ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ 15ου ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ Ὑπό Ἰωσήφ Μοναχοῦ Ἅγιον Ὄρος 2012
Εἰσαγωγή
Τό παρόν πόνημα εἶναι μία σύντομος ἀπάντησις εἰς τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ ‘’Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν’’. Τό βιβλίον αὐτό, ἄν καί δέν μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους εἰς τήν κεντρικήν του ἰδέαν, περί τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τούς ἐπισκόπους ὅπου κηρύττουν κακοδοξίας καί αἱρέσεις, ἀλλά μᾶλλον συνηγόρους, ἐν τούτοις περιέχει πλεῖστα ἐπιλήψιμα στοιχεῖα, ἱκανά νά βλάψουν ψυχικῶς τούς μή ἐντριβεῖς ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀναγνώστας.
Δι’ αὐτό θεωρήσαμεν ἀναγκαῖον, ὅπως προβῶμεν εἰς ἐπισήμανσιν καί ἀνατροπήν τῶν σημαντικοτέρων ἐξ αὐτῶν, ὥστε νά γίνῃ φανερόν τοῖς πᾶσι τό πεπλανημένον καί σαθρόν τῶν παρατιθεμένων εἰκασιῶν τοῦ συγγραφέως. Δύο εἶναι οἱ βασικοί ἄξονες πέριξ τῶν ὁποίων κινεῖται παραπαίοντας καί ἐμπίπτων συνεχῶς εἰς ἀντιφάσεις καί αὐτοσχεδιασμούς ὁ συγγραφεύς. Ὁ πρῶτος ἀναφέρεται εἰς τήν δυνατότητα ὑπάρξεως δύο Ἐπισκόπων (Ὀρθοδόξου καί αἱρετικοῦ) ταυτοχρόνως εἰς μίαν Ἐπισκοπήν καί ὁ δεύτερος ἀφορᾷ τήν κανονικότητα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοεορτολογιτῶν ἀπό τήν νεοημερολογητικήν ἐκκλησίαν τό 1924.
Ἄς ἀρχίσωμεν ὅμως ἀπό τό πρῶτον. Ἀναφέρει λοιπόν ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς: «Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο» (σελ. 248 τοῦ βιβλίου). Τό συμπέρασμα τοῦτο εἶναι ὄχι μόνον τελείως ἄστοχον καί ἀτεκμηρίωτον, ἀλλά καί ὁδηγοῦν εἰς αἵρεσιν, ἀφοῦ ἀνατρέπει ὅλην τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν! Ἐμεῖς ὅμως, ὄχι μόνον ἕνα, ἀλλά πολλά παραδείγματα θά τοῦ παραθέσωμεν ἀποδεικνύοντες, ὅτι οἱ ἀνά τούς καιρούς ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς ψευδεπισκόπους (ἀκρίτους καί κατακεκριμένους) ὀρθόδοξοι οὐδόλως ἐλάμβανον αὐτούς ὑπ’ ὄψιν τους, ὅταν διεπιστώνετο πλέον ἡ ἀμετανοησία ἐκείνων, καθώς εἶχον πλήρη τήν αἴσθησιν καί τήν πίστιν περί τῆς μοναδικότητός των ὡς κατόχων τῆς Ἀληθείας καί ἑπόμένως περί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας των ἐπί τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου! Θά παραθέσωμεν ἐπίσης παραδείγματα, ὅπου ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν εἶχον τήν ‘’πολυτέλειαν’’, ἐγκαθιστοῦσαν ἐπισκόπους ὄχι μόνον εἰς ἁπλάς ἐπισκοπάς, ἀλλά καί εἰς αὐτούς τούς Πατριαρχικούς Θρόνους, καί ὄχι μόνον, ἀλλά συγκροτοῦσαν καί συνόδους διά τήν εὔρυθμον λειτουργίαν καί ὁμαλήν διευθέτησιν τῶν ὑποθέσεων τῆς ἐμπεριστάτου Ἐκκλησίας.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν τό γεγονός, ὅτι ὁ συγγραφεύς καί οἱ ὁμόφρονές του ἀντλοῦν τά ἐπιχειρήματά τους διά τό θέμα αὐτό ἀπό τήν περίοδον μετά τήν ἀναγνώρισιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπισήμου Θρησκείας τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁπότε ἡ κρατική ἐξουσία ἄρχισε ‘’πολιτικῷ δικαίῳ’’ νά ἐπεμβαίνει εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας, καθώς θεωροῦσε αὐτήν σημαντικόν παράγοντα διά τήν κρατικήν ἀσφάλειαν. Ἀποροῦμε ὅμως, διά τί οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς θεωρίας παραβλέπουν τάς προηγουμένας περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναφέρονται ἐπιλεκτικῶς μόνον εἰς τήν μετέπειτα χρονικήν φάσιν τῆς νομιμοποίησεώς της; Ἆρά γε πρό τῆς περιόδου αὐτῆς δέν ὑπῆρχαν αἱρέσεις; Ἀπό μόνον του αὐτό φανερώνει ὅτι ἡ ἀνοχή ὅπου ἐπέδειξε ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν παραμονήν ἑνός αἱρετικοῦ ἐπισκόπου εἰς ἐπισκοπικόν τινα θρόνον, χωρίς νά σπέυσῃ ἄμεσα εἰς πλήρωσίν του, δέν ὠφείλετο εἰς λόγους ἐκκλησιολογικούς, ἀλλ’ ἑτέρους τούς ὁποίους καί θά ἀναλύσωμεν εἰς τήν συνέχειαν.