xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

 Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ



Οἱ σύγχρονοι Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι πολεμοῦν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ μέ τήν διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπιχειρεῖ τήν εἰκόνισιν τῆς Θείας φύσεως.

Αἱ εἰκόνες ὅμως, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἰκονίζουν τήν φύσιν ἤ οὐσίαν, ἀλλά εἶναι ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ἀπεικονίσεις τῆς ὑποστάσεως τοῦ εἰκονιζομένου. μήπως δύνται νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία καί φύσις τῶν Ἀγγέλων ἤ τῶν ψυχῶν ἤ καί τῶν δαιμόνων, ἤ τοῦ Παραδείσου καί τῆς κολάσεως; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλά τόσαι εἰκόνες ὑπάρχουν μέ Ἀγγέλους καί ψυχάς καί δαίμονας. Τήν οὐσίαν ἤ φύσιν των εἰκονίζουν; Ὄχι βεβαίως. Πόσον μᾶλλον ἀδύνατον εἶναι νά εἰκονισθῇ ἡ Ἄκτιστος καί Ἄπειρος καί Ἀπερίγραπτος καί Ἀμέθεκτος ΘΕΪΚΗ Οὐσία ἤ Φύσις.

Ἄς ἰδοῦμε τί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικῶς μέ τάς ἀποδεκτάς ἀπεικονίσεις:

«Λέγουσι γάρ [οἱ Χριστιανοκατήγοροι] ὅτι τήν πρέπουσαν τῷ Θεῷ προσκύνησιν καί λατρείαν ταῖς σεπταῖς εἰκόσι προσφέρουσιν οἱ Χριστιανοί, καί ὅτι τήν ἀκατάληπτον φύσιν περιγράφουσι. Ὦ τῆς παρεκτροπῆς καί ἠλιθιότητος... Οἱ γάρ Χριστιανοί οὔτε τήν ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκύνησιν ταῖς Εἰκόσι ἀπένειμαν, οὔτε τῆς Ἀοράτου καί Ἀκαταλήπτου Φύσεως εἰκόνα ποτέ πεποιήκασιν».1

«Οὐδέ γάρ τῆς Ἀοράτου Θεότητος Εἰκόνα ἤ ὁμοίωμα ἤ σχῆμα ἤ μορφήν τινά ἀποτυποῦμεν».2

«Οἱ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς τέκνα γνήσια γεννηθέντες . . . τάς σεπτάς Εἰκόνας ἀποδεχόμεθα, εἰκόνας μόνον καί οὐδέν ἕτερον αὐτάς γινώσκοντες, καθό τοῦ πρωτοτύπου τό ὄνομα μόνον ἐχούσας καί οὐχί τήν οὐσίαν».3

Ὅποιος, λοιπόν προσκυνεῖ καί τιμᾶ τήν Εἰκόνα, προσκυνεῖ τοῦ εἰκονιζόμενου τήν ὑπόστασιν, κατά τήν Ἁγίαν 7ην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, καί ὄχι τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου.

Ἀρκετοί Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γράφουν πολύ ξεκάθαρα ὅτι δέν εἰκονίζομε τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου, ἀλλά τήν ὑπόστασίν του. Οὕτω ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει: «Παντός εἰκονιζομένου οὐχί ἡ φύσις ἀλλά ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται».4

Ὁ δέ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μεγάλος αὐτός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁποῖος ἐπολέμησε μέ σφοδρότητα τούς Εἰκονομάχους, λέγει:

«Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ, οὔτε ψυχῆς, οὔτε δαίμονος δυνατόν θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ᾽ ἐν μετασχηματισμῷ τινί θεωροῦνται ταῦτα, τῆς Θείας Προνοίας τύπους καί σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις…

»Μή θέλων οὖν ὁ Θεός παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τά ἀσώματα, περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους, καί σχήματα, καί εἰκόνας κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἠμῶν, σχήματα σωματικά ἐν ἀΰλῳ ὁράσει νοός ὁρώμενα· καί ταῦτα σχηματίζομεν καί εἰκονίζομεν. Ἐπεί, πῶς ἐσχηματίσθη καί εἰκονίσθη τά Χερουβίμ; ἀλλά καί Θεοῦ σχήματα καί εἰκόνες ἡ Γραφή ἔχει».5

Ἐπίσης καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει:

«Ἡ εἰκών ἔχει ὁμοιότητα πρός τήν ὑπόστασιν, ἀπεικονίζουσα ἐξωτερικά τινα σχήματα καί χρώματα τῆς ὑποστάσεως. Δέν ἔχει ὅμως ὁμοουσιότητα μέ τό εἰκονιζόμενον διότι διαφέρει εἰς τήν οὐσίαν».6

Ὅπως βλέπομεν, εἶναι φύσει ἀδύνατον διά τήν εἰκόνα νά εἰκονίσῃ τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου. Εἶναι φύσει ἀδύνατον νά εἰκονισθῇ ἡ φύσις οἱουδήποτε ὄντος.

Ἡ ἄποψις λοιπόν ὅτι ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιχειρεῖ νά περιγράψῃ τήν Θεϊκήν Φύσιν εἶναι λανθασμένη. Ὅσοι χρησιμοποιοῦν τήν ἄποψιν αὐτήν ὡς ἐπιχείρημα ἐναντίον τῆς Εἰκονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἐάν μέν τό κάνουν ἀφελῶς ἁπλῶς σφάλλουν, ἐάν ὅμως τό κάνουν σκοπίμως εἶναι ἐχθροί τῆς Ἀληθείας καί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ.

Ὄχι μόνον εἰς τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά εἰς οὐδεμίαν εἰκόνα δέν εἶναι δυνατόν νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία ἤ φύσις τοῦ εἰκονιζομένου.

Ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ΔΕΝ εἶναι περιγραφή τῆς Θεότητος. Εἶναι μία συμβολική εἰκών τῶν Τριῶν Προσώπων.

Εἰς αὐτήν ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΣ εἰκονίζεται ὁ ΠΑΤΗΡ ὡς Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ὅπως συγκαταβατικῶς ἐμφανίσθηκε εἰς τά ὁράματα τῶν Προφητῶν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, καί ὁ ΥΙΟΣ, ὅπως τόν γνωρίζομεν ἀπό τήν Ἐνσάρκωσίν του, καί τό ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, ὅπως ἐμφανίσθηκε εἰς τήν βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή εἶναι μία ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ εἰκών καί δέν εἶναι οὔτε ἀπεικόνισις οὔτε προσπάθεια ἀπεικονίσεως τῆς ἀπείρου Φύσεως ἤ τῆς ἀμεθέκτου Οὐσίας τοῦ Θεοῦ.

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟ-ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ 
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ 

Θά ἐξετάσωμε κατωτέρω μερικάς ἀπό τάς δικαιολογίας καί τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοεικονομάχοι ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Δέν θά ἀναφερθῶμεν εἰς τάς βλασφημίας των, ὅπως, λόγου χάριν, ὅτι εἶναι εἴδωλον, ὅτι διδάσκει εἰδωλολατρίαν, ἀρειανισμόν, πολυθεΐαν, καί λοιπά.

Τά βασικά ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τά ἑξῆς:

1.- Εἶναι αἱρετική καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν.
2.- Ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τήν Σύνοδον τῆς μόσχας τό 1666.
3.- Ἀπαγορεύεται βάσει τῶν ἀποφάσεων τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
4.- Δέν εἶναι κανονική καί Ὀρθόδοξος διότι εἰκονίζει τόν Θεόν Πατέρα τόν ὁποῖον κανείς δέν ἔχει ἰδεῖ ποτέ, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν Α´ 18).
5.- Ὅλαι αἱ προφητικαί ὁράσεις εἶναι «Χριστοκεντρικαί».

Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι λανθασμένοι καί θά ἰδοῦμε διά ποίους λόγους, ἐξετάζοντες τόν κάθε ἕνα ἰσχυρισμόν ξεχωριστά.

1.- Εἶναι Αἱρετική καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν. 

Ἄς ἰδοῦμε ἐάν πράγματι αἱ εἰκονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός εἰσῆλθον ἀπό τήν Δύσιν ἤ ἐάν ὑπῆρχον καί πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054, διότι πρίν τό 1054 δέν ὑπῆρχε Ἐκκλησία Δύσεως καί Ἀνατολῆς.

Θά ἰδοῦμε ὄντως ὅτι ὑπῆρξαν εἰκονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός παλαιότεραι ἀπό τό Σχίσμα τῶν καθολικῶν τό ὁποῖο συνετελέσθη τό ἔτος 1054. Θά ἰδοῦμε μέ παραδείγματα ὅτι ὁ ἰσχυρισμός, «Εἶναι αἱρετική καί εἰσῆλθε εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν», εἶναι λανθασμένος, ἀνιστόρητος καί παραπλανητικός.
Θά παρουσιάσωμε μόνον δύο παραδείγματα ἀπό τό 9ον αἰῶνα μέ συμβολικάς ἀπεικονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἔτσι συντρίβεται ἡ πρόφασις τῶν Νεοεικονομάχων.

α) Τό πρῶτον παράδειγμα εἶναι ἀπό τό χειρόγραφον Ψαλτήριον τοῦ 820-840 μ.Χ, φυλασσόμενον εἰς τό Πανεπιστήμιον τῆς Οὐτρέχτης.
 Εἰς αὐτό, ὁ Ψαλμός ΡΘ´ (κεφάλαιον 109 καί κατά τό μασ. 110), Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, «ΕΙΠΕΝ ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου», διακοσμεῖται μέ μικρογραφίαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπομε τόν Υἱόν νά κάθεται ἐκ Δεξιῶν τοῦ Πατρός.7

β) Τό δεύτερον παράδειγμα προέρχεται ἀπό χειρόγραφον τοῦ 9ου αἰῶνος εὑρισκόμενον εἰς τήν Ἐθνικήν βιβλιοθήκην τῶν Παρισίων. Πρόκειται διά μίαν μικρογραφίαν ἡ ὁποία διακοσμεῖ τά Ἱερά Παράλληλα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅπου παριστάνεται τό ὅραμα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.

Η νέοημερολογίτικη εκκλησία (ν.ε.) της Ελλάδος, εκτός των αιρέσεων που έχει υιοθετήσει

Η νέοημερολογίτικη εκκλησία (ν.ε.) της Ελλάδος, εκτός των αιρέσεων που έχει υιοθετήσει ως μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, όπως το ότι ο Πάπας είναι αλάθητος, είναι Πρώτος και επικεφαλής των χριστιανών επισκόπων επί της Γης και άλλα τέτοια μυθεύματα, διατηρεί στους κόλπους της πολλές πλάνες και αιρέσεις, ιδιαιτέρως στα πλατιά λαικά στρώματα... Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της αδιαφορίας ΑΡΚΕΤων μισθωτών ιερέων και επισκόπων της, οι οποίοι έχουν χάσει κάθε ΦΟΒΟ ΘΕΟΥ, αφού αποσχίστηκαν από την Εκκλησία Του Χριστού το 1924, εξαιτίας της αντικανονικής εισαγωγής του παπικού ημερολογίου στην Ορθόδοξη Λατρεία. Το οποίο είναι απορριπτέο και καταδικασθέν από 3 Πανορθόδοξες Συνόδους, (1583,1587,1593). Υπαγώμενοι δε στο υπουργείο παιδείας και θρησκευμάτων ως γνήσιοι υπάλληλοι του κράτους, απορροφήθηκαν από την επικρατούσα δημοσιο-υπαλληλική νοοτροπία και σε συνδυασμό με την σιγουριά του επαγγέλματος...(πια)... μισθός, ένσημα, επιδόματα, συντάξεις και όλα τα συναφή, σε εποχές που ο ελληνικός λαός δεν είχε να φάει, έχασαν κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Η έκπτωση από την Ορθοδοξία και η προδοσία των 30 αργυρίων, τους καθιστά ανήμπορους να βοηθήσουν αποτελεσματικά και Σωτήρια μία ψυχή... Εξ ού και το μέγα πνευματικό κενό, στην σύγχρονη κοινωνία, των ανύπαρκτων ψευδοποιμένων του Δημοσίου...

Το Νέον Εορτολόγιον Είναι Αίρεσις


Το Νέον Εορτολόγιον Είναι Αίρεσις



    
Του Δημητρίου Χατζηνικολάου, Αναπληρωτού Καθηγητού Οικονομικών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Επειδή πολλοί δεν έχουν ακόμη καταλάβει ότι το Νέο Εορτολόγιο (ν.ε.) είναι αίρεσις, ίσως αξίζει τον κόπο να επαναλάβουμε κάποια γνωστά γεγονότα, τα οποία πείθουν κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο που έχει Ορθόδοξο Χριστιανικό φρόνημα. Αυτό καθεαυτό το ζήτημα του ν.ε. δεν είναι δογματικό, με την έννοια ότι αν υπήρχε πανορθόδοξος συμφωνία και συνέπεια με προηγούμενες Συνόδους, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Όπως θα δούμε παρακάτω, όμως, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει πανορθόδοξος συμφωνία, διότι, πρώτον, το ν.ε. προσκρούει στις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνόδων του 16ου αιώνος και, δεύτερον, ο σκοπός για την εισαγωγή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν να υποταχθεί Αυτή στον Παπισμό. Πιο συγκεκριμένα, το ν.ε. προσλαμβάνει δογματικό χαρακτήρα από τα εξής γεγονότα:


Υπάρχει σήμερα στην ελλαδική εκκλησία έστω ένας Ορθόδοξος Ποιμένας;


Όποιον μνημονεύουμε με εκείνον κοινωνούμε και με όποιον κοινωνούμε τον μνημονεύουμε. Ολα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Έλεγε ο άγιος Αθανάσιος «Εάν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας, κακώς αναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή (πρέπει) αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ' αυτών εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα, εις τήν γέενναν του πυρός» (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 33, 199) και "ων το φρόνημα αποστρεφόμεθα, τούτους από της κοινωνίας προσήκει φεύγειν" (PG 26, 1188 Β).


Μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν

«Οίτινες την υγιή ορθόδοξον πίστιν προσποιούντες ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετερόφροσιν, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσιν, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν» (Μεγ. Βασιλείου, P.G. 160, 101Α)
Aγ. Μάρκου: «‘Άπαντες οι της ’Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι καί πάσαι αι θείαι Γραφαί φεύγειν τούς ετερόφρονας παραινουσι καί της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, σ. 101).
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Από το ομώνυμο, εκδοθέν το 1928, βιβλίο


Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι η Μία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία έχει καθιερώσει από αμνημονεύτων χρόνων- από είκοσι αιώνες- το Εορτολόγιο αυτής επί τη βάσει του Ιουλιανού Ημερολογίου. Ότι επί τη βάσει αυτού άπαντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί από αιώνων συνεορτάζουν τις ίδιες πάντοτε ημέρες τουέτους, νηστεύουν ταυτόχρονα τις ίδιες κανονισμένες νηστείες, ακούν τις ίδιες λειτουργίες, τα ίδια ευαγγέλια, τους ίδιους ψαλμούς, τις ίδιες αποστολικές επιστολές και πράξεις.

Την επί 20 αιώνες πράξη αυτή της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποτελούσα ιερά παράδοση αυτής, αποτελούσα δισχιλιετές αυτής καθεστώς επικύρωσαν και καθαγίασαν Σύνοδοι Οικουμενικοί και Τοπικοί, διατάξεις Πατριαρχικές, κανόνες και αποφάσεις απαρεγκλίτως τηρηθείσες από όσους αιώνες. Πάσα άρα οιαδήποτε παρέκκλιση από του εκκλησιαστικού αυτού καθεστώτος του στηριζόμενου επί του Ιουλιανού ημερολογίου, είναι απάρνηση της εκ παραδόσεως τάξης της Εκκλησίας. Είναι ανατροπή αυτής ολοκλήρου. Διότι είδαμε ήδη ότι δια της μεταβολής του ημερολογίου ανατρέπονται Κυριακοδρόμια, καταλύονται νηστείες, διαγράφονται εκκλησιαστικά τροπάρια, δημιουργούνται κενά στη σειρά του Πασχαλίου κύκλου, μετατοπίζονται εορτές και εν γένει οι παραδόσεις της Εκκλησίας αθετούνται και παραβιάζονται.

Αλλά για την τήρηση την ακριβή των Εκκλησιαστικών παραδόσεων έχουμε ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις από τους Αποστολικούς ακόμη χρόνους, τις οποίες ουδείς δύναται να παραδεί, και η Εκκλησία της Ελλάδος παραβλέποντας εντελώς αυτές απαρνήθηκε, παραβιάζοντας τις Εκκλησιαστικές παραδόσεις.

Ιδού δε και οι κυριότερες ρήτρες και διατάξεις περί των εκκλησιαστικών παραδόσεων, διατάξεις οι οποίες αποτελούν και πρέπει να αποτελούν Νόμο για την Εκκλησία.

Α’) Πρώτος ο Απόστολος Παύλος στην προς Θεσσαλονικείς δευτέρα από Αθηνών γραμμένη επιστολή (Κεφ. Β’ 15) επιτάσσει την τήρηση των εκκλησιαστικών παραδόσεων λέγοντας: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε, είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών».

Β’) Ο Μέγας Βασίλειος στον 91ον Κανόνα αυτού λέγει τα εξής: «Ει γαρ επιχειρήσαιμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμη, παραιτείσθε, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις όνομα ψιλόν προϊστώντες το κήρυγμα: Οίον (ίνα του πρώτου και κοινοτάτου πρώτον μνησθώ) τω τύπω του Σταυρού τους εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ηλπικότας κατασημαίνεσθαι, τις ο διά γράμματος διδάξας; Το προς ανατολάς εστράφθαι κατά την προσευχήν, ποίον ημάς εδιδαξεν γράμμα; Αλλά και όσα περί τω βάπτισμα αποττάσεσθαι τω Σατανά και τοις Αγγέλοις αυτού, εκ ποίας εστί γραφής; Ουκ εκ της αδημοσιεύτου ταύτης και απορρήτου διδασκαλίας, ην εν απολυπραγμονήτω σιγή οι Πατέρες ημών εφύλαξαν, καλώς εκείνο δεδιδαγμένοι, των μυστηρίων το σεμνόν σιωπή διασώζεσθαι»;

Γ) Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Β’ λόγο του αναφωνεί: «Ακούσατε λαοί, φυλαί, γλώσσαι, άνδρες, γυναίκες, και παίδες, πρεσβύτες, νεανίσκοι τε και νήπια, το έθνος των Χριστιανών το άγιον. Είτις ευαγγελίζηται υμάς παρ’ο παρέλαβεν η Καθολική Εκκλησία (η Ορθόδοξος Αγία Αποστολική Εκκλησία) παρά των Αγίων Αποστόλων, Πατέρων και Συνόδων και μέχρι του νυν διεφύλαξε, μη ακούσητε αυτού, μηδέ δέξησθε την συμβουλήν του όφεως, ως εδέξατο Εύα και ετρύγησεν θάνατον. Καν, Άγγελος, καν Βασιλεύς ευαγγηλίζηται υμάς παρ’ο παρελάβετε, κλείσατε τας ακοάς, οκνώ γαρ τέως ειπείν, ως έφη ο θείος Αποστολος, Ανάθεμα έστω εκδεχόμενος την διόρθωσιν».

Δ’ Ο Μέγας Αθανάσιος λέει τα εξής: «…Ίδωμεν δε όμως και προς τούτοις και αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής (ορθοδόξου) Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται… και τηρείται την των Πατέρων παράδοσιν».

Ε’ Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει στο λόγο του δ’ της Β΄ προς Θεσσαλονικείς τα εξής: «Ενταύθα δήλον, ότι ου πάντα δι’ επιστολής παρεδίδοσαν οι Απόστολοι αλλά και πολλά και αγράφως. Ομοίως δε κακείνα και ταύτα εστίν αξιόπιστα. Ώστε και την παράδοσιν της Εκκλησίας αξιόπιστον ηγούμεθα. Παράδοσις εστίν, μηδέν πλέον ζητεί».

Και ερωτάται ήδη: Αυτή καθ’ εαυτή η διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου στην Εκκλησία, η ανέκαθεν αδιάλειπτη και ομοιόμορφη σ’ αυτή ισχύς αυτού ως βάσης στην οποία προσαρμόστηκε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία και τάξη και η του εορτολογίου διάταξη, η αποτελέσασα επί τόσους αιώνες την διάκριση της Ανατολικής από της Δυτικής Εκκλησίας, αυτή καθ’ εαυτή ανεξαρτήτως της ολεθριοτάτης συνέπειαες της διασπάσεως της εκκλησιαστικής Ενότητας, ως παράδοση της Εκκλησίας δεν ήταν σεβαστή και απαράτρεπτος;

Και ο σεβασμός της παραδόσεως αυτής επί τόσους αιώνες, και η επίμονη άρνηση δια μέσου των αιώνων τούτων τόσων μεγάλων αναστημάτων και υπέροχων Πατριαρχικών φυσιογνωμιών να αποδεχθούν δια την Εκκλησία το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, έστω και εάν κρατούνταν άθικτη η εορτή του Πάσχα, η διηνεκής και επίμονος, λέγομε, άρνηση αυτών, αυτή και μόνη δεν έπρεπε να συγκρατήσει τους σημερινούς (1924) νάνους της Εκκλησίας από το να καταπατήσουν τόσο ασεβώς και άσεμνα τις διά των αιώνων καθηγιασμένες γνώμες τόσων υψηλών της Εκκλησίας κορυφών;

Εκτός όμως των γνωμών και κρίσεων των ανωτέρω μεγάλων της Εκκλησίας Πατέρων και διδασκάλων, έχουμε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Έκαστη δε οικουμενική Σύνοδος αναφέρεται εις τα αποφασισθέντα των προηγουμένων και κρατύνει το έθος, την πράξη, και την παράδοση των προηγουμένων. Ιδού δε πως αποφαίνονται αυτές περί των παραδόσεων της Εκκλησίας. Ιδού δε πως αποφαίνονται αυτές περί των παραδόσεων της Εκκλησίας:

1) Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος δια του ΣΤ’ Κανόνα επιτάσσει: «Τα αρχαία έθη κρατείτω».

2) Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (η εν Χαλκηδόνι) δια του Α’ αυτής Κανόνα λέγει: «Τους παρά των Αγίων Πατέρων καθ’ εκάστην Σύνοδον άχρι του νυν εκτεθέντας Κανόνας κρατείν εδικαιώσαμεν (κρίναμε δίκαιο)».

3) Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος στο Α’ Κανόνα αυτής ορίζει τα εξής: «Τάξις άριστη παντός αρχομένου και λόγου και πράγματος, εκ Θεού τε άρχεσθαι, και εις Θεόν αναπαύεσθαι… Και νυν άρχην των ιερών ποιούμενοι λόγων χάριτι θεία ορίζομεν, ακαινοτόμητον τε και απαράτρωτον φυλάττειν την παραδοθείσαν ημίν πίστιν… Και συνελόντα φάναι, πάντων των εν τη Εκκλησία του Θεού διαπρεψάντων ανδρών, οι γεγόνασι φωστήρες εν κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες, την πίστιν κρατείν βεβαίαν και μέχρι συντελείας του αιώνος ασάλευτον διαμένειν θεσπίζομεν, και τα αυτών θεοπαράδοτα συγγράμματα τε και δόγματα. Πάντας αποβαλλόμενοι τε και αναθεματίζοντες, ους απέβαλον (οι Πατέρες) και αναθεμάτισαν, ως της Αληθείας εχθρούς και κατά Θεού φρυαξαμένους κενά, και αδικίαν εις το ύψος εκμελετήσαντας».

4) Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδς, η κατά των Εικονομάχων συνελθούσα στον Α’ αυτής Κανόνα λέει τα εξής: «…Εις τον αιώνα η προφητική φωνή εντέλλεται ημίν φυλάττειν τα μαρτύρια του Θεού, και ζην εν αυτοίς, δηλονότι ακράδαντα και ασάλευτα διαμένοντα… Και ο Παύλος φησίν : «Καν ημείς ή Άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν, παρ’ ο ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω». Τούτων ουν ούτως όντων και διαμαρτυρουμένων ημίν, αγαλλιώμενοι επ’ αυτοίς, ως ει τις εύροι σκύλα πολλά, ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα, και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων ημών. Εξ’ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα. Και ους μεν τω αναθέματι παραπέμπουσι, και ημείς αναθεματίζομεν, ους δε τη κσθαιρέσει, και ημείς καθαιρούμεν. Ους δε τω αφορισμώ, και ημείς αφορίζομεν. Ους δε επιτιμίω παραδιδόασι, και ημείς ωσαύτως υποβάλλομεν…».

5) Ο ιερός Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και άγιος έπειτα, προεδρεύσας της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (8ος αιών) εν Νικαία προσφώνησε τους συνελθόντας εν αυτή Πατέρες ειπών μεταξύ άλλων: «…Και νήφοντες εν πάσιν αποστολικώς, το ισόρροπον κρίνομεν, ίνα πάσαν κενοφωνίαν, ύφεσιν τε και πλεονασμόν, ως ζιζάνια τω καθαρώ σίτω επισπαρέντα, αναβολής πάσης εκτός, εκτίλλωμεν, ως της αληθείας αντίθετα και της Εκκλησίας αντίμαχα. Τα γαρ εν αυτή παραδοθέντα ουκ εισί ναι και ου, αλλά ναι εισίν εν αληθεία και μένουσι αρραγή και ακράδαντα εις τον αιώνος χρόνον».

6) Ο αυτός Ταράσιος εν τη Δ’ πράξει της αυτής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου λέγει τα εξής: «ου μετατίθεμεν όρια α έθεντο οι Πατέρες ημών, αλλ’ αποστολικώς διδαχθέντες κρατούμεν τας παραδόσεις, ας παρελάβομεν».

7) Μετά την τοιαύτη δήλωση του Ταρασίου ολόκληρη η Σύνοδος εκβοά τα εξής βαρυσήμαντα: «Πατέρες κηρυττουσι, τέκνα υπακοής εσμέν και εγκαυχώμεθα εν προσώπο μητρός τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας… Ημείς τους θεσμούς των Πατέρων φυλάττομεν, Ημείς τους προστιθέντας ή αφαιρούντας εκ της Καθολικής Εκκλησίας αναθεματίζομεν… Ημείς κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία μηδέν προστιθέντας μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν, αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα».

Το ισχυρότερο τείχος το οποίο ύψωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας προς περιφρούρηση ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ της Εκκλησίας είναι η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Ο όρος της Ζ’ ταύτης Οικουμενική Συνόδου, αναφέρεται ακριβώς στην παράδοση της Εκκλησίας και περιχαρακώνει εν γένει τους θεσμούς της Εκκλησίας.

Μετά τον Όρο τούτο της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου ακολουθούν τα εξής, τα οποία «εξεβόησε η Αγία Σύνοδος». «Πάντες ούτω πιστεύομεν, πάντες το αυτό φρονούμεν, πάντες συναίνεσαντες υπεγράψαμεν. Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη η πίστης την Οικουμένην εστήριξε. Πιστεύοντες εις ένα Θεό εν Τριάδι υμνούμενον, τας τιμίας εικόνας ασπαζόμεθα. Οι μη ούτως έχοντες ανάθεμα έστωσαν. Οι μη ούτω φρονούντες, πόρρω της Εκκλησίας εκδιωχθήτωσαν. Ημείς τη αρχαία θεσμοθεσία της Καθολικής Εκκλησίας επακολουθούμεν, ημείς τους θεσμούς των πατέρων φυλάττομεν. Ημείς τους προστιθέντας τι ή αφαιρούντας εκ της καθολικής Εκκλησίας αναθεματίζομεν…Ει τις πάσαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν έγγραφον τε ή άγραφον αθετεί ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα».

Όθεν δεν δύναται ουδείς να πει μετά τα ανωτέρω θεσπίσματα των Οικουμενικών Συνόδων ότι οι παραδόσεις της Εκκλησίας δεν είναι δόγματα και επομένως δύναται να μεταβληθούν. Διότι τα θεσπίσματα αυτά περί αμετάτρεπτου και ακαινοτομήτου των Εκκλησιαστικών παραδόσεων είναι τελείως καθηγιασμένα και έχουν την ισχύ δογμάτων. Δεν δύναται δε επίσης ουδείς να ισχυρισθεί ότι το όλο καθεστώς της Εκκλησίας, των νηστείων, των ακολουθιών, των Κυριακοδρομίων και άλλων τυπικών της Εκκλησίας διατάξεων καθεστώς, ιδρυθέν επί της βάσης του Ιουλιανού Ημερολογίου, με το οποίο συνδέεται αναποσπάστως το Εορτολόγιο της Εκκλησίας, δεν δύναται, λέγομε, ουδείς να ισχυριστεί ότι δεν είναι Παράδοση Εκκλησιαστική.

Αλλά ότι αρνήθηκαν να διαπράξουν όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, και άπαντες οι γεραροί της Ορθοδοξίας στυλοβάτες, το διέπραξαν εν μια στιγμή μονομερώς, αυθαιρέτως, ανιερώς, αντορθοδόξως, διά μίας εγκυκλίου του, ο επαναστατικώ δικαίω Αρχηγός της Ελληνικής Εκκλησίας, κατακρημνίζοντας δύο χιλιάδων ετών ιερό οικοδόμημα, το της Ορθοδοξίας, για να ισοπεδώσει τούτο με το Ιησουϊτικό και καότεχνο οικοδόμημα της Παπικής Εκκλησίας!

ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ  ΚΑΤ’ ΑΚΡΙΒΕΙΑ  ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

“ΟΥ ΔΕΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙΣ Η ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙΣ ΣΥΝΕΥΧΕΣΘΑΙ”

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών


·        τι  σημαίνει «συνεύχεσθαι» ; 
·        γιατί «ου δει συνεύχεσθαι» ;

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, από τους Αποστολικούς ακόμα χρόνους, η αίρεση έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Θεό και τον οδηγεί στην απώλεια. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι είναι ιδιαίτερα αυστηροί με τις «αιρέσεις απωλείας»[i][1].
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν το μεγάλο κίνδυνο και ακολουθώντας τις Αποστολικές συστάσεις[ii][2] καλούν τους χριστιανούς και μάλιστα τους ακατάρτιστους στην πίστη να μην έχουν καμία σχέση με αιρετικούς, διότι ο κίνδυνος για τη σωτηρία τους είναι βέβαιος.[iii][3]
Δυστυχώς όμως πολλοί, μη έχοντας ουσιαστική σχέση με το πνεύμα των Πατέρων και με τη ζωή της Εκκλησίας μας, βλέπουν πίσω από τις απαγορεύσεις αυτές μίσος και εχθρότητα της Εκκλησίας προς τους αιρετικούς. Ο Αγ. Νεκτάριος όμως πολύ περιεκτικά συγκεφαλαιώνοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία μας προτρέπει : «Αποτρέπου την απιστίαν και την αίρεσιν και το σχίσμα, όχι τον άπιστον και τον αιρετικόν και τον σχίστην, όχι τον άνθρωπον. Αποστρέφου την γνώμην, όχι την φύσιν. Δι’  εκείνην είναι αλλότριος και διάφορος, είναι αποστροφής και μίσους υπόδικος. Διά τοιαύτην είναι οικείος και πλησίον, είναι ελέους και συμπαθείας, πολλάκις δε και κηδεμονίας και περιθάλψεως άξιος»[iv][4]. «Οι απαγορεύσεις περί πολυποίκιλης επικοινωνίας με αιρετικούς πήγαζαν ουσιαστικά από την αγάπη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δηλαδή προσπαθούσε αφ’ ενός να διαφυλάξει τα υγιά μέλη της από την ψυχοκτόνο ασθένεια των κακοδόξων, αφ’ ετέρου δε να προβληματίσει τους τελευταίους με τη στάση της και να τους κάνει να καταλάβουν ότι βρίσκονται σε εσφαλμένο δρόμο. Η αποχή δηλαδή από την κοινωνία μαζί τους είχε ταυτόχρονα και παιδαγωγικό χαρακτήρα»[v][5].
Μελετώντας την Πατερική διδασκαλία για τις σχέσεις μας με τους αιρετικούς βλέπουμε ότι οι Άγιοί μας είναι ιδιαίτερα αυστηροί και κατηγορηματικοί στην απαγόρευση επικοινωνίας με τους αιρετικούς ή σχισματικούς[vi][6] σε θέματα  Λατρείας και κοινής προσευχής. Οι σχετικές αναφορές των Πατέρων είναι πολυπληθείς[vii][7]. Στο παρόν άρθρο δε θα αναφερθούμε στις Πατερικές μαρτυρίες, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας για το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς και μάλιστα για την κατ’ ακρίβεια εφαρμογή των  Ι. Κανόνων.

Α.   Τι είναι  και  τι δεν είναι  συμπροσευχή.

Όμως τι σημαίνει «συμπροσευχή»;  Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κατά τον Ιω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει  «εύχομαι (προσεύχομαι) από κοινού μετά τινός, ενώνω τας ευχάς μου με τας δικάς του»[viii][8]. Στην Πατερική γραμματεία, σύμφωνα με τον G.W.H.Lampe[ix][9] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει “pray together, pray with”, ενώ το «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) και  β) “wish one well” (=εύχομαι να είσαι καλά).

Περαιτέρω θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε συμπροσευχή όταν :
1. Υπάρχει σύμπτωση τόπου και χρόνου στην προσευχή [x][10] (αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη)
2. Υπάρχει κοινή βούληση για τον ίδιο σκοπό, για την τέλεση προσευχής[xi][11] (ικανή και αναγκαία συνθήκη).
3. Συμμετέχουμε στην εξέλιξη της προσευχής, με τη χρήση κοινού προγράμματος λατρείας (π.χ. κοινό το περιεχόμενο των ευχών ή ύμνων, ανταπόκριση στις κελεύσεις του λειτουργού[xii][12], ένδυση λειτουργικών αμφίων για τους  κληρικούς) (ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη
4. Συμπερασματικά : Όταν με την όλη μας αναστροφή (λόγια, έργα, συμπεριφορά) επιδιώκουμε να δώσουμε την εντύπωση στους άλλους  ότι επιθυμούμε να συμμετέχουμε και εμείς στη λατρεία τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω δε συντελείται συμπροσευχή όταν έχουμε επίσκεψη ή παρακολούθηση κάποιας θρησκευτικής τελετής για επιστημονικούς, τουριστικούς, εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους [xiii][13].

Β.   Οι  Ιεροί  Κανόνες για  τη  συμπροσευχή με αιρετικούς.

Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς είναι  : 
1.       Κανὼν Ι' τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων : "Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κᾂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω"
2.       Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων : "Εἴ τις καθῃρημένῳ, κληρικὸς ὧν, κληρικῷ συνεύξηται, καθαιρείσθω καὶ αὐτός".
3.       Κανὼν ΜΕ' τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων : "Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω"
4.       Κανὼν ΞΔ' τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων : "Εἴ τις Κληρικὸς, ἢ Λαϊκὸς εἰσέλθοι εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων, ἢ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καὶ καθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω"
5.       Κανὼν ΟΑ' τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων : "Εἴ τις Χριστιανὸς ἔλαιον ἀπενέγκοι εἰς ἱερὸν ἐθνῶν, ἢ εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων ἐν ταῖς ἑορταῖς αὐτῶν, ἢ λύχνους ἅπτοι, ἀφοριζέσθω"
6.       Κανὼν ΣΤ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου : "Περὶ τοῦ, μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει"
7.       Κανὼν  Θ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου : "Περὶ τοῦ, μὴ συγχωρεῖν εἰς τὰ κοιμητήρια, ἢ εἰς τὰ λεγόμενα μαρτύρια πάντων τῶν αἱρετικῶν ἀπιέναι τοὺς τῆς Ἐκκλησίας, εὐχῆς ἢ θεραπείας ἕνεκα, ἀλλὰ τοὺς τοιούτους, ἐὰν ὦσι πιστοί, ἀκοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοοῦντας δὲ, καὶ ἐξομολογουμένους ἐσφάλθαι, παραδέχεσθαι"
8.       Κανὼν ΛΒ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου : "Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι"
9.       Κανὼν  ΛΓ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου:"Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι"
10.   Κανὼν ΛΔ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου. Ὅτι οὐ δεῖ πάντα χριστιανὸν ἐγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστοῦ καὶ ἀπιέναι πρὸς τοὺς ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αἱρετικῶν, ἢ αὐτοὺς πρὸς τοὺς προειρημένους αἱρετικοὺς γενομένους· Οὗτοι γάρ ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ τυγχάνουσιν. Ἔστωσαν οὖν ἀνάθεμα οἱ ἀπερχόμενοι πρὸς αὐτούς.
11.   Κανὼν ΛΖ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου : "Ὅτι οὐ δεῖ παρὰ τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱρετικῶν τὰ πεμπόμενα ἑορταστικὰ λαμβάνειν, μηδὲ συνεορτάζειν αὐτοῖς"
12.   Κανὼν Θ' τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας : "Ἐρώτησις. Εἰ ὀφείλει Κληρικὸς εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἢ ἄλλων αἱρετικῶν; ἢ οὐδὲν αὐτὸν βλάπτει, ὁπόταν αὐτὸς ποιῇ τὴν εὐχήν, ἤγουν τὴν προσφοράν; Ἀπόκρισις. Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ. "Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε." Οὐκ ὀφείλουσιν οὖν παρεῖναι, εἰ μὴ ἂν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καὶ ἐκφεύγειν τὴν αἵρεσιν"  
Στους πιο πάνω κανόνες θα πρέπει να προστεθούν και  οι :  
13.   Κανὼν β’ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου : "Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας καὶ παρακαλέσαντες τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης, μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ' οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ μὴ συναγομένοις. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἢ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας".
14.   Κανών Α' τῆς Δ' Οἰκουμενικής  Συνόδου, (επικυρώνει τους Κανόνες των ἐν Λαοδικείᾳ και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων καὶ τοῦ Αγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας)
15.   Κανών Β' τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (επικυρώνει τους Αποστολικούς  Κανόνες, τους κανόνες των ἐν Λαοδικείᾳ και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
16.   Κανών Α' τῆς Ζ' Οἰκουμενικής Συνόδου (επικυρώνει τους Αποστολικούς  Κανόνες, τους κανόνες των ἐν Λαοδικείᾳ και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
Από την απλή παράθεση των Κανόνων γίνονται σαφή  τα εξής :
1.      Για τους Πατέρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμο από πνευματικής απόψεως το θέμα της επικοινωνίας με αιρετικούς στα πλαίσια της προσευχής και της Θ. Λατρείας. Αυτό είναι εμφανές από το μεγάλο αριθμό των κανόνων που διαπραγματεύονται το θέμα αυτό.
2.      Το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς απασχολεί διαχρονικά την Εκκλησία. Γι’ αυτό και οι σχετικοί απαγορευτικοί κανόνες καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο που συντασσόταν το Κανονικό Δίκαιό της.
3.      Προφανώς οι παραβάσεις των κανονικών αυτών διατάξεων ήταν συχνές. Η Εκκλησία όμως εμμένει, επανέρχεται και επαναδιατυπώνει τις ίδιες απαγορεύσεις.
4.      Οι κανονικές διατάξεις είναι σαφείς, απόλυτες και κατηγορηματικές στην απαγόρευση συμμετοχής σε κοινή προσευχή και λατρεία με αιρετικούς ή σχισματικούς.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ