Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς
του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (1ο Μέρος)
" Ἡ στάση, πού τηροῦσαν οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
καί Ἐνορίες διαχρονικά, ὅταν κηρυσσόταν αἵρεση, ἦταν νά ἀναθεματίζουν συνεχῶς
τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Αὐτό συνέβαινε σχεδόν καθημερινά, κατά τίς ἀδιάψευστες
ἱστορικές πηγές, τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Στή συνέχεια, ὅταν συνεκαλεῖτο Οἰκουμενική
ἤ Πανορθόδοξη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος, δεχόταν κατ' οἰκονομίαν κάποιους ἀπό τούς εὑρισκομένους
σέ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἄν ὁμολογοῦσαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί ἐφ' ὅσον ἔφερναν
ἐπαρκῆ δικαιολογία γιά τήν στάση τους. Πολλές φορές δέν δεχόταν κανέναν ἀπό
τούς αἱρετικούς"
"Ἅγιοι Κολλυβάδες", Χειμώνας 2012
"Οὔτε μιά ὥρα δέν ἔμεναν κοινωνικοί μέ τούς αἱρετικούς
οἱ Ὀρθόδοξοι"
Μέγας Βασίλειος
"Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι λεγεών αἱρέσεων"
π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς
"Οἱ παγιωμένες πλέον συνοδικές αἱρετικές ἀποφάσεις, ἡ
θεσμική ἀλλοίωση τῆς πίστης καί τῆς παράδοσης τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί οἱ ἐπί
πολλές δεκαετίες ἀκολουθούμενες παγκοσμίως πρακτικές, τῶν ἑνωτικῶν πράξεων καί
τῶν συμφωνιῶν μέ τούς προαιώνιους αἱρετικούς, ἡ πνευματική διακοινωνία καί οἱ
συμπροσευχές ἀκόμη καί μέ ἀλλοθρήσκους, εἰδωλολάτρες καί παγανιστές τῶν οἰκουμενιστικῶν
πατριαρχείων, πρωτοστατοῦντος τοῦ λεγομένου Οἰκουμενικοῦ, ἀποκαλύπτουν τήν ἑνιαία
διαχρονική αἱρετική πίστη τῶν πρωταρχῶν τῆς αἱρέσεως καί τῶν ἀκολούθων
τους."
"Ἅγιοι Κολλυβάδες", Χειμώνας 2012
Ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε ἀπό τόν Θεό στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ
μοναχικά ἄτομα, ἀκριβῶς, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη "τά λόγια τοῦ Θεοῦ"
(Ρωμ. 3, 2) δόθηκαν ὄχι σέ ἄτομα ἀλλά στό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποκάλυψη δίνεται,
καί εἶναι προσιτή, μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία δηλαδή, μόνο διά μέσου τῆς ζωῆς μέσα
στήν Ἐκκλησία, διά μέσου μιᾶς ζωντανῆς καί πραγματικῆς συμμετοχῆς στόν μυστικό ὀργανισμό
τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀληθινή γνώση εἶναι δυνατή μόνο μέσα
στό στοιχεῖο τῆς Παραδόσεως. Ἡ Ἱερή Παράδοση ὡς παράδοση τῆς ἀλήθειας, ὅπως τήν
προσδιόρισε ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, εἶναι ὄχι μόνον ἱστορική μνήμη, ὄχι ἁπλῶς μιά ἔκκληση
στήν ἀρχαιότητα καί στήν ἐμπειρική σταθερότητα. Παράδοση εἶναι ἡ ἐσωτερική
μνήμη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πρό πάντων ἡ ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, ἡ ἑνότητα καί
συνέχεια τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί τῆς ζωῆς τῆς χάριτος. Εἶναι ἡ ζωντανή
σχέση μέ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἡμέρα πού τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε μέσα
στόν κόσμο ὡς τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας.
Ἡ ἔκκληση πρός
τήν Παράδοση δέν εἶναι τόσο πολύ μιά ἔκκληση πρός ἀρχαιότερα πρότυπα, ὅσο εἶναι μιά ἔκκληση
στήν καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, στό πλήρωμα τῆς γνώσεώς της. Ὅπως τό λέει
ἡ πολύ γνωστή διατύπωση τοῦ ἁγίου Βικεντίου τοῦ ἐκ Λειρίνης: ὅ,τι πάντοτε, ὅ,τι
παντοῦ, ὅ,τι ἀπό ὅλους ἔχει πιστευθεῖ.
Ἡ παράδοση
γνωρίζεται καί κατανοεῖται μόνο μέ τό νά ἀνήκεις στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ἐνεργό
συμμετοχή στήν κοινή ἤ καθολική ζωή. Τό καθολικός, (ἀπό τό καθ’ ὅλου), δέν
σημαίνει οὐδόλως μιά ἐξωτερική καθολικότητα, δέν εἶναι ἕνα ποσοτικό, ἀλλά μᾶλλον
ἕνα ποιοτικό κριτήριο. Τό "καθολικός" δέν σημαίνει "οἰκουμενικός"
οἱ δύο αὐτοί ὅροι δέν εἶναι ταυτόσημοι.
Ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξη)
Ἐκκλησία μπορεῖ ἀκόμα ἱστορικά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι τό μικρό ποίμνιο. Ὑπάρχουν
σήμερα περισσότεροι αἱρετικοί παρά Ὀρθόδοξοι πιστοί μέσα στόν κόσμο μας καί ἀποδεικνύεται
ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι παντοῦ, καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία ἐξαναγκάζεται νά ζεῖ στό
περιθώριο τῆς ἱστορίας, μέσα στήν "ἔρημο". Αὐτό συχνά συνέβη καί
συμβαίνει καί πάλι σήμερα, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Αὐτός ὁ ἐμπειρικός
περιορισμός καί αὐτή ἡ κατάσταση, μέ κανένα τρόπο δέν καταστρέφει τόν καθολικό
χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, γιατί εἶναι τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, καί λόγῳ τῆς ἑνότητας αὐτοῦ τοῦ Σώματος ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀμοιβαία
συνανάπτυξη τῶν ἐπί μέρους μελῶνû ἡ ἀμοιβαία ἀπομόνωση καί ὁ διαχωρισμός ἀπό
τούς ἄλλους ὑπερνικῶνται, καί ἡ ἀληθινή κοινωνία ἤ ἡ κοινή ζωή πραγματοποιεῖται.
Καί αὐτό γίνεται καί ὡς πρός τή σκέψη. Στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται
ἡ καθο-λικότητα τῆς συνειδήσεως. Σ’ αὐτήν περικλείεται τό ἀληθινό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας:
"ἵνα πάντες ἕν ὦσινû καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἄγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν
ἡμῖν ἕν ὦσιν ... ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν..." (Ἰωάν. ιζ΄, 21-23).
Ἡ ἑνότητα
πραγματοποιεῖται διά μέσου τῆς συμμετοχῆς στή μιά καί μοναδική ἀλήθεια τῆς κοινῆς πίστης τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων ὁ χρόνος ὑπερβαίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία οἱ πιστοί ὅλων
τῶν ἐποχῶν καί τῶν γενεῶν ἑνοποιοῦνται καί ἑνώνονται συναντῶντας ἀλλήλους. Σ' αὐτό
ἀκριβῶς συνίσταται ἡ θρησκευτική καί μεταφυσική σημασία τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων.
Σκηνικῶς παίξωμεν;
Μέ τήν σιγουριά
πού μᾶς δίνει ἡ συμμετοχή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί στήν κοινωνία τῶν ἁγίων
μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ Λατινό-φρονες καί οἱ
Νεοημερολογίτες δέν συμ-μετέχουν στό σῶμα αὐτό. Δέν μετέχουν στήν μοναδική ἐμπειρία
τῆς ἀλήθειας. Δέν εἶναι μέλη τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἐκτός τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας,
τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀγκαλιάζει ὅλες τίς ἐποχές καί τούς ἁγίους, (τούς Ὀρθοδόξους),
ἔχει ἀποβάλει καί οὐδέποτε ἀποδέχεται τούς ξένους καί ἀντίθετους στήν Ἱερή
Παράδοση καί στήν ἑνιαία πίστη, τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί τούς
Νεοημερολογίτες. Ἡ καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς Λατινόφρονες καί Νεοημερολογίτες Οἰκουμενιστές τήν
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σέ κάθε ἐνορία, προϊσταμένου τοῦ πνευματικοῦ της ἱερέως ἤ
ἐπισκόπου, συμμαρτυρῶντας καί ἐπικρο-τῶντας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τό ἀνάθεμα ἐνεργεῖται
ἀπό τό πλήρωμα τῶν ἁγίων, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, πού διατρανώνουν ἐπί ἕνα
σχεδόν αἰῶνα συνεχῶς τήν ἑνιαία πίστη καί ἀναθεματίζουν μέχρι σήμερα τούς αἱρετικούς.
Αὐτό εἶναι ὑποχρέωση
τῶν Ὀρθοδόξων καί αὐτό κάνουν, γιατί ὁ μή λέγων τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα, ἀνάθεμα
ἔστω, κατά τό Συνοδικό τῆς ἀθάνατης Ὀρθοδοξίας.
Ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ
ἱερεύς παίρνουν τήν ἐξουσία καί τήν ἁρμοδιότητα νά διδάσκουν καί νά τελοῦν τά
μυστήρια ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό σῶμα τῶν Ἁγίων.
Γιαὐτό καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει δικαίωμα καί καθῆκον νά συμμαρτυρεῖ, νά συναινεῖ
ἀλλά καί νά ἀρνεῖται τή συναίνεσή του στόν ἱερέα καί στόν ἐπίσκοποû ἀκόμη ἔχει
τό δικαίωμα καί νά τόν καθαιρεῖ, ὅταν αὐτός παρεκκλίνει ἀπό τήν ὁμοφωνία τῶν
Πατέρων, ἀπό τό πλήρωμα τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς καθολικότητας τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν, ἑπομένως, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πνευματικοί προϊστάμενοι
δέν εἶναι μάρτυρες αὐτῆς τῆς μετοχῆς στήν μοναδική ἀλήθεια καί δέν εἶναι φορεῖς
τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας καί τῆς ἐσωτερικῆς μνήμης τῆς Ἱερῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας
δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἔχουν ἤδη ἐνδυθεῖ τήν κατά-ραν ὡς ἰμάτιον, κατά τήν ἐπί Ἀνθίμου,
πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848. Ἡ
Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀναγνωρίζει στό λαό καί τό δικαίωμα τῆς ἀρνησικυρίας,
ἀκόμη καί ἀποφάσεων Συνόδων, συγκλη-θέντων ὡς Οἰκουμενικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτές ἀντιπίπτουν
στό Πνεῦμα τό Ἅγιον.
"Κρατῶμεν τῆς
ὁμολογίας, ἥν παρελάβομεν ἄδολον παρά τηλικούτων ἀνδρών, ἀποστρεφόμενοι πάντα
νεωτερισμόν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου.
Ὁ δεχόμενος
νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλειπῆ τήν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον πίστιν. Ἀλλ’ αὕτη
πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μή ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν
ἥντιναούν, καί ὁ τολμῶν ἤ πρᾶξαι ἤ συμβουλεῦσαι, ἤ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη
τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ήδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα διά τό
βλασφημεῖν εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὡς τάχα μή ἀρτίως λαλῆσαν ταῖς Γραφαῖς καί Οἰκουμενικαῖς
Συνόδοις.
Ἅπαντες οὔν οἱ
νεωτερίζοντες ἤ αἰρέσει ἤ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἰμάτιον, κἄν
τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε κληρικοί, κἄν τε λαϊκοί κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανού,
ἀνάθεμα."
Οἱ
Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές ἐπίσκοποι καί πνευματικοί προϊστάμενοι στεροῦνται
τῆς πνευματικῆς καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς, καθ’ ὅ,τι δέν εἶναι μέτοχοι στήν
διαχρονική ἀλήθεια τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καί ἑπομένως ἔχασαν τήν κοινωνία μέ
τήν Καθολική Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐξ ὀνόματος τοῦ ὁποίου δέν μποροῦν
νά ἐνεργοῦν. Καί ἑπομένως ὁποιαδήποτε ἐνέργειά τους εἶναι ἄκυρη. Ἐνεδύθησαν
κατάραν ὡς ἰμάτιον, καθυποβληθέντες εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα, ἐπειδή βλασφημοῦν
συνεχῶς εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μή ἀρτίως λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καί ταῖς Οἰκουμενικαῖς
Συνόδοις.
Αὐτό συμβαίνει πρῶτον,
λόγῳ τῆς μή κοινωνίας τους μέ τήν ἀλήθεια καί τήν ἑνιαία πίστη τῶν Πατέρων, ἀλλά
καί γιατί ἐνεργοποιοῦνται ἐπί ἕνα αἰῶνα τά ἀνα-θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
ἀπό τίς τοπικές καθολικές ἐκκλησίες, πού βρίσκονται σέ ἐσωτερική μυστική πνευματική
ἑνότητα μεταξύ τους καί σέ κοινωνία μέ τό σῶμα τῶν Ἁγίων πάντοτε, ἀλλά κυρίως
τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας. Διαφορετικά, ποιό νόημα ἔχει ἡ
σύναξη τῶν τοπικῶν καθολικῶν Ἐκκλησιῶν μέ πλήρη ἱερατική στολή, προϊσταμένων τῶν
ἐπισκόπων καί τῶν ἱερέων μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκφώνηση τῶν ἀναθεμάτων τήν
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας;
Σκηνικῶς
παίξωμεν;
Αὐτό συμβαίνει ἐπίσης,
γιατί οἱ πρῶτοι ἀποσχισθέντες τῆς ἀληθείας πῆραν τήν χάρη ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία,
κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ἀλλά οἱ ἴδιοι κατασταθέντες αἱρετικοί καί ἀποκοπέντες ἀπό
τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἑνιαία Πίστη καί Παράδοσή της, ὄντες αὐτο-κατάκριτοι,
δέν μποροῦσαν πλέον νά μεταδώσουν τήν χάρη, κατά τόν Οὐρανο-φάντορα! Ὄχι μόνον
οἱ αἱρετικοί, ἀλλά καί οἱ σχισματικοί στεροῦνται τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος διότι:
"Ἡ μέν ἀρχή
τοῦ χωρισμοῦ διά σχίσματος γέγονεν û οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον
τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ἑαυτούς û ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι
τήν ἀκολουθίαν. Οἱ μέν γάρ πρῶτοι ἀνα-χωρήσαντες, παρά τῶν πατέρων ἔσχον τάς
χειροτονίας, καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τό χάρισμα τό
πνευματικόν û οἱ δέ ἀπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ
χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίανû οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις
παρέχειν, οἷς αὐτοί ἐκπεπτώκασιû διό ὡς παρά λαϊκῶν βαπτιζομένους τούς παρ' αὐτῶν,
ἐκέλευσαν ἐρχομένους ἐπί τήν ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς ἐκκλησίας ἀποκαθαίρεσθαι..."[1]
Ἡ ἀνωτέρω ἀναφερομένη
στάση ἦταν ἡ στάση, πού τηροῦσαν οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί Ἐνορίες
δια-χρονικά, ὅταν κηρυσσόταν αἵρεση. Ἀνα-θεμάτιζαν συνεχῶς τήν αἵρεση καί τούς
αἱρετικούς. Αὐτό συνέβαινε σχεδόν καθημερινά, κατά τίς ἀδιάψευστες ἱστορικές
πηγές, τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Στή συνέχεια, ὅταν συνεκαλεῖτο Οἰκουμενική
ἤ Πανορθόδοξη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος, δεχόταν κατ' οἰκονομίαν κάποιους ἀπό τούς εὑρισκομένους
σέ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἄν ὁμολογοῦσαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί ἐφ' ὅσον ἔφερναν
ἐπαρκῆ δικαιολογία γιά τήν στάση τους, -(ὄχι ὅμως πάντοτε, βλ. Συνόδους Ἀφρικῆς
καί Ρώμης κατωτέρω)-, ἀλλά ποτέ δέν δέχονταν τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως. Ὅλες
οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι θεωροῦσαν πάντοτε τούς αἱρετικούς ἐκτός τῆς ἀληθείας,
καί ἑπομένως καί ἐκτός τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐφ' ὅσον ὁ αἱρετικός
στερεῖται τῆς χάριτος δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρεῖ τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς
Ἐκκλησίας. Τό ἀνάθεμα δέν ἀποκόπτει αὐτόν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐξαγγέλλει στό
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν πραγματοποιηθεῖσα ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο τόν αἱρετικό αὐτοαποκοπή,
μέ τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Ἔτσι εἶναι δυνατή ἡ προστασία τῶν λοιπῶν
μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἰδίου, ἄν μετανοήσει.
Ἀπό σῶμα Ὀρθοδόξων
ἐπισκόπων ἀναθεματίσθηκαν ἰδιαίτερα ὁ Οἰκουμενισμός καί οἱ Οἰκουμενιστές στό
Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς τό 1983,
προϊσταμένου τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου. Τό ἴδιο ἔγινε καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας
μας ἐπί τοῦ μακαριστοῦ μας Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου.
Ἡ πρώτη
παγκοσμίως ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τῆς Διασπορᾶς ἔχει πολλές ἀναλογίες
καί εἶναι ἀναλόγου σπουδαιότητος μέ ἐκείνη, πού ἔγινε ἐπί Ἁγίου Μαρτίνου, πάπα
Ρώμης, μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τό 649 μ.Χ., πού κατεδίκασε τούς Μονοθελῆτες καί
Μονο-ενεργῆτες.
Οἱ Ρῶσσοι ἐπίσκοποι
τῆς Διασπορᾶς ἀποτελοῦσαν τήν συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού εἶχε διωχθεῖ
καί ἐξορισθεῖ ἀπό τούς Μπολσεβίκους-Σιωνιστές. Ὅσοι ἔμειναν στό Πατριαρχεῖο τῆς
Μόσχας, (οἱ Σεργιανιστές), ἦσαν ἐκεῖνοι πού πρόδωσαν καί ἔγιναν πράκτορες τοῦ
Σιωνισμοῦ καί τοῦ Κομμουνισμοῦ καί διῶκτες τῶν κατακομβιτῶν Ὀρθοδόξων.
Αὐτοί δέ πού ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον μετανοοῦν,
διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι πρέπει νά γίνονται δεκτοί, ὄχι ὅμως ἀκρίτως, ἀλλά
νά δοκιμάζονται, ἐάν ἐπιδεικνύουν ἀληθινή μετάνοια καί ἐάν ἔχουν ὡς συμμαρτυρία
τους τήν σπουδή γιά τήν σωτηρία τους (5ος Κανόνας).
Γιαὐτό, ὁ Μέγας Ἱεράρχης
δέν δέχεται οὔτε τούς Ἐγκρατίτες, οὔτε τούς Σακκοφόρους, οὔτε τούς Ἀποτακτίτες,
ὅπως καί τούς Ναυατιανούς γιατί γιά ἐκείνους μέν ἐκφωνήθηκε κανόνας, ἄν καί
διαφορετικός, γιά αὐτούς ὅμως ἐπικράτησε σιωπή. Αὐτούς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀναβαπτίζουμε,
διδάσκει ὁ Ἅγιος, ἔστω καί ἐάν αὐτό ἀπαγορεύτηκε σέ σᾶς, ὁ ἀναβαπτισμός δηλαδή,
ὅπως ἀκριβῶς ἰσχύουν τά ἴδια καί στήν Ρωμαϊκή Ἐκκλησία, λόγῳ κάποιας οἰκονομίας,
ἀλλά ὁ λόγος μας νά ἔχει ἰσχύν, ἐπειδή ἡ αἵρεσή τους εἶναι ἀποβλάστημα τῶν
Μαρκιωνιστῶν, ἐπειδή βδελύσσονται τόν γάμον καί ἀποστρέφονται τόν οἶνον καί
θεωροῦν τήν κτίση τοῦ Θεοῦ μολυσμένη, δέν τούς δεχόμεθα στήν Ἐκκλησία, ἐάν δέν
βαπτισθοῦν στό βάπτισμά μας.
Παρά τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι δέν ἔχει προηγηθεῖ ἀπόφαση καί
κανόνας ἤ καταδίκη γιά τούς αἱρετικούς αὐτούς, ὁ Μέγας Ἱεράρχης δέν τούς
δέχεται. Τούς θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί πρέπει νά βαπτισθοῦν καί ὁρίζει
ὅτι πρέπει νά ἰσχύσει ὁ λόγος του, (47ος Κανόνας Μεγάλου Βασιλείου πού ἔχει πλέον
Οἰκουμενική ἰσχύ).
Πόσο μᾶλλον οἱ Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές, ψευδεπίσκοποι,
κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου, στεροῦνται καί οἱ ἴδιοι τοῦ ἀληθινοῦ
βαπτίσματος καί οὔτε σέ ἄλλους μποροῦν νά μεταδώσουν τήν Χάρη, λαϊκοί
γενόμενοι, κατά τόν Οὐρανοφάντορα, ὡς ἄλλα ἀποβλαστήματα καί αὐτοί τῶν Ἀρειανῶν,
μή δεχομένων τόν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς μοναδικόν Θεόν ἀλλά καί τῶν
Πνευματομάχων, γιατί ἀντιμάχονται τό ἔργον τοῦ Παναγίου Πνεύματος τήν
Μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἑνούμενοι μέ ἐπίσημες συμφωνίες
ταυτοχρόνως μετά τῶν ὑπό Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδικασθέντων Μονοφυσιτῶν καί
Λατινο - Προτεσταντῶν, συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως συμπροσευχόμενοι καί
συλλειτουργοῦντες οὐνιτικῶς μέ αὐτούς.
Ὅταν ἐπί ἕνα
σχεδόν αἰῶνα εἶναι ἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων μας καί κοινωνοῦν
τῆς δαιμονικῆς πλάνης τῆς πανθρησκείας καί τοῦ
θανατηφόρου δηλητηρίου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι παντελῶς ἀλλοτριωμένοι τῆς
Χάριτος; Τοῦτο καταφαίνεται καί ἀπό τά παρακάτω καταλυτικά κείμενα:
[1] Α΄ Κανών Μεγάλου Βασιλείου.
Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς
του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (2ο Μέρος)
Σέ μία τῶν
συνεδριάσεων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐξετάστηκε ἐπιμελέστατα ὁ τρόπος τῆς ἀποδοχῆς
τῶν Εἰκονομάχων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀποκομμένοι ἀπό τήν καθολική Ἐκκλησία καί ζητοῦσαν
νά ἑνωθοῦν μέ Αὐτήν καί αὐτό μάλιστα πρίν καταδικαστοῦν ἀπό τήν Ἁγία Ζ΄ Σύνοδο.
Ὅλοι ἔγιναν τελικά δεκτοί μέ λίβελλο μέ τόν ὁποῖο ἀποκήρυσσαν τήν αἵρεση καί ὁμολογοῦσαν
τήν ἀλήθεια, καί στή συνέχεια μέ εἰδική ἀπόφαση τῆς Συνόδου:
Ἰωάννης ὁ εὐλαβέστατος μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος καὶ
τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου Ἀντιοχείας εἶπε:
«Διαθρυλλεῖται πανάγιε πάτερ παρὰ πολλῶν, πῶς δεῖ τοὺς ἀπὸ αἱρέσεων
προσερχομένους δέχεσθαι· καὶ παρακαλοῦμεν τὴν ἁγίαν καὶ ἱερὰν σύνοδον ὅπως ἔλθωσιν
αἱ βίβλοι τῶν ἁγίων πατέρων καὶ θεωρῶμεν καὶ ἀνακρίνωμεν, κᾀκεῖθεν λάβωμεν τὴν ἀκριβῆ
ἀσφάλειαν, ὅπως χρή δέχεσθαι αὐτοὺς. Ἀποροῦμεν γὰρ ἡμεῖς.» (Αὐτόθι, 1019c.)
Ἡ σύνοδος τότε ἄκουσε πολλές μαρτυρίας, γιὰ τὸ πῶς οἱ αἱρετικοὶ
γίνονταν ἀποδεκτοὶ στὸ παρελθόν, χωρὶς ὅμως νὰ διακρίνουν μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εἶχαν
καταδικαστεῖ ἤδη ἀπὸ σύνοδο καὶ τῶν μή καταδικασθέντων, ἀποδεικύοντας ὅτι οἱ
πατέρες δὲν ἔκαναν τέτοια διάκριση. Ἀντιθέτως, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ διαλόγου,
διαπιστώθηκε ὁμοφώνως, ὅτι ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἐθεωρεῖτο ὡς ἐκ τῶν
προτέρων:
Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς
ἀνατολῆς εἶπε:
«Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.»
῾Η Ἁγία Σύνοδος εἶπεν:
«Τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν.» (Αὐτόθι, 1022c.)
Στὸ τέλος τῆς Πρώτης Πράξεως,
Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε:
«Ἀναγνώτωσαν οἱ προϊστάμενοι ἐπίσκοποι τοὺς οἰκείους
λιβέλλους ὡς νυνὶ προσελθόντες τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ.»
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:
«Ἀναγνώτωσαν ἐπειδὰν τῶν ζητουμένων δύο κεφαλαίων ἀκριβῶς ἐξετασθῇ
ὑπόθεσις περὶ τε τῶν προσερχομένων ἐξ αἱρέσεως τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ καὶ τῶν
ὑπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντων.» (Αὐτόθι. 1050d.)
Καὶ μετ᾽ ὀλίγον πάλιν,
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν:
«Τὰς ὁμολογίας γνῶντες διὰ τῆς ἀναγνώσεως τῶν λιβέλλων, ἐν ἑτέρᾳ
συνελεύσει ἡ αὐτῶν ἀποδοχὴ γενήσεται, εἰ οὐκ ἔστιν ἕτερον αὐτοῖς τὸ κωλῦον.» (Αὐτόθι.
1050e.)
Συμπεράσματα
Ὅποιος ἀκολουθεῖ
τήν αἵρεση δέν ἔχει τήν δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως καί σωτηρίας ἐφ' ὅσον
"τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως" (ΞΘ΄ τῆς Καρθαγένης) ἤ "ἐκ τῆς τοῦ
Κυριακοῦ σώματος ἑνώσεως ἀνησυχάστῳ διχονοίᾳ" ἀποσχίζεται (ΞΣΤ΄ τῆς
Καρθαγένης), γιά νά μεταβεῖ ἐκεῖ "ὅπου
ἐκκλησία οὐκ ἔστιν" (Κανών Καρχηδόνος), "τῷ τῆς ἀποστασίας
συνεδρίῳ". Οἱ αἱρετικοί ὑπάρχουν "πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐκβεβλημένοι
καί ἀνενέργητοι" (α΄τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς), τελοῦντες ὑπό τήν κυριαρχίαν τοῦ
διαβόλουû "δώσει αὐτοῖς ὁ Θεός μετάνοιαν πρός τό ἐπιγνῶναι τήν ἀλήθειαν,
καί ἵνα ἀνασφήλωσιν οἱ ἐκ τῶν τοῦ διαβόλου βρόχων αἰχμαλωτισθέντες αὐτῷ εἰς τῷ
αὐτοῦ θέλημα" (ΞΣΤ΄ Καρθαγένης).
Ἡ αὐστηρή αὐτή
στάση τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι συνέπεια τῆς Ἐκκλησιολογίας τους. Ἐφ' ὅσον μία
μόνον Ἐκκλησία ὑπάρχει, (ἕν σῶμα μόνον ἀντιστοιχεῖ εἰς μίαν κεφαλήν), εἶναι
φυσικό, ὅτι οἱ ἀποκόπτοντες ἑαυτούς διά τῆς αἱρέσεως ἤ τοῦ σχίσματος ἀπό τῆς Μιᾶς
Ἐκκλησίας, παύουν νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά ἔχουν τό Ἅγιον
Πνεῦμα. Ὁ "οἶκος αὐτῶν ἀφίεται ἔρημος" καί ἐκπίπτει εἰς "ἐκκλησίαν
πονηρευομένων" (Νικηφόρου Ὁμολογητοῦ ἐπιστολή γ΄).
Γιαὐτό τό λόγο
καί τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν θεωροῦνται ὡς ἄκυρα, ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ αἱρετικοί
στεροῦνται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στούς αἱρετικούς
δέν ὑφίσταται κἄν ἀληθές βάπτισμα ἤ χρίσμα ("ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα
βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίαςû ἑνός ὄντος βαπτίσματος, καί ἐν
μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντοςû ... ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τοῖς αἱρετικοῖς
εἶναι").
Ὁ λόγος εἶναι
προφανήςû "παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων
ἄφεσιν λαβεῖν" καί "οὐ γάρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν εἰ ἠδυνήθη
βαπτίσαι, ἴσχυσε καί Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον
οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἐνός ὄντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
καί μιᾶς ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ἀρχῆθεν
λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένηςû καί διά τοῦτο τά ὑπ' αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ
καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα" (Κανών Καρχηδόνος).
Αὐτός ὁ Κανών δέν
ἀποτελεῖ κάτι τό καινοφανές στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀπήχηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου "ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιŽ ἐλπίδι
τῆς κλήσεως ὑμῶν εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα" (Ἐφ. δ΄4-5). Κάθε ἄλλη
θεώρηση τῶν αἱρέσεων θά ἀνέτρεπε τήν ἐκκλησιολογική αὐτή βάση.
Ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα
Πίο Θ΄ (1848)
(Πηγή: Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Καρμίρη Ἰωάννη, τ. Β΄ σελ. 902-925, Ἀθήνα 1953).
"... Τό φρικτό αὐτό ἀνάθεμα, ἀδελφοί καί ἀγαπητά παιδιά
ἐν Χριστῷ, δέν τό ἐκφωνοῦμε ἐμεῖς σήμερα, ἀλλά τό ἐκφώνησε πρῶτος ὁ Σωτήρας
μας· «ὅποιος μιλήσει ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά συγχωρεθεῖ οὔτε σέ αὐτόν
τόν αἰώνα, οὔτε στόν μελλοντικό»· ὁ ἅγιος Παῦλος ἐκφώνησε· «ἀπορῶ πού μετακινεῖστε
τόσο γρήγορα ἀπό αὐτόν πού σᾶς κάλεσε μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ σέ ἄλλο εὐαγγέλιο,
τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο, παρά μόνον κάποιοι πού σᾶς ταράσσουν καί θέλουν νά
διαστρεβλώσουν τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ· ἀλλά κι ἄν ἐμεῖς ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό
σᾶς κηρύσσει ἄλλο εὐαγγέλιο ἀπό αὐτό πού σᾶς κηρύξαμε, ἄς εἶναι ἀνάθεμα»· αὐτό ἐκφώνησαν
οἱ ἑπτά οἰκουμενικές Σύνοδοι καί ὅλη ἡ χορωδία τῶν θεοφόρων Πατέρων. Ὅλοι
λοιπόν οἱ καινοτόμοι, εἴτε μέ αἵρεση εἴτε μέ σχίσμα, ἤδη ἐνδύθηκαν μέ τή θέλησή
τους, σύμφωνα μέ τόν ψαλμωδό, «κατάρα ὡς ροῦχο», εἴτε Πάπες εἴτε Πατριάρχες εἴτε
Κληρικοί εἴτε Λαϊκοί· «κι ἄν κάποιος, ἀκόμα καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό, σᾶς
κηρύσσει ἄλλο εὐαγγέλιο ἀπό αὐτό πού ἔχετε παραλάβει, ἄς εἶναι ἀνάθεμα. Ἔτσι
σκεπτόμενοι οἱ Πατέρες μας καί ὑπακούοντας στούς ψυχοσωτήριους λόγους τοῦ
Παύλου, στάθηκαν σταθεροί καί στέρεοι στήν πίστη πού τούς παραδόθηκε ἀπό γενιά
σέ γενιά καί τήν διέσωσαν ἀμετάβλητη καί ἀμόλυντη στό μέσο τόσων αἱρέσεων, καί
τήν παρέδωσαν σέ μᾶς ἀληθινή καί ἀνόθευτη, ὅπως βγῆκε ἁγνή ἀπό τό στόμα τῶν πρώτων
ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· ἔτσι σκεπτόμενοι καί ἐμεῖς, ἀνόθευτη ὅπως τήν παραλάβαμε θά
τήν μεταδώσουμε στίς ἐπερχόμενες γενιές,
χωρίς νά μεταβάλλουμε τίποτα, γιά νά εἶναι κι ἐκεῖνοι, ὅπως κι ἐμεῖς, εὐπρεπεῖς
καί νά μήν ντρέπονται ὅταν μιλοῦν γιά τήν πίστη τῶν προγόνων τους."
1848, μήνας Μάιος, Ἰνδικτιῶνος ς΄.
†Άνθιμος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας
Ρώμης, καί οἰκουμενικός Πατριάρχης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης
ὑπέρ ὑμῶν.
† Ἰερόθεος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί ὅλης της Αἰγύπτου,
ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης.
† Μεθόδιος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης τῆς μεγάλη πόλης τοῦ Θεοῦ Ἀντιόχειας
καί ὅλης της Ἀνατολῆς, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης.
† Κύριλλος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καί ὅλης της
Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης
† Ὁ Καισαρείας Παΐσιος - † Ὁ Ἐφέσου Ἄνθιμος - † Ὁ Ἡρακλείας
Διονύσιος - † Ὁ Κιζύκου Ἰωακείμ - † Ὁ Νικομηδείας Διονύσιος - † Ὁ Χαλκηδόνας Ἰερόθεος
- † Ὁ Δέρκων Νεόφυτος - † Ὁ Ἀδριανουπόλεως Γεράσιμος - † Ὁ Νεοκαισαρείας
Κύριλλος - † Ὁ Βεροίας Θεοκλητός - † Ὁ Πισιδίας Μελέτιος - † Ὁ Σμύρνης Ἀθανάσιος
- † Ὁ Μελενίκου Διονύσιος - † Ὁ Σόφιας Παΐσιος – † Ὁ Λήμνου Δανιήλ - † Ὁ
Δρυϊνουπόλεως Παντελεήμων - † Ὁ Ἐρσεκίου Ἰωσήφ - † Ὁ Βοδενῶν Ἄνθιμος.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Ἀντιόχειας
† Ὁ Ἀρκαδίας Ζαχαρίας - † Ὁ Ἐμέσης Μεθόδιος - † Ὁ Τριπόλεως Ἰωαννίκιος
- † Ὁ Λαοδικείας Ἀρτέμιος.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱερουσαλήμ
† Ὁ Πέτρας Μελέτιος -
† Ὁ Βηθλεέμ Διονύσιος - † Ὁ Γάζας Φιλήμων - † Ὁ Νεαπόλεως Σαμουήλ - † Ὁ
Σεβαστείας Θαδδαῖος - † Ὁ Φιλαδελφείας Ἰωαννίκιος - † Ὁ Θαβωρίου Ἱερόθεος.
Ἐπεξηγήσεις
1. Ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες παραλάβαμε ὅτι στούς αἱρετικούς
δέν ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
2. Δέν μποροῦμε νά τούς νομιμοποιοῦμε, λέγοντας ὅτι ἔχουν
τήν Χάρη. Καί κυρίως, γιατί αὐτό ἐπιτάσσει τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἄν
τό κάνουμε, ἀναθεματιζόμαστε ἀπό τό Συνοδικό της.
3. Στά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς βλέπουμε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀπολογοῦνται
καί γίνονται δεκτοί, παραδέχονται ὅτι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας, καί μάλιστα αὐτό
πρίν ὑπάρξει ὁποιαδήποτε συνοδική διάγνωση.
4. Ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξετάζει, ἄν καί
ποιούς θά δεχθεῖ καί ποιούς ὄχι, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος γιά τίς
Συνόδους τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς, πού ἄλλους δέχθηκαν καί ἄλλους ὄχι.
5. Στόν Γ΄ Ἀποστολικό ὁ Ἅγιος ἀποφαίνεται γιά τούς κανονικά
πταίσαντες (ἠθικά παραπτώματα, σιμωνία κλπ). Καί ἡ σποραδική ἀποδοχή τοῦ
βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν ἀπό μεμονωμένο ἐπίσκοπο συγκαταλέγεται στά κανονικά
παραπτώματα, πού ἐπισύρει καθαίρεση.
6. Στόν 68ο Κανόνα ὁ Ἅγιος ἀποφαίνεται μέ βάση τά πρακτικά τῶν
Συνόδων καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς αἱρετικούς. Ἡ Ἐκκλησία κατ' ἐξαίρεση
δέχθηκε κάποιους ἀπ' αὐτούς. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα. Τό σπάνιον δηλ. καί
τό κατ' ἐξαίρεση γενόμενον.
7. Ἡ σύνοδος δικαιώνει ἤ ἀναθεματίζει. Ἀπονέμει πάλι τούς
θρόνους ἤ τούς ἀφαιρεῖ.
8. Ὁ μεγάλος Θεολόγος, δεύτερος Χρυσόστομος, Ἅγιος
Νικόδημος, δέν ἀντιφάσκει, λοιπόν, στήν ἑρμηνεία του στόν γ΄ Ἀποστολικόν καί
στόν 68ο, γιατί στόν γ΄ Ἀποστολικόν ἀποφαίνεται γιά μεμονωμένους ἐπισκόπους πού
σφάλλουν -(καί τό νά δεχθεῖ κάποιος ἐπίσκοπος μεμονωμένα τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν
θεωρεῖται κανονική παράβαση)- κατ' ἐξοχήν δηλ. ἀναφέρεται στούς κανονικῶς
πταίσαντες, ἐνῶ στόν 68ο ἀναφέρεται στήν παγιωμένη καί ἐξαπλωμένη αἵρεση καί
τήν θεσμική καί διαχρονική ἀλλοίωση τῆς πίστης, πού ὅσοι κοινωνοῦν μαζί της εἶναι
ἀλλοτριωμένοι τῆς χάριτος καί τῆς ἱερωσύνης.
Ἀναφορικά μέ τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέχθηκε κατ' ἐξαίρεση
κάποιους αἱρετικούς στό παρελθόν, σημειώνει ὁ μέγας Ἅγιος: "Ἀλλά σπάνια τά
τοιαῦτα καί κατά περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δέ Ἐκκλησίας
τό κατά περίστασιν γινόμενον καί τό σπάνιον, κατά τε τόν ιζ΄ τῆς α΄ καί β΄ καί
τόν Θεολόγον Γρηγόριον, καί τήν β΄ πρᾶξιν τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου καί τό
νομικόν ἐκεῖνο τό λέγον∙ Τό, παρά Κανόνας, οὐχ ἕλκεται πρός ὑπόδειγμα."
Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφέρεται στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν
εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο:
"Πάντως δέν
δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως
καί ἀληθῶς μετανοοῦντες, ὅπως εἶπε ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν
τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά, (Σχετικά μέ ὅλα αὐτά
γράφει ὁ Ἅγιος στήν ἑρμηνεία του στήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πρός
Ρουφινιανόν.) καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους
δέν ἀναχειροτόνησε, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄
πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουνενικῆς. Ἐπίσης μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν,
ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν περιστατική καί καιρική οἰκονομία δέν τά ἔκανε ὅρον
ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική.
Καί ὁ
Πατριάρχης, (ἅγιος) Ἀνατόλιος, χειροτονήθηκε ἀπό τόν αἱρετικό Διόσκουρο καί ἀπό
τήν αἱρετική περί αὐτόν σύνοδο, καί ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Ἀντιοχείας ὑπό Ἀρειανῶν,
κατά τόν Σωζόμενον, βιβλ. δ΄, κεφ. κη΄ καί ἄλλοι πολλοί ὑπό αἱρετικῶν ἐχειροτονήθησαν,
καί μετά ταῦτα ἔγιναν δεκτοί ἀπό τούς ὀρθοδόξους (Ἱερόν Πηδάλιον, σελ. 91, ἑρμηνεία
τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στόν ΞΗ΄ Ἀποστολικόν Ἱερόν Κανόνα).
9. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό Πηδάλιο τό ἐνέκρινε καί ὁ μέγας
διδάσκαλος καί Ἅγιος, Μακάριος ὁ Κορίνθου, ὅπως καί ὁ λόγιος ἀντίπαπας Ἀθανάσιος
ὁ Πάριος, καί στή συνέχεια τό ἐνέκριναν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε΄, ὁ ἱερομάρτυς, ἀλλά
καί ἡ σύνοδος τῆς Πόλης!
10. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει τά αὐτά στόν 47ο Κανόνα του.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ