶ ἠμεῖς, ἀφοῦ σου ἐδώσαμεν ἀδελφὲ τὰ προρρηθέντα προφυλακτικά, διὰ νὰ μὴν μεταπίπτεις εἰς τὴν ἁμαρτίαν, τὰ ὁποία δύνασαι νὰ τὰ κάνεις ἀπὸ λόγου σου μὲ τὴν δικήν σου δύναμιν καὶ προαίρεσιν, τελευταῖον σου δίδομεν καὶ ἕνα ἕκτον προφυλακτικόν, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἱερὰ Προσευχή. Μὴν παύεις λοιπὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἀφιερώνεις τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παράκαλεῖς θερμότατα νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀσθένειάν σου, καὶ νὰ στερεώσει τὴν θελησίν σου εἰς τὴν ἀπόφασιν ταύτην, ὅπου ἔκαμες, μὲ τὴν ἐξ ὕψους χάριν του καὶ βοήθειαν, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ σὲ εἰσακούσει διὰ τὴν μεγάλην του ἐλεημοσύνην, ὡς τὸ ὑπόσχεται μόνος του. «Ἐὰν καταβοήση πρὸς μέ, εἰσακούσομαι αὐτοῦ, ἐλεήμων γὰρ εἰμί» (Ἐξ. 22,27). [Βλέπε περισσότερα στο Εξομολογητάριον Αγ.Νικοδήμου σελ. 206-236]

ΟΙ 7 ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


                  ΟΙ 7 ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


 1η εἶναι, ποὶος εἶναι ὁ πράξας, 2η τί ἁμαρτίαν ἔπραξε, 3η διατὶ τὴν ἔπραξε, 4η μὲ ποιὸν τρόπον τὴν ἔπραξε, 5η εἰς ποιὸν καιρὸν τὴν ἔπραξε, 6η εἰς ποιὸν τόπον τὴν ἔπραξε, 7η πόσες φορὲς τὴν ἔπραξε.

 Εἰς τὸ ποὶος ἐξεταζόμενον τὸ ἁμάρτημα, γίνεται μεγαλύτερον ἢ μικρότερον· λόγου χάριν, μεγαλήτερον εἶναι τὸ σφάλμα τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ Βασιλέως, τοῦ Ἄρχοντος, διὰ τὸ κακὸ παράδειγμα ὅπου δίδουν εἰς τὸν λαόν, παρὰ τὸ αὐτὸ σφάλμα ἑνὸς ὑπηκόου. Ὁμοίως ἕνας Καλόγερος, καὶ φιλόσοφος, καὶ γέρων περισσότερον ἁμαρτάνει ἂν καλλωπίζεται, παρὰ ἕνας κοσμικός, ἕνας ἀπαίδευτος, ἕνας νέος καλλωπι-ζόμενος. Εἰς τὸ ποίος, ἀναφέρεται καὶ ἡ κατάστασις τοῦ προσώπου, μὲ τὸ ὁποῖον ἤμαρτεν ὁ ἐξομολο-γούμενος· ἂν αὐτὸ δηλαδὴ εἶναι ἱερωμένον, ἢ λαϊκόν, καὶ τὰ ὅμοια· ὄχι δὲ καὶ νὰ φανερώνει καὶ τὸ κύριόν του ὄνομα.

ΤΑ 7 ΚΑΚΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΥ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


                                      ΤΑ 7 ΚΑΚΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΥ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


 1ον κακὸν εἶναι ἡ στέρησις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς προκαταρτικῆς, λέγω καὶ δραστικῆς, καὶ δικαιούσης, καὶ ἁπλῶς τῆς διὰ πίστεως γενικῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι μαργαρίτης τόσο πολύτιμος ὅπου ἐξόδευσε ὁ Κύριος ὄλον τοῦ τὸ αἷμα, διὰ νὰ σοῦ τὸν ἐξαγοράσει, τὸν ὁποῖον ἐσὺ ταλαίπωρε, ἀλλάζεις μὲ ἕνα οὐδέν, καὶ κάνεις ἀφρονέστερα ἀπὸ ἕνα νήπιον, ὅπου ἀλλάζει ἕνα διαμάντι μὲ ἕνα μόνον καρύδι. Χωρὶς αὐτὴν τὴν χάριν ἡ ψυχή σου, μένει τόσον ἄσχημος, ὅπου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν δεῖ κάποιος, καθὼς εἶναι, καὶ νὰ μὴν ἀποθάνει.
 2ον κακόν της θανασίμου ἁμαρτίας εἶναι, τὸ νὰ ὑστερεῖ τὴν ψυχή σου, ἁμαρτωλέ, ἀπὸ τὴν θείαν υἱοθεσίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία εἰδικὴ καὶ ξεχωριστῆ δωρεά, καὶ ἕνα τόσον ὑψηλὸν χάρισμα, ὅπου κάνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ κατοικεῖ εἰς ἐσὲ μὲ μίαν ἰδιαιτέραν καὶ διαφορετικὴν ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους τόπους παρουσίαν του καὶ ἐνέργειαν. Αὐτὴ σὲ κάνει υἱὸν Θεοῦ, καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας του, καὶ αὐτὴ κατασταίνει τὰ ἔργα σου ἄξια τόσου μεγάλου μισθοῦ, ὥστε ὅπου ἡ πλέον μικρά σου πρᾶξις εἶναι τόσης πολλῆς τιμῆς ἄξια, ὅσης εἶναι καὶ ὅλος ὁ Παράδεισος· ἀλλ’ εὐθὺς ὅπου χάσεις αὐτὴν τὴν χάριν τί γίνεσαι; ἀλλοίμονον! υἱὸς τοῦ διαβόλου, παρόμοιος μὲ ἐκεῖνον διὰ τὴν ἁμαρτίαν, καθὼς καὶ ὁ υἱὸς παρομοιάζει μὲ τὸν πατέρα τοῦ διὰ τὴν φύσιν.

Η ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ καὶ ἡ στάση τῶν ποιμένων ἀπέναντί της
 τοῦ θεολόγου Σημάτη Παναγιώτη




Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν δισχιλιόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ ἑξῆς πρωτοφανοῦς φαινομένου: Ἀναπτύσσεται ἐπὶ δεκαετίες μιὰ αἵρεση στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ αἵρεση αὐτὴ ἔχει ὄνομα, ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ Ἁγίους ἀνθρώπους ὡς ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχουν ἐπισημανθεῖ καὶ καταγραφεῖ οἱ κακοδοξίες της καί, παρὰ ταῦτα, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας συμβιώνουν μὲ τὴν αἵρεση· ἀρνοῦνται νὰ κατονομάσουν τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς· συλλειτουργοῦν μαζί τους, τοὺς ὑποδέχονται μὲ ἐμετικὲς κολακεῖες καὶ ἔτσι, ἀφήνουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ συμφύρονται μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ ἐξοικειώνονται μὲ τὴν αἵρεση.

Καὶ ποιά εἶναι ἡ δικαιολογία αὐτῆς τῆς πρωτάκουστης ποιμαντικῆς συμπεριφορᾶς; Ἡ δικαιολογία εἶναι ἀκόμα πιὸ παράξενη, πιὸ ἀνεξήγητη γιὰ Ὀρθόδοξους ποιμένες. Ἀνεξήγητη γιὰ Ἐπισκόπους καὶ πνευματικοὺς ποὺ ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ τὰ νάματα τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, ποὺ νυχθημερὸν μαθητεύουν στὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ψάλλουν τὶς ἀκολουθίες τους, μελετοῦν στὰ Συναξάρια τὸν βίο τους· γιὰ ποιμένες ποὺ καθημερινῶς μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ μιμούμεθα ἐκείνους τοὺς Ἁγίους, ποὺ καταπολέμησαν τὴν κάθε αἵρεση ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε.


Ἡ συμπεριφορὰ πολλῶν συγχρόνων ποιμένων, δὲν εἶναι μόνο ἀνεξήγητη, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ σχιζοφρενική, διότι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ μᾶς προβάλλουν μὲ πύρινους λόγους ὡς πρότυπα Ἁγίους, ποὺ χρησιμοποίησαν βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ ἐξεδίωκαν μὲ δριμύτητα τοὺς αἱρετικοὺς ὡς λύκους, ποὺ ἐν τέλει θυσίασαν στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὴ ζωή τους, καὶ ταυτόχρονα, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀναιροῦν τὰ ἴδια τὰ κηρύγματά τους καί, γιὰ τὴν σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ἴδιοι μὲν σιωποῦν, σὲ μᾶς δὲ συνιστοῦν ὑπακοή, ὄχι πλέον στοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ στοὺς Ἀρχιερεῖς οἰκουμενιστές, τοὺς διδασκάλους δηλαδὴ τῆς αἱρέσεως. Καὶ δικαιολογοῦν αὐτὴ τὴν θέση τους διὰ πολλῶν. Μία ἀπὸ τὶς δικαιολογίες ποὺ προσκομίζουν, δικαιολογία ποιμαντικὰ ἀνυπόστατη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ψευδής, εἶναι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν κριθεῖ καὶ καταδικασθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικοί, καὶ ἄρα ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἀποτελεῖ κατεγνωσμένη αἵρεση.


Ὡς ἐκ τούτου, ἡ στάση τους ἀπέναντι στοὺς ἡγέτες τῆς σύγχρονης παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι στάση ἀνοχῆς ἐξωφρενικῆς, καὶ λογίζεται ὡς συμπόρευση μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἡ ἀνοχὴ αὐτὴ εἶναι ἔνοχη, προσβάλλει τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων, συμβάλλει στὴν κατεδάφιση τῆς Πίστεως καὶ ἔχει καταστροφικὲς σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπορροφῶνται ἀπὸ αὐτούς, ἀφοῦ κοινὸς τόπος τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση μολύνει τὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε αὐτὴ τὴν ὀδυνηρὴ πραγματικότητα καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε, γιατί, ἐνῶ ὑπάρχει μιὰ καινοφανὴς αἵρεση, ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τὴν ἀγνοοῦν ἢ ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτήν, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα: «Ἡ Κατεγνωσμένη Αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ στάση τῶν ποιμένων ἀπέναντί της».


Τὸ θέμα εἶναι μεγάλο, καὶ ἀσφαλῶς ὁ χρόνος μιᾶς εἰσηγήσεως δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ τὸ ἐξαντλήσει. Γι’ αὐτὸ ἐπέλεξα τὴν ἐξέταση μερικῶν μόνο κομβικῶν σημείων, τὰ δὲ ἄλλα θὰ θιγοῦν ἀκροθιγῶς. Θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν δύο ἄλλων μεγάλων αἱρέσεων, ποὺ συμπλέκονται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό.

Γιὰ ὅσους ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα, πολλὰ ἀπ’ ὅσα θὰ ἀκουστοῦν εἶναι γνωστά. Γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ὅμως, ἡ εἰσήγηση αὐτὴ ἀποτελεῖ μιὰ προσέγγιση τῆς στάσεως ποὺ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ποιμένες καὶ φύλακες τῆς Πίστεως, κράτησαν ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση, ὅπως ὁ Οἰκουμενισμός, καὶ ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ σὲ σύγκριση μὲ τὴν στάση ἀδιαφορίας καὶ συμβιβασμοῦ ποὺ κρατοῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες –καὶ ἐμεῖς καθ’ ὅσον τοὺς ἀκολουθοῦμε–, ἀφοῦ ἡ στάση τους αὐτὴ συντελεῖ στὴν ἐλλειπῆ περὶ Οἰκουμενισμοῦ ἐνημέρωση, στὴν παραπληροφόρηση καὶ στὴν σύγχυση.

Θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν δύο ἄλλων μεγάλων αἱρέσεων, ποὺ συμπλέκονται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό.


1. Γιατί εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός, κι ἂν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Αἵρεση γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία, ἡ ὁποία παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια»· «ἡ διαστρέβλωση μιᾶς ἢ περισσοτέρων ἀληθειῶν» τῆς Ἐκκλησίας, «οἱ ὁποῖες περιέχονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὴ Παράδοση». Ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ «ἡ προσχώρηση σὲ μιὰ ἤδη καταδικασμένη αἱρετικὴ ὁμολογία». Καὶ τοῦτο, διότι ἡ παραθεώρηση ἢ ἡ ἀλλοίωση τῶν Δογμάτων ἐπιφέρει καὶ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καταστρέφει τὴν γνησιότητά της καὶ ἔχει ἐπιπτώσεις στὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας μας.

Αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, διδάσκει καὶ ἐμμένει σὲ κακόδοξες διδασκαλίες, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ τὶς ἀποδέχεται, παρότι τοῦ ἔχει ὑποδειχθεῖ ὅτι ἀντιβαίνουν στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αἱρετικὸς ἀκόμα, εἶναι κι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, ὅσα διδάσκει ἡ Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ αὐτὴν σὲ μία ἔστω διδασκαλία της, ποὺ κατὰ τὴν λογική του ἢ τὴν ἐπιθυμία του δὲν ἔχει καὶ μεγάλη σημασία.

Πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ κάτι ἀκόμη, σχετικὰ μὲ τὸ ποιός εἶναι αἱρετικός, γιατὶ πολλοὶ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἰκουμενίζοντες ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, τὸ παρερμηνεύουν. Δὲν θεωροῦν δηλαδή, ἀνατροπέα τῆς Πίστεως ἐκεῖνον ποὺ παραβαίνει ἀπὸ σκοποῦ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἢ τὶς Εὐαγγελικὲς Ἐντολές, ἀλλὰ τὸν θεωροῦν ὡς ἁπλὸ παραβάτη, ἰσάξιο μὲ κάποιον ἁμαρτωλό, ὅπως εἴμαστε ὅλοι.

Ὅμως, ἡ ἐν συνειδήσει παράβαση Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν καὶ ἡ προτροπὴ πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, εἶναι πράξη ἀνατρεπτικὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φυσικὰ ἀποτελεῖ αἵρεση. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὑπάρχει ἐνσυνείδητη περιφρόνηση καὶ ἐναντίωση στὸ θεῖο Θέλημα, ἀπόρριψη κάποιας ἐλάχιστης Ἐντολῆς Του, καὶ διδαχὴ διαφορετικὴ τοῦ Εὐαγγελίου· καὶ ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαίωσε: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 19).

Εἶναι λοιπόν τὸ λιγότερο ἀνόητο, νὰ κατηγοροῦμε ὡς αἱρετικὸ ἐκεῖνον ποὺ ἑρμηνεύει διαφορετικὰ ὑπέρλογες δογματικὲς ἀλήθειες –ποὺ στὸ κάτω-κάτω τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ ἀδυνατεῖ νὰ τὶς κατανοήσει– καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴ θεωροῦμε ὡς αἱρετικὸ ἐκεῖνον ποὺ φανερά, συνειδητὰ καὶ μὲ περισσὴ ἀσέβεια, ἀπορρίπτει ἐμπράκτως ρητὴ ἁγιογραφικὴ διδασκαλία, προτροπή, ἢ Ἀποστολικὴ Ἐντολή. Διότι ὅλες οἱ Ἐντολὲς εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ σωτηρία μας, καὶ ἐδόθησαν γιὰ νὰ ρυθμίζουν τὴν ζωή μας.

Ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα συναφὲς πρὸς τὸ θέμα μας εἶναι καὶ αὐτό. Ἀπό πότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχίζουν νὰ εἶναι αἱρετικοί; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ κάποια Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα Οἰκουμενική, θὰ τοὺς καταδικάσει, ἢ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ διδάσκουν ἢ ἀκολουθοῦν συνειδητὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ μιὰ ἢ πολλὲς αἱρετικὲς δοξασίες, ἔστω κι ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν τὶς ἔχει Συνοδικὰ καταδικάσει;

Ἀσφαλῶς, αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ προάγει μιὰ ἀντιευαγγελικὴ διδασκαλία καὶ παρὰ τὶς συστάσεις καὶ τὶς ὑποδείξεις, ὅσων ποιμένων ἢ πιστῶν ἀντελήφθησαν τὴν αἱρετικὴ παρέκκλιση, οἱ ὁποῖοι τὸν καλοῦν νὰ παύσει νὰ τὴν διδάσκει καὶ νὰ μετανοήσει, αὐτὸς ἀρνεῖται νὰ συμμορφωθεῖ.

Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, «ἔχομε παραγγελίαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολον, ἐάν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτι ἀντιθέτως ἀπ΄ ὅ,τι ...ὁρίζουν οἱ Κανόνες τῶν κατὰ καιροὺς Συνόδων, νὰ μὴ τόν δεχώμεθα καὶ οὔτε νὰ τὸν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων», γιατὶ «ὁ αἱρετικός θέτει ἑαυτόν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἧς στιγμής υἱοθετήση αἱρετικήν τινά κακοδοξίαν».

Σύμφωνα μὲ τὶς παραπάνω διαπιστώσεις, οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοί, (ὅπως οἱ Προτεστάντες καὶ οἱ Οἰκουμενιστές), διότι ἀλλοίωσαν τὴν Πίστη καὶ τὴν Παράδοση τῆς «Μίας, Καθολικῆς Ἐκκλησίας» σὲ πολλὰ σημεῖα καὶ ὄχι μόνο δὲν μετανοοῦν καὶ δὲν διορθώνουν τὰ λάθη τους, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμμένουν πεισματικὰ σὲ αὐτά, καὶ μάλιστα προσθέτουν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἄλλες αἱρέσεις στὶς ἤδη ὑπάρχουσες καὶ τέλος φανερὰ ἢ κρυφά, βίαια ἢ ὕπουλα, ἀγωνίζονται νὰ ἐπιβάλλουν τὴν κακοδοξία τους καὶ στοὺς ἄλλους.

Εἰδικὰ γιὰ τὸν Παπισμό: Ἡ ἀλλοίωση τῆς Πίστεως ποὺ οἱ Παπικοὶ προκάλεσαν, ἔχει κατακριθεῖ καὶ καταδικασθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πρὶν ἀκόμα αὐτοὶ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν «Μία Ἐκκλησία».

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, στὸ ἐπιχείρημα τῶν ἑνωτικῶν, (Οἰκουμενιστῶν θὰ λέγαμε σήμερα) ὅτι δὲν ἔχουμε δὰ καὶ μεγάλες διαφορὲς μὲ τοὺς Λατίνους, διακηρύττει «ὅτι οἱ λατῖνοι εἶναι αἱρετικοὶ ὡς νοθεύσαντες τὸ Τριαδικὸν δόγμα, διὸ καὶ ἀποτρέπει ἀπὸ πάσης κοινωνίας» ὄχι μόνο μὲ τοὺς Παπικούς, ἀλλὰ καὶ «μετὰ τῶν ἑνωτικῶν» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. ΙΙ, σελ. 439-440). Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνοψίζει, οἱ Παπικοὶ ὡς αἱρετικοί, δὲν ἔχουν μυστήρια καὶ ὁ Πάπας ἱερωσύνη (Πηδάλιον, Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, σελ. 91,92).

Ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γράφει: «Τούτους τοὺς ἀπατεῶνας συνοδικῇ …κατεκρίναμεν ψήφῳ· οὐ νῦν αὐτῶν τὴν ἀπόφασιν καθορίζοντες, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων καὶ Ἀποστολικῶν θεσμῶν τὴν προωρισμένην αὐτοῖς καταδίκην ὑπεκφαίνοντες καὶ πᾶσι ποιοῦντες πάλιν ἐπίδηλον» (Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς..., σ. 148-149). Δηλαδή, τοὺς παπικούς, ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦσαν, τοὺς κατεδίκασαν. Ἐφήρμοσαν δι’ αὐτοὺς τὴν διαχρονικὴν Συνοδικὴν καταδίκην, ἀφοῦ ἡ οὐσία τῶν κακοδοξιῶν τους, εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ προηγούμενες Συνόδους, καὶ ὡς ἐκ τούτου, τοὺς ἀπόκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Παρόμοια ἔχουν ἀποφασίσει Οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Σύνοδοι γράφει.

Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες αἱρέσεις τῶν Παπικῶν, εἶναι καταδικασμένες προδρομικὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ οἱ αἱρέσεις ποὺ οἱ Παπικοὶ ἐκ τῶν ὑστέρων προσέθεσαν· καταδικάστηκαν κι αὐτὲς ἀπὸ πολλοὺς Ἁγίους καὶ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ νεώτερες τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἄρα λοιπόν, εἶναι σαφὴς ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία γιὰ τὶς αἱρέσεις: «Μία ἡ Ἐκκλησία ἐν οὐρανοῖς, ἡ αὐτὴ ἐπὶ γῆς. Ἐν ταύτῃ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπαναπαύεται. Αἱ ἔξω ταύτης οὖσαι αἱρέσεις, ἃς ἔχουσι οἱ ἄνθρωποι, οὐκ εἰσὶ διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, οὐδὲ τῶν Ἀποστόλων ἀλλὰ τοῦ Σατανᾶ καὶ τοῦ Πατρὸς αὐτῶν τοῦ Διαβόλου...» («Περὶ Ἐκκλησιαστικῶν Διατυπώσεων» τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Μansi, 2, 889).

Καὶ ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ διδάσκουν ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἡ στάση μας ἀπέναντι αὐτῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση. Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης γράφει: «τὸν ἑκάστοτε πάπα “οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸν ἀποκαλοῦμεν”, ἐφ’ ὅσον λόγῳ τῆς βλασφημίας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ filioque (ὁ Πάπας καὶ οἱ Παπικοὶ) ἔχασαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅλα σ' αὐτοὺς εἶναι ἀχαρίτωτα» (Θεόδωρου Ζήση, πρωτοπρ., Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμό

2. Γιατί εἶναι αἵρεση ὁ Προτεσταντισμός, κι ἂν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Μετὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, εἶναι περιττὸ νὰ ἀναφερθοῦν ἐπιχειρήματα περὶ τοῦ ὅτι ὁ Προτεσταντισμὸς ἀποτελεῖ αἵρεση. Ὄχι μόνο ἀποτελεῖ αἵρεση, ἀλλὰ οἱ διάφορες «ὁμολογίες» τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἔχουν περιπέσει σὲ τέτοιες ἀνόητες κακοδοξίες, ἀλλὰ καὶ παραβάσεις τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς, ὥστε περὶ αὐτῶν ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πὼς τὰ ὑπ’ αὐτῶν πιστευόμενα καὶ πραττόμενα «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν».


Ἔτσι, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὁ Προτεσταντισμὸς κεῖται ἐν τῇ αἱρέσει καὶ τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὑπὸ Ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Συνοδικὲς ἀποφάσεις.

Βέβαια, οἱ Οἰκουμενιστὲς ζητοῦν ἐπίσημη καταδίκη τῶν Προτεσταντικῶν αἱρέσεων ἀπὸ Σύνοδο, ἢ δυνατὸν Οἰκουμενική. Τοῦτο τὸ αἴτημα εἶναι ἀστήρικτο, τὴ στιγμὴ μάλιστα, ποὺ ἐνῶ ζητοῦν ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ, προτεσταντισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ἴδιοι οἰκουμενίζοντες, ἀποκαλοῦν αἱρετικὲς δεκάδες ὁμολογίες ἢ σέκτες, ὅπως π.χ. τοὺς «Μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ», παρόλο ποὺ καμία Σύνοδος δὲν τοὺς ἔχει ἐπίσημα καταδικάσει.

Ἂς δοῦμε, λοιπόν, κάποιες Συνοδικὲς ἀποφάσεις ποὺ καταδικάζουν τὸν Προτεσταντισμό· ἀποφάσεις ποὺ προέκυψαν, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀναγκάστηκε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν λεγόμενη «Ὁμολογία τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως», ἡ ὁποία ἐγράφη ὡς φαίνεται ἀπὸ Προτεστάντες, θεωρήθηκε ὅμως ὅτι τὴν ἔγραψε ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις. Ἐπειδὴ περιεῖχε προτεσταντικὲς θέσεις καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν τὶς ἀπεκήρυξε καὶ γραπτά, ὅπως τοῦ ἐζητεῖτο, παρὰ μόνο προφορικά, συνεκλήθη Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1638, ἡ ὁποία «κατεδίκασε αὐτὸν ὡς συγγραφέα τῆς Ὁμολογίας καὶ αἱρετικόν» (Οἱ πληροφορίες ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα http://exprotestant.blogspot.gr/2012/04/blog-post_30.html).

Ἔτσι μ’ αὐτὴν τὴν αἰτίαν, ἔχουμε τὴν πρώτην καταδίκη Συνοδικὰ τοῦ Προτεσταντισμοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Βασίλειος Στεφανίδης. Στὴ συνέχεια συνεκλήθη καὶ ἄλλη Σύνοδος σὲ ἄλλη πατριαρχικὴ ἕδρα, στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 1672, ὅπου ἐπίσης καταδικάστηκε ὁ Προτεσταντισμός. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ὀνομάζει τὸν Λούκαρι «κρύφιον αἱρετικόν». Ἐκ τρίτου κατεδικάσθη ἡ Κυρίλλειος Ὁμολογία ἀπὸ τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1642, ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παρθενίου τοῦ Β’ (1644-1646).

Ἐπίσης, κατεδικάσθη ὁ Προτεσταντισμὸς ἀπὸ τὴν «Ὁμολογία Πέτρου Μογίλα, ἡ ὁποία διορθωθεῖσα ἐνεκρίθη ὑπὸ τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξεδόθη ὡς «Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (ἐν Ἀμστελοδάμῳ, 1667).

Τέλος, «ὁ πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Στ’ (1836 και 1839) ἐξέδωκεν ἐγκυκλίους πρὸς τοὺς ὑπ΄ αὐτὸν μητροπολίτας», διὰ τῆς ὁποίας καθόριζε συγκεκριμένα μέτρα κατὰ τοῦ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν προσηλυτισμοῦ.


Ἔχουμε λοιπόν, ἕξι καταδίκες τῶν Προτεσταντῶν ὡς αἱρετικῶν, γιὰ ὅσους ἀμφιβάλλουν γιὰ τὸ ἂν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοὺς ἔχει καταδικάσει ἐπίσημα.

Τελειώνουμε αὐτὸ τὸ τμῆμα μὲ ἕνα κείμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ὁ ὁποῖος γράφει:

«Αἱρετικός ἐστι, καὶ ταῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται ποιναῖς ὁ καὶ μικρόν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Φησί δὲ καὶ ἡ δεσποτικὴ φωνὴ ὅτι ἐὰν καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης». Παραθέτει μάλιστα σὲ ὑποσημείωση ἀπὸ ἔργο καλούμενο Δοκίμιο τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα: «Τί δέ; Ἧττον ἄρα τίς ἀπορήσειεν, εἰ διανοηθείη, ὅπως ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν, ὁ ἐγγὺς τῆς ἀσεβείας Λουθηροκαλβινισμός, μικροῦ τὸ ἥμισυ κατέσχε τῆς Εὐρώπης; Τί δὲ ὁ Παπισμός, ὁ πατὴρ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ; Μάλιστα δὲ καὶ καυχῶνται ὅτι γένη πάμπολλα εἰσί, καὶ βασίλεια μεγάλα καὶ κραταιά. Καὶ τοῦτο δὴ ἐστὶ τὸ λυπηρόν, ὅτι γένη τοσαῦτα καὶ λαοὶ πολυπληθεῖς ἐκκλησίαι εἰσὶ πονηρευομένων καὶ ἀλλότριοι τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μᾶλλον ἢ πρότερον. Πρότερον γὰρ ἦσαν αἱρετικοί, καθὰ δὴ καὶ νῦν εἰσί, διὰ τῆς εἰς τὸ ἅγιον Σύμβολον προσθήκης. Νῦν δὲ καὶ ἀβάπτιστοι ὅλως ἀποδείχθησαν ὄντες. Δι' ὃ καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους, ὡς ἐθνικοὺς δεχόμενοι, ἆτε ἀβαπτίστους βαπτίζομεν κατὰ τὸν Ζ' κανόναν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Β' Συνόδου. Παραλείπω τὰ μύρια ἄλλα παρ' αὐτῶν βδελύγματα. Ἀρμένιοι Δὲ καὶ Κόπται, οἱ κατ' Αἴγυπτον καὶ Συρίαν, κόμματα μὲν καὶ οὗτοι πονηρά, λυποῦσι δὲ οὐδὲν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, περιουσία τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀπαιδευσίας» ((Θεόδωρου Ζήση, πρωτοπρ., Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμός).


3. Γιατί εἶναι αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός, κι ἂν ἔχει κι αὐτὸς καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό.

Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς παναίρεση ἀπὸ τὸν σύγχρονο Σέρβο Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, συνονθύλευμα αἱρέσεων. Συναθροίζει καὶ περισυλλέγει ἀπὸ τὴν σημερινὴ οἰκουμένη κακοδοξίες καὶ ψεύδη πολλῶν καὶ χαλεπῶν αἱρέσεων· αἱρέσεων νεοφανῶν, ἀλλὰ καὶ αἱρέσεων παμπάλαιων. Οἱ ἐπὶ μέρους αἱρέσεις τους, καταλύουν ἐκ βάθρων τὴν Χριστολογία, τὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν σωτηριολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ δι’ αὐτῶν ἐξομοιώνει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, καὶ ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες, ἐπιδιώκοντας νὰ τὶς ἑνώσει σὲ μία μεγάλη καὶ ἰσχυρὴ παναίρεση.


Τὸ ἄκρως ὀδυνηρὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὅτι οἱ ἡγέτες της ἔκαναν «τὸ μεγάλο ἱστορικὸ καὶ θεολογικὸ λάθος ἀντὶ νὰ» παραμείνουν οὐδέτεροι «ἀπέναντι στὸν Παπισμὸ καὶ στὸν Προτεσταντισμό», γιὰ νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν «Μία» ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «ὡς ἐλπίδα καὶ κριτήριο ἀληθείας γιὰ ἀμφότερους», ταυτίσθηκαν «μὲ τοὺς Προτεστάντες», ἔγιναν μέλος τοῦ «Προτεσταντικοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ βαρύτατες συνέπειες καὶ ἀπώλειες», καὶ τώρα στὰ μάτια ὅλων, παρουσιάζουν (καὶ ἐκθέτουν) τὴν ἀμόλυντη νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς μεμολυσμένη ἀπὸ τὴν αἵρεση. Κι αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἀνεχόμαστε οἱ ἐκ τῶν «ὀρθοδόξων» Ἐπισκόπων διδάσκαλοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ παραμένουν στὶς θέσεις τους, ὡς οἱ θεσμικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μάλιστα, μὲ τὴν ἔνταξή μας αὐτή, καὶ ἀφοῦ θεωρούμαστε πλέον ὡς μία ἀπὸ τὶς πολλὲς Ἐκκλησίες τοῦ Π.Σ.Ε., δώσαμε τὸ δικαίωμα καὶ τὴ χαρὰ στὴ Ρώμη, νὰ «διεκδικεῖ τώρα μόνη της τὰ χαρακτηριστικὰ» τῆς «Μίας» ὑπερτάτης Ἐκκλησίας καὶ στοὺς «Προτεστάντες (τὴν δυνατότητα νὰ) ἀντιμετωπίζουν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μία ἀπὸ τὶς πολλὲς δικές τους ὁμολογίες καὶ “ἐκκλησίες”» (Θεοδώρου Ζήση, Ἡ Ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).


Τὸ τραγικὸ ὅμως, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι, ὅτι ὑπάρχει πλέον ἕνας φανερὸς συνασπισμὸς τῶν ἑτερόδοξων Οἰκουμενιστῶν μὲ τοὺς «ὀρθόδοξους» Οἰκουμενιστές, ὁπότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βάλλεται καὶ ἐκ τῶν ἔξω καὶ ἐκ τῶν ἔσω. Οἱ «ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστὲς ποὺ προωθοῦν καὶ διδάσκουν τὸν Οἰκουμενισμό, εἶναι Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι ποὺ ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰό, σὲ σημεῖο, ποὺ αὐτὴ ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ Πίστη, «παρουσιάζεται μὲ καύχηση ὡς μεγάλο ἐπίτευγμα, ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους Οἰκουμενιστές» (Θεοδώρου Ζήση, Ἡ Ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).

Θὰ μποροῦσε ἐδῶ, νὰ παρατηρήσει κάποιος, ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχουν οἱ αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως. Δυστυχῶς, ὅμως, δὲν εἶναι ἔτσι. Διότι τὴν αἵρεση αὐτὴ μοιράζονται μὲ τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς Παπικοὺς οἱ «ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστές, χρεώνοντας ἀνεντίμως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν δική τους ἐνδοτικότητα καὶ τὰ δικά τους κακόδοξα πιστεύματα. Καὶ τοῦτο τὸ πραγματοποιοῦν κατὰ δύο τρόπους:


α) Διότι ὄχι μόνον οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς ἀμετανόητες καὶ σκληρυμένες δομὲς τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ Π.Σ.Ε., (ὅπως ὄφειλαν νὰ κάνουν, ἂν πίστευαν στὶς Εὐαγγελικὲς Ἐντολὲς καὶ τὴν διαχρονικὴ ὀρθόδοξη Παράδοση), ὄχι μόνον δὲν ἀντιδροῦν στὴν ὑποβάθμιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τὴν ἐξίσωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ καὶ διότι

 
β) οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι ἀποδέχονται καὶ διδάσκουν καινοφανεῖς αἱρετικὲς δοξασίες ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, προκειμένου νὰ ὑποτάξουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν παπικὸ ζυγό.

Ὁ μεγάλος δὲ αἱρετικὸς τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ἄνευ ποιμνίου μητροπολίτης Περγάμου κ. Ζηζιούλας, πρωτοστατῶν εἰς τὴν ἐπικράτηση τῶν δαιμονικῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν, συστηματικὰ καὶ ἐπὶ δεκαετίες μετὰ πάθους ἐπιδίδεται εἰς τὴν ἐφεύρευση ὀρθοδοξοφανῶν ἐπιχειρημάτων πρὸς κατοχύρωσή τους, ὡς ἔκδοτος εἰς «μοιχείαν πνευματικήν, ὅπως χαρακτηρίζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὴν μῖξιν μὲ τοὺς αἱρετικούς. [Δὲς Μ. Ἀθανασίου: «Εἰ πολὺς καὶ χαλεπὸς ὁ κίνδυνος, τὸ τὴν ἰδίαν γυναῖκα μοιχεῦσαι, καὶ ἄλλῃ συγγενέσθαι, κἂν ἐν ἀποδημίᾳ τυγχάνῃ ὁ ἀνήρ· πόσῳ γε μᾶλλον τὴν ὀρθὴν πίστιν προδοῦναι διὰ τὸ τοῖς αἱρετικοῖς συγκοινωνῆσαι;» (Πρὸς Ἀντίοχον ἄρχοντα, TLG, Volume 28, page 665, line 43)].

Δικά του νόθα καὶ ἐκτρωματικὰ τέκνα εἰς τὸν ὀρθόδοξον χῶρον εἶναι ἡ κατοχύρωση καὶ ἡ προώθηση τῆς αἱρετικῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἀλλὰ καὶ τῶν κακόδοξων θεωριῶν «τῶν δύο πνευμόνων» καὶ τῆς «εὐχαριστιακῆς θεολογίας». Δική του ἀγχώδης ἐπιδίωξη τυγχάνει καὶ ἡ ἐπικάλυψη τοῦ ἑωσφορικοῦ Παπικοῦ Πρωτείου μὲ ὀρθόδοξο περιτύλιγμα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνίσχυση ὅλων τῶν ἄλλων οἰκουμενιστικῶν ἰδεολογημάτων. Καὶ αὐτὸν τὸν «φωστῆρα» (τὸν κ. Ζηζιούλα) ἐβράβευσε ἡ Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου καὶ συλλειτούργησε μαζί του ὁ πρόεδρός της, μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰγνάτιος, ἄλλοι Ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι στὸ Βόλο, ἀλλὰ καὶ καὶ σὲ ἄλλες μητροπόλεις.


Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καταργοῦν οἱ συλλειτουργοί τοῦ κ. Ζηζιούλα τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ οἱ συλλειτουργοῦντες νὰ ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, νὰ πιστεύουν εἰς «Μίαν» καὶ ὄχι εἰς «368» Ἐκκλησίες, νὰ ἀποδέχονται «ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ ὄχι εἰς τόσα βαπτίσματα, ὅσες καὶ οἱ δυσώνυμες αἱρέσεις.

Ἐπὶ πλέον, τὸ δυστύχημα στὴν περίπτωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι, ὅπως στὴν ἀρχὴ ἀνεφέρθη, ὅτι ἀφοῦ δὲν καταγγέλλουν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, ὡς ἔχουν καθῆκον, οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι καὶ Ποιμένες, διαδίδονται σχετικὰ εὔκολα οἱ αἱρετικὲς ἰδέες, ἀφοῦ οἱ διαμαρτυρίες τῶν λίγων κατώτερων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ποὺ διαμαρτύρονται καὶ κατονομάζουν τοὺς σύγχρονους αἱρεσιάρχες, δὲν ἀκούονται ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους πιστούς, ὅσο θὰ ἔπρεπε, διότι (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) ἔχουν ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἔχοντας τὴν ἐξουσία ἡγετικοὺς κύκλους τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἔτσι ἡ προβολὴ τῶν ὀρθοδόξων θέσεων ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ περιοδικὸ καὶ ἠλεκτρονικό τύπο ἔχουν μὲ τρόπο «ἀπαγορευθεῖ», καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν ὅλη τὴν ἄνεση νὰ παραπλανοῦν τὸ λαό, νὰ ἀπαιτοῦν ἐξουσιαστικὰ –χρησιμοποιώντας τὸ κύρος καὶ τὴν ἱερότητα τοῦ σχήματός του– ὑπακοὴ ἀπὸ τοὺς πιστούς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση σήμερα στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Οἱ «ὀρθόδοξοι» ἡγέτες ἔχουν ἀποδεχθεῖ τὸν Οἰκουμενισμό, πρωτοστατοῦν στὴν ἐπικράτησή του, ἔχουν προσυπογράψει μετὰ τῶν αἱρετικῶν συμφωνίες, διὰ τῶν ὁποίων ἀποδέχονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι μία ἀνάμεσα στὶς πολλὲς αἱρέσεις καὶ ὄχι ἡ «Μία Ἐκκλησία» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν παραδίδει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔχουν προχωρήσει σὲ ἑνώσεις μὲ μονοφυσίτες καὶ τόσα ἄλλα.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθίσταται ἀόρατη γιὰ τοὺς ἁπλοϊκοὺς περὶ τῶν δογματικῶν θεμάτων πιστούς, φαίνεται χωρὶς ἀρχηγούς, χωρὶς ὀπαδούς, χωρὶς συγκεκριμένη καὶ συγκροτημένη διδασκαλία. Καὶ ἕνας ἀόρατος καὶ ἀόριστος ἐχθρός, δύσκολα πολεμεῖται. Ἡ παναίρεση πλέον εἶναι ἀνώνυμη, ἀλλὰ καὶ πανταχοῦ παροῦσα. Σὰν μιὰ ἀόρατη ἀράχνη, ἕνα πολυπλόκαμο χταπόδι ποὺ περισφίγγει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, κολοβώνει εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ δογματικὲς ἀλήθειες, ἀποκόπτει Ἱ. Κανόνες καὶ ἠθικὲς ἐντολές.

Τέλος, ἡ μεγάλη δυσκολία (ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἀναφέρθηκε) στὴν καταπολέμηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ὁποία μὲ δαιμονικὸ τρόπο ἐκμεταλλεύονται καὶ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὰ σχέδιά τους οἱ Οἰκουμενιστὲς τοῦ Φαναρίου, οἱ συμπορευόμενοι μὲ αὐτοὺς καὶ τὰ ἀκαδημαϊκὰ φερέφωνά τους, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἕως σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει ἀκόμα καταδικασθεῖ ἀπὸ σύγχρονη ὀρθόδοξη Σύνοδο.

Ὁ λόγος, βέβαια, εἶναι προφανής. Δὲν εἶναι δυνατόν, τὰ «ὀρθόδοξα» ἡγετικὰ στελέχη ποὺ εἶναι φορεῖς τῆς παναιρέσεως, νὰ καταδικάσουν τὸν ἑαυτό τους! Τὸ ἀντίθετο εἶναι πιθανόν νὰ συμβεῖ. Σὲ περίπτωση δηλαδή, ποὺ ὅλοι αὐτοὶ συγκροτήσουν Πανορθόδοξο Σύνοδο, θὰ καταδικάσουν τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἀντιστέκονται καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἐξάπλωση καὶ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως. Καὶ τοῦτο θὰ συμβεῖ, ὄχι μόνο γιατὶ σὲ κάθε περίοδο ἐπικράτησης μιᾶς αἱρέσεως οἱ ἀντιστεκόμενοι ἐδιώκοντο, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὁ Οἰκουμενισμός, φαίνεται ὅτι θὰ εἶναι ἡ ἐσχάτη αἵρεση στὴν ἱστορία, ὅπως τοῦτο πολλοὶ θεοφώτιστοι Πατέρες μᾶς δίδαξαν.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, ποῦ ἐντοπίζεται ἡ αἱρετίζουσα συμπεριφορὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία τοὺς θέτει ἐκτὸς Ἐκκλησίας.

Μερικὲς ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἢ νέες αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ περιέχει ὁ Οἰκουμενισμός.

Α. Κατὰ τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ ἀείμνηστου π. Ἀθανάσιου Μυτιληναίου, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ «τὴν μεγάλη νοθεία τῆς πίστεως». Διότι οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι σὲ πρῶτο μὲν στάδιο ἀποδέχονται ὅτι ἀποτελεῖ «ἐκκλησία» καὶ ὁ Παπισμός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἑκατοντάδες αἱρετικὲς ὁμάδες καὶ παρασυναγωγὲς τοῦ Προτεσταντισμοῦ· σὲ δεύτερο δὲ στάδιο (ὅπως ἀποκαλύπτουν τὰ κείμενα τῶν Οἰκουμενιστῶν) ἔχουν σχεδιάσει καὶ ἐργάζονται γιὰ Ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπὸ τὸν Πάπα.

Ἡ ἄρνηση, ὅμως, τοῦ γεγονότος ὅτι «Μία» εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ὅτι μόνο αὐτὴ προσφέρει τὴν σωτηρία, συνιστᾶ τὴν πιὸ ὕπουλη καὶ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῶν αἰώνων, ἀφοῦ δὲν προσβάλλει μόνο μιὰ πτυχὴ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ σχετικοποιεῖ, ἀλλοιώνει, ποδοπατεῖ ὁλόκληρη τὴν Παράδοση, τὴν πίστη στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπειδὴ λοιπόν, ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κατὰ μέγα μέρος ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, πρέπει νὰ ἐξετάσουμε δι’ ὀλίγων, τὸ 9ο καὶ 10ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, διὰ τῶν ὁποίων ὁμολογοῦμε, στὸ μὲν 9ο ἄρθρο πίστη «Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» καὶ ἀμέσως στὸ ἑπόμενο ἄρθρο, τὸ 10ο, ὁμολογοῦμε «ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», ἀκριβῶς διότι τὸ «ἓν βάπτισμα» πραγματοποιεῖται μόνο στὴν «Μία Ἐκκλησία» καὶ ἀπὸ τὴν «Μία Ἐκκλησία»· διότι ἐξ αὐτῆς θεσμοθετεῖται καὶ μόνο δι’ αὐτῆς τελούμενο εἶναι ἔγκυρο. Ἀκόμα, διότι μόνο ἐν αὐτῇ κατανοεῖται ἡ πνευματικὴ σημασία του καὶ οἱ σωτηριώδεις συνέπειες γιὰ τὸν βαπτιζόμενο.

Εἶναι καθοριστικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὴν ἐρώτηση: Ἐὰν ἐν καιρῷ ἑορτῆς βρεθεῖ κάποιος ὀρθόδοξος σὲ χώρα, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τί πρέπει νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει, ὡς πρὸς τὸν ἐκκλησιασμό του, ἐφόσον πρόκειται γιὰ μιὰ τόσο σπουδαία καὶ ἑόρτιο ἡμέρα; Πρέπει νὰ κοινωνῆσει «τοῖς αἱρετικοῖς», ἢ νὰ μείνει «ἀκοινώνητος;». Ἡ θέση τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀσφαλῶς ἦταν ἐναντίον τῆς σκέψεως νὰ ἐκκλησιαστεῖ κάποιος μετὰ τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς:

Λέγοντας ὁ Ἀπόστολος, τὸ «Εἷς Κύριος, καὶ μία πίστις, καὶ ἓν βάπτισμα», ἐσήμανεν ἀκριβῶς, ὅτι μία καὶ μόνη ἐν κόσμῳ ἀψευδὴς ὑπάρχει πίστις», τὴν ὁποία κατέχει καὶ διατηρεῖ μόνον «ἡ ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία· καὶ ἓν βάπτισμα καθαρτικὸν καὶ ἁμαρτιῶν λυτρωτικόν· καὶ εἷς Κύριος, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει. Καὶ ὁ μὴ οὕτω φρονῶν πεπλάνηται» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Ἀντίοχον ἄρχοντα, TLG, Volume 28, page 665, line 47- page 668, line 2).

Μία λοιπόν, Ὀρθόδοξη πίστη ὑπάρχει. Μία Ἐκκλησία, ἕνα μοναδικὸ σώμα μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστό. «Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, πολλὰ σώματα μὲ τὴν ἴδια κεφαλὴ Ἡ ἐνσωμάτωση καὶ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως... Ὅσοι δίδαξαν καὶ παραδίδουν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε καὶ παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄ αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ψευδοπροφῆτες, ψευδοδιδάσκαλοι, καὶ ψευδοποιμένες... Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ ἔξοδος τῶν πιστῶν καὶ ἡ εἴσοδός τους σὲ αἱρετικοὺς χώρους ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ὕψωσαν ὅρια, ἔθεσαν φραγμούς. Δὲν εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι ἡ Ἐκκλησία» (Ζήση Θεοδώρου, πρωτοπρ., Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, Ἡ Ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας).

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογικὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ στὴν ὁμόφωνη καὶ διαχρονικὴ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας, ξεκίνησε στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος, κυρίως μὲ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ἡ ὁποία ἐπρότεινε νὰ ἱδρυθῆ μία «Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὴν ὠφέλειαν «τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας». Γιὰ πρώτη φορὰ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες ἀποδέχονται ὅτι ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἑτερόδοξοι!

Δι’ αὐτῆς τὸ Φανάρι δὲν θεωρεῖ πλέον τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως –ὅπως γράφει– «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως, θεωρεῖ τὶς αἱρέσεις «ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ, συγκληρονόμους καὶ μέλη τοῦ ἰδίου σώματος», καὶ «ὡς σεβασμίας Ἐκκλησίας». Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνσωμάτωση τῶν αἱρετικῶν στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ἔγινε χωρὶς νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ παρὰ τὶς ὑφιστάμενες δογματικὲς διαφορές!

Αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀλλαγή–ἐκτροπὴ διατήρησαν καὶ ἐνίσχυσαν οἱ ἑπόμενοι Πατριάρχες καὶ γενικότερα τὸ Φανάρι, σήμερα δὲ διὰ τοῦ κ. Βαρθολομαίου γίνονται ὅλα κατανοητά. Αὐτὴ δὲ ἡ Ἐγκύκλιος, τοῦ 1920, ἀποτελεῖ Συνοδικὴ ἀπόφαση ποὺ ἰσχύει καὶ σήμερα, καὶ αὐτὴν ἐπικαλοῦνται οἱ «ὀρθόδοξοι» ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐκκλησιαστικὸν θέσφατο καὶ Κανονιστικό κείμενο.

Καὶ μόνο ἡ ἀλλοίωση σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Πίστεως ποὺ ἐπιφέρει ὁ Οἰκουμενισμός, ἀποτελεῖ κατεγνωσμένη αἵρεση, ἀφοῦ παραβαίνει τὴν διαχρονικὴ περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας καὶ ἑνὸς βαπτίσματος διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Γιὰ νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἀνυπέρβλητα ἡ Οἰκουμενιστικὴ ὁμάδα τοῦ Φαναρίου, χρησιμοποιεῖ ὡς σωσίβιο μιὰ φράση τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἑνότητος καὶ τὴν ἔχει κάνει σύνθημά της· τὴ φράση «ἵνα πάντες ἓν ὦσι». Τί κι ἂν ἡ ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς φράσεως ἀντίκειται στὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων. Τί κι ἂν καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ὅπως ὁ Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ Στυλιανὸς Παπαδόπουλος –ποὺ χρόνια συμμετεῖχαν στοὺς διαλόγους– ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος καὶ τόσοι ἄλλοι, διαφωνοῦν μὲ τὴν ἀντι-εὐαγγελικὴ ἑρμηνεία ποὺ δίνει στὴ φράση ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ τὰ κοπέλια του. Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐμμένουν στὴν παρερεμηνεία καὶ τὴν διαστροφὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Συνεχίζουν νὰ διδάσκουν ὅτι «ἡ ενότητα των πιστών, το “ίνα πάντες έν ώσι”, ...θα επιτευχθεί με την τεχνητή και εξωτερική συγκόλληση των χριστιανικών ομολογιών, παρά τις μεγάλες δογματικές και άλλες διαφορές τους» Πουθενὰ δὲν μιλοῦν γιὰ μετάνοια τῶν αἱρετικῶν. Πουθενὰ γιὰ τὴν «ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἕνα σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης.

Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ π. ἴδιος συνεχίζει: «Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν προσευχῶν μας οἱ πιστοὶ δὲν εὐχόμαστε ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως τῶν εκκλησιών», αλλά “υπέρ ευσταθείας των αγίων του Θεού εκκλησιών”, να διατηρεί ο Θεός σταθερές στην ομολογία της πίστεως τις ορθόδοξες εκκλησίες». Εὐχόμαστε βέβαια, καὶ ὑπὲρ «”της των πάντων ενώσεως”», δηλαδὴ τὴν ἕνωση ὅλων, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ἕνωση τὴν ἔβλεπαν ἀνέκαθεν οἱ Ἅγιοι «μέσα εις την μίαν Εκκλησίαν, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το διευκρινίζει με απόλυτη σαφήνεια η ευχή της Αναφοράς στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: «Τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία» (στὸ ἴδιο).

Καὶ ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει «Μία» Ἐκκλησία, ὑπάρχει κι ἕνα βάπτισμα. «”Σ’ αὐτήν, λοιπόν, τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα ἀνήκει τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, σ’ αὐτὴν στηρίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας”. ”Ἐκτὸς αὐτῆς ὅ,τι λέγεται <Ἐκκλησία> εἶναι συνάθροιση αἱρετικῶν ποὺ ἔχουν ἀπολέσει τὴ μία πίστη στὸν Ἕνα Κύριο καὶ κατὰ συνέπεια τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο τελεῖται ἀπὸ αὐτούς, δὲν εἶναι τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα”». (Heers Πέτρος, πρεσβύτερος, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, Ἡ ἰδέα τῆς “Βαπτισματικῆς Ἑνότητας” καὶ ἡ ἀποδοχή της ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», στὸ ”Οἰκουμενισμός, Γένεσις-Προσδοκίες-Διαψεύσεις”, τόμ. Β΄, σελ. 872).

Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀμετάβλητη, καθάρια, διαχρονικὴ καὶ οἰκουμενική.

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, καταλαβαίνει κανεὶς ἀκόμα περισσότερο, γιατί οἱ Οἰκουμενιστικὲς αἱρετικὲς θεωρίες περὶ «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας» στὶς ὁποῖες ἐμμένει νὰ κηρύττει τὸ Φανάρι διὰ τῶν τροφίμων του, ἀποτελοῦν κατεγνωσμένες αἱρέσεις.


Ἀπορεῖ κανείς, πῶς οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες δείχνουν νὰ μὴν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τὴν κατάλυση καὶ τὴν διάβρωση τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές. Πῶς νὰ ἐξηγήσει κανείς, π.χ. τὴν συμπεριφορὰ ἀγωνιστῶν ἐπισκόπων, ὅπως ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς; Ἀπὸ τὴν μιὰ ἐξαπολύει καταπελτώδη κείμενα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διατυπώνει τὴν θέση ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση καὶ «ὑποσκάπτει τὰ θεμέλια καὶ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας», καὶ ταυτόχρονα, ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς, πλέκει ἐγκώμιους ὕμνους πρὸς τὸν αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ εἶναι παρὼν σὲ ὑποδοχές του σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Πρῶτος ἐξ αὐτῶν ποὺ ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας;

Ἔχοντας αὐτὴν τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ποιμένες, οἱ Οἰκουμενιστές, μεταβάλλουν προοδευτικὰ τὴν Παράδοση αἰώνων καὶ διδάσκουν ὅτι σωτηρία παρέχει καὶ ὁ «δυαδικὸς» Κύριος τοῦ Filioque, καὶ ὁ «Κύριος» τῶν Ἀγγλικανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀρνούμενοι τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, δέχονται ἀναντίρρητα τὴν ὁμοφυλοφιλία ἀκόμα καὶ Ἐπισκόπων. Σωτηρία κατὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς παρέχει καὶ ὁ «Κύριος» μιᾶς ἀπίθανης “ἐκκλησίας” ποὺ ὀνομάζεται «Στρατὸς Σωτηρίας», οἱ ὀπαδοὶ τῆς ὁποίας ἔχουν καταργήσει τὴν Θ. Εὐχαριστία, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι εἶναι….. ἀντιαλκοολικοί!

Τώρα, πῶς ταυτίζεται αὐτὸς ὁ «Κύριος» ἑκάστης αἱρέσεως μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν Κύριον μας Ἰησοῦ Χριστό, τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Μίας Ἐκκλησίας, μόνο οἱ ἀποδεχόμενοι πολλὲς «ἐκκλησίες» καὶ πολλὰ βαπτίσματα τὸ καταλαβαίνουν!

Ἂς δοῦμε στὴ συνέχεια μιὰ θεμελιώδη αἵρεση γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπότοκο τῆς ἀπορρίψεως τοῦ 9ου καὶ 10ου ἄρθρου τοῦ Συμβόλου, δηλαδὴ τὴν λεγομένη «Βαπτισματικὴ θεολογία». Κύριος ἐκφραστής της εἶναι ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι τὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἔστω κι ἂν καὶ τελεῖται ἀπὸ αἱρετικό! «Τὸ Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἢ μή, ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» καὶ «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία».


Προσέξατε τὴν δαιμονικὴ διαστροφὴ ποὺ κάνει ὁ Ζηζιούλας; Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ἐκτὸς τῆς «Μίας» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει βάπτισμα», κι αὐτὸς λέγει πὼς «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία», θεωρώντας ὡς Ἐκκλησία τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες.

Καὶ συνεχίζει: Ἀντιθέτως, «ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχη μία διάσπασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα, δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν διὰ Ἐκκλησίαν».

Ἄρα, μέσα στὰ βαπτισματικὰ ὅρια ποὺ θέτει ὁ κ. Ζηζιούλας, στοιβάζει Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικούς, πολλὰ βαπτίσματα (καὶ αἱρετικὲς “ἐκκλησίες”), πολλὲς πίστεις καὶ πολλοὺς θεούς, ἀφοῦ οἱ αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, ἔχουν διαφορετικὴ ἄποψη γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήριά της, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι!


Μήπως σ’ αὐτὲς τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Ζηζιούλα, ποὺ μεταθέτουν τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ διαπλατύνουν τόσο, ὥστε νὰ περιλαμβάνονται σ’ αὐτὰ καὶ οἱ αἱρετικοί, μήπως ἀντέδρασαν ὀρθόδοξα  οἱ Ἐπίσκοποί καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες; Δυστυχῶς ὄχι. Μήπως ὁ προϊστάμενὀς του πατριάρχης Βαρθολομαῖος τὸν ἀνακάλεσε εἰς τὴν θέση του, ἀφοῦ ἡ αἵρεση ποὺ διδάσκει ὁ Ζηζιούλας, καταλύει θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἄρα εἶναι αἵρεση κατεγνωσμένη; Ἀσφαλῶς ὄχι. Διότι καὶ ὁ Πατριάρχης τὰ ἴδια διδάσκει.

Συγκεκριμένα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀποδέχτηκε τὴν αἵρεση αὐτὴ τὸ 1995. Σὲ «Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» μετὰ τοῦ Πάπα Ἰωάννη-Παύλου δήλωσαν: «Παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα». Ἄρα κι αὐτὸς παραβαίνει καὶ ἀλλοιώνει τὴν διδασκαλία Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν ἀνακάλεσε τὸν κ. Ζηζιούλα εἰς τὴν τάξιν, ἀλλὰ καὶ συνεχάρη πρόσφατα τὸν αἱρετικὸ γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία! Ποιά Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς ὄχι στὴν ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκείνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὴν ὁποία εἶναι καὶ οἱ δυό τους πρωθιερεῖς.


[Ὑποσημείωση: Ὁ Πατρ. Βαρθολομαῖος δέχεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι - ἡ μοναδικὴ –«Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλ’ ἁπλῶς μία ἀπὸ τὶς μείζονες ἐκφράσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἔχει πλήρη συνείδηση ὅτι μέσα τῆς ὑπάρχει ἀκόμη «Μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία»! Ἔχει δηλώσει ὅτι «Ὀρθοδοξία καὶ παπισμὸς ἀποτελοῦν «τὸ ἑνιαῖον σῶμα τοῦ Χριστοῦ»! Ἄλλοτε δήλωσε, ὅτι Ὀρθοδοξία καὶ Ἀγγλικανισμὸς εἶναι «ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι» καὶ ἔχουν κοινὴ εὐθύνην «ἐν τὴ καθόλου Ἐκκλησία»! Ἀκόμα εἶπε: «Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ... Ρ/Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί....»!

Στὶς 27 Ἰουνίου 1995 ὁ Βαρθολομαῖος μίλησε σὲ Παπικοὺς νέους, εἰπῶν καὶ τὰ ἑξῆς:: «Τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα καὶ ἀγαπητά... συνεορτάζομεν ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις (τὴν θρονικὴν ἑορτὴν τῆς Ρώμης). Θεοῦ τὸ δῶρον... ἑορτάζομεν, διότι εἴμεθα ἡ ἐπὶ γῆς πορευομένη κοινωνία τῶν Ἁγίων... εἶναι δὲ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας πεπληρωμένη ὅταν εἶναι παροῦσα καὶ συνεορτάζουσα ἡ νεολαία... Ἐλάβατε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φέρετε ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ μετώπῳ ὑμῶν τὰ σημεῖα τῆς Βασιλείας τῶν Θεοῦ»! («Ἐπίσκεψις 29.6. 1989)!!!
Ἀκόμα, δήλωσε ὅτι «...ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζητήσεις εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων» (Ἐκκλ. Ἀλήθεια 16. 12. 1998)!!!]

Ἀλλὰ δὲν σταματᾶ στὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα ἡ αἵρεση τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ τῆς τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Αὐτὲς οἱ δύο κακοδοξίες ἔλαβαν σάρκα καὶ ὀστᾶ στὴν «Συμφωνία τοῦ Μπάλαμαντ», ποὺ ὑπέγραψαν ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ δὲ ὑπόλοιπες τὴν ἀποδέχτηκαν σιωπηρά, ἀφοῦ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Στὸ κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ ὑπάρχουν καὶ οἱ δυὸ αἱρέσεις. Διαβάζουμε:

«Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς (Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους) ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του –ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια...– δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται».

Ὁ πατριάρχης Δημήτριος, ἐπίσης, τὴν εἶχε διακηρύξει δι' Ἐγκυκλίου τὸ 1974 (Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἔκτακτον φύλλον, 14.4.1974). Διακήρυξε ἐπίσης, ὅτι ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τοῦ προκατόχου τοῦ Ἀθηναγόρα! Ἐπίσης, εἶπε, ὅτι «ὅλοι οἱ χριστιανοὶ οἱ πιστεύοντες εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου εἴμεθα ἐν σῶμᾳ…»! Εἶπε, ὅτι ἕνας Ὀρθόδοξος μπορεῖ «νὰ μεταλάβη» σὲ παπικὴ ἐκκλησία, διότι «ἑκατέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν (ἐννοεῖ τὴν Ὀρθόδοξη καὶ τὴν παπικὴ) ἔχει παραλάβη καὶ τελεῖ τὰ αὐτὰ ἱερὰ μυστήρια»! Εἶπε ἀκόμα, ὅτι «δὲν ὑπάρχει διαφορὰ εἰς τὸ θέμα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἀναγνωρίζομεν τὸν πάπαν ὡς διάδοχον τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐμεῖς εἴμεθα διάδοχος τῶν Ἀποστόλων» κτλ.!

Ὁ προσφάτως κοιμηθεὶς Πατριάρχης Ἀντιοχείας τὰ ἴδια δίδασκε: «Εἴμεθα ὅλοι (ἔλεγε, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι) μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μία καὶ μοναδικὴ “καινὴ κτίσις”, ἐφ’ ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο» (Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, Γενεύη 1987).

Ἕτερος ἱεράρχης δήλωσε, ἀπευθυνόμενος σὲ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μιὰ καὶ μοναδικὴ "καινὴ κτίσις" ἐφ' ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».

Τέλος, ἄλλος «ὀρθόδοξος» ἱεράρχης (γιὰ νὰ μείνουμε μόνο σ’ αὐτούς), διακήρυσσε ὅτι «τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖ σὲ κάθε χριστιανικὸ βάπτισμα» καὶ ὅτι ό ἀναβαπτισμός τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπὸ «στενοκεφαλιά, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία... Εἶναι μιὰ ἀδικία κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καὶ πραγματικὰ μία βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!

Καὶ ἡ Βαπτισματικὴ θεολογία, ὅπως διατυπώνεται καὶ ἐμπεδώνεται ἀπὸ τοὺς «ὀρθοδόξους» ἔρχεται καὶ δένει καὶ ἀλληλοσυμπληρώνεται μὲ τὴν “Βαπτισματικὴ Θεολογία” τοῦ Πάπα (ὅπως τὴν διεκήρυξε ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β' στὴν Ἐγκύκλιο «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν/Ut Unum Sint», 25.5.1995, § 66) καὶ τοῦ Π.Σ.Ε., τὶς θέσεις τοῦ ὁποίου μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ στὸ: Γ. Λαιμόπουλου (ἐπιμ.), Ἡ Ζ' Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., Καμπέρρα-1991/Χρονικό, Κείμενα, Ἀξιολογήσεις, ἐκδ. «Τέρτιος», σελ. 136, Κατερίνη 1992.


Δὲν θὰ μακρύνω ἄλλο τὸ λόγο μὲ διδασκαλίες περὶ κοινοῦ βαπτίσματος. Ἀλλὰ θὰ παραθέσω καὶ τὴν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς κακοδοξίας, ἡ ὁποία δὲν ἔχει μείνει ἰδέα, ἀλλὰ ἔγινε πράξη.

Υἱοθετήθηκε καὶ ὑλοποιήθηκε δηλαδή, ἀπὸ τὸ “Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν Αὐστραλίας” τὸ 2004 στὸ ὁποῖο συμμετεῖχαν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Το Συμβούλιο διεκήρυξε: Ὅλες οἱ παρακάτω “ἐκκλησίες” «συμφωνοῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ποὺ ἐπιτελέσθηκε σὲ κάθε ἐκκλησία καὶ νὰ προωθήσουμε τὴν χρῆσι κοινῆς Βεβαιώσεως Βαπτίσεως»!

Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως οὐδεμία καταδικαστηκὴ ἀντίδραση ὑπῆρξε ἀπὸ τὸ ἔχον τὰ «πρωτεῖα» Πατριαρχεῖο ἢ ἄλλες Ἐκκλησίες.

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στὴν Ἀμερικὴ μὲ τὴ «Συμφωνία Νέας ῾Υόρκης, 1999», διὰ τῆς ὁποίας δηλώνεται ὅτι: «Τὰ ᾿Ορθόδοξα καὶ ΡΚκαθολικὰ μέλη τῆς Συμβουλευτικῆς ᾿Επιτροπῆς ἀναγνωρίζουν σὲ ἀμφότερες τὶς παραδόσεις μία κοινὴ διδασκαλία καὶ μία κοινὴ πίστι εἰς ἕνα βάπτισμα... Καὶ ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε τὸ βάπτισμα ἀλλήλων, ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτό» (Λιβανὸς Χρῆστος, «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1343/26.11.1999).

Καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» συνεχίστηκε ἀπὸ τὴν «Ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Γερμανία», ποὺ ὑπέγραψαν ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κείμενο ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης τοῦ βαπτίσματος: «Παρ’ ὅλες τὶς διαφορὲς στὴν ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὑφίσταται μεταξύ μας μία βασικὴ συμφωνία ὡς πρὸς τὸ βάπτισμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγνωρίζουμε κάθε βάπτισμα ποὺ ἔχει τελεστεῖ κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ..., μὲ τὴν συμβολικὴ πράξη τῆς κατάδυσης στὸ νερὸ ἢ τῆς ἐπίχυσης μὲ νερό. Αὐτὴ ἡ ἀμφίδρομη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἐκφράζει τὸν θεμελιωμένο στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δεσμὸ τῆς ἑνότητας» (Νικολαΐδη Σταύρου, Τὸ Ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται).

Στὸ ζήτημα αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, π.χ., σαφῶς θεωροῦσε τὴν ὀρθὴ πίστη ὡς ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐκπλήρωση ἑνὸς γνησίου βαπτίσματος. Τὰ λόγια του περιεκτικὰ ἐκφράζουν τὴν πατερικὴ ὁμοφωνία: «Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ οὐκ ἁπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν», ἀλλὰ πρῶτα εἶπε «μαθητεύσατε» καὶ ὕστερα «βαπτίζετε εἰς ὄνομα Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, ἵν’ ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ. Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄλλαι αἱρέσεις λέγουσαι τὰ ὀνόματα μόνον, μὴ φρονοῦσαι δὲ ὀρθῶς, ὡς εἴρηται, μηδὲ τὴν πίστιν ὑγιαίνουσα ἔχουσαι, ἀλυσιτελὲς (=χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα) ἔχουσι καὶ τὸ παρ' αὐτῶν διδόμενον ὕδωρ, λειπόμενον εὐσεβείᾳ ὥστε καὶ τὸν ραντιζόμενον παρ' αὐτῶν ρυπαίνεσθαι μᾶλλον ἐν ἀσεβείᾳ ἢ λυτροῦσθαι» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ τῶν Ἀρειανῶν 2, 42-43, PG 26, 237B)..


Ἀποτελεῖ λοιπόν ἢ ὄχι κατεγνωσμένη αἵρεση ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία», ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι μιὰ ἰδέα ποὺ περιφέρεται στοὺς ἀκαδημαϊκοὺς χώρους πρὸς προβληματισμό, ἀλλὰ πράξη ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ καμιὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδος, λόγω δειλίας καὶ φοβικοῦ συνδρόμου πρὸς τὸν Πάπα τῆς Ἀνατολῆς Βαρθολομαῖο, δὲν τολμᾶ νὰ τὴν καταδικάσει; Ἀρνεῖται ἢ ὄχι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ ἑνὸς Βαπτίσματος; Ἂς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ λαλίστατοι περὶ τὰ ἄλλα ποιμένες: Πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέτρεψε τὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας, τόσο κακόδοξης θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιολογικῆς αἵρεσης, ἡ ὁποία νὰ διδάσκεται καὶ νὰ προωθεῖται καὶ θεωρητικά, καὶ πρακτικά, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθοῦν –κλῆρος καὶ λαός- ἀπὸ ὅσους τὴν ἐφαρμόζουν καὶ ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχες ἡγέτες ποὺ τὴν ἐπιτρέπουν;

Μὰ μήπως τὰ περὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» λέγονται μόνο ἀπὸ δυὸ-τρεῖς Ἐπισκόπους μόνο; Ἀσφαλῶς ὄχι. Λέγονται ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστές, γιατὶ αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὸ κατεστρωμένο σχέδιο ποὺ ἀπὸ τὸ 1920, τὸ Φανάρι ἐγκαινίασε, μὲ τὴν περίφημη Ἐγκύκλιο «Πρὸς τὰς Ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».


Νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ κι ἄλλη μία μεγίστη αἱρετικὴ κίνηση ποὺ διεπράχθη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας. Συγκεκριμένα, γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, «ὑπάρχουν ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων..., ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπῆ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατὶ ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση»· δυστυχῶς «αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰῶνα.

Κατόρθωσε» δηλαδὴ τὸ Π.Σ.Ε. «νὰ ἀλλοιώση τόσο πολὺ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε ...νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν υἱοθέτηση τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν Προτεσταντῶν». Ἔτσι τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας «προσχώρησε σὲ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες», τὸ δὲ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἀποδέχτηκε τὸ γάμο Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν Κοπτῶν!

Μὲ ὅλα αὐτὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἑνώθηκαν μὲ αἱρέσεις καταδικασμένες ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καταπάτησαν καὶ ἀρνήθηκαν τὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως περὶ «Μίας Ἐκκλησίας» καὶ περὶ ἑνὸς βαπτίσματος καὶ τὴν ρητὴ ἀπόφαση τῆς τρίτης, τετάρτης καὶ ἕκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στὸν Ὅρον τῆς ἕκτης, ποὺ ὑπάρχει περίπου ὁ ἴδιος καὶ στὶς ἄλλες) διαβάζουμε:

«Ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν, ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι ἢ φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἑτέρως· τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν… ἢ διδάσκειν ἢ παραδιδόναι ἕτερον σύμβολον… ἢ καινοφωνίαν, ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν, πρὸς ἀνατροπὴν εἰσάγειν τῶν νυνὶ παρ’ ἡμῶν διορισθέντων, τούτους, εἰ μὲν ἐπίσκοποι, …ἀλλοτρίους εἶναι τῆς ἐπισκοπῆς… ἢ λαϊκοί, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς» (Ὅρος πίστεως ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰς Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας…, τόμ. Β΄, σελ. 71).

Ἀπὸ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βῆμα, εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ ἀπευθυνθεῖ μιὰ ἐρώτηση, σὲ ὅσους ὀρθόδοξους περιμένουν πρῶτα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ λεγόμενη «διακοινωνία» (intercommunio) γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, καὶ ἰδίως στὸν μητροπολίτη Πειραιῶς ποὺ ἔχει διατυπώσει αὐτὴ τὴ θέση γραπτῶς:

Ἄραγε, ἡ ἔμπρακτη ἀποδοχὴ αἱρετικοῦ μυστηρίου δὲν ἀποτελεῖ «διακοινωνία», ἕνωση μὲ αἱρετικὴ «ἐκκλησία»; Διακοινωνία ὑπάρχει μόνο ὡς πρὸς τὴν Θ. Εὐχαριστία;

Κατὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ ἀποκήρυξη τῆς κάθε αἱρέσεως καὶ ἡ καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ, εἶναι ἐπιβεβλημένη. Ἡ Σύνοδος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, συμμετέχει στὴν αἵρεση.

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Τσελεγγίδη: Διὰ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας, δίνεται ἡ ἐσφαλμένη καί βλάσφημη ἐντύπωση ὅτι διαψεύδεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι τὰ ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ἄμπελο κλήματα δὲν μποροῦν νὰ φέρουν καρπό» –ἀφοῦ ὁ κ. Ζηζιούλας καὶ σύμπαντες οἱ Οἰκουμενιστὲς διαβεβαιώνουν– «ὅτι παρὰ τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις τους οἱ Ρωμαιοκαθολικοί συνιστοῦν Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν γνήσια μυστήρια. Εἶναι θεολογικῶς ἀλλά καὶ λογικῶς ὄντως παράδοξο, πῶς, οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸ κολοσσιαῖο δογματικὸ σφάλμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιὰ τὸν κτιστὸ χαρακτῆρα τῶν μυστηρίων τους» (Τσελεγγίδη Δημ., Αἱ ἐσφαλμέναι θεολογικαὶ προϋποθέσεις διὰ τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα).

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, σιγά-σιγά, προοδευτικὰ μὰ σταθερά, καταργεῖται ἡ μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀλλοιώνεται ἡ περὶ Θεοῦ διδασκαλία. Ὁπότε, κριτήριο τῆς Σωτηρίας, δὲν εἶναι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ ὁποιοσδήποτε Θεὸς τῶν προϋποθέσεων τῶν αἱρετικῶν τώρα καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων στὴ συνέχεια.

Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς προσβάλλοντας τὴν ἐκκλησιολογία, «κατ’ οὐσίαν προσβάλλει τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· μέχρι νὰ τὸ ἐξαφανίσει». Ἀλλὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅτι «τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ», θὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἐξαφανίσει ὁ Ἀντίχριστος! Ἂν τὸ ἴδιο ἔργο ἐπιδιώκει νὰ φέρει εἰς πέρα καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, τότε, τί ἄλλο εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, παρὰ μιὰ ἀντίχριστη μέθοδος, ἀντίχριστος τρόπος ποὺ διευκολύνει τὴν ἔλευση τοῦ Ἀντίχριστου;

Ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι «ἡ ὀρθή πίστη εἶναι ἡ πρώτη καί κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη ἁγιοπατερική ἀπόφανση: “Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρό πάντων χρή αὐτῷ τήν καθολικήν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μή τις σῴαν καί ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τόν αἰῶνα ἀπολεῖται” (Σύμβολο τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας)».



Β. Εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται πολλὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. τὸ filioque, ἀλλὰ ἐπίσης ἀρνοῦνται καὶ τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ ἀρνούμενοι, ὅμως, τὴν προσκύνηση τῶν Εἰκόνων, ἔχουν ἀναθεματισθεῖ ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ κατεδίκασε τὴν Εἰκονομαχία. Ἀλλὰ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἔχει ἀναθεματίσει ὄχι μόνο τοὺς μὴ δεχομένους τὶς ἅγιες Εἰκόνες (τότε τοὺς Εἰκονομάχους καὶ τώρα τοὺς Προτεστάντες ποὺ ἔχουν ἀπορρίψει τὶς εἰκόνες), ἀλλὰ ἔχει ἀναθεματίσει καὶ ὅσους ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἔχοντας ὑποπέσει στὸ ἀνάθεμα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία συγκεκριμένα ἔχει ἀποφασίσει:

«Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καὶ ἀτιμάζουσι τὰς σεπτὰς εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Συνοδικόν Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (783), εἰς Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Γ΄, σελ. 230 καὶ 325).

Καὶ ὅμως, οἱ ἡμέτεροι «ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστὲς μὲ αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες, ὄχι μόνο ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά, ὄχι μόνο συμπροσεύχονται, καὶ ἀνταλλάσσουν δῶρα, καὶ ἔχουν κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ δράση, ἀλλά, ὅπως εἴδαμε, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀποκαλοῦν τὶς αἱρέσεις Ἐκκλησίες. Στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐνέπαιζαν, διαβεβαιώνοντάς μας ὅτι τὶς ὀνομάζουν «ἐκκλησίες» γιὰ λόγους ἁβροφροσύνης. Στὴν πορεία, ὅμως, τῶν διαλόγων ἔπεσαν οἱ μάσκες· ἀποδείχτηκε ὅτι καὶ ὀνομάζουν τὶς αἱρέσεις Ἐκκλησίες, καὶ τὶς ἀποδέχονται ὡς Ἐκκλησίες. Ὅλα τὰ ἄλλα ἀποτελοῦσαν ψευδεῖς διαβεβαιώσεις, ἦταν μιὰ καλὰ στημένη διαβολικὴ παγίδα, στὴν ὁποία ἔπεσαν καὶ οἱ καλοπροαιρέτως συμμετέχοντες στοὺς Διαλόγους, παρακούοντας τὸν ἀπόστολο Παῦλο, λέγοντα: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».

Αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ Ἐντολὴ ἦταν ἀπόσταγμα τῆς θεοπνεύστου Ἁγιογραφικῆς Παραδόσεως ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ἀνανεώθηκε διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεχίστηκε διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ ἔρθουν οἱ Οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες μὲ τοὺς μαθητές τους νὰ τὴν καταλύσουν καὶ νὰ διαλέγονται μὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔχουν μολύνει σὲ τέτοιο βαθμὸ καὶ συμπαρασύρει εἰς τὸν ὀρμητικὸ ποταμὸ τῆς παναιρέσεως, ὥστε «ὀρθόδοξοι» Ἐπίσκοποι (ὅπως ὁ Περγάμου κ. Ζηζιούλας) νὰ ἐργάζονται πυρετωδῶς γιὰ νὰ περάσουν κακόδοξες θεωρίες ὡς ὀρθόδοξες, οἱ ὑπόλοιποι δὲ νὰ ἀνέχονται κατεγνωσμένες αἱρέσεις νὰ διδάσκονται καὶ νὰ ἐφαρμόζονται στὴν πράξη!

Νά, πόσο σοφὰ διατυπώνεται αὐτὴ ἡ Παράδοση στὶς Ἐρωταποκρίσεις τοῦ Μεγάλου ἀββᾶ Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου ποὺ περιλαμβάνονται στὴν «Φιλοκαλία»:

 «ΕΡΩΤΗΣΙΣ. Ἀγαπητὸν ἔχω (ἔχω κάποιον φίλο) καὶ εὑρέθη αἱρετικός∙ νουθετήσω αὐτὸν περὶ τοῦ ὀρθροῦ φρονήματος;

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ. Νουθέτησον αὐτὸν τὴν ὀρθὴν ἐπιγνῶναι πίστιν, μὴ ἀντιβάλῃς δὲ αὐτῷ (μὴ λογομαχεῖς ὅμως) μηδὲ θελήσῃς γνῶναι τί φρονεῖ, ἵνα μὴ ἐμβάλῃς εἰς σὲ τὸν ἰόν αὐτοῦ (γιὰ νὰ μὴ δεχθεῖς καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ αἱρετικό του μικρόβιο), ἀλλ’ ἐὰν θελήσῃ ὅλως ὠφεληθῆναι καὶ ἀκοῦσαι τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτὸν πρὸς ἁγίους πατέρας. Ἐὰν δὲ μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν μὴ προσδέξητε τὴν διόρθωσιν, τὸν τοιοῦτον, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, παραιτοῦ... ἐὰν γὰρ ἴδῃς, φησί, τινὰ πνιγόμενον ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ, μὴ δώσῃς αὐτῷ τὴν χεῖραν σου, ἵνα μὴ συνελκύσῃ σε καὶ συναποθάνῃς αὐτῷ∙ ἀλλὰ δὸς αὐτῷ τὴν ράβδον σου, καὶ εἰ μὲν δυνηθῇς ἑλκῦσαι αὐτόν, ἰδοῦ καλῶς, εἰ δὲ μή, ἀφήσεις αὐτῷ τὴν ράβδον σου καὶ σὺ σωθήσῃ» (ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, Ἐρωταποκρίσεις, ΨΛΓ΄).

 
Μιὰ ἀκόμα ἀποκάλυψη γιὰ τὴν προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς «ὀρθόδοξους» οἰκουμενιστές, καὶ θλιβερὴ ἀπόδειξη ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ διαβεβαιώσεις τους, πὼς τάχα διὰ τῶν Διαλόγων δίδουν μαρτυρία Χριστοῦ, ἀποτελοῦν οἱ ἀποφάσεις ποὺ ἐλήφθησαν τὸ 2006 στὸ Συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας. Ἐκεῖ οἱ καλούμενοι «ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποί μας, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ συναποφασίσουν μὲ τοὺς Προτεστάντες ἀδιαμαρτύρητα –γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ μετὰ τὸ Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου– τὴν ὑποβάθμιση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὴν τοποθέτησή της στὸ ἐπίπεδο τῶν παναιρετικῶν Προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν.